EF#25

Page 1


Xατζηχρήστου 23 & Mακρυγιάννη 11742 / AΘhNA / T. 210 9282900

H εικόνα του εξωφύλλου: Σκηνή από την παράσταση της Forsythe Company, Yes, We Can’t. Φωτογραφία: Dominik Mentzos

4

Eπιστολεσ

6

ΑNτιΦεστιΒΑλ

10 Νικοσ πορτοκΑλογλου «Τα τραγούδια μου είναι προφητικά»

12 MONIKA «Τραγουδάω γι’ αυτά που με κάνουν να ελπίζω» 14 ΘεΑτρο Μπολσοΐ Πώς το «μεγάλο» θέατρο πατάει και πάλι στα πόδια του

σελ. 20

20 πετροσ Φιλιππιδησ Όλα ξεκινούν απ’ την ουτοπία 22 ΜΑρκελλοσ Χρυσικοπουλοσ Η μπαρόκ έχει swing 25 Νικοσ ΧΑτζOπουλοσ – σοΦιΑ σεΐρλη Θέλετε να χορέψομε, Μέλπω Αξιώτη;

28 Αρησ ρετσοσ Παίξ’ το εσύ! 33 ThE FOrsyThE COMpANy Δοκίμασε ξανά. Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα! σελ. 25 38 γουιλιΑΜ ΦορσΑΐΘ Η εφήμερη αναπαράσταση μιας ιδέας 40 ουΑζΝτι ΜουΑουΑΝτ «Η τέχνη είναι σαν το νερό. Ο καθένας πίνει» 44 ΑργυρΩ ΧιΩτη – ΑριΑΝ λΑΜπεΝτ – ΝΑΐΜΑ κΑρΜπΑΧΑλ Γίναμε Θέαμα 46 δηΜητρησ Μητροπουλοσ «Στο ξόδεμα του χρόνου και του εαυτού μου δεν βάζω όριο»

48 Χρηστοσ στεργιογλου «Κι αν εκείνος με τον οποίο διαφωνείς τελικά έχει δίκιο;» 50 ΝικολΑΐ κολιΑΝτΑ Ο Άμλετ του είναι σκύλος σελ. 28

52 ζερεΜι ρορερ Στο κέντρο του κύκλου της αρμονίας

σελ. 33 55 κΩστΑσ κουτσολελοσ, γκιγκη Αργυροπουλου, ΒΑσιλησ ΝουλΑσ Εκτός σχεδίου πόλεως

58 γιΑΝΝησ ρηγΑσ – γρηγορησ κΑρΑΝτιΝΑκησ – κΘΒε 50 χρόνια κομμάτια

60 sTAr WArs Tα άστρα 61 JUICy LIU Στον υπέροχο κόσμο του Ελληνικού Φεστιβάλ 62 ΦροΝτιστησ σκηΝησ Επιφυλλίδα 2 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy #25 [30 ιουνίου 2011]

πEpIEXOMENA


© Eύη Φυλακτού

[

h Eφημερίδα του Eλληνικού φεστιβάλ

Eιδική έκδοση για το πρόγραμμα του 2011 Nο 25 (3/2011) [30/6/2011] ISSN: 1791-1729

η συνδικαλιστική εκδοχή της ελευθερίας

Διευθυντής Σύνταξης: Hλίας Kανέλλης Eπιμέλεια ύλης: Μαίρη Κιτροέφ Σύνταξη: Έλια Aποστολοπούλου, Nικόλας Zώης, Kατερίνα Kόμητα, Kατερίνα Oικονομάκου, Nίκη Oρφανού, Aντώνης Σακελλάρης, Έλενα Xρηστοπούλου Συνεργάζονται: Τηλέμαχος Αναγνώστου, Άννα Δαμιανίδη, Σταύρος Καπλανίδης, Ξένια Πηρούνια, Χαρά Σακελλάρη, Μαρία Σιδηροπούλου, Κατερίνα Σχινά Kόμικς: Ηλίας Κυριαζής Φωτογράφοι: Bίκυ Γεωργοπούλου, Bασίλης Mαθιουδάκης Σχεδιασμός: Z-axis Δημιουργικό: Aνδρέας Pεμούντης Eκτύπωση: IPIΣ A.E.

]

Eλληνικό Φεστιβάλ A.E. Yπεύθυνος σύμφωνα με το νόμο: Γιώργος Λούκος

διοικητικό συμβούλιο

Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980, ο ελληνικός κινηματογράφος κλυδωνιζόταν, στα όρια της ανυπαρξίας. Αλλά τα καλλιτεχνικά σωματεία που τον εκπροσωπούσαν, αντί να λάβουν τα μηνύματα των καιρών, συμπεριφέρθηκαν σαν στενόμυαλη συντεχνία. Ήταν, θυμάμαι, η εποχή που είχε καταγραφεί στη νομοθεσία η υποχρέωση των κινηματογραφικών συνεργείων να απασχολούν, το λιγότερο, ενδεκαμελές συνεργείο. Αν δούλευαν σε μια παραγωγή όχι έντεκα αλλά δέκα, οι συνδικαλιστές έτρεχαν και διέκοπταν τα γυρίσματα διά της βίας. Επικαλούνταν το νόμο – και όντως, τον είχαν με το μέρος τους, τον είχαν συνδιαμορφώσει. Δεν είχαν με το μέρος τους την εποχή, που άλλαζε. Η λαϊκή τηλεόραση, κλειστή ακόμα, κρατικό μονοπώλιο δηλαδή, είχε καταβροχθίσει το σινεμά ως λαϊκό θέαμα – κι η κρατικά επιδοτούμενη κινηματογραφία την εποχή εκείνη συρρικνωνόταν. Αλλά απέναντι στις νέες συνθήκες, απέναντι στο μέλλον, τα συνδικάτα της εποχής υπερασπίζονταν ένα παρελθόν – ακόμα και σε βάρος της δημιουργικότητας των καλλιτεχνών, που υποτίθεται ότι κυρίως έπρεπε να προασπίζουν. Ήταν ηρωικά χρόνια. Θυμάμαι έναν σκηνοθέτη διαφορετικό, ξεχωριστό (σήμερα θα τον λέγαμε εναλλακτικό), τον Σταύρο Τορνέ, γύριζε ταινίες που συγκέραζαν ένα είδος μαγείας με την υλικότητα της πραγματικότητας. Ο Τορνές είχε αντιταχθεί επιθετικά σε ό,τι ο ίδιος αποκαλούσε «συνδικαλιστική εκδοχή της καλλιτεχνικής ελευθερίας». Εκείνη την εποχή, μη αντέχοντας τη γραφειοκρατία του συστήματος που επέβαλε στους κινηματογραφιστές να εκλιπαρούν το κρατικό Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου για τη χρηματοδότηση των σχεδίων τους, ξεχυνόταν μόνος και γύριζε χαμηλού κόστους ταινίες με φίλους (επαγγελματίες αλλά και μη επαγγελματίες του σινεμά, που δούλευαν τσάμπα μόνο και μόνο για να αισθανθούν τη χαρά της δημιουργικής συλλογικότητας την οποία ο Τορνές ενέπνεε). Συγκρούστηκε με τον συνδικαλισμό. Αλλά κέρδισε το δημιουργικό παιχνίδι. Ύστερα, οι καιροί άλλαξαν. Το οπτικοακουστικό επάγγελμα άνοιξε πολύ, ήρθαν οι νέες τεχνολογίες, τα κομπιούτερ, μηδενίστηκαν οι αποστάσεις – αλλά κάπου, σ’ ένα μικρό κομμάτι του επαγγέλματος, που επέμενε να μιλά στο όνομα της τέχνης, έγινε προσπάθεια να επιβιώσουν τα στενά προνόμια της συνδικαλιστικής αντίληψης για την έκφραση. Αναχρονισμός; Αρκετός. Αλλά ποιος στέκεται στους αναχρονισμούς όταν τα πράγματα τρέχουν με μεγάλες ταχύτητες και θέλει να μη μείνει πίσω; Από το 1980 έως σήμερα έχουν τόσα πολλά αλλάξει… Θα είχαν αλλάξει ακόμα κι αν η ελληνική οικονομία, η ελληνική κοινωνία δεν αντιμετώπιζε το φάσμα της κατάρρευσης. Μπορεί στο μεταξύ η ζωή μας να έχει δυσκολέψει, αλλά δεν είναι όλες οι αλλαγές αρνητικές. Τα τελευταία χρόνια, για παράδειγμα, κερδίζει έδαφος όλο και περισσότερο η ιδέα του εθελοντισμού, μιας ιδιαίτερης ανιδιοτελούς προσφοράς – έστω, σχεδόν ιδιοτελούς, ας διευκρινίσω, μια που ιδιοτέλεια είναι και η απόκτηση εμπειρίας, η συναναστροφή με ενδιαφέροντες ανθρώπους, η ικανοποίηση ότι ο ελεύθερος χρόνος κάποιων δεν πήγε χαμένος. Εθελοντές μπήκαν και στο θέαμα, τους συναντήσαμε παλιότερα, συνεχίζουμε να τους συναντούμε και σε κάποιες παραστάσεις στο Φεστιβάλ Αθηνών. Ατυχώς, δεν ήθελαν να τους βρουν μπροστά τους καλλιτέχνες που καταλαβαίνουν την καλλιτεχνική ελευθερία μόνο μέσα από το πρίσμα που πολεμούσε ο Τορνές, από τη «συνδικαλιστική εκδοχή της ελευθερίας». Όταν λοιπόν βλέπεις από αυτό το πρίσμα την καλλιτεχνική δράση, δεν χαίρεσαι που η τέχνη ανοίγει, διότι δεν έχεις μάθει να βλέπεις την ανοιχτωσιά της τέχνης, ίσα ίσα, εκεί που οι καλλιτέχνες πασχίζουν να αγγίξουν το κοινό τους, να ανεβάσουν το κοινό στη σκηνή, να συνομιλήσουν μαζί του, να του δώσουν δημιουργικό κίνητρο, εσύ, μέσα από τη συνδικαλιστική οπτική σου, βλέπεις θέσεις εργασίας, υπερωρίες, επιδόματα… Η προσπάθεια, στο όνομα του συνδικαλισμού, να διακοπεί η παράσταση Νάρκισσος της Έλενας Πέγκα (με τον Άγγελο Παπαδημητρίου), ήταν μια από τις πολλές προσπάθειες να επιβληθεί αυτό που ο Τορνές αποκαλούσε «συνδικαλιστική εκδοχή της ελευθερίας». Αλλά η ελευθερία ασκείται χωρίς προϋποθέσεις, δεν υπάρχει πραγματικός καλλιτέχνης που να μην πιστεύει κάτι τέτοιο και να μην το υπερασπίζεται.

Πρόεδρος: Γιώργος Λούκος Aντιπρόεδρος: Λουκάς Τσούκαλης Mέλη: Δάκης Ιωάννου, Σάντρα Μαρινοπούλου Τάκης Αράπογλου, Νίκη Τζούδα Δημήτρης Πασσάς

MEΓAΣ XOPHΓOΣ

XOPHΓOΙ

XOPHΓOI EΠIKOINΩNIAΣ

XOPHΓOΣ ΦIΛOΞENIAΣ

ME THN YΠOΣTHPIΞH

Ηλίας Κανέλλης

EDITOrIAL

[30 Iουνίου 2011] #25 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy 3


Aγαπητή EΦ... σχόλια και επιστολές, στη διεύθυνση: free_press01@greekfestival.gr

το προγρΑΜΜΑ 30.6 έως 13.7.2010 εκΘεσεισ The Last Grand Tour - Σύγχρονοι Περιηγητές στην Ελλάδα, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, 15 Απριλίου - 10 Οκτωβρίου, Ξεναγήσεις για το κοινό κάθε Πέμπτη στις 19.00 και κάθε Κυριακή στις 12.30 ΑRRRGH! Τέρατα και Σημεία στη Μόδα Μουσείο Μπενάκη, 14 Μαΐου - 31 Ιουλίου, Τετ. Πέμ. Κυρ.: 10:00 - 18:00, Παρ., Σάβ.: 10:00 - 22:00, Δευτ.-Τρ.: κλειστά Άερναουτ Μικ – Pulverous / Mock Up, Πειραιώς 260, Α, 1 Ιουνίου - 20 Ιουλίου

ΘεΑτρο Κριστόφ Βαρλικόφσκι – (A)pollonia Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, Κεντρική Σκηνή, 28 Ιουνίου - 1 Ιουλίου, 20:00 ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Κρήτης - Γιάννης Κακλέας – Υπηρέτης δύο αφεντάδων του Κάρλο Γκολντόνι Ωδείο Ηρώδου Αττικού, 29-30 Ιουνίου, 21:00 Θεατρική Διαδρομή - Πέτρος Φιλιππίδης – Ειρήνη του Αριστοφάνη Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, 1-2 Ιουλίου, 21:00 Νίκος Χατζόπουλος - Σοφία Σεϊρλή –Μέλπω Αξιώτη - Η μεταμόρφωση της χρυσαλλίδας Πειραιώς 260, Κτίριο Ε, 3-5 Ιουλίου, 21:00 ΠΟΛΕΟΔΟΜΕΣ Ομάδα Mag – Πολεοδομία #1: Αυτοβιογραφία (Τόμας Μπέρνχαρτ) Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, 3-5 Ιουλίου, 21:00 Ομάδα Mkultra – Πολεοδομία #2: Μια εκδρομή 9 & 34 Γυμνάσιο & ΓΕΛ Αθηνών, 7-9 Ιουλίου, 21:00 Ομάδα Nova Melancholia – Πολεοδομία #3: Πρώτος Στοχασμός: Περί όσων μπορούν να τεθούν εν αμφιβόλω. Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, 10-12 Ιουλίου, 21:00 Άρης Ρέτσος – Θρόνος Ατρειδών, Ωδείο Ηρώδου Αττικού, 5 Ιουλίου, 21:00 Θέατρο Κολιάντα - Νικολάι Κολιάντα – Άμλετ του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Πειραιώς 260, Κτίριο Η, 7-9 Ιουλίου, 21:00 Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος – Μικρά Διονύσια , Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, 8-9 Ιουλίου, 21:00 Το παρτάλι – Bασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Θόδωρου Γρηγοριάδη Πειραιώς 260, Κτίριο Ε, 8-10 Ιουλίου, 21:00 Ουαζντί Μουαουάντ - Γυναίκες έργο βασισμένο στις τραγωδίες του Σοφοκλή Αντιγόνη, Ηλέκτρα, Τραχίνιαι Ωδείο Ηρώδου Αττικού, 9-10 Ιουλίου, 21:00 Vasistas – Spectacle Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, 11-13 Ιουλίου, 21:00

Μουσικη

πορείες και καστελούτσι Συγχαρητήρια για την ωραία και ενημερωτική εφημερίδα σας. Χαίρομαι που κόντρα στους χαλεπούς καιρούς συνεχίζει την έκδοσή της. Δυστυχώς, θέμα του mail μου είναι ένα παράπονο, όχι μόνο δικό μου αλλά και άλλων 40 ανθρώπων που χθες (σ.σ. εννοεί στις 23/6) προσπαθήσαμε να φτάσουμε στη Πειραιώς 260 για την παράσταση του Καστελούτσι, αλλά φτάσαμε 2 λεπτά μετά τους τελευταίους καθυστερημένους και δεν μας επετράπη η είσοδος. Σε ερώτησή μας αν μπορούμε να πάρουμε το αντίτιμο των εισιτηρίων ή αν έχουμε τη δυνατότητα να δούμε κάποια άλλη μέρα την παράσταση, οι απαντήσεις ήταν αρνητικές. Κατανοώ ότι η παράσταση είναι sold out, όμως και εμείς δεν είμαστε μαζοχιστές. Διασχίσαμε την Αθήνα μέσα από δύο πορείες για να φτάσουμε, χρειαστήκαμε μιάμιση ώρα και ήταν αυτό που λέμε ανωτέρα βία ο λόγος της καθυστέρησης. Επιπλέον, δεν υπήρχε κανένας υπεύθυνος στον οποίο θα μπορούσαμε να απευθυνθούμε, όπως και κανένα τηλέφωνο επικοινωνίας. Και επειδή όλοι ευαγγελίζονται τις νέες πλατφόρμες επικοινωνίας, ούτε ένα τόσο δα tweet. Ειλικρινά, δεν ξέρω αν πρέπει να ξανακλείσω εισιτήρια αρκετές ημέρες πριν για το φεστιβάλ. Όλο και κάτι θα προκύψει. Πορεία, απεργία, διακοπή ρεύματος… Ζούμε σε μια απρόβλεπτη πόλη και, δυστυχώς, κανείς δεν το λαμβάνει υπόψη. Σας ευχαριστώ, Α. Θ. ΥΓ. Στην παράσταση της Μνουσκίν έμπαιναν θεατές και με 20 λεπτά καθυστέρηση και, σημειωτέον, η παράσταση είχε αρχίσει 19.20 και όχι 19.00... Το ίδιο συνέβη και στη Βρομιά του Σνάιντερ... Αν ήταν πρόβλημα να τηρηθεί με ευλάβεια ο χρόνος έναρξης, τότε μάλλον θα υπήρχαν ο σκηνοθέτης, οι ηθοποιοί και η θεϊκή παρουσία. Αλήθεια, στην Ιταλία δεν υπάρχουν τέτοια θέματα με την κίνηση;

Απάντηση: Επειδή με την επιστολή σας θέτετε ουσιαστικά ερωτήματα, αναζητήσαμε τους υπεύθυνους των εισιτηρίων του Φεστιβάλ για μια όσο το δυνατόν πιο έγκυρη απάντηση. Καταρχάς, επιβεβαίωσαν τα όσα αναφέρετε στο υστερόγραφό σας. Όντως μπήκαν με καθυστέρηση θεατές στην παράσταση της Αριάν Μνουσκίν, την κατεύθυνση όμως να δεχθεί το Φεστιβάλ καθυστερημένους στην προσέλευση είχε δώσει η ίδια η καλλιτέχνις – επιπλέον, το επέτρεπε ο χώρος. Αντίθετα, στη δική σας περίπτωση, στην παράσταση του Καστελούτσι, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Καταρχάς, η παράσταση καθυστέρησε 20 λεπτά γιατί γνωρίζαμε το πρόβλημα της πόλης. Ήδη, όμως, όταν άρχισε, στο θέατρο βρίσκονταν 500 θεατές. Και η εντολή που είχαμε ήταν να μπουν ώσπου να αρχίσει η παράσταση. Μετά, θα ήταν ενόχληση για όσους είχαν φτάσει εγκαίρως να ανοίξει η πόρτα για τους καθυστερημένους. Έμειναν έξω περί τους δέκα θεατές οι οποίοι καθυστέρησαν – προφανώς, ανάμεσα σε αυτούς ήσασταν και εσείς. Οι υπόλοιποι τριάντα που ήρθαν με καθυστέρηση προορίζονταν για την παράσταση της Μαγκί Μαρέν – που άρχισε με μόλις πέντε λεπτά καθυστέρηση, επειδή η χορογραφία ξεκινούσε με μια κατασκευή από πηλό που έπρεπε να παραμείνει νωπός. Στην ατυχία τους, ήταν πιο τυχεροί. Ανανέωσαν τα εισιτήριά τους για την επομένη, επειδή υπήρχαν εισιτήρια. Δυστυχώς, τα εισιτήρια για τον Καστελούτσι δεν γινόταν να αντικατασταθούν διότι είχαν εξαντληθεί. Λυπούμαστε πολύ για την περιπέτειά σας, αλλά, ειλικρινά, όταν ξεκινάμε για μια παράσταση στην Αθήνα του φετινού καλοκαιριού χρήσιμο είναι να λαμβάνουμε υπόψη τις συνθήκες της πόλης: εδώ είναι ζούγκλα και πάμε σαφάρι. Σας ευχαριστούμε για τα καλά σας λόγια.

Συναυλία με τον Νίκο Πορτοκάλογλου – Ρεμίξ, Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου, 1-2 Ιουλίου, 21:30 Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ – Ιδομενέας, Βασιλιάς της Κρήτης Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης», 4 Ιουλίου, 21:00 Η στέψη της Ποππαίας, Κλάουντιο Μοντεβέρντι, Όπερα με πρόλογο και 3 πράξεις Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, Κεντρική Σκηνή, 6 Ιουλίου, 21:00 Η Μόνικα στη Μικρή Επίδαυρο Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου, 8-9 Ιουλίου, 21:30 Συμφωνική Ορχήστρα του Θεάτρου Μπολσόι – Έργα Ραχμάνινοφ, Ντβόρζακ Ωδείο Ηρώδου Αττικού, 13 Ιουλίου, 21:00 Όπερα Θεάτρου Μπολσόι – Ευγένιος Ονιέγκιν, Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη», 12 & 14 Ιουλίου, 21:00

Xοροσ Yes We Can‘t (Ναι, δεν μπορούμε) ένα έργο του Γουίλιαμ Φόρσαϊθ και των χορευτών της The Forsythe Company Πειραιώς 260, Κτίριο Δ, 3-5 Ιουλίου, 21:00

NTOKIMANTEρ Γυμνά χέρια – ένα ντοκιμαντέρ για τον μεγάλο Έλληνα μαέστρο Δημήτρη Μητρόπουλο Πειραιώς 260, Κτίριο Η, 11 Ιουλίου, 21:00

υποψίες και αγανάκτηση Θα το χαρακτήριζα τραγικό να αρχίζει το editorial ενός καλλιτεχνικού περιοδικού με μία τόσο πονηρή και στρατευμένη σκέψη: «...να εκφράζουν στην πραγματικότητα το ξεβόλεμά τους». Με μια έκφραση ακυρώνεται μια προσπάθεια. Σίγουρα μία εκδήλωση αγανάκτησης και αυθορμητισμού δεν μπορεί να βγάλει σπουδαιότερα αποτελέσματα (τουλάχιστον σε μία βαβελική πραγματικότητα, χωρίς συλλογικότητα...). Παράλληλα, όμως, με μία και μόνο έκφραση πετυχαίνονται αυτές οι τόσο επικίνδυνες γενικεύσεις... Ωστόσο, παραμένει καλύτερο να είμαστε αγανακτισμένοι παρά υποψιασμένοι (άλλωστε είναι βήμα εξέλιξης...), για τον απλούστατο λόγο ότι κάποιοι –κατά το πλείστον νέοι– ήμασταν χρόνια υποψιασμένοι... Υποψιασμένοι πως όσο σπουδαίο και ανοιχτό και αν έχει γίνει το Φεστιβάλ τα τελευταία χρόνια, εντοπίζουμε τις καλλιτεχνικές αστοχίες της καλλιτεχνικής καθεστηκυίας τάξης. Υποψιασμένοι, κύριοι, είναι αυτοί που δεν αντέχουν να βλέπουν π.χ. τον Κωνσταντίνο Ρήγο, μετά την Παπαρίζου, να σκηνοθετεί τις ξεχασμένες και πιθανότατα τις ανύπαρκτες ανησυχίες του... (και φτάνει πια αυτή η χυδαιότητα και η δικαιολογία περί της εξασφάλισης του ζην...) Υποψιασμένοι ήμασταν όταν ακόμα υποψιαζόμασταν πώς προσλαμβάνονται άτομα στο φεστιβάλ... Αλλά ξέχασα, τυπικά είσαστε καλυμμένοι λόγω προκήρυξης. Αλλά πόσα βιογραφικά πάνε στα κουτιά... Πάλι καλά που αυτή η χώρα προχωρά με τις εξαιρέσεις της. Και αν το Φεστιβάλ είναι μια εξαίρεση, σίγουρα δεν είναι όλοι όσοι εμπλέκονται με αυτό... τα σέβη μου, Γιάννης Λ.

επιστολεσ


Ηλίας Κυριαζής


Άρης ρέτσος:

και οι έσχατοι έσονται

πρώτοι EπEIδh h TEXNh EMπNEETAI AπO Th ZΩh

Ο Άρης Ρέτσος είναι ένα φαινόμενο. Ένα πρόσωπο που μπήκε στον κινηματογράφο την πιο απομυθοποιητική περίοδο, όταν είχε πάψει να είναι λαϊκό θέαμα και η μεταπολιτευτική υπεροπολιτικοποίηση τον είχε μετατρέψει σε μέσο έκθεσης των ιδεολογικών βεβαιοτήτων των συντελεστών του. Είχε φάτσα που έγραφε αλλά, κυρίως, διέθετε κάτι που είχε ξεχαστεί: σωματικότητα. Εκεί όπου οι άλλοι πίστευαν ότι ο κινηματογράφος ήταν ντιρεκτίβα και μέσο προβολής, εκείνος βρισκόταν εκεί έτοιμος να εκτεθεί, να τσαλακωθεί, να εκμηδενιστεί. Και το πέτυχε. Εκμηδενίστηκε – για να επανέλθει, πολλά χρόνια μετά, στο προσκήνιο μέσω του θεάτρου. Οι έσχατοι έσονται πρώτοι. Από τον Τηλέμαχο Αναγνώστου

Αρησ ρετσοσ Σκηνή από τη Φωτογραφία (1986) του Νίκου Παπατάκη

O

Ο Ρέτσος πρωτοέπαιξε στην τηλεόραση, στην Αστροφεγγιά, το 1980 και την επόμενη χρονιά βρέθηκε να πρωταγωνιστεί στους Απέναντι του Γιώργου Πανουσόπουλου: ένας αγοραφοβικός τύπος που παίρνει μάτι μ’ ένα τηλεσκόπιο την παντρεμένη κυρία, απέναντι. Έλεγε γι’ αυτόν ο σκηνοθέτης του: «Ο Ρέτσος είναι ειδική περίπτωση ανθρώπου. Είναι σαν καλόγερος στο Θιβέτ, τελείως αφοσιωμένος σ’ αυτό που κάνει. […] Ανέβαινε στο λόφο του

Στρέφη με τα τέσσερα σαν ζώο και προσπαθούσε να πλησιάσει τις γάτες και τους σκύλους, όσο πιο κοντά μπορούσε χωρίς να τον αντιληφθούν. […] Του πήρε τρεις μήνες. […] Οι κριτικοί έγραψαν ότι η κίνησή του θύμιζε ζώο. Μα […] ήταν ακραίος» (συνέντευξη στον Δ. Κερκινό στο Γιώργος Πανουσόπουλος, Αιγόκερως-Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, Αθήνα 2005). Έπαιξε και στη Μανία του Πανουσόπουλου και, το 1986, το ρόλο ενός νεαρού από την Καστοριά που πηγαίνει στο Παρίσι να μάθει την τέχνη του γου-

6 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy #25 [30 ιουνίου 2011]

ναρά, την ακρότητα μιας σχέσης που ορίζει ένας λανθάνων ερωτισμός και στοιχειώνει το ψέμα. Στην ταινία αυτή, ο Ρέτσος εξαντλεί τη σωματικότητα. Ο Χρήστος Τσάγκας (ο παρτενέρ του, στην ταινία) θυμάται ότι σε μια σκηνή τον πλακώνει στο ξύλο και τον γκρεμοτσακίζει από τις σκάλες. Σε όλες τις πρόβες και σε όλες τις λήψεις, το ξυλοφόρτωμα ήταν πραγματικό, ο Ρέτσος είχε γεμίσει μελανιές και διαστρέμματα. Κι ύστερα, μη αντέχοντας την εκζήτηση μιας τέχνης που, συχνά, επειδή δεν

μπορούσε να υπερασπιστεί τη σωματικότητα αναζητούσε μια ψευδή και επίπλαστη πνευματικότητα, χάθηκε στη δίνη μιας ζωής που είχε περισσότερη καθημερινή οδύνη και ελάχιστο θέαμα. Χάθηκε αλλά επιβίωσε. Γεμάτος εμπειρίες, τις εμπειρίες μιας ζωής που διεκδίκησε ένα βαθύτερο περιεχόμενο κι από την καθημερινότητα κι από την τέχνη, επιστρέφει στο Φεστιβάλ Αθηνών. Θεατράνθρωπος. Τον καλωσορίζουμε ξανά. Συνέντευξη με τον Άρη Ρέτσο στις σελ. 28-32

σΧολιΑ


η Έιμι και το σαρκοβόρο κοινό Ξεχωρίζω μια αντιπαθέστατη γυναικεία φωνή. Στην αρχή την αποθεώνει φωνάζοντας «Amy, Amy». Δεν αργεί καθόλου να μετατρέψει το σύνθημα της σε «Shamy, Shamy». Η λατρεία γίνεται μίσος και, ναι, ενθουσιασμός. Διψάει για αίμα. Από τη Βένα Γεωργακοπούλου Καλώς εχόντων των πραγμάτων, η Έϊμι Γουάινχαουζ θα ήταν μια από τις πιο λαμπρές παρουσίες του καλοκαιριού στην Αθήνα. Δεν πρόλαβε. Η παρουσία της ματαιώθηκε. Στη συναυλία που προηγήθηκε, στο Βελιγράδι, εμφανίστηκε στη σκηνή μεθυσμένη. Αποδοκιμάστηκε άγρια –και έτσι, άδοξα, τελείωσε η βαλκανική κάθοδός της. Το κείμενο που ακολουθεί πρωτοδημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία– εδώ αναδημοσιεύεται με την άδεια της συγγραφέως του Είναι μια διεισδυτική ματιά στο δράμα των σταρ, όταν δεν δύνανται να υπηρετήσουν το μύθο τους. Και στο αδυσώπητο κοινό, που κανιβαλίζει το αντικείμενο της λατρείας του, όταν διαπιστώσει ότι έχει εκπέσει από το θεϊκό του βάθρο. Μακάρι η έκπτωση της Έιμι Γουάινχαουζ να είναι προσωρινή.

