EF#11

Page 1

Νάνα Μούσχουρη

«Τα πρόσωπα που με διαμόρφωσαν» Από τον Χατζιδάκι στον Μπομπ Ντίλαν

------Λένα Πλάτωνος

Μια έκρηξη και μια λύτρωση

-------

17 Ιουλίου 2008 / Τιμή: 0,01€

11 06/2008

Κριστόφ Βαρλικόφσκι Πίνα Μπάους Σίντι Λάρμπι Τσερκάουι Τσεζάρις Γκραουζίνις Θωμάς Μοσχόπουλος Χαράλαμπος Γωγιός Μπούικα



επιστολές Όταν και πάλι ο Λυκαβηττός ήταν κλειστός Θέατρο Λυκαβηττού, παρόν και παρελθόνΚατά τη μεταπολίτευση είχε επισκεφθεί για πρώτη φορά την Ελλάδα το θέατρο La Mamma της Έλεν Στιούαρτ, προσκεκλημένο από τον Κάρολο Κουν μέσω της κυρίας Μυριβήλη. Τότε επρόκειτο να ανεβάσει σε παγκόσμια πρεμιέρα ο Αντρέ Σερμπάν τις «Τρωάδες» στον Άτλαντα, το τότε καλοκαιρινό στέκι του Θεάτρου Τέχνης, αλλά μόλις ο Αντρέ Σερμπάν είδε τον διατιθέμενο χώρο, τον απέκλεισε κατηγορηματικά. Άρχισε τότε ένας αγώνας μετά πολλών εμποδίων, για να βρεθεί ένας κατάλληλος χώρος για την πρωτοποριακή εκείνη παράσταση του θεάτρου La Mamma. Ως σύμβουλος του Θεάτρου Τέχνης παρεκάλεσα τον φίλο μου και υπουργού Τουρισμού, Τάκη Λαμπρία, να μας βρει μια λύση. Εκείνη την εποχή το Θέατρο Επιδαύρου απεκλείετο γιατί πας μη Έλλην θίασος εθεωρείτο βάρβαρος. Επίσης, δεν υπήρχε διέξοδος και με το Ηρώδειο, γιατί είχε ήδη κλεισμένο πρόγραμμα, και έμενε ως τελευταία λύση και ελπίδα το Θέατρο Λυκαβηττού. Πλην όμως, το θέατρο ήταν παροπλισμένο από εποχής χούντας. Για λόγους λοιπόν ασφαλείας και τότε, οι διάφοροι αρμόδιοι μας το απέκλεισαν. Και όμως, τελικά βρέθηκε λύση. Ο Σερμπάν και η Έλεν Στιούαρτ ενθουσιάστηκαν περισσότερο από τον εξωτερικό χώρο του Λυκαβηττού παρά από το ίδιο το θέατρο και απεφάσισαν ν’ ανεβάσουν το έργο στα βράχια του Λυκαβηττού όπου και τοποθετήθηκαν οι διάφοροι φωτισμοί και μεγάφωνα και πρότειναν να χρησιμοποιηθεί ο χώρος του πάρκινγκ για τις θέσεις των θεατών. Πράγμα που έγινε και είχε μάλιστα μεγάλη επιτυχία. Ελπίζω ότι για μια τέτοια λύση δεν θα είχε αντίρρηση ούτε ο κ. Κακλαμάνης ούτε και καμία αρχαιολογική υπηρεσία. Πάρις Τακόπουλος, συγγραφέας

Δωράκι... Αγαπητοί κύριοι, Ανήκω στο φανατικό κοινό του Ελληνικού Φεστιβάλ και είμαι τακτική αναγνώστρια του περιοδικού σας. Άρχισα να παρακολουθώ τις παραστάσεις του Φεστιβάλ το 2005, όταν επέστρεψα στην Ελλάδα μετά από δεκάχρονη παραμονή στο Λονδίνο. Οι παραστάσεις που είδα και συνεχίζω να βλέπω στο Φεστιβάλ, οι άνθρωποι που συναντώ στους χώρους του (προσωπικό και κοινό), τα άρθρα που διαβάζω στην εφημερίδα σας με έχουν κάνει να νιώσω πως υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι με τις ίδιες ανησυχίες κι ενδιαφέροντα με μένα. Εμπνευσμένη απ’ αυτό το πολύ όμορφο συναίσθημα, έγραψα το διήγημα που σας στέλνω. Είναι ένα μικρό δώρο, μια μορφή επικοινωνίας κι ένας τρόπος να πω ευχαριστώ. Τελικά, το καλό και το όμορφο πάντα ξαναγυρίζει, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, από εκεί που ήρθε. Σας εύχομαι ό,τι καλύτερο. Με αληθινή εκτίμηση, Ευαγγελία Αυλωνίτη, Αθήνα Αγαπητή φίλη, αν και δεν είμαστε συνηθισμένοι στα καλά λόγια, απολαύσαμε το δώρο σας. Λυπούμαστε που για λόγους χώρου και ειδικής κατευθύνσεως του εντύπου μας δεν μπορούμε να δημοσιεύσουμε τη δουλειά σας. Παρακαλούμε πολύ να μας κατανοήσετε (όπως επίσης ζητούμε να μας κατανοήσουν

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 |

και οι άλλοι φίλοι που μας έχουν στείλει κείμενα με λογοτεχνικές φιλοδοξίες). Καλό υπόλοιπο καλοκαιριού.

ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΟΥ

Άτακτοι ταξιθέτες

TR Warsawa - Κρίστοφ Βαρλικόφσκι, Krum του Hanoch Levin, 16-18 Ιουλίου | Πειραιώς 260, Χώρος Δ

Στις 8 Ιουλίου, απεφάσισα να παρακολουθήσω στο Ηρώδειο την εξαιρετική συναυλία της ορχήστρας και χορωδίας του Φλωρεντινού Μαΐου υπό την διεύθυνση του Ρικάρντο Μούτι. Μέχρι το διάλειμμα όλα πήγαν καλά. Στο δεύτερο μέρος, όμως, η μυσταγωγία της παράστασης καταστράφηκε από μερικούς ταξιθέτες, οι οποίοι αντί να καθήσουν στο πόστο τους και σιωπηλά να κάνουν ό,τι τους είχαν αναθέσει, άρχισαν να πηγαινοέρχονται στον μεταξύ άνω και κάτω διαζώματος διάδρομο, να ανεβοκατεβαίνουν τις κερκίδες, να συνομιλούν, να φεύγουν, να ξανάρχονται, να ξαναλένε κάτι ο ένας στον άλλον κ.ο.κ. Αυτό συνεχίστηκε σε ολόκληρο το δεύτερο μέρος, με αποκορύφωμα δύο ταξιθέτες που «άραξαν» στην τελευταία σειρά του κάτω διαζώματος, ακριβώς μέσα στο οπτικό πεδίο των θεατών του άνω διαζώματος, και πλήρως αμέτοχοι και αδιάφοροι για όσα συνέβαιναν γύρω τους έστησαν κανονική κουβεντούλα καφενείου! Οταν μετά την παράσταση παρετήρησα έναν εκ των δύο, έλαβα, σε αυταρχικότατο τόνο, την απίστευτη απάντηση: «Γιατί, απαγορεύεται;». Διά της εφημερίδος σας, παρακαλώ τον εξαιρετικό κ. Λούκο να μεριμνήσει ώστε το προσωπικό του Ηρωδείου να ανταποκρίνεται στην ιερότητα του χώρου και στο υψηλό επίπεδο των μετακαλουμένων καλλιτεχνών. Είναι επιβεβλημένο. Α. Δεληγιάννη, Μαρούσι, Αθήνα

Μεγάλη καλλιτέχνις Κύριε διευθυντά, Βρέθηκα στην ωραία παράσταση της μεγάλης συναδέλφου Ρενέ Φλέμινγκ με προσδοκίες αλλά και αντιφατικά συναισθήματα. Από ό,τι είχα διαβάσει στην έγκριτη εφημερίδα σας, είναι μια μεγάλη καλλιτέχνις, κι ας συμπεριφέρεται (νομίζω) λίγο προκλητικά, φορώντας όλα αυτά τα πανάκριβα Ντιορ. Απ’ ό,τι μου είχαν πει όμως κάτι φίλοι, φοιτητές μουσικολογίας, η Ρενέ Φλέμινγκ κατά βάθος είναι μια ιέρεια του κιτς - γεγονός που, όπως καταλαβαίνετε, κίνησε το ενδιαφέρον μου ακόμα περισσότερο. Φυσικά, η Ρενέ δεν είναι κιτς. Αντιθέτως, είναι φωνάρα. Μαγεύτηκα. Αλλά και λυπήθηκα που δεν γέμισε το Ηρώδειο. Δεν είμαστε λαός. Νάντια Βαρέλα, σοπράνο

Λύκειον των Ελληνίδων, Ταλάντων, τυμπάνων και χορών εγκώμιον 18 Ιουλίου | Ωδείο Ηρώδου Αττικού Περικλής Κούκος, Λυρικοί Διάλογοι 18-19 Ιουλίου | Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου Μπαλέτο της Εθνικής Όπερας του Παρισιού – Πίνα Μπάους Ορφέας και Ευρυδίκη του Christoph Willibald Gluck 19-20 Ιουλίου | Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου Θέατρο Τέχνης - Κάρολος Κουν Αριστοφάνη, Όρνιθες 20-21 Ιουλίου | Ωδείο Ηρώδου Αττικού Συναυλία με τους Taksim Trio 21 Ιουλίου | Το Σχολείον, Χώρος Α Το κουκλόσπιτο των Mabou Mines 21-24 Ιουλίου | Πειραιώς 260, Χώρος Δ Χαράλαμπου Γωγιού, Πληγή, όπερα σε επτά γεύματα (2004) 21-22 Ιουλίου | Πειραιώς 260, Χώρος Η Συνομιλίες με την World Music Τρία Ελληνικά σχήματα 23 Ιουλίου | Το Σχολείον, Χώρος Α Συναυλία με την Νάνα Μούσχουρη 23-24 Ιουλίου | Ωδείο Ηρώδου Αττικού Συναυλία με την Buika Mi Niña Lola 24 Ιουλίου | Το Σχολείον, Χώρος Α Αμφι-Θέατρο Σπύρου A. Ευαγγελάτου Φοίνισσες του Ευριπίδη 25-26 Ιουλίου | Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου Θωμάς Μοσχόπουλος Βάκχες στο γκαράζ της Πειραιώς 260. Μια ανάγνωση της ομώνυμης τραγωδίας του Ευριπίδη 25-27 Ιουλίου | Πειραιώς 260, Γκαράζ Συναυλία με τους: Shahram Nazeri & Ali Akbar Moradi 25 Ιουλίου | Το Σχολείον, Χώρος Α Κύκλοι τραγουδιών για τη Μαρία Φαραντούρη Ο έρωτας τελειώνει τραγικά 25-26 Ιουλίου | Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου Συναυλία με τη Marta Sebestyen, I see the gates of Heaven being open Θρησκευτική και κοσμική μουσική από όλο τον κόσμο 26 Ιουλίου | Το Σχολείον, Χώρος Α Sidi Larbi Cherkaoui, Sutra 26 Ιουλίου | Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αίθουσα Φίλων της Μουσικής Έκτορας Λυγίζος, Βρικόλακες του Ερρίκου Ίψεν 27-31 Ιουλίου | Το Σχολείον, Χώρος Β

Μπείτε στο blog της “ΕΦ” www.efmag.blogspot.com Μπείτε στο blog της εφημερίδας μας. Γράψτε στο φόρουμ. Στείλτε επιστολή στη διεύθυνση: Ελληνικό Φεστιβάλ, Εφημερίδα εφ, Χατζηχρήστου 23, 11742 Αθήνα ή στην ηλεκτρονική διεύθυνση: free_press01@greekfestival.gr

Συναυλία με τη Λένα Πλάτωνος, Πλάτωνος 08 28 Ιουλίου | Ωδείο Ηρώδου Αττικού Ελληνοτουρκική Ορχήστρα Νέων - Βλαντιμίρ Ασκενάζυ 29 Ιουλίου | Ωδείο Ηρώδου Αττικού Δημήτρης Κουρτάκης, Καφενείο 29-31 Ιουλίου | Πειραιώς 260, Χώρος Η Cezaris Graužinis, Περιμένοντας τον Γκοντό του Samuel Beckett 29-31 Ιουλίου | Πειραιώς 260, Χώρος Δ


περιεχόμενα

| ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

14 Διήγημα της Έρσης Σωτηροπούλου 16 Πίνα Μπάους 18 Κριστόφ Βαρλικόφσκι 20 Νάνα Μούσχουρη 26 Θ. Μοσχόπουλος 28 Σίντι Λ. Τσερκάουι 30 Λένα Πλάτωνος 38 Βλ. Ασκενάζι 40 Τσ. Γκραουζίνις 44 Πέτρος Φυσσούν 46 Έκτορας Λυγίζος 48 Όρνιθες 50 Μπούικα 53 Μάρτα Σεμπεστιέν 54 Χαράλαμπος Γωγιός

ΜΠΟΥΙΚΑ, Η ΕΚΡΗΚΤΙΚΗ Τα ωραία κορίτσια ποζάρουν ανέμελα. Η νέα σταρ του «αφρο-φλαμένκο» μας περιμένει για μάθημα στο Σχολείον.

OI ΧΟΡΗΓΟΙ ΤΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΜΕΓΑΛΟΙ ΧΟΡΗΓΟΙ

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ Χατζηχρήστου 23 & Μακρυγιάννη | 11742 | Αθήνα | Τ: 210.92.82.900

ΧΟΡΗΓΟΣ

ΧΟΡΗΓΟΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ

www.greekfestival.gr


editorial

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 |

ΕΥΡΥΔΙΚΗ, ΚΑΛΑ ΣΤΕΦΑΝΑ Σκηνή από την αισιόδοξη όπερα του Γκλουκ «Ορφέας και Ευρυδίκη», που χορογραφεί η Πίνα Μπάους και ανεβαίνει στην Επίδαυρο, το ερχόμενο Σάββατο και την Κυριακή.

Ιερά και ανίερα Ακούω συχνά τη μομφή ότι πολλές από τις καλλιτεχνικές προσεγγίσεις που φιλοξενούνται στο Φεστιβάλ Αθηνών και στην Επίδαυρο δεν σέβονται την ιερότητα της τέχνης. Συχνά μάλιστα η μομφή επεκτείνεται και στον τρόπο με τον οποίο συντάσσεται αυτή η εφημερίδα, είναι λένε πολύ ελαφριά, πολύχρωμη, κάνει πλάκα με θέματα που είναι πολύ σοβαρά… Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν έχεις πολλά να κάνεις. Συνήθως αντιπαρέρχεσαι στωικά τις (απαραίτητες σε κάθε διάλογο) επικρίσεις. Καμιά φορά, για να απαντήσεις στην κριτική, μπορεί και να χρειαστεί να επιστρατεύσεις επιχειρήματα, να υπερασπίσεις επιλογές που προφανώς δεν έγιναν τυχαία. Να πεις, ας πούμε, ότι η ελαφράδα δεν είναι υποχρεωτικά αρνητικό μέγεθος, ότι το χρώμα δεν σημαίνει απαραιτήτως παρδαλή χαζομάρα, ότι η πλάκα μπορεί να είναι ένας σοβαρός τρόπος να προσληφθεί ό,τι, εκφράζοντάς το με πομπώδη σοβαροφάνεια, δύσκολα θα βγει από τα τείχη του κάστρου των ειδικών, θα φτάσει στους κανονικούς ανθρώπους που δεν τραβάνε και κανένα μεγάλο ζόρι καλοκαιριάτικα για τέχνες και βαθυστόχαστα νοήματα, γούστο τους και καπέλο τους. Να πεις, δηλαδή, ότι η τέχνη ή «ο πολιτισμός» (όπως βαθυστόχαστα αναβαθμίζεται στη χώρα μας η καλλιτεχνική πράξη, προσθέτοντας συχνά γαλόνια, επωμίδες και παράσημα που δεν της ανήκουν) δεν είναι a priori σπουδαία υπόθεση, ότι πρέπει το έργο να αναμετρηθεί με το κοινό και την πραγματικότητα πριν αναγνωρισθεί ή όχι η σπουδαιότητά του ή, έστω («τόσο που έκαμες λίγο δεν είναι»), η ακόμα και μικρή συμβολή του στις δημόσιες συζητήσεις, στην «αισθητική αγωγή», στην άνοδο του επιπέδου, βρε αδερφέ. Αλλά ας μείνουμε στα περί της ιερότητας της τέχνης. Ας μείνουμε στα όσα περί ανίερων σαρκαστών και υπονομευτών τής (υποτιθέμενης ή μη) ιερότητας λέγονται και γράφονται, σε σχέση με καλλιτεχνικές εκφράσεις και προσεγγίσεις που επιλέγουν συχνά τρόπους οι οποίοι έχουν χαρακτηριστεί βέβηλοι. Είναι βολικό, και θεμιτό βεβαίως, να μιλάμε για ιερές διαδικασίες, για την καλλιτεχνική πράξη ως εξέλιξη αρχέγονων θρησκευτικών τελετών – αλλά πόσο δικαιούται ο καλλιτέχνης να διεκδικεί σήμερα χρόνο από τον σύγχρονο άνθρωπο, τον πολίτη, τον καταναλωτή της τέχνης του, για να τον εισαγάγει στους αρχετυπικούς συμβολισμούς μιας τέχνης που επικοινωνεί με τις καλλιτεχνικές, τις θρησκευτικές, τις παγανιστικές, τις εθνικές, τις πανανθρώπινες ή δεν ξέρω ποιες άλλες πομπώδεις παραδόσεις αλλά δεν έχει μάτια να δει τι γίνεται στο απέναντι πεζοδρόμιο, στο διπλανό διαμέρισμα; Ποια αδιατάρακτη ιερότητα ταιριάζει σε μια κοινωνία όπως η σημερινή, ποια ιερότητα απηχεί τα σύγχρονα προβλήματα όπως μπορεί να τα βρει καταγεγραμμένα κανείς σε ένα φύλλο εφημερίδας; Και ποιον κανονικό άνθρωπο, πέραν ενός ιερατείου εντέλει, μπορεί να απασχολεί μια τέτοια προσέγγιση; Είναι, άραγε, ο καλλιτέχνης

Η εφημερίδα του Ελληνικού Φεστιβάλ Ειδική έκδοση για το πρόγραμμα του 2008 Νο 11 (6/2008) | 3/7/2008 ISSN: 1791-1729

Διευθυντής Σύνταξης: Ηλίας Κανέλλης Aρχισυντάκτρια: Κατερίνα Οικονομάκου Σύνταξη: Ευγενία Τζιρτζιλάκη, Έλια Αποστολοπούλου, Νατάσα Διαμαντοπούλου, Κατερίνα Κόμητα, Νίκη Ορφανού Φωτογράφοι: Βίκυ Γεωργοπούλου, Βασίλης Μαθιουδάκης Σχεδιασμός: Graphopress Eκτύπωση: ΙΡΙΣ Α.E.

υπηρέτης τέτοιων ιερατείων; Ή μήπως είναι ελεύθερος, ανοιχτός άνθρωπος, με διάθεση να διαβάσει πρωτίστως τη ζωή για να μπορεί να σφραγίσει με τη ζωή, με πτυχές της, με αυτό που συμβαίνει εδώ και τώρα, την καλλιτεχνική του πρόταση; Σαράντα χρόνια από τον Γαλλικό Μάη του 1968, σαράντα χρόνια δηλαδή από την εποχή που ο δυτικός κόσμος ακομπλεξάριστα προσέγγιζε με χαρά το ανίερο, πρότεινε μια νέα κουλτούρα της ανατροπής, διακήρυσσε την ελευθερία και, συχνά, ιδίως στο χώρο της τέχνης, προέκρινε βέβηλους τρόπους για όλα, ανακαλύψαμε ξαφνικά εκ νέου την ιερότητα, το «υψηλό», την «καθεστηκυία τέχνη». Προσέξτε. Δεν είναι τυχαίο ότι λέξεις όπως «ιερό», «υψηλό» και «κατεστημένο» πάνε μαζί. Ούτε αθώο. Η εποχή μας, εκτός από αβέβαιη περίοδος υψηλής διακινδύνευσης και για τον Δυτικό άνθρωπο, υποχώρησης της ποιότητας ζωής και των δικαιωμάτων του, είναι και μια εποχή επιστροφής του ιερού όχι τόσο στην τέχνη αλλά πρωτίστως στην πολιτική. Από την εποχή της περίφημης ισλαμικής επανάστασης του Ιράν έως τη σύγχρονη Αμερική των ευαγγελιστών, δείτε πόσα ιερατεία κυριάρχησαν και τι έχουν επιφυλάξει στους πολίτες που βρέθηκαν στο δρόμο τους. Από την μπούργκα και την κλειτοριδεκτομή στην 11η Σεπτεμβρίου, από τη φονταμενταλιστική τρομοκρατία εναντίον της ελεύθερης (μα άπιστης, φυσικά, βέβηλης και ανίερης) Δύσης μέχρι τα εγχώρια κηρύγματα να κρατήσουμε την ιδιοπροσωπία μας για να «μη μας κάνουν κιμά» αυτοί «που θέλουν να μας ισοπεδώσουν» στο πεδίο της παγκοσμιοποίησης, τα ιερατεία έχουν και μαστίγιο και καρότο. Με το μαστίγιο ποδηγετούν, επιβάλλουν. Το καρότο είναι το δέλεαρ – το ιερό, ο ιδεατός παράδεισος, ο δήθεν πνευματικός συμβολισμός μιας ανταπόδοσης επέκεινα σε αντάλλαγμα για την αποστράγγιση της ζωτικότητας εδώ και τώρα. Κι η χαρά; Η χαρά είναι αλλού. Στην πραγματική ζωή. Και στην τέχνη που δεν μας υπόσχεται μαρτυρική «μέθεξη», που δεν οχυρώνεται πίσω από την πομπώδη ασάφεια. Που δεν είναι εξουσιαστική πράξη. Που είναι νευρική, σύγχρονη και μοντέρνα. Διεισδυτική. Που συνομιλεί με τη ζωή, έστω με όψεις της ζωής που υποπίπτουν στην αντίληψή της. Που διακινεί ιδέες, δεν τις φοβάται. Που συνεχίζει να προτείνει αλλά και να ανατρέπει. Και που δεν έχει δα και τόσο μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της. «Η τέχνη δεν είναι και τόσο σπουδαίο πράγμα», λέει ένας πολύ ζωηρός νέος καλλιτέχνης, ο Χαράλαμπος Γωγιός, καμιά τριανταριά σελίδες μετά. Σωστός ο παίχτης. Κάνει ό,τι μπορεί για να τον μισήσουν οι συνάδελφοί του που «παράγουν πολιτισμό». Μακάρι να τα καταφέρει. Ηλίας Κανέλλης

Ελληνικό Φεστιβάλ Α.Ε. Υπεύθυνος σύμφωνα με το νόμο: Γιώργος Λούκος Νομικός Σύμβουλος: Βάσω Τζιούμη

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚO ΣΥΜΒΟYΛΙΟ Πρόεδρος: Γιώργος Λούκος Αντιπρόεδρος: Άγγελος Δεληβορριάς Νομικός Σύμβουλος: Δημήτρης Πασσάς Μέλη: Vincent Baudriller, Nigel Redden, Alistar Spalding, Νίκη Τζούδα, Λουκάς Τσούκαλης


| ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

μια στιγμή

Το υπόλοιπο είναι σιωπή Ο «Άμλετ» του Όστερμαϊερ σε παγκόσμια πρεμιέρα

Φωτογραφία: Εύη Φυλακτού

Από τη Νίκη Ορφανού


μια στιγμή

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 |

Ξεγυμνωμένος από την ποίησή του ήταν ο Άμλετ του Γερμανού σκηνοθέτη Τόμας Όστερμαϊερ, στην παράσταση της Σαουμπίνε που παρουσίασε σε παγκόσμια πρεμιέρα, πριν από λίγες μέρες στην Αθήνα: πλαδαρός, μίζερος, αντιερωτικός, χοντροκομμένος και άχαρος σαν ένα γιγάντιο μωρό με ξινισμένα μούτρα. ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΟΥ ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΣΜΟΥ Στο ρόλο του Άμλετ, δέσποσε πληθωρικός ο Λαρς Άιντινγκερ, φέροντας σε πέρας το βάρος των σκηνοθετικών επιλογών του Όστερμαϊερ.

, έχει πλάκα να ξεχαρβαλώνεις έναν γλυκό πρίγκιπα. Να τον ανεβάζεις στη σκηνή ξεχειλωμένο, με μια σαμπρέλα λίπος γύρω από τη μέση του, με λιγδιασμένες τις τούφες των μαλλιών του να κρέμονται σαν ποντικοουρές γύρω από μια ολοστρόγγυλη καραφλίτσα στο κεφάλι του. Ξεγυμνωμένο από την ποίησή του. Ξεγυμνωμένος από την ποίησή του ήταν ο Άμλετ του Γερμανού σκηνοθέτη Τόμας Όστερμαϊερ, στην παράσταση της Σαουμπίνε που παρουσίασε σε παγκόσμια πρεμιέρα, πριν από λίγες μέρες στην Αθήνα: πλαδαρός, μίζερος, αντιερωτικός, χοντροκομμένος και άχαρος σαν ένα γιγάντιο μωρό με ξινισμένα μούτρα. «Να ζει κανείς ή να μη ζει», αναρωτιέται μεγαλόφωνα ο κακότυχος ήρωας στο ξεκίνημα της παράστασης, πολύ λογικά μάλιστα, καθώς την ψυχή του βαραίνουν δυο απανωτές συμφορές. Μια κηδεία κι ένας γάμος, δηλαδή. H κηδεία γίνεται μπροστά, σε μια αλάνα γεμάτη βρεγμένο χώμα. Ένας (σχεδόν) αστείος νεκροθάφτης πέφτει χωρίς σταματημό κι ο ίδιος μες στον τάφο μαζί με το φέρετρο. Οι πενθούντες παρατηρούν λίγα βήματα πιο πίσω, με τα πρόσωπα σφιγμένα σε μια μάσκα γελοίας σοβαρότητας, για να συμπαρασυρθούν τελικά κι αυτοί στα αθώα ατυχήματα του νεκροθάφτη και να καταλήξουν στη λάσπη. Ο γάμος αναπαρίσταται πίσω, λίγα λεπτά αργότερα (ή, κατά τον Σαίξπηρ, ένα μήνα αργότερα), σ’ ένα μακρόστενο τραπέζι τοποθετημένο πάνω σε ξύλινη πλατφόρμα. Η νύφη λικνίζεται στο ρυθμό της μουσικής, για να τραγουδήσει στη συνέχεια ένα γαλλικό ερωτικό τραγούδι. Οι λοιποί παρευρισκόμενοι βουτάνε στα πιάτα τους σε μια μίνιμαλ απομίμηση ρωμαϊκού οργίου. Λίγο πιο… μοναχικά ο Άμλετ, με κάμερα στο χέρι, κινηματογραφεί το πρόσωπό του αλλά και τα πρόσωπα των άλλων (που προβάλλονται πάνω σε μια κουρτίνα από μεταλλικά κρόσια, η οποία κρέμεται ανάμεσα στην αλάνα και την πλατφόρμα). Εντέλει, στις αλλόκοτα παραμορφωμένες εικόνες αναδύονται τα πραγματικά πρόσωπα κάτω από τις μάσκες, βίαια, φιλήδονα, άπληστα, φοβισμένα. Στιγματισμένα. Έξοχα. Μόνο που ο Όστερμαϊερ, ήδη από το πρώτο μισάωρο, έχει κόψει το νήμα με ό,τι κινεί τη δράση στο σαιξπηρικό δράμα. Ο Άμλετ του, κιόλας παρηκμασμένος με τα παχάκια του και την κατήφεια του μεσήλικου – μια παρακμή ήδη συντελεσμένη και επομένως άσχετη με τη σαπίλα του βασιλείου της Δανιμαρκίας – ακυρώνει κάθε έκπληξη για το επόμενο δίωρο του έργου. Ο ήρωας μας είναι ήδη γνωστός, έχουμε ήδη «δει» την παρακμή του, το τέλος του. Ό,τι ακολουθεί, λοιπόν, μπορεί να είναι εντυπωσιακό αλλά δεν συμβάλλει στην κλιμάκωση του δράματος – που, το είπαμε, τη γνωρίζουμε. Τι κι αν κυλιέται μες στη λάσπη, τι κι αν καταβάλλει απελπισμένες προσπάθειες να τραβήξει την προσοχή του κοινού τρέχοντας πάνω-κάτω στην αίθουσα, ουρλιάζοντας στους θεατές; Τι κι αν κλείνει το μάτι, βάζοντας μαύρες ζαρτιέρες και ξανθιά περούκα, υποδυόμενος τη μάνα του; Όστερμαϊερ περνά από το ένα στυλ στο άλλο κι από το ένα σκηνοθετικό εύρημα στο επόμενο. Τα κόλπα του, ομολογουμένως, είναι εντυπωσιακά, τα βγάζει όπως βγάζει τα δικά του κόλπα από το καπέλο του ο ταχυδακτυλουργός: ριπές από καλάσνικοφ, κατάβρεγμα με το λάστιχο, μπουκάλια που εκτοξεύονται κ.τ.λ. Εντέλει, παρεμβαίνει με την τεχνική του ηλεκτροσόκ: με το βιασμό της Οφηλίας και τον παραλίγο βιασμό της μητέρας του, προσπαθεί να κλέψει κάτι από τις πιο ενστικτώδεις μας αντιδράσεις. Πώς να ζωντανέψει ο ήρωας, όμως, με αυτή την υποτιθέμενη οργή; Αν έχει τόση οργή μέσα του (όπως ο άλλος Άμλετ), γιατί δεν επιτίθεται στο δολοφόνο θείο; Κι αν είναι ένας τέτοιος θρασύδειλος που τα βάζει με τους πιο αδύναμους μονάχα, γιατί να μας απασχολήσει στο ελάχιστο η μοίρα του; «Είναι μόνο θέατρο, γιατί και η ζωή είναι θέατρο», μοιάζει να υπενθυμίζει διαρκώς ο σκηνοθέτης στο κοινό του. Το κάνει ο ίδιος ο Άμλετ, σταματώντας τη ροή για να ζητήσει να αλλάξουν τα φώτα και η μουσική. Το κάνει κι όταν παίρνει το μικρόφωνο που αλλάζει διαρκώς χέρια ανάμεσα στους έξι ηθοποιούς, οι οποίοι προσπαθούν αλλά δεν καταφέρνουν να παίξουν με επιτυχία τους είκοσι ρόλους του έργου. Μόνο το διπλό πατέρας-θείος λειτουργεί στην πραγματικότητα. Αντίθετα, η Γερτρούδη-Οφηλία, που υπονοεί ίσως την υποκρισία της Οφηλίας και την κενότητα του έρωτά της για τον Άμλετ, δεν έχει την ίδια λειτουργικότητα. Το ξαναείπαμε. Η παραγωγή του Όστερμαϊερ είναι εντυπωσιακή. Προσλαμβάνεται σαν έλλειψη, όμως, η απουσία των λεπτών αποχρώσεων του κειμένου. Σύμφωνοι, είναι μια παράσταση στην οποία η σάρκα πάσχει. Αλλά κάτω από τη σάρκα υπάρχει αίμα – και οι χαρακτήρες που έχουν πλασθεί δεν πείθουν γι’ αυτό. Ό,τι αντέχει είναι μόνο η ζωντανή προβολή που γίνεται μέσω της κάμερας που κυνηγά με μανία τα πρόσωπα. Ένας «Άμλετ» μέσα στον «Άμλετ», αυτόνομος, ατίθασος, συγκλονιστικός. Και το τέλος, με τον Άμλετ να στέκεται στην άκρη της σκηνής και να προφέρει ήσυχα, εσωτερικά: «Το υπόλοιπο είναι σιωπή». Ήταν αυτή η μοναδική στιγμή που υποσχόταν, φεύγοντας, την παράσταση που θα μπορούσε να έχει υπάρξει…


επιφυλλίδες

| ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

Το παρελθόν είναι δικό μας!

Η δημόσια αρχαιολογία και τα κάγκελα... Από τον Γιάννη Χαμηλάκη

Όντας σήμερα απόλυτα εξοικειωμένοι με τους αμέτρητους οργανωμένους αρχαιολογικούς χώρους, με την περίφραξη, τους φύλακες, τα ενημερωτικά (ή όχι και τόσο ενημερωτικά) ταμπλό, και συχνά με τα κιόσκια εισιτηρίων, ξεχνούμε πως δεν ήταν πάντα έτσι. Στην πραγματικότητα, όσα από τα αρχαία ερείπια ήταν πάντοτε ορατά, όπως π.χ. η Ακρόπολη ή το Ολυμπιείο, το περισσότερο διάστημα της ζωής τους ήσαν μέρος του κοινωνικού και αστικού ιστού. Μόνο κατά τους τελευταίους δύο αιώνες, με την εδραίωση της επιστήμης της Αρχαιολογίας, τα ερείπια αυτά μεταμορφώθηκαν σε αρχαιολογικούς χώρους, κρίθηκαν πως χρήζουν αρχαιολογικής προστασίας και τέθηκαν κάτω από τον έλεγχο της επαγγελματοποιημένης πια αρχαιολογικής υπηρεσίας. Σε αρκετές περιπτώσεις, η μεταμόρφωση αυτή συνοδεύτηκε από επιλεκτικές καταστροφές και εκκαθαρίσεις, καθώς και επιλεκτικές αναστυλώσεις και ανακατασκευές, υπακούοντας στα κυρίαρχα κελεύσματα περί εθνικού παρελθόντος. Η μεταμόρφωση αυτή μπορεί να συντέλεσε στην επιλεκτική προστασία αρχαίων καταλοίπων και να συνεισέφερε στη δημιουργία χώρων εκπαιδευτικού χαρακτήρα, όμως είχε και άλλες, λιγότερο επωφελείς συνέπειες: Απέσπασε βίαια τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος από τον κοινωνικό τους περίγυρο, δημιούργησε ένα τείχος ανάμεσα στα αρχαία και το κοινό, επέβαλε συγκεκριμέ-

νους όρους και συμβάσεις για το πώς αυτά θα πρέπει να προσλαμβάνονται (κατά βάση ως ιεροποιημένα μνημεία) και πολύ συχνά οδήγησε στην επιβολή εισιτηρίου και ακόμα στην πλήρη εμπορευματοποίησή τους. Γι αυτό και τα τελευταία χρόνια, στη διεθνή αρχαιολογική συζήτηση, το ζήτημα της επανένταξης των αρχαίων στον σύγχρονο οικιστικό και κοινωνικό ιστό, και η ουσιαστική επαφή της αρχαιολογικής πράξης με την κοινωνία, καταλαμβάνουν καίρια θέση. Οι όροι «δημόσια αρχαιολογία» (public archaeology) και «αρχαιολογία της τοπικής κοινότητας» (community archaeology) συναντώνται όλο και πιο συχνά στο αρχαιολογικό λεξιλόγιο, ενώ οι ανάλογες δημοσιεύσεις και τα περιοδικά πληθαίνουν μέρα με την ημέρα. Το κίνημα των κατοίκων γύρω από το λόφο του Φιλοπάππου τοποθετεί στο προσκήνιο

Οι κάτοικοι απαιτούν ο λόφος Φιλοπάππου, χωρίς περίφραξη, να είναι προσβάσιμος μέρα και νύχτα, ανοιχτός στο κοινό – χώρος ενταγμένος στη ζωή της πόλης.

δυναμικά το ζήτημα της δημόσιας αρχαιολογίας στην Ελλάδα, γι’ αυτό και η συμβολή και η σημασία του υπερβαίνουν τα όρια του συγκεκριμένου χώρου. Οι κάτοικοι απαιτούν ο χώρος να παραμείνει χωρίς περίφραξη, προσβάσιμος μέρα και νύχτα, ανοιχτός στο κοινό – χώρος ζωντανός και ενταγμένος στη ζωή της πόλης. Επιδιώκουν, δηλαδή, να φέρουν ξανά τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος κοντά στον κόσμο και την καθημερινότητά του. Σε αντιπαραβολή με το κυρίαρχο μοντέλο του αποστειρωμένου, εμπορευματοποιημένου και συχνά ιεροποιημένου αρχαιολογικού χώρου, του χώρου-θέαμα, προτάσσουν το εναλλακτικό μοντέλο του χώρου που ανήκει σε όλους, περιοίκους και μη, που βιώνεται και προσλαμβάνεται με όλες μας τις αισθήσεις, που συνεχίζει να ζει και να αλλάζει, να τροφοδοτείται μέσω της ανθρώπινης κοινωνικότητας με πολλαπλά νοήματα και σημασίες: χώρος για αναψυχή, χώρος πολιτισμού, κοινωνικής επικοινωνίας και δράσης, χώρος ρομαντικών συναντήσεων. Με άλλα λόγια, χώρος πολύ πιο πλούσιος σε σχέση με τους χώρους που έχουμε συνηθίσει, χώρους σχεδόν θρησκευτικής κατάνυξης και βίωσης του εθνικού φαντασιακού από τη μια, και χώρους άμετρης εμπορευματοποίησης από την άλλη. Οι υπάλληλοι της αρχαιολογικής υπηρεσίας, που συχνά αγωνίζονται ηρωικά κάτω από αντίξοες συνθήκες και με ελάχιστες απολαβές, προτάσσουν την ανάγκη προστασίας των αρχαιολογικών μνημείων. Ορισμένοι

έχουν αφιερώσει όλη τους τη ζωή στη μάχη για την υπεράσπιση των αρχαίων και η αγάπη τους γι αυτά είναι αναμφισβήτητη. Όμως, όπως τονίζουν οι κάτοικοι γύρω από του Φιλοπάππου και όπως έχουν οι ίδιοι αποδείξει και στην πράξη (για παράδειγμα με τις ομάδες πυρασφάλειας που έχουν συγκροτήσει ή με την καταγγελία οικοδομικών παραβάσεων από ιδιώτες), αυτή η κοινωνικοποίηση των αρχαίων συνιστά και την καλύτερη εγγύηση για την προστασία τους (βλ. http://filopappou.wordpress.com). Εμείς οι αρχαιολόγοι θα έπρεπε να είμαστε ευγνώμονες για ένα τέτοιο κίνημα και να το θεωρούμε πολύτιμο σύμμαχο στις μάχες ενάντια στην επιχειρούμενη ιδιωτικοποίηση των αρχαίων καταλοίπων και μνημείων. Εγώ θα πήγαινα ακόμη παραπέρα: Μήπως αντί να σηκώνουμε κάγκελα γύρω από του Φιλοπάππου θα πρέπει να σκεφτούμε την απομάκρυνσή τους και από την Αγορά, το χώρο γύρω από την Ακρόπολη και από το Ολυμπιείο; Τι άλλο σκοπό εξυπηρετούν, πέρα από την ένταξη των παραπάνω χώρων στο ενιαίο και δυσβάσταχτο για πολλούς εισιτήριο των 12 ευρώ; __________________ Ο Γιάννης Χαμηλάκης διδάσκει αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον. Το τελευταίο του βιβλίο «The Nation and its Ruins: Antiquity, Archaeology and National Imagination in Greece» (2007) κυκλοφορεί από τις εκδ. Oxford University Press.

Διεκδικώντας και δίκαιη και ελεύθερη κοινωνία

Δικαιώματα του μέλλοντος Από τον Φίλιππο Σαββίδη | filsavvides@gmail.com

Συνήθως, όταν συζητάμε για την παγκοσμιοποίηση και όλα όσα φέρνει μαζί της, αναφερόμαστε αρνητικά. Μιλάμε για «συνέπειες», «επιπτώσεις», «προβλήματα». Σε μεγάλο βαθμό αυτό είναι ορθό. Ωστόσο, η παγκοσμιοποίηση έχει και πολλά καλά τα οποία δεν πρέπει να υποτιμούμε. Ένα απ’ αυτά: μέσα στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον που ζούμε δημιουργείται η ανάγκη επέκτασης των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του πολίτη. Κατά ειρωνικό τρόπο, οι παραδοσιακές Δεξιά και Αριστερά απαντούν με τον ίδιο τρόπο σ’ αυτό το φαινόμενο: αμυντικά, με φοβία και περιχαράκωση σε συντηρητικές και οπισθοδρομικές νοοτροπίες και πολιτικές που δεν επιτρέπουν τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό της κοινωνίας και περιορίζουν τις ελευθερίες του πολίτη. Υιοθετούν, με άλλα λόγια, μια φοβική προσέγγιση, η οποία δεν επιτρέπει να προχωρήσουμε μπροστά και να αποδεχτούμε αυτό που οι Ισπανοί σοσιαλδημοκράτες ονομάζουν «δικαιώματα του μέλλοντος». Οι κοινωνικές εξελίξεις, όμως, δεν περιμένουν. Ούτε οι κοινωνίες μπορούν να αναπτυχθούν και να ωριμάσουν περιχαρακωμένες πίσω από προβληματικές και παρωχημένες

έννοιες όπως η «παράδοση». Οι ανάγκες και οι απαιτήσεις αυξάνονται. Ο πολίτης επιζητά νέες ελευθερίες και νέα δικαιώματα. Απαιτεί να έχει επιλογές. Θέλει, δηλαδή, την «δίκαιη κοινωνία» αλλά θέλει, μαζί, και την «ελεύθερη κοινωνία». Αυτές οι απαιτήσεις μάς υποχρεώνουν ν’ ανοίξουμε ένα νέο κεφάλαιο στο θέμα δικαιώματα του πολίτη. Να μιλήσουμε ουσιαστικά και συγκεκριμένα για τα «δικαιώματα του μέλλοντος». Χρειάζεται να διαμορφωθεί, δηλαδή, μια νέα ατζέντα η οποία θα προτάξει ως το μεγάλο διακύβευμα της εποχής τις ελευθερίες του πολίτη και τα νέα δικαιώματα. Ήτοι: 1. Ο πολυπολιτισμικός χαρακτήρας των σύγχρονων κρατών επιβάλλει να δούμε πιο συστηματικά και με ανοιχτό μυαλό τη συμμετοχή των μεταναστών στις δημοκρατικές διαδικασίες. Από τη στιγμή που ένας μετανάστης έχει νομιμοποιηθεί, συνεισφέρει στην οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξη της χώρας και συμμετέχει σε όλο το φάσμα των πολιτικο-κοινωνικών διεργασιών, δικαιούται να έχει δικαίωμα συμμετοχής στο δημοκρατικό παιχνίδι. Να έχει, δηλαδή, δικαίωμα στο εκλέγειν και στο εκλέγεσθαι. 2. Ένα σύγχρονο πολυπολιτισμικό κράτος δεν

μπορεί παρά να είναι κοσμικό. Όλες οι θρησκείες και όλα τα δόγματα πρέπει να αντιμετωπίζονται ισότιμα και με τον ίδιο σεβασμό. Η απόσυρση, λοιπόν, από όλα τα δημόσια κτίρια (π.χ. Δικαστήρια) κάθε είδους θρησκευτικού συμβόλου και ο τερματισμός των θρησκευτικών τελετών σε κρατικές δραστηριότητες (π.χ. κατά την ορκωμοσία των βουλευτών) θα λειτουργήσει έτσι ώστε να ενισχυθεί ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους και η ελευθερία του πολίτη στην επιλογή. 3. Για να διασφαλιστεί η ισονομία και η ισοπολιτεία σε μια κοινωνία θα πρέπει να κατοχυρωθεί το δικαίωμα του πολίτη, ανεξαρτήτως

Η θέση ότι η ελληνική κοινωνία είναι ανέτοιμη και ανώριμη για ρηξικέλευθες τομές είναι ένας βολικός μύθος. Σήμερα παρά ποτέ ο πολίτης επιζητά να έχει επιλογές. Η πολιτεία;

σεξουαλικού προσανατολισμού, τόσο στη συμβίωση όσο και στον πολιτικό γάμο. Με άλλα λόγια, ο πολίτης πρέπει να έχει μπροστά του την επιλογή για Σύμφωνο Συμβίωσης ή πολιτικό γάμο. Χωρίς καμία διάκριση. 4. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ έχει ανοίξει ήδη η μεγάλη συζήτηση για την κατοχύρωση του «δικαιώματος στον αξιοπρεπή θάνατο». Οι σύγχρονες κοινωνίες απαιτούν τη ρύθμιση των περιπτώσεων και των κανόνων που πρέπει να εφαρμόζονται έτσι ώστε ένας πολίτης ο οποίος υποφέρει από ανίατη ασθένεια, να μπορεί να δώσει τέλος στη ζωή του με αξιοπρέπεια λαμβάνοντας όλη την διαθέσιμη προς τούτο επιστημονική βοήθεια. Μα είναι η ελληνική κοινωνία έτοιμη να υιοθετήσει τέτοια δικαιώματα; θα ρωτήσουν κάποιοι. Η θέση ότι η κοινωνία μας είναι ανέτοιμη και ανώριμη για ρηξικέλευθες τομές είναι ένας βολικός μύθος. Βολικός για όσους συμβιβάζονται με τη στασιμότητα και τη συντήρηση. Σήμερα παρά ποτέ ο πολίτης επιζητά να έχει επιλογές. Η πολιτεία και το πολιτικό σύστημα οφείλουν να του τις προσφέρουν. __________________ Ο Φίλιππος Σαββίδης είναι διεθνολόγος.



βόλτες

10 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

Αυτά τα ερωτευμένα πουλάκια είναι ικανά να φέρουν στον κόσμο μας δώδεκα απογόνους. Ο καθένας από τους οποίους παράγει δώδεκα κιλά περιττώματα το χρόνο. Λες κι η Αθήνα δεν είναι ήδη αρκετά βρώμικη...

ΠΕΡΙΣΤΕΡΑΚΙΑ ΜΟΥ! Ωραίες κυρίες ταΐζουν τα αθώα πουλάκια στο Σύνταγμα, την ειδυλλιακή δεκαετία του 1960. Όταν ήμασταν λιγότερα άτομα στην πόλη κι όταν ήταν λιγότερα πουλιά.

Αστική μάστιγα με φτερά Aπό την Κατερίνα Οικονομάκου

Είναι μια σκηνή σεξ που παίζεται συνεχώς στον δημόσιο χώρο της πόλης, αλλά την προσπερνούμε αδιάφοροι – κανείς Αθηναίος με σώας τα φρένας δεν αποστρέφει σοκαρισμένος το βλέμμα του από δύο περιστέρια αφοσιωμένα στη διαδικασία της αναπαραγωγής. Ίσα ίσα, υπάρχουν ρομαντικές ψυχές που χαζεύουν με τρυφερότητα τις ερωτοτροπίες τους. Αυτά τα ερωτευμένα πουλάκια είναι ικανά να φέρουν στον κόσμο μας δώδεκα απογόνους. Ο καθένας από τους οποίους παράγει δώδεκα κιλά περιττώματα το χρόνο. Λες κι η Αθήνα δεν είναι ήδη αρκετά βρώμικη... Τα περιστέρια δεν είναι τίποτε αθώα πουλάκια – είναι η μάστιγα των πόλεων παγκοσμίως. Πριν χαμογελάσετε γλυκά την επόμενη φορά που θα τα δείτε να ανταλλάσσουν «φιλάκια», σκεφτείτε πως αυτοί οι φτερωτοί αρουραίοι είναι φορείς αμέτρητων παθογόνων οργανισμών και δεν το έχουν σε τίποτε να μεταδώσουν στον άνθρωπο ασθένειες με πολύ δυσοίωνα ονόματα όπως ψιττάκωση, στρεπτοκοκκίαση ή ιστοπλάσμωση. (Σε αυτό το σημείο φοβάμαι πως ακούγομαι δι-

αταραγμένη... Αλλά η επιστήμη είναι με το μέρος μου.) Το λιγότερο για το οποίο συχνά ευθύνονται είναι τα κρούσματα αλλεργίας που παρουσιάζονται στις πόλεις. Ως σύμβολα της ειρήνης και της αγάπης, εξακολουθούν να είναι συμπαθή στους εχθρούς τους – δηλαδή σε εμάς, που θα άξιζε να τα βλέπουμε μόνο ζωγραφιστά. Η φτερωτή μάστιγα δεν είναι αποκλειστικά δικό μας θλιβερό προνόμιο. Τον περασμένο χειμώνα πραγματοποιήθηκε στο Έσεν της Γερμανίας το πρώτο διεθνές Συνέδριο για τα Περιστέρια στις Πόλεις, με τη συμμετοχή επιστημόνων, στελεχών της τοπικής αυτοδιοίκησης και ακτιβιστών για τα δικαιώματα των ζώων. Το ζητούμενο: Πώς θα τα εξοντώσουμε χωρίς να καταφύγουμε σε βίαια μέσα. (Και στη δική τους περίπτωση, άλλωστε, η εμπειρία δείχνει πως η βία δεν είναι λύση. Ακόμη και τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα που βλέπουμε στην Αθήνα στα γείσα πολλών κτιρίων, δεν λύνει το πρόβλημα. Τα δαιμόνια πουλιά απλώς τα αποφεύγουν, δεν μεταναστεύουν). Η Νέα Υόρκη αριθμεί γύρω στο ένα εκατομμύριο από αυτές τις φτερωτές βόμβες βρωμιάς που,

εκτός των άλλων, παράγουν κι εκείνο το χαζό, εκνευριστικό γουργουρητό. Σε κάθε κάτοικο ευρωπαϊκής πόλης αντιστοιχούν κατά μέσο όρο είκοσι περιστέρια. Στη Βενετία, που αντιμετωπίζει το μεγαλύτερο πρόβλημα, αντιστοιχούν τρία τέτοια πουλιά σε κάθε Βενετσιάνο. Και το χειρότερο; Προβλέπεται πως την επόμενη δεκαετία ο αριθμός τους διεθνώς θα εκτοξευθεί από τα σημερινά 50 εκατομμύρια σε 400 εκατομμύρια! Τι φταίει για αυτό; Η ραγδαία αστικοποίηση του πλανήτη. Τα περιστέρια αγαπούν τις πόλεις σχεδόν όσο κι εμείς – αν όχι πολύ περισσότερο. Είναι ιδιαίτερα προσαρμοστικά. Κανένα άλλο ον δεν προσαρμόστηκε με τέτοια άνεση κι ευελιξία στο αστικό περιβάλλον, ούτε πλήττει με τέτοιο μένος τα έργα του ανθρώπινου πολιτισμού: τα περιττώματά τους έχουν όξινη διαβρωτική δράση. Όταν, λοιπόν, κουτσουλάνε τα δημόσια γλυπτά ή τα αρχαία μνημεία, τους καταφέρνουν χτυπήματα πολύ πιο ύπουλα από τα γκραφίτι. Για να σώσουν τα περίφημα γλυπτά της πλατείας Τραφάλγκαρ, οι Λονδρέζοι είχαν δοκιμάσει τα πάντα, μάταια. Η κατάσταση άρχισε να

βελτιώνεται από τον περασμένο Σεπτέμβριο, όταν ο δήμαρχος αποφάσισε πως θα τρώει πρόστιμο όποιος φιλόζωος τολμήσει να ταΐσει τα περιστεράκια. Οι σύνεδροι του Έσεν κατέληξαν πως αυτή είναι και η μόνη λύση: να πειστούν οι κάτοικοι των πόλεων πως δεν πρέπει να τους δίνουν τροφή. (Όχι, όσο παράγουμε σκουπίδια δεν θα λιμοκτονήσουν, αλλού είναι το στοίχημα.) Το πρώτο πετυχημένο πείραμα απαγόρευσης σίτισης της ιπτάμενης λαίλαπας, το οποίο και αποτέλεσε μοντέλο για τους Λονδρέζους, διεξήχθη στη Βασιλεία της Ελβετίας. Εκεί χρειάστηκε να περάσουν τέσσερα χρόνια, αλλά τελικά ο αριθμός των περιστεριών μειώθηκε κατά τα δύο τρίτα. Πώς το εξήγησαν οι επιστήμονες; Άλλαξαν οι προτεραιότητες των πουλιών: Αναγκάζονταν να ξοδεύουν πολύ περισσότερο χρόνο σε αναζήτηση τροφής, απ’ ό,τι στο σεξ. Ακόμη και οι ακτιβιστές για τα δικαιώματα των ζώων συμφώνησαν με αυτή τη λύση. Στο κάτω κάτω, δεν πήγαμε εμείς να εγκατασταθούμε στον δικό τους βιότοπο. Αυτά ήρθαν και παρασιτούν στον δικό μας.



για δυνατούς λύτες

12 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

Quiz

Από τη Μάγια Λεμάγια

Αργολικό ειδύλλιο Σήμερα, θα αλλάξουμε. Θα ανοίξουμε. Θα διευρύνουμε δηλαδή τη φεστιβαλική μας παρέα πηγαίνοντας όλοι μαζί και όλες μαζί στην Αργολίδα. Στην Επίδαυρο. Την παλιά και τη νέα. Τη μεγάλη και τη μικρή. Για θέατρο, για μουσική, φέτος και για μια όπερα – αλλά και για περιηγήσεις, για φαγητό, για λίγο ξενύχτι, για μπάνια στη θάλασσα… Κατακαλόκαιρο, ζέστη – ιδανική εποχή για ειδύλλια πλάι στις αρχαιότητες με την πιο σύγχρονη χρήση. Τι τα θέλετε, αγόρια μου και κορίτσια μου. Η τέχνη είναι σπουδαίο πράγμα αλλά εξίσου σπουδαία τέχνη είναι να ξέρεις (ή να μαθαίνεις) να κερδίζεις το χρόνο που σου έχει προσφερθεί. Ελάτε λοιπόν μαζί μου στην Αργολίδα – και απαντήστε στις ερωτήσεις της γριάς Αλεπούς. Ερωτήσεις για το παρελθόν, το παρόν και το (άμεσο) μέλλον (μετά την παράσταση). Κι ύστερα, με βάση τις απαντήσεις σας, εγώ θα φιλοτεχνήσω την εικόνα σας.

1. Σε ποιο σύμπλεγμα βουνών ήταν χτισμένη η αρχαία Επίδαυρος; i. Αραχναίο, Κορυφαίο και Τίθιο. ii. Μαίναλο και Κορακοβούνι. iii. Άνω Καπάκι και Κάτω Καπάκι. --2. Σύμφωνα με τον Όμηρο, ο Επίδαυρος, που πήρε μέρος στον Τρωικό Πόλεμο ως βασιλιάς της ομώνυμης πόλης ήταν γιος της Ευάδνης και του… i. Ναυπλίου. ii. Άργους. iii. Λύγουρος. --3. Δυο αρχηγούς είχε στην εκστρατεία κατά των Τρώων ο Επίδαυρος. Ο ένας ήταν ο Μαχάων. Ο δεύτερος; i. Πολυποίτης. ii. Πάριος. iii. Ποδαλείριος. --4. Ποιος αρχιτέκτονας έκτισε, κατά τον Παυσανία, το περίφημο για την ακουστική του θέατρο της Επιδαύρου; i. Πολύκλειτος. ii. Ζενέτος. iii. Ικτίνος. --5. Τι έγινε στην πρώτη εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, που έγινε κατά τη διάρκεια της εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης, στις 20 Δεκεμβρίου 1821; i. Αποφασίστηκε η σύγκληση της δεύτερης εθνοσυνέλευσης, που έγινε τελικά τον Μάρτιο του 1825. ii. Διακηρύχτηκε η ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους. iii. Θεσμοθετήθηκε ο εορτασμός της γιορτής των Χριστουγέννων. ---

ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

6. Ποιος και πότε επιχείρησε πρώτος να πα-

ρουσιάσει αρχαίο δράμα στην Επίδαυρο, τα νεότερα χρόνια; i. O Άγγελος Σικελιανός, με την παράσταση του «Προμηθέα Δεσμώτη», το 1927, λίγο μετά την πρώτη παρουσίασή της στους Δελφούς. ii. Ο Δημήτρης Ροντήρης, που ανέβασε το 1938 την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή. iii. Ο Αλέξης Μινωτής, που σκηνοθέτησε τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» το 1958. --7. Πότε πρωτοπαίχτηκε όπερα στο μεγάλο αργολικό θέατρο; i. To 1960, «Νόρμα» του Μπελίνι με τη Μαρία Κάλλας. ii. Το 1961, «Μήδεια» του Κερουμπίνι με τη Μαρία Κάλλας. iii. Το 1959, «Κάρμεν» του Μπιζέ με τη Μαρία Κάλλας. --8. Το 1969, η χούντα αντικατέστησε τα κοστούμια της «Ηλέκτρας» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη, επειδή θεωρήθηκαν «ανθελληνικά», «εαμοβουλγαρικά» και «σλάβικα». Ποιος ήταν ο ενδυματολόγος; i. Ο Μικές Καραπιπέρης. ii. Ο Παύλος Μαντούδης. iii. Ο Γιώργος Πάτσας. --9. Το 1990, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, για δεύτερη φορά στην Επίδαυρο, ξεσήκωσε εναντίον της και τις πέτρες παίζοντας την Αντιγόνη. Ποιος την είχε σκηνοθετήσει; i. Ο Τάκης Βουγιουκλάκης. ii. Ο Ανδρέας Βουτσινάς. iii. Ο Μίνως Βολανάκης. --10. Πότε έπαιξε για πρώτη φορά στην Επίδαυρο το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν; i. Το 1959, «Όρνιθες». ii. Το 1974, «Θεσμοφοριάζουσες». iii. Το 1975, «Όρνιθες».

ΠΑΡΟΝ (ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ) 11. Πού τρώμε; i. Στην ταβέρνα «Καλή καρδιά». ii. Στα Goodies. iii. Στον Λεωνίδα. 12. Πού χορεύουμε; i. Στο Ταψί. ii. Στο Καπάκι. iii. Οι σκληροί δεν χορεύουν.

ΟΙ ΣΩΣΤΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ 1. i 2. ii 3. iii 4. i 5. ii 6. ii 7. i 8. ii 9. iii 10. iii 11. iii 12. ii

Α. ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

ΤΡΕΞΕ, ΑΛΕΚΟ, ΤΡΕΞΕ Ο Αλέκος Αλεξανδράκης, Ιππόλυτος στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη, όπως ανέβηκε το καλοκαίρι του 1954 στην Επίδαυρο, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη. Το κρατικό μας θέατρο μονοπωλούσε τα Επιδαύρεια ώσπου να του πάρουν το μονοπώλιο το ΚΘΒΕ και το Θέατρο Τέχνης (πότε; δες την ερώτηση 10).

KΡΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΑΠΑΝΤΗΣΕΩΝ Έως τέσσερις σωστές απαντήσεις Εντάξει, είτε μόλις σας ξέβρασε το κύμα σε κάποια γαλάζια ακτή ή πάσχετε από σοβαρή αμνησία ή, το πιθανότερο, μας κάνετε πλάκα. Ακόμα και αν δεν είστε αρχαιόπληκτοι, ακόμα δηλαδή κι αν το μόνο που ξέρετε για την αρχαιότητα ήταν ότι οι πρόγονοί σας είχαν χοληστερίνη όταν οι άλλοι μάζευαν βελανίδια, οφείλατε να πάτε σε ορισμένες απαντήσεις διά της εις άτοπον επαγωγής. Αντ’ αυτού, προτιμήσατε να απαγάγετε και λογική κι ευαισθησία. Ελπίζω τουλάχιστον να απαντήσατε σωστά πού δεν θα στερηθείτε τη χοληστερίνη του σύγχρονου Έλληνα μετά την παράσταση – αν αντέξετε μέχρι το τέλος. Πέντε έως δέκα σωστές απαντήσεις Πού σας χάνουμε πού σας βρίσκουμε, όλο γύρω από την Επίδαυρο περιστρέφονται τα βήματά σας. Ξέρετε τα πάντα για την αρχαιότητα αλλά δεν είστε αρχαιόπληκτος. Ξέρετε πολλά και για το θέατρο, κυρίως όμως ξέρετε να εικάζετε, διακρίνοντας το οφθαλμοφανές λάθος από το σωστό. Αλλά πρωτίστως ξέρετε να ζείτε. Το θέατρο από μόνο του είναι μια απόλαυση, αλλά το καλό στη ζωή είναι να ξέρει κανείς να συνδυάζει τις απολαύσεις. Και το τακτικό ραντεβού του καλοκαιριού στην Επίδαυρο για θέατρο μπορεί να είναι η αφορμή για πολλές συνδυασμένες απολαύσεις. Έντεκα και δώδεκα απαντήσεις Εσάς ποιος σας χαλύβδωσε καλλιτεχνικά, ο Μαχάων κι ο Ποδαλείριος; Ποιος σας έχτισε τη σωματοδομή που συνδυάζει σάρκα και πνεύμα σε άριστη συνεργασία, ο Ικτίνος, ο Καλλικράτης, ο Πολύκλειτος κι η Ζάχα Χαντίντ μαζί; Ποιος άλλος σας γαλούχησε εκτός από τον Ροντήρη και τον Σικελιανό μαζί; Και ποιος άραγε σας ντύνει έτσι ωραία, με τιράντες και γυαλιά (τους άντρες), με ολόσωμο λευκό φόρεμα τις πτυχές του οποίου (αλλά και τις πτυχές του κορμιού σας) αναδεικνύει ο αέρας. Είστε τέλειος, είστε τέλεια. Αλλά, προσοχή: η τελειότητά σας δεν σημαίνει ότι πρέπει να παρακολουθείτε τα πάντα με προσκλήσεις. Κλέφτες θα γίνουμε εμείς που εργαζόμαστε στο Φεστιβάλ;


Φωτογραφία: Εύη Φυλακτού

μαρτυρία

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 13

Στα πόδια των θεών Όταν τελείωσαν οι παραστάσεις της Επιδαύρου, η Φιόνα Σο, Γουίνι στις «Ευτυχισμένες μέρες» του Μπέκετ όπως τις «διάβασε» η Ντέμπορα Γουόρνερ, έγραψε ένα κείμενο που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Guardian», στις 10/7. Από τις περσινές φωτιές μέχρι τη φετινή εμπειρία, η ηθοποιός περιγράφει another happy day. Από τη Φιόνα Σο

Πέρυσι τον Αύγουστο, δεχτήκαμε με την Ντέμπορα Γουόρνερ μια πρόσκληση να ανεβάσουμε τις «Ευτυχισμένες μέρες» του Μπέκετ στην Επίδαυρο. Ήταν μια τολμηρή επιλογή και στον ελληνικό Τύπο ξέσπασε έντονος διάλογος γύρω από το αν πρέπει να παρουσιάζονται έργα του μοντέρνου ρεπερτορίου στο αρχαίο θέατρο. Εμένα με απασχολούσαν πολύ περισσότερο οι δυσκολίες που θα αντιμετώπιζα παίζοντας για ένα τεράστιο κοινό, θαμμένη μέχρι τη μέση στην πρώτη πράξη και μέχρι το λαιμό στη δεύτερη. Κάθε παράσταση είναι μια μάχη με έπαθλο τον έλεγχο της βραδιάς. Ποιος θα τον έχει; Ο ηθοποιός που κρατάει το χώρο μέσω της θέλησης, της συγκέντρωσης και της φωνητικής δύναμης, ή ένα κοινό που μπορεί μέσα σε μια στιγμή να υποκύψει σε περισπασμούς; Είχαμε ένα κοινό 5.000 ανθρώπων – περίπου πενταπλάσιο δηλαδή από εκείνο για το οποίο παίζαμε στο Εθνικό Θέατρο – σε ανοιχτό χώρο, με τον άνεμο να σφυρίζει μέσα από τα δέντρα. Όμως οι αρχαίοι τα είχαν σκεφτεί όλα. Αυτό το εξαιρετικό αμφιθέατρο είναι διάσημο για την ακουστική του: ο ηθοποιός μπορεί να στέκεται στη σκηνή κι ο ψίθυρός του θα ακουστεί μέχρι και εκατοντάδες σειρές μακριά – χάρη, λένε, σε γιγάντια πιθάρια που βρίσκονται κάτω από την ορχήστρα, ενώ η ποιότητα του ασβεστόλιθου από τον οποίο είναι κατασκευασμένες οι κερκίδες κάνει τον ήχο κρυστάλλινο. (Ωστόσο τα δικά μας σκηνικά, ένα τεράστιος σωρός από χώμα και

μπάζα, κάλυπταν τα πιθάρια). Τον ενθουσιασμό μου για την αρχιτεκτονική του θεάτρου, όμως, μετρίαζε μια περίεργη συμμετρία ανάμεσα στις εικόνες φωτιάς από τις «Ευτυχισμένες μέρες» και τις φωτιές που μαίνονταν στην Ελλάδα εκείνη την εβδομάδα. Η πρώτη παράσταση με συνεπήρε. Με το βλέμμα μου βυθισμένο στο σκοτάδι, ένιωθα τον τόπο στοιχειωμένο από όλους τους ανθρώπους που είχαν καθίσει στις κερκίδες – με χλαμύδες πριν από δύο χιλιετίες, με τζιν και τισέρτ απόψε –, ρίγος με διέτρεξε λέγοντας τα λόγια: «Is it not possible, with the sun beating down, and so much fiercer down, things to go on fire never known to do so in this way, I mean spontaneous like» και «Might I myself not melt in the end, or burn, I do not mean burst into flames, but little by little be charred into a blck cinder, alla this visible flesh». Το επόμενο πρωί, στο ξενοδοχείο, ντόπιοι τουρίστες είχαν βάλει τα κλάματα στη διάρκεια του πρωινού. Τα βουνά γύρω από την Αθήνα καιγόντουσαν. Μια ώρα αργότερα, το υπουργείο Εσωτερικών ανακοίνωνε πως ματαιώνονταν όλες οι προγραμματισμένες θεατρικές παραστάσεις στη χώρα – ανάμεσά τους και η δική μας. Η χώρα βρισκόταν σε πένθος. Η θεατρική τραγωδία είχε δώσει τη θέση της στην πραγματική. Την περασμένη εβδομάδα επιστρέψαμε στην Επίδαυρο, αυτή τη φορά για να ανοίξουμε με την παράσταση τις εκδηλώσεις του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου στο αρχαίο θέατρο.

Οδηγώντας προσπερνούσαμε άλλοτε πλαγιές που επούλωναν τις πληγές τους, και άλλοτε δασωμένες πλαγιές που είχαν σωθεί χάρη σε βαθιές ουλές που ανθρώπινα χέρια είχαν χαράξει πάνω τους. Αν μπορούσαμε, μόνο, το ίδιο να κάνουμε και για εμάς τους ίδιους για να περιορίσουμε τις απώλειες… Ο καμένος νους της Γουίνι στις «Ευτυχισμένες μέρες», που όσο πάει όλο και λιγότερο βγάζει νόημα: «Αυτό... Τσάρλι... φιλιά. Αυτό... Όλο αυτό». Εκεί που το περασμένο καλοκαίρι αντιλαμβανόμουν την οικουμενικότητα του έργου, αυτή τη φορά το ζούσα πολύ πιο προσωπικά. Εκείνο που με συγκλόνιζε ήταν πόσα είχαν συμβεί μέσα στον τελευταίο χρόνο. Προς το τέλος του έργου, η Γουίνι βιώνει μια αποκάλυψη: «I used to say Winnie you are changeless because there is never any difference between one faction of a second and the next». Για πολλά χρόνια, μπορεί να έλεγα το ίδιο: τα περισσότερα από τα προσωπικά μου δράματα τα είχα προκαλέσει η ίδια. Σε αυτό το σημείο του έργου, όμως, συναντήθηκα με το λόγο του Μπέκετ. Έχασα ανθρώπους στη διάρκεια του τελευταίου χρόνου – αναμέσά τους κι ένα νεαρό μέλος της ομάδας μας από την Ελλάδα. Τον περασμένο μήνα πήγα στην κηδεία του πατέρα της Ντέμπορα Γουόρνερ, και την ίδια εβδομάδα ο δικός μου πατέρας έπαθε εγκεφαλικό. Η Γουίνι αναφέρεται σε αυτά τα «little falls apart», και τώρα τα λόγια αυτά με παγώνουν. Καθώς έπαιζε, θαμμένη μέχρι το λαιμό, λέγοντας τα λόγια: «To have been always what

I am and so changed from what I was», σκεφτόμουν τον πατέρα μου στην αναπηρική πολυθρόνα του. Υπάρχει κάτι τόσο εύθραυστο, κι όμως απόλυτο, στο κείμενο. Φέτος έμαθα πως το θέατρο της Επιδαύρου κατασκευάστηκε σαν προσθήκη σε έναν ιερό χώρο ίασης, που καταστράφηκε από σεισμό. Εκείνο το ιερό είχε χτιστεί για να τιμήσει τον Ασκληπιό. Οι ασθενείς σκαρφάλωναν ένα βουνό, περνούσαν τη νύχτα σε σκηνές και όταν ξημέρωνε μπορούσαν οι ίδιοι να διαγνώσουν από τι έπασχαν, γιατί ο θεός τους είχε επισκεφθεί τη νύχτα για να τους δώσει φώτιση. Η ανάβαση στο βουνό ήταν μέρος της ίασης, μια συνειδητοποίηση πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Όταν πηγαίνω στο νοσοκομείο για να δω τον πατέρα μου και συναντώ ανθρώπους σε δύσκολες ώρες της ζωής τους, ακούω τα λόγια: «It might be the eternal dark, black night without end, just chance I take it, happy chance». Κανείς, ποτέ δεν είναι προετοιμασμένος για την καταστροφή. Αυτό έκανε τους προγόνους μας να ανεβαίνουν στο βουνό για να γιατρευτούν και αυτό είναι που κάνει εμάς να πηγαίνουμε στο θέατρο για να ακούσουμε τους ήχους της θνητότητάς μας – και παρ’ όλα αυτά να γελάμε. Το περασμένο Σάββατο παίξαμε για 6.000 ανθρώπους. Ο άνεμος ίσα που ριγούσε, ένα πουλί τραγουδούσε γλυκά μέσα απ’ τα δέντρα, καλώντας το καινούργιο φεγγάρι. Ήταν «another happy day... so far».


noir ιστορίες

14 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

Λογοτέχνες γράφουν noir διήγημα στην «εφ». Σήμερα η Έρση Σωτηροπούλου

Ένας υπόγειος, σύντομος ήχος Συνήθως βγαίνω για κυνήγι τα βράδια σε θέατρα και κινηματογράφους. Βρίσκω μια κρυψώνα, με την πλάτη στην οθόνη ή τη σκηνή και κοιτάζω τον κόσμο. Θλίψη, ελπίδα, φόβος, προσμονή είναι όλα εκεί και γλιστρούν αβίαστα προς το μέρος μου. Τα καλοκαίρια είναι η καλύτερη περίοδος. τέχνη να μην αισθάνεσαι τίποτα. Μάτια ανέκφραστα με κρυστάλλινες κόρες. Κι αυτό το γέλιο... Ένας ήχος ελαφρός, υπόγειος, που ανάβλυζε στο τέλος της φράσης και απότομα ξεψυχούσε. Την κοίταζα προσηλωμένος αρκετή ώρα και ρουφούσα κάθε λεπτομέρεια. Καθόταν στην τρίτη σειρά κοντά στο διάδρομο. Ο τύπος δίπλα της, ένας νεαρός με φαβορίτες, είχε μια ζεστή, επίπεδη έκφραση. Δεν χρειάστηκε να τον προσέξω πάνω από λίγα δευτερόλεπτα και σχεδόν αμέσως ξεμπέρδεψα μαζί του. Εκείνη μου ξέφευγε. Είχε ένα κανονικό, οβάλ πρόσωπο με μικρά αυτιά.

Τα μαλλιά της τραβηγμένα πίσω, θεωρητικά πρόσφεραν εύκολη λεία. Θεωρητικά όμως... Ήταν σαν τα χαρακτηριστικά της να είχαν αποτυπωθεί στο δέρμα σε μεταγενέστερο στάδιο, ή ίσως να υπήρχαν νωρίτερα, από μια εποχή παγετώνων, πριν υπάρξει εκείνη, γιατί ακόμα κι όταν μιλούσε – κάθε τόσο γύριζε και μιλούσε στον σύνοδό της – δεν τα διαπερνούσε καμια έκφραση. Γλίστρησα πίσω από τη βαριά κουρτίνα που έκρυβε την είσοδο στις τουαλέτες για να την βλέπω καλύτερα. Τότε άκουσα το γέλιο. Ήμουν αρκετά μακριά, ποτέ δεν πλησιάζω περισσότερο από όσο χρειάζεται, έχω όμως εξασκηθεί να συλλέγω ήχους σε όλες τις

συνθήκες και το γέλιο της με χτύπησε κατευθείαν στα σωθικά. Πάγωσα και περίμενα ακίνητος. Ξαφνικά τα φώτα έσβησαν. Εικόνες άρχισαν να πέφτουν στην οθόνη και μια μουσική επαναληπτική με τύμπανα πλημμύρισε την αίθουσα. Μπορούσα να διακρίνω το πρόσωπό της, αυτό τον ουδέτερο καμβά που έμοιαζε να απωθεί κάθε ανθρώπινη έκφραση, αλλά το γέλιο είχε χαθεί. Έμεινα εκεί πίσω από την κουρτίνα λυσσασμένος από θυμό κι ανικανοποίητος. Τις επόμενες ημέρες την ξέχασα. Είμαι απορροφητής συγκινήσεων, απορροφητής εκφράσεων είναι ο ακριβής όρος∙ όποια κι αν είναι η σωστή διατύπωση, η ειδικότητά μου

δεν αφήνει περιθώρια για προτιμήσεις και ιδιαίτερη μεταχείριση. Συνήθως βγαίνω για κυνήγι τα βράδια σε θέατρα και κινηματογράφους. Βρίσκω μια κρυψώνα, με την πλάτη στην οθόνη ή τη σκηνή και κοιτάζω τον κόσμο. Θλίψη, ελπίδα, φόβος, προσμονή είναι όλα εκεί και γλιστρούν αβίαστα προς το μέρος μου. Τα καλοκαίρια είναι η καλύτερη περίοδος. Με τόσα θερινά σινεμά, αυτοσχέδια θέατρα και παραστάσεις σε πλατείες, ένας πακτωλός συγκινήσεων ξεχύνεται ανεξέλεγκτος και με συνεπαίρνει. Τότε είναι που με πιάνει απληστία. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος. Προσπαθώ να αντισταθώ στη βουλιμία του καλοκαιριού που με θολώνει. Να


noir ιστορίες

Φωτογραφία: Βίκυ Γεωργοπούλου

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 15

μείνω διαυγής, με μια ψύχραιμη δεκτικότητα. Δεν τα καταφέρνω πάντα. Ξέρω γιατί μου συμβαίνει. Πρέπει να ισοφαρίσω τον χειμώνα, εκείνα τα μίζερα βράδια που περιπλανιέμαι σαν εγκαταλειμένο σκυλί. Εκείνες τις παγωμένες αίθουσες με τις άδειες πολυθρόνες και τους δυο τρεις θεατές που καρφώνουν το κενό με πανομοιότυπη έκφραση. Από τότε που πήραν αυτές τις αποθήκες στην Πειραιώς και τις μετέτρεψαν σε θέατρο, έχω βρεί το στέκι μου. Ο κόσμος εδώ έχει μεγάλη ποικιλία. Υπάρχουν οι κυρίες, τα θλιβερά ζευγάρια και οι καθωσπρέπει μεσήλικες που συναντάς στα συνηθισμένα μέρη. Αλλά υπάρχουν και άλλοι. Τύποι αλλόκοτοι που γελάνε νευρικά όταν είναι απελπισμένοι και κορίτσια που ξυνίζουν τα μούτρα τους όταν κάτι τις συγκινεί. Χάρη στην Πειραιώς 260 βελτιώθηκα σημαντικά. Χωρίς να θέλω να το καυχηθώ έχω γίνει σπεσιαλίστας. Βρέθηκα σε μια παράσταση όπου η δράση εκτυλισσόταν σε δυο χώρους παράλληλους σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Έπρεπε να κυνηγάω τους θεατές από τη μια αίθουσα στην άλλη. Οι ηθοποιοί ξεφύτρωναν μέσα από ξύλινα κιβώτια και προχωρούσαν έρποντας. Τι να τους κάνω τους ηθοποιούς; Σπάνια με κεντρίζει η έκφρασή τους, αν και μπορώ να ξεχωρίσω διακυμάνσεις. Στους περισσότερους η υποκριτική τέχνη ή ό,τι τελοσπάντων τους έχουν μάθει, κολλάει σαν τσιγαρόχαρτο στο πρόσωπο, ακόμα και η πιο έντονη έκφραση γίνεται θαμπή, αδιαπέραστη. Υπάρχουν εξαιρέσεις. Ένας νεαρός

ηθοποιός με κοτσίδι. Μπαίνει ορμητικός στη σκηνή αναγγέλοντας καλά νέα. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί μαζεύονται γύρω του και αγαλλιάζουν. Τα μάτια του νεαρού βουρκώνουν και για μια στιγμή, όλη η γκάμα της ειδικότητάς μου, από το φόβο και την απελπισία μέχρι την τρελή χαρά και την τρυφερότητα, καθρεφτίζεται στο βλέμμα του. Γιατί τα λέω όλα αυτά; Γιατί αποφεύγω αυτό που μου συμβαίνει; Το γέλιο της σαν σαϊτιά στον βαρύ, καλοκαιρινό αέρα. Άκουσα ξανά αυτό το γέλιο. Μετά από εκείνο τον χειμώνα, μετά από έξι ατέλειωτους μήνες που τώρα ξέρω ότι δεν σκεφτόμουν παρά αυτή, ότι την σκεφτόμουν χωρίς να την σκέφτομαι και ότι το μόνο που λαχταρούσα ήταν να την ρουφήξω. Την ξαναείδα στην Πειραιώς. Τα κρυστάλλινα μάτια με τις παγωμένες κόρες. Τα μικρά αυτιά, τα μαλλιά τραβηγμένα πίσω. Καθισμένη δίπλα στον ίδιο συνοδό με τις φαβορίτες και την χαρωπή, επίπεδη έκφραση, ο οποίος έσκυβε προς το μέρος της ανυποψίαστος. Ενώ εγώ κρυμμένος πίσω από το πάλκο παραμόνευα. Είχε μια συναυλία, η ώρα είχε περάσει και καθυστερούσαν να αρχίσουν. Μερικοί μουσικοί κούρδιζαν τα όργανά τους στην υπερυψωμένη σκηνή και μιλούσαν γνέφοντας. Υπάρχει χρόνος, είπα στον εαυτό μου. Καθώς το χέρι της μετακινήθηκε προς το μπράτσο του συνοδού της και το έσφιξε αλλά χωρίς να το αγγίξει πραγματικά σαν να φορούσε

γάντια, πρόλαβα να δω την ψυχή της σπογγώδη, στεγνή, διψασμένη. Πόσο μοιάζαμε. Πόσο είμαστε ίδιοι. Γρήγορα έδιωξα τη σκέψη, έπρεπε να συγκεντρωθώ στο στόχο. Το γέλιο φαινόταν κολλημένο στα χείλη της και περίμενα τρέμοντας. Χωρίς να το καταλάβω προχώρησα λίγα βήματα έξω από την κρυψώνα μου. Βρισκόμαστε απέναντι, αυτή κι εγώ, σε αρμονική αντιστοιχία. Τα ανέκφραστα μάτια της στράφηκαν προς το μέρος μου και με κοίταξαν. Ύστερα γέλασε. Ένας υπόγειος, σύντομος ήχος. Γέλασε ενώ άρχιζε να μιλάει σαν προάγγελος ή διάψευση αυτού που επρόκειτο να ειπωθεί. Και γέλασε πάλι στο τέλος της φράσης. «Τι συμβαίνει;» άκουσα τον συνοδό της να λέει. Ξανά αυτό το γέλιο. «Γιατί γελάς;» Η συναυλία ξεκίνησε θριαμβευτικά, τα δοξάρια σπιρούνισαν τον αέρα και ταυτόχρονα σ’έναν παράλληλο κόσμο το γέλιο της αντήχησε σαν σαϊτιά και ξεψύχησε αμέσως. Βρισκόμουν εκεί μέσα σ’ ένα γυάλινο κώδωνα εκτυφλωτικής ομορφιάς που με ρουφούσε, με ρουφούσε... Τώρα που η ειδικότητά μου έχει καταστραφεί, τώρα που είμαι σαν τους άλλους, τις νύχτες μένω μέσα. Με κλειστά μάτια πασχίζω να θυμηθώ το πρόσωπό της, το γυμνό άγραφο πεδίο. Σπάνια αναδύεται μια λεπτομέρεια, τα μικρά αυτιά, οι πορσελάνινοι λοβοί. Ύστερα τίποτα. Προσπαθώ να μιμηθώ το γέλιο της. Δεν βγαίνει κανένας ήχος.

Ποια είναι Γεννημένη στην Πάτρα, η Έρση Σωτηροπούλου σπούδασε φιλοσοφία και πολιτιστική ανθρωπολογία στη Φλωρεντία και εργάστηκε ως μορφωτική σύμβουλος στην ελληνική πρεσβεία στη Ρώμη. Έχει γράψει ποιήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα. Ανάμεσά τους, το «Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές», τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2000 και με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω», υπήρξε ωστόσο και πέτρα σκανδάλου αφού συντηρητικοί κύκλοι διεκδίκησαν ακόμα και δικαστικώς την απόσυρσή του από τις σχολικές βιβλιοθήκες λόγω της χρήσης λέξεων και εκφράσεων που θεωρούσαν ότι είναι άσεμνες. Έχει εκδώσει τα παρακάτω βιβλία: «Μήλο + Θάνατος + ... + ...» (Πλέθρον, 1980), «Διακοπές χωρίς πτώμα» (Άκμων, 1980, και Καστανιώτης, 1997), «Εορταστικό τριήμερο στα Γιάννενα», (Νεφέλη, 1982 και Κέδρος, 2001), «Η φάρσα» (Κέδρος, 1982), «Μεξικό» (Κέδρος, 1988), «Χοιροκάμηλος» (Κέδρος, 1992), «Ο βασιλιάς του φλίπερ» (Καστανιώτης, 1998), «Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές» (Κέδρος, 1999, 2001), «Ο ζεστός κύκλος» (Ελληνικά Γράμματα, 2000), «Δαμάζοντας το κτήνος» (Κέδρος, 2003). Έχει ακόμα συμμετάσχει σε αρκετές ομαδικές συλλογές διηγημάτων.


16 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

πρόσωπο Σε λίγες μέρες θα δούμε στην Επίδαυρο την όπερα «Ορφέας και Ευρυδίκη» του Κρίστοφ Βίλιμπαντ Γκλουκ (1714-1787) χορογραφημένη από την Πίνα Μπάους. Η ίδια η όπερα του Γκλουκ θεωρείται καινοτόμος, αφού το έργο τελειώνει με ένα χαρμόσυνο παιάνα, καθώς ο θεός Έρωτας συγκινείται από το θρήνο του Ορφέα και ξαναζωντανεύει την Ευρυδίκη αντί να αφήσει τον Άδη να την καταπιεί, κατά το μύθο. Η παράσταση αυτή του 1975 θεωρείται αντιπροσωπευτική της πρώτης περιόδου της Πίνα Μπάους. Από τις κορυφαίες χορογράφους του καιρού μας, η Μπάους έχει αφήσει ανεξίτηλα το σημάδι της στο σώμα του σύγχρονου χορού δημιουργώντας μια νέα, δική της αισθητική και επεκτείνοντας τα όρια της τέχνης της. Παραμένοντας στο κέντρο των εξελίξεων επί σχεδόν τριάντα χρόνια, συνεχίζει να τροφοδοτεί και να εμπνέει όχι μόνο γενιές χορογράφων αλλά και ανθρώπους του θεάτρου, εικαστικούς και κινηματογραφιστές.

«Με ενδιαφέρει τι είναι αυτό που κινεί τους ανθρώπους»

ΜΕ ΔΥΝΑΜΗ ΑΠΟ ΤΟ ΒΟΥΠΕΡΤΑΛ Σήμερα το Χοροθέατρο της Μπάους είναι η καλύτερη διαφήμιση για τη μικρή γερμανική πόλη. Πάνε οι εποχές που οι συμπολίτες της ήθελαν να την ξεμαλλιάσουν.

Πίνα Μπάους Εκείνη που επιμένει στο γιατί Τι είναι αυτό που κάνει το έργο της Πίνα Μπάους πηγή έμπνευσης και δημιουργίας για τις νεότερες γενιές καλλιτεχνών; Η παράσταση «Ορφέας και Ευριδίκη», την οποία η Γερμανίδα χορογράφος παρουσιάζει φέτος στην Επίδαυρο, είναι από μόνη της μια εξήγηση.

Από την Ευγενία Τζιρτζιλάκη

Η δουλειά της, τόσο προσωπική που συχνά θυμίζει κάποιου το όνειρο, είναι ταυτόχρονα βαθιά δημοκρατική: η Μπάους θέτει ερωτήματα στους χορευτές κι αυτοί προσφέρουν τις απαντήσεις τους· εκείνη επιλέγει και οργανώνει το υλικό, ώστε να απολαμβάνουμε εμείς, οι «απ’ έξω», τα πολυσυλλεκτικά της ποιήματα. Συχνά, δε, πρώτα παρουσιάζει ένα καινούργιο έργο κι έπειτα του δίνει τίτλο, επιτρέποντας στην επαφή με το κοινό να το καθορίσει. Σταθερά της θέματα η αδυναμία επικοινωνίας, η μοναδικότητα του προσώπου και η ακάματη εσωτερική εξερεύνηση της μνήμης, του τραύματος, των ευχών, των ρόλων, των συμβόλων - ενώ η κοινωνική και πολιτική διάσταση του χοροθεάτρου είναι ένα σημείο όπου καινοτομεί. Τα όρια ανάμεσα στον ρόλο και το άτομο δείχνουν να λιώνουν στη δουλειά της, αφήνοντας τους ερμηνευτές της εκτεθειμένους επί σκηνής. Χαρακτηριστική είναι μια φράση που είχε πει το 1973, στην αρχή της καριέρας της: «Δεν με ενδιαφέρει πώς κινούνται οι άνθρωποι, αλλά τι είναι αυτό που τους κινεί».

Από τη Γερμανία στην Αμερική - και πάλι πίσω Η Πίνα Μπάους γεννήθηκε στο Ζόλινγκεν της Γερμανίας το 1940 και μεγάλωσε ανάμεσα στους πάγκους της ταβέρνας του πατέρα της (μια ανάμνηση εξερεύνησε στο έργο της «Καφέ Μύλλερ»). Ξεκίνησε σπουδές μπαλέτου στα 15 της, στη Σχολή Φόλκβανγκ του Έσεν, ως μαθήτρια του Κουρτ Γιόος, πρωτεργάτη του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Όταν έγινε δεκαεννέα ετών συνέχισε τις σπουδές της, με υποτροφία, στη Σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης, όπου συνεργάστηκε με σπουδαίους χορογράφους της αμερικανικής πρωτοπορίας, όπως ο Πολ Τέιλορ και ο Χοσέ Λιμόν. Το 1962, ύστερα από παράκληση του Γιόος επέστρεψε στη Γερμανία, για να γίνει μέλος του Μπαλέτου Φόλκβανγκ που εκείνος είχε μόλις ιδρύσει. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1968, παρουσίασε την πρώτη της χορογραφία με τον τίτλο «Θραύσματα», και την αμέσως επόμενη χρονιά γίνεται καλλιτεχνική διευθύντρια και χορογράφος του


πρόσωπο

Ουδείς προφήτης στον τόπο του; Εντωμεταξύ, το 1973 δέχεται να αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση της κρατικής σκηνής του μπαλέτου του Βούπερταλ, το οποίο μετατρέπει σε Χοροθέατρο και έναν χρόνο αργότερα κάνει πρεμιέρα με το έργο «Φριτς». Ακολουθούν τα «Ιφιγένεια εν Ταύροις», «Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα» και πολλά άλλα έργα που προκαλούν και ταράζουν: Χορευτές που χειρονομούν, αφηγούνται τα παιδικά τους όνειρα, καπνίζουν, δακρύζουν ή απλώς αναπνέουν επί σκηνής – πράγματα, έως τότε, ανήκουστα. Οι δημότες παραπονούνται ότι πάνε στράφι τα λεφτά των φορολογουμένων και η Μπάους δέχεται υβριστικά τηλεφωνήματα, αλλά και επιθέσεις – άγνωστοι φτάνουν στο θέατρο για να τη φτύσουν ή να ορμήξουν και να την πιάσουν από τα μαλλιά… Και ενώ σκεφτόταν να μεταφέρει την έδρα της στο Παρίσι, οι χορευτές της ήθελαν να παραμείνουν στο Βούπερταλ. Τελικά εκεί και παρέμεινε, μια απόφαση που ίσως τελικά ήταν σοφή. Καθώς τα έργα της βασίζονται στην καθημερινότητα, το Βούπερταλ αποτελεί ίσως το τέλειο παρατηρητήριο: μια συνηθισμένη μικρή πόλη.

Μια αριστοτελική Γερμανίδα Κι ενώ η αναγνώριση ήρθε πρώτα από το διεθνές κοινό, τα έργα της είναι πλέον ανάρπαστα στο Βούπερταλ - το 2003 μάλιστα της απένειμαν το κλειδί της πόλης. Δίχως, βέβαια, αυτό να σημαίνει ότι η κριτική δεν την έχει κατακεραυνώσει κατά καιρούς και εκτός γερμανικών συνόρων. Η σκοτεινή ένταση των έργων της, η συναρπαστική αλλά θλιβερή θέα της τής ανθρωπότητας, η βία και η σκληρότητα των ανδρών απέναντι στις γυναίκες και η γυναικεία βαναυσότητα απέναντι στους άντρες, η σωματική και συναισθηματική κακοποίηση και η παγερή αδιαφορία του κοινωνικού περίγυρου, οδήγησαν κάποιους κριτικούς να μιλήσουν για «πορνογραφία του πόνου» στα έργα της (Arlene Croce, «The New Yorker»), ενώ άλλοι παρατηρούν: «Το ενοχλητικό με τη δουλειά της Μπάους, πέρα από την όποια πρωτοτυπία και αρτιότητα, είναι ότι δεν είναι κανείς σίγουρος για την δική της ηθική θέση» (Alan Kriegsman, «The Washington Post»). Ίσως, βέβαια, αυτό ακριβώς να είναι το στοιχείο που κάνει τη δουλειά της τόσο αγαπητή – το γεγονός ότι καταφέρνει, με τη νηφα-

Προσωπικές απώλειες και σκηνογραφία

Φωτογραφία: Ursula Kaufmann

Στούντιο Χορού Φόλκβανγκ (πρώην Μπαλέτο Φόλκβανγκ).

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 17

Αν και ελάχιστα είναι γνωστά για την προσωπική ζωή της Μπάους, υπήρξε σύζυγος του σκηνογράφου και ενδυματολόγου Ρολφ Μπόρζικ, που πέθανε το 1980. Ο Μπόρζικ επηρέασε δραστικά το εικαστικό κομμάτι της δουλειάς της και τη στήριξε στα κρίσιμα πρώτα χρόνια. Μαζί έκαναν ένα γιο, τον Ρολφ, που είναι μουσικός. Εντωμεταξύ, η σχέση της με την σκηνογραφία έχει παραμείνει ξεχωριστή: η Μπάους έχει ανεβάσει στη σκηνή χιλιάδες γαρίφαλα, ένα μικρό βουνό, πολύ νερό, ακόμη κι έναν ιπποπόταμο! Σήμερα, ταξιδεύει διαρκώς ανά τον κόσμο παρουσιάζοντας τις δουλειές της, με μικρά διαλείμματα στη βάση της, το Βούπερταλ, ενώ οι παραστάσεις της συνεχίζουν να ξαφνιάζουν και να ενθουσιάζουν.

ΟΡΦΕΑΣ ΚΑΙ ΕΥΡΥΔΙΚΗ «Ο δικός μου Ορφέας δεν είναι ήρωας, αλλά ένας άντρας που η αγάπη τον έχει κάνει απόλυτα ευάλωτο», έχει πει η Μπάους για την παράσταση που θα δούμε στην Επίδαυρο.

λιότητα του παρατηρητή και την καθαρότητα βλέμματος ενός παιδιού, να καταθέτει ανθρώπινους μηχανισμούς και στιγμές εντελώς αριστοτελικά: εκείνη μας καθρεφτίζει δίχως να κρίνει ή να ποδηγετεί κι εμείς αναγνωρίζουμε το βαθύ μας εαυτό επί σκηνής, μια πράξη που από μόνη της δύναται, ίσως, να μας μετασχηματίσει. Όπως έχει πολλές φορές ειπωθεί, η Μπάους αναθέτει στο κοινό την απόδοση νοήματος των έργων της.

Συνταξιούχοι και ρομαντισμός Ένα από τα πολλά ταμπού που έσπασε η Πίνα Μπάους ήταν το ιδανικό του ιδανικά ωραίου χορευτή. Οι γυναίκες στα έργα της συνήθως φορούν μακριές, πανέμορφες τουαλέτες κι έχουν τα μαλλιά τους λυτά, ενώ οι άντρες, με παντελόνια και πουκάμισα, κρατούν κι εκείνοι την αρχετυπική μορφή του φύλου τους, δίχως όμως να διστάσουν να την ανταλλάξουν με τη θηλυκή, γλιστρώντας ενίοτε σε γόβες και σατέν. Ανάμεσα στους χορευτές της βρίσκουμε άντρες και γυναίκες με σωματότυπους που υμνούν τη διαφορετικότητα: υπάρχουν κοντοί και ψηλοί, όμορφοι και άσχημοι, σφριγηλοί νεαροί ή συνταξιούχοι δίχως καμία σκηνική εμπειρία, που όμως κατορθώνουν να κατακτούν αξιοζήλευτη τεχνική αρτιότητα… Άλλο ένα από τα φράγματα που έσπασε η

Μπάους ήταν αυτό της θεματολογίας. Τα έργα της δεν αποπνέουν απαραιτήτως χαρά. Κάποτε αναδύουν σπαραγμό, φόβο ή απουσία, όχι όμως δίχως χιούμορ. Γνήσιο τέκνο της μεταπολεμικής Γερμανίας (όπως, αντίστοιχα, στην Ιαπωνία η γενιά που δημιούργησε το ωμά εξπρεσιονιστικό Μπούτο), η Μπάους θέτει δύσκολες ερωτήσεις. Η δουλειά της, συχνά εστιασμένη στο αίσθημα της ενοχής, της ηθικής ευθύνης και της σκοτεινής όψης της φύσης μας, φέρει μέσα της τόσο την δική της απογοήτευση, όσο και την ανάγκη της για υπαρξιακή ανακούφιση. Η ιδέα ότι μια παράσταση χορού πρέπει να είναι ευχάριστη αντικαταστάθηκε από την ανάγκη της Μπάους για ειλικρινή έκφραση, κάτι που συχνά την οδηγεί σε πένθιμα, αν και ολοζώντανα, έργα. Ταυτόχρονα, εκτιμώντας βαθύτατα την ελαφρότητα μέσα από το βάρος της, συχνά τη βλέπουμε να δημιουργεί στιγμές τόσο ρομαντικά τρυφερές, που θα μπορούσε να τις έχει ονειρευτεί ένα κορίτσι. Η Μπάους δημιουργεί κάτι μεγάλο από κάτι μικρό, χτίζοντας στη λεπτομέρεια, επαναλαμβάνοντας μια χειρονομία κι αντηχώντας ένα νέο νόημα κάθε φορά, χρησιμοποιώντας το μπαλετικό της παρελθόν, αυτοσχεδιαστικές τεχνικές και την κατά Στανισλάφσκι αισθητηριακή μνήμη για να αρθρώσει το μοναδικά δικό της λόγο.

Info Μπαλέτο της Εθνικής Όπερας του Παρισιού - P. Bausch Christoph Willibald Gluck, «Ορφέας και Ευρυδίκη» Μπαλέτο της Εθνικής Όπερας του Παρισιού Διευθύντρια χορού: Brigitte Lefèvre Μουσική: Christoph Willibald Gluck Χορογραφία – Σκηνοθεσία: Pina Bausch (1975) Σκηνικά – Κοστούμια – Φωτισμοί: Rolf Borzik Βοηθοί χορογράφου: Malou Airaudo, Mariko Aoyama, Bénédicte Billet, Josephine-Ann Endicott, Dominique Mercy Διανομή: Ορφέας Yann Bridard (χορός) / Maria Riccarda Wesseling (τραγούδι) Ευρυδίκη Marie-Agnès Gillot (χορός) / Svetlana Doneva (τραγούδι) Έρωτας Miteki Kudo (χορός) / Sunhae Im (τραγούδι) Συμμετέχει το Μουσικό Σύνολο και η Χορωδία Balthasar Neumann Μουσική διεύθυνση: Thomas Hengelbrock Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου/ 19 και 20 Ιουλίου, 21:00

Η Μπίνα Μπάους για... ...την παράσταση «Ορφέας και Ευρυδίκη» «Ο δικός μου Ορφέας [στον «Ορφέα και Ευρυδίκη» του Γκλουκ] δεν είναι ήρωας, αλλά ένας άντρας που η αγάπη τον έχει κάνει απόλυτα ευάλωτο.» «Με το Μπαλέτο της Όπερας του Παρισιού μοιραζόμαστε αμοιβαίο θαυμασμό. Πρόκειται για μια ιστορία έρωτα με αυτούς τους χορευτές που ξεκίνησε με την “Ιεροτελεστία της Άνοιξης” που χορογράφησα μαζί τους. Το πόσο ανοιχτοί ήταν πνευματικά και η όρεξή τους για μια βαθιά εμπειρία, με έκανε να θέλω να δουλέψω ξανά μαζί τους. Και τώρα, μετά τον “Ορφέα και Ευρυδίκη”, εξακολουθώ να έχω την έντονη επιθυμία να επιστρέψω και πάλι.» (Συνέντευξη στη «Figaro»)

...την αρχή και το τέλος «Η πορεία μου ως τώρα έχει υπάρξει υπέροχη και είμαι πάρα πολύ ευτυχής. Αλλά όταν φτιάχνω ένα καινούργιο κομμάτι αυτό δεν με βοηθά. Τίποτε δεν με βοηθά – τουλάχιστον όχι ό,τι έχω ήδη κάνει. Αυτά έγιναν, πάει. Κάθε φορά είσαι και πάλι πρωτάρης.»

«Σκέφτομαι υπερβολικά πολύ. Είναι σαν το κεφάλι μου να μου κόβει το δρόμο. Κάτι μπορεί να μοιάζει απλό, αλλά εγώ το κάνω τόσο περίπλοκο. Κι αυτό χειροτερεύει όταν ολοκληρώνω ένα έργο. Υπάρχουν στιγμές που σκέφτομαι “αυτή είναι η τελευταία φορά. Δεν πρόκειται να το ξανακάνω ποτέ αυτό.” Κι έπειτα σκέφτομαι “Δεν πρέπει να σταματήσω τώρα. Πρέπει να κάνω ένα καινούργιο έργο αμέσως.” Πηγαίνω από το ένα απόλυτο άκρο στο άλλο… Είναι τρομερό, βυθίζεσαι ολοένα και περισσότερο, αλλά δεν μπορείς να το βάλεις κάτω, επειδή οι χορευτές είναι διαρκώς εκεί και περιμένουν από σένα να κάνεις κάτι.» (Συνέντευξη στη Valerie Lawson, για το Ballet Μagazine)

...το κοινό της «Σχεδόν δεν έχει καμία σημασία αν ένα έργο θα βρει ένα κοινό που θα το καταλάβει. Πρέπει κανείς να κάνει το συγκεκριμένο έργο, επειδή πιστεύει ότι αυτό είναι σωστό να κάνει. Δεν είμαστε εδώ μόνον για να ευχαριστούμε, δεν μπορούμε παρά να προκαλούμε το θεατή.» (http://www.encyclopedia.com)


θέατρο

18 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

Κριστόφ Βαρλικόφσκι «Η ομορφιά βρίσκεται στο νόημα»

Το τρομερό παιδί της πολωνικής σκηνής, με σπουδές στην Κρακοβία και στη Σορβόννη, έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα με την πρωτοποριακή ομάδα του TR Warszawa, για να παρουσιάσει το έργο «Κρουμ» του Ισραηλινού Χανόχ Λεβίν. Πώς όμως κατάφερε να κάνει τη θεατρική κοινότητα να υποκλίνεται στις δεξιότητές του; Ας παρακολουθήσουμε τη διαδρομή του, ας δούμε τις απόψεις του. Επιμέλεια: Τηλέμαχος Αναγνώστου

Το 1992 σκηνοθετεί τα πρώτα έργα του: τις «Λευκές νύχτες» του Ντοστογιέφσκι και το «Autodafe» του Ελίας Κανέτι. Έκτοτε έχει σκηνοθετήσει περισσότερες από 30 παραγωγές και έχει συνεργαστεί με τον Πίτερ Μπρουκ, τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, τον Τζόρτζιο Στρέλερ και τον Κρίστιαν Λούπα, όχι μόνο στην Πολωνία, αλλά και στην Γαλλία, την Ιταλία και τη Γερμανία. Ανάμεσα σε άλλα, έχει σκηνοθετήσει δέκα θεατρικά έργα του Σαίξπηρ, αρχαίες τραγωδίες αλλά και όπερες. Η πιο γνωστή του σκηνοθεσία είναι αυτή της «Δίκης» του Φραντς Κάφκα. Φέτος τιμήθηκε με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Θεάτρου, ενώ η εφημερίδα «Village Voice» του απένειμε το βραβείο Obie για τη σκηνοθεσία του έργου «Κρουμ» - που θα έχουν την ευκαιρία να δουν και οι θεατές του Φεστιβάλ Αθηνών. Έχει εργαστεί σε πολλές πόλεις στην Πολωνία και σε θέατρα όλης της Ευρώπης μεταξύ των οποίων το Bouffes du Nord στο Παρίσι, το Piccolo Teatro του Μιλάνου, το Kammerspiele του Αμβούργου, το Staatstheater της Στοκχόλμης, ενώ επίσης έχει εργαστεί και στην Κροατία και στο Ισραήλ. Αναζητώντας τρόπους να γνωρίσουμε, από πρώτο χέρι, τις απόψεις του για το θέατρο αλλά και τον τρόπο με τον οποίο σκηνοθέτησε τον «Κρουμ», το «έπος της ασήμαντης καθημερινότητας» όπως έχει χαρακτηριστεί, προσφύγαμε σε παλαιότερη συνέντευξή του, που παραχώρησε στην εφημερίδα του φεστιβάλ της Αβινιόν το 2007. Απ’ αυτήν και τα αποσπάσματα που παρατίθενται:

Σε μια συνέντευξή σας είπατε κάποτε ότι το θέατρο δεν πρέπει να είναι όμορφο και ότι η ομορφιά στο θέατρο αποκοιμίζει … Είναι κάπως προκλητικό, σίγουρα… Πιστεύω ότι αν η ομορφιά έρχεται μόνη της, τότε εντάξει, αλλά δεν πρέπει να είναι ο πρώτος στόχος της δουλειάς. Η ομορφιά βγαίνει από το βάθος του θέματος που πραγματεύεται το έργο, από το νόημα, απ’ αυτό που καταλαβαίνουμε. Η ομορφιά, δηλαδή, ως κενή φόρμα, θα ήταν σαν να κολακεύει κανείς το θεατή; Η πιο όμορφη σκηνή που έχω κάνει στο θέατρο ήταν στην «Καταιγίδα» του Σαίξπηρ. Για το γάμο της Μιράντας και του Φέρντιναντ, ο Πρόσπερο καλεί τρεις ηλικιωμένες γυναίκες, τρεις γυναίκες του λαού που έρχονται για να φέρουν δώρα. Στην Πολωνία έχουμε αρχαία ρητά που χρησιμοποιούμε στους γάμους, σαν ξόρκια, μαγικές επικλήσεις που σώζονται στην λαϊκή σοφία, πολύ ισχυρά αφού συνεχίζουν να επιβιώνουν. Αυτά έβαλα τις τρεις ηθοποιούς να πουν στους νεόνυμφους. Στην αρχή το κοινό γελούσε γιατί η σκηνή τους θύμιζε την παλιά Πολωνία, έμοιαζε ξεπερασμένη, γελοία… Μετά, σιγά σιγά, όλοι δάκρυσαν… Ορίστε μια σκηνή αγνής ομορφιάς που δεν είναι καθόλου βολική και που μόνο στο θέατρο μπορεί να βρει κανείς. Το θέατρο πρέπει να είναι τελετουργία; Είναι μια τελετουργία, όπως τελετουργία είναι η διαδικασία στη Βουλή όπου ανταλλάσσονται απόψεις, ή όπως στην εκκλησία. Το αληθινό ερώτημα όμως είναι άλλο: τι είναι

το θέατρο; Είναι ένας χώρος όπου σβήνουν τα φώτα και το κοινό παρακολουθεί κάτι που δεν είναι αληθινό, όπου απαγορεύεται να σκοτώσεις τους ηθοποιούς ακόμα κι αν παίζουν το ρόλο του κακού, να φιλήσεις μια γυναίκα ακόμα κι αν βρίσκεται γυμνή στα πόδια σου, κ.λπ.; Είναι μια τελετή που πρέπει ν’ ακολουθήσεις και που ανταποκρίνεται σε μια αφηρημένη ανάγκη του κοινού να έρθει να κλειστεί σε μια σκοτεινή αίθουσα για να παραληρήσει, να παραλογιστεί… Δεν είναι περίεργο; Ένας εξωτερικός παρατηρητής, ένας Εσκιμώος, για παράδειγμα, θα μπορούσε να αναρωτηθεί για την ανάγκη αυτή να μένει κανείς κλεισμένος για ώρες, καμιά φορά για δώδεκα ή και παραπάνω, με ανθρώπους που δεν γνωρίζει, και να ενθουσιάζονται όλοι μαζί ακούγοντας Κλοντέλ… Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΑΠΟΚΟΙΜΙΖΕΙ Ο Κριστόφ Βαρλικόφσκι όπως φωτογραφήθηκε πρόσφατα για γαλλικό περιοδικό. Ο «αιρετικός» Πολωνός σκηνοθέτης ισχυρίζεται ότι στόχος της θεατρικής πράξης δεν είναι η άνευ όρων αποθέωση της ομορφιάς αλλά η έμφαση στο νόημα. «Η ομορφιά μόνο στο νόημα ενεδρεύει».

Οι ρίζες και το παρόν Πώς σας ήρθε η επιθυμία να ανεβάσετε τον «Κρουμ»; Αφού δούλεψα με πολλά μεγάλα κείμενα, είχα την αίσθηση ότι έφθασα σε κάποιο τέρμα, ένιωθα λίγο κουρασμένος από την πολλή δουλειά με τα μεγάλα θέματα του θεάτρου και την προσπάθεια να μιλήσω για την πολωνική μας ιστορία, κυρίως σε σχέση με την εβραϊκή κοινότητα. Στην ηλικία μου, είχα ήδη θέσει στον εαυτό μου διάφορα ερωτήματα: τι με ικανοποιεί, ποιες είναι οι επιθυμίες μου, ποια είναι η θέση μου στην κοινωνία, τι με δυσαρεστεί… Τι μου έμενε τώρα να κάνω; Το ερώτημα που μου φάνηκε πιο προφανές


θέατρο

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 19

ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ Σκηνή από τον «Κρουμ», μια παράσταση που μιλάει όχι μόνο για διαταραγμένες σχέσεις μάνας-γιου, αλλά και για συγκρούσεις με ρίζες, παραδόσεις, πατρίδα...

από όλα ήταν η σχέση μου με το παρελθόν μου, με τους γονείς μου, τη μητέρα μου πιο συγκεκριμένα. Αισθάνθηκα μέσα μου κάτι σαν καρκίνο, μια ανήσυχη ύλη, όχι εμφανή, και έπρεπε να τολμήσω να εμφανιστώ μ’ αυτή μπροστά στο κοινό. Στον «Κρουμ», θεωρείτε ότι αυτή η σχέση μητέρας-γιου είναι το κεντρικό νόημα του έργου; Αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι αυτή η σχέση, αλλά μια σχέση που βάζει σε κίνδυνο και τις ρίζες, τις παραδόσεις, την πατρίδα… Στο μέτρο που αισθάνομαι ζωντανός σε μια πόλη όπου είμαι ξεριζωμένος, σε μια κοινωνία που ξεριζώθηκε εξαιτίας του πολέμου, αφού το πολωνικό έθνος έχασε ένα μέρος των ανθρώπων του που δεν ήταν όλοι πολωνικής καταγωγής, και έγινε έτσι στο τέλος καθαρά πολωνικό. Μου ήταν δύσκολο να ταυτιστώ με την καινούργια αυτή χώρα, και πάνω απ’ όλα δυσκολεύτηκα να ξαναβρώ τις ρίζες μου μέσω της μητέρας μου. Στο έργο κυριαρχούν άλλα δύο θέματα: η αρρώστια και ο έρωτας. Σας τράβηξαν κι αυτά το ενδιαφέρον; Είναι η ίδια αρρώστια που βρίσκουμε και στο

έργο της Σάρα Κέιν… Είναι δυο δυνάμεις, η μία καταστροφική, η άλλη δημιουργική. Έχω την εντύπωση ότι ο έρωτας, η σωματική επιθυμία, είναι η ενέργεια της τέχνης μου. Η ενέργεια του Κρουμ είναι αυτή η μη υγιής σχέση με τη μητέρα του. Αν μια μέρα γίνει καλλιτέχνης, θα είναι χάρη σ’ αυτή τη σχέση, κάπως σαν την Ελφρίντε Γέλινεκ που βρίσκει στη σχέση με τη μητέρα της τη δύναμη της γραφής της. Ο Χανόχ Λεβίν ήταν στην ίδια κατάσταση με τον Κρουμ… Επομένως ίσως δεν πρέπει να λέμε πια ότι αυτή η σχέση μητέρας-γιου δεν είναι υγιής, αλλά να αναρωτηθούμε αν είναι δυνατόν να έχουμε μια υγιή σχέση με το πρόσωπο που μας έφερε στη ζωή. Ήταν και κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το Ισραήλ που σας έστρεψε στον Χανόχ Λεβίν; Έχω ζήσει στη Γαλλία και θεωρώ τη γαλλική κοινωνία πολύ τυπική και πολύ επιτηδευμένη. Στο Ισραήλ δεν το βρήκα αυτό. Οι σχέσεις είναι λιγότερο δομημένες, λιγότερο λογοκριμένες, λιγότερο συγκεκριμένες, λιγότερο καθορισμένες, υπάρχει κάτι λιγότερο τυπικό μεταξύ των ανθρώπων. Είναι μια καινούργια χώρα, κάτι σαν την νέα μας Πολωνία μετά την πτώση του σοσιαλιστικού καθεστώτος. Έχω

την εντύπωση ότι αισθάνομαι πολύ πιο κοντά στη χώρα μου όταν είμαι στο Ισραήλ παρά στη Γαλλία. Μάλλον οφείλεται στην έλλειψη τυπικότητας. Στη δουλειά μου προσπάθησα να προβάλω εικόνες από τους δρόμους του Ισραήλ και τις γυναίκες που κυκλοφορούν – μητέρες με τα παιδιά τους ή ηλικιωμένες γυναίκες. Τόσο πολύ με έχουν αιχμαλωτίσει τα πρόσωπά τους.

Αυτοσχεδιασμοί και σύστημα Πώς δουλεύετε με τους ηθοποιούς; Για το συγκεκριμένο έργο, είπα πριν απ’ όλα στους ηθοποιούς ότι δεν πρόκειται για «μεγάλο κείμενο» όπως τα σαιξπηρικά, αλλά ότι η ιστορία που πραγματεύεται μπορεί να είναι ενδιαφέρουσα. Αλλά δεν άλλαξα κάτι στον τρόπο με τον οποίο δουλεύω μαζί τους. Συνυπάρχουν ταυτόχρονα αυτοσχεδιασμοί των ηθοποιών και προτάσεις του σκηνοθέτη. Προσπαθούμε να βρίσκουμε τις λύσεις από κοινού. Εκείνοι πρέπει πάνω απ’ όλα να δουλέψουν με τον εαυτό τους και με τη θέση τους στην κοινωνία. Δουλεύω με τους ίδιους καλλιτεχνικούς συνεργάτες εδώ και πολύ καιρό, είναι πια φίλοι μου.

Info TR Warsawa - Κρίστοφ Βαρλικόφσκι Hanoch Levin, Krum Σκηνοθεσία: Krzysztof Warlikowski Διανομή: Κρουμ: Jacek Poniedziałek Μ η τ έ ρ α το υ Κ ρ ο υ μ : M a ł g o r z a t a Rożniatowska Τρούντα: Magdalena Cielecka Ντούμπα: Małgorzata Hajewska-Krzysztofik Φελίτσια: Anna Radwan-Gancarczyk Κίκα: Danuta Stenka Τουγκάτι: Redbad Klijnstra Τακτίκ: Marek Kalita Ντούλθε: Zygmunt Malanowicz Μπερτόλντο: Adam Nawojczyk Σκίτα: Paweł Kruszelnicki Δρ Σιμπόιγεν/Νοσοκόμος/Φωτογράφος/ Κουρέας/Νεκροθάφτης: Miron Hakenbeck Σκηνικά: Małgorzata Szczęśniak Μουσική: Paweł Mykietyn Φωτισμοί: Felice Ross Βιντεοπροβολές: Paweł Łoziński Πειραιώς 260, Χώρος Δ / 16-18 Ιουλίου, 21:00


20 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

συνέντευξη

Νάνα Μούσχουρη «Πέντε δεκαετίες ήμουν η καλή μαθήτρια» Αυτό το κλείσιμο το είχε ονειρευτεί. Όταν θα αποφάσιζε να σταματήσει οικειοθελώς τις μεγάλες συναυλίες, το καλύτερο γι’ αυτήν θα ήταν να γίνει με μια μεγάλη, πανηγυρική συναυλία στο Ηρώδειο. Μόνο που όταν ήρθε η ώρα να πραγματοποιηθεί η επιθυμία της, το θέατρο αποδείχθηκε μικρό. Ο αποχαιρετισμός θα κρατήσει ακόμα μια βραδιά. Λίγο πριν το βαλς του αποχαιρετισμού, συναντήσαμε τη Νάνα Μούσχουρη και βαδίσαμε μαζί της τα βήματα της διαδρομής της. Πενήντα χρόνια, γεμάτα μουσική, επιτυχίες, σημαντικές συναντήσεις. Ας ακούσουμε τι έχει να μας πει. Από τον Ηλία Κανέλλη

Φωτογραφίες: Προσωπικό αρχείο Νάνας Μούσχουρη

350 ΧΡΥΣΟΙ ΚΑΙ ΠΛΑΤΙΝΕΝΙΟΙ Η μεγάλη επιτυχία μιας τραγουδίστριας όπως η Νάνα Μούσχουρη φαίνεται από το τι πουλάει. Αν κρίνετε από τι περιστοιχίζεται, καταλαβαίνετε...


συνέντευξη

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 21


συνέντευξη

22 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

ΜΕ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΚΑΘΟΡΙΣΑΝ ΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ Απέναντι, στιγμιότυπα από πέντε συναντήσεις, πέντε σημαντικές στιγμές στη διαδρομή της Νάνας Μούσχουρη. 1. Με τον Μπομπ Ντίλαν, το 1979. «Είναι πολύ περίεργο πρόσωπο, δεν μπορείς να του μιλήσεις εύκολα. Είναι σαν να παίζεις μαζί του σκάκι», δηλώνει σήμερα για τον καλλιτέχνη που τον εκτιμά ως «μεγάλο ποιητή. 2. Με τον Χάρι Μπελαφόντε, το 1963. Την ανακάλυψε εκείνη τη χρονιά στη Γιουροβίζιον όπου συμμετείχε και την κάλεσε στην Αμερική. 3. Με τον Μάνο Χατζιδάκι. Ο μεγάλος Έλληνας συνθέτης έλεγε ότι την άκουσε να τραγουδά το 1957, μια μέρα περνώντας μπροστά από το σπίτι της στο Παγκράτι. 4. Με τον Νίκο Γκάτσο. «Με αγαπούσε πολύ και με προστάτευε», θυμάται σήμερα με νοσταλγία. 5. Με τον Λέοναρντ Κοέν. Εκτός πολλών άλλων, ο Κοέν γνώρισε τη Νάνα Μούσχουρη και στον Μπομπ Ντίλαν. Του είχε πει ότι τραγουδούσε τραγούδια του κι εκείνος, περίεργος, πήγε ένα βράδυ να την ακούσει.

