Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου - Παράλληλοι δρόμοι

Page 1

PAPADHMHTRIOU sel_final_Layout 1 26/05/2011 2:27 μ.μ. Page 5

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ ΔΡΟΜΟΙ Αφήγημα

öõ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


PAPADHMHTRIOU sel_final_Layout 1 26/05/2011 2:27 μ.μ. Page 6

©

Copyright Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2011

Έτος 1ης έκδοσης: 2011 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης ΒέρνηςΠαρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα ☎ 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com

ISBN 978-960-03-5308-2


PAPADHMHTRIOU sel_final_Layout 1 26/05/2011 2:27 μ.μ. Page 7

Περιεχόμενα Ο θάνατος της μάνας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η απελπισία του πατέρα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Κάπως πρέπει να βολευτούν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Στον τάφο της μάνας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Στο πλοίο για την Κύπρο με στάση στο Πορτ Σάιντ . . . . . . . . . Ο παππούς τούς περιμένει στο λιμάνι της Λεμεσού . . . . . . . . . . Στον αργαλειό της θείας και στη βρύση για νερό . . . . . . . . . . . . Στο αλώνι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Στη σκιά του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η Αλεξάνδρα βαπτίζει το ξαδελφάκι της . . . . . . . . . . . . . . . . . . Διαγωνισμός για τον πιο καλοθρεμμένο χοίρο . . . . . . . . . . . . . . Στο χωριό της πέμπτης θείας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο πατέρας επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το ραδιόφωνο του Λάμπρου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Σόι πάει το βασίλειο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μάθημα σεξολογίας! . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τα τεράτσια ή χαρούπια ή ξυλοκέρατα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η συγκομιδή της ελιάς και η σφαγή των χοίρων . . . . . . . . . . . . Ο θείος Αδάμ, η Φανή και η θεία Ζωή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Βυθίσασιν την «Έλλην»! . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Επιτέλους, σπίτι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Απόστολος Μανωλόπουλος, αγνώστων λοιπών στοιχείων . . . . . Εμπόλεμη κατάσταση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο μπαμπάς παντρεύεται . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η οικογένεια Αντωνίου Παπαδημητρίου πάει στο Ράμλι . . . . . . 

11 16 22 25 27 32 38 46 49 59 66 70 75 83 84 88 95 99 102 107 113 119 124 131 137


PAPADHMHTRIOU sel_final_Layout 1 26/05/2011 2:27 μ.μ. Page 8

Και άλλοι πληγέντες έρχονται στο Φλέμινγκ . . . . . . . . . . . . . . . Η γερμανική απειλή στις πύλες της Αλεξάνδρειας . . . . . . . . . . . Μαθητής στο «Αβερώφειο» . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τελευταία χρονιά του «Ελληνο-γαλλο-αγγλικού Λυκείου» . . . . Γείτονες του λόρδου Πιλ, απέναντι από τους Χίλτυ! . . . . . . . . . . Στο «Αβερώφειο Γυμνάσιο» με την Τίνα . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πήγαιν’ έλα με το τραμ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Νέα για την οικογένεια Παπαδημητρίου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το σπίτι γίνεται νοσοκομείο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Σχολικό έτος 1944-45 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μια ματιά στον Στέλιο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Προς το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου – Τυφοειδής πυρετός στο «Αβερώφειο» . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο τύφος καλά κρατεί . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Επιτρέπονται οι επισκέψεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Σπίτι μου, σπιτάκι μου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Αρχή του τέλους του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου . . . . . . . . . . . . . . Μια κρεατοελιά στην πλάτη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Όχι στα καπέλα! Όχι στη σεξολογία! . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Νέα συμμαθήτρια εξ Αθηνών . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ζωολογικός κήπος από το Κονγκό και άλλα περίεργα . . . . . . . . Το πρώτο παστίτσιο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ζορζ Γκεταρύ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πέθανε ξαφνικά ο Μανωλόπουλος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πάλι ο Στέλιος! . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο Λεωνίδας και η αφαίρεση αμυγδαλών . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τα Αραπάκια ρίχνουν πέτρες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Αποφοιτήσεις και βραβεύσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το ταξίδι στην Κύπρο γίνεται πραγματικότητα . . . . . . . . . . . . . Ψώνια από τις Κάτω Αρόδες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο Λεωνίδας πήγε για μπάνιο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η βάπτιση της Ελένης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Στο Προδρόμι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 

146 152 153 158 162 165 171 179 182 185 191 192 194 202 209 212 216 219 223 226 232 236 238 242 243 250 254 256 261 265 269 272


PAPADHMHTRIOU sel_final_Layout 1 26/05/2011 2:27 μ.μ. Page 9

Το προικοσύμφωνο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Οι Γύφτοι στο περιβόλι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Σεληνιασμός . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η Θερμοκρήνη και η Χριστινού . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μια βουτιά στο πατητήρι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Άλλο ένα πανηγύρι και φεύγουμε . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Στο σχολείο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο Ραμαντάν και η Μαμπρούκα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η κυρία Όστιν και το «Βρετανικό Ινστιτούτο» . . . . . . . . . . . . . . Μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πέρασαν τα Φώτα και οι φωτισμοί! . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ιαπωνικά βασανιστήρια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Καινά δαιμόνια εκ Σουηδίας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τα παράπονα της νονάς . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Έχουμε και κατοικίδια! . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Scripta manent . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Κατάσχεση σκύλου! . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τα πρώτα «Ανθεστήρια» . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Όρεξη να έχεις για δουλειά! . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τώρα έχει προτεραιότητα ο πατέρας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πρώτη δουλειά και, πριν σαραντίσει, η Δευτέρα η σημαδιακή . . Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η μετανάστευση: Είναι κι αυτή μια κάποια λύση! . . . . . . . . . . . Μετακόμιση δίπλα στη γραμμή του τραμ . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο πρίγκιπας της Ουαλίας έγινε Άμλετ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μεγάλη Εβδομάδα με ψήφους και χαστούκια . . . . . . . . . . . . . . Σαμ-ελ-Νεσίμ: Όλη η Αίγυπτος γιορτάζει . . . . . . . . . . . . . . . . Τα πάντα εν σοφία εποίησεν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Αλλαγή δουλειάς . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μια δουλειά με θέα! . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 

277 280 283 287 289 290 293 297 302 306 308 311 315 323 326 330 333 365 372 374 377 383 390 395 404 409 417 419 427 433 436 441 447


PAPADHMHTRIOU sel_final_Layout 1 26/05/2011 2:27 μ.μ. Page 10

Τρίτη και τυχερή! . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πρωταπριλιάτικο αστείο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το σουλιώτικο αίμα του Στέλιου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η Αλεξάνδρα μαθαίνει για τη ζωή του παππού . . . . . . . . . . . . . Ο πατέρας γνωρίζει τον Στέλιο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ετοιμασίες για το γάμο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η τύχη είναι μαζί τους . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τι ζημιά κάνει ένα κουνούπι! . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πρώτη νύχτα γάμου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τα γαμήλια δώρα δε φτουρούν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Νυφικό για πολλές χρήσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Αιγυπτιακό θέατρο στα Ελληνικά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Δώρο ζωής . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .



