EF#12

Page 1

31 Ιουλίου 2008 / Τιμή: 0,01€

Αμαλία Μουτούση

«Η Κλυταιμνήστρα μου θυμίζει τη Μαντόνα» ------Καρυοφυλλιά Καραμπέτη «Είμαστε κουρδισμένοι στο φουλ»

-------

Πάολο Κόντε Λυδία Κονιόρδου Ρούλα Πατεράκη Σλόμπονταν Ουνκόφσκι Άντζελα Μπρούσκου

-------

Ρεπορτάζ Τα 10 πιο άσχημα αγάλματα της Αθήνας

12 07/2008



επιστολές

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 |

Η Πίνα Μπάους στην Επίδαυρο Το κοινό, μεγάλο και ετερόκλητο. Από πανκ, μέχρι τη γειτόνισσα που έβαλε τα καλά της και ήρθε. Μια μαύρη εξέδρα με λευκά πανιά. Νομίζω ότι κάθε γωνιά του θεάτρου επιφύλασσε μια διαφορετική παράσταση. Μια διαφορετική εμπειρία. Η ορχήστρα στο μπροστινό μέρος της εξέδρας συμπλήρωνε ένα δελεαστικό κάλεσμα. Ο Ορφέας, η Ευρυδίκη και ο Έρωτας σε δίδυμα. Αλλού η φωνή και αλλού το σώμα. Διαφορετικά τα όρια. Το σώμα εκφράζει αυτό που οι λέξεις αδυνατούν να περιγράψουν. Οι λέξεις, σαν φλέβες ζωντανές, ξετυλίγουν ό,τι η ανθρώπινη διάνοια καταφέρνει να αρθρώσει Το ανείπωτο, στην περίπτωση της Μπάους, έχει τη δύναμη να βυθίζεται στις πιο απόκρυφες αναμνήσεις της ύπαρξης για να τις μεταμορφώσει σε πανανθρώπινους κώδικες. Η εκφορά του λόγου υποβλητική, χωρίς να καταφεύγει στην έπαρση. Γερμανικά δεν ξέρω, λέξη δεν κατάλαβα. Αλλά η κίνηση «μιλούσε» σε ένα επίπεδο, και οικείο και μεταφυσικό. Σαν άναρθρη κραυγή. Τα φώτα έσβησαν τρεις φορές. Για τέσσερις εικόνες: Πένθος, Βία, Ειρήνη, Θάνατος. Σε μια κραυγή που έμοιαζε με ταξίδι. Σαν να παίζει κανείς άρπα με τη συγκίνηση. Τα πρωτογενή εκφραστικά μέσα του έργου – μουσική και χορός – επανέφεραν τον Ορφέα και την Ευρυδίκη στην αρχετυπική τους φύση. Σε κάθε εικόνα, τα αντικείμενα, οι ενδυμασίες μεταμορφώνονταν σε ιερά σύμβολα. Ένας κινούμενος πίνακας ζωγραφικής. Η μουσική λιτή, με μια δύναμη που και παρέσυρε και αναδείκνυε. Φυσικά, ενθουσίασε. Με τρόπο που θύμιζε περασμένες μορφές θεάτρου, όταν η συμμετοχή του κοινού ήταν δεδομένη. Η Μπάους βγήκε στη σκηνή μαζί με την πανσέληνο. Μια συμπυκνωμένη εμπειρία. Τι καλά που θα ΄ταν να καταλάβαινα και γερμανικά!... Φωτεινή Βενιέρη, θεατρολόγος

Ήμασταν δυσεύρετοι Αγαπητοί συνεργάτες της «εφ», Καλά όσα γράφετε, αν μας δίνατε και την ευκαιρία να τα διαβάσουμε, όμως, θα ήταν ακόμη καλύτερα! Η διαμαρτυρία μου, όπως θα έχετε ήδη αντιληφθεί, αφορά τη δυσκολία ανεύρεσης της εφημερίδας σας. Γιατί, για να σας διαβάσουμε, έπρεπε πρώτα να σας ανακαλύψουμε… Με κάνατε, κάθε φορά που κυκλοφορούσατε, να ψάχνω σε δυο, σε τρία, σε δεκατρία καφέ, μέχρι να βρω το εκάστοτε τεύχος της «εφ» (γινόμενος «ρόμπα» ταυτοχρόνως, αφού μπαινόβγαινα με ταχύτητα στα καφέ, μπροστά στα έκπληκτα μάτια θαμώνων και σερβιτόρων, χωρίς φανερό λόγο…). Φτάνοντας, λοιπόν, κάποια στιγμή στην Πειραιώς 260 για κάποια παράσταση, βλέπω από μακριά δυο νεαρούς να μοιράζουν περιοδικά. «Επιτέλους», σκέφτηκα, «ήρθατε στα συγκαλά

Μπείτε στο blog της “ΕΦ” www.efmag.blogspot.com Μπείτε στο blog της εφημερίδας μας. Γράψτε στο φόρουμ. Στείλτε επιστολή στη διεύθυνση: Ελληνικό Φεστιβάλ, Εφημερίδα εφ, Χατζηχρήστου 23, 11742 Αθήνα ή στην ηλεκτρονική διεύθυνση: free_press01@greekfestival.gr

«Στο “Εφ”, το εξαιρετικής ποιότητος free press του Ελληνικού Φεστιβάλ, δημοσιεύεται στη στήλη των επιστολών -λες και πρόκειται για τον οποιονδήποτε- επιστολή της Νάντιας Βαρέλα, χωρίς καν να έχει τοποθετηθεί εντός πλαισίου! Διερωτάται κανείς πώς γίνεται ένα περιοδικό αυτού του επιπέδου, που ξεχωρίζει για την ποιότητα των κειμένων του και τον επαγγελματισμό των συνεργατών του, να προσπερνά το γεγονός ότι η συγγραφέας της επιστολής είναι η μεγαλύτερη εν ζωή υψίφωνος που έχει γεννηθεί σε τούτη τη χώρα (για πολλούς η σημαντικότερη μετά τη Μαρία Κάλλας) και απλώς να αρκείται στην απλή δημοσίευση μιας επιστολής της, χωρίς ιδιαίτερη σήμανση, όταν για τα περισσότερα περιοδικά του κόσμου θα αρκούσαν πέντε λέξεις της Νάντιας Βαρέλα για να την κάνουν εξώφυλλο! Υποθέτω όμως ότι ο λόγος της παράλειψης ασφαλώς δεν είναι η άγνοια των συντελεστών του καλού περιοδικού, αλλά η περίφημη (για να μην πω: περιβόητη) σεμνότητα της μεγάλης μας υψιφώνου. Θα το ζήτησε η ίδια...». Θα ήθελα να πληροφορήσω την αγενέστατη συντάκτρια του σχολίου ότι γνωρίζω τα όριά μου. Κι ότι, παρά τη φήμη μου (για την εμβέλεια της οποίας συστηματικά παραπληροφορεί), ουδέποτε θα παρενέβαινα σε έντυπο, για να διεκδικήσω χώρο προσωπικής προβολής. Στη δουλειά μου όσες σέβονται το κοινό έτσι κάνουν. Στη δουλειά της συντάκτριας της εφημερίδας άραγε; Να υποθέσω ότι όλες οι καλλιτεχνικές συντάκτριες διαβάλλουν τα ταλέντα; Cosi fan tutte! Με οργή, Νάντια Βαρέλα, σοπράνο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΩΝ Το σκίτσο του Μίνου Αργυράκη από τη σειρά «Πινακοθήκη συγγραφέων» δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Διαβάζω», αριθ. 17, του Φεβρουαρίου 1979. Μας το έστειλε αναγνώστης μας, ως σχόλιο στα νουάρ αφηγήματα που δημοσιεύουμε.

σας και αποφασίσατε να οργανωθείτε λίγο και να προωθήσετε τη δουλειά σας!» Λίγα βήματα πιο κοντά με έκαναν να δαγκώσω τη γλώσσα μου (ήμουν έτοιμος να δώσω συγχαρητήρια για την οργάνωσή σας…). Ήταν το FAQ και όχι η «εφ» αυτό που μοίραζαν τα παιδιά έξω από το χώρο του Φεστιβάλ. Βαθιά απογοήτευση. Που έγινε θυμός, όταν, μετά την παράσταση, βιάστηκα να επισκεφτώ τις τουαλέτες, στο πίσω χώρο του κτιρίου. Εκεί έγινα έξαλλος! Χιλιάδες τεύχη της εφημερίδας σας, δεμένα και στοιβαγμένα σαν ψόφια κορμιά, κρυμμένα από όλους. Έχετε τρελαθεί; Από ποιο σύνδρομο πάσχετε; Γιώργος Παπαδόπουλος, ένας εξοργισμένος φαν Κύριε Παπαδόπουλε, Κατά το πρώτο σκέλος της διαμαρτυρίας σας μάλλον έχετε δίκιο. Η εφημερίδα μας διανέμεται σε πολλά σημεία της πρωτεύουσας, σε βιβλιοπωλεία και σε καφέ στο κέντρο (αλλά όχι μόνο στο κέντρο). Μερικές φορές, όντως, μπορεί να εξαντλείται – αλλά συνήθως επανατροφοδοτείται με αντίτυπα ο χώρος όπου έχουμε ζήτηση. Μάλλον, όμως, είναι σοβαρή παράλειψη το ότι δεν έχουμε πλήρη λίστα με τα σημεία διανομής μας, κάτι που οφείλουμε στους αναγνώστες μας από την επόμενη χρονιά. Κατά το δεύτερο σκέλος της διαμαρτυρίας σας, όμως, επιτρέψτε μας να σας παρατηρήσουμε ότι μας παρεξηγήσατε. Το έντυπα που είδατε αποθηκευμένα σε χώρο της Πειραιώς,

προορίζονταν για διανομή. Στην είσοδο προς το θέατρο στην Πειραιώς 260 διατίθενται πάντα τεύχη της «εφ». Δεν θα ήταν άκομψο να τα βάζουμε με το ζόρι στα χέρια των θεατών;

Cosi fan tutte! Κύριε Διευθυντά, Στην Πανδώρα του «Βήματος» (22/7) δημοσιεύθηκε ένα σχόλιο που με αφορά προσωπικά:

Νουάρ χωρίς αστυνομική πλοκή Αγαπητοί φίλοι, Αν εξαιρέσει κανείς το διήγημα του Γιώργου Μπράμου, δεν βρήκα ώς τώρα ενδιαφέρουσα τη φετινή θεματική του διηγήματος που φιλοξενείτε. Λείπουν οι αστυνομικές πλοκές, λείπει κι η κοινωνική διάσταση του αστυνομικού. Δείτε τι σημαίνει αστυνομικό μυθιστόρημα κατά τον Μίνω Αργυράκη στο σκίτσο που σας στέλνω. Διαβάστε και κανέναν Ελρόι. Και του χρόνου με ιστορικό αφήγημα. Δημήτρης Δρούλης, Αθήνα

ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ Δημήτρης Κουρτάκης, Καφενείο 29-31 Ιουλίου | Πειραιώς 260, Χώρος Η Cezaris Graužinis Περιμένοντας τον Γκοντό του Samuel Beckett 29-31 Ιουλίου | Πειραιώς 260, Χώρος Δ

Εθνικό Θέατρο ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ Τύραννος – Επί Κολωνώ 8-9 Αυγούστου | Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου

Συναυλία με τον Paolo Conte 31 Ιουλίου | Ωδείο Ηρώδου Αττικού

ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Πάτρας - Ανατόλι Βασίλιεφ Ευριπίδη, Μήδεια 15-16 Αυγούστου | Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου

Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος Ευριπίδη, Ορέστης 1-2 Αυγούστου | Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου

Θέατρο Δωματίου - Άντζελα Μπρούσκου Αισχύλου, Αγαμέμνων 22-23 Αυγούστου | Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου


περιεχόμενα

| ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

14 Διήγημα της Μαρίας Γαβαλά 16 Αγάλματα στην Αθήνα 20 Πάολο Κόντε 22 Λυδία Κονιόρδου 24 Σλ. Ουνκόφσκι 26 Ρούλα Πατεράκη 28 Καρυοφυλλιά Καραμπέτη 32 Αμαλία Μουτούση 36 Άντζελα Μπρούσκου 38 «Αγαμέμνων» 40 Απολογισμός 43 Μπαλα-λάικα 45 Άστρα

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ «ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑ» Περιμένουν τη σκηνοθέτρια Άντζελα Μπρούσκου. Καθιστός ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης. Πίσω του, από αριστερά, Μάξιμος Μουμούρης, Παρθενόπη Μπουζούρη, Μηνάς Χατζησάββας και Αμαλία Μουτούση.

OI ΧΟΡΗΓΟΙ ΤΟΥ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΜΕΓΑΛΟΙ ΧΟΡΗΓΟΙ

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ Χατζηχρήστου 23 & Μακρυγιάννη | 11742 | Αθήνα | Τ: 210.92.82.900

ΧΟΡΗΓΟΣ

ΧΟΡΗΓΟΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ

www.greekfestival.gr


editorial

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 |

ΗΘΟΠΟΙΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΙΠΛΟ «ΟΙΔΙΠΟΔΑ» ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ Συνεργάτες στο δύσκολο και επίπονο εγχείρημα της Ρούλας Πατεράκη. Από αριστερά: Μιχαήλ Μαρμαρινός, Λουκία Μιχαλοπούλου, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Δημήτρης Πιατάς, Μάνια Παπαδημητρίου, Νίκος Χατζόπουλος, Κοσμάς Φουντούκης.

Δεκάλογος Λίγο πριν τελειώσει ένα ακόμα Φεστιβάλ Αθηνών, και ενώ τα θεατρικά Επιδαύρια θα συνεχίζονται σχεδόν όλο τον Αύγουστο, εν είδει απολογισμού, μερικές μόνο επισημάνσεις, μερικά συμπεράσματα που συνάγονται από όσα είδαμε, διαβάσαμε, ζήσαμε (σε overdose, μάλιστα) το δίμηνο των εκδηλώσεων αλλά και της αρκετά μακράς προετοιμασίας τους. 1. Το Ελληνικό Φεστιβάλ δεν είναι απλώς ένας πυρήνας καλλιτεχνικών γεγονότων πρώτης γραμμής που πετυχαίνει χάρη στη βαθύτατη γνώση της «αγοράς της τέχνης» από τους συντελεστές του. Είναι, πρωτίστως, μια κοινότητα πολιτών, Ελλήνων πολιτών, που διψάνε να έρθουν σε επαφή με ό,τι γίνεται αλλού και έφτανε εδώ έως πρόσφατα περίπου ως απόηχος. Είναι μια όαση Ευρώπης σε μια έρημο άγονου, προκάτ ελληνοκεντρισμού που, αν δεν το έχετε πάρει χαμπάρι, τείνει να γίνει η κυρίαρχη ιδεολογία. Μακάρι και οι ελάχιστες άλλες τέτοιες οάσεις (όπως το Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας αλλά και το Φεστιβάλ Κόμικς της Βαβέλ, που κινδυνεύει λόγω οικονομικής δυσπραγίας) να συνεχίσουν, να ισχυροποιηθούν και να αβγατίσουν. 2. Έστω κι αν το πληρώνουν το κράτος ή οι χορηγοί, το Ελληνικό Φεστιβάλ γίνεται, σε μεγάλο βαθμό, από το υστέρημα των ανθρώπων του και των καλλιτεχνών που διαμορφώνουν το χαρακτήρα του. Ανθρώπων που αγωνιούν, ξενυχτούν, κουράζονται όχι για να κερδίσουν λεφτά ή για να διακριθούν αλλά επειδή το γουστάρουν. Το δημιουργικό πάθος σε μια κοινωνία που δοξάζει το στάτους δημοσίου υπαλλήλου του 1970 (βόλεμα, λούφα κι αρπαχτή, δηλαδή) είναι το πιο σημαντικό κίνητρο για την επιτυχία μιας δουλειάς. Εδώ, το κίνητρο αυτό υπάρχει. 3. Η εγχώρια δημιουργία δεν είναι αποκλεισμένη, δεν παρακολουθεί από μακριά. Οι άνθρωποί της είναι μέσα στο Φεστιβάλ. Σε διαρκή διάλογο όχι μόνο μεταξύ τους αλλά και με κορυφαίους ομοτέχνους τους. Με παραστάσεις, με εμφανίσεις, με δημιουργικές προτάσεις που δείχνουν ότι η ζωή βράζει κι ότι αρκεί να δοθούν τα δημιουργικά κίνητρα (και λίγα ψωρολεφτά, απαραίτητα για να μπορούν οι άνθρωποι να δουλεύουν) για να ανθήσει ό,τι ώς χτες μαράζωνε. 4. Ό,τι συγκινεί τόσους πολίτες μού κάνει εντύπωση ότι αφήνει αδιάφορους, στο σύνολό τους σχεδόν, τους πολιτικούς (με τιμητική εξαίρεση τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη, ο οποίος είναι από τους τακτικότερους θαμώνες σε επιλεγμένες παραστάσεις της Πειραιώς 260 και της Επιδαύρου). Πώς ζουν και, κυρίως, πώς κυβερνάνε οι πολιτικοί μας χωρίς αισθητική παιδεία, χωρίς τη χαρά από τη συμμετοχή σε ένα καλλιτεχνικό γεγονός - τους αρκεί, νομίζουν, η μέθεξη στην κουλτούρα της φτηνής τηλεόρασης, στη διαμόρφωση της οποίας μετέχουν και ενεργά; Ποια παιδεία και ποιον πολιτισμό επικαλούνται κάθε τόσο όταν αγνοούν σε ποιο μήκος κύματος κινούνται όσοι διαμορφώνουν την παιδεία και τον σύγχρονο πολιτισμό; Πώς μπορούν να ασκούν εξουσία οι πολιτικοί μας χωρίς να νοιάζονται πώς σκέπτονται οι μεγάλοι σύγχρονοι σκηνοθέτες τον Άμλετ, τον Κρέοντα, τον Οιδίποδα; 5. Οι καλλιτεχνικές προτάσεις του Φεστιβάλ δεν είναι προτάσεις επιβολής. Κανείς δεν θέλει να καταπιεί κανέναν, κανείς δεν θέλει να ποδηγετήσει πνευματικά, ιδεολογικά ή και πολιτιστικά οποιονδήποτε. Οι καλλιτεχνικές προτάσεις που φιλοξενούνται στο Φεστιβάλ είναι μηνύματα στο μπουκάλι. Τα διαβάζουν και τα ενστερνίζονται όσες και όσοι θέλουν.

Η εφημερίδα του Ελληνικού Φεστιβάλ Ειδική έκδοση για το πρόγραμμα του 2008 Νο 12 (7/2008) | 31/7/2008 ISSN: 1791-1729

Διευθυντής Σύνταξης: Ηλίας Κανέλλης Aρχισυντάκτρια: Κατερίνα Οικονομάκου Σύνταξη: Ευγενία Τζιρτζιλάκη, Έλια Αποστολοπούλου, Νατάσα Διαμαντοπούλου, Κατερίνα Κόμητα, Νίκη Ορφανού Φωτογράφοι: Βίκυ Γεωργοπούλου, Βασίλης Μαθιουδάκης Σχεδιασμός: Graphopress Eκτύπωση: ΙΡΙΣ Α.E.

6. Μεσαίου μπάτζετ, κι όμως το Ελληνικό Φεστιβάλ έφερε πλάι μας, οι πιο τυχεροί τους αγγίξαμε, μεγάλους σταρ της παγκόσμιας καλλιτεχνικής πράξης. Τους χρειαζόμαστε τους σταρ. Όχι για να έχουμε να επιδείξουμε γκλαμουριά. Τους χρειαζόμαστε γιατί είναι οι άνθρωποι που ξεχώρισαν διαχειριζόμενοι ιδέες, φόρμες, αισθήματα, αισθητικές. Η συναναστροφή μαζί τους, αλλά κυρίως με τα ξεχωριστά ιδιώματά τους, μας τονώνει την αυτοπεποίθηση. Μας δίνει ένα αίσθημα ασφάλειας. Και μας κάνει και λίγο περήφανους. Έχουμε σπουδαίους γνωστούς στο εξωτερικό που μας αγαπάνε και μας στηρίζουν. 7. Η επιτυχία του Φεστιβάλ είναι μοιραίο να γεννά ανταγωνισμούς και ζήλιες. Η ιστορία του Λυκαβηττού, που παρά λίγο να στερήσει από την πρωτεύουσα ένα ζωτικό χώρο διασκέδασης, ίσως να ήταν αποτέλεσμα μιας τέτοιας ανταγωνιστικής παρόρμησης. Ήταν περιττή σύγκρουση. Το Φεστιβάλ βάζει ένα μέτρο, δεν διεκδικεί το μονοπώλιο στην καλλιτεχνική έκφραση, στις πρωτοπορίες, στα ανήσυχα πνεύματα και στις ψαγμένες προτάσεις. Όλα τα λουλούδια μπορούν να ανθήσουν. 8. Εύκολη νίκη. Πέρυσι, με την αναγγελία της είδησης ότι στην Επίδαυρο θα παρουσιαστεί Μπέκετ κάποιοι ανατρίχιασαν. Θα παραδώσουμε το αρχαίο θέατρο στους ξένους. Φέτος το ξαναπαραδώσαμε δυο φορές, όχι μόνο στον λόγο του Μπέκετ όπως τον ξανααπέδωσε η Φιόνα Σο, αλλά και στον Γκλουκ και στην Πίνα Μπάους, που συγκίνησε με τη χορογραφία της «Ορφέας και Ευρυδίκη». Χάσαμε τα ιερά και τα όσια ή πήραμε ένα ακριβό μάθημα αισθητικής αγωγής; Και εντέλει, σε ποιον ανήκει το αρχαίο θέατρο, και όλες οι σκηνές και όλοι οι χώροι που φιλοξενούν θεάματα; Σε δήθεν φαντάσματα προγόνων ή στους σύγχρονους ανθρώπους που έχουν βαρεθεί να οδηγούνται από βλακώδεις, προκατασκευασμένες ιδέες στα εργαστήρια κάθε λογής λαϊκισμού; 9. Η σύγκρουση του Γερμανού σκηνοθέτη Ματίας Λάνγκχοφ με την αρχαιολογία ήταν μια σπουδαία αφορμή να ξανασυζητήσουμε δημόσια, όχι μόνο για τον δυσκίνητο δημόσιο τομέα, αλλά και για την ιστορική μνήμη. Οι αρχαιολόγοι, σε όλο τον κόσμο, έχουν ευθύνη να αναδεικνύουν και να προστατεύουν την πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας εντέλει. Αλλά η δουλειά δεν δίνει σε κανένα το δικαίωμα να διεκδικεί και να θέλει να επιβάλει τη μία και μοναδική αλήθεια. Απλούστατα: διότι μία και μοναδική αλήθεια διακινείται μόνο από τους μηχανισμούς προπαγάνδας σε αυταρχικά κράτη ή σε εξίσου αυταρχικά μορφώματα άσκησης εξουσίας. 10. Το Φεστιβάλ έχει πολλά ακόμα να κάνει – το βλέπω στο πείσμα και στο κέφι των ανθρώπων του. Έχει και προβλήματα. Εκκρεμεί, π.χ., μια υπόσχεση για την Πειραιώς 260, όπου στόχος είναι να εγκατασταθεί μονίμως η έδρα του και, ταυτόχρονα, να δημιουργηθεί ένας πυρήνας ζωής (με χώρο παραστάσεων που θα λειτουργεί όλο το χρόνο, καφέ, τα γραφεία του...). Θα ήταν παράλογο η επένδυση στην πιο κοσμοπολίτικη εκδοχή της κουλτούρας να μην ολοκληρωθεί. Θα ήταν παράλογο, δηλαδή, ένας τέτοιος πυρήνας δημιουργικότητας και ζωής να συνεχίσει ανέστιος και άστεγος. Ηλίας Κανέλλης

Ελληνικό Φεστιβάλ Α.Ε. Υπεύθυνος σύμφωνα με το νόμο: Γιώργος Λούκος Νομικός Σύμβουλος: Βάσω Τζιούμη

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚO ΣΥΜΒΟYΛΙΟ Πρόεδρος: Γιώργος Λούκος Αντιπρόεδρος: Άγγελος Δεληβορριάς Νομικός Σύμβουλος: Δημήτρης Πασσάς Μέλη: Vincent Baudriller, Nigel Redden, Alistar Spalding, Νίκη Τζούδα, Λουκάς Τσούκαλης


| ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

Η εποποιία του τίποτα Το πολωνικό αντεργκράουντ που έφτιαξε σχολή

Φωτογραφία: Eύη Φυλακτού

Από την Άννα Μαρτίνου

«ΟΤΑΝ ΞΥΠΝΑΣ ΕΙΣΑΙ ΕΝΟΧΟΣ» Ο Κρουμ/Γιάτσεκ Πονιέτζιαλεκ και η Τρούντα/ Μαγκνταλένα Τσιελάσκα, σε μια σκηνή από τον «Κρουμ» του Χανόχ Λεβίν, που σκηνοθέτησε ο Κριστόφ Βαρλικόφσκι.

μια στιγμή


μια στιγμή

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 |

Ο Κριστόφ Βαρλικόφσκι και οι εξαιρετικοί ηθοποιοί του έστησαν μια παράσταση που κινείται ανάμεσα στη φάρσα και την τραγωδία. Αλλά η λύτρωση, η κάθαρση, η κορύφωση δεν ήρθαν ποτέ. Όπως και στην πραγματικότητα ίσως; ταν κοιμάσαι είμαι αθώος, όταν ξυπνάς είμαι ένοχος», ουρλιάζει ο Κρουμ στη μάνα του συμπυκνώνοντας σε μια ατάκα όλη την κοινωνική-οικογενειακή παθογένεια η οποία διατρέχει το έργο που σκηνοθέτησε και παρουσίασε στο Φεστιβάλ Αθηνών, στην Πειραιώς 260 (16 έως 18 Ιουλίου) ο Πολωνός Κριστόφ Βαρλικόφσκι. Στο «Κρουμ», έργο του 1975, η αιρετική πρωτοπορία του Πολωνού σκηνοθέτη συναντά το κείμενο του Ισραηλινού Χανόχ Λεβίν, προσδίδοντας επική διάσταση στα μικρά, σάπια κι ασήμαντα ενός καθημερινού, καθηλωμένου σύμπαντος. Ο άσωτος υιός Κρουμ επιστρέφει από το εξωτερικό στη γενέτειρά του κοστουμαρισμένος, με καουμπόικο καπέλο και μια βαλίτσα άπλυτα, δηλώνοντας την αποτυχία του ευθαρσώς και εξαρχής, ισοπεδώνοντας μια κι έξω τις μητρικές ελπίδες για το λαμπρό μέλλον του μοναχογιού της. Δεν κατάφερε τίποτα, δεν ένιωσε τίποτα, δεν έφερε τίποτα - ούτε καν ένα σουβενίρ. Η μικρή επαρχιακή πόλη και οι παλιοί αγαπημένοι μοιάζουν, θα ‘λεγε κανείς, βγαλμένοι από κάποιο παρανοϊκό όνειρο, που βλέπει ο ήρωας στον ξύπνιο του, απ΄το τέλος προς την αρχή - βιώνοντας όλους τους φόβους και τις ανασφάλειές του. Τα πρώτα λόγια θα φανούν σε μια μεγάλη οθόνη που κρέμεται επί σκηνής: «Η μητέρα σου πέθανε πριν από δύο ώρες». Όμως η τραγικότητα της φράσης δεν θα αρθρωθεί ποτέ, καθώς το δράμα σαμποτάρεται συνεχώς από την κωμωδία. Δυο γάμοι και μία κηδεία. Κανένας θρήνος, καμία ουσιαστική χαρά. Μόνο μιζέρια. Εκείνο που κάνει το έργο απόλυτα επίκαιρο -αν όχι διαχρονικό, ζητούμε να μας επιτραπεί να προβλέψουμε: και κλασικό- είναι το ότι οι ήρωες είναι άνθρωποι καθημερινοί, αναγνωρίσιμοι έτσι όπως παρουσιάζουν όλα τα συμπτώματα της αρρώστιας που γεννιέται στον ασφυκτικό κλοιό που τους περιβάλλει. Είναι πλάι μας. Κινούνται όπου κινούμαστε κι εμείς, κινούνται όπως κινούμαστε κι εμείς. Είναι εμείς. Ο άλλοτε πολλά υποσχόμενος, αλλά σήμερα αποτυχημένος, Κρουμ θα λυσσά για μια αλλιώτικη ζωή, που ποτέ δεν θα του προσφερθεί. Είναι προορισμένος να μείνει για πάντα πλάι στην όμορφη, υστερική και επιπόλαιη Τρούντα. Εκείνη, μια γυναίκα που σχεδόν εχθρεύεται το ίδιο της το κορμί, μαλάζει το σώμα της μπας και του δώσει το ιδανικό σχήμα, όσο αλλάζει τους γαμπρούς ανάλογα με τις συγκυρίες. Η πρώτη της επιλογή θα είναι το απωθημένο της, ο Κρουμ - όπως θα έκανε κάθε γυναίκα με εμμονές. Η εναλλακτική λύση της είναι ο έξοχα σπασμωδικός Τακτίκ, που κουβαλάει όλο τον σύγχρονο αυτισμό, επιδεικνύοντας αηδιαστική υπακοή. ο δεύτερο ζευγάρι είναι ο αιώνια άρρωστος και προβληματικός Τουγκάτι, παιδικός φίλος του Κρουμ, και η άσχημη Ντούπα, ένα καταθλιπτικό πανκιό. Δυο άνθρωποι που, αν και αναζητούν την αγάπη, δεν κατορθώνουν, δεν τους είναι δυνατό να τη ζήσουν. Έχεις την αίσθηση πως έχουν μεταλλαχτεί από τη μιζέρια και τη θλίψη που τους περιβάλλει. Ο Τουγκάτι θα βρει -νομοτελειακά σχεδόν- το θάνατο, μια που η ύπαρξή του δεν θα έχει πια κανένα νόημα και η Ντούπα θα αναζητήσει τη χαρά στα ταμεία των σουπερμάρκετ, εκεί όπου μπαινοβγαίνουν αρκετοί χαρούμενοι άντρες για να κάνουν τα ψώνια τους. Πάνω στο ξύλινο παρκέ της σκηνής, βελουτέ έπιπλα με ροδάκια θα μετακινούνται και θα αλλάζουν διαρκώς το (εσκεμμένα ντεμοντέ) σκηνικό. Μια παλιοκαιρισμένη βαλκανική γκλαμουριά που θέλησε να γίνει «δυτική» και δεν τα κατάφερε ποτέ - έμεινε μόνο η μούχλα της να αντικατοπτρίζεται στους γύρω καθρέφτες. Εγκλωβισμένοι στην μικρή τους επαρχία, οι χαρακτήρες θα ζουν διαρκώς την προσωπική τους αποτυχία και τη σήψη της πόλης τους χωρίς καμία προοπτική διαφυγής. Κάθε προσπάθεια απεγκλωβισμού θα πέφτει στο κενό και κανένας συναισθηματισμός, καμία συγκίνηση δεν θα τους συγκλονίσει. Οι ήρωες του Κρουμ είναι ανίκανοι να κλάψουν. Οι ρόλοι, χειρουργικά δουλεμένοι από το σκηνοθέτη, καταφέρνουν το ακατόρθωτο: δίνουν υπόσταση στο τίποτα, παλεύουν με την ακινησία μιας κοινότοπης ζωής μέσα από τις εκφράσεις του προσώπου τους, τη στάση του σώματος και τις σιωπές τους. Με πολύ στυλ και ξεκάθαρη άποψη, ο Βαρλικόφσκι φτιάχνει μόνος του «σχολή». Αιρετική μεν, σχολή δε. Συγκροτεί μόνος του ένα είδος: σύγχρονο, δηκτικό και αγενές, που φέρει μέσα του το σκληροπυρηνικό στοιχείο της θεατρικής πολωνικής παράδοσης. Η ματιά του, όμως, είναι σταθερά «διεθνής», στραμμένη προς τα έξω, όπως και στο φινάλε της παράστασης: ο μυστηριώδης τύπος με το καπέλο και τα μαύρα γυαλιά που περιφέρεται σαν σιωπηλός παρατηρητής καθ΄όλη τη διάρκεια του έργου, στο τέλος θα σηκωθεί και θα πει: «Φεύγω». «Γιατί;» «Γιατί βαρέθηκα»!


| ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

Μια καινούρια γνωριμία Fusion κλασικής μουσικής και τζαζ Από τον Μιχάλη Σηφάκη

υό μέρες μετά την εμφάνιση του Φαζίλ Σάι στο αμφιθέατρο του Μουσείου Μπενάκη, έκανα μια βόλτα στα γνωστά δισκάδικα στο κέντρο της Αθήνας που ειδικεύονται στην κλασική μουσική ψάχνοντας -χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία- για ηχογραφήσεις του απρόσμενου αυτού επισκέπτη του Φεστιβάλ Αθηνών. Εντάξει, όσοι για οποιονδήποτε λόγο έχουν κατά καιρούς αναζητήσει στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη συγκεκριμένους δίσκους του κλασικού ρεπερτορίου που δεν συμβαίνει να είναι τα best-sellers της εποχής, θα θεωρήσουν αυτονόητο ότι φυσικά και δεν υπήρχε περίπτωση να βρεθεί εκείνη την Τετάρτη το πρωί δίσκος του Φαζίλ Σάι – η ποικιλία των ηχογραφήσεων είναι μεγάλη και το αγοραστικό κοινό μικρό, οπότε στα ράφια των καταστημάτων οι επιλογές είναι λίγες. Υπήρχε πάντως DVD, αν ενδιαφερόμουν, σε ένα κατάστημα. Τελικά βρήκα ένα τελευταίο κομμάτι, όχι από τα έργα του Μότσαρτ ή του Χάιντν που είχε παίξει ο Σάι στις δύο συναυλίες του στην Αθήνα, αλλά το περίφημο Κονσέρτο για πιάνο Νο 1 του Τσαϊκόφσκι με τη Φιλαρμονική της Αγίας Πετρούπολης υπό τον Γιούρι Τεμιρκάνοφ και τη Σονάτα για πιάνο του Λιστ σε σι μινόρε. Πολύ καλός δίσκος, τον ακούω τώρα που γράφω, αλλά όχι αυτό που έψαχνα. Είναι ένας κλασικός δίσκος κλασικής μουσικής. Υπέροχες συνθέσεις, εξαιρετικές ερμηνείες. Αυτό που έψαχνα όμως, ήταν αυτο που έζησε το κοινό το βράδυ της 30ής Ιουνίου στο Ηρώδειο και της 1ης Ιουλίου στο Μουσείο Μπενάκη. Κι αυτό ήταν μια «αιρετική» ερμηνεία, κάτι που μπορώ να ορίσω μόνο ως fusion κλασικής μουσικής και τζαζ, ένας ήχος που πιθανόν στα αυτιά μιάς «ορθόδοξης» άποψης για τα αριστουργήματα της κλασικής μουσικής να είναι σε λάθος δρόμο, αλλά για όσους, σαν τον ίδιο τον Φαζίλ Σάι, λατρεύουν την τζαζ όσο και την κλασική μουσική, να είναι μεγαλούργημα. Όταν μιλάμε για fusion και δεν αναφερόμαστε στην πυρηνική σύντηξη, συνήθως μιλάμε για μια απόπειρα να δέσουν μουσικά η ροκ μουσική με την τζαζ. Δεν ήταν λίγοι ούτε ασήμαντοι οι μουσικοί που το οραματίστηκαν: ο ίδιος ο Μάιλς Ντέιβις συμπεριλαμβάνεται αναμεσά τους. Οι καλές προσπάθειες σε αυτή την κατεύθυνση, όμως, έμειναν μεμονωμένες. Ροκ και τζαζ συνέχισαν τις πορείες τους χωρίς να σμίξουν ποτέ σε ένα νέο ρεύμα. Μπορεί να ακούμε, για παράδειγμα, στην προ ολίγων ετών συναυλία των Ρόλινγκ Στόουνς στην Αθήνα, στα ορχηστρικά μέρη κάποιων τραγουδιών, να αυτοσχεδιάζονται αρκετά λεπτά σχεδόν καθαρής τζαζ, ή νεότερα συγκροτήματα όπως οι Morcheeba να έχουν ενσωματωμένα στο ύφος τους στοιχεία τζαζ, αλλά το fusion δεν έγινε ποτέ. Και ξαφνικά έρχεται στην Αθήνα καλεσμένος του Φεστιβάλ Αθηνών ο Φαζίλ Σάι - και ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια πρόταση fusion κλασικής μουσικής και τζαζ. Φαζιλ Σάι είναι ένας νέος αστέρας του κλασικού πιάνου παγκοσμίως. Το ταλέντο του ήταν τόσο πλούσιο που τον ανακάλυψαν έφηβο στην Άγκυρα και τον έστειλαν στη Γερμανία για να τελειοποιήσει τις σπουδές του με πενταετή υποτροφία. Σολίστας παγκόσμιας κλάσης, το πρόγραμμά του για το 2008 περιλαμβάνει περισσότερες από 100 εμφανίσεις σε όλο τον κόσμο, κυρίως στη Δυτική Ευρώπη, αλλά και σε διάφορες άλλες χώρες, με προεξάρχουσα την Ιαπωνία. Κοντός, τόσο που ο μηχανισμός στο σκαμπό του πιάνου τεντώνεται σαν σκαλωσιά προς τα πάνω, με μακριά μαλλιά που πέφτουν κι από τις δυό μεριές και του σκεπάζουν το πρόσωπο, με ένα μικρό ελάττωμα στο άνω χείλος που κάνει την έκφρασή του καμιά φορά να μοιάζει δυσανάγνωστη, ο Φαζίλ Σάι ξεκινάει να παίζει. Παίζει και σε κάποιον μοιάζει να μιλάει – στις νότες, στο πιάνο, ποιος ξέρει. Το στόμα του κάτι λέει, το χέρι του αν δεν είναι στα πλήκτρα κάνει μια κίνηση περισσότερο επεξήγησης των λεγομένων του παρά σαν να διευθύνει μια αόρατη ορχήστρα. Και εκεί που παίζει πασίγνωστα έργα του κλασικού πιάνου, όπως τις παραλλαγές του Μότσαρτ στο «Ah, vous dirais-je, maman» (φεγγαράκι μου λαμπρό...), εισάγει έναν τζαζ αυτοσχεδιασμό. Έχει το χάρισμα να μπορεί να εντάσσει στη ροή ενός κομματιού της κλασικής μουσικής στοιχεία της τζαζ, ενώ και όταν στραφεί στην ίδια την τζαζ –η ερμηνεία του στο πολυαγαπημένο «Summertime» ήταν άπαιχτη– ο απόηχος του κλασικού πιάνου είναι παρών. Το πρώτο βράδυ στο Ηρώδειο, όπου ο Φαζίλ Σάι εμφανίστηκε μαζί με την ΚΟΘ, η προσέλευση του κοινού ήταν μέτρια. Μέσα σε λίγες ώρες, την επομένη το πρωί, τα εισιτήρια της δεύτερης συναυλίας εκείνο το βράδυ έγιναν ανάρπαστα, καθώς όσοι τον άκουσαν το πρώτο βράδυ μετέφεραν τις εντυπώσεις τους. Στο αμφιθέατρο του Μουσείου Μπενάκη το κοινό χειροκροτούσε ενθουσιασμένο ακόμα και κάποιες απόπειρες να δέσει το κλασικό πιάνο με καθαρά έθνικ μουσική, άλλες πετυχημένες και άλλες όχι. Σε κάθε περίπτωση, το Φεστιβάλ Αθηνών μπορεί να υπερηφανεύεται ότι σύστησε στο αθηναϊκό κοινό έναν σπουδαίο μουσικό.

ακόμα μια στιγμή


ακόμα μια στιγμή

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 |

ΜΙΑ ΒΑΘΙΑ ΥΠΟΚΛΙΣΗ Ο Φαζίλ Σάι μετά τη λήξη του ρεσιτάλ. Το κοινό τον χειροκρότησε με ενθουσιασμό, εκτιμώντας τη δεξιοτεχνία του, τη βαθιά κλασική κατάρτισή του και την αυτοσχεδιαστική δεινότητά του. Είναι ένα πρόσωπο για το οποίο θα συζητούμε στο μέλλον.