Στις 23 και 24 Ιουλίου 1984 βρέθηκε στο Ηρώδειο, προσκεκλημένη του Κωνσταντίνου Καραμανλή για τον εορτασμό των 10 χρόνων από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στη χώρα. Ύστερα από 24 χρόνια, θα βρεθεί και πάλι τις ίδιες ακριβώς ημερομηνίες στον ίδιο χώρο, στις δυο αποχαιρετιστήριες συναυλίες της στην Ελλάδα. Τα φαν κλαμπ σε όλο τον κόσμο έχουν ξεσηκωθεί. Κάποια στιγμή, την ημέρα που άρχισε η προπώληση στο Internet, σε ένα μόνο δευτερόλεπτο αγοράστηκαν 151 εισιτήρια! Δεν είναι κάτι ασυνήθιστο για τη Νάνα Μούσχουρη. Η διαδρομή της είναι συνυφασμένη με αριθμητικά ρεκόρ. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία έχει πουλήσει περισσότερα από 300 εκατομμύρια δίσκους παγκοσμίως και έχει λάβει 350 χρυσούς και πλατινένιους δίσκους. Πληθωρική είναι, όμως, όχι μόνο στις απολαβές αλλά και στα προσόντα της. Μιλάει άπταιστα έξι γλώσσες: ελληνικά, γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά και ισπανικά. Ξέρει, λέει, ακόμα και λίγα πορτογαλικά, ενώ κάτι καταφέρνει και με διάφορες εξωτικές διαλέκτους. Τελευταία αποπειράθηκε να μάθει κορεάτικα και κινεζικά – όχι άπταιστα, στοιχεία του λόγου της καθημερινότητας. «Το να μάθω έστω και λίγο τις γλώσσες των χωρών, όπου τραγουδώ είναι για μένα μια ευγενική χειρονομία», λέει χαρακτηριστικά. Συναντήσαμε τη Νάνα Μούσχουρη με αφορμή την αποχαιρετιστήρια συναυλία της στο Ηρώδειο που, λόγω της εξάντλησης των εισιτηρίων, έγινε διπλός αποχαιρετισμός. Και συμφωνήσαμε να παρακολουθήσουμε τη διαδρομή της με οδηγούς πολλά από τα σημαντικά πρόσωπα που συνάντησε τα τελευταία 50 χρόνια – πρόσωπα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο καθόρισαν τη ζωή της, τις επιλογές της, την καριέρα της. Ο Μάνος Χατζιδάκις είναι το πρόσωπο που σας ανέδειξε. Πώς τον γνωρίσατε; Έτυχε να γνωρίσω την ίδια μέρα τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Νίκο Γκάτσο, τον Ιάνη Ξενάκη, τη Μελίνα Μερκούρη, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Νίκο Κούνδουρο και τον Βασίλη Βασιλικό. Στην Αθήνα, στου Φλόκα. Ήταν εκεί μια φωλιά πνευματική κι εγώ είχα την τύχη να βρεθώ σ’ αυτό τον κύκλο. Γιατί σας εμπιστεύτηκε δουλειά του ο Χατζιδάκις; Έλεγε ότι με άκουσε να τραγουδώ, γύρω στα 1957, μια μέρα περνώντας μπροστά από το σπίτι μου στο Παγκράτι – αλλά αυτά είναι λίγο και λόγια που τα προκαλούσε ο ονειρεμένος τρόπος του. Με κάλεσε, πάντως, να τραγουδήσω μαζί του κι αυτό ήταν η αρχή. Μπήκα σ’ έναν κόσμο στον οποίο έμεινα όλη τη ζωή μου, προσπαθώντας να εκφράζομαι μέσα από τα τραγούδια. Αυτή τη γραμμή ακολούθησα σ’ όλη τη ζωή μου. Τι κρατάτε από εκείνα τα χρόνια; Εκείνη την εποχή οι άνθρωποι ανακάλυπταν την ποίηση. Ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Νίκος Γκάτσος, ο Γιώργος Σεφέρης μελοποιήθηκαν και τα ποιήματά τους τα τραγουδούσαν μέχρι και οι εργάτες επάνω στις σκαλωσιές. Τα τραγούδια αυτά παρά τον ποιητικό τους στίχο, είχαν μια απλότητα στην κατανόηση και μπορούσε να τα αποστηθίσει ο καθένας.

«Αγάπησα τον Μάνο» Τι αισθάνεστε σήμερα για τον Χατζιδάκι; Τον αγάπησα πάρα πολύ. Είχε μια ευφυΐα και

μια μεγαλοσύνη στον τρόπο με τον οποίο σκεφτόταν. Προσπαθούσα να μάθω από εκείνον όσα περισσότερα μπορούσα. Ήταν βέβαια πολύ προκλητικός, αλλά είχε και πολλές ιδέες που τις μοιραζόταν με τους άλλους με ενθουσιασμό, τον ενθουσιασμό που τον χαρακτήριζε. Το τραγούδι γι’ αυτόν ήταν ένα παιχνίδι, αλλά πάντα έψαχνε την πρωτοτυπία, δεν του άρεσαν οι πλαδαρές λύσεις. Έχετε κάποιες έντονες εικόνες να θυμάστε από τη σχέση σας μαζί του; Θυμάμαι, κάποτε που φεύγαμε από του Φλόκα, έλεγε ο Μάνος ότι τον κυνηγούσε ο Ζυλ Ντασσέν, γιατί δεν είχε τελειώσει ακόμα τη μουσική για το «Ποτέ την Κυριακή». Ο Γκάτσος μου βρήκε ταξί, πήγα σπίτι μου αλλά, με το που έφτασα, με περίμενε η μητέρα μου. «Σε ψάχνει ο Μάνος. Πού ήσουν;», μου λέει. «Μα, μόλις τον άφησα», της λέω. Του τηλεφώνησα και μου είπε: «Πάρε ένα ταξί κι έλα γρήγορα στο σπίτι». Ξαφνιάστηκα. Όταν έφτασα εκεί, μου είπε η κυρία Χατζιδάκι, η μητέρα του: «Δεν ξέρω τι έχει πάθει. Είναι εκνευρισμένος, δεν μπορώ ούτε να του μιλήσω». Ήταν καθισμένος στο πιάνο, κάπνιζε, έπινε καφέ και χτυπούσε το πιάνο. «Κάτσε εδώ», μου είπε αυστηρά –ή ταν πολύ ηγεμονικός. Άρχισε να παίζει και να τραγουδάει και μου ζητούσε να τραγουδήσω κι εγώ τα λόγια: «Απ’ το παράθυρό μου στέλνω, ένα, δύο και…». Εκείνη τη βραδιά έγραψε «Τα παιδιά του Πειραιά». Θυμάμαι ακόμα το 1960, που ηχογραφούσαμε το «Ελλάς, η χώρα των ονείρων», μια ελληνογερμανική παραγωγή, στην οποία τα κείμενα είχε γράψει ο Γκάτσος, ο Χατζιδάκις τη μουσική και στην οποία παρουσιάζονταν εικόνες από την Ελλάδα. Αυτή η παραγωγή ήταν και η αιτία της επιτυχίας μου στο εξωτερικό. Ήμασταν τότε στο στούντιο κι επρόκειτο να τραγουδήσουμε το «Αθήνα», που η εκτέλεσή του απαιτούσε μια μεγάλη χορωδία. Ο Χατζιδάκις είχε φέρει τη χορωδία της Λυρικής Σκηνής για να τραγουδήσει μαζί μας. Ο διευθυντής της Λυρικής αρνήθηκε, όμως, να αφήσει τη χορωδία, γιατί εγώ ήμουν μια απλή τραγουδίστρια κι όχι κλασική. Εντάξει, κλασικό τραγούδι είχα σπουδάσει αλλα δεν ήμουν κλασική τραγουδίστρια, άλλα τραγουδούσα. Την κρίση χειρίστηκε ο Χατζιδάκις.«Πήγαινε, σε παρακαλώ, μέσα στο κοντρόλ για λίγο», μου είπε, και βγήκε έξω για να μιλήσει με τους μουσικούς. Ο Νίκος [Γκάτσος] μου μετέφερε αργότερα ότι τους είπε: «Δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Αν δεν θέλετε να τραγουδήσετε μαζί της, δεν θα λάβετε μέρος στο δίσκο». Και βεβαίως έμειναν. Αντιθέτως, μια άλλη φορά, όταν με είχε επιλέξει να τραγουδήσω για τη «Λυσιστράτη», αφού κάναμε όλες τις πρόβες, πήγαμε όλοι μαζί στην Επίδαυρο – αλλά εγώ γύρισα με το επόμενο τρένο μόνη μου πίσω (γελά). Ενώ ο Μάνος αντιστεκόταν στο διευθυντή της Λυρικής, του τηλεφώνησαν από κάποιον υπουργό και του είπαν: «Μην επιμένεις. Δεν μπορεί να τραγουδήσει». Και στο Ηρώδειο παρόμοια κατάσταση επικρατούσε. Δεν μπορούσε να περάσει μουσικός ελαφράς μουσικής. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι για να περάσει κανείς στο Ηρώδειο πρέπει να έχει έναν ορισμένο σεβασμό προς τη μουσική και πάνω στη σκηνή. Στη ζωή μου είχα την τύχη να τραγουδήσω στην Όπερα του Σίδνεϊ, στο Κάρνεγκι Χολ, στην Όπερα του Παρισιού, στο Ρόγιαλ Άλμπερτ Χολ, στη Φιλαρμονική του Βερολίνου, στο Ολυμπια – αλλά «έκανα

τα χρόνια μου». Εργάστηκα πολύ και με πολύ σεβασμό, έτσι μου επέτρεπαν κάθε φορά να τραγουδήσω. Τότε, όμως, ήταν πολύ πιο δύσκολα τα πράγματα, γιατί ήσαν οι κοινωνικές διαστρωματώσεις έντονες και στη μουσική.

Θεοδωράκης vs Χατζιδάκις Υπήρχε αντιπαλότητα ανάμεσα στον κόσμο του Χατζιδάκι και σε αυτόν του Θεοδωράκη; Γνώρισα τον Μίκη Θεοδωράκη την εποχή που γύρισε από τις σπουδές του στο Παρίσι. Με παρουσίασε σε αυτόν ο Μάνος Χατζιδάκις λέγοντάς μου ότι είναι πολύ μεγάλος συνθέτης και ότι έχει μελοποιήσει τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου. Ο Μίκης Θεοδωράκης δεν ήταν ακόμα γνωστός και ο Μάνος Χατζιδάκις, που είχε τότε επιτυχία, πρότεινε να κάνουμε ένα δίσκο με οκτώ τραγούδια από τον «Επιτάφιο». Μπήκαμε στο στούντιο όλοι μαζί: ο Μάνος Χατζιδάκις με την ορχήστρα του έκανε τις ενορχηστρώσεις, ο Μίκης Θεοδωράκης, έρχονταν κι ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Νίκος Γκάτσος, ο Γιάννης Μόραλης έκανε το εξώφυλλο του δίσκου. Στο έκτο τραγούδι μπήκε στη μέση ο Τάκης Λαμπρόπουλος κι έβαλε το ζιζάνιο: το θέμα των χρημάτων. Ξαφνικά ο Μίκης Θεοδωράκης πήγε στην Κολούμπια κι έκανε σε μια βραδιά ηχογραφήσεις το ίδιο έργο με διάφορους τραγουδιστές. Εμείς τελειώσαμε τα τραγούδια χωρίς τον Μίκη Θεοδωράκη κι εκεί επήλθε το μεγάλο σχίσμα. Τσακώθηκαν κι ο καθένας πήρε το δρόμο του. Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν πάντα ένας πολιτικός συνθέτης, ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν συνθέτης ανοιχτός και δεν διάλεγε το κοινό του. Απευθυνόταν σε όλο τον κόσμο. Γιατί δεν θα έπρεπε ο Μίκης Θεοδωράκης να γράψει μουσική σύμφωνα με τα ιδεολογικά του πιστεύω. Προσωπικά. δεν ασχολήθηκα ποτέ με την ιδεολογία, γιατί είναι κάτι πολύ προσωπικό, σου ανήκει. Αν πεις ότι τραγουδάω για το λαό, για τον φτωχό, για τον αδικημένο, τότε πρέπει να ζεις εξίσου λιτά, να μοιραστείς την τύχη του. Η μουσική, όμως, απευθύνεται σε όλο τον κόσμο και ο καθένας έχει δικαίωμα να την ακούει. Ήταν μόδα, τότε, πάντως, ότι οι καλλιτέχνες πρέπει να αριστερίζουν.

«Ο Νίκος Γκάτσος μου έμαθε το ταξίδι» Ο Νίκος Γκάτσος ήταν ένα πρόσωπο για πάντα πιστό σε σας, έτσι δεν είναι; Ο Γκάτσος ήταν φίλος μου, με αγαπούσε πολύ και με προστάτευε. Όταν του έκανα ερωτήσεις, απαντούσε με τρόπο που σε βοηθούσε να σκεφτείς. Ήταν πολύ σπουδαίος άνθρωπος. Μου έμαθε ότι δεν υπάρχει προορισμός. Είναι ένα ταξίδι που κάνεις και σ’ αυτό το ταξίδι πρέπει να ψάξεις την αλήθεια. Αυτό κάνω εδώ και 50 χρόνια. Το 1958, όταν τραγούδησα για πρώτη φορά το «Χάρτινο το φεγγαράκι», χρησιμοποίησα έναν καινούργιο τρόπο στην έκφραση. Είχα κάνει κλασικό τραγούδι, τραγουδούσα τζαζ και υπήρχε μια φωνητική χροιά που δεν ήταν όπως οι άλλες. Ο Γκάτσος δεν συμφωνούσε με τον τρόπο που ερμήνευα και έλεγε στον Μάνο Χατζιδάκι: «Είσαι σίγουρος ότι το λέει σωστά;». Ήταν βέβαια συνηθισμένος με τη Μελίνα [Μερκούρη], που είχε το ύφος της καλλιτέχνιδος της σκηνής. Πέρασε ένας χρόνος, το μελέτησε πολύ καλά και μια μέρα ήρθε και μου είπε: «Μετά από πολλή σκέψη, νομίζω


συνέντευξη 1

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 23

4

2

5

3


συνέντευξη

24 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

Σας προσάπτουν κομματική προσήλωση στον συντηρητικό χώρο... Πίστευα στον Κωνσταντίνο Καραμανλή και την ομάδα του, τη Νέα Δημοκρατία, αλλά αυτό δεν θα πει ότι δεν εκτιμώ πρόσωπα από άλλα κόμματα. Θαυμάζω μεταξύ άλλων και τον Ευάγγελο Βενιζέλο. Έχω έναν σεβασμό προς τον κόσμο που πιστεύει σε κάτι. Και ξέρετε, δεν μπορώ να πω ότι έχει άδικο, γιατί δεν έχουμε όλοι την ίδια ζωή ούτε τις ίδιες ιδέες. Αλλά αυτό είναι η ελευθερία. Από τη στιγμή που κάτι αντιπροσωπεύει μια αλήθεια για την κοινωνία, για μένα αυτό είναι σεβαστό.

ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΘΡΙΑΜΒΟΙ Την ημέρα που άρχισε η προπώληση εισιτηρίων στο Internet, πουλήθηκαν σε μια στιγμή, σε χρόνο ενός δευτερολέπτου, 151 εισιτήρια. Αυτό λέγεται επιτυχία.

Φωτογραφία: Ντίνος Διαμαντόπουλος

Στους βασιλιάδες και στην «Humanité»

ότι δεν θα υπάρξει κάποιος που θα το πει πιο καλά από σένα». Δεν ξέρω αν το τραγουδάω καλύτερα από τους άλλους, αλλά την έννοια που είχε για μένα, δεν νομίζω ότι την είχε για κάποιον άλλο ερμηνευτή. Σ’ όλη μου τη ζωή τελειώνω σχεδόν πάντοτε τις συναυλίες μου λέγοντας δυο λόγια για το τραγούδι αυτό. Σας είχε ποτέ διαβάσει ο Γκάτσος την «Αμοργό»; Μου διάβαζε πάντα αυτά που έγραφε με πολύ ποιητική χροιά. Δεν τραγουδούσε σωστά, αλλά είχε τρόπο να βάζει τις λέξεις ώστε να τραγουδιούνται σωστά. Όταν τελείωνε τα γραπτά του και δεν είχε άλλες διορθώσεις να κάνει, έβαζε μία σφραγίδα πάνω κι έλεγε «εθεωρήθη». Λίγες μέρες πριν φύγει από τη ζωή, ταξίδεψα στην Αμερική γνωρίζοντας ότι ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα. Μιλούσα συνέχεια στο τηλέφωνο με την Αγαθή [Δημητρούκα] και όταν μπορούσε μιλούσα και μαζί του. Μια μέρα πριν πεθάνει, μιλήσαμε στο

τηλέφωνο, όταν εγώ ήμουν στην Ατλάντα και μου είπε: «Δεν είσαι μακριά από τη χώρα. Είσαι κοντά στην Αθήνα». Αργότερα, έμαθα ότι υπάρχει 50 χλμ. μακριά η πόλη Αθήνα (Τζόρτζια). Ήταν πολύ «λογοπαίγνης». Και ήξερε τον κόσμο, ακόμα και μέρη στα οποία δεν είχε ταξιδέψει. Όταν κάποτε, στη Βαϊμάρη, επρόκειτο να επισκεφθώ το σπίτι του Γκαίτε, μου είπε: «Όταν θα βγεις από την πόρτα, θα πας αριστερά, μετά δεξιά, θα βρεθείς σε ένα δασάκι και θα ψάξεις να βρεις ένα παγκάκι. Όταν θα κάτσεις εκεί το απόγευμα, θα δεις ανάμεσα σε δύο δέντρα τον ήλιο να δύει». Ήταν πραγματικότητα, παρ’ όλο που δεν είχε πάει ποτέ. Το περιέγραφε, όμως, ο Γκαίτε και ήξερε ακριβώς πώς να με καθοδηγήσει.

«Ο Καραμανλής ήταν σύμβολο» Ήσασταν η αγαπημένη του Κωνσταντίνου Καραμανλή, δεν το κρύβετε...

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν σύμβολο για μένα. Τον έβλεπα και στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της εξορίας του. Μου ενέπνευσε το σεβασμό και την αγάπη για τη χώρα μας. Όσα μου έλεγε, έχουν μείνει πολύ βαθιά χαραγμένα στην καρδιά μου. Τι δεν θα ξεχάσετε ποτέ από τη γνωριμία σας; Μια φράση του. Όταν κέρδισα το βραβείο στην Εβδομάδα Ελαφρού Τραγουδιού, το 1958, μου είπε: «Τώρα είσαι πρώτη, αλλά στη ζωή σου θα υπάρχει πάντα κάποιος καλύτερος από σένα. Να προσπαθείς πάντα να ξεπερνάς τον εαυτό σου». Οι σημαντικοί άνθρωποι που πέρασαν από τη ζωή μου μου έμαθαν πολλά, ακόμα κι αν δεν το ξέρουν. Η φιλία του Καραμανλή ήταν για μένα πολύ σημαντική. Κράτησα την ειλικρίνειά του σ’ όλη τη ζωή μου κι αυτός είναι ο λόγος που υπάρχω ακόμα. Κι επιπλέον, έμαθα να ζω μέσα στον κόσμο χωρίς σύνορα.

Είναι αλήθεια ότι το 1962 ήσασταν στον φοβερό γάμο του Χουάν Κάρλος και της Σοφίας, ο οποίος ήταν μεγάλο κοσμικό γεγονός της εποχής; Ο κόσμος τότε χαιρόταν με αυτά το γεγονότα. Σήμερα δεν μας ευχαριστεί τίποτε. Γενναιοδωρία, όμως, δεν θα πει μόνο να δίνεις κάτι, αλλά να μάθεις να αποδέχεσαι το καλό και το κακό. Ο γάμος αυτός ήταν πολύ σπουδαίο γεγονός, είχε πάει και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Οι άνθρωποι έρχονταν να μας ακούσουν να τραγουδάμε. Θυμάμαι, η Αμαλία Καραμανλή με προσκαλούσε στο σπίτι της για να τραγουδήσω για τους πρίγκιπες που δεν μπορούσαν να έρθουν στο κέντρο, ενώ ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ερχόταν στο «Τζάκι» για να με ακούσει. Το 1963 (είχα ήδη αρχίσει να ταξιδεύω) με είχε προσκαλέσει ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος και η βασιλική οικογένεια στη Δανία να τραγουδήσω για το αποχαιρετιστήριο πάρτι της Άννας-Μαρίας, που θα γινόταν βασίλισσα της Ελλάδας. Εκεί ήταν προσκεκλημένοι πρίγκιπες από όλη την Ευρώπη. Ο Κωνσταντίνος μού ζητούσε να του πω όλα τα αγαπημένα του ελληνικά τραγούδια. Απλός άνθρωπος, αλλά με πρίγκιπες συναναστρεφόσαστε... Μπορώ να πω ότι μετά από τόσα χρόνια και παρά την εμπειρία που έχω, δεν έχω πάψει να έχω την ίδια συστολή, γιατί η καταγωγή του ανθρώπου δεν αλλάζει. Κι εκείνη την εποχή ήταν το ίδιο και ντρεπόμουν. Ο ιμπρεσάριός μου είχε κάνει λάθος στις ημερομηνίες και την επομένη έπρεπε να βρίσκομαι στο Παρίσι για να τραγουδήσω για το φεστιβάλ της εφημερίδας «L’Humanité», της εφημερίδας του κομμουνιστικού κόμματος. Εκεί, βέβαια, θα τραγουδούσα στο ύπαιθρο, στη συγκέντρωσή τους. Μου στείλανε ιδιωτικό αεροπλάνο να με μεταφέρει, για να είμαι στην ώρα μου να τραγουδήσω. Τη μια μέρα τραγουδούσα για τους πρίγκιπες και την άλλη στην «Humanité». Η αλήθεια είναι ότι ήμουν πολύ πιο άνετη στην «Humanité», γιατί βρισκόμουν με έναν κόσμο που τον ήξερα περισσότερο. Αλλά πάλι ήταν συγκινητικό και το να βλέπεις τους πρίγκιπες να κάθονται άλλοι στη μέση του σαλονιού, άλλοι κάτω και να με ακούν με την ίδια προσοχή που την άλλη μέρα, άλλοι άνθρωποι, με άκουγαν καθισμένοι πάνω στο χορτάρι. Οι άνθρωποι μπορεί να διαφέρουν στις ιδέες τους, αλλά βαθιά είναι ίδιοι.

Κουίνσι Τζόουνς, Μπελαφόντε, Κοέν, Ντίλαν... Θυμάμαι πάντα μια φωτογραφία σας με τον Κουίνσι Τζόουνς... Το 1962 συναντήθηκα στο Παρίσι με τον Κου-


συνέντευξη ίνσι Τζόουνς και τραγουδήσαμε στην Αμερική. Τον θυμάμαι λίγο σαν τον Μάνο Χατζιδάκι να μου «ξεφωνίζει»: «Θέλω να με πείσεις ότι το τραγουδάς σωστά το τραγούδι». Με αγαπούσε πάρα πολύ. Σε λίγες μέρες θα πάω στο Φεστιβάλ της τζαζ στο Μόντρεαλ, όπου γίνεται μια γιορτή για τα 75 χρόνια του και με έχουν καλέσει να τραγουδήσω. Ήταν μεγάλος δάσκαλος, όπως και ο Χάρι Μπελαφόντε. Ο ένας στο στούντιο κι ο άλλος στη σκηνή. Ο Μπελαφόντε σας ανακάλυψε, όπως έχουμε διαβάσει, στο διαγωνισμό της Eurovision; Όντως, ο Χάρι Μπελαφόντε με ανακάλυψε το 1963 στη Eurovision, όπου συμμετείχα με το μεγάλο δουκάτο του Λουξεμβούργου. Παρ’ ότι δεν κέρδισα τον διαγωνισμό, κέρδισα, όμως, την προσοχή του. Όταν αργότερα πήγε στην Αμερική είπε στον Κούινσι [Τζόουνς]: «Μήπως ξέρεις μια Γαλλίδα με γυαλιά που τραγουδάει πολύ ωραία;». Εκείνος του απάντησε: «Δεν είναι Γαλλίδα, είναι Ελληνίδα και μόλις έκανα ένα δίσκο μαζί της». Η συμμετοχή μου στη Eurovision, εξάλλου, στάθηκε η αφορμή να μου προτείνουν να κάνω εκπομπές στην τηλεόραση. Έτσι, από το 1970 και για δέκα χρόνια έκανα προσωπικές εκπομπές στο BBC. Οι εκπομπές αυτές προβλήθηκαν κατόπιν παντού κι αυτό μου άνοιξε μια πόρτα στον κόσμο. Πότε επιχειρήσατε να ερμηνεύσετε άριες της όπερας; Την ίδια πάνω-κάτω περίοδο. Τότε έκανα την κλασική μου στροφή, όπως λέω, και τραγούδησα τη «Χαμπανέρα» από την «Κάρμεν» του Μπιζέ με τον Σερζ Λάμα. Πολλά χρόνια μετά, τo 1981, τραγούδησα και το «Ναμπούκο» του Βέρντι που έγινε διεθνής επιτυχία σε πέντε γλώσσες. Γιατί νομίζετε τα καταφέρνατε με τόσα ανόμοια μεταξύ τους εγχειρήματα; Γιατί και τις πέντε δεκαετίες της διαδρομής μου ήμουν η καλή μαθήτρια. Θυμάμαι ακόμα μια φωτογραφία σας. Είστε με τον Μπομπ Ντίλαν κι έναν ακόμα που δεν τον γνωρίζω την περίοδο της «χριστιανικής στροφής» του μουσικού... Τι γνώμη έχετε για τον Ντίλαν; Στον Μπομπ Ντίλαν με γνώρισε το 1979 ο Λέοναρντ Κοέν. Τα τραγούδια του τα τραγουδούσα ήδη πολλά χρόνια. Ο Κοέν του έλεγε ότι εγώ τραγουδούσα τα τραγούδια του κι ήρθε μια μέρα να με δει. Κι έπειτα, λίγο αργότερα, μου έγραψε τραγούδια, το «Every grain of sand» και το «Tomorrow is a long time». Ο Ντίλαν είναι ένα περίεργο φαινόμενο, πρωτίστως όμως είναι μεγάλος ποιητής. Κι είναι τραγουδιστής που στόχο έχει να εκφράσει από ριζοσπαστική πλευρά τα κοινωνικά προβλήματα. Δεν καταδικάζει, όμως, απλώς καταγράφει. Πώς ήταν να είναι κανείς μαζί του; Κοιτάξτε. Ο Ντίλαν είναι πολύ περίεργο πρόσωπο, δεν μπορείς να του μιλήσεις εύκολα. Είναι σαν να παίζεις μαζί του σκάκι.

«Κόσμος μου ήταν και παραμένει η μουσική» Μιλάτε συνεχώς με παραδείγματα από τη μουσική, τα πρόσωπα που συναντάτε προέρχονται κυρίως από τη μουσική... Μπορεί η ζωή ενός ανθρώπου να ταυτίζεται σε τόσο απόλυτο βαθμό με την τέχνη του; Δεν νομίζω ότι υπάρχει άλλος τρόπος. Πρέπει να είσαι συγκεντρωμένος και να βλέπεις τα

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 25

Nanamania

Γκρούπις όλων των χωρών, ενωθείτε Ο ενθουσιασμός για τις αποχαιρετιστήριες συναυλίες της Νάνα Μούσχουρη εμφανίζεται ανάγλυφος στις εκδηλώσεις λατρείας των οπαδών της. Ένδειξη της λατρείας αυτής είναι το ότι, φίλοι της δουλειάς της από την Ελβετία, τη Γαλλία, την Αργεντινή, τη Γερμανία και την Ολλανδία που είχαν αγοράσει εισιτήρια για την παράσταση που εθεωρείτο η τελευταία, επικοινώνησαν εκ νέου και ζήτησαν να κλείσουν θέση και για τη δεύτερη βραδιά, κατά την οποία μετατέθηκε οριστικά ο αποχαιρετισμός. Δημοσιεύουμε ενδεικτικά ορισμένα από τα ενδεικτικά της Nanamania μηνύματα που έφτασαν με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στο Φστιβάλ Αθηνών: Don’t cry, Argentina SOY DE ARGENTINA NECESITO INFORMACION URGENTE PARA COMPRAR UN TICKET DEL RECITAL DE NANA MOUSKOURI DEBO CONFIRMAR VUELO A ATENAS URGENTE.GRACIAS Play it again, Nana! Thank you very much for your information, I have booked tickets for both concerts, on July 23th and July 24th. everything perfect, I am looking forward for these concerts! Greatest hits! I have Nana Mouskouri Records from all the World. 1500 LP’s, 700 CD’s, 700 Singles and 120 EP’s. Συνολικά, μέσω της ιστοσελίδας του Φεστιβάλ, έχουν κλειστεί εισιτήρια από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, από τις Ηνωμένες Πολιτείες, από την Κίνα, από τη Ρωσία. Πρωταθλήτρια στις υπερατλαντικές κρατήσεις, πάντως, είναι η Αυστραλία.

πάντα μέσα από τη μουσική. Ο κόσμος μου ήταν και παραμένει η τέχνη μου. Ποιος ξέρει, όμως... Όταν φύγω από τη σκηνή μπορεί να μάθω να ζω έξω από τη σκηνή. Πώς εξηγείτε τη λατρεία, την αφοσίωση του κοινού σας; Δεν μπορώ να το εξηγήσω, γιατί υπάρχουν πράγματα που δεν ψάχνω να τα εξηγήσω. Ένα μόνο μπορώ να σας πω. Μέσα από το τραγούδι προσπάθησα να βρω την αλήθεια, την αγάπη και τη δικαιοσύνη. Πιστεύω ότι όταν τραγουδάς με ειλικρίνεια υπάρχουν άνθρωποι που ψάχνουν να βρουν τα ίδια πράγματα. Ίσως έτσι βρεθήκαμε όλοι σε ένα σημείο. Είμαι περήφανη, όχι μόνο γιατί έρχονται και με ακούν αυτοί οι άνθρωποι, αλλά και γιατί έχουν γίνει και φίλοι μεταξύ τους μέσω της μουσικής. Όταν τραγουδώ στην Κορέα ή στην Κίνα ή στη Νότιο Αμερική και οι άνθρωποι συγκινούνται με τα ίδια τραγούδια, αυτό θα πει ότι ο κόσμος έχει τις ίδιες ανάγκες. Πιστεύω ότι όταν κάνεις κάτι με ειλικρίνεια, ο κόσμος σ’ το ανταποδίδει. Η στιγμή που είσαι πάνω στη σκηνή είναι πολύ ευαίσθητη και εύθραυστη. Είναι σαν να βρίσκεσαι πάνω σε ένα σκοινί που πρέπει να διασχίσεις, για να φτάσεις μέχρι το τέλος της παράστασης. Όταν σ’ αυτή τη διαδρομή έχουμε βρεθεί κάπου όλοι μαζί, αυτή είναι η απόλυτη ευτυχία. Πόσο σας προβλημάτισε η απόφαση να σταματήσετε; Δεν είναι σκληρό να έρχεται μια στιγμή που πρέπει να αποφασίσει κανείς να σταματήσει κανείς ό,τι έδινε νόημα στη ζωή του; Το σκέφτηκα πάρα πολύ. Ταξιδεύω ασταμάτητα εδώ και 48 χρόνια και πλέον δεν ξέρω πού είναι το σπίτι μου. Είμαι συνέχεια με μια βαλίτσα μεταξύ ξενοδοχείων. Έκανα κάτι που αγαπούσα πάντοτε. Αλλά έρχεται μια στιγμή που φοβάσαι ότι δεν θα μπορείς πια να το κάνεις, γιατί τα χρόνια περνάνε και δεν το καταλαβαίνεις. Το 2000, όταν επρόκειτο να πάω στην Ασία για τρίτη φορά, έσπασα τον αστράγαλό μου και αναγκάστηκα να ακυρώσω όλες τις παραστάσεις. Μου τηλεφωνούσαν τότε από όλα τα μέρη και με ρωτούσαν: «Θα έρθετε σίγουρα όταν γίνετε καλά;». Άρχι-

σα τότε να αναρωτιέμαι γιατί με ρωτούν και κατάλαβα ότι τα χρόνια είχαν περάσει και συνειδητοποίησα ότι ίσως να μην μπορέσω να τραγουδώ για πολύ καιρό ακόμα. Μπροστά στη δυστυχία που θα αισθανόμουν αν δεν μπορούσα ξαφνικά να τραγουδήσω για οποιονδήποτε λόγο, αποφάσισα να κάνω μια μεγάλη περιοδεία. Ήθελα να ευχαριστηθώ όλα αυτά που έζησα τα τελευταία 50 χρόνια, να πω ευχαριστώ στο κοινό και να ανταποδώσω κάτι σε όλο τον κόσμο που με άκουσε. Τώρα τραγουδώ ακόμα καλά, αλλά δεν ξέρω αν θα τραγουδώ κι αύριο καλά και δεν θα ήθελα να απογοητεύσω το κοινό μου. Δεν έχω αυτό το δικαίωμα. Έχουμε συμφωνήσει, όμως, με τους φανατικούς φίλους μου, να βρισκόμαστε μια φορά το χρόνο κάπου και να μιλάμε, χωρίς να τραγουδάω. Βεβαίως, δεν είπα ότι δεν θα ξανατραγουδήσω ποτέ στη ζωή μου, αλλά δεν έχω σκοπό να ηχογραφήσω εκτός αν υπάρχει μια εξαιρετική ιδέα. Κι όχι, δεν είναι σκληρό, γιατί δεν εγκαταλείπω. Σκληρό είναι να αποχωριστώ τη σκηνή ξαφνικά.

άραγε θα αντέξει; Τι πρέπει να αναμένει το κοινό από τις αποχαιρετιστήριες συναυλίες σας στο Ηρώδειο; Αν μπορούσα να βάλω 50 χρόνια μέσα σε μια βραδιά, θα τα έβαζα. Έχω προσπαθήσει, όμως, να αντιπροσωπεύσω στιγμές από αυτές τις πέντε δεκαετίες στην παράσταση. Θέλω, βέβαια, να τραγουδήσω περισσότερα ελληνικά τραγούδια απ’ ό,τι στις συναυλίες μου στο εξωτερικό, όπου συνηθίζω να τραγουδώ κυρίως τραγούδια στη γλώσσα της χώρας που βρίσκομαι. Πρέπει να σας εξομολογηθώ κάτι έστω και αν δεν το βρείτε πρωτότυπο ή συγκλονιστικό. Η ζωή μου είναι η ιστορία της φωνής μου. Και το Ηρώδειο είναι για μένα το ωραιότερο θέατρο του κόσμου. Τραγούδησα εκεί το 1984 και όταν τελείωσε η παράσταση σκέφτηκα: «Μια τέτοια βραδιά θα ήθελα να εγκαταλείψω το τραγούδι». Δυστυχώς εκείνη τη βραδιά δεν είχα το κουράγιο να το κάνω. Από τότε, όμως, έζησα καταπληκτικά χρόνια. Τότε, όμως, πήρα την απόφαση ότι θα ήθελα να τελειώσω σε αυτό το θέατρο.

«Ποιες νέες μου αρέσουν» Τους νεότερους τους παρακολουθείτε; Παρακολουθώ τη μουσική, που αυτό το διάστημα είναι σε εξέλιξη, δεν έχει οριστικοποιηθεί ακόμα η μορφή που θα πάρει το επόμενο διάστημα, ούτε ως τέχνη ούτε ως βιομηχανία. Πρέπει να σας πω ότι δεν τα εμπιστεύομαι απόλυτα τα καινούργια ρεύματα, ξέρω όμως ότι μέσα από αυτά κάτι θα βγει. Σύμφωνοι. Όλα αυτά τα χρόνια έκανα τη δουλειά μου. Τώρα, όμως, αφήνω μια θέση. Και οι νεότεροι θα πάνε τη μουσική παραπέρα. Στην κατεύθυνση αυτή, είμαι πρόθυμη να βοηθήσω νέους καλλιτέχνες να συνυπάρξουν. Γιατί; Επειδή επέζησα τόσα χρόνια στη μουσική γιατί έμαθα από καθέναν με τον οποίο συνεργάστηκα. Καινούργια πρόσωπα έχετε στο μυαλό σας; Δεν μπορώ να πω ότι ξέρω όλο τον κόσμο. Αλλά από τους νέους μου αρέσουν η Έιμι Γουάινχαουζ, η Νόρα Τζόουνς, η Αλάνις Μόρισετ... Τελευταία έχω προσέξει την Ντάφι,

Info Παίζουν οι μουσικοί: Luciano di Napoli, πιάνο, φωνητικά Yannick Deborne, κιθάρα, μπουζούκι, φωνητικά Lucien Zerrad, κιθάρα Philippe Pregno, σαξόφωνο, πλήκτρα, κρουστά, φωνητικά Jean-Philippe Roux, μπάσο Christophe Gallizio, ντραμς Ωδείο Ηρώδου Αττικού 23-24 Ιουλίου


θέατρο

Φωτογραφία: Βασίλης Μαθιουδάκης

26 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

Θωμάς Μοσχόπουλος «Υποχρέωσή μου, να μην κάνω μαύρη τη ζωή του θεατή» Το Αμόρε του έχει αφήσει μόνο ευχάριστες αναμνήσεις – και δημιουργικές παρακαταθήκες. Το θέατρο γι’ αυτόν είναι χαρά. Είναι και πολιτική πράξη. Είναι και συλλογικότητα, συνεργασίες, κέφι, τσακωμοί. Ιδέες. Σκηνικά ευρήματα. Λέει ότι πρωτοδιάβασε τις «Βάκχες» 9 χρόνων, όταν τα άλλα παιδιά διάβαζαν «Τιραμόλα», ότι τις κατάλαβε στα 13 κι ότι, σήμερα, ο ανθρώπινος Διόνυσος που μετατρέπεται σε θεό-τιμωρό κι η Αγαύη που παρεκτρέπεται είναι πρόσωπα που τα έχει συναντήσει. Στη ζωή του; Στον ιστορικό χρόνο; Θα μας τα ξακαθαρίσει στις μεταμεσονύχτιες παραστάσεις, ρυθμικά μάλιστα, με ένα μουσικοχορευτικό ιδίωμα που συγκεράζει μαντινάδες και χιπ χοπ. Από τον Ηλία Κανέλλη. Συνεργάστηκε η Μαρία-Νεφέλη Φακίρη

Συναντήσαμε τον Θωμά Μοσόπουλο στο ωραίο υπαίθριο μπαρ της Πειραιώς 260, ένα βράδυ πριν αρχίσει η ολονύχτια πρόβα. Ήταν ήρεμος. Η πάλη του με τις «Βάκχες» του Ευριπίδη έμοιαζε να παίρνει τέλος. Απ’ όσα συζητήσαμε, πειστήκαμε ότι η θεατρική του πρόταση συγκεκριμενοποιήθηκε – κι ας επιμένει να μιλάει για ανάγνωση της τραγωδίας, όχι για παράστασή της. Το παραδέχτηκε, είπε μάλιστα το αναμενόμενο, ότι κάθε τραγωδία σήμερα δεν είναι παρά η σύγχρονη ερμηνεία ενός κειμένου που δεν έχουμε μαρτυρίες πώς αναπαρίστατο στην αρχαιότητα. Η χαρά του, βεβαίως, πηγάζει κι από το ότι συνεχίζει να συνεργάζεται με ηθοποιούς με τους οποίους γνωρίζονται καλά, στελέχη του παλιού Αμόρε – που δεν υπάρχει πια. Τον Χρήστο Λούλη, τον Αργύρη Ξάφη, την Ελένη Κοκκίδου, τη Μαρία Σκουλά – πολλούς ακόμα. Αφού λοιπόν αισθάνεται ασφαλής, ας μας πει τα τι και τα πώς της παράστασης. Ήρεμα, με καθαρές κουβέντες – και με παρούσα τη διαρκώς σε εγρήγορση αναλυτική του σκέψη. Στο έργο αυτό παίζει σημαντικό ρόλο η τρέλα, η μανία και η μεταμόρφωση. Πώς το αντιμετωπίζετε αυτό; Δεν επικεντρώθηκα σε αυτό το σημείο, γιατί τρέλα είναι πάντα το Άλλο. Η έννοια του Άλλου είναι κάτι που με ενδιαφέρει πάρα πολύ, όπως και το θέμα της έλλειψης πίστης: οι ιδεολογίες που έχουν γκρεμιστεί. Τις «Βάκχες» πότε τις διαβάσατε; Όταν ήμουν 13 χρονών. Υπήρχε στο σπίτι βιβλιοθήκη με όλες τις τραγωδίες και τις είχα διαβάσει και μικρότερος στα 8-9, αλλά δεν είχα καταλάβει τίποτε. Από τότε αυτό ήταν το έργο του Ευριπίδη, το οποίο δεν έχω αφήσει ποτέ. Ξαναθυμηθήκατε το έργο σε άλλα ανεβάσματα; Όχι. Δεν έχω δει πολλές παραστάσεις του. Είχα δει, βέβαια, την παράσταση του Λάνγκχοφ, αλλά πιστεύω ότι κάθε ανέβασμα αυτού του έργου θα αφήνει κενά, γιατί δημιουργεί στον καθένα ένα δικό του σύστημα αναφοράς. Προσωπικά πιστεύω ότι από τη στιγμή που θέλεις να πάρεις το θεατή μαζί σου και να τον μυήσεις σε κάτι, πρέπει να τον πάρεις με το πρώτο επίπεδο, από την αφήγηση της ιστορίας. Από εκεί και πέρα, σκηνοθετικά, αναζήτησα τα στοιχεία που θα δημιουργούσαν ενότητα ύφους. Αυτή η ενότητα μας φανερώθηκε μέσα από τη μουσικότητα του έργου. Η τραγωδία δομείται από στοιχεία ρητορικής, επικής και λυρικής χορικής ποίησης που πρέπει να συνθέτουν ένα ενιαίο σύνολο. Χρησιμοποιούμε ακόμα και τη ρυθμική απαγγελία.

Μαντινάδες και ραπ Σας φαντάζομαι να μιμείσθε και τους τρόπους του Ροντήρη... (Με γέλια) Οι πιο κοντινές μας αναφορές είναι ο δεκαπεντασύλλαβος, οι μαντινάδες, αλλά και το ραπ, που είναι μια ρυθμική απαγγελία. Προσπαθήσαμε αυτές οι αναφορές να συμβαδίζουν με τη μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, η οποία προτείνει επίσης κάποιους ρυθμούς. Το έργο είναι ρυθμικά ειπωμένο με συνοδεία μουσικών οργάνων. Τα λυρικά μέρη, κάποιες στιγμές, μπαίνουν μέσα στο κείμενο. Έχει γραφτεί ότι θα είναι μια παράσταση χιπ χοπ ή μια παράσταση με μαντινάδες. Δεν είναι σωστό. Όταν στο βάθος του μυαλού μας βρίσκεται ο Μπρεχτ, οι αναζη-


θέατρο

Φωτογραφία: Βασίλης Μαθιουδάκης

τήσεις του για το πώς λειτουργεί η μουσική μέσα στο κείμενο, δεν μπορείς να εφησυχάζεις. Εμείς προσπαθήσαμε από τις πολλές και διαφορετικής προέλευσης επιρροές να αποδώσουμε κάτι ομοιογενές που να συνδέεται οργανικά με αυτό που εγώ νομίζω ότι είναι η τραγωδία. Τι είναι, λοιπόν, η τραγωδία, κατά τη γνώμη σας; Ένα πολύ πιο απλό και λαϊκό είδος απ’ ό,τι συνήθως μας δείχνουν. Λαϊκό, με την έννοια του ανοιχτού. Πόσο συμβάλλουν οι συνεργάτες σας στο αποτέλεσμα που θα μας δείξετε; Παίζουν σημαντικό ρόλο. Ξέρετε, ένα μυαλό είναι λιγότερο από δέκα μυαλά. Πιστεύω πάρα πολύ στη συλλογικότητα. Προσπαθώ να τη διατηρήσω με κόπο, γιατί πολλές φορές μου βγαίνει ένας αυταρχισμός. Είναι ξεκάθαρο όμως ότι απ’ αυτό που έχεις στο κεφάλι σου μέχρι να γίνει πράξη είναι τεράστια η απόσταση. Εμείς λέω συχνά ότι είμαστε ένα τζαζ σύνολο, όχι μια ορχήστρα που έχει τον μαέστρο δικτάτορα. Πιστεύω στους ηθοποιούς-σολίστες που μπορούν να συνυπάρξουν σε σύνολα. Εκεί νιώθω ζωντανός και ως θεατής. Αν ήθελα να κάνω κάτι μόνος, θα έκανα κάτι τελείως διαφορετικό. Μ΄ αρέσει να είμαι με άλλους και δουλεύουμε έτσι ώστε να φαίνεται ότι μας αρέσει να είμαστε με κόσμο. Πώς «διαβάσατε» τον Διόνυσο; Ο Διόνυσος, ο θεός του θεάτρου, είναι πάντα το Άλλο, ο αντίλογος στο διαλεκτικό παιχνίδι. Μεταμορφώνεται διαρκώς, είναι μέρος της παράστασης. Είναι σαν μια σκιά που ψάχνει ένα σώμα. Είναι ο θεός του αντίπαλου δέους αλλά είναι και ο θεός των ορμονών: από την αδρεναλίνη μέχρι τη λιμπιντική λειτουργία. Είναι ένας θεός που σχεδόν περνάει εξετάσεις για να αποδείξει τη θεότητά του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο μύθος έχει απόλυτη σχέση και με το μύθο του Φαραώ και του Μωυσή, του Ιησού και του Πιλάτου. Είναι ένας θεός που θέτει και τίθεται σε δοκιμασία. Προσωπικά, μου θυμίζει ηγέτες που συνείγειραν πλήθη αλλά όταν πήραν την εξουσία φέρθηκαν σαν τύραννοι. Τον Χίτλερ, τον Στάλιν, τον Μάο… Είναι ένας θεός που γίνεται εκδικητής. Η τελευταία σημαντική φράση στο έργο είναι όταν λέει η Αγαύη στον Διόνυσο: «Ο θυμός σου είναι πολύ ανθρώπινος». Είναι πολύ ευριπίδειο αυτό. Ποια είναι λοιπόν η σύγχρονη ματιά σας στην τραγωδία; Σας ρωτώ ως δραστήριο καλλιτέχνη, οι πολιτικές απόψεις του οποίου, εκφρασμένες με θάρρος, υποκινούν συστηματικά τις πράξεις σας. Αυτή την εποχή προσπαθώ να καταλάβω την αγωνία του ανθρώπου, ο οποίος επιλέγει τη συντήρηση γιατί φοβάται τις έντονες αλλαγές που συμβαίνουν ούτως ή άλλως ερήμην του. Βλέπω την τραγική πλευρά των ανθρώπων που έχουν σχέση με την πίστη να οδηγούνται σε φανατισμό. Απ’ αυτή την οπτική, οι Βάκχες είναι τραγικά πρόσωπα. Ακολουθούν με απόλυτη πίστη έναν σωτήρα, για να διεψευσθούν στην πορεία και να εγκαταλειφθούν μόνες. Φτάνουν στα όρια του φανατισμού, ενώ η καθεστηκυία τάξη είναι πάρα πολύ άκαμπτη και γραπωμένη σε οτιδήποτε παραδοσιακό, μη μπορώντας να δει, όχι να υιοθετήσει το καινούργιο. Αυτό όμως δεν συμβαίνει γύρω μας, στην πραγματικότητα;

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 27

ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΣ ΔΙΟΝΥΣΟΣ Ο Αργύρης Ξάφης στο ρόλο του θεού που είναι το κεντρικό πρόσωπο των «Βακχών». Ως θεός που μοιάζει με άνθρωπο, στην αρχή της πλοκής, θα φάει η μούρη του χώμα. Αλλά, στο τέλος, θα γυρίσει κι ο τροχός...

Απ’ τη μια πρόσωπα χωρίς ευελιξία και συντηρητικές επιλογές, απ’ την άλλη, ως απάντηση, η απόλυτη ρήξη, η επιθετικότητα και η βία. Η έννοια της μεταρρύθμισης –που εκτιμώ ότι είναι μια υγιής πολιτική στάση – μου φαίνεται ότι εκλείπει. Όπως ακριβώς και στο έργο, όπου δεν διαφαίνεται κανένα στοιχείο ήπιας μεταβολής. Βεβαίως, ο Ευριπίδης γράφει αυτό το έργο στο τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου ήδη διωγμένος από την Αθήνα, με μία μεγάλη δύναμη να ανέρχεται κι αυτός να βρίσκεται στη σκιά της. Νιώθω την αντιστοιχία. Πιστεύω ότι και σήμερα ένα δημοκρατικό πολιτιστικό μοντέλο τελειώνει. Είμαστε κάτω από ένα καθεστώς τρόμου και αβεβαιότητας, και το έργο αυτό μιλάει για τον τρόμο – και για την τρομοκρατική βία και για την έλλειψη προοπτικής. Είμαστε έτοιμοι να αρπαχτούμε φανατικά από όποια πίστη ή από όποια άρνηση πίστης. Με βασανίζει ότι οι κοινωνίες μας χάνουν την ψυχραιμία τους, με βασανίζει η έλλειψη απολλώνιου πνεύματος. Μπορείτε να φανταστείτε έναν κόσμο μη δημοκρατικό; Ένας κόσμο που θα διώκει το διαφορετικό; Επ’ ουδενί. Αλλά με τρομάζει ο τρόπος με τον οποίο συγγενεύει η δημοκρατία με τον λαϊκισμό. Το πιο υγιές στοιχείο της δημοκρατίας είναι ο διάλογος, αλλά…

Μια θυμωμένη καθωσπρέπει Πώς αναλύετε το ρόλο της Αγαύης; Είναι η καθωσπρέπει κυρία που μάζεψε τόσο θυμό μέσα της, ώστε κάποια στιγμή θα τα κάνει λίμπα. Ξέρετε, οι πολύ αξιοπρεπείς άνθρωποι, από τα πολλά «μη» που έχουν πει στη ζωή τους, κάποια στιγμή χάνουν το μέτρο. Η Αγαύη είναι το καλό παιδί σ’ όλη τη ζωή της που ζητά ανταμοιβή σώνει και καλά. Γιατί ως καλό παιδί τι κέρδισε; Την ήττα. Με απασχολεί και η σχέση της με τον Κάδμο, τον πατέρα της, από το οποίο ζητά με μανία την επιβεβαίωση. Διαβάζοντας το κείμενο, ένιωθα τις υπόγειες δονήσεις της σύγκρουσης Αγαύης-Κάδμου. Η Αγαύη, μια μετρημένη, πειθαρχημένη γυναίκα, ξαφνικά χάνει τον έλεγχο χτυπημένη από τη θεϊκή μανία. Αυτό είναι κάτι πολύ γνώριμο στις μέρες μας. Λόγω της έλλειψης ευκαμψίας φτάνουμε σε μία σχεδόν βικτωριανή ηθική – αλίμονο όμως όταν πάρει το πάνω χέρι ο επαναστάτης. Ο επαναστάτης που θα πάρει τα ηνία κάποια στιγμή θα γίνει τύραννος. Να σας εξηγήσω

κάτι; Όσο δουλεύω αυτό το έργο, βρίσκω τρομερές συγγένειες με την υπαρξιστική φιλοσοφία, με τον Μπέκετ και με τον Σαρτρ. Παρ’ όλο τον πεσιμισμό της πολιτικής σας ανάλυσης, είστε ένας άνθρωπος που διεκδικεί. Τι διεκδικείτε, αλήθεια; Χρόνο και χώρο. Αυτό που μου αναλογεί σε όλα τα επίπεδα. Αυτό προσπαθώ να διεκδικώ και στη δουλειά μου, ένα πλαίσιο που το ορίζω ίσως λίγο καλύτερα. Τι είναι για σας το Αμόρε; Και τι σας έχει μείνει απ’ αυτό; Είναι η ιστορία μου. Είναι η εμπειρία μου. Το σημαντικό είναι ότι έληξε χωρίς απαισιοδοξία, ότι δεν ένιωσα προδομένος. Ήρθε νομοτελειακά ένα τέλος, αλλά δεν μου έχουν κοπεί τα φτερά. Το γεγονός ότι κάνετε πρώτη φορά τραγωδία τι σημαίνει; Έχει άλλες απαιτήσεις ο σκηνοθέτης, έχει το κοινό άλλες απαιτήσεις από ένα θέτρο υποτίθεται του υψηλού; Είναι μια άρση ψευδαισθήσεων το ότι η τραγωδία είναι κάτι που πρέπει να σε τρομάξει. Νομίζω ότι με ό,τι ασχολείσαι πρέπει να το αγαπάς. Προσωπικά αγαπώ το θέατρο, αλλά το ότι ασχολούμαι με την τραγωδία το θεωρώ κάτι σαν διεύρυνση των οριζόντων μου. Και κάτι σαν εσωτερική προσωπική αλλαγή, σαν ωρίμανση. Με αναζωογονεί. Αλλά αν έπρεπε να κάνω την πρώτη μου τραγωδία στην Επίδαυρο, όσο κι αν δεν θα ήθελα να επηρεαστώ, κάτι θα με επηρέαζε. Ίσως η πολλαπλάσια δημοσιότητα; Είναι μια διπλή έκθεση: και σε είδος και σ’ ένα χώρο με πολύ συγκεκριμένες συντεταγμένες, τις οποίες δεν μπορείς να παραγνωρίσεις. Γιατί διαλέξατε τη μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά; Γιατί έχει συγκροτημένη και ξεκάθαρη άποψη, γιατί όχι μόνο είναι μια πιστή μεταφορά, αλλά κι ένα παιχνίδι με τους ρυθμούς. Κι είναι η πιο τολμηρή από τις υπάρχουσες. Είναι σχεδόν αιρετική. Ποιος επιμελείται το μουσικό κομμάτι της παράστασης; Ο Κορνήλιος Σελαμσής – είναι νέος συνθέτης, συνεργαζόμαστε για δεύτερη φορά. Ξέρετε, είμαστε στην πρόβα από την πρώτη μέρα. Τώρα μάλιστα, που δουλεύουμε και μαζί με τους μουσικούς, χάνονται κάπου τα όρια μουσικού και σκηνοθέτη. Ωραίο παιχνίδι συλλογικότητας. Το Αμόρε ήταν ανανεωτική εμπειρία. Μαζί

με νέα ανεβάσματα, έφερε και νέους ανθρώπους στο θέατρο. Συνεχίζετε να έχετε απήχηση στους νέους; Το κοινό του Αμόρε μεγάλωσε μαζί μας. Τώρα όμως εγώ έχω μεγαλώσει και, αλήθεια σας λέω, δεν ξέρω πια ποιο είναι το κοινό μου. Διατηρώ βεβαίως μια σχέση με το νέο κοινό κάνοντας ασταμάτητα παιδικό θέατρο (γελά). Εντάξει, με ενδιαφέρουν τα νέα μυαλά ανεξαρτήτως ηλικίας. Με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι που δεν έχουν δώσει στη ζωή τους τις απαντήσεις για όλα τα ερωτήματα. Μένει όμως να βρούμε τρόπους να μιλήσουμε και στους ενδιάμεσους – στους νέους που δεν βλέπουν παιδικό θέατρο γιατί μεγάλωσαν, αλλά και δεν έρχονται να δουν τις παραστάσεις που ενδεχομένως παρακολουθούν οι γονείς τους. Γιατί μεταμεσονύκτιες παραστάσεις; Εξ ανάγκης. Τότε υπήρχε χώρος. Μας πρότειναν να αρχίσουμε 10.30, αλλά προσωπικά προτίμησα μεσάνυχτα που το έχω συνηθίσει κιόλας. Είναι και μια πιο παιχνιδιάρικη ματιά προς το νέο κοινό. Σε πάγκους θα κάτσουν οι άνθρωποι, θα τους πιάσει και η μέση τους. Αλλά, εντάξει, μη φοβηθούν κι οι μεγαλύτεροι. Έχει μικρή διάρκεια η παράσταση. Κι είναι γεμάτη ρυθμό και ευχάριστες εκπλήξεις. Η συνάντηση με την παλιά παρέα σημαίνει μια θεατρική μετεξέλιξη, κάτι συλλογικό που ετοιμάζετε για το άμεσο μέλλον; Είναι αναπόφευκτο. Συνεχίζουμε να θέλουμε να είμαστε μαζί και δεν έχουμε βαρεθεί ο ένας τον άλλο. Είμαι χαρούμενος όταν δουλεύω με αυτά τα παιδιά. Μακάρι να χαίρονται και οι θεατές… Μα ακριβώς αυτή η επιδίωξη κινεί τις καλλιτεχνικές πράξεις μας. Οφείλουμε να κάνουμε χαρούμενους τους ανθρώπους που ξοδεύουν το χρόνο τους για να μας δουν. Ακόμα και με κάτι που τους προβληματίζει, πρέπει να είναι χαρούμενοι που τους προβληματίζει. Αισθάνομαι πολύ μεγάλη ευθύνη απέναντι στο θεατή που πληρώνει ένα εισιτήριο να μην του κάνω μαύρη τη ζωή. Αν δεν είμαστε λοιπόν χαρούμενοι εμείς, που κάνουμε θέατρο, πώς θα χαρεί ο θεατής. Ξέρετε, δεν είμαι ο καταραμένος καλλιτέχνης. Ούτε η χαρά είναι επιπολαιότητα.