Π

οιους τραγουδιστές έχω λατρέψει στη ζωή μου; Πολλούς. Ας μείνω σε δύο, για να κάνω την εικόνα πιο χειροπιαστή: τον Σαρλ Αζναβούρ και τον Δημήτρη Μητροπάνο. Θα μπορούσα ποτέ να τους γιουχαΐσω, να ουρλιάξω «ντροπή» και να χουλιγκανίσω, αν τους έβλεπα να τρικλίζουν πάνω στη σκηνή, να χάνουν τα λόγια τους, να μην μπορούν να βγάλουν νότα; Το μόνο που θα 'θελα θα ήταν να βάλω τα κλάματα, να τους προστατέψω, να φωνάξω: «Δεν με νοιάζει που δεν μπορείτε πια να με διασκεδάσετε, προσέξτε την υγεία σας». Είδα και ξαναείδα αποσβολωμένη το φιλμάκι στο youtube από τη συναυλία της Έιμι Γουάινχαουζ στο Βελιγράδι, αυτό το φιάσκο που οδήγησε και στη ματαίωση της αυριανής εμφάνισής της στην Αθήνα. Αποσβολωμένη όχι από τη σπαρακτική εικόνα μιας νεαρής και τόοοοοοσο ταλαντούχας κοπέλας, που πιάνει αμήχανη και τρομοκρατημένη τα μαλλιά της, χαϊδεύει τα μπράτσα της, παραπατάει, ζητάει καταφύγιο στην αγκαλιά ενός μαύρου μουσικού, βγάζει τα παπούτσια της και προσπαθεί να τραγουδήσει. Να μιμηθεί τις γνωστές αισθησιακές της κινήσεις. Να αναπαραστήσει το μύθο της, αυτόν που απαιτεί από κάτω ένα φρικτό, ανθρωποφαγικό κοινό, που την έχει πληρώσει και θέλει να πάρει πίσω όσα του χρωστάει. Οι δικές του αντιδράσεις είναι που με εξαγριώνουν, με αρρωσταίνουν. Ξεχωρίζω μια αντιπαθέστατη γυναικεία φωνή. Στην αρχή την αποθεώνει φωνάζοντας «Amy, Amy». Δεν αργεί καθόλου να μετατρέψει το σύνθημα της σε «Shamy, Shamy». Η λατρεία γίνεται μίσος και, ναι, ενθουσιασμός. Διψάει για αίμα. Τη φαντάζομαι να ξυλοφορτώνει το παιδί της όταν κάνει αταξίες, να χαφιεδίζει τους γείτονές της, να πετάει γιαούρτια σε όσους τη διαψεύδουν. Να γυρίζει σπίτι της όχι κλαίγοντας τα 40 ευρώ που πλήρωσε, αλλά υπερήφανη που ήταν κι αυτή εκεί, παρούσα στη σκύλευση του πτώματος μιας μεγάλης σταρ. Χαίρομαι που τα πήγε έτσι άσχημα η Έιμι στο Βελιγράδι. Οχι μόνο για να πάει γρήγορα σπίτι της, μήπως βρει επιτέλους κάποια στιγμή την υγειά της. Αλλά επειδή την ντροπή του γιουχαΐσματος την πήραν Σέρβοι και όχι Ελληνες. Δεν είμαι, δυστυχώς, καθόλου σίγουρη πως εμείς θα της φερόμασταν καλύτερα. s

σκΑΝδΑλοποιοσ; Η Βρετανή τραγουδίστρια Έιμι Γουάινχαουζ ενώ προσέρχεται στο δικαστήριο, μια ημέρα του 2009. Συνυφασμένη με σκάνδαλα στο χώρο της σόου-μπιζ, φαίνεται ότι δεν έχει γερές πλάτες για να τα σηκώσει.

Άντζελα Μπρούσκου - Φιλαρέτη Κομνηνού Κλυταιμνήστρα - Χώρος Ε Η Φιλαρέτη Κομνηνού ενσαρκώνει την Κλυταιμνήστρα υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες της Άντζελας Μπρούσκου (13-15 Ιουλίου, Πειραιώς 260 Ε) Εθνικό Θέατρο - Σταμάτης Φασουλής Σκηνοβάτες Η ιστορία του ελληνικού και ρωμαϊκού θεάτρου επί σκηνής με ένα θίασο γεμάτο ηχηρά ονόματα (15-16 Ιουλίου, Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου) Κρατική Ορχήστρα Αθηνών Αφιέρωμα στον Γκούσταβ Μάλερ Ο Βασίλης Χριστόπουλος διευθύνει την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών τιμώντας τον μεγάλο συνθέτη με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από το θάνατό του (15 Ιουλίου, Ωδείο Ηρώδου Αττικού) Συναυλία με τη Δήμητρα Γαλάνη και τον Vassiliko Οι δύο καλλιτέχνες μας καλούν στην πρώτη τους συνάντηση στη σκηνή για να μας ταξιδέψουν σε νέους μουσικούς δρόμους (15-16 Ιουλίου, Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου) Θανάσης Σαράντος Όνειρο στο κύμα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη 100 χρόνια μετά το θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ο Θανάσης Σαράντος σκηνοθετεί ένα από τα σημαντικότερα έργα του (18-20 Ιουλίου, Πειραιώς 260 Ε) Sadler’s Wells – Σιλβί Γκιλέμ 6000 μίλια μακριά Χορογραφίες Εκ, Φόρσαϊθ, Κίλιαν Λίγο μετά την παγκόσμια πρεμιέρα στο Λονδίνο, η κορυφαία χορεύτρια έρχεται στην Αθήνα να παρουσιάσει τα νέα έργα τριών διάσημων χορογράφων (19-20 Ιουλίου, Ωδείο Ηρώδου Αττικού) Αντώνης Αντύπας Μήδεια του Ευριπίδη Αμαλία Μουτούση και Χρήστος Λούλης μεταξύ των πρωταγωνιστών της κατά Αντύπα Μήδειας (22-23 Ιουλίου, Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου) σXOλIA

[30 Iουνίου 2011] #25 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy 7


κώστας ζαχαράκης

στρατιώτης του Θεάτρου Ηθοποιός, περφόρμερ και φύσει καλλιτέχνης, ο Κώστας Ζαχαράκης πέθανε στις 23 Ιουνίου μόλις στα 51 χρόνια του από καρκίνο. Η ζωή του ήταν συνυφασμένη με τη σκηνική δράση. Από την Έλια Αποστολοπούλου

Γ

εννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε τραγούδι στο Ωδείο Αθηνών για να παρακολουθήσει στη συνέχεια σεμινάρια υποκριτικής στο Actors Studio της Νέας Υόρκης. Το 1980 υποδύθηκε την Μπερνάρντα στο έργο Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα από το θεατρικό εργαστήρι Καβάλας, μια παράσταση-πρόκληση. Λίγο αργότερα, το 1987, συνεργάστηκε με το ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας στην μουσικοθεατρική παράσταση Καπέλα, σε μουσική του Τάσου Καρακατσάνη και κείμενα του Γιώργου Χρονά, όπου πρωταγωνιστούσε και ο Χρήστος Στέργιογλου. Μία από τις σημαντικότερες εμφανίσεις του ήταν η Περίπτωση Σρέμπερ της Κάριλ Τσέρτσιλ σε σκηνοθεσία Στέλιου Κρασανάκη, όπου υποδυόταν τον καθηγητή Σρέμπερ. Μαζί με τον Κλέαρχο Καραγιαννίδη στο πιάνο, έπαιζε χόρευε και τραγουδούσε στο μουσικοθεατρικό θέαμα Γεια σου, το 2008. Συνεργάστηκε με τις περισσότερες

θεατρικές σκηνές: Πειραματική σκηνή της «Τέχνης» Θεσσαλονίκης, ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας (Γενικός γραμματέας, Υπηρέτης δύο αφεντάδων, Ημέρωμα της στρίγγλας), ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, ΔΗΠΕΘΕ Βόλου (Αγάπης αγώνας άγονος, Παντρολογήματα), Θέατρο Άττις (Πέρσες), Αμόρε (Οθέλλος, Ταρτούφος, Μιμίαμβοι, Ιβάνοφ, Βαλς Εξιτασιόν), Εθνικό Θέατρο (Άνοδος και πτώση, Πέερ Γκιντ, Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα, Έντα Γκάμπλερ). Στον κινηματογράφο έπαιξε στις ταινίες Παρά λίγο παρά πόντο παρά τρίχα της Στέλλας Θοδωράκη (2002) και Στο βάθος κήπος του Κλεάνθη Δανόπουλου (2009). Έγινε ευρύτερα γνωστός μέσα από την τηλεοπτική σειρά Ο χήρος, η χήρα και τα χειρότερα. Συμμετείχε επίσης σε μουσικές παραστάσεις και συναυλίες με τους Μαρία Φαραντούρη, Έλλη Πασπαλά, Σαβίνα Γιαννάτου, Λίνα Νικολακοπούλου, Γιάννη Σπάθα και Νίκο Αντύπα. Η τελευταία εμφάνισή του ήταν στη μουσικοθεατρική παράσταση No Shakespeare Please των Μπέσσυ Μάλφα και Μαριάννα Κοντούλη. s

ΑυλΑιΑ Ο Κώστας Ζαχαράκης. Αφιέρωσε τη ζωή του στην τέχνη που λάτρεψε.

Ένα παγκάκι για το Φεστιβάλ Φέτος, το ΚΕΘΕΑ (Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων) συνεργάζεται με το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, και από τις 2 Ιουνίου στο χώρο της Πειραιώς 260 φιλοξενείται η εικαστική παρέμβαση με θέμα «Το παγκάκι». Δεκατέσσερα παγκάκια φιλοδοξούν να δώσουν νέο νόημα στο «παρεξηγημένο» παγκάκι που πολλές φορές συνδέεται με τη χρήση ουσιών. Τα γκρίζα παγκάκια της πόλης μεταμορφώνονται σε πολύχρωμα αντικείμενα τέχνης και αποτελούν τόπο συνάντησης των χρηστών με τους κατοίκους της πόλης. Με αυτό τον τρόπο, σηματοδοτείται η ανάγκη για απεξάρτηση και κοινωνική επανένταξη των εξαρτημένων ατόμων.

σXOλIA


Μέλπω Αξιώτη

δυο τρία πράγματα που ξέρουμε γι’ αυτή… «Το γράψιμο είναι όπως ο έρωτας», λέει στην Κάδμω η συγγραφέας από τη Μύκονο. «Δεν έγραφες κάθε μέρος ταχτικά και πληθωρικά. Όπως στον έρωτα, περίμενες να σου έρθει πρώτα η επιθυμία». Η Μέλπω Αξιώτη τροφοδοτεί τον θεατρικό μονόλογο Η μεταμόρφωση της χρυσαλλίδας, που ανεβαίνει στο Φεστιβάλ Αθηνών.

ΜυκοΝιΑτισσΑ Η Μέλπω Αξιώτη (κάτω, η πιο γνωστή φωτογραφία της), έζησε τα παιδικά χρόνια της στη Μύκονο, περίπου 100 χρόνια πριν.

Από την Κατερίνα Σχινά

H

Μέλπω Αξιώτη ήτανε πρώτα απ’ όλα Μυκονιάτισσα. Είκοσι πέντε χρόνια έζησε στην ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα της και ο τόπος, οι άνθρωποί του, η ντοπιολαλιά τους, τροφοδότησαν το βιωματικό υλικό των έργων της και διαμόρφωσαν το ιδιότυπο και καθαρά προσωπικό της εκφραστικό εργαλείο – μια γλώσσα εύχυμη και μελωδική, απλή και πλούσια. Την Αθήνα θα τη γνωρίσει μετά το 1930. «Μπλέξιμο αποφασιστικής σημασίας» ονομάζει η ίδια την «ταλάντωσή» της ανάμεσα στο νησί και στην πρωτεύουσα, μπλέξιμο που από τη μια θα την εφοδιάσει με γλώσσα («τις θαλασσινές γερόντισσες τις ξέρω», έγραψε, «εκείνες να μιλώ με μάθανε») και από την άλλη θα τη φέρει σε επαφή με την έντονη πάλη ιδεών της εποχής, που θα επηρεάσει τη ζωή και το έργο της. Από οικογένεια εύπορων διανοουμένων (προπάππους Φιλικός, παππούς έμπορος, συγγραφέας και μεταφραστής από τα ρωσικά, πατέρας διακεκριμένος μουσικός), η γεννημένη το 1905 Αξιώτη θα φοιτήσει στη Σχολή Ουρσουλινών της Τήνου, θα παντρευτεί έναν πρώην καθηγητή της με τον οποίο σύντομα θα χωρίσει φιλικά, θα εγκατασταθεί το 1930 στην Αθήνα, θα σπουδάσει σχεδιάστρια στη Σιβιτανίδειο χωρίς να ασκήσει ποτέ το επάγγελμα, θα ανοίξει ένα βραχύβιο στούντιο ραπτικής και θα εργαστεί για λίγο στην Αγροτική Τράπεζα, από την οποία και θα απολυθεί «λόγω πολιτικών φρονημάτων» μια και από το 1936 η Αξιώτη έχει εγγραφεί στο ΚΚΕ, «περισσότερο από ιδιοσυγκρασία παρά από ιδεολογική προετοιμασία», εγκαινιάζοντας τη διά βίου πολιτική της στράτευση στην Αριστερά. Μέλος του ΕΑΜ στη διάρκεια της Κατοχής, θα αυτοεξοριστεί στη Γαλλία το 1947, απ’ όπου θα απελαθεί, με διάβημα της ελληνικής κυβέρνησης, το 1950, για να αρχίσει τις περιπλανήσεις της στις χώρες του ανατολικού μπλοκ: Ανατολικό Βερολίνο (1950-52), Βαρσοβία (195255), για λίγο Μόσχα και πάλι Ανατολικό Βερολίνο, όπου μεταξύ 1964 και 1968 θα εργαστεί ως επισκέπτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ, διδάσκοντας νέα ελληνικά και ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Το Δεκέμβριο του 1964, μετά από επίπονες προσπάθειες τεσσάρων χρόνων, θα επισκεφθεί την Ελλάδα και το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου θα επαναπατριστεί,

σXOλIA

για να ζήσει φτωχικά ασχολούμενη με τη μετάφραση από τα γαλλικά και τα ρωσικά, και να πεθάνει τον Μάιο του 1973, καταβεβλημένη από χρόνια σωματική καχεξία, επιτέλους «στον τόπο της». Τρεις είναι οι φάσεις της συγγραφικής διαδρομής της Μέλπως Αξιώτη. Στην πρώτη, στην οποία συγκαταλέγονται τα πεζογραφήματα Δύσκολες νύχτες (1938), Θέλετε να χορέψομε, Μαρία; (1940) και η ποιητική σύνθεση Σύμπτωση (1939), η συγγραφέας επιχειρεί, ενεργοποιώντας τους μηχανισμούς της μνήμης, να καταδυθεί στο παρελθόν της, να το αναπλάσει και να το μυθοποιήσει, ερωτοτροπώντας με τον σουρεαλισμό και εισάγοντας τη νεωτεριστική τεχνική του εσωτερικού μονολόγου, ιδιαίτερα προσφιλή σε μεγάλη μερίδα της γενιάς του ’30. Στη δεύτερη –αγωνιστική ή «αντιστασιακή» την είχε αποκαλέσει η ίδια–, στρέφεται προς το ρεαλισμό με σαφή στρατευμένο προσανατολισμό, ολοκληρώνοντας τον εύληπτο Εικοστό αιώνα (1946) και τα διηγήματά της Σύντροφοι, καλημέρα! (1953), ενώ στην τρίτη, που οι ερευνητές την τοποθετούν στα τέλη της δεκαετίας του ’50, απομακρύνεται από τη σαγήνη του επικαιρικού, για να ανακαλέσει και πάλι έναν κόσμο διά παντός χαμένο (Το σπίτι μου, 1965) και να αυτοβιογραφηθεί με σπαρακτική λιτότητα στην Κάδμω (1972), το κύκνειο άσμα της. Μοναχική περίπτωση στα ελληνικά γράμματα, η Αξιώτη θα δώσει υπέρμετρο βάρος στο λόγο –όχι τόσο στο νοηματικό, όσο στο συγκινησιακό και μουσικό του περιεχόμενο– και στη δυνατότητά του να συλλαμβάνει τις αυθαίρετες μετατοπίσεις της μνήμης, τους συνειρμούς, τους ψυχικούς τροπισμούς. Ερωτικά προσεγγίζοντας τη γραφή («το γράψιμο είναι όπως ο έρωτας», λέει στην Κάδμω. «Δεν έγραφες κάθε μέρος ταχτικά και πληθωρικά. Όπως στον έρωτα, περίμενες να σου έρθει πρώτα η επιθυμία»), η Αξιώτη αποτύπωσε μοναδικά τη ρευστότητα των εσωτερικών καταστάσεων και την αγωνία να διατηρήσει ανόθευτο, στην εξορία και στη μόνωση, το αστείρευτο γλωσσικό υλικό της πατρίδας της, πάνω στο οποίο σμίλεψε, δεκαετίες ολόκληρες, το ολότελα ξεχωριστό συγγραφικό της πρόσωπο. s •Πληροφορίες για την παράσταση, σε σκηνοθεσία Νίκου Χατζόπουλου, στη σελ. 25

[30 Iουνίου 2011] #25 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy 9


Γιατί Ρεμίξ και όχι διασκευές; Χάριν αστεϊσμού δόθηκε αυτός ο τίτλος στην παράσταση. Προσπάθησα να δώσω έναν κόντρα τίτλο σ’ αυτή τη σειρά παραστάσεων, όπου, αντίθετα με ό,τι συνεπάγεται το ρεμίξ, δεν δοκιμάζω μια πιο ηλεκτρονική προσέγγιση των τραγουδιών μου, αλλά, με τους μουσικούς που με συνοδεύουν, τα ξαναπαίζουμε με μια πιο μινιμαλιστική ενορχήστρωση, απογυμνωμένα από τον ηλεκτρισμό τους. Είναι το ακριβώς αντίθετο του ρεμίξ τελικά. Έχουμε διαλέξει παραδοσιακά όργανα και εστιάζουμε στον ακουστικό ήχο. Αυτό που ήθελα ήταν η απλότητα και η αφαίρεση. Το στοίχημα είναι η επιστροφή σ’ έναν «παλιό» ήχο, μέσω του οποίου προσπαθώ να κάνω τα τραγούδια μου ν’ ακουστούν φρέσκα και να μου δώσουν μια καινούργια ματιά προς το μέλλον. Γιατί δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου το παρελθόν ως νοσταλγία, παρά μόνο ως δεξαμενή ανεφοδιασμού. Θα μπορούσα επίσης να πω ότι το Ρεμίξ είναι τελικά μια ματιά στο καλλιτεχνικό γενεαλογικό μου δέντρο. Ποια εσωτερική ανάγκη καλύπτει αυτή η παράσταση; Κοίτα, δεν σχεδιάζω ορθολογικά καμία κίνησή μου, άρα ούτε κι αυτή την παράσταση. Πάντα ενεργώ ενστικτωδώς, ακούω τις παρορμήσεις μου. Και συνήθως, μετά από καιρό καταλαβαίνω το νόημα των επιλογών μου. Άρα, δεν μπορώ ν’ απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση, γιατί ούτε εγώ το ξέρω ακόμα. Μου συμβαίνει αρκετά συχνά να τρομάζω, για παράδειγμα, με κάποια τραγούδια που έχω γράψει σχεδόν ασυνείδητα και χωρίς να είναι βίωμά μου αυτό που περιγράφω. Μπορεί μετά από χρόνια να καταλάβω γιατί τα έγραψα, να ζήσω εκ των υστέρων αυτό για το οποίο μιλούσα. Είναι δηλαδή προφητικά τα τραγούδια σας; Ξέρεις, αυτό συμβαίνει συχνά σ’ εμάς τους καλλιτέχνες κι αυτό ακριβώς είναι που μας κάνει χρήσιμους. Αυτή η ενόραση που έχεις όταν γράφεις ένα τραγούδι μερικές φορές αποκτά νόημα μετά από χρόνια, σ’ ένα πιο συλλογικό επίπεδο. Παραδείγματος χάριν, η «Στροφή», που έγραψα το 2006, αποκτά ένα εντελώς διαφορετικό νόημα μέσα στην παρούσα κατάσταση. Περιγράφει αυτό που βιώνει η κοινωνία μας τώρα. Όταν το έγραφα, περιέγραφα μια προσωπική οδυνηρή κρίση. Τώρα, μ’ ένα μυστήριο τρόπο, εκφράζει την κατάσταση μιας ολόκληρης χώρας: όπως όταν οδηγείς σ’ ένα δρόμο στο βουνό και, φτάνοντας σε μια μεγάλη κι επικίνδυνη στροφή, η παλιά θέα χάνεται και η καινούργια δεν έχει φανεί ακόμα, έτσι κι η χώρα περιμένει με αγωνία αυτό ακριβώς το καινούργιο που κρύβεται μετά τη στροφή. Παρόμοιο νόημα μπορεί να πει κανείς ότι έχει το «Τα καράβια μου καίω». Όταν το έγραφα, σκεφτόμουν,

για τους δικούς μου λόγους και λόγω της προσωπικής μου απογοήτευσης, την προοπτική της μετανάστευσης, αλλά τελικά νίκησε το πείσμα που με κράτησε εδώ. Τώρα, μια ολόκληρη γενιά αντιμετωπίζει συλλογικά το ίδιο δίλημμα: αν θα μείνει ή αν θα εγκαταλείψει τη χώρα. Και μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια, το τραγούδι αυτό έγινε ο άτυπος ύμνος μιας ολόκληρης γενιάς. Επίσης, το καινούργιο μου τραγούδι, το «Βουτάμε γυμνοί», μιλάει για την ανάγκη ν’ αφήσουμε πίσω τα παλιά μας ρούχα, την παλιά ξύλινη γλώσσα, τις παλιές μας ιδεοληψίες, όλ’ αυτά που χαρακτηρίζουν την εποχή της μεταπολίτευσης που τελειώνει. Αυτή είναι η μαγεία των τραγουδιών: το διαφορετικό νόημα που αποκτούν στο συλλογικό υποσυνείδητο και στις καρδιές των ανθρώπων. Υπάρχουν παλιά τραγούδια σας που σήμερα σας κάνουν να αισθάνεστε αμήχανα; Υπάρχουν άλλα που μ’ ενοχλούν με την αδεξιότητά τους, κι άλλα που με εκπλήσσουν γιατί δεν μπορώ να θυμηθώ γιατί τα έγραψα. Άλλα πάλι, δεν το περίμενα, αλλά είναι ακόμα ζωντανά, κι όταν το διαπιστώνω αυτό, τότε χαίρομαι για τον πιτσιρικά που τα έγραψε κάποτε. Αντίθετα, άλλα που είχα κάποτε περί πολλού μπορεί τώρα να μου φανούν ανούσια ή παραφορτωμένα. Ή αδικημένα. Εννοώ αδικημένα από μένα τον ίδιο που δεν μπόρεσα να τα ενορχηστρώσω ή να τα ερμηνεύσω καλύτερα στην πρώτη εκτέλεση. Γι’ αυτό κι έχω συχνά την τάση να ξαναγυρνώ στο παλιό υλικό και να ξαναηχογραφώ τα παλιά μου τραγούδια. Ξέρεις, ο χρόνος κάνει στα τραγούδια ό,τι και στους ανθρώπους: τα ξεγυμνώνει. Αυτός είναι κι ο ρόλος της φετινής παράστασης, αλλά και όλων των παραστάσεων που έχω ετοιμάσει τόσα χρόνια. Να ξανακερδίζω τη σχέση μου με το παλιό υλικό, να το περνώ κάθε φορά από νέο τεστ αντοχής. Αν δεν είναι ζωντανή η σχέση μου με τα τραγούδια που παίζω, ο θεατής καταλαβαίνει ότι το κάνω διαδικαστικά. Και τότε έχω χάσει το παιχνίδι. Ακόμα και τραγούδια όπως το «Καλοκαιράκι», που δεν είναι από τα αγαπημένα μου των Φατμέ, όταν το τραγουδάω, ειδικά τα καλοκαίρια, και βλέπω από κάτω ανθρώπους να χαμογελάνε και ν’ αγκαλιάζονται, συγκινούμαι, χαίρομαι. Είναι σαν να τους θυμίζει τις κατασκηνώσεις της παιδικής τους ηλικίας και ξαφνικά το τραγούδι ξαναζωντανεύει μέσα μου από το συναίσθημα που μου επιστρέφει ο κόσμος. Τι κερδίζετε από τη συνεργασία σας με νεότερους καλλιτέχνες και τι νομίζετε ότι κερδίζουν αυτοί; Τι κερδίζεις όταν γνωρίζεις καινούργιους ανθρώπους με τους οποίους ανακαλύπτεις ότι έχεις τόσα κοινά; Προφανώς αυτό που εγώ αποκομίζω είναι η χαρά της συνάντησης, η ανταλλαγή ιδεών και συναισθημάτων, μια άλλη οπτική πάνω στη δουλειά. Μαθαίνω από