453 458 466 469 473 480 481 488 494 498 500 503 507


PAPADHMHTRIOU sel_final_Layout 1 26/05/2011 2:27 μ.μ. Page 11

Ο θάνατος της μάνας

«ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, ΑΙΓΥΠΤΟΣ, 19 ΙΟΥΝΙΟΥ 1939» γράφει στο μαυροπίνακα η κυρία Καίτη, η δασκάλα της τρίτης Δημοτικού, και επιμένει να μην ξεχάσουνε το «Αίγυπτος» γιατί υπάρχουν και άλλες Αλεξάνδρειες στον κόσμο. Μετά γράφει το θέμα της έκθεσης: «Πώς θα περάσω φέτος τις θερινές μου διακοπές». Δεν είχαν ακόμη αρχίσει να γράφουν όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε στην τάξη η κυρία Στέλλα, η διευθύντρια, που την τρέμανε όλοι. «Αλεξάνδρα, πήγαινε να φέρεις κιμωλίες από το ντουλάπι», λέει και η Αλεξάνδρα σηκώνεται αμέσως και βγαίνει να φέρει τις κιμωλίες από το ντουλάπι στο διάδρομο. Η μάνα μου πέθανε, σκέπτεται στη στιγμή. Βλακεία της κυρίας Στέλλας να κάνει το ίδιο κόλπο που έκανε και πέρσι, όταν πέθανε ο πατέρας του Νότη του Αρκουλή. Τον έστειλε να φέρει κιμωλίες και είπε στην τάξη: «Ο Νότης είναι τώρα ορφανός, πέθανε ο πατέρας του, να τον αγαπάτε και να τον προσέχετε. Ο ίδιος δεν το ξέρει ακόμα, θα του πούνε ότι ο πατέρας του πήγε ταξίδι». Το στομάχι της ανακατεύεται, της έρχεται εμετός, τρέχει προς την τουαλέτα και κλείνεται μέσα. Όχι, δε θα κλάψει, θα παίξει το παιχνίδι τους. Κοιτάζει τις βουκαμβίλιες έξω από το παράθυρο. 


PAPADHMHTRIOU sel_final_Layout 1 26/05/2011 2:27 μ.μ. Page 12

Έχουν θεριέψει αυτές, κοντεύουν να μπούνε μέσα. Παίρνει βαθιές εισπνοές. Ας πάρω τις κιμωλίες κι ας πάω πίσω στην τάξη, αποφασίζει. Με κοροϊδεύουν εκείνοι, θα τους κοροϊδέψω και εγώ. Μόνο εκείνο το ξέστρωτο κρεβάτι της μάνας μου, που αντίκρισα τη Δευτέρα το μεσημέρι, με τυραννάει. Αρρώστησε μου είπανε και την πήγανε στο νοσοκομείο. Πώς μας το έκανε αυτό, να πεθάνει σε δυο μέρες; Έσφιξε τα δόντια και μπήκε στην τάξη, ακούμπησε τις κιμωλίες στη θέση τους στον πίνακα και κάθισε στο θρανίο. Τριάντα ζευγάρια μάτια την παρακολουθούσαν, ενώ εκείνη έγραφε την έκθεσή της. «... Τα διαβατήριά μας είναι έτοιμα, φέτος θα περάσουμε το καλοκαίρι με τον παππού μας και τις θείες μας στο χωριό, στην Κύπρο. Ο παππούς μας έχει τρία χρόνια να μας δει, δε θα μας γνωρίσει, εγώ δεν πήγαινα ακόμα σχολείο, ο αδελφός μου, ο Πάνος, ήτανε τριών χρόνων και ο Λεωνίδας ήτανε μωρό, ο Νάσος δεν είχε γεννηθεί τότε...» Εξακολουθεί να γράφει για το χωριό, για τη φοράδα που γέννησε το πουλαράκι, θα έχει κι αυτό μεγαλώσει τώρα. Μόλις χτύπησε το κουδούνι για το διάλειμμα, έτρεξε να βρει τον αδελφό της τον Πάνο που ήτανε στην πρώτη Δημοτικού. Κάνανε πρόβα τη «Χιονάτη και τους Εφτά Νάνους», που θα παίζανε στη γιορτή της λήξης του σχολικού έτους. Επέμενε η δασκάλα του να φοράει καφέ κουστούμι του νάνου, ενώ η μαμά έλεγε πως δεν του πάει το καφέ γιατί είναι μελαχρινός. Τι θα γίνει τώρα, αν η μαμά πέθανε; Θα του φορέσουν το καφέ κουστούμι, σκέφτεται και το στομάχι της πάλι ανακατεύεται. Οι συμμαθητές της αμήχανοι την έχουν περιτριγυρίσει. Η Τίνα την πλησιάζει και της δίνει τη φωτογραφία της Σίρλεϋ Τεμπλ, που βρήκε στη σοκολάτα «Ρουαγιάλ Παυλίδη». Σπουδαίο δώρο αυτή η φωτογραφία, αν έχεις μαζέψει και τις άλλες δεκαεννιά 


PAPADHMHTRIOU sel_final_Layout 1 26/05/2011 2:27 μ.μ. Page 13

και συμπληρώνεις το άλμπουμ, κερδίζεις δώρο από την εταιρεία «Ρουαγιάλ». «Σ’ ευχαριστώ, Τίνα μου, εγώ το κέρδισα, ήτανε ένα σετ για πινγκ πονγκ, μου χάρισε μια σοκολάτα ο κύριος Μανωλόπουλος και ήτανε μέσα η Σίρλεϋ Τεμπλ». «Πού τον ξέρεις εσύ τον κύριο Μανωλόπουλο; Αυτός είναι δάσκαλος στους μεγάλους», την διακόπτει η Τίνα. «Είναι φίλος του μπαμπά μου», καμαρώνει η άλλη και κόβει ένα κομμάτι από το κουλούρι της Κλειούς που στεκότανε δίπλα της. Η δεσποινίς Στέλλα, όρθια από τα κάγκελα της βεράντας, τους παρακολουθεί με τα πράσινα μάτια της να λάμπουν στον ήλιο. Είναι μια καλλονή. Ψηλή και λεπτή, με τα πυρόξανθα μαλλιά της κομμένα καρέ κάτω από το αυτί. Φαινόταν πιο όμορφη από την κυρία στο καπάκι της πούδρας «Το Καλόν». Η Αλεξάνδρα αποφασίζει πως πρέπει να πάει να της μιλήσει, κι ας της θυμώσει, κι ας την βάλει τιμωρία. Μόλις άρχισε ν’ ανεβαίνει τα σκαλιά από την αυλή στη βεράντα, η δεσποινίς Στέλλα εξαφανίστηκε μέσα στο γραφείο της, εκεί δεν μπαίνει κανείς απρόσκλητος! Μετά το διάλειμμα η τάξη της θα πάει για Γαλλικά στο άλλο κτήριο, στην άκρη του κήπου. Εκεί μιλάνε μόνο Γαλλικά, η δασκάλα τους, η μαντάμ Αλίν, δεν ξέρει Ελληνικά. Είχανε αρχίσει Γαλλικά από την πρώτη Δημοτικού και φέτος στην τρίτη κάνανε, εκτός από τη γλώσσα, φυσική και γεωγραφία στα Γαλλικά. Είναι το σύστημα της δεσποινίδος Στέλλας, η φυσική και η γεωγραφία δεν αλλάζουν στα Γαλλικά, προσθέτουν όμως περισσότερες ώρες εξοικείωσης με τη γαλλική γλώσσα, κι αλίμονο αν κάποιος μαθητής μιλήσει Ελληνικά την ώρα των Γαλλικών. Μια ώρα γαλλική γλώσσα, μια ώρα γεωγραφία, πήγε δωδεκάμισι, μεσημέριασε. Θα πάνε σπίτι τους να φάνε όλοι εκτός από τους οικότροφους, αυτών οι γονείς δε ζουν στην Αλεξάνδρεια. Πήρε η Αλεξάνδρα τον αδελφό της και κατευθύνθηκε προς την 