Info Θωμάς Μοσχόπουλος Βάκχες στο γκαράζ της Πειραιώς 260. Μετάφραση: Γιώργος Χειμωνάς Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος Πενθέας: Χρήστος Λούλης Διόνυσος: Αργύρης Ξάφης Τειρεσίας: Γρηγόρης Γαλάτης Κάδμος: Κώστας Μπερικόπουλος Αγαύη: Ελένη Κοκκίδου Αγγελιοφόρος Α’: Ηλίας Παναγιωτακόπουλος Αγγελιοφόρος Β’: Όμηρος Πουλάκης Χορός Βακχών: Μαρία Σκουλά, Μαρία Πρωτόπαππα, Άννα Καλαϊτζίδου Παίζουν οι μουσικοί: Θοδωρής Βαζάκας, κρουστά, Σπύρος Τζέκος, κλαρινέτο Σκηνικά - Κοστούμια: Διονύσης Φωτόπουλος Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος Μουσική: Κορνήλιος Σελαμσής Χορογραφία: Μάρθα Κλουκίνα Πειραιώς 260, Γκαράζ | 25-27 Ιουλίου, μετά τα μεσάνυχτα


χορός

28 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

Σίντι ΛάρμπιΤσερκάουι Master of Kung-Fu Όταν ο Βελγο-μαροκινός χορευτής και χορογράφος αποφάσισε ότι πρέπει να εξελίξει τις χορογραφίες του, ανακάλυψε, πίσω από τις ανατολικές πολεμικές τέχνες, το καράτε και το κουνγκ φου, την πειθαρχία, τη λιτότητα, την πνευματικότητα των Σαολίν μοναχών. Έζησε μαζί τους – και η «Σούτρα», η καινούργια του χορογραφία, ήταν αποτέλεσμα αυτής της συμβίωσης. Την εμπειρία της συγκατοίκησης αυτής, ο καλλιτέχνης κατέγραψε στο προσωπικό ημερολόγιό του – αποσπάσματα του οποίου δημοσιεύουμε παρακάτω. Eπιμέλεια: Ερατώ Τσούκα

Όταν ο χορογράφος Σίντι Λάρμπι Τσερκάουι επισκέφτηκε τους Σαολίν μοναχούς της Κίνας, αυτό που συνέβη εξελίχθηκε σε κάτι περισσότερο από συνεργασία. Εκείνος πάντως θεωρεί ότι «ήταν ένα πνευματικό ταξίδι». Το γιατί και το διότι το έχει εξηγήσει στις καταχωρίσεις του στο προσωπικό ημερολόγιό του, αποσπάσματα από τις οποίες δημοσιεύθηκαν πριν από μερικούς μήνες, στις 23 Απριλίου, στη βρετανική «Guardian», με επιμέλεια της Judith Mackrell. Ο Τσερκάουι οδηγήθηκε στους Σαολίν από παράξενους δρόμους. Από παιδί, λάτρευε τον Μπρους Λι, το βασιλιά των ταινιών κουνγκ φου και καράτε – που εκτός από καλτ κινηματογραφική φιγούρα ήταν και ένας χορευτής στους ρυθμούς των αναμετρήσεων σώμα με σώμα, που ήταν το βασικό περιεχόμενο των ταινιών του. Από τον Μπρους Λι στους Σαολίν, ωστόσο, ο δρόμος είναι μικρός. Και μπορείς να τον διανύσεις αν αποφασίσεις να πας πίσω από την τεχνική της μάχης, να ψάξεις πέρα από τις πολεμικές τέχνες, στη φιλοσοφία τους. Αν δηλαδή αναζητήσεις το βάθος, πίσω από την επιφάνεια του φτηνού, έτσι κι αλλιώς, κινηματογραφικού θεάματος. Μεγαλώνοντας, ο Τσερκάουι αναζήτησε την έμπνευση που αντλούν οι μοναχοί από τον κόσμο που τους περιβάλλει. Διερεύνησε την ιδεολογία τους, τη σχέση τους με την πνευματικότητα, το περιεχόμενο που υποκινεί τους πολεμικούς τους τρόπους. Τα κίνητρα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι διπλά. Το ένα έχει να κάνει με την πάλη των προσώπων να ολοκληρωθούν ως χαρακτήρες, να δώσουν νόημα και περιεχόμενο στη ζωή τους. Το άλλο, ειδικά για πρόσωπα του χορού όπως ο Τσερκάουι, έχει να κάνει με τη δουλειά τους, την τεχνική τους, την εσωτερική πειθαρχία τους. Αυτή την εσωτερική πειθαρχία, ο καλλιτέχνης δεν την έχει απλώς οργανικά εντάξει στην τέχνη του. Είναι συστατικό στοιχείο αυτής της τέχνης, καθρεφτίζεται μάλιστα στη νέα δημιουργία του «Σούτρα», που παρουσιάζεται στο Φεστιβάλ Αθηνών. Η διεθνής συμπαραγωγή είναι καρπός της συνάντησης των μοναχών Σαολίν με τον 32χρονο και ήδη διάσημο χορευτή και χορογράφο. Μαζί του σε αυτό το έργο είναι ο σημαντικός Βρετανός γλύπτης Άντονι Γκόρμλι και, στη μουσική, ο ταλαντούχος Πολωνός συνθέτης Σίμον Μπρζόσκα. Μισός Βέλγος, μισός Μαροκινός, ο Σίντι Λάρμπι Τσερκάουι διασταυρώνει συστηματικά ετερογενή υλικά –τραγούδι, κίνηση, θεατρικό παιχνίδι – στα θεάματά του. Η αναζήτηση στην περιοχή της κουλτούρας των Σαολίν έχει να κάνει με τη συνολικότερη αναζήτηση στη ζωή του, με την εξέλιξη. Είχε άλλωστε φτάσει σε μια οριακή στιγμή της καριέρας του. Έχοντας χωρίσει από τον μέντορά του Aλέν Πλατέλ, της ομάδας χορού Chent Les Ballets C de la B, ξεκίνησε τη δική του ομάδα και περιόδευσε μαζί με τον Άκραμ Καν (τον θυμάστε πέρυσι να χορεύει με τη Συλβί Γκιλέμ στο Φεστιβάλ Αθηνών;) στο περίφημο ντουέτο τους «Zero Degrees». Αλλά η επιτυχία προκάλεσε επίσης, όπως ο ίδιος ομολόγησε, δημιουργική κόπωση – και ο Τσερκάουι χρειαζόταν ένα διάλειμμα και έναν απολογισμό. Όταν ξεκίνησε αυτή τη δουλειά, όπως λέει, έψαχνε. Τι; «Έναν διαφορετικό τρόπο να εκφράζομαι, ένα νέο μέρος να υπάρξω», λέει. Όπως δείχνουν τα αποσπάσματα από το ημερολόγιο, που δημοσιεύουμε στη συνέχεια, αυτά που έψαχνε τα βρήκε στην Κίνα σε έναν απομακρυσμένο στο βουνό ναό των Σαολίν μοναχών.

Από το ημερολόγιο του Τσερκάουι «Οι Σαολίν είναι ανοιχτοί σε νέα πράγματα» Τέλη Ιανουαρίου 2008 Τα βασικά στοιχεία της συνεργασίας (Σούτρα) είναι συγκεντρωμένα. Ο γλύπτης Άντονι Γκόρμλι και ο Πολωνός συνθέτης Σίμον Μπρζόσκα έχουν δεχτεί την συνεργασία και είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε πρόβες στο ναό. Έκανα δύο επισκέψεις στο ναό πέρυσι το καλοκαίρι και μου έκαναν μεγάλη εντύπωση. Ήταν ένα πολύ όμορφο τοπίο στο βουνό, αλλά όχι όπως το φανταζόμουν. Οι μοναχοί μίλαγαν στα κινητά τηλέφωνα, τους επιτρεπόταν η ποπ μουσική και είχαν σχετικά εύκολη πρόσβαση στο Ιnternet. Μου είπαν ότι αυτό ήταν φυσικό, αφού οι Σαολίν ήταν πάντα οπαδοί της νέας τεχνολογίας. Όταν πρωτοανακαλύφθηκε το χαρτί, για παράδειγμα, το υιοθέτησαν πολύ γρήγορα. Το ότι οι μοναχοί ήταν ανοιχτοί σε νέα πράγματα, ήταν θετικό για μένα γιατί σήμαινε ότι οι μοναχοί θα ήταν δεκτικοί στις ιδέες μου. Στις πρώτες μας συναντήσεις μιλούσαμε για την κουλτούρα τους, πώς οι αρχές του κουνγκ φου συνδέονται με τον έξω κόσμο και με ποιον τρόπο συνδέονταν πνευματικά με τα ζώα αλλά και με το περιβάλλον. Σκέφτομαι πώς να μεταφράσω αυτές τις ιδέες σε ιστορίες. Ο Άντονι έχει σχεδιάσει ένα σύνολο από κουτιά που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να υποδηλώσουν διαφορετικές τοποθεσίες – ένα σπίτι, ένα χωριό, ένα νεκροταφείο, ένα νησί, ένα λουλούδι λωτού ακόμα και τα ίδια τα σώματα των μοναχών.

«Θέλω να μείνω εδώ για πάντα» Φεβρουάριος, αρχές Μαρτίου Έχει πολύ κρύο εδώ. Μερικές μέρες χιονίζει. Επειδή οι μοναχοί είναι τόσο γυμνασμένοι δεν χρειάζονται θέρμανση. Φοβάμαι ότι το σώμα και το μυαλό μου δεν θα δουλεύουν σωστά άμα κρυώνω συνέχεια, έτσι μένω σε ένα ξενοδοχείο στους πρόποδες του βουνού 20 λεπτά με το αυτοκίνητο. Όταν είμαι στο ναό, κάνω πρόβες με γάντια και καπέλο. Οι πρώτες δύο μέρες ήταν ένας εφιάλτης. Το πάτωμα του χορού δεν είχε εγκατασταθεί και τα κουτιά του Άντονι είχαν γίνει πολύ μικρά. Το να οργανώνεις τα διαδικαστικά από τόσο μεγάλη απόσταση και σε μια ξένη γλώσσα δημιουργεί πολλές παρεξηγήσεις. Η καθυστέρηση ήταν πολύ δύσκολη για μένα. Όταν

δεν χορογραφώ νιώθω φρικτά. Πανικοβάλλομαι. Ακόμα και όταν ξεκινήσαμε τις πρώτες συναντήσεις, τις ένιωθα να κυλούν πολύ αργά. Μου πήρε χρόνο να συνηθίσω να τα κάνω όλα με μεταφραστή. Οι περισσότεροι μοναχοί είναι νέοι, γύρω στα 21-22. Όταν τους έδειξα τα κουτιά του Άντονι και τους εξήγησα με ποιο τρόπο θα τα χρησιμοποιούσαμε για να δημιουργήσουμε διαφορετικά σκηνικά, ανταποκρίθηκαν με λαχτάρα. Οργανώθηκαν αμέσως μεταξύ τους για να φτιάξουν τα σκηνικά. Ήταν όπως όταν εγώ και ο αδελφός μου παίζαμε Lego. Η ρουτίνα εδώ μου ταιριάζει πολύ. Οι μοναχοί σηκώνονται στις 6 για ένα αναζωογονητικό τρέξιμο και εγώ κάνω μαθήματα γιόγκα στο δωμάτιο μου γύρω τις 7.30. Όλα τα γεύματά μου τα παίρνω μαζί τους στο ναό. Είναι παράδεισος για μένα εδώ αφού είμαι χορτοφάγος τα τελευταία 17 χρόνια. Μια που δεν πίνω και δεν καπνίζω, δεν χάνω και πολλά από τη Δύση. Είναι τέτοια ευλογία. Θέλω να μείνω εδώ για πάντα.

Ο Ντονγκ Ντονγκ και το κουνγκ φου ως τζαζ Μάρτιος Μετά από μερικές βδομάδες που παρακολουθώ και σκηνοθετώ τους μοναχούς, έχω αρχίσει να προσπαθώ να κάνω και εγώ κάποιες από τις κινήσεις τους. Ό,τι κάνουν είναι τόσο όμορφο, αν και μερικές τους κινήσεις μπορούν να σου σπάσουν το χέρι. Μία ελικοειδής κίνηση φαινόταν τόσο όμορφη στον αέρα, αλλά όταν την έκανα με έναν από τους μοναχούς με πέταξε σχεδόν στο πάτωμα. Έχω μείνει έκπληκτος με το πόσο μοιάζουν ορισμένες κινήσεις μας, σαν τα στοιχεία του χορού να ταξιδεύουν ανάμεσα στις διάφορες κουλτούρες του χορού. Υπάρχει μια κίνηση, ένα τίναγμα των ώμων, σαν κίνηση από δελφίνι, που τη χρησιμοποιώ και εγώ στις χορογραφίες μου. Κάποια άλματά τους μοιάζουν για μένα πιο πολύ με τζαζ κινήσεις παρά με κινήσεις κουνγκ φου. Δουλεύουμε τις ιστορίες που θα αποτελέσουν το τελικό σύνολο της «Σούτρα». Έχω αρχίσει να δουλεύω με έναν πολύ νεαρό μοναχό μόλις δέκα χρονών, τον οποίο τον αποκαλούμε Ντονγκ Ντονγκ. Μπορεί να μεταμορφώνεται. Υπάρχει μία σκηνή όπου τα κουτιά αναπαριστούν ένα λαβύρινθο και αυτός είναι σαν λαγουδάκι που τον διασχίζει τρέχοντας, μέχρι που παγιδεύεται σε ένα από τα κουτιά. Σε μία άλλη σκηνή, τα κουτιά σχηματίζουν ένα λουλούδι λωτού και αυτός, σαν νεαρός Βούδας στη μέση, φτάνει σε μια απί-


χορός

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 29

Info Sidi Larbi Cherkaoui, Sutra Sidi Larbi Cherkaoui / Antony Gormley Szymon Brzóska με την συμμετοχή Μοναχών Σαολίν Σκηνοθεσία & Χορογραφία: Sidi Larbi Cherkaoui Εικαστική δημιουργία – Σχεδιασμός σκηνικών: Antony Gormley Μουσική: Szymon Brzóska Παίζουν οι μουσικοί: Szymon Brzóska, πιάνο Alies Sluiter & Olga Wojciechowska, βιολί Laura Anstee, τσέλο Coordt Linke, κρουστά Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αίθουσα Φίλων της Μουσικής | 26 Ιουλίου, 21:00

ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ, ΛΙΤΟΤΗΤΑ, ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΠΟΝΗΣΗ Ο Σίντι Λάρμπι Τσερκάουι, στη διάρκεια μιας χορογραφίας του. Η τεχνική του προϋποθέτει ασκητική ζωή και τέντωμα των δυνατοτήτων του σώματος στα άκρα.

στευτη γαλήνη. Με κάποιον τρόπο, ο Ντονγκ Ντονγκ με καταλαβαίνει καλύτερα από όλους. Επειδή έχει τη φαντασία των παιδιών δεν χρειάζεται να με ρωτά γιατί κάνουμε κάτι. Απλά, το κάνει. Έχει μία αθωότητα, αλλά είναι πολύ έξυπνος, πολύ σκανδαλιάρης.

«Οι Σαολίν να τρέχουν στο πάρκο» Απρίλιος Το μισώ που πρέπει να πάω στη Μόσχα (για να παίξω με την ομάδα μου). Έχασα το εισιτήριό μου, με αποτέλεσμα να περάσω τον περισσότερο χρόνο μου με καυκασιανές συ-

ζητήσεις για το πώς θα το αντικαθιστούσα. Από το λίγο που είδα στη Μόσχα με έπεισε ότι είναι φρικτή. Έχει εκδυτικοποιηθεί τόσο πολύ κι είναι καλυμμένη παντού από διαφημιστικές αφίσες. Οι άνθρωποι είχαν μία θλίψη. Όχι πολύ αργότερα, αφού επέστρεψα στο ναό, ήρθε ο Άντονι, όπως και κάποιοι από τους χορευτές μου, κάτι το οποίο με σάστισε πολύ. Για μεγάλο χρονικό διάστημα βρισκόμουν σε μια ασφαλή περιοχή με τους μοναχούς και, ξαφνικά, όλοι αυτοί οι άνθρωποι κοιτούσαν τη δουλεία μου, από διαφορετικές οπτικές, κάνοντας λογής λογής προτάσεις. Εί-

ναι πολύ δύσκολο να αφομοιωθούν όλες οι διαφορές, αλλά η πιο ουσιαστική διαφορά είναι πως οι μοναχοί απολαμβάνουν το κομμάτι όταν πάει πολύ γρήγορα, ενώ οι Ευρωπαίοι, κυρίως μάλιστα ο Άντονι, θεωρούν πως οι εικόνες θέλουν περισσότερο χρόνο και χώρο για να τις δούμε. Οι μοναχοί βρίσκουν μεγάλο ενδιαφέρον στους χορευτές μου που είναι εδώ. Μαθαίνουν και κάποιες ευρωπαϊκές κινήσεις. Ό,τι μοιάζει με χιπ χοπ το μαθαίνουν πολύ εύκολα. Αναγνωρίζουν τις κινήσεις από τα μουσικά βίντεο. Αλλά το χορό που είναι πιο ασαφής τον βρίσκουν δύσκολο.

Μιλούσα με τους επισκέπτες από την Ευρώπη για τα προβλήματα στο Θιβέτ. Είναι δύσκολο να μάθεις νέα από εδώ και δεν το βρίσκω σωστό, αφού είμαι επισκέπτης, να ρωτήσω τους μοναχούς για αυτό. Τώρα νιώθω ένα ρολόι να μετράει αντίστροφα, καθώς οι μέρες που μου μένουν στο ναό λιγοστεύουν. Ξέρω ότι θα μου λείψει πολύ. Μιλάω επίσης με τους μοναχούς για το πώς θα είναι που θα έρθουν στη Δύση για να παίξουμε τη «Σούτρα». Δεν θα έλεγα ότι είναι και πολύ ενθουσιασμένοι. Ζουν έντονα μέρα τη μέρα. Αλλά κάποιοι από αυτούς δεν έχουν ξαναέλθει στη Δύση, και θέλουν να δουν τα τουριστικά αξιοθέατα. Θέλουν να δουν πώς ζει ο υπόλοιπος κόσμος. Αυτό που δεν τους ενδιαφέρει καθόλου είναι οι συνθήκες τις περιοδείας. Λένε μόνο ότι θέλουν ταπεινά δωμάτια. Όταν τους ρωτάω τι είδους χώρο θέλουν για να προθερμαίνονται και να κάνουν τις πρόβες τους, γελάνε και μου λένε πως θα μπορούσαν να πηγαίνουν απλά για τρέξιμο στα πάρκα. Νομίζω ότι θα ήταν σπουδαίο θέαμα αυτό: Όλοι οι Σαολίν μοναχοί να τρέχουν στο πάρκο.


Φωτογραφία: Αρχείο Οδός Πανός

30 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

θέμα


θέμα

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 31

Λένα Πλάτωνος «Με κάνει αγγελάκι η κατανόηση των ανθρώπων» Όταν μιλάει η Λένα Πλάτωνος (η συναυλία της οποίας στο Ηρώδειο θα στηριχτεί στα «Ημερολόγιά» της, τη συλλογή-έκπληξη που τον περασμένο χειμώνα σηματοδότησε την επιστροφή της) είναι σαν να αφηγείται, με το δικό της τρόπο, την ιστορία της μεταπολίτευσης. Οι στρατεύσεις, οι έρωτες, τα πρόσωπα, οι μουσικές. Οι αναχωρήσεις και οι επιστροφές. Ό,τι έγινε κι ό,τι δεν έγινε. Η διαδρομή από το πιάνο (αλλά κι από το μπουζούκι) στο συνθεσάιζερ. Η διαδρομή από τις επιθυμίες στις απώλειες. Ο χαμένος αλλά κι ο ξανακερδισμένος χρόνος. Από την Κατερίνα Κόμητα

ΕΝΑΣ ΘΑΥΜΑΣΤΟΣ ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ Στο MySpace είναι η εκλεκτή των εκλεκτικών εικοσάρηδων, στα διαδικτυακά φόρουμ είναι πολλοί αυτοί που συνομιλούν με στίχους από τα τραγούδια της και στο Ηρώδειο θα βρίσκεται ανάμεσα σε αγαπημένους της ανθρώπους. Η επιστροφή της Λένας Πλάτωνος έχει ατμόσφαιρα γιορτής.

«Γελάς πολύ και μου αρέσει αυτό... Κι εγώ κάποτε γελούσα. Πο πο, πώς γελούσα... Τώρα τελευταία έχει κοπεί αυτό. Δεν είναι πως έχω χάσει το χιούμορ μου. Απλώς, οι παρέες μου δεν γελάνε τόσο πολύ· εκτός από μια φίλη με την οποία κάνουμε ΤΑ γέλια! Είναι Θεσσαλονικιά· μιλάμε από το τηλέφωνο· το τι λέμε με αυτή…». Κάπως έτσι ξεκίνησε η συζήτησή μας με τη Λένα Πλάτωνος. Ένα απόγευμα, στο ισόγειο σπίτι της στο Χολαργό, πίνοντας παγωμένες βυσσινάδες και με το ραδιόφωνο στο βάθος να παίζει πολύ απαλά. Λίγες μέρες πριν από τη συναυλία του Ηρωδείου… Τι περιμένετε από αυτή τη βραδιά στο Ηρώδειο; Να ευχαριστηθούμε, τόσο εγώ όσο κι ο κόσμος. Ξέρω πως εκείνο το βράδυ θα ’ναι κοντά μου άνθρωποι που με αγαπάνε. Μου το έχουν δηλώσει από τώρα και θέλω να τους ευχαριστήσω πάρα πάρα πολύ. Αισθάνεστε αγωνία; Έχω τρακ· όχι πολύ, το αναμενόμενο. Θέλω όλοι να τα πάμε καλά, να παίξουμε τα ωραία μας τραγουδάκια – που δεν ακούγονται τόσο πολύ στο ραδιόφωνο... Οι πρόβες, δόξα τω θεώ, πάνε πολύ καλά. Τι θα παίξετε; Θα παίξω σίγουρα τα τραγούδια από τα “Ημερολόγια” που είναι ο καινούργιος μου δίσκος. Αλλά θα υπάρξουν και εκπλήξεις. Η μουσική πώς μπήκε στη ζωή σας; Φυσιολογικά. Όπως λέμε το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει. Σχεδόν μωρό ακόμα, ο πατέρας μου (σ.σ. ο σημαντικός συνθέτης και πιανίστας Γεώργιος Πλάτων) με κάτι φίλους του μουσικούς, μου είχαν κάνει κάτι ακουστικά τεστ και είχαν βγάλει το συμπέρασμα ότι ακούω πολύ καλό μουσικό αφτί. Και ξαφνικά, μια μέρα στα δυόμισί μου χρόνια, έπαιξα στο πιάνο τα κάλαντα με τα δύο χέρια, χωρίς να έχω διδαχθεί τίποτα. Γιατί μέχρι τότε έπαιζα, με το αφτί πάντα, μόνο κάτι μελωδιούλες με το ένα χέρι. Εκείνο το περιστατικό το θυμάμαι σαν τώρα. Ήταν Χριστούγεννα. Τα παιδιά της γειτονιάς χτύπησαν την πόρτα για τα κάλαντα κι ο πατέρας τα έβαλε μέσα να τα πούνε όλοι μαζί στο πιάνο. Εγώ ήμουν ξαπλωμένη σ’ ένα ντιβανάκι· ήμουν πολύ άρρωστη, με υψηλό πυρετό. Παρακολούθησα αυτή τη σκηνή, η οποία, καθώς φαίνεται, εντυπώθη-

κε μέσα μου πολύ έντονα. Με το που έφυγαν τα παιδιά και ο μπαμπάς, εγώ πετάχτηκα από το ντιβάνι, ανέβηκα στην καρέκλα και έπαιξα τα κάλαντα. Ένα γεγονός που σόκαρε πολύ μια φίλη της μητέρας μου που ήταν εκεί και η οποία βλέποντάς με λιποθύμησε… Η καημένη, πίστεψε ότι είχε γίνει θαύμα. Αλήθεια, θυμάστε γεγονότα που σας συνέβησαν σε τόσο μικρή ηλικία; Αυτό το γεγονός το θυμάμαι σαν τώρα. Άλλα ξεχνάω… Η μνήμη είναι λένε επιλεκτική… Πολύ επιλεκτική…πολύ… (γελάει) Έτσι λοιπόν μπήκε η μουσική στη ζωή σας… Ναι. Από τότε αποφάσισα ότι θα γίνω μουσικός· από ένα πάθος να ακολουθήσω και να μιμηθώ τον πατέρα. Ο πατέρας δεν μου επιβλήθηκε ποτέ, δεν μου έμαθε νότες. Αν και ήταν ο ίδιος καθηγητής, με ανέθεσε σε άλλους δασκάλους του πιάνου, που τους εκτιμούσε πάρα πολύ: στη Μαρίκα Παπαϊωάννου και στη Φοίβη Βάλληνδα. Ο πατέρας δεν με πίεσε ποτέ. Γι’ αυτό και συνήθισα σε αυτή την ελευθερία και γι’ αυτό και τώρα μπορώ με ελευθερία να επιλέγω τις μουσικές που με εκφράζουν και να τις βγάζω προς τα έξω, στον κόσμο. Και οι σπουδές πότε ήρθαν; Μπήκα, με πρώτο πανελλήνιο βραβείο, στο Ωδείο Αθηνών. Με είχε βάλει ο πατέρας να πάρω μέρος σε αυτό το διαγωνισμό. Μου είπε: «γίνεται ένας διαγωνισμός και θα έχει και χρηματικό βραβείο». Ήμουν 11 ετών τότε. Σκέφτηκα ότι με τις 5.000 χιλιάδες δραχμές του βραβείου, θα αγόραζα πολλά πράγματα. Τελικά πήρα ένα καλό πικάπ. Θυμάμαι ότι άκουγα δίσκους από το πρωί μέχρι το βράδυ.

«Ο Πρίσλεϊ μου άρεσε σαν άντρας» Τι ακούγατε εκείνη την εποχή; Έλβις Πρίσλεϊ. Μου άρεσε σαν άντρας και μου άρεσε και η μουσική του. Τότε ήταν η εποχή του· ήταν ο βασιλιάς του ροκ· οι Μπιτλς ήρθαν δυο χρόνια αργότερα. Δεν άκουγα μόνο κλασική μουσική στη ζωή μου· άκουγα και ροκ και ελληνικά τραγούδια. Λαϊκά ακούγατε; Μέσα στο σπίτι δεν ακούγαμε τόσο πολύ λαϊκά, όσο ελαφρολαϊκά. Άκουγα, όμως, τη Μαριάννα Χατζοπούλου, μια πολύ σπου-

«Με τα “Ημερολόγια” ήθελα να πω μερικά πράγματα για τα χρόνια που έλειψα· ήθελα να δώσω λόγο σε αυτούς που με είχαν χάσει και με ψάχνανε· να τους πω πού περίπου ήμουν και τι έκανα».


θέμα

32 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

δαία λαϊκή τραγουδίστρια που ήταν τυφλή. Μου άρεσε πάρα πολύ. Αυτή μου άρεσε κι ο Χατζιδάκις. Το πρώτο ολόκληρο τραγούδι που έπαιξα ποτέ στο πιάνο ήταν το «Γαρίφαλο στ’ αφτί»· ήμουν τεσσάρων (το σιγοτραγουδάει). Η «Λιλιπούπολη» πώς μπήκε στη ζωή σας; Κάπως παράξενα. Είχα παντρευτεί τον Δημήτρη Μαραγκόπουλο, το συνθέτη. Ήμασταν νεαρό ζευγάρι. Στα 24 εγώ, 26 εκείνος… Έρωτας; Μεγάλος. Λοιπόν; Εκείνος ήταν πολύ φίλος με τον Θάνο Μικρούτσικο, με τον Μιχάλη Γρηγορίου, με τον Ξανθουδάκη… Όλα αυτά τα παιδιά ήταν στην παρέα του Μάνου (Χατζιδάκι) και φτιάχνανε μαζί του το Τρίτο Πρόγραμμα. Όταν αποφάσισαν να γίνει η παιδική εκπομπή είπαν στον Δημήτρη, ο οποίος τότε είχε μόλις τελειώσει τις σπουδές του στη σύνθεση, να πάρει μέρος στη «Λιλιπούπολη». Εκείνος πρότεινε κι εμένα. Γιατί πιστεύετε ότι είχαν τόσο μεγάλη απήχηση τα τραγούδια της «Λιλιπούπολης» στα παιδιά – αλλά όχι μόνο στα παιδιά; Ήταν καλά τραγούδια. Είχαν ωραίο, πανέξυπνο, ευχάριστο, φινετσάτο στίχο και είχαν από πίσω και τέσσερις διαφορετικές προσωπικότητες τραγουδοποιών. Γιατί εκτός από μένα, έγραφαν ο Μαραγκόπουλος, ο Νίκος Κυπουργός και ο Νίκος Χριστοδούλου. «Τον έλεγα πάντα κύριο Χατζιδάκι» Οι σχέσεις σας με τον Χατζιδάκι ποιες ήταν; Πολύ καλές. Όταν μου ανέθεσε να κάνω διασκευή στα τραγούδια του, διάλεξα εκείνα που είχε γράψει το 1962 κι έκανα το δίσκο με τη Σαββίνα Γιαννάτου· το ονομάσαμε «Το ’62 του Μάνου Χατζιδάκι». Μου είχε πει τότε ότι κανείς δεν είχε μεταχειριστεί τις αρμονίες του όπως τις μεταχειρίστηκα εγώ. Με τον Χατζιδάκι είχαμε ψυχική συγγένεια. Τον νιώθατε κοντά σας ως άνθρωπο ή ως μουσική οντότητα; Το δεύτερο. Ήταν λίγο απόμακρος, αλλά ήμουν και εγώ λίγο απόμακρη. Υπήρχαν παιδιά που του ρίχνανε μια στην πλάτη και του λέγανε: «γεια σου ρε Μάνο...» Εγώ δεν τον έλεγα ποτέ Μάνο· τον έλεγα πάντα κύριο Χατζιδάκι. Τον σεβόμουν πάρα πολύ, καταλαβαίνεις; Τον σεβόμουν τρομερά. Καμιά φορά, ο άνθρωπος δεν θέλει να «κατεβάζει» τα ινδάλματά του. Το βλέπω και τώρα που κάποια νεαρά παιδιά μου μιλάνε στον πληθυντικό και με αποκαλούν «κυρία Πλάτωνος». Τα καταλαβαίνω, δεν τους το κόβω· γιατί κι εγώ έτσι ένιωθα κι εξακολουθώ να νιώθω με ορισμένους ανθρώπους. Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε μιλήσει με πολύ κολακευτικά λόγια για εσάς Είχε πει ότι ήμουν η καλύτερη της γενιάς μου. Πώς είναι το ίνδαλμά σου να δηλώνει κάτι τέτοιο για σένα; Σε αγχώνει ίσως; Καθόλου άγχος· μόνο τεράστια χαρά. Με τη δήλωση αυτή δικαιώθηκε η αίσθηση της μουσικής συγγένειας που είχα νιώσει ότι υπήρχε μεταξύ μας. Γιατί δεν υπάρχει πιο μεγάλη χαρά από να σε κατανοεί ο άνθρωπος που κατανοείς και θαυμάζεις. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από την αλληλοκατανόηση, την αλληλοαποδοχή, τον αλληλοσεβασμό. Με ποιους άλλους συνθέτες νοιώσατε παρόμοια συγγένεια; Με τον πατέρα μου, τον Σκριάμπιν, τον Ραχμάνινοφ, τον Μπραμς, τον Σούμαν, τον

Μπαχ, τον Μπετόβεν, τη Λόρι Άντερσον, τους Massive Attack, τους Beatles, τους Led Zeppelin – να μερικά ονόματα. Στην Ελλάδα, εκτός από τον Χατζιδάκι, δεν έχω νιώσει με κάποιον άλλο. Μιλήστε μου για την περίοδο της Βιέννης Στη Βιέννη πήγα στα δεκαεννιά μου για να συνεχίσω τις σπουδές στο κλασικό πιάνο. Αντί γι’ αυτό, όμως, άρχισα να γράφω ροκ τραγούδια.

Χίπισσα στη γενέτειρα του Μότσαρτ Πώς έγινε αυτό; Περαστική από το Σάλτσμπουργκ –γενέτειρα του Μότσαρτ– περπατούσαμε στο δρόμο με μια φίλη. Κάποια στιγμή συναντήσαμε έναν νεαρό. Τον ρώτησα πού βρίσκεται το τάδε κατάστημα. Εκείνος μας έδειξε και μετά μας κάλεσε να πάμε για καφέ. Ξέρεις, τότε τα πράγματα ήταν πολύ λάσκα… Ήταν χιπισμός τότε, κι εγώ ήμουν χίπισσα. Πήγαμε λοιπόν για καφέ κι εκεί μου είπε ότι έφτιαχνε ταινιούλες για την τηλεόραση. Με ρώτησε αν, εκτός από το να σπουδάζω μουσική, έγραφα κιόλας… Του απάντησα «ναι». Αυθόρμητα. Μήνες αργότερα, όταν ξανασυναντηθήκαμε, άρχισε να γράφει στίχους στα αγγλικά κι εγώ να γράφω μουσικές για τους στίχους του. Είχαμε πια παρατήσει το σχέδιο με τις ταινίες. Έγραψα καμιά δεκαπενταριά τραγούδια που δεν τα προχώρησα δισκογραφικά. Τα ενορχήστρωνα μέσα στο μυαλό μου με όργανα της εποχής. Αναφερθήκατε στο χιπισμό. Τι σήμαινε το κίνημα εκείνη την εποχή; Φορούσαμε ρούχα λίγο σκισμένα, λίγο φθαρμένα και μπλου τζιν. Τα αγόρια είχαν μακριά μαλλιά, όπως και τα κορίτσια. Ο έρωτας ήταν πάρα πολύ ελεύθερος σε βαθμό που δεν μπορεί να διανοηθεί κανείς. Και η χρήση των ναρκωτικών ήταν ελεύθερη, αλλά ποτέ βαριά ναρκωτικά. Μόνο μαριχουάνα, χάπια LSD και speed. Εγώ δεν είχα πέσει ποτέ σε ναρκωτικά, γιατί δεν μου άρεσαν. Γιατί δεν μου πήγαν, όχι ότι δεν είχα δοκιμάσει. Για να καταλάβεις, το σπίτι μου στη Βιέννη κάθε μέρα ήταν γεμάτο από διάφορα άτομα, πολλά από τα οποία δεν τα ήξερα. Όμως δεν ήταν κλέφτες, αυτό ήταν σίγουρο. Υπήρχε μεταξύ μας μεγάλος αλληλοσεβασμός. Τι σας τράβηξε στον χιπισμό; «Make love not war». Μακριά από εμπόλεμες καταστάσεις, σε προσωπικό και σε γενικότερο επίπεδο. Και η αποθέωση του έρωτα. Πότε πάψατε να υπάρχετε ως κίνημα; Στο τέλος της δεκαετίας του 1970 με αρχές της δεκαετίας του 1980. Εγώ βέβαια είχα περάσει σε άλλη φάση τότε. Είχα πολιτικοποιηθεί. Ανήκα στην Αριστερά. Όχι πολύ ενεργά, βέβαια, αλλά ήμουν αρκετά κοντά στα πράγματα. Το συνθεσάιζερ πώς μπήκε στη ζωή και στη μουσική σας; Το αγόρασα για να κάνω ορχήστρες και να μπορώ να κάνω συναυλίες χωρίς πολλούς μουσικούς. Μόλις το έφερα στο σπίτι, είδα ότι, εκτός από αυτή τη δουλειά, έκανε κι ένα εκατομμύριο άλλες. Ήταν μια φαντασμαγορία, κι εγώ τα ’χασα. Έτσι, το φοβήθηκα και το κλείδωσα. Άφησα να αναπτυχθεί μεταξύ μας μια σχέση πιο ομαλή. Το συνθεσάιζερ υπήρχε βέβαια στο χώρο, αλλά δεν έπαιζα. Το χρησιμοποίησα ύστερα από μερικούς μήνες. Η σχέση μου μαζί του ήταν πολύ ώριμη σχέση. Περιγράφετε κάτι σαν εξημέρωση ;

Ζίνα Παπαδοπούλου και Πέτρος Παπαδόπουλος Τα παιδιά του βιντεοκλίπ Aπο την Ερατώ Τσούκα

Δυο αδέλφια, που ζουν στο εξωτερικό, σε διαφορετικές χώρες και ασχολούνται με το κινούμενο σχέδιο, έφτιαξαν το πρώτο βιντεοκλίπ της Λένας Πλάτωνος.


θέμα Η Ζίνα Παπαδοπούλου ζει στην Ολλανδία όπου εργάζεται στο χώρο του οπτικοακουστικού. Στην πορεία, τα βήματά της διασταυρώθηκαν με τη Λένα Πλάτωνος – έκανε, με την τεχνική του animation, ένα βιντεοκλίπ για το τραγούδι «Ραντεβού», από τη νέα συλλογή της Πλάτωνος, τα «Ημερολόγια», που τα σκηνοθέτησε ο αδελφός της, Πέτρος. Πώς προέκυψε η συνεργασία, πώς είναι να κάνεις animation; Πόσα χρόνια ασχολείσθε με το animation και πώς προέκυψε το ενδιαφέρον σας για το συγκεκριμένο είδος;

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 33

Ασχολούμαι τα τελευταία 7 χρόνια. Σε αυτό το είδος της τέχνης με μύησε η καθηγήτρια Ελένη Μούρη που διδάσκει παραδοσιακό κινούμενο σχέδιο στο ΤΕΙ Αθηνών. Από τότε λάτρεψα το κινούμενο σχέδιο γιατί μου δίνει τη δυνατότητα να συνδυάζω πολλά είδη τέχνης, φωτογραφία, ζωγραφική, γραφιστική και συγγραφή σεναρίου. Στα δικά μου κινούμενα σχέδια προσπαθώ να πειραματίζομαι με διάφορες τεχνικές και μου αρέσει να πρωτοτυπώ. Ποια είναι τα συνήθη θέματά σας; Είναι λίγο σκοτεινά και πάντα κρύβουν ένα μήνυμα. Μου αρέσει να αναμειγνύω συναισθήματα χαράς ή συγκίνησης. Σε κάθε animation θεωρώ ότι το πιο σημαντικό είναι το θέμα και το σενάριο. Στην περίπτωση

του βιντεοκλίπ για το «Ραντεβού» της Λένας Πλάτωνος, η υπόθεση βασίζεται στην ιστορία μιας κοπέλας που περιμένει τον μεγάλο έρωτα στην άκρη του λόφου. Αυτός ο μεγάλος έρωτας έρχεται από τον ουρανό. Η κοπέλα που περιμένει βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ γης και γκρεμού. Ζει ένα όνειρο – ή μήπως έναν εφιάλτη; Αλλά πάλι, κάπως έτσι δεν είναι και οι μεγάλοι έρωτες; Ζείτε έξω. Είναι ευκολότερο να ασχολείστε με το animation στο εξωτερικό, σε σχέση με την Ελλάδα; Ίσως στο παρελθόν να ήταν πιο εύκολα τα πράγματα έξω. Όμως αυτό έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια, γίνονται πολύ καλές δουλειές στην Ελλάδα. Προσπαθώ να συμμετέχω στα ελληνικά καλλιτεχνικά δρώμενα.

Είτε με ψηφιακά εφέ για ελληνικές κινηματογραφικές ταινίες, είτε παίρνοντας μέρος σε φεστιβάλ όπως το Φεστιβάλ της Δράμας, το Αthens Video Art Festival, το Αthens Animfest. Με το βίντεο της Λένας Πλάτωνος μου δόθηκε η ευκαιρία να συνεργαστώ με μια καλλιτέχνη που εκτιμώ. Πρέπει να σας πω ότι θα με ενδιέφερε στο κοντινό μέλλον να επιστρέψω στην Ελλάδα. To animation έχει πλέον πολλές εφαρμογές στο σημερινό οπτικοακουστικό, ε; Είναι ένα πολύ δυνατό μέσο. Σου δίνει απόλυτη ελευθερία έκφρασης. Σήμερα, μάλιστα, με το Ιnternet, είναι πιο εύκολο αυτές οι δουλειές να διαδοθούν και να αποκτήσουν μεγάλο κοινό. Γι’ αυτό, όταν γράφω τα σενάριά μου, δεν έχω στο μυαλό μου συγκεκριμένο κοινό. Κι έχω παρατηρήσει ότι, όντως, οι ταινίες μου έχουν απήχηση σε πολλά επιμέρους κοινά. Πέρυσι μία από αυτές, με τίτλο «Bloody Mary», κέρδισε το βραβείο κοινού στο Φεστιβάλ Κινούμενου Σχεδίου της Τσεχίας Anifest 07. Πώς χρησιμοποιείτε στη δουλειά σας την τεχνολογία; Έχω την αίσθηση ότι καλό είναι να αποφεύγονται η κατάχρηση και ο εύκολος εντυπωσιασμός. Πολλές φορές, μπορεί το αποτέλεσμα να είναι πιο ενδιαφέρον αισθητικά με απλά μέσα. Προσωπικά, προτιμώ να πειραματίζομαι με σινική μελάνη, παστέλ, τέμπερα ή κατασκευάζοντας σκηνικά από χαρτόνι. Μου δίνει μία απίστευτη ελευθερία. Πώς προέκυψε η συνεργασία σας με τη Λένα Πλάτωνος; Ήταν δικιά σας ή δική της πρωτοβουλία; Η κουμπάρα της συνεργασίας ήταν η κοινή μας φίλη και ζωγράφος Καίτη Μαυρομάτη. Ήμασταν μια μέρα στο σπίτι της και μας έβαλε να ακούσουμε το καινούργιο CD της Λένας Πλάτωνος, δύο μήνες πριν κυκλοφορήσει. Υπήρχε απίστευτη συγκίνηση και νιώσαμε, ο αδερφός μου και εγώ, αυθόρμητα την ανάγκη να συμμετάσχουμε στην οπτικοποίηση της μουσικής. Ειδικά το τραγούδι «Ραντεβού», που τότε ακόμα δεν είχε αποφασιστεί ο τίτλος του, μας είχε μαγέψει από το πρώτο άκουσμα. Ήταν κεραυνοβόλος έρωτας.

Ο Πέτρος στο Λονδίνο

ΣΤΟ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Σκηνή από το βιντεοκλίπ για το «Ραντεβού» της Λένας Πλάτωνος.

Ο Πέτρος Παπαδόπουλος είναι αδελφός της Ζίνας. Μικρός ήταν φαν των ταινιών Ντίσνεϊ, τώρα δουλεύει για τη Jetix, ενώ έχει περάσει κι από το Cartoon Network. Υπογράφει τη σκηνοθεσία στο βιντεοκλίπ του τραγουδιού της Λένας Πλάτωνος. Με δεδομένο ότι εκείνη ζει στην Ολλανδία, αυτός στην Αγγλία, έπρεπε να συνεργαστούν ηλεκτρονικά. Του ζητήσαμε να μας εξηγήσει πώς έγινε: «Ευτυχώς, οι ιδέες μας ταυτίζονταν κι αυτό μας ενθάρρυνε να προχωρήσουμε. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε αφορούσαν κυρίως το τεχνικό κομμάτι και είχαν να κάνουν με το χρόνο που απαιτείται να μεταφερθούν μεγάλα αρχεία μέσω Ιnternet. Θυμάμαι είχα στείλει το φινάλε του βίντεο στην αδερφή μου, από την Αγγλία, και κατάφερε να το λάβει μία μέρα πριν την παρουσίαση. Ευτυχώς, στο τέλος όλα πήγαν καλά».


θέμα

34 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

ας των συναισθημάτων και των εικόνων που έχεις μέσα σου.

ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΟ Η Λένα Πλάτωνος σε μια από τις πιο γνωστές φωτογραφίες της από τη δεκαετία του ‘90.

«Τα χρόνια που έλειψα»

«Αυτό που μου αρέσει στην ηλεκτρονική μουσική είναι τα άπειρα ηχοχρώματα με τα οποία μπορείς να αποτυπώσεις στιγμές του ψυχισμού σου· να αποτυπώσεις άπειρα λεπτές εικόνες. Έχει μεγάλη πολλαπλότητα και, παράλληλα, είναι ένα όργανο ακριβείας».

Ναι, αλληλοεξημερωνόμασταν. Τι ακριβώς ήταν αυτό που σας φόβισε; Φοβήθηκα ότι δεν θα μπορούσα να επιλέξω ανάμεσα στις τεράστιες δυνατότητές του. Σιγά σιγά, οι επιλογές μου άρχισαν να μη γίνονται πια με πανικό. Ήξερα τι ζητούσα και, όταν το συναντούσα μπροστά μου, έλεγα: «Εδώ είμαστε… Σε αυτόν το θόρυβο… Σε αυτόν τον ήχο». Στον «Καρυωτάκη» διάλεξα δύο τρεις ήχους από εκεί μέσα και τους έβαλα, έτσι, σαν σταλαγματιές. Στο «Σαμποτάζ», βέβαια, είχα δώσει τα ρέστα μου…

«Στον μπαμπά άρεσαν οι ηλεκτρονικοί ήχοι» Νιώσατε κάποια στιγμή ότι προδώσατε το πιάνο; Καθόλου. Το πιάνο υπήρχε πάντα στη ζωή μου, έπαιζα πάντα πολύ. Μόνο τώρα τελευταία δεν παίζω τόσο πολύ. Ξέρεις, με τον μπαμπά μου πουλήσαμε ένα πιάνο για να πάρουμε το συνθεσάιζερ. Η μαμά μου, είχε πει τότε: «Τον σκοτώνεις τον πατέρα σου…». Δεν έστεκε κάτι τέτοιο· είχε συμφωνήσει ο άνθρωπος. Η μάνα μου ήταν μελοδραματι-

κός τύπος… Ο πατέρας σας τι γνώμη είχε για τις ηλεκτρονικές μουσικές σας; Του άρεσαν πάρα πολύ. Μου έλεγε ότι ήταν το κομμάτι του μοντέρνου που τον εξέφραζε. Πως όλοι αυτοί οι ήχοι, οι θόρυβοι στα τραγούδια μου, είχαν μουσικότητα. Την εποχή εκείνη, για την Ελλάδα τουλάχιστον, ο ήχος σας ήταν πολύ πρωτοποριακός. Νιώσατε πως η στροφή σας στην ηλεκτρονική μουσική ήταν ρίσκο; Ρίσκαρα, αλλά πίστευα βαθιά ότι η μουσική του μέλλοντος είναι η ηλεκτρονική. Το πιστεύω και τώρα. Αυτό που σας έλκει σε αυτό το είδος τι είναι; Τα άπειρα ηχοχρώματα με τα οποία μπορείς να αποτυπώσεις στιγμές του ψυχισμού σου· να αποτυπώσεις άπειρα λεπτές εικόνες. Έχει μεγάλη πολλαπλότητα και, παράλληλα, είναι ένα όργανο ακριβείας. Όπως ένας επιστήμονας, με τα όργανα που διαθέτει, μπορεί να παρατηρεί το DNA ενός ανθρώπου και μπαίνει στην ιστορία του με «τα χίλια», έτσι και η ηλεκτρονική μουσική είναι ένα λεπτεπίλεπτο χειρουργικό εργαλείο, ένα εργαλείο ερμηνεί-

Για ένα διάστημα εξαφανιστήκατε από την πιάτσα. Η πιάτσα με εξαφάνισε και μετά εξαφανίστηκα κι εγώ. Το 2000 είχα κάνει μια δουλειά και δεν έβρισκα δισκογραφική εταιρία που-θε-νά. Όλοι μου έλεγαν το ίδιο: «είναι πολύ ποιοτική δουλειά…». Δεν ήταν μόνο ηλεκτρονική μουσική· ήταν, ας πούμε, έντεχνο με ηλεκτρονικά στοιχεία. Δεν ξέρω, ίσως ήταν της μοίρας μου γραφτό· το παίρνω και μοιρολατρικά, ξέρεις. Πάντως εμένα με έριξε πολύ αυτό. Με πείραξε πάρα πολύ. Σας πέρασε από το μυαλό να κάνατε μόνη σας την παραγωγή; Δεν υπήρχε καμία οικονομική δυνατότητα τότε. Μετά, το 2003, συνέβη το μεγάλο γεγονός του θανάτου της μητέρας οπότε, εκεί, πάγωσαν όλα για εμένα. Δεν μπορούσα να κάνω καινούργια μουσική και δεν με ενδιέφερε καθόλου η προηγούμενη δουλειά μου. Πένθησα πολύ. Μετά από δύο χρόνια άρχισα να ανανήπτω και ήρθα ξανά στο Χολαργό. Γιατί το είχα εγκαταλείψει το σπίτι μου. Ήρθα λοιπόν εδώ, αγόρασα και κάτι καινούργια μηχανήματα που τα είχα ανάγκη και την ίδια χρονιά άρχισα να φτιάχνω τα «Ημερολόγια», τα οποία είχα αρχίσει να δουλεύω από το πατρικό σπίτι, μετά το θάνατο της μητέρας. Έκανα ένα ξεκαθάρισμα στους στίχους κι άρχισα να γράφω τις μουσικές. Με τα «Ημερολόγια» ήθελα να πω μερικά πράγματα για τα χρόνια που έλειψα· ήθελα να δώσω λόγο σε αυτούς που με είχαν χάσει και με ψάχνανε· να τους πω πού περίπου ήμουν και τι έκανα. Κι αυτό «πέρασε» και σε άλλο κόσμο. Το να γράψω τα «Ημερολόγια» ήταν μια πολύ καλή εμπειρία για μένα. Είχατε 14 χρόνια να δείτε τη θάλασσα. Το λέτε και σε ένα τραγούδι σας στα «Ημερολόγια». Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Σε απορροφάει η καθημερινότητα. Έχετε δηλώσει ότι τα «δύσκολα» τα περάσατε μπροστά στην τηλεόραση. Έτσι πέρασα το πένθος μου εγώ: κόκαλο μπροστά σε μια τηλεόραση. Από τη στιγμή που άνοιγα τα μάτια μου μέχρι τη στιγμή που τα έκλεινα. Είδα όλες τις βραζιλιάνικες σαπουνόπερες κι όλα τα μεταγλωττισμένα. Σας βοηθούσαν να μη σκέφτεστε; Σαφώς. Σας κοίμιζαν το κεφάλι; Βεβαίως. Ναρκωτικό πρώτης. Αν δεν κάνω λάθος, έχετε και μια αδυναμία στις τηλεπωλήσεις Ενώ κάνω άλλες δουλειές, έχω ανοιχτή την τηλεόραση, πολύ χαμηλά. Ανά διαστήματα πέφτει το μάτι μου σε ένα ωραίο αντικείμενο. Μου αρέσει να βλέπω παλιά έπιπλα, κάτι τραπέζια του Γκαλέ, κάτι λάμπες Τίφανις, διάφορα αρ ντεκό αντικείμενα. Όλα αυτά έχουν μια κουλτούρα μέσα τους. Δεν είναι άσχημο να κοιτάξεις κάποια στιγμή προς την τηλεόραση και να πέσει το μάτι σου σε ένα τέτοιο αντικείμενο. Εμένα τουλάχιστον με ξεκουράζει. Το προτιμώ από το να βλέπω τα μαύρα χάλια των εκπομπών· τις έφαγα με το τουλούμι κατά το θάνατο της μητέρας μου. Με τις τηλεπωλήσεις, εξάλλου, τυχαίνει να αγοράσω και κάτι. Όταν μετακόμισα, αγόρασα μέσα από αυτές τις εκπομπές κάποια ωραία, παλιά πράγματα. Έτσι μου ήταν


θέμα

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 35

Δισκογραφία • «Εδώ Λιλιπούπολη» (1980, με τραγούδια της ραδιοφωνικής εκπομπής του Τρίτου Προγράμματος – τη μουσική των οποίων συνυπέγραφε με τους Δημήτρη Μαραγκόπουλο, Νίκο Κυπουργό και Νίκο Χριστοδούλου) • «Σαμποτάζ» (1981, με το Γιάννη Παλαμίδα και τη Σαβίνα Γιαννάτου, σε στίχους Μαριανίνας Κριεζή) • «Καρυωτάκης-13 Τραγούδια» (1982, με τη Σαβίνα Γιαννάτου σε ποίηση Κώστα Καρυωτάκη) • «Το '62 του Μάνου Χατζιδάκι» (1983, με τη Σαβίνα Γιαννάτου) • «Μάσκες Ηλίου» (1984) • «Η ηχώ και τα λάθη της» (1985, παιδικά τραγούδια με τη Σαβίνα Γιαννάτου σε ποίηση Τζιάνι Ροντάρι) • «Γκάλοπ» (1985) • «Λεπιδόπτερα» (1985) • «Το Αηδόνι του Αυτοκράτορα» (1989, παιδική όπερα, διασκευή του παραμυθιού του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν) • «Το σπάσιμο των πάγων» (1989, με τον Γιάννη Παλαμίδα) • «Μη μου τους κύκλους τάραττε» (1991, με τις Κατερίνα Κούκα, Κατερίνα Νιτσοπούλου) • «Αναπνοές» (1997, με τη Σαβίνα Γιαννάτου) • «Το Μίξερ της Λένας Πλάτωνος» (1997, με διασκευές τραγουδιών της από γνωστούς καλλιτέχνες της ελληνικής ηλεκτρονικής σκηνής: Coti K, Κωνσταντίνος Βήτα, Μιχάλης Δέλτα, ΙΟΝ κ.ά.) • «Η τρίτη πόρτα» (2000, με τη Μαρία Φαραντούρη σε ποίηση Θόδωρου Ποάλα) • «Χίλιες και μια μελωδίες» (2000, συλλογή με επιλεημένα τραγούδια της από το σύνολο της δισκογραφικής της δουλειάς στην εταιρεία Lyra) • «Σ’ αγάπησα» (2008, cd-single) • «Ημερολόγια» (2008, η πιο πρόσφατη δισκογραφική παρουσία της) Συμμετοχές • «Μουσική για πλήκτρα» (1987) • «Αναδρομή ’63-’89» του Διονύση Σαββόπουλου (1990, εξαιρετική παρουσία στο «Ρεμπέτικο», που είχε πρωτοτραγουδήσει στη δισκογραφία η Σωτηρία Μπέλλου) • «Μύθοι της Ευρώπης» της Δήμητρας Γαλάνη (1991)

χρήσιμες και με διαφορετικό τρόπο. Στους στίχους σας μιλάτε για πολύ εσωτερικές σας καταστάσεις. Εξωτερικεύετε πολύ μύχιες σκέψεις. Σχεδόν εξομολογείστε στο κοινό σας. Πιστεύω πολύ σε αυτόν τον τρόπο επικοινωνίας με τους ανθρώπους. Δεν νιώθω να εκτίθεμαι. Επικοινωνώ εσωτερικές καταστάσεις, τις ίδιες που νιώθουν πολλοί άνθρωποι. Πιστεύετε ότι είναι πολλοί αυτοί που σας αντιλαμβάνονται; Είναι αρκετοί πάντως. Σε φόρουμ στο Ίντερνετ έχω δει ότι είναι πολλοί αυτοί που μιλάνε με στίχους από τραγούδια μου· τους κάνουν σλόγκαν. Αισθάνεστε ότι με τις μουσικές σας βάζετε σε τάξη τους θορύβους και το χάος; Ναι και είναι πολύ ωραίο όλο αυτό. Αλλά είναι πολύ δύσκολο να το κάνω και μέσα μου. Γιατί με τους στίχους μου προσπαθώ να βάλω σε τάξη και το μέσα μου. Είναι επικίνδυνο να ψάχνει κανείς το μέσα του; Όχι. Επικίνδυνο είναι να μην ψάχνεσαι και κυρίως για τους άλλους. Γιατί μπορείς να βγάζεις τέρατα, και να μην παίρνεις χαμπάρι.