10 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy #25 [30 ιουνίου 2011]

τις δικές τους απόψεις πάνω στη μουσική, στο στίχο, στη διαδικασία της παραγωγής, στον ήχο. Τώρα τι κερδίζουν αυτοί δεν το ξέρω· θα σ’ το πουν οι ίδιοι. Όταν ξεκινήσατε να παίζετε μουσική, ήταν πολύ εμφανείς οι «δυτικές» ροκ επιρροές σας. Μήπως τώρα παίρνει κεφάλι η ανατολή μέσα σας; Πριν φτιάξω τους Φατμέ, στα εφηβικά μου χρόνια, οι μουσικοί μου ήρωες ήταν ο Νιλ Γιανγκ, οι Στόουνς, ο Ντύλαν, όλοι οι μεγάλοι της διεθνούς ροκ σκηνής. Σιγά σιγά, μεγαλώνοντας, άρχισε ο κύκλος ν’ ανοίγει, να προστίθενται ο Χατζιδάκις, ο Βαμβακάρης, ο Άκης Πάνου, ο Λοΐζος κ.λπ. Όταν λοιπόν ξεκίνησα να παίζω με το συγκρότημα, άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια όλες οι ετερόκλητες επιρροές μου. Οι ηλεκτρικές κιθάρες από τη μία, κι απ’ την άλλη τα ρεμπέτικα, τα λαϊκά και τα δημοτικά. Και τότε, στη γενιά της μεταπολίτευσης, αυτές οι μουσικές ήταν εντελώς απαξιωμένες από ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας, λόγω της ταύτισής τους με τη Χούντα, την ΥΕΝΕΔ και τις φασιστικές παρελάσεις. Εγώ όμως το αντιμετώπισα πεισματικά. Είπα: «Από πού κι ώς πού θα τους χαρίσω όλον αυτό τον κρυμμένο θησαυρό; Κορόιδο είμαι;» Ανατρέχετε συχνά στο παρελθόν σας. Έχει να κάνει με το ότι τότε γράφατε πιο εύκολα μουσική απ’ ό,τι τώρα; Δεν μπορώ να θυμηθώ πώς έγραφα τότε. Είναι σαν να μιλάμε για δύο διαφορετικούς ανθρώπους. Όσο μεγαλώνεις, όμως, αντιμετωπίζεις την εξής δυσκολία: ναι μεν έχεις κατακτήσει την προσωπική σου «γλώσσα», αλλά πολύ συχνά έχεις περιορισμούς από την ίδια σου την πορεία. Σκέφτομαι, για παράδειγμα: «Α, αυτό το ακόρντο ή αυτή τη λέξη τα έχω χρησιμοποιήσει τόσες φορές, ας δοκιμάσω κάτι άλλο». Αυτό είναι που κάνει τη διαδικασία της σύνθεσης πιο περίπλοκη. Όταν είσαι νέος, έχεις την ανασφάλεια της απειρίας, αλλά έχεις επίσης κι ένα τεράστιο ελεύθερο πεδίο από χιλιάδες ερεθίσματα που θέλεις να τα κάνεις τραγούδια. Αυτό που θυμάμαι από τα πρώτα χρόνια, είναι η αίσθηση ότι υπάρχουν γύρω μου τόσα πολλά καινούργια θέματα για να γράψει κανείς, τόσες ιστορίες για να διηγηθεί, που δεν ήξερα τι να πρωτοδιαλέξω. Ταυτόχρονα βέβαια προσπαθούσα να βρω τον δικό μου προσωπικό λόγο, τον δικό μου ήχο μέσα στο μουσικό περιβάλλον της μεταπολίτευσης. Μια εποχή που ήταν υπερπλήρης από πολιτικά τσιτάτα, μεγαλεπήβολες μελοποιήσεις και ενορχηστρώσεις. Και μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, όλους εμάς που προσπαθήσαμε να πούμε κάτι διαφορετικό, να μιλήσουμε για τη ζωή και τα ταπεινά πράγματα που μας απασχολούσαν καθημερινά, μας αντιμετώπιζαν καχύποπτα ή, έστω, συγκαταβατικά… Γι’ αυτό κι ο στίχος «μετρίως μέτριος και πάντα μετρημένος»; Ακριβώς. Ήταν ένας σαρκασμός απέ-

ναντι στην παλιότερη γενιά και στον τρόπο που μας αντιμετώπιζε. Φυσικά και δεν ήταν δήλωση παραδοχής της μετριότητάς μας, όπως βόλευε μερικούς να πιστεύουν. Ήταν ένα πεισματάρικο, πανκ ζεϊμπέκικο που διεκδικούσε μια νέα ταυτότητα. Όχι την μιζέρια του «ανήκω σ’ ένα στρατόπεδο» και άρα φοράω ως στολή μια έτοιμη ιδεολογία, αλλά την ελευθερία της δικής μας προσωπικής σύνθεσης. Εξάλλου, τον γνωστό στίχο που ανέφερες, τον ακολουθούσε ο άλλος που έλεγε «γι’ αυτό και είμαι ο πιο τρελός, απ’ όλους σας κρυμμένος». Ήταν σαν να τους προειδοποιούσα για όλη αυτή την κρυφή τρέλα που, τελικά, ίσως να έχει μεγαλύτερη διάρκεια από την άλλη, τη φανερή. Τώρα είναι εποχή για «πάντα μετρημένους» ή για αγανακτισμένους; Είναι εποχή για μετανιωμένους. Όπως, δικαίως, ζητάμε από τους πολιτικούς και το πολιτικό σύστημα αυτοκριτική, τιμωρία και κάθαρση, έτσι σαν μεγάλα παιδιά πρέπει να το ζητήσουμε κι από εμάς τους ίδιους. Φτάνει πια με τη συνωμοσιολογία και τη μανία καταδίωξης. Φτάνει πια μ’ αυτό το παραλήρημα ανευθυνότητας και μεγαλομανίας. Γιατί το να πιστεύεις πως τα δεινά σου οφείλονται στο ότι όλος ο πλανήτης συνωμοτεί διαρκώς εναντίον σου, τι άλλο είναι τελικά αν όχι μεγαλομανία; Νομίζω, λοιπόν, πως η μόνη θεραπεία αυτή τη στιγμή είναι λίγη ταπεινότητα και πολλή, πολλή δουλειά. Η πιο σπουδαία επανάσταση τώρα πια είναι να κάνει κανείς καλά τη δουλειά του, να πληρώνει τους φόρους του και να είναι δημιουργικός. Και βέβαια είναι καιρός ν’ αποφασίσουμε αν θέλουμε να είμαστε μια ευρωπαϊκή χώρα ή μια τριτοκοσμική. Απλά και ξεκάθαρα. Γιατί πέρα από την οικονομική συζήτηση που μας γεμίζει ερωτηματικά και άγχος, το ερώτημα στην ουσία αυτό είναι. Κι αυτό μας ξυπνάει έναν πολύ βαθύ και παλιό φόβο: πως, αν εκσυγχρονιστούμε, θα χάσουμε την ψυχή μας· πως, αν καταφέρουμε τελικά να ξεκολλήσουμε απ’ αυτή τη λάσπη που κοντεύει πια να μας πνίξει, θα χάσουμε την ταυτότητά μας. Ε λοιπόν αν η ταυτότητά μας είναι αυτή η βρωμιά, ας την χάσουμε επιτέλους. Οποιαδήποτε άλλη και να μας προκύψει αποκλείεται να είναι χειρότερη... Θα συνυπογράφατε ένα κείμενο σαν το «Τολμήστε» (το κείμενο που συνυπέγραψαν 32 ακαδημαϊκοί και καλλιτέχνες με το οποίο ζητούσαν συναίνεση και ομοψυχία); Βεβαίως. Μάλιστα έχω ήδη στείλει μήνυμα προς τους συνυπογράφοντες, ότι το προσυπογράφω όποτε θέλουν να το ξαναβγάλουν στη δημοσιότητα. Αυτό που ζητάει αυτό το κείμενο είναι συνυπευθυνότητα και συναίνεση. Για μένα αυτά τα δύο είναι τα κύρια ζητούμενα. Και γι’ αυτά τα δύο χρειάζεται, πρώτα απ’ όλα, αυτοκριτική. s

Μουσικη


Info Συναυλία με τον Νίκο Πορτοκάλογλου Ρεμίξ Ο τραγουδοποιός Νίκος Πορτοκάλογλου φτάνει μέχρι τη Μικρή Επίδαυρο για να μας ξανασυστήσει τα τραγούδια του στην πιο λιτή τους μορφή. Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου 1-2 Ιουλίου, 21:30 Εισιτήρια: 30€ (Ζώνη Α), 20€ (Ζώνη Β), 10€ (Φοιτητικό - Ζώνη Β, ΑΜΕΑ)

Νίκος πορτοκάλογλου

τα τραγούδια μου είναι

«ΒουτΑΜε γυΜΝοι» O Νίκος Πορτοκάλογλου θα συνυπέγραφε ένα κείμενο το οποίο διεκδικεί την παραδοχή της συνυπευθυνότητας όλων για την κρίση και επιδιώκει τη συναίνεση στην αντιμετώπισή της.

προφητικά Ο Νίκος Πορτοκάλογλου κάνει ρεμίξ στα παλιά του τραγούδια. Τα ξαναπαίζει διαφορετικά και επαναπροσδιορίζει την καλλιτεχνική του ταυτότητα. Η αναδρομή στο παρελθόν του δεν οφείλεται στην έλλειψη καινούργιου υλικού, αλλά στην ανάγκη του να ξανανακαλύπτει διαρκώς τις ρίζες και τους προγόνους του, και στην αγωνία του να μην αδικεί τα παλιά του τραγούδια. Πριν τη συναυλία του στη μικρή Επίδαυρο, μας υποδέχτηκε στο όμορφο σπίτι του και μας μίλησε για τη γενιά του, για μουσική και για εθνική συναίνεση. Από τον Αντώνη Σακελλάρη Φωτογραφία: Βασίλης Μαθιουδάκης


MONIKA

τραγουδάω γι’ αυτά που με κάνουν να ελπίζω

Από τον Αντώνη Σακελλάρη Φωτογραφία: Τάσος Βρεττός

Μια από τις πρώτες συναυλίες της ήταν στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, αλλά τότε, ακόμα, την ήξεραν ελάχιστοι. Η μουσική της διαδόθηκε κυρίως χάρη στο Ίντερνετ. Ήταν η πρώτη μεγάλη σταρ της εναλλακτικής σκηνής. Και ήταν μόνο 22 ετών. Ο θόρυβος γύρω απ’ το όνομά της ήταν πρωτόγνωρος για τα ελληνικά δεδομένα. Ο δύσκολος δεύτερος δίσκος της ήρθε απλά να επιβεβαιώσει ότι αυτή η κοπέλα αξίζει να ασχολούμαστε μαζί της. Φέτος, θα τη δούμε στη Μικρή Επίδαυρο.


H

Μόνικα έκανε ένα τεράστιο άλμα τα τελευταία πέντε χρόνια. Ξεκίνησε παίζοντας κιθάρα και τραγουδώντας σε αγγλόφωνα σχήματα που ήξεραν μόνο όσοι ασχολούνταν με την εναλλακτική σκηνή. Εμπιστεύτηκε τις δυνατότητες του ίντερνετ, και με τον πρώτο της δίσκο έγινε θέμα παντού. Όλα τα ραδιόφωνα έπαιζαν τα τραγούδια της. Όλα τα έντυπα κυνηγούσαν μια συνέντευξή της. Ήταν η πρώτη μεγάλη σταρ της εναλλακτικής σκηνής. Και ήταν μόνο 22 ετών. Ο θόρυβος γύρω απ’ το όνομά της ήταν πρωτόγνωρος για τα ελληνικά δεδομένα. Ο δύσκολος δεύτερος δίσκος της ήρθε απλά να επιβεβαιώσει ότι αυτή η κοπέλα αξίζει να ασχολούμαστε μαζί της κι ότι μερικές φορές μπορείς να πιστέψεις το hype. Οι εμφανίσεις της είναι προσεκτικά επιλεγμένες και συναισθηματικά γεμάτες. Μια ιδιαίτερη παράσταση ετοιμάζει και για το μικρό θέατρο της Επιδαύρου, με έμφαση αυτή τη φορά σ’ έναν ήχο πιο ακουστικό, και ενορχηστρώσεις όπου θα κυριαρχούν τα έγχορδα. Λίγο πριν ανέβει στη σκηνή, μας μίλησε για επιλογές, αναγνώριση και για όλα αυτά που την κάνουν να χαμογελάει.

Τι θα παρουσιάσεις στη συναυλία σου στη Μικρή Επίδαυρο; Μια σειρά από μουσικές που με στιγμάτισαν στο παρελθόν, μελωδίες που αποτέλεσαν τους δύο δίσκους μου, στίχους που λύτρωσαν τις καλοκαιρινές μου σκέψεις. Όλα αυτά, συντροφιά με την εκλεκτή μου ομάδα μουσικών με την οποία συνεργάζομαι τα τελευταία χρόνια, αυτή τη φορά στον πιο ακουστικό της ρόλο, καθώς και με την προσθήκη ενός κουαρτέτου εγχόρδων. Πώς προέκυψε το καλλιτεχνικό σου όνομα; Όλως παραδόξως, εντελώς αβίαστα και χωρίς καμία ιδιαίτερη σκέψη ή προεργασία. Απλά, έπρεπε ν’ αφήσω ένα όνομα για τη συμμετοχή μου στο Burnt Festival το 2006. Ήταν ένα φεστιβάλ τραγουδοποιών που έλαβε χώρα στο Μικρό Μουσικό Θέατρο. Ήταν η πρώτη μου σόλο συναυλία και η μοναδική μου έγνοια ήταν να παρουσιάσω όσο καλύτερα γινόταν κάποια τραγούδια μου γιατί μπορεί να μην είχα άλλη ευκαιρία στο μέλλον. Ο γραφίστας του Φεστιβάλ με πίεζε να του δώσω ένα «καλλιτεχνικό όνομα» ώστε να συμπληρώσει το πρόγραμμα. Κάποια στιγμή, του λέω «βάλε το όνομά μου προς το παρόν και θα σε ειδοποιήσω όταν σκεφτώ κάτι καλύτερο». Το ξέχασα τελείως, μέχρι που είδα το πρόγραμμα. Την επόμενη μέρα, διαβάζοντας μια κριτική της συναυλίας, κατάλαβα ότι δεν χρειαζόταν ν’ αλλάξω τίποτα. Καλλιτεχνικό ή όχι, το Μόνικα είναι το όνομά μου και μ’ αυτό αισθάνομαι άνετα, είτε

Μουσικη

παίζοντας κιθάρα είτε πηγαίνοντας σινεμά με τους φίλους μου. Πώς ήταν η πρώτη φορά που έπαιξες μπροστά σε μερικές χιλιάδες κόσμο; Σημασία δεν έχει τόσο πολύ το πόσος κόσμος έρχεται σε μια συναυλία, όσο ο λόγος προσέλευσής τους. Το 2006, στη Γιορτή της Μουσικής στην πλατεία Κλαυθμώνος, είχε πάνω από 2000 άτομα, αλλά μέσα μου τους έβλεπα όλους σαν περαστικούς. Στο Gagarin ήταν η πρώτη φορά που εμφανίστηκα μπροστά σ’ ένα μεγάλο κοινό, υπεύθυνα και ουσιαστικά, έχοντας κυκλοφορήσει τον πρώτο μου δίσκο Avatar, γι’ αυτό και η ψυχολογία μου ήταν πολύ πιο δυναμική, μια και ήξερα ακριβώς για ποιο λόγο ήμασταν όλοι εμείς εκεί μαζεμένοι. Ωστόσο, σ’ έναν κλειστό χώρο δεν ένιωσα το δέος που μου προκάλεσε το Θέατρο Βράχων όταν άνοιξαν τα φώτα και αντίκρισα 4.000 ματάκια να λαμπυρίζουν. Εκεί με διαπέρασε ένα ελαφρύ σοκ, μα την επόμενη στιγμή σκέφτηκα «Τι μαγεία!...» Αξέχαστη βραδιά, αξέχαστη εμπειρία! Σε απασχολεί η σκηνική σου παρουσία; Προσπαθείς να τη βελτιώσεις ή τη θεωρείς δευτερεύουσα μπροστά στη μουσική; Φυσικά και με απασχολεί. Δεν θέλω όμως να κάνω τίποτα το επιτηδευμένο. Προσπαθώ κάθε φορά να εξασφαλίζω το ότι είμαι χαλαρή επί σκηνής, κι έπειτα να βρίσκω τρόπους να επικοινωνήσω μουσικά και σωματικά με το κοινό. Σκοπός μου είναι πάντα να μοιράζομαι με το κοινό το ίδιο μήνυμα. Πώς είναι η ιδανική συναυλία; Πώς την έχεις στο μυαλό σου; Κάθε συναυλία που έχω δώσει μέχρι σήμερα θεωρώ ότι ήταν ιδανική. Όσο περνάει ο καιρός και εξελίσσομαι δημιουργικά, αλλά και προσωπικά, αλλάζουν τα δεδομένα. Μέσα από κάθε πρόκληση και τις δυσκολίες που προκύπτουν, επικαλούμαι την τελειομανία μου ώστε να μοιραστώ μια ακόμη ιδανική βραδιά με ανθρώπους που αγαπούν τη μουσική. Θα παρατούσες τη μουσική για κάτι άλλο; Για τα μαθηματικά, π.χ.; Έχεις φανταστεί τον εαυτό σου να διδάσκει; Αν κάποιος αρχίσει ν’ ασχολείται με τη μουσική, δύσκολα την εγκαταλείπει. Και δεν εννοώ μόνο επαγγελματικά. Ίσως από ένα σημείο και μετά να σταματήσω να δίνω συναυλίες ή να γράφω δικά μου τραγούδια, αλλά η μουσική για μένα είναι η καλύτερη συντροφιά, έχω μεγαλώσει μαζί της, έχω μάθει να εκφράζομαι μέσω αυτής και δε μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να ξυπνάει το πρωί χωρίς να κάθεται έστω και για λίγο στο πιάνο. Τα μαθηματικά ήρθαν στη συνέχεια, τα λάτρεψα στην εφηβεία γιατί με βοήθησαν να συμμαζέψω τις σκέψεις μου, μ’ έμαθαν να σκέφτομαι πρακτικά και συνδυαστικά, μου χάρισαν στενούς φίλους

με τους οποίους μοιράστηκα υπέροχα φοιτητικά χρόνια σ’ ένα πανεπιστημιακό περιβάλλον που καλλιεργεί αρετές και άμυνες απαραίτητες για όλη μας τη ζωή. Δυστυχώς, δεν έχω εξασκήσει ποτέ τη μεταδοτική μου πλευρά, αν και θεωρώ ότι η διδακτική είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα δημιουργικά προσόντα. Μακάρι να ένιωθα ικανή για κάτι τέτοιο, αλλά προς το παρόν, όσα πράγματα μαθαίνω προσπαθώ να τα χρησιμοποιώ ως εργαλεία για την προσωπική, εσωτερική μου εξέλιξη αλλά και για έναν ελεύθερο διάλογο με τους γύρω μου, ώστε να τους παρακινώ σε ό,τι αισθάνονται και εμπνέει τους ίδιους. Οι στίχοι σου είναι αποσπάσματα προσωπικών σου ιστοριών, ή δημιουργήματα της φαντασίας; Πρόκειται για προσωπικά βιώματα, αναμνήσεις, ανατρεπτικές συζητήσεις και διαφωνίες. Γράφω όταν είμαι ερωτευμένη, πληγωμένη ή θυμωμένη. Συμπληρώνω αποσπάσματα από όνειρα. Λογοκρίνω τον εαυτό μου, τη ζωή μου, τις επιλογές μου. Περιεργάζομαι κινήσεις, συνομιλίες, εκφράσεις ανθρώπων καθώς περπατάω ή οδηγώ. Ζωγραφίζω μικρά δείγματα φαντασίας. Στο τέλος τραγουδάω ό,τι συγκρατώ απ’ όλα αυτά.

λόπιστης τηλεοπτικής προβολής, καθώς η διαδρομή μέχρι την ουσιαστική αναγνώριση είναι τόσο μαγική που είναι κρίμα να την χάσει. Για ποιον τραγουδιστή θα έγραφες ένα κομμάτι και ποιου συνθέτη τα κομμάτια θα ήθελες να τραγουδήσεις; Δεν θα ήθελα να ξεχωρίσω κανέναν. Θα ήταν τιμή μου να γράψω μουσική για οποιονδήποτε με εμπνεύσει να κάνω κάτι τέτοιο και είμαι σίγουρη πως κάθε ανθρώπινη φωνή έχει το χάρισμα ν’ αναδεικνύει και μια διαφορετική ομορφιά μιας καλής μελωδίας. Μερικά από τα τραγούδια που απολαμβάνω να τραγουδάω θα τα μοιραστώ μαζί σας σ’ αυτό το μικρό ιστορικό θέατρο τον Ιούλιο. Ελπίζω να μη σας απογοητεύσω. Τι θα είχες κάνει διαφορετικά τα τελευταία πέντε χρόνια; Τίποτα απολύτως. Ό,τι έχω ζήσει μέχρι σήμερα αποτελεί αυτό που είμαι και μ’ έκανε μέλος ενός μικρόκοσμου γεμάτου πανέμορφες, δυνατές εμπειρίες και αξιόλογους ανθρώπους, γεμάτους μουσική. s

Έχεις γράψει ποτέ τραγούδι εμπνεόμενη από την πολιτικοκοινωνική κατάσταση; Ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό που είναι τόσο τεταμένα τα πράγματα; Καθένας μας επηρεάζεται από τη κοινωνικοπολιτική δυσφορία, την ανασφάλεια, το φόβο που αιωρείται στον αέρα που αναπνέουμε και που αντανακλάται στην ψυχολογία μας. Ωστόσο, δεν γράφω στίχους και μελωδίες που αναμεταδίδουν ό,τι συμβαίνει. Αυτό το ξέρουμε πολύ καλά, και δύσκολα ξεχνιέται. Γράφω για την εσωτερική αναζήτηση, την ευτυχία που μπορεί ν’ ανακαλύψει κανείς εάν σηκώσει λίγο το βλέμμα του από τα νούμερα, για την αυτοκριτική που φοβόμασταν να κάνουμε τόσο καιρό, για την ηθική που αγνοούσαμε και επιτέλους βρέθηκε η αφορμή να την επανακτήσουμε. Τραγουδάω για όλα αυτά που με κάνουν να ελπίζω, γι’ αυτά που αναζητώ, γι’ αυτά που με κάνουν να χαμογελώ. Τι χρειάζεται να αντέξει κάποιος που ασχολείται με τη μουσική στην Ελλάδα και τι έχει να κερδίσει; Η Ελλάδα είναι ένας τόπος με μεγάλη ποικιλία τοπικών μουσικών αποχρώσεων. Είναι μια απέραντη ακτογραμμή που σου χαρίζει χίλιες δύο υπέροχες εικόνες του ορίζοντα, ανθρώπους με τόσο πείσμα και καλοσύνη που θα ήταν κρίμα να της επιρρίψουμε οποιαδήποτε ευθύνη για έλλειψη έμπνευσης. Το μόνο που έχει ν’ αντιμετωπίσει κανείς είναι μια πληθώρα καλλιτεχνών αλλά και ελάχιστες επιλογές αναγνώρισης. Κατά τη γνώμη μου, ένας νέος μουσικός οφείλει επίσης ν’ αποφύγει τη παγίδα της ευκο-

Info Η Μόνικα στη Μικρή Επίδαυρο Η τραγουδοποιός που κέρδισε το κοινό από την πρώτη της εμφάνιση, παρουσιάζει τη δουλειά της στη Μικρή Επίδαυρο μακριά από το θόρυβο και την ένταση. Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου 8-9 Ιουλίου, 21:30 Εισιτήρια: 30€ (Ζώνη Α), 20€ (Ζώνη Β), 10€ (Φοιτητικό - Ζώνη Β, ΑΜΕΑ)

[30 Iουνίου 2011] #25 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy 13


δοΞΑσΜεΝη πΑρΑδοση Η πολυτελής κεντρική αίθουσα παραστάσεων του θεάτρου Μπολσόι σε πρεμιέρα, ενώ στο κεντρικό θεωρείο καταφθάνει το αυτοκρατορικό ζεύγος. Λιθογραφία των αρχών του 20ού αιώνα.


Μπολσόι

πώς το «μεγάλο» θέατρο πατάει και πάλι στα πόδια του Αν και πρόκειται για παγκόσμιο καλλιτεχνικό ογκόλιθο, η ιστορία του, εκτός από στοιχεία ενός επικού παραμυθιού δόξας και μεγαλείου, είχε περισσότερες δραματικές τροπές κι απ’ τον αγωνιώδη χορό μιας μπαλαρίνας. Φέτος, έπειτα από μια σειρά αμφιλεγόμενων προσπαθειών αποκατάστασης, έχει άλλη μια ευκαιρία να ανανεώσει την έτσι κι αλλιώς παραδεδεγμένη αίγλη του. Στο Φεστιβάλ Αθηνών, η όπερα Μπολσόι θα παρουσιάσει τον Ευγένιο Ονιέγκιν του Τσαϊκόφσκι, ενώ η συμφωνική ορχήστρα του θα εκτελέσει έργα του Ραχμάνινοφ και του Ντβόρζακ. Δεν έρχεται, όμως, προσπαθώντας να πείσει ότι είναι ζωντανό, αλλά για ν’ αποδείξει ότι όσοι στηρίζουν τις ελπίδες τους στην ύπαρξή του έχουν πολύ σοβαρούς λόγους να το κάνουν. Από τον Νικόλα Ζώη

[30 Iουνίου 2011] #25 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy 15


ιστοριΑ 235 ΧροΝΩΝ

Info Συμφωνική Ορχήστρα του Θεάτρου Μπολσόι Έργα Ραχμάνινοφ, Ντβόρζακ Το Τρίτο κοντσέρτο για πιάνο του Σεργκέι Ραχμάνινοφ και την Όγδοη συμφωνία του Αντονίν Ντβόρζακ ερμηνεύει ο διάσημος Ρώσος πιανίστας Ντένις Ματσούεφ υπό τη μουσική διεύθυνση του μόνιμου αρχιμουσικού της ορχήστρας Βασίλι Σινάισκι.