PAPADHMHTRIOU sel_final_Layout 1 26/05/2011 2:27 μ.μ. Page 14

έξοδο του κήπου. Κανείς δεν τους περίμενε, ούτε ο Νικόλας ούτε ο Ισμαήλ που έστελνε ο πατέρας τους να τους πάει σπίτι. «Πού πάτε εσείς;» ακούγεται η φωνή της κυρίας Στέλλας. «Ελάτε πάνω, θα φάτε με τους οικότροφους σήμερα, ο πατέρας σας μου είπε να μείνετε εδώ. Έρχεται η Μαρούλα να σας ανεβάσει στο οικοτροφείο». Η Μαρούλα είναι η ανιψιά της δεσποινίδος Στέλλας, που νοιάζεται τους οικότροφους. Στον πάνω όροφο κοιμούνται το βράδυ, εκεί έχουν την τραπεζαρία τους, εκεί μελετούν. Είναι καμιά δεκαριά, αγόρια όλοι τους, πέμπτη και έκτη Δημοτικού. Του Πάνου δεν του αρέσουν τα μπιζέλια, η αδελφή του κόβει σε μικρά κομμάτια το ρόστο και τον ταΐζει, έχει και ρύζι στο πλάι. Η ίδια δε βάζει μπουκιά στο στόμα της, την πονάει το στομάχι της, λέει. Μετά τους είπανε να κάτσουν σε έναν καναπέ, τους έδωσαν και από ένα βιβλίο με παραμύθια και τους είπαν να περιμένουν το κουδούνι των δυόμισι. Το απόγευμα στις πέντε που σχόλασαν και φύγανε όλα τα παιδιά, η Αλεξάνδρα και ο Πάνος δεν περίμεναν πολύ ώσπου να έλθει ο Ισμαήλ να τους πάει σπίτι. Κοντά ήτανε το σπίτι, πηγαίνανε με τα πόδια. Έστριβαν γύρω από τις δυο κολόνες που στηρίζανε ψηλά μια πελώρια άσπρη πινακίδα, όπου έγραφε με κεφαλαία μπλε γράμματα: «ΕΛΛΗΝΟ-ΓΑΛΛΟ-ΑΓΓΛΙΚΟΝ ΛΥΚΕΙΟΝ ΜΕΤ’ ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΟΥ, ΣΤΕΛΛΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ ΣΙΟΥΚΡΗ». Δίπλα ένας πελώριος καθρέφτης της Τροχαίας παρέπεμπε τα αυτοκίνητα να στρίψουν δεξιά προς την ανηφόρα που οδηγούσε στο Στάνλεϋ Μπέι, την ωραιότερη παραλία στην Αλεξάνδρεια. Αριστερά ήταν οι γραμμές του τραμ και ο σταθμός του Μπούκλεϊ. Στο σπίτι πόρτες και παράθυρα ήταν ανοιχτά και το σαλόνι γεμάτο γυναίκες μαυροφόρες και άνδρες με γραβάτες μαύρες. Μερικοί σηκώθηκαν να πλησιάσουν τα παιδιά, ο πατέρας τους όμως τους συγκράτησε. Η Μαρία η χοντροκώλα τούς έχωσε γρήγορα στο δωμάτιο όπου ήτανε τα κρεβάτια τους και το καρότσι του μωρού. 


PAPADHMHTRIOU sel_final_Layout 1 26/05/2011 2:27 μ.μ. Page 15

Παραμονή Πρωτομαγιάς γεννήθηκε ο Νάσος, το μάθανε τα παιδιά όταν ο Ισμαήλ κρεμούσε το μαγιάτικο στεφάνι στην εξώπορτα και ήλθε ο Νικόλας, ο άνδρας της Μαρίας της χοντροκώλας, και τους το είπε. Η γυναίκα του αντικαθιστούσε τη μάνα των παιδιών όσες μέρες εκείνη έλειπε στη «Ματερνιτέ». «Αλεξάνδρα, και άλλο αγόρι γέννησε η μάνα σας, θα μας μείνεις μοναχοκόρη και ο Λεωνίδας δε θα είναι πια ο μικρός μας, θα έχουμε άλλο μωρό», τους είχε πει τότε. Πρωτομαγιά, πενήντα μέρες πριν, σκέπτεται η Αλεξάνδρα. «Μα πού είναι ο Λεωνίδας; Τι τον κάνατε, κυρα-Μαρία;» «Κάτω είναι, στον πρώτο όροφο, στην κυρα-Καλλιόπη, παίζει με τα παιδιά της». «Πάω να τον φέρω», λέει και σηκώνεται η Αλεξάνδρα. «Ο πατέρας σου είπε να μείνετε εδώ ώσπου να φύγουν όλοι οι... ξένοι μας», κομπιάζει η Μαρία. «Γιατί δε βγάζεις τις κούκλες σου να παίξεις, να σ’ τις φέρω». «Ναι», της απαντάει ξερά. Δυο είναι οι καλές της κούκλες, η Ειρήνη, καλοντυμένη και όρθια, και ο Στέφος, μωρό γυμνό από πλαστική ταρταρούγα. Παίρνει ένα άδειο κουτί παπουτσιών, βάζει τις δυο κούκλες, δένει το κουτί με σπάγκο και το κρύβει στην κάτω γωνιά της ντουλάπας. «Τώρα έχω αληθινά μωρά, τι να τα κάνω αυτά; Πού είναι ο μπαμπάς;» ρωτάει. «Έφυγε, πήγε στο μαγαζί, όλοι φύγανε», λέει η κυρα-Μαρία, ενώ ετοιμάζει το μπιμπερό του μωρού. Λίγο δύσκολα σηκώνεται η κυρα-Μαρία, μα περπατάει γρήγορα, όχι, δεν είναι σαν ντουλάπα, σαν κομοδίνο είναι. Η Αλεξάνδρα κατέβηκε να φέρει τον Λεωνίδα από την κυρα-Καλλιόπη, τη γειτόνισσα του πρώτου ορόφου. Τον βαστάει από το χέρι και ανεβαίνουν. Μια σταλιά είναι κι αυτός, σκέπτεται η μεγάλη αδελφή, πελώρια μάτια, κομψή μυτούλα και μικρά χειλάκια σαν της μαμάς, όχι 