Να γράφεις: μια έκρηξη και μια λύτρωση Όταν γράφετε, σας ενδιαφέρουν οι αντιδράσεις των άλλων ή απλώς ωθείστε από μια εσωτερική έκρηξη; Είναι μια έκρηξη από μέσα και μια λύτρωση. Βέβαια, όταν γράφω, αντιλαμβάνομαι πόσο περίπου κόσμο θα «πιάσει» αυτό που

κάνω εκείνη τη στιγμή. Γιατί όταν έφτιαξα τις «Μάσκες Ηλίου», που ήταν μια καθ’ όλα εσωτερική έκρηξη και μου ήταν αδύνατο να μην το βγάλω όλο αυτό από μέσα μου, είχα μεγάλο φόβο. Αισθανόμουν ότι θα χάσω κοινό από το «Σαμποτάζ» και από τον «Καρυωτάκη». Και όντως έχασα· το κοινό μου μίκρυνε. Όταν έφτιαξα το «Γκάλοπ», το κοινό μου μεγάλωσε· γιατί στο «Γκάλοπ» ήμουν πιο προσεκτική. Κι αυτή ήταν η πρώτη φορά και η τελευταία, μέχρι στιγμής, που έβαλα λίγο νερό στο κρασί μου· ή στο κρασί τους. Πιστεύετε ότι οι «Μάσκες Ηλίου» τρόμαξαν το κοινό σας; Ναι, με φοβήθηκαν. Δεν τους άρεσε, ήταν πολύ ξένο για αυτούς. Πολύ προσωπικό, πολύ ταραγμένο. Οι άνθρωποι που σας ακούνε φανατικά σε όλες τις εποχές έχουν πολύ χαμηλό μέσο όρο ηλικίας. Πώς το εξηγείτε αυτό; Ναι, με ακούνε εικοσάρηδες κι έτσι…Το βλέπω και από το My Space. Το συμπέρασμα που βγάζω είναι ότι η μουσική μου έχει μια διαχρονικότητα κι ότι είναι νεανική. Αλλά ξέρεις, είμαι κι εγώ μέσα μου νεανική, αλλιώς δεν θα μπορούσα να τη βγάλω έτσι. Με έναν τρόπο νιώθω πως έχω μέσα μου το παιδί που δεν έκανα. Και πως αυτό φτιάχνει τις μουσικές. Νιώθω πως έχω μέσα μου την κόρη μου και τη μεγαλώνω. Θα τη φτάσω μέχρι τα 20-25, δεν θα τη μεγαλώσω περισσότερο. Ευτυχώς, είναι η περίπτωση που την κάνω ό,τι θέλω (γελάει). Νιώθετε ότι ένα κομμάτι σας έχει μείνει πίσω στο χρόνο;

Ναι, ένα κομμάτι μου έχει φρενάρει στα είκοσί μου χρόνια. Ένα μουσικό μου κομμάτι βρίσκεται εκεί. Οι μουσικές σας έχουν πολύ δυνατό ρυθμό. Συμπαρασύρεστε από αυτές; Από τη δική μου μουσική όχι τόσο πολύ· δεν θα σηκωθώ ποτέ να χορέψω. Θα χορέψω με το μυαλό μου. Ίσως να έχω ταμπού, επειδή είναι δική μου μουσική. Παρασύρομαι όμως από άλλες μουσικές. Όχι βέβαια όπως πριν από κάποια χρόνια. Αλλά οπωσδήποτε ξεσηκώνομαι. Έχετε γράψει μουσική για το θέατρο, όχι όμως για το σινεμά. Γιατί αυτό; Έχω γράψει μόνο για μια τηλεταινία. Κι όμως, θα μου άρεσε πολύ να γράψω, αλλά δεν έρχονται σε μένα οι σκηνοθέτες. Με θεωρούν κάτι άλλο, φαίνεται. Μια φορά σε ένα σαλόνι βρισκόμουν ανάμεσα σε σκηνοθέτες. Τους είπα: «Είστε χαζοί που δεν έρχεστε σε μένα, γιατί εγώ γράφω μουσική με εικόνες». Κάποιος απάντησε με ένα αμήχανο «α, ναι;» και κάποιος από αυτούς με ρώτησε: «Ρέγκε γράφεις;» Ας πάμε τώρα ξανά σε εκείνη την εικόνα την παιδική, όταν, παρότι άρρωστη, σηκωθήκατε από το κρεβάτι για να παίξετε πιάνο. Θα λέγατε ότι η μουσική λειτουργεί θεραπευτικά για εσάς; Πολύ σωστό αυτό που λες και πολύ λογικό. Ναι με θεραπεύει η μουσική. Υπάρχει κάτι άλλο που λειτουργεί επίσης θεραπευτικά; Η κατανόηση των ανθρώπων. Η κατανόηση με κάνει αγγελάκι…

«Μια φορά σε ένα σαλόνι βρισκόμουν ανάμεσα σε σκηνοθέτες. Τους είπα: “Είστε χαζοί που δεν έρχεστε σε μένα, γιατί εγώ γράφω μουσική με εικόνες”. Κάποιος απάντησε με ένα αμήχανο “α, ναι;” και κάποιος από αυτούς με ρώτησε: “Ρέγκε γράφεις;”»

Επικοινωνία Ο έρωτας τι ρόλο έπαιξε στη ζωή σας; Πολύ μεγάλο. Ήταν γνώμονας και συντελεστής. Παραδίνομαι στο συναίσθημα. Παρά-δίνομαι με την έννοια του «πολύ»· το παρακάνω. Και το μετανιώνετε; Δεν ήμουνα τυχερή στον έρωτα. Γιατί για μένα ο έρωτας είναι και θέμα τύχης. Στο My Space τι γίνεται; Καλά πάμε· έχω πάνω από 4.000 φίλους. Έχει πλάκα το My Space και, εκτός των άλλων, έχει και μια ωφέλιμη βάση· γιατί εκεί μέσα γνωρίζεσαι με μουσικούς που αξίζουν πραγματικά· ακούς πάρα πολλά πράγματα· παρακολουθείς το mainstream αλλά και εναλλακτικές μουσικές· ανταλλάσσεις το υλικό σου· «φτιάχνεσαι» μέσα από την επικοινωνία. Η Βικτόρια ποια είναι; Είναι η (σ.σ. οικιακή) βοηθός μου κι ένας πολύ κοντινός μου άνθρωπος. Επίσης, είναι ένας άνθρωπος με πολύ όμορφη φωνή. Της έμαθα λίγο πιάνο, να παίζει κάποια ρώσικα τραγούδια που ήθελε. Και εκείνη μου τραγουδάει ρώσικες ρομάντζες, που μου αρέσουν πάρα πολύ. Είχα την ιδέα να τη βάλω στα «Ημερολόγια», γιατί τα τελευταία χρόνια έχει παίξει ρόλο στη ζωή μου· με έχει βοηθήσει πολύ. Θα είναι μαζί μου και στο Ηρώδειο. Στο Ηρώδειο, θα εμφανιστεί, εκτός των άλλων, και ο Βασσιλικός [Σακάς] των Raining Pleasure. Νομίζω ότι πρόκειται να συνεργαστείτε· θα τραγουδήσει τραγούδια σας σε ένα καινούργιο δίσκο, σωστά; Ναι το σκεφτόμαστε πολύ έντονα. Αυτή θα είναι η επόμενη δισκογραφική μου δουλειά, σε στίχους δικούς του και με μουσικές δικές μου.

Info Λένα Πλάτωνος Πλάτωνος 08 Ερμηνεία: Λένα Πλάτωνος Συμμετέχουν: Έλλη Πασπαλά, Γιάννης Παλαμίδας, Μάρθα Φριντζήλα, Κωνσταντίνος Βήτα, Βικτόρια, Βασσιλικός Σακάς Πλήκτρα-Ηχητικός σχεδιασμός-Προγραμματισμός: Στέργιος Τσιρλιάγκος Μπάσο: Βλάσσης Μπακογιάννης Κιθάρα: Στράτος Σπηλιωτόπουλος Κρουστά: Παναγιώτης (Chico) Κατσικιώτης Συνεργάτης Σκηνοθέτης: Χρήστος Πέτρου Φωτισμοί: Γιάννης Αποστολέλης Χειριστής Φώτων: Μάκης Αναστασάκης Ηχοληψία: Γιάννης Παξεβάνης Επιμέλεια κίνησης: Ευφροσύνη Κόρρου Διεύθυνση παραγωγής: Δημήτρης Κουρούμπαλης Ωδείο Ηρώδου Αττικού / 28 Ιουλίου, 21:00


αυτόπτης μάρτυρας

36 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

ΠΡΟΣΟΧΗ, Η ΚΟΥΚΛΑ ΔΑΓΚΩΝΕΙ H Nόρα, πριν ορθώσει το ανάστημά της, στη μικρή και μίζερη πατριαρχία.

Κουκλόσπιτο, κυριολεκτικά Το πιο διάσημο έργο του Ίψεν στην πιο αιρετική ως τώρα προσέγγισή του, όπως το είδαμε πριν από σας, στη Νέα Υόρκη. Από την Ευγενία Τζιρτζιλάκη

Ο Λι Μπρούερ, αιρετικός αλλά και γκουρού του σύγχρονου θεάτρου, έχει επανειλημμένα δηλώσει εξαιρετικά περήφανος για αυτή την παράσταση. Αν μη τι άλλο, αυτό που συμβαίνει επί σκηνής, δεν έχει ξαναγίνει: Σε ένα κουκλίστικο σκηνικό, κάποιος παίζει τα κάλαντα σε ένα παιδικό πιανάκι, τρεις νάνοι συνομιλούν χαμηλόφωνα και μια ψηλή ξανθιά παίζει με τις μπούκλες της, ενώ 36 χειροποίητες βικτωριανές μαριονέτες τους κοιτούν αφ’ υψηλού. Τελικά εκείνη (η Μοντ Μίτσελ, που υποδύεται τη Νόρα) δεν είναι ακριβώς ξανθιά, καθότι φοράει περούκα, αλλά ούτε και απλή ηθοποιός αφού υπογράφει και την δραματουργία. Ακόμη, το πιανάκι δεν είναι το μόνο μικρό πράγμα επί σκηνής – τα έπιπλα, τα αντικείμενα, ακόμη και το ίδιο το σπίτι είναι μινιατούρες, ενώ οι νάνοι πρωταγωνιστούν. Αμέσως γίνεται σαφές ότι το ευκόλως εννοούμενο δεν αποτελεί τον κανόνα στον κόσμο του Λι Μπρούερ - αντιθέτως. Ο Αμερικανός σκηνοθέτης, ακρογωνιαίος λίθος της θεατρικής πρωτοπορίας εδώ και σχεδόν 40 χρόνια, συνεχίζει να πειραματίζεται και να ρισκάρει ακόμη και σήμερα, αντιμετωπίζοντας το θέατρο φιλοσοφικά, μα και προβοκατόρικα. Χαρακτηριστικά, το συγκεκριμένο εγχείρημα ακροβατεί ανάμεσα στην αποδόμηση, την παρωδία, τον σουρεαλισμό και το βιτσιόζικα φαντασιακό (όπως, άλλωστε, γράφει το πρόγραμμα, η παράσταση απευθύνεται μόνον σε ενήλικους). Η ιστορία του «Κουκλόσπιτου» είναι γνωστή: μια νέα γυναίκα, εν έτει 1879, εγκαταλείπει τον άντρα και τα παιδιά της για να αποποιηθεί το ρόλο της ως «κούκλα» και να μετα-

μορφωθεί σε σύμβολο της γυναικείας απελευθέρωσης. (Η τελευταία φράση, βέβαια, θα ενοχλούσε τον Ίψεν, που δεν θεωρούσε το έργο φεμινιστικό. Για εκείνον, η ιστορία αφορά τις ανθρώπινες, κι όχι τις γυναικείες, ελευθερίες.) Η Νόρα υψώνεται πάνω από την μικροπρέπεια των αντρών γύρω της και βρίσκει το δρόμο της. Εντέλει, κατορθώνει να σταθεί στο ύψος της, έξω από τον ασφυκτικό κλοιό της οικογενειακής εστίας.

Γυναίκες και νάνοι Και τώρα ξαναδιαβάστε τις παραπάνω φράσεις κυριολεκτικά. Διότι αυτό ακριβώς έκανε ο σκηνοθέτης! Το ύψος της Νόρας στην παράσταση είναι όντως πολύ μεγαλύτερο εκείνου των αντρών. Για την ακρίβεια, όλες οι γυναίκες είναι ψηλές κι όλοι οι αντρικοί ρόλοι ερμηνεύονται από νάνους. Το σπιτικό τους -το κουκλόσπιτο που ορίζει τα σύνορα του κόσμου της Νόρας- είναι φτιαγμένο στα μέτρα των αντρών και δεν τη «χωράει» (με, αλλά και χωρίς εισαγωγικά), την κατα-πιέζει. Καθώς προχωρά η παράσταση, η Νόρα αισθάνεται όλο και πιο στενά-χωρα στη στενότητα του κουκλόσπιτου· η φωνή της, όμως, ολοένα βαθαίνει. Τελικά, απεγκλωβισμένη από το σπίτι που την ανάγκαζε να σκύβει, ξεδιπλώνει την κορμοστασιά της και με φωνή στεντόρεια, πετά από πάνω της φιόγκους και φραμπαλάδες. Η παράσταση βραβεύτηκε με το Obie Καλύτερης Σκηνοθεσίας του 2004, αλλά προκάλεσε και πολλά σχόλια. Σε παλαιότερη συνέντευξή του στον Τσαρλς Μακ Νόλτι, ο σκηνοθέτης εξηγούσε: «Όπως και με το “Γκόσπελ επί Κολωνώ”, προσπαθώ εδώ να κάνω μια πολιτική δή-

λωση, δίχως, όμως, να αγορεύω από σκηνής. Η πατριαρχία είναι στην πραγματικότητα μικρή και μίζερη, αλλά γαβγίζει τόσο δυνατά που μπορεί να διαφεντεύει πανύψηλες γυναίκες. Ταυτόχρονα, εξερευνούμε αυτή τη μεταφορά από τη γυναικεία πλευρά, όπου η μητρική αγάπη βρίσκει διέξοδο σ’ αυτούς τους άντρες παιδικού μεγέθους, κάτι που τους κάνει να παλιμπαιδίζουν ακόμη περισσότερο». Οι ρόλοι των φύλων σε ένα αστικό περιβάλλον είναι στο κέντρο της παράστασης, όπως και στο πρωτότυπο. Σε τούτη τη διασκευή, όμως, υπάρχει και πολύ χιούμορ, που καυτηριάζει όχι μόνο τα καλούπια που έχουν να κάνουν με τα δύο φύλα και τις σχέσεις ανάμεσά τους, αλλά και τις συνήθεις θεατρικές φόρμες. Ο Μπρούερ υποστηρίζει ότι 90 με 95 τοις εκατό των λέξεων της παράστασης προέρχονται από το πρωτότυπο, αν και ομολογεί ότι έκανε ριζικά «κοψίματα και ραψίματα». Όπως και να ‘χει, παρακολουθώντας την παράσταση δεν αισθάνεται κανείς ότι προδίδεται το έργο – οι αλλαγές εξυπηρετούν την ιδέα των αντρών-νάνων (π.χ. οι άντρες κάνουν την είσοδό τους όλοι μαζί για να κάνει αίσθηση το μέγεθός τους, ενώ στο πρωτότυπο έμπαιναν ξεχωριστά) ή απλώς τα αισθητικά κριτήρια του Μπρούερ (εμπνευσμένος από τον Μπέργκμαν μετέτρεψε μια σειρά διαλόγων σε μονολόγους). Η καρδιά, όμως, του έργου χτυπά στο σωστό σημείο, κατά τις προθέσεις του Ίψεν. Προθέσεις που, είτε μας αρέσει είτε όχι, παραμένουν επίκαιρες. Και αυτή είναι η γέφυρα που χτίζει η παράσταση τόσο επιτυχώς: Με κωμική φαιδρότητα, αλλά και ειλικρινή δραματική συγκίνηση,

ο Μπρούερ αποδεικνύει ότι φορμαλισμός και συναίσθημα μπορούν να πάνε μαζί. Επιπλέον, μέσα από την οπτική μεταφορά, που είναι το σήμα κατατεθέν της, η παράσταση κατορθώνει να μας απελευθερώσει από τις όποιες προκατασκευασμένες ιδέες έχουμε για το έργο, τον Ίψεν ή την εποχή του και μας επιτρέπει να αναλογιστούμε γιατί, 140 χρόνια μετά τη γέννηση της Νόρας, η ιστορία της παραμένει σοκαριστική.

Ιnfo Mabou Mines DollHouse Προσαρμογή από τον Lee Breuer and Maude Mitchell του έργου Νόρα/Το κουκλόσπιτο του Ίψεν Σύλληψη – Σκηνοθεσία: Lee Breuer Πρωτότυπη Μουσική και κολλάζ από τα έργα για πιάνο του Edvard Grieg: Eve Beglarian Σκηνικά: Narelle Sissons Φωτισμοί: Mary Louise Geiger Κοστούμια: Meganne George Ήχος: Edward Cosla Χορογραφία: Eamonn Farrell & Eric Liberman Πειραιώς 260, Χώρος Δ 21 - 24 Ιουλίου 21:00


χορός

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 37

Λύκειο Ελληνίδων

ΘΑ ΠΑΜΕ ΜΕ ΤΑ ΤΣΑΡΟΥΧΙΑ Η Χορευτική Ομάδα του Λυκείου των Ελληνίδων, που σήμερα περιλαμβάνει και Έλληνες , θα στήσει μια γιορτή αφιερωμένη στην ελληνική πολυρυθμία.

Ελάτε να χορέψουμε Με αφορμή την παράσταση «Ταλάντων, τυμπάνων και χορών εγκώμιον», μια παλιά μαθήτρια του Λυκείου των Ελληνίδων, επιστρέφει και θυμάται τη μεγάλη αίθουσα της οδού Δημοκρίτου.

Από την Κατερίνα Σχινά

Δεν έχω ρίζες σε επαρχία ή χωριό, είμαι παιδί της πόλης. Για χρόνια ταύτιζα τον ήχο των «δημοτικών» με τις πιο πληκτικές ώρες του ραδιοφώνου – σπεύδαμε τότε να γυρίσουμε το κουμπί – ή με τις σχολικές γιορτές. Μεγάλωσα μέσα στη χούντα: τα λυγμικά οξύτονα των βιολιών, το κελάιδημα του κλαρίνου, οι ένρινες φωνές, έφερναν στο νου τις γυροβολιές των συνταγματαρχών. η ιδεολογική χρήση της παράδοσης γεννούσε αποστροφή. Σπάνιες ήταν οι στιγμές – ένα πανηγύρι στη Νάξο, μια βραδιά με λυράρηδες στο Ρέθυμνο – που ψυχανεμιζόμουν ότι στο πεδίο της παραδοσιακής μουσικής πραγματώνεται η ενότητα σώματος και ψυχής. Στ’ αλήθεια, δεν μπορώ να θυμηθώ πότε άρχισε η μεταστροφή, που με έφερε, στα δεκαεννιά μου, στην πόρτα του Λυκείου των Ελληνίδων, στο Σύλλογο προς Διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής του Σίμωνα Καρρά. μάλλον πέρασα κάπως ανορθόδοξα, λοξά, το κατώφλι τους. Θέλησα, μ’ άλλα λόγια, να βρω το δρόμο προς την πηγή του θεματικού πλούτου των 36 Ελληνικών Χορών του Σκαλκώτα, ή της κρυστάλλινης καθαρότητας κάποιων συνθέσεων του Γιάννη Κωνσταντινίδη. ν’ ανακαλύψω το στοιχειακό υλικό που έδινε στον «Μπάλλο» του Σαββόπουλου τη

διονυσιακή του πυκνότητα. Με τον καιρό, πύκνωναν στη δισκοθήκη μου οι ηχογραφήσεις της Δόμνας Σαμίου, του Σίμωνα Καρρά, της Μέλπως Μερλιέ. Τρύπωνα σ’ ένα καφενείο της Ομόνοιας, τη Ζίτσα, που σήμερα δεν υπάρχει πια: οι Ηπειρώτες μουσικοί που συναντιούνταν μια φορά την εβδομάδα κάτω από το σκληρό φως του νέον με έμαθαν την πολυφωνία των πωγωνίσιων και τη λιτή τους δραματικότητα. Κι ύστερα, γράφτηκα στο Λύκειο των Ελληνίδων, άρχισα να μαθαίνω τους ελληνικούς χορούς – δεκάδες χοροί, σε μια αδιανόητη ποικιλία εκφραστικών αποχρώσεων. Δεν έπαψα, ασφαλώς, να διατηρώ μια κάποια επιφύλαξη ως προς τη μουσειακότητα μιας τέτοιας δραστηριότητας: χορεύοντας, παρά την ανάταση και το κέφι, είχαμε βαλθεί να συντηρήσουμε κάτι από καιρό νεκρό, καταχωνιασμένο σε μια γωνιά της συλλογικής μνήμης, την οποία δεν ήταν πάντα ευχάριστο να επισκεπτόμαστε, μπας και συναντηθούμε ξανά μ’ αυτό το «κάτι», βαρύ από σημασίες, συχνά τραυματικό. επαναλαμβάνοντας κινήσεις αποσπασμένες από το πλαίσο που τις γέννησε, απογυμνωμένες από τα πολιτισμικά τους σημαινόμενα, ήταν σαν να πασχίζαμε να προφυλάξουμε από

το να γίνει ολότελα σκόνη το ξεφτίδι ενός νήματος που κόπηκε, πριν προλάβει να διακλαδωθεί μέσα στη σύγχρονη ζωή. Κι όμως, καθώς χορεύαμε στη μεγάλη αίθουσα της οδού Δημοκρίτου, ιδίως τις φορές που δεν δοκιμάζαμε τα βήματα με το μαγνητόφωνο αλλά η μουσική παιζόταν ζωντανά, κάτι έπαλλε και δονούνταν, κάτι έπαιρνε σχήμα και σαρκωνόταν σε μια γνησιότητα λησμονημένη, σε πρωταρχικό σωματικό λόγο. Και λίγες, σπάνιες, αλλά γι’ αυτό και πιο ακριβές στιγμές, βιώναμε το χορό σαν μυητήρια, διαβατική τελετή. Σε μια ανάλογη τελετουργία μύησης καλούν τον σύγχρονο θεατή οι χορευτές και οι μουσικοί που θα παρουσιάσουν στο Ηρώδειο την παράσταση «Ταλάντων, τυμπάνων και χορών εγκώμιον». Χρησιμοποιώντας, για το εγκώμιό τους, όχι μονάχα νταούλια, ντέφια και νταχαρέδες, αλλά και ποτηράκια, ταψιά, κουτάλια και μασιές, όλα εκείνα τα ταπεινά καθημερινά αντικείμενα που στις στιγμές του κεφιού γίνονται όργανα, «βασταχτές» του ρυθμού. Μια γιορτή αφιερωμένη στην ελληνική πολυρυθμία, ένα εγκώμιο στην εφευρετικότητα που γεννάει η ψυχική ευφορία. Μακάρι να μπορούσε το κοινό να χορέψει μαζί τους.

Ιnfo Λύκειον των Ελληνίδων Ταλάντων, τυμπάνων και χορών εγκώμιον Με τη Χορευτική Ομάδα του Λυκείου των Ελληνίδων Μουσική επιμέλεια: Γιώργος Παπαδάκης Καλλιτεχνική διεύθυνση - Σκηνοθεσία: Λευτέρης Δρανδάκης Συμμετέχουν: Η Ομάδα Κρουστών του Λυκείου των Ελληνίδων Διεύθυνση: Μιχάλης Κλαπάκης Η Χορωδία Παραδοσιακού Τραγουδιού του Λυκείου των Ελληνίδων Διεύθυνση: Βιβή Κανελλάτου Ερμηνεύουν: Γιώτα Νέγκα, Ζαχαρίας Καρούνης Ωδείο Ηρώδου Αττικού | 18 Ιουλίου, 21:00


38 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

Βλαντίμιρ Ασκενάζι Η ζωή του είναι μουσική Πολίτης του κόσμου, ο μουσικός με την τεράστια δισκογραφία που γεννήθηκε στη Σοβιετική Ένωση αλλά χρειάστηκε να καταφύγει στη Δύση για να ασχοληθεί ελεύθερα με τη μουσική, δεν παύει να αναλαμβάνει καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες, όπως οι συναυλίες του με την Ελληνοτουρκική Ορχήστρα Νέων (την οποία θα διευθύνει στο Ηρώδειο). Πώς όμως έφτασε ίσαμε εδώ αυτός ο καλλιτέχνης που συνύφανε τη ζωή του με την τέχνη του; Από τη Λένια Ζαφειροπούλου

μουσική «Όταν άρχισα με τη μουσική, μάθαινα τόσο γρήγορα, σαν να ήταν κάτι που το έφερα ήδη μέσα μου και ήξερα να το κάνω χωρίς να χρειάζεται να μου το διδάξει κανείς». O Βλαντίμιρ Ασκενάζι γεννήθηκε το 1937 στο Γκόρκι της Σοβιετικής Ένωσης (σήμερα Νίζνι-Νόβγκοροντ), περίπου 250 χιλιόμετρα ανατολικά της Μόσχας, πάνω στον ποταμό Βόλγα. Το εξαιρετικό του ταλέντο φάνηκε πολύ νωρίς και, ήδη, στα οκτώ του, ο Ασκενάζι πέρασε με εξετάσεις στην Κεντρική Μουσική Σχολή που ήταν ένα είδος φυτωρίου για το Ωδείο της Μόσχας. Η δασκάλα του στο Κεντρικό Σχολείο, Αναΐς Σουμπατιάν, είχε μεγάλη επιρροή στην εξέλιξή του. Ο ίδιος λέει για εκείνη, το 1985, στην αυτοβιογραφία του «Beyond Frontiers» (την οποία έγραψε σε συνεργασία με τον Τζάσπερ Πάροτ), ότι ενέπνεε τη φαντασία των μαθητών της με πολλούς συνειρμούς και ιδέες και τον προέτρεπε συνεχώς να παρακολουθεί συμφωνικές συναυλίες, ώστε να μάθει να σκέφτεται ορχηστρικά όταν έπαιζε πιάνο. Όταν ο Ασκενάζι έφτασε στο Ωδείο, η δασκάλα του φρόντισε να τον αναλάβει ο Μπορίς Ζεμλιάνσκι. «Ο Ζεμλιάνσκι ήταν που έκανε τη μουσική να είναι όλη μου η ζωή... Τα μαθήματά του τα γέμιζε με τη βεβαιότητα ότι οτιδήποτε έκανε κανείς, ή τουλάχιστον προσπαθούσε να κάνει, είχε μια θεμελιώδη σημασία, με την απόλυτη έννοια του όρου». Από το δάσκαλό του αυτόν, αλλά προπάντων από τη μητέρα του, έμαθε την αυστηρή αυτοπειθαρχία και τη σκληρή δουλειά που χαρακτήρισε όλη του τη ζωή. Σε μια συνέντευξή του για τη μουσική εκπαίδευση στη Σοβιετική Ένωση, ο Ασκενάζι έγραφε: «Έχουμε μια πολύ καλή μουσική παράδοση περισσότερο από εκατό χρόνια τώρα. Ένα μεγάλο, έξυπνο και ταλαντούχο έθνος. (…) Κι έτσι το αποτέλεσμα είναι πολλοί καλοί μουσικοί. (…) Η ρωσική μουσική εκπαίδευση προετοιμάζει τους μουσικούς για διεθνείς διαγωνισμούς γιατί θέλει την προβολή της χώρας στο εξωτερικό. Ασκείται πολύ μεγάλη πίεση γι’ αυτόν τον σκοπό και το αποτέλεσμα είναι πολλοί καλοί μουσικοί».

Βραβευμένος και εγκλωβισμένος

ΗΣΥΧΙΑ, Ο ΜΑΕΣΤΡΟΣ ΜΕΛΕΤΑΕΙ «Κάθε μέρα μελετά επί πολλές ώρες, ακόμη και αν χρειαστεί να το κάνει στα διαλείμματα των ορχηστρικών δοκιμών», αναφέρει ο βιογράφος του Τζάσπερ Πάροτ, για τον μουσικό που επιμένει να θέλει να ξεπερνά τον εαυτό του.

Ο Βλαντίμιρ Ασκενάζι κέρδισε τον πρώτο του διεθνή διαγωνισμό πιάνου το 1955, στη Βαρσοβία. Επελέγη να εκπροσωπήσει τη χώρα του στον Διεθνή Διαγωνισμό Σοπέν και γύρισε πίσω με το δεύτερο βραβείο. Ένα χρόνο αργότερα, κέρδισε το πρώτο αυτή τη φορά βραβείο στον διεθνή διαγωνισμό της Βασίλισσας Ελισάβετ του Βελγίου στις Βρυξέλλες. Η μεγάλη αυτή επιτυχία, ενεθάρρυνε τον ιμπρεσάριο Σολ Χούροκ να οργανώσει για τον νεαρό πιανίστα μια περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Μετά την επιστροφή του Ασκενάζι στη Σοβιετική Ένωση, ο κρατικός υπάλληλος που τον είχε συνοδεύσει στο ταξίδι κατέθεσε στην κυβέρνηση αρνητικά σχόλια εναντίον του, με αποτέλεσμα να του απαγορευθεί στο εξής κάθε έξοδος από τη χώρα. Το 1962 όμως, η απαγόρευση αυτή ήρθη, όταν ο πιανίστας κέρδισε το πρώτο βραβείο στον διεθνή διαγωνισμό Τσαϊκόφσκι, που διοργανωνόταν για δεύτερη φορά στη Μόσχα. Το 1961, παντρεύτηκε την Ισλανδή πιανίστα Τόρουν Γιοχανσντότιρ, που είχε έλθει για σπουδές στο Ωδείο της Μόσχας. Το 1963,


μουσική

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 39

Διονύσης Γραμμένος

που θέλω να κάνω. Είμαι πολύ τυχερός. Δεν έχω προβλήματα».

Διευθυντής ορχήστρας με τεράστια δισκογραφία

“Greece, twelve points. Grèce, douze points” Ο νικητής της φετινής Eurovision εμφανίζεται στο Ηρώδειο. Αυτό δεν είναι το πιο σύντομο ανέκδοτο. Με αφορμή τη συμμετοχή του στην Ελληνοτουρκική Ορχήστρα Νέων, ο 19χρονος κλαρινετίστας Διονύσης Γραμμένος εξηγεί γιατί η κλασική παιδεία του δεν ανταγωνίζεται την ποπ πλευρά του.

Χάρη στον Διονύση Γραμμένο, μάθαμε πως Eurovision δεν είναι μόνο μία. Εκτός από το χαριτωμένο eurotrash που απολαμβάνουμε κάθε χρόνο με πίτσες, μπύρες και φίλους, υπάρχει και ο διαγωνισμός Eurovision Young Musicians – μια διοργάνωση με κύρος και απαιτήσεις. Εκεί απέσπασε, τον περασμένο Μάιο το πρώτο βραβείο ο νεαρός Έλληνας μουσικός. Τα χρόνια στις φιλαρμονικές της Κέρκυρας, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, απέδωσαν και με το παραπάνω. Φοιτητής Φυσικής, σήμερα, ο 19χρονος μουσικός σχεδιάζει να κάνει καριέρα σολίστα Πόσο σημαντική ήταν για σένα η διάκρισή σου στο διαγωνισμό της Eurovision; Και μόνο η συμμετοχή στον συγκεκριμένο διαγωνισμό, που έχει μεγάλη προβολή, ήταν μια εμπειρία μοναδική. Από εκεί και πέρα, το πρώτο βραβείο μέτρησε για μένα σαν μια αναγνώριση των δυνατότητων μου και ίσως με διευκολύνει όσον αφορά τα σχέδια που έχω για το μέλλον. Η “άλλη” Eurovision, του ελαφρού τραγουδιού, πώς σου φαίνεται; Μια χαρά είναι, και εγώ ακούω ποπ μουσική. Είναι καλό που υπάρχει ο θεσμός, εφόσον ένα μεγάλο μέρος του κόσμου ακούει κυρίως αυτό το είδος της μουσικής. Και είναι απολύτως λογικό να έχει μεγαλύτερη προβολή η ποπ Eurovision, αφού αυτή η εκδοχή της είναι που αρέσει σε περισσότερο κόσμο. Εξάλλου δεν μπορείς να επιβάλεις σε κάποιον να ακούσει κλασική μουσική, αυτό είναι θέμα προσωπικής προτίμησης. Φαντάσου πως μπορείς να δώσεις μια συναυλία όπου μόνο εσύ επιλέγεις το έργα που θα ερμηνεύσεις. Ποια είναι αυτά; Αν έπρεπε να διαλέξω, πιθανότατα θα έπαιζα ένα κονσέρτο με μια ορχήστρα, το κονσέρτο του Μότσαρτ για κλαρινέτο και ορχήστρα, του Νίλσεν για κλαρινέτο και ορχήστρα, -ένα μέρος του έπαιξα και στον τελικό της Eurovision-, του Ζαν Φρανσέ. Αυτά είναι έργα που με ενθουσιάζουν πολύ. Εκτός από τον δάσκαλο σου Σπύρο Μουρίκη, για τον οποίο έχεις

όμως, οι Ασκενάζι και ο μικρός γιος τους, έφυγαν για το Λονδίνο. Έκτοτε παρέμειναν στη Δύση. Ο Βλαντίμιρ, όμως, απέφυγε να ζητήσει πολιτικό άσυλο και να εκφραστεί αρνητικά για τη Σοβιετική Ένωση, από φόβο για τους γονείς και την αδελφή του, η οποί μάλιστα, εξαιτίας του, είχε ήδη αποκλεισθεί από τις επίσημες σπουδές μουσικής και τη συμμετοχή σε διαγωνισμούς. Ο Ασκενάζι κράτησε τη σοβιετική υπηκοότητα ώς το 1972, οπότε και πήρε την ισλανδική. Το 1978, η οικογένεια Ασκενάζι μετακόμισε από την Ισλανδία στη Λουκέρνη της Ελβετίας. Η σύζυγος και τα πέντε παιδιά του πιανίστα συχνά τον συνόδευαν στις περιοδείες του. Ο Πάροτ σημειώνει ότι η οικογενειακή ζωή στάθηκε ανέκαθεν για τον Ασκενάζι ένα μεγάλο στήριγμα ενάντια στη μοναξιά και την αβεβαιότητα από την οποία πάσχουν συχνά άλλοι επιτυχημένοι καλλιτέχνες καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Στην αυτοβιογραφία του, ο Ασκενάζι αναφέρεται εκτεταμένα στην καθημερινή ζωή των κατοίκων της Σοβιετικής Ένωσης και κρίνει αυστηρά το σοβιετικό καθεστώς. «Το καθεστώς κατάφερε πολύ αποτελεσματικά να κα-

Φωτογραφία: Βασίλης Μαθιουδάκης

Από την Ερατώ Τσούκα

πει ότι είναι το ίνδαλμά σου, υπάρχουν άλλα πρόσωπα που σε έχουν επηρεάσει μουσικά; Σίγουρα ο κάθε μουσικός δέχεται πολλές διαφορετικές επιρροές, ακόμη και από ανθρώπους με τους οποίους δεν γνωρίζεται προσωπικά – για παράδειγμα από ένα πιανίστα που μπορεί να ακούσει, από έναν σολίστ του βιολιού. Κυρίως, όμως, ο δάσκαλος μου είναι αυτός που με επηρεάζει και με κατευθύνει. Άλλωστε δουλεύω μαζί του απο τα δεκατρία μου. Αν ναυαγούσες σε ένα νησί με το iPod σου, στο οποίο χωράνε μόνο πέντε μουσικά κομμάτια, ποια θα προτιμούσες να έχεις; Νομίζω ότι θα έβαζα τα ίδια κομμάτια που είπα νωρίτερα ότι θα μου άρεσε και να παίξω, κομμάτια κλασικής μουσικής. Φυσικό δεν είναι, αφού από αυτόν το χώρο προέρχομαι; Κατά τα άλλα, έχω πολλά αγαπημένα συγκροτήματα και τραγουδιστές. Μου αρέσουν οι Pink Floyd, μου αρέσει και ο Έρος Ραματσότι. Είναι δύσκολο να διαλέξω πέντε αγαπημένα κομμάτια από διάφορα είδη.

ταπιέσει, ίσως ακόμη και να ξερριζώσει από τον περισσότερο κόσμο ένα αντικειμενικό αίσθημα ηθικής και να το αντικαταστήσει με μία άποψη για τη ζωή βασισμένη στο πώς θα καταφέρω να επιβληθώ, να περάσω πρώτος και να αποφύγω τα προβλήματα».

«Πάντα πρέπει να εκπέμπεις» Ο ίδιος ο Ασκενάζι περιγράφει ως εξής τις ερμηνείες του: «Αισθάνομαι φυσικά ταπεινός μπροστά στους μεγάλους συνθέτες. Όχι μπροστά στην παρτιτούρα. Η παρτιτούρα είναι μόνο το προϊόν του συνθέτη. Φυσικά θέλω να είμαι όσο το δυνατόν πιστότερος ως προς αυτό που ήθελε να πει εκείνος. (…) Όταν προσπαθείς να φέρεις το κοινό προς την παρτιτούρα, σημαίνει ότι δεν εκπέμπεις προς τα έξω. Πρέπει όμως να εκπέμπεις πάντοτε. Όταν εκπέμπεις, τότε το κοινό συμμετέχει στη διαδικασία δημιουργίας της μουσικής. Όταν όμως ελπίζεις ότι, παίζοντας κάτι, ο κόσμος θα ακούσει και θα ενδιαφερθεί για τη μουσική, κάτι δεν πάει καλά. (…) Δεν είναι το ίδιο απλό όταν ηχογραφεί κανείς. Κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης, σκέφτομαι πάντα το ίδιο: να προβάλω τη μουσική. Δεν παίζω

μόνο για τη σιωπή του στούντιο. Η μουσική πρέπει σε κάθε περίπτωση να προβληθεί προς το κοινό, αλλιώς είναι νεκρή». Ο Πάροτ σημειώνει και πάλι για τις περιοδείες του πιανίστα: «Κάθε μέρα, εκτός από τις πρόβες και τις συναυλίες, μελετά επί πολλές ώρες, ακόμη κι αν χρειαστεί να χρησιμοποιήσει τα διαλείμματα των ορχηστρικών δοκιμών για να δουλέψει στο πιάνο...». Πυρετώδης ζωή γεμάτη μουσική. Και πράγματι, από τότε που άρχισε την δραστηριότητά του ως μαέστρος, στην Ισλανδία, ο Ασκενάζι έχει διευθύνει ορισμένες από τις σπουδαιότερες ορχήστρες του κόσμου, όπως τις Εnglish Chamber Orchestra, Philharmonia, Concertgebouw Orchestra και την Cleveland Orchestra. Για την τεχνική της επικοινωνίας με τους μουσικούς της ορχήστρας έχει πει τα εξής: «Όσο οι μουσικοί βλέπουν ότι είσαι αφοσιωμένος στη μουσική και ότι αυτό είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο διευθύνεις, και βέβαια ότι οι μουσικές σου ιδέες έχουν αξία, δεν υπάρχει πρόβλημα επικοινωνίας. Αμέσως συναισθάνονται αυτό που θέλεις. Οι μουσικοί με καταλαβαίνουν πολύ γρήγορα και συνήθως τους αρέσει αυτό

Η διεύθυνση ορχήστρας είναι η κύρια δραστηριότητα του Βλαντίμιρ Ασκενάζι τα τελευταία είκοσι χρόνια της καριέρας του. Από το 1988 ώς το 1992 ήταν κύριος αρχιμουσικός και μουσικός διευθυντής της Deutsches Symphonie Orchester Berlin, από το 1998 ώς το 2003 μουσικός διευθυντής της Φιλαρμονικής της Τσεχίας και από το 2004 έχει αναλάβει την NHK Symphony Orchestra του Τόκιο, με την οποία έχει πραγματοποιήσει πολλές και επιτυχημένες περιοδείες σε όλο τον κόσμο. Επίσης είναι μουσικός διευθυντής της Ορχήστρας Νέων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την οποία περιοδεύει κάθε χρόνο. Παράλληλα με τη διεύθυνση, ποτέ δεν σταμάτησε τις εμφανίσεις του ως πιανίστας. Μάλιστα, διευθύνει συχνά κονσέρτα του Μότσαρτ και του Μπετόβεν από το πιάνο και συνεχίζει τη μεγάλη και ενδιαφέρουσα δισκογραφική του δραστηριότητα. Άλλωστε, έχει μια τεράστια δισκογραφία ως πιανίστας σε έργα των Μπαχ, Μπραμς, Μπετόβεν, Σοπέν, Ντεμπισί, Λιστ, Μότσρτ, Ραβέλ, Σούμαν, Σιμπέλιους, Προκόφιεβ, Σοστακόβιτς, Τσαϊκόφσκι, Στραβίνσκι και Ραχμάνινοβ και ως μαέστρος πέρα από αυτούς τους συνθέτες σε έργα Μάλερ, Μπεργκ, Βάγκνερ και άλλων. Παράλληλα με τις δραστηριότητές του ως μαέστρος και πιανίστας, συμμετέχει συχνά σε τηλεοπτικές παραγωγές, στην προσπάθειά του να συμβάλει στην ενεργή παρουσία της κλασσικής μουσική στα μαζικά μέσα επικοινωνίας. Τον ενδιαφέρει πολύ η μουσική να κερδίσει ένα ευρύ και ανανεούμενο κοινό και έχει συχνά διευθύνει καλλιτεχνικές και εκπαιδευτικές τηλεοπτικές παραγωγές για νέους στην Ευρώπη και την Ιαπωνία.

Info Ελληνοτουρκική Ορχήστρα Νέων Βλαντιμίρ Ασκενάζυ Ulvi Cemal Erkin (1906-1972), öçekçe Edvard Grieg (1843-1907), Κοντσέρτο για πιάνο σε λα ελάσσονα, έργο 16 Gülsin Onay, πιάνο César Franck (1822-1890),Ψυχή, συμφωνικό ποίημα για ορχήστρα και χορωδίες Τέσσερα αποσπάσματα για ορχήστρα 1. Sommeil de Psyché – Το όνειρο της Ψυχής. Lento 2. Psyché enlevée par les Zéphyrs – Οι Ζέφυροι απάγουν την Ψυχή. Allegro vivo – Poco più lento – Tempo I – Poco più lentο 3. Les jardins d’Éros – Οι κήποι του Έρωτα. Poco animato – Un peu plus large 4. Psyché et Éros – Ψυχή και Έρως. Allegretto modéré – Poco più lento Ίγκορ Στραβίνσκι ((1882-1971), Το πουλί της φωτιάς, σουίτα για ορχήστρα (εκδοχή 1919) Ελληνοτουρκική Ορχήστρα Νέων Μουσική διεύθυνση: Vladimir Ashkenazy Σολίστ: Gülsin Onay, πιάνο Ωδείο Ηρώδου Αττικού / 29 Ιουλίου, 21:00


θέατρο

40 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

Φωτογραφία: Julija Goyd

ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΟΥ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ «Δεν καταναλώνω πολλή ενέργεια να καταλάβω τι ήθελε να πει ο Μπέκετ. Αποφασίζω εγώ τι με συγκινεί». Ο καλλιτέχνης από τη Λιθουανία εξηγεί το αυτονόητο: στο σύγχρονο θέατρο, αυτό που συχνά κρίνεται είναι η ερμηνεία των κλασικών κειμένων. Απέναντι: Το κοστούμι του Εστραγκόν, όπως το σχεδίασε ο Βιτάουτας Ναρμπούτας.

Τσεζάρις Γκραουζίνις «Ξέρω ποιος είναι ο Γκοντό»! Ο σκηνοθέτης από τη Λιθουανία είναι αυτό θα λέγαμε «ωραίος τύπος»: φιλικός, ειλικρινής και, κυρίως, απροβλημάτιστος. Δεν έχει, όπως παραδέχεται και ο ίδιος, να αποδείξει τίποτα και σε κανέναν. Το θέατρο είναι ο δικός του τρόπος να περνάει καλά, να χαίρεται τη ζωή του. Στην Αθήνα ανεβάζει Μπέκετ με Έλληνες ηθοποιούς – και το διασκεδάζει. Διασκεδάστε μαζί του. Από τη Νίκη Ορφανού

Στην Αθήνα, ο Τσεζάρις Γκραουζίνις ετοιμάζει φέτος μια δεύτερη παραγωγή, αυτή τη φορά στο πλαίσιο του Ελληνικού Φεστιβάλ. Το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ, με ελληνική διανομή. «Η πρώτη μου επαφή με την Αθήνα, πριν από δύο χρόνια, δεν ήταν ευχάριστη», παραδέχτηκε ο ίδιος στη συζήτησή μας, σ’ ένα καφέ στου Ψυρρή. «Αλλά μου αρέσουν οι άνθρωποι. Εκτιμώ το γεγονός ότι όλοι έχουν άποψη, χωρίς να τους ενδιαφέρει αν είναι αυτή “έγκυρη” ή όχι. Δεν φοβούνται να εκτεθούν – και αυτό είναι ένα υγιές δείγμα δημοκρατίας. Έχω ζήσει και το αντίθετο, στη Φινλανδία, όπου ακόμα και οι

κριτικοί τρέμουν να εκφέρουν μια άποψη και μαγειρεύουν τα κείμενά τους έτσι ώστε να μην αποκαλύπτουν στην ουσία τίποτα!» Η ταυτότητα του Γκοντό έχει υπάρξει αντικείμενο ατελείωτων συζητήσεων και κονταρομαχιών. Ποιος είναι, κατά τη γνώμη σας; Κοιτάξτε να δείτε. Ξέρω ποιος/τι είναι ο Γκοντό. Αυτός είναι ο λόγος που αποφάσισα να έρθω και να δουλέψω σ’ αυτή την παραγωγή. Βέβαια, το να ανεβάσω αυτό το έργο στην Αθήνα δεν ήταν δική μου ιδέα. Ο Μανώλης Μαυροματάκης με κάλεσε, ήταν δική του επιλογή. Εγώ ήμουν αβέβαιος, του έλεγα ότι δεν βλέπω για ποιο λόγο να προχωρήσω.

Για μεγάλο διάστημα δεν του απαντούσα… Αποφάσισα να μην απορρίψω την πρόταση, όταν επιτέλους κατάλαβα ότι ξέρω δύο πράγματα: ότι ξέρω ποιος ή τι είναι ο Γκοντό και ότι ο Γκοντό είναι ήδη παρών. Τον περιμένουν, αλλά δεν τον βλέπουν – και αυτή είναι η απάντησή μου. Ελπίζω ότι θα είναι εμφανές από την παράσταση ποιος/τι είναι ο Γκοντό. Και ελπίζω να δώσω την αίσθηση ότι ο Γκοντό είναι παρών. Ίσως λειτουργήσει, ίσως και όχι. Δεν ξέρω. Αλλά αυτές οι δύο θέσεις είναι πολύ σημαντικές, οι πιο σημαντικές αυτής της παραγωγής. Τη σύνδεση του Γκοντό με το Θεό ο Μπέκετ

την έχει αρνηθεί πολλές φορές… Ναι, είναι βλακείες αυτά – μαλακίες, για να το πω ελληνικά. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν διαβάσει σωστά το έργο. Μέσα στο έργο, οι χαρακτήρες απευθύνονται κάποια στιγμή στο Θεό – και όχι με το όνομα του Γκοντό. Κάποιοι άνθρωποι δεν διαβάζουν προσεκτικά.

«Ο Μπέκετ είπε πολλές μαλακίες» Ο ίδιος ο Μπέκετ είπε κάποτε ότι το έργο του αφορά τη συμβίωση, τίποτα περισσότερο… Ο Μπέκετ είπε πολλές μαλακίες για το έργο του. Ήταν κάτι που πιθανότατα τον διασκέδαζε, να λέει άλλα στον ένα, άλλα στον άλ-


θέατρο λον, να θολώνει τα νερά. Έδινε ένα στοιχείο ερμηνείας σε μια συνέντευξη, ένα διαφορετικό σε μια «εκ βαθέων συζήτηση» μ’ ένα φίλο του και πάει λέγοντας. Δεν θα πρότεινα σε κανέναν να πάρει στα σοβαρά τα λεγόμενα του Μπέκετ, τουλάχιστον όχι κατά λέξη. Ο Μπέκετ ειρωνεύεται, παραπλανά – και το κάνει με καλό σκοπό, να μας αποδείξει ότι πρέπει να εμπιστευόμαστε το έργο, να ψάχνουμε για τα κλειδιά μέσα στο κείμενο και όχι στο υπερπέραν. Εγώ δεν καταναλώνω πολλή ενέργεια να καταλάβω τι ήθελε να πει ο Μπέκετ. Έχω καταλήξει στο τι ήθελε να πει. Και ελπίζω ότι τη δική μου ανάγνωση θα τη βρει ενδιαφέρουσα και το κοινό. Αποφασίζω εγώ τι είναι αυτό που με συγκίνησε, που με άγγιξε. Δεν προσπαθώ να το αναλύσω ούτε και κοιτάζω το κείμενο λες και είναι η Βίβλος! Άλλωστε, αυτό είναι το δικό μου ταξίδι στη θάλασσα του Μπέκετ, το προσωπικό μου ταξίδι, κάτι απόλυτα δικό μου. Νομίζω ότι είναι μεγάλη βλακεία όταν ο σκηνοθέτης λέει για μια δουλειά του ότι δεν έχει βάλει τον εαυτό του μέσα στη ερμηνεία που κάνει πάνω σ’ ένα κείμενο, ότι αντιθέτως υπηρετεί το συγγραφέα και αναδεικνύει την ιδέα του συγγραφέα. Θα ήθελα να τους ρωτήσω όλους αυτούς: είστε τόσο αλαζόνες που νομίζετε ότι καταλαβαίνετε τι υπήρχε στο μυαλό του συγγραφέα; Είστε τόσο αλαζόνες που νομίζετε ότι έχετε το δικαίωμα να λέτε ότι αντιπροσωπεύετε τον συγγραφέα; Είναι αλαζονικό και χαζό μαζί. Άρα, υποθέτω, δεν ξεκοκαλίζετε τη σχετική φιλολογία για να σκηνοθετήσετε ένα έργο, ε; Δεν μ’ ενδιαφέρει αν καταλάβω «σωστά» ένα κείμενο ή όχι. Δεν είμαι επιστήμονας. Ο επιστήμονας είναι υποχρεωμένος να υπηρετεί την αλήθεια, εγώ όχι. Κι αν κάνω λάθη, παρακαλώ ελάτε να δείτε τα λάθη μου. Γιατί τα λάθη είναι επίσης αντικείμενο της τέχνης. Βέβαια, ακούω τόση ώρα τον εαυτό μου να λέει «εγώ». Δεν εννοώ ότι είμαι μόνος σ’ αυτό το ταξίδι. Δουλεύω μαζί με τους ηθοποιούς, όλες αυτές μου οι εντυπώσεις για το έργο του Μπέκετ ελέγχονται μέσω της δουλειάς με τους ηθοποιούς. Άλλωστε δεν κάνω παραστάσεις για τον εαυτό μου. Κάποιοι σκηνοθέτες το κάνουν. Εγώ όχι. Κάνω παραστάσεις για μένα και για τους ηθοποιούς μου. Πάντα ρωτάω τη γνώμη τους, ακόμα και όταν διστάζουν από ευγένεια να μου την πουν… Άλλωστε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι ηθοποιοί είναι ο συνδετικός μου κρίκος με το ελληνικό κοινό. Αν κάτι δεν λειτουργεί στους ηθοποιούς, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα λειτουργήσει και με το κοινό.

«Δέθηκα με τους ηθοποιούς» Πώς προχωρά αυτή η συνεργασία με τους Έλληνες ηθοποιούς; Δεν ξέρω ακόμα, είμαστε στα μισά του δρόμου. Η διαδικασία δεν έχει τελειώσει. Από καλλιτεχνικής απόψεως, είναι σκληρή δουλειά. Δεν μπορώ όμως να διαμαρτυρηθώ για κάτι. Συμπαθώ τους ηθοποιούς, περνάμε καλά στις πρόβες. Δέχτηκα να το σκηνοθετήσω γιατί είχα δουλέψει και στην προηγούμενη παραγωγή μου στην Αθήνα με τον Μανώλη [Μαυροματάκη]. Δεν μου αρέσει να δουλεύω με ανθρώπους που μου είναι εντελώς άγνωστοι και το να δουλεύω με φίλους είναι το καλύτερο κίνητρο. Το να κάνεις μια παραγωγή, άλλωστε, σου στοιχίζει δυο μήνες από τη ζωή σου. Πρέπει να περνάς καλά. Έτσι, προτιμώ

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 41

«Ο Μπέκετ πιθανότατα διασκέδαζε, να λέει άλλα στον ένα, άλλα στον άλλον, να θολώνει τα νερά. Έδινε ένα στοιχείο ερμηνείας σε μια συνέντευξη, ένα διαφορετικό σε μια “εκ βαθέων συζήτηση” με ένα φίλο του και πάει λέγοντας».

να δουλεύω με ανθρώπους που ξέρω και συμπαθώ από το να δουλεύω με πολύ διάσημους καλλιτέχνες που αποτελούν… εγγύηση επιτυχίας, αλλά που δεν σέβομαι σαν ανθρώπους. Δεν θα έμπαινα ποτέ στον κόπο. Πώς νιώθετε που είστε πίσω στην Αθήνα; Μ’ αρέσει που είμαι πίσω, η Αθήνα μού γίνεται όλο και περισσότερο γοητευτική. Δεν ήταν έτσι από την αρχή. Την πρώτη φορά που ήρθα, για να σκηνοθετήσω το «Δάφνις και Χλόη», μου φάνηκε πολύ θορυβώδης, πολύ χαοτική, σχεδόν ανυπόφορη με τη ζέστη και το καυσαέριο. Όμως δέθηκα πολύ με τους ηθοποιούς και αυτό δυνάμωσε τις αντοχές μου. Οι εντυπώσεις μου από την Αθήνα αλλάζουν συνεχώς. Τώρα νιώθω θλιμμένος που θα φύγω όταν τελειώσει αυτή η παραγωγή που ετοιμάζουμε, ανακαλύπτω ήδη μια νοσταλγία μέσα μου. Κάθε πόλη, κάθε γωνιά του κόσμου για μένα δεν είναι ο χώρος, ή τα κτίρια ή οτιδήποτε άλλο απ’ αυτά που φωτογραφίζουν με μανία οι τουρίστες. Άλλωστε, μισώ τον τουρισμό. Ταξιδεύω ανάμεσα σε ανθρώπους, όχι σε μέρη. Κάθε μέρος για μένα είναι οι άνθρωποί του, είναι οι σχέσεις που κάνω με αυτούς που συναντώ. Δεν είστε της άποψης ότι η επιτυχία θέλει θυσίες; Ποια επιτυχία; Τι έχει μείνει να επιτύχει κανείς; Όλα έχουν ήδη επιτευχθεί. Μπορούμε μόνο να επαναλάβουμε την επιτυχία κάποιου άλλου, αλλά τίποτα περισσότερο. Έτσι, είμαι πολύ χαλαρός απέναντι στο θέμα της επιτυ-

χίας. Δεν περνώ τη ζωή μου ονειρευόμενος σενάρια επιτυχίας και καταξίωσης, ποτέ δεν το έκανα. Κι όταν κάνω μια σκηνοθεσία, δεν θα με πιάσετε ποτέ αγχωμένο για το αν αυτή με κάνει να φαίνομαι ευφυής! Κι όμως, δεν είναι αυτό που επιζητούν οι περισσότεροι σκηνοθέτες; Αν όντως αυτό ισχύει για τους περισσότερους, πρέπει να πω: «Θεέ και κύριε, τι θλιβερό επάγγελμα!»

«Βαριέμαι εύκολα» Οπότε, να συμπεράνω ότι το θέατρο για σας δεν είναι τόσο το αποτέλεσμα όσο το ταξίδι; Απολύτως. Το θέατρο είναι μια διαδικασία, στην οποία μάλιστα ούτε κατά διάνοια δεν θα σκεφτόμουν να μπω αν δεν υπήρχε η υποψία της έκπληξης. Από τον εαυτό μου, εννοώ. Προτιμώ να κάνω τα πράγματα που αρχικά με κάνουν να λέω: «δεν μπορώ να το κάνω αυτό, δεν θα τα καταφέρω, δεν ξέρω πώς να το κάνω». Τότε μόνο μπορώ να δουλέψω. Άλλωστε το χρειάζομαι το ρίσκο, αλλιώς δεν βρίσκω την ενέργεια να ασχοληθώ με κάτι, βαριέμαι. Βαριέμαι εύκολα. Και αν βαρεθώ εγώ, το ίδιο θα νιώσουν και οι ηθοποιοί, και όλα θα πάνε χάλια. Οπωσδήποτε ο σκηνοθέτης πρέπει να είναι σε θέση να εγγυηθεί για το αποτέλεσμα, ωστόσο προσπαθώ να συνδυάζω τις επαγγελματικές δεξιότητες με το αίσθημα ότι θα καταφέρω να κάνω μια δουλειά που θα έχει ενδιαφέρον για μένα και τον κόσμο. Για να γυρίσουμε πίσω στις πρόβες, είπα-


συνέντευξη

42 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

όφελός μας. Αν έχεις τη δυνατότητα να μιλάς για τα πάντα, ακόμα και για τις λεπτές αποχρώσεις, τότε αρχίζεις να μιλάς πολύ. Και οι ηθοποιοί, απ’ την άλλη πλευρά, αρχίζουν να χάνουν την ικανότητα να ακούν, λένε μέσα τους ότι μπορούν να χαζεύουν γιατί δεν είναι όλα τα ίδιο σημαντικά. Παραδόξως, λοιπόν, δουλεύοντας με λίγα λόγια και καλά, κάνεις κάτι πιο παραγωγικό. Φαντάζομαι ότι θα μπορούσατε να χρησιμοποιήσετε μεταφραστές, αν θέλατε… Ναι, πάντα υπάρχει η ευκαιρία να ζητήσω μεταφραστές, αλλά δεν το κάνω ποτέ, γιατί ακόμα κι όταν δουλεύω με ηθοποιούς που καταλαβαίνουν ελάχιστα αγγλικά πάντα βγαίνει κάτι θετικό: θα τους βοηθήσουν οι άλλοι ηθοποιοί ή η γλώσσα του σώματος, θα ενεργοποιήσουν τη φυσική τους διαίσθηση – κάτι που λατρεύω όταν το κάνουν. Δεν μπορείς να αποφύγεις τις μικρές παρανοήσεις, αλλά ακόμα κι αυτές είναι ένα κέρδος. Πολλές φορές οδηγούν σε μικρές ανακαλύψεις, καθώς φανερώνουν πράγματα που ίσως μου ’χουν διαφύγει, ιδέες που έχουν περάσει από τα μάτια μου χωρίς να το καταλάβω. Βέβαια, όλα έχουν να κάνουν με το τι είδους σκηνοθέτης νομίζεις ότι είσαι…

«Το βαρετό θέατρο είναι ασυγχώρητο»

ΒΡΕΣ ΤΗΝ ΤΖΟΚΟΝΤΑ Η Μόνα Λίζα, κρυμμένη στις μακέτες για το σκηνικό της παράστασης. Σε πρώτο πλάνο, το κοστούμι του Βλαδίμηρου, που θα τον υποδυθεί ο Ταξιάρχης Χάνος.

«Κάτι μέσα μου με ωθεί στο να κάνω απαγορευμένα πράγματααπαγορευμένα από αισθητική, όχι από ηθική άποψη, ποτέ από ηθική άποψη. Τώρα προσπαθώ να σκέφτομαι σαν να μην ήμουν επαγγελματίας».