Φωτογραφία: Χάρης Μπίλιος

Ο Φαζίλ Σάι ξεκινάει να παίζει. Παίζει και σε κάποιον μοιάζει να μιλάει - στις νότες, στο πιάνο, ποιος ξέρει. Το στόμα του κάτι λέει, το χέρι του αν δεν είναι στα πλήκτρα κάνει μια κίνηση περισσότερο επεξήγησης των λεγομένων του παρά σαν να διευθύνει μια αόρατη ορχήστρα. Κι εκεί που παίζει πασίγνωστα έργα του κλασικού πιάνου, εισάγει έναν τζαζ αυτοσχεδιασμό.


επιφυλλίδες

10 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

Το παιχνίδι της σαγήνης της κυρίας Σαρκοζί

Κάρλα, Καρλίτα, αχ... Από τον Ριχάρδο Σωμερίτη

Πειράζει; Δεν έχω καμιά ιδιαίτερη συμπάθεια για τον Νικολά αλλά συμπαθώ την Κάρλα. Κι ας μην τη συμπαθεί η γυναίκα μου. Με επιχειρήματα: το παίζει πονηρή παιδούλα, σε κοιτάζει πίσω από τα μαλλάκια της με τα αγαθά, χαμογελαστά ματάκια της, ενώ, πώς να το κάνουμε, στο σκάκι της σαγήνης με τρεις κινήσεις σε βγάζει ματ... Επιπλέον, δηλώνει γενικώς προοδευτική. Στη Γαλλία λένε: «αριστερή». Έχει υπογράψει διαμαρτυρίες και εκκλήσεις, στήριξε (στην πολύ πρόσφατη προ Νικολά εποχή της) τους άμοιρους λαθρομετανάστες που η Δεξιά του Κυρίου της καταδιώκει χωρίς έλεος . Γράφει στιχάκια, μελοποιεί μερικά (με την κιθάρα της) ο πρώτος δίσκος της χάλασε κόσμο, ο δεύτερος, πριν από λίγες ημέρες, δεν πάει άσχημα κι ας μην έχει τη χάρη του πρώτου. Πάντως, ακούγοντάς τον ακούς την ίδια φωνούλα, την αναιμική αλλά ζεστούλα φωνούλα της Καρλίτα, και στήνεις αφτί ελπίζοντας να πιάσεις γλυκόλογα. Αχ! Αν ο Νικολά παρακολουθούσε τους «ΒατραΧ(ίτες)}, που μόνο ο μακαρίτης Γρίβας τους έλειπε για να δέσει το θέαμα, θα του άρεσαν. Αν το μάθαινε η Κάρλα, θα τον μάλωνε. Ο Νικολά ανήκει στον πολιτισμό του Λιγνάδη. Η Κάρλα, στον πολιτισμό της Πίνα Μπάους. Προσπαθεί η καψερή να βελτιώσει τα πολι-

τιστικά του. Δύσκολο. Όσο δύσκολο είναι και να τον ηρεμήσει. Πολιτικά. Δύο Γάλλοι στους τρεις κατακρίνουν γενικώς τον Νικολά που ψήφισαν κάπως απερίσκεπτα, αλλά ένας στους δύο συμπαθεί την Κάρλα. Το παράδοξο είναι ότι τον ψήφισαν για να μην ψηφίσουν γυναίκα, την όμορφη αλλά σκληρή Σεγκολέν – έ, όχι και γυναίκα πρόεδρος. Και ότι τώρα ελπίζουν ότι μια άλλη γυναίκα, η Κάρλα, θα τον σουλουπώσει και θα τον βελτιώσει. Η Κάρλα ήταν Ιταλίδα και ζάπλουτη. Τώρα, είναι (και) Γαλλίδα και πάντα ζάπλουτη. Κανένας δεν φοβήθηκε το επικίνδυνο προηγούμενο. Ξέρετε: της Αικατερίνης των Μεδίκων. Μπρρ... Διάβασα πρόσφατα σε μια συνέντευξή της ότι δεν θα έλεγε όχι για ένα ακόμη παιδάκι. Το πρώτο της είναι γιος ενός γνωστού φιλό-

ΟΛΟΙ ΣΥΜΠΑΘΟΥΝ ΤΗΝ ΚΑΡΛΑ Η κυρία Πρόέδρου, τον προηγούμενο Ιανουάριο στην Κορσική. Η ωραία, γλυκιά τραγουδίστρια από την Ιταλία που «το παίζει πονηρή παιδούλα» ανήκει «στον πολιτισμό της Πίνα Μπάους». Υπό την εξής έννοια: «Προσπαθεί η καψερή να βελτιώσει τα πολιτιστικά του συζύγου της, Νικολά Σαρκοζί. Δύσκολο. Όσο δύσκολο είναι και να τον ηρεμήσει. Πολιτικά».

Τόσοι και τόσοι τραγουδιστάδες πέρασαν από το Ηρώδειο, πρόσφατα και παλαιότερα. Γιατί όχι και η Κάρλα, με καλά ηχεία;

σοφου και δημοσιογράφου. Που διαδέχτηκε στην κλίνη της τον πατέρα του, επίσης φιλόσοφο, για να τον διαδεχτεί ο Νικολά. Είχε δηλώσει επίσης ότι, όταν δένεται με έναν άντρα, του είναι πιστή. Για κάποιες εβδομάδες. Πάντως, οι δημοσιογράφοι γενικώς τη λατρεύουν. Έχουν ήδη εξαντλήσει όλα τα αποθέματα υπερθετικών που υπήρχαν στα αρχεία τους. Έτσι, βρίσκουν νέα. Πρόσφατα, ως και η προοδευτική «Liberation» της αφιέρωσε ένα μάτσο σελίδες μετά φωτογραφιών. Τόλμημα; Σε σχέση με πολλούς αναγνώστες της, ναι. Που αντέδρασαν. Όχι και τόσο ευγενικά. Κι αν την καλούσαμε στο Ηρώδειο; Τόσοι και τόσοι τραγουδιστάδες πέρασαν από εκεί, πρόσφατα και παλαιότερα. Γιατί όχι και η Κάρλα, με καλά ηχεία; Αλλά σκέφτομαι ότι το Ηρώδειο είναι για τους αποχαιρετισμούς. Η Καρλίτα είναι μόλις σαράντα λουλουδένιων και χιλιοπροσεγμένων ετών και δεν φαίνεται να ασχολείται με τα συντάξιμά της. Με άλλα ασχολείται. Καλά κάνει. Κι ας λέει η γυναίκα μου ό,τι θέλει. Επιτρέπεται να διαφωνήσουμε για μια φορά. Έτσι δεν είναι; __________________ Ο Ριχάρδος Σωμερίτης είναι αρθρογράφος στην εφημερίδα «Το Βήμα»

Θα «μας τα πάρει» η ξανθή αγαπημένη Παναγιά;

Μαντόνα, η Κερδοσκόπος! Από τον Δημήτρη Δουλγερίδη

Και ξαφνικά εν μέσω θέρους κραυγή μεγάλη ακούστηκε από τον Πειραιά μέχρι τα βόρεια προάστια. Ερχόταν η Μαντόνα να μας τα πάρει χοντρά. Οι πρώτες μπαλωθιές έπεσαν με το που ανακοινώθηκε η συναυλία. «Φροντίζει από τώρα για τη σύνταξή της». «Τα εισιτήρια είναι τα ακριβότερα στην Ευρώπη, όταν ο μέσος μισθός δεν ξεπερνάει τα 800 ευρώ». Να με συμπαθάτε, αλλά δεν πάει έτσι. Αν ήταν κάθε φορά που ξεσπιτώνεται να κάνει έρευνα αγοράς, θα είχε καβαντζώσει από καιρό δύο ηχεία μεταξύ Σόχο του Λονδίνου και Γουόλ Στρητ. Το ίδιο θα έπρεπε να κάνουν και οι Ρόλινγκ Στόουνς, εξίσου «τσουχτεροί» στα μέρη μας προ τριετίας. Ήταν η τελευταία φορά που ο «λαϊκισμός του εισιτηρίου» πήγε να ορθώσει κεφάλι. Αλλά εκείνοι ήταν τέσσερις. Και πώς να τα βάλεις με την υπεραξία του θρύλου, που θα ‘λεγε κι ένας παλαιομαρξιστής φίλος μου; Ενώ η Μαντόνα είναι ευδιάκριτος στόχος για όσους μετρούν την τέχνη με το κουταλάκι του καφέ. Απ’ άκρου εις άκρον της τηλεοπτικής και έντυπης επικράτειας η συμπόνοια για τους ταλαίπωρους Έλληνες φορολογούμενους βρήκε καινούρια ρετάλια να φορέσει. Παρουσιάστηκαν περίπου σαν ανθρωπάκια

σε καρτούν, πιασμένα στις μυλόπετρες του παγκόσμιου μάρκετινγκ. Με πρόζα μίζερη οι οpinion cheer-leaders περιέγραφαν –επιτέλους!- μία εικόνα αντίστοιχη με τους Γιαπωνέζους έξω από τα καταστήματα του iPhone. Tο αυτομαστίγωμα των φτωχών στις ουρές της Πανεπιστημίου ήταν ένα «έκτακτο γεγονός», όπως και να το κάνεις. Αυτό ήταν και το μεγάλο ατόπημα της ξανθής αγαπημένης Παναγιάς. Μας έρχεται στης ακρίβειας τον καιρό, όταν οι νέοι υπερήρωες του αριστερισμού είναι οι «Ρομπέν των σούπερ μάρκετ». Είναι και ακριβή η βενζίνη που θα κάψουμε για να φτάσουμε στο ΟΑΚΑ, οπότε με κάποιον τρόπο έπρεπε να της ρίξουμε στ’ αυτιά. Το ευγενές σπορ ανέλαβε η τηλεοπτική ζώνη του λυκόφωτος, η οποία εμφάνισε την πριμαντόνα περίπου σαν μια global Έφη Θώδη με ιδιοτροπίες να τα παίρνει απ’ όπου περνάει. Κι έτσι από καραμπινάτη περίπτωση vanity fair η Μαντόνα κατέληξε πρωταγωνίστρια σε μπανιστηρτζίδικο πανηγυράκι της ματαιοδοξίας. Ω, οι ευτυχισμένες ημέρες της τηλεοπτικής μας επαρχίας… Το μιντιακό θαύμα κράτησε τρία μερόνυχτα, όσα χρειάστηκαν για να μείνουν εισιτήρια μόνο στη μαύρη αγορά. Μετά καταλήξαμε

ΓΕΝΝΗΘΗΚΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΕΙΣ Η Μαντόνα δεν είναι πια αυτό που δείχνει η φωτογραφία. Έχει μεγαλώσει, έχει σοβαρέψει και έχει συμφιλιωθεί με το ρόλο της μεγάλης κυρίας των σόου μπίζνες. Σόου και μπίζνες συνεχίζουν να είναι ακόμα οι δουλειές της, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έρχεται στην Ελλάδα για να κερδοσκοπήσει, όπως ενδεχομένως κάνουν οι γαλακτοβιομηχανίες που συστήνουν καρτέλ. Αφήστε που, στο κάτω κάτω, η κυρία είναι μονοπώλιο.

όλοι στα πάγια: το καλό προϊόν δεν γνωρίζει ανταγωνισμό και τα ρέστα. Προλάβαμε, όμως, τη σύγκριση με τις τιμές των ευρωπαϊκών εισιτηρίων. Πέντε πάνω, πέντε κάτω, τη χρειαζόμασταν αυτή την ανανέωση στα crash test των αγαθών, επειδή πάει καιρός που μετρούσαμε το έχειν μας με εσπρέσο. Ως γνωστόν, μια τυπική ελληνική οικογένεια έχει θάψει το Hemo στην αυλή και ανατρέφει τα παιδιά της με καφέ. Εντωμεταξύ το καλοκαίρι περνούσε και κουβέντα δεν ακούσαμε για το αλμυρούτσικο πασαπόρτι του Synch Festival, το οποίο στο κάτω κάτω απευθύνεται στην περίφημη γενιά των 700 ευρώ. Ούτε για τα 80άρια και 100άρια στις συναυλίες του Ηρωδείου. Απέναντι σ’ αυτό το πατρονάρισμα των πολιτιστικών συγκινήσεων τι να ψελλίσεις; Αρκεί άραγε το περί ορέξεως Φίλιππος Πλιάτσικας; ΥΓ. Ο Αλέξης Τσίπρας δεν πήρε θέση για τον ερχομό της Μαντόνας. Να υποθέσουμε ότι μετά το αλήστου μνήμης Eurovisi-OFF φυσάει και το γιαούρτι; __________________ Ο Δημήτρης Δουλγερίδης είναι αρχισυντάκτης του περιοδικού «Ταχυδρόμος»



βόλτες

12 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

ΕΔΩ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΖΩΝΑΡΑ... ...αλλά συνεχίζει να είναι το Ζόναρς. Το ότι συγκεντρώνει πολύ κόσμο, πολλών ειδικών επιμέρους ταυτοτήτων, πάντως, δεν οφείλεται μόνο στο μύθο του παλαιού παραδοσιακού καφενείου που ήταν στέκι σπουδαίων καλλιτεχνών.

Ζόναρς: η ανακαίνιση της μνήμης Από την Κατερίνα Οικονομάκου

Ένα μικρό ετερόκλητο πλήθος συνωστίζεται κάθε μέρα πίσω από τις βιτρίνες του καφενείου του Ζωναρά, του Ζόναρς (συγνώμη, του Café d’Athenes). Στη δημοκρατία αυτού του εμβληματικού καφέ της Αθήνας που ξανάνοιξε τις πόρτες του λίγο πριν τις γιορτές, χωράνε όλοι όσοι διάλεξαν αυτήν την πόλη για να ζουν. Οποιαδήποτε ώρα της ημέρας κι αν περάσεις θα δεις ζευγάρια ηλικιωμένων να πίνουν τον καφέ τους πλάι σε παρέες τουριστών, κορίτσια με σακούλες από το Attica και τον Ελευθερουδάκη, κόσμο από τα γύρω γραφεία που κάνει διάλειμμα για ένα γρήγορο καφέ. Εκτός από την προνομιακή θέα στο ποτάμι της Πανεπιστημίου, το Ζόναρς θα μπορούσε να προσφέρει στους άνδρες και τις γυναίκες που συρρέουν εκεί (και) έναν τρόπο να συνδεθούν με το παρελθόν της πόλης – έστω με μια φέτα του, αφού αυτό υπήρξε το στέκι του πνευματικού και καλλιτεχνικού κόσμου. Το διάσημο καφενείο της Αθήνας, στη νέα του ενσάρκωση δίνει, όμως, την αίσθηση της αστικής συνέχειας; Το επιδίωξε; Κι αν η σύνθεση του κόσμου δεν είναι η ίδια, έχει καμία σημασία; Θα ήταν και γραφικό να περιμένουμε να στρωθούν στη βιτρίνα οι

επίγονοι του Χατζιδάκι και του Ελύτη. Εκείνο που φωτίζει η σταθερή δημοφιλία του ξαναγεννημένου Ζόναρς είναι μια πόλη που, έστω κι ασυνείδητα, αναζητά τα τοπόσημά της. Τα παλιά και τα νέα, όσα θα επιλέξει, ή η τύχη θα το φέρει, να επενδύσει με τη συλλογική αστική μνήμη, να ταυτίσει με πρόσωπα και στιγμές της ιστορίας της όπως γράφεται μέρα με την ημέρα. Για να επιστρέφει σε αυτά, αξιοποιώντας τα σαν σημεία αναφοράς μέσα σε ένα σκηνικό που εξελίσσεται διαρκώς. Μια μητρόπολη έχει αυτό το καλό, μέσα από αυτό που έγινε, μπορείς να θυμάσαι με νοσταλγία αυτό που ήταν, έγραφε ο Ίταλο Καλβίνο. Η Αθήνα διασώζει λίγους χώρους που δικαιώνουν τον τίτλο της μητρόπολης του 21ου αιώνα. Το Πατάρι του Λουμίδη, ο Ορφανίδης και ο Απότσος έχουν προ πολλού σβηστεί από το σώμα της πόλης, για να περάσουν αποκλειστικά σε εκείνο της ελληνικής πεζογραφίας. Και το GB Corner ατύχησε στην ανακαίνισή του, που του αποστέρησε κάθε ίχνος αστικής γοητείας –το ίδιο ισχύει και για τη νέα ενσάρκωση του Ζόναρς, η διακόσμηση του οποίου δεν διατηρεί τα παλιά αρ ντεκό στοιχεία. Έχει μια μιζέρια να γκρινιάζεις για τα στέκια

που χάθηκαν. Όμως η γκρίνια δεν οφείλεται στο ότι η Αθήνα αλλάζει – ίσα ίσα. Με μία ένσταση: η κουλτούρα του διαρκώς νέου που βλέπει ανταγωνιστικά, αν όχι με συμπλεγματική εχθρότητα, οτιδήποτε δεν είναι φρέσκο, σύγχρονο και γυαλιστερό λειτουργεί κάποτε σαν οδοστρωτήρας που αφανίζει κι όσα θα άξιζε να κρατήσουμε. (Το νέο δεν είναι πάντοτε καλόγουστο. Αρκεί να αναλογιστούμε τι ήταν νέο τη δεκαετία του 1980. Αυτό το δίδαγμα της πιο κακόγουστης δεκαετίας θα άξιζε να το κρατάμε σαν οδηγό, έστω και μόνο για να διατηρούμε τον πήχυ σε ένα αξιοπρεπές ύψος). Η πόλη είναι παλίμψηστο, φτιαγμένη από στρώματα μνήμης που συγκροτούν τελικά την ταυτότητά της. Αν έχει παρόν και μέλλον, έχει και παρελθόν. Δεν είπαμε να το κρατήσουμε δα κι ατόφιο σε μια πόληρεστροσπεκτίβα. Προϋποθέτει, όμως, ο εκσυγχρονισμός να ξεφορτωνόμαστε και όλη την «παλιατζούρα»; Μήπως είναι απόλυτα φυσικό να εξαφανίζονται οι εμβληματικοί, άλλοτε, χώροι της πόλης; Για κάποιους, η εξήγηση είναι απλή: έκλεισε ο κύκλος ζωής τους, η Αθήνα δεν τους έχει πια ανάγκη – αν τους είχε, με έναν

τρόπο θα είχαν διασωθεί. Με ποιον τρόπο; Δεν είναι μεταφυσικό το ζήτημα. Αν δεν βρισκόταν ένας επιχειρηματίας που πολύ σωστά κατάλαβε πως οι μνήμες που φέρει ο χώρος του Ζόναρς είναι χρυσωρυχείο, σήμερα δεν θα γινόταν λαϊκό προσκύνημα στη γωνία της Πανεπιστημίου με τη Βουκουρεστίου – κι όμως, η ανακαίνιση που επέλεξε να κάνει, ακύρωσε τις ίδιες τις μνήμες στις οποίες επένδυσε. Όπως συνέβη και με το GB Corner, που πριν το αδιάφορο φρεσκάρισμά του παρέμενε ένας από τους πιο σταθερά αγαπημένους προορισμούς των Αθηναίων. Εκτός των άλλων, τα θρυλικά στέκια που στη συνείδησή μας είναι ταυτισμένα με σημαντικές προσωπικότητες και γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας έχουν κι έναν ρόλο διόλου ασήμαντο: με έναν τρόπο κρατούν αρραγές το νήμα που συνδέει ενωμένες μεταξύ τους τις γενιές που διαδέχονται η μία την άλλη στον ίδιο τόπο. Με άλλα λόγια; Μπορεί να ξέρεις πολύ καλά πως ουδεμία σχέση έχεις με τον Χατζιδάκι, η αίσθηση όμως πως έπινε τον καφέ του στη γωνία που κάθεσαι τώρα και πίνεις τον δικό σου, είναι ένα πολύ γλυκό και τελικά υγιέστατο (συνήθως) παραμύθιασμα.

Φωτογραφία: Βασίλης Μαθιουδάκης

Αν δεν βρισκόταν ένας επιχειρηματίας που πολύ σωστά κατάλαβε πως οι μνήμες που φέρει ο χώρος του Ζόναρς είναι χρυσωρυχείο, σήμερα δεν θα γινόταν λαϊκό προσκύνημα στη γωνία της Πανεπιστημίου με τη Βουκουρεστίου – κι όμως, η ανακαίνιση που επέλεξε να κάνει, ακύρωσε τις ίδιες τις μνήμες στις οποίες επένδυσε.



noir ιστορίες

14 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

Λογοτέχνες γράφουν noir διήγημα στην «εφ». Σήμερα η Μαρία Γαβαλά

Κορίτσι με σκύλο μητέρα της, μπροστά στον καθρέφτη, στολιζόταν. Αστραφτερό κολάν, αστραφτερότερη πουκαμίσα, μακιγιάζ ματιών, καφεκόκκινο κραγιόν στα χείλια, άρωμα – τα γνωστά. Στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας και την κοίταζε. «Λες και θα βγει στο θέατρο! Το παίζει νεαρά και μοιραία». Ο πατέρας της, απ’ την άλλη, παρομοίως. Πιο σεμνά βέβαια αυτός. Άσπρο σακάκι, γαλάζιο πουκάμισο, καθόλου γραβάτα, ένα συννεφάκι κολόνια. Ούτε γαμπρός... «Κούνια που σε κούναγε, κακομοίρη μου! Μεσάνυχτα έχεις. Σε απατά κάτω από τη μύτη σου κι εσύ κουστουμαρισμένος…» Φυσικά και τον απατούσε. Η μάνα της απατούσε τον πατέρα της με έναν νεότερο άντρα, ο ενδιαφερόμενος πέρα βρέχει, αυτή το είχε ψυλλιαστεί, της έλειπαν όμως οι αποδείξεις. Η μητέρα της είπε: «Εμείς πηγαίνουμε στο Ηρώδειο. Στο αφιέρωμα για τον Μoρίς Μπεζάρ. Κρίμα που δεν έρχεσαι κι εσύ. Το θέαμα είναι κατάλληλο και για παιδιά». Να βγαίνεις με τους γονείς σου για να πας στο θέατρο, σε κάτι αρχαία ρημαδιά σημειωτέον, δεν είναι διασκέδαση αλλά ο δρόμος του Ιησού Χριστού φορτωμένου με σταυρό μεγατόνων. Και της έσπαγε τα νεύρα που την έλεγε «παιδί», ήταν δεκατριών, με μυαλό ξυράφι, κι απόλυτα πεπεισμένη πως η λεγάμενη είχε εραστή. Πάει, τελείωσε. Από αποδείξεις όμως, για να τις προσκομίσει στο δικαστήριο, μηδέν. Κι επειδή δεν είχε αποδείξεις, κατέφευγε στο σερί νουάρ… Η σαχλή, λοιπόν, είχε πιάσει εραστή έναν τύπο από την απέναντι πολυκατοικία. Τα Σόδομα και τα Γόμορρα. Με τα πολλά, ο ενδιαφερόμενος το μυριζόταν, στην αρχή αρνιόταν να πιστέψει στα ίδια του τα μάτια, όμως η εικόνα προσφερόταν πιάτο μπροστά του, αυτό που ονομάζεται «επ’ αυτοφώρω». Του ’ρχεται ταμπλάς στο κεφάλι. Η μάνα του παιδιού του να κάνει τέτοιο πράμα; Να ξεπουλήσει τόσο φτηνά το στεφάνι της; Ξερός ο άνθρωπος. Βαρύτατο εγκεφαλικό. Νοσοκομείο, εντατική, μετά στο σπίτι τετραπληγικός, γεμάτος σωληνάκια, οξυγόνο, ορούς και μια Ουκρανή αποκλειστική για τις σιχαμερές δουλειές. Αλλά η Ουκρανή, όπως όλοι οι εργαζόμενοι, θέλει την άδειά της. Βρίσκει τότε ευκαιρία η σαχλότατη, ποτέ δεν θα την ξαναπεί «μαμά», μπαίνει σαν γάτα στο δωμάτιο με τη σύριγγα στο χέρι, το δηλητήριο χρώματος μωβ, σαν αστραπή σηκώνει το φονικό όπλο και μπήγει τη βελόνα στη φιάλη με τον ορό. Τετέλεσται…Αυτή, όμως, τα βλέπει όλα από

τη μυστική τρύπα του τοίχου. Κι εδώ εμφανίζεται η ντετέκτιβ Ούτι Χέβιγκαν που έρχεται να αναλάβει την εξιχνίαση του εγκλήματος, και η οποία σε ποιον απευθύνεται και τον κάνει «δεξί της χέρι»; Σε ποιον; «Δεν θα αργήσουμε», λέει η σαχλή. «Να ζεστάνεις τα μακαρόνια πριν τα φας. Μην κάτσεις με τις ώρες στον υπολογιστή ούτε να ξεραθείς μπροστά στο χαζοκούτι. Και να κλείσεις καλά τις μπαλκονόπορτες. Από κει μπαίνουν οι διαρρήκτες». Τη στιγμή που πάνε να βγουν, της έρχεται να μπήξει τις φωνές. «Σε απατάααααα!». Αλλά δεν το κάνει. Έφυγαν. Ένα από τα κακά τους είναι πως είναι κουλτουριάρηδες. Σβάρνα τα παίρνουν όλα… Ηρώδειο, εργοστάσια, μικρή και μεγάλη Επίδαυρο, αγιασμό κάθε καλοκαίρι, φανατικοί του είδους! Και κάποτε που πήγε να διαμαρτυρηθεί για «εγκατάλειψη ανηλίκου», η σαχλή είπε: «Ολημέρα σε φροντίζω, τα βράδια έχω ανάγκη ψυχαγωγίας. Παλιά πηγαίναμε στη Νέα Υόρκη για να δούμε τέτοια ωραία θεάματα, τώρα έρχονται αυτά στο σπίτι μας». «Αυτό, δεν ονομάζεται ολημέρα σε φροντίζω, ονομάζεται ολημέρα σε παρενοχλώ», απάντησε εκείνη. «Άμα σου αστράψω μία, εγώ θα φταίω;» είπε η σαχλότατη. Αλλά τι περιμένεις από μια ακατονόμαστη που απατά τον πατέρα του παιδιού της; Πέταξε το σορτσάκι και φόρεσε στα γρήγορα μια μίνι φουστίτσα με βολάν. Από πάνω το φανελάκι με τις τιράντες. Και στα πόδια τις σαγιονάρες. Αποφάσισε στα γρήγορα. Θα πεταγόταν μέχρι το βιντεοκλάμπ να ψάξει για την «Γκουφοταινία». Η ταινία της ζωής της. Πενήντα φορές την είχε δει. Στο τέλος, η σαχλή την εξαφάνισε. Υπάρχουν, όμως, και τα βιντεοκλάμπ. Βγαίνοντας από την πολυκατοικία, της ήρθε κάτι σαν ξαφνική στενοχώρια. Ήταν δεκατριών κι έβλεπε ταινίες για μωρά. Πενήντα φορές την καθεμία. Κάποτε, έπρεπε να σοβαρευτεί. Μια βαριά, ανεξήγητη μελαγχολία, σε όλο της το στήθος, το σώμα. Την έδιωξε γρήγορα και τάχυνε το βήμα. Τώρα, από πού να κόψει δρόμο; Από την Αρτεμισίου ή από το παρκάκι; Η σαχλότατη έλεγε: «Ποτέ από το αλσάκι, όταν πέφτει σκοτάδι. Δεν ξέρεις τι σου λαχαίνει». Αν της έλεγε, «πήγαινε από το αλσάκι», δεν θα πήγαινε ποτέ. Αλλά επειδή της έλεγε «πάντα από την Αρτεμισίου που έχει φώτα» για τούτο κι αυτή πήγαινε πάντα από το παρκάκι. Ποτέ από την Αρτεμισίου. Ο πατέρας της ήταν πιο λογικός. «Ένα αλσύλλιο στο Άνω Χαλάνδρι είναι, δεν

είναι το δάσος του Σέιχ-Σου. Μην υπερβάλλουμε κιόλας». Με το που μπήκε στο παρκάκι την ξανάπιασε αυτό το πλάκωμα στο στήθος, αυτή η μοναξιά. Φταίγανε οι μπούλες στους φανοστάτες, μισοσπασμένες, μάζευαν κίτρινο φως και το άφηναν να στάζει στο χώμα, οι μαδημένοι θάμνοι, το ξηλωμένο γήπεδο του μπάσκετ, τα συσσωρευμένα σκουπίδια. Κι από πάνω ο συννεφιασμένος ουρανός, με μια φετίτσα φεγγάρι, σαν λυγισμένο σύρμα. Αποφάσισε: «Φου-λά-ρα και σω-θή-καμε!». Μετά έβαλε τα γέλια. Νιάνιαρο ήταν ακόμα. Έπρεπε να σοβαρευτεί. Άρχισε να βαδίζει σαν κανονικός άνθρωπος. Όχι σαν μπέμπα. Τους είδε μπροστά της σαν φάντηδες μπαστούνια. Την είχαν στημένη πίσω από τη λυγισμένη μπασκέτα, εκεί που ο περιπτεράς στοίβαζε τα άδεια χαρτόκουτα των παγωτών. «Μάλιστα!» είπε. «Καλώς τα ξεφτέρια!» Τους ήξερε από παλιά. Αχώριστο δίδυμο. Καμιά δεκαπενταριά ο χοντρός, ο βλάκας, λίγο μεγαλύτερος ο άλλος που έσερνε το αριστερό του πόδι κι έπιανε συνέχεια τον καβάλο του. Συνήθως την έβγαζαν έξω από το Λύκειο ή από το φροντιστήριο των αγγλικών. Δεν πήγαιναν ούτε σχολείο ούτε αγγλικά. Ο σακάτης χάζευε τα κορίτσια, έπιανε τον καβάλο του κι έλεγε διάφορα αισχρά. Ο ηλίθιος γελούσε ηλίθια και ακολουθούσε τυφλά, η σκιά του άλλου. Όταν οι γονείς διαμαρτυρήθηκαν στον λυκειάρχη, εκείνος απάντησε: «Είμαι υπεύθυνος εντός του προαυλίου και των αιθουσών. Τα άλλα είναι δουλειά της αστυνομίας». νατρίχιασε καθώς τους αισθάνθηκε πίσω της, σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και τάχυνε το βήμα. Να μπορούσε να τρέξει... Αλλά τότε θα ήταν χειρότερα. Θα την κυνηγούσαν. Ο σακάτης την προσπέρασε, τάχα μου αδιάφορα, μετά έκανε στροφή και της έκοψε το δρόμο. Ο ηλίθιος χαχάνισε κι έφτυσε, σκουριά καραμούζας. «Δεν σας πείραξα», είπε. «Αφήστε με να πάω στη δουλειά μου». Το γέλιο του ηλίθιου της ξυράφισε τα αυτιά. «Πάρε μας μια πίπα και σ’ αφήνουμε», είπε ο κουτσός. «Τσούλα. Έβαλες τα μίνι και πας να ψωνιστείς». «Πάω στο βιντεοκλάμπ». «Πάρε μας μια πίπα. Αλλιώς δεν περνάς». Έκανε να τρέξει. Ο κουτσός τής έβαλε τρικλοποδιά. Κατάφερε στο τσακ να μην πέσει, ακούμπησε όμως το χέρι για στήριγμα κι έγδαρε την παλάμη. Ο σακάτης την πλησίασε κι άλλο.

Κόλλησε το πρόσωπο στο δικό της. Είδε τα αγριεμένα μάτια του, το στόμα μου που έτρεχε σάλιο, μύρισε την ανάσα του. Μπίρες και τσιγάρο. «Σε παρακαλώ, άσε με» παρακάλεσε με την ψυχή στο στόμα. «Τα καλά κορίτσια δεν βγαίνουν στους δρόμους. Μόνο οι τσούλες με τα μίνι». «Πάω στο βιντεοκλάμπ», κλαψούρισε. «Με έστειλε η μάνα μου. Ο πατέρας μου είναι άρρωστος. Ετοιμοθάνατος. Έχουν μαζευτεί οι συγγενείς και τον ξενυχτούν, με στείλανε για τσιγάρα και για ταινία από το βιντεοκλάμπ. Για να περάσει η ώρα, επειδή τον ξενυχτούν». «Ψέματα λες για να σε λυπηθώ». «Να μη σώσω. Είναι ετοιμόθανατος. Έχει καρκίνο». «Πί-πα, αλλιώς δεν περνάς». Σκέφτηκε να φωνάξει. Όχι «βοήηηηθεια!», αλλά «φωτιάααα!» Η Αρτεμισίου όμως ήταν από την άλλη μεριά και το περίπτερο στην άκρη του πάρκου κλειστό. Ένα κατάμαυρο, πλακωμένο με λαμαρίνες, φέρετρο. Όταν ο σακάτης έκανε μια κίνηση αστραπή κι έβγαλε κάτι μακρύ και σουβλερό από την τσέπη του, το μυαλό της πήγε στη μάνα της και τον πατέρα της… Πόσο μακριά βρίσκονταν αυτή τη στιγμή, θα μπορούσαν να την ακούσουν; Κι όταν ο σακάτης πάτησε το κουμπί κι η λάμα πετάχτηκε έξω με μια κοφτή στριγκλιά που χαράκωσε τον αέρα, εκείνη στρίγκλισε με τη σειρά της «μαμάκα μου!», αλλά δεν ακούστηκε η δική της κραυγή, την κατάπιε ο ίδιος της ο τρόμος, η κραυγή έμεινε μέσα της για να τη βοηθήσει να κρατηθεί όρθια, να μη λιποθυμήσει. Η λάμα τώρα ακουμπούσε στο λαιμό της, δεν μπορούσε να κουνηθεί, να φωνάξει, μόνο τα δάκρυά της τρέχανε στα μάγουλα, καυτά σαν να τα είχες βράσει, και μια φουρτούνα, μια θάλασσα βρόμικη που ζητούσε να ξεχυθεί… Πώς κρατούσε τόσο νερό μέσα της, άνοιξε τα πόδια, τα ούρα χύθηκαν στα πόδια της, στις σαγιονάρες, στο χώμα…Πετούσε παντού νερά… σαν σιντριβάνι εκτόξευε τα υγρά του σώματός της, αλλά από φωνή, τίποτα. Η φωνή είχε παγώσει στο λαρύγγι της. Μόνο τη μάνα της σκεφτόταν, να φεύγει μακριά, συνέχεια να απομακρύνεται, να γίνεται μυγίτσα, σκονίτσα, ένα τίποτα, κι αυτή να ψελλίζει «σώσε με μαμάκα!» Σαν μωρό που δεν μπορεί να πιάσει τη σκόνη. «Πί-πα, τσούλα, πί-πα!» ούρλιαξε ο σακάτης κι ο ηλίθιος αμόλησε ξανά το διαβολικό γέλιο του. Η λάμα του μαχαιριού άφησε το λαιμό της κι έσχισε στα δύο το φανελάκι, χράαααατς, τα στήθη της έμειναν γυμνά, απροστάτευτα, ξυλιασμένα, το βλέμμα του σακάτη τρυπούσε


noir ιστορίες

Φωτογραφία: Βίκυ Γεωργοπούλου

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 15

το τετράγωνο της καρδιάς της, μετά το χέρι του σήκωσε τη φούστα της, μπήκε από κάτω και μάγκωσε… Νέα ζεματιστά δάκρυα, κι άλλη πνιγμένη φωνή στο λαρύγγι, αλλά και μια βίαιη επιθυμία να κάνει εμετό… «Τα ’κανε πάνω της, η χαζή» είπε ο σακάτης θαυμαστικά, σαν να εννοούσε «αναλήφθηκε στους ουρανούς» κι ο ηλίθιος μίλησε επιτέλους «κατουρήθηκε!» κι άρχισε να στροβιλίζεται εκστασιασμένος «κατουρήθηκε! κατουρήθηκε!». Ο καβάλος του σακάτη θύμιζε μπαλόνι, η λάμα γλίστρησε στο στήθος της, ο σακάτης είπε «κάτσε να δεις πώς θα την ξεσκίζω» κι ο ηλίθιος έπαιξε τον αντίλαλο. «Ξεσκίζω! Ξεσκίζω!» Της χρειαζόταν μια πέτρα, μια κοφτερή πέτρα, την είδε με την άκρη του ματιού, δίπλα στον συρμάτινο φράχτη που χώριζε το χωματόδρομο από τα θαμνώδη, αλλά πώς να την πιάσει; Όταν η λάμα του σακάτη πήγε να χαράξει το δέρμα, αυτός αποφάσισε: «την ξεσκίζουμε πρώτα, την ξεκοιλιάζουμε μετά γιατί είδε τα πρόσωπά μας». Τότε κι αυτή άνοιξε το στόμα σαν λάμια κι άδειασε πάνω του, επιτέλους, την κραυγή, ξεμανταλώθηκε, επιτέλους, το λαρύγγι της, «φωτιάααα!» τίναξε προς τα έξω αλλά αντί για λέξη ένα κύμα εμετού, σκέτη λάβα, εκτοξεύτηκε στο πρόσωπο του σακάτη και τον τύφλωσε, «φωτιάααα!» ξαναπροσπάθησε και καινούργιο κύμα εμετού κουκούλωσε τον εχθρό της. Αυτός οπισθοχώρησε πιάνοντας τα τυφλωμένα μάτια του κι εκείνη βρήκε ευκαιρία ν’ αρπάξει την πέτρα. Την άρπαξε και την έσφιξε στην παλάμη της. Έπρεπε να στοχεύσει κατευθείαν το κεφάλι του. «Την έβαψες!» φώναξε ο

σακάτης σαν λυσσασμένος. Αλλά η δική της φωνή είχε απελευθερωθεί στο λαρύγγι της και μπορούσε να φωνάξει όσο άντεχαν τα πνευμόνια της. όλις είδε τον αδέσποτο σκύλο, στην κάτω άκρη του αλσύλλιου, ανάμεσα στα θαμνώδη και τα σκουπίδια, να πλησιάζει, χοροπηδηχτός, κουνώντας την ουρά του, άρχισε να ουρλιάζει. «Αζόρ! Πάνω του Αζόρ! Πάνω του Αζόρ! Πάνω του!» Ο σκύλος, ένας ανόρεχτος λερός κοπρίτης, σαν να ξύπνησε, γάβγισε μια δυο φορές, προειδοποιητικά, ρεύτηκε, ύστερα όρμηξε προς τη μεριά του ηλίθιου που αφορμή έψαχνε για να το βάλει στα πόδια, ενώ εκείνη σήκωνε την πέτρα, σημάδευε όλο ευθεία, και την πετούσε στο κεφάλι του κουτσού. «Πάνω του Αζόρ! Πάνω του!» Ο σακάτης έφαγε την πέτρα κατακούτελα, βλαστήμησε, έπιασε το κεφάλι, πισωπάτησε, στραβοπάτησε, σαν καραγκιόζης, σαν μαριονέτα, μετά ξανασήκωσε το μαχαίρι και ρίχτηκε στο κατόπι του σκύλου που κυνηγούσε τον ηλίθιο που ’ τρεχε στην πάνω άκρη του πάρκου, προς το κλειστό περίπτερο φωνάζοντας «Ξεσκίσω! Ξεσκίσω!» Πλησίασε το πρώτο παγκάκι που βρήκε μπροστά της, κάθισε και προσπάθησε να συμμαζέψει τη γύμνια της. Βρομούσε ούρα και εμετό και ήταν ολομόναχη πάνω στον πλανήτη. Κρύωνε και πονούσε, πονούσε ανάμεσα στα σκέλια, εκεί που την είχε χουφτώσει ο σακάτης. «Μαμάκα μου», πήγε να ξαναπεί, αλλά απλώς το ψιθύρισε. «Πού εί-

σαι;» κι ο ψίθυρος έγινε λυγμός. «Δεν θέλω να πεθάνεις». Ο σκύλος επέστρεψε στο παγκάκι της με τη γλώσσα έξω από το στόμα. Πεινούσε και διψούσε. Ήρθε και κάθισε μπροστά της, στα πισινά του πόδια. Την κοίταξε κατάματα, τα δικά του μάτια ήταν καστανά, γυαλιστερά και υγρά, σαν ψεύτικα, κι η γλώσσα του στο βάθος κίτρινη, άρρωστη. Χωρίς να το θέλει, άρχισε να κλαίει δυνατά. Χάιδεψε το κεφάλι του σκύλου κι είπε ανάμεσα στα αναφιλητά της. «Δεν είσαι ο Αζόρ μας. Τον Αζόρ μας τον πάτησε πέρσι ένα φορτηγό». Ο σκύλος συγκατένευσε βουβά, ευχαριστημένος από το χάδι της. Δεν ήξεραν γιατί έκλαιγε με τέτοιο σαματά… Για το φριχτό επεισόδιο, για το περσινό ξεκοίλιασμα του Αζόρ, για τον τρόπο που φερόταν στους γονείς της; Σταμάτησε να κλαίει, σκούπισε τα μάτια και ξαφνικά ένιωσε να της φεύγει ένα βάρος. Όλα είχαν τελειώσει. Κι αυτή σώα κι ασφαλής, με κάτι μικρές γρατζουνιές στην παλάμη. Χαμογέλασε στο σκύλο. «Τρως μακαρόνια;» ρώτησε. «Έχει μια κατσαρόλα, από το μεσημέρι». Έδεσε πρόχειρα το σχισμένο φανελάκι και σηκώθηκε. Ο σκύλος, στο κατόπι της. Οι σπασμένες μπούλες στους φανοστάτες έσταζαν πάντα βρόμικο, κίτρινο φως. Τα σκουπίδια θρόισαν σαν να τα χάιδεψε βιαστικό πέρασμα αέρα. Το φεγγάρι γλίστρησε απαλά και γλύκανε κάπως τη μαυρίλα του ουρανού. Κι αυτοί οι δύο πήραν να ξεμακραίνουν, δυο αχνές φιγούρες στο βάθος της νύχτας, αλλά κι εκεί όπου θαμπόφεγγαν τα μπαλκόνια των πρώτων σπιτιών της πόλης.