PAPADHMHTRIOU sel_final_Layout 1 26/05/2011 2:27 μ.μ. Page 16

σαν τις δικές μου τις χειλάρες. Είναι όμως μελαχρινός, πιο μελαχρινός από τον Πάνο και εμένα. Τέτοια ώρα η μαμά τούς ετοίμαζε για ύπνο. «Ελάτε να σας κάνω μπάνιο», λέει και αρπάζει τον Πάνο με το άλλο χέρι της, «όπως σας έπλενε η μαμά. Πάνο, μπες στην μπανιέρα, Λεωνίδα και εσύ, δε φτάνεις; Θα σε σηκώσω». Σαπουνίζει το λίφι* και το δίνει στον Πάνο να τριφτεί. Εκείνη πλένει το κεφάλι του Λεωνίδα, το ξεβγάζει και του δίνει το λίφι του να σαπουνίσει το σώμα του, ενώ η ίδια ασχολείται με τα μαλλιά του Πάνου. Ενώ σκουπίζονταν οι δυο μικροί, της ξέφυγε της Αλεξάνδρας: «Η μαμά πέθανε κι αυτοί όλοι μας κοροϊδεύουν». «Πώς πέθανε; Πόσο πέθανε; Όλη πέθανε;» ρωτάει ο Πάνος. «Και τα μάτια της πεθάνανε;» ρωτάει και ο Λεωνίδας. «Ναι, όλη πέθανε, αλλιώς δε θα φορούσαν μαύρα. Ο μπαμπάς κρύβεται, γιατί δε μας το λέει, μωρά είμαστε;» Ο Πάνος αρχίζει να κλαίει. «Μην κλάψει κανείς. Πάνο, σκούπισε τα μάτια σου. Πρέπει να μας το πει ο ίδιος ο μπαμπάς, εγώ του κάνω το βλάκα. Θα φάμε και θα ξαπλώσουμε να μας βρει κοιμισμένους». Η απελπισία του πατέρα

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥΣ, ο Γιώργος Κρασάρης, άργησε να έλθει στο σπίτι, ακόμα και η κυρα-Μαρία ανησύχησε. «Καλά είναι, μη βάζεις κακό στο νου σου», της είπε ο Νικόλας, ο άνδρας της. «Κλείδωσε και το μαγαζί και το ζυμωτήριο μόλις * Λίφι λέγαμε στην Αίγυπτο τον ινώδη καρπό ενός ωραίου αναρριχώμενου φυτού. Το μεταχειριζόμασταν για να σαπουνίσουμε και να τρίψουμε το σώμα μας. Τελευταία, κυκλοφορεί και στην Ελλάδα. (Σ.τ.Σ.) 


PAPADHMHTRIOU sel_final_Layout 1 26/05/2011 2:27 μ.μ. Page 17

είπα ότι θα ερχόμουνα σπίτι. Μου είπε να κοιμηθώ εδώ, στο καθιστικό, πού να τρέχω στο δικό μας νυχτιάτικα». Ο Νικόλας ήτανε το πρώτο χέρι στο μαγαζί, αυτός ετοίμαζε τις αποστολές στους σταθερούς πελάτες και οι τρεις άλλοι τις μοιράζανε σε ξενοδοχεία, νοσοκομεία, σχολεία, εστιατόρια. Οι δύσκολοι εργάτες ήτανε οι βραδινοί, δυο Έλληνες, ο Γρηγόρης και ο Σάββας, ο κρεμανταλάς, και δυο Αιγύπτιοι που συνεχώς αλλάζανε, γιατί κλέβανε κάνα δυο τσουβάλια αλεύρι και εξαφανίζονταν. Ο κυρ Γιώργος τελευταία έβαλε κλειδαριά στο ζυμωτήριο και στην αποθήκη, τους κλειδώνει μέσα. Τώρα που μπήκε το τηλέφωνο, σε περίπτωση ανάγκης, μπορούν να ειδοποιήσουν, δεν έχουν άλλοθι. Η Μαρία τον ακούει τον άνδρα της σιωπηλή, ενώ δίνει το μπιμπερό στο μωρό. Πενήντα ημερών, το καημένο, και ορφανό, δε θα βυζάξει το γάλα της μάνας του. «Μα αφού κλείδωσε, πού πήγε, γιατί δεν ήλθε ο κυρ Γιώργος;» ανησυχεί πάλι. Ο κυρ Γιώργος φουρτούνιασε και πήγε στην παραλία, στο Στάνλεϋ Μπέι, στη δεξιά μεριά, εκεί όπου είναι τα βραχάκια, εκεί όπου πάνε τα ζευγαράκια και κρύβονται, στον «Κόλπο των Ερωτευμένων» («Baie des Amoureux» γαλλιστί). Είδε το κτήριο απέναντι, την «Deauville», τι να κάνει, δεν ξέρει. Πέρσι το καλοκαίρι νοίκιασε την ταράτσα του ξενοδοχείου με τον Λάμπρο συνέταιρο και την λειτουργούσε ως αίθουσα τσαγιού το απόγευμα και ως εστιατόριο το βράδυ. Τους άφηνε πολλά λεφτά. Φέτος την νοίκιασε μόνος. Τώρα που πέθανε η Ελένη, δε θα τα βγάλει πέρα, σκέπτεται να την ξενοικιάσει ή τουλάχιστον να βρει συνέταιρο πριν να είναι πολύ αργά. Πανωλεθρία ο θάνατός της, τι θα κάνει με τέσσερα παιδιά, ποιος θα τα φροντίσει, ούτε τρεις γυναίκες δε φτάνουν και ποιος θα τις κουμαντάρει; Όλες τους άτσαλες και σπάταλες, αρχίζοντας από τη Μαρία του Νικόλα. Όταν της πρότεινε να μείνει σπίτι με τα παιδιά, στραβομουτσούνιασε. 


