PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 9
16 Ιουλίου 1960: Άφιξη
«ΤΟ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟ άρχισε προσγείωση», ανακοινώνει αγγλιστί η φωνή του πιλότου από το μικρόφωνο – επιβάτες ένας άντρας, μια γυναίκα, δυο αγόρια, ένα μωρό, ένας σκύλος και ένας πεθαμένος. Ο Στέλιος, καθισμένος στο απέναντι κάθισμα με τον Γιώργο και τον Αντώνη, με κοιτάζει συνοφρυωμένος. «Φτάνουμε», του λέω, «έλεγξε τις ζώνες των παιδιών, εγώ έμεινα δεμένη με το μωρό σε όλη την πτήση, θα έλθει ο φροντιστής να ξεμπλέξει τις δυο ζώνες μου». «Ήξερες εσύ για τον τελευταίο συνεπιβάτη μας, που ανέφερε στο μικρόφωνο;» με ρωτά. «Όχι βέβαια, αλλά τι πειράζει; Δε δαγκώνει». «Πώς να δαγκώσει η καημένη η Λάικα με το φίμωτρο που της βάλαμε;» επεμβαίνει ο Αντώνης. «Και το κλουβί», συμπληρώνει ο Γιώργος. Κατεβήκαμε, πήραμε τις βαλίτσες μας – αχθοφόροι άφθονοι. Ο Στέλιος εξαφανίζεται με έναν από αυτούς. Πάνε να φέρουν τη Λάικα. Σε λίγο βλέπουμε τον Στέλιο να φέρνει τη Λάικα με το λουρί και το φίμωτρο, ενώ ο αχθοφόρος κρατά το άδειο κλουβί. Ξεκινάμε με δυο ταξί γιατί δε χωράμε σε ένα, σταματάμε στο «Ρεστ Χάους», στο Μαριούτ, αλλά δεν υπάρχει εκεί η Ρόζλυ Χίλ
PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 10
τι. Έφυγε κι αυτή από την Αίγυπτο, το ξενοδοχείο ανήκει σε μια εταιρεία. «Ακόμα μιάμιση ώρα και θα είμαστε σπίτι», λέω στα παιδιά που αδημονούν. Μόλις φτάσαμε, ο Αντώνης έτρεξε στα συρτάρια του ντιβανιού και βρήκε τα προπέρσινα παιχνίδια του. Ο Γιώργος δεν αναγνώριζε τίποτα, ήτανε δυόμισι χρόνων το 1958, ο Αντώνης ήτανε τριάμισι, γι’ αυτό θυμάται, του εξηγώ. «Τώρα όμως είμαι τεσσάρων χρόνων, θα τα θυμάμαι όλα, ο Δημητράκης όμως δε θα θυμάται, θα του τα λέω εγώ!»
6ος όροφος, οδός Γκουμχοριά,
στάση Υπουργείου
ΕΝΑ ΤΡΙΟ δημιουργήθηκε μέσα στο σπίτι αυτομάτως. Γιαγιά Αφροδίτη, Δημητράκης στα χέρια της γιαγιάς και πίσω η Λάικα. Η γιαγιά Αφροδίτη αγαπά πολύ τα σκυλιά με τη σωστή έννοια, σκέφτεται όλες τις ανάγκες τους. «Θα κατεβάσω το σκύλο, θέλει να κάνει την ανάγκη του, δε βολεύεται εδώ μέσα, αφού ήτανε σε κήπο. Θα πάρω και τον Δημητράκη βόλτα». «Καλά το σκέφτηκες, θεία Αφροδίτη, αλλά το μωρό άφησέ το. Μόνο τη Λάικα θα πάρεις βόλτα, βάλε της το λουρί της». «Α, ναι, είναι και θηλυκιά, τα θηλυκά είναι πιο έξυπνα από τα αρσενικά». «Βλέπεις», μου λέει ο Στέλιος, «είμαστε στενόχωρα εδώ. Καλά σου έλεγα να τελειώσουμε τα βαψίματα στη “Βίλα Δήμητρα” να μπούμε αμέσως μέσα». «Θα τα βολέψουμε όλα, αύριο θα πάω να δω αν μπορούμε να
PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 11
μετακομίσουμε, έστω κι αν χρειαστεί να γίνουν μερεμέτια αργότερα». «Πρέπει να βαπτίσουμε και το παιδί, χρόνισε αβάπτιστο», φωνάζει η Κόμισσα που έχει στήσει αυτί. «Εμείς πού θα κοιμόμαστε στο καινούργιο σπίτι;» ρωτά η Βαγγελιώ. «Ένας ένας, μη σπρώχνεστε», τους λέω. Ο Στέλιος σηκώνεται. «Πάω να δω τον πατέρα σου, βγάλε τα πέρα μόνη σου. Και αύριο το πρωί πάω στους Άμπντελ Χάντι-Γιανσούνι. Ετοίμασέ μου κουστούμι και ό,τι άλλο χρειάζομαι». «Πρέπει να πας και στο “Σεν Μαρκ” να γράψεις τα παιδιά και να πληρώσεις τα δίδακτρα του πρώτου εξαμήνου. Έτσι επιβεβαιώνουν οι παπάδες την εγγραφή!» «Άλλο “πρέπει” έχεις;» αγριεύει ο Στέλιος και φεύγει. «Η Φάτμα πού είναι, βρε κορίτσια;» ρωτώ την Κόμισσα. «Η Φάτμα που ήξερες παντρεύτηκε, έχουμε άλλη Φάτμα τώρα. Της είπαμε να έρθει στις εφτά, νομίζαμε πως θα αργούσατε να φτάσετε και της δώσαμε άδεια να δει το φίλο της». «Τι είχες, Γιάννη, τι είχα πάντα, μια Φάτμα που γυρεύει γαμπρό!» «Ναι, είδες;» λέει γελώντας η Κόμισσα, «έρχονται, παντρεύονται και φεύγουνε. Μου αρέσει που τους φέρνουμε γούρι!» Προχωρώ στο υπνοδωμάτιό μας, ανοίγω τη βαλίτσα μου και ξετυλίγω το πελώριο μπουκάλι με το άρωμα «Σανέλ» που μου είχε χαρίσει ο Φίλιπ Τραντ, όταν γέννησα τον Δημήτρη. Το ακουμπώ στην τουαλέτα μου, βάζω τα ρούχα μου στη θέση τους, τη βαλίτσα με τις κουρτίνες δεν την αγγίζω, θα την ανοίξω στο άλλο σπίτι. Στη βαλίτσα του Στέλιου όμως, όλα χρειάζονται σιδέρωμα. Θα σιδερώνει ώς τα μεσάνυχτα η Φάτμα, αν έλθει! Μαζεύω τις βαλίτσες, τις βάζω στο πατάρι και αρχίζω το σιδέρωμα. Ήλθε
PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 12
και η Φάτμα σε λίγο, καλοθρεμμένη κοπέλα, εικοσάρα, ευπαρουσίαστη, ζήτησε συγγνώμη που άργησε, πήγε να δει τη μάνα της, που ήτανε άρρωστη, μου εξήγησε. Της ευχήθηκα... περαστικά! Έκανα μπάνιο τους δυο μεγάλους και τους τάισα. Η θεία Αφροδίτη φρόντισε τον μικρό. Την έπεισα ότι ο Δημήτρης περπατά και δε θέλει συνέχεια σήκωμα. Κατά τις εννιά, έφτασε ο Στέλιος με τον πατέρα μου. Τα παιδιά κάνανε μεγάλες χαρές στον παππού τους. Τους κάθισε και τους δυο στα γόνατά του με τη Λάικα στα πόδια του και του διηγήθηκαν πώς αποκτήσαμε πρώτα τη Λάικα και μετά τον Δημητράκη. Τον πήγανε να δει τον καινούργιο του εγγονό που κοιμόταν γιατί ήταν μικρός ακόμα και δεν έτρωγε πάστες. Ο παππούς πήρε το μήνυμα, άνοιξε το κουτί με τα γλυκίσματα, τους έβαλε να διαλέξουν ποια πάστα ήθελαν, να την φάνε και να πάνε και αυτοί για ύπνο. Καθίσαμε στο τραπέζι ο πατέρας μου, ο Στέλιος και εγώ. Η θεία Αφροδίτη δεν τρώει πια το βράδυ αργά, το διέταξε ο γιατρός γιατί κάτι έχει το έντερό της. Η Βαγγελιώ δεν μπορεί να κάτσει σε ψηλή καρέκλα, η Κόμισσα της κάνει παρέα, ακούει το ραδιόφωνο δηλαδή. Φάγανε στον καναπέ. Θλιμμένο τον βλέπω τον πατέρα μου. Δε νομίζω να οφείλεται στο θάνατο της μαμάς Χρύσας, πάνε πέντε μήνες που πέθανε. Ο Θεός την λυπήθηκε γιατί δεν ήτανε ζωή αυτή, ούτε για εκείνη ούτε για τον πατέρα μου. Πάρκινσον και Αλτσχάιμερ! Λείπουν τα αδέρφια μου, και οι τρεις συγχρόνως, και μάλιστα, λείπουν τόσα χρόνια: ο Λεωνίδας από το ’53, ο Πάνος από το ’56, ο Νάσος... από το ’58; «Πότε έφυγε ο Νάσος, μπαμπά», τον ρωτώ, «το ’58 ή το ’59;» «Ο Νάσος έφυγε το Σεπτέμβριο του ’58, η Χρύσα το Φεβρουάριο του ’60. Έμεινα μόνος, δεν είχα πια κανέναν εδώ, έβαλα μπρος να πουλήσω το μαγαζί, το πούλησα – αυτά έλεγα του Στέλιου. Σας περίμενα να έλθετε, να αναλάβετε τις υποχρεώσεις σας και εγώ να πάω στην Κύπρο. Ο παππούς σου γέρασε, κοντεύει τα ενενήντα, θέλω να ζήσω λίγο μαζί του. Δεκατεσσάρων χρόνων έφυγα, δε
PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 13
γνώρισα πατέρα, δεν την ξέρω πια την Κύπρο. Δυο τρεις φορές που πήγα ως τουρίστας μια βδομάδα, δεν κατάλαβα τίποτα». «Καλά έκανες, μπαμπά, να ξεκουραστείς και εσύ. Ποιοι το πήραν το μαγαζί;» «Δυο αδέρφια, Κόπτες, καλά παιδιά. Πάω κάθε μέρα και τους μαθαίνω τη δουλειά, θα το κάνω κάνα μήνα ακόμα. Μέχρι τότε θα έχετε μετακομίσει και εσείς στο Σμούχα, είναι ευρύχωρο σπίτι, έχει και κήπο». «Θα σου έχουμε εκεί ένα δωμάτιο, όποτε θέλεις, να έρχεσαι να μένεις μαζί μας», του λέει ο Στέλιος. «Το σπίτι μου εδώ θα πρέπει και αυτό να το αφήσω». «Λυπάμαι. Από εκεί έφυγα νύφη. Αλλά σπίτι που δεν κατοικείται καταστρέφεται». «Αυτό οπωσδήποτε θα το διαλύσουμε. Δεν μπορώ να ζήσω εκεί μόνος». Σ τ η «Β ί λ α Δ ή μ η τ ρ α»
Ποσεσ ΑλλΑγεσ, σκέφτομαι. Πρέπει όμως να γίνουν και πρέπει να γίνουν με ψυχραιμία, χωρίς συναισθηματισμούς. Ανυπομονώ να δω τη «Βίλα Δήμητρα», την πρώτη ιδιόκτητη κατοικία μας. Θέλω όμως να είναι μαζί μου και ο Στέλιος, αλλά να μη μιλά, να μη φωνάζει, πράγμα αδύνατο – είναι τόσο φορτισμένος! Θα εξακολουθεί να πηγαινοέρχεται στην Τζέντα για τους Άλι Ρέντα και τον Φουάντ. Το έχει συμφωνήσει με τους Άμπντελ Χάντι-Γιανσούνι ότι θα πηγαίνει στην Τζέντα τουλάχιστον μια φορά το μήνα και αυτοί χαίρονται. Θα τους φέρει και κάποιο Σαουδάραβα πελάτη, αστειεύονται. Θα του προτείνω να πάω εγώ να κανονίσω την εγγραφή των παιδιών στο «Σεν Μαρκ» και μετά να πάω να δω το σπίτι στο Σμούχα. Ξέρω καλά πού είναι – κάπου εκεί δίπλα έμενε η Σιακέ,
PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 14
η Αρμένισσα φίλη και συμφοιτήτριά μου στο Βρετανικό Ινστιτούτο. Από το «Σεν Μαρκ» ώς τη «Βίλα» είναι οχτώ δέκα λεπτά με το αυτοκίνητο. Άσε να δούμε πώς θα ξυπνήσουν τα παιδιά αύριο. Γιατί να μην πάρω και τα δυο παιδιά μαζί μου; Ο Δημητράκης καλά τα πάει με τη θεία Αφροδίτη. Την άλλη μέρα το πρωί ο Στέλιος συμφωνεί αλλά υπό όρους. «Πρώτα θα πας στο κομμωτήριο να χτενιστείς», λέει. «Πεθύμησα να σε δω χτενισμένη, πες του να σου τα κάνει όπως όταν ήσουνα νύφη». «Δε θα προλάβω, χρειάζομαι περμανάντ». «Περμανάντ, ξεπερμανάντ, κάνε ό,τι χρειάζεται, δεν έχεις και ραντεβού με τους παπάδες, πας μια ώρα αργότερα!» Τι κάνω; Θυμώνω ή χαίρομαι; Ο απρόβλεπτος Στέλιος! Κλείνουμε εφτά χρόνια παντρεμένοι, και ακόμα δε συνήθισα τα σκαμπανεβάσματά του! Τα πρόλαβα όλα, ικανοποιήθηκα όταν είδα τα μούτρα μου στον καθρέφτη του κομμωτηρίου. Δίκαιο είχε πάλι! Ο Αντώνης και ο Γιώργος εντυπωσιάστηκαν με το σχολείο, το είχαν ξαναδεί δυο χρόνια πριν, ο Αντώνης θυμήθηκε ότι είχε ένα μικρό ζωολογικό κήπο και μια παιδική χαρά, αριστερά βγαίνοντας. Ο Γιώργος όλο σήκωνε το κεφάλι και ρωτούσε τι είναι το στρογγυλό ταβάνι το μεγάλο και το άλλο το πιο μικρό. «Αυτά τα στρογγυλά ταβάνια λέγονται τρούλοι. Ο μεγάλος τρούλος είναι του αστεροσκοπείου και ο μικρός της εκκλησίας. Θα σου εξηγήσω τι θα πει “αστεροσκοπείο” όταν θα πάμε σπίτι». «Καλά, και θα μου πεις γιατί έχουν όλα αυτά τα πέτρινα σκαμνάκια εκεί, στον άλλο τοίχο;» «Είναι το στάδιο», λέει ο Αντώνης και μας τραβά αριστερά, στο ζωολογικό κήπο. Βλέπουμε τη λίμνη με τις πάπιες και τις χήνες, τα κλουβιά με τα παγώνια και τα άλλα πουλιά. Ο Αντώνης στέκεται μπροστά
PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 15
στα ελάφια και τα γαζέλια. Είναι δακρυσμένος, το ίδιο και εγώ. Θυμόμαστε τη δική μας τη Γαζάλ στην Τζέντα. «Είδατε τη γέφυρα που ενώνει τις ταράτσες των δυο κτηρίων;» τους λέω και σηκώνουμε όλοι τα κεφάλια. «Αυτό το κτήριο είναι το σχολείο, το άλλο είναι το οικοτροφείο. Στο οικοτροφείο κοιμούνται και τρώνε τα παιδιά που δεν έχουν σπίτι στην Αλεξάνδρεια γιατί ο μπαμπάς τους και η μαμά τους δουλεύουν σε άλλη πόλη». «Δηλαδή δουλεύουν στην Τζέντα;» με διακόπτει ο Γιώργος σκεφτικός. «Ας πούμε στην Τζέντα ή και πιο μακριά. Πάμε τώρα να δούμε το σπίτι μας το καινούργιο». Είναι η ροζ έπαυλη που θυμόμουν, πίσω από το σπίτι της Σιακέ. Αναρωτιόμουν γιατί την βάψανε ροζ, ύστερα παρατήρησα πως είχε και πολύ άσπρο στα πεζούλια της βεράντας, του μπαλκονιού και των παραθύρων. Τώρα είναι δική μας μέσω... μεσιτικού γραφείου! Οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες, Έλληνες και αυτοί, μετανάστευσαν στην Αυστραλία, δεν τους γνωρίσαμε. Η πόρτα του κήπου ήταν ξεκλείδωτη, ο κήπος περιποιημένος, φρεσκοποτισμένος, δυο πελώρια γιασεμιά ανέβαιναν μέχρι τον πρώτο όροφο, όπου ήταν η κύρια είσοδος του σπιτιού. Ανεβαίνουμε και ξεκλειδώνουμε. Ένα τζάκι απέναντί μας μέσα σε καμάρα και ο υπόλοιπος χώρος ενιαίος. Ωραίο ευρύχωρο σαλόνι, αν και οι τοίχοι είναι καφέ σκούρο σαγρέ. Αλλαγή χρώματος τοίχων σαλονιού, γράφω στο καρνέ – να δούμε πιο μέσα. Δωμάτιο ευρύχωρο, χωρά το πελώριο τραπέζι μας και τους δυο μπουφέδες, αλλά οι εντοιχισμένες ντουλάπες εκατέρωθεν του παραθύρου χαλάνε το σκηνικό. Θα τις καταργήσω, αποφασίζω – όχι, δε θα τις χαλάσω, θα βάλω κουρτίνα από τη μια άκρη του τοίχου ώς την άλλη. Το στενόμακρο παράθυρο ανάμεσα στις δυο εντοιχισμένες ντουλάπες θα δικαιολογεί την ύπαρξή τους και το δεύτερο παράθυρο ανάμεσα στους δυο μπουφέδες θα το ζευγαρώνει.
PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 16
Μπάνιο και WC χωριστά, ο μικρός διάδρομος σταματά στην πόρτα ενός τετράγωνου δωματίου με δυο παράθυρα που βλέπουν στον κήπο. Ανοίγω τα παράθυρα και φωνάζω τα παιδιά να δουν τη χουρμαδιά και το ινδικό φούλι, δυο πίνακες ανεπανάληπτους. Η χουρμαδιά έχει ξεπεράσει σε ύψος τα σύρματα της «Λεμπόν», της ηλεκτρικής εταιρείας. Είναι φορτωμένη με δυο τσαμπιά χουρμάδες, κάθε τσαμπί ένα μέτρο μήκος και βάρος ώς και σαράντα οκάδες. «Θα την τρυγήσουμε άμα ωριμάσουν οι χουρμάδες», λέω στα παιδιά. «Πώς θα ανέβουμε εκεί πάνω;» ρωτάνε. «Θα ’ρθουν δυο ειδικοί, θα ανέβουν με σχοινιά, ο ένας θα κρατά το τσαμπί και ο άλλος θα το κόβει. Θα το κρατήσουν ύστερα και οι δυο μαζί και θα το κατεβάσουν σιγά σιγά, θα το βάλουν σε ένα ζεμπίλι και θα ξανανέβουν να κόψουν το άλλο τσαμπί. Ελάτε τώρα να δείτε από το άλλο παράθυρο το ινδικό φούλι». Σηκώνω τον Γιώργο που δε φτάνει να το δει καλά και μυρίζουμε τη διακριτική μυρωδιά των κίτρινων λουλουδιών με την άσπρη μπορντούρα στα έξι πέταλα. Είναι και αυτά μοιρασμένα σε στρογγυλά μπουκέτα, τουλάχιστον τριάντα εκατοστά διάμετρο. Κάθε μπουκέτο είναι πλαισιωμένο με τεράστια φύλλα που το προστατεύουν σαν πράσινη ασπίδα. Αυτό το δωμάτιο θα γίνει ξενώνας και γραφείο – δικό μου γραφείο, όταν δε θα έχουμε ξένους. Χρειάζεται όμως ένας καναπές που γίνεται διπλό κρεβάτι, μια σεκρετέρ που να κλείνει, μια ανοιχτή βιβλιοθήκη, όσο γίνεται πιο στενή. Τα σημειώνω και αυτά στη λίστα. Αν καταργήσουμε το WC, θα κερδίσουμε αρκετό χώρο, αλλά είπαμε, όχι γκρεμίσματα. Το σπίτι είναι όλο φρεσκοβαμμένο, αμαρτία να ξαναρχίσουμε. «Πάμε να δούμε και πού θα κοιμόμαστε». Από την ξύλινη σκαλίτσα πίσω από το τζάκι δεκαεφτά σκαλο
PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 17
πάτια μάς οδηγούν στο δεύτερο όροφο. Η κρεβατοκάμαρα των παιδιών, η κρεβατοκάμαρα του μπαμπά και της μαμάς, το γραφείο του μπαμπά με ένα ντιβάνι για τον παππού όταν μένει μαζί μας, το δωμάτιο της γιαγιάς, το μπάνιο για όλους, αν και μικρό. Έχει όμως βεράντες γύρω γύρω, ίσως μπορέσουμε να προσθέσουμε ένα μπάνιο ακόμα. «Και οι θείες; Πού θα τις βάλουμε τις θείες;» ρωτούν τα παιδιά. «Στο ισόγειο, δεν μπορούν να ανέβουν σκάλες. Από το ισόγειο θα μπορούμε να τις βγάζουμε στον κήπο, δε θα έχουν ούτε ένα σκαλοπάτι». Κλείνουμε μπαλκονόπορτες και παράθυρα και κατεβαίνουμε στο σαλόνι. «Πρέπει κάπως να πηγαίνουμε στο ισόγειο, χωρίς να περνάμε από το σαλόνι, πρέπει να έχει συνέχεια η εσωτερική σκάλα». «Μαμά, την βρήκαμε, έχει και άλλη πόρτα πίσω από την πόρτα της σκάλας. Εγώ την είδα πρώτος», φωνάζει ο Αντώνης. «Όχι, εγώ την είδα πρώτος», φωνάζει ο Γιώργος. «Εγώ όμως θα την ανοίξω πρώτη. Βγείτε από τη μέση να δω πού είναι». Δοκιμάζω δυο κλειδιά που δεν είχα χρησιμοποιήσει ακόμα. Κλείνω την πόρτα προς την πάνω σκάλα και πίσω της υπάρχει πράγματι μια πόρτα βαμμένη στο χρώμα του τοίχου και ανοίγει ανάποδα, χωρίς πόμολο, απλώς με το σπρώξιμο. Ένας γάντζος στο κάτω μέρος την στερεώνει στον τοίχο. Οδηγεί σε μια σκάλα πέτρινη, άβαφτη, αμεταχείριστη ίσως. «Περιμένετε εδώ, θα κατέβω να βρω πού πάει», λέω στα παιδιά και κατεβαίνω δεκαεφτά σκαλιά. Είμαι στο ισόγειο. Ανοίγω τα παράθυρα και με το τελευταίο κλειδί ξεκλειδώνω την πόρτα προς τον κήπο. Μια κολόνα μπετόν στη μέση και ο χώρος όλος ένα. Στην αριστερή γωνία βρύσες, νεροχύτες, πάγκοι και ντουλάπια. Η κουζίνα τους, σκέφτομαι, όχι η κουζίνα μας.
PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 18
«Παιδιά κατεβείτε, είμαι στο ισόγειο». Η κουζίνα κάπου πριν από την κολόνα σταματά σε έναν τοίχο με πόρτα. Μια τουαλέτα ευρύχωρη, ένας διάδρομος, άλλη πόρτα. «Να το δωμάτιο για τις θείες σας», τους λέω. «Και τα δυο παράθυρα ανοίγουν στον κήπο». «Γιατί τα παράθυρα έχουν σίδερα; Για να μη φύγουν;» ρωτά ο Γιώργος. «Όχι, για να μην μπει κανένας ξένος. Είναι ισόγειο, όλα τα παράθυρα έχουν μπάρες». «Θα τα φυλά η Λάικα», λέει ο Αντώνης. «Πάνω δε χωρά η Λάικα, πού θα την κάνουμε μπάνιο;» Σημειώνω στο μπλοκάκι ντουλάπια κουζίνας, ντουλαπάκι για τα φάρμακα των κοριτσιών κάτω, για τα φάρμακα των παιδιών πάνω, καθρέφτες για τα μπάνια – έχουμε τρία μπάνια, αν δε μας φτάνουν, θέλουμε και ξύλο! Η θεία Αφροδίτη και τα κορίτσια ισόγειο, ο Στέλιος και εγώ στο πρώτο, τα παιδιά πάνω ή κάτω ή όπου βρεθούν. Σκέψεις για το σπίτι
ΜΕ ΤΟΝ ΣΤΕΛΙΟ το απόγευμα συζητάμε για το σπίτι. Αποφασίζουμε πως το μόνο που πρέπει να αλλάξουμε είναι το χρώμα του σαλονιού. «Βλέπω το σαγρέ και ανατριχιάζω», μου λέει. «Και εγώ δεν το θέλω. Θα το κάνουμε όμως όταν μπούμε μέσα. Έτσι κι αλλιώς, δεν έχουμε έπιπλα για το σαλόνι. Θα πρέπει να παραγγείλουμε». «Δε θα παραγγείλουμε, θα αγοράσουμε έτοιμα». «Αφού βρε αγάπη μου, χρόνια τώρα κεντώ τα “Aubusson” για να κάνουμε σαλόνι “Λουί Κενζ”», του λέω.
PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 19
«Δε μου αρέσουν αυτά τα στυλάτα σαλόνια, θέλω μοντέρνους καναπέδες να βουλιάζω μέσα». «Του Άλι Ρέντα σου άρεσε, όμως». «Μου άρεσε ως αυθεντική αντίκα, να το βλέπω, όχι να κάθομαι πάνω. Ό,τι και να κάνεις εσύ, είναι απομίμηση». «Για σένα θα κάνω ένα βαθύ καναπέ μπροστά στο τζάκι και δυο πολυθρόνες». «Κάνε ό,τι θες, δική σου δουλειά είναι. Έχω αρκετά στο κεφάλι μου. Ούτε ρώτησες τι έκανα με τους Άμπντελ Χάντι-Γιανσούνι». Δίκαιο έχει και ντρέπομαι, τι να πω; Ότι το ξέχασα εντελώς; «Αγάπη μου, με συγχωρείς, αλλά εσύ με άρπαξες από τα μούτρα ρωτώντας πόσο σύντομα μπορούμε να πάμε στη “Βίλα Δήμητρα”. Να σου ευχηθώ καλορίζικα». Σκύβω και τον φιλώ, κάθομαι στο μπράτσο της πολυθρόνας. «Πρόσεξε πώς κάθεσαι, αυτές οι πολυθρόνες και ο καναπές θέλουν διόρθωμα, τρίζουν τα πόδια τους. Εφτά χρόνων και αυτές, αλλά τους έβγαλαν το λάδι οι αδερφές μου». «Χαλάλι τους, φτάνει που βολεύονται σε αυτές. Θα τις διορθώσουμε και θα τις βάλω στο ισόγειο, στο δικό τους σαλονάκι μπρος στο παράθυρο που βλέπει στον κήπο. Βλέπεις πώς με ξελογιάζεις; Τι έγινε με τους Άμπντελ Χάντι-Γιανσούνι;» «Γιορτή, αλήθεια σου λέω. Πήγαμε στην αίθουσα συνεδριάσεων οι δεκαπέντε δικηγόροι, ο Άμπντελ Χάντι, ο Γιανσούνι και εγώ. Ο Γιανσούνι με σύστησε, είπε πως θα πάρω όλες τις υποθέσεις του “Πι Εντ Άι Κλαμπ”1 γιατί έχω πείρα στο Ναυτικό Δίκαιο και ευχέρεια στην αγγλική γλώσσα. Αυτές τις είχε ο Γιανσούνι, αλλά δεν μπορεί πια να ταξιδεύει όσο πρέπει, τον πήρανε τα χρόνια, πλήθυναν και οι υποθέσεις. Μου αρέσει ο Γιανσούνι, είναι 1. Λέσχη πλοιοκτητών για προστασία και αποζημίωση αλλήλων ως βοήθημα, πέραν των ασφαλιστικών εταιρειών. (Σ.τ.Σ.)
PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 20
ένας αριστοκράτης του πνεύματος. Όσο Αιγύπτιος είναι, άλλο τόσο είναι και Ευρωπαίος. Η γυναίκα του είναι κόρη του κόμη Ντεμπάνε, στο κέντρο υπάρχει εκκλησία, δρόμος και περιοχή με το όνομα του κόμη». «Ναι, την ξέρω την περιοχή, δεν πιστεύω να κρατήσει ακόμα για πολύ αυτό το όνομα». «Σιγά τον τίτλο! Ποιος ξέρει πόσα τον πλήρωσε τον τίτλο του κόμη και πού τον βρήκε... Στην Ιταλία, στη Γαλλία», λέει γελώντας ο Στέλιος. «Δεν είναι ο μόνος, έχουμε και Έλληνες κόμητες, Θεός σχωρέσ’ τους. Καλό κάνανε και στην Αλεξάνδρεια ως πόλη και στους Έλληνες που ζουν εδώ. Ο κόμης Στέφανος Ζιζίνιας, πρώτος και καλύτερος, έστησε ολόκληρη συνοικία με εντευκτήρια, πάρκα, χώρους αναψυχής. Όλο το Σαν Στέφανο αυτός το έκανε, μας έκτισε και εκκλησία, τον Άγιο Στέφανο, εκεί βαπτίστηκα εγώ, εκεί βαπτίστηκε ο Γιώργος, εκεί θα βαπτίσουμε και τον Δημήτρη». «Δε χρειάζεται να είσαι κόμης», με διακόπτει ο Στέλιος, «τόσοι και τόσοι ευεργέτες έκαναν την Αλεξάνδρεια μεγαλούπολη: Αβέρωφ, Τοσίτσας, Μπενάκης, Σαλβάγος, Φαμιλιάδης, Κανισκέρης...» «Και τι ωραία κτήρια που κάνανε, αετώματα, μετώπες και μαρμάρινες σκάλες, δεν είναι σχολεία αυτά, είναι μέγαρα! Αμ, το Κοτσίκειο Νοσοκομείο, το ξέχασες το “Κοτσίκειο”, Στέλιο μου;» «Πώς να το ξεχάσω; Χιλιάδες τραυματίες έσωσε στο Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Μόλις το είχε τελειώσει ο Κοτσίκας, ήταν το μεγαλύτερο νοσοκομείο της Μέσης Ανατολής. Το είδα και προχθές στον κινηματογράφο στα επίκαιρα, μεταξύ των έργων της επαναστάσεως του Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ! Ευτυχώς που έχει πεθάνει ο Κοτσίκας, θα πάθαινε συγκοπή».
PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 21
Τ ο σ α λ ό ν ι «A u b u s s o n»
ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ πήγα να βρω τον Ιμπραήμ, τον επιπλοποιό. Μαθητής γνωστού Γάλλου επιπλοποιού, έγινε καλύτερος και από το δάσκαλό του, που, τελικά, του άφησε και το εργαστήριο και το μαγαζί του. Της μαμάς Χρύσας της είχε κάνει πολύ ωραία έπιπλα. Στην οδό Φουάντ, πίσω από το Μποντρό ήταν, όπως πάντα. Ρίχνω μια ματιά στη βιτρίνα, ο Ιμπραήμ είναι μέσα, πολύ γερασμένος αλλά αναγνωρίσιμος. Είναι ακόμα πιο αδύνατος από όσο τον θυμάμαι. Το ’44, όταν φέρανε τα έπιπλα της Χρύσας και συναρμολογούσε την κρεβατοκάμαρα, τον ρώτησα πώς τόσο αδύνατος μπορούσε και σήκωνε τα βαριά κομμάτια της ντουλάπας για να τα στήσει. «Γιατί είμαι αδύνατος», μου απάντησε. «Δεν έχω να σηκώνω και το δικό μου βάρος». Και τα έπιπλά του ήταν πρωτοποριακά για τότε: ξύλο μασίφ, γωνιές στρογγυλεμένες, τα έπιπλα βαμμένα με γκρίζα λακ σε δυο τόνους – στυλ «Νουβέλ Βαγκ». Τώρα όμως εγώ θέλω σαλόνι «Λουί Κενζ»! Μπαίνω στο κατάστημα, τον χαιρετώ, του θυμίζω την γκρίζα κρεβατοκάμαρα με τις στρογγυλεμένες γωνίες στο Φλέμινγκ το ’44. Θυμάται την ντουλάπα, θυμάται τη Χρύσα, εμένα όχι βέβαια. «Γέρασα», μου λέει, «αλλά έχω το γιο μου. Αυτός ανέλαβε τώρα, είναι πιο άξιος από εμένα». Του εξηγώ τι θέλω, του δείχνω τους καμβάδες. Δεν μπορώ να προχωρήσω το κέντημα αν δεν έχω ακριβώς το σχήμα του καθίσματος. «Κοίτα ’κει πάνω στο πατάρι, αυτή δεν είναι η μπανκέτα που θέλεις; Έχω και δυο πολυθρόνες που ταιριάζουν. Τα είχα κάνει εγώ ο ίδιος, πριν αναλάβει ο γιος μου». Φωνάζει κάποιο βοηθό που κατεβάζει τα τρία κομμάτια. Είναι τέλεια, δεν πιστεύω στα μάτια μου.
PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 22
«Τι χρώμα να τα βάψουμε; Βερνίκι ή λακ αντικέ;» ρωτά ο Ιμπραήμ. «Δε χρειάζομαι μόνο αυτά. Θέλω και καναπέ τριθέσιο, έξι καρέκλες και μια σεκρετέρ», του λέω. Του δείχνω το σχέδιο που είχα κρατήσει χρόνια, είναι το σχέδιο της σεκρετέρ της Ιωάννας, της συμμαθήτριάς μου στο «Αβερώφειο». Εκεί πάνω μελετούσαμε. Μου είχε μείνει απωθημένο. «Για αυτά θα πρέπει να συνεννοηθείς με το γιο μου, αν θέλει να σου τα κάνει παραγγελία. Τώρα με τα νέα μηχανήματα η δουλειά είναι πιο εύκολη, πιο γρήγορη». Ο Ιμπραήμ μιλά και συγχρόνως μου σχεδιάζει πάνω στον καμβά ακριβώς πού πρέπει να σταματήσω το κέντημα: καμπύλες, εσοχές για τα πόδια της μπανκέτας, ντοσιέ κάθισμα και χερούλια στις πολυθρόνες. Έχει πολύ κέντημα το γέμισμα της μπορντούρας και το βαριέμαι, άλλο να κεντάς λουλούδια και πεταλούδες με παρέα την Κλεμεντίν και τη Σεμίρα και άλλο η μονοτονία της μισής σταυροβελονιάς για τα γεμίσματα στις μπορντούρες. Άσε την γκρίνια του Στέλιου και των παιδιών. «Γνωρίζεις καμιά κεντήστρα να μου κάνει το γέμισμα;» ρωτώ τον Ιμπραήμ. Μου δίνει τη διεύθυνση μιας κοπέλας στην Κλεοπάτρα, τηλέφωνο δεν έχει. Θα την βρω σπίτι της μετά τις εφτά το βράδυ γιατί δουλεύει. Έδωσα στον Ιμπραήμ πενήντα λίρες καπάρο για τις πολυθρόνες και την μπανκέτα. «Τι είν’ αυτά;» μου λέει, «μόνο καπάρο! Τις ξεπληρώνεις αυτές, τριάντα λίρες θέλω και το καπάρο είκοσι λίρες είναι, για ό,τι αποφασίσετε με το γιο μου. Δώσε μου τη διεύθυνσή σου να έλθει να δείτε επιτόπου ό,τι χρειάζεσαι». Το απόγευμα ήλθε ο γιος του Ιμπραήμ και πήγαμε στη «Βίλα Δήμητρα». Στον καναπέ και στις έξι καρέκλες προσθέσαμε ένα
PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 23
τραπεζάκι με πράσινο μάρμαρο και ένα διαχωριστικό χαμηλό με το ίδιο μάρμαρο μεταξύ χολ και σαλονιού. Μετά με πήγε στην Κλεοπάτρα, στην κεντήστρα, που ήταν αρραβωνιαστικιά του. Ο Στέλιος στο Πορτ Σάιντ
«ΕΓΩ την άλλη βδομάδα πάω στο Πορτ Σάιντ. Ένα πλοίο, περνώντας τη διώρυγα του Σουέζ, κατέστρεψε την ψαρόβαρκα ενός φουκαρά. Το “Πι Εντ Άι Κλαμπ”, σώνει και καλά, θέλει να βγάλει τον φτωχό κλέφτη. Έφταιγε ο ίδιος που καταστράφηκε η βάρκα του. Θα πληρώσουν μάρτυρες, δικηγόρους, και πήγαιν’ έλα Πορτ Σάιντ για ένα ποσό ευτελές. Πόσο να κοστίζει μια ψαρόβαρκα;» «Πόσες μέρες θα σου πάρει;» «Σίγουρα τρεις, ίσως και τέσσερις. Πρέπει να δω τους μάρτυρες εκατέρωθεν και τον ενάγοντα, τον ψαρά». «Τι θα έλεγες αν κάνουμε τη μετακόμιση, όσο λείπεις;» του προτείνω. «Άσε να δούμε», μου απαντά. «Μπορεί να χρειαστεί να μείνω περισσότερες μέρες». Θα πω του πατέρα μου να βρει μεταφορέα να το συζητήσουμε. Να του θυμίσω να μου στείλει και αυτή την κοπέλα, τη Νάντια, για οικιακή βοηθό. Το σπίτι είναι μεγάλο, η θεία Αφροδίτη θα κοιμάται πάνω με τα παιδιά, και τα κορίτσια στο ισόγειο θα χρειαστούν κάποια να κοιμάται κάτω μαζί τους. Την είδα τη Νάντια, όχι μόνο στο καθάρισμα του σπιτιού, αλλά και ως παρουσία. Χριστιανή, Κόπτισσα, σωστή φαραώ, με πλατιούς ώμους, στενή μέση, μαύρα ίσια μαλλιά, δέρμα σταρένιο, μάτια μαύρα και μεγάλα. Ήταν και ψηλή – «Αντρογυναίκα», είπε η θεία Αφροδίτη και συμφώνησαν και η Κόμισσα και η Βαγγελιώ. «Οι φαραώ όμως δεν ήταν τόσο ψηλοί», είπε ο πατέρας μου, «δεν
PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 24