Ποια είναι Η Μαρία Γαβαλά γεννήθηκε το 1947 στο Κορωπί Αττικής. Κινηματογραφίστρια, κριτικός κινηματογράφου, μυθιστοριογράφος και μεταφράστρια. Η τελευταία της ταινία: «Το μαγικό γυαλί» (1989). Το τελευταίο της κινηματογραφικό κείμενο: για τον Ιάπωνα σκηνοθέτη Μίκιο Ναρούζε, σε έκδοση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης (2007). Η τελευταία της μετάφραση: «Ένα βιβλίο για πέταμα» του Πωλ Ντεζαλμάν (Πόλις, 2008). Το τελευταίο της μυθιστόρημα «Τα κορίτσια της πλατείας» (Πόλις, 2006).


16 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

Το Top 10 του κακού γούστου Τα πιο παράταιρα αγάλματα της Αθήνας

1.

Ο δασκαλάκος δεν ήταν λεβεντιά Hardcore έργο με διδακτικό (κυριολεκτικά και μεταφορικά) περιεχόμενο. Ο καλλιτέχνης μεταφέρει στις τρεις διαστάσεις, σε κλίμακα 1:1 και στο καυσαέριο μια αίθουσα διδασκαλίας όπου ένας μεγαλειώδης δάσκαλος παραδίδει σε τρεις μόνο (ιδιαίτερα μπασμένους, κοντούς δηλαδή) μαθητές. Βεβαίως, ο Διονύσιος Σολωμός δεν τα έγραψε ακριβώς όπως φέρεται να τα γράφει στο γλυπτό του Θεόδωρου Παπαγιάννη, που βρίσκεται στην οδό Μιχαλακοπούλου, πίσω από το Χίλτον. Ο γλύπτης (ο οποίος έχει φιλοτεχνήσει και έναν Λένιν, που βρίσκεται στον Περισσό) διαστρέφει την πραγματική φράση του ποιητή. Που έγραψε «Κλείσε μέσα ‘ς την ψυχή σου την Ελλάδα -ή ό,τι άλλο...». Δηλαδή, τι «ό,τι άλλο»; Υπάρχει τίποτα άλλο πέραν της άκρατης εθνικοφροσύνης; Κι υπάρχει άραγε ζωή μακριά από την εθνική ιδεολογία - που φτάνει στο σημείο να διαστρέφει ακόμα και τον εθνικό μας ποιητή;

αντιφεστιβάλ


αντιφεστιβάλ Γεμάτη αγάλματα, άναρχα ριγμένα, συχνά χωρίς συσχέτιση με το χώρο, καθρεφτίζει συχνά με ωμό τρόπο την αισθητική ανομοιομορφία της πρωτεύουσας. Επειδή, όμως, η αισθητική δεν είναι ουδέτερη, δεν είναι άσχετη από την πολιτική και την κουλτούρα, κάτι λέει το ότι περιδιαβάζοντας την πρωτεύουσα βρήκαμε πληθώρα άσχημων αγαλμάτων, ώστε να δυσκολευτούμε να βρούμε τα δέκα ασχημότερα. Καταλήξαμε όμως, και ιδού! Διασκεδάστε το. Άρθρο Ειδικού Συνεργάτη / Φωτογραφίες: Βασίλης Μαθιουδάκης

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 17

Μαζί με τον νεοκλασικό σχεδιασμό της, η Αθήνα κληρονόμησε μερικές δεκάδες αγάλματα και προτομές αγωνιστών του 1821, Φιλικών και φιλελλήνων. Στη συνέχεια οι νέοι ήρωες ήταν (αναπόφευκτα) οι πολιτικοί αλλά, από δίπλα, και νέοι ανδριάντες στρατιωτικών και μαζί τους δήμαρχοι, ποιητές, ηθοποιοί... Αυτό που παραμένει ανεξήγητο, στην εποχή της (ποστ-) φωτογραφίας και των media στην οποία ζούμε, είναι γιατί οι άρχοντες αυτής της πόλης (στην ελλαδική επαρχία τα πράγματα είναι, προφανώς, χειρότερα) έχουν ανάγκη να στολίζουν δρόμους και πλατείες, κυρίως αυτές, με «απεικονίσεις», «αναπαραστάσεις», τρισδιάστατα πορτρέτα ιστορικών πορτρέτων. Για να θυμόμαστε πως, περίπου, ήταν αυτά τα πρόσωπα; Μα στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχουμε καν πειστικές πληροφορίες για τη μορφή τους και άρα τι ακριβώς αναπαριστούμε; Οπότε συνήθως υποθέτουμε και, φυσικά, εξιδανικεύουμε. Το αποτέλεσμα ήταν ότι για γενιές Νεοελλήνων τα αγάλματα και οι προτομές έγιναν σύμβολο του κομφορμισμού (στην καλύτερη περίπτωση) ή της καθεστωτικής αισθητικής (στη χειρότερη). Και βέβαια, ποιος σοβαρός άνθρωπος έδινε σημασία στους ανδριάντες των πλατειών; Όμως, φυσικά, τα προβλήματά μας δεν σταματούν στις αναπαραστάσεις φυσικών προσώπων αλλά δυστυχώς επεκτείνονται σε χώρους ανεικονικούς. Και εκεί είναι που, συχνά, θα συναντήσουμε τα μεγαλύτερα καλλιτεχνικά ατοπήματα: «Συμβολικά» γλυπτά που θέλουν να αναπαραστατήσουν αφηρημένες έννοιες όπως ο Άγνωστος Στρατιώτης, η Εθνική Συμφιλίωση, η Μοναξιά,... Ο Μοντερνισμός του 20ού αιώνα έμοιαζε μια ελπίδα που θα σάρωνε τις βαρετές ρεαλιστικές προτομές και θα έδινε νέες διαστάσεις στη γλυπτική. Τα πειράματα εμφανίστηκαν από τη Γαλλία έως τη Σοβιετική Ένωση, όμως, κάποια στιγμή, το πρόβλημα φάνηκε ότι δεν περιορίζεται στην καλλιτεχνική φόρμα αλλά κυρίως εστιάζεται στον όλο και πιο αλλόκοτο ρόλο της μνημειακής τέχνης σε μια μητρόπολη και μια κοινωνία που άλλαξε δραστικά στη διάρκεια του τελευταίου αιώνα. Οι φρενήρεις ρυθμοί της σημερινής αστικής ζωής, το αυξανόμενο cocooning, η έκλειψη της δημόσιας ζωής και τα νέα αισθητικά πρότυπα, από τον Ρουβά έως τα γιαπωνέζικα Πόκεμον, κάνουν οποιαδήποτε προτομή μακεδονομάχου ή πολιτικού να φαντάζει τουλάχιστον άσχετη. Και ακριβώς εδώ είναι το πρόβλημα: τα περισσότερα αγάλματα της Αθήνας δεν είναι «άσχημα» (τι θα σήμαινε άραγε αυτό στην εποχή μας;), όμως μοιάζουν τόσο άσχετα, τόσο εκτός πλαισίου, τόσο παράταιρα προς τη σύγχρονη μητροπολιτική ζωή δίπλα στις καφετέριες, τα φαστ φουντ, τις μπουτίκ, τις διαφημιστικές επιγραφές, τα γκραφίτι, τα ταξί, τα λεωφορεία και (κυρίως) τους αληθινούς ανθρώπους. Κυρίως όμως αποδεικνύουν την τεράστια απόσταση που χωρίζει τους κρατούντες από τους υπηκόους τους, οι οποίοι, οι καημένοι, το τελευταίο που θα ζητούσαν για να βελτιωθεί η πολύπαθη πόλη τους είναι ένας ακόμη ανδριάντας. Ακραίες Ετεροτοπίες θα έλεγαν οι σημερινοί μελετητές των πόλεων...

2.

Βουτιά στον κόσμο Ίσως η καλύτερη απόδειξη για τους θιασώτες της αναπαραστατικής τέχνης ότι δεν φταίνε για όλα αυτοί, απόδειξη ότι όταν ο μοντερνισμός ακολουθεί καθοδική τροχιά, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι (απόλυτα) τρομακτικό. Μνημείο της splatter αισθητικής, του Κυριάκου Ρόκκου, στην Ερμού. Είναι βέβαιο ότι η Αθήνα είναι μια πόλη σαν καμιά άλλη...


αντιφεστιβάλ

18 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

5.

Ο Περικλής με την τούρτα Σφιγγόμαστε να μη σκεφτούμε ότι, κάθε πρωί που η δημαρχιακή λιμουζίνα άφηνε τον Δημήτρη Αβραμόπουλο στην είσοδο του δημαρχείου, αυτός λοξοκοίταζε με εμφανή περηφάνια τον προκάτοχό του (να τον αποκαλέσουμε και πνευματικό πρόγονο;) Περικλή. Δεν είχε κανένα λόγο εξάλλου να νιώθει μειονεκτικά απέναντί του. Άφησε κι αυτός τους δικούς του Παρθενώνες. Εδώ ο μεγάλος Αθηναίος, έργο του Χ. Φάλτερμαϊερ, ποζάρει με τη χαρακτηριστική περικεφαλαία του και μια εξαώροφη τούρτα γάμου δίπλα του.

3.

Το Μνημείο της Εθνικής Συμφιλίωσης Ίσως ό,τι πλησιέστερο έχει η Αθήνα σε μνημείο σοσιαλιστικού ρεαλιστικού στυλ (δεν μπορεί κανείς παρά να σκεφτεί πώς θα ήταν η κατάσταση αν τα πράγματα είχαν έρθει διαφορετικά). Δεν έχει καμιά αναλογία με κανένα άλλο μνημείο της πόλης σε θέμα κλίμακας: το γλυπτό του Βασίλη Δωρόπουλου είναι τόσο τεράστιο ώστε ποδοπατάει την πλατεία Κλαυθμώνος σαν άλλος Γκοτζίλα. Αυτό που μάλλον θ’ αργήσει να συμβεί είναι η εθνική συμφιλίωση με τη γλυπτική…

4.

Το Μνημείο του Άγνωστου Σκύλου Τίποτε πραγματικά κακό εδώ. Απλώς το γεγονός ότι τόση ύλη, χρήμα και χρόνος αφιερώθηκε στο άγαλμα ενός… σκύλου συνιστά ακραία ετεροτοπία στη Φωκίωνος Νέγρη. Η περιοχή Σίμπουγια του Τόκιο έχει κι αυτή ένα άγαλμα σκύλου, αλλά τουλάχιστον αυτό συνοδεύεται από μια συγκινητική ιστορία…

6.

Οι τρεις Τραγωδέρος Ίσως το πιο χαρακτηριστικό έργο της αισθητικής της δημαρχίας Αβραμόπουλου, που βρίσκεται εμπρός από τον Εθνικό Κήπο, συμπυκνώνει τις μεγάλες αξίες της: αρχαιοπρέπεια (μέχρι τελικής πτώσεως), πομπώδης έκφραση, επικίνδυνο φλερτ με την αισθητική ολοκληρωτικών καθεστώτων του μεσοπολέμου. Ο καλλιτέχνης (προφανώς) δεν είχε επαρκή στοιχεία για τη μορφή των τριών τραγωδών Ευριπίδη, Σοφοκλή, Αισχύλου, πέρα από μερικά αρχαία αγάλματα, οπότε μάλλον χρησιμοποίησε οικεία του πρόσωπα ως μοντέλα. Ή, ακόμη πιο τρομακτικό σενάριο, τη φαντασία του...


αντιφεστιβάλ

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 19

7.

Κυβέλη: αδιάφορη τελειότητα Η Ναταλία Μελά που φιλοτέχνησε αυτό το άγαλμα δεν απέφυγε να πλάσει μεγάλα γυναικεία στήθη, όμως δεν βρήκε χρόνο ν’ ασχοληθεί ιδιαίτερα με το πρόσωπο της μεγάλης μας τραγωδού, εξ ου και αυτό μοιάζει τόσο ουδέτερο, χωρίς χαρακτηριστικά, όσο οποιαδήποτε Barbie Doll Made in Taiwan που γεμίζει τα καλάθια των κινέζικων καταστημάτων της πόλης μας. Αν δε κανείς ανατρέξει σε φωτογραφίες σε διάφορα στάδια της ζωής της ιστορικής ηθοποιού, δεν θα βρει πουθενά αυτή την (αδιάφορη) τελειότητα που απεικονίζεται εδώ. Ας πούμε ότι ο καλλιτέχνης απέδωσε το πορτρέτο με τον δικό του τρόπο... (Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων, οδός Ακαδημίας).

8.

Το Φάντασμα της Όπερας

Στο ολόσωμο άγαλμα της Μαρίας Κάλλας (έργο Παύλου Κουγιουμτζή, πλ. Μεταξά, Παπάγου), η όπερα έρχεται αμέσως στο μυαλό. Όχι όμως κάποιο από τα λιμπρέτα που τραγούδησε η διάσημη υψίφωνος όσο το «Φάντασμα της Όπερας» του Γκαστόν Λερού. Ίσως το στοιχείο που δίνει αυτό το αυθεντικά βρικολακικό συναίσθημα φρίκης είναι οι πτυχώσεις του φορέματος/μπέρτας.

9.

Η πτώση του Ίκαρου Εδώ η συντριβή δεν είναι μόνο συμβολική αλλά και καλλιτεχνική αφού το (καρα)πομπώδες αυτό έργο (του Ευάγγελου Μουστάκα) μοιάζει να συμπυκνώνει ό,τι πήγε λάθος σε σχέση με τη μνημειακή τέχνη σε Ανατολή και Δύση: μεγαλοστομίες, βομβαρδισμός υλικών, αναζήτηση υψηλών (ποιων άραγε;) νοημάτων. Και όλα αυτά πάνω σε μια πλατεία, την πλατεία Καραϊσκάκη, που έχει γίνει στέκι των ναρκομανών της περιοχής.

10.

Προσοχή, ο Στρατάρχης Σε μια Ελλάδα του 21ου αιώνα η οποία προσπαθεί ακόμη (;) να θεραπεύσει τα τραύματα του Εμφυλίου, φαίνεται απίστευτο ότι κάποιος στήνει άγαλμα του στρατάρχη Παπάγου. Κι όμως, ο δήμαρχος του ομώνυμου δήμου εν έτει 2000 παραγγέλνει στον Ηρ. Ξανθόπουλο και εγκαινιάζει έναν έφιππο ανδριάντα του εν λόγω στρατάρχου. Και ναι, είναι όπως πρέπει να είναι: μεγαλειώδης, ευθυτενής, πρότυπο για τους σημερινούς νέους που έχουν διαφθαρεί από τα ναρκωτικά και τη χέβι μέταλ μουσική, άγρυπνος φύλακας της χώρας από κάθε είδους απειλή, εσωτερική ή εξωτερική. Και φυσικά ατενίζει το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, απέναντι. Ίτε παίδες...


20 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

τραγούδι UN GELATO AL LIMON Aπό την εποχή που οι θαυμαστές του κορυβαντιούσαν για «Ένα παγωτό λεμόνι», έως σήμερα, ο Πάολο Κόντε παραμένει μια στιβαρή φωνή και ένας τραγουδιστής που δεσπόζει στο πάλκο.

Πάολο Κόντε

«Αν θέλω να χορέψω, χορεύω μόνος» Είναι ένα μυθικό πρόσωπο της μουσικής. Τροβαδούρος, είναι το ιταλικό αντίστοιχο ενός Ζακ Μπρελ και ενός Ζορζ Μπρασένς. Όταν γράφει στίχους, είναι πυκνός, λιτός, διεισδυτικός. Κι όταν συνομιλεί με το «εφ», ο λόγος του παραμένει πυκνός και περιεκτικός, αυτό ίσως δικαιολογεί τις λακωνικές απαντήσεις του. Τόσο λακωνικές που, αν δεν καταγόταν από το Άστι της βόρειας Ιταλίας (όπου βγαίνει και καλό κρασί), θα ισχυριζόμασταν ότι μπορούσε να έχει γεννηθεί στη Σπάρτη. Με μια μεγάλη συναυλία στο Ηρώδειο, ο Πάολο Κόντε κλείνει τις φετινές εκδηλώσεις του Φεστιβάλ Αθηνών. Από τον Αντώνη Σακελλάρη


τραγούδι Γιος δικηγόρων, με μεγάλη όμως αγάπη για τη μουσική, ο γεννημένος στο Άστι της βόρειας Ιταλίας το 1937, Πάολο Κόντε, αγάπησε την τζαζ, ακούγοντας τους δίσκους που έφερναν μαζί τους οι Αμερικανοί στρατιώτες που ήρθαν στην Ιταλία μετά τον πόλεμο. Στις πρώτες του προσπάθειες στη μουσική, είχε συνοδοιπόρο τον αδελφό του, με τον οποίο σχημάτισαν τα πρώτα τζαζ γκρουπάκια που έπαιζαν στη γύρω περιοχή διασκευές των πιο διάσημων τζαζ κομματιών. Ο Κόντε, τότε, έπαιζε βιμπράφωνο. Τελειώνοντας τη νομική σχολή, άρχισε να ασκεί τη δικηγορία παράλληλα με την ενασχόλησή του με τη μουσική. Σιγά σιγά, πέρασε στο ρόλο του συνθέτη, φτιάχνοντας τραγούδια που μιλούσαν για τα βιώματά του στη βορειοϊταλική επαρχία, για βιβλία και για ταινίες. «Οι στίχοι μου έχουν την ικανότητα να καθρεφτίζουν τους άλλους», μας λέει σήμερα ο Ιταλός τραγουδιστής. «Γι’ αυτό, άλλωστε ποτέ δεν διηγήθηκα ιστορίες συγκεκριμένες, αλλά στους στίχους μου υπάρχουν μόνο προτάσεις».

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 21

ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΩΝ ΤΡΟΒΑΔΟΥΡΩΝ Ζακ Μπρελ, Σαρλ Αζναβούρ, Ζορζ Μπρασένς υπήρξαν τα μεγάλα πρότυπα του Πάολο Κόντε που , εκτός από το χειροκρότημα, απολαμβάνει να δηλώνει ότι τα τραγούδια του είναι ρετρό.

Γράφοντας για τον Τσελεντάνο και την Πάτι Μπράβο Ανασφαλής για τη βαριά και βραχνή φωνή του, συνθέτει κατά τη δεκαετία του 1960 κομμάτια που ερμηνεύουν άλλοι. Ο Aντριάνο Τσελεντάνo, η Κατερίνα Καζέλι, η Πάτι Μπράβο, ο Μπρούνο Λάουζι κάνουν διάσημες τις ανορθόδοξες συνθέσεις του Κόντε, που ξεφεύγουν από τις συνηθισμένες συνταγές του ιταλικού τραγουδιού. Το όνομά του αρχίζει να γίνεται γνωστό αλλά, πάνω που είναι έτοιμος να περάσει τα ιταλικά σύνορα, εξαφανίζεται μυστηριωδώς από το προσκήνιο για δυο χρόνια.«Είχα την ανάγκη να μείνω μόνος μου», λέει σήμερα αναπολώντας εκείνα τα χρόνια. «Είχα δηλαδή την ανάγκη από συνθέτης για τους άλλους να γίνω συνθέτης για μένα», προσθέτει. Όντως, το 1974 που επιστρέφει βγάζει το δίσκο «Paolo Conte», όπου τις ιδιαίτερες συνθέσεις του τις ερμηνεύει πια ο ίδιος. Η μπάσα φωνή του σπάει το στερεότυπο του Ιταλού τραγουδιστ ή. Οι στίχοι του περιγράφουν σκηνές που εκτυλίσσονται σε μπαρ και εστιατόρια. Ο ρομαντισμός παντρεύεται ιδανικά με τον κυνισμό. Το σκηνικό των ιστοριών του είναι η πόλη. Οι πρώτες του στιγμές στη σκηνή, όμως, πίσω από το μικρόφωνο είναι αμήχανες. «Ένιωσα σαν ένα τριφύλλι, μέσα σε ένα χωράφι με τετράφυλλα», λέει χαρακτηριστικά.

στην Ευρώπη και την Αμερική. Το γαλλικό κοινό, εξοικειωμένο με τους «συγγενείς» του Κόντε, τους Γάλλους τροβαδούρους Ζακ Μπρελ, Σαρλ Αζναβούρ και Ζορζ Μπρασένς, ήταν το πρώτο που αγκάλιασε τον Ιταλό. Αρχίζει τις περιοδείες σε όλη την Ευρώπη και στην Αμερική. Εμφανίζεται στα διάσημα φεστιβάλ του Moντρέ, του Mόντρεαλ και στον νεοϋορκέζικο ναό της τζαζ, Blue Note Jazz Club. Το διπλό άλμπουμ του 1987, «Aguaplano», τον βρίσκει στην κορυφή της παγκόσμιας αναγνώρισης. Εμφανίζεται κάθε μέρα για τρεις εβδομάδες στο κατάμεστο Olympia του Παρισιού. Από τη δεκαετία του 1990 και μετά οι δισκογραφικές εμφανίσεις του είναι πολύ πιο σπάνιες. Βγάζει μερικά live άλμπουμ, για να ικανοποιήσει τους φανατικούς, και ένα dvd, παρά τη μεγάλη του ανασφάλεια για την εικόνα του. Η ανασφάλεια αυτή μοιάζει να τον συνοδεύει ακόμα. «Δεν μ’ αρέσει να βλέπω τον εαυτό μου», λέει σήμερα. «Το ξέρω, είναι περίεργο για τη δουλειά μου, αλλά στην περίπτωσή μου είναι εύλογη η απέχθεια που έχω για την εικόνα μου». Εύλογη; Δεν είναι καθόλου εύλογη η απαρέσκεια για την εικόνα ενός καλλιτέχνη που γίνεται πανζουρλισμός κάθε που ανεβαίνει στο πάλκο.

Αιχμαλωτίζοντας το κοινό

«Ζω για το παρόν»

Ένα χρόνο μετά, βγαίνει το δεύτερο προσωπικό του άλμπουμ, με τίτλο επίσης «Paolo Conte». Άλλη μια συλλογή τραγουδιών από την ίδια φλέβα, που μιλούν για ξαφνικούς ενθουσιασμούς, ποιητικά αποσπάσματα σύντομων συναντήσεων και νοσταλγική αναπόληση. Με αυτά τα δύο άλμπουμ, ο Κόντε γίνεται ευρέως γνωστός, αλλά θα πρέπει να έρθει η δεκαετία του 1980, και τα άλμπουμ «Un gelato al limon», «Paris Milonga» και το νέο εκ νέου με τον ευφάνταστο τίτλο «Paolo Conte», για να αρχίσει να γίνεται γνωστός

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι το πάλκο είναι ο φυσικός του χώρος. «Η επαφή με το κοινό δεν είναι εύκολη», θέτει ακόμα μια φορά εν εμφιβόλω τη δημοφιλία του. «Κοιτάς το σκοτάδι, έχεις τα φώτα στα μάτια σου, δεν βλέπεις κανέναν. Πρέπει να αιχμαλωτίσεις στον αέρα το συναίσθημα που βγαίνει από την πλατεία, την ποιότητα της σιωπής, την ένταση του χειροκροτήματος» δηλώνει. Η πορεία του ήταν πάντα μοναχική; «Ναι», απαντά, «γιατί αν θέλω να χορέψω, θέλω να χορεύω μόνος».

Η σχέση του, πάντως, με τη σύγχρονη μουσική πραγματικότητα είναι σχεδόν ανύπαρκτη – έτσι τουλάχιστον λέει. «Είμαι ελάχιστα πληροφορημένος. Τα τραγούδια μου είναι ρετρό. Προτιμώ να γράφω για πράγματα εκτός μόδας». Όταν του ζητάνε να κάνει μια ανασκόπηση της καριέρας του είναι ειλικρινής και δηλώνει: «Αν και ζω για το παρόν, όχι από το παρελθόν ούτε και για το μέλλον, προσπαθώ να ακούω τους δίσκους μου για να καταλάβω τα λάθη που έχω κάνει. Γιατί αν τα λάθη τα διαχειρίζεσαι σωστά, είναι αυτά που δημιουργούν το σωστό». Πριν από μερικά χρόνια δήλωνε ότι σκοπεύει να αποσυρθεί γρήγορα. Τώρα μας λέει: «Κάθε τόσο το σκέφτομαι. Αλλά μετά το ξανασκέφτομαι». Στη συναυλία που θα δώσει στο Ηρώδειο θα ερμηνεύσει γνωστά του τραγούδια σε νέες εκτελέσεις, ενορχηστρωμένες από τον μαέστρο Μπρούνο Φοντέν συνοδεία της συμφωνικής ορχήστρας της ΕΡΤ. Μια μέρα πριν από τη συναυλία του, εμφανίζεται στην Αθήνα και ο Λέοναρντ Κοέν. Πολλοί συνδέουν την πορεία και τη μουσική των δυο τροβαδούρων. Εύλογα, άρα, προέκυψε η ερώτηση, αν θα έβρισκε ενδιαφέρουσα μια επί σκηνής συνάντηση των δύο τους. Η απάντησή του ήταν για μια ακόμα φορά λακωνική. «Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον, αλλά θα μου αρκούσε και να του σφίξω απλά το χέρι».

Info Συναυλία με τον Πάολο Κόντε Μουσική διεύθυνση: Bruno Fontaine Συμμετέχει η Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ Ωδείο Ηρώδου Αττικού | 31 /7, 21:00

«Αν και ζω για το παρόν, όχι από το παρελθόν ούτε και για το μέλλον, προσπαθώ να ακούω τους δίσκους μου για να καταλάβω τα λάθη που έχω κάνει. Γιατί αν τα λάθη τα διαχειρίζεσαι σωστά, είναι αυτά που δημιουργούν το σωστό».


συνέντευξη

22 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

Λυδία Κονιόρδου

ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ ΜΕΝ, ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΔΕ... «Κατάθεση του εγωισμού και θυσία της προσωπικότητας» οφείλουν, κατά τη Λυδία Κονιόρδου, οι ηθοποιοί προκειμένου να φέρουν σε πέρας τις δυσκολίες του ρόλου. Κι έπειτα, αν η συγκυρία το φέρει, μπορεί το αποτέλεσμα να είναι η αισθητική συγκίνηση.

«Ο καλός ηθοποιός δεν είναι για τον εαυτό του» Η Μήδεια σύμφωνα με την εκδοχή του Βασίλιεφ δεν μπορεί να είναι εκδικητική. Περισσότερο θυσιάζεται σε έναν απέλπιδα αγώνα για τη χειραφέτηση. Οι σύγχρονες ερμηνείες ενός μύθου μπορούν να είναι περισσότερες από μια – και από την άποψη αυτή, η «Μήδεια» του Δημήτρη Παπαϊωάννου πέτυχε επειδή κατάφερε να φτάσει στον πυρήνα της συγκίνησης. Τα στερεότυπα είναι πληγή, αν και συχνά πολλές σκηνοθεσίες χρησιμοποιούν κλισέ στο όνομα της πρωτοπορίας. Τα ΔΗΠΕΘΕ έχουν πολλή δουλειά ακόμα, μάλιστα σε καλλιτεχνική παραγωγή πρώτης γραμμής. Η ηθοποιός Λυδία Κονιόρδου, λίγο πριν υποδυθεί τη φοβερή μητροκτόνο στην τραγωδία του Ευριπίδη, τακτοποιεί τις σκέψεις της για το θέατρο, τους ρόλους, την επικαιρότητα των αναγνώσεων, τη σχέση θεάτρου και πραγματικότητας. Από τον Κωστή Πιερίδη

«Νομίζω πως μόνο σαν θυσία μπορεί να κατανοηθεί η πράξη της Μήδειας αν θέλουμε να μιλάμε για τραγωδία και όχι για αστικό ψυχολογικό δράμα. Έτσι η πράξη αποκτά μία ιερότητα, γίνεται συμβολική με ευρύτερη σημασία και όχι απλώς μία ακραία πράξη απατημένης, παραλογισμένης συζύγου, πράξη αποκρουστική και δύσκολα αποδεκτή».

Η Λυδία Κονιόρδου προετοιμάζει πυρετωδώς μια «Μήδεια» που δεν σκοτώνει τα παιδιά της για να εκδικηθεί τη συζυγική απιστία αλλά, σκοτώνοντάς τα, τα θυσιάζει και ταυτόχρονα θυσιάζεται και η ίδια στην πάλη για αξιοπρέπεια, ίσα δικαιώματα, σεβασμό της προσωπικότητας. Εργάζεται με ένα πρόσωπο-θρύλο, τον Ρώσο σκηνοθέτη Ανατόλι Βασίλιεφ, συνεργάζεται με μια εθνική Ελλάδος σημαντικών ηθοποιών του θεάτρου επιμένοντας, ταυτόχρονα, να δίνει μια ιδιαίτερη μάχη οπισθοφυλακών, επιμένοντας δηλαδή να προσπαθεί να αναπτύξει τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα, τα ΔΗΠΕΘΕ, που πιστεύει ότι προσέφεραν και πρέπει ν συνεχίσουν να προσφέρουν όχι μόνο σε αυτό που αποκλήθηκε πολιτιστική αποκέντρωση αλλά και στην πρωτογενή δημιουργία, με πρώτης γραμμής παραστάσεις. Αναμετρώμενη με το παρελθόν της, λέει ότι στο Θέατρο της Άνοιξης ένιωσε τη σημασία και την αναγκαιότητα της συλλογικότητας στη θεατρική λειτουργία. Στο Θέατρο Τέχνης του Κουν, πάλι, έμαθε «τη σεμνότητα και την αφοσίωση που απαιτείται στους υψηλούς στόχους». Σήμερα, μπρος στο σταυροδρόμι της σύγκρουσης πάσης φύσεως στερεοτύπων με ό,τι προσπαθεί να εκφραστεί απελευθερωμένο απ’ αυτά, η Λυδία Κονιόρδου αναμετριέται με έναν από τους διαχρονικότερους ρόλους του παγκοσμίου θεάτρου. Αυτόν της Μήδειας του Ευρυπίδη. Μέσα από ένα προσωπικό στοίχημα «αποκέντρωσης» της τέχνης, υπό τις οδηγίες του σημαντικού Ρώσου διεθνούς σκηνοθέτη Ανατόλι Βασίλιεφ και με τη συμμετοχή του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, η ηθοποιός επανέρχεται στο Φεστιβάλ

Αθηνών και Επιδαύρου ερμηνεύοντας τον δυσκολότερο ρόλο της. Εργαζόμενη με σκληρούς ρυθμούς και προκειμένου να μιλήσει για το ρόλο της Μήδειας που θα ενσαρκώσει, αλλά και για τους συνεργάτες που συνέβαλαν στην πραγμάτωσή του, για την επικαιρότητα της ανάγνωσης του Βασίλιεφ, αλλά και για τους λόγους που την κάνουν να επιμένει… ΔΗΠΕΘΕ, η Λυδία Κονιόρδου ζήτησε ευγενικά να της υποβάλλουμε μια σειρά γραπτές ερωτήσεις. Οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις που μας έδωσε, στο κείμενο που ακολουθεί. Πώς μπορεί να κατανοηθεί η πράξη της Μήδειας; Ως εκδίκηση ή, μήπως, ως θυσία; Νομίζω πως μόνο σαν θυσία μπορεί να κατανοηθεί η πράξη της Μήδειας αν θέλουμε να μιλάμε για τραγωδία και όχι για αστικό ψυχολογικό δράμα. Έτσι η πράξη αποκτά μία ιερότητα, γίνεται συμβολική με ευρύτερη σημασία και όχι απλώς μία ακραία πράξη απατημένης, παραλογισμένης συζύγου, πράξη αποκρουστική και δύσκολα αποδεκτή. Και η παράσταση, υπό την καθοδήγηση του Ανατόλι Βασίλιεφ, υπογραμμίζει και αναδεικνύει το στοιχείο της θυσίας των παιδιών. Πόσο επίκαιρη μπορεί να είναι στη σημερινή εποχή η «Μήδεια»; Παραμένει πάντα επίκαιρη, σήμερα μάλιστα θα έλεγα περισσότερο παρά ποτέ. Δεν είναι μόνο η σύγκρουση ανάμεσα στους διαφορετικούς κόσμους και τις νοοτροπίες των δύο φύλων. Αυτό που η σημερινή εποχή αναδεικνύει ως επικίνδυνα αυξανόμενη σύγκρουση είναι η σύγκρουση ανάμεσα στον λεγόμενο πολιτισμένο κόσμο της Δύσης και τον καθυστερημένο κόσμο της Ανατολής.

Η σύγκρουση δεν προέρχεται μόνο από αυτή καθεαυτή τη διαφορά νοοτροπίας, τρόπου ζωής ,θρησκείας, φιλοσοφίας, αλλά κυρίως από τη βία που εξασκεί πλέον για τους γνωστούς λόγους, απροσχημάτιστα, η ισχυρή Δύση πάνω στις ανατολικές χώρες με όλους τους τρόπους, πολεμικούς και μη. Ως αποτέλεσμα, η αντίδραση σ’ αυτή τη βία του πολιτισμού του ισχυρού αποκτά χαρακτήρα εκρηκτικής, απελπισμένης, τυφλής εκδίκησης που «θυσιάζει» νέους αδιακρίτως και από τις δύο πλευρές. Με πόση φρίκη και αδυναμία κατανόησης αντιμετωπίζει η Δύση ως τρομοκρατικές τις πράξεις που η Ανατολή εξυψώνει σε πράξεις αυτοθυσίας και απελευθέρωσης… Είναι ερωτήματα οδυνηρά που δύσκολα απαντιούνται. Σ’ αυτά προστίθενται και ολοένα αυξανόμενα κύματα προσφύγων, μεταναστών, ξένων που δημιουργούν νέα και πολλές φορές πρωτόφαντα εκρηκτικά μείγματα, με άγνωστες ακόμα εξελίξεις. Ο πολιτισμένος Ιάσων αρπάζει το χρυσόμαλλο δέρας της Ανατολής μαζί με την κόρη του βασιλιά Μήδεια και τη μετατρέπει από βασιλοκόρη σε μετανάστρια και ξένη φυγάδα. Οι αντιστοιχίες είναι παραπάνω από προφανείς.

«Ο Παπαϊωάννου προσέφερε συγκινήσεις» Από τη «Μήδεια» του Παπαϊωάννου στη «Μήδεια» του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας. Πόσο διαφορετικά μπορεί να αποδοθεί το κάθε έργο… Υπάρχει εντέλει τίποτα καθολικό; Αυτό που κάνει θαυμαστή και αναγκαία τη λειτουργία της τέχνης στη ζωή μας είναι όταν, ξεκινώντας από μια άκρως υποκειμενική ανάγνωση, με προσήλωση στην προσωπική


συνέντευξη

Πότε είναι δήθεν μια «ανατρεπτική» ματιά Ποιος είναι ο κακός και ποιος ο καλός ηθοποιός; Ο καλός ηθοποιός είναι αυτός που εξαρτά την σκηνική του παρουσία από τον συμπαίκτη του. Είναι αυτός που υπηρετεί τον ποιητή και όχι τον εαυτό του. Είναι αυτός που καταφέρνει να του δοθεί η χάρις να μετατραπεί και ο ίδιος σε ποιητή. Και ο ρόλος ενός σκηνοθέτη στην ανάδειξη ενός ηθοποιού, ποιος είναι; Υπάρχουν σκηνοθέτες και σκηνοθέτες δά-

ΣΤΙΣ ΠΡΟΒΕΣ Οι πρόβες, με τις υποδείξεις του Ρώσου σκηνοθέτη Ανατόλι Βασίλιεφ, είναι μακρές και επίπονες, όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει και από το στιγμιότυπο της φωτογραφίας (στην οποία διακρίνονται, μεταξύ άλλων, ο Νίκος Καραθάνος (αριστερά) που υποδύεται τον Αιγέα και, βεβαίως, η Λυδία Κονιόρδου).

Φωτογραφία: Τάκης_Διαμαντόπουλος

αλήθεια και αυθεντικότητα, καταφέρνει ο δημιουργός και το έργο του να συνδεθεί με αυτό που είναι συλλογικό, υπερβαίνει την υποκειμενικότητα και έτσι προσφέρει μια φευγαλέα ματιά στο φως της απελευθέρωσης από τα στενά όρια του τόπου και του χρόνου. Και αυτή τη ματιά τη βιώνουν ταυτόχρονα ο δημιουργός και το κοινό τους. Οι αφετηρίες των δημιουργών μπορεί να ξεκινάνε από τελείως διαφορετικά σημεία, όταν όμως καταλήγουν σ’ αυτές τις στιγμές, που τις αποκαλούμε λυτρωτικά μαγικές, τότε δικαιώνεται η λειτουργία της τέχνης. Σίγουρα η «Μήδεια» του Παπαϊωάννου, τουλάχιστον στις παλαιότερες εκδοχές που έχω παρακολουθήσει, προσέφερε αυτή τη σπάνια συγκίνηση. Υπάρχει κόστος για έναν ηθοποιό που συμμετέχει σε τραγωδίες; «Ναι υπάρχει κόστος, όταν μάλιστα το είδος αυτό του θεάτρου υπηρετείται όχι περιστασιακά, αλλά με συνέπεια και αφοσίωση. Το αρχαίο δράμα απαιτεί πλήρη κατάθεση όλης σου της ύπαρξης, διαρκή υπέρβαση των ορίων σου, κατάθεση του εγωισμού και θυσία της προσωπικότητας. Θυμάμαι την Ελένη Χατζηαργύρη που μου έλεγε ότι κάθε παράσταση αρχαίου δράματος της κόστιζε δέκα χρόνια από τη ζωή της. Είναι ένας πολύ μοναχικός και δύσκολος δρόμος με ελάχιστη βοήθεια από θεσμούς που θα έπρεπε να στηρίζουν και να εμπνέουν τους δημιουργούς. Στο Κέντρο Αρχαίου Δράματος «Δεσμοί», που δημιουργήθηκε από έναν τέτοιο ταγμένο άνθρωπο, την Ασπασία Παπαθανασίου, προσπαθούμε να καλύψουμε αυτό το κενό, ιδίως όσον αφορά την ειδική θεατρική παιδεία και έρευνα που απαιτείται για να υπηρετήσει κανείς ουσιαστικά το είδος αυτό. Νιώθετε ότι οι ρόλοι επηρεάζουν την ψυχική διάθεση των ηθοποιών; Η ψυχική διάθεση του κάθε ανθρώπου εξαρτάται από τον ίδιο. Στην περίπτωση των ηθοποιών έχουμε μάθει να «συγκατοικούμε» στο ίδιο σώμα με το ρόλο που παίζουμε κάθε φορά. Αυτό είναι μέρος της δουλειάς μας, είναι και παρέα καμιά φορά και, όπως κάθε παρέα, όχι πάντα ευχάριστη όταν τη γνωρίσεις. Σίγουρα μας επηρεάζει, όμως δεν νομίζω ότι κλονίζει την ψυχική μας ισορροπία, αν δεν είναι ήδη κλονισμένη. Ένας άνθρωπος γεννιέται ή γίνεται ηθοποιός; Και τα δύο. Γεννιέται με την προδιάθεση, τα προσόντα. Χωρίς όμως δουλειά, επιμονή και αφοσίωση ταλέντο δεν υπάρχει. Τι κάνει ένα ρόλο εύκολο ή δύσκολο; Υπάρχουν πιο εύκολοι και πιο δύσκολοι ρόλοι. Αυτό δεν συνδέεται κατ’ ανάγκην με το μέγεθος. Η «Μήδεια» νομίζω ότι είναι ο δυσκολότερος, ο πλέον σύνθετος και ο μεγαλύτερος σε όγκο ρόλος που έχω αντιμετωπίσει ώς τώρα.