PAPADHMHTRIOU sel_final_Layout 1 26/05/2011 2:27 μ.μ. Page 18

«Εγώ δε μαγειρεύω, δε μαγείρεψα ποτέ, το μωρό μόνο θα φροντίζω. Και δυο φορές τη μέρα θα πηγαίνω σπίτι μου να ποτίζω τις γλάστρες μου, να ταΐζω το σκύλο μου και τα καναρίνια. Μπορώ βέβαια να πηγαίνω το μωρό με το καρότσι στο σπίτι μου...» Η άλλη η φελάχα μόνο για σφουγγάρισμα είναι. Αχ, βρε Ελένη, τι μου έκανες! Ούτε να σε κλάψω δεν μπορώ, δε θέλω να το πιστέψω! Και εκείνη η αδελφή σου... «Γιώργο, πρέπει να ξαναπαντρευτείς, ποιος θα μεγαλώσει τα παιδιά σου;» μου είπε μόλις τέλειωσε η κηδεία. Αμ η άλλη, η Κλεονίκη, η κουμπάρα σου; «Καλά να πάθεις, τώρα θα δεις τι θα πει “Ελένη”, ποτέ δεν την εκτίμησες, ποτέ δεν είπες γλυκιά κουβέντα, την πήρε ο Θεός για να σε τιμωρήσει». Της παραπονέθηκες, βρε Ελένη μου; Γιατί; Μαζί δεν κάναμε τα σχέδια για το καλοκαίρι, μαζί δε συζητήσαμε για την «Deauville», εσύ θα πήγαινες με τα παιδιά στην Κύπρο, εγώ θα έμενα εδώ να επιβλέπω. Ούτε τολμώ να το πω στα παιδιά σου πως πέθανες. Σάλεψε το μυαλό μου. Ας πάω τουλάχιστον να τα δω κοιμισμένα. Πήρε την κατηφόρα, σταμάτησε στο μαγαζί, ξεκλείδωσε και πήρε τον Ταχυδρόμο, όπου είχε καταχωριστεί η αγγελία θανάτου. Θα την αφήσει στο τραπέζι να την βρει η μεγάλη, η Αλεξάνδρα, κι ό,τι βρέξει, ας κατεβάσει. Το πρωί η μεγάλη την είδε την εφημερίδα και φώναξε το μεγάλο της αδελφό, τον Πάνο. «Έλα να δεις, για διάβασε!» «Δεν ξέρω να διαβάζω εφημερίδα». «Τώρα θα μάθεις, τι γράφει εδώ; Πρώτη Δημοτικού τέλειωσες, τα ίδια γράμματα γράφουν και στην εφημερίδα». «Κηδεία», διαβάζει ο Πάνος, «την αγαπημένη σύζυγο και μητέρα, Ελένη, έτον 32». «Ετών 32, χρόνων δηλαδή», τον διορθώνει. «Θανούσης... τι θα πει;» ρωτάει πάλι. 


PAPADHMHTRIOU sel_final_Layout 1 26/05/2011 2:27 μ.μ. Page 19

«Άσε, άσε, θα σ’ το διαβάσω εγώ». «Όχι, ξέρω, να και τα ονόματά μας με κεφαλαία, γράφει και πόσων χρόνων είμαστε, γιατί τα γράψανε στην εφημερίδα;» «Για να μας λυπηθούνε πιο πολλοί άνθρωποι!» «Τι θα κάνεις την εφημερίδα;» «Θα την κρύψω στο συρτάρι. Θέλω ο μπαμπάς να μας το πει ο ίδιος». «Και τι θα καταλάβεις;» ρωτάει ο Πάνος. Η αδελφή του τον κοιτάζει, αλλά δεν απαντάει. Μικρός είναι αυτός, δε θυμάται, εκείνη όμως δε θα ξεχάσει τους άγριους θυμούς του πατέρα της τη μέρα που δεν έβρισκε τα μανικετόκουμπά του και έκανε το σπίτι άνω κάτω και ύστερα ξέσκισε το μεταξωτό πουκάμισο τραβώντας το από το γιακά, το πέταξε βρίζοντας και έφυγε αφήνοντας τη μαμά ντυμένη και στολισμένη να κλαίει. Θυμάται και το άλλο, το χειρότερο. Είχε μεγαλώσει ο Λεωνίδας, δε χωρούσε στην κούνια, αποφάσισαν για την Αλεξάνδρα ν’ αγοράσουν ένα μονό σιδερένιο κρεβάτι. Το έφεραν νωρίς το απόγευμα, ο μπαμπάς δεν είχε κατέβει ακόμα στο μαγαζί. «Καλέ Γιώργο, τι απαίσιο χρώμα βάψανε αυτό το κρεβάτι, ντιπ αράπικο, ούτε πράσινο ούτε μπλε». Ήμασταν ακόμα στο άλλο σπίτι με τη μεγάλη ταράτσα. «Δε σ’ αρέσει;» αγριεύει ο μπαμπάς, αρπάζει το κεφαλάρι του κρεβατιού και το πετάει από την ταράτσα στο δρόμο. Βουβαθήκαμε όλοι, «θα σκότωσε άνθρωπο», λένε αυτοί που ανέβασαν το κρεβάτι, κατρακυλούν τις σκάλες και το ξανανεβάζουν. «Ευτυχώς, δεν έχουμε θύμα!» λένε. Στήνουν στο δωμάτιο των παιδιών το πολύπαθο κρεβάτι και ανεβάζουν το μωρουδιακό στη σαντάρα.* Το καινούργιο κρεβάτι το δώσανε στην Αλεξάνδρα, είναι η πιο μεγάλη, είναι και κορίτσι, τα αγόρια ας κοιμούνται στο * Σαντάρα στην Αλεξάνδρεια λέγανε το πατάρι. (Σ.τ.Σ.) 


PAPADHMHTRIOU sel_final_Layout 1 26/05/2011 2:27 μ.μ. Page 20

διπλό, το σιδερένιο κρεβάτι. Χάρηκε η Αλεξάνδρα και το χρώμα του κρεβατιού ήτανε καλό. Αν ήτανε κάτασπρο, θα έμοιαζε με κρεβάτι νοσοκομείου. Όμως, αυτός ο κέρβερος ο πατέρας της ήτανε άλλος άνθρωπος με τους πελάτες του μαγαζιού, άνδρες και γυναίκες. Από τότε που πήγε σχολείο η Αλεξάνδρα, το απόγευμα που σχολούσε πήγαινε στο μαγαζί και έκανε τα μαθήματά της μαζί του. Γνώρισε τη μαντάμ Ιμάρ που κάθε απόγευμα, πριν από τις πέντε, ερχότανε και αγόραζε φρέσκα μπριός για το τσάι τους. Ο μεσιέ Ζορζ, ο πατέρας της δηλαδή, της μιλούσε Γαλλικά. Με τη μαντάμ Ιμάρ η Αλεξάνδρα δοκίμαζε ν’ αντεπεξέλθει με τα Γαλλικά που μάθαινε στο σχολείο. Ο μπαμπάς καμαρώνει και την παροτρύνει: «Βλέπεις που χρειάζονται τα Γαλλικά! Είναι η δεύτερη επίσημη γλώσσα στην Αίγυπτο μετά τα Αραβικά. Οι αδελφές του Φαρούκ Γαλλικά μιλάνε μεταξύ τους. Και η βασίλισσα Φαρίντα πήγε στο “Notre Dame de Sion”, το μεγάλο σχολείο που είναι στο δρόμο που πάμε στον Άγιο Στέφανο. Ο πατέρας της, ο Ζουλφικάρ πασάς, ακόμα κατοικεί λίγο πιο πέρα από το “Notre Dame de Sion”». Δεν ήταν μόνο οι Γάλλοι που μιλούσαν Γαλλικά, όλοι τα μιλούσαν, οι Εβραίοι, οι Αρμένηδες, οι Μαλτέζοι και οι Ελβετοί. Αμ οι Σύριοι; Αυτοί τα σκότωναν τα Γαλλικά, είχανε το δικό τους ιδίωμα, μισά Αραβικά, μισά Γαλλικά, προς θυμηδία και των Αιγυπτίων και των ξένων. Οι Ιταλοί ήτανε η μεγαλύτερη παροικία μετά την Ελληνική και όλοι λίγο ώς πολύ μιλούσανε Ιταλικά είτε τσακώνονταν με τα Ιταλάκια είτε παίζανε. Ιταλοί ήτανε και οι περισσότεροι πελάτες, «σινιόρ Τζόρτζιο» από ’δω, «σινιόρ Τζόρτζιο» από ’κει, τα Ιταλικά έδιναν κι έπαιρναν. Αυτός όμως που ανυπομονούσε να δει η Αλεξάνδρα ήτανε ο καθηγητής ιατρικής Αλέξανδρος Σάνδης που ερχότανε με τον εγγονό του τον Αλέξανδρο, λίγο μικρότερο σε ηλικία από την ίδια. Ο εγγονός διάλεγε κάθε μέρα διαφορετική λιχουδιά. «Χθες πήραμε μπριός, σήμερα θέλω κέικ και μπισκότα βανίλια...» 