Το εσωτερικό του ιστορικού θεάτρου όπως είναι σήμερα (αριστερά), η εξωτερική όψη του με έντονα τα νεοκλασικιστικά στοιχεία του αρχιτεκτονικού ρυθμού του (δεξιά). Στη Μόσχα γίνονται προσπάθειες να ξανακερδηθεί η παλαιά αίγλη ενός από τα πιο φημισμένα θέατρα του κόσμου. Αυτό το διάστημα, συνεχίζονται οι προσπάθειες ανακαίνισης και αποκατάστασης του κτιρίου. Δεν είναι χωρίς εμπόδια. Αν και εργάζονται 3.000 εργάτες, υπάρχουν φόβοι ότι ούτε τα έργα θα έχουν τελειώσει στην προγραμματισμένη ώρα τους ούτε θα αποφευχθούν οι υπερβάσειες στον προϋπολογισμό. Αν και οι εκπρόσωποι του κράτους θα ήθελαν το Μπολσόι να συμβολίσει μια νέα περίοδο ισχύος για τη σύγχρονη Ρωσία, οι καθυστερήσεις και οι καταγγελίες υπενθυμίζουν ότι, και στο επίπεδο των συμβολισμών, η χώρα συνεχίζει την πορεία της μέσα από κλυδωνισμούς. Πάντως, η αρτιότητα των καλλιτεχνικών εγχειρημάτων του Μπολσόι θα μπορούσε να είναι μάρτυρας μιας νέας εποχής - που υποχρεωτικά οφείλει να συμπεριλάβει τον πειραματισμό, τις καλλιτεχνικές ανατροπές, τις πρωτοπορίες...

Ωδείο Ηρώδου Αττικού 13 Ιουλίου, 21:00 Εισιτήρια: 40€, 35€, 25€, 20€, 15€, 10€

Όπερα Θεάτρου Μπολσόι Ευγένιος Ονιέγκιν, Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι Έχοντας στο ενεργητικό του την πρεμιέρα της όπερας Ευγένιος Ονιέγκιν το 1881, το Θέατρο Μπολσόι παρουσιάζει και στην Ελλάδα ένα από τα σημαντικότερα λυρικά έργα του 19ου αιώνα. Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη» 12 & 14 Ιουλίου, 21:00 Εισιτήρια: 40€, 30€, 20€, 15€, 10€

Δ © Damir Yusupov/Bolshoi Theatre.

εν πρόκειται να πούμε ούτε μια λέξη για τους προκατόχους μας. Σήμερα, η αποκατάσταση του θεάτρου είναι έτοιμη κατά ενενήντα τοις εκατό. Όταν ολοκληρωθεί, οι σκηνοθέτες θα μπορούν να κάνουν πράγματα που μέχρι τώρα ήταν αδύνατα, δήλωνε το Μάρτιο ο Μιχαήλ Σιντόροφ, εκπρόσωπος τύπου της Summa Capital που συμμετέχει στο λίφτινγκ του σεβάσμιου ρωσικού θεάτρου. «Είναι ένα σύμβολο, όχι μόνο της Μόσχας, αλλά όλης της Ρωσίας. Επομένως, για τους εργάτες, που αυτή τη στιγμή ξεπερνούν τους τρεις χιλιάδες, είναι ζήτημα τιμής να κρατήσουν το λόγο τους και να ολο-

κληρώσουν την κατασκευή στην ώρα της, χωρίς αναβολές», συμπλήρωνε προ ημερών ο αντιδήμαρχος της Μόσχας, Βλαντιμίρ Ρέζιν. Οι δηλώσεις και των δύο, γαρνιρισμένες με μια δόση καθησυχασμού αλλά και αισιοδοξίας, αναφέρονταν φυσικά στην πολυβασανισμένη ανακαίνιση του θεάτρου Μπολσόι. Το σχεδόν απολογητικό ύφος τους οφειλόταν στο γεγονός ότι τα έργα είχαν βγει συχνά εκτός προθεσμίας, οι υπεύθυνοι εργολάβοι είχαν αντικατασταθεί εξίσου πολλές φορές, ενώ το θέατρο παρέμενε μονίμως ανολοκλήρωτο. Δεν ήταν λίγες εξάλλου οι φωνές διαμαρτυρίας για τα διαρκώς αναδυόμενα προβλήματα που επέβαλλαν ακόμα μεγαλύτερη καθυστέρηση. Κι

16 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy #25 [30 ιουνίου 2011]

ακόμα περισσότεροι ήταν εκείνοι που έκαναν λόγο για τεράστια διασπάθιση δημοσίου και ιδιωτικού χρήματος, ικανή να οδηγήσει το κόστος των εργασιών δεκαέξι φορές πάνω απ’ τον αρχικό προϋπολογισμό. Αν είχε βέβαια την ευκαιρία να πει την άποψή του το ίδιο το θέατρο, μάλλον θα το έκανε χωρίς να ταραχτεί, γνωρίζοντας ότι, σε σχέση με όσα έχει περάσει στην 235 ετών ιστορία του, τα σημερινά προβλήματα θα μπορούσαν, με τις κατάλληλες δομές και τα κατάλληλα πρόσωπα, να είναι ζήτημα λίγων μόλις μηνών. Γεννήθηκε το 1776 μετά τη συνάντηση δύο πατρώνων της τέχνης, του Ρώσου πρίγκιπα Ουρούσοφ και του Βρετανού Μάικλ Μάντοξ, που του έδωσαν

το όνομα Πετρόφκα. Τα πρώτα –ελάχιστα– μέλη του θιάσου προέρχονταν κυρίως απ’ το ορφανοτροφείο της Μόσχας, στις αρχές του 19ου αιώνα, όμως, οι ηθοποιοί και χορευτές ξεπερνούσαν πια τους 150, ενώ οι παραστάσεις τους είχαν ήδη αρχίσει να ξεχωρίζουν. Το 1825, τη χρονιά που εγκαινιάστηκε το νέο του κτίριο, το θέατρο πήρε το σημερινό του όνομα (μπολσόι θα πει «μεγάλο», στα ρωσικά), και σύντομα άρχισε να γίνεται συνώνυμο των εντυπωσιακών χορογραφιών και των μεγαλοπρεπών παραγωγών, με αποκορύφωμα την πρεμιέρα της Λίμνης των Κύκνων του Τσαϊκόφκσι το 1877 – αν και τότε το έργο δεν είχε κάνει και τόσο μεγάλη εντύπωση. Στα τέλη του αιώνα, οι υψηλότεροι ρυθμοί ανά-

οπερΑ


πτυξης του θεάτρου Μαρίινσκι (γνωστό αργότερα με το όνομα Κίροφ, αιώνιος αντίπαλος του Μπολσόι) στην Αγία Πετρούπολη παραλίγο να το οδηγήσουν σε λουκέτο, η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια: όπως το να επιστρατευθεί ο Αλεξάντερ Γκόρσκι, που διηύθυνε με ενθουσιασμό το θίασο στο πρώτο τέταρτο του επόμενου αιώνα και που, όπως λέγεται, απέτρεψε τον Λένιν απ’ την επιθυμία του να κατεδαφίσει το θέατρο το 1919. Μετά την οκτωβριανή επανάσταση, πάντως, το Μπολσόι, που αρχικά προοριζόταν για την ελίτ, επέζησε ανοίγοντας τις πόρτες του στις μάζες. Ενώ οι όπερες στο Παρίσι και το Λονδίνο παρέμεναν απα-

το πρώτο του άνοιγμα στη Δύση, το εμφατικά τεχνικό, μυώδες στυλ του προκάλεσε αίσθηση σε όλους τους θιάσους που έτυχε να το δουν από κοντά. Όσο ο Ψυχρός Πόλεμος κορυφωνόταν, το θέατρο γινόταν όχι μόνο το σημαντικότερο εξαγώγιμο πολιτιστικό προϊόν της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και το μέσο απόψυξης των σχέσεων με το δυτικό κοινό, που χάζευε μαγεμένο το διάφανο μεγαλείο των παραστάσεων. Ήταν η περίοδος που ονόματα όπως εκείνα της Γκαλίνα Ουλάνοβα, της Μάγια Πλισέτσκαγια και του Βλαντιμίρ Βασίλιεφ θα έκαναν το γύρο του κόσμου, άσχετα αν οι ίδιοι έπρεπε να περάσουν από αρκε-

μισαν με την πατριωτική και ηθική ορθοδοξία της Σοβιετικής Ένωσης. Όταν, ωστόσο, έπεσε το σιδηρούν παραπέτασμα το 1989, οι μέρες του Γκριγκόροβιτς άρχισαν εν αγνοία του να λιγοστεύουν. Η ρωσική κοινωνία άλλαζε ραγδαία μορφή και βιαζόταν να προσαρμοστεί στην ελεύθερη αγορά. Όπως συνέβαινε και σε πολλούς θεσμούς της χώρας που έπρεπε να «αποσοβιετοποιηθούν», τα μέλη του Μπολσόι άρχισαν να δελεάζονται από την υπόσχεση καλύτερων μισθών και μεγαλύτερης καλλιτεχνικής ελευθερίας. Χρόνο με το χρόνο, τα μεγάλα ταλέντα άρχισαν να ψάχνουν αλλού την τύχη τους, ενώ ο

τσέπη, με τον ίδιο περίπου τρόπο που οι Ρώσοι ευγενείς του 19ου αιώνα έκαναν μεγάλες δωρεές, σε μια απ’ τις χρυσές περιόδους του ρωσικού μπαλέτου. Οι προτάσεις που πέφτουν στο τραπέζι τα τελευταία χρόνια είναι μεν φιλόδοξες και αποσκοπούν στην ανανέωση της αίγλης του θεάτρου, τα εμπόδια όμως για την υλοποίησή τους δεν έχουν εξαφανιστεί. Ο Βλαντιμίρ Βασίλιεφ, που ανέλαβε τη διεύθυνση του θεάτρου το 1995, έμαθε το 2000 από το ραδιόφωνο ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν –δυσαρεστημένος, όπως ακούστηκε, με την οροφή που έσταζε– τον αντικατέστησε με τον Ανατόλι Ιξάνοφ. Οι –αρκετοί– καλλιτε-

γορευτικά ακριβές για το λαό, στη Ρωσία, ένα εισιτήριο για το μπαλέτο μπορούσε ν’ αγοραστεί ακόμα και με το ημερομίσθιο ενός εργάτη. Οι καταστροφές απ’ το βομβαρδισμό των Ναζί το 1941 θα επιδιορθώνονταν πρόθυμα από τους σοβιετικούς (που είχαν αρχίσει να βλέπουν το Μπολσόι όχι μόνο σαν το καταλληλότερο μέρος για να χειροκροτείται ο Στάλιν, αλλά και σαν την πολιτιστική ναυαρχίδα τους), και το ύφος των παραγωγών θα εμβάθυνε όλο και περισσότερο στο ηρωικό στιλ που είχε να προτείνει ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός. Η άφιξη του Λεονίντ Λαβρόφσκι στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή το 1944 ανέβασε τα στάνταρ, και όταν στην επόμενη δεκαετία το θέατρο έκανε

τές περιπέτειες μέχρι το καθεστώς να τους επιτρέψει την έξοδο απ’ τη χώρα. Στη συνέχεια, και σαν παράγωγο της σοβιετικής πολιτικής, ο Γιούρι Γκριγκόροβιτς διηύθυνε το θίασο με σιδερένια πυγμή για τριάντα περίπου χρόνια. Γνωστός για την σταλινικής έμπνευσης ανάγκη του να ελέγχει και να απολαμβάνει υπακοή, κατόρθωσε να διώξει απ’ το θέατρο αρκετούς ταλαντούχους αλλά γεμάτους αμφιβολίες χορευτές. Αν και ως καλλιτεχνικός διευθυντής ανέβασε ελάχιστες πρωτότυπες δημιουργίες, οι σαρωτικές και πομπώδεις επανερμηνείες του σε έργα του κλασικού ρεπερτορίου (Καρυοθραύστης, Σπάρτακος, Ιβάν ο Τρομερός), διατήρησαν τη φήμη του Μπολσόι, έστω κι αν την ευθυγράμ-

ίδιος ο Γκριγκόροβιτς, έχοντας πλέον ελάχιστους χορευτές να τον υποστηρίζουν, κι αφού είχε ακούσει αρκετές φορές ότι οδήγησε το Μπολσόι σε στάσιμα νερά, απομακρύνθηκε το 1995. Στο μεταξύ, κι ανάμεσα σ’ ένα χάος φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων που δεν συνιστούσαν και τη σταθερότερη συγκυρία, την πρώτη σανίδα σωτηρίας στο χειμαζόμενο θέατρο –του οποίου οι οικονομικές δυσκολίες είχαν ήδη αρχίσει να φθείρουν και τις εγκαταστάσεις του– πρόσφερε ο Μπορίς Γέλτσιν. Ανακοίνωσε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα ανοικοδόμησης και, μόλις το κυβερνητικό χρήμα άρχισε να ρέει, αρκετοί νεόπλουτοι Ρώσοι ολιγάρχες της μετακομμουνιστικής Ρωσίας έβαλαν το χέρι στην

χνικοί διευθυντές που δοκίμασαν από τότε την τύχη τους δεν κατάφεραν να βρουν την ιδανική καλλιτεχνική και πολιτική συνταγή, ενώ ακόμα και ο φέρελπις Αλεξέι Ρατμάνσκι, που ανέλαβε το 2004, παραιτήθηκε πιεσμένος από ανθρώπους πιστούς στα διδάγματα του Γκριγκόροβιτς. Το 2005 που ξεκίνησαν δειλά δειλά τα έργα αποκατάστασης, μερίδα των μίντια χαρακτήρισε τα σχέδια «βάρβαρα», και αν αυτή η στάση έκρυβε κάποια σκοπιμότητα, δεν συνέβη το ίδιο και το 2009, όταν ο γενικός εισαγγελέας ανακοίνωσε ότι μεγάλο μέρος των χρημάτων της ανακαίνισης είχαν μυστηριωδώς εξαφανιστεί. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τον περασμένο Μάρτιο, ο διευθυντής του μπαλέτου, Γκενάντι Γιά-

οπερΑ

[30 Iουνίου 2011] #25 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy 17


© Damir Yusupov © Valentin Baranovsky

νιν, παραιτήθηκε άρον άρον και χωρίς να υπαινιχθεί κανένα παιχνίδι εις βάρος του, όταν γυμνές φωτογραφίες του στάλθηκαν σε εκατοντάδες e-mails των φίλων του θεάτρου. Θα αξίζουν, επομένως, τον κόπο τα εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ που έχουν δαπανηθεί μέχρι στιγμής; Η διοικητική ομάδα μοιάζει μεν να σταθεροποιείται –με τον Ανατόλι Ιξάνοφ να διατηρεί ακόμα το γενικό πρόσταγμα, τον Σεργκέι Φίλιν φρέσκο στη διεύθυνση του μπαλέτου, και τον Βασίλι Σινάισκι να κρατάει στο πόντιουμ τη θέση του αρχιμουσικού–, πολλοί όμως είναι εκείνοι που θεωρούν αδύνατο για το Μπολσόι να γλιτώσει απ’ την απληστία και τη διαφθορά της σύγχρονης Ρωσίας. Οι παραστάσεις, πάντως, συνεχίζονται σ’ ένα βοηθητικό θέατρο όσο διαρκεί η ανακαίνιση, και η οριστική απάντηση για το αποτέλεσμά της θα μπορεί να δοθεί τον Οκτώβριο, όταν ανοίξουν οι πόρτες κάτω απ’ την ιστορική στέγη. Σύμφωνα με τα σχετικά ρεπορτάζ, το κτίσμα θα αποκτήσει και πάλι το ντιζάιν του 19ου αιώνα με το οποίο έγινε διάσημο, όπως και τη βιολόσχημη αίθουσα κοινού. Τα περίτεχνα σχέδια της παραμελημένης οροφής θα φαίνονται πια ξεκάθαρα, ενώ άλλα εσωτερικά σημεία θα διακοσμούνται από τσαρικά εμβλήματα και κεντημένη μεταξωτή ταπετσαρία.

Ακόμα και σύγχρονες τεχνολογίες έχουν επιστρατευτεί στη σκηνή για να προστατεύουν τα πόδια των χορευτών από οξείς πόνους, ενώ η ακουστική του χώρου, όπως λέγεται, δεν θα έχει όμοιά της. Με λίγα λόγια, το Μπολσόι προσπαθεί να γίνει και πάλι το θέατρο που ζηλεύουν όλα τα υπόλοιπα – τα οποία επίσης περνάνε μια μικρή κρίση, προσπαθώντας να ισορροπήσουν ανάμεσα στη διατήρηση του παρελθόντος τους και στην εξερεύνηση του μέλλοντός τους. Μόνο που το θρυλικό ρωσικό θέατρο ξέρει ότι, για την περίπτωσή του, και σαν ένα λογοπαίγνιο με τ’ όνομά του, στην πατρίδα του λένε «μεγάλο στο όνομα, μεγάλο και στην ψυχή».

Ο μαέστρος πασών των Ρωσιών Αυτό που θα έχει να κάνει στη σκηνή του Φεστιβάλ Αθηνών ο αρχιμουσικός Βασίλι Σινάισκι ξέρει να το κάνει καλά. Η διεύθυνση της ορχήστρας του Ευγένιου Ονιέγκιν, της λυρικής υστερορομαντικής όπερας που ο Τσαϊκόφσκι βάσισε στο έμμετρο μυθιστόρημα του Πούσκιν, θα είναι μάλλον απολαυστική για έναν μαέστρο περιζήτητο σε όπερες απ’ όλο τον κόσμο. Η προσέγγιση του βραβευμένου σκηνοθέτη Ντμίτρι Τσερνιάκοφ είχε προκαλέσει αντιδράσεις στη Ρωσία –κάνοντας τη σοπράνο Γκαλίνα Βισνέβ-

18 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy #25 [30 ιουνίου 2011]

σκαγια να ορκιστεί ότι δεν θα ξαναπατήσει το πόδι της στο θέατρο έπειτα «από τέτοια παραμόρφωση των ηρώων»–, ωστόσο η σαραντάχρονη εμπειρία του Σινάισκι είναι αρκετή για να εξασφαλίσει ένα άριστο αποτέλεσμα, ακόμα και στους πιο δύσπιστους θεατές. Στο πόντιουμ της Συμφωνικής Ορχήστρας του θεάτρου Μπολσόι τα πράγματα δεν θα είναι δυσκολότερα, παρόλο που το πρόγραμμα θα περιλαμβάνει το απαιτητικό Τρίτο κοντσέρτο για πιάνο του Σεργκέι Ραχμάνινοφ απ’ τη μια, και την εύθυμη, εμπνευσμένη απ’ τη λαϊκή μουσική της Βοημίας 8η Συμφωνία του

Αντονίν Ντβόρζακ απ’ την άλλη. Εδώ, το παλαιότερο σύνολο της Ρωσίας, η Ορχήστρα του Θεάτρου Μπολσόι, θα συμπράττει με τον διεθνώς καταξιωμένο πιανίστα Ντένις Ματσούεφ. Αυτό που θα έχει να κάνει ο νέος μουσικός διευθυντής και επικεφαλής μαέστρος του θεάτρου Μπολσόι μόλις επιστρέψει στην πατρίδα του θα είναι λίγο πιο δύσκολο. Από τον περασμένο Σεπτέμβριο που ανέλαβε το μουσικό τιμόνι του θρυλικού θεάτρου, έπειτα από μερικά μικροσκάνδαλα των προκατόχων του, τις ελπίδες για τις εξισορροπητικές ικανότητές του συναγωνίζεται η

οπερΑ


οπερΑ

Μπολσοΐ στηΝ ΑΘηΝΑ Η όπερα του Τσαϊκόφσκι Ευγένιος Ονιέγκιν (απ’ όπου τα στιγμιότυπα στις δύο μεγάλες φωτογραφίες) παρουσιάζεται στο Μέγαρο Μουσικής στις 12 και στις 14 Ιουλίου. Ο πιανίστας Ντένις Ματσούεφ (απέναντι) είναι ο σολίστ της Συμφωνικής Ορχήστρας του Θεάτρου Μπολσόι, που θα παρουσιάσει έργα του Ντβόρζακ και του Ραχμάνινοφ στις 13 Ιουλίου, στο Ηρώδειο. Δίπλα, ο μαέστρος Βασίλι Σινάισκι, ο οποίος θα διευθύνει την ορχήστρα στον Ευγένιο Ονιέγκιν.

© Marco Borggreve

μόνιμη καχυποψία για το αποτέλεσμα της ανανεωτικής προσπάθειας που έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετό καιρό στο ρωσικό θέατρο. Ο ίδιος πάντως, στη σχεδόν σαραντάχρονη καριέρα του, έχει δείξει τα διαπιστευτήριά του. Πήρε τα πρώτα μαθήματα σύνθεσης δίπλα στον Ίλια Μούζιν, και το 1973 έγινε γνωστός διεθνώς, κερδίζοντας το χρυσό μετάλλιο στον περίβλεπτο διαγωνισμό «Κάραγιαν» στο Βερολίνο. Από τότε, διηύθυνε αρκετές κρατικές ορχήστρες όπως της Λετονίας, της Ολλανδίας, της Ρωσίας, αλλά και πολλές ακόμα, όπως τη φιλαρμονική του BBC. Με τις επιλογές του, προσπάθησε να φέρει στο ευρύ κοινό λιγότερο γνωστούς συνθέτες της πατρίδας του, αλλά και να εμβαθύνει στο έργο διασήμων μουσικών, όπως του Σοστάκοβιτς. Παρ’ όλα αυτά, μοιάζει να γνωρίζει τη σωστή αναλογία αυτοπεποίθησης και μετριοπάθειας όταν πρέπει να μιλήσει για το έργο που αναλαμβάνει στη μουσική διεύθυνση του ταραγμένου Μπολσόι. «Έχω σκοπό να εργαστώ απ’ αυτή τη θέση για πολύ καιρό», έλεγε μετά την επίσημη ανακοίνωση του ονόματός του. «Και τα σκάνδαλα που σκέπασαν την αναζήτηση νέου μουσικού διευθυντή είναι για καλό. Βοηθούν ώστε ν’ ανέβουν οι προσδοκίες, κι εγώ σκοπεύω ν’ ανταποκριθώ σ’ αυτές, χωρίς να προσπαθήσω να κάνω τρομακτικές αλλαγές». s­­

[30 Iουνίου 2011] #25 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy 19


κΑΝ’ το οπΩσ ο ΧΑτζηΧρηστοσ Μπακαλόγατος, Ηλίας του 16ου, τώρα και Τρυγαίος στην Επίδαυρο – στην Ειρήνη του Αριστοφάνη. Τι συνδέει τους ρόλου που κατάγονται από τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο με την αριστοφανική περσόνα; «Κι ο Τρυγαίος είναι ένας απλός, αμόρφωτος άνθρωπος με πολύ ποιητικό λόγο», εξηγεί.

πέτρος Φιλιππίδης

Όλα ξεκινούν

απ’ την ουτοπία Ο Πέτρος Φιλιππίδης ανοίγει το Φεστιβάλ της Επιδαύρου με διπλό ρόλο: σκηνοθετεί την Ειρήνη του Αριστοφάνη όπου υποδύεται τον Τρυγαίο. Κι έχει κηρύξει πόλεμο. Από την Έλια Αποστολοπούλου Φωτογραφίες: Χρήστος Κοτσιρέας

20 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy #25 [30 ιουνίου 2011]


K

αλλιτέχνης με παράδοση στην κωμωδία –θεατρική, κινηματογραφική και τηλεοπτική–, ο Πέτρος Φιλιππίδης δοκιμάζει αυτή τη φορά τις δυνάμεις του στη σκηνοθεσία ενός αριστοφανικού έργου στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Άψογος επαγγελματίας και φύσει ευγενής άνθρωπος, μας υποδέχτηκε στο θέατρο του Αττικού Άλσους όπου γίνονται οι πρόβες, και με καλή διάθεση μας μίλησε για το εγχείρημά του, τον Αριστοφάνη και τη δουλειά του.