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 23

σκαλοι, όπως υπήρξαν παλιότερα ο Ροντήρης, ο Κουν και τώρα ο Ανατόλι Βασίλιεφ. Είναι τυχερός ο ηθοποιός που καθοδηγείται από έναν σκηνοθέτη με παιδαγωγικές ικανότητες, γιατί μόνο έτσι καταφέρνει να αναδείξει κρυμμένες αρετές και δυνατότητες, πέρα απ’ αυτές που συνήθως χρησιμοποιεί ή του ζητούνται. Στο ελληνικό θέατρο σήμερα νιώθετε ότι χρησιμοποιούνται στερεότυπα; Σήμερα είμαστε στο πολύ ενδιαφέρον σταυροδρόμι όπου παρατηρούμε να συγκρούονται πάσης φύσεως στερεότυπα με αυτό που προσπαθεί να εκφραστεί απελευθερωμένο απ’ αυτά. Και λέω πάσης φύσεως συμπεριλαμβάνοντας και αυτά που ανήκουν σε μια φαινομενικά σύγχρονη «ανατρεπτική», ματιά που όμως ανακυκλώνει μηχανιστικά η αυταρέσκεια του εαυτού της ή που αναπαράγεται σαν αυτοσκοπός, σαν η μόνη δυνατή οδός να καταρριφθούν τα στερεότυπα. Έτσι συχνά, αυτές οι προσπάθειες, παρά τις καλές προθέσεις, μετατρέπονται σ’ αυτό ακριβώς που θέλουν να καταρρίψουν, σε νέου τύπου στερεότυπα. Όμως υπάρχουν ελπιδοφόρες δημιουργίες τόσο παλαιότερων δημιουργών που εμμένουν στην ουσία αλλά και νεότερων κυρίως που εκφράζουν με γνησιότητα την ανάγκη για δημιουργία νέων κωδίκων καλλιτεχνικής έκφρασης. Τι είναι για σας το θέατρο; Το θέατρο για μένα είναι ο ιερός και παιγνιώδης ταυτόχρονα «τόπος» όπου μας υπενθυμίζεται ότι είμαστε φθαρτοί αλλά και αθάνατοι. Είναι η τελετή χαράς που μέσα απ’ το σύμβολο του Διονύσου υμνεί την αέναη εναλλαγή ζωής και θανάτου και μας συμπεριλαμβάνει λυτρωτικά, από κοινού δημιουργούς και κοινό, σ’ αυτόν τον κύκλο μύησης. Τα έργα που παίζουμε, οι ιστορίες που αφηγούμαστε είναι μόνο τα προσχήματα για να φτάσουμε, αν το μπορέσουμε, σ’ αυτή τη λυτρωτική στιγμή, και να νικήσουμε και εμείς για λίγο το θάνατο, μαζί με τον Διόνυσο.

«Φυσά νέος άνεμος» Ως θεατής ποια παράσταση του Ελληνικού Φεστιβάλ παρακολουθήσατε ή θα θέλατε να παρακολουθήσετε; «Φυσά αναμφίβολα νέος άνεμος στο φεστιβάλ και δεν προλαβαίνει να βλέπει κανείς τόσες πολλές και αξιόλογες εργασίες, ειδικά αν ταυτόχρονα προετοιμάζεται ο ίδιος. Είναι σημαντικό το ότι, εκτός από τις σημαντικές ξένες παραστάσεις, δίνονται γενναιόδωρα τόσο πολλές δυνατότητες και σε Έλληνες δημιουργούς να προτείνουν τη δουλειά τους. Το Θέατρο της Άνοιξης και το Θέατρο Τέχνης, το παρελθόν σας, πόσο έχουν επηρεάσει και καθορίσει το παρόν σας; Στο Θέατρο της Άνοιξης ένιωσα βαθιά σε πολύ νεαρή ηλικία τη σημασία και την αναγκαιότητα της συλλογικότητας στη θεατρική λειτουργία. Στο Θέατρο Τέχνης έμαθα από τον Κουν την αφοσίωση που απαιτεί η τέχνη όταν θέτει κανείς υψηλούς στόχους. Ακόμα, και ίσως αυτό είναι το πιο σημαντικό, έμαθα τη σεμνότητα. Επίσης, ότι τη θεατρική μαγεία μπορεί να τη δημιουργήσει κανείς με ελάχιστα μέσα. Ποιοες είναι οι σχέσεις σας με την επιτυχία και την αποτυχία; Θα μπορούσε να φανταστεί κανείς τη μέρα χωρίς τη νύχτα, τη χαρά χωρίς τη λύπη, τη ζωή χωρίς το θάνατο; Η μια φωτίζει την άλλη, και μαθαίνει κανείς και από τα δύο, ιδιαίτερα από τη δυστυχία. Το στοίχημα των ΔΗΠΕΘΕ, στο οποίο συμμετέχετε από την Πάτρα, ποιο είναι; Να μετατρέψει τις πόλεις της περιφέρειας σε δυναμικά φυτώρια νέων καλλιτεχνών και τάσεων δημιουργίας. Να μην επανέλθει το προ Μελίνας καθεστώς των «αποικιών» που λυμαίνονταν από τις πάσης φύσεως «αρπαχτές» και προχειρότητες – με όλο το σεβασμό στα παλιά μπουζούκια. Υπάρχει πια η υποδομή για μια πολιτιστική αξιοπρέπεια και πολυμορφία αν στηρίξουμε το θεσμό, αν τον ανανεώσουμε και θέσουμε πιο υψηλά κριτήρια και αυστηρούς όρους για τη λειτουργία τους.

Info ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Πάτρας - Ανατόλι Βασίλιεφ Ευριπίδη, «Μήδεια» Μετάφραση: Εύφη Μπαστιά Σκηνοθεσία: Ανατόλι Βασίλιεφ Σκηνογράφος: Διονύσης Φωτόπουλος Κοστούμια: Τσάμπα Αντάλ Σύνθεση – Μουσική επιμέλεια: Τάκης Φαραζής Χορογράφος: Τσάμπα Χόρβατ Συνεργάτης σκηνοθεσίας – Διδασκαλία: Βασίλης Λάγγος Φιλολογικός σύμβουλος: Ευγένια Σμάγκινα Διερμηνεία: Κωνσταντίνα Σαράντη Βοηθός σκηνοθέτη – Μετάφραση: Ειρήνη Λιόβα Διδασκαλία: Μουσική διδασκαλία: Κώστας Νικολόπουλος Ανατολικές τεχνικές: Ιβάν Κότικ Μαθήματα προφορικού λόγου: Ιλιά Κόζιν Ασκήσεις ρύθμισης φωνητικού οργάνου: Αντρέι Νασιόκιν, Ελένα Ρέντιτσκινα Ασκήσεις λαρυγγικού τραγουδιού: Νογκόν Σουμάροφ Διανομή Μήδεια: Λυδία Κονιόρδου Τροφός /Άγγελος: Αγλαΐα Παππά Ιάσων: Νίκος Ψαρράς Αιγεύς: Νίκος Καραθάνος Παιδαγωγός: Δημητρης Κανελλος Κρέων: Γιώργος Γάλλος Κορυφαίος: Λεονάρδος Μπάτης Παιδί Ι: Μαρία Δερεμπέ Παιδί ΙΙ: Βίκυ Καλπάκα Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου 15 & 16 /8, 21:00


συνέντευξη

24 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

Φωτογραφία: Κώστας Αμοιρίδης

ΗΛΕΚΤΡΑ ΚΑΛΕΙ ΟΡΕΣΤΗ Η Λυδία Φωτοπούλου και ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος στις πρόβες.

Σλόμπονταν Ουνκόφσκι Από μηχανής Θεός δεν υπάρχει Από τα Σκόπια στη Θεσσαλονίκη και, τώρα, στην Επίδαυρο, ο σκηνοθέτης που ανέλαβε να σκηνοθετήσει τον «Ορέστη» του Ευριπίδη για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, ένα μέλημα είχε: πώς θα καταφέρει να μιλήσει διαμέσου του Ευριπίδη για τα προβλήματα των Βαλκανίων και για το αίμα που κύλησε στη Γιουγκοσλαβία, ως αποτέλεσμα των εθνικιστικών πολέμων που τελικά τη διέλυσαν. Τελικά, χρειάστηκε να παραποιήσει λίγο το τέλος και να ξαναδεί, από τη βαλκανική, τη ματωμένη σκοπιά της Ιστορίας, το ρόλο του από μηχανής Θεού. Από τη Νίκη Ορφανού

Με σύγχρονο βλέμμα «διαβάζει» τον «Ορέστη» του Ευριπίδη ο σκηνοθέτης από την πΓΔ της Μακεδονίας Σλόμπονταν Ουνκόφσκι (που ανεβάζει το έργο σε λίγες μέρες στην αρχαία Επίδαυρο, σε μια παραγωγή του ΚΘΒΕ). Και αυτό γιατί το ταξίδι του ήρωα στις σκοτεινές γωνιές του ανθρώπινου πάθους, από το μίσος και τη μανία της εκδίκησης στην απόγνωση και τη συμφιλίωση – την αναγκαστική, επιβεβλημένη από το θεό και την ανάγκη για επιβίωση συμφιλίωση – περιγράφει, για τον σκηνοθέτη, ιστορίες από την πρόσφατη ιστορία των Βαλκανίων. Η προσέγγιση, λιτή, γιατί, όπως υποστηρίζει ο Ουνκόφσκι, τα κοστούμια και τα σκηνικά έχουν πάντα δευτερεύουσα θέση: «Μπορώ να κάνω θέατρο χωρίς αυτά. Το μόνο που χρειάζομαι είναι το κείμενο… και τους ηθοποιούς», λέει χαρακτηριστικά. Κι ενώ ο σκηνοθέτης, μαζί με τη βραβευμένη μεταφράστρια Γκάγκα Ρόσιτς που υπογράφει τη δραματουργική επεξεργασία, φροντίζει να μείνει πιστός στο λόγο του

ΟΡΕΣΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΚΟ ΔΡΑΜΑ Ο σκηνοθέτης Σλόμπονταν Ουνκόφσκι. «Διάβασα το έργο σε σχέση με τα τελευταία νωπά σημάδια της πατρίδας μου», λέει, εξηγώντας τη σκηνοθετική του προσέγγιση. «Μιλάω για το μίσος, την εκδίκηση, το αίμα, τη συμφιλίωση, τη συνείδηση», προσθέτει.

Ευριπίδη, όπως αυτός αποκαλύπτεται μέσα από τη μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, μια μικρή παρέμβαση στο τέλος δίνει διαφορετική εκδοχή στην ειρωνική λύση του Ευριπίδη. Στο έργο, όπως είναι γνωστό, ο Ορέστης μαζί με την αδερφή του Ηλέκτρα καταδικάζονται από τη συνέλευση των Αργείων σε θάνατο για το φόνο της μητέρας τους Κλυταιμνήστρας. Τα δύο αδέρφια αποφασίζουν να αντιδράσουν στην απόφαση με την εκδίκηση, να σκοτώσουν δηλαδή την κόρη του Μενέλαου και της Ελένης. Μόνο που η παρέμβαση του Απόλλωνα θα δέσει τελικά με δεσμούς γάμου τους επίδοξους θύτες με τα παραλίγο θύματα… Η παρέμβαση του Ουνκόφσκι (όπως θα αποκαλυφθεί στην παράσταση) μοιάζει να υπογραμμίζει ότι το χύσιμο του αίματος δεν μπορεί να οδηγήσει σε καμιά χαρά παρά μόνο σε περισσότερο αίμα, αλλά και ότι ο από μηχανής θεός δεν λύνει για τους ανθρώπους κανένα πρόβλημα – αντιθέτως… Αν, λοιπόν, στον «Ορέστη» ο Ευριπίδης χρησιμοποιεί το μύθο για να εκφράσει τη δική

του πικρία, κυρίως για την πολιτική παρακμή της κοινωνίας της εποχής του, ο Ουνκόφσκι αλλάζει το μύθο για να εκφράσει τον δικό του πόνο: «Οι “θεοί” δεν θέλουν να βοηθήσουν τη στιγμή που πρέπει να βοηθήσουν, ενώ οι άνθρωποι, ακόμα και να το ήθελαν, δεν ξέρουν πώς να το κάνουν…», μας είπε στη συνέντευξη που μας παραχώρησε…

«Μέσω του Ευριπίδη μιλάω για το αίμα στη Γιουγκοσλαβία» Αν και κουβαλάτε μια βαριά θεατρική βαλίτσα, ωστόσο είναι η πρώτη φορά που καταπιάνεστε με την αρχαία τραγωδία. Πώς κι έτσι; Έτυχε. Παρότι σκηνοθετώ σχεδόν σαράντα χρόνια τώρα, με κάποιους συγγραφείς που αγαπώ ιδιαίτερα συναντήθηκα αρκετά αργά. Αυτό συνέβη και με τον Τσέχοφ, με τον οποίο καταπιάστηκα επαγγελματικά πριν από τέσσερα μόλις χρόνια. Με άλλους, αντιθέτως, η γνωριμία έγινε πολύ νωρίς… Ήμουν μόλις 24 χρόνων όταν ανέβασα τον Άμλετ, που ήταν κατά κάποιον τρόπο το εισιτήριό μου για το εξωτερικό. Το αρχαίο δράμα πέφτει για μέ-


συνέντευξη να στην πρώτη κατηγορία. Είναι ένα είδος ιδιαίτερα δύσκολο και δύσβατο, δεν ήταν όμως αυτός ο λόγος για τον οποίο δεν το άγγιζα στο παρελθόν. Πάντα ανεβάζω έργα που με αφορούν προσωπικά, σε μια δεδομένη στιγμή της ζωής μου. Ίσως επειδή τα βιώματά μου συνδέονται με το αντικείμενο της αρχαίας τραγωδίας, ένιωσα ότι είχε έρθει η ώρα. Μιλάω, βέβαια, για τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας και τον τελευταίο αιματηρό πόλεμο. Σας δυσκόλεψε το συγκεκριμένο έργο; Όλα τα έργα μας δυσκολεύουν, το καθένα με τον τρόπο του, όταν βουτήξουμε βαθιά σ’ αυτά. Εδώ το θέματα, τα νοήματα, τα υπαρξιακά ζητήματα, είχαν να κάνουν, όπως ανέφερα, με τα τελευταία νωπά σημάδια της πατρίδας μου – ή έτσι εγώ διάβασα το έργο. Μιλάω για το μίσος, την εκδίκηση, το αίμα, τη συμφιλίωση, τη συνείδηση. Άρα δυσκολεύτηκα διπλά, όπως λέει και η ωραία Ελένη για την αδερφή της Κλυταιμνήστρα, «διπλά την κλαίω». Πιστεύετε ότι το θέατρο στην εποχή μας έχει τη δύναμη να παρεμβαίνει; Ή, τελικά, να μας καθησυχάζει μόνο; Το θέατρο, κατά τη γνώμη μου, θέτει ερωτήματα, και αυτό είναι σημαντικό, ακόμα και όταν δεν δίνει απαντήσεις. Αν τις δίνουν εκείνοι που το βλέπουν, ο καθένας για τον εαυτό του, τότε οπωσδήποτε το θέατρο παίζει ένα σημαντικό ρόλο. Το θέατρο που καθησυχάζει, απ’ την άλλη, δεν μου είναι πολύ οικείο. Δεν είναι η πρώτη φορά που συνεργάζεστε με Έλληνες ηθοποιούς. Μιλώντας γενικά, τι σας αρέσει σ’ αυτούς και τι σας ξενίζει; Μου αρέσει το πόσο ανοιχτοί είναι στη συνεργασία με έναν ξένο σκηνοθέτη, πόσο πρόθυμοι να μπουν στη διαδικασία μιας τέτοιας περιπέτειας. Με ξενίζει όμως η μεγάλη διαφορά μεταξύ τους ως προς την τεχνική και το ύφος της υποκριτικής, λόγω των πολλών – και άνισων – θεατρικών σχολών της Ελλάδας.

«Το σημαντικό είναι ο λόγος» Μιλήστε μας για την αισθητικές σας επιλογές για την παραγωγή αυτή… Τα σκηνικά και τα κοστούμια συμβάλλουν σε μια σύγχρονη εκδοχή του μύθου, στον οποίο βασίζεται και το έργο του Ευριπίδη. Το σημαντικό είναι ο λόγος… Επειδή πιστεύω ότι η αρχαία τραγωδία, λίκνο του ευρωπαϊκού θεάτρου, επιβίωσε μέχρι και τη δική μας εποχή λόγω της επιβλητικής της δυνατότητας να γεφυρώσει το χάσμα του χρόνου και να μας μιλήσει, όπως μιλούσε στους θεατές δυόμισι χιλιάδων χρόνων πριν. Για τους περισσότερους σκηνοθέτες, η Επίδαυρος είναι μια μεγάλη πρόκληση. Πώς τη βλέπετε εσείς; Και πρόκληση, και υποχρέωση, και ευθύνη. Με μεγάλο δέος που το ακολουθεί η μεγάλη ευγνωμοσύνη. Πρέπει να προσθέσω, ωστόσο, ότι η Επίδαυρος ήταν αρχικά το όνειρο της Γκάγκα Ρόσιτς, για το οποίο μου μιλούσε από τότε που πρωτοήρθα να σκηνοθετήσω στην Ελλάδα. Έπειτα έγινε και το δικό μου. Αρκετοί ξένοι σκηνοθέτες το βρίσκουν δύσκολο να σκηνοθετούν παραγωγές για ανοιχτούς χώρους. Σας προβλημάτισε καθόλου αυτό; Ο ανοιχτός χώρος δεν στάθηκε για μένα ανυπέρβλητο εμπόδιο, τουλάχιστον ώς τώρα. Θα δούμε πώς θα πάει με την Επίδαυρο. Ού-

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 25

τως ή άλλως, θεωρώ τη μάχη με το συγκεκριμένο θέατρο άνιση, λόγω της ιστορικής του μνήμης. Δεν τρομάζω εύκολα, ωστόσο, από το μέγεθος, έχω αρκετή πείρα με τις μεγάλες σκηνές. Επίσης, έχω δουλέψει για ανοιχτούς χώρος και στο παρελθόν, για διάφορα διεθνή φεστιβάλ. Με τον «Ορέστη» νιώθετε ότι ξεκινάτε ή ολοκληρώνετε το προσωπικό σας κεφάλαιο με την αρχαία τραγωδία; Αυτό δεν είναι κάτι προβλέψιμο! Ωστόσο ελπίζω πως το ξεκινώ… Στον «Ορέστη», ο από μηχανής Θεός σπεύδει τελικά να δώσει τη λύση. Ποιες οι σκέψεις σας πάνω σ’ αυτό; Η λύση του Απόλλωνα έρχεται κατόπιν εορτής. Εγώ με τον τρόπο μου σχολιάζω αυτή τη λύση, δεν τη δέχομαι ανεπιφύλακτα. Άλλωστε βασίζομαι και στο πικρό και ειρωνικό σχόλιο του ίδιου του Ευριπίδη, σε σχέση με τον Απόλλωνα. Και, θα τολμούσα να προσθέσω, πως δεν είμαι λιγότερο επιφυλακτικός από εκείνον, απέναντι στους «από μηχανής Θεούς» της εποχής μας…

Ο Σλόμπονταν Ουνκόφσκι… Είναι από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, με περισσότερες από εκατό σκηνοθεσίες στο ενεργητικό του. Είναι επίσης δάσκαλος υποκριτικής και σκηνοθεσίας στο Πανεπιστήμιο των Σκοπίων και επισκέπτης καθηγητής σε πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής, ανάμεσα στα οποία το Χάρβαρντ και το Κέιμπριτζ, ενώ διετέλεσε και υπουργός Πολιτισμού της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας την περίοδο 1995-97. Στην Ελλάδα σκηνοθετεί για τρίτη φορά, μετά από πρόταση του ΚΘΒΕ: είχε επίσης παρουσιάσει την «Τέταρτη Αδελφή» και τον «Βασιλιά Λιρ», παραγωγές του Εθνικού Θεάτρου.

Info Μετάφραση: Γιώργος Χειμωνάς Σκηνοθεσία: Σλόμπονταν Ουνκόφσκι Σκηνικά: Mέτα Χόσεβαρ Κοστούμια: Aντζελίνα Ατλάτζικ Σύνθεση - Μουσική διδασκαλία: Νίκος Βουδούρης Χορογραφία: Δημήτρης Σωτηρίου Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος Δραματουργική επεξεργασία: Γκάγκα Ρόσιτς Βοηθός σκηνοθέτη: Τατιάνα Μύρκου Διανομή: Ηλέκτρα: Λυδία Φωτοπούλου Ελένη: Ναταλία Δραγούμη Ορέστης: Λάζαρος Γεωργακόπουλος Μενέλαος: Κίμων Ρηγόπουλος Πυλάδης: Αλέξανδρος Συσσοβίτης Αγγελιοφόρος: Φαίδωνας Καστρής Ευνούχος: Αγγελική Παπαθεμελή Απόλλωνας: Βασίλης Μπισμπίκης Τυνδάρεως: Γιάννης Κρανάς Ερμιόνη: Εύη Σαρμή Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου 1 & 2/8, 21:00

FREE TIBET! Για ελεύθερο Θιβέτ, για ελεύθερη Κίνα διαδηλώνει η Αριάν Μνουσκίν, δραττόμενη της ευκαιρίας των Ολυμπιακών Αγώνων. Αλλά, μάλλον, είναι πολύ μόνη.

Αριάν Μνουσκίν Ελευθερία στους Κινέζους πολίτες Μόνιμη φίλη του Φεστιβάλ Αθηνών, η σκηνοθέτρια του Θεάτρου του Ήλιου εντείνει τη δραστηριότητά της διεκδικώντας ελευθερίες για τους Κινέζους πολίτες που τις στερούνται. Το μήνυμα των Ολυμπιακών Αγώνων διαβάζεται ποικιλοτρόπως.

Από την Κατερίνα Οικονομάκου

Ο αθλητής έχει πάρει θέση στο βατήρα. Καθώς η κάμερα εστιάζει στο νεανικό πρόσωπο, ακολουθούμε το βλέμμα του: πολλά μετρά κάτω από τα πόδια του, στο πλάι της πισίνας, Κινέζοι αστυνομικοί προσπαθούν να απομακρύνουν έναν ηλικιωμένο συμπατριώτη τους. Ο άνδρας παλεύει να κρατήσει πάνω από το κεφάλι του ένα πλακάτ που γράφει «Ανθρώπινα δικαιώματα...» - το υπόλοιπο μήνυμα κρύβεται από τα σώματα των αστυνομικών. Με αυτή τη σκηνή ξεκινάει το βίντεο με τον τίτλο «Η πισίνα», που γύρισε και ανέβασε στο youtube η Αριάν Μνουσκίν. Είναι το ένα από τα τρία βίντεο με θέμα τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου, μέσω των οποίων η Γαλλίδα σκηνοθέτρια θέλει να μεταφέρει το μήνυμα πως «δεν είναι πολύ αργά για να αντιδράσουμε». «Η πισίνα», «Το κουλουάρ» και «Το ζευγάρι» είναι παραγωγές του Θεάτρου του Ήλιου, για τη δημιουργία των οποίων η ομάδα της Μνουσκίν συνεργάστηκε με Κινέζους αντιφρονούντες, Θιβετιανούς πρόσφυγες, τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα και Γάλλους ακτιβιστές για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Σε συνέντευξη που παραχώρησε στις 18/7 στην εφημερίδα «Liberation», η Μνουσκίν εμφανίζεται βέβαιη πως η μόνη έντιμη στάση απέναντι στην κορυφαία αθλητική διοργάνωση που ξεκινάει πανηγυρικά στις 8/8, είναι το μποϊκοτάζ. Και το λιγότερο, λέει, που θα περίμενε από τον πρόεδρο της δημοκρατικής Γαλλίας ήταν να ανακοινώσει πως δεν θα παραστεί στην τελετή έναρξης. «Ήταν πνευματικά ανέντιμο εκ μέρους του Νικολά Σαρκοζί να πει ότι δεν είναι σωστό να μποϊκοτάρουμε 1,2 δισεκατομμύρια Κινέζους πολίτες. Το μποϊκοτάζ δεν στρέφεται εναντίον του λαού, αλλά εναντίον των ηγετών του». Και στηλιτεύει την «ανεντιμότητα» του Σαρκοζί, αξιοποιώντας τα εργαλεία της: όποιος παρακολουθήσει το βίντεο με τον τίτλο «Το ζευγάρι», θα καταλάβει πως πρωταγωνιστές είναι ο Σαρκοζί και η Μπρούνι. Η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή διαβεβαιώνει τα διεθνή μέσα ενημέρωσης πως οι αθλητές θα είναι, φυσικά, ελεύθεροι να απαντήσουν όπως νομίζουν σε ερωτήσεις γύρω από την πολιτική, «με την προϋποθέση πως δεν θα κάνουν προπαγάνδα». Προπαγάνδα, όπως την εννοεί ποιος; Η κινεζική κυβέρνηση, για παράδειγμα; «Κανείς δεν δικαιούται να ισχυριστεί πως θα προσέλθει αθώος σε αυτούς τους Ολυμπιακούς. Είτε πρόκειται για τουρίστα, αθλητή ή αρχηγό κράτους», υπενθυμίζει το αυτονόητο η σκηνοθέτρια. «Οι αθλητές είναι ενήλικοι πολίτες του κόσμου, άνθρωποι που δρουν κατά συνείδηση».


θέατρο

Φωτογραφία: Βίκυ Γεωργοπούλου

26 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

ΣΤΟ ΒΕΣΤΙΑΡΙΟ Η Ρούλα Πατεράκη, σκηνοθετεί δυο Οιδίποδες, διότι «όταν έχεις ένα έργο ολοκληρωμένο, γιατί να το κάνεις μισό;»

Ρούλα Πατεράκη «Ο Οιδίποδας είναι όλος ο δυτικός πολιτισμός» Η Ρούλα Πατεράκη, ηθοποιός και σκηνοθέτης, αποτελεί μια σπάνια περίπτωση. Πρωτοποριακή και αιρετική, έχει πιστούς οπαδούς αλλά και αρκετούς πολέμιους. Ενώ υπάρχει στη σκηνή από παιδί (πήρε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού στα δέκα της, ως «εξαιρετικό ταλέντο»), με το Εθνικό Θέατρο συνεργάζεται πρώτη χρονιά: το χειμώνα «Στο Βυθό» του Γκόρκι και, σύντομα, με τον διπλό της Οιδίποδα – Τύραννο και Επί Κολωνώ σε ενιαία παράσταση, που θα δούμε στην Επίδαυρο. Από την Ευγενία Τζιρτζιλάκη

«Με κούρασε το θέατρο στην Ελλάδα. Με κούρασε η Ελλάδα ίσως. Η χώρα με κούρασε γιατί με κουράζει ο χώρος του θεάτρου…»

Τη συναντήσαμε στις πρόβες της στο Αρσάκειο Ψυχικού, ανάμεσα στα δέντρα. Όση ώρα την περιμένουμε να φτάσει, μαθαίνουμε τα τρέχοντα της παραγωγής – όλοι ανησυχούν καθώς δύο ηθοποιοί έχουν παρουσιάσει προβλήματα με τη μέση τους και μετά βίας περπατούν. Όταν η Ρούλα Πατεράκη φτάνει, εκπέμπει έναν αέρα παλιοκαιρίτικο και αριστοκρατικό και, ταυτόχρονα, μια σχεδόν μητρική ζεστασιά. Ευγενέστατη, επιμένει να κρατά το κασετόφωνο για να μην ενοχλούμαι - κι εγώ τη ρωτάω κατ’ αρχάς για τα προβλήματα που έχουν προκύψει. «Έχουν γίνει τέρατα και σημεία και οι πρόβες γίνονται πολύ δύσκολα. Μία ηθοποιός

έχει δισκοπάθεια και πονάει πολύ, ο Μιχαήλ (Μαρμαρινός) παρουσίασε μεγάλο πρόβλημα με το γοφό του -οίδημα στο ισχίο, πραγματικός Οιδίποδας-, και αυτά μας πάνε πίσω. Έτσι κι αλλιώς είχαμε πολύ λίγο χρόνο: δυόμισι μήνες για τα δύο έργα. Έπρεπε ο Μιχαήλ να λείψει για κάποιον καιρό, κι όταν ήρθε αρχίσαμε εντατικά πρόβες αλλά έπρεπε ξανά να διακόψουμε διότι χειρουργήθηκε στο στόμα –έβγαλε έναν έρπη– και τώρα έπαθε αυτό. Εντωμεταξύ και ο Βακούσης (Κρέων) έπαθε κάτι, αλλά, εντάξει, το ξεπεράσαμε. Γενικά, όλοι ταλαιπωρηθήκαμε πολύ. Είναι δύσκολη παράσταση, σωματικά και φωνητικά – είναι ένα θέατρο τεράστιο και θέλει τρομακτική υγεία, να μην είσαι με υπερκόπωση. Εδώ

επειδή συνέβησαν πάρα πολλά μας βρίσκει σε αδύναμη οργανική κατάσταση κι έτσι μας ταλανίζει, μας παιδεύει». Όταν τα πράγματα γίνονται, όπως τώρα, αντικειμενικά δύσκολα, πώς το χειρίζεστε; Ενθαρρύνετε τους ηθοποιούς σας; Το ζήτημα είναι ότι εμείς οι ηθοποιοί γενικά δουλεύουμε πάρα πολύ με ψευδαισθητικούς μηχανισμούς κι έτσι, εκείνη την ώρα που πεθαίνουμε, μπορούμε και ν’ αναστηθούμε. Μια μικρή αναλαμπή στην πρόβα ή ένας καλός λόγος του γιατρού μας δίνει πάρα πολύ μεγάλο κουράγιο. Μέχρι την άλλη κατραπακιά, βέβαια, γιατί τότε παθαίνουμε και κατακόρυφη πτώση, πέφτουμε… αλλά την άλλη στιγμή, πάλι σηκωνόμαστε – είναι το


θέατρο ίδιον του ηθοποιού αυτό. Θα έλεγα ότι είναι μια πελώρια επιπολαιότητα απ’ την οποία δεν μπορούμε να γιατρευτούμε. Που ίσως είναι και σωτήρια; Σωτήρια… ε, εντάξει, όλα στο τέλος έχουν την ίδια κατάληξη (γνέφει χαμογελώντας, εννοώντας το θάνατο), αλλά αυτός ο ψευδαισθητικός μηχανισμός βοηθά τα πράγματα να συνεχίζουν. Και ο θεός του θεάτρου πάντοτε στο τέλος δικαιώνει, γίνεται κάποιο θαύμα. Δεν ξέρω πώς το πληρώνεις μετά, γιατί πληρώνεται η μεγάλη προσπάθεια, αλλά εμείς πιστεύουμε σ’ αυτά τα θαύματα. Αισιοδοξούμε... Ξέρω ‘γώ τι να πω; Αισιοδοξία είναι το κλειδί, λοιπόν; Εγώ, βασικά, όταν σκηνοθετώ είμαι ένας απαισιόδοξος άνθρωπος. Αλλά βλέπω πώς είναι οι συνθήκες γύρω μου και δανείζομαι αυτές τις ελπίδες, τους κάνω χρήση και ξεχνιέμαι κι εγώ μέσα σ’ αυτό, γιατί αλλιώς δεν γίνεται. Αλλά από τη φύση μου είμαι μάλλον απαισιόδοξη για όλα τα δρώμενα της ζωής και της τέχνης. Τι σας ερέθισε ώστε να φτάσετε στην ιδέα να κάνετε τους δύο Οιδίποδες μαζί; Δεν μου αρέσει όταν ξέρω ότι υπάρχει ένα πράγμα που είναι ολοκληρωμένο να κάνω το μισό. Απ’ τη στιγμή που υπάρχει ο «Οιδίπους επί Κολωνώ», ο οποίος είναι ένα αριστούργημα ποίησης, θα μου φαινόταν απολύτως ελλειμματικό να ασχοληθώ μόνο με τον «Τύραννο». Οπότε, αν και ήταν πολύ δύσκολο το εγχείρημα, είπα «ή όλα ή τίποτα, θέλω να το κάνω όλο, γιατί αλλιώς θα μου φαίνεται ότι το κάνω μισό». Και έτσι πήρα αυτό το ρίσκο. Τι σας έκανε να στραφείτε στον Οιδίποδα εξ αρχής; Πάντοτε έχουμε κάποιες προτιμήσεις σε έργα. Εγώ με την τραγωδία δεν έχω πάντα πολύ καλές σχέσεις. Αλλά με τα έργα του Οιδίποδα έχω εξαιρετική σχέση. Οπότε, αν ήταν να κάνω κάποιο έργο τραγωδίας, θα ήθελα να κάνω πρωτίστως τον Οιδίποδα. Δεν με συγκινεί, π.χ., καθόλου η ιδέα να κάνω τη Μήδεια.

Ο Οιδίποδας που τρέλανε και τον Φρόιντ Τι αγαπάτε ειδικά στον Οιδίποδα; Για μένα ο Οιδίποδας είναι όλος ο δυτικός πολιτισμός, όχι αστεία. Δηλαδή μου φαίνεται ότι όλος ο τρόπος της σκέψης του, της έρευνάς του, το φιλοπερίεργο που έχει, η αναζήτηση των πραγμάτων που στο τέλος φτάνει στην τρομακτική αναγνώριση του εαυτού του, η σύγκρουσή του, μου φαίνεται ότι είναι ο δυτικός πολιτισμός. Και επειδή αυτός είναι ο πολιτισμός μου, πιστεύω ότι είναι ο μεγαλύτερος ήρωας που έγινε στην αρχαιότητα, όσον αφορά την τραγωδία. Πιστεύω ότι δεν υπάρχει σημαντικότερος ρόλος στην τραγωδία. Γι’ αυτό έχει και τόσες ψυχαναλυτικές αναφορές; «Ε ναι, κι ο Φρόιντ κάπως τρελάθηκε με τον Οιδίποδα! Τρελάθηκε, βέβαια, με τον σοφόκλειο Οιδίποδα, κι όχι με τον ίδιο το μύθο, γιατί ο μύθος δεν έχει πάντα την εξέλιξη που του δίνει ο Σοφοκλής – υπάρχουν πολλές εκδοχές. Αλλά η ταύτιση τού Φρόιντ με τον Οιδίποδα ως μύθο, κατά τον οποίον όλοι, π.χ., έχουμε αυτή την ιστορία μέσα μας, ότι πρέπει να σκοτώσουμε έναν πατέρα και να παντρευτούμε μία μητέρα, αυτός ο αρχετυπικός μύθος ενός περίεργου, ας πούμε ασαφούς και αμφίσημου, σεξουαλισμού καθόρισε πάρα

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 27

πολύ τη θεωρία του. Διότι ο Σοφοκλής είναι μια τόσο μεγάλη πηγή, που μπορεί ο καθένας να παίρνει όσο νερό θέλει. Βλέπω ότι συνυπογράφετε και τη μετάφραση. Πώς συνεργαστήκατε με τον Γιάννη Λιγνάδη; «Εξαιρετικά. Εκείνος έκανε ένα χέρι, εγώ ένα δεύτερο και μετά κάναμε μαζί το τρίτο και το τέταρτο. Δουλεύαμε ο καθένας χωριστά και μετά κι οι δυο μαζί. Συγκρίναμε, λύναμε τις φιλολογικές μας απορίες... Εγώ ξέρω πράγματα αλλά δεν μπορούσα να έχω τη φιλολογική επάρκεια του Λιγνάδη – εκείνος εξασφάλιζε τη φιλολογική μας εγκυρότητα. Έχουμε επίσης και φιλολογική σύμβουλο και δραματολόγο. Γιατί, όσο και να αλλάζουμε τα πράγματα, έπρεπε να ξέρουμε πολύ καλά και την εποχή και τον Σοφοκλή και ολόκληρη την πορεία του Οιδίποδα από την άποψη του μύθου και των μεταγραφών του μύθου. Κι έπρεπε να έχουμε έναν άνθρωπο να μας οδηγήσει στην αρχαιότητα για να μπορέσουμε να μετακινηθούμε απ’ αυτή. Ήθελα και εγώ να γνωρίζω εις βάθος όλα αυτά, και οι ηθοποιοί μου να τα πληροφορούνται, οπότε έφερα την ειδικό, τη φιλολογική σύμβουλο Ναταλί Μινιώτη, η οποία μας βοήθησε τρομερά. Σε τι βαθμό πρόκειται για διασκευή; Δεν υπάρχει καμία αλλαγή στα λόγια του Σοφοκλή, παρά μόνο σύμπτυξη ορισμένων πραγμάτων και μερικά κοψίματα. Αλλά ο λόγος είναι ο λόγος – δεν έχουμε γράψει κείμενο. Νομίζω ότι οι περικοπές που έχουμε κάνει δεν είναι φανερές, δεν θα τις καταλάβουνε, εκτός αν είναι κανείς σούπερ φιλόλογος που ξέρει απ’ έξω όλους τους στίχους. Αυτός μόνο θα αντιληφθεί τα ξαφρίσματα και τις περικοπές· έχουμε κόψει πάρα πολύ διακριτικά, όλος ο κορμός και όλη η ποίηση είναι εκεί. Από την ώρα που ξεκινήσατε με την αρχική ιδέα, ώς τώρα, υπάρχουν πράγματα που ανακαλύψατε στην πορεία, τα οποία σας εξέπληξαν ίσως; Ναι, με εξέπληξε πάρα πολύ το στήσιμο της πλοκής στον «Οιδίποδα Τύραννο». Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι η πλοκή στήνεται τόσο πολύ επάνω στην ασάφεια – αυτό δεν το είχα υποψιαστεί, δεν μπορούσα να το συλλάβω. Πιστεύω ότι ο Σοφοκλής είναι ένας πρωτοπόρος και μετρ της πλοκής, με τρόπο που ποτέ άλλοτε δεν είδα. Αυτό το έργο είναι η βάση, η αρχή, αυτού που γίνεται αργότερα «αστυνομικό είδος». Και κανένα αστυνομικό δεν είναι τόσο περιπετειώδες και τόσο αγωνιώδες όσο ο «Οιδίπους Τύραννος». Η αλληλουχία που δένει την πλοκή δεν είναι ποτέ γραμμική· έχει κάτι διαπλοκές περίεργες τις οποίες πρέπει να ανακαλύψεις, αλλιώς σου μένουν κενά· και λες «μα αυτό πώς δικαιολογείται;» Αλλά τελικά δεν υπάρχει κανένα κενό. Είναι όλα δικαιολογημένα. Γιατί η πλοκή δεν εξαπλώνεται μονάχα στον κορμό της ιστορίας αλλά στο τι θέλει ο κάθε ήρωας και πώς εκπλήσσεται ο ίδιος από την πλοκή. Ο καθένας φέρνει μικρά κομμάτια των αρμών της πλοκής. Και βάζοντάς τα δίπλα-δίπλα, ο καθένας τρομάζει με τους αρμούς του άλλου. Και έτσι οικοδομείται η πλοκή. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι... Μα κι εγώ το ανακάλυψα! Και το ανακάλυπτα πάνω στις πρόβες, όχι πριν. Στην αρχή βρισκόμουν υπό την επήρεια των «μεγάλων ποιητικών κειμένων», των περίφημων μονολόγων κ.λπ. κ.λπ., και αυτό το θεωρούσα

δευτερεύον – και να μη βγει δεν μ’ ένοιαζε. Μετά, όμως, άρχισε να μου δημιουργεί προβλήματα. Έφτασα σε σημείο πολλές φορές να μην καταλαβαίνω – δηλαδή πώς τώρα ξέρει αυτός κάτι ενώ δεν θα ‘πρεπε να το ξέρει; Και έβλεπα ότι ναι, το πληροφορήθηκε σε κείνο το σημείο, από κάποιο άλλο πρόσωπο, το οποίο ήταν αθώο ως προς την πληροφορία που έφερε, κι έτσι εγώ δεν είχα δώσει καμία σημασία. Αν το ξανακοιτάξετε θα δείτε ότι πρόκειται για ένα αξεδιάλυτο δίχτυ. Τι σας έκανε να εμπιστευτείτε τον ρόλο του Οιδίποδα στον Μιχαήλ Μαρμαρινό, που έχουμε συνηθίσει να τον βλέπουμε ως σκηνοθέτη; Ότι μπορεί να το κάνει. Έχει τη στόφα να το κάνει.