PAPADHMHTRIOU sel_final_Layout 1 26/05/2011 2:27 μ.μ. Page 21

Ώσπου να διαλέξει ο μικρός, ο παππούς του παρακολουθούσε την Αλεξάνδρα που έγραφε ή διάβαζε κάποιο μάθημα. Την ψιλορωτούσε για τους βαθμούς της και ήθελε να βλέπει τον έλεγχό της κάθε μήνα. Ο καλός έλεγχος αμειβόταν με ένα βιβλίο εξωσχολικό και μια παρότρυνση: «Θέλω να σε δω στο Πανεπιστήμιο, μην ξεχάσεις πως φέρεις το όνομα “Αλεξάνδρα”!» Γιατί αυτός ο ωραίος μπαμπάς γινότανε μπαμπούλας στο σπίτι; Τον άκουσε η Αλεξάνδρα να λέει σε κάποια πελάτισσα στο μαγαζί: «Τα παιδιά δεν πρέπει να ξέρουν πως τα αγαπάς γιατί τα χαλάς, παίρνουν θάρρος και σε καβαλικεύουν. Η γυναίκα μου είναι πολύ επιεικής μαζί τους». Αυτό ήτανε; Την τυραννούσε εκείνη για να φοβούνται τα παιδιά; Σάββατο το μεσημέρι περιμένουν να φάνε με τον μπαμπά τους αφού δεν έχουν σχολείο το απόγευμα. Η κυρα-Μαρία είχε πάρει το μωρό με το καρότσι και πήγε σπίτι της. Η φελάχα, η καθαρίστρια, ακούμπησε ένα ταψί πάνω στο τραπέζι, ψάρι και πατάτες πλακί, όπως τα έψηνε η μάνα τους. Φάγανε σιωπηλοί, όταν τρώνε δε μιλάνε, φετβάς του πατέρα τους. Ο Λεωνίδας κουτσόφαγε, ήτανε πάντα δύσκολος στο φαΐ του. Όταν σηκώθηκαν από το τραπέζι, ο πατέρας τους πήρε τον Λεωνίδα, τον έκατσε δίπλα του και με ένα ψαλιδάκι των νυχιών προσπαθούσε να του κόψει τα νύχια των χεριών. «Όχι έτσι, μπαμπά», λέει η Αλεξάνδρα, καθίζει το παιδί στα πόδια της λοξά και του κόβει τα νύχια. «Έτσι τον κρατούσε η μαμά για να του κόψει τα νύχια, τώρα θα του τα κόβω εγώ». «Και εκείνη θα σε βλέπει από εκεί ψηλά στον ουρανό και θα σε ευλογεί», της λέει ο πατέρας της και τα μάτια του είναι γεμάτα δάκρυα. «Να είστε πάντα αγαπημένοι να χαίρεται η ψυχή της».




PAPADHMHTRIOU sel_final_Layout 1 26/05/2011 2:27 μ.μ. Page 22

Κάπως πρέπει να βολευτούν

«ΜΠΑΜΠΑ, ΜΠΑΜΠΑ», τον φωνάζει η Αλεξάνδρα και τρέχει πίσω του, «να πεις στη δεσποινίδα Στέλλα να μην πάρει μέρος ο Πάνος στη γιορτή του σχολείου, να μην ντυθεί νάνος, σαχλαμάρα είναι. Και εγώ δε θέλω να πάρω μέρος στη γιορτή του σχολείου, ούτε στο βαλς ούτε στην πόλκα, έχω πένθος. Πες το και στην κυρία Σιμανόφσκα που μας κάνει χορό». Κουνάει το κεφάλι ο μπαμπάς. «Ναι, έχουμε πένθος. Μη φοράς τα φορέματά σου που έχουνε κόκκινο, να σου αγοράσουμε μια μαύρη ζώνη να την δένεις στη μέση σου. Τίποτα δε θα φέρει πίσω τη μάνα σας. Πάω να ξαπλώσω λίγο. Φώναξέ με στις τέσσερις». Επιτέλους, ο μπαμπάς μίλησε. Η Αλεξάνδρα ξαλάφρωσε, πήρε τους δυο αδελφούς της και πήγανε στο δωμάτιό τους, είχανε και μπαλκόνι δικό τους. Από πάνω, στον τρίτο, ήτανε η οικογένεια του Φρανσίς, του ιδιοκτήτη. Τα παιδιά του ήτανε κι αυτά στο μπαλκόνι τους, κάνανε χάρτινες σαΐτες και τις πετούσανε, όμως πώς να τους τις πετάξουνε προς τα πάνω; Πέφτανε στο μπαλκόνι της κυρίας Καλλιόπης, στον πρώτο όροφο, και χαιρότανε ο Γιάννης και ο Αντώνης, αλλά είναι μικροί αυτοί, πιο μικροί και από τον Λεωνίδα, ξεδίπλωναν τις σαΐτες και προσπαθούσαν να τις ξαναφτιάξουνε. «Η κυρα-Μαρία δεν έφερε ακόμα το μωρό;» ρωτάει ο πατέρας και απαντάει μόνος του: «Πώς να το φέρει με τόση ζέστη! Δεν κάνει αυτή για μωρά, πρέπει να τα ξαναφτιάξω με τη θεία τη Μαλάμω, άγια γυναίκα είναι, δε φταίει αυτή αν ο άντρας της ο Στάθης βγήκε αχαΐρευτος, ποιος θα το πίστευε πως είναι ο αδελφός του ίδιου μου του πατέρα; Τεμπέλης, ψεύτης και παραδόπιστος αυτός, ειλικρινής και εργατικός ο πατέρας μου, καλή του ώρα, κατάφερε από το μηδέν να κάνει ολόκληρη περιουσία στο χωριό, να προικίσει έξι κόρες – ακόμα και για τη Μαριάνθη που είναι 