Ειρήνη του Αριστοφάνη στην Επίδαυρο. Τι να περιμένουμε απ’ αυτή την παράσταση; Αλήθεια, γέλιο, συγκίνηση και ειλικρίνεια όσον αφορά την πρόθεσή μας κι αυτό που πιστεύουμε ότι είναι ο Αριστοφάνης σε σχέση με την παράδοσή μας. Τιμούμε το έργο του Αριστοφάνη και οι όποιες επεμβάσεις έχουν γίνει με πολύ σεβασμό, κόπο και καλή διάθεση. Βασιζόμαστε στη μετάφραση του Κώστα Γεωργουσόπουλου, αλλά η δραματουργική επεξεργασία φέρνει το έργο πιο κοντά μας, ώστε να αφορά και τα σημερινά πράγματα, χωρίς να γίνονται αναφορές χυδαίες ή πρόστυχες. Δεν λέμε ονόματα για να μην ακυρώσουμε το κείμενο και την εποχή του, αλλά αναφερόμαστε σε θέσεις και πόστα που είναι ανάλογα. Το έργο πατάει γερά στην ελληνική παράδοση και στη δική μου, κυρίως, θεατρική παράδοση, δηλαδή στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν και στους άλλους δασκάλους μου: τον Λαζάρου, τον Αρμένη και τον Μίμη Κουγιουμτζή. Υπάρχει μια λεπτή γραμμή που με συνδέει μ’ αυτό το παρελθόν χωρίς να το μιμούμαι. Τι έχει να μας πει αυτό το έργο σήμερα; Την ίδια ερώτηση έκανα στον εαυτό μου, όταν σκέφτηκα να προτείνω στο Φεστιβάλ αυτό το έργο. Έχω ήδη παίξει τρία έργα του Αριστοφάνη –Βατράχους, Όρνιθες και Θεσμοφοριάζουσες– και δεν ήθελα ν’ ασχοληθώ με έργα που έχουν ανέβει πρόσφατα. Έψαξα, λοιπόν, να βρω ποιος είναι ο πιο ενδιαφέρων ρόλος που έχει να πει και κάτι σήμερα, αν κι ο Αριστοφάνης είναι πάντα επίκαιρος. Στόχος μου είναι όλος ο Αριστοφάνης: θα ήθελα να μπορέσω να αντιμετωπίσω όλα τα έργα του. Στην περίπτωση της Ειρήνης, πέρα απ’ το ίδιο το έργο, αυτό που μ’ έκανε να το επιλέξω ήταν κι ο ρόλος του Τρυγαίου. Όταν αρχίσαμε ν’ ασχολούμαστε με την επεξεργασία του έργου μαζί με τον Γιώργο Γαλίτη και τον Γιώργο Λέφα, αναρωτιόμασταν τι είναι ο πόλεμος σήμερα. Την απάντηση μου έδωσαν οι νέοι δια στόματος του γιου μου. Ο πόλεμος είναι κοινωνικός, οικονομικός και εσωτερικός. Αυτό θέλουμε να πούμε σήμερα με την Ειρήνη, γιατί δεν υπάρχει ένας πόλεμος σώμα με σώμα, αλλά ένας πολύ πιο ύπουλος κι επικίνδυνος πόλεμος τον οποίο δέ-

ΘEATpO

χεται η κοινωνία. Ο ρόλος του Τρυγαίου αποδείχτηκε ένας καταπληκτικός ρόλος, καθώς τον ανακάλυπτα ακόμα πιο βαθιά. Μου αρέσει η ουτοπία του, γιατί είναι κάτι που πίστευα πάντα: τα πράγματα δεν ξεκινάνε από την πραγματικότητα, αλλά απ’ την ουτοπία, απ’ το όνειρο. Θεωρούμε ότι η ουτοπία είναι κάτι που δεν γίνεται, εγώ, όμως, πιστεύω ότι είναι η αφετηρία απ’ όπου όλα ξεκινούν. Γιατί επιλέξατε ένα έργο που, σε σχέση με την εικόνα που έχει το κοινό για εσάς, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν αναμενόμενη επιλογή; Είναι μια επιλογή ασφαλής για μένα. Όσο περίεργο κι αν ακουστεί, παρότι έχω τρομερή εμπιστοσύνη στον εαυτό μου όσον αφορά τη δουλειά μου, είμαι ταυτόχρονα αρκετά σεμνός και ντροπαλός. Μ’ ενδιαφέρει, όμως, το αρχαίο δράμα γενικότερα κι αρχίζω και σκέφτομαι την τραγωδία και τους τραγικούς ρόλους και τη σκηνοθεσία τους. Ακόμα βέβαια είναι σκέψεις, γιατί θέλω πρώτα να είμαι εγώ πολύ σίγουρος για το τι μπορώ να κάνω. Όταν κάνω κάτι το σχεδιάζω πολύ καιρό πριν, γι’ αυτό και μου βγαίνουν σχετικά πιο εύκολα τα πράγματα. Απ’ την άλλη, βλέπω να γίνονται πράγματα πολύ πιο εξώφθαλμα απ’ αυτά που σκέφτομαι εγώ κι από ανθρώπους πιο άπειρους και μέτριους στη δουλειά τους. Μου είχε πει κάποτε ένας φίλος που εκτιμώ πολύ σ’ αυτή τη δουλειά, ο Γιώργος Κιμούλης: «Μην περιμένεις να σου δώσει κανείς την άδεια – ό,τι έχεις να κάνεις, κάν’ το». Σας αγχώνει η σκηνοθεσία στην Επίδαυρο; Πολύ. Γιατί θέλω να πω ακόμα και στον εαυτό μου ότι υπήρχε λόγος για να σκηνοθετήσω στην Επίδαυρο. Βαθιά μέσα μου το ξέρω ότι υπήρχε λόγος, αλλά πρέπει να μιλήσει η παράσταση, ν’ αποδειχτεί στην πράξη. Σκηνοθετείτε και πρωταγωνιστείτε. Πώς λειτουργεί η εναλλαγή των δύο ρόλων; Ο σκηνοθέτης με κάνει καλύτερο ηθοποιό, κι ο ηθοποιός καλύτερο σκηνοθέτη. Γενικά μου είναι εύκολο, αλλά στην προκειμένη περίπτωση μου ήταν δύσκολο λόγω του όγκου της δουλειάς. Έχει 14 χορευτικά και τραγούδια, μεγάλα επεισόδια, πολλά σχήματα, μεγάλα σκηνικά και 25 ανθρώπους πάνω στη σκηνή που πρέπει να τους καθοδηγήσω. Όταν κάνουμε πρόβες, το μάτι μου είναι συνέχεια πίσω, τι κάνουν τα παιδιά, πώς να τους βοηθήσω. Επίσης δυσκολεύτηκα πολύ να μάθω το κείμενο, ένα δύσκολο κείμενο. Ο Τρυγαίος είναι ένας απλός, αμόρφωτος άνθρωπος με πολύ ποιητικό λόγο. Είναι κάτι πολύ ενδιαφέρον και θέλω να φωτιστεί μέσα στην παράσταση. Νιώθετε περισσότερο ηθοποιός ή σκηνοθέτης; Τώρα πια δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω. Νομίζω, όμως, ότι αν αναγκαζόμουν ν’

θει η επόμενη ταινία για να κάνουμε τη μεταγλώττιση του Ice Age. Βρίσκω σε κάθε μορφή της δουλειάς μου το απόλυτο ενδιαφέρον, τα κάνω όλα με το ίδιο πάθος. Η δουλειά μου είναι η καλύτερη δουλειά του κόσμου.

αφήσω κάτι, δεν θ’ άφηνα τον ηθοποιό. Πώς βλέπετε τον εκσυγχρονισμό των παραστάσεων αρχαίου δράματος; Είμαι αντίθετος. Δεν συμφωνώ με το να κάνεις κάτι με αφορμή ένα έργο. Εμένα μ’ ενδιαφέρουν τα έργα καθαυτά. Με προκαλεί εγώ να πάω στα έργα και στους ρόλους, εγώ να βρω τι έχω να πω με το έργο που διαλέγω, όχι να το «χαλάσω» για να μπορέσω να κάνω το κομμάτι μου. O Μπακαλόγατος στο θέατρο, ο Ηλίας του 16ου στον κινηματογράφο. Τι σημαίνει η αναβίωση παλιών ταινιών και πρωταγωνιστών; Δεν είναι παλιές ταινίες, είναι έργα, όπως η Ειρήνη ή ο Άμλετ. Είναι σπουδαία θεατρικά έργα, τα οποία εξαιτίας της μεγάλης επιτυχίας τους στο θέατρο έγιναν και κινηματογραφικά. Είναι έργα που μιλάνε στην ψυχή μας, γιατί έχουν να κάνουν με την παράδοσή μας, τις μνήμες μας, τον τρόπο που μεγαλώσαμε. Αν είμαστε απενοχοποιημένοι και δεν είμαστε κομπλεξικοί, θα δούμε ότι αυτά είναι σπουδαία έργα γραμμένα από σπουδαίους συγγραφείς. Δεν αποτελούν, εξάλλου, ασφάλεια, γιατί κι άλλη φορά έχουν ανέβει και δεν είχαν επιτυχία. Πρέπει ν’ ανέβουν με αγάπη και πάθος, γιατί αν τα δεις σαν ταμείο μόνο, τότε θ’ αποτύχεις. Η κάθε χώρα πρέπει ν’ ασχολείται με το εγχώριο θεατρικό έργο. Δυστυχώς η παραγωγή ελληνικών έργων σήμερα είναι πολύ λιγότερη απ’ τη ζήτηση. Θα ήθελα πολύ να παίξω σύγχρονο ελληνικό έργο, αλλά είναι πολύ λίγοι οι συγγραφείς που υπάρχουν. Συμφωνείτε με την άποψη ότι ο παλιός κινηματογράφος ήταν ό,τι καλύτερο έχει επιδείξει η Ελλάδα σ’ αυτό το πεδίο; Η ερώτηση έχει και την απάντηση μέσα. Είναι σπουδαία έργα. Έχετε δώσει τη φωνή σας σε ταινίες για παιδιά κι έχετε κάνει δίσκους με παιδικές ιστορίες που εισάγουν τα παιδιά στην κλασική μουσική. Πώς αντιμετωπίζετε αυτό το κομμάτι της δουλειάς σας; Είναι πολύ σημαντικό να σου δίνεται η δυνατότητα να κάνεις κάτι για τα παιδιά. Απ’ την άλλη, όμως, είναι και μια πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά. Με τον Γιάννη Μπέζο περιμένουμε πώς και πώς να έρ-

Αν δεν ήσασταν ηθοποιός, τι δουλειά θα κάνατε; Θα μπορούσα να κάνω τα πάντα. Στην εποχή που ζούμε την έχω σκεφτεί την ερώτηση που μου θέτετε. Δουλειά στην τηλεόραση δεν υπάρχει, στο θέατρο δεν ξέρουμε τι θα γίνει. Θα μπορούσα να κάνω τα πάντα και θα τα έκανα το ίδιο καλά. Δεν θέλω να σκέφτομαι, όμως, κάτι άλλο, γιατί αυτό ήθελα να είμαι πάντα κι αυτό είμαι. Ποια είναι τα όνειρά σας; Να μπορώ να είμαι ενεργός και ουσιαστικός ως ηθοποιός και ως πολίτης μέχρι την τελευταία μου ανάσα. s

Info Θεατρική Διαδρομή Πέτρος Φιλιππίδης Ειρήνη του Αριστοφάνη Ο Πέτρος Φιλιππίδης στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του στην Επίδαυρο καταπιάνεται με τον αγαπημένο του Αριστοφάνη. Υποδύεται τον Τρυγαίο, ένα Αθηναίο που απαυδισμένος από τον πόλεμο ανεβαίνει με το σκαθάρι του στον Όλυμπο για να ζητήσει λύση από τους Θεούς. Παίζουν ακόμα: Πάνος Σταθακόπουλος, Γιώργος Γαλίτης, Χρήστος Σιμαρδάνης, Κων/νος Γιαννακόπουλος, Άγγελος Μπούρας, Σπύρος Παππάς, Ορέστης Τζιόβας, Τάκης Παπαματθαίου, Λευτέρης Ελευθερίου, Γιάννης Δεγαΐτης, Σταύρος Σβήγκος, Δημήτρης Δεγαΐτης, Τάσος Ιορδανίδης, Ίρις Παπαϊωάννου-Ντεκώ, Υακίνθη Μετζικώφ, Χριστίνα-Ιουστίνα Αρχοντή, Άρης Πλασκοβίτης Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου 1-2 Ιουλίου, 21:00 Εισιτήρια: 50€, 40€, 30€, 20€, 15€, 10€

[30 Iουνίου 2011] #25 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy 21


Info Η στέψη της Ποππαίας, Κλάουντιο Μοντεβέρντι Όπερα με πρόλογο και 3 πράξεις Ο τσεμπαλίστας Μάρκελλος Χρυσικόπουλος διευθύνει και η Αποστολία Παπαδαμάκη σκηνοθετεί την Στέψη της Ποππαίας σε όπερα με άλλο αέρα. Η παράσταση απευθύνεται σε ενήλικες. Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, Κεντρική Σκηνή 6-7 Ιουλίου, 21:00 Εισιτήρια: 40€, 30€, 20€, 15€, 10€


Μάρκελλος Χρυσικόπουλος

η μπαρόκ έχει

swing Ο τσεμπαλίστας Μάρκελλος Χρυσικόπουλος αναβιώνει τη Στέψη της Ποππαίας του Μοντεβέρντι και αναμένεται να γίνει της… «Ποπάρας». Δικά του λόγια, όχι δικά μου. Aπό την Έλενα Χρηστοπούλου Φωτογραφία: Βασίλης Μαθιουδάκης


Στη Στέψη της Ποππαίας, πρωταγωνιστής είναι το υπαρκτό και αμφιλεγόμενο πρόσωπο του Νέρωνα. Ο Νέρωνας ως φιγούρα είναι ενδιαφέρουσα, αρχικά γιατί σκότωσε τη μάνα του – κάτι με το οποίο όλοι μπορούμε να ταυτιστούμε ως ένα βαθμό. Παντρεύτηκε την ετεροθαλή αδελφή του – εγώ και μ’ αυτό ταυτίζομαι (λέει πονηρά). Επίσης ήταν μοιχός, κάτι που μιλάει κατευθείαν στην καρδιά μας. Και άφησε την επίσημη γυναίκα του για τη 14χρονη Ποππαία. Νομίζω ότι εδώ σηκώνουμε όλοι τα χέρια ψηλά (γελάει). Στη συνέχεια, ο ίδιος αυτοκτόνησε, ενώ υποτίθεται ότι ήδη είχε κάψει τη Ρώμη κι είχε ξεκινήσει να φτιάχνει τον ισθμό της Κορίνθου. Εσάς τι σας αρέσει στο έργο του Μοντεβέρντι; Ένα πολύ μεγάλο μέρος της μπαρόκ μουσικής δεν μας μιλάει με άμεσο τρόπο. Αν σκεφτεί κανείς τα χιλιάδες έργα που πραγματεύονται τα αρκαδικά ιδεώδη, τον ποιμενικό έρωτα, τις νύμφες και τους σατύρους, είναι πράγματα που εμάς μας αφήνουν τόσο παγερά αδιάφορους. Το καταπληκτικό πράγμα με την Ποππαία είναι ότι, είτε προσπαθήσει κανείς να την αναβιώσει σκηνοθετικά είτε να τη φέρει στη σύγχρονη εποχή, δεν χρειάζεται ν’ αλλάξει τίποτα στους δραματουργικούς της άξονες και στη γλώσσα του έργου. Εννοείται ότι υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι που άπτεται της ιστορικής μελέτης, του σεβασμού στο πνεύμα της εποχής. Φυσικά, πάντα βάζουμε κάτι από τον εαυτό μας, μεγάλο μέρος του οποίου ανήκει στον 21ο αιώνα. Παρ’ όλα αυτά, η Στέψη της Ποππαίας βγαίνει αλώβητη. Είτε σκεφτούμε τη διαφθορά στο Δημόσιο είτε τη διαφθορά του Μπερλουσκόνι, είναι ένα σενάριο πάνω στο οποίο ο καθένας μπορεί να προβάλει κάποιο από τα άπλυτά του. Η Στέψη της Ποππαίας είναι μια από τις πρώτες όπερες με πρωταγωνιστές

ιστορικά αντί για μυθολογικά πρόσωπα. Είχε αντίκτυπο αυτό και στον τρόπο που έγραψε τη μουσική ο Μοντεβέρντι; Το ενδιαφέρον σ’ αυτήν την αντινομία ανάμεσα στο ιστορικό και το μυθολογικό θέμα είναι ότι λίγο-πολύ σε όλες τις όπερες του 17ου αιώνα εμφανίζονται διάφορες αλληγορικές φιγούρες που εκπροσωπούν το μεταφυσικό, είτε είναι η Αγάπη, ο Έρωτας, η Δικαιοσύνη, είτε ο Χρόνος, ο Θάνατος, η Λήθη. Το πιο ανατρεπτικό ίσως στοιχείο στην Ποππαία είναι ότι μια από τις αλληγορικές αυτές φιγούρες, ο Έρωτας, συναινεί και προωθεί όλη τη δολοπλοκία, μαζί με την Αφροδίτη. Αυτό είναι κάτι μοναδικό για κείνη την εποχή. Η μεταφυσική διάσταση, που με κάποιο τρόπο κινεί συνήθως τα νήματα προς μια κατεύθυνση ηθικής δικαίωσης, εδώ πέρα προωθεί ακριβώς τα αντίθετα. Σε μια εποχή μάλιστα, που λίγα μόλις χρόνια πριν καίγαμε κόσμο στην πυρά για μικρά αστειάκια. Διάβασα ότι θα μας παρουσιάσετε «μια προκλητική αναπαράσταση ενός προκλητικού λιμπρέτου». Δεν προσπαθούμε με την Αποστολία Παπαδαμάκη να προκαλέσουμε, αλλά παρ’ όλα αυτά, αν ο κόσμος νιώσει ότι προκαλείται, μόνο καλό μπορεί να είναι. Ένα από τα πράγματα που απεχθάνομαι περισσότερο στο επάγγελμα του μουσικού είναι η μουσική που καταλήγει να είναι ανώδυνη. Δεν θεωρώ ότι κάνουμε κάτι που θα γυρίσει τον κόσμο ανάποδα, ή κάτι που δεν έχει γίνει ποτέ άλλοτε. Θέλουμε ν’ αποφύγουμε διάφορους κοινούς τόπους της ελληνικής – και όχι μόνο– όπερας, που είναι η ακινησία των τραγουδιστών, το βόλεμά τους, η –μονάχα συμβολική– αναπαράσταση οποιουδήποτε συναισθήματος ή δράσης που ξεπερνά το καθωσπρέπει. Στις πρόβες, πειράζουμε τη Θεοδώρα Μπάκα που κάνει την Ποππαία, η οποία μαζί με τον Φλορίν Ουάτου που κάνει το Νέρωνα, έχει πολύ ερωτικές σκηνές – γυμνές ή ημίγυμνες, είμαστε ακόμα σε διαπραγμάτευση– και της λέμε ότι θα γίνει η «Στέψη της Ποπάρας»! Εσείς τι θεωρείτε προκλητικό σήμερα; Ο Αλέξανδρος Μυράτ, που με έχει βοηθήσει πολύ και τον εκτιμώ επίσης πολύ, μου είχε πει κάποτε στα γνωστά γαλλικά του, «Il ne faut jamais répondre à une provocation» – «Δεν πρέπει ποτέ ν’ απαντάς σε μια πρόκληση». Προσπαθώ να προκαλούμαι όταν θεωρώ εγώ σκόπιμο το να με συνεπάρει η πρόκληση κι όχι όταν το θέλει ο προκαλών. Νομίζω ότι είμαι αρκετά αντιδραστικός για να αφήνομαι τόσο εύκολα. Τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω ότι τελικά με προκαλεί οτιδήποτε δεν μπορώ να χειριστώ, κι ένα πράγμα που δεν μπορώ να χειριστώ είναι η βλακεία. Δεν θα σου δώσω παράδειγμα, όμως, γιατί θα ήταν πολύ αγενές.

24 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy #25 [30 ιουνίου 2011]

Τι αγαπάτε στο τσέμπαλο μετά από τόσα χρόνια; Δεν αισθάνομαι κάποια απίστευτη δέσμευση για το τσέμπαλο. Θα μπορούσα να είχα κάνει άλλα πράγματα στη ζωή μου. Υπάρχει όμως, πρώτα απ’ όλα, η επαφή με τους άλλους μουσικούς, και κυρίως με τους τραγουδιστές. Η ολοκλήρωση και η συγκίνηση που νιώθει κανείς όταν έχει οδηγήσει κάποιον να ξεπεράσει τον εαυτό του και να κάνει κάτι έγκυρο μουσικά επί σκηνής είναι ένα πολύ έντονο συναίσθημα, κάτι σαν δικαίωση, ικανοποίηση και ματαιοδοξία μαζί. Μετά βέβαια, μ’ αρέσει η δεξίωση, τα συγχαρητήρια –αν όλα έχουν πάει καλά–, το μίνι μπαρ στα ξενοδοχεία. Δυστυχώς δεν έχουμε γκρούπις! Η μουσική αυτή δεν προκαλεί παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις την εμμονή και την έξαρση που μπορεί να προκαλέσει στο κοινό η ροκ, ή η πανκ. Έχω αποδεχθεί, όμως, πως αυτό είναι το είδος απόλαυσης που θα παίρνω. Ποτέ δεν έχω νιώσει, ας πούμε, από τη μουσική αυτή την «over the top» ικανοποίηση που ένιωθα στο σχολείο όταν κέρδιζα έναν αγώνα βόλεϊ. Παίζοντας Βιβάλντι, δεν νιώθεις το ίδιο είδος ικανοποίησης που νιώθεις παίζοντας Χατζιδάκι σε μια παρέα. Δεν είναι λιγότερη, είναι άλλου είδους αίσθηση. Άλλωστε δεν έγινα τσεμπαλίστας ούτε για να γίνω διάσημος –αν και ελπίζω κάποια στιγμή να συμβεί–, ούτε για να γίνω πλούσιος –αυτό το ελπίζω ακόμα περισσότερο!

έντονο συντακτικό. Εννοείται ότι, παρότι μελετάμε τα δοκίμια και την εποχή για να καταλάβουμε τι συνέβαινε και πώς, ο καθένας έχει μια δική του εικόνα και, σύμφωνα με την αντίληψή του, παίζει με διαφορετικό τρόπο. Εσείς, τι μπορείτε να πείτε με τη μου σική που δεν μπορείτε ή δεν θέλετε να πείτε προφορικά; Δεν έχει σημασία πάντα τι λες ή τι κάνεις, αλλά το πώς. Η μπαρόκ μουσική μού δίνει το απαραίτητο βήμα –και πλέον το απαραίτητο κοινό– όχι τόσο για να πω κάτι, αλλά για να το πω με ωραίο ή ενδιαφέροντα τρόπο. Γίνονται τόσα κοσμοϊστορικά πράγματα κάθε μέρα – είτε μιλάμε για το χρέος της Ελλάδας είτε για ένα πυρηνικό ατύχημα. Εγώ απλώς προσφέρω άλλοθι για αλληγορίες. Δεν μπορούμε όλοι να είμαστε στην εμπροσθοφυλακή, κάποιοι πρέπει να μείνουν με τα γυναικόπαιδα. Τώρα που το ακούω βέβαια, ακούγεται λίγο πονηρό! (γελάει) Ενώ ο κόσμος γυρίζει ανάποδα, εμείς παίρνουμε μια νοτούλα και την κάνουμε βόλτα, την ψάχνουμε, τη δοκιμάζουμε. Τι σημασία έχει μια νότα θα μου πεις; Καμία μάλλον, αλλά δεν μπορώ να δεχτώ τόσο εύκολα ότι δεν έχω καμία ζωτικής σημασίας θέση σ’ αυτόν τον κόσμο. Εκεί ενίσταμαι! s

Είχε γράψει ο Παναγιώτης Ανδρεόπουλος σ’ ένα μπλογκ για σας κι ήταν εκθειαστικά τα σχόλια από κάτω. Ότι είστε γοητευτικό αγόρι, «τεκνάκι» κι ότι θα έρθουν στο ωδείο να γραφτούν για να τους κάνετε μάθημα. Γενικά τα δέχεστε τα κοπλιμέντα, απ’ ό,τι καταλαβαίνω... Τα δέχομαι, αλλά το αν είμαι ωραίο παιδί ή χαριτωμένος είναι κάτι που δεν μπορώ να το εξαργυρώσω. Και δεν το εννοώ με την έννοια της υλικής αμοιβής, αλλά με την έννοια της δικαίωσης μιας πορείας. Εννοείται ότι έχω όπως όλοι μας ένα τρελό όνειρο ότι με κυνηγούν οι παπαράτσι, αλλά όλες αυτές οι εκδηλώσεις περιορίζονται στα μπλογκ. Δεν έχω γίνει αποδέκτης μιας τόσο μεγάλης λατρείας! Υπάρχει κάποιο τέτοιο κοπλιμέντο που να θυμάστε περισσότερο; Ήμουν χρόνια πριν, σ’ ένα φιλικό σπίτι μαζί με τον Γιώργο Κουρουπό. Κάποιος είχε θέσει το ζήτημα του ποια είναι η φαντασίωσή μου με την τέχνη, κι είχε γυρίσει ο Γιώργος κι είχε πει: ο Μάρκελλος θα ήθελε να αυνανίζεται επί σκηνής και όλοι να αναλογίζονται τι ωραία θα έκανε έρωτα. Μου φάνηκε το πιο καταπληκτικό πράγμα που έχω ακούσει, όχι μόνο για μένα, αλλά για οποιονδήποτε ασχολείται μ’ ένα επάγγελμα, του οποίου η έκθεση είναι βασικός άξονας.

Τι έχει η μπαρόκ μουσική; Έχει swing, κι έχει αφαιρετικότητα και

Δεν μπορούμε

όλοι να είμαστε στην εμπροσθοφυλακή, κάποιοι πρέπει να μείνουν με τα γυναικόπαιδα

E

μείς οι καλλιτέχνες πρέπει να δίνουμε την ψευδαίσθηση της αιωνιότητας, λέει αστειευόμενος με τουπέ ντίβας ο Μάρκελλος Χρυσικόπουλος, καθώς ποζάρει για τη φωτογραφία του. Αφορμή η παρουσίαση της όπερας του Κλάουντιο Μοντεβέρντι Η στέψη της Ποππαίας, σε μουσική διεύθυνση του ίδιου και σε σκηνοθεσία της Αποστολίας Παπαδαμάκη. Κουλτουριάρης (μιλάει για τον Μοντεκλέρ και τον Σενέκα σαν να είναι φίλοι του), με την ευπρόσδεκτη αλαζονική αυτοπεποίθηση του καλλιτέχνη που ξέρει τι κάνει και με μπόλικο αυτοσαρκασμό, ο τσεμπαλίστας-μουσικός διευθυντής του μπαρόκ σχήματος Latinitas Nostra ταυτίζεται με τις αδυναμίες του Νέρωνα· αγαπά εξίσου τις μουσικές παραστάσεις με τις δεξιώσεις και τα συγχαρητήρια μετά, και απαντά σε προκλήσεις μόνο όταν πιστεύει ότι θα τον παρασύρουν.