«Το ταλέντο είναι χάρισμα» Τι είναι για σας η στόφα; Στόφα είναι το υλικό. Η ύλη και η πλέξη της ύλης μαζί. Δηλαδή είναι κάτι γονιδιακό; Α, για να παίξεις έναν μεγάλο ρόλο, πρέπει να έχεις ταλέντο. Δεν πιστεύω ότι γίνεται χωρίς. Πρωτίστως είναι το ταλέντο, από κει και πέρα θεός η τεχνική, και μετά την τεχνική είναι πάλι το ταλέντο. Και το ταλέντο τι είναι; Χάρισμα. Πώς γεννιέται ο άλλος με μια ωραία φωνή σοπράνο; Χάρισμα δεν είναι αυτό; Δεν μπορεί να είναι όλοι σοπράνο. Πού έγκειται το ταλέντο; Στη φαντασία, στην έκφραση; Όχι, όχι. Στο σώμα. Και στο μυαλό. Ένας άνθρωπος γεννιέται έτσι. Όπως γεννιέται ένας αριθμομνήμων. Το ταλέντο είναι μια ιδιοφυής κατάσταση, ένα χάρισμα. Άλλοι άνθρωποι το ‘χουν κι άλλοι δεν το ‘χουν. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ταλαντούχοι. Όλοι μπορεί να είναι δημιουργικοί, εργατικοί, παραγωγικοί, αλλά ταλαντούχοι όχι. Είναι πολύ ιδιαίτερο χάρισμα. Στο θέατρο, το ταλέντο είναι πρώτο απ’ όλα. Όλα τ’ άλλα τα βρίσκουμε. Σε μια άλλη συνέντευξή σας είχατε πει ότι «στο θέατρο, επειδή είναι τόσο ρευστή τέχνη, είναι καθημερινό το σοκ του “έν οίδα, ότι ουδέν οίδα”». Δηλαδή; «Στο θέατρο συμβαίνει μια συνεχής ανατροπή. Εκεί που νομίζεις ότι ξέρεις πολύ καλά το υλικό, διαπιστώνεις ότι αυτή η ρευστότητα σε κάνει να βρίσκεσαι μπροστά σ’ ένα άγνωστο. Κι αυτό σε τρομάζει, σε ξαναβάζει από την αρχή στην περιπέτεια. Γιατί στο θέατρο δεν μπορείς να πεις ότι ξέρεις. Δεν ξέρεις. Γιατί έχει μεγαλύτερη ρευστότητα το θέατρο από τις άλλες τέχνες; Διότι οι άλλες τέχνες είναι πιο συγκεκριμένες ως προς αυτό που κομίζουν. Δηλαδή, στο χορό πρέπει να ξέρεις μπάρα για να γίνεις μπαλαρίνα. Στο θέατρο δεν ξέρεις ακριβώς τι χρειάζεται για να γίνεις σπουδαίος ηθοποιός. Χρειάζονται από την μπάρα μέχρι όλα. Είναι δηλαδή μία τέχνη πολύ πιο σύνθετη και φευγαλέα. Και εκεί που νομίζεις ότι κάπως την ελέγχεις, αποδεικνύεται ότι δεν ξέρεις τίποτα. Και σε τρομοκρατεί αυτό. Είναι και απολαυστικό αυτό; Όχι. Εγώ που είμαι και κυνηγός της γνώσης, όταν νιώθω να μου τραβάς το χαλί κάτω από τα πόδια μου παθαίνω πανικούς. Δηλαδή ωραίο είναι το χάος αλλά στη δουλειά μού χρειάζεται μία οργάνωση και μία σταθερά. Κι όταν αυτό δεν συμβαίνει αγωνιώ. Και τι κάνετε;

Προσπαθώ να μπω ουσιαστικά μέσα. Κι αυτό το ουσιαστικό είναι που με μπερδεύει. Δηλαδή, εκεί που νομίζω ότι είμαι ουσιαστική μ’ αυτό που κάνω, αντιλαμβάνομαι ότι δεν είμαι, ότι τελικά δεν ήταν αυτή η ουσία. Κι αυτό σημαίνει φτου κι απ’ την αρχή. Κι εντωμεταξύ έχεις κάνει πολύ μεγάλα λάθη. Δεν είναι η προσπάθεια, όμως, που έχει τη σημασία; Η πορεία προς την ουσία; Και η φιλοσοφία αυτό δεν είναι; Πολύ ωραία, αλλά εμένα με ενδιαφέρουν τα σπουδαία αποτελέσματα. Δηλαδή όταν βλέπω την Πιετά του Μικελάντζελο, συγκλονίζομαι. Είναι ένα εντελές πράγμα. Με ενδιαφέρει αυτό το απόλυτο στο αποτέλεσμα. Με ενδιαφέρουν πολύ τα αποτελέσματα. Τι σας έχει στοιχίσει το θέατρο; Είναι μεγάλη κουβέντα αυτό… Η αλήθεια είναι ότι δεν με ευχαριστεί όπως παλιά. Με κούρασε το θέατρο στην Ελλάδα. Με κούρασε η Ελλάδα ίσως. Η χώρα με κούρασε γιατί με κουράζει ο χώρος του θεάτρου… Για το μέλλον τι σκέφτεστε; Είμαι σε μια φάση που έχω πολλές ιδέες, οι οποίες μου έρχονται άκοπα. Κάτι θα κάνω απ’ όλα αυτά - αλλά και να μην τα κάνω δεν πειράζει τόσο. Θα ήθελα πολύ να ταξιδέψω, να διαβάσω, να έχω όχι πολλά, αλλά κάποια λεφτά, αυτό. Από τον Οιδίποδα ποια είναι η αγαπημένη σας φράση; Όλες, δεν μπορώ να διαλέξω… «Εγώ o πάσι κλεινός Οιδίπους»… «Εγώ... ο κλεινός…»

Info Σοφοκλή, Oιδίπους Τύραννος – Επί Κολωνώ Μετάφραση: Γιάννης Λιγνάδης, Ρούλα Πατεράκη Διασκευή - σκηνοθεσία: Ρούλα Πατεράκη Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη Κοστούμια: Άγγελος Μέντης Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος Φιλολογική Σύμβουλος: Ναταλί Μινιώτη Σύμβουλος κίνησης: Μαρία Αγγέλου Βοηθός σκηνοθέτη: Τασία Σοφιανίδου Διανομή Οιδίπους: Μιχαήλ Μαρμαρινός Αντιγόνη: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη Ιοκάστη: Μάνια Παπαδημητρίου Θεράπων: Δημήτρης Πιατάς Κρέων: Μάνος Βακούσης Ισμήνη: Λουκία Μιχαλοπούλου Θησέας/ Άγγελος: Νίκος Χατζόπουλος Παιδί-Άγγελος/ Εξάγγελος: Κοσμάς Φοντούκης Πολυνείκης: Κώστας Βασαρδάνης Τειρεσίας: Μάνος Σταλάκης Ξένος/ Ιερέας: Χάρης Τσιτσάκης Βοηθός Χορογράφου: Παναγιώτης Κοντονής Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, / 8 & 9/8, 21.00


συνέντευξη

Φωτογραφία: Βίκυ Γεωργοπούλου

28 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

COOL, ΣΑΝ ΧΘΟΝΙΑ ΘΕΟΤΗΤΑ Μια πόζα στο πάρκο. Η Αντιγόνη στους δυο Οιδίποδες του Εθνικού Θεάτρου και της Ρούλας Πατεράκη εργάζεται σκληρά - και όταν της δίνεται η ευκαιρία για ανάπαυλα δεν θέλει να την αφήνει να περνά ανεκμετάλλευτη. Αν και τη φετινή χρονιά δεν θα βρει χρόνο για να χαλαρώσει στη φύση.

Καρυοφυλλιά Καραμπέτη Κουρδισμένη στο φουλ Αντιγόνη στους δυο Οιδίποδες του Εθνικού Θεάτρου, που σκηνοθετεί για την Επίδαυρο η Ρούλα Πατεράκη, εργάζεται με απόλυτη αφοσίωση. Και πάθος. Αλλά ταυτόχρονα ονειρεύεται ξεκούραση, χαλάρωση, ηρεμία. Πόσο μπορεί να ηρεμήσει, όμως, μια ηθοποιός που θέλει να κατανοήσει τι εκπροσωπεί το πάθος του Οιδίποδα για τον σύγχρονο άνθρωπο, προκειμένου να τον παρασύρει μαζί της; Από την Ευγενία Τζιρτζιλάκη

H Kαρυοφυλλιά Καραμπέτη είναι μια εξαιρετικά ταλαντούχα ηθοποιός, μια πολύ ωραία γυναίκα και ένας από τους πιο σεμνούς και ουσιαστικούς ανθρώπους που γνωρίζω. Κάθε φορά που της μιλάω δεν μπορώ παρά να εντυπωσιαστώ από τα ίδια πάλι στοιχεία της προσωπικότητάς της – όχι επειδή είναι τόσο αδιανόητο να συναντάς κάποιαν σαν εκείνη (τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να είναι) αλλά επειδή μέχρι να την ξανασυναντήσω δεν τυχαίνει να βρεθώ με άλλον άνθρωπο που να είναι τόσο συνεπής στα ραντεβού του, διακριτικός στα σχόλιά του, στοχαστικός και συμπονετικός στην κρίση του, ταπεινόφρων και απίστευτα ευγενής. Η κουβέντα μας για τη νέα παραγωγή στην οποία συμμετέχει, τους δυο Οιδίποδες του Εθνικού Θεάτρου και της Ρούλας Πατεράκη, ξεκινά κατευθείαν επί της ουσίας.

Πώς σας φάνηκε το εγχείρημα των δύο έργων σε ένα; Είναι πολύ φιλόδοξο και τολμηρό, αλλά και τρομακτικά δύσκολο. Η Ρούλα (Πατεράκη) έχει πει πως αν ήταν δυνατόν θα ανέβαζε όλο τον Θηβαϊκό Κύκλο – δηλαδή και την Αντιγόνη και τους Επτά επί Θήβας – σε μία ενιαία παράσταση-ποταμό, αλλά φυσικά αυτό δεν γινόταν κι έτσι περιορίστηκε στα δύο έργα. Αυτό έχει το τεράστιο ενδιαφέρον ότι ο κόσμος θα δει δύο έργα γραμμένα σε απόσταση μιας εικοσαετίας, τα οποία ναι μεν έχουν τον ίδιο ήρωα, αλλά είναι εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους. Ο Οιδίπους επί Κολωνώ είναι η τελευταία τραγωδία, το έργο που κλείνει τον όρο «τραγωδία» στην κλασσική Αθήνα. Αν σκεφτεί κανείς ότι οι Βάκχες του Ευριπίδη γράφονται στη Μακεδονία, όντως

ο Οιδίπους επί Κολωνώ είναι το τελευταίο. Κατάλαβες; Τα δύο έργα είναι γραμμένα σε διαφορετική κοινωνική, πολιτική, ιστορική, αλλά και προσωπική στιγμή, δεδομένου ότι στο …Επί Κολωνώ ο Σοφοκλής είναι κοντά στα 90, οπότε είναι προς το τέλος της ζωής του, όπως ο ήρωας. Το έργο είναι μια συμπύκνωση συναισθημάτων, στοχασμών, μιλάει για τα γηρατιά και το θάνατο και ο Σοφοκλής είχε ανάγκη να δώσει ένα ωραίο τέλος, διαβλέποντας ίσως και το δικό του, το προσωπικό του τέλος. Και ο Οιδίπους επί Κολωνώ είναι ίσως το ποιητικότερο έργο που μας έχει δώσει η αρχαία τραγωδία. Έχει ακριβώς αυτή την ωριμότητα και τη σοφία του μεγάλου ποιητή που θα έλεγε κανείς ότι κάνει έναν απολογισμό. Η μορφή ξεφεύγει από τα δεσμά της αριστοτελικής τελειότητας, είναι πιο

ρευστή. Και βλέπεις ότι ο Σοφοκλής τολμά να το κάνει επειδή πια άλλα πράγματα τον απασχολούν. Κάτι που το βλέπει κανείς γενικά στην τέχνη, και σε μεγάλους συνθέτες, ας πούμε. Τα έργα, π.χ., της ακμής του Μπετόβεν είναι διαφορετικά σε σχέση με αυτά προς το τέλος της ζωής του.

Μάθημα θεατρολογίας Στην παράσταση υποδύεστε την Αντιγόνη; Στο πρώτο έργο, στον Οιδίποδα Τύραννο, και αυτή και η Ισμήνη είναι πολύ μικρότερες σε ηλικία. Είναι κορίτσια, που εκείνη τη στιγμή γίνονται μάρτυρες ενός απίστευτου γεγονότος το οποίο τα ξεπερνάει. Δηλαδή, μόλις έχουν πληροφορηθεί την αυτοκτονία της μητέρας τους, βλέπουν την αυτοτύφλωση του πατέρα τους και συνειδητοποιούν ότι


συνέντευξη και οι ίδιες είναι καρποί μιας πράξης ανήκουστης, μιας αιμομιξίας. Ότι είναι ταυτόχρονα κόρες και αδερφές του πατέρα τους. Στον Τύραννο, αυτό δεν εκφράζεται με λόγο. Μετά από χρόνια, όμως, η Αντιγόνη είναι η αφοσιωμένη κόρη που έχει ταυτιστεί με τον Οιδίποδα. Μοιράζεται τη μοίρα του. Είναι και οι δυο πλάνητες, εξαρτώνται από την καλοσύνη των άλλων, έχουν βιώσει την πτώση, την καταστροφή, είναι μιάσματα, όταν αντιλαμβάνεται ο κόσμος ποιοι είναι τους βρίσκει αποτροπιαστικούς – αυτό επιφέρει και στην ίδια την Αντιγόνη την αίσθηση μιας τρέλας. Αυτή ήταν και η οδηγία της κ. Πατεράκη. Είναι ένα κορίτσι το οποίο είναι σχεδόν αγρίμι. Έχει πλήρη συνείδηση του ποια είναι, έχει συνείδηση και της τραγικότητας της μοίρας της. Είναι όμως τα μάτια και τα πόδια του Οιδίποδα, αυτή που τον καθοδηγεί, αυτή που του συμπαραστέκεται. Κι από την άλλη πλευρά, βεβαίως, υπάρχει μέσα της και όλη η περηφάνια της κόρης του βασιλέα. Φοβερά αντικρουόμενα αυτά τα δύο – είναι πρώτη και τελευταία την ίδια στιγμή. Ακριβώς. Υπάρχει αυτή η περήφανη, ωραία σκληρότητα και αυστηρότητα της Αντιγόνης. Αυτό το αγέρωχο του χαρακτήρα που θέτει τον θείο νόμο πάνω από τον ανθρώπινο. Και ακριβώς επειδή η Αντιγόνη έχει γραφτεί πριν από τον Οιδίποδα Τύραννο και φυσικά πριν από τον …Επί Κολωνώ, θα έλεγε κανείς ότι εδώ ο Σοφοκλής κάνει έναν κύκλο, σαν να κλείνει λίγο το μάτι στο θεατή. Ο Πολυνείκης, ας πούμε, έρχεται να εκλιπαρήσει τον πατέρα του να πάρει το μέρος του στη διαμάχη με τον αδερφό του τον Ετεοκλή για την εξουσία της Θήβας και αυτό που αποκομίζει είναι οι κατάρες του πατέρα. Η Αντιγόνη λοιπόν, που είναι παρούσα σ’ αυτό το γεγονός, στη μεγάλη οργή, δηλαδή, του Οιδίποδα και στις κατάρες που εκτοξεύει εναντίον του γιου του, αντιλαμβάνεται ότι τα δύο αδέρφια θα αλληλοσκοτωθούν, βλέπει το αδιέξοδο στο οποίο οδηγεί τον Πολυνείκη το πείσμα του. Εκεί, και στη σκηνοθεσία, έχουμε κάποιες μνήμες και κάποιες εικόνες από το μέλλον, αν θες. Θυμόμαστε δηλαδή τη σχέση της Αντιγόνης με τον Πολυνείκη, που θα τον θάψει με τα ίδια της τα χέρια – μια σκηνή που ο Σοφοκλής ήδη την έχει γράψει νωρίτερα. Κι έτσι είναι κάπως σαν εδώ να κλείνει τον κύκλο. Οπότε ο Σοφοκλής πρώτα γράφει τα γεγονότα και μετά την προοικονομία τους. Ναι, είναι καταπληκτικό αυτό. Και ενώ στον Τύραννο υπάρχει η πορεία από το μεγαλείο στην πτώση, στον …Επί Κολωνώ υπάρχει το αντίστροφο: από την πτώση στην ανύψωση. Ο Οιδίποδας, που είναι ένας ανήμπορος επαίτης, αποκτά τελικά σχεδόν υπεράνθρωπες δυνάμεις. Ο Σοφοκλής αποκαθιστά τον ήρωα που βασάνισε τόσο πολύ στο προηγούμενο έργο, ο οποίος είχε έρθει σε επαφή με κάτι που τον ξεπερνάει. Είναι, βλέπεις, ο σύγχρονος άνθρωπος, ο ευφυής, ο εκπρόσωπος του Αθηναίου πολίτη της εποχής του, που πιστεύει ότι μπορεί να ελέγξει τα πάντα, να εξουσιάσει και να προγραμματίσει τα πάντα – όπως ήταν η κυρίαρχη ιδέα στην Αθήνα της εποχής. Επιστήμη, πολιτισμός, λογική. Ακριβώς. Όμως τελικά έρχεται σε επαφή με κάτι μεγαλύτερο – τη μοίρα, την τύχη, τους θεούς, δεν ξέρω – που τελικά τον συντρίβει στο πρώτο έργο, ενώ στο …Επί Κολωνώ,

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 29

ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΠΟΥ ΕΚΤΙΜΑ Η Καριοφυλλιά Καραμπέτη εκτιμά ιδιαίτερα τους συναδέλφους της με τους οποίους συνεργάζεται στις πρόβες, όπως οι εικονιζόμενοι Μιχαήλ Μαρμαρινός και Μάνια Παπαδημητρίου. Ειδικά για τον Μαρμαρινό, που είναι και σκηνοθέτης, εκτιμά ότι «δεν φέρνει στην παράσταση τη δική του άποψη, παρά μόνο την προσωπική του αλήθεια».

βαθμιαία οδηγείται σε κάτι το υπερφυσικό. Αυτός ο ταλαιπωρημένος άνθρωπος, το μίασμα, γίνεται πλέον ένα δώρο για την Αθήνα, τον τόπο που τον αγκαλιάζει και του παρέχει άσυλο. Και εκεί τελικά πεθαίνει με έναν θάνατο υπέροχο – τον παίρνουν οι θεοί, μέσα σε μια μεταφυσική αίσθηση γαλήνης, ηρεμίας και σοφίας. Και γίνεται πια ο Οιδίποδας μια χθόνια θεότητα. Γιατί νομίζεις; Επειδή παραδόθηκε σ’ αυτό; Δεν ξέρω να σου το εξηγήσω έτσι. Σου λέω απλώς τα γεγονότα. Εξάλλου και η τραγωδία περισσότερο θέτει ερωτήσεις παρά απαντά. Ποια είναι τα σημεία που ο ρόλος της Αντιγόνης ακουμπάει στην Καρυοφυλλιά; (Ξεκαρδίζεται στα γέλια) Αυτή η ερώτηση πάντα! Να σου πω την αλήθεια, βρίσκω λίγο παγίδα το να λέμε πού μου μοιάζει ο ρόλος. Πάντα θέτω τον εαυτό μου όσο το δυνατόν βαθύτερα στην υπηρεσία του ρόλου και ανασύρω μέσα από την ψυχή μου και την ιδιοσυγκρασία μου τα στοιχεία που θα τον υπηρετήσουν καλύτερα. Αλλά δεν τολμώ αυτό να το εκφράσω με λόγια. Να πω δηλαδή ότι «α, κι εγώ είμαι έτσι, σαν την Αντιγόνη» – το θεωρώ λίγο ύβρη αυτό το πράγμα, καταλαβαίνεις; Και δεν θέλω να αντιμετωπιστεί ως ψωνίστικο, χυδαϊστί. Απλώς αυτό που προσπαθώ είναι να δώσω μια πολύ μεγάλη εσωτερική αλήθεια σ’ αυτό που κάνω,

με το 100% της ενέργειάς μου και της ύπαρξής μου, και σύμφωνα πάντα με τη σκηνοθετική οδηγία. Να υπηρετήσω, δηλαδή, τον παραλογισμό της Αντιγόνης, αυτό το λίγο αγριεμένο που έχει, στο οποίο ωστόσο την έχει οδηγήσει η μοίρα της και η επίγνωση ότι και η ίδια είναι ένα μίασμα. Πώς είναι να γνωρίζεις ότι είσαι ένα πρόσωπο που προξενεί τη φρίκη, ότι στις φλέβες σου κυλάει παράξενο αίμα; Αυτό προσπαθώ να υπηρετήσω: από τη μια την τρέλα της κι από την άλλη την περηφάνια της, την αιχμηρότητά της, το συναισθηματισμό της, την τρυφερότητά της, που όμως δεν πρέπει να γίνεται μελό. Πάντα στην τραγωδία το αντιμετωπίζω αυτό το πρόβλημα – είναι μια πολύ δύσκολη ισορροπία γιατί, σίγουρα, η τραγωδία δεν είναι μελόδραμα, κι από την άλλη, όταν προσπαθείς να αντισταθείς σε έναν πολύ έντονο προσωπικό συναισθηματισμό, τον οποίο εγώ η ίδια, ας πούμε, διαθέτω στο έπακρο, μπορεί να κατηγορηθείς ότι είσαι και στεγνός, κατάλαβες; Ανάλογα με το τι θέλει και ο κάθε θεατής βέβαια. Γιατί συχνά οι θεατές έχουν μια συγκεκριμένη άποψη και για την τραγωδία και το πώς παίζεται, και ανάλογα με το αν μια παράσταση τους ικανοποιεί σ’ αυτή την άποψη ή όχι, μπορούν να πουν ότι αυτό που έκανες είναι εξαιρετικό ή αδύναμο. Εξαρτάται. Άλλοι θεατές είναι πολύ πιο

«Πάντα αντιμετωπίζω πρόβλημα στην τραγωδία. Είναι μια πολύ δύσκολη ισορροπία γιατί δεν είναι μελόδραμα. Κι από την άλλη, όταν προσπαθείς να αντισταθείς σε έναν πολύ έντονο προσωπικό συναισθηματισμό, μπορεί να κατηγορηθείς ότι είσαι και στεγνός».

ανοιχτοί και έτοιμοι, κι άλλοι είναι πολύ πιο παγιωμένοι στην άποψή τους.

«Με τα μούτρα στη δουλειά» Πώς είναι για σας να παίζετε δίπλα στον Μιχαήλ Μαρμαρινό, που είναι κυρίως σκηνοθέτης; Με τον Μιχαήλ είναι η δεύτερη φορά που συνεργαζόμαστε ως ηθοποιοί. Δυστυχώς, δεν με έχει σκηνοθετήσει ποτέ ώς τώρα, αν και ελπίζω να γίνει στο μέλλον – και οι δύο έχουμε εκφράσει αυτή την επιθυμία. Και τότε και τώρα, βλέποντας πώς δουλεύει, έχω εντυπωσιαστεί απίστευτα. Βλέπω έναν άνθρωπο που έχει ξεχάσει την ιδιότητα του σκηνοθέτη. Είναι ένας ηθοποιός στην άμεση υπηρεσία της σκηνοθέτη. Κάνει ακριβώς αυτό που του ζητάει η Ρούλα Πατεράκη. Δεν φέρνει τη δική του άποψη, παρά μόνο την προσωπική του αλήθεια. Έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά, ήταν ώρες ατελείωτες, δωδεκάωρα, μαζί με τη Ρούλα, αλλά έβλεπα ότι ακόμα κι όταν είχε κάνει το χειρουργείο στο στόμα του [σ.σ. έκανε μια μικρή επέμβαση για να εξαφανίσει έναν έρπη], δεν προστάτευε τον εαυτό του. Πολύ συχνά του έλεγα: «Μιχαήλ πρόσεχε τον εαυτό σου πάνω απ’ όλα». Αλλά ήταν τέτοια η αυτοθυσία του που ήταν συγκινητικό. Όλοι στο θίασο το είδαμε και δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Και τον εκτιμήσαμε και τον αγαπήσαμε ακόμα περισσότερο. Είναι εξαιρετι-


συνέντευξη

30 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

ΠΡΟΒΕΣ ΜΕΤ’ ΕΜΠΟΔΙΩΝ Η Καριοφυλλιά Καραμπέτη και ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, μαζί με τους ηθοποιούς του χορού, στις πρόβες. Η ηθοποιός λέει ότι ούτε το Εθνικό Θέατρο διαθέτει υποδομές για πρόβες που να μην καταντάνε έργο βαρύ κι ανθυγιεινό.

«Πολύ συχνά τυχαίνει να παρακολουθήσεις ένα ζώο, ένα αιλουροειδές σ’ ένα ντοκιμαντέρ για παράδειγμα, και να δεις πώς κάθεται με συσπειρωμένη όλη την ενέργεια κατασκοπεύοντας τη λεία του, και ξαφνικά με μια απίστευτα δυναμική κίνηση να ορμά. Αυτό μπορεί, σε μια στιγμή ενός ρόλου, να σου χρειαστεί».

κός συνεργάτης, εξαιρετικός άνθρωπος. Εσείς το έχετε νιώσει ποτέ αυτό; Ότι πρέπει να προστατεύσετε τον εαυτό σας γιατί δεν πάει άλλο; Θα σου πω τι γίνεται. Εμείς της νεότερης γενιάς έχουμε ακούσει ότι, παλαιότερα, οι ηθοποιοί έκαναν οικονομία, δεν φώναζαν ας πούμε στις πρόβες, για να προστατευτούν – χειρίζονταν αλλιώς τον εαυτό τους και άφηναν κάποια πράγματα για την παράσταση. Εμείς τώρα δουλεύουμε αλλιώς. Ήδη από την πρώτη μέρα είμαστε κουρδισμένοι στο φουλ. Αυτό, πολλές φορές, γίνεται μπούμερανγκ, επειδή εξαντλούμε τον εαυτό μας, τις φωνητικές μας χορδές και το σώμα μας. Πάντα χρειάζεται οικονομία, στο βαθμό που και ο ρόλος υπηρετείται με τη βαθύτερη δυνατή αλήθεια αλλά και, με τη χρήση της τεχνικής, δεν αναλώνεσαι. Ο ηθοποιός πρέπει να ψάχνει τη χρυσή τομή. Από τη μία οι ηθοποιοί πρέπει να κάνουν οικονομία, αλλά από την άλλη και ο σκηνοθέτης πρέπει να ξέρει πώς θα είναι το αποτέλεσμα. Ακριβώς. Και εκεί είναι το πρόβλημα. Μου έχει συμβεί, λόγω των συνθηκών μια πρόβας, να υπερβώ τις δυνάμεις μου και να πάω στην πρεμιέρα πάρα πολύ κουρασμένη φωνητικά. Αλλά είπα ότι δεν θα το ξαναπάθω ποτέ πια. Έμαθα ότι πρέπει να δίνεις στο σώμα σου στην ευκαιρία να αναπνεύσει, να ανακτήσει τις δυνάμεις του· να κοιμάσαι καλά, να ξεκουράζεσαι και σίγουρα να κάνεις οικονομία. Και επιτέλους κάποια στιγμή πρέπει να δημιουργηθούν χώροι για πρόβες. Είναι αδιανόητο να μην έχει ούτε το Εθνικό Θέατρο έναν χώρο

που να προστατεύει τους ηθοποιούς. Να έχει δηλαδή καλή ακουστική και να μη σε εκθέτει στις καιρικές συνθήκες. Φέτος πήγαμε στο γήπεδό του τάε κβο ντο και αναγκαστήκαμε να φύγουμε γιατί η ακουστική ήταν κακή.

Μετά την ένταση Τι σας ξεκουράζει από τις καθημερινές εντάσεις της δουλειάς; Χαλάρωση με οποιονδήποτε τρόπο – με τον άνθρωπό σου, τους φίλους σου, ακούγοντας μουσική, βλέποντας μια ταινία, διαβάζοντας ένα βιβλίο… Φέτος, όσο κάναμε νωρίς πρόβα, πήγαινα και έβλεπα τις παραστάσεις του Φεστιβάλ. Τώρα, που κάνουμε ώς αργά πρόβα, δεν μπορώ να το κάνω. Σίγουρα πάντως δεν είμαι άνθρωπος που θα βγει έξω για να διασκεδάσει. Το σπίτι μου είναι το καταφύγιό μου και η ηρεμία μου. Αγαπώ και τη φύση πολύ, αλλά αυτή είναι μια πολυτέλεια που δεν μπορώ να την έχω. Ούτε διακοπές, ούτε τίποτα. Σε μεγάλο βαθμό, οι τέχνες παίρνουν πληροφορίες από την παρατήρηση της φύσης. Πώς το συναντάτε αυτό στην υποκριτική; Πολύ συχνά τυχαίνει να παρακολουθήσεις ένα ζώο, ένα αιλουροειδές σ’ ένα ντοκιμαντέρ για παράδειγμα, και να δεις πώς κάθεται με συσπειρωμένη όλη την ενέργεια κατασκοπεύοντας τη λεία του, και ξαφνικά με μια απίστευτα δυναμική κίνηση να ορμά. Αυτό μπορεί, σε μια στιγμή ενός ρόλου, να σου χρειαστεί. Θυμάμαι τώρα την ηθοποιό που έπαιζε την Λαίδη Μάκμπεθ στο «Θρόνο του Αίματος» του Ακίρα Κουροσάβα, που πραγ-

ματικά μπορείς να την παρομοιάσεις με αιλουροειδές. Ή μπορείς να βλέπεις αυτή την ηρεμία, την οικονομία της φύσης, και να τη βάζεις στο σώμα σου κι εσύ: να έχεις φυσική αναπνοή, να αφήνεις τα πράγματα επάνω στη σκηνή να συμβαίνουν ήρεμα και χαλαρά χωρίς να τα πιέζεις και να φαίνονται βεβιασμένα. Τέτοια πράγματα… Ο έρωτας τι ρόλο έχει παίξει στη ζωή σας; Ο έρωτας είναι για μένα σημείο εκκίνησης, αναφοράς, έμπνευσης, δηλαδή αυτό που με γεμίζει με συναισθήματα, με ομορφιά, με πόνο μερικές φορές, με βιώματα εν πάσι περιπτώσει πολύ δυνατά, τα οποία γίνονται αφετηρία έμπνευσης. Πολύ συχνά ο έρωτας είναι ένας τόπος στον οποίο αναφέρονται τα μεγάλα έργα και οι μεγάλοι ρόλοι. Εάν λοιπόν δεν έχεις βιώσει έντονες καταστάσεις στη ζωή σου δεν μπορείς να ανταποκριθείς, να έχεις ένα εσωτερικό τοπίο αναφοράς. Όπως κι αυτό που λέγαμε για τη φύση – εδώ πρόκειται για τη φύση μέσα μας. Ακριβώς! Είναι ακόμα αφορμή για αυτογνωσία και για μια πορεία προς τη συνειδητότητα, γενικά, της ανθρώπινης ύπαρξης. Μέσω της εξερεύνησης, του άλλου αλλά και του εαυτού σου, μαθαίνεις, πληροφορείσαι πράγματα, γίνεσαι σοφότερος, έρχεσαι αντιμέτωπος με το άγνωστο, με το φως και το σκοτάδι της ύπαρξής σου. Οπότε ό,τι αποκομίζεις από την ερωτική εμπειρία, αυτό σε σημαδεύει, σε διαμορφώνει και το κουβαλάς. Είσαι εσύ, γίνεσαι εσύ. Και από αυτό το υλικό θα αντλήσεις κιόλας. Έτσι κι αλλιώς για το ανθρώπινο μιλάς μέσα από τους ρόλους.


εξαγωγαί

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 31

Γιάννης Λεοντάρης

ΑΒΙΝΙΟΝ ΟΝ? ΑΒΙΝΙΟΝ ΟFF! H Mαρία Κεχαγιόγλου και ο Γιώργος Φριντζήλας στην «Ηλέκτρα» του Χόφμανσταλ, που παρουσίασαν στη Γαλλία, σε σκηνοθεσία Γιάννη Λεοντάρη.

Μια Ηλέκτρα που εξάγεται Έχει σκηνοθετήσει κινηματογραφικές ταινίες, διδάσκει στο Πανεπιστήμιο και, έπειτα από σκληρή δουλειά τριών χρόνων με τη θεατρική ομάδα «Κανιγκούντα», παρουσίασε ένα δύσκολο έργο σε ένα απαιτητικό κοινό. Την «Ηλέκτρα» του Ούγκο φον Χόφμανσταλ στο Φεστιβάλ OFF της Αβινιόν. Από τη Νίκη Ορφανού

Στον υποβλητικό χώρο μιας εκκλησίας του 17ου αιώνα, στην Αβινιόν της Γαλλίας, η θεατρική ομάδα «Κανιγκούντα» ανέβασε πριν από μερικές ημέρες την «Ηλέκτρα» του Ούγκο φον Χόφμανσταλ. Για τον σκηνοθέτη Γιάννη Λεοντάρη και την ομάδα του, οι 22 συνολικά παραστάσεις που είχαν προγραμματιστεί ν δοθούν εκεί, στο πλαίσιο του φεστιβάλ OFF της Αβινιόν, είναι η κατάληξη μιας μακράς πορείας, που ξεκίνησε πριν τρία χρόνια, όταν άρχισε η δουλειά πάνω στο δύσκολο αυτό κείμενο του 1903. Μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη μια μέρα πριν την πρεμιέρα του έργου. «Δεν νιώθουμε άγχος, παρά μόνο χαρά, που μπορούμε να δείξουμε τη δουλειά μας εκτός των συνόρων της χώρας μας», μας είπε. «Είναι ωραίο να νιώθεις ότι μιλάς μια άγνωστη γλώσσα, κι όμως μπορείς να επικοινωνείς με το κοινό». Για ποιους λόγους επιλέξατε το συγκεκριμένο έργο; Είναι οι επιρροές του από την ψυχαναλυτική θεωρία αυτό που σας γοητεύει στο κείμενο; Όχι, στην πορεία μόνο ανακαλύψαμε πόσο μεγάλη ήταν η επιρροή του από τον Φρόιντ. Αυτό που αρχικά μας συγκίνησε ήταν ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας χρησιμοποίησε το μύθο για να μιλήσει για τη βία

στο εσωτερικό της οικογένειας. Παρουσίασε τα πρόσωπα του μύθου όχι μόνο ως φορείς ιδεών όπως ο Σοφοκλής, αλλά ως ανθρώπινα όντα των οποίων οι πράξεις καθοδηγούνται από τα ένστικτά τους. Υπάρχει έντονη λεκτική βία στο εσωτερικό των σχέσεων: δυσκολεύονται να ανεχτούν ο ένας τον άλλο, να ακούσουν ο έναν τον άλλο. Το κείμενο περιγράφει μια κοινωνία σε κρίση, μια κοινωνία που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και η δική μας… Το άλλο στοιχείο που μας γοήτευσε είναι η «δυτική» ματιά του συγγραφέα πάνω στους ελληνικούς μύθους.

Οριενταλισμός Υπάρχει ένα έντονο ανατολίτικο στοιχείο στο κείμενο, έτσι δεν είναι; Ακριβώς. Την εποχή που έγραφε ο Χόφμανσταλ η ματιά προς την Ανατολή, ο οριενταλισμός, ήταν κάτι πολύ διαδεδομένο, και η Ελλάδα εθεωρείτο τότε σχεδόν Ανατολή. Γι’ αυτό και ο Χόφμανσταλ τοποθέτησε τη δράση σ’ ένα παλάτι της Ανατολής. Εμείς αυτό τον ανατολίτικο χαρακτήρα τον διατηρούμε, για να αναδείξουμε το θέμα της σύγκρουσης μεταξύ πολιτισμών. Στο έργο η Ηλέκτρα εκπροσωπεί τον δυτικό ορθολογισμό ενώ η Κλυταιμνήστρα υπερασπίζεται μια άλλη,

πιο ανατολίτικη λογική. Η σύγκρουσή τους, σύγκρουση προσώπων αλλά και σύγκρουση πολιτισμών, μας βοηθά να μιλήσουμε για τον φανατισμό, στις διάφορες εκδοχές του. Δεδομένης της σύγχρονης πραγματικότητας με τους οικονομικούς μετανάστες από τις χώρες της Ανατολής, είναι ένα θέμα επίκαιρο… Βέβαια. Εδώ στη Γαλλία, το στοιχείο της σύγκρουσης των δύο αυτών κόσμων -του παλιού και του καινούργιου, της Ανατολής και της Δύσης ή όπως αλλιώς κι αν το ονομάσουμε- το διακρίνουν εύκολα γιατί τους ενδιαφέρει, τους «καίει» ίσως περισσότερο απ’ ό,τι εμάς… Δουλεύετε πάνω στο συγκεκριμένο έργο τρία χρόνια. Πώς ξεκινήσατε και τι βρήκατε στη διαδρομή; Ναι, το δουλεύουμε από το 2005, στην αρχή παρουσιάζοντάς το σε διάφορους εναλλακτικούς χώρους ως ανοικτή πρόβα, συζητώντας μετά τις παραστάσεις με τους θεατές. Ήταν μια πολύ παραγωγική διαδικασία, καθώς μας βοήθησε να επιβεβαιώσουμε επιλογές μας ή και να αλλάξουμε πορεία σε ορισμένα σημεία. Επίσης, στην ανοιχτή πρόβα δεν νιώθεις το άγχος του να αποδείξεις κάτι, όπως σε μια κανονική παράσταση, κι έτσι είσαι έτοιμος να ακούσεις και να πάρεις πράγματα από

τους άλλους, να πειραματιστείς με το κοινό. Ουσιαστικά, η παράσταση παρουσιάστηκε σε ολοκληρωμένη μορφή για πρώτη φορά φέτος το χειμώνα στο «Θησείο». Θέλετε να μας πείτε δυο λόγια για την αισθητική της παράστασης; Χρησιμοποιούμε την μετάφραση του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, μια μετάφραση του 1911. Όπως καταλαβαίνετε, τα ελληνικά της παράστασης δεν είναι τα ελληνικά του σήμερα. Μας ενδιαφέρει, όμως, να δούμε πως μπορεί να επιτευχθεί επικοινωνία ανάμεσα στο έργο, τους ηθοποιούς και το κοινό με γλωσσικά εργαλεία όχι απολύτως σύγχρονα –κάτι που επιχειρήσαμε και με τη «Βοσκοπούλα», που είναι γραμμένη επίσης σ’ ένα δύσκολο γλωσσικό ιδίωμα. Η αισθητική της παράστασης στηρίζεται στη χρήση ενός χρώματος, του κίτρινου, στη μορφή ενός κίτρινου δαπέδου, με όλους τους συμβολισμούς του κίτρινου χρώματος… κυρίως του μίσους, καθώς δίνει το κλίμα των σχέσεων ανάμεσα στους χαρακτήρες. Κάναμε μια πολύ απλή σκηνογραφική επένδυση, μ’ ένα τραπέζι μόνο και κάποια αντικείμενα. Επομένως, όλη η παράσταση στηρίζεται στην επικοινωνία μέσω του λόγου. Οι Γάλλοι που μας είδαν είπαν ότι κάνουμε «θέατρο ιδεών»…


συνέντευξη

32 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

Αμαλία Μουτούση

«Η Κλυταιμνήστρα μού θυμίζει τη Μαντόνα» Αν και θα διαφωνούσε με τον χαρακτηρισμό, για το θεατρόφιλο κοινό είναι η σταρ ανάμεσα στις αντιστάρ. Πριν δικαιώσει για άλλη μια φορά τον τίτλο της, αυτή τη φορά στο ρόλο της Κλυταιμνήστρας στον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου, που σκηνοθετεί η Άντζελα Μπρούσκου, η Αμαλία Μουτούση μάς μιλάει για την τέχνη και το θέατρο της ελληνικής μας καθημερινότητας. Από την Έλια Αποστολοπούλου

«Υπάρχουν νέοι σκηνοθέτες κινηματογράφου που έχουν δρόμο και όραμα, αλλά έχουν να παλέψουν κι αυτοί με την έλλειψη παιδείας στο χώρο. Εκεί που υπάρχει πολύ μεγάλο πρόβλημα είναι στο σενάριο. Αυτό μόνο μέσα από την εκπαίδευση μπορεί να αντιμετωπιστεί. Δεν ξυπνάει κανείς ένα πρωί και γράφει ένα ωραίο σενάριο».