PAPADHMHTRIOU sel_final_Layout 1 26/05/2011 2:27 μ.μ. Page 23

στην Αυστραλία έχει κάνει σπίτι στο χωριό! Δε διαλέγει όμως κανείς τους συγγενείς του. Εσείς να μη βγείτε από ’δω μέσα. Άμα έλθει η κυρα-Μαρία, Αλεξάνδρα, έλα να μου το πεις». «Ναι, μπαμπά», λένε και ξαναβγαίνουν στο μπαλκόνι. «Εσύ την ξέρεις αυτή τη θεία Μαλάμω;» ρωτάει ο Πάνος την αδελφή του. «Ναι, την ξέρω και εκείνη και τις κόρες της, την Ελενάρα και την Πιπίνα. Ερχότανε στο σπίτι μας η θεία η Μαλάμω. Είναι κι αυτή από τη Λήμνο, όπως ήτανε η μαμά. Αυτή γνώρισε τη μαμά στον μπαμπά. Η μεγάλη της κόρη ήτανε κουμπάρα στο γάμο, αυτή έπρεπε να με βαπτίσει, αλλά είναι πολύ άσχημη, ψηλή, αδύνατη και αλλήθωρη. Ο μπαμπάς διάλεξε την Κλεονίκη να με βαπτίσει γιατί τα κορίτσια πολλές φορές μοιάζουνε και της νονάς τους. Και η Κλεονίκη είναι πολύ όμορφη και άξια». «Ναι, αλλά είναι κακιά η νονά σου, έκανε το νονό μου να κλαίει», λέει ο Πάνος. «Σώπα εσύ, ήσουνα μικρός, δεν καταλάβαινες τίποτα! Πρώτον, δεν είναι νονός σου, δεύτερον, ο Στέφανος, ο άνδρας της Κλεονίκης, ήτανε μεθύστακας και κλέφτης, έκλεβε τα λεφτά που η Κλεονίκη έβγαζε από τη δουλειά της, το ράψιμο, έπαιζε στις κούρσες και ύστερα μεθούσε». «Πού είναι τώρα αυτός που έκλαιγε;» ενδιαφέρεται ο Λεωνίδας και η αδελφή του απορεί. Μεγάλωσε κι αυτός, ο λιγόλογος, που λέγανε πως ήπιε το αμίλητο νερό. «Πάει, πέθανε, τον βρήκανε ένα πρωί καθισμένο σε έναν πάγκο του πεζοδρομίου κοντά στις κούρσες». «Τι είναι “κούρσες”;» επιμένει. «Εκεί όπου τρέχουν τα άλογα, ρώτησε τον μπαμπά». «Και η θεία η Μαλάμω και οι κόρες της... Γιατί ο μπαμπάς λέει να τα ξαναφτιάξει;» επιμένει ο Πάνος. «Δεν κατάλαβες; Όλοι τους θύμωσαν, δεν ξαναπάτησαν στο 


PAPADHMHTRIOU sel_final_Layout 1 26/05/2011 2:27 μ.μ. Page 24

σπίτι μας, μόνο η θεία Μαλάμω ερχόταν να δει τη μαμά. Μόνο μια φορά θυμάμαι πως ήλθε και η κόρη της, η άσχημη, που δε με βάπτισε. Ήλθε και ήθελε να με πάει βόλτα. Καθώς κατεβαίναμε τη σκάλα, μας πήρε είδηση ο μπαμπάς και άρχισε ν’ ανεβαίνει από το μαγαζί. Ανέβαινε ο μπαμπάς, κατέβαινε η Ελενάρα και εγώ ήμουνα στη μέση, δεν ξέρω πώς έπεσα στη σκάλα και έσπασα το κεφάλι μου, να, εδώ στην κορυφή, έχω ακόμα το σημάδι. Φωνάζανε όλοι μαζί, δεν ξέρω πού με πήγανε, ποιος μου έραψε το κεφάλι». «Δε θυμάμαι τίποτα», λέει ο Πάνος. «Ούτε εγώ», συμπληρώνει ο Λεωνίδας. «Τι να θυμάστε, βρε κουτσούβελα;» τους αποπαίρνει η αδελφή τους. «Εσύ δεν είχες γεννηθεί και εσύ, Πάνο, θα ήσουνα δυο τριών χρόνων». Έφτασε επιτέλους η κυρα-Μαρία με το μωρό. Πήγανε και οι τρεις να το δούνε. «Σιγά, μη μου τον ξυπνήσετε, αφήστε με να πάρω μια ανάσα. Δεν το μπορώ άλλο το πηγαινέλα». Η Αλεξάνδρα παίρνει τα βιβλία της και τα τετράδιά της και πάει στον πατέρα της να ετοιμάσει τα μαθήματά της. Δυο τρεις μέρες σχολείο ακόμα και μετά... τι; Θα πάμε στην Κύπρο ή δε θα πάμε; Θέλει να ρωτήσει τον πατέρα της, δεν τολμάει όμως. Να και η θεία η Μάλαμα, ο πατέρας την καλωσορίζει και της βάζει καρέκλα να κάτσει. «Το μωρό δεν ξέρω τι να κάνω, η κυρα-Μαρία δεν έχει ιδέα από μωρά, είναι και δυσκίνητη. Είχαμε κανονίσει με τη συχωρεμένη να πάει εκείνη με τα παιδιά διακοπές στην Κύπρο και εγώ να μείνω εδώ. Τώρα λέω να πάω εγώ τα παιδιά στον παππού τους και στις θείες τους. Το μωρό δεν μπορώ να το πάρω, θέλω να το αναλάβεις εσύ στο σπίτι σου. Τρεις γυναίκες είστε, θα μου το φροντίσετε». «Μετά χαράς, Γιώργο, την Ελένη σου την αγαπούσα. Μόνο μια χάρη σου ζητώ, να τάξεις το μωρό στην κόρη μου να το βα