τε ότι από καλλιτεχνικής απόψεως τα πράγματα είναι δύσκολα… Τώρα, ύστερα από τέσσερις βδομάδες δουλειά, φαίνεται πιο απλή η κατάσταση. Άρχισα να βάζω τα πράγματα σε κάποια σειρά. Αυτό το κείμενο είναι τόσο πλούσιο, τόσο ευέλικτο, με τόσο λεπτά νοήματα και αποχρώσεις που μπορείς να χάσεις το δρόμο σου χωρίς να το καταλάβεις. Το να το έχεις μπροστά σου σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνεις, στα ελληνικά, είναι δύσκολο, αναρωτιέσαι αν μπορείς να το ελέγξεις. Χρειάστηκε πολλή υπομονή από μέρους των ηθοποιών. Κάθε μέρα που περνάει, όμως, νιώθουν κι αυτοί μεγαλύτερη σιγουριά. Δεν σας αναγκάζει, όμως, το γλωσσικό αυτό εμπόδιο, να γίνεστε πολυμήχανος; Σίγουρα. Ανακαλύπτω και πράγματα παράδοξα, αλλά εξαιρετικά ενδιαφέροντα. Για παράδειγμα, λόγω των κακών μου αγγλικών –και των ακόμα χειρότερων αγγλικών πολλών ηθοποιών μου– δεν μπορώ να κάνω μεγάλες θεωρητικές προσεγγίσεις, όπως κάνουν κάποιοι σκηνοθέτες. Μετά βλέπω ότι όσο λιγότερο μιλάς, τόσο περισσότερο σε ακούν οι ηθοποιοί. Γιατί προσπαθούν να καταλάβουν όχι μόνο αυτό που είπα αλλά και αυτό που εννοούσα. Με όλα αυτά, υπάρχει μια πολύ ωραία ένταση ανάμεσα στο σκηνοθέτη και τον ηθοποιό. Ο ηθοποιός μπορεί να μην καταλαβαίνει τα πάντα λεκτικώς, αλλά προσπαθεί να νιώσει τι θέλω να πω και βάζει τη διαίσθησή του σε λειτουργία. Επομένως, η δυσκολία με τη γλώσσα βγαίνει τελικά προς

Τι εννοείτε; Πολλοί δεν θα την άντεχαν αυτή τη δοκιμασία. Δεν θα το έβλεπαν επαγγελματικό να δουλεύεις σε μια γλώσσα άλλη από τη δική σου, να έχεις περιορισμένα περιθώρια επικοινωνίας με τους ηθοποιούς. Αλλά εγώ όλη μου τη ζωή αντιστεκόμουν στην ιδέα τού να γίνω επαγγελματίας. Στην αρχή της καριέρας μου, βέβαια, φοβόμουν διαρκώς ότι δεν είμαι αρκετά επαγγελματίας. Αλλά κάποια στιγμή κάτι μέσα μου έκανε «κλικ», και τώρα νιώθω άνετα με τον εαυτό μου, ξέρω ότι, επαγγελματίας ή μη, μπορώ να κάνω μια παράσταση. Κάτι μέσα μου με ωθεί στο να κάνω απαγορευμένα πράγματα- απαγορευμένα από αισθητική, όχι από ηθική άποψη, ποτέ από ηθική άποψη. Τώρα προσπαθώ να σκέφτομαι σαν να μην ήμουν επαγγελματίας. Είναι μεγάλη ευχαρίστηση να κάνεις κάτι που δεν ακολουθεί τους κανόνες, να προκαλείς, αντίθετα, τους κανόνες – και την ίδια ώρα να εγγυάσαι για το αποτέλεσμα. Ότι η παράσταση θα γίνει, ότι το κοινό θα έρθει, και θα επικοινωνήσει με το έργο: μπορεί να κλάψει, να συγκινηθεί συναισθηματικά ή να συγκινηθεί πνευματικά. Μπορεί να μείνει ώς το τέλος και να χειροκροτήσει, μπορεί να σηκωθεί να φύγει με τσαντίλα – κι αυτό είναι μια μορφή επικοινωνίας. Όλες οι αντιδράσεις είναι καλές, εκτός ίσως από το χασμουρητό, κι όλα τα είδη θεάτρου είναι επιθυμητά εκτός από το βαρετό θέατρο. Αυτό είναι ασυγχώρητο. Μιλήσατε για την ευχαρίστηση, ως σημαντικό μέρος της δουλειάς. Πώς την ορίζετε; Η ευχαρίστηση είναι σπουδαίο πράγμα. Για μένα δεν έχει να κάνει μόνο με τη διασκέδαση. Νομίζω ότι η ευχαρίστηση, η χαρά, είναι κάτι πολύ βαθύ, πολύ κοντά στο θρησκευτικό ένστικτο του ανθρώπου. Μπορούμε να βρούμε τη χαρά ακόμα και στο θάνατο ή στη δυστυχία. Είναι, λοιπόν, σπουδαίο πράγμα και, ταυτόχρονα, μικρό, καθημερινό. Να, στο θέατρο πολλοί μιλούν για την κάθαρση. Και, δεν λέω, το προτείνω σε όλους να καθαρί-

ζουν την ψυχή τους μια στο τόσο! Αστειεύομαι, φυσικά. Δεν έχω τη φιλοδοξία να πετύχω αυτή την κάθαρση, που ακούγεται στ’ αφτιά μου σαν κάτι μυστικιστικό. Δεν νομίζω άλλωστε ότι η κάθαρση έρχεται με ένα «μπαμ!». Πιστεύω στα μικρά πράγματα με τα οποία ζούμε, στις μικρές χαρές, στις μικρές ευφορίες. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να περνάς τη ζωή σου. Θέλατε από πάντα να γίνετε σκηνοθέτης; Η αλήθεια είναι ότι σχεδίαζα να γίνω δικηγόρος, αλλά από μια καθαρή σύμπτωση βρέθηκα στη καλύτερη σχολή θεάτρου στη Μόσχα. Ήμουν στην ίδια τάξη με τον Στάθη Λιβαθινό, ήταν συμμαθητής μου. Ήταν καλός μαθητής; Ήταν πολύ καλός μαθητής. Εγώ, απ’ την άλλη, ήμουν χαμένο κορμί. Όταν μπήκα στην τάξη ήμουν 17 χρονών και εντελώς ηλίθιος. Ο ρωσικός τρόπος διδασκαλίας μου φαινόταν κάπως άξεστος. Ο δάσκαλός μου, ο διάσημος Γκότσεροφ, δεν δίσταζε να κλοτσήσει πισινούς για να μας βάλει σε σειρά. Επέμεινε να κάνουμε τα πράγματα με έναν τρόπο: τον δικό του. Κι εγώ, σαν νεαρός που έψαχνε τρόπους να εκφράσει την ατομικότητά του, μούτρωνα, έβραζα στο ζουμί μου. Μέσα μου πίστευα ότι είναι παλιομοδίτης, παρωχημένος, δεν μου άρεσε η δουλειά του. Τώρα τα πάντα έχουν αναποδογυρίσει. Χαίρομαι που κάπου μέσα μου ανασύρω πράγματα από αυτόν, μαθαίνω απ’ αυτόν τώρα που είναι πεθαμένος. Του είμαι ευγνώμων. Τότε νόμιζα ότι με μισεί, αλλά τώρα καταλαβαίνω ότι μάλλον με αγαπούσε. Για κάποιο λόγο, αυτό με καθησυχάζει…

Info Σάμιουελ Μπέκετ, Περιμένοντας τον Γκοντό Μετάφραση: Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου Σκηνοθεσία: Cezaris Graužinis Σκηνικά-Κοστούμια: Vytautas Narbutas Μουσική: Martynas Bialobžeskis Βοηθός σκηνοθέτη: Μάρω Παπαδοπούλου Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης Video: Νίκος Μακρής Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Γκέλυ Καλαμπάκα Διανομή Εστραγκόν: Μανώλης Μαυροματάκης Βλαδίμηρος: Ταξιάρχης Χάνος Πότζο: Χρήστος Σαπουντζής Λάκυ: Αγγελική Στελλάτου Αγόρι: Μάρω Παπαδοπούλου Πειραιώς 260, Χώρος Δ 29 - 31 Ιουλίου, 21:00


Φωτογραφία: Βασίλης Μαθιουδάκης

θέατρο

Δημήτρης Κουρτάκης «Το καφενείο μου είναι γηροκομείο αγγελιοφόρων»

Ο συνθέτης, που ζει κι εργάζεται ανάμεσα στο Βερολίνο και το Παρίσι, σκηνοθετεί στην Αθήνα μια παράσταση εμπνευσμένη από τα παραδοσιακά, ελληνικά καφενεία. Ο Δημήτρης Κουρτάκης μάς μιλάει για το «Καφενείο», τους θαμώνες του και τις ιστορίες τους. Από την Κατερίνα Κόμητα

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 43

Έχει σπουδάσει σύνθεση και πιάνο εδώ και στη Γαλλία και τα τελευταία 15 χρόνια ζει και εργάζεται στο Παρίσι και στο Βερολίνο γράφοντας συμφωνική μουσική, αλλά και μουσική για σύγχρονο χορό και θέατρο. Η πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του Δημήτρη Κουρτάκη έγινε το 2004 στο θέατρο Αμόρε με την «Αραβική Νύχτα» του Ρόλαντ Σίμελπφενιχ. Τώρα σκηνοθετεί το «Καφενείο», μια παράσταση βασισμένη σε δική του ιδέα, που γεννήθηκε από τα εγκαταλελειμμένα καφενεία στις γειτονιές της Αθήνας και της επαρχίας. Πρώτος τόπος έμπνευσης ήταν το «Πανελλήνιο» στα Πατήσια. «Ο ιδιοκτήτης του, ο κύριος Γιάννης, μου έδωσε τα έπιπλα, ακόμα και το ψυγείο του σκηνικού, και θα έρθει και ο ίδιος να τη δει την παράσταση. Κι αυτό είναι πολύ συγκινητικό», λέει ο σκηνοθέτης. Πώς επεξεργαστήκατε την αρχική ιδέα σας; Δουλεύω το πρότζεκτ αυτό εδώ και δύο χρόνια. Επισκέφθηκα περί τα εκατό καφενεία. Μπήκα σε αυτά, τα φωτογράφησα και προσπάθησα να καταλάβω τη μηχανή λειτουργίας τους· να αφουγκραστώ τον ήχο τους, βλέποντας παράλληλα όλους αυτούς τους ανθρώπους, μιας άλλης ηλικίας, να αναμένουν ποιος ξέρει τι. Οι άνθρωποι αυτοί μου δίνουν την εντύπωση ότι είναι εκεί από πάντα και πως, αν δεν υπήρχε αυτός ο χώρος -αυτή η μικρή αγορά, κατά μία έννοια-, δεν θα υπήρχαν ούτε εκείνοι. Παράλληλα, προσπάθησα να δω ποιος είναι ο ποιητικός λόγος πίσω από την οχλαγωγία του καφενείου, πίσω από αυτή την εικόνα των ανθρώπων που κάτι αναμένουν μέσα σε έναν τέτοιο χώρο. Το «Καφενείο» σας βρίσκεται σε κάποιο συγκεκριμένο τόπο; Κάποια στιγμή έπεσε το μάτι μου σ’ ένα βιβλίο της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής, που αποτελεί το ημερολόγιο ανασκαφών στους Δελφούς. Εκεί μέσα είδα ότι ακριβώς πάνω στον αρχαιολογικό χώρο υπήρχε ένα χωριό, το Καστρί, που στα τέλη του 19ου αιώνα, οι αρχαιολόγοι αποφάσισαν ότι έπρεπε να γκρεμιστεί για να αποκαλυφθούν τα αρχαία που υπήρχαν από κάτω. Μέσα σε αυτό το χωριό υπήρχε και ένα καφενείο. Έτσι κι εγώ, φανταζόμουν ότι το δικό μου το καφενείο είναι στο κέντρο ενός αρχαιολογικού χώρου. Και πως οι θαμώνες του εναντιώνονται στην «εκχέρσωσή τους», στην ιδιοποίηση της ιστορίας τους από άλλους. Ποιοι είναι τελικά αυτοί οι άνθρωποι; Σκεφτόμουν έντονα τους αγγελιοφόρους στην αρχαία τραγωδία. Τους ανθρώπους που μεταφέρουν το μήνυμα. Κι αναρωτιόμουν τι γίνονται τελικά όλοι αυτοί; Το δικό μου καφενείο είναι, λοιπόν, ένα γηροκομείο αγγελιοφόρων· περιέχει τέτοιους αφανείς ήρωες που αφηγούνται ιστορίες, οι οποίες τους στοιχειώνουν και γι’ αυτό προσπαθούν να απαλλαγούν από αυτές. Επιλέξατε ως λόγο κάποια κείμενα από την αρχαία ελληνική γραμματεία. Παρότι η δραματουργία μου επικεντρώθηκε στην αρχαία γραμματεία, δεν ήθελα να φτιάξω μια κιβωτό ελληνικής ιστορίας ή κειμένων. Αυτό που με ενδιέφερε ήταν η χαραυγή της ιστορίας· το μεταίχμιο ανάμεσα στο μύθο και την ιστορία. Γι’ αυτό και τα κείμενα, αν και επικεντρώθηκαν στον Ηρόδοτο, ξεκινάνε από τον Όμηρο και φτάνουν μέχρι τους Λατίνους. Τα πρόσωπα με τις αφηγήσεις τους προσπαθούν να καταλάβουν την ανθρώπινη

ιστορία που δεν τελειώνει ποτέ· προσπαθούν να κάνουν μια ρωγμή στον κύκλο της ιστορίας και να βγούμε από αυτόν τον κλοιό μιας αναπόδραστη μοίρας. Τελικά είστε ένας συνθέτης που σκηνοθετεί; Τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, υπάρχουν άνθρωποι προερχόμενοι από άλλους χώρους, που ασχολούνται με το θέατρο. Το γεγονός αυτό νομίζω ότι δίνει μια απελευθερωτική ματιά στα πράγματα· η διείσδυση στο χώρο γίνεται τελικά από διαφορετικές οδούς. Νομίζω ότι η μουσική, επειδή ακριβώς έχει σχέση με το ρυθμό, μου προσφέρει μια μεγαλύτερη παλέτα για να παίξω. Γιατί η διαδοχή των εικόνων, το υποκριτικό βάθος, τα πάντα σχεδόν στο θέατρο, σχετίζονται με τη μουσική. Ζείτε κατά κύριο λόγο στο Παρίσι και στο Βερολίνο. Τελικά ποια είναι η σχέση σας με την Αθήνα; Είναι μια πόλη που την αγαπώ πολύ. Παράλληλα, θεωρώ ότι η Αθήνα είναι μια τρομερή μηχανή που παράγει φοβερή ενέργεια. Δυστυχώς, όμως, αυτή η ενέργεια εξαντλείται και καταναλώνεται άσκοπα, γιατί δεν υπάρχει μια δημιουργική αλυσίδα για να την αξιοποιήσει. Η πόλη αυτή σου δίνει πάρα πολλά ερεθίσματα και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στις σκληρές πόλεις γίνεται καλό θέατρο. Γιατί όλες οι πόλεις που είναι γεμάτες ανισότητες και συγκρούσεις παρέχουν τρομερό υλικό. Ωστόσο, το υλικό αυτό δεν αποτυπώνεται στο ελληνικό θέατρο. Συνήθως, οι δημιουργοί για να γλιτώσουν από αυτή τη δύσκολη πόλη φτιάχνουν «νησίδες» και οι παραστάσεις τους αναφέρονται σε ένα παρελθοντικό, νοσταλγικό χώρο ή σε κάτι που δεν έχει τις ρίζες του στο πραγματικό και στο τώρα. Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία χρόνια κάποιοι σκηνοθέτες, όπως ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, έχουν αρχίσει να αφουγκράζονται την πόλη και να ασχολούνται με το τι θα πει να κάνω θέατρο τώρα, εδώ, στην Αθήνα.

Info Δημήτρης Κουρτάκης, Καφενείο Σύλληψη, Σκηνοθεσία: Δημήτρης Κουρτάκης Ερμηνεύουν : Άρτο Απαρτιάν, Γιώργος Βαλαής, Ιερώνυμος Καλετσάνος, Βασίλης Καραμπούλας, Σάσα Κρίτση, Ρένος Μάντης, Γιώργος Συμεωνίδης, Κώστας Φιλίππογλου Δραματουργική επεξεργασία: Δημήτρης Κουρτάκης, Νίκος Φλέσσας, Μαριαλένα Μαμαρέλη Επεξεργασία κειμένου: Γιάννης Κωνσταντινίδης Σκηνικά: GREETINGLINE _Con-428ABF3012F \c \s \l Marsha Ginsberg Κοστούμια: Εύα Νάθενα Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός Σχεδιασμός ήχου: Studio 19 Καλλιτεχνική συνεργασία: Διώνη Κουρτάκη, Γιώργος Σαπουντζής 29-31Ιουλίου | Πειραιώς 260, Χώρος Η, 21.00


πρόσωπο

44 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

Τι έκανες στον πόλεμο, Πέτρο Φυσσούν; Ο Γερμανός ταγματάρχης Καρλ φον Στάιν στην κινηματογραφική «Προδοσία» του Κώστα Μανουσάκη από το μακρινό 1964, επιστρέφει στην Επίδαυρο ως Οιδίποδας στις «Φοίνισσες» του Ευριπίδη, που σκηνοθετεί ο Σπύρος Ευαγγελάτος. Για τον Πέτρο Φυσσούν, η εμπλοκή του στο θέαμα ήταν ανέκαθεν πόλεμος. Από την Κατερίνα Κόμητα

Στον κινηματογράφο, ο Πέτρος Φυσσούν έχει «πολεμήσει» με πολλές πλευρές. Προσωπικά, ωστόσο, μου έχει εντυπωθεί στο ρόλο του Γερμανού ταγματάρχη Καρλ φον Στάιν, στην προδοσία του Κώστα Μανουσάκη. Στις πολεμικές ταινίες, που έχει παίξει, πάντως, σχεδόν πάντα κατείχε ρόλο αξιωματικού (ενώ ο Δημήτρης Μπισλάνης, π.χ., δεν κατάφερε να πάρει προαγωγή από λοχίας). Πιο συζητημένες απ’ αυτές, οι «Γενναίοι του Βορρά» (1970), του παραγωγικού συστήματος Τζαίημς Πάρις, αλλά κι «Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο» (1980) του Νίκου Τζίμα, στον ιδεολογικό αντίποδα της προηγούμενης. Βεβαίως, ο Φυσσούν δεν έκανε μόνο ένστολους ρόλους στον κινηματογράφο. Στους «Ενόχους» του 1966 έπαιξε τον ιερωμένο πατέρα Γρηγόρη, ενώ αξιοσημείωτες ήταν οι παρουσίες του στους «Παράνομους» του Νίκου Κούνδουρου (1958) και στη νεορεαλιστική απόπειρα του Γρηγόρη Γρηγορίου «Αυτή η γη είναι δική μας» (1967), όπου έπαιζε το ρόλο του Κωνσταντή. Ο Πέτρος Φυσσούν, ωστόσο, πρωτίστως ήταν (και συνεχίζει να είναι, παρά τη μακρά απουσία του) άνθρωπος του θεάτρου. Κι είναι μεγάλη χαρά γι’ αυτόν το ότι επιστρέφει στο θέατρο, και μάλιστα στην Επίδαυρο, στις «Φοίνισσες» του Ευριπίδη, όπως τις σκηνοθετεί ο Σπύρος Ευαγγελάτος. Όπως μάλιστα λέει χαρκτηριστικά, «το θέατρο δεν μπαίνει στη ζωή σου απλώς και μόνο επειδή επιλέγεις ένα επάγγελμα. Η τέχνη δεν επιλέγεται· μιλάει από μέσα σου, σε έλκει. Από μικρή ηλικία επιθυμούσα να εκφραστώ μέσα από τη θεατρική τέχνη και περίμενα να ενηλικιωθώ για να πάω σε μια σχολή». Σπούδασε στο Θέατρο Τέχνης και έκανε μακρά καριέρα. Ήταν όντως αυτό που περίμενε; «Δεν έχω παράπονο», απαντά. «Είχα σπουδαίες συνεργασίες με όλους τους μεγάλους σκηνοθέτες. Βέβαια, μου δυσκολεύουν τη ζωή διάφοροι περίεργοι τύποι που οργανώνουν κυκλώματα και ομάδες. Όμως εγώ συνεχίζω να δουλεύω χωρίς υποχωρήσεις και εκπτώσεις. Κι αυτό αναγνωρίζεται από όλο τον κόσμο». Ωστόσο, παρά την αναγνώριση που επικαλείται, ο Πέτρος Φυσσούν δεν αισθάνεται ευχαριστημένος. Μιλάει συνεχώς για κυκλώματα που του στερούν την πρόσβαση στο σανίδι, για συμφέροντα που τον προσπερνούν, για κυρίαρχες αισθητικές που δεν τον εκφράζουν. Έχει, λέει, «πάρα πολλούς εχθρούς» επειδή λέει «ανοιχτά την αλήθεια» και επειδή είναι «πάρα πολύ καλός ηθοποιός».

«Το θέατρο είναι ένα» Πιστεύετε στον διαχωρισμό ποιοτικού και εμπορικού θεάτρου; Το θέατρο είναι ένα και η αλήθεια του μία. Κι όταν το θέατρο είναι καλλιτεχνικό, τότε είναι και εμπορικό. Στις μέρες μας, βέβαια, συμβαίνει να κατεβαίνουν και καλές παραστάσεις γιατί δεν έχουν κόσμο. Κι αυτό συμβαίνει γιατί, με πολύ έξυπνους τρόπους, το κοινό σπρώχνεται να παρακολουθεί ανάξια πράγματα. Έχετε πρωταγωνιστήσει και σε επιθεώρηση. Πώς βλέπετε το είδος αυτό σήμερα; Τον τελευταίο καιρό παρακολουθώ ελάχιστα πράγματα γιατί είμαι πολύ απασχολημένος. Όμως η αίσθησή μου είναι ότι η επιθεώρηση δεν είναι αυτή που ήταν κάποτε. Ξέρετε, δεν υπάρχει κακό είδος θεάτρου· υπάρχει καλός και κακός τρόπος να κάνεις θέατρο. Πιστεύετε ότι κάθε ηθοποιός πρέπει να έχει το δικό του στυλ; Όταν ένας ηθοποιός έχει στυλ, δεν είναι ηθοποιός. Ο ηθοποιός είναι ένα εύπλαστο πράγμα που πρέπει να μπορεί να παίζει τα πάντα. Αν κάνεις στυλ, είσαι συνταγή· είσαι προϊόν. Νοσταλγείτε το παρελθόν; Δεν βασανίζομαι από νοσταλγία. Το θέμα είναι να δίνεις μεγάλη σημασία στο παρόν. Και θεωρώ πως η ηλικία δεν παίζει κανένα ρόλο. Άλλωστε, δεν έχω αρρωστήσει ποτέ στη ζωή μου και οι λειτουργίες μου είναι νέου ανθρώπου. Μόνο όταν κοιτάζω τον καθρέφτη αντιλαμβάνομαι ότι έχω μεγαλώσει. Σας θυμώνει το γεγονός ότι ο χρόνος έχει αλλάξει το πρόσωπό σας; Με θυμώνει, γενικώς, το γεγονός ότι οι άνθρωποι γερνάνε και ότι, προς στο τέλος της ζωής τους, παθαίνουν διάφορα. Είναι τρομερό και συνάμα λυπηρό, άνθρωποι που στο παρελθόν υπήρξαν σπουδαία μυαλά, στα γεράματά τους να υποφέρουν από άνοια. Πραγματικά, δεν ξέρω πως τα έχει κανονίσει έτσι ο θεός. Στους ανθρώπους τι σας αρέσει; Η εντιμότητα, η γνησιότητα. Ξέρετε, εγώ στις διαπροσωπικές σχέσεις είμαι πολύ κακός ηθοποιός· αδυνατώ να υποκριθώ. Υπάρχουν όμως άνθρωποι που υποκρίνονται μονίμως· πολύ καλά στη ζωή τους και πολύ κακά στο θέατρο. Μέσα στην οικονομική κρίση που μαστίζει την εποχή, πού χωράει το θέατρο; Το θέατρο ήταν και θα είναι πάντα μια παρηγοριά για τους ανθρώπους. Η μεγάλη τέχνη τους κάνει καλύτερους και πιο δυνατούς. Κι ας μην λέμε πως είναι ακριβό το εισιτήριο του

θεάτρου. Πρόσφατα, κάποιοι αγόρασαν εισιτήρια αξίας 250 ευρώ για να πάνε να δουν τη Μαντόνα – έδωσαν, δηλαδή, ένα ποσό που αντιστοιχεί στον προϋπολογισμό ενός συνταξιούχου. Για τ’ όνομα του θεού, λοιπόν, υπάρχουν λεφτά. Και να σας πω και το άλλο: Εκείνοι που δεν έχουν χρήματα και θέλουν να δουν θέατρο, ας έρθουν να με βρουν, όπου παίζω. Εγώ θα αντιληφθώ αν όντως λένε αλήθεια και θα προσπαθήσω να βρω τρόπο για να δούνε την παράσταση.

«Με κλέβανε, τα μοίραζα»

Το Αμφι-Θέατρο πάλι στην Επίδαυρο Το Αμφι-Θέατρο επανέρχεται στην Επίδαυρο με τις «Φοίνισσες» (έργο που γράφηκε περί το 409 π.Χ.), μια τραγωδία που δεν παρουσιάζεται συχνά στο θέατρο του Πολυκλείτου. Δίνοντας τη δική του σκηνοθετική ματιά στην ευριπίδεια εκδοχή των «Επτά επί Θήβας», ο σκηνοθέτης και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών Σπύρος Ευαγγελάτος θεωρεί το έργο «πινακοθήκη όλων των χαρακτήρων του Θηβαϊκού Κύκλου», ενώ ο ανατολίτικος χορός από «μετανάστριες» της Φοινίκης στη Θήβα θεωρεί ότι προσδίδει επίκαιρη διάσταση και παράλληλα «ιδιαίτερη γοητεία». Οι «Φοίνισσες» έχουν γραφεί ενώ μαίνεται ο Πελοποννησιακός Πόλεμος και επί της ουσίας είναι κραυγή κατά της εμφύλιας σύρραξης. Μιλά για το τέλος του οίκου των Λαβδακιδών, που σφραγίζεται από τη μονομαχία Ετεοκλή και Πολυνείκη, η οποία καταλήγει σε διπλή αδελφοκτονία. Την τραγική Ιοκάστη που αυτοκτονεί με το σπαθί των δύο γιων της ερμηνεύει η Αντιγόνη Βαλάκου.

Πώς ήταν η εμπειρία σας ως θιασάρχη; Παρόλο που είχα πάντα επιτυχίες, δεν υπήρξα καλός επιχειρηματίας. Με κλέβανε, τα μοίραζα…Πιστεύω ότι η ευαισθησία και το πάθος για την τέχνη, δεν συμβιβάζονται με το εμπόριο. Καλοί επιχειρηματίες γίνονται μόνο οι μέτριοι ηθοποιοί. Πιστεύετε ότι το κοινό για να κατανοήσει την τέχνη πρέπει να είναι «διαβασμένο»; Η μεγάλη τέχνη μιλάει στις ψυχές όλων. Κάποτε είδα ένα χωρικό να στέκεται εκστατικός μπροστά σε έναν πίνακα του Γκρέκο κι ένιωσα πως εκείνη τη στιγμή γέμιζε η ψυχή του. Θα σας πω ένα ακόμη περιστατικό που μου συνέβη και το οποίο θα το θυμάμαι πάντα: Οδηγούσα αργά σε ένα στενό δρομάκι, κάπου στο κέντρο της Αθήνας. Κάποια στιγμή είδα να με κοιτάζει μια γυναίκα, που από την εμφάνισή της καταλάβαινες ότι βρίσκεται κοντά στο «περιθώριο». Λίγες στιγμές αργότερα, η γυναίκα αυτή με πλησίασε, έσκυψε στο παράθυρο του αυτοκινήτου και μου είπε: «Ρε μάγκα μου, είδα τον Μότσαρτ· μου ψιλοάλλαξες τη ζωή» (σ.σ. αναφέρεται στην παράσταση «Η ζωή μου με τον Μότσαρτ» που ανέβηκε τη θεατρική περίοδο 2007-08, στο Αμφι-θέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου). Αυτό είναι ό,τι πιο συγκινητικό έχω ακούσει. Γιατί στην τέχνη όταν δίνεις ψυχή, αγγίζεις και την ψυχή του θεατή και κατά συνέπεια, αλλάζεις και το νου του· όποιος κι αν είναι. Ας μιλήσουμε για τη συνεργασία σας με τον Σπύρο Ευαγγελάτο Είναι χαρά μεγάλη να δουλεύω μαζί του. Έχουμε συνεργαστεί πάρα πολλές φορές σε έργα του αρχαίου, του κλασικού και του μοντέρνου ρεπερτορίου, ενώ εδώ και δύο χρόνια στο Αμφι-θέατρο ανεβάσαμε παραστάσεις με μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία. Και οι «Φοίνισσες» που ανεβάζουμε φέτος, είναι μια πολύ ωραία παράσταση με


πρόσωπο

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 45

«Οδηγούσα αργά σε ένα στενό δρομάκι, κάπου στο κέντρο της Αθήνας. Κάποια στιγμή είδα να με κοιτάζει μια γυναίκα, που από την εμφάνισή της καταλάβαινες ότι βρίσκεται κοντά στο “περιθώριο”. Λίγες στιγμές αργότερα, η γυναίκα αυτή με πλησίασε, έσκυψε στο παράθυρο του αυτοκινήτου και μου είπε: “Ρε μάγκα μου, είδα τον Μότσαρτ· μου ψιλοάλλαξες τη ζωή”»

Φωτογραφία: Βίκυ Γεωργοπούλου

Ιnfo

ΑΓΑΠΗΣ ΑΓΩΝΑΣ ΑΓΟΝΟΣ Ο Πέτρος Φυσσούν φωτογραφίζεται με το αγαπημένο του κείμενο του Σαίξπηρ και το σκυλάκι του. Ο πόλεμος τελείωσε.

σπουδαίους ηθοποιούς. Στις «Φοίνισσες» υποδύεστε τον Οιδίποδα. Πού εντοπίζετε το ενδιαφέρον του ρόλου; Στο κλασικό ρεπερτόριο κάθε ρόλος είναι μεγάλος και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται. Στις «Φοίνισσες» οι διάλογοι, από την αρχή μέχρι το τέλος, περιστρέφονται γύρω από τον Οιδίποδα. Είναι το κεντρικό πρόσωπο, ενώ δεν εμφανίζεται παρά μόνο στο τέλος·

στην έξοδο. Είναι ένας μικρός, αλλά πάρα πολύ σημαντικός ρόλος. Η ερμηνεία στην Επίδαυρο έχει κάποιου άλλου είδους απαιτήσεις σε σχέση με την ερμηνεία σε ένα κλειστό θέατρο; Σίγουρα έχει, γι’ αυτό πρέπει να διαθέτεις και τεχνική και φωνή. Ξέρετε, η Επίδαυρος έχει υποφέρει πολύ τα τελευταία χρόνια. Έχουν γίνει διάφορες ασχήμιες, κυρίως γιατί δεν

σέβονται τον αρχαίο ποιητή. Εκφέρουν πολύ άσχημα το λόγο του, με αποτέλεσμα να μην καταλαβαίνεις τι λένε. Είναι σαν να παίρνεις τον Αισχύλο και να του κόβεις το κεφάλι. Και απορώ πώς παίζουν συνεχώς οι ίδιοι άνθρωποι στην Επίδαυρο, παρότι κάνουν φρικτές παραστάσεις. Είμαι πολύ αγανακτισμένος και πονεμένος με το θέατρο, γιατί ζούμε πολύ άσχημες εποχές.

Αμφι-Θέατρο Σπύρου A. Ευαγγελάτου Ευριπίδη, Φοίνισσες Μετάφραση: Κ.Χ. Μύρης Σκηνοθεσία: Σπύρος Ευαγγελάτος Σκηνικά - Κοστούμια: Γιώργος Πάτσας Μουσική σύνθεση: Θάνος Μικρούτσικος Μουσική διδασκαλία: Γιάννης Αθανασόπουλος Διανομή: Ιοκάστη: Αντιγόνη Βαλάκου Οιδίπους: Πέτρος Φυσσούν Κρέων: Στέφανος Κυριακίδης Τειρεσίας: Κώστας Αθανασόπουλος Παιδαγωγός/Β’ Αγγελιοφόρος: Σπύρος Μαβίδης Αντιγόνη: Τζίνη Παπαδοπούλου Ετεοκλής: Θανάσης Κουρλαμπάς Πολυνείκης: Νικόλας Παπαγιάννης Α’Αγγελιοφόρος: Δημήτρης Παπανικολάου Μενοικεύς: Κωνσταντίνος Φάμης Χορός: Γεωργία Καλλέργη, Γεωργία Ανέστη, Λένα Μαραβέα, Πόπη Λυμπεροπούλου, Αγγελική Πέτκου, Αγγελική Πετροπετσιώτη, Ελίνα Μάλαμα, Μαριάνθη Κυρίου, Αλεξάνδρα Κουλούρη, Γιώργος Μπούγος, Βασίλης Πουλάκος, Λευτέρης Πολυχρόνης, Γιάννης Πλιάκη Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου 25 & 26 Ιουλίου 2008, 21:00


θέατρο

46 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

Έκτορας Λυγίζος «Δεν έχω μπριζώσει τον εαυτό μου για να κάνω αριστουργήματα»

Φωτογραφία: Βίκυ Γεωργοπούλου

ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΔΙΕΞΟΔΑ... ...όπως το τεράστιο αδιέξοδο του φινάλε των «Βρικολάκων», που συγκίνησε τον Έκτορα Λυγίζο (η φωτογραφία του από τις πρόβες), όταν πρωτοδιάβασε το έργο του Ίψεν.

Τι ζητάνε βρικόλακες και φαντάσματα σε μια εκκλησία; Μόνο ο ταλαντούχος κύριος Λυγίζος ξέρει την απάντηση και όσοι πιστοί προσέλθετε. Από τη Νατάσα Διαμαντοπούλου

«Με τον οίκο των Ατρειδών έχει παρομοιαστεί το σπίτι των Άλβινγκ στο νορβηγικό φιόρδ», διαβάζω, προσπαθώντας να μπω στο κλίμα ενός από τα γνωστότερα κείμενα του Ίψεν. «Το ζωτικό ψεύδος και οι νεκρές προλήψεις βαραίνουν σαν κατάρα την αστική οικογένεια και η μοίρα με τη μορφή της κληρονομικής ασθένειας χτυπάει το μοναχογιό της κυρίας Άλβινγκ». Ακρογωνιαίος λίθος του μοντέρνου ευρωπαϊκού δράματος, οι «Βρικόλακες», έργο γραμμένο το 1883, χλευάζουν την πουριτανική υποκρισία της αστικής τάξης – θυμάμαι το μάθημα της θεατρολογίας στη σχολή, όταν μαθαίναμε τους λόγους για τους οποίους ο Ερίκος Ίψεν κατακτούσε εμβληματικό ρόλο στην επιβολή του θεατρικού μοντερνισμού. Εκείνον τον μοντερνισμό πώς άραγε, θα τον εκφράσει σήμερα, ο Έκτορας Λυγίζος – ταλαντούχος σκηνοθέτης 32 χρόνων; Αυτά σκεφτόμουν όταν επιχειρούσα να τον προσεγγίσω. Μιλώντας αρκετές φορές στο τηλέφωνο μαζί του μέχρι να καταλήξουμε στην ιδανική μέρα της συνάντησής μας, όταν βρεθήκαμε από κοντά ένιωθα ότι ήδη τον γνώριζα. Με υποδέχτηκε σαν καλός οικοδεσπότης στην πρόβα και είχε την καλοσύνη να μου επιτρέψει να την παρακολουθήσω. Πάντα η πρόβα έχει κάτι το μαγικό, σου δίνει την ψευδαίσθηση ότι γίνεσαι κι εσύ συνεργός σε κάτι μεγάλο που μπορεί να γεννιέται εκείνη την ώρα. Τον παρακολουθούσα να περιφέρεται πάνω σε καθίσματα, ανάμεσα από τους ηθοποιούς του, πάντα με μια ήρεμη εγρήγορση. Αυτό που αισθάνθηκα ότι χαρακτηρίζει τον ίδιο αλλά και τους ηθοποιούς είναι ένας φοιτητικός ενθουσιασμός. Του το λέω και τον βλέπω να ενθουσιάζεται ακόμη περισσότερο. Σκέφτομαι ότι οι «Βρικόλακες» του Ίψεν είναι ένα έργο με πολλαπλές αναγνώσεις και με ακόμη περισσότερες θεατρικές απόπειρες και προσπαθώ να καταλάβω γιατί ένας νέος σκηνοθέτης επιλέγει να καταπιαστεί μαζί του. Κάπως έτσι ξεκίνησε η συζήτηση που είχα με τον Έκτορα Λυγίζο. Μιλήστε μου λίγο για το έργο όπως το διαβάσατε εσείς. Όταν πρωτοδιάβασα το έργο με είχε συγκινήσει πολύ η τελευταία πράξη, το τεράστιο αδιέξοδο του φινάλε. Μετά ο Ίψεν άρχισε να με ενδιαφέρει και πιο εγκεφαλικά, γιατί είδα ότι με πολύ έξυπνο τρόπο παίζει με τα είδη του θεάτρου. Ενώ είναι ένα έργο σαλονιού, πολύ ρεαλιστικό, νομίζω πως όλη η δομή που έχει φτιάξει ο συγγραφέας αποκαλύπτει κάτι μη ρεαλιστικό και κωμικό. Δηλαδή ξεκινάει ως δράμα, μετά γίνεται τραγωδία, με την έννοια των ρητορικών λόγων, μετά από την κωμωδία καταλήγει στο γκροτέσκ. Στην πορεία επίσης ανακάλυψα ότι οι ήρωες του έργου αρέσκονται πάρα πολύ να αυτοπαρουσιάζονται στους άλλους. Έχουν πάρει κάποιες σημαντικές αποφάσεις πριν ξεκινήσει το έργο και προσπαθούν να δείξουν στον κόσμο αυτή την καινούργια τους εικόνα. Η μεγάλη ομπρέλα του έργου όμως είναι η ιστορία με τους κανόνες


θέατρο

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 47

και τα ψεύδη στην καθημερινή ζωή. Τα συμπεράσματα αυτά πού σας οδήγησαν; Είδα πως ο συνδετικός κρίκος της όλης ιστορίας είναι το θέμα της πίστης. Το καθένα από αυτά τα πρόσωπα έχει μια ισχυρή πίστη για κάτι. Είτε είναι η πίστη στο Θεό, είτε η πίστη στην ιδέα μιας καινούργιας ζωής. Όλοι οι ήρωες έχουν την ανάγκη να πιστεύουν ισχυρά σε κάτι.

Τι σκέφτεται ένας σκηνοθέτης όταν ανεβάζει ένα πολυπαιγμένο έργο; Αρχικά έχει την υποχρέωση να δείξει στον κόσμο γιατί τον ενδιαφέρει. Θεωρώ ότι είναι υποχρέωση ενός σκηνοθέτη να καταπιαστεί μ’ ένα κλασικό έργο. Με κάποιον τρόπο, πρέπει να μπορεί να δείξει γιατί μπορεί να αφορά κάποιον άνθρωπο σήμερα. Πρέπει να μπορεί να παίζει με τις προσδοκίες του ανθρώπου που έρχεται να δει την παράσταση. Το κοινό του Φεστιβάλ Αθηνών είναι, νομίζετε, πιο ανοιχτό σε νέες προτάσεις; Ναι είναι. Αν και νομίζω ότι πρέπει να πράττεις πάντα ανεξάρτητα απ’ αυτό. Αυτό που πιστεύεις ότι μπορεί να κάνει κάτι ελκυστικό είναι η δική σου ματιά. Φυσικά, δεν νομίζω ότι θα μ’ ενδιέφερε να κάνω αυτό το έργο σε μια κλασική σκηνή, ούτε όμως θεωρώ ότι το βεβηλώνω επειδή αισθάνομαι πιο ελεύθερος μαζί του. Αν με ρωτάτε, θα σας έλεγα ότι θεωρώ πως είμαι πολύ πιστός στο έργο. Δεν θεωρώ ότι το έχω αποδομήσει. Ό,τι επέμβαση κάνω είναι προς την κατεύθυνση ανάδειξης του νοήματος. Τι επεμβάσεις έχετε κάνει, δηλαδή; Δεν έχω πειράξει το κείμενο, διαβάζω κυρίως τους ρόλους, πώς θα λειτουργούσαν τα πρόσωπα αυτά στο σήμερα. Γιατί μας αφορά σήμερα αυτό το έργο; Το θρησκευτικό κομμάτι είναι μάλλον επίκαιρο. Είναι επίκαιρο με την λογική ότι εξηγεί με κάποιον τρόπο πώς λειτουργεί η κοινωνία. Αυτό νομίζω ότι είναι το βασικότερο θέμα του έργου. Ωραία η προσωπική ελευθερία, αλλά είναι ουτοπία απ’ την στιγμή που ζούμε σε οικογένειες, σε κοινωνίες, με το να είμαστε μέλη μιας κοινότητας. Είναι επίκαιρο ειδικά σήμερα που επικρατεί μια τάση επιστροφής στο άτομο, στην προσωπικότητα, σε μια εποχή που δεν συνεγείρουν τα συλλογικά οράματα.

Ο λόγος και η εικόνα Σας αγχώνει ο τίτλος του νεαρού ταλαντούχου σκηνοθέτη που σας συνοδεύει; Για να είμαι ειλικρινής, όχι – τουλάχιστον σε βαθμό που να μου δημιουργεί πρόβλημα. Με

Φωτογραφία: Βίκυ Γεωργοπούλου

«Όλοι οι κλασικοί μιλούν για μας, εδώ, σήμερα»

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ Ο Θάνος Σαμαράς ερμηνεύει τον Όσβαλντ, μοναχοπαίδι της κυρίας Άλβινγκ και φορέα μιας καταραμένης οικογενειακής κληρονομιάς.

κάποιον τρόπο, έχω αποφασίσει πως αυτή είναι η δουλειά που μου αρέσει, η καθημερινότητα που μου αρέσει, ο πιο ωραίος τρόπος για να εκφράζομαι. Είναι άλλη μια δουλειά με την οποία προσπαθείς να «επικοινωνήσεις» κάποια πράγματα. Δεν έχω μπριζώσει τον εαυτό μου να κάνω αριστουργήματα. Απόπειρες θεωρώ ότι κάνω, τώρα αν βγουν και ωραίες ακόμα καλύτερα. Ο στόχος δεν είναι η τελειότητα, αλλά η επικοινωνία. Αυτά που εγώ δεν μπορώ να εκφράσω με άλλους τρόπους, προσπαθώ μέσα από τη σύμπραξή μου με άλλους ανθρώπους. Υπήρξατε βοηθός του Λευτέρη Βογιατζή και του Αντώνη Καλογρίδη. Τι έχετε κρατήσει από τις εμπειρίες σας μαζί τους; Είναι και οι δύο άνθρωποι με πολύ συγκεκριμένη ματιά και τρόπο δουλειάς. Κατάλαβα ότι πρέπει να επιμένεις πολύ στον τρόπο με τον οποίο έχεις δει τα πράγματα. Με τον Βογιατζή κατάλαβα πόσο σημαντικός είναι ο λόγος στο θέατρο. Ο Καλογρίδης, από την άλλη μεριά, μου έδειξε πώς να διαχειρίζομαι την εικόνα, μου έδειξε το δυναμισμό και την ενέργεια που μπορεί να κουβαλάει μια παράσταση. Πώς είναι για σας ο ιδανικός ηθοποιός; Kυρίως θέλω να έχει τεχνική αρτιότητα, να είναι πολύ εξασκημένος – γιατί αυτό σημαίνει ότι έχει ξεπεράσει τις ντροπές του. Θέλω οι ηθοποιοί να χαίρονται που βρίσκονται επάνω

στη σκηνή. Πιστεύω ότι αν αυτός που βρίσκεται πάνω στη σκηνή δεν χαίρεται να λέει ιστορίες και να κάνει την πλάκα του, δεν πρέπει να είναι ηθοποιός. Από την άλλη πλευρά, μου αρέσουν πολύ οι ηθοποιοί που έχουν συγκεκριμένο στυλ και χαρακτήρα, χωρίς όμως να έχουν κλειδώσει σε ένα συγκεκριμένο είδος παιξίματος. Μου αρέσουν οι ιδιόρρυθμοι και οι δύσκολοι. Έχετε σκεφτεί ποτέ γιατί σκηνοθετείτε; Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι αισθάνομαι οικειότητα και ελευθερία σ’ αυτό το χώρο. Νομίζω οτι το κάνω με μεγαλύτερη ευκολία από κάποια άλλα πράγματα. Πιο φυσικά. Πώς βρίσκετε το θέατρο στην Ελλάδα; Νομίζω όπως όλους τους τομείς του πολιτισμού: πολύ προβληματικό λόγω έλλειψης χρημάτων, παιδείας και οράματος. Προσωπικά, ακόμα μαζεύω πράγματα και προσπαθώ να καταλάβω τι είναι αυτό που θέλω να κάνω στο θέατρο. Ακόμα είμαι στο στάδιο που ανακαλύπτω αυτό το δύσκολο πεδίο. Μου αρέσει αυτό που και εσείς παρατηρήσατε όταν αρχίσαμε να συζητούμε, ο φοιτητικός ενθουσιασμός. Είναι ένα στοιχείο αθωότητας που με ενδιαφέρει πάρα πολύ και επιδιώκω να υπάρχει στις παραστάσεις μου. Μ’ ενδιαφέρει οι ηθοποιοί πάνω στη σκηνή να συναντιούνται και να θέλουν παίζοντας να ανακαλύψουν ο ένας τον άλλον.

Ιnfo Έκτορας Λυγίζος Ερρίκος Ίψεν, Βρικόλακες Μετάφραση: Μαργαρίτα Μέλμπεργκ Σκηνοθεσία: Έκτορας Λυγίζος Σκηνικά – Κοστούμια: Μαγιού Τρικεριώτη Φωτισμοί: Max Penzel Δραματουργική επεξεργασία: Κατερίνα & Παναγιώτα Κωνσταντινάκου Επιμέλεια κίνησης: Μαριέλα Νέστορα Διδασκαλία χορωδίας: Χαράλαμπος Γωγιός Βοηθός σκηνοθέτη: Γεωργία Ψυχογυιού Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματολόγου: Δήμητρα Χίου Βοηθός φωτιστή: Αντώνης Κόκορης Παίζουν: Πολυξένη Ακλίδη, Νίκος Γεωργάκης, Ανέζα Παπαδοπούλου, Θάνος Σαμαράς, Γιώργος Ζιόβας Το Σχολείον, Χώρος Β 27 - 31 Ιουλίου 2008, 21:00

Μαγιού Τρικεριώτη: «Εκκλησία...» Νεαρή και ταλαντούχος σκηνογράφος, η Μαγιού Τρικεριώτη έχει συμβάλει καθοριστικά με το σκηνικό της στην εικόνα της παράστασης. Στη σύντομη συζήτησή μας, εξηγεί τι την οδήγησε στις συγκεκριμένες επιλογές της: Πώς προέκυψε η ιδέα του σκηνικού; Θυμάμαι απλώς τον Έκτορα [Λυγίζο] να μου λέει: «εκκλησία». Ήθελε να συμπεριληφθούν στο σκηνικό σύνολο, εμβόλιμα, χορωδίες παιδικές και τραγούδια, κάτι που γρήγορα μας οδήγησε στο να βρούμε την κεντρική ιδέα. Με τον Έκτορα γνωριζόμαστε πολλά χρόνια, γι’ αυτό και το να δουλεύω μαζί του είναι αυθόρμητο, όμορφο, εύκολο. Μπορείτε να μας κάνετε μια εικονική ξενάγηση στο σκηνικό σας; Το κοινό θα είναι μοιρασμένο σε δυο μεριές. Το concept βασίζεται στη δημιουργία της εικόνας μιας εκκλησίας, γι’ αυτό και η πρώτη σειρά των θέσεων, που ορίζει τον σκηνικό

χώρο, θα είναι σαν τα στασίδια της χορωδίας που συναντάμε στις πραγματικές εκκλησίες. Γίνεται ένα παιχνίδι με το εσωτερικό και το εξωτερικό. Κλείνουμε λίγο παραπάνω την αίθουσα του Σχολείου δημιουργώντας εντονότερα την αίσθηση του μέσα και του έξω. Κάτω θα υπάρχει χαλίκι, ελπίζοντας στην νοτισμένη μυρωδιά του βρεγμένου χαλικιού που μας παραπέμπει σε παιδική χαρά. Το στοιχείο που υπερισχύει είναι το νερό, η βροχή. Με την τοποθέτηση μεγάλων επιφανειών από τζάμι, θα μπορούμε να παίξουμε με τις αντανακλάσεις των σωμάτων. Το σκηνικό και τα κοστούμια έχουν μοντέρνα στοιχεία. Δεν πηγαίνουν με την εποχή. Γι’ αυτό και στοιχεία τεχνολογίας, όπως το μικρόφωνο που χρησιμοποιούμε, δεν έχω την πρόθεση να τα κάνω να μοιάζουν παλιακά. Με την ιδέα της εκκλησίας πετυχαίνουμε την αίσθηση του άχρονου. Πάνω στην ιδέα αυτή επιλέχθηκαν και τα κοστούμια.


θέατρο

48 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

Φωτογραφία: Κωστής Καπελώνης

ΠΑΝΤΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ Η φαντασμαγορία του 1959 λειτουργεί με το ίδιο ενδιαφέρον και σήμερα, ισχυρίζονται πολλοί και διαφορετικοί άνθρωποι του θεάτρου.

Ορνιθοσκαλίσματα Η επικαιρότητα των «Ορνίθων» 49 χρόνια μετά Προσπαθώντας να αναλύσουμε το «ιπτάμενο φαινόμενο», ζητήσαμε ενισχύσεις. Ένας θεατρολόγος, ένας σκηνοθέτης-συγγραφέας κι ένας ηθοποιός, μαζί με συντελεστές των «Ορνίθων» του Θεάτρου Τέχνης, μας μιλούν για μια παράσταση που, όπως φαίνεται, έχει ακόμα ανοιχτούς λογαριασμούς με το κοινό. Από τη Νατάσα Διαμαντοπούλου

Το 1959 ήταν η χρονιά που το Θέατρο Τέχνης για πρώτη φορά θα συμμετείχε στο Φεστιβάλ Αθηνών. Οι «Όρνιθες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν θα εμφανίζονταν στο Θέατρο Ηρώδου του Αττικού. Οι συντελεστές της παράστασης, ένας κι ένας: Ο Χατζιδάκις υπογράφει την μουσική, ο Τσαρούχης τα κοστούμια και τα σκηνικά. Η πρεμιέρα δίνεται στις 30 Αυγούστου. Με το τέλος της παράστασης, το θέατρο διχάζεται. Ένα μέρος του κοινού χειροκροτεί όρθιο, οι υπόλοιποι αποδοκιμάζουν. Ακολουθεί η απαγόρευση της συνέχισης των παραστάσεων διά στόματος του τότε υπουργού Προεδρίας Κωνσταντίνου Τσάτσου, με την αιτιολογία ότι προσβάλλεται το θρησκευτικό αίσθημα του λαού. Από τότε έχουν μεσολαβήσει σχεδόν 50 χρόνια, συνεχή ανεβάσματα, βραβεύσεις

κι ένας κατάλογος στο πρόγραμμα της παράστασης, που φιλοξενεί σχεδόν το μισό ελληνικό θέατρο. Η παράσταση του Κουν έχει χαρακτηριστεί, σχεδόν ομόφωνα, ιστορική, πρωτοποριακή, μυθική. Ύστερα από 50 χρόνια, όμως, οι άνωθεν διαπιστεύσεις έχουν αντίκρισμα στη σύγχρονη θεατρική πραγματικότητα; Καταφέρνει να διατηρηθεί η αρχική σκηνοθετική φόρμα, όταν το έμψυχο υλικό της επαναπροσδιορίζεται; Πρόκειται για ένα ζωντανό οργανισμό που βρίσκει τις αναφορές του στο σήμερα ή για μια μουσειακή παράσταση, που στόχο έχει να αποτίσει φόρο τιμής στον Κάρολο Κουν, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή του; Τι συμβαίνει μ’ αυτά τα πουλιά και μας απασχολούν μέχρι και σήμερα; Οι ειδικοί αναλαμβάνουν να λύσουν τις απορίες μας.

Μιχάλης Ρέππας Σεναριογράφος, ηθοποιός «Ιστορικό γεγονός» Την παράσταση την είδα το ’75, όταν ήμουν ακόμα στο Λύκειο. Είναι μια από τις πρώτες παραστάσεις που έχω δει στην Επίδαυρο με συνειδητή μου επιλογή. Δεν θέλω να πω το τετριμμένο ότι έγινα ηθοποιός εξαιτίας των «Ορνίθων», αλλά, εφόσον είχα και την έφεση να βγω στο θέατρο, μου γεννήθηκε η ανάγκη να βρεθώ στο χορό. Αυτό που κυρίως θυμάμαι είναι η μουσική του Χατζιδάκι. Ξέρω όλο το δίσκο απ’ έξω. Μετά τα ιστορικά ανεβάσματα του Σολωμού, στον οποίο οφείλουμε την αριστοφανική αναβίωση, νομίζω ότι το επόμενο βήμα, το οποίο δεν έχει ξεπεραστεί ποτέ μέχρι σήμερα, είναι οι παραστάσεις του

Κουν. Διάβασε τον Αριστοφάνη χωρίς «φολκλοριές» και εύκολες αναγωγές στο λαϊκισμό. Σ’ αυτό συνετέλεσε τρομερά και ο Τσαρούχης. Δεν μπορώ να φανταστώ ωραιότερο κοστούμι. Τόσο μίνιμαλ και τόσο ουσιαστικό και τόσο λαϊκό. Αυτή η συνεύρεση, η σύμπτωση, ήταν οριακή ως προς την αντίληψή μας για τον Αριστοφάνη. Δεν έχω δει μέχρι σήμερα κάτι άλλο να μου ανανεώνει εκ βάθρων την αντιμετώπιση της αρχαίας κωμωδίας. Ο πολιτικός σχολιασμός εκείνης της παράστασης δεν έχει να κάνει με την επιθεωρησιακή επικαιρικότητα. Το σημείο με τον παπά, που τότε ενόχλησε, είναι μεν μια κοινωνική θέση, αλλά κατά τη γνώμη μου είναι κυρίως μια βαθύτατα θεατρική θέση. Δεν νομίζω ότι ο Κουν επεδίωξε μια φτηνή αντιπαράθεση, ούτε ότι η πρόθεσή του ήταν να σοκάρει. Αναγνώρισε


θέατρο στο κείμενο ένα νεοελληνικό ύφος που αξιοποίησε θεατρικά. Οι ουσιαστικές καλλιτεχνικές ανανεώσεις δεν γίνονται κάθε σεζόν. Ας γίνονται λοιπόν πράγματα που τα έχουμε ξαναδεί αν είναι σημαντικά και έχουν αλήθεια. Είναι ιστορικό γεγονός αυτή η παράσταση. Αλλά δεν είναι μουσειακό πράγμα. Την Ακρόπολη μπορείς να τη βλέπεις συνέχεια, αλλά κάθε φορά να σου γεννά το αίσθημα της μοναδικότητας. Πιστεύω ότι και το Φεστιβάλ Αθηνών και το Εθνικό Θέατρο θα έπρεπε να φροντίζουν να βλέπουμε παραστάσεις τόσο οριακές για τη θεατρική πραγματικότητα. Δηλαδή στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας δεν ανεβάζουν κάθε τόσο σκηνοθεσίες του Στανισλάφσκι; Με νευριάζει η ανόητη δίψα για καινούργιο. Το καινούργιο στις μέρες μας έχει καταντήσει ο πιο πολυκαιρισμένος νεκρός που περιφέρεται στο ελληνικό θέατρο. Η πρότασή μου βεβαίως δεν είναι να παίζονται συνεχώς αναβιώσεις παλαιότερων παραστάσεων γιατί κι εμείς πρέπει να ζήσουμε...

Διαγόρας Χρονόπουλος διευθυντής του Θεάτρου Τέχνης «Για τον σύγχρονο θεατή» Η παράσταση μπορεί να χαρακτηριστεί ιστορική ή καλύτερα μυθική, σίγουρα όμως δεν ανεβαίνει εξυπηρετώντας μνημειακούς σκοπούς. Αυτό που επιδιώκουμε είναι, σεβόμενοι πρωτίστως τη φόρμα του Κουν, να δημιουργήσουμε κάτι ζωντανό, που θα αφορά τον σύγχρονο θεατή.

Κωστής Καπελώνης ηθοποιός - σκηνοθέτης Σαν να μην πέρασε μια μέρα

Aυτή η παράσταση έχει επηρεάσει δραστικά το ελληνικό θέατρο, γιατί το έφερε πιο κοντά στον κανονικό άνθρωπο. Μέχρι τότε το θέατρο ήταν λίγο μεγαλύτερο, λίγο σπουδαιότερο, λίγο πιο απόμακρο. Οι ήρωες που ενσαρκώνονταν ήταν λίγο πιο έξω από τα ανθρώπινα μέτρα. Ο Κουν προσπάθησε να επεκταθεί σε πιο λαϊκά στρώματα. Είναι μια παράσταση που ισχύει όπως ίσχυε τότε. Δεν έχει παλιώσει. Υπάρχει βεβαίως προσθήκη πολιτικών σχολίων από τότε, αλλά με ιδιαίτερη διακριτικότητα. Η Ελλάδα δεν έχει αλλάξει πολύ. Το βλέπω και από το πώς λειτουργεί το έργο στους νέους ηθοποιούς. Οι ηθοποιοί του χορού της φετινής παράστασης είναι αρκετά νέοι. Λειτουργούν με τον ίδιο ζήλο και το ίδιο κέφι, όπως λειτουργούσαμε κι εμείς το 1975 και το ‘86. Αυτό σημαίνει ότι αν ο ηθοποιός λειτουργεί καλά μέσα σε μια παράσταση κάτι τον αφορά. Αυτό βρίσκει την ανταπόκρισή του και στο κοινό. Κάτι που ενισχύει αυτή μου την πεποίθηση, είναι αυτό που έζησα πριν απο 2-3 χρόνια. Σ’ ένα φεστιβάλ με συμμετοχές από διάφορες βαλκανικές χώρες, το Θέατρο Τέχνης είχε ένα περίπτερο με υλικό κυρίως από αρχαίο ελληνικό ρεπερτόριο. Πρόσεξα ότι στο τέταρτο που παρουσιάζονταν οι «Όρνιθες» όλοι οι διερχόμενοι στέκονταν και παρατηρούσαν

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 49

Δημήτρης Πιατάς

Πλάτων Μαυρομούστακος

ηθοποιός «Ένα πανηγύρι» Αυτή η παράσταση με έχει στοιχειώσει. Θεωρώ ότι είναι η καλύτερη παράσταση αριστοφανικού έργου που έχει γίνει ποτέ στον κόσμο και το λέω αυτό γιατί έχω δει διάφορα ανεβάσματα από θιάσους του εξωτερικού. Ήμουν μικρό παιδί τότε και πίστευα ότι τα σύνεργα είναι παλιά και κατά κάποιο τρόπο ξεπερασμένα, λόγω θεματολογίας, εποχής, σκηνοθέτη. Μετά από αυτή την παράσταση κατάλαβα πόσο σημερινός και σύγχρονος και δικός μας στο παρόν και στο μέλλον είναι ο Αριστοφάνης. Ο μεγάλος δάσκαλος Κουν δούλεψε πάνω σ’ αυτό που είναι πραγματικά το θέατρο - ένα παιχνίδι, ένα πανηγύρι. Η ιστορία της χαράς και του παιχνιδιού είναι πολύ σημαντικό στοιχείο στο θέατρο. Συνήθως όλα τα έργα και ιδίως των τραγικών, είναι έργα που έχουν πολλή σκέψη και, μοιραία, η προσέγγιση που πιθανώς εμείς μπορούμε και κάνουμε αφορά τα λόγια. Ο Κουν βρήκε τους χυμούς, την αλήθεια, βρήκε αυτό που είναι τα θεμέλια του θεάτρου, το παιχνίδι. Την εποχή που παίχτηκαν οι «Όρνιθες» αντιμετωπίστηκαν με προκατάληψη, αλλά πολύ αργότερα επηρέασαν τους μεταγενέστερους δημιουργούς. Έβαλαν τις βάσεις αυτού που σήμερα είναι η προσέγγιση σε σχέση με τον αριστοφανικό λόγο, που πολλές φορές κινδυνεύουμε να ξεπερνάμε τα όρια, στο όνομα του μοντέρνου και του μη συμβατικού, με φόβο να χαθεί η αισθητική και το καλό γούστο. Μην ξεχνάμε πως σ’ εκείνη την παράσταση είχαν μαζευτεί ένας κι ένας. Σήμερα οι σημαντικοί άνθρωποι δυσκολεύονται να βρεθούν μεταξύ τους. *** Προσπαθώντας να αναλύσω το φαινόμενο των «Ορνίθων», με αφορμή την φετινή παρουσία τους στο Φεστιβάλ Αθηνών και ενώ οι αρχικές μου απορίες βρήκαν τις απαντήσεις τους, στην πορεία μού γεννήθηκε ένα καινούργιο ερώτημα: τι παραπάνω έχει το «Μamma Μia» από τον δικό μας τον Αριστοφάνη;

Ιnfo Θέατρο Τέχνης - Κάρολος Κουν Αριστοφάνη, Όρνιθες Mετάφραση - Διασκευή: Βασίλης Ρώτας Σκηνοθεσία: Κάρολος Κουν Σκηνικά - Κοστούμια: Γιάννης Τσαρούχης Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις Χορογραφία: Ζουζού Νικολούδη Σκηνoθετική επιμέλεια: Διαγόρας Χρονόπουλος, Κωστής Καπελώνης, Θόδωρος Γράμψας Παίζουν Νίκος Μπουσδούκος, Γιάννης Δεγαϊτης, Γιώργος Παπαδόπουλος, Δημήτρης Δεγαϊτης, Βασίλης Λέμπερος, Κώστας Βελέντζας, Γιάννης Καρατζογιάννης, Μιχάλης Σαράντης, Κωνσταντίνος Γαβαλάς κ.ά. Ωδείο Ηρώδου Αττικού 20 & 21 Ιουλίου, 21:00

ΤΟΤΕ Απ’ την παράσταση του 1959.