είδατε τις μούμιες;» Ίσως να ’χει δίκαιο, μα δε θα την παντρευτούμε. Την πήγα στη «Βίλα Δήμητρα», της έδωσα λεφτά να αγοράσει καθαριστικά και την άφησα να καθαρίζει όσες μέρες χρειάζονταν. Τον μεταφορέα τον έκλεισα Τρίτη πρωί να μεταφέρει τραπεζαρία, γραφεία και όσες ντουλάπες θα είχα αδειάσει. Τα κρεβάτια και το σαλόνι θα πάνε την επομένη πρωί πρωί, πίσω τους η Κόμισσα, η Βαγγελιώ, η θεία Αφροδίτη, τα παιδιά και εγώ. Ο Στέλιος θα ’ρθει το βράδυ της Πέμπτης κατευθείαν στο Σμούχα. Αλλάζουμε διεύθυνση, αλλάζουμε τηλέφωνο. Δεν ήταν εύκολο, αλλά τα καταφέραμε. Η Νάντια ήταν το δεξί μου χέρι, ακολουθούσε τις οδηγίες μου χωρίς σχόλια, χωρίς χασομέρι. Το βράδυ της Τρίτης έμεινε εκεί να προσέχει και να ταξινομεί. Ο Στέλιος επέστρεψε νωρίς την Πέμπτη, όλος χαρά. Ο ψαράς δέχτηκε αμέσως να του πληρώσουν μια καινούργια βάρκα, απέσυρε τη μήνυση και, για να ευχαριστήσει τον Στέλιο, του έδωσε ένα μεγάλο πακέτο «φισίχ». Ακουστά το είχα, αλλά δεν το είχα δοκιμάσει ποτέ. Ψάρι του Νείλου, αλατισμένο και αφημένο να σαπίσει στον ήλιο! Μεζές πολύ εκλεκτός για τους μυημένους. Εμένα μου βρομούσε απαίσια. Το τύλιξα και το ξανατύλιξα και το έβαλα στην κατάψυξη, αφού κράτησα λίγο να το δοκιμάσει ο Στέλιος. Δε μου φαίνεται να ενθουσιάστηκε. Μερικές μέρες μετά, το έθαψα βαθιά στον κήπο. Φαίνεται ότι τα φυτά το εκτίμησαν γιατί ο στεφανώτης, ο βασιλιάς των λουλουδιών, μας ευχαρίστησε με αμέτρητες φούντες από κρινάκια που μοσχοβολούσαν και καλούσαν όλες τις νύφες της γειτονιάς να μας παρακαλούν να τους δώσουμε «κεράκια» να στολίσουν τα μαλλιά τους. Το Σμούχα είναι προάστιο της Αλεξάνδρειας, ένα τέταρτο της ώρας απόσταση από το κέντρο με αυτοκίνητο. Κάποτε ήταν μια λίμνη τριών εκατομμυρίων τετραγωνικών, ρηχή, γεμάτη κουνούπια, ώσπου ο Σμούχα, Εβραίος με αγγλική υπηκοότητα, αγόρασε
PAPADHMHTRIOU sel_DD_Layout 1 10/06/2010 11:20 π.μ. Page 25
τη λίμνη, την αποξήρανε, την χώρισε σε αγροτεμάχια, την ρυμοτόμησε και άρχισε να πουλά οικόπεδα. Έβαλε κανονισμούς δόμησης. Μονοκατοικίες μόνο, ισόγειο και δυο ορόφους το πολύ, κήπος υποχρεωτικός, τουλάχιστον πέντε μέτρα φάρδος μπρος, πίσω, δεξιά και αριστερά. Έκανε μια καταπράσινη πλατεία στο κέντρο της πρώην λίμνης και οργάνωσε αθλητική λέσχη-πρότυπο που περιλάμβανε ιππόδρομο, γήπεδα τένις, γκολφ, ποδοσφαίρου, ακόμα και χόκεϊ! Το προάστιο αυτό ονομάστηκε Σμούχα Σίτι, η λέσχη «Σμούχα Κλαμπ» και έγινε γύρω στο ’30 το ωραιότερο προάστιο της Αλεξάνδρειας. Η περιοχή Σμούχα είχε τρεις εισόδους από τη λεωφόρο Αμπουκίρ. Τρεις περιποιημένες γέφυρες πάνω στη λεωφόρο αυτή οδηγούσαν στο Σμούχα. Η πρώτη ήταν στο ύψος του σταθμού Σίντι Γκάμπερ, η άλλη στο ύψος του σταθμού Κλεοπάτρας και η τρίτη στο ύψος του σταθμού Ιμπραημίας. Ο δρόμος όπου βρισκόταν η «Βίλα Δήμητρα», η Σιάρια Αλ Γκαουάχερ, άρχιζε από την τρίτη γέφυρα και έφτανε σχεδόν μέχρι το κανάλι της Μαχμουντίας. Δεν το χαρήκαμε το Σμούχα στις δόξες του. Από τις πρώτες δραστηριότητες του Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ ήταν η εθνικοποίηση της εταιρείας Σμούχα, ένας λόγος παραπάνω που ήταν Άγγλος υπήκοος ο ιδρυτής. Με τον Πόλεμο για τη διώρυγα του Σουέζ, όλοι οι Άγγλοι και Γάλλοι υπήκοοι είχαν διωχθεί από την Αίγυπτο και δημεύτηκαν οι περιουσίες τους. Για τον Σμούχα υπήρχε ένας λόγος παραπάνω: Ήταν και Εβραίος, αυτοί ήταν οι πρώτοι που έφυγαν πυξ λαξ. Ο Ιωσήφ Σμούχα, ογδόντα χρόνων τότε, ήταν ήδη στο Λονδίνο και ζήτησε αποζημίωση από την κυβέρνησή του. Πήρε ένα μέρος δέκα χρόνια μετά. Το προάστιο Σμούχα όμως γρήγορα άλλαξε όψη. Όταν εγκατασταθήκαμε, η γειτονία μας είχε γεμίσει αιγυπτιακά σχολεία και ο δρόμος έγινε αρτηρία, από όπου χαράματα πελώρια καμιόνια μετέφεραν μπάλες με βαμβάκι από τη Μαχμουντία στο λιμάνι. Οι βουκαμβίλιες στον κήπο μας είχαν μαζέψει τούφες βαμβάκια, όλοι