PAPADHMHTRIOU sel_final_Layout 1 26/05/2011 2:27 μ.μ. Page 25

πτίσει. Από τότε που σας στεφάνωσε εσένα και τη συχωρεμένη, δέθηκαν τα χέρια της, σταύρωσε τα στέφανά σας και σταυρώθηκαν τα χέρια της. Έτσι γίνεται όταν κουμπαριάσεις γάμο και δε βαπτίσεις το πρώτο παιδί. Ούτε το δεύτερό σας παιδί της δώσατε ούτε το τρίτο. Γεροντοκόρη θα μείνει!» «Δεν την πήραν και τα χρόνια, ούτε είκοσι πέντε δεν είναι». «Όχι, Γιώργο, είκοσι εφτά είναι, η πιο μικρή η αδελφή της, η Πιπίνα, παντρεύτηκε, ο αδελφός της ο Ηλίας παντρεύτηκε, έχουν παιδιά. Αυτή η πιο μεγάλη έμεινε στο ράφι». «Μόλις γίνει πέντ’ έξι μηνών το μωρό, να το βαπτίσει. Τώρα πάρε δεκαπέντε λίρες ν’ αγοράζεις γάλα του μωρού και ό,τι χρειαστείς να τηλεφωνάς να σου τα φέρνει ο Ισμαήλ. Λέω να πάρω τα παιδιά και να φύγω την Πέμπτη. Θα περάσουμε από το σπίτι σου ν’ αφήσουμε το μωρό, το καρότσι του και τα ρούχα του. Δε θ’ αργήσω στην Κύπρο. Θ’ αφήσω τα παιδιά και θα επιστρέψω. Μα τι έγινε αυτό το κορίτσι; Αλεξάνδρα!» φωνάζει. «Ναι, μπαμπά, εδώ είμαι». «Έλα να ευχαριστήσεις τη θεία Μάλαμα που θα κρατήσει τον αδελφό σου. Γράψε το όνομα και το τηλέφωνο του παιδίατρου του Θάλη, αν χρειαστεί να τον φωνάξουν». «Μη κακό του, Γιώργο μου, έχουμε και εμείς γιατρό». Στον τάφο της μάνας

ΠΕΜΠΤΗ πρωί πρωί πήγανε στη θεία Μάλαμα και αφήσανε το μωρό, το καρότσι του και τα ρούχα του. «Θα πάμε πρώτα στο νεκροταφείο», είπε ο πατέρας τους στον Ερνέστο, τον οδηγό, και τα παιδιά κωλώσανε. Ο πατέρας τους γυρίζει το κεφάλι του προς τα πίσω και τους εξηγεί: «Θα πάμε στον τάφο της μαμάς σας να της αφήσετε ένα λουλούδι ο καθένας και 


PAPADHMHTRIOU sel_final_Layout 1 26/05/2011 2:27 μ.μ. Page 26

να φιλήσετε τη φωτογραφία που είναι πάνω στο σταυρό. Είναι η τελευταία της φωτογραφία, αυτή που έβγαλε για το διαβατήριό της, δεν είναι καλή, φαίνεται σαρανταπεντάρα και δεν ήτανε ούτε τριάντα δύο χρόνων». «ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ» γράφει με κεφαλαία πάνω από την πόρτα της εισόδου. Ο πατέρας αγοράζει ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα, δίνει ένα τριαντάφυλλο σε κάθε παιδί και προχωρεί στον κεντρικό διάδρομο. Και από τις δυο πλευρές πελώριοι μαρμάρινοι άγγελοι στέκονταν πάνω στην ταφόπετρα όπου βρίσκονταν η προτομή και το όνομα του νεκρού. «Αυτοί πήγαν στον Παράδεισο», λέει ο Πάνος. «Οι άλλοι όμως, που δεν έχουν άγγελο, πήγαν στην Κόλαση;» ρωτάει. «Σιγά, μη φωνάζεις», του κάνει παρατήρηση ο πατέρας του. «Έλα, περπάτα, πιο πέρα είναι η μαμά σας». Πιο πέρα δεν είχε αγγέλους ούτε προτομές. Ένα σταυρό, μια φωτογραφία, ένα καντήλι. Πάνω στη μαρμάρινη ταφόπλακα το όνομα, η ηλικία και η ημερομηνία θανάτου. «Να η μαμά», φωνάζει ο Λεωνίδας και τρέχει. Τον αρπάζει ο πατέρας του και τον σηκώνει. Τρεις γυναίκες πιο πέρα συζητάνε στο διάδρομο· η μια, η πιο κοντή, θα μπορούσε να είναι η Ελένη, συνειδητοποιεί ο πατέρας. Ο μικρός ξεγελάστηκε, κλοτσάει με τα πόδια του και μάχεται να ξεφύγει. «Τι ήθελα και τους έφερα; Αλεξάνδρα, πού είσαι;» φωνάζει. «Εδώ είμαι, μπαμπά. Στον τάφο της μαμάς, από πίσω σου. Εδώ, κλαίει ο Πάνος». «Έλα να πάρεις τα τριαντάφυλλα, έχει ένα βάζο εκεί, βάλε τα λουλούδια μέσα και πάμε να φύγουμε, δημόσιο θέαμα γίναμε εδώ». Οι τρεις γυναίκες παραπέρα πλησιάζουν. «Δικά σας είναι και τα τρία;» ρωτάει η μια. «Ναι», λέει ο πατέρας, «και δεν είναι μόνο αυτά». 


PAPADHMHTRIOU sel_final_Layout 1 26/05/2011 2:27 μ.μ. Page 27

«Έχει και άλλα, πιο μεγάλα; Μα τριάντα δύο χρόνων πέθανε, πότε πρόλαβε;» «Όχι, μικρότερο είναι το άλλο, πενήντα ημερών». Οι γυναίκες κοντοστέκονται. Βοηθούν την Αλεξάνδρα να βάλει τα λουλούδια στο βάζο, πιο κάτω έχει βρυσούλα. Παρηγορούν τον Πάνο, τον βάζουν να φιλήσει τη φωτογραφία της μαμάς του και ανάβουν το καντήλι. Ο Λεωνίδας πείστηκε πως καμιά δεν είναι μαμά του. Θύμωσε και δε μιλάει σε κανέναν. Αποχαιρετούμε τις κυρίες και φεύγουμε. «Κατάλαβες γιατί είπα πως θα γίνουμε ρεζίλι; Στα μνήματα οι άνθρωποι το θεωρούν καθήκον τους να ρωτάνε και να δείχνουν συμπόνια. Πρέπει να τους μιλήσεις». «Μπαμπά, γιατί δεν έκανες της μαμάς έναν τάφο σαν αυτούς που μοιάζουν με σπιτάκι;» «Αυτοί είναι οικογενειακοί τάφοι. Θα έπρεπε να είχαμε αγορασμένη τη γη, κοίταξε τις χρονολογίες γέννησης και θανάτου, αρχίζουν από το 1900... Ποιος περίμενε πως θα χάναμε τη μάνα σας; Χίλιες οι αιτίες, μα ο θάνατος είναι ένας, δυο μέτρα γη και λίγο χώμα τού φτάνουνε».

Στο πλοίο για την Κύπρο με στάση στο Πορτ Σάιντ

ΜΠΗΚΑΝΕ στο ταξί, φτάσανε στο λιμάνι. Η επιβίβαση στο «Φουαντέγια» είχε αρχίσει. Το θυμότανε η Αλεξάνδρα από το προηγούμενο ταξίδι στην Κύπρο, το 1936, μόνο που της φάνηκε πιο μικρό. Ένα όμως είναι το πλοίο, το ποστάλι ΑλεξάνδρειαΚύπρος της «Χεντίβιαλ Μέιλ Λάιν», επιμένει ο πατέρας της, εκείνη τότε ήτανε μικρή και της φαινότανε μεγάλο! «Ελάτε να φάτε κάτι, να έχετε χωνέψει ώσπου να ξεκινήσει το 


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.