«Ο χρόνος προσέθεσε » Η παράσταση των «Ορνίθων» του Καρόλου Κουν αποτέλεσε τη σαφέστερη έκφραση μιας νέας στάσης απέναντι στο έργο του Αριστοφάνη, που μέχρι το πρώτο μισό του 20ού αιώνα αντιμετωπιζόταν με καχυποψία τόσο λόγω της αθυροστομίας του, όσο και γιατί παρουσίαζε μια εικόνα του αρχαίου κόσμου με αρνητικά χαρακτηριστικά που απέχει πολύ από τη θετική διάσταση με την οποία τον είχε περιβάλει η αρχαιολατρία που εδραιώθηκε στη νεοελληνική συνείδηση. Με τους «Όρνιθες» ο Κουν ανέδειξε την επικαιρότητα του αριστοφανικού λόγου. Παράλληλα η παράσταση των «Ορνίθων» ανέδειξε το στοιχείο της λαϊκότητας του Αριστοφάνη, προσδίδοντας χαρακτηριστικά που τον έκαναν προσιτό στο ευρύτερο κοινό. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτή η λαϊκότητα τροφοδότησε και ένα νέο ενδιαφέρον για το σύνολο των σωζόμενων έργων του αρχαίου ελληνικού δράματος. Η φόρμα που χρησιμοποίησε ο Κάρολος Κουν το 1959 ήταν πολύ ενδιαφέρουσα, εντάσσεται στη διερεύνηση των ελληνικών χαρακτηριστικών, που αποτέλεσε το ζητούμενο της σκηνικής του πρακτικής, και βέβαια για τα δεδομένα της εποχής που πρωτοπαρουσιάστηκε ήταν όχι μόνο εντυπωσιακή αλλά και ριζοσπαστική. Η παράσταση συνδέθηκε με μια ωμή παρέμβαση του κρατικού μηχανισμού. Είναι μια παράσταση που εξελίχθηκε σε όλη την διάρκεια των συχνών επαναλήψεων της. Βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ των Εθνών το 1962 και είχε αποτέλεσμα να ανανεωθεί το ενδιαφέρον του διεθνούς κοινού για τον Αριστοφάνη. Ήταν η παράσταση με την οποία το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν μπήκε στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου μετά τη μεταπολίτευση, αφού μέχρι τότε την αποκλειστική χρήση του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου κατείχε το Εθνικό Θέατρο. Από μια άλλη πλευρά δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι στις αριστοφανικές σκηνοθεσίες, κυρίως του Καρόλου Κουν και εκείνες του Αλέξη Σολωμού στο Εθνικό Θέατρο, οφείλεται η απαλλαγή της παρουσίας του Αριστοφάνη στην ελληνική σκηνή από τον άσεμνο και τον ανήθικο χαρακτήρα που τον ακολουθούσε. Το αριστοφανικό έργο εντάχθηκε τελεσίδικα στον κύκλο των θεατρικών κειμένων που προέρχονται από την αρχαιότητα, τα οποία παίζονται μέχρι σήμερα. Πέρα όμως από τη σκηνοθεσία, η μουσική του Χατζιδάκι είναι εξαιρετική, οι χορογραφίες, είναι μέχρι σήμερα αξεπέραστες. Όλα αυτά μαζί αποτελούν στοιχεία που μας κάνουν να θεωρούμε αυτή την παράσταση μια από τις σημαντικότερες παραστάσεις αριστοφανικών έργων, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε διεθνές επίπεδο, μια ιστορική παράσταση.Οι «Όρνιθες» παραμένουν ένα απολαυστικό θέαμα. Είναι στο πλαίσιο μιας πρακτικής που υπάρχει στην διεθνή σκηνή και επιτρέπει σε αυτούς που δεν έζησαν τη στιγμή της παράστασης να τη δουν, να τη γευτούν, να αντιληφθούν το ρόλο που μπορεί να έπαιξε η παράσταση κατά την εποχή της πρώτης παρουσίασης της και προφανώς να έχουν δυνατότητα να τη συγκρίνουν με το σήμερα. Ανεβάζουμε παλαιότερα έργα γιατί έχουμε να σκεφτούμε κάτι για το σήμερα. Το θέατρο έχει την ιδιότητα ενώ αναφέρεται στο παρελθόν να μιλάει στον παρόντα χρόνο. Επομένως, εάν ανεβάζουμε πάλι ένα έργο είναι γιατί θέλουμε να πούμε κάτι σήμερα. Η σχεδόν πενηντάχρονη διαδρομή αυτής της παράστασης τής έχει προσδώσει εξωπαραστασιακά στοιχεία. Ο χρόνος προσέθεσε μία ειδική φόρτιση στην παράσταση των «Ορνίθων», που ανακαλεί στη συνείδηση του θεατή την ιστορία της μεταπολεμικής μας πραγματικότητας.Το ερώτημα είναι, όταν ξαναβλέπουμε αυτή την παράσταση, αν έχει πραγματικά παλιώσει, αν δείχνει την ηλικία της, δηλαδή αν έχει να πει κάτι στους θεατές της σήμερα. Νομίζω ότι παρά τα τόσα χρόνια που πέρασαν από το πρώτο ανέβασμα, οι «Όρνιθες» πάντα διατηρούν ακμαία την εκπληκτική τους αρτιότητα και την εντυπωσιακά απολαυστική δροσιά τους. ____________________________________ Ο Πλάτων Μαυρομούστακος είναι θεατρολόγος. Διδάσκει στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών


μουσική

50 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

Ήχοι του κόσμου All that music Τα τρία ελληνικά μουσικά σχήματα που εμφανίζονται στη συναυλία «Συνομιλίες με τη World Music» απευθύνονται σε όσους αναζητούν τη μία και μοναδική αληθινή μουσική. Αυτή που δεν γνωρίζει σύνορα και file under. Από τον Αντώνη Σακελλάρη

Η ταμπέλα της έθνικ μουσικής είναι κατασκευασμένη από τις δισκογραφικές εταιρείες και τα μουσικά περιοδικά που, κατατάσσοντας κάτω από αυτήν την ετικέτα μουσικούς από όλο τον κόσμο, στοχεύουν σε ένα διαρκώς αυξανόμενο κοινό, που άρχισε τις τελευταίες δεκαετίες να δείχνει όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη μουσική που παίζεται σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Και η ευτυχία των στελεχών της μουσικής βιομηχανίας είναι, να βρίσκουν μουσικούς που μπορούν να καταχωρηθούν, άρα και να πλασαριστούν, εύκολα κάτω από μια ταμπέλα και ένα μουσικό είδος. Οι Imam Baildi, το Trio Balcano και το Αερόχορδο που παίζουν στις 23 Ιουλίου, στο Σχολείον, δεν καλύπτουν αυτές τις προϋποθέσεις. Δεν απευθύνονται σε ακροατές που άρχισαν να ακούν world music, επειδή κάποια στιγμή έγινε μόδα, δεν μπορούν να ταξινομηθούν, άρα δυσχεραίνουν και τις πρακτικές μάρκετινγκ.

IMAM BAILDI

Όταν ο Τσιτσάνης συνάντησε την Πιαφ Και ξαφνικά, το καλοκαίρι μέσα στην πόλη, από κάθε ψαγμένο μαγαζί και κάθε ραδιοφωνική συχνότητα, άρχισε να ακούγεται η φωνή της Μαίρης Λίντα και οι πενιές του Χιώτη, σε remix που άλλοτε θυμίζουν τα meta – tango των Gotan Project, άλλοτε τις μαριάτσι μουσικές των Calexico και ενίοτε τις εμπνευσμένες γαλλικές χιπ χοπ μείξεις των κομματιών της Εντίθ Πιαφ. O Ορέστης και ο Λύσανδρος Φαληρέας (πάνω φωτογραφία), μαζί με τους Γιάννη Δίσκο και Μηνά Λιάκο, που αποτελούν τους Imam Baildi, δηλώνουν ως επιρροές τους Beastie Boys, τον Ρόνι Σάιζ, τον Τσιτσάνη, τον Four Tet, την Πόλυ Πάνου και τον DJ Shadow. Μπερδεύουν παλιά ρεμπέτικα, αρχοντορεμπέτικα, «λαϊκά του γραμμοφώνου» με τζαζ, φανκ, χιπ χοπ και ντραμ εν μπέιζ. Και οργώνουν την Ελλάδα παίζοντας σε κλειστούς και ανοιχτούς χώρους, σε φεστιβάλ ως support σε Massive Attack, Gogol Bordello, Ojos de Brujo, στο γαλλικό φεστιβάλ Les Transmusicales στη Ρεν, αλλά και σε πολιτικά φεστιβάλ στην Γεωπονική. Και ένας ήχος φρέσκος, βασισμένος στην ελληνική λαϊκή μουσική, αλλά απευθυνόμενος σε ένα δυνάμει παγκόσμιο ακροατήριο, τοποθετεί στα playlists του i-pod τον Τσιτσάνη και την Καίτη Γκρέυ.

TRIO BALKANO Φωτογραφία: Βίκυ Γεωργοπούλου

Η τζαζ του μέλλοντός μας

Το θεσσαλονικιώτικο τρίο, αποτελούμενο από τους καταπληκτικούς δεξιοτέχνες Παντελή Στόικο (στην τρομπέτα και το καβάλ), Αλέκο Παπαδόπουλο (τύμπανα) και Λάκη Τζήμκα (μπάσο) -στη μεσαία φωτογραφία- σχηματίστηκε το 1999 και, έχοντας στο κοντέρ τους πολλά χιλιόμετρα περιοδειών, εντός και εκτός συνόρων, αλλά και αμέτρητες ώρες στο στούντιο, έβγαλε το 2006 έναν από τους σημαντικότερους –παγκοσμίως- δίσκους για το ιδίωμα της βαλκανικής τζαζ, το «Sometime Now». Το άλμπουμ έλαβε εξαιρετικές κριτικές και τους τοποθέτησε στο παγκόσμιο στερέωμα του μπάλκαν ριβάιβαλ, που αποτελεί τη νέα τάση στις μουσικές σκηνές όχι μόνο των Βαλκανίων, αλλά και του Βερολίνου, του Παρισιού, της Νέας Υόρκης και της Ισπανίας. Οι Trio Balkano, σπρώχνουν το βαλκανικό μουσικό ιδίωμα στην αγκαλιά της νιου τζαζ και του φανκ, παντρεύοντας τους τζαζ αυτοσχεδιασμούς με την παράδοση και τα χάλκινα της Βαλκανικής και δίνοντάς του απολύτως σύγχρονη ταυτότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι η μουσική που γράφουν καταφέρνει να δώσει αυτό το στίγμα. Είναι μάλλον αποτέλεσμα της μακράς πορείας των τριών δεξιοτεχνών στο χώρο και της βαθιάς του γνώσης πάνω στη μουσική. Και οι τρεις έχουν συνεργαστεί με σπουδαίους μουσικούς, όπως ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, η Σέιλα Τζόρνταν, ο Τσίκο Φρίμαν και αμέτρητοι άλλοι. Η μουσική τους δεν γνωρίζει στεγανά, ξεκινάει από τη παραδοσιακή ελληνική και συνεχίζει σε ροκ και τζαζ δρόμους.

ΑΕΡΟΧΟΡΔΟ

Φωτογραφία: Τάσος Βρεττός, Λάμπρος Παπανικολάτος

Φωτογραφία: Ορλύ Μπαρζίβ

Απόψε αυτοσχεδιάζουν Ο Μάνος Αχαλινωτόπουλος στο κλαρίνο, ο Γιώργος Καλούδης στο τσέλο και ο Σταύρος Λάντσιας (κάτω) στο πιάνο έχουν ένα κοινό στοιχείο. Την πασίγνωστη αυτοσχεδιαστική τους δεινότητα. Και οι τρεις έχουν πίσω τους αμέτρητα live, άλμπουμ, σχήματα, συνεργασίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Δεν είναι η πρώτη φορά που συνεργάζονται. Το μπακγκράουντ τους είναι διαφορετικό. Τα δημοτικά, η τζαζ, τα μπλουζ είναι τα συστατικά στοιχεία της μουσικής τους. Αλλά και πάλι… αυτά είναι απλά μια αφετηρία. Ο προορισμός είναι άγνωστος. Όπως και πρέπει να είναι σε κάθε μουσική παράσταση που ξέρεις από πριν ότι αποκλείεται να ακολουθήσει την οποιαδήποτε νόρμα. Αποκλείεται να ακολουθήσει μια προδιαγεγραμμένη πορεία. Η παράσταση θα στηριχθεί σε έργα και των τριών, αλλά θα εξελιχθεί όχι βάσει μιας τεχνοκρατικής αντίληψης για τη μουσική, αλλά βάσει της διάθεσης της στιγμής και των αυτοσχεδιασμών.

Ιnfo Συνομιλίες με την World Music Τρία Ελληνικά σχήματα Το Σχολείον, Χώρος Α | 23 Ιουλίου, 21.00 Ήχοι του Κόσμου - Αερόχορδο -Trio Balcano -Imam Baildi Συναυλία με τους Taksim Trio Το Σχολείον, Χώρος Α | 21 Ιουλίου, 21:00 Ήχοι του Κόσμου

Hüsnü Şenlendirici, κλαρινέτο İsmail Tunçbilek, σάζι Aytaç Doğan, κανονάκι Συναυλία με τους: Shahram Nazeri & Ali Akbar Moradi Το Σχολείον, Χώρος Α | 25 Ιουλίου, 21:00 Ήχοι του Κόσμου Shahram Nazeri, φωνητικά Ali Akbar Moradi, ταμπούρ Pejman Hadadi, κρουστά Ματθαίος Τσαχουρίδης, ποντιακή λύρα Kourosh Moradi, ταμπούρ, ντέφι


μουσική

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 51

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΚΑΙ ΠΕΡΗΦΑΝΗ Μια προνομιούχα γυναίκα που κατάφερε να γίνει διάσημη τραγουδώντας τα μουσικά ιδιώματα της πατρίδας της, της Ουγγαρίας.

Μάρτα Σεμπεστιέν «Όταν ακούω ηπειρώτικα, δακρύζω»… Είναι μία από τις σημαντικότερες ερμηνεύτριες και ερευνήτριες παραδοσιακής μουσικής στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Με αφορμή τη συναυλία της στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, η Μάρτα Σεμπεστιέν μάς μιλάει για τις μουσικές περιπλανήσεις της στον κόσμο. Από τον Γιάννη Κοντό

Σε ηλικία πέντε μόλις ετών πραγματοποιεί την παρθενική δισκογραφική της εμφάνιση. Τρεισήμιση δεκαετίες αργότερα, οι πόρτες της διεθνούς αναγνώρισης -έστω και καθυστερημένα- ανοίγουν διάπλατα, μετά τη συνεργασία της με τους Deep Forest και τους Towering Inferno, αλλά και τη συμμετοχή της στο σάουντρακ της ταινίας «Ο Άγγλος ασθενής». Έξι χρόνια μετά την τελευταία της εμφάνιση στην Ελλάδα, η Μάρτα Σεμπεστιέν, η σημαντικότερη και πλέον καταξιωμένη διεθνώς ερμηνεύτρια ουγγρικής παραδοσιακής μουσικής, επιστρέφει στη χώρα μας για δυο μοναδικές συναυλίες στην Αθήνα, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και στο Λόφο της Σάνης στη Χαλκιδική, στο πλαίσιο του ομώνυμου Φεστιβάλ, στις οποίες θα συνοδεύεται από εκλεκτούς Ούγγρους μουσικούς. Σε ποιο βαθμό σας έχει διαμορφώσει το οικογενειακό σας περιβάλλον, τόσο ως λάτρη της παραδοσιακής μουσικής, όσο και ως τραγουδίστρια; Ως τραγουδίστρια δεν διαμορφώθηκα από το οικογενειακό μου περιβάλλον, αλλά από τους γέροντες και τις γερόντισσες στα χωριά, από τους οποίους έμαθα τα τραγούδια. Όσο για την αγάπη μου στην παραδοσιακή μουσική, η μητέρα μου αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για μένα. Υπήρξε μια από τις τελευταίες μαθήτριες του Ζόλταν Κόνταλι (σ.σ.: του σπου-

δαιότερου Ούγγρου εθνομουσικολόγου) κι ενώ ήταν έγκυος σ’ εμένα, ήδη «άκουγα» τα μαθήματά του. Ήταν σαν να γεννήθηκα σ’ αυτή την κατάσταση. Έχετε συνδεθεί με το μουσικό κίνημα Tanchaz. Μπορείτε να μάς πείτε περισσότερα γι’ αυτό; Επρόκειτο περισσότερο για ένα χώρο, όπου η νεολαία των πόλεων μάθαινε τους παραδοσιακούς χορούς και τη μουσική της υπαίθρου. Σ’ αυτούς τους χώρους παιζόταν μουσική από όλες τις περιοχές της Ουγγαρίας, καθώς και σερβική, κροατική και ρουμανική. Υπήρχαν και ξεχωριστοί χώροι εκμάθησης ελληνικής παραδοσιακής μουσικής. Πιστεύετε ότι η άγνοια της ουγγρικής γλώσσας παρεμποδίζει την ολοκληρωμένη απόλαυση της μουσικής που ερμηνεύετε; Σε καμία περίπτωση. Η μουσική περιέχει όλα τα αισθήματα, τα οποία μπορούν να γίνουν κατανοητά με φυσικό τρόπο. Τα λόγια είναι μόνο το κερασάκι στην τούρτα Σας ενοχλεί το ότι κατακτήσατε τη διεθνή αναγνώριση μόνο μετά τη συνεργασία σας με τους Deep Forest και τη συμμετοχή σας στο σάουντρακ του «Άγγλου Ασθενή» ; H παραδοσιακή μουσική είναι γνωστή μόνο σε ένα μικρό κύκλο ανθρώπων. Αυτό είναι φυσιολογικό. Σίγουρα οι συγκεκριμένες συνεργασίες με βοήθησαν πολύ και είμαι

ευτυχής γι’ αυτό. Αλλά δεν θα με πείραζε, αν δεν ήμουν διάσημη. Ωστόσο, το γεγονός ότι είμαι διάσημη ως τραγουδίστρια παραδοσιακής μουσικής, με κάνει να αισθάνομαι προνομιούχα.

«Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι εύκολη υπόθεση» Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, είναι εύκολο για την παραδοσιακή μουσική να διατηρήσει τη ζωτικότητα και την αυθεντικότητά της, χωρίς να καταντήσει άλλη μια ρηχή μόδα; Αυτό σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από τους μεμονωμένους καλλιτέχνες. Ένας χαρισματικός καλλιτέχνης μπορεί να πετύχει πολλά. Αλλά η παγκοσμιοποίηση δεν είναι εύκολη υπόθεση. Αν δεν είμαστε προσεκτικοί, θα «αλέσει» τα πάντα, ώσπου να γίνουν μια γκρίζα, άμορφη μάζα. Ποια είναι η σχέση σας με την τεχνολογία και το διαδίκτυο; Τα θεωρείτε εργαλεία προώθησης της μουσικής σας; Δεν έχω πρόσβαση στο ίντερνετ. Ποτέ δεν μού άρεσαν αυτά τα τεχνικά αντικείμενα, γιατί δεν έχουν ψυχή. Δεν ξέρω πώς να τα χρησιμοποιώ και τα φοβάμαι λιγάκι. Θα ήθελα, όμως, να μάθω να χρησιμοποιώ το ίντερνετ. Από την άλλη, πιστεύω ότι είναι ένα χρήσιμο εργαλείο. Ο Μπέλα Μπάρτοκ θα εκτιμούσε

τα οφέλη της σύγχρονης τεχνολογίας. Ήταν υποχρεωμένος να κουβαλά τεράστια, βαριά γραμμόφωνα στην εποχή του. Δεν είναι η πρώτη φορά που δίνετε συναυλία στην Ελλάδα. Πόσο εξοικειωμένη είστε με την ελληνική παραδοσιακή μουσική; Θα σας ενδιέφερε να συνεργαζόσασταν με Έλληνες καλλιτέχνες; Το να έρχομαι στην Ελλάδα είναι πάντοτε για μένα ένα όνειρο, γιατί θαυμάζω την αγάπη των Ελλήνων για τη μουσική. Έχετε τη μουσική και το χορό στο αίμα σας. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, πήγαινα τακτικά σε χώρους εκμάθησης ελληνικών χορών στη Βουδαπέστη κι έμαθα πολλούς ελληνικούς χορούς, καθώς και τραγούδια, που τα αγαπώ πολύ. Όταν ακούω ηπειρώτικα, δακρύζω… Θα ήθελα πολύ να συνεργαστώ με Έλληνες μουσικούς. Η ιδέα προέκυψε μετά την εμφάνισή μου στο WOMAD (σ.σ.: αναφέρεται στο WOMAD του 2002, το οποίο είχε διεξαχθεί στην Αθήνα). Ελπίζω αυτό το όνειρό μου να υλοποιηθεί κάποια στιγμή. Όταν έχετε ελεύθερο χρόνο σάς αρέσει να ακούτε μουσική, ή προτιμάτε να «αποτοξινώνεστε»; Δεν έχω σχεδόν καθόλου ελεύθερο χρόνο. Αλλά, όποτε έχω, με ενδιαφέρουν οι οπτικές τέχνες, επισκέπτομαι εκθέσεις, πηγαίνω εκδρομές για να δω όμορφα τοπία - είναι σαν ζωγραφιές. Όταν αντικρίζω αυτά τα τοπία, σχεδόν «ακούω» τη μουσική της περιοχής μέσα μου. Ακούω μουσική συνέχεια. Με ενδιαφέρει η παραδοσιακή μουσική όλων των εθνών, αλλά μού αρέσει και η παλιά, αναγεννησιακή μουσική. Ποτέ δεν με κουράζει η μουσική - ούτε θα έπρεπε να «αποτοξινωνόμαστε» από αυτήν, αλλά μάλλον από τα ανόητα προβλήματα της παγκοσμιοποιημένης μας ζωής. Έχετε ποτέ σκεφτεί να «αποσυρθείτε» από το τραγούδι; Πώς θα φανταζόσασταν τον εαυτό σας, αν για οποιονδήποτε λόγο δεν μπορούσατε πλέον να τραγουδάτε; Θα σας τρόμαζε μια τέτοια προοπτική; Mην ελπίζετε κάτι τέτοιο. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να ζήσω χωρίς το τραγούδι. Δεν θα αποσυρθώ ποτέ, μόνο όταν πεθάνω. Αλλά ακόμη και τότε, μάλλον θα τραγουδώ. Ίσως ένα δεντράκι φυτρώσει στον τάφο μου κι ένα πουλί θα τραγουδά πάνω του. Αυτό το πουλί θα είμαι εγώ. Ελπίζω ο Θεός να μού δώσει πολλά χρόνια να τραγουδώ ακόμη.

Info Συναυλία με τη Marta Sebestyen «I see the gates of Heaven being open», θρησκευτική και κοσμική μουσική από όλο τον κόσμο Marta Sebestyen, φωνητικά, φλογέρα, ντέφι, Balázs Szokolay, γκάιντα, φλάουτα, σαξόφωνο, Mátyás Bolya, λαούτο, τσίτερ Kálmán Balogh, τσίμπαλομ Το Σχολείον, Χώρος Α 26 Ιουλίου, 21:00


συνέντευξη

52 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

Ό,ΤΙ ΓΡΑΦΕΙ ΔΕΝ ΞΕΓΡΑΦΕΙ Στο μπράτσο της έχει χαράξει με τατουάζ τα ονόματα των γυναικών της οικογένειας. Της προγιαγιάς, της γιαγιάς, της θείας της της Βιρτζίνια, των αδελφών της, των ανιψιών της. Κι έχει πολύ χώρο ακόμα.

Μπούικα Η «καπνισμένη» φωνή Φωνή ρυθμική, βαθιά, βραχνή. Γεννημένη στην Ισπανία, με γονείς μετανάστες από τη Γουινέα, είναι η νέα σταρ ενός μουσικού είδους που αποδίδεται ως «αφρο-φλαμένκο» - μολονότι εκείνη δεν θέλει να χρησιμοποιεί όρους που ταξινομώντας εγκλωβίζουν. Τα ακούσματά της θυμίζουν μείγμα τζαζ, σόουλ, ρούμπας και λάτιν. Η παρουσία της είναι εκρηκτική. Και ο λόγος της, μαρτυρία μιας ζωής γεμάτης εμπειρίες, όχι πάντα ευχάριστες. Από τον Αντώνη Σακελλάρη

«Οι περιοδείες είναι σούπερ. Μπορείς να έρχεσαι συνεχώς σε επαφή με το κοινό. Μόνο με το κοινό επικοινωνώ. Δεν είμαι, βλέπετε, πολύ κοινωνικός άνθρωπος».

Χρειάζεται να ξέρεις ισπανικά για να καταλάβεις το πάθος του φλαμένκο; Χρειάζεται να είσαι «πολίτης του κόσμου» για να καταλάβεις τη φλόγα μιας ψυχής που την τρέφουν η αφροκουβανική καταγωγή, η ισπανική ιθαγένεια και η συμβίωση με τους Τσιγγάνους; Πρέπει να έχεις ανοιχτούς ορίζοντες για να απολαύσεις τις μουσικές επιμειξίες της Μπούικα; Χρειάζεται κάποιου είδους «εκπαίδευση» για να αφεθείς στη μοναδική εμπειρία να παρακολουθείς ζωντανά μια από τις πιο καυτές ερμηνεύτριες της σύγχρονης ισπανικής μουσικής; Απαντήστε μόνοι σας. Αλλά μη χάσετε με τίποτα την Μπούικα. Και ώς την ώρα που θα μπορέσουμε να την ακούσουμε, live, στο Σχολείον, ας τη γνωρίσουμε με τα δικά της λόγια.

Πώς θα χαρακτηρίζατε τη μουσική σας; Δεν μπορώ να χαρακτηρίσω τη μουσική μου… Δεν μπορώ να βάζω ετικέτες γιατί αυτό θα μείωνε την ελευθερία μου. Δεν μου αρέσουν ούτε οι τίτλοι ούτε οι ταξινομήσεις, σε καμιά έκφανση της ζωής μου. Δεν μου αρέσει να χαρακτηρίζομαι. Μου αρέσει να υπηρετώ κάθε φορά διαφορετικά προτάγματα, για να μη χάνω την ευκαιρία να βρίσκομαι σε όλα τα μέρη, να βιώνω κάθε τύπο συναισθήματος. Τους χαρακτηρισμούς τους φτιάχνουν άλλοι. Η μουσική μου είναι κομμάτι των βιωμάτων μου. Ο τρόπος που τραγουδάω και συνθέτω είναι κομμάτι αυτού που ζω κάθε στιγμή, αυτού που αισθάνομαι. Και αυτό είναι πολύ δύσκολο να το χαρακτηρίσεις. Όπως μπορεί να δει κανείς στην ιστοσελίδα

σας έχετε μπροστά σας ένα πολύ φορτωμένο πρόγραμμα περιοδειών και συναυλιών μέχρι και τον Δεκέμβριο. Δεν σας κουράζει αυτό; Αυτό που είναι κουραστικό είναι τα ταξίδια, τα αεροδρόμια, οι ώρες αναμονής… Ευτυχώς όμως, κάποτε έρχεται η ώρα να βγω στη σκηνή – και αυτή είναι η ανταμοιβή μου για τις ατέλειωτες ώρες ταξιδιών (που πραγματικά με κουράζουν και με κάνουν να βαριέμαι). Η ζωή μου είναι το τραγούδι… Πώς θα μπορούσε να με κουράζει; Αν κουραστώ να τραγουδάω, τι θα κάνω; Οι περιοδείες είναι σούπερ. Μπορείς να έρχεσαι συνεχώς σε επαφή με το κοινό. Μόνο με το κοινό επικοινωνώ. Δεν είμαι βλέπετε πολύ κοινωνικός άνθρωπος. Δεν βγαίνω σχεδόν καθόλου. Δεν βλέπω κανέναν. Όταν όμως έρχεται η


συνέντευξη

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 53

«Κάποτε πήγα να δω το γιατρό μου, γιατί όλη μέρα άκουγα μουσική, ακόμα και τις νύχτες, μέσα στο κεφάλι μου. Μου έγραψε χάπια και τα σχετικά».

ώρα της συναυλίας, κάνω αυτό που ξέρω να κάνω. Αυτό είναι μια ευλογία. Και οι ευλογίες δεν κουράζουν.

Ο εθνικός ύμνος των γυναικών Από πού προέρχεται ο (παρεξηγήσιμος στην Ελλάδα) τίτλος «jodida pero contenta» ( «γαμημένη αλλά χαρούμενη») του πιο δημοφιλούς ίσως ώς τώρα κύκλου συναυλιών σας; Για τον τίτλο αυτό, έμπνευσή μου αποτέλεσε ένας σωρός από μη ικανοποιητικές σχέσεις. Φτάνει όμως μια στιγμή που λες «φτάνει πια»! Από δω και στο εξής θα είμαι ελεύθερη. Θα αφήσω τα πράγματα να κυλήσουν όπως πρέπει. Θα είμαι πνευματικά ανεξάρτητη. Θέλω να γευτώ νέες περιπέτειες. Κοιτάξτε τώρα… «Είμαι γαμημένη» στα ισπανικά θα πει «είμαι πολύ άσχημα». Αλλά στο βάθος, προσωπικά, όταν είμαι άσχημα, είμαι χαρούμενη. Πάντα βγαίνει κάτι θετικό από όλα, ακόμα και από τις άσχημες καταστάσεις. Είναι μια αντίφαση να λες «είμαι άσχημα και, την ίδια στιγμή, είμαι χαρούμενη», αλλά όχι στη δική μου περίπτωση. Υπάρχουν πολλές γυναίκες που είναι χάλια, αλλά την ίδια στιγμή χαρούμενες, μόνο που δεν το ξέρουν. Όταν στις συναυλίες μου αφιερώνω το κομμάτι σε όλες τις «γαμημένες αλλά χαρούμενες» που υπάρχουν στην αίθουσα, εισπράττω τόσο πολύ χειροκρότημα από τις γυναίκες… Νομίζω πως πάρα πολλές μπορούν να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους σε αυτό το κομμάτι. Θα θέλατε να μας εξηγήσετε τι σημαίνει το τατουάζ που έχετε στο μπράτσο σας; Το τατουάζ αυτό γράφει τα ονόματα όλων των μουσών μου, όλων των γυναικών της οικογένειάς μου: της προγιαγιάς μου, της γιαγιάς μου, της θείας μου της Βιρτζίνια, των αδελφών μου, των ανιψιών μου… Όλων. Γράφει ακόμα και το όνομά μου στη γλώσσα της φυλής μου. Και περισσεύει χώρος ακόμα για όλες τις γυναίκες που θα έρθουν στην οικογένεια. Ελπίζω να γεμίσω το μπράτσο μου με ονόματα νέων κοριτσιών που πρόκειται να γεννηθούν. Ποιο είναι το συνδετικό στοιχείο ανάμεσα στα τόσα διαφορετικά είδη μουσικής που ερμηνεύετε και συνθέτετε; Το συνδετικό στοιχείο είμαι εγώ – έτσι τουλάχιστον μου φαίνεται. Το να μην έχω περιορισμούς στην επιλογή των ειδών της μουσικής μου επιτρέπει να πηδάω από το ένα στο άλλο, χωρίς να χρειάζεται να ψάχνω δικαιολογίες γι’ αυτό. Στο παιδί σας αρέσει η μουσική σας; Τι σας λέει όταν σας βλέπει να δίνετε συναυλίες; Έχω πράγματι ένα αγόρι, τον Τζόελ, που είναι 8 χρονών… Και του αρέσει πολύ η μουσική, γενικά. Και, ναι, του αρέσει να έρχεται να με παρακολουθεί όταν δίνω συναυλίες. Μάλιστα, άρχισε ήδη να συνθέτει κομμάτια και ο ίδιος. Να, τις προάλλες μου τραγούδησε απ’ το τηλέφωνο μια δική του μελωδία - και με έκανε να κλάψω.

«Τραγουδάω την αλήθεια μου» Για ποια θέματα μιλούν οι στίχοι σας; Για μένα και για αυτά που ζω. Τραγουδάω την αλήθεια. Τη δική μου αλήθεια, εννοείται, την αλήθεια που έχω δημιουργήσει εγώ. Μιλάνε για την αγάπη, για την απουσία αγάπης, για πράγματα που μου συμβαίνουν. Μιλάνε για τα χτυποκάρδια μου. Συνθέτω όλη την ημέρα, ακόμα και αυτή τη στιγμή. Ενώ απαντάω

ΚΑΙ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ, ΕΠΙΣΗΣ «“Είμαι γαμημένη”, στα ισπανικά θα πει “είμαι πολύ άσχημα”», λέει για το τραγούδι της «Γαμημένη αλλά χαρούμενη».

στις ερωτήσεις σας, προσθέτω μουσική. Κάποτε πήγα να δω το γιατρό μου, γιατί όλη μέρα άκουγα μουσική, ακόμα και τις νύχτες, μέσα στο κεφάλι μου. Μου έγραψε χάπια και τα σχετικά. Ευτυχώς, ήρθε στο σπίτι ένα βράδυ η γιαγιά μου. Κι όταν της είπα τι συμβαίνει μου απάντησε: «Είσαι χαζή. Μουσική ακούς! Γιατί να θες να τη σταματήσεις;» Τι σημαίνει να παίζεις τη μουσική σου μπροστά σε ένα μη ισπανόφωνο κοινό; Πιστεύετε ότι καταλαβαίνουν όλα τα συναισθήματα που προσπαθείτε να επικοινωνήσετε μέσω των στίχων και της μουσικής σας; Ακριβώς για αυτό το λόγο, τα πιο εντυπωσιακά μέρη που έπαιξα, κατά την περσινή μου περιοδεία ήταν η Ιαπωνία και η Θεσσαλονίκη. Γιατί στις ΗΠΑ ξέρεις ότι υπάρχουν ισπανόφωνοι, επομένως υποθέτεις ότι στο κοινό θα είναι αρκετοί. Αλλά στην Ιαπωνία; Ή στη Θεσσαλονίκη; Πόσοι μπορεί να είναι; Το πρώτο πράγμα που μου πέρασε από το μυαλό όταν έφτασα στην Ιαπωνία ή και στην Ελλάδα, την προηγούμενη χρονιά, ήταν: δε θα έρθει κανείς. Αν δεν υπάρχει κανείς που να με καταλαβαίνει, γιατί να έρθουν; Σίγουρα θα είμαστε μόνοι μας στην αίθουσα. Και όμως… Ήταν σχεδόν γεμάτη. Και η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω αν καταλάβαιναν τα λόγια, αλλά είμαι σίγουρη πως κατάλαβαν τη μουσική μου και τον τρόπο μου να εκφράζομαι. Αλλιώς θα έφευγαν και θα τελείωνα τη συναυλία ολομόναχη. Αλλά όχι! Έμειναν και χειροκροτούσαν και ζητούσαν και άλλα τραγούδια. Πιστεύω πως η μουσική, σαν κομμάτι της μόνης αληθινής θρησκείας, της τέχνης, είναι παγκόσμια – και όλος ο κόσμος την καταλαβαίνει, αν

βγαίνει αυθεντική από μέσα σου. Τι άλλο σας εντυπώθηκε από τη συναυλία σας στην Ελλάδα πέρυσι; Εκτός από όσα σας είπα πριν, θυμάμαι πως παίξαμε σε έναν πολύ όμορφο χώρο, πως ο κόσμος ήταν πολύ ευχαριστημένος και πως για μένα ήταν μια πολύ όμορφη εμπειρία, καθώς ήταν εκεί και ο γιος μου. Ερχόμουν από μια πάρα πολύ μεγάλη περιοδεία στη Λατινική Αμερική, στις ΗΠΑ και στην Ιαπωνία, που είχε κρατήσει πάνω από ένα μήνα, και είχα να τον δω πολύ καιρό. Γι αυτό ήρθε και με βρήκε στη Θεσσαλονίκη…

Μια περιπέτεια στο Λας Βέγκας Έχω διαβάσει για μια μυθιστορηματική περιπέτειά σας, στο Λας Βέγκας. Τότε που καταλήξατε να μιμείστε την Τίνα Τάρνερ και τις Supremes; Τι ακριβώς σας συνέβη; Ήταν απλά άλλη μια εμπειρία στη ζωή μου. Πέρασα όμως πολύ δύσκολα. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα πώς είναι μια πόλη σαν το Λας Βέγκας. Το πρώτο σοκ ήταν πάρα πολύ δυνατό, καθώς πίστευα πως, αφού έχω ισπανικό διαβατήριο, είμαι νόμιμη παντού στον κόσμο. Πίστευα πως είμαι μια γυναίκα που προέρχεται από ένα προάστιο της Πάλμα δε Μαγιόρκα. Βεβαίως, το νησί μου είναι πολύ μικρό και σχετικά άγνωστο και αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο. Από μικρή, όμως, πίστευα ότι παράνομοι ήταν οι Αφρικανοί που έρχονταν λαθραία εκεί. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα μπορούσα να θεωρηθώ, κάποια στιγμή, κι εγώ, με τη σειρά μου, λαθρομετανάστρια, παρότι είχα ισπανικά χαρτιά. Για φαντάσου… Να φτάνεις στην Αμερι-

κή με τέτοιο βαθμό άγνοιας. Τέλος πάντων. Ερεύνησαν όλη τη ζωή μου. Και με πλήρωναν λιγότερα ακριβώς επειδή ήμουν παράνομη. Έπρεπε να δουλεύω το τριπλάσιο για να μπορέσω να εξασφαλίσω ένα πιάτο φαΐ για το γιο μου και το σύζυγό μου. Γιατί και για το σύζυγό μου; Διότι ούτε εκείνος μπόρεσε να βρει δουλειά. Αυτό τον μπλόκαρε και τον τρόμαξε. Εγώ, πάλι, όμως δεν μπορούσα να επιτρέψω στον εαυτό μου την πολυτέλεια του τρόμου, γιατί ο Τζόελ μου έπρεπε να φάει. Καταλαβαίνεις πως η παραμονή μου εκεί δεν ήταν περίπατος, αλλά επιβίωσα. Όπως θα συνεχίσω να επιβιώνω ό,τι και να μου συμβεί.

Info Ήχοι του κόσμου Συναυλία με την Μπούικα «Mi Niña Lola» Παίζουν και τραγουδούν: Buika, φωνητικά Ivan González Lewis “Melon”, πιάνο Danny Noe, μπάσο Ramón Porrina, κρουστά Israel Suarez “Pirana”, κρουστά Carlitos Sarduy, τρομπέτα Το Σχολείον, Χώρος Α 24 Ιουλίου 2008, 21:00


ΠΑΙΞΕ ΜΠΑΛΑ, ΡΕ Ο Χαράλαμπος Γωγιός στο τερέν του Bios, στη διάρκεια μιας πρόβας του «Τροβατόρε».

Χαράλαμπος Γωγιός «Η τέχνη δεν είναι τόσο σπουδαίο πράγμα» Συνθέτης 31 χρόνων. Γράφει και ανεβάζει όπερες αν και, όπως δηλώνει, έχει περιορισμένες σπουδές σε σχέση με των άλλων σημερινών μουσικών. Δεν είναι θρασύς, αν και πολλά απ’ όσα διατείνεται χρειάζονται θράσος για να διατυπωθούν μπροστά σε μια κοινή γνώμη που συνήθως δοξάζει την κοινοτοπία. Αντίθετα. Είναι εξαιρετικά συγκροτημένος και οι δήθεν αιρετικές απόψεις του είναι απλώς εξαιρετικά λογικές. Και απομυθοποιητικές. Ο κόσμος λέει ότι είναι μικρός, εκείνος ισχυρίζεται ότι άργησε να ανεβάσει όπερα στο Φεστιβάλ Αθηνών. Έχει δίκιο; Από την Κατερίνα Κόμητα

«Δεν ξεκίνησα να μάθω νότες επειδή μου άρεσε η μουσική. Στην ουσία, αποφάσισα να μάθω τη γλώσσα της για να μπορώ να γράφω τη μουσική που ήθελα να γράψω».

Στα 31 του, ο Χαράλαμπος Γωγιός τραβάει πάνω του τα μάτια του κοινού σαν παιδί θαύμα. Το αρνείται. Μεγάλωσε, λέει, έχει χάσει χρόνο, αυτά που κάνει τώρα αν δεν ζούσαμε σε κοινωνία με άγριες συμβάσεις και με ελάχιστους τολμηρούς ανθρώπους θα τα είχε κάνει στα 24. Τι κάνει τώρα; Σύγχρονες όπερες για να πει τι πιστεύει για το πνεύμα της εποχής. Της δικής μας εποχής, αυτού που ζούμε. Μουσικός που αγαπά το θέατρο ίσως πιο πολύ κι από τη μουσική, και επίσης αγαπά το σινεμά πιθανόν εξίσου με το θέατρο, προτιμά λέει να τον ξέρουν περισσότερο σαν showbusinessman παρά σαν συνθέτη. Έπειτα από έναν «αιρετικό» και φτηνό «Τρο-

βατόρε» που παρουσίασε τον περασμένο Μάιο στο Bios, με την ομάδα του, την εταιρεία «Όπερες των ζητιάνων», ανεβάζει τη δική του «Πληγή» στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Μια συνομιλία μαζί του είναι πραγματική απόλαυση. Ιδού η απόδειξη. Πότε ανακαλύψατε τη μουσική; Γύρω στα οκτώ μου χρόνια. Απ’ τη μια, χάρη στο «Άξιον Εστί» του Θεοδωράκη, που, απ’ ό,τι μου είπαν οι γονείς μου, το άκουγαν με πάθος απ’ όταν εγώ ήμουν έμβρυο. Απ’ την άλλη, όταν τυχαία είδα στην τηλεόραση τη βιογραφία του Βέρντι. Τότε κατάλαβα πως αυτό που ήθελα να γίνω ήταν ένας άνθρωπος της όπερας. Ένας Βέρντι.

Πως διαχειριστήκατε την παιδική ανακάλυψή σας; Άρχισα να μαθαίνω μουσική και να γράφω όπερες. Η σύνθεση έγινε το παιδικό μου παιχνίδι. Ξέρετε, δεν ξεκίνησα να μάθω νότες επειδή μου άρεσε η μουσική. Στην ουσία, αποφάσισα να μάθω τη γλώσσα της για να μπορώ να γράφω τη μουσική που ήθελα να γράψω. Όπερες με τι θέματα; Από τη Βίβλο και από τα έργα του Σαίξπηρ και του Σοφοκλή. Μέχρι να τελειώσω το δημοτικό, είχα ξεκινήσει 6-7 όπερες από τις οποίες ολοκλήρωσα τις τρεις. Θυμάμαι, είχα ξεκινήσει να κάνω έναν «Κωνσταντίνο Παλαιολό-

Φωτογραφία: Βίκυ Γεωργοπούλου

όπερα

54 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008


όπερα

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 55

γο», βασισμένο στον Καζαντζάκη – και δυο τρία χρόνια αργότερα, όταν ήδη είχα γράψει τη μισή όπερα, έμαθα ότι το ίδιο έργο το είχε κάνει ο Καλομοίρης. Δεν ήξερα ποιος ήταν ο Καλομοίρης αλλά τσαντίστηκα πολύ. Και το παράτησα (γελάει). Και ύστερα ακολούθησαν σπουδές; Οι σπουδές μου, σε σχέση με εκείνες των περισσοτέρων συνθετών, είναι μάλλον περιορισμένες. Σπούδασα στο ωδείο και μουσικολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Επισήμως, λοιπόν, δεν έχω πτυχίο σύνθεσης. Έχω κάνει τα υπόλοιπα ανώτερα θεωρητικά, αλλά όχι αυτό. Η σχολή τι ρόλο έπαιξε; Στη σχολή είχα την τύχη να συναντήσω ανθρώπους με αντίστοιχα ενδιαφέροντα, με τους οποίους συσπειρωθήκαμε. Στην αρχή κάναμε συναυλίες. Αλλά το 1997 απευθύνθηκα στο συμφοιτητή μου Γιάννη Φίλια για να μου γράψει το λιμπρέτο μιας όπερας που είχα στο μυαλό μου με τον τίτλο «Η κοκκινοσκουφίτσα και ο καλός λύκος». Το έργο αυτό το ανεβάσαμε με συμφοιτητές μας την επόμενη χρονιά στο θέατρο Πολύτεχνο. Δέκα χρόνια αργότερα συνθέτετε την «Πληγή», για το Φεστιβάλ Αθηνών, συνεχίζοντας να συνεργάζεστε με τον Γιάννη Φίλια. Κολλήσατε, ε; Είναι ο άνθρωπος στον οποίο καταλήγω να απευθύνομαι όταν έχω ένα έργο στο νου μου. Μέχρι σήμερα έχουμε γράψει μαζί συνολικά τέσσερα έργα. Θεωρώ ότι ο Γιάννης έχει πολύ μεγαλύτερο μουσικό ταλέντο από εμένα, που όμως παραμένει ανεκμετάλλευτο.

«Κυνηγάω τη δημοσιότητα» Αν και πολύ νέος, δεν έχετε περάσει απαρατήρητος. Για ποιους λόγους, νομίζετε; Έχω προσπαθήσει γι’ αυτό. Έχω κυνηγήσει πολύ τα πράγματα. Λόγω ναρκισσισμού, ανασφάλειας ή δεν ξέρω για τι άλλο, με ενδιαφέρει η επικοινωνία. Δεν θέλω ό,τι κάνω να μένει στο συρτάρι μου. Αν ό,τι φτιάχνω δεν «επικοινωνείται», αισθάνομαι ότι δεν υπάρχει. Δυστυχώς ή ευτυχώς, αισθάνομαι τον εαυτό μου περισσότερο showbusinessman, παρά καλλιτέχνη. Νιώθω ότι η πρώτη μου δουλειά είναι να φέρνω κόσμο στο θέατρο και κατά δεύτερον να έχει καλλιτεχνικό περιεχόμενο αυτό που τους προσφέρω. Δεν σκέφτομαι ποτέ με γνώμονα το έργο. Σκέφτομαι με γνώμονα την παράσταση. Τι είναι η εταιρεία Όπερες των ζητιάνων; Είναι μια εταιρεία που ιδρύσαμε το 2002 μαζί με το σκηνογράφο Κωνσταντίνο Ζαμάνη και την παραγωγό Γαβριέλα Τριανταφύλλη. Κι έχει σκοπό το ανέβασμα έργων όπερας και μουσικού θεάτρου με χαμηλούς προϋπολογισμούς και σύγχρονη αισθητική σε χώρους έξω από τους καθιερωμένους. Οι Όπερες των ζητιάνων είναι ο φορέας που κάνει και την «Πληγή». Πώς είναι δυνατόν ένας νέος μοντέρνος συνθέτης, σήμερα, να έλκεται από την όπερα; Η όπερα για μένα είναι πρώτα θέατρο και δευτερευόντως μουσική. Δεν αισθάνομαι λοιπόν, τον εαυτό μου τόσο μουσικό, όσο άνθρωπο του θεάτρου. Η μουσική είναι το όπλο μου για να διηγηθώ μια ιστορία. Γιατί αυτό είναι που με ενδιαφέρει πρωτίστως. Και θεωρώ ακόμα πως η όπερα είναι ένας εξαιρετικά προνομιακός τρόπος για να διηγείται κανείς ιστορίες. Μέσω της όπερας προσπαθώ να πω

όσα θέλω να πω. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου συνθέτη ενός είδους κλασικής μουσικής. Και δεν έχω καμιά διαφορετική φιλοδοξία από έναν καλό τραγουδοποιό της ποπ, εκτός αν αυτός φιλοδοξεί να συνδέσει την παραγωγή της μουσικής με το οικονομικό κέρδος και μόνο. Να υποθέσω ότι θεωρείτε τον κλασικό τρόπο ερμηνείας των λυρικών τραγουδιστών ξεπερασμένο; Δεν θεωρώ ότι είναι ο μοναδικός ούτε και κατάλληλος για όλες τις περιστάσεις. Ο τρόπος οφείλει να καθορίζεται από το τι πας να κάνεις· από το στόχο και το θέμα σου. Εκτός των άλλων, δεν πιστεύω στους τραγουδιστές που είναι μόνο τραγουδιστές ούτε στους χορευτές που είναι μόνο χορευτές. Πιστεύω σε ένα είδος περφόρμερ που να τα κάνει όλα: να παίζει, να χορεύει και να τραγουδάει. Δεν

πιστεύω στην εξειδίκευση σε αυτούς τους τομείς. Μας στερεί πάρα πολλές δυνατότητες.

«13 Μαρίες»! Προς το παρόν, τι επιλέγετε; Έναν ερμηνευτή που τραγουδάει ή κάποιον που το δυνατό του σημείο είναι η υποκριτική; Επειδή αντιλαμβάνομαι αυτά τα πράγματα ως ένα, ψάχνω έναν άνθρωπο που να μπορεί να τα αντιλαμβάνεται ως ένα. Ψάχνετε δηλαδή την Κάλλας… Για την ακρίβεια, 13 Μαρίες (γελάει). Ευτυχώς, οι νεότερες γενιές των λυρικών τραγουδιστών είναι πολύ πιο υποψιασμένες. Αυτή τη στιγμή –γιατί δεν ξέρω αν θα το κάνω πάντα– επιλέγω να συνεργάζομαι με λυρικούς τραγουδιστές, εκπαιδευμένους μέσα στην παράδοση της όπερας και όχι με τραγουδιστές του δρόμου ή τραγουδιστές του λα-

ΑΜΛΕΤ ΣΤΗΝ ΚΡΕΑΤΑΓΟΡΑ Το καύκαλο για να αναφωνήσει ο ποιητής «Να ζει κανείς ή να μη ζει», στου Ρέντη, δεν είναι ανθρώπινο αλλά αρνίσιο. Οι μουσικές ιδέες του Χαράλαμπου Γωγιού αλλά και οι σκηνοθετικές προτάσεις του αναμένεται να εντυπωσιάσουν. Για καλό ή και για κακό.


όπερα

Φωτογραφία: Βίκυ Γεωργοπούλου

56 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

«Η όπερα βασίζεται στο μυθιστόρημα “Damage” της Τζόζεφιν Χαρτ, πάνω στο οποίο βασίστηκε και η ταινία “Μοιραίο πάθος” του Λουί Μαλ».

ρίζω τα γούστα. Έτσι, βάζω τον εαυτό μου στη θέση του κοινού. Ξέρω τι μου αρέσει, τι με ιντριγκάρει, τι με γαργαλάει, τι με κάνει να βαριέμαι. Η πεποίθησή μου είναι ότι, αν είμαι έντιμος απέναντι σε αυτό που εγώ θέλω να «επικοινωνήσω» και το υπηρετήσω με τον καλύτερο τρόπο που μπορώ, αυτό θα βρει αυτομάτως την αντιστοιχία του απέναντι. Νιώθω ότι το κοινό έχει αλάνθαστο ένστικτο για την καλλιτεχνική εντιμότητα. Από κει και πέρα, το τι ακριβώς καταλαβαίνει δεν είμαι σε θέση να το προβλέψω, ούτε και να το κρίνω. Δεν θεωρώ ότι με ενδιαφέρει κιόλας. Το κοινό συμμερίζεται αυτά που μου λέτε; Είχαμε την τύχη οτιδήποτε έχουμε κάνει μέχρι τώρα, μόνοι μας και με τους δικούς μας όρους, να έχει λειτουργήσει στο κοινό και μάλιστα με τον τρόπο που θέλαμε. Δεν έχω αισθανθεί ποτέ ότι η πρόθεσή μας έχει πέσει στο κενό. Άρεσε ή δεν άρεσε· ενόχλησε ή δεν ενόχλησε· σαφώς, όμως, αυτό που θέλαμε να πούμε πέρασε απέναντι.