οπερΑ


© Bίκυ Γεωργοπούλου

Νίκος Χατζόπουλος – σοφία σεϊρλή

Θέλετε να χορέψομε,

Μέλπω Αξιώτη;

Θέλετε να χορέψομε, Μαρία; Όταν τυπώθηκε το δεύτερο βιβλίο της Μυκονιάτισσας συγγραφέα, πολλοί είχαν ήδη αρχίσει να μιλούν με θαυμασμό για την τολμηρή γραφή της, τις συγγένειες με τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Στην πορεία, άλλαξε, επέλεξε ένα πιο ρεαλιστικό και πιο στρατευμένο ιδίωμα. Δεν παύει όμως να είναι ένα πρόσωπο της λογοτεχνίας που καλεί να το επανανακαλύψουμε. Ένα πρώτο βήμα γίνεται με τον μονόλογο της Σοφίας Σεϊρλή. Από τη Μαρία Σιδηροπούλου

ΘEATpO

[30 Iουνίου 2011] #25 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy 25


MEλπΩ ΑΞιΩτη Χρραπ χρραπ τα σπιρούνια του, τικ τικ το τακουνάκι της […] Σήμερα περιμένω ένα σουβριάλι. Ασημένιο. Στο σπίτι που καθόμαστε είναι πολλά χωρίσματα. Μέσα σε κάθε χώρισμα ένα σωρό πράγματα αραδιασμένα χάμω, στον τοίχο, στη μέση, παντού γύρω γύρω. Κάτι σκάλες θεόρατες για να φτάσεις από το δρόμο ίσαμ’ επάνω. Άνθρωποι μπαινοβγαίνουν όλες τις ώρες της μέρας, απάνω κάτω, απάνω κάτω, και το βράδι. Ένας αξιωματικός με τα σπιρούνια του με καθίζει κοντά του και με ρωτά πόσες οκάδες γράμματα έμαθα απ’ όταν άρχισα και πήγα στο σκολειό. Χρραπ χρραπ τα σπιρούνια του και τα κρεμασμένα γαλόνια όλο να μπλέξουνε πάνε στα πόμολα της πόρτας. Το ‘ξερα σίγουρα από πριν, κάθε φορά που έμπαινα μέσα, ότι θα με ρωτήσει για τις οκάδες τα γράμματα. Και τότε νόμιζα μόνο στενοχώρια πως ήτανε εκείνο που ένιωθα μπροστά του. Θυμούμαι τώρα πως είχα και μια διάθεση να γελάσω! Χωνόμουν κάτω απ’ το τραπέζι να μη με δει κι έσφιγγα τα γέλια μου. Μια μέρα άκουσα να λένε κρυφά και με τρόμο οι γονείς μου πως ο αξιωματικός αυτοχτόνησε. Άμα παρουσιαζόμουνα κόβανε με νοήματα την κουβέντα. Εγώ όμως ένιωσα μια ησυχία! Χρραπ χρραπ τα σπιρούνια του, κι εκείνος ο φόβος μου για τα μπερδέματα στα πόμολα της πόρτας! Μια γριούλα κυρία, ταχτικά, στις τρισήμισι καθ’ απόγεμα, τικ τικ το τακουνάκι της, κι ερχότανε και γύρω γύρω στο μεγάλο τραπέζι μοιράζανε κάτι χρωματιστά κόκαλα κι επαίζανε μάους. Είχε ένα ανεσηκωμένο καπελάκι τριγύρω στο κεφάλι της σαν ένα πολύ αστείο πουλί δεμένο για να μην του ‘ρθει η όρεξη να πετάξει με ένα κορδελάκι κάτω απ’ το σαγόνι. ‘Eλεγε όλο για το γιατρό της και τις ενέσεις που της έκανε. Σε λίγο πέθανε κι αυτή. Είπανε από καρκίνο. Πόποπο τότε ένας φόβος τρομαχτικός με εκυρίεψε μπροστά σ’ εκείνο το ανεξήγητο πράμα, να μην υπάρχει πια το καπελάκι που είχε τόση όρεξη να πετάξει απ’ την κυρία του! ένιωσα μια δυνατή ζαλάδα γύρω στα φρύδια μου, έβαλα τις φωνές κι είπα πως μου πονούσε το στομάχι. Ντρεπόμουνα να πω άλλο τίποτα. […] Απόσπασμα από το βιβλίο της Μέλπως Αξιώτη, Δύσκολες νύχτες, α’ έκδ. 1939, τελευταία έκδοση Κέδρος 1982.

Ν. Χατζόπουλος: πάλη με τη φθορά

© Bίκυ Γεωργοπούλου

Ως προς το έργο της; Έχει μία εντελώς προσωπική γραφή, συγγενεύει με ό,τι ονομάζουμε τότε μοντερνισμό, έως και με το σουρεαλισμό. Πλάθει έναν κόσμο που δεν είναι ρεαλιστικός, καθόλου ηθογραφικός, παρόλο που αντλεί στοιχεία από ρεαλιστικό, προφορικό λόγο. Χρησιμοποιεί τις λέξεις μ’ ένα πολύ ιδιαίτερο τρόπο, προερχόμενες και από μυκονιάτικη ντοπιολαλιά, αλλά και μια πολύ δύστροπη, άναρχη σύνταξη. Έχει πολύ έντονη προσωπικότητα η γλώσσα της, κι αυτό είναι ένα απ’ τα γοητευτικότερα στοιχεία στο έργο της. Ήταν ένας απ’ τους λόγους που και η Σοφία Σεϊρλή επέλεξε να παρουσιάσει τις Δύσκολες νύχτες το 1992 σε σκηνοθεσία του Γιάννη Ρήγα. Εγώ δεν γνώριζα την Αξιώτη μέχρι ν’ ακούσω εκείνο το μονόλογο της Σοφίας ως θεατής.

Τι είναι για εσάς η Μέλπω Αξιώτη; Η Μέλπω Αξιώτη είναι μια απ’ τις πιο αξιόλογες Ελληνίδες συγγραφείς, αν και κάπως παραγνωρισμένη στην Ελλάδα. Στην Ευρώπη, όσοι ασχολούνται με τις νεοελληνικές σπουδές, τη θεωρούν μια από τις μεγαλύτερες συγγραφείς του 20ου αιώνα. Έζησε εξόριστη 18 χρόνια σε διάφορες πόλεις της τότε ανατολικής Ευρώπης, τα έργα της μεταφράστηκαν και γνώρισαν και μεγάλη επιτυχία. Έδρεψε πολλές δάφνες ως συγγραφέας εκτός Ελλάδος. Εντός Ελλάδος, όσοι τη γνώρισαν έγιναν φανατικοί «φίλοι» της. Είχε δεχτεί μεγάλη απόρριψη, αδιαφορία απ’ τον πατέρα της, εγκατάλειψη απ’ τη μητέρα της, αδυναμία προσαρμογής της στους τόπους της εξορίας, λογοκρισία απ’ το κομματικό της περιβάλλον. Έζησε πολλών ειδών αποκλεισμούς. Και στο τέλος πια πάλευε και με τη φθορά, αυτή του πνεύματος, αλλά και του σώματος. 26 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy #25 [30 ιουνίου 2011]

Γιατί χρησιμοποιείται αφήγηση σε δεύτερο πρόσωπο στο έργο; Στο έργο πραγματοποιείται ένας εσωτερικός διάλογος. Η ηρωίδα Κάδμω απευθύνεται στον εαυτό της, ή σε μια άλλη εκδοχή του εαυτού της. Η Κάδμω –δεν είναι τυχαία η σύνδεση των ονομάτων Κάδμω-Μέλπω– παραπέμπει στη συγγραφέα. Είναι ένα πρόσωπο που έπλασε η ίδια, αρχικά για το έργο της Το σπίτι μου, όπου η Κάδμω γράφει τις αναμνήσεις της και σχολιάζει την ίδια τη συγγραφή τους. Πόσο δύσκολο ήταν να μεταφέρετε το λογοτεχνικό αυτό κείμενο στη σκηνή; Έχει να κάνει με τον τρόπο που επιλέγει ο σκηνοθέτης να το ανεβάσει. Στα μη θεατρικά κείμενα, πρέπει να επινοήσεις μια σκηνική συνθήκη. Δεν μπορείς να πεις πως κάποιος που ανεβάζει ένα λογοτεχνικό έργο αποδίδει σωστά ή λάθος το πνεύμα του συγγραφέα, γιατί ο συγ-

γραφέας δεν είχε στόχο να το παρουσιάσει στη σκηνή. Στη σκηνή υπάρχουν άλλοι νόμοι, άλλοι κανόνες. Ένα νέο κείμενο γεννιέται μέσα από τη ματιά του σκηνοθέτη. Με την έννοια αυτή, αυτό που κάναμε εμείς ήταν να συνδυάσουμε κάποια κείμενά της, κυρίως τις Δύσκολες νύχτες, που είναι το πρώτο της, και την Κάδμω, που ήταν το τελευταίο της, και φτιάξαμε ένα διάλογο ανάμεσα στα δύο έργα. Παντρέψαμε τα δύο κείμενα και, εκμεταλλευόμενοι τη δευτεροπρόσωπη αφήγηση της Αξιώτη, φτιάξαμε το διάλογο ενός σκηνικού προσώπου με τον εαυτό του. Ουσιαστικά υπάρχουν δύο ρόλοι, δύο όψεις του ίδιου προσώπου. Ο ένας είναι ο ζωντανός κι ο άλλος είναι ο ηχογραφημένος – με τη φωνή της Σοφίας πάλι. Υπάρχει λοιπόν ένας συνεχής διάλογος, ανάμεσα σε μια φωνή και μια παρουσία ζωντανή. Πώς οργανώνεται δραματουργικά το έργο; Παντρεύοντας τα δύο κείμενα, αυθαίρετα ή όχι, δώσαμε μια σκηνική υπόσταση στο λογοτεχνικό κείμενο, μέσα απ’ την αντιπαράθεση των δύο προσωπικοτήτων. Αυτή η σύγκρουση μας ενδιέφερε, γιατί, εάν δεν υπάρχει σύγκρουση, δεν υπάρχει και σκηνικό γεγονός. Δεν αποκτά θεατρική υπόσταση το κείμενο. Το να απαγγείλεις απλώς ένα λογοτεχνικό κείμενο δεν αποτελεί σκηνική πράξη. Δεδομένου ότι η ίδια η Αξιώτη έχει ένα λόγο αυτοβιογραφικό –μιλάει δηλαδή για τον εαυτό της, τα βιβλία της, την εξορία της, τις εμπειρίες της–, η ηρωίδα μας είναι εν πολλοίς ένα πρόσωπο «παράλληλο» με τη συγγραφέα, χωρίς να επιδιώκουμε την ομοιότητα. Ενώ λοιπόν αυτό το πρόσωπο το ζωντανό, σε μια πραγματική ή φανταστική επιστροφή από την εξορία, προσπαθεί να συνδεθεί με το παρελθόν του, να θυμηθεί την ιστορία, τις αναμνήσεις που της δίνουν δύναμη να ζήσει –κυρίως τις νεανικές της, από τις Δύσκολες νύχτες–, μια δεύτερη, εσωτερική φωνή –απ’ την Κάδμω– της αντιτίθεται. Υπάρχει μια πάλη, μια αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο περσόνες. Η δεύτερη φωνή αναφέρεται στο θέμα της φθοράς, στο θέμα χρόνος, στο ότι έχει αποκοπεί απ’ τη γλώσσα, έχουν εξαφανιστεί οι άνθρωποι, έχουν αλλάξει οι χώροι πια. Αυτή η φωνή στέκεται εμπόδιο στην προσπάθεια επανασύνδεσης με το παρελθόν, γιατί αυτή είναι που υπενθυμίζει συνέχεια ότι η φθορά είναι αναπότρεπτη, η διακοπή έχει συντελεστεί αμετάκλητα. s

ΘEATpO


18 ΧροΝιΑ ΜετΑ H Σοφία Σεϊρλή στο ρόλο της Μέλπως Αξιώτη. Πριν από 18 χρόνια, είχε πρωτοσυναντηθεί με το έργο της, είχε έρθει σε επαφή με τις Δύσκολες νύχτες, το πρώτο βιβλίο της συγγραφέα. Ο τωρινός μονόλογός της είναι μια σύνθεση, με αποσπάσματα από το πρώτο και το τελευταίο βιβλίο της Αξιώτη – την Κάδμω. Μοιραία, υποδύεται μια γυναίκα που κάνει έναν απολογισμό της ζωής της. Στα πολλά πράγματα που έχουν αλλάξει, οι πιο ριζικές αλλαγές έχουν επέλθει σ’ αυτή την ίδια.

Info Νίκος Χατζόπουλος - Σοφία Σεϊρλή Μέλπω Αξιώτη - Η Μεταμόρφωση της Χρυσαλλίδας Ο Νίκος Χατζόπουλος και η Σοφία Σεϊρλή αναπλάθουν τη βιογραφία της πρωτοπόρου συγγραφέα Μέλπως Αξιώτη, βασιζόμενοι κυρίως στα έργα Δύσκολες νύχτες και Κάδμω. Ερμηνεύει η Σοφία Σεϊρλή σε σκηνοθεσία Νίκου Χατζόπουλου. Πειραιώς 260, Κτίριο Ε 3-5 Ιουλίου, 21:00 Εισιτήρια: 20€, 10€

σοφία σεϊρλή: αλλάζοντας Γιατί επιλέξατε ν’ ασχοληθείτε ξανά με τη Μέλπω Αξιώτη; Την πρώτη φορά δεν το είχα επιλέξει εγώ, με επέλεξαν να το κάνω. Στις Δύσκολες νύχτες είχα μια πολύ σημαντική συνάντηση μ’ αυτή τη συγγραφέα. Ήταν θετική και η εντύπωση που άφησε στον κόσμο. Στα χρόνια που ακολούθησαν, συνέχεια μου έλεγαν: «Πω πω, αυτός ο μονόλογος! Δεν θα τον ξανακάνεις;» Κάποια στιγμή έφτασε η ώρα και είπα ότι θα ήθελα πάρα πολύ να το κάνω, το πρότεινα και τους ενδιέφερε. Βεβαίως, δεν έχει καμία σχέση το σημερινό έργο μ’ αυτό που έκανα τότε. Αυτή τη στιγμή συναντώ και πάλι τη συγγραφέα, αλλά μ’ έναν πιο ολοκληρωμένο τρόπο. Καταρχάς, η επιστροφή της Μέλπως Αξιώτη πραγματοποιείται μετά από 18 χρόνια εξορία, κι εγώ επιστρέφω στην Αξιώτη ύστερα από 18 χρόνια, επίσης. Είναι μεγάλη σύμπτωση, γιατί κι εμένα η ζωή μου έχει αλλάξει σε πάρα πολλά, μέσα σ’ όλα αυτά τα χρόνια. Απώλειες, πολύ σημαντικές μεταβολές… Στο παρόν έργο, Μέλπω Αξιώτη: Η μεταμόρφωση της χρυσαλλίδας, σε ποια κομμάτια επικεντρωθήκατε; Πώς συνδέθηκε το πρώτο της έργο, οι Δύσκολες νύχτες, με το τελευταίο της, την Κάδμω. Νοηματικά προσφέρονταν και τα δύο έργα. Διότι οι μεν Δύσκολες νύχτες, από

ΘEATpO

τις οποίες πήραμε τα πρώτα δύο κεφάλαια, αφορούν τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια ως εσώκλειστης σ’ ένα σχολείο. Τα πρώτα δύο κεφάλαια είναι σε πρώτο πρόσωπο και έχουν καθαρά αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, και η αφήγηση γίνεται με αποσπασματικό τρόπο. Μιλάει για τον πατέρα της, για την τεράστια έλλειψη της μητέρας της… Για το θάνατο; Πάρα πολύ, αλλά με πολύ έντονο χιούμορ και παιδικότητα. Θυμάμαι τότε στην παράσταση, το 1992, ο κόσμος γελούσε παρόλο που μιλούσα για δυσάρεστα πράγματα. Ανθρώπινη κωμωδία έχει χαρακτηρίσει κάποιος αναλυτής τις Δύσκολες νύχτες. Το δεύτερο έργο στο οποίο βασιστήκαμε είναι η Κάδμω. Πρόκειται για το τελευταίο της βιβλίο. Ήταν ενδιαφέρουσα η επιλογή να στηριχτούμε στο πρώτο και το τελευταίο βιβλίο της, τα οποία προσφέρονταν για μια τέτοιου είδους συρραφή. Και στα δύο μιλάει στον εαυτό της. Η Κάδμω μιλάει για τη φθορά, για το χρόνο που περνάει, για την αρρώστια, για το γήρας. Πρόκειται, λοιπόν, για μία γυναίκα που επιστρέφει και η οποία αντιμετωπίζει ένα περιβάλλον που δεν το ξέρει και που της είναι ανοίκειο. Συνεχώς συνδιαλέγεται με τη φωνή της, συνομιλεί με τον εαυτό της.

Πάνω στη σκηνή πώς αποδίδεται κάτι τέτοιο; Η εσωτερική φωνή της ηρωίδας την επαναφέρει συνέχεια στην πραγματικότητα. Τη γειώνει, ενώ η ίδια προσπαθεί ν’ αντιδράσει. Μέσα απ’ αυτή την αντίδραση βγαίνουν οι αναμνήσεις της, δηλαδή το αποκούμπι της. Απ’ αυτές αντλεί τη δύναμή της. Μέσα απ’ τις αναμνήσεις της, τις παιδικές… που είναι οι Δύσκολες νύχτες. Γιατί «μεταμόρφωση της χρυσαλλίδας»; Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του έργου είναι το ύφος που εναλλάσσεται συνεχώς. Απ’ αυτό που είναι στο παρόν, κατά τη διάρκεια της συνομιλίας, ξαφνικά γυρνάει στο παρελθόν. Εξ ου και ο τίτλος Μεταμόρφωση της χρυσαλλίδας, τίτλος ενός διηγήματός της. Τον επιλέξαμε γιατί, κάποια στιγμή, η φωνή της αναφέρει –απόσπασμα που χρησιμοποιείται και στην παράσταση– ότι «εσένα σου άρεσε να μεταμορφώνεσαι, να γίνεσαι η Ισμήνη, η Κάδμω, η Μαρία». Οι ηρωίδες της δηλαδή. «Για να υπάρχεις μέσα στον κόσμο. Για να σ’ ακούν να μιλάς οι άνθρωποι». Προσδίδει μια θεατρικότητα, αν θέλεις, γι’ αυτό και τον επιλέξαμε. Γιατί μελετούν τη Μέλπω Αξιώτη περισσότερο στο εξωτερικό απ’ ό,τι στην Ελλάδα; Αυτό συμβαίνει με πολλούς. Εδώ, πριν

μερικά χρόνια, μου είχαν πει ότι στη Μαγιόρκα, σε κάποιο κήπο της πόλης, υπήρχε άγαλμα του Καβάφη. Υπάρχει στην Αθήνα πουθενά κάτι παρόμοιο; Τέλος πάντων, ας μη μπλεχτώ σ’ αυτό το κεφάλαιο που λέγεται Ελλάδα… Πικρό και μεγάλο, μεγάλο και πικρό. Της άξιζε πάντως πολύ μεγαλύτερη θέση στο λογοτεχνικό χώρο, αλλά γενικά δεν είχε τύχη στη ζωή της. Αρρώστησε, ήταν πάμφτωχη, πέθανε νέα. Τα πανεπιστήμια του εξωτερικού τη μελετούν. Έχω γνωρίσει φοιτητές λογοτεχνίας του εξωτερικού που έχουν κάνει διατριβή πάνω στην Αξιώτη. Τώρα, μάλιστα, μας προσκαλούν από το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου να πάμε να παίξουμε την παράσταση, στις 10 Ιουλίου. Τι έχετε ως στόχο με το ανέβασμα αυτής της παράστασης; Καταρχήν τη γνωριμία μ’ αυτήν τη συγγραφέα μέσω της παράστασης, μέσω του προφορικού της λόγου. Θ’ αποτελέσει μεγάλη επιτυχία το ν’ αποφασίσει να διαβάσει αργότερα ο θεατής τις Δύσκολες νύχτες, για παράδειγμα. Εκτός απ’ αυτή τη γνωριμία, είναι το ότι ο κόσμος, λόγω της καθημερινότητας, της τηλεόρασης, της έλλειψης επαφής, έχει ανάγκη ν’ ακούσει μια πολύ ωραία γλώσσα, να ταξιδέψει μ’ έναν διαφορετικό τρόπο. Το έχουμε ξεχάσει, και καλό είναι κάποιοι να το ξαναθυμηθούν… s

[30 Iουνίου 2011] #25 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy 27


στο ηρΩδειο ή κΑι πουΘεΝΑ

© Βασίλης Μαθιουδάκης

Δεν νοιάζεται πού θα εμφανιστεί. «Δουλεύω με τον ίδιο τρόπο που θα δούλευα, ακόμα κι αν η παράσταση δεν ανέβαινε πουθενά», λέει ο Άρης Ρέτσος, ο οποίος σκηνοθετεί το Θρόνο Ατρειδών, μια συρραφή ίσως της δημοφιλέστερης σάγκα της κλασικής αρχαιότητας.


Άρης ρέτσος

παίξ’ το εσύ! Από το σινεμά, τους Απέναντι του Πανουσόπουλου και τη Φωτογραφία του Παπατάκη, όπου αποθεώθηκε, χάθηκε σε πειραματικές θεατρικές απόπειρες, με ομάδες, μακριά από το ένδοξο προσκήνιο. Η επιστροφή του στο Φεστιβάλ Αθηνών έχει πίσω πολλή δουλειά - με το κλασικό ρεπερτόριο και με τον εαυτό του. Από την Kατερίνα Κόμητα

Info Άρης Ρέτσος Θρόνος Ατρειδών Ο Άρης Ρέτσος γράφει και σκηνοθετεί μια παράσταση για τον τραγικό μύθο των Ατρειδών, από τη θυσία της Ιφιγένειας μέχρι την επίσκεψη του Ορέστη στον Απόλλωνα και στην Αθηνά. Παίζουν: Κόρα Καρβούνη, Αντώνης Μυριαγκός, Κωσταντίνος Αβαρικιώτης, Στεφανία Γουλιώτη, Αλεξία Καλτσίκη, Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου. Ωδείο Ηρώδου Αττικού 5 Ιουλίου, 21:00 Εισιτήρια: 30€, 15€, 10€


Σ

τα 53 του σήμερα και μετά από πολλά χρόνια έρευνας πάνω στο αρχαίο δράμα, ο Άρης Ρέτσος καταθέτει φέτος το καλοκαίρι στο Ηρώδειο τη δική του άποψη για την αρχαία τραγωδία. Έχοντας την ευθύνη του συνόλου σχεδόν της παράστασης, θα έχει στη διάθεσή του ένα χώρο πολύ μεγαλύτερο από εκείνους που χρησιμοποιεί συνήθως όλα αυτά τα χρόνια για να παρουσιάζει τη δουλειά του. «Το Ηρώδειο ως χώρος», λέει, «φυσικά και δεν μου είναι αδιάφορος. Ωστόσο, δουλεύω με τον ίδιο τρόπο που θα δούλευα, ακόμα κι αν η παράσταση δεν ανέβαινε πουθενά. Το σημαντικότερο είναι πως η πρότασή μου θα κατατεθεί μπροστά σε πολύ κόσμο, κι αυτό έχει τη σημασία του. Γιατί θα υπάρξουν απόψεις – αν τα πράγματα έχουν έτσι ή όχι. Αυτό για μένα είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον».

Η Κλυταιμνήστρα, ο Ορέστης, ο Αγαμέμνων, ο Αίγισθος, η Κασσάνδρα, η Ηλέκτρα και η Ιφιγένεια μοιράζονται το ίδιο βράδυ την ίδια σκηνή. Ακούγεται εξαιρετικά ενδιαφέρον. Τι ακριβώς λοιπόν είναι η παράσταση Θρόνος Ατρειδών; Το έργο είναι μια συρραφή από το μύθο των Ατρειδών. Περισσότερο από τις τραγωδίες του Αισχύλου, ενώ έχω δανειστεί σκηνές κι απ’ τον Σοφοκλή. Στην ουσία, η παράσταση αυτή είναι η αφορμή για να κατατεθεί μια πρόταση για το πώς πρέπει να παίζουν οι ηθοποιοί, τι είναι ο μονόλογος, τι είναι το χορικό και ποια η ατμόσφαιρα μιας παράστασης. Πρόκειται λοιπόν για την κατάθεση μιας τεχνικής… Ακριβώς. Τα έργα αυτά έχουν έναν συγκεκριμένο τρόπο που πρέπει ν’ ανεβαίνουν, κι αυτός ο τρόπος έχει υποδειχθεί από τους ίδιους τους ποιητές με όλους τους τρόπους: μέσα από τα μέτρα που χρησιμοποίησαν, από τα λόγια που έγραψαν και τον τρόπο που τα διατύπωσαν. Δώστε μας ένα παράδειγμα… Ας πούμε ότι διαβάζεις για πρώτη φορά το μονόλογο του Αγαμέμνονα, ένα κείμενο τόσο ωραίο, που αρχικά δεν αντιλαμβάνεσαι ότι ο ήρωας δεν διαθέτει ρητορική δεινότητα. Αν επιμείνεις, ξαφνικά ανακαλύπτεις ότι ο άνθρωπος αυτός αδυνατεί να ολοκληρώσει μια πρόταση, ενώ από τα σύμφωνα που έχουν χρησιμοποιηθεί, καταλαβαίνεις ότι ο Αγαμέμνων έχει σκληρό σαγόνι, έχει περάσει πολλά από τη διοίκηση του στρατού, έχει κουραστεί, έχει βαρεθεί, έχει σιχτιρίσει. Το παίξιμο του ήρωα έχει υποδειχθεί με τέτοια λεπτομέρεια, που θα έλεγε κανείς ότι ο λόγος του είναι σχεδόν μαγνητοφωνημένος.

Καταλαβαίνω ότι ο τρόπος που προσεγγίζετε τον αρχαίο λόγο έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με την ανάλυση των συντακτικών τύπων του. Σίγουρα πρέπει να έχεις γνώση του συντακτικού για να διαβάσεις τις τραγωδίες, αλλιώς δεν έχεις δρόμο, και το μόνο που σου μένει είναι να κάνεις συνειρμικά πράγματα. Κι αυτή ακριβώς η συνειρμική ευκολία αποτελεί και τον μεγαλύτερο κίνδυνο. Επειδή δηλαδή δεν μπορείς να μπεις αλλιώς στο κάστρο, λες ότι το κάστρο είναι παραδίπλα. Τι ονομάζετε συνειρμική ευκολία; Συνειρμός είναι να σκέφτεσαι τι μπορεί να είναι η Ηλέκτρα, εκτός απ’ αυτό που πραγματικά είναι. Μπορείς λοιπόν να λες ότι είναι μια αγωνίστρια από την Παλαιστίνη, πράγμα πολύ πιασάρικο που συγκινεί τους πάντες. Όμως ο Σοφοκλής δεν έγραψε αυτή την Ηλέκτρα. Η δική του Ηλέκτρα δεν χρειάζεται αναγωγές· θα μπορούσε να είναι μια γυναίκα από την Παλαιστίνη χωρίς εσύ να το παίξεις ποτέ. Για να το πούμε κι αλλιώς: τα μεγάλα πράγματα ενέχουν όλες τις προοπτικές και όλες τις προεκτάσεις που πρόκειται να τους δώσει κανείς ήδη από τη γέννησή τους. Κάποιοι θα χαρακτήριζαν ίσως μια τέτοια προσέγγιση στείρα και φιλολογική. Προσωπικά, φοβάμαι μήπως μια τέτοια θεώρηση λειτουργεί περιοριστικά για έναν ηθοποιό. Μήπως δηλαδή με το να παρακολουθεί κανείς αυστηρά το μέτρο, χάνει τελικά το συναίσθημα. Μα το μέτρο είναι άκρως συναισθηματικό, γιατί σου προσφέρει ασφάλεια κι έτσι μπαίνεις πιο πολύ στο ρόλο, σε βοηθά να φτάσεις στην υπέρβαση. Έχει γραφτεί όταν είναι δεδομένο πως ο ηθοποιός παίζει σε οριακή ψυχολογική κατάσταση και είναι αυτό που τον βοηθά να κρατήσει τις ισορροπίες. Η τραγωδία είναι ένα είδος τέχνης οριακού επιπέδου. Κι έτσι, όπως όλα τα πράγματα που έχουν ένα όριο, χρειάζεται ένα μέτρημα. Δείτε πόσο μέτρημα απαιτείται για να στείλεις ένα διαστημόπλοιο στη σελήνη... Έτσι και στην τραγωδία, δεν γίνεται να παίζουν είκοσι άτομα χωρίς να υπάρχει κάτι που να μετράει τα πράγματα. Μόνο έτσι το εννοώ εγώ το μέτρο, κι όχι με το ν’ ακούς ένα ρυθμό να χτυπιέται. Κάποιοι ηθοποιοί μιλούν για αναγωγή στις προσωπικές τους εμπειρίες ως υλικό για το χτίσιμο του ρόλου. Δεν λειτουργεί αυτό; Δεν ισχύει; Αυτό λέγεται ανακύκλωση βλακείας και νοσηρότητας. Λέγεται κλειστό κύκλωμα, κι εγώ ως θεατής δεν θέλω να δω κλειστό κύκλωμα, προτιμώ να πάω σε μια ταβέρνα. Το υλικό σου πάντα θα είναι μικρής εμβέλειας, γι’ αυτό και η εκπαίδευση είναι το παν. Δυστυχώς όμως, οι περισσότεροι ηθοποιοί λειτουργούν ως θεατές· έχουν τις πρωτοβουλίες, τις εμπνεύσεις και τη φόρα του θεατή που

30 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy #25 [30 ιουνίου 2011]

Με Μετρο Ο χορός των Ατρειδών. Στόχος του Άρη Ρέτσου είναι να μη χαθεί το μέτρημα. «Δεν γίνεται να παίζουν είκοσι άτομα χωρίς να υπάρχει κάτι που να μετράει τα πράγματα. Μόνο έτσι το εννοώ εγώ το μέτρο κι όχι με το να ακούς έναν ρυθμό να χτυπιέται», εξηγεί.