Τους τελευταίους δυόμισι μήνες, η Αμαλία Μουτούση κάνει πολύωρες πρόβες σχεδόν καθημερινά, δουλεύοντας το ρόλο της Κλυταιμνήστρας, με την καθοδήγηση της Άντζελας Μπρούσκου. Λίγες μέρες πριν ο θίασος κατεβεί στην Επίδαυρο, για να συνεχίσει εκεί τώρα τις πρόβες του «Αγαμέμνονα», ζητήσαμε από την Αμαλία Μουτούση να μας μιλήσει για την ηρωίδα που ενσαρκώνει, τη συνεργασία της με την Άντζελα Μπρούσκου και τη σχέση της με το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Εκεί που τελευταία φορά την παρακολουθήσαμε στο ρόλο της Αντιγόνης στην πολύ επιτυχημένη παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή, η οποία θα εκπροσωπήσει τη χώρα μας στο Φεστιβάλ Αβινιόν του 2009. Μια ζωή κάνετε θέατρο. Αλλά τι είδους θέατρο επιλέγετε ; Μου αρέσει το ποιητικό θέατρο, αλλά και το μουσικό, γιατί αγαπώ και την ποίηση και τη μουσική. Το ποιητικό θέατρο -και συγκεκριμένα ο ποιητικός λόγος- μου έχουν χαρίσει πολύ μεγάλες συγκινήσεις όλα αυτά τα χρόνια. Όμως, το θέατρο είναι μια δουλειά που πρέπει να γειώνεται, γιατί έχει μία τάση -και μέσα από τον ίδιο το χώρο, αλλά και από τους ανθρώπους που την παρακολουθούν- να είναι λίγο «φευγάτη». Οι άνθρωποι που κάνουν αυτή τη δουλειά μπορεί να αντιμετωπίζονται σαν ιδιαίτερα πλάσματα, ποιητικά. Αυτό το κατανοώ ώς ένα βαθμό, όμως το χάρισμα από μόνο του δεν σημαίνει τίποτε. Μάλλον, δηλαδή, σημαίνει πολλά πράγματα -μην είμαστε αχάριστοι- αλλά μπορεί και να πάει χαμένο. Για να μπορέσεις να χειριστείς τον ποι-

ητικό λόγο χρειάζονται σπουδές. Η δουλειά μας πρέπει να σπουδάζεται. Με ενδιαφέρει η έρευνα στο θέατρο. Με ενδιαφέρει να καταλάβω τον άνθρωπο και τις λειτουργίες, να μάθω πού εντοπίζεται η φωνή μου μέσα στο σώμα μου. Δεν μπορώ να σπουδάσω τον ποιητικό λόγο αν δεν σπουδάσω πάνω στη φωνή. Και μια που μιλάμε για τη φωνή, βρέθηκα με τον Σπύρο Σακκά, μόλις πριν δυο χρόνια, ενώ θα έπρεπε μόλις τελείωσα το σχολείο να πάω σε ένα πανεπιστήμιο και ο πρώτος άνθρωπος που θα με διδάξει να είναι αυτός. Τον βρήκα, όμως, μετά από 20 χρόνια στην «Αντιγόνη». Ευλογημένες συναντήσεις. Προτιμάτε να εργάζεστε αποκλειστικά πάνω σε μία παράσταση κάθε σεζόν; Είμαι υπέρ του εναλλασσόμενου ρεπερτορίου και παλιά οι ηθοποιοί είχαν μάθει σε αυτό. Οι ομάδες στο εξωτερικό, επίσης, έτσι δουλεύουν, πάνω σε ένα και δύο και τρία έργα συγχρόνως. Εμείς εδώ, με τη γνωστή ελληνική νοοτροπία, έχουμε μάθει στο ένα και «καλό». Πιστεύω, όμως, στο εναλλασσόμενο ρεπερτόριο και σε αυτό αναφέρομαι - κι όχι στο ότι οι ηθοποιοί επειδή δεν πληρώνονται καλά γίνονται χίλια κομμάτια μεταξύ θεάτρου, τηλεόρασης, διαφημίσεων και πάει λέγοντας.

Το θέατρο οφείλει να μας ξυπνάει Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η σχέση του θεάτρου με τη ζωή; Ο ρόλος του θεάτρου είναι αρχικά να μας κάνει να σκεφτόμαστε, να μας συγκινεί βαθιά και, αν είναι δυνατόν, να μας κάνει καλύτε-

ρους ανθρώπους. Αλλά επειδή ζούμε σε εποχές ζοφερές θεωρώ ότι είναι πολύ χρήσιμη η πολιτική διάσταση του θεάτρου και, όπως βλέπω -ειδικά στο εξωτερικό-, κάτι τέτοιο συμβαίνει και στο θέατρο και στη μουσική. Το θέατρο οφείλει να ξυπνά την πολιτική μας συνείδηση, αφού δεν τα λένε οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι… Όσον αφορά τη ζωή, η ζωή είναι παντού - δεν είναι ούτε εντός ούτε εκτός θεάτρου. Εξάλλου, η ουσία του θεάτρου είναι η συμπύκνωση της ζωής. Δεν μπορώ να φανταστώ το θέατρο χωρίς ζωή. Έχετε εμφανιστεί ελάχιστες φορές στον κινηματογράφο. Είναι σύμπτωση ή μήπως πιστεύετε ότι, ως αφηγηματική τέχνη, είναι υποδεέστερη του θεάτρου; Δεν θεωρώ καθόλου ότι ο κινηματογράφος είναι υποδεέστερη του θεάτρου τέχνη. Αυτή την περίοδο, μάλιστα, κάνω πρόβες για τα γυρίσματα της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του Σύλλα Τζουμέρκα. Μ’ αρέσει πάρα πολύ ο κινηματογράφος, αλλά δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να εμφανιστώ περισσότερες φορές από αυτές που εμφανίστηκα σε κάτι που να αισθάνομαι ότι μου ταιριάζει. Θα το ήθελα, όμως, πάρα πολύ. Υπάρχουν νέοι σκηνοθέτες που έχουν δρόμο και όραμα, αλλά έχουν να παλέψουν κι αυτοί με την έλλειψη παιδείας στο χώρο. Εκεί που υπάρχει πολύ μεγάλο πρόβλημα είναι στο σενάριο. Αυτό μόνο μέσα από την εκπαίδευση μπορεί να αντιμετωπιστεί. Δεν ξυπνάει κανείς ένα πρωί και γράφει ένα ωραίο σενάριο. Κι αν συμβαίνει αυτό αφορά μεμονωμένες περιπτώσεις. Η τέχνη σε έναν τόπο δεν μπορεί να βασί-


Φωτογραφία: Βίκυ Γεωργοπούλου

συνέντευξη

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 33

ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΟΥ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ «Η Κλυταιμνήστρα είναι μια γυναίκα που κυβερνά. Είναι η ίδια η εξουσία, έχει όλα τα χαρακτηριστικά της γυναίκας που κυβερνά και κάνει όλα τα πράγματα που πρέπει να κάνει μια γυναίκα όταν ο άντρας είναι απών», περιγράφει η Αμαλία Μουτούση την Κλυταιμνήστρα, που της φέρνει στο νου από την Μαντόνα μέχρι την Κοντολίζα Ράις.


συνέντευξη

34 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

γάρο και τα ναρκωτικά και κανείς δεν λέει ότι το πιο σύγχρονο και διαδεδομένο ναρκωτικό στην εποχή μας είναι η τηλεόραση. Παχύσαρκα παιδιά τρώνε τζανκ φουντ και βλέπουν τηλεόραση 10 ώρες την ημέρα. Αυτό είναι θάνατος και οι γονείς είναι δολοφόνοι. Στο κομμάτι της δουλειάς μου, από τη φύση της, η τηλεόραση ευνοεί το στιγμιαίο και όλη η δουλειά που γίνεται είναι για να ευνοηθεί αυτό, σαν την τσιχλόφουσκα που τη μασάς και τη φτύνεις. Δεν βρίσκω καμία χαρά και κανένα κίνητρο για να το κάνω αυτό, γιατί η δύναμη του μέσου από μόνη της δεν λέει τίποτε, αν δεν μετουσιώνεται σε πράξη. Γι’ αυτό και όλοι οι συνάδελφοί μου που εκτιμώ και οι οποίοι κάνουν τηλεόραση, πάνε μόνο για τα λεφτά. Υπάρχουν, βέβαια, μεμονωμένες -και πάλι- περιπτώσεις ανθρώπων που προσπαθούν να κάνουν κάτι καλό μέσα σε αυτό το χάος - και μπράβο τους που τα καταφέρνουν. Τι σας έδεσε με την Άντζελα Μπρούσκου; Με την Άντζελα είμαστε πάρα πολλά χρόνια μαζί με διάφορους τρόπους. Παρακολουθώ τη δουλειά της και παρακολουθεί τη δουλειά μου. Η αφετηρία αυτής της συνεργασίας είναι στα 17 μου χρόνια, όταν ήμασταν μαζί στη σχολή. Η Άντζελα υπήρξε για μένα η πρώτη δασκάλα μου. Ενώ ήταν συμφοιτήτριά μου μου δίδασκε τα κομμάτια μου. Βρισκόμασταν στο σπίτι για να προετοιμαστούμε για τα κομμάτια μας. Μέσα από αυτή τη φιλία και τη σχέση, η Άντζελα με δίδασκε. Ήταν η πρώτη μου δασκάλα, γιατί πρώτα τα διδασκόμουν από αυτή και μετά τα έπαιζα μπροστά στους δασκάλους μου. Αν και κάναμε διαφορετικά πράγματα η καθεμία, ήταν σαν να πηγαίναμε μαζί. Έχουν πολλά κοινά σημεία οι πορείες μας. Είναι μια σχέση που κρατάει πολλά χρόνια και κοντά στην Άντζελα άρχισα να διαμορφώνω ένα καλλιτεχνικό κριτήριο. Θέλαμε πάρα πολύ να συνεργαστούμε και μας δόθηκε η ευκαιρία μέσα από το Ελληνικό Φεστιβάλ και τον Γιώργο Λούκο. Τέτοιες δουλειές είναι δύσκολο να γίνουν διαφορετικά.

ΣΧΟΛΕΙΟ ΓΥΝΑΙΚΩΝ Συμφοιτήτρια, αλλά και η πρώτη δασκάλα της, ήταν για την Αμαλία Μουτούση η σκηνοθέτρια του «Αγαμέμνονα» Άντζελα Μπρούσκου: «Βρισκόμασταν στο σπίτι για να προετοιμαστούμε για τα κομμάτια μας. Μέσα από αυτή τη φιλία και τη σχέση, η Άντζελα με δίδασκε».

Φωτογραφία: Βίκυ Γεωργοπούλου

Εκεί που οι σύγχρονοι συγγραφείς συναντούν την αρχαία τραγωδία

ζεται στις μεμονωμένες περιπτώσεις ούτε στη μεμονωμένη τρέλα του κάθε ανθρώπου που έχει χάρισμα ή έμπνευση. Αυτός ο τόπος τι κρίμα να μην γεννάει πολιτισμό; Γιατί δεν το κάνει, δεν μας δίνει τα εφόδια.

Η ελληνική παιδεία της αρπαχτής Συμμερίζεστε τις απόψεις που θεωρούν ότι η σύγχρονη Ελλάδα αντιμετωπίζει πολιτισμικό πρόβλημα εξαιτίας της κακής ποιότητας της παιδείας; Ναι, αλλά δεν θα το περιόριζα μόνο στην παιδεία. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει πρόβλη-

μα με τον πολιτισμό της εξουσίας, ο οποίος πάντα δίνει τον τόνο και ο οποίος δυστυχώς είναι τριτοκοσμικός. Όταν ένας λαός βλέπει τις αρπαχτές τύπου Ζίμενς και τους οικοπεδοφάγους να καταπατούν τα πάντα χωρίς συνέπειες, δεν μπορεί παρά να αποκτήσει μια νοοτροπία αρπαχτής. Και η παιδεία είναι ένα σύμπτωμα αυτής της γενικότερης νοοτροπίας. Έχετε γνώμη για την ελληνική τηλεόραση, από την οποία, αν δεν κάνω λάθος, συστηματικά απέχετε; Γίνεται τόση κουβέντα για το αλκοόλ, το τσι-

Η Σάρα Κέιν έγραψε για τη γενεσιουργό βία των κοινωνιών μας. Τι σας άφησε η σχέση με το κείμενο μιας τρομερά απαισιόδοξης σύγχρονης συγγραφέως, που μάλιστα αυτοκτόνησε πριν τριανταρίσει; Αισθάνομαι ότι έχω ασχοληθεί πολύ λίγο με τη Σάρα Κέιν, αλλά πιστεύω ότι είναι πολύ αποτελεσματικός ο τρόπος με τον οποίο έχει μιλήσει για τη βία μέσα στα έργα της. Έχει μία κραυγή για τη ζωή. Μοιάζει με την «Κραυγή» του Μουνχ, που δεν μπορείς να πεις αν είναι αισιόδοξη ή απαισιόδοξη, γιατί είναι όλα μαζί. Αυτό το πράγμα είναι η τέχνη. Πολλές φορές πρέπει να πας στο απόλυτο σκοτάδι, για να μπορέσει να βγει το αληθινό φως. Το γεγονός ότι αυτοκτόνησε δεν το συγχέω με τη δουλειά της. Νομίζω ότι ήταν μια κακιά στιγμή. Είχε κατάθλιψη, αλλά πολλοί άνθρωποι έχουν κατάθλιψη. Τη στιγμή που είχε κρίση βρέθηκε μόνη της. Η Σάρα Κέιν μίλησε για γλώσσες που κόβονται. Τα 80 άτομα που είναι φυλακισμένα στο Γκουαντάναμο χωρίς να τους έχει απαγγελθεί κατηγορία και χωρίς να μπορούν να μιλήσουν σε κανέναν δεν είναι στην ουσία 80 κομμένες γλώσσες; Η Σάρα Κέιν απλώς βλέπει τι συμβαίνει γύρω


συνέντευξη ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΔΑΥΡΟ ΣΤΗΝ ΑΒΙΝΙΟΝ Η Αντιγόνη και ο Κρέων, η Αμαλία Μουτούση δηλαδή και ο Λευτέρης Βογιατζής, το επόμενο καλοκαίρι, θα παρουσιάσουν την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή στο μεγαλύτερο φεστιβάλ της Ευρώπης.

Φωτογραφία: Εύη Φυλακτού

της κι αν είναι να τα βάλουμε με κάποιους, ας τα βάλουμε με αυτούς που κάνουν ότι δεν το βλέπουν, όχι με τη Σάρα Κέιν. Να το ναρκωτικό που λέγαμε πριν. Υπάρχουν, νομίζετε, συγγένειες σε σύγχρονα δράματα, όπως αυτό της Κέιν, με το κλασικό δράμα; Το θέατρό της μπορούμε να το σκεφτούμε σαν τη σύγχρονη τραγωδία και ο λόγος της είναι καθαρά ποιητικός λόγος. Η βία μέσα στα έργα της εμπεριέχεται όπως εμπεριέχεται και στον Αισχύλο. Αναρωτιέμαι γιατί μας σοκάρει η βία στα έργα της Σάρα Κέιν και το ίδιο πράγμα δεν μας έχει απασχολήσει για τους αρχαίους τραγικούς μας. Τι αντιπροσωπεύει για εσάς η Κλυταιμνήστρα; Τι αντιπροσωπεύει για εμάς, τους σύγχρονους θεατές, η Κλυταιμνήστρα; Να ξεκινήσω από τον «παιδικό» μου μύθο για την Κλυταιμνήστρα. Όταν ήμουν μαθήτρια στη σχολή, ήμουν στο χορό της «Ορέστειας» που σκηνοθέτησε ο Κουν και έβαζα το στέμμα στην Κλυταιμνήστρα, τη Μελίνα Μερκούρη. Ήταν η πρώτη Κλυταιμνήστρα που είδα στη ζωή μου. Μετά είδα την «Ορέστεια» του Πέτερ Στάιν με την Εντίθ Κλεβέ. Όταν έπαιζα στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, την Κλυταιμνήστρα έκανε η Νόνικα [Γαληνέα], η μητέρα μου. Τρεις γυναίκες που στο «παιδικό» μυαλό μου θα μπορούσαν να είναι στ’ αλήθεια Κλυταιμνήστρες. Αυτή είναι μια εκδοχή της Κλυταιμνήστρας, που κυκλοφορεί, λοιπόν, λίγο παιχνιδιάρικα μέσα μου σαν ένας μύθος γυναικών. Η Κλυταιμνήστρα στο έργο του Αισχύλου είναι μια γυναίκα που κυβερνά. Δεν είναι υποψήφια για εξουσία, είναι η ίδια η εξουσία και έχει όλα τα χαρακτηριστικά της γυναίκας που κυβερνά. Και κάνει όλα τα πράγματα που πρέπει να κάνει μια γυναίκα όταν ο άντρας είναι απών. Χρησιμοποιεί όλα τα αντρικά στοιχεία για να μπορέσει να εξουσιάσει και να ελέγξει. Μπορώ να τη φανταστώ, έτσι όπως φαντάζομαι έναν λοχία, την Μπουμπουλίνα, τη Μάργκαρετ Θάτσερ, τη Μαντόνα, την Κοντολίζα Ράις, την Εβίτα Περόν. Αλλά όχι σαν τις σύγχρονες γιάπισσες, που έχουν καταλάβει λάθος και έχουν γίνει άντρες - χειρότερες κι από τους ίδιους τους άντρες. Όμως, όλες αυτές οι εκδοχές είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη είναι αυτή η εικόνα που έχουμε όλοι στο μυαλό μας όταν λέμε Ελληνίδα μάνα. Πρόσφατα, είδα στις ειδήσεις το περιστατικό με την Ισραηλινή μάνα, που πέταξε το παιδί της έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου, όταν είδε την μπουλντόζα του Παλαιστίνιου να έρχεται κατά πάνω τους. Το παιδάκι έζησε και η μάνα σκοτώθηκε. Αυτό είναι το μητρικό ένστικτο. Κι αυτή είναι η δικιά μου Κλυταιμνήστρα κατά βάθος. Η Κλυταιμνήστρα είναι το ένστικτο, η φύση που εκδικείται. Έχετε πρόσωπα στα οποία να αισθάνεστε υποχρέωση για τη συγκρότησή σας; Στη μητέρα μου οφείλω τη συγκρότησή μου, στον τρόπο που με μεγάλωσε. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι ηθοποιών, με τη Νόνικα Γαληνέα και τον Αλέκο Αλεξανδράκη. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν απόλυτη συγκρότηση στην καθημερινότητά τους, προκειμένου να τα βγάλουν πέρα με τη δουλειά τους. Αυτό μου το μετέδωσε η μητέρα μου μέσα από τον τρόπο που την έβλεπα να λειτουργεί ως εργαζόμενη μητέρα. Έμαθα από εκείνη ότι σ’ αυτή τη δουλειά, ο εαυτός μας δεν μας ανήκει. Αργότερα,

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 35

οι άνθρωποι που με έβαλαν σε έναν τρόπο σκέψης και ξύπνησαν μέσα μου το κομμάτι της καλλιτεχνικής φλέβας ήταν (με σειρά εμφανίσεως): η Άντζελα Μπρούσκου, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, ο Άκης Δαβής, ο Λευτέρης Βογιατζής και ο Σπύρος Σακκάς. Τώρα, με την Άντζελα, είναι σαν να εξακολουθώ να είμαι στο σπίτι μου, στις ρίζες μου. Έχω πολύ καλή συνεργασία μαζί της, μου πάει σαν καλλιτεχνική φύση, γιατί έχει έναν συνδυασμό πολύ διαφορετικών και αντίθετων πραγμάτων που την κάνει μοναδική. Έχει κάτι πρωτόγονο στη δουλειά της, στο επίπεδο του ενστίκτου, σε συνδυασμό με μία απαλότητα. Ένας πολύ γόνιμος καλλιτεχνικά συνδυασμός.

Πολιτικό όραμα; Το πιο σύντομο ανέκδοτο Μετά τις «Ευτυχισμένες μέρες» του Μπέκετ, στην Επίδαυρο βρέθηκε φέτος και η Πίνα Μπάους. Σας ξενίζει που το αρχαίο θέατρο αφήνει χώρο και για ρεπερτόριο διαφορετικό από το αρχαίο δραματολόγιο; Το αρχαίο θέατρο δεν νομίζω ότι σημαίνει ότι πρέπει να παίζονται μόνο αρχαία έργα και μάλιστα με δήθεν αρχαίο τρόπο. Το θέατρο είναι ένας ζωντανός οργανισμός που εξελίσσεται. Όταν παίζονταν στην αρχαία Ελλάδα, στην Επίδαυρο, οι τραγωδίες ήταν σύγχρονα έργα. Εμείς έχουμε την ευλογία να έχουμε σαν κληρονομιά αυτό το χώρο. Ας τον αντιμετωπίσουμε ως θεατρικό χώρο, όχι ως «αρχαίο». Γιατί να μην παίζει η Φιόνα Σο και η Πίνα Μπάους στην Επίδαυρο, όταν αυτό μας προσφέρει βαθύτατη συγκίνηση; Εμπιστεύομαι τον Γιώργο Λούκο, ο οποίος αναμφισβήτητα έχει ένα όραμα και παραδέχομαι ότι αν υπάρχει κάτι που χρειαζόμαστε είναι το όραμα. Αυτά τα πράγματα χρειάζονται χρόνο, υπομονή και εμπιστοσύνη, γιατί δεν χτίζονται από τη μια στιγμή στην άλλη. Υπάρχει αντίστοιχη έλλειψη οράματος και στην πολιτική; Το πρόβλημα με την πολιτική είναι ότι δεν υπάρχει πια πολιτική. Είναι τόσο ασφυκτικά

ελεγχόμενη από την οικονομία της ελεύθερης αγοράς που οι άνθρωποί της δεν παράγουν πολιτική, απλώς διαχειρίζονται την εξουσία και νομίζω πως αυτό είναι από τα μεγαλύτερα προβλήματα της εποχής μας. Όσο για το πολιτικό όραμα έχει γίνει σύντομο ανέκδοτο. Τι σας αρέσει και τι σας ενοχλεί στην Αθήνα; Με ενοχλεί η συμπεριφορά των οδηγών, τα σκουπίδια, με ενοχλεί που ο δήμαρχος της Αθήνας έβγαλε τις νεραντζιές από το Κολωνάκι και φύτεψε άλλα δέντρα. Με ενοχλούν τα τζιπ, οι τύποι που μιλάνε στο κινητό με το ένα χέρι και με το άλλο πιάνουν το τιμόνι. Δεν μ’ αρέσει που έχει χτιστεί αυτή η πόλη τόσο πολύ και δεν βλέπω τίποτε. Οι άνθρωποι χτίζουν μπροστά σου, πάνω σου και δίπλα σου. Μ’ αρέσει η πόλη το βράδυ όταν είναι κλειστά τα μαγαζιά και μπορεί κανείς να την περπατήσει. Μ’ αρέσουν τα φώτα της. Όλη η ασχήμια της πόλης μ’ αρέσει πολύ το βράδυ. Μ’ αρέσουν κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις ανθρώπων που μπορείς να τους ξεχωρίσεις από μια κουβέντα, από ένα βλέμμα, από ένα χαμόγελο. Μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που θα συναντήσω στα φανάρια, θα πω μια κουβέντα και θα πάει αλλιώς η μέρα μου. Μ’ αρέσουν αυτά τα παιδιά που κυκλοφορούν με τα λευκά φτερά μέσα στην πόλη. Μ’ αρέσει ένα μπαράκι, στο πιο μπανάλ σημείο, στο οποίο πηγαίνω μόνη μου. Αγαπώ πολύ την Κυψέλη. Μ’ αρέσουν οι εκκλησίες, γιατί έχουν πλατείες. Κάθε μέρα οδηγώ στον Κηφισσό ανάμεσα στις νταλίκες, αφαιρούμαι και σκέφτομαι τις δουλειές των άλλων ανθρώπων. Μ’ αρέσει το ποδήλατο. Και λυπάμαι που το downtown ξεκίνησε τόσο ωραία και έγινε τόσο ελεεινό. Στου Ψυρρή είναι πια τα νέα μπουζούκια. Αν δεν ήσασταν ηθοποιός, τι επάγγελμα θα θέλατε να κάνετε; Θα μου άρεσε να κάνω κάτι με τη γη. Το να πιάνεις το βρεγμένο χώμα είναι σαν να πιάνεις τον ίδιο σου τον εαυτό πριν από χιλιάδες χρόνια.

«Μεγάλωσα σε ένα σπίτι ηθοποιών, με τη Νόνικα Γαληνέα και τον Αλέκο Αλεξανδράκη. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν απόλυτη συγκρότηση στην καθημερινότητά τους, προκειμένου να τα βγάλουν πέρα με τη δουλειά τους. Αυτό μου το μετέδωσε η μητέρα μου μέσα από τον τρόπο που την έβλεπα να λειτουργεί ως εργαζόμενη μητέρα. Έμαθα από εκείνη ότι σ’ αυτή τη δουλειά, ο εαυτός μας δεν μας ανήκει».


θέατρο

36 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

Άντζελα Μπρούσκου «Στην Ελλάδα, το διαφορετικό είναι πάντα ανήλικο» Η βία, η βία της θρησκείας που συχνά κρύβεται στην πίστη, η ελεύθερη βούληση, η μεταμφίεση της ελεύθερης βούλησης σε θρησκευτική επιταγή μόνο και μόνο για να κρύψει πίσω από «το θέλημα του θεού» ειλημμένες αποφάσεις από συμφέρον είναι θέματα που απασχολούν τη σκηνοθέτρια που σκηνοθετεί μεν για την Επίδαυρο «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου, αλλά συνεχίζει να αισθάνεται στην κόψη του ξυραφιού. Την απασχολεί να μπορεί να συνεχίζει απερίσπαστη στο θέατρο, κάτι που δεν της το υπόσχονται ούτε η αγορά ούτε οι καλλιτεχνικοί θεσμοί. Αλλά δεν πειράζει, λέει. Οι δυσκολίες την πεισμώνουν, την οπλίζουν με θάρρος πολεμίστριας. Καλό βόλι. Από την Κατερίνα Κόμητα

Σε λίγες ημέρες η Άντζελα Μπρούσκου σκηνοθετεί, για πρώτη φορά, στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. «Αγαμέμνονα». Τη συναντήσαμε ένα ζεστό μεσημέρι σ’ ένα παλιό βιομηχανικό κτίριο στα Καμίνια, στο χώρο όπου γίνονται οι πρόβες. Ανάμεσα σε δυο μεγάλους ανεμιστήρες, μια συζήτηση εφ’όλης της ύλης: για τη γοητεία που της ασκεί η τραγωδία, για την επιμονή της στα θέματα της βίας και της δικαιοσύνης, για τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζει κάποιος κάνοντας ερευνητικό θέατρο στην Ελλάδα. Δίπλα μας στημένο ήδη το λιτό σκηνικό της παράστασης: μια μεγάλη εξέδρα και ένα κόκκινο χαλί απλωμένο, να περιμένει το βασιλιά

Αγαμέμνονα... Από το «Blasted», ένα σύγχρονο έργο με στοιχεία τραγωδίας, στην αρχαία τραγωδία που ανεβάζετε φέτος στην Επίδαυρο· είναι φανερό πως έλκεστε από το είδος. Γιατί επιλέξατε τον «Αγαμέμνονα»; Νομίζω ότι υπάρχει ένας άξονας, ένα αόρατο νήμα που συνδέει αυτά τα δύο έργα. Ξέρετε, από τον «Αγαμέμνονα» μέχρι το «Blasted» της Σάρα Κέιν δεν έχουν αλλάξει και πολύ τα ανθρώπινα. Το θέμα της βίας και το θέμα του δικαίου, αλλιώς η ανάγκη να πάρει κανείς το δίκιο στα χέρια του, εξακολουθούν να αποτελούν πρωταρχικά ζητήματα για τη σύγχρονη κοινωνία. Από την άλλη, θεωρώ πως ο «Αγα-

μέμνονας» ήταν το αμέσως επόμενο φυσιολογικό βήμα μου. Ξέρετε, η τραγωδία θέτει τα ζητήματα με απόλυτο τρόπο· σε πηγαίνει στον πυρήνα· σε ξαναγυρίζει στην αρχή. Το «Blasted» μελετά το θέμα της βίας, το θέμα του πολέμου ως εξής: το κακό για τους περισσότερους από εμάς, πάντα, βρίσκεται κάπου αλλού· πάντα αφορά κάποιους άλλους. Αυτό το κακό η Σάρα Κέιν το βάζει να εισβάλει αναπάντεχα μέσα στο σπίτι και τότε ο πόλεμος, από τηλεοπτικό θέαμα, γίνεται μια απρόσμενη πραγματικότητα. Ο Αισχύλος μας πηγαίνει στην πρωταρχική αιτία του πολέμου: στη μανία του ανθρώπου για εξουσία και για πλούτο και στην αλαζονία με την

οποία αντιμετωπίζουμε τη φύση. Πώς ήταν oι πρόβες; Στα μεγάλα έργα, ο χρόνος μοιάζει να μην είναι ποτέ αρκετός. Γιατί τα ερωτήματα που θέτουν είναι σπουδαία και αμέτρητα. Έτσι, τα έργα αυτά μοιάζουν με πηγή, και εσύ, όσο και να πίνεις νερό, δεν ξεδιψάς ποτέ. Γι’ αυτό πρέπει κανείς να είναι πολύ σεμνός όταν καταπιάνεται μαζί τους. Προσωπικά, με ενδιαφέρει κυρίως να είναι καθαρή η ανάγνωση του έργου. Ξέρετε, δεν με αφορούν καθόλου τα σοβαροφανή ανεβάσματα που απλώς και μόνο σέβονται το κείμενο. Δεν με αφορά καθόλου μια παράσταση βαριά και απρόσιτη που προκαλεί απλώς και μόνο δέος. Θεωρώ

Φωτογραφία: Βίκυ Γεωργοπούλου

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΒΑ Η Άντζελα Μπρούσκου, ύστερα από μια εξαντλητική, πολύωρη πρόβα, σε έναν παλιό εργοστασιακό χώρο στα Καμίνια.


θέατρο ότι το στοίχημα είναι να καταφέρει κανείς να εμπλέξει τον ίδιο το θεατή. Έχετε δηλώσει ότι επιλέγετε έργα με τα οποία συγγενεύετε. Στο συγκεκριμένο έργο πού ακριβώς εντοπίζετε τη συγγένειά σας; Νομίζω πως την εντοπίζω στο πάθος που υπάρχει διάχυτο μέσα στο έργο. Στο πάθος που είναι η κινητήριος δύναμη αλλά και η καταστροφή του ανθρώπου. Που λειτουργεί αυτογνωσιακά, διευρύνοντας τους ορίζοντές μας. Γιατί, τελικά, μου φαίνεται ότι ποτέ κανείς δεν έμαθε από το μέτριο. Πώς διαβάζετε τα έργα; Τα έργα είναι αφορμές πάντα για να πεις το ίδιο πράγμα, που δεν είναι άλλο από τον τρόπο με τον οποίο θέλεις να υπάρχεις. Προσωπικά, επιδιώκω τη συγκίνηση· αλλιώς την εσωτερική μετατόπιση προς κάτι αληθινά ανθρώπινο που γίνεται λυγμός· το σημείο που αρχίζει κανείς να αισθάνεται.

«Η βία με τρομάζει» Στις δουλειές σας έχετε ασχοληθεί αρκετά με το θέμα της βίας. Τελικά θα λέγατε ότι ασκεί πάνω σας μια κάποια γοητεία; Η βία δεν με γοητεύει· με τρομάζει. Πιστεύω ότι είναι ένα ένστικτο που ενυπάρχει σε όλους μας από τη γέννησή μας και καλλιεργείται με χιλιάδες τρόπους. Η καταπίεση, το ανικανοποίητο, η σιωπή, η αδιαφορία, ακόμα και η κριτική στάση των άλλων καλλιεργούν βία. Και αυτή τη βία εγώ την έχω υποστεί. Ο άνθρωπος λοιπόν πρέπει να εκπαιδευτεί για να χαλιναγωγήσει το σκοτεινό ένστικτό του και να το μετατρέψει σε κάτι δημιουργικό. Προσωπικά ασχολούμαι με το θέμα της βίας γιατί θέλω να συνδυαλλαγώ μαζί του· θέλω να το ονομάσω. Ωστόσο, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος ο θεατής να καταναλώσει τη βία ηδονοβλεπτικά, αποκλειστικά και μόνο ως θέαμα. Ποιους τρόπους χρησιμοποιείτε για να αποφύγετε κάτι τέτοιο; Προσπαθώ να χρησιμοποιώ τη μεταφορά και όχι εικόνες που σοκάρουν. Δεν με ενδιαφέρει το σοκ που προσφέρει, για παράδειγμα, η τηλεόραση. Δεν νομίζω πως άλλαξε κανείς προς το καλύτερο βλέποντας στο δέκτη του το αποτέλεσμα μιας βίαιης πράξης. Γιατί τελικά αυτό που μας λείπει είναι η συναίσθηση· το να μπούμε στη θέση του άλλου. Και το θέατρο είναι ένας τρόπος για να καταλαβαίνουμε όσα δεν μπορούμε αλλιώς; Ναι, νομίζω πως είναι ένας χώρος συναίσθησης. Φυσικά το θέατρο δεν λειτουργεί ως σχολική αίθουσα, δεν μας μαθαίνει τι πρέπει και τι όχι. Όμως είναι ένας χώρος που ησυχάζουμε και που, μέσα από αυτή τη σιωπή, ξαναβγαίνει στην επιφάνεια η χαμένη μας συνείδηση. Το θέατρο σε συμφιλιώνει με την πραγματικότητα· σε βοηθάει να πάψεις να φοβάσαι. Ωστόσο, κάποια στιγμή τα φώτα ανάβουν και ξαναβγαίνουμε στον πραγματικό κόσμο. Πιστεύω ακράδαντα ότι το καλό μεταδίδεται. Πιστεύω ότι επιστρέφοντας κάποιος από μια καλή παράσταση, εκείνο το βράδυ τουλάχιστον δεν θα δείρει τη γυναίκα του. Γιατί το θέατρο είναι θεραπευτικό και η θεραπεία –όπως άλλωστε και η βία– ανακυκλώνεται. Όταν βλέπεις καλό θέατρο κάτι συμβαίνει μέσα σου· είναι σαν να κουβαλάς πλέον ένα φορτίο αγάπης. Το θέατρο λύνει κόμπους.

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 37

Επιλέγουμε τις πράξεις μας όπως μας συμφέρει Ο Αισχύλος στον «Αγαμέμνονα» θέτει, μεταξύ άλλων, και το δίλημμα αν τελικά πληρώνουμε τα σφάλματά μας ή είναι η μοίρα μας αυτή που αποφασίζει για την τύχη μας. Ποια είναι η γνώμη σας; Ο άνθρωπος είναι ευθυνόφοβος γι’ αυτό και έχει την ανάγκη να αποδίδει στο θεό τη μοίρα του. Έχει την ελευθερία της επιλογής, αλλά επειδή δεν θέλει να αποφασίσει, συνδέει το ριζικό του με την ανώτερη δύναμη. Η Άρτεμις δεν ήθελε ο Αγαμέμνονας να πάρει μέρος στον πόλεμο. Έτσι, προκειμένου να τον αποτρέψει, του είπε ότι έπρεπε να θυσιάσει την κόρη του, πιστεύοντας ότι με αυτόν τον όρο, εκείνος θα έκανε πίσω. Όμως, ο Αγαμέμνων ερμήνευσε τα λόγια της θεάς ανάποδα: πίστεψε δηλαδή ότι η Άρτεμις του είπε πως, για να πάει στον πόλεμο, έπρεπε να θυσιάσει την κόρη του. Με άλλα λόγια, ερμήνευσε τα λόγια της με τον τρόπο που τον συνέφερε· γιατί στ’ αλήθεια ποθούσε να κάνει αυτήν την ιμπεριαλιστική εκστρατεία. Ο Αγαμέμνονας υπερέβη, λοιπόν, το όριο που του έθεσε η θεά κατ’ επιλογή του. Το θέμα λοιπόν είναι ακριβώς αυτό: πως δηλαδή ερμηνεύουμε τα σημάδια και τους οιωνούς. Και τελικά η μοίρα μας είναι ακριβώς αυτή η ερμηνεία που δίνουμε. Και οι ερμηνείες μας πάντα θα καθορίζονται από τις ενδόμυχες επιθυμίες μας.