«Χαλίκι στο παπούτσι»

ϊκού, για τον εξής λόγο: με δεδομένους τους χρόνους αλλά και τα χρήματα που έχουμε για να ανεβάζουμε τις παραγωγές μας, αν ξεκινήσει κανείς να μάθει ένα μουσικό έργο μεγάλων μουσικών απαιτήσεων σε έναν άνθρωπο μη καταρτισμένο δεν θα φτάσει ποτέ στην παράσταση. Παρ’ όλα αυτά, χρησιμοποιείτε στο έργο σας πολλά στοιχεία της ποπ κουλτούρας... Χρησιμοποιώ ό,τι υποπίπτει στην αντίληψή μου και μου φαίνεται ενδιαφέρον. Δεν έχω απολύτως κανένα ενδοιασμό. Θεωρείτε τον εαυτό σας mainstream; Απολύτως. Δεν ξέρω αν είμαι, αλλά θέλω να είμαι. Ο στόχος μου είναι να φέρω κόσμο· να γίνουμε αυτό που λένε household name. Δεν επιτρέπεται να έχω άλλη φιλοδοξία από το mainstream. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν σνομπισμός εκ μέρους μου. Πώς αντιλαμβάνεστε τι μπορεί να είναι ενδιαφέρον και ελκυστικό για το κοινό; Είμαι ο μοναδικός θεατής του οποίου γνω-

Τι έχει μεγαλύτερη σημασία στην όπερα; Η πρόζα ή η μουσική; Και τα δύο υπηρετούν το δράμα. Θεωρείτε ότι η σύγχρονη μουσική πρέπει να είναι γροθιά στο στομάχι; Αντί για «γροθιά στο στομάχι» προτιμώ αυτό που έχει πει ο Λαρς φον Τρίερ: «χαλίκι στο παπούτσι». Αυτό με ενδιαφέρει. Μοναδικός στόχος της οποιασδήποτε σοβαρής τέχνης, σε οποιαδήποτε εποχή, είναι να γαργαλάει τους ανθρώπους και να τους κρατάει σε εγρήγορση. Όμως αυτό δεν γίνεται πάντα με τους προφανείς τρόπους. Γιατί η μουσική, εκ φύσεως, πολύ εύκολα γαργαλάει τα αφτιά, ή τουλάχιστον έχει τη ροπή προς αυτό. Δεν είναι τόσο απλό να διεγείρεις με τη μουσική τη σκέψη. Γιατί η μουσική έχει μια τάση να υπνωτίζει τους ανθρώπους και να τους βάζει σε μια κατάσταση παθητικής ρέμβης. Για να διεγείρεις τη σκέψη με τη μουσική απαιτείται πολλές φορές μια προσέγγιση λιγάκι πιο πονηρή. Με τι έχει να κάνει αυτή η προσέγγιση που λέτε; Κατά πρώτο λόγο, με τη σαγήνη. Για να προκαλέσω σε κάποιον οποιαδήποτε αντίδραση πρέπει, πρώτα από όλα, να τον σαγηνεύσω. Ακόμα και με πολύ βίαιες μεθόδους. Δηλαδή, μπορεί να χαστουκίσω κάποιον, μετά να φύγω, να μην του ξαναμιλήσω ποτέ, και το χα-

στούκι αυτό να τον κάνει να με σκέφτεσαι συνέχεια. Η σαγήνη, λοιπόν, είναι ο μοναδικός τρόπος για να ανοίξει το κανάλι της επικοινωνίας και να περάσει οποιοδήποτε μήνυμα ανάμεσα σε σένα και τον ακροατή. Το ζήτημα αυτό είναι κεφαλαιώδες, γιατί ο ακροατής, με κάποιον τρόπο, πρέπει να τσιμπήσει το αγκίστρι σου. Κοιτάξτε, λοιπόν. Κάθε τέχνη οφείλει να προάγει την ανησυχία. Όμως για να το κάνει αυτό πρέπει οπωσδήποτε να περνάει μέσα από το κανάλι της σαγήνης. Που σημαίνει ότι, σε κάποιο βαθμό, χαϊδεύει. Πώς βλέπετε το μέλλον της μουσικής; Επειδή δεν έχω ιδέα πού θα πάει το μέλλον, νομίζω ότι η μόνη έντιμη δική μου στάση είναι να υπηρετώ το παρόν. Να σκέφτομαι, ανά πάσα στιγμή, τι είναι σημαντικό να γίνει αμέσως τώρα. Είναι εξαιρετικά ανθυγιεινό να σκέφτομαι πού θα πάει το πράγμα μακροπρόθεσμα. Αν το σκεφτώ, θα μπλέξω σε τελείως αντιπαραγωγικές διαδικασίες. Σε ένα ανέβασμα ποια είναι η σχέση σας με τους υπόλοιπους συντελεστές; Έχω το πλεονέκτημα ή το μειονέκτημα να είμαι πάρα πολύ συγκεντρωτικός. Αισθάνομαι ότι η παράσταση πρέπει να είναι αυτό που βγαίνει από το νου μου. Ευτυχώς, η πείρα της ζωής και η επαφή μου με τους ανθρώπους με έχει κάνει λιγότερο άτεγκτο σε αυτά τα

ζητήματα κι έχω αναγνωρίσει ότι οι επιτακτικές ανάγκες των άλλων, οι ιδέες τους και το ταλέντο τους μπορεί να είναι πολύτιμα. Το μεγαλύτερο στοίχημα, λοιπόν, σε αυτή τη διαδικασία βρίσκεται στην επιλογή των συντελεστών. Από τη στιγμή που έχεις γύρω σου ανθρώπους που μπορείς να εμπιστευτείς, η δουλειά σου γίνεται πολύ πιο εύκολη. Στην «Πληγή» είχαμε την εξής τύχη: το έργο ήταν να ανεβεί το 2005 και τελικά ανεβαίνει φέτος. Το διάστημα αυτό αποδείχθηκε εξαιρετικά σημαντικό γιατί με έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο η ιδέα της παράστασης ωρίμασε, ξεχωριστά, στα μυαλά όλων μας με τρόπο πολύ κοινό. Αυτό σημαίνει ότι το έργο –όπως όλα τα έργα, πιστεύω– πάντα κάτι θέλει να γίνει· ότι έχει μια δική του προσωπικότητα που θέλει να εκδηλώσει και, κατά κάποιο τρόπο, χρησιμοποιεί εμάς ως ξενιστές. Θεωρείτε, λοιπόν, ότι ο συνθέτης δεν έχει κάποια προνομιακή σχέση με το έργο του; Αντιθέτως, πιστεύω ότι από κάποιο σημείο και μετά, οι άλλοι που θα ασχοληθούν με αυτό μπορεί να το ξέρουν πολύ καλύτερα από το συνθέτη. Ωστόσο, πιστεύω ότι ο συνθέτης έχει προνομιακή σχέση με το έργο του όταν αυτό βρίσκεται στα πρώτα του στάδια, και ειδικότερα μέχρι το πρώτο ανέβασμα. Προσωπικά, μου είναι αδύνατον να αφήσω το

«Η καλύτερη κριτική σε ένα έργο, ένα άλλο έργο» Έτσι όπως μιλάμε δεν ξέρω γιατί μου έρχεται στο μυαλό το γαλλικό κινηματογραφικό «νέο κύμα», οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι του οποίου, πριν γίνουν σκηνοθέτες, ήταν κριτικοί. Αλήθεια, σήμερα ποιος θεωρείτε ότι οδηγεί την κούρσα στην τέχνη: οι δημιουργοί ή οι κριτικοί; Πιστεύετε στ’ αλήθεια ότι όλοι αυτοί που είπατε ήταν κριτικοί; Ο ίδιος ο Γκοντάρ είχε πει ότι η καλύτερη κριτική για μια ταινία είναι να κάνεις μια άλλη ταινία. Εγώ σε αυτήν την κριτική πιστεύω. Όλους αυτούς τους έκανε κριτικούς το ότι είχαν μια ανεπτυγμένη νόηση απέναντι στο αντικείμενό τους. Οι κριτικοί των «Cahiers du Cinema» ήταν άνθρωποι με μυαλό που αντιλαμβάνονταν ότι κάτι πήγαινε στραβά στο σινεμά, με τον ίδιο τρόπο που αντιλαμβανόμαστε κι εμείς ότι κάτι πάει στραβά στον τρόπο με τον οποίο γίνεται η όπερα. Οι δημιουργοί, αν είναι σοβαροί, πάντα τρέχουν μπροστά και πάντα κάνουν κάτι απροσδόκητο. Κι αυτό, όχι κατόπιν σχεδίου, αλλά επειδή είναι παιδιά που παίζουν μπάλα και σου κάνουν προσποίηση, κάνουν κάτι άλλο από αυτό που θα περίμενες, σε τελική ανάλυση κάνουν το δικό τους. Οι κριτικοί και όλοι οι παράσιτοι της τέχνης λειτουργούν δευτερογενώς και, συνήθως, τρέχουν να προλάβουν τους δημιουργούς για να ερμηνεύσουν τις πράξεις τους, Σαν τα τίμια μυρμηγκάκια επιχειρούν να εντάξουν την καλλιτεχνική δημιουργία σε ένα κλισέ, σε ένα αφηγηματικό πλαίσιο για να καταλάβουν από πού ξεκίνησε και πού θα πάει στο μέλλον. Μέχρι να έρθουν ξανά οι δημιουργoί για να τους ανατρέψουν το θεωρητικό τους οικοδόμημα.


όπερα

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 57

«Όπως το βλέπω εγώ οι άνθρωποι τραγουδάνε, όταν φτάνουν στις οριακές τους περιοχές, στα άκρα της ύπαρξής τους. Όταν πια δεν μπορούν να μιλήσουν, και αναγκαστικά πρέπει είτε να ουρλιάξουν είτε να τραγουδήσουν».

έργο να φύγει από τα χέρια μου μέχρι τότε. Γιατί το αντιλαμβάνομαι σαν μικρό παιδί που θέλει στοργή, προστασία, ζεστασιά και επιμελές κλάδεμα των κακών επιδράσεων μέχρι να ανεβεί σωστά, μέχρι να γίνει αυτό που είναι. Και είναι πολύ σημαντικό να βρει κανείς ευαίσθητους ανθρώπους που να μπορούν να αντιληφθούν το έργο και να το ερμηνεύσουν σωστά. Όταν όμως τελειώσουν οι παραστάσεις, αυτός που θα το ξέρει καλύτερα μπορεί να είναι πλέον ο μαέστρος. Αν μάλιστα το ανεβάσει και δυο τρεις φορές ακόμα, σίγουρα θα το γνωρίζει καλύτερα από εμένα.

«Το θέατρο, μια τέχνη τόσο εφήμερη» Στις δουλειές σας δίνετε την εντύπωση ότι αποφεύγετε τα παραδοσιακά ανεβάσματα και αναζητάτε το πείραμα... Πάντως, δεν ξεκινάω ποτέ σκεπτόμενος πως θα κάνουμε κάτι με τρόπο μη παραδοσιακό. Ψάχνω να βρω αυτό που μου φαίνεται ενδιαφέρον. Αν τελικά καταλήγει να είναι πειραματικό ή ασυνήθιστο, αυτό έχει να κάνει περισσότερο με την προσωπικότητά μου παρά με τις προθέσεις μου. Το Μάιο ανεβάσατε πολύ τολμηρά τον «Τροβατόρε» του Βέρντι στο Bios. Μεταξύ άλλων, κάνατε νέα ενορχήστρωση και «κατεβάσατε» τους ερμηνευτές από το βάθρο τους. Τότε, έγινε μεγάλη συζήτηση για το κατά πόσον ήταν θεμιτός ο τρόπος αυτού του ανεβάσματος. Αν χαθεί, λοιπόν, το στοίχημα, ποιος χάνει; Εμείς. Και σε καμία περίπτωση το έργο. Ξέρετε, η βασική μου ιδέα είναι ότι η τέχνη δεν είναι τόσο σπουδαίο πράγμα. Όταν εμείς κάνουμε «Τροβατόρε» με ασυνήθιστο τρόπο, το μόνο που στην πραγματικότητα διακυβεύεται είναι τα χρήματα του χρηματοδότη μας. Επί της καλλιτεχνικής ουσίας δεν διακυβεύεται τίποτα. Παραδοσιακά ανεβάσματα θα υπάρχουν πάντα και το γεγονός ότι ένα μάτσο τρελοί από την Ελλάδα αποφάσισε να το ανεβάσει αλλιώς δεν θα αφήσει στο έργο καμιά ουλή, καμιά πατίνα. Ακόμα κι αν οι θεατές βγουν έξαλλοι και προσβεβλημένοι από αυτό που κάνουμε, ούτε κι αυτοί πρόκειται να πάθουν τίποτα. Γενικά όταν μιλάμε για το θέατρο, μια τέχνη τόσο εφήμερη, λίγα πράγματα διακυβεύονται σε επίπεδο αισθητικών συνεπειών.

Ο άνθρωπος, τα όρια, η κραυγή… Πώς γεννήθηκε η ιδέα της «Πληγής»;

Η όπερα βασίζεται στο μυθιστόρημα «Damage» της Τζόζεφιν Χαρτ, πάνω στο οποίο βασίστηκε και η ταινία «Μοιραίο πάθος» του Λουί Μαλ. Διάβασα το βιβλίο μέσα σε ένα απόγευμα και, αυτομάτως, μου ήρθε η ιδέα ότι θα μπορούσε να γίνει πολύ ωραία όπερα. Υπάρχει μέσα στο βιβλίο η εξής φράση: «το ουρλιαχτό του μοναχικού άντρα που έχει φοβηθεί την αιώνια εξορία». Νομίζω ότι αυτή η φράση ήταν που μου έκανε κλικ, που επιβεβαίωσε ότι αυτό το πράγμα είναι όπερα. Γιατί όταν κανείς φτάνει στις οριακές περιοχές του, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Τότε ο πόνος γίνεται έκσταση και ο λόγος γίνεται κραυγή. Ξέρετε, στην εποχή μας υπάρχει ένα πολύ σπουδαίο ζήτημα για την όπερα: Οι θεατές έχουν γίνει πολύ δύσπιστοι απέναντι στο γεγονός ότι ένας άνθρωπος ανεβαίνει πάνω στη σκηνή και τραγουδάει. Πρέπει λοιπόν, να πείσεις τον θεατή σου ότι αυτός ο άνθρωπος έχει λόγο που το κάνει. Όπως το βλέπω εγώ οι άνθρωποι τραγουδάνε, όταν φτάνουν στις οριακές τους περιοχές, στα άκρα της ύπαρξής τους. Όταν πια δεν μπορούν να μιλήσουν, και αναγκαστικά πρέπει είτε να ουρλιάξουν είτε να τραγουδήσουν. Το «Μοιραίο πάθος» είναι μια ακραία ιστορία, για έναν άνθρωπο που ανακαλύπτει ότι υπάρχουν οριακές περιοχές στην ύπαρξή του τις οποίες δεν γνώριζε και, αναγκαστικά, αυτό το πράγμα εκδηλώνεται μέσω της κραυγής. Τοποθετώ την κραυγή πολύ κοντά στο λυρικό τραγούδι. Η ιδιαίτερη φωνή που βγάζουν οι λυρικοί τραγουδιστές είναι για μένα πολύ κοντά στην κραυγή και στην έκφραση της ανθρώπινης ακρότητας. Πώς χειριστήκατε το σενάριο; Όταν ξεκινήσαμε να δουλεύουμε το σενάριο της «Πληγής» με τον Γιάννη Φίλια στηριχτήκαμε σε σχέδια τρομακτικού φορμαλισμού. Πρόκειται για μια όπερα σε 3 μέρη, 7 γεύματα, 21 σκηνές και 3 δωμάτια. Πίσω από το σενάριο υπάρχει μια τρομερή αριθμολογική βάση που έχει να κάνει με τους αριθμούς 3 και 7 και πώς αυτοί σχετίζονται μεταξύ τους· πώς παράγουν τις σκηνές· και πώς αυτό έρχεται και κάθεται πάνω στις μουσικές κλίμακες παράγοντας τα διαστήματα και τις μελωδίες κάθε σκηνής. Η δομή είναι αυστηρή, σε βαθμό ιδεοληπτικό. Ακόμα και το σενάριο το κόψαμε και το ράψαμε ώστε να πατήσει πάνω στην αφηρημένη ιδέα μας για το σχήμα. Γιατί το σχήμα της «Πληγής», μουσικά, είναι

μια πληγή. Τα μουσικά διαστήματα ανοίγουν σταδιακά μέχρι το κέντρο του έργου όπου σπάει ένα ποτήρι και ταυτόχρονα και το έργο. Μετά τα διαστήματα αρχίζουν σταδιακά να κλείνουν μέχρι το τέλος. Με άλλα λόγια, το έργο μοιάζει με τρύπα ανοιχτή. Τονίσατε ιδιαιτέρως κάποια πλευρά του έργου; Σεβαστήκαμε πολύ το μυθιστόρημα και, κατά ένα τρόπο, η δική μας προσαρμογή είναι ίσως πιο πιστή από αυτή του Λουί Μαλ. Οφείλω, όμως, να σας προειδοποιήσω ότι υπάρχει πολλή γελοιότητα στο έργο. Γιατί τονίσαμε πολύ τη σαρκαστική πλευρά του μυθιστορήματος, την κοινωνική γελοιότητα και την υποκρισία που περιέχει. Παράλληλα, προσθέσαμε μερικά στοιχεία εντελώς υπερβατικά, σκηνές πολύ σουρεαλιστικές που βοηθάνε στο να χαρτογραφηθεί η σκέψη του πρωταγωνιστή. Το δικό μας έργο, εξάλλου, είναι πολύ ελληνικό. Οι ήρωες μιλάνε σαν Έλληνες, δηλαδή ο ένας πάνω στον άλλον· και τραγουδάνε ελληνικά τραγουδάκια.

«Οι λάτρεις της όπερας; Νεκρόφιλοι» Πώς προβλέπετε να αντιδράσουν οι πιστοί λάτρεις της όπερας στο έργο σας; Αυτοί που υπήρχε περίπτωση να μας «κράξουνε» διότι παραβιάζουμε το ιερό είδος της όπερας δεν θα έρθουν καν. Οι λάτρεις της όπερας είναι μια πολύ ειδική κατηγορία νεκρόφιλων που ενδιαφέρεται για κάτι πολύ συγκεκριμένο. Το κοινό που διεκδικούμε εμείς είναι το κανονικό κοινό· αυτό που πάει θέατρο, που βλέπει σινεμά. Δεν προσπαθούμε να συγκριθούμε με τον Πουτσίνι. Στα 31 σας είστε ικανοποιημένος από τη μέχρι τώρα πορεία σας; Παρότι στην προσωπική μου ζωή δεν συνάντησα ιδιαίτερες δυσκολίες στο να κάνω αυτό που θέλω, αισθάνομαι ότι σε κοινωνικό επίπεδο, στην Αθήνα, πρέπει συνεχώς να σπρώχνεις τα πράγματα. Αν οι αντιστάσεις ήταν μικρότερες, ό,τι κάνω σήμερα, στα 31 μου, θα το είχα κάνει στα 24. Πιστεύω ότι αν δεν σκόνταφτα σε τόση κοινωνική δυσπιστία και σε τόση αδιαφορία θα είχα κάνει πολύ περισσότερα πράγματα. Η σχέση σας με την Αθήνα ποια είναι; Την αγαπώ πολύ. Είναι μια πόλη που καταλαβαίνω τους ρυθμούς της και την αρχιτεκτονική της. Δεν μου αρέσει πάντα, αλλά είναι μια πόλη στην οποία αισθάνομαι σωστά. Ισορροπώντας μεταξύ Ευρώπης και Μέσης Ανατολής, καμιά φορά παράγει πολύ χαριτωμένα πράγματα. Κι ακόμα, είναι μια πόλη που διψάει για φόρμα. Γιατί η Αθήνα έχει πολύ άναρχο υλικό, σε όλα τα επίπεδα, που ζητάει να σχηματιστεί με κάποιο τρόπο. Από αυτή την άποψη, είναι μια γόνιμη πόλη.

Info Χαράλαμπου Γωγιού, Πληγή, όπερα σε επτά γεύματα (2004) Προσαρμογή - Διάλογοι: Χαράλαμπος Γωγιός, Γιάννης Φίλιας Στίχοι: Γιώργος Παπάζογλου Μουσική διεύθυνση: Βασίλης Χριστόπουλος Σκηνοθεσία: Μαριάννα Κάλμπαρη Σκηνικά - Κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης Φωτισμοί: Γιώργος Τέλλος Χορογραφία: Βάλια Παπαχρήστου Διεύθυνση Παραγωγής: Γαβριέλλα Τριανταφύλλη Συμμετέχουν: Τάσος Αποστόλου, Δάφνη Πανουργιά, Κωστής Ραφαηλίδης, Σοφία Καπετανάκου, Ελένη Βουδουράκη, Θάνος Πετράκης, Βαγγέλης Μανιάτης, Μιράντα Γεωργάκη, Γιάννης Χριστόπουλος, Διαλεκτή Καμπάκου, Ειρήνη Κυριακίδου, Κυριάκος Κοσμίδης Παίζουν οι μουσικοί: Αλέξανδρος Σταυρίδης, κλαρινέτο Λενιώ Λιάτσου, πιάνο και το Σύνολο dissonArt. Πειραιώς 260, Χώρος Η / 21 & 22 Ιουλίου, 21:00


58 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

διευκρινίσεις

Σας μιλούν τα Τίρανα Φωτογραφία: Τάσος Βρεττός

Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος στο Εθνικό Θέατρο Αλβανίας Aπό τον Τηλέμαχο Αναγνώστου

Η ΕΚΑΒΗ ΜΙΛΑΕΙ ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΑ Η Μαργαρίτα Τζέπα, δημοφιλέστατη ηθοποιός στη γειτονική χώρα, είναι η πρωταγωνίστρια στις «Τρωάδες» του Εθνικού Θεάτρου της Αλβανίας.

Έρωτες το καλοκαίρι «Ο έρωτας τελειώνει τραγικά», στο πρώτο μέρος. Οι στίχοι της Αγαθής Δημητρούκα, εμπνευσμένοι από το τραγικό τέλος ή τον ανεκπλήρωτο έρωτα μυθικών ζευγαριών: Ορφέας – Ευρυδίκη, Ιάσονας – Μήδεια, Αίμωνας – Αντιγόνη, Πύραμος – Θίσβη, Λέανδρος – Ηρώ… Η μουσική είναι του Γιώργου-Εμμανουήλ Λαζαρίδη, ο οποίος έχοντας καταπλήξει ως πιανίστας εμφανίζεται πλέον ως ώριμος συνθέτης. Η Μαρία Φαραντούρη (στη φωτογραφία), που με την τέχνη της ενώνει τον θρυμματισμένο χρόνο, ερμηνεύει στο δεύτερο μέρος τη «Σκοτεινή μητέρα», τον κύκλο τραγουδιών του Μάνου Χατζιδάκι σε στίχους Νίκου Γκάτσου, που γράφτηκε για τη φωνή της το 1985-1986 και παρουσιάστηκε σε περιορισμένο αριθμό συναυλιών το 1987. Πού. Μα στη Μικρή Επίδαυρο, 25 και 26 Ιουλίου.

Πέρυσι ήταν από τις πιο σταθερές παρουσίες στις παραστάσεις της οδού Πειραιώς, είχαμε βαρεθεί να τον βλέπουμε. Φέτος έλειπε. Πού είχε πάει ο σκηνοθέτης Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος; Στην Αλβανία, στα Τίρανα - μας είπαν οι συνεργάτες του. Δούλεψε για το Εθνικό Θέατρο της Αλβανίας τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη. Ύστερα από εβδομήντα χρόνια συνεχούς λειτουργίας, με πολλά κλασικά και σύγχρονα έργα στο ενεργητικό του, το Εθνικό Θέατρο της γειτονικής χώρας αποφάσισε για πρώτη φορά στην ιστορία του να ανεβάσει αρχαίο δράμα. Η επιλογή του έργου δεν ήταν τυχαία, αφού κεντρικά του θέματα είναι η βαρβαρότητα του πολέμου και η αγωνία της προσφυγιάς, καταστάσεις εξαιρετικά οικείες στους Αλβανούς, όπως άλλωστε και στους Έλληνες και σ’ όλους τους λαούς των Βαλκανίων. Για τον σκηνοθέτη Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο η συνεργασία αυτή έρχεται σαν φυσική συνέχεια της πολιτικής που έχει ακολουθήσει μέχρι τώρα στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, με παραστάσεις όπου η πολιτική διάσταση έχει καθοριστικό ρόλο στη ζωή και τα πάθη των ανθρώπων. Είναι γνωστό ότι στα τελευταία τέσσερα χρόνια στο Θέατρο του Νέου Κόσμου έχουν ανέβει μεταξύ άλλων και δύο παραγωγές που βασίστηκαν στη συμμετοχή καλλιτεχνών που ζουν στην Ελλάδα ως οικονομικοί μετανάστες («Εμιγκρέδες» του Μρόζεκ – 2003, «Ένας στους δέκα», παράσταση βασισμένη σε εμπειρίες μεταναστών – 2007). Άλλωστε, η παράσταση που είχε εγκαινιάσει τον συγκεκριμένο θεατρικό χώρο, το 1997, ήταν ο «Κοινός Λόγος», ένα έργο βασισμένο σε αληθινές μαρτυρίες γυναικών που έζησαν την προσφυγιά και τους διωγμούς. Μαζί με τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο, εργάζονται για τις «Τρωάδες» ο Άγγελος Μέντης (σκηνικά - κοστούμια), ο Ερμής Μαλκότσης (επιμέλεια κίνησης) και ο Βασίλης Καψούρος (φωτισμοί), ενώ βοηθός σκηνοθέτη και διερμηνέας είναι ο Λαέρτης Βασιλείου. Τη μετάφραση υπογράφει ο βραβευμένος μεταφραστής Ρομέο Τσολλάκου. Από την άλλη πλευρά, το Εθνικό Θέατρο της Αλβανίας επιστρατεύει για την παραγωγή αυτή το καλύτερο δυναμικό του: Το ρόλο της Εκάβης ερμηνεύει η μεγάλη κυρία του αλβανικού θεάτρου Μαργαρίτα Τζέπα, ενώ μαζί της επί σκηνής θα βρεθούν η εξαιρετικά δημοφιλής στη χώρα της Ραϊμόντα Μπούλκου (Ελένη), η Λίζα Τζουβάνι (Ανδρομάχη), ο Γκουλιέλμ Ραντόγια (Ποσειδών) κ.ά. Η αρχαία ελληνική τραγωδία γίνεται με την παράσταση αυτή μέσο καλλιτεχνικής επικοινωνίας με τον γειτονικό λαό της Αλβανίας. Η πρεμιέρα θα γίνει απόψε, στο Αρχαίο Θέατρο του Βουθρωτού, στον αλβανικό Νότο. Λίγες μέρες μετά, στις 21 Ιουλίου, θα παιχτεί στην Αθήνα (για μία μοναδική παράσταση στην Ελλάδα), στο Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη», στα πλαίσια του Φεστιβάλ Βύρωνα. Η παράσταση στο Θέατρο Βράχων θα συνοδεύεται από ελληνικούς υπέρτιτλους (μετάφραση Κ. Χ. Μύρη). Προπώληση εισιτηρίων: Πνευματικό Κέντρο Δήμου Βύρωνα, Δημαρχείο Βύρωνα, Θέατρο Βράχων, Καταστήματα Metropolis (Αθήνα: Πανεπιστημίου 54-64 & Τσακάλωφ, Χαλάνδρι, Γλυφάδα, Πειραιάς) Πληροφορίες: τηλ. 210-7655748

Λυρικοί διάλογοι Η σχέση του Περικλή Κούκου με το παραμύθι, το όνειρο, τη φαντασία καθρεφτίζονται σε πολλές μουσικές επιλογές του. Οι μουσικές του ιδέες πολύ συχνά θεωρείται ότι φλερτάρουν έναν λυρισμό - ο οποίος, άλλωστε, διαρρέει το έργο του σε όλο του το εύρος. Οι «Λυρικοί διάλογοι», συνεπώς, ολοκληρωμένο έργο του συνθέτη με επιρροές που ξεκινούν από το μπαρόκ και το ρομαντισμό για να φθάσουν ώς τη σύγχρονη μουσική και την τζαζ, που παρουσιάζονται στη Μικρή Επίδαυρο, τον εκφράζουν. Η σοπράνο Μαρία Μητσοπούλου, η μέτσο Ειρήνη Καράγιαννη, ο κοντρατενόρος Νίκος Σπανός και ο βαρύτονος Δημήτρης Τηλιακός υπό την έμπειρη καθοδήγηση του Δημήτρη Γιάκα υπόσχονται δυο ενδιαφέρουσες βραδιές. Την ορχήστρα Συμφωνιέτα της Σόφιας διευθύνει ο Σβίλεν Σιμεόνοφ. Παρασκευή 18 και Σάββατο 19 Ιουλίου.


μπάλα-λάικα

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 59

Πάπιες Πεκίνου

Και τώρα, πρωταθλητισμός με χαμομήλι

Από τον Κωστή Τούλη (c.toulis@yahoo.gr)

Τι άλλο πρέπει να απομυθοποιήσουμε σ’ αυτή τη ζωή; Τώρα που μπαίνει Αύγουστος, στην κορύφωση του καλοκαιριού, στην κορύφωση δηλαδή της μεγάλης εξόδου των «ανελεύθερων (Αθηναίων) πολιορκημένων», σκάει μύτη ο περιπλανώμενος θίασος των Ολυμπιακών αγώνων. Αρχαίο πνεύμα αθάνατο; Αθλητικό πνεύμα, ευγενής άμιλλα; Μάλλον ακόμα μια αυταπάτη του σύγχρονου μικροαστού που θεωρεί ότι αθλήθηκε επειδή πάρκαρε το αγρατσούνιστο Καγιέν δυο μέτρα από το κύμα. Δεν βαριέσαι, πρέπει να βγάλουν λεφτά και οι χορηγοί.

Στην πλατεία Τιέν Αν μέν, θα φωνάζουν «Γέα Μεν». Ολυμπιακοί, δόξα, λεφτά, Διαφήμιση, Χιλιάδες ψώνια – Και ταξικά κωθώνια! Θυμάσαι πριν τέσσερα χρόνια Είχαμε πάρει ψηλά τον αμανέ ήδη από το Euro της Πορτογαλίας. Και την είχαμε δει και πολύ πατριωτάκια. Η μαγκιά του Έλληνα διοργάνωσε τους Ολυμπιακούς στη χώρα στην οποία γεννήθηκαν. Μεγάλοι, ασφαλείς αγώνες – που δεν θα τους πληρώνουμε μόνο για καιρό, αλλά ήδη πληρώνουμε ως κοινωνία την εμπλοκή της εταιρείας Ζίμενς με τα συστήματα ασφαλείας (που αποδείχθηκαν μη λειτουργικά, συμβολικά) και το πολιτικό-κοινωνικό σύστημα της μεταπολίτευσης. Ήταν-δεν ήταν Ιούλιος όταν απ’ τη θέση του οδηγού διαπίστωσα ότι η αριστερή λωρίδα δρόμου ταχείας κυκλοφορίας είχε μια κόκκινη γραμμή κατά μήκους. Τι να ’τανε, τι να ’τανε; Αρχικά πίστεψα ότι ο Αχιλλέας είχε σύρει με το τέθριππό του το σώμα του Έκτορα, αλλά κατόπιν ανασκεύασα αυτό το σενάριο. Δεν ήταν αίμα, μπογιά ήταν. Πάλι καλά που εμείς είμαστε στη Δύση, έχουμε δημοκρατικούς θεσμούς, ζούμε στην αναπαυτική μεριά. Σε άλλα μέρη, που δεν βρίσκονται στην ίδια αναπαυτική μεριά, το κόκκινο μπορεί να μην είναι μπογιά. Έχει συμβεί και, δυστυχώς, θα ξανασυμβεί. Πάντως, εμείς, πληρώσαμε καλά και απολαύσαμε όλα τα ωραία των Ολυμπιακών αγώνων. Μας ήρθε ο κούκος αηδόνι για το σοφτ-μπολ,

τη συγχρονισμένη κατάδυση, τα 500 μέτρα εμπόδια, τα 4 χιλιόμετρα ουρά στην εθνική Αθηνών-Λαμίας (γιατί και αυτό ολυμπιακό άθλημα τείνει να γίνει). Κι ο κόσμος υποκλίθηκε στη λαμπρή διοργάνωση των Νεοελλήνων. Μπράβο, το αναλάβατε! Τώρα τα στάδια που θα σας μείνουν κάντε τα νυχτομάγαζα να γουστάρει και ο κάθε σικ το παραλήρημα του βάρδου. Απολαύσαμε και εκεχειρία 5 δευτερολέπτων και 3 νανοσεκόντ…

Από το πίτα-γύρος στην πάπια Σετσουάν Είπαμε, ο θίασος είναι περιπλανώμενος. Και το αναρχοαυτόνομο καθεστώς που πλάκα πλάκα οικοδόμησε ο Μάο Τσε Τουνγκ (που όπως λέει και ένας γνωστός μου είχε πολύ καλές προθέσεις) είναι ο Ολύμπιος οικοδεσπότης. Από το γύρο με απ’ όλα στην πάπια Σετσουάν και στην τσούχτρα στα κάρβουνα. Το Πεκίνο ζει τις μεγαλύτερες ημέρες του. Πλακώνουν σιγά σιγά οι αθληταράδες – πλακώνουν και ορισμένοι «επιστήμονες» με τη σύριγγα που δεν φαίνεται ή δεν βλέπουμε (μερικές φορές δεν θέλουμε και να βλέπουμε). Φυσικά, οι Κινέζοι έχουν δώσει τον καλύτερό τους εαυτό. Οι Αγώνες θα φιλοξενηθούν σε 35 στάδια! Τουλάχιστον τα μισά κατασκευάστηκαν τα τελευταία χρόνια (ήταν έτοιμα από το 2003!) και τα περισσότερα είναι στο Πεκίνο. Η μεγάλη προσπάθεια είναι να θεωρηθούν καθαροί αγώνες, να μην υπάρχουν καθόλου κρούσματα ντόπινγκ. Έως τώρα οι κινεζικές αρχές έχουν περάσει από κόσκινο 128 εταιρείες παραγωγής φαρμακευτικών σκευασμάτων ενώ υπάρχει μια υποβόσκουσα διαμάχη με την Αμερική η οποία έχει τους λόγους της ώστε η διοργάνωση να αποκτήσει τη στάμπα του «χημείου». Πάντως, εμείς, στην Κίνα ψωνίζαμε.

Μακριά από την μπάρα Δεν σηκώνει βάρη, κλατάρει. Δεν έχουμε αρσιβαρίστες, δεν έχουμε μετάλλια. Δεν έχουμε μετάλλια, δεν μας νοιάζουν οι αγώνες. Τα λιπόσαρκα παιδιά που τρέχουν και πηδάνε εμπόδια δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερο. Αυτή η συμπαιγνία των κακών ανθελλήνων Ευρωπαίων που ανακάλυψε από 200 ντοπαρισμένους αθλητές μόνο 11 Έλληνες αρσιβαρίστες (άντε και 2 της κολύμβησης και μια τετρακοσάρα) είναι απίστευτα προκλητική. Πώς θα βγάλει τα λεφτά της η ΕΡΤ; Ποιος θα δει Ολυ-

ΚΑΙ Ο ΟΒΕΛΙΞ ΣΗΚΩΝΕΙ ΒΑΡΗ Ο Αστερίξ και οι άλλοι ήρωες του Γκοσινί και του Ουντερζό πήγαν κι αυτοί στους Ολυμπιακούς αγώνες. Ο Οβελίξ νίκησε στην άρση βαρών, και δεν είχε πρόβλημα γιατί όταν ήταν μικρός είχε πέσει μέσα σε μια μαρμίτα που είχε αθάνατο γαλατικό DNA. Για τους άλλους, το παρασκευάζει ο δρυϊδης, πίσω αριστερά.

μπιακούς χωρίς «κάτσε κάτω απ’ την μπάρα»; Χωρίς τα παιδιά που σηκώνουν τα βάρη μιας ολόκληρης χώρας όπως διατείνεται κάθε φιλόδοξος παρουσιαστής τηλεοπτικού δελτίου ειδήσεων; Αλλά αυτούς τους αρσιβαρίστες τους έχουμε πλέον ξεχάσει. Έχουμε, βλέπετε, επιλεκτική μνήμη. Όταν ανεβαίνεις το βάθρο είσαι ο Ήρωας από την Στεμνίτσα. Όταν συλλαμβάνεσαι να έχεις κάνει την κουτσουκέλα σου είσαι ο μετανάστης απ’ τα Τίρανα. Εμπρός λοιπόν για πρωταθλητισμό με χαμομήλι.

Σηκώνεις βάρη χωρίς κλαρκ; Σε τι διαγωνιζόμαστε; Λοιπόν έχουμε και λέμε: Ποιος θα τρέξει πιο γρήγορα, ποιος θα αντέξει περισσότερη ώρα, ποιος θα πηδήξει μακρύτερα στο σκάμμα, ποιος θα κάνει φλος ρουαγιάλ στην πόκα (οσονούπω), ποιος θα πετάξει πιο μακριά το δόρυ του. Δηλαδή, μιλάμε για αθλήματα με σαφή κοινωνική αξία, απολύτως προσαρμοσμένα στις σύγχρονες κοινωνίες. Γιατί ακόμα κι όταν χρησιμοποιείται το μυδραλιοβόλο, μάγκας είναι αυτός που πετάει σωστά το ακόντιο. Μήπως οι Ολυμπιακοί αγώνες είναι μια τελετουργική αναπαράσταση παλαιότερων ιστορικά κοινωνιών;

Μήπως μόνο τα ομαδικά αθλήματα είναι σημερινά αθλήματα, που η ισορροπία μιας ομάδας και όχι ενός και μόνο ατόμου ορίζει την επιτυχία; Υπάρχει λόγος να συνεχίζουμε να αναπαράγουμε αθλήματα μιμητισμού των ζώων (όπως εξάλλου ισχυριζόταν ακόμη και ο Διογένης ο Κυνικός κατά την διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων); Και στο κάτω κάτω της γραφής γιατί να σηκώνεις βάρη όταν έχεις ανακαλύψει το κλαρκ; Θα μου πείτε, οι Αγώνες σημαίνουν συναδέλφωση. Ελάτε τώρα. Αν θέλουμε να βρεθούμε όλες οι φυλές μαζί γιατί δεν κάνουμε ένα τεράστιο, ένα οικουμενικό πάρτι;

Info Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Πεκίνου αρχίζουν στις Οκτώ Ογδόου του Οκτώ.


διαγωγή κοσμία

Φωτογραφίες: Εύη Φυλακτού

60 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

Ο Λυκαβηττός γκρεμίστηκε... Από την Juicy Liou

...από το χειροκρότημα > Δευτέρα 7 Ιουλίου και μετά από 2 βδομάδες που έμεινε περίπου κλειστό το θέατρο και τρεις ακυρώσεις συναυλιών ο Λυκαβηττός άνοιξε και υποδέχτηκε σε ένα κατάμεστο θέατρο το 12μελές συγκρότημα από το ¨Όρεγκον, τους Pink Martini. «Amado mio», «Que sera sera», «Donde estas Yolanda», ακόμα και «Παιδιά του Πειραιά» στα ελληνικά τραγούδησαν. Η βραδιά είχε τα πάντα. Ακόμα και τα βραχάκια ήταν γεμάτα. Γεμάτος ήταν, όμως, και ο χώρος μπροστά στα εκδοτήρια. Πολλοί δεν βρήκαν εισιτήριο. Δεν πειράζει, παίδες. Την άλλη φορά. > Ανασήκωμα το κάναμε το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου το περασμένο Σάββατο ψάχνοντας τη Μέριλ (Στριπ). Από δω η Μέριλ από κει η Μέριλ, πουθενά η Μέριλ. Σαν τις σβούρες γυρνούσαν φωτογράφοι και ταξιθέτες μπας και την ξετρυπώσουν: άνω διάζωμα, κάτω διάζωμα, διακεκριμένη θέση, ζώνη Α, ζώνη Β, ΑΜΕΑ, μέχρι και πίσω από τα μπάζα του σκηνικού κοιτάξανε - γιατί κάνουν κάτι κουλαμάρες που και αραιά αυτοί οι σταρ μην τυχόν και τους ανακαλύψουν. Τους βγήκε η γλώσσα των ανθρώπων, μα εις μάτην. Ύστερα εμφανίστηκε η Φιόνα Σο (το κεφάλι της δηλαδή) κι ησυχάσαμε πια. Ώρα ήταν να λιγουρεύεται και το «Μama Mia» την Επίδαυρό μας. Αμ δε! > Άλλη πρεμούρα όμως είχαν στην Πειραιώς, με το έρμο το πετούμενο που κουβάλησε η Σαουμπίνε στη «Λυσσασμένη Γάτα» για να κάθεται αμίλητο και ακούνητο. «Βαλσαμωμένο θα ‘ναι», λέγαν οι δύσπιστοι. Οι περισσότεροι το είδαν για κοράκι, κάποιοι άλλοι για γεράκι και οι πίσω πίσω για παπαγάλο(!). Λοιπόν, για να λήξει το θέμα του πουλιού, μάθετε ότι ήταν ένα σπάνιο είδος γύπα. Είχε έρθει με την εκπαιδεύτριά του φυσικά, έτρωγε ένα κομμάτι καλό κρέας, από χασάπη της γειτονιάς φυσικά, και του ‘χαμε στήσει και μια μπάρα στον κήπο να κάνει ενόργανη για να ξεπιάνεται το καημένο.

Και ο Γιώργος Λούκος βρέθηκε στον κατάμεστο Λυκαβηττό (στην πάνω φωτογραφία, πολλή ώρα πριν αρχίσει το πατιρντί), στους Pink Martini. Ατρόμητο ελληνόπουλο.

> Και τα παράλογα συνεχίζονται στην Πειραιώς: Πάνω που με περηφάνια στερεώσαμε την ταμπέλα του Ελληνικού Φεστιβάλ, για να πάψουμε επιτέλους να δίνουμε στον κόσμο την γελοία οδηγία «μόλις δείτε τον κύριο τροχονόμο με το φωσφοριζέ γιλεκάκι, κάντε δεξιά», τη χτύπησε μια νταλίκα της Algida και τη στραπατσάρισε. Τώρα, αν δίπλα στο ΠΕΙΡΑΙΩΣ 260 γράφει κολασμένη απόλαυση, μη διστάσετε, στρίψτε. > Επανερχόμαστε στα παράλογα με την κομπανί Trisha Brown. Εκεί που χαζεύαμε τις χορογραφίες του τρίτου μέρος με τα χρυσαφιά και τα λαμέ τι ωραία, τι καλά, μια μπάντα μεταξύ φιλαρμονικής και τσιγγανικής άρχιζε να κόβει βόλτες απέξω χαρωπά. Έτοιμοι ήταν κάποιοι να πεταχτούν να τους πουν: πηγαίνετε σε κανα πανηγύρι, γιατί μέσα έχει τέχνη, αγαπητοί μου. Μα σύντομα συνειδητοποίησαν τη γκάφα διότι η μπάντα ήτο μέρος της παράστασης, και άρχισαν τα «Συννεφούλα, συννεφούλα να γυρίσεις σου ζητώ» σαν καλό και ενήμερο κοινό. > Τέλος, σημειώστε ότι το έντυπο που κρατάτε στα χέρια σας έζησε στιγμές μεγάλης δόξας στον Μπαρίσνικοφ, καθώς στο πρώτο ντουέτο, το κρατούσαν ο Ματς Εκ και η Άνα Λαγκούνα, ανοιγμένο μάλιστα, στη βλάσφημη σελίδα του κόμικς. Μμμ, για ξανακοιτάχτε το λοιπόν και πείτε μας αν νιώθετε ήδη λίγο etoiles.

Η Τρίσα Μπράουν την ώρα της αποθέωσης.


οι επιλογές σας στ’ άστρα

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 61

STAR WARS Η τύχη σου στα άστρα...

Από τον Άγγελο Γκαγκάριν ΚΡΙΟΣ

ΤΑΥΡΟΣ

ΔΙΔΥΜΟΙ

ΚΑΡΚΙΝΟΣ

ΛΕΩΝ

ΠΑΡΘΕΝΟΣ

(21 Μαρτίου – 19 Απριλίου)

(20 Απριλίου – 20 Μαΐου)

(21 Μαΐου – 21 Ιουνίου)

(23 Ιουλίου – 22 Αυγούστου)

(23 Αυγούστου – 22 Σεπτεμβρίου)

Όλα πάνε κατ’ ευχήν, και κάτι παραπάνω. Αλλαγές που ήθελες χρόνια να κάνεις, τώρα παίρνουν σάρκα και οστά. Εσύ κάνεις το κουμάντο σου και το σύμπαν σου λέει «καλά, τι περίμενες τόσο καιρό;» Εγώ σε συμβουλεύω κάτι που ίσως ήδη ξέρεις, αλλά δεν πειράζει: Αν είσαι εντελώς σίγουρος για κάτι, καλύτερα να κρατάς τα σχέδια σου μυστικά, ώσπου να τα κάνεις πράξη. Αλλιώς υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να μπλέξεις (όπως έχει συμβεί, άλλωστε, τόσες φορές στο παρελθόν), να επηρεαστείς και να αποπροσανατολιστείς από τις γνώμες τους ενός και του άλλου, χάνοντας πολύτιμο χρόνο. Η ζωή είναι δική σου και συμβαίνει ΤΩΡΑ. Ευχαριστήσου ακόμη και τα λάθη σου και μη μασάς (αν και, αν καταφέρεις να το κάνεις αυτό, αυτομάτως το λάθος παύει να είναι λάθος)! Sutra για σένα στο Ηρώδειο – θα δεις γιατί. --Χορός: “Sutra” , Σίντι Λάρμπι Τσερκάουι – Άντονυ Γκόρμλι 26 Ιουλίου, Ηρώδειο

Επιτέλους αποφόρτιση! Ε, αν δεν γινόταν αυτό, θα έσκαγες από τα τόσα στρεσογόνα εκρηκτικά υλικά που είχες φορτώσει όλο το χειμώνα στο κορμί σου. Μπορεί η ζωή να είναι μια φάρσα, ίσως η καθημερινότητα όλων μας να απέχει κατά πολύ από το τέλειο, και σίγουρα όλοι θα πεθάνουμε εν τέλει, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα αρχίσουμε να πενθούμε από τώρα για όλα τα λάθη που δεν έγιναν ακόμη, όλα τα όνειρα που ίσως να μην πραγματοποιηθούν και το θάνατό μας που είναι αναπόφευκτος – ε, υπάρχει στο ενδιάμεσο και η ζωή! Η ζωή, λοιπόν, ευμετάβλητη, απρόβλεπτη, μυστική, μόνο ένα λάθος δεν συγχωρεί: να την παίρνεις υπερβολικά στα σοβαρά. «Περιμένοντας τον Γκοντό» για σένα, στην Πειραιώς 260. Ο Μπέκετ ξέρει την θεία αναλογία και προτίθεται να σου την πει. --Θέατρο: “Περιμένοντας τον Γκοντό”, Μπέκετ / Τσεζάρις Γκραουζίνις 29, 30, 31 Ιουλίου, Πειραιώς 260 (Χώρος Δ)

Κι ενώ όλοι γύρω σου μαζεύουν τα μπογαλάκια τους για διακοπές, λύνουν σταυρόλεξα, αγοράζουν βατραχοπέδιλα και κάνουν μάσκες ομορφιάς, εσύ τρέχεις και δεν φτάνεις! Μεγάλα ξεκαθαρίσματα μπαίνουν μπρος αυτή την εποχή, πράγμα θετικότατο, αρκεί να λειτουργείς βάσει ενός καλού προγράμματος και να προσέχεις τον εαυτό σου (το «μαμ κακά και νάνι» είναι μια πολύ σοφά μελετημένη πρόταση – σου συνιστώ να την σκεφτείς σοβαρά). Και καθώς θα έχεις τα μανίκια ανασκουμπωμένα και θα βάζεις τα πράγματα στη θέση τους, να θυμάσαι και αυτό: ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός. Είτε λοιπόν θα πρέπει να εξετάζεις διεξοδικά το νέο χρυσάφι μέχρι να σου αποδείξει έμπρακτα την αξία του, είτε θα πρέπει να μένεις εκεί όπου ξέρεις, στα σίγουρα πια, ότι πρόκειται για χρυσάφι. Καλή ώρα: η Μαρία Φαραντούρη τραγουδά Χατζιδάκι στην Μικρή Επίδαυρο – δοκιμασμένο μέταλλο. --Μουσική: Μαρία Φαραντούρη / Κύκλοι τραγουδιών Μάνου Χατζιδάκι, Γ. Εμμ. Λαζαρίδη 25, 26 Ιουλίου, Μικρή Επίδαυρος

(22 Ιουνίου – 22 Ιουλίου)

Μερικές φορές αισθάνεσαι υπερβολικά τρυφερός, μαλακός και εύθραυστος, σαν να σου έκλεψαν το καβούκι. Νιώθεις λες κι οι δαγκάνες σου είναι εκεί μονάχα για την τραγική ειρωνεία του πράγματος και στην ουσία δεν έχεις όπλα ν’ αντιμετωπίσεις τον άλλο στο τρομερό πεδίο μάχης που αποτελεί μια σχέση. Δεκτό κι ανθρώπινο αυτό – οι ανασφάλειες, οι αχίλλειοι πτέρνες και τα μαλακά μας μέρη εν γένει είναι τελικά αυτά που μας κάνουν αξιαγάπητους. Από εκεί και πέρα, καλό είναι ενίοτε να στηνόμαστε απέναντι σ’ αυτό το αίσθημα (το αίσθημα του απροστάτευτου ντε) και να το μελετάμε όσο πιο αμερόληπτα μπορούμε, σαν εξωτερικοί παρατηρητές: Είμαι όντως ευάλωτος; Κι αν ναι, είναι κακό αυτό; Κι αν όχι, αυτό είναι κακό; Τα ερωτήματα άπειρα, το θέμα είναι ο βαθμός ειλικρίνειας των απαντήσεων. Για δες το «Κουαρτέτο»… --Θέατρο: “Κουαρτέτο”, Χάινερ Μίλερ / Ρενάτε Τζετ 15-20 Ιουλίου, Το Σχολείον (Χώρος Β)

Τι παιχνίδι παίζεις τελικά; Στον εαυτό σου τουλάχιστον μπορείς να απαντήσεις; Δίχως εξωτερικό ή και εσωτερικό κοινό να ακούει και να γνέφει με κατανόηση, η αλήθεια ποια είναι; Είσαι όντως θύμα των περιστάσεων ή έχεις έξη στα αυτογκόλ; Όντως δεν ξέρεις τι γίνεται ή απλώς δεν προτίθεσαι να μπεις στην διαδικασία να σκεφτείς τα πράγματα σε βάθος; Όποια κι αν είναι η απάντηση, ένα είναι σίγουρο: χρειάζεσαι ξεκούραση, ίσως πιο επιτακτικά από ποτέ. Γιατί η κόπωση του τελευταίου Κρόνου κράτησε αρκετά και η έξοδος από την κυριαρχία του δεν είναι ούτε κατά διάνοια όσο πανηγυρική είχες φανταστεί. Τίποτε απ’ όλα αυτά, όμως, δεν είναι λόγος πραγματικής ανησυχίας. Δεν συμβαίνει τίποτε που να μην μπορεί να διορθωθεί με βουτιές σε γαλάζια νερά, ζουμερά φρουτάκια, ζεστές αγκαλιές και ωραίες μουσικές. Μουσικές είπα; --Μουσική: Συναυλία με Taxim Trio 22 Ιουλίου, Το Σχολείον (Χώρος Α)

Οι ζέστες έχουν πια σφίξει για τα καλά, η δουλειά δεν λέει ακόμη να τελειώσει και εσύ φαίνεται να έχεις κάπως κολλήσει. Επειδή όμως η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία (ένα ρητό που μας εξυπηρετεί, και άρα το κρατάμε), εσύ σχεδιάζεις την αντεπίθεση και πολύ καλά κάνεις. Οι μικρές αποδράσεις του Σαββατοκύριακου εννοείται πως ήταν ήδη στο πλάνο, αν όμως συνδυάσεις τις δροσερές σου βουτιές και με ωραίες παραστάσεις στην Επίδαυρο, δεν είναι ακόμη καλύτερα; Προτείνω μια εξαιρετική βραδιά στη Μικρή Επίδαυρο, με μουσικές του δικού μας Περικλή Κούκου, αλλά και των Χέντελ, Γκέρσουιν, Σούμαν, Κούρτ Βάιλ και πολλών άλλων, που ξεκινούν από το μπαρόκ και το ρομαντισμό και φτάνουν ώς την τζαζ και το σύγχρονο ήχο. Νέοι (+ωραίοι) λυρικοί τραγουδιστές και Ορχήστρα Συμφωνιέτα της Σόφιας – not to be missed. --Μουσική: Λυρικοί διάλογοι - έργα για φωνή, πιάνο & έγχορδα / Κούκος, Χαίντελ, Γκέρσουιν κ.α. 18, 19 Ιουλίου, Μικρή Επίδαυρος

ΖΥΓΟΣ

ΣΚΟΡΠΙΟΣ

ΤΟΞΟΤΗΣ

ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ

ΥΔΡΟΧΟΟΣ

ΙΧΘΥΣ

(23 Σεπτεμβρίου – 23 Οκτωβρίου)

(24 Οκτωβρίου – 21 Νοεμβρίου)

(22 Νοεμβρίου – 21 Δεκεμβρίου)

(22 Δεκεμβρίου – 19 Ιανουαρίου)

(20 Ιανουαρίου – 18 Φεβρουαρίου)

(19 Φεβρουαρίου – 20 Μαρτίου)

Ίσως να μην είναι εμφανές με τους ψευδο-όρους που έχουμε συνηθίσει να μετράμε το ύψος μας, αλλά ζεις μια χρυσή εποχή. Ίσως νιώθεις κουρασμένος, έπαψες, όμως, να είσαι στην τσίτα – είναι μεγάλο κέρδος να μπορείς να αισθάνεσαι την κόπωσή σου. Ίσως πάλι συγκρούεσαι συχνά αυτές τις μέρες, αλλά πάντοτε τα ξεκαθαρίσματα δεν έρχονται έπειτα από μπόρες και καταιγίδες; Οπότε κι οι βροντές καλοδεχούμενες είναι. Το θέμα είναι ότι άρχισες να εκφράζεσαι και ότι έχεις αρχίσει να αλλάζεις τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς. Αυτά, βεβαίως, είναι εξαιρετικά σημάδια – οιωνοί ενός μέλλοντος λαμπρότατου, πιο φωτεινού απ’ ό,τι νομίζεις… Για να κλείσεις τον κύκλο για καλά και να προχωρήσεις σταθερά στη νέα σου εποχή, προτείνω μουσική. Κάθε ιεροτελεστία την χρειάζεται, άλλωστε. Συγκεκριμένα, Λένα Πλάτωνος: για να δεις την απόσταση που έχεις ήδη διανύσει. --Μουσική: Συναυλία με τη Λένα Πλάτωνος 28 Ιουλίου, Ηρώδειο

Αυτή είναι μια χαρά περίοδος για σένα. Με άλλα λόγια, τα άστρα είναι ευνοϊκά και τα σκυλιά δεμένα. Το θέμα είναι αν εσύ θα κατορθώσεις να σταθείς στο ύψος σου, με τη βοήθεια της καλοσύνης των άστρων… Σίγουρα το στοιχείο της έκπληξης είναι τελικά κάτι που σε χαρακτηρίζει, αλλά δεν είναι ανάγκη κάθε αναπάντεχη εξέλιξη να είναι και σκοτεινή – η ματαίωση, η ακύρωση και ο καταποντισμός είναι απλώς ενδεχόμενα, όχι η βέβαιη κατάληξη κάθε περιπέτειας όταν πια φτάσει το πλήρωμα του χρόνου. Για άλλη μια φορά υπενθυμίζω το αυτονόητο: το τι θα δεις εξαρτάται από το πώς θα κοιτάξεις και το τι θα συμβεί από το τι θεωρείς ότι θα έπρεπε να συμβεί. Είναι τόσο παλιά και αυταπόδεικτη αυτή η διαπίστωση που θα δεις να τη συζητούν ακόμη και στα καφενεία… --Θέατρο: “Καφενείο”, Δημήτρης Κουρτάκης 30 & 31 Ιουλίου, Πειραιώς 260 (Η)

Ενώ κατ’ ουσίαν τα πράγματα πάνε καλά, εσύ, σαρωτικά και σχεδόν παιδικά, νευριάζεις με το παραμικρό και αντιδράς ακραία. Που θα πάει αυτή η ιστορία; Τι θα γίνει με τα νεύρα και την αθυροστομία σου και πόση υπομονή να δείξουν πια αυτοί που σε αγαπούν; Ο παρορμητισμός και το ελεύθερο πνεύμα που σε διακρίνουν είναι σαφώς στα συν σου, όχι όμως όταν δεν λες να τα ελέγξεις. Για μια προσεκτική ματιά στα οφέλη της αυτοπειθαρχίας, αλλά και για να απολαύσεις μια εξαιρετική παράσταση σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον (3 σε 1 δηλαδή) προτείνω «Ορφέα και Ευρυδίκη» στην Επίδαυρο. Αν η Ευρυδίκη δεν είχε υποκύψει στην παρόρμηση της να κοιτάξει πίσω της, αυτή δεν θα ήταν μια ωραιότατη ιστορία με αίσιο τέλος και το θριαμβικό δίδαγμα ότι η αγάπη πάντοτε νικά; Τώρα όμως είναι; --Όπερα: “Ορφέας και Ευρυδίκη”, Γκλουκ / Μπαλέτο της Εθνικής Όπερας του Παρισιού – Πίνα Μπάους 19 & 20 Ιουλίου, Επίδαυρος

Από τη μία έχεις μια τρομερή επιθυμία να πατήσεις το «spell check» και να διορθώσεις όλα τα λάθη και τις ανορθογραφίες της ζωής σου, κι από την άλλη συνεχώς σου δίνονται ευκαιρίες να το κάνεις! Δηλαδή πρόκειται για κατάσταση win-win που λένε και στο Αμέρικα – υπάρχει, δηλαδή, 50% πιθανότητα να βγεις κερδισμένος και 50% να βγεις κερδισμένος! Το μόνο που χρειάζεται είναι να μην κωλώσεις με τις συνήθεις ανασφάλειες που σε πιάνουν τη λάθος στιγμή. Προτείνω μια βόλτα ως το Σχολείον για να δεις τους «Βρικόλακες» του Ίψεν και να γίνεις έτσι αυτόπτης μάρτυρας των φρικαλέων επακόλουθων που κατατρύχουν εκείνον που διστάζει (by the way είναι και μια πολύ καλή παράσταση με εξαιρετική διανομή)! Εν γένει, προχώρα (σε θέλει όλη η χώρα) και βγαίνε και λίγο περισσότερο απ’ το σπίτι! --Θέατρο: “Βρικόλακες”, Ίψεν / Έκτορας Λυγίζος 27 - 31 Ιουλίου, Το Σχολείον (Χώρος Β)

Έχεις τραβήξει πολλά τελευταία, κανείς δεν αντιλέγει. Όμως, πίστεψέ το, είναι πια ώρα να αρχίσεις να χαλαρώνεις και να ηρεμείς, επειδή πολύ απλά τα βάσανά σου (επιτέλους) τελειώνουν. Μια νέα περίοδος ξεκινά, γεμάτη δώρα, ευχάριστες εκπλήξεις, ουράνια τόξα στην άκρη του ορίζοντα και αστραφτερά κολγκέιτ χαμόγελα. Εσύ, όσο κανείς άλλος, ξέρεις πόσο το αξίζεις! Μην κοιτάς πίσω από τον ώμο σου λοιπόν, δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας, μπορείς από δω και στο εξής να απολαμβάνεις τους ζουμερούς καρπούς των αιματηρών μαχών της προηγούμενης περιόδου. Για τώρα, σου προτείνω θαλασσινά μπανάκια, βραδινές εξόδους, δημόσιες σχέσεις (που στα νέα μονοπάτια που τώρα χαράζεις ίσως σου χρειαστούν), δροσερά ποτά και ωραίες μουσικές. Μια καλή επιλογή θα ήταν η συναυλία με την Μάρτα Σεμπεστιέν – ήχοι του κόσμου, στο Σχολείον. Η ζωή είναι ωραία (τελικά)! --Μουσική: Συναυλία με τη Μάρτα Σεμπεστιέν (Ήχοι του κόσμου) 26 Ιουλίου, Σχολείον (Χώρος Α)

Μια νέα, ανακουφιστική περίοδος ξεκινά. Φαντάσου τον εαυτό σου να στέκεται στην άκρη ενός γκρεμού, φορτωμένο με τεράστιες βαλίτσες (ζωσμένες στην καμπούρα σου βεβαίως) και να κάνει το εξής: μία-μία να τις λύνει και τις αφήνει…να πέσουν στο κενό. Ωραία εικόνα ε; Κράτα τη! Διότι ακριβώς αυτό πρόκειται να σου συμβεί αυτή την εποχή. Πρέπει, βέβαια, και εσύ να κάνεις λίγη δουλειά για να ολοκληρωθεί το πλάνο της κατακρήμνισης των αβάσταχτών σου μπαγκαζιών, αλλά τα άστρα είναι με το μέρος σου και θα δεις ότι λίγη προσπάθεια από μέρους σου θα πολλαπλασιάζεται στην πορεία. Συνιστώ απλώς ψυχική ηρεμία, που πάντα βοηθά για να βρίσκουν τα πράγματα τον δρόμο τους. Ένας άριστος τρόπος να την εξασφαλίσετε είναι η συναυλία των Σαχράμ Ναζερί και Αλί Ακμπάρ Μοραντί στο Σχολείον! --Μουσική: Συναυλία με τους Σαχράμ Ναζερί και Αλί Ακμπάρ Μοραντί (Ήχοι του κόσμου) 25 Ιουλίου, Σχολείον (Χώρος Α)

To tip του αστρολόγου Για μια καλύτερη ζωή, προτείνουμε να φεύγετε εκτός Αθηνών τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα. Απλώς.


62 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #06 | 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

κόμικς του Χρήστου Δημητρίου




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.