Πώς σας προέκυψε αυτή η επιμονή στη μελέτη του αρχαίου δράματος; Δουλεύοντας ως ηθοποιός, κάποια στιγμή είδα ότι ο καθένας μπορεί να σου πει ό,τι θέλει για το τι είναι ρόλος, τι είναι άνθρωπος, τι είναι συναίσθημα και κατ’ επέκταση τι είσαι κι εσύ, τι είναι τα γύρω σου. Από ένα σημείο και μετά, όλο αυτό μου δημιούργησε σοβαρά οργανικά προβλήματα: δεν ανέπνεα καλά, είχα πίεση... Κάποια στιγμή, ταξιδεύοντας στη Γαλλία για τη Φωτογραφία (σ.σ. η ταινία του Νίκου Παπατάκη) πήρα μαζί μου κάποια κείμενα του Σοφοκλή στο αρχαίο κείμενο και πρωτοέριξα μια ματιά. Και καθώς ήξερα από μουσική, διαβάζοντάς τα, άρχισα να βλέπω πράγματα που με το που τα διάβαζα και μόνο αισθανόμουν καλύτερα. Δεν μιλάω για το νόημα, μιλάω για ήχους και ψηφία. Τότε ένιωσα μια τρομερή ελευθερία και ολοκλήρωση. Ξαφνικά αισθάνθηκα ήρεμος και δυνατός· κι ανακάλυψα έναν ολόκληρο κόσμο. Ε, αυτό μάλλον μου άρεσε... Δουλεύοντας το αρχαίο δράμα όλα αυτά τα χρόνια, χάσατε πιθανά κάτι άλλο; Δεν έχασα τίποτα· αντιθέτως, πλούτισα. Το μόνο που μπορεί να αναφέρει κανείς ως δυσκολία είναι ότι βγαίνεις έξω απ’ αυτό που λέγεται οικονομικός κύκλος. Αλλά ποτέ δεν έχεις και την πίτα ολάκερη και το σκύλο χορτάτο… Έχετε επίγνωση της εικόνας που δίνετε προς τα έξω; Πολυποίκιλη είναι. Λέγονται διάφορα για μένα, από πολύ θετικά μέχρι πολύ αρνητικά, στα οποία δεν δίνω καμία σημασία. Αν βρίσκεσαι στην Αθήνα, δεν μπορείς να μιλάς για την Κρήτη, ούτε για το Βέλγιο. Ας έρθει πρώτα κάποιος στο Βέλγιο και θα του δείξουμε τι γίνεται. Αλλιώς, από μακριά να μιλάς είναι πολύ εύκολο κι, άμα σου κάνει καλό, συνέχισε… Έχετε κάποιο όνειρο; Τώρα δεν έχω απολύτως κανένα όνειρο. Γενικά δεν ονειρεύομαι. Θεωρώ αυτό που ζω ένα όνειρο· πως είναι και δεν είναι αλήθεια. Η Επίδαυρος, ας πούμε, είναι ένα όνειρο; Όχι με την έννοια που το λένε. Ξέρετε, μερικά πράγματα είναι σαν να έχουν γίνει, κι ας μην έχουν γίνει. Τώρα είναι περίεργη κουβέντα αυτή που λέω, αλλά η Επίδαυρος δεν μου φαίνεται κάτι άγνωστο και μακρινό. Αν πάω, θα το θεωρήσω κάτι πολύ φυσικό… Ξεκινήσατε ως ηθοποιός. Σήμερα πώς αυτοχαρακτηρίζεστε; Δεν είμαι απλός ηθοποιός, δεν κυνηγάω την ερμηνεία. Σκέπτομαι εν συνόλω τα

© Ειρήνη Παπά

θα έμπαινε τώρα να παίξει κάτι. Δεν θα έπρεπε ν’ ασχολούνται όλοι με την τραγωδία, κάποιοι ούτε απέξω δεν θα έπρεπε να περνάνε.

ACTION Ο Άρης Ρέτσος εν δράσει, την ώρα της πρόβας.

πράγματα· έτσι προβληματίζομαι, έτσι τη βρίσκω, έτσι μου αρέσει. Ο κύκλος μου είναι πιο ανοιχτός και μέσα περιλαμβάνεται και ο ηθοποιός. Πάντως, δεν θέλω να με θεωρεί κανείς ούτε ηθοποιό, ούτε σκηνοθέτη, ούτε θεατράνθρωπο. Βρίσκομαι σ’ ένα χώρο τέχνης. Είτε με αποδέχεται κανείς είτε όχι, εγώ θα ασχολούμαι με την τέχνη. Είμαι κολλημένος με την μπάλα, είμαι μακαρονάς τι να κάνουμε... Αν σας ζητήσει κάποιος να παίξετε σε μια ταινία, πώς αντιδράτε; Στις περισσότερες δουλειές λέω όχι και καλά κάνω... Είναι που θέλετε κατά κύριο λόγο να κάνετε δικά σας πράγματα; Έχει να κάνει με το τι σχέση έχουν τελικά αυτά που δουλεύω εγώ μ’ αυτά που δουλεύει ο άνθρωπος που μου προτείνει κάτι. Ο χώρος που κινούμαι έχει γίνει πολύ φανερός. Αν λοιπόν ο άλλος βλέπει αυτά που κάνω ως ιδιαίτερα και ιδιόμορφα, εγώ δεν έχω τίποτα να πω μ’ αυτόν τον άνθρωπο. Αν κάποιος εκτιμάει αυτά που κάνετε και θέλει να σας χρησιμοποιήσει σε μια ταινία, τι απαντάτε; Θα συζητήσω, κι αν καταλάβω ότι πίσω από την πρόθεσή του να κάνει την ταινία δεν υπάρχει φιλοδοξία και εγωισμός, τότε θα την κάνω. Και τζάμπα. Απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι, σας ενοχλεί να βλέπετε πίσω από τα πράγματα μια πρόθεση περίεργη… Όσοι με πλησιάζουνε για μια ταινία θέλουν να κάνουν το κομμάτι τους. Ο άλλος, χωρίς να ξέρει τι δρόμους έχω κάνει, έρχεται να μου πει για ένα ρολάκι. Απ’ όλη μου τη ζωή, με βλέπει για ένα ρολάκι, καταλαβαίνεις; Τι να παίξω τότε εγώ στην ταινία του; Αφού και να παίξω, δεν θα καταλάβει τίποτα απ’ αυτά που θα παίζω· θα τα κινηματογραφεί χωρίς

32 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy #25 [30 ιουνίου 2011]

να ξέρει. Πώς λοιπόν θα βγουν αυτά στο πανί; Είναι και πρακτικά ζητήματα στη μέση… Τη λέξη «ρολάκι» φαντάζομαι δεν τη χρησιμοποιείτε για να δείξετε την έκταση του ρόλου… Όχι. Εννοώ ότι τα περισσότερα είναι ρολάκια στη σύλληψή τους. Είναι νευρώσεις, ένα πρώτο επίπεδο συναισθηματισμού, υπαρξισμού, μισαλλοδοξίας και μαλακίας… Πολλές φορές δίνω σε διάφορους σκηνοθέτες την εξής συμβουλή: «παίξ’ το εσύ!». Αφού οι περισσότερες πληροφορίες που έχεις για το πράγμα που θέλεις να κάνεις είναι δικές σου και δεν τις έχεις δουλέψει, δεν τις έχεις επεξεργαστεί, για ποιο λόγο να κουβαλήσω εγώ τέτοιο υλικό; Ποιος ο λόγος; Σάμπως υπάρχουν τα πολλά λεφτά; Καταλαβαίνω ότι δεν σας ενοχλεί απλώς όλο αυτό, σας χαλάει… Και δεν χαλάει εμένα, χαλάει μια κοινωνία ολόκληρη. Οι περισσότεροι που κάνουν κάτι στην τέχνη το κάνουν είτε για να πουλήσουν μούρη είτε για να πουλήσουν ύφος. Αυτή τη στιγμή, οι περισσότεροι που κινούνται στο χώρο της τέχνης είναι τύποι και τύπισσες του τύπου «τα έχω κάνει όλα και μου έμεινε η τέχνη». Κι απ’ την άλλη, υπάρχει και μια μερίδα πέντε-δέκα ανθρώπων που προσπαθούν να επιβιώσουν με τις χίλιες ταλαιπωρίες. Όταν ζεις με την τέχνη δεν είσαι απλά αυτό που λέμε «καλλιτέχνης», είσαι μαχόμενος άνθρωπος. Τι θεωρείτε καταλύτη στην καριέρα σας; Κάποια εποχή, όταν ήμουν νέος, περάσανε από δω διάφοροι δάσκαλοι από την Ανατολή, Ινδοί, Γιαπωνέζοι. Έτυχε λοιπόν και βρεθήκανε μπροστά μου. Δεν παρακολούθησα μαθήματά τους, τους είδα από δεύτερο χέρι να μιλάνε σε

άλλους. Ύστερα ήταν η γνωριμία μου με το έργο του Κουροσάβα και όλων αυτών των σπουδαίων δημιουργών. Απ’ την άλλη πλευρά, σαν καταλύτης λειτούργησε και το γεγονός ότι σε κάποια φάση φωτίστηκα και συνειδητοποίησα πόσο σκοτεινά, αδιέξοδα και αμετακίνητα είναι τα πράγματα στην Ελλάδα. Όταν δηλαδή κατάλαβα ότι, μέσα σ’ αυτή την ολοζώντανη, ολόχρωμη και μεσογειακή κατάσταση, κρύβεται ό,τι πιο συντηρητικό και κολλημένο και το οποίο θα κρατήσει για τα επόμενα εκατόν πενήντα χρόνια, το υπογράφω. Γιατί δεν φύγατε απ’ την Ελλάδα; Γιατί μου αρέσει ο τόπος, γιατί δεν έτυχε, γιατί δεν είχα τα οικονομικά μέσα και κυρίως γιατί είχα αρχίσει να δουλεύω το χώρο της τέχνης εσωτερικά κι αυτό μου πήρε τα χρόνια της καλής νεότητάς μου. Κι έτσι, όταν αυτός ο κύκλος φαινόταν κάπως να κλείνει, ήμουν πια πενήντα χρονών. Υπάρχει κάποιος που θα θέλατε να είχατε συνεργαστεί μαζί του και δεν έτυχε; Πιστεύω ότι, αν είναι να δουλέψεις μ’ έναν άνθρωπο, πριν καν να το σκεφτείς έχει γίνει. Πιστεύω, όμως, ότι στην Ελλάδα ο χώρος που δουλεύω εγώ αλλά και άλλοι δεν είναι και ό,τι πιο ελκυστικό για τους περισσότερους. Κι αυτό επειδή δεν είναι «παρτάκικο», επειδή αποκαλύπτει πράγματα για τους ανθρώπους, για τους εαυτούς τους, για τα διάφορα προβλήματα που τυχόν έχουν. Στην Ελλάδα επιτρέπεται να κινούνται σε δρόμους εσωτερικούς μόνο οι ξένοι καλλιτέχνες, κι αυτό απλώς σ’ ένα τουριστικό επίπεδο. Όταν έρχονται δηλαδή οι ξένοι τους προσκυνάνε, γιατί ξέρουν ότι θα φύγουν την άλλη μέρα. Εάν όμως κάποιος ντόπιος μπει σ’ έναν τέτοιο δρόμο, τον έχουν ήδη απομονώσει συνειδησιακά, άσχετα αν τον θαυμάζουν. s

ΘEATpO


The Forsythe Company

Info Yes We Can’t (Ναι, δεν μπορούμε) ένα έργο του Γουίλιαμ Φόρσαϊθ και των χορευτών της Forsythe Company Ο εμβληματικός χορογράφος Γουίλιαμ Φόρσαϊθ και η ομάδα του χορογραφούν τη, σύμφωνα με τον Μπέκετ, αναποδιά της τύχης. Η παράσταση είναι ακατάλληλη για παιδιά κάτω των 12 ετών. Πειραιώς 260, Κτίριο Δ 3-5 Ιουλίου, 21:00 Εισιτήρια: 25€ (Ζώνη Α), 20€ (Μειωμένο), 15€ (Φοιτητικό, ΑΜΕΑ)

δοκίμασε ξανά. απότυχε ξανά. απότυχε καλύτερα! Οι χορευτές της Forsythe Company επιστρέφουν στην Αθήνα με το Yes We Can’t, ένα έργο που κλείνει, λίγο ειρωνικά, το μάτι στον πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, θέτει ερωτήματα για τη φύση της πολιτικής, αλλά και φλερτάρει με τη γνωστή φράση του Μπέκετ: «Try again. Fail again. Fail better.» Από τη Νίκη Ορφανού Φωτογραφίες: Dominik Mentzos

Χοροσ

[30 Iουνίου 2011] #25 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy 33


Δ

εκαπέντε χορευτές σ’ ένα black box με λευκό φωτισμό. Τρία μικρόφωνα με πόδι κι ένα στρώμα γυμναστικής στη μέση. «Yes we can’t, yes we can’t» επαναλαμβάνουν οι χορευτές, κάποιες φορές με χρήση των μικροφώνων. Προστίθενται κι άλλες φράσεις που δηλώνουν ταυτόχρονα παραδοχή και άρνηση, αλλά και γλωσσοδέτες ή παιχνίδια με παρηχήσεις. Οι λέξεις αλλάζουν περιεχόμενο, συχνά μετατρέπονται σε βωμολοχία (would/ n’t, could/n’t, can/’t, cunt, fuck). Οι φιγούρες του έργου τις επαναλαμβάνουν συνεχώς, σε διαφορετικές εκδοχές και με διαφορετική χροιά, επιτρέποντας πολλαπλές ερμηνείες – ή, ίσως, και καμία. Η κατάφαση είναι την ίδια στιγμή και άρνηση, η επιθυμία επικοινωνίας είναι και αποτυχία. Οι φιγούρες, γυναίκες και άντρες με φόρμες γυμναστικής ή φαρδιά πρόχειρα ρούχα, μοιάζουν παγιδευμένες σ’ αυτό το κουτί που, αν και στερείται κάθε αναφοράς σ’ ένα «ρεαλιστικό» κόσμο, μοιάζει απόλυτα οργανωμένο, δομημένο σε εικονικούς όγκους. Το κουτί (box) γίνεται το κεντρικό σημείο αναφοράς, και σημαίνει, λίγο πολύ, τα πάντα: τάφος, μυστικό, αποθήκη, αρχείο, θέατρο, ανθρώπινο σώμα ή, ακόμα, σεξ. Όπως και οι λέξεις, έτσι και οι κινήσεις είναι απότομες, δυσαρμονικές, αποσπασματικές. Τα μέλη δεν συμφωνούν με το σώμα. Βρίσκονται, αντιθέτως, σε συνεχή διαμάχη με το σώμα. Κι αυτή η δυναμική ανάμεσα στα μέλη και στο σώμα, όπως και ανάμεσα στα σώματα μεταξύ τους, δεν κάνει άλλο παρά να παράγει όλο και περισσότερη βία. Μέχρι που η βία γίνεται αβάσταχτη, και το ίδιο το κουτί μοιάζει σαν να στενεύει, να γίνεται ασφυκτικό, να στραγγαλίζει κάθε ελπίδα διαφυγής.

Ταυτόχρονα, η μουσική ενισχύει το μοτίβο της απόλυτης δυσαρμονίας: κάποιες φορές είναι ήρεμη και μελωδική, κι άλλες γίνεται ένα συνονθύλευμα ήχων ασυγχρόνιστων και χωρίς συνοχή (νότες που έρχονται από ένα κρυμμένο στο βάθος της σκηνής πιάνο, ήχοι ηλεκτρονικοί, ξαφνικές κραυγές). Αυτός ο κόσμος δεν φαίνεται να προσφέρει στις φιγούρες του έργου –ή στον ίδιο το θεατή, εν προκειμένω– κανένα καταφύγιο. Όντως, δεν υπάρχει τίποτα το καθησυχαστικό στο Yes We Can’t – τίτλος που μοιάζει να ειρωνεύεται το δημοφιλές σύνθημα της προεκλογικής εκστρατείας του Μπαράκ Ομπάμα το 2008, «Yes we can». Έτσι ιδωμένο, το αινιγματικό κομμάτι του διάσημου χορογράφου φαίνεται να επιτίθεται στην έννοια της συλλογικότητας που υπονοεί αυτό το «yes we can» του Ομπάμα, για να την εκθέσει ως έναν κοινό λαϊκισμό. Στο Yes We Can’t του Φόρσαϊθ, το «εμείς» θυμίζει τοπίο κακοφωνίας και γκροτέσκου, έναν εφιάλτη. Δεν υπάρχει συμφωνία ούτε συναίνεση αλλά, αντιθέτως, η φρικτή υποψία ενός ολοκληρωτικού «κοινωνικού θανάτου». Σ’ αυτό το τοπίο, το μόνο σίγουρο είναι η απόγνωση. Το Yes We Can’t δεν επιτρέπει μια εύκολη και γρήγορη αποκωδικοποίηση, ούτε και ταύτιση από μέρους των θεατών, καθώς λείπουν οποιεσδήποτε γέφυρες επικοινωνίας. Κι έτσι ο θεατής νιώθει αποκομμένος και αποστασιοποιημένος. Δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο παρά να μένει εκτός του παιχνιδιού, δοκιμάζοντας στο πετσί του την αποτυχία αυτή της επικοινωνίας (μάλιστα κάποιοι κριτικοί είδαν το έργο ως μια επίθεση στο ίδιο το κοινό, καθώς θεώρησαν ότι τα ακατάληπτα λογοπαίγνια των χορευτών και η συνολική αίσθηση της αποδόμησης φανερώνουν αδιαφορία για την ίδια την παρουσία των θεατών). Η αίσθηση ότι ο κόσμος επί σκηνής είναι μη προσβάσι-

34 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy #25 [30 ιουνίου 2011]

Η γλώσσα δεν εξαντλείται, αλλά δεν μπορούν όλα να εκφραστούν με λέξεις. Κι ο Αϊνστάιν έχει πει ότι δεν μπορεί κανείς να μετρήσει ό,τι είναι μετρήσιμο

Η προσπάθεια μιας συνολικής αποτίμησης της δουλειάς του διάσημου Αμερικανού χορογράφου Γουίλιαμ Φόρσαϊθ θα πονοκεφάλιαζε ακόμα και τον πιο επίμονο αναλυτή. Οι χορογραφίες του γεμίζουν μια περίοδο σαράντα σχεδόν χρόνων, με έργα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους: από νεοκλασικά κομμάτια έως εντελώς πρωτοποριακά έργα, που περιλαμβάνουν κίνηση, λόγο, μουσική, φιλμ, βίντεο, και συχνά πολύπλοκη τεχνολογία. Η όποια κατηγοριοποίηση λοιπόν δεν είναι εύκολη υπόθεση, κι αυτό είναι κάτι που τον κάνει να χαμογελά. Γιατί είναι πεπεισμένος ότι «το κοινό δεν πληρώνει για να βλέπει συνεχώς το ίδιο έργο!» Απ’ την άλλη πλευρά, διαμαρτύρεται σ’ όσους βιάζονται να τον βαπτίσουν αποδομητή του κλασικού λεξιλογίου. «Όταν το κοινό ακούει τη λέξη deconstruction [αποδομή], στο μυαλό του την ταυτίζει με το destruction [καταστροφή]! Δεν το βρίσκω και τόσο κολακευτικό…», λέει ο ίδιος.


ο δικοσ του δροΜοσ Αναζητώντας τον δικό του δρόμο προς το σώμα, ο Γουίλιαμ Φόρσαϊθ θέτει τα ερωτήματα χωρίς να αναζητεί οριστικές απαντήσεις. Η σωματικότητα των χορευτών στις δικές του χορογραφίες θεωρεί ότι είναι κάτι μοναδικό αφού κάθε παράσταση είναι, κατά τη γνώμη του, μοναδική κι ανεπανάληπτη. Στη φωτογραφία, στιγμιότυπο μιας παράστασης του έργου Yes, We Can’t.


ψΑΧΝοΝτΑσ Όλα τα πρόσωπα στη σκηνή. Και στο Yes, We Can’t, o Φόρσαϊθ ακολουθεί αυτό που εύστοχα παρατήρησε η γυναίκα του: ψάχνει τη μέθοδο των μεθόδων.

μος επιτείνεται απ’ τη συνολική σκληρότητα του κόσμου πάνω στη σκηνή, με αποκορύφωμα τον υπονοούμενο βιασμό, που κάνει τον θεατή να κρατά συναισθηματικές αποστάσεις. Με το Yes We Can’t, ο Φόρσαϊθ εξερευνά ακριβώς αυτά τα όρια της επικοινωνίας, και βάζει ερωτήματα πάνω στην πολιτική, στις σχέσεις και στη σεξουαλικότητα, δοκιμάζοντας τις αντιδράσεις του κοινού – που αντιδρά όχι διανοητικά, αλλά σχεδόν σωματικά, ορισμένες φορές ακόμα και με αποστροφή, όπως και οι ίδιοι οι χορευτές. «Τα συναισθήματα είναι το πιο σημαντικό κομμάτι της δουλειάς μου, το άλφα και το ωμέγα», λέει ο ίδιος. «Ακόμα και το να μη σου αρέσει το έργο είναι ένα συναίσθημα. Απ’ όλα τα συναισθήματα προτιμώ την έκπληξη, την απορία, το να μην ξέρει κανείς ακριβώς τι να περιμένει. Αυτό είναι το κεντρικό μότο της δουλειάς μου και η ιδανική συνθήκη για μένα. Να ξέρω ότι, όταν πηγαίνω στο θέατρο, δεν έχω απαντήσεις. Και ότι, όταν βγαίνω από το θέατρο, έχω ακόμα λιγότερες». Η γλώσσα λοιπόν εδώ δεν σημαίνει επικοινωνία, αλλά μάλλον το αντίθετο, ενώ τα κλειδιά για την κατανόηση του έργου βρίσκονται περισσότερο σ’ αυτά που δεν λέγονται με λέξεις. Ο ίδιος ο Φόρσαϊθ υποστηρίζει: «Η γλώσσα δεν εξαντλείται, αλλά δεν μπορούν όλα να εκφραστούν με λέξεις». Άλλωστε, όπως είπε κάποτε ο Αϊνστάιν, «δεν μπορεί κανείς να μετρήσει οτιδήποτε είναι μετρήσιμο...» Για τον Γουίλιαμ Φόρσαϊθ, που ξεκίνησε την καριέρα του ως χορευτής («χόρευα από δύο χρονών γιατί, πολύ απλά, το μπορούσα!»), η στροφή προς τη χορογραφία δεν έγινε από μόδα, ούτε από σύμπτωση. Τον γοήτευαν πάντα τα προβλήματα και είχε πνεύμα εξερευνητή. Πέρασε στη χορογραφία γιατί ήθελε να ερευνήσει τα όρια της κινησιολογίας και των χορογραφικών δυνατοτήτων – κι αυτό που τον ενδιέφερε περισσότερο απ’ όλα ήταν να επεκτείνει αυτές τις δυνατότητες. «Θα ήταν ίσως αλαζονικό να υποστηρίξουμε ότι ο χορός είναι μια γλώσσα που μπορεί να εκ-

φράσει τα πάντα», παραδέχεται ο ίδιος. «Αλλά πρέπει να ρωτήσουμε: τι μπορεί τελικά να εκφράσει ο χορός;» Η απάντηση στο ερώτημα «πόσο μακριά μπορούμε να πάμε με το χορό;» υπήρξε η αποστολή του. Οι χορογραφίες του, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, έχουν ωστόσο ένα κοινό: την επιθυμία του χορογράφου να επανεξετάσει και να υπερβεί τις αρχές του κλασικού μπαλέτου, αλλά και να ανιχνεύσει νέες φόρμες θεατρικότητας. «Η αλήθεια είναι ότι προσπάθησα να βρω το δικό μου δρόμο προς το σώμα», παραδέχεται ο ίδιος. «Σ’ αυτό με βοήθησε ένας θεωρητικός, ο Ρούντολφ Λάμπαν – μέσα απ’ τη θεωρία του, είδα με διαφορετικό μάτι τον κλασικό χορό. Δεν είναι πρόθεσή μου να διαλύσω τα σώματα, αλλά να πω κάτι καινούργιο γι’ αυτά. Κάποια στιγμή, η γυναίκα μου μού είπε: δεν έχεις μέθοδο, ψάχνεις για τη μέθοδο των μεθόδων. Αυτό είναι. Γι’ αυτό όλα τα έργα μου φαίνονται διαφορετικά, γιατί για κάθε καινούργιο έργο αναπτύσσω μια άλλη μεθοδολογία». Η κάθε δουλειά του, όσο διαφορετική κι αν είναι απ’ την προηγούμενη, έχει να κάνει μ’ έναν κατάλογο ερωτήσεων. Αυτές οι ερωτήσεις εκφράζουν τι τον απασχολεί κάθε φορά, και ορίζουν το πλαίσιο της δουλειάς. Ακούγεται, ωστόσο, απλούστερο απ’ ό,τι είναι. Γιατί ποτέ δεν τελειώνει πραγματικά με τον κατάλογο των ερωτημάτων του... Ο αρχικός κατάλογος μεγαλώνει, τα ερωτήματα πληθαίνουν, και οι απαντήσεις που δίνει ο ίδιος δεν είναι απαραίτητα κάθε φορά οι ίδιες... Ως αποτέλεσμα, αλλάζει συνεχώς τα έργα του, ακόμα και μετά την πρεμιέρα! «Ναι, αυτό κάνω, αλλάζω τα έργα συνεχώς, ακόμα κι αν οι άλλοι δεν το παρατηρούν», ομολογεί. «Το Artifact, για παράδειγμα, το αλλάζω εδώ και 25 χρόνια! Αν συγκρίνει κανείς την πιο πρόσφατη βερσιόν μ’ εκείνη της πρεμιέρας, θα διαπιστώσει ότι έχουν ελάχιστα κοινά σημεία μεταξύ τους. Κι αυτό γιατί είμαι πολύ στενά συνδεδεμένος με τους χορευτές μου και προσπαθώ να προσαρμόζω συνεχώς τα έργα μου στην εξέλιξη των ικανοτήτων και του ταλέντου τους.