«Δεν με νοιάζει να σοκάρω» Κάποιοι δημιουργοί, ωστόσο, θέλουν να «τρίψουν» το θέατρο στα μούτρα του θεατή. Σας ενδιαφέρει αυτό το είδος του θεάτρου; Δεν με ενδιαφέρει καθόλου αυτός ο τρόπος. Εγώ προσκαλώ τους ανθρώπους στο θέατρο· δεν θέλω ούτε να τους σοκάρω, ούτε να τους βιάζω με αυτά που κάνω. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από παρηγοριά, θεραπεία και αγάπη. Έχει ανάγκη να του πεις την αλήθεια και να σου αντιπροτείνει τη δική του. Δεν θέλω να πλασάρω τίποτα. Ακόμα και στο θέατρο έχει μεγάλη σημασία ο τρόπος. Ακόμα και τη μεγαλύτερη αλήθεια να λες, αν τη λες βίαιο τρόπο, θα οδηγήσεις τον άλλο στην άμυνα. Τι σημαίνει να κάνεις ερευνητικό θέατρο στην Ελλάδα; Καταρχήν σημαίνει να υποφέρεις… (γελάει). Πιστεύω ότι, όπως στην ιατρική πρέπει να γίνει έρευνα για να βρεθούν αποτελεσματικά φάρμακα και κατάλληλες θεραπείες, έτσι ακριβώς και στο θέατρο υπάρχει η ίδια απολύτως ανάγκη. Προσωπικά, μου είναι αδύνατον να λειτουργώ απλώς διεκπεραιωτικά. Φυσικά, η έρευνα ενέχει πάντα τον κίνδυνο της αποτυχίας. Όμως ενέχει και την πιθανότητα να φέρεις στο φως νέα, άγνωστα πράγματα. Γι’ αυτό και η έρευνα έχει ζωή και έρωτα. Ο άλλος τρόπος, δηλαδή τα έτοιμα αποτελέσματα, είναι ένα πράγμα νεκρό. Είναι σαν να κουβαλάς στους ώμους σου ένα φέρετρο, ένα νεκρό σώμα. Κάθε παράσταση πρέπει να ανανεώνει τα κύτταρα του έργου. Γιατί και τα έργα πεθαίνουν, όσο δεν τα ψάχνουμε. Κι αν δεν έχεις κάτι να πεις, τότε δεν σε σώζει ούτε ο Ιψεν, ούτε ο Αισχύλος, ούτε κανένας συγγραφέας, όσο σπουδαίος και να είναι. Τι είναι στη ζωή σας το θέατρο; Οδηγός. Δεν είναι κάτι που το κάνω και μετά πάω διακοπές. Με καθορίζει· καθορίζει τον τρόπο που βλέπω και ψάχνω τα πράγματα. Με βάζει σε ένα δρόμο αυτογνωσίας και συνεχούς μάθησης. Με δοκιμάζει. Το θέατρο δεν είναι κάτι που απλώς μου αρέσει. Θεωρώ σπουδαίο δώρο το ότι μπορώ να ασχολούμαι με αυτό. Η ζωή μου είναι σταθερά συνδεδεμένη με το θέατρο. Κι όχι μόνο όταν κάνω μια παράσταση. Γιατί ξέρετε, ήταν πολλές οι

φορές που δεν είχαμε λεφτά για να κάνουμε παράσταση και καθόμασταν στον καναπέ…

«Είμαι πολεμίστρια» Νιώθετε μειονότητα στο χώρο του ελληνικού θεάτρου; Ούτε μειονότητα ούτε μειοψηφία. Πιστεύω ότι οι άλλοι, η «πλειοψηφία», είναι αυτοί που ορίζουν ποιος θα είναι η μειοψηφία. Και δεν πιστεύω ότι η πλειοψηφία είναι πραγματική. Θεωρώ ότι αυτού του είδους οι συσχετισμοί έχουν οργανωθεί από άλλες δυνάμεις, οικονομικές και πολιτικές. Κι αυτό που αποκαλείται «μειοψηφία» είναι αυτό που πραγματικά εκφράζει τον κόσμο. Θεωρείτε ότι έχετε καταφέρει να δημιουργήσετε μια δική σας αισθητική; Ναι, το πιστεύω. Κι αυτή η αισθητική γεννιέται από μια ιδιαίτερη ηθική, πνευματικότητα και αίσθηση δικαίου. Και από μια ανάγκη προσωπική μεν, που, ωστόσο, αφορά και αναγνωρίζεται και από πολλούς άλλους. Θα εγκαταλείπατε το θέατρο για κάποιο λόγο; Καθώς δεν με καλύπτει, ούτε με προστατεύει κανένας θεσμός, το να κάνω θέατρο με τον τρόπο που το κάνω τις περισσότερες φορές μοιάζει με πόλεμο. Για να μπορώ λοιπόν να κάνω παραστάσεις πρέπει να είμαι πολεμίστρια. Έτσι, ίσως κάποια στιγμή πραγματικά κουραστώ και σταματήσω. Αν χάσω τη δημιουργικότητά μου, τότε ναι, νομίζω ότι θα μπορούσα να εγκαταλείψω το θέατρο. Είναι γεγονός ότι οι ευκαιρίες που μου δόθηκαν από τους ανθρώπους του χώρου ήταν πολύ λίγες. Δέχθηκα αρνητικότητα και δυσπιστία κι έχω την αίσθηση ότι συνεχώς πρέπει να τους πείσουμε για κάτι. Κι αυτό είναι πολύ κουραστικό. Αυτό που λέτε θυμίζει λίγο το μύθο της Κασσάνδρας –για να συνδεθούμε με τον «Αγαμέμνονα»– η οποία είχε το χάρισμα να γνωρίζει την αλήθεια και ταυτόχρονα την κατάρα να μην γίνεται πιστευτή. Αισθάνεσθε ως Κασσάνδρα του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου; Δεν θέλω να έχω το τέλος της... αλλά ναι, αισθάνομαι. Αισθάνομαι ότι έχω ένα χάρισμα για αυτή τη δουλειά. Όμως πιστεύω ότι «ουδείς προφήτης στον τόπο του» και επιπλέον

θεωρώ ότι, όπως και στην περίπτωση της Κασσάνδρας, το χάρισμα σου το γυρίζουνε πίσω. Αν είναι να σου πάρει μια ζωή για να κάνεις πράγματα που έξω θα τα είχες κάνει στα 25 σου, ε, αυτό είναι λίγο άδικο... Στην Ελλάδα, όταν κάνεις κάτι διαφορετικό, ο χώρος σε θεωρεί πάντα παιδί· δεν μπορείς να ενηλικιωθείς. Έτσι σε αποκαλούν «νέο καλλιτέχνη», κι εσύ έχεις φτάσει τα 50· «αιρετικό» κι έχεις φτάσει στα 65. Στην Ελλάδα, το διαφορετικό είναι πάντα ανήλικο. Και η οικογένεια του χώρου σε αντιμετωπίζει πάντα σαν παιδί και δεν σου δίνει τα δικαιώματα σου, την περιουσία σου. Αλήθεια σας αποκαλούν η «εναλλακτική» ή η «αιρετική» Άντζελα Μπρούσκου; Πώς νοιώθετε όταν τ’ ακούτε; Σαν βιολογικό προϊόν... Σας είπα· το κανονικό στην Ελλάδα ονομάζεται εναλλακτικό. Κι αυτό που θα έπρεπε να είναι το ακαδημαϊκό είναι το αιρετικό. Πώς νιώθετε που, για πρώτη φορά, φέτος ανεβάζετε παράσταση στην Επίδαυρο; Μεγάλη χαρά και μια ευχάριστη αγωνία. Γιατί ο χώρος της Επιδαύρου με συγκινεί πολύ. Επιπλέον, με ενδιαφέρει πολύ η συνεύρεση με ένα πολύ μεγάλο και διαφορετικό κοινό. Στην Επίδαυρο έχεις την ευκαιρία να αναμετρηθείς με όλα όσα θεωρείς πως έχεις καταφέρει. Η προοπτική της Επιδαύρου επηρέασε τη συγκεκριμένη σας δουλειά; Την άποψη όχι· επηρέασε τα πρακτικά ζητήματα. Η Επίδαυρος σε θέλει πολύ ακριβή και καθόλου φλύαρο. Σε αναγκάζει να κάνεις μεγαλύτερη οικονομία. Έτσι, είναι πιθανόν τα σημαινόμενα της παράστασης να γίνουν πολύ πιο καθαρά απ’ ό,τι σε μια παράσταση κλειστού χώρου. Και εκεί ο ηθοποιός μπορεί να γίνει –όπως λέει και ο Αρτό– κάποιος που, καθώς καίγεται, κάνει σήματα μέσα από τις φλόγες. Γιατί σε αυτόν το χώρο πραγματικά κινδυνεύεις και είναι θέμα επιβίωσης να «περάσεις» τα σήματά σου.

Επίμονος χαρακτήρας Τελικά, αν σας ζητούσε κανείς να χαρακτηρίσετε με μια λέξη τον εαυτό σας ποια θα ήταν αυτή; Θα τον χαρακτήριζα επίμονο. Θέλω να δω τι θα γίνει στο τέλος. Και θα το πάω μέχρι τέλους, για να δω τι θα γίνει. Για το μέλλον τι σχέδια έχετε; Ας μιλήσω πρώτα για το παρόν. Αυτή η ευκαιρία που μου πρόσφερε φέτος το Φεστιβάλ είναι ο παράδεισος στην καλλιτεχνική μου πορεία. Έχω στη διάθεσή μου αυτόν τον υπέροχο χώρο και τη δυνατότητα να επιλέξω τους ανθρώπους που θα συνεργαστώ. Το Φεστιβάλ μας πρόσφερε την παραγωγή αλλά και την ελευθερία να κάνουμε την παράσταση όπως τη θέλουμε εμείς. Μετά την Επίδαυρο, όμως, ξαναρχίζουμε από μηδενική βάση. Στην επόμενη δουλειά μου θέλω να ασχοληθώ με το θέμα της πίστης· με την ανάγκη του ανθρώπου να πιστεύει και με τη βία που υπάρχει στη θρησκεία. Όμως αυτή τη στιγμή δεν ξέρω καν αν έχω πάρει επιχορήγηση. Κι αυτό είναι κάτι που θα έπρεπε να το ξέρω εδώ και ένα χρόνο. Με αυτά και μ’ αυτά υπολειτουργούμε διαρκώς. Εμείς μπορεί να δουλεύουμε, να γινόμαστε καλύτεροι και να θέλουμε να ανοίξουμε τα φτερά μας. Όμως κάθε φορά, ξαναρχίζουμε ξανά από την αρχή και αισθανόμαστε ότι όλα είναι στον αέρα.


θέατρο

38 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

Φωτογραφία: Βίκυ Γεωργοπούλου

Ο ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ Όλος ο θίασος ενώπιον του φακού. Μπροστά, Αγαμέμνων, ο Μηνάς Χατζησάββας. Πίσω, οι πρωταγωνιστές και τα μέλη του χορού.

Όλοι οι άνθρωποι του Αγαμέμνονα Πριν την πρεμιέρα Μετά το τέλος μιας εξαντλητικής πρόβας για την παράσταση του «Αγαμέμνονα» στην αποθήκη των Μύλων Σαραντόπουλου στα Καμίνια, συναντήσαμε τα πρόσωπα της παράστασης, που σκηνοθετεί η Άντζελα Μπρούσκου. Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης και η Παρθενόπη Μπουζούρη, στενοί συνεργάτες της σκηνοθέτριας και οι δύο, ο Μάξιμος Μουμούρης, ηθοποιός που έγινε γνωστός κυρίως μέσα από την τηλεόραση, και ο Μηνάς Χατζησάββας, από τις σταθερές αξίες του ελληνικού θεάτρου, είναι πανέτοιμοι για την κάθοδο στην Επίδαυρο. Από την Έλια Αποστολοπούλου

Μηνάς Χατζησάββας Αγαμέμνων

«Η επιτυχία, στην τέχνη, είναι έννοια σχετική»

Πώς αποφασίσατε -μετά τον «Φιλοκτήτη» του Χάινερ Μίλερ- να παίξετε για δεύτερη φορά φέτος στην Επίδαυρο; Είχα να παίξω τραγωδία από το 1997, όταν κάναμε τις «Βάκχες» σε σκηνοθεσία Ματίας Λάνγκχοφ. Όλα αυτά τα χρόνια απείχα, γιατί -για μένα- είχε κορεστεί ο τρόπος που έπαιζα τότε στις τραγωδίες και ήθελα κάτι καινούργιο. Ήθελα να αντιμετωπίζεται με καινούργιες φόρμες η τραγωδία και επειδή ψυχανεμιζόμουν ότι δεν θα τις βρω, δεν έπαιζα. Είχα δει πριν δύο χρόνια την «Ηλέκτρα»

της Άντζελας Μπρούσκου και με είχε ενθουσιάσει. Φέτος, είχα την τύχη να μου προτείνει να παίξω τον Αγαμέμνωνα. Ένα ακόμα δέλεαρ ήταν η Αμαλία Μουτούση στο ρόλο της Κλυταιμνήστρας. Είναι η πρώτη φορά που θα βρίσκομαι μαζί της στη σκηνή και μάλιστα στην Επίδαυρο. Τι απήχηση περιμένετε ότι θα έχει η παράσταση; Πιστεύω ότι θα έχει μεγάλη απήχηση. Θα είναι μια δουλειά που θα εκτινάξει την Άντζελα Μπρούσκου, η οποία έχει όλες τις αρετές,

ώστε να στηρίξει κανείς πάνω της έναν καινούριο δρόμο στην τραγωδία. Η τραγωδία έχει ανάγκη από μια πιο πειραματική ανάγνωση; Γενικώς η τέχνη οφείλει να προπορεύεται, άσχετα από το αν κάποιοι μπορεί να μην την κατανοούν. Εξάλλου οι καλλιτεχνικές πρωτοπορίες έχουν προκαλέσει χιλιάδες μάχες. Οι καλλιτέχνες έχουν δικαίωμα να προτείνουν καινούργια πράγματα και -δεν πειράζει- να φάνε και τα μούτρα τους. Γιατί τι είναι η επιτυχία; Είναι πολύ σχετικά τα πράγματα στην τέχνη. Πολλά πράγ-


θέατρο ματα δεν καταξιώθηκαν στην εποχή τους, αλλά εκ των υστέρων. Οι καλλιτέχνες ζουν με την ελπίδα να περάσουν πράγματα στον κόσμο.

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 39

ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΜΕΝΟΥΣ Η Άντζελα Μπρούσκου καθοδηγεί τους ηθοποιούς. Από αριστερά: Μηνάς Χατζησάββας, Μάξιμος Μουμούρης, Αμαλία Μουτούση, Παρθενόπη Μπουζούρη, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης.

Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης

Κήρυκας – Μέλος χορού

Υποδύεστε τον κήρυκα, αλλά συμμετέχετε και στο χορό. Πώς λειτουργεί αυτή η εναλλαγή ρόλων; Ο κήρυκας είναι αυτός που έρχεται για να αναγγείλει ότι η Τροία έπεσε κι ότι ο Αγαμέμνων επιστρέφει. Με αυτό τον τρόπο πρέπει να προετοιμάσει το έδαφος για την επιστροφή του βασιλιά και να παρασύρει το χορό, ώστε να υποδεχτεί το βασιλιά, όπως εκείνος θέλει. Η αποστολή του είναι να επιβάλει ένα πανηγυρικό κλίμα στην πόλη. Η Άντζελα [Μπρούσκου] ανέδειξε μια «πολιτική» στο ρόλο του κήρυκα, που μου πάει πολύ. Όλες οι παραστάσεις της έχουν μια πολιτική ματιά, δεν προσεγγίζει ψυχολογικά τα πρόσωπα. Από την άλλη, ο χορός που αποτελείται από Αργείους γέροντες βρίσκεται σε κατάσταση αναμονής. Περιμένουν εδώ και χρόνια την επιστροφή του στρατού. Τα γεγονότα, όμως, που έχουν συμβεί στο μεταξύ έχουν δημιουργήσει στους γέροντες ένα άσχημο προαίσθημα. Ποιες είναι οι δυσκολίες που συναντήσατε; Τις απαιτήσεις που έχει το κείμενο. Χρειάζεται σωματική και ψυχική αντοχή. Πρέπει ως ηθοποιός να καλλιεργείς συνέχεια τα μέσα σου. Όλα τα υπόλοιπα, μέσα από τις πρόβες και την καθοδήγηση της Άντζελας [Μπρούσκου] βρίσκουν το δρόμο τους. Νιώθετε έτοιμος να παίξετε στην Επίδαυρο; Σίγουρα ο χώρος δημιουργεί ένα άγχος. Αλλά αν αισθάνεσαι σιγουριά γι’ αυτό που κάνεις και χρησιμοποιήσεις όλη αυτή την ενέργεια, το αποτέλεσμα θα είναι καλό. Έχει ένα άνοιγμα αυτός ο χώρος, που μπορεί να σε βοηθήσει να ανοίξεις κι εσύ. Τι περιμένετε από το κοινό; Δεν θέλω να περιμένω κάτι. Εγώ θα κάνω τη δουλειά μου. Είναι ένα πανηγύρι κι εμείς πάμε εκεί να κάνουμε την παράστασή μας. Μακάρι να αρέσει στον κόσμο και να περάσουν καλά.

Φωτογραφία: Βίκυ Γεωργοπούλου

«Στην Επίδαυρο θα κάνω απλώς τη δουλειά μου»

καταστήσει την τάξη στα δικά του μάτια. Τι δυσκολίες είχε ο ρόλος σας; Νομίζω ότι η τραγωδία γενικά έχει τεράστιες δυσκολίες, αλλά κι ένα μεγάλο πλεονέκτημα: αν μπεις στο ρυθμό του κειμένου, μπορεί να σε οδηγήσει μόνο του. Η δυσκολία έγκειται στο να αφεθείς στο ρυθμό του. Ανήκετε καλλιτεχνικά σε έναν άλλο χώρο. Πώς βρεθήκατε σε αυτή την παράσταση; Η Άντζελα [Μπρούσκου] είχε αυτή την ιδέα. Δεν ξέρω πραγματικά πώς της ήρθε. Δεν είχαμε βρεθεί ποτέ σε κοινούς χώρους, δεν είχαμε κοινούς γνωστούς. Δεν παρακολουθούσα τη δουλειά της και δεν παρακολουθούσε τη δουλειά μου – μπορεί να με είχε δει λίγο στην τηλεόραση. Δεν την περίμενα αυτή την πρόταση. Το ένστικτό της, όμως, λειτούργησε τελικά πολύ καλά. Είναι ένας καινούργιος τρόπος δουλειάς για μένα και ίσως ο πιο ουσιαστικός μέχρι τώρα. Η Άντζελα [Μπρούσκου] ξέρει πολύ καλά τι θέλει και το ζητάει με τέτοιο τρόπο ώστε αν δεν είσαι εκεί ρυθμικά και ενεργειακά, δεν ταιριάζεις. Έχετε άγχος; Έχω πολύ μεγάλη αγωνία, γιατί θέλω να επικοινωνήσουμε με τον κόσμο, άσχετα με το αν συμφωνεί ή διαφωνεί με αυτό που θα δει. Πρόκειται, εξάλλου, για έναν υπέροχο χώρο. Το μόνο πράγμα που μπορεί να σε φοβίσει είναι η ιστορία του.

Μάξιμος Μουμούρης Αίγισθος

«Δεν το περίμενα να βρεθώ σε αυτήν την παράσταση»

Παρθενόπη Μπουζούρη,

Τι είναι για εσάς ο Αίγισθος; Ο Αίγισθος είναι ένας σύγχρονος δικτάτορας, ο οποίος με δόλο παίρνει την εξουσία. Τα κίνητρά του, βέβαια, δεν αφορούν μόνο την εξουσία. Ο κύριος σκοπός του είναι να απο-

«Δεν με τρομάζει η Επίδαυρος»

Κασσάνδρα

Ποιες είναι οι δυσκολίες του έργου; Δεν θα το έθετα σε επίπεδο δυσκολιών ή ευκολιών, αλλά σε επίπεδο πολλαπλότητας. Οι

τραγωδίες είναι κείμενα που μας έρχονται από πολύ μακριά και η γλώσσα τους είναι μια γλώσσα μεταφοράς. Αυτή την ποιητική γλώσσα οφείλεις να τη μεταφράσεις σε πραγματικότητες. Είναι σαν να βυθίζεσαι σε κόσμο από το παρελθόν, που όμως αντικατοπτρίζεται στο παρόν και στο μέλλον. Όταν το έργο πρόκειται να παρουσιαστεί σε ανοιχτό χώρο, και μάλιστα στην Επίδαυρο, έχεις να αντιμετωπίσεις την πραγματική δυσκολία του ανοιχτού χώρου. Πώς λειτουργεί η συνεργασία της ομάδας; Η πρόβα είναι μια ζωντανή διαδικασία, όπου γεννιούνται τα πράγματα. Έχουμε καταφέρει να είμαστε μαζί και στα δύσκολα και στα εύκολα. Η Άντζελα έχει δημιουργήσει μια πραγματικότητα μες στην οποία θέλουμε να πούμε όλοι το ίδιο πράγμα. Σας αγχώνει η πρώτη σας εμφάνιση στην Επίδαυρο;

Η πρώτη φορά είναι σίγουρα μια εμπειρία. Δεν έχω ξαναπαίξει ποτέ μπροστά σε τόσο κόσμο. Μου είναι εντελώς άγνωστο, αλλά είναι ανόητο να κρίνεις το κοινό. Από τη στιγμή που έρχεται σημαίνει ότι κάτι θέλει να δει. Η δική μας αρμοδιότητα είναι να «επικοινωνήσουμε» αυτό που έχουμε κάνει. Η επικοινωνία δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα ενθουσιαστεί το κοινό, μπορεί να θυμώσουν, μπορεί να φύγουν. Το ζητούμενο είναι να έχουν μια ζωντανή σχέση με την παράσταση. Η Επίδαυρος είναι ένας χώρος ιερός που σου επιβάλλει τη σιωπή. Με μαγεύει, με συγκινεί, με γοητεύει, αλλά δεν με τρομάζει. Πρόσφατα είχα ένα ατύχημα και τρόμαξα πάρα πολύ από κάτι πραγματικό. Ο φόβος έχει πηγή του τη φαντασία. Όταν, όμως, έχει πηγή του κάτι πραγματικό, τότε μπορεί να είναι πολύ δημιουργικός και ζωογόνος.

Ιnfo Θέατρο Δωματίου - Άντζελα Μπρούσκου Αισχύλου, Αγαμέμνων Μετάφραση: Νικολέττα Φριντζήλα | Σκηνοθεσία: Άντζελα Μπρούσκου Μουσική: Νίκος Βελιώτης | Σκηνικά: Γκάυ Στεφάνου Κοστούμια: Άντζελα Μπρούσκου | Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος Επιμέλεια κίνησης: Μαρκέλλα Μανωλιάδη, Δημήτρης Καμινάρης Φωτογράφος: Μαρία Αθανασοπούλου | Φωνητική αγωγή: Ανρί Κεργκομάρ Βοηθοί σκηνοθέτη: Γιώτα Αργυροπούλου, Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου Διανομή: Κλυταιμνήστρα: Αμαλία Μουτούση | Κήρυκας: Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης Αγαμέμνονας: Μηνάς Χατζησάββας | Κασσάνδρα: Παρθενόπη Μπουζούρη Αίγισθος: Μάξιμος Μουμούρης Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, 22 & 23/6, 21:00


40 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

απολογισμός

Λίγο πριν το Φεστιβάλ Αθηνών τελειώσει μια καλή χρονιά, γεμάτη sold out και επαινετικές κριτικές, είπαμε να κάνουμε τον δικό μας, προσωπικό (και εντελώς υποκειμενικό) απολογισμό. Έπειτα από ψυχραιμότερη σκέψη, όμως, η σύνταξη της εφημερίδας αποσύρθηκε και ανέθεσε τη δύσκολη δουλειά (και το ρίσκο της υποκειμενικής γνώμης) στις κυρίες του γραφείου Τύπου του Φεστιβάλ και στην Ευγενία Τζιρτζιλάκη. Λόγω δουλειάς και ενδιαφερόντων έχουν συνολικότερη εικόνα – και καθαρότερο μυαλό.

Τα δικά μου Όσκαρ Από την Άννα Μαρτίνου

Φωτογραφία: Αλέξανδρος Νιάγκος

ΟΣΚΑΡ ΕΝΔΥΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ Η Ευαγγελία Ράντου, ιδανική Μήδεια στην ομώνυμη παράσταση του Δημήτρη Παπαϊωάννου, που άρεσε. Εξίσου εντυπωσιακό και το μούλτιπλεξ κοστούμι της, με τη συνεργασία του Θάνου Παπαστεργίου και του σκηνοθέτη.

Τα είδα όλα. Και μπορώ με καθαρή τη συνείδησή μου να δώσω τα βραβεία που με εκφράζουν, τις ειδικές μνείες που εκφράζουν μεγάλα τμήματα του κοινού του Φεστιβάλ – αλλά και κάποια χρυσά βατόμουρα, που νομίζω ότι βρίσκουν σύμφωνους τους πάντες. Πάταξον μεν, άκουσον δε.

AND THE WINNER IS...

• Α’ γυναικείου ρόλου: Στην «κούκλα» Νόρα, Μοντ Μίτσελ, του Λι Μπρούερ, με περούκα – αλλά και καραφλή (ανατριχιάσαμε). • Β’ γυναικείου ρόλου: Το κορίτσι που έκανε το αγόρι από την ομάδα «18 άνω» και έλεγε «Όχι» στην παράσταση της Όλιας Λαζαρίδου. • A’ ανδρικού ρόλου: στον εξόχως «ρομποτικό» Άμλετ του Wooster Group – χωρίς ανάσα, και εμείς και αυτός. • Β’ ανδρικού ρόλου: στον «αφασικό» Τουγκάτι του «Κρουμ», Ρέντμπαντ Κλίνστρα, του Κριστόφ Βαρλικόφσκι, που όταν κάποιος απ’ το κοινό του πέταξε πίσω την πορτοκαλόφλουδα το «έβαλε» μές στο ρόλο και, απλά, συνέχισε… • Μουσικής επένδυσης: στις δύο παραστάσεις της Σαουμπίνε, «Άμλετ» και «Λυσσασμένη γάτα» – σπάσαν’ τα τηλέφωνα να ζητάνε τις play lists. • Καλύτερου τραγουδιού: αυτό του Λαέρτη των Fisherspooner ερμηνευμένο από το ήμισύ τους, τον πρόστυχο Κέισι Σπούνερ, που υποδύθηκε και τον ομώνυμο ρόλο στον «Άμλετ» του Wooster Group. • Eιδικών εφέ: το αρδευτικό σύστημα, η κηδεία και τα gadgetικά «πήγαιν’-έλα» των σκηνικών του «Άμλετ», από τη βερολινέζικη Σαουμπίνε. • «Χοροκίνησης»: Στα σέξι γόνατα της Πορτογαλέζας Βέρα Μαντέρο στην ultra-stylish παράσταση «(Not) a love song» και στους μαύρους μυς της Μπούικα που συστέλλονταν και διαστέλλονταν ρυθμικά. • Σκηνογραφίας: Στη μεταμόρφωση του γκαράζ της Πειραιώς 260 σε σκουπιδότοπο-νεκροταφείο αυτοκινήτων για τις μεταμεσονύκτιες «Βάκχες». • Πρωτότυπης σύλληψης: Στο πήλινο κινούμενο εικαστικό δρώμενο του «Paso Doble». Ένα λεπτό παραπάνω να αργούσε να ξεκινήσει και θα πέτρωναν. • Ατμοσφαιρικότητας: Στο οντολογικής «φύσεως» «Turba» της Μαγκί Μαρέν. Περούκες, χόρτα και πολύχρωμα ξέφτια κεντούσαν υποδόρια ένα ευφάνταστο σύμπαν που το ’παιρνες και στο σπίτι σου. • Ενδυματολογίας: Στο ιδιοφυές, multiplex φόρεμα-κέλυφος της «Μήδειας» του Δημήτρη Παπαϊωάννου.


απολογισμός

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 41

Πού χάρηκα, πού έπληξα Από την Ευγενία Τζιρτζιλάκη

“Μήδεια(2)”, του Δημήτρη Παπαϊωάννου (Πειραιώς 260, 1 – 5/6) Καλοκουρδισμένη παράσταση, σαν ελβετικό ρολόι Μία από τις αρτιότερες παραστάσεις που είδαμε σ’ αυτό το φεστιβάλ. Παρόλο που ακούστηκαν πολλά σχόλια που σύγκριναν την “Μήδεια(2)” με την πρώτη παρουσίαση της παράστασης πριν από δεκαπέντε χρόνια (1993), όπου η Αγγελική Στελλάτου στον κεντρικό ρόλο λέγεται πως ήταν αξεπέραστη, όσοι την είδαμε για πρώτη φορά αισθανθήκαμε εντελώς ικανοποιημένοι - και κάτι παραπάνω. Υψηλή αισθητική, ακρίβεια στο μέτρο, ενέργεια στις ερμηνείες, στοχαστικά σύμβολα και άριστη δραματική οικονομία, μακριά από φλυαρίες, εντυπωσιασμούς και δήθεν ποιητικότητες, συνέθεσαν μια παράσταση που δεν προσπερνιέται εύκολα. Η αφήγηση της ιστορίας και το ταυτόχρονο καθρέφτισμά της σε έναν κόσμο συμβόλων και κωδίκων απέδωσε την ουσία του μύθου με έναν απόλυτα σύγχρονο, άμεσο και εκφραστικό τρόπο. Εξαιρετικοί όλοι οι ερμηνευτές αν και ξεχωρίζω τον Άρη Σερβετάλη για το βάθος της εσωτερικής του ζωής.

“Κουαρτέτο”, του Χάινερ Μίλερ, σκηνοθεσία Ρενάτε Τζετ ( Το Σχολείον, 15 – 20/7) Καληνύχτα, και καλή τύχη Από τις πιο άνευρες, άρρυθμες και ανιαρές παραστάσεις που είδαμε. Όταν το βασικότερο συστατικό του θεάτρου (αλλά και κάθε παραστατικής τέχνης), η ενέργεια, απουσιάζει· όταν η χωροταξία δεν ενώνει αλλά χωρίζει· όταν οι «απόψεις» και τα ευρήματα αντικαθιστούν την κοιμισμένη ουσία· όταν ο λόγος δεν δικαιολογείται με κανέναν τρόπο και τα σώματα των ηθοποιών δεν συμμετέχουν καν, οι θεατές δεν μπορούν παρά να ακολουθήσουν: όλοι έγερναν πίσω στις καρέκλες τους, σχεδόν ανάσκελα απ’ την πλήξη, κάποιοι μασούσαν τσίχλα, κάποιοι είχαν βγάλει ένα βιβλίο και το διάβαζαν (!), κάποιοι μιλούσαν σιγανά μεταξύ τους, περιμένοντας καρτερικά κι ευγενέστατα να τελειώσει το άκακο μεν, απόλυτα πληκτικό δε, θέαμα που η Τζετ κατόρθωσε να φτιάξει στην καμπούρα ενός από τα πιο συναρπαστικά κείμενα των τελευταίων πενήντα χρόνων. Κρίμα.

ΥΠΕΡΑΝΩ ΟΛΩΝ «ΚΡΟΥΜ» Η ιδιοφυής παράσταση του Πολωνού σκηνοθέτη Κριστόφ Βαρλικόφσκι έκανε τις γνώμες πολλών να συγκλίνουν στην πεποίθηση ότι η συγκεκριμένη παράσταση άξιζε τον κόπο.

ΕΙΔΙΚΗ ΜΝΕΙΑ

• Στη «χτισμένη» Φιόνα Σο στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Ξανά και ξανά. • Στη Ζωζώ. Mια απαστράπτουσα cult θεά στο Ηρώδειο που, απλά, she doesn’t give a shit! • Στη Λένα Πλάτωνος • Στον Σταμάτη Κραουνάκη, ειδικό βραβείο Ηοnnor Remember (την τιμητική πλακέτα θα μπορούσε να δίνει και ο Ερυθρός Σταυρός). • Στους ταξιθέτες και στον υπεύθυνο χώρων που τα έβγαλαν πέρα με αγανακτισμένο και αγενές κοινό, με κυρίες με τακούνια και εσάρπες, με μπράβους και «επίτιμους» καλεσμένους. • Στην καντίνα της Πειραιώς για τις στιγμές χαλάρωσης και το απολαυστικό πιάτο ημέρας (φιλέτο κοτόπουλο με ψητά λαχανικά)

ΒΑΤΟΜΟΥΡΑ

• στις μπάρες και τα λουκέτα • στις βρωμιές και τα σκουπίδια • στα πολυαναμενόμενα • στο πιάτο ημέρας που τελείωνε γρήγορα • στο έντυπο πρόγραμμα της διεθνούς Νάνας Μούσχουρη που τελείωνε γρήγορα (300 προγράμματα για 4.000 θεατές). Ευτυχώς που την είχαμε εμείς, στην «εφ», εξώφυλλο • στις «επικών» διαστάσεων παραστάσεις από χρονικής απόψεως τύπου δώσ’ μου τον ώμο σου να γείρω.

Και του χρόνου

Η καλύτερη προσέγγιση αυτού του έργου που έχω δει ποτέ. Η Γουόρνερ κατάφερε να βρει το κλειδί του έργου, να το ξεκλειδώσει και να μας το προσφέρει ολάνοιχτο και ζωντανό σαν φρέσκο φρούτο. Και φυσικά η Φιόνα Σο, στο ρόλο της Γουίνι, είχε το σθένος και τη διαύγεια να αποδώσει με τη μέγιστη ακρίβεια όλες τις αποχρώσεις που η οπτική της Γουόρνερ αποκάλυψε. Αισθάνθηκα συμμέτοχη στο δράμα, συνάδελφος και αδελφή του Μπέκετ, της Γουόρνερ, της Σο, όλων των στοχαστών που προηγήθηκαν, όλων των θεατών της Επιδαύρου, όλων των ανθρώπων που ζουν τώρα. Και γύρισα σπίτι περήφανη που ήμουν εκεί, ευλογημένη απλώς επειδή ζω και με μια τεράστια όρεξη να ξαναδιαβάσω το έργο. Ποιο ήταν λοιπόν το κλειδί με το οποίο οι συντελεστές τα κατάφεραν όλα αυτά; Μα η αμεσότητα, η ειλικρίνεια και η ανακάλυψη της πυρίτιδας – ο Μπέκετ γελούσε με τον πόνο του, δεν τον πουλούσε.

“(Not) a Love Song”, του Αλέν Μπιφάρ (Πειραιώς 260, 15-16/7) Η χαρά της fashionista Για πολλούς, η μεγάλη απογοήτευση. Μια εύκολη, δήθεν και εφιαλτικά ανιαρή ωδή στο τίποτα. Τι ωραία που άρχισε! Λικνιστήκαμε με το “I wanna be your dog”, χαμογελάσαμε με το στυλ των (έκτακτων κατά τα άλλα) ερμηνευτών, τις παράξενες γκριμάτσες τους, τον ερωτισμό τους, τη διάθεσή τους να παίξουν και να τσαλακωθούν για χάρη μας, την ψευδαίσθηση ελευθερίας που μας πουλούσαν. Περίφημα. Ακολούθησε δεύτερο τραγούδι, ίδια προσέγγιση. Κι έπειτα άλλο, κι άλλο, κι άλλο. Στη σειρά. Τραγούδια, γκριμάτσες κι ωραία φορέματα με την υπογραφή διάσημων μόδιστρων, χορογραφημένα ως «τώρα είμαστε σκυλιά που κατουράνε, τώρα είμαστε μοντέλα που περπατάνε». Αυτό επί μιάμιση ώρα, με συγχωρείτε, αλλά δεν είναι χορός. Στην καλύτερη περίπτωση είναι το βοντβίλ του στυλίστα. Ένα θέατρο ποικιλιών (σκέτος πρόλογος, δίχως κυρίως θέμα, επίλογο ή ειρμό) που συνεχιζόμενο επί σχεδόν μιάμιση ώρα έγινε πρώτα γελοίο κι έπειτα τραγικό – για το θεατή που δεν έβρισκε την πόρτα να φύγει εννοείται (εξαιρούνται οι στυλίστες που όντως το καταχειροκρότησαν).

Φωτογραφία: Eύη Φυλακτού

Φωτογραφία: Eύη Φυλακτού0

“Ευτυχισμένες Μέρες” του Σάμιουελ Μπέκετ, σκηνοθεσία Ντέμπορα Γουόρνερ (Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, 4 – 5/7) Α, ώστε έτσι παίζεται


απολογισμός

42 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

Νοσταλγός του Μπολερό Μου άρεσε η Μήδεια του Παπαϊωάννου. Δεν μου άρεσε που παρά λίγο να σφραγιστεί ο Λυκαβηττός. Η νοσταλγία είναι καλό πράγμα. Κι η Συλβί Γκιλέμ είναι μια αγέραστη θεά. Από τη Μαρία Παναγιωτοπούλου

Είδαμε πολλά μεγάλα ονόματα από το εξωτερικό φέτος. Χωρίς καμιά τάση ελληνοκεντρισμού, ωστόσο, δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω – κάνοντας βέβαια μια αθέμιτη σύγκριση – το απίστευτο ταλέντο του Δημήτρη Παπαιωάννου. Με τη «Μήδεια» έμεινα πραγματικά άφωνη. Ηταν η μόνη παράσταση την οποία είδα δύο φορές. Και χαίρομαι που θα τη δω και στο Παλλάς το χειμώνα. Οι παραστάσεις του είναι τόσο ολοκληρωμένα ξεκάθαρες. Ως προς την προσέγγιση, το συναίσθημα, τη δουλειά που κρύβουν από πίσω τους. Ο άνθρωπος αυτός ξέρει τι θέλει να πει και πώς να το πει ! 18 ΜΠΟΦΩΡ. Συγκινητική ήταν η παράσταση της Θεατρικής Ομάδας 18 Μποφώρ, συγκινητική και η προσπάθεια της Όλιας Λαζαρίδου να βοηθήσει τα παιδιά που βρίσκονται σε πρόγραμμα απεξάρτησης. Παρ’ όλο που απεχθάνομαι τα κλισέ περί ναρκωτικών, νιώθω ότι εδώ έγινε κάτι ουσιαστικό. Μ’ άρεσε η μουσική, μ’ άρεσαν και τα παιδιά που φάνηκε να διασκεδάζουν το όλο πράγμα. Χωρίς τις μιζέριες που συνοδεύουν το θέμα των ναρκωτικών. Απλώς, με τη δύναμη που καμιά φορά προσφέρει η τέχνη. Και η Ολια... Τι καλά που ένας καλλιτέχνης δεν σκέφτεται το εαυτό του, την επιτυχία του, την καριέρα του - σε μια εποχή που η κοινωνική δράση μοιάζει έννοια ξεχασμενη. ΜΠΟΛΕΡΟ. Είναι θεά! Και μακάρι να είναι και του χρόνου! Ο λόγος για τη Σιλβί Γκιλέμ που συμμετείχε για τρίτη συνεχή χρονιά στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ. Κάποιοι το σχολίασαν. Πάλι η Γκιλέμ; Αλλά το γεμάτο Ηρώδειο και τα μάτια που δεν ξεκολλούσαν από πάνω της δικαιώνουν την επιλογή. Οταν βγαίνει στη σκηνή, οι ανάσες κόβονται και τα λόγια περιττεύουν. Και δεν είναι 20, είναι 40. Μια ακόμη γυναίκα που αποδεικνύει ότι στις μέρες μας η θηλυκή νεότητα διαρκεί και διαρκεί. ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ. Nαι, το Φεστιβάλ χρειάζεται και μερικές δόσεις νοσταλγίας! Αποδείχτηκε από την προσέλευση του κόσμου στην παράσταση που έστησε ο Σταμάτης Κραουνάκης με τα παλιά μεγάλα ονόματα του θεατρικού πάλκου, αποδείχτηκε και από την προσμονή με την οποία οι Αθηναίοι θέλησαν να δουν ξανά την ιστορική παράσταση των Ορνίθων του Θεάτρου Τέχνης. Το ένιωσα και εγώ προσωπικά στη συναυλία του Νίκου Πορτοκάλογλου. Μια συναυλία που στήθηκε στο ύφος των παλιών συνευρέσεων και κατάφερε να ζεστάνει τον, μερικές φορές ψυχρό, χώρο του Ηρωδείου. Ακόμη και η μικρή αμηχανία που συνόδευε τα μπες-βγες των τραγουδιστών είχε κάτι το συμπαθητικό. Κάτι από τις παλιές παρέες και τους στίχους που σιγοψιθυρίζαμε με νόημα γύρω από φοιτητικά τραπέζια, κά-

τι από τις παλιές εποχές που η μουσική που άκουγες σηματοδοτούσε και το στυλ σου. Γι’ αυτό και η ατάκα του Πορτοκάλογλου: «παλιά ήμασταν χωρισμένοι σε μουσικές φατρίες, σε ροκάδες και καρεκλάδες», μας έκανε όλους να γελάσουμε με νόημα. Σήμερα οι νέοι μεταπηδούν από το ένα είδος μουσικής στο άλλο χωρίς ίχνος ενοχής – και μπορεί να κάνουν και πολύ καλά. Αλλά, για όσους θυμούνται τα παλιότερα, δεν επιτρεπόταν να ακούς τα πάντα, έπρεπε να ακολουθείς το ένα μουσικό ρεύμα ή το άλλο... Την ελληνική μουσική ή την ξένη... Το έντεχνο ή το ελαφρύ... Έδενε με τα ρούχα που φορούσες, το μπαρ στο οποίο πήγαινες, το νησί στο οποίο διάλεγες για τις διακοπές σου... ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΔΕΞΙΟΤΕΧΝΙΑ. Δεν θα ήθελα να θίξω τους Έλληνες ηθοποιούς. Αλλά αυτό που συγκράτησα από τις δύο παραστάσεις της βερολινέζικης Σαουμπίνε ήταν το ρεσιτάλ υποκριτικής απ’ όλους. Δεν ήταν τόσο η σκηνοθετική σύλληψη που σε γοήτευε, ήταν οι ηθοποιοί που υποτάσσονταν τόσο αβίαστα σε απίστευτης δυσκολίας σκηνοθετικές οδηγίες. Ο Άμλετ έφαγε μέχρι και μια χούφτα χώμα με τέτοια φυσικότητα που πίστευες ότι αληθινά έπρεπε αυτό το χώμα να το φάει. Ο πατέρας της «Λυσσασμένης γάτας» είχε ένα μόνιμο τρέμουλο στο χέρι του που σε έπειθε ότι έχει και στην πραγματική του ζωή. Είναι άραγε οι σχολές –όπως έγραψε και ο Σπύρος Παγιατάκης– που τους καθιστούν τόσο άρτιους ή είναι οι σκηνοθέτες που τους καθοδηγούν με γερμανικό σύστημα τελειότητας; Ό,τι και να ’ναι, νιώθεις την ανάγκη να παρατείνεις λίγο το χειροκρότημά σου για χάρη τους. ΦΙΟΝΑ ΣΟ. Από τους διάφορους ηθοποιούς και καλλιτέχνες που πέρασαν τα τελευταία χρόνια από το Φεστιβάλ και τους οποίους, εμείς που δουλεύουμε από μέσα, είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε από κοντά, ξεχώρισα τις δύο κυρίες που έκαναν ευτυχισμένο για δύο μέρες το Μεγάλο Θέατρο της Επιδαύρου. Ο λόγος για τη γνωστή ηθοποιό Φιόνα Σο και τη σκηνοθέτρια Ντέμπορα Γουόρνερ που ανέβασε μοναδικά τις «Ευτυχισμένες μέρες» του Μπέκετ. Ηταν η τελευταία παράσταση των περσινών Επιδαυρίων που δεν μπόρεσε να γίνει λόγω της μεγάλης πυρκαγιάς στην Πελοπόνησσο και που επελέγη για να ανοίξει το φετινό Φεστιβάλ. Θυμάμαι τη Φιόνα Σο να λέει πως «από μικρή είχε μια αφίσα της Επιδαύρου κρεμασμένη στο υπνοδωμάτιό της και πως είναι σαν ένα όνειρο γι’ αυτή ότι παίζει σ’ αυτό το θέατρο, τώρα που μεγάλωσε...».Θυμάμαι και την Ντέμπορα Γουόρνερ να διαμαρτύρεται μετά τη πρώτη παράσταση που οι ταξιθέτες σκότωσαν μια τεράστια αράχνη η οποία απει-

Η ΣΥΛΒΙ ΓΚΙΛΕΜ ΧΟΡΕΥΕΙ ΜΠΟΛΕΡΟ Το φινάλε της 16 και 17 Ιουνίου στο Ηρώδειο μας επιφύλαξε μια νευρώδη και ερωτική απόδοση της δημοφιλούς χορογραφίας του Μπεζάρ, πάνω στο επίσης δημοφιλές μουσικό κομμάτι του Μορίς Ραβέλ.

λούσε να αποδιοργανώσει την παράσταση λέγοντας «τι κρίμα, μας έκανε παρέα σε όλες τις πρόβες...». ΛΥΚΑΒΗΤΤΟΣ. Η ιστορία με το Λυκαβηττό αποδιοργάνωσε για μια βδομάδα το Γραφείο Τύπου. Πέρα από το τι έγινε, ποιος δήλωσε τι, ποιος είχε δίκιο και ποιος άδικο, νομίζω ότι όλοι κλονιστήκαμε συναισθηματικά από το κλείσιμο του θεάτρου. Γιατί στη σημερινή απρόσωπη Αθήνα των 5 εκατομμυρίων κατοίκων, που πια πολλοί λίγοι είναι οι τόποι αναφοράς, ο Λυκαβηττός διατηρεί μια αξία συμβολική. Είναι ακόμη το μέρος που συναντάμε τις παρέες μας τα καλοκαίρια, είναι το μέρος που λικνιζόμαστε νωχελικά ή που χτυπιόμαστε ρυθμικά, που πίνουμε τις μπίρες μας και απολαμβάνουμε την πόλη από ψηλά. Και δεν έχουμε πολλά τέτοια μέρη. Τις

περισσότερες φορές δεν έχει καν σημασία η συναυλία. Η ατάκα είναι: «Πότε θα ανηφορίσουμε στο Λυκαβηττό φέτος;». Και το να ανηφορίσεις δεν είναι απλό πράγμα. Οι δρόμοι προς το θέατρο κλείνουν, το περπάτημα στην ανηφόρα σού κόβει την ανάσα, το αυτοκίνητό σου δεν ξέρεις πού να το παρκάρεις... Αλλά παρ’ όλα αυτά, όταν φτάνεις εκεί τα πάντα ξεχνιούνται και η βραδιά σε αποζημιώνει με το παραπάνω. Είναι το θεατράκι των Αθηναίων –αυτών που ξέρουμε και αυτών που δεν ξέρουμε–, είναι δικό μας και κανείς δεν μπορεί να μας το πάρει πίσω. Αυτό ήταν, νομίζω, το αίσθημα που έκανε τους τόνους να ανεβούν, την οργή να ξεχειλίσει, τα άρθρα να γίνουν πιο καυστικά. Μια συλλογική, κρυμμένη απογοήτευση για ένα χώρο που νιώθουμε σαν την αυλή του σπιτιού μας!


μπαλα-λάικα

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 43

Οχτώ ογδόου του οχτώ Ολυμπιακοί: Δράκοι, σαολίν και ρυζάκι στον ατμό Από τον Κωστή Τούλη (c.toulis@yahoo.gr)

8 Αυγούστου 2008: Το οκτώ της μεταφυσικής κινεζικής τύχης. Κάθε βράδυ η κρατική τηλεόραση στέλνει αισίως το μήνυμά της. Σεούλ, Λος Άντζελες, Μόσχα, Βαρκελώνη, Ατλάντα, Σίδνεϊ. Τα βίντεο του παρελθόντος. Νάντια Κομανέντσι, Καρλ Λούις, Σοτομαγιόρ, Μπούμπκα, Πατουλίδου, Πύρρος Δήμας, Κακλαμανάκης – και τώρα 2008. Νέοι ήρωες, νέες δόξες. Οι Ολυμπιακοί του 2008 μας χτυπούν την πόρτα. Είναι ήδη εδώ λοιπόν θα έλεγα. Στο κουλουάρ, έτοιμοι προς εκκίνηση, 7 μέρες πριν της Παναγιάς στα μέρη μας. Έχουν καταπνίξει την εξέγερση μιας χώρας, έχουν βγάλει τη λίστα με τους «απαγορευμένους» καλλιτέχνες που τους αμφισβητούν και ετοιμάζονται να μας επιτεθούν στεγνά. Δεν ακούω κάτι; Είναι η απόλυτη σιγή πριν την καταιγίδα. Καύση ή εκταφή νεκρών, ο Πιερ ντε Κουμπερτέν το έκανε το θαύμα του.

Πώς θα δούμε την έναρξη, σενάριο 1 Είναι 9 πρωί. Ο Βασίλης Καρράς βγάζει τα αβάσταχτα ντέρτια του μέσα από το ολοκαίνουργιο Ρioneer κασετοφωνάκι (που παίζει και mp3 άμα λάχει) και ψάχνεις να παρκάρεις τη μαούνα σου όσο πιο δίπλα στο κύμα μπορείς. 8 Αυγούστου, στο φουλ των καλοκαιρινών διακοπών. Η γυναίκα έχει πονοκέφαλο, τα πιτσιρίκια γκρινιάζουν και εσύ κουβαλάς ομπρέλα, τάβλι, μπρατσάκι, φραπέ, αντιηλιακά και άλλα διάφορα οικογενειακά και ασήκωτα. Πήγε κιόλας 11. Η βουτιά δεν ήταν αρκετή, η ζέστη ανυπόφορη, αλλά πλησιάζει μεσημέρι κι η ταβέρνα της Αφροξυλάνθης έχει τα παϊδάκια τα σωστά (και νέα τηλεόραση plasma). Δεν έχει μεσημεριανό ύπνο σήμερα. Είναι 8 Αυγούστου και οι δέκτες όλου του πλανήτη συντονίζονται στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων. Δες και δεν θα χάσεις. Για να καταλάβεις, εκτός των άλλων, ότι ο Παπαϊωάννου ήταν πολύ καλύτερος από τον Ζανγκ Γιμού. Τι χαρταετοί και δράκοι και η χρονιά του πελαργού! Άμα δεν έχει μια Καρυάτιδα δεν εντάσσεται στο φάσμα του πολιτισμού.

Πώς θα δούμε την έναρξη, σενάριο 2 Τα τζιτζίκια σε ξυπνάνε στο θρυλικό κάμπινγκ της Επιδαύρου γύρω στις 10 το πρωί, ακόμη κι αν έχεις κοιμηθεί ξημερώματα. Μπανάκι, φαγάκι και το ολοκαίνουργιο (πλην κόπια του προηγούμενου) βιβλίο του Πάολο Κοέλιο, καλύπτει αρμονικά την υπερχειλίζουσα πνευματικότητά σου. Καλοκαιριάτικα. Πλάτσα πλούτσα μαζί με άλλους εκατοντάδες εραστές της τέχνης αλλά θα βγουμε νωρίς. Να δoύμε απευθείας την τελετή έναρξης στην τηλεόραση του ξενοδοχείου. Εντάξει, αλλά

έχει πολλή ζέστη κι εσύ νυστάζεις. Έχει και στις 9 το βράδυ παράσταση στο αρχαιότερο θέατρο όλων των εποχών – και το μοναδικό που δεν σβήνεις τη γόπα σου. Οι ηθοποιοί της «Μήδειας» του Βασίλιεφ προετοιμάζονται για τη μεγάλη βραδιά. Ήδη σου φαίνεται βαρύ. Και το έχεις σκεφτεί: Λες να το παίξω άρρωστος; Πού να τρέχεις τώρα; Νοήματα, συμπεριφορές, σκηνοθετικές απόψεις. Τίγκα στο κουλτουρέισον μες στο κατακαλόκαιρο. Και τι εν τέλει αποφασίζεις; Συνειδητοποιείς ότι, εντάξει, αφού κοιμήθηκες και δεν είδες την τελετή έναρξης των Αγώνων του 2008, μπορείς τουλάχιστον να δεις τη Μήδεια. Και ακολουθείς τη σύζυγο. Στο κάτω κάτω, στις ταβέρνες της Αργολίδας πιο πολλοί θα μιλάνε για την Κονιόρδου παρά για την Γκονγκ Λι.

ΦΑΝΤΑΣΜΑΓΟΡΙΑ Ακόμα δεν γνωρίζουμε τίποτα για την τελετή έναρξης που σκηνοθετεί ο Ζανγκ Γιμού. Στη φωτογραφία, «έθνικ» κινεζική φαντασμαγορία από την ταινία του σκηνοθέτη «Curse of the Golden Flower», που γυρίστηκε το 2006.

Πώς θα δούμε την έναρξη, σενάριο 1 Τέσσερα χρόνια μετά την ελληνική καλύτερη εορτή όλων των εποχών, θέλεις να παρακολουθήσεις την τελετή έναρξης μιας άλλης κουλτούρας. Δεν θα έχει φέτα, τζατζίκι, γαλακτοκομικά, Μέγα Αλέξανδρο και ρεμπέτικο πάλκο, αλλά κάτι σαολίν που θα χτίζουν ένα τεράστιο τείχος, κάτι δράκους που θα ίπτανται, βραστό ρυζάκι με βολβούς και ακρίδες. Δεν λέει, ρε φίλε! Αλλά εντάξει, είναι ένα θέαμα που δεν χάνεται. 8 Αυγούστου, εσύ κάπου στο Αιγαίο και το κέντρο του κόσμου στην «ατσάλινη φωλιά» των Ολυμπιακών Αγώνων. Με το βγαίνουν οι αποστολές των ομάδων με τις σημαίες σε απόλυτη στύση, παίρνεις φίλους, γνωστούς, έτερα ημίσεα και δεκανίκια και ανηφορίζεις για ποτό. Φαντασμαγορικό αλλά ακατανόητο. Η διαφορετικότητα της Κίνας που θα δείτε δεν θα δείχνει την άλλη Κίνα, που συνεχίζει να βυθίζει στη σιωπή το Θιβέτ, που κρατά τα ανακλαστικά της σε εγρήγορση στηρίζοντας τον «καλό άνθρωπο όχι του Σετσουάν αλλά του Νταρφούρ» (τον επικυρηγμένο από τα Ηνωμένα Έθνη εγκληματία), που αρνείται στοιχειώδεις ελευθερίες στους πολίτες της. Απ’ αυτή την άποψη, έχουμε δίκιο να λέμε πόσο καλά τα καταφέραμε εμείς. Οι ξένοι δεν λένε ακόμα να ξεχάσουν του Ψυρρή, τους χορούς, τα μεθύσια. Α ρε Ελλαδάρα.

Αξίζει να δείτε • Τελικός 100 μέτρων ανδρών: Αν προλάβετε, φυσικά, γιατί η κούρσα διαρκεί κάτι λιγότερο από 10’’. Κι αν η γειτόνισσα με το ωραίο μπούστο απλώνει... τη χάσατε την κούρσα. Λογικά, ο χρυσός ολυμπιονίκης θα είναι Αμερικανός. Ένα συνονθύλευμα μυών με κάτι άλλο μέσα, αδιευκρίνιστο. Συγχαρητήρια. • Τελικοί καταδύσεων: Δεν έχει να κάνει με

το άθλημα εν γένει αλλά με το απίστευτο κολυμβητικό στάδιο όπου γίνονται τα εν λόγω αγωνίσματα και την τηλεοπτική τους κάλυψη που λογικά θα μοιάζει με κατάσταση εικονικής πραγματικότητας. • Ιστιοπλοϊα, Ιστιοσανίδα: Ολυμπιακοί αγώνες μέσα στα φύκια.Το ενδιαφέρον έχει να κάνει με το πώς θα αντιμετωπιστεί το πρόβλημα που προέκυψε με τη θαλάσσσια χλωρίδα που έπνιξε τους χώρους οι οποίοι προορίζονταν για τα αγωνίσματα αυτά. Σλάλομ μέσα σε βρύα και λειχήνες. • Το φράγμα του ντόπινγκ: Πόσοι θα είναι εν τέλει οι αθλητές που θα την έχουν πιεί για τα καλά και ο δαιμόνιος έλεγχος της WADA θα εντοπίσει; Ο αριθμός αναμένεται να σπάσει το φράγμα των παλαιότερων ολυμπιακών συναθροίσεων και η αίθουσα αποτοξίνωσης θα γεμίσει ασφυκτικά με νέους ντοπέ ήρωες. • Τελικά Ποδοσφαίρου: Η ενδεχόμενη συνάντηση Αργεντινής-Βραζιλίας για ένα μετάλλιο δεν μπορεί να αφήσει κανέναν ποδοσφαιρόφιλο αδιάφορο, ακόμα κι αν οι ομάδες εμφανιστούν με τα δεύτερα. • Μπάσκετ: Οι Αμερικανοί έχουν βιώσει στο πετσί τους την αποτυχία και κατεβαίνουν με μία ομάδα σούπερ σούπερ-σταρ και με τίτλο της αποστολής τους: «ο δρόμος προς της εξιλέωση». Με τις ικανότατες Ισπανία, Ελλάδα, Ρωσία, Λιθουανία, το ενδεχόμενο η αμερικανική εξιλέωση να αποδειχθεί ψυχόδραμα τύπου «Βασιλάκη Καϊλα» ή μια ακόμη απώλεια θα μας καθηλώσει στις τηλεοράσεις μας. Εξάλλου, είπαμε και τα περί της ανωτερότητος των ομαδικών αθλημάτων. • Μαραθώνιος: Όπως και να το κάνουμε, εκτός από μαραθώνιος είναι και η μοναδική ευκαιρία να παρατηρήσουμε ενδιαφέροντα

πράγματα από την πόλη.

Αξίζει να χάσετε

• Τελικοί πινγκ-πονγκ: Απομακρύνετε τα παιδιά σας από την τηλεόραση. Κίνδυνος επιλειψίας. • Άρση Βαρών: Θα λείπουν τα ελληνικά κλαρκ. • Συγχρονισμένη κολύμβηση: Συντονίζονται μόνο όλα τα κέντρα θεραπείας της χρόνιας αϋπνίας. • Σόφτμπολ: Ούτε οι αθλητικές εταιρείες έχουν ακόμα καταλάβει τον λόγο ύπαρξης του αθλήματος. Σε ολυμπιακό επίπεδο, το θέαμα απλώς κορυφώνεται. • Σκοποβολή: Συγκεντρώνονται, φοράνε τα ακουστικά τους, πυροβολάνε και πάντα βρίσκουν τον μικρότερο κύκλο του στόχου. Μάλλον, λοιπόν, νικητής είναι ο πιο όμορφος. • Πένταθλο - Δέκαθλο: Όταν έχεις παρακολοθήσει τις σούπερ επιδόσεις των αθλημάτων σε ξεχωριστό επίπεδο, δεν μπορείς να δεις μετά τον Μήτσο να πετάει το δίσκο στις 5 ίντσες και 7 εκατοστά. • Ρυθμική Γυμναστική: Η χαρά του τιραμόλα. Πολλές οι αρνητικές σκέψεις για τη μέση μας.

Info Η τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου, στις 8 Αυγούστου, θα μεταδοθεί απευθείας από την ελληνική κρατική τηλεόραση στις 12 το μεσημέρι (η τελετή αρχίζει 8 το απόγευμα, ώρα Πεκίνου).


διαγωγή κοσμία

44 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

Φωτογραφίες: Εύη Φυλακτού

H Nάνα μετά που τραγούδησε τα «Παιδιά της Σαμαρίνας».

Adieu & au revoir Από την Juicy Liou

Nάιλον ντέφια και έθνικ κέφια!

Νάνα Μούσχουρη μετά Ευρωπαίων δημάρχων.

> Εκστασιασμένο το Ηρώδειο από τη Νάνα Μούσχουρη. Βροχή τα φλας, τα φιλιά, τα μπουκέτα (λουλούδια). Απαστράπτοντες καλεσμένοι παντός είδους, από τον Ηλία Ψινάκη και τη Πέγκυ Ζήνα μέχρι το ηλιοκαμένο ζεύγος Καραμανλή και το δήμαρχο του Παρισιού, έδωσαν μια γκλαμ νότα σ’ αυτές τις συγκινητικές στερνές (;) εμφανίσεις της αγαπημένης Νάνας. Αισθητή και η παρουσία των κλώνων-Νάνα: αιθέριες, τυλιγμένες στα λευκά και με τη χωρίστρα τους στη μέση, θαύμαζαν το είδωλό τους μέσα από τα μαύρα ματομπούκαλά τους με ευλάβεια. > Στην αντίπερα όχθη μια μαύρη καλλονή, η Μπούικα, λικνιζόταν ξυπόλητη με πάθος στους ρυθμούς του αφρο-φλαμένκο της, κρατώντας ένα ποτήρι ρούμι στο χέρι (ενναλάξ με μια φωτογραφική μηχανή με την οποία τραβούσε τους μουσικούς της - τι χούι κι αυτό) και έκανε τη σκηνή του Σχολείου να ριγά σε κάθε ανασήκωμα της σατέν τουαλέτας της. Οle para la chica de Gana! > Και τα χτυπήματα στα πατώματα συνεχίζονταν… στην πίστα της θρυλικής ντίσκο της Επιδαύρου, Καπάκι, όπου το επιτελείο της Πίνα Μπάους μετά από τη «διθυραμβική» παράστασή του, χόρευε μέχρι της πρώτες πρωινές ώρες, συγχρωτιζόμενο με τη ντόπια νεολαία, συμβάλλοντας έτσι στην πολιτιστική «μετάγγιση» της ελληνικής χορευτικής σκηνής > Πράγμα που με μεγάλη επιτυχία και συνέπεια κάνει χρόνια τώρα το Λύκειο των Ελληνίδων, όπως απεδείχθη και στην πρόσφατη παράστασή του στο Ηρώδειο, σε μια ελληνική εκδοχή των Stomp (μόνο που εκεί θα ποδοπατηθούν όλοι για να τους δουν) με κάθε λογής όργανα και κρουστά. > Στο κέφι μάθαμε -από τους φεστιβαλικούς μας παπαράτσι- ότι ήρθε και η Μάρτα Σεμπαστιέν. Στις 4 το πρωί επέστρεψε στο ξενοδοχείο ύστερα από μια βόλτα στα μουσικά μεζεδοπωλεία του κέντρου και άντε μετά να σηκωθεί για πρόβα. Δύσκολη κι η ζωή του καλλιτέχνη… > Με τις ιδιοτροπίες του ο καθένας. Φάγαμε τον κόσμο κυριακάτικα, να βρούμε σπιτική τυρόπιτα στη Ρενέ Φλέμινγκ και βάζαμε τη θεία μας ν’ ανοίγει φύλλο. Είχε λέει κάποτε ένα αίσθημα από την Ελλάδα η αδερφή της, και κάθε μήνα έστελνε η μάνα του γαμπρού ένα ταψί τυρόπιτα στη Ρενέ μας. Ε, πήραμε και μεις τον πλάστη. > Ενημερώνουμε το υποχόνδριο κοινό ότι κακώς σιχαινόταν να κάτσει στο γκαράζ της Πειραιώς να δει τις Βάκχες. Σφουγγαρίσαμε καλά καλά και βάλαμε και τέντα πάνω από εκεί που κουτσουλούσαν τα περιστέρια-κατοικίδια του χώρου. > Και του χρόνου!

Η Πίνα Μπάους στην Επίδαυρο, αρκετή ώρα πριν αρχίσει η παράσταση.

Η Μπούικα στο Σχολείον, κατά τη διάρκεια του μαθήματος.


οι επιλογές σας στ’ άστρα

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008 | 45

STAR WARS Η τύχη σου στα άστρα...

Από τον Άγγελο Γκαγκάριν ΚΡΙΟΣ

ΤΑΥΡΟΣ

ΔΙΔΥΜΟΙ

ΚΑΡΚΙΝΟΣ

ΛΕΩΝ

ΠΑΡΘΕΝΟΣ

(21 Μαρτίου – 19 Απριλίου)

(20 Απριλίου – 20 Μαΐου)

(21 Μαΐου – 21 Ιουνίου)

(23 Ιουλίου – 22 Αυγούστου)

(23 Αυγούστου – 22 Σεπτεμβρίου)

ΟΚ, χρειάζεσαι συναισθηματική ολοκλήρωση. Στις μαζώξεις και στα ταρατσοπάρτι αυτής της περιόδου δεν ανοίγεις άλλη κουβέντα – λες και ξαναλές πόσο λείπει το συναίσθημα από τη ζωή σου, πόσο το αποζητάς. Πρώτον, πρόσεχε πού τα λες αυτά διότι μπορούν να είναι πολύ τρομακτικά καμιά φορά – κάνε κράτει, γιατί ίσως κάνεις τους άλλους να τρέχουν μακριά σου ακριβώς τη στιγμή που προσπαθείς να τους κρατήσεις. Δεύτερον, μαζέψου και σοβαρέψου: με ειλικρίνεια και ψυχραιμία κοίτα μέσα σου και θα δεις πως ίσως ήδη διαθέτεις ό,τι αναζητάς, απλώς το έχεις ακόμη κοιμισμένο, σε ένα είδος χειμερίας νάρκης (μια ακόμη άμυνα κι αυτή, ενάντια στην κατάχρηση συναισθήματος που έχεις κάνει στο παρελθόν – ξέρεις σε τι αναφέρομαι, δεν θα μπω σε λεπτομέρειες τώρα). Τρίτον, πάρε αργία από τα θεάματα. Πήγαινε καμιά φορά και σε κανένα εστιατόριο. Πάψε να το παίζεις anorexia nervosa. Θα φέξεις.

Ζεις έντονα ιδιαιτέρως τελευταία! Τα συναισθήματά σου χτυπάνε κόκκινο, γίνονται τσουνάμι και σε πνίγουν. Κι αν όχι εσένα, πνίγουν όσους είναι δίπλα σου. Μετά παίρνεις μια ανάσα, νιώθεις και πάλι κανονικός άνθρωπος, και μετά φτου και πάλι απ’ την αρχή – τι ταλαιπωρία ζεις! Η διάθεσή σου μοιάζει με πλαστικό (και ξεχαρβαλωμένο) παιδικό παιχνιδάκι και τα άκρα έχουν γίνει ο νέος σου τόπος κατοικίας. Προτείνω ψυχραιμία. Μια κουβέντα είναι αυτή, θα μου πεις (και θα ‘χεις δίκιο). Πιο συγκεκριμένα λοιπόν: μη σκέφτεσαι διαρκώς το πρόβλημά σου. Προσπάθησε να αυτο-περισπαστείς κάπως. Όση ώρα δεν κοιτάς, συχνά τα προβλήματα δουλεύονται μόνα τους, ενώ άμα δεν τ’ αφήνεις σε ησυχία κατσικώνονται. Ένας εξαιρετικός τρόπος να μην σκέφτεσαι είναι, ως γνωστόν, το σινεμά. Έχει ωραίες επαναλήψεις αυτό το διάστημα.

Αγαπημένε μου Δίδυμε, μη μασάς. Είναι η ώρα της ορμητικότητας! Με πείσμα και αποφασιστικότητα, βάλε τα κάτω και θα δεις πως ένα κι ένα κάνουν δύο, και πως οι στόχοι σου είναι απόλυτα πραγματοποιήσιμοι – αρκεί να το θελήσεις στ’ αλήθεια και να μπεις (επιτέλους) στο ψητό. Είσαι σε φόρμα, ψυχικά αλλά και σωματικά, και δεν υπάρχει λόγος να διστάζεις, πόσο μάλλον να μεμψιμοιρείς. Γενικώς σε θέλει, οπότε ξεκόλλα πια με το παραμυθάκι της ταλαιπώριας σου και τις θεωρίες που κατασκευάζεις και χρησιμοποιείς για ταμπούρωμα εδώ και, αρκετότατο πια, καιρό. E, basta! Enough! Νισάφι πια! Έσω τολμηρός και δεν θα μετανιώσεις, ιδιαίτερα στα ερωτικά – δεν είναι δέσμευση η αγάπη, τουλάχιστον όχι μόνον. Πάψε λοιπόν να φοβάσαι ακόμη κι αυτήν. Για την ενίσχυση του φαντασιακού σου πεδίου προτείνω σινεμά. Κάτι που θυμίζει έρωτα αλλά θυμίζει και τον Ζακ Τατί. Για να περάσετε καλά. --Σινεμά: Προβολές την αυλή του Ash in Art 1/8 “Ο Έρωτας του Οδυσσέα” (1984), του Βασίλη Βαφέα Ώρα 21:30, με ελεύθερη είσοδο

(22 Ιουνίου – 22 Ιουλίου)

Αυτή την περίοδο ευνοείται η διασκέδαση, η χαρά, ο έρωτας… εσύ γιατί να μην επωφεληθείς; Μη διστάζεις να βγεις απ’ το καβούκι σου και μην καθυστερείς να αρπάξεις τη ζωή και να την πιεις, να μην αφήσεις ούτε στάλα! Κι ενώ θα γίνεις ακόμα πιο επικοινωνιακός κι έξω καρδιά, δεν θα λείψουν οι ευχάριστες συμπτώσεις, οι νέες γνωριμίες, αλλά και διάφορα άλλα –τυχαία ή όχι και τόσο– που θα βοηθήσουν στη βελτίωση του κοινωνικού σου status (ουάου)! Για να δούμε τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά…; Πας, ας πούμε, να πάρεις εισιτήριο για την συναυλία της Μαντόνα κι εκεί που έχεις στηθεί στη ουρά και ιδρώνεις σαν το γαϊδούρι, σκεπτόμενος πως δεν μπορεί, κάποιος θα λιποθυμήσει να του πάρεις τη σειρά, ξαφνικά, ένα θεσπέσιο χέρι απλώνεται προς το μέρος σου και σου προσφέρει χαρτομάντιλο! Γιατί; Απίθανο είναι; --Μουσική: Madonna live in Athens 27/9 στο ΟΑΚΑ

Αγαπημένε μου Λέοντα, ήρθε η ώρα της ενηλικίωσης ΚΑΙ σε αυτή τη μετεμψύχωση. Ένας κύκλος κλείνει και –κατά το γιαπωνέζικο Τζο-Χα-Κιου (αρχήμέση-νέα αρχή αναπνοής)– αυτό σημαίνει ότι ένας άλλος, καινούργιος κύκλος ανοίγει. Οι πόνοι του κλεισίματος έγιναν ιδιαιτέρως αισθητοί, το γνωρίζω, αλλά καθώς ο κύκλος που τώρα κλείνει ήταν κι εκείνος αρκετά επώδυνος, ίσως οι αποχαιρετιστήριοι πόνοι αυτών των ημερών να κρύβουν στην πραγματικότητα λυτρωτικές αποχρώσεις. Κάθε ελευθερία έχει λάκκο, το γνωρίζεις πια. Σε περίπτωση, όμως, που θα ήθελες να το ξαναθυμηθείς, τότε μην χάσεις τον Ορέστη του Ευριπίδη από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος σε σκηνοθεσία Σλόμπονταν Ουνκόφσκι. Αν ο Ορέστης έχει υπάρξει η επιτομή του «Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα», τότε επίσης ήταν και είναι ακόμη το σύμβολο της απόλυτης ενηλικίωσης – ο φόνος τον γονέων είναι η απαραίτητη προϋπόθεση. --Θέατρο: ΚΘΒΕ - Σλόμπονταν Ουνκόφσκι / Ευριπίδη, Ορέστης 1, 2 Αυγούστου, Επίδαυρος

Ως Παρθένος, και άρα οπαδός της τελειότητας, έχεις απογοητευτεί ουκ ολίγες φορές. Αυτό που ψάχνεις διαρκώς, δηλαδή το άριστον στα πάντα, δεν το βρίσκεις πάντοτε, κι αυτό είναι κάτι που μπορεί να σε κάνει δύσθυμο, κατσούφη, γκρινιάρη, συχνά ακόμη και αντιπαθή σε τρίτους. Καμιά φορά όμως –λέω, καμιά φορά– κάτι γίνεται και το άριστον μας αποδεικνύει ότι τελικά όντως υπάρχει, ότι έχει σάρκα και οστά, και μάλιστα ότι μπορούμε και να το αγγίξουμε. Φημολογείται πως η Μήδεια του Βασίλιεφ είναι μια τέτοια περίπτωση…Αν λοιπόν βρίσκεσαι ακόμη στην Αθήνα το Δεκαπενταύγουστο (μια έκτακτη ιδέα, by the way, μιας και δεν υπάρχει εποχή που να είναι πιο κούκλα η Αθήνα από τότε), μη διστάσεις: μπες στ’ αμάξι και κίνησε για Επίδαυρο. Η Μήδεια θα σε περιμένει. --Θέατρο: ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας - Ανατόλι Βασίλιεφ / Ευριπίδη, Μήδεια 15, 16 Αυγούστου, Επίδαυρος

ΖΥΓΟΣ

ΣΚΟΡΠΙΟΣ

ΤΟΞΟΤΗΣ

ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ

ΥΔΡΟΧΟΟΣ

ΙΧΘΥΣ

(23 Σεπτεμβρίου – 23 Οκτωβρίου)

(24 Οκτωβρίου – 21 Νοεμβρίου)

(22 Νοεμβρίου – 21 Δεκεμβρίου)

(22 Δεκεμβρίου – 19 Ιανουαρίου)

(20 Ιανουαρίου – 18 Φεβρουαρίου)

(19 Φεβρουαρίου – 20 Μαρτίου)

Και η χρυσή εποχή συνεχίζεται. Όπως είχα προαναγγείλει, αγαπητέ Ζυγέ, η νέα εποχή άρχισε και, όσο εξαντλημένος κι αν αισθάνεσαι, όσο καταπονημένος κι αν όντως είσαι, όσες δικαιολογίες κι αν διαθέτεις (ανάμεσά τους η έξη και η ροπή για καταποντισμό, αυτολύπηση και αυτογκόλ), αυτή τη φορά δεν μπορεί παρά να το γιορτάσεις! Η αγαπημένη σου συνήθεια να ξεκινάς ενάντια σε κάθε προγνωστικό, εν συνεχεία να καίγεσαι και τελικά να πέφτεις κάτω, μοιάζει πια ιδιαιτέρως προφανής ακόμη και για σένα. Κι έτσι, δείχνει σχεδόν αφοπλισμένη πλέον, ακόμη και ξεπερασμένη (out of fashion), δεν νομίζεις; Ώρα λοιπόν να αρχίσεις να αλλάζεις τη ζωή σου για να χωρέσει όλα τα ωραία καινούργια πράγματα με τα οποία έχεις αρχίσει να τη γεμίζεις (κάντε χώρο ντε!) αλλά και για να απολαύσεις αυτά που ήδη βρίσκονται εκεί. Βγες! Προτείνω Θέατρο Δωματίου. --Θέατρο: Αγαμέμνων, Αισχύλου / Θέατρο Δωματίου - Άντζελα Μπρούσκου 22 - 23 Αυγούστου, Επίδαυρος

Συχνά η φαντασία σου σπάει τα όρια που τη χωρίζουν με την πραγματικότητα. Τα πράγματα θολώνουν, μπερδεύονται και τα σύνορα των περιοχών ζωήφαντασία γίνονται δυσδιάκριτα. Αυτό μερικές φορές κάνει τους γύρω να αισθάνονται κάπως παράξενα (μα γιατί με κοιτάει έτσι αυτός;) ή, στην καλύτερη περίπτωση, τους υποβάλλει σε συμπεριφορές που τελικά ξαφνιάζουν ακόμη κι εσένα. Όλα αυτά είναι ταλαιπώρια δίχως λόγο τελικά (τσάμπα καίει η λάμπα, όπως λέει κι ο σοφός λαός). Μπορείς να σώσεις μόνος σου τον εαυτό σου από κάθε θλίψη, υπερβολική έγνοια ή μη απαραίτητη φθορά. Και η συνταγή είναι πάρα πολύ απλή: μην παίρνεις τον εαυτό σου τόσο στα σοβαρά. Άλλο η συμβολική σημασία των πραγμάτων και άλλο η κυριολεξία. Π.χ. το ότι όλοι οι άντρες έχουμε Οιδιπόδειο δεν σημαίνει ότι θέλουμε να πάμε με τη μάνα μας, σωστά; --Θέατρο: Οιδίπους τύραννος, Οιδίπους επί Κολωνώ, Σοφοκλή / Εθνικό Θέατρο – Ρούλα Πατεράκη, 8 & 9 Αυγούστου, Επίδαυρος

Συχνά αισθάνεσαι να υπάρχει ένα χάσμα ανάμεσα σ’ εσένα και την οικογένειά σου, τους ανθρώπους που αγαπάς, τους «δικούς σου» εν γένει… Αν θέλεις να αισθάνεσαι αυτό το κενό όλο και λιγότερο, μπορείς να κάνεις ένα σωρό πράγματα, όπως άλλωστε πολύ καλά γνωρίζεις ήδη. Αν αναρωτιέσαι από πού να αρχίσεις, σου έχω απάντηση: Μπορείς ν’ αρχίσεις λέγοντας συγνώμη πριν σου το ζητήσουν (ή το απαιτήσουν από σένα), αφήνοντας τον εαυτό σου περισσότερο έκθετο (άσε τις άμυνες στην άκρη για λίγο) και εκδηλώνοντας την αγάπη σου. Ένα σ’ αγαπώ που είτε το λες είτε όχι, πάντως το εννοείς, μπορεί να αλλάξει πολύ περισσότερα από όσα φαντάζεσαι. Γενικά, προτείνω να ποντάρεις στα μικρά πράγματα – η σημασία τους συχνά παραμελείται. Δες μια ενδιαφέρουσα έκθεση φωτογραφίας, ας πούμε. Πού ξέρεις, ίσως σου αλλάξει την οπτική… --Φωτογραφία: Μοντέρνος Αραβικός Κόσμος - Έκθεση φωτογραφίας στο Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης / Αγίων Ασωμάτων 22 και Διπύλου 12

Ό,τι κι αν συμβαίνει θυμήσου πως αυτό που θα μείνει τελικά σε βάθος χρόνου δεν είναι άλλο από τις πραγματικές σου φιλίες. Από τις φιλίες εκείνες που τα θεμέλιά τους συναντώνται με αυτά της ύπαρξής σου και οι βάσεις τους με τις βάσεις του κόσμου σου. Αυτές οι φιλίες που μας έχουν (καθ)ορίσει, εξαγνίσει, γειώσει, κεντρίσει, γεμίσει... Πρώτα μας κάνουν τον καθρέφτη – βλέπουμε ποιοι είμαστε, έπειτα τον αδερφό – όποιοι και να είμαστε, μόνοι πάντως δεν είμαστε, και τέλος τον ίδιο το θεό – η σχέση με τον πραγματικό φίλο μάς κάνει καλύτερους από αυτό που είμαστε, συνεχίζει να μας δημιουργεί και να μας εξελίσσει, όπως ο θεός συνεχίζει να μας πλάθει συμπληρώνοντας νύχια και μαλλιά. Για να το δεις και να πειστείς, δεν έχω καλύτερο χαρτί απ’ αυτό: «Waiting for God(ot)». Στην Πειραιώς φυσικά. --Θέατρο: «Περιμένοντας τον Γκοντό», Μπέκετ / Τσεζάρις Γκραουζίνις 31 Ιουλίου, Πειραιώς 260 (Χώρος Δ)

Κάτι καινούργιο ξεκινά, κάτι καινούργιο αρχίζει… Ξεκινήματα, νέοι δρόμοι, φρέσκος αέρας κι άλλες πάλι αρχές αχνοφαίνονται στη ζωή σου αυτή την περίοδο. Μια νέα εποχή ανατέλλει, η δημιουργικότητά σου είναι στα πάνω της και οι πόρτες εμπρός σου ανοίγουν η μια μετά την άλλη. Τύχη, πλανήτες, κάρμα, πες το όπως θες, πάντως αυτή η περίοδος είναι ιδιαιτέρως ευνοϊκή για σένα (και καιρός ήταν, εδώ που τα λέμε, μετά τις σοβαρές ταλαιπωρίες της τελευταίας περιόδου). Αυτό που προτείνουμε εμείς είναι απλώς να το γιορτάσεις. Η συναυλία με τον ακριβοθώρητο Πάολο Κόντε είναι ένας εξαιρετικός τρόπος. Εκεί που η μελωδική ιταλική παράδοση συναντά την ερμηνευτική παράδοση της τζαζ… Γενικά, να μη φοβάσαι – τα καλύτερα έρχονται, να είσαι σίγουρος, αλλά προπάντων μη φοβάσαι να χαρείς, να γιορτάσεις και να χαμογελάσεις… --Μουσική: Συναυλία με τον Πάολο Κόντε 31 Ιουλίου, Ηρώδειο

Ήρθε η ώρα για ανασηκωμένα μανίκια και πραγματική δουλειά με τον εαυτό σου – οι δικαιολογίες δεν πιάνουν πια, οι αναβολές έληξαν, το λουρί έχει σφίξει και τα φούμαρα που πουλάς δεν τα αγοράζει κανείς (ούτε καν εσύ). Άντε λοιπόν, ώρα να προσπαθήσεις να κόψεις τις κακές σου συνήθειες, τις καταχρήσεις και γενικά ό,τι σου κάνει κακό και το ξέρεις. Η προσπάθεια, βέβαια είναι μια πολύ σχετική έννοια – ξέρεις πως όσο βάζεις δύναμη, τόσο η απέναντι δύναμη θα δυναμώνει. Η κόντρα φέρνει κόντρα, άρα αυτά που θέλεις να κατορθώσεις μπορείς να τα δεις με λίγο πιο εναλλακτική οπτική. Και λίγη χαλαρότητα δεν βλάπτει: άσε τα πράγματα να σε ξεπλύνουν για μια φορά. Σκέψου ότι είσαι σε ένα καφενείο κι εκεί που λέει ο διπλανός τον πόνο του λες κι εσύ τον δικό σου… --Θέατρο: “Καφενείο” / Δημήτρης Κουρτάκης 31 Ιουλίου, Πειραιώς 260 (Χώρος Η)

To tip του αστρολόγου Για μια καλύτερη ζωή, ο Άγγελος Γκαγκάριν προτείνει μια βόλτα στο φεγγάρι [αγκαλιά με το ζώ(δι)ο της αρεσκείας σας, φυσικά].


46 | ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ & ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ | #07 | 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

κόμικς του Χρήστου Δημητρίου




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.