36 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy #25 [30 ιουνίου 2011]

Αλλά αλλάζω κι εγώ ο ίδιος. Όταν δουλεύουμε ένα έργο, μερικές φορές προσπαθούμε να πετύχουμε κάτι για το οποίο ακόμα δεν διαθέτουμε την κατάλληλη τεχνική. Κι έτσι συνεχίζουμε να το δουλεύουμε μέχρι να την κατακτήσουμε. Γιατί η τεχνική είναι κάτι που συνεχώς πρέπει να κατακτάς. Δεν είμαστε ποτέ έτοιμοι. Αυτό αφορά όλες τις πλευρές του έργου. Συναντάμε καινούργια περιεχόμενα, κι έτσι το έργο παίρνει άλλες κατευθύνσεις. Μια φορά κάποιος με ρώτησε: “Γιατί είσαι τόσο νευρικός; Αυτό το έργο το κάνεις τόσο καιρό”. Και του απάντησα: αυτό το έργο δεν το έχω κάνει ποτέ!»

Τ

ο Yes We Can’t δεν αποτελεί βέβαια εξαίρεση: ήδη το 2010, ενάμιση χρόνο περίπου μετά την πρώτη του παρουσίαση, ανέβηκε στη Βαρκελώνη σε νέα βερσιόν, και, το πιθανότερο, η αθηναϊκή του παρουσίαση θα έχει επίσης αρκετές διαφορές απ’ τις προηγούμενες. Καθοριστικό για όλα αυτά είναι και το κοινό. «Δεν μ’ ενδιαφέρει η αντίδραση του κοινού», ξεκαθαρίζει ο Φόρσαϊθ, «αλλά η παρουσία του. Ένα έργο παρουσιάζεται ίσως σε 20 πόλεις, και παντού το κοινό είναι διαφορετικό. Κι έτσι, το έργο δεν ησυχάζει ποτέ. Αλλάζουν οι σκηνές, αλλάζουν οι φωτισμοί, αλλάζουν οι χορευτές. Όλα αυτά τα στοιχεία είναι μεταβλητές του έργου». Για τον Φόρσαϊθ, η πρεμιέρα δεν είναι παρά η αρχή του δεύτερου και πιο σημαντικού μέρους της όλης διαδικασίας. Ό,τι προηγείται της πρεμιέρας, είναι μόνο μια... υπόθεση εργασίας. Η ολοκλήρωση αυτής της δεύτερης φάσης δεν μπορεί να γίνει παρά μπροστά στο κοινό. «Κάποιοι κάνουν πρόβες μέχρι να γεράσουν... ή να γεράσει το έργο! Αλλά αυτό δεν έχει νόημα για μένα. Χρειάζομαι το κοινό, γιατί τη συνθήκη του κοινού που παρατηρεί δεν μπορεί ποτέ να την έχει κανείς

στην πρόβα. Το κοινό είναι η πηγή για την αυτοκριτική μου. Χωρίς την παρουσία ενός δημόσιου σώματος, δεν μπορώ να λειτουργήσω. Θα μπορούσα να καλέσω χίλιους φίλους, αλλά αυτό και πάλι δεν θα με βοηθούσε. Χρειάζομαι το άγνωστο κοινό που πληρώνει. Το χρήμα είναι σημαντικό, μας βάζει σε μια διαδικασία συνδιαλλαγής και ανταλλαγής...», λέει ο ίδιος. Είναι γεγονός ότι από το 2004, μετά το κλείσιμο του Μπαλέτου της Φρανκφούρτης, το οποίο διηύθυνε ο Γουίλιαμ Φόρσαϊθ για είκοσι χρόνια, και την ίδρυση της Ομάδας Χορού Φόρσαϊθ, ο τρόπος δουλειάς του έχει αλλάξει. Ενώ οι παλαιότερες χορογραφίες του είχαν την αποκλειστική του υπογραφή και ως προς τη δομή αλλά και ως προς το κινητικό λεξιλόγιο, αυτό πλέον δεν ισχύει. Οι χορευτές αποτελούν, μαζί με τον ίδιο, τον δημιουργικό πυρήνα κάθε του δουλειάς. Ο ίδιος δεν δίνει συγκεκριμένες κατευθύνσεις όπως στην παραδοσιακή χορογραφία, αλλά ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο για τις επιλογές που κάνει ο χορευτής όταν είναι μέσα σε μια συγκεκριμένη συνθήκη και για τα όσα προκύπτουν απ’ τη συνύπαρξη και την αλληλεπίδραση των συγκεκριμένων χορευτών μεταξύ τους, που έχουν να κάνουν με τις διαφορές στην προσωπικότητα, τα γούστα τους αλλά ακόμα και τις σωματικές τους ιδιαιτερότητες. Συνεπώς, το τελικό αποτέλεσμα έχει την προσωπική σφραγίδα των χορευτών – αν γίνει κάποια αντικατάσταση, αυτό θα επηρεάσει το σύνολο του έργου. Υπάρχει μεγαλύτερο ρίσκο αλλά εξασφαλίζεται αυτό που ο Φόρσαϊθ ορίζει ως το πιο σημαντικό: το τελικό προϊόν ανήκει στους χορευτές. Όπως γίνεται αντιληπτό, τα τελευταία του έργα είναι αδύνατο να τα χορέψει άλλη ομάδα χορευτών πέρα απ’ τη δική του. Αλλά αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα για τον Αμερικανό χορογράφο που έχει αποφασίσει, όπως δήλωσε πρόσφατα σε συνέντευξή του στον γερμανικό τύπο, να μην επιτρέψει να παιχτούν έργα του μετά το θάνατό του. Γι’ αυτή του την απόφαση υπάρχει κι ένας επιπλέον λόγος: το φορολογικό καθεστώς στη Γερμανία! «Σας λέω με κάθε σοβαρότητα, ότι η οικογένειά μου θα πρέπει να πληρώσει πολλά ως φόρο κληρονομιάς – για παράδειγμα, αν η εφορία κοστολογήσει το κάθε μου έργο με τριάντα χιλιάδες ευρώ και η οικογένειά μου κληθεί να πληρώσει το φόρο κληρονομιάς, θα καταστραφεί οικονομικά!» Καθώς, λόγω της πολυπλοκότητας του γερμανικού κληρονομικού δικαίου, ο δημιουργός δεν μπορεί καν ν’ αφήσει τα δικαιώματα των έργων του σε κάποιο ίδρυμα, ο Φόρσαϊθ γνωρίζει ήδη ότι η εξαφάνισή τους είναι αναπόφευκτη. «Δεν βρίσκω απαραίτητα καλό να εξαφανιστούν τα έργα μου μετά το θάνατό μου, τουλάχιστον όχι όλα. Υπάρχουν δύο τρία που θα μπορούσαν να επιβιώσουν...» s

Χοροσ


AΞεΧΑστεσ ΧορογρΑΦιεσ 1. You Made Me a Monster (2005) 2. Αrtifact (1984) 3. Kammer/Kammer (2000) 4. Decreation (2003) 5. Slingerland Pas De Deux (2009)

1 2

ούτε κλασικό μπαλέτο ούτε θεατρικότητα

3

Ο Γουίλιαμ Φόρσαϊθ είναι ένας από τους σημαντικότερους χορογράφους παγκοσμίως. Οι χορογραφίες του βασίζονται στην επανεξέταση και την υπέρβαση των αρχών του κλασικού μπαλέτου και της θεατρικότητας. Αν και γεννήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, από το 1976 ζει στη Ευρώπη. Έκανε χορογραφίες για κορυφαία μπαλέτα στις περισσότερες πρωτεύουσες της Ευρώπης, ενώ το 1984 ανέλαβε τη διεύθυνση του περίφημου Μπαλέτου της Φρανκφούρτης. Κατά την περίοδο εκείνη, ο Γουίλιαμ Φόρσαϊθ παρουσίασε σημαντικότατες δημιουργίες, ανάμεσα στις οποίες τα Αrtifact (1984), Limb’s Theorem (1990), A L I E / N A(C)TION (1992), Eidos: Telos (1995), Endless House (1999), Kammer/Kammer (2000), και Decreation (2003). Μετά το κλείσιμο του Μπαλέτου το 2004, ο διάσημος χορογράφος προχώρησε στην ίδρυση της Forsythe Company στη Δρέσδη, της ομάδας με την οποία δουλεύει έως σήμερα. Τα έργα-σταθμοί του των τελευταίων χρόνων είναι τα: You Made Me a Monster (2005), Human Writes (2005), I Don’t Believe in Outer Space (2008) αλλά και το Yes We Can’t της ίδιας χρονιάς που θα δούμε φέτος στο πλαίσιο του Φεστιβάλ. Τα έργα του ταξιδεύουν διαρκώς ανά τον πλανήτη, ενώ επίσης υπογράφει ένα μεγάλο αριθμό installations για μουσεία. Υπολογίζεται ότι το κοινό του ανέρχεται σε 2 εκατομμύρια ανθρώπους το χρόνο. Συνεργάζεται με μεγάλα τεχνολογικά και ερευνητικά κέντρα του κόσμου, και έχει αναπτύξει προσωπικά ερευνητικά προγράμματα, στα οποία εφαρμόζει τις αρχές σύνθεσής του σε υπολογιστή.

4 5

[30 Iουνίου 2011] #25 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy 37


η εφήμερη αναπαράσταση

μιας ιδέας Ο διάσημος χορογράφος εξηγεί τα μυστικά της τέχνης του


γουίλιαμ Φόρσαϊθ

Χορογραφικά αντικείμενα Choreographic Objects

H

χορογραφία είναι ένας περίεργος και απατηλός όρος. Η ίδια η λέξη, όπως και η διαδικασία που περιγράφει, είναι δύσκολη στη σύλληψη, ευμετάβλητη και εξοργιστικά απείθαρχη. Ο περιορισμός της χορογραφίας σ’ έναν απλό ορισμό δεν επιτρέπει την κατανόηση του πιο ζωτικού μηχανισμού της: ότι αντιστέκεται και αναμορφώνει κάθε προηγούμενη σύλληψη σχετικά με τον ορισμό της. Δεν υπάρχει χορογραφία που να μπορεί να εκφράσει αντιπροσωπευτικά έναν καθολικό και τυποποιημένο ορισμό. Κάθε εποχή, κάθε χρονική περίοδος της χορογραφίας είναι, στην καλύτερη περίπτωση, στα μαχαίρια με τις προηγούμενες, καθώς κάθε φορά είναι αποτέλεσμα μιας πάλης κατά την οποία η πλαστικότητα πρέπει να εκφράζει την ικανότητά μας να καταλαβαίνουμε εκ νέου τον κόσμο στις νέες κάθε φορά συνθήκες, να αποσυνδέουμε τους εαυτούς μας από τις βεβαιότητες του παρελθόντος. Η χορογραφία ως όρος προηγείται ορισμένων ιδεών. Ιδεών που, προφανώς, έχουν να κάνουν με το πώς συλλαμβάνουμε ή τι προτείνουμε για να προετοιμάσουμε μια πιθανή μελλοντική παράσταση. Η χορογραφία προκαλεί τη δράση ως αντίδραση: ένα περιβάλλον γραμματικών κανόνων που τελικά καθορίζεται από την εξαίρεση, από την αντίφαση ανάμεσα σ’ αυτό που πρέπει να αποδειχθεί ότι είναι απολύτως υπό έλεγχο ενώ, ταυτόχρονα, το αποτέλεσμα είναι η επίδειξη της ίδιας της αποτυχίας του. Η χορογραφία και ο χορός είναι δύο διακριτές και πολύ διαφορετικές πρακτικές. Στην περίπτωση που η χορογραφία και ο χορός συμπίπτουν, η χορογραφία λειτουργεί συνήθως ως ένα κανάλι της επιθυμίας να χορέψεις. Μπορεί κανείς εύκολα να υποθέσει ότι η ουσία της χορογραφικής σκέψης ανήκει αποκλειστικά στο σώμα. Είναι, όμως, δυ-

νατόν η χορογραφία να δημιουργήσει αυτόνομες από τις αρχές της εκφράσεις, ένα αντικείμενο χορογραφίας χωρίς το σώμα; Η δύναμη αυτής της ερώτησης προκύπτει από την πραγματική εμπειρία της θέσης των σωματικών πρακτικών, ειδικά του χορού στον δυτικό πολιτισμό. Υποτιμημένο μέσα από αιώνες ιδεολογικής βίας, το σώμα εν κινήσει, το προφανές θαύμα της ύπαρξης, είναι ακόμα επιδέξια υποβαθμισμένο στη σφαίρα των ακατέργαστων αισθήσεων: προγνωστικό, α-στοιχείωτο. Ευτυχώς, λόγω της ουσίας της, η χορογραφική σκέψη αποδεικνύεται χρήσιμη όταν πρέπει να κινητοποιήσει τη γλώσσα να άρει τους περιορισμούς αυτού του ταπεινωμένου σταθμού μέσα από τη φαντασία, η οποία επικαλείται άλλα σωματικά μοντέλα σκέψης που παρακάμπτουν αυτή την παρανόηση. Ο τυφλός Γάλλος αγωνιστής της αντίστασης εναντίον της ναζιστικής Γερμανίας Jacques Lusseyran (Ζακ Λισεϊράν), γράφοντας για την εσωτερική ενατένιση που του επέτρεψε να δει και να εκμεταλλευτεί μορφές και σκέψεις, περιέγραψε θαυμάσια αυτή την αίσθηση σαν έναν απέραντο πνευματικό καμβά ή, καλύτερα, σαν μια οθόνη που υπήρχε «ταυτόχρονα πουθενά και παντού». Το ίδιο ισχύει για το αντικείμενο της χορογραφίας: είναι ένα μοντέλο/πρότυπο δυνητικής μετάβασης από μία κατάσταση σε μία άλλη σε οποιονδήποτε χώρο. Ένα παράδειγμα παρόμοιας μετάβασης υπάρχει ήδη σε μία άλλη μορφή τέχνης που είναι συνδεδεμένη με το χρόνο: τη μουσική παρτιτούρα. Ένα χορογραφικό αντικείμενο, ή μία παρτιτούρα, είναι από τη φύση τους ανοιχτά σε μια ολόκληρη παλέτα φαινομενολογικών υποκινήσεων, επειδή αναγνωρίζουν το σώμα ως σχεδιασμένο εξ ολοκλήρου να διαβάσει επίμονα κάθε σήμα του περιβάλλοντός του. Η συσχέτιση με τον Λισεϊράν υπογραμμίζει τις πολλαπλές δυνατότητες της τέχνης μας. Το εσωτερικό όραμα εκείνου του ανθρώπου του αποκάλυψε

τοπογραφίες χάρη στις οποίες μπόρεσε να προγραμματίσει τις στρατηγικές κινήσεις των ομάδων της αντίστασης. Το υλικό σώμα του, που δραστηριοποιήθηκε μέσω της δύναμης των ιδεών του, άφησε ευδιάκριτα τα ίχνη αυτών των ιδεών στον πραγματικό κόσμο. Από το πουθενά στο κάπου, όχι παντού κι όχι πια αποκλειστικά μέσα στο σώμα του. Αλλά τι θα συμβεί, αν για μια στιγμή κοιτάξουμε την κατάσταση της χορογραφικής πράξης; Ιστορικά, η χορογραφία είναι αδιαίρετη από το ανθρώπινο σώμα σε κίνηση. Η χορογραφική ιδέα παραδοσιακά υλοποιείται σε μια αλυσίδα σωματικών πράξεων που, όταν εκτελούν τη χορογραφία, το κάνουν για πρώτη, τελευταία και μοναδική φορά. Η αναπαράσταση μιας ιδέας δεν διατηρείται και δεν μπορεί να επαναληφθεί σε όλο της το εύρος. Όσο εφήμερα διαπεραστική κι αν είναι μία πράξη, η προσωρινότητά της δεν επιτρέπει τον απόλυτο έλεγχό της ή, έστω, τη δυνατότητα μιας αντικειμενικής, σαφούς ανάγνωσης, όπως χάρις στη γλώσσα μπορεί να γίνεται με την επιστημονική γνώση ή με άλλες μορφές τέχνης. Η αδυναμία ανάκτησης της χορογραφικής αναπαράστασης, παρότι ενδεχομένως ανακαλεί τη νοσταλγία, ταυτόχρονα υπενθυμίζει στο θεατή τα νοσηρά θεμέλια αυτού του συναισθήματος. Στην εξέλιξη της χορογραφίας, ίσως έχουμε φτάσει στο σημείο όπου πρέπει να ξεχωρίζουμε την εδραίωση των ιδεών της από τις παραδοσιακές μορφές της αναπαράστασής της; Ένα χορογραφικό αντικείμενο δεν υποκαθιστά το σώμα, αλλά αποτελεί έναν εναλλακτικό τρόπο κατανόησης της δυνατότητας να υποκινεί και να οργανώνει τη δράση, που θα κερδίσει τους θεατές. Το ιδανικό θα ήταν αν οι χορογραφικές ιδέες αυτής της μορφής μπορούσαν να απευθυνθούν σ’ ένα προσηλωμένο, ποικίλο κοινό, το οποίο θα μπορούσε να αντιληφθεί και, αν όλα πήγαιναν καλά, θα μπορούσε να υπερασπιστεί τις αναρίθμητες εκδηλώσεις, νέες και παλιές, της χορογραφικής σκέψης. s

[30 Iουνίου 2011] #25 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy 39


ουαζντί Μουαουάντ

η τέχνη είναι σαν το νερό.

ο καθένας πίνει Ο λιβανικής καταγωγής σκηνοθέτης ξέρει τι θα πει διεθνής απήχηση. Στο τελευταίο του σκηνοθετικό πόνημα παίρνει τις ηρωίδες του Σοφοκλή και ανεβάζει μια παράσταση με τον απλό αλλά και φιλόδοξο τίτλο Γυναίκες. Κι όμως, πολλοί είναι εκείνοι που μεταθέτουν την προσοχή και προτιμούν ν’ ασχολούνται με το γεγονός ότι στις τάξεις του γαλλοκαναδικού θιάσου του βρίσκεται κι ένας αποφυλακισμένος. Από τον Νικόλα Ζώη Φωτογραφίες: Jean-Louis Fernandez

48 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy #25 [30 ιουνίου 2011]

ΘEATpO


Είναι η πρώτη φορά που διασκευάζετε αρχαίο δράμα; Όχι, έχω ήδη ανεβάσει Οιδίποδα Τύραννο το 1999 και Τρωάδες του Ευριπίδη το 2002. Αυτό που κάνω, όμως, δεν είναι διασκευή. Δεν είμαι ένας σύγχρονος δάσκαλος που αναθεωρεί αντίγραφα της πνευματικής δημιουργίας παλαιότερων συγγραφέων. Πώς θα περιγράφατε την παράστασή σας σε κάποιον που δεν έχει ιδέα είτε από παραδοσιακές είτε από σύγχρονες προσεγγίσεις στο αρχαίο θέατρο; Θα του έλεγα ότι στο αρχαίο θέατρο, τη μεγαλύτερη σημασία έχουν οι ιστορίες. Οι πράξεις των ηρώων είναι ακριβείς, εγείρουν όμως ερωτήματα που συχνά τους οδηγούν σε καταστροφικές επιλογές. Στις Γυναίκες επιδιώκω πάνω απ’ όλα να εξασφαλίσω ότι κι ο ίδιος ο θεατής θα κυριευτεί απ’ τις καταστάσεις αλλά και τις παρεξηγήσεις που ταλανίζουν τους χαρακτήρες. Ώστε μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία ταυτοποίησης να υπάρχουν πλέον μπροστά του όλα τα μεγάλα και αγωνιώδη ερωτήματα. Στις Γυναίκες, πάντως, δεν θα βρείτε ούτε τάση για μοντερνισμό, ούτε τάση για ανακατασκευή, ασχέτως αν πρόκειται για αρχαίο, ή μη, θέατρο.

ΘEATpO

© Sophie Jodoin

Γ

εννημένος το 1968 στο Λίβανο, ο καταξιωμένος πλέον συγγραφέας, σκηνοθέτης και ηθοποιός Ουαζντί Μουαουάντ εγκατέλειψε οικογενειακώς το 1977 τη γενέτειρά του για ν’ αποφύγει τα δεινά ενός εμφυλίου πολέμου που έμελλε να διαρκέσει πολλά χρόνια. Έζησε για λίγο στη Γαλλία και, το 1983, εγκαταστάθηκε στο Κεμπέκ, όπου σπούδασε θέατρο. Από τα πρώτα βήματα της καριέρας του καταπιάστηκε με πρωτότυπες παραστάσεις και διασκευές –όπως η θεατρική μεταφορά του Trainspotting–, βραβεύτηκε για αρκετές απ’ τις επιλογές του, ενώ το 2007 ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση του Γαλλικού Θεάτρου του Εθνικού Κέντρου Τεχνών στην Οτάβα. Όταν, όμως, στρατολόγησε στις Γυναίκες τον μουσικό Μπερτράντ Καντά, τον πρώην ηγέτη των Noir Desir, που το 2004 κρίθηκε ένοχος για το μέχρι θανάτου ξυλοκόπημα της συντρόφου του, Μαρί Τρεντινιάν (ηθοποιού και κόρης του Γάλλου ηθοποιού Ζαν Λουί Τρεντινιάν), οι αντιδράσεις ήταν τέτοιες, που στη Γαλλία και στον Καναδά η παράσταση ακυρώθηκε. Εκείνος υποστηρίζει τον συνεργάτη του, όχι γιατί τον θεωρεί αθώο, αλλά γιατί πιστεύει ότι τα ζητήματα της δικαιοσύνης, της ηθικής και της τέχνης δεν είναι πάντα αλληλένδετα με τον τρόπο που πολλοί πιστεύουν. Και μιλάει στην εφ για πολλά, εξίσου σοβαρά θέματα, όπως την ίδια την παράστασή του, τη σχέση της ροκ μουσικής με τους τραγικούς ήρωες, αλλά και για τους περιορισμούς ή τις αγκυλώσεις που οι καλλιτέχνες του μέλλοντος καλό θα ήταν να ξεπερνάνε σιγά σιγά.

Πώς έγινε η επιλογή των κειμένων; Ποιος είναι ο κοινός πυρήνας που τα συνδέει; Είχα την επιθυμία να περάσω απ’ όλα τα έργα που μας έχει αφήσει ολοκληρωμένα ο Σοφοκλής, δηλαδή κι απ’ τις επτά τραγωδίες του. Μου αρέσει να ζω μ’ ένα συγγραφέα για μεγάλο χρονικό διάστημα, να περνώ απ’ όλα τα κείμενά του, ώστε να αποκτώ την αίσθηση ότι βρέχομαι, ότι ξεπλένομαι με την ποίησή του. Διαβάζοντας λοιπόν τις επτά τραγωδίες, βρήκα πολύ ενδιαφέρουσες τις ενώσεις που προκύπτουν. Εκείνες των γυναικών, στις Τραχίνιες, στην Ηλέκτρα και στην Αντιγόνη, εκείνες των ηρώων, στον Αίαντα και τον Οιδίποδα Τύραννο, κι εκείνες του θανάτου, στο Φιλοκτήτη και τον Οιδίποδα επί Κολωνώ. Πιστεύετε ότι χρειάζονται κάποιου είδους επικαιροποίηση τα ερωτήματα που αντιμετωπίζουν οι ήρωες των αρχαίων τραγωδιών; Στις Γυναίκες δεν επικαιροποίησα τίποτα. Το μόνο που έκανα ήταν να μεταφράσω τα κείμενα, γιατί δεν μπορούσα να τα δουλέψω στ’ αρχαία ελληνικά. Αλλά δεν έκανα καμία προσαρμογή. Τα έβαλα απλώς στη σκηνή με τον τρόπο μου, τον τρόπο δηλαδή ενός ανθρώπου με τις εμπειρίες του και την άποψή του για τον κόσμο. Ούτε μ’ ενδιαφέρουν οι μουσειακές αναπαραγωγές. Είναι τρομακτικές με την πεποίθησή τους πως αυτά τα έργα απλώς τοποθετούνται δύο χιλιετίες πριν από το σήμερα. Ποιος είναι ο ρόλος των μουσικών στη σκηνοθετική προσέγγισή σας; Κατά κάποιο τρόπο έχουν τη θέση του χορού, ιδίως για να δημιουργήσουν μια δύναμη που να μπορεί να ταρακουνήσει βίαια το κοινό. Να μιλήσουν για την κάθαρση των ηρώων οι οποίοι μπαίνουν συχνά σε μια ρητορική με τους μουσικούς. Οι πρώτοι είναι με την πλευρά της λογικής. Τυφλοί, αλλά χρησιμοποιούν το λόγο για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους. Το τραγούδι του χορού, απ’ την άλλη, γίνεται μια χειρονομία πιο αισθησιακή, πιο κοντά στην έκσταση και συνδέει το σώμα πιο άμεσα με την ενστικτώδη τρέλα.

Είναι αλήθεια ότι στη μουσική επένδυση θ’ ακούσουμε και κάτι από τον ήχο των τραγουδιών του Κερτ Κομπέιν; Γιατί έγινε αυτή η υφολογική επιλογή; Γιατί στον Κερτ Κομπέιν, αλλά και στον Τζιμ Μόρισον, υπάρχει μια άμεση σχέση μεταξύ του εφηβικού ρομαντισμού, απ’ τη μια, και της μανίας, της έκστασης της ροκ μουσικής απ’ την άλλη. Έχω την αίσθηση ότι μεταξύ αυτής της μουσικής και του τραγικού στοιχείου δημιουργείται μια δύναμη που αντανακλά τέλεια τα καταστροφικά κύματα που διατρέχουν τις ενέργειες και τις αποφάσεις των πρωταγωνιστών.

στΑ ΑκρΑ Αντιγόνη, από τις Γυναίκες. Εκδοχές μιας παραποιημένης γυναικείας μορφής με τη βοήθεια του ηλεκτρονικού υπολογιστή, από τον Λιβανέζο αιρετικό (και) του θεάτρου Ουαζντί Μουαουάντ (απέναντι).


Ίσως έχετε κουραστεί ν’ απαντάτε, αλλά η υπόθεση του μουσικού Μπερτράν Καντά είναι ακόμα νωπή κι εσείς έχετε υποστηρίξει δημόσια την επιλογή σας, τονίζοντας τις ομοιότητες της ζωής του Καντά μ’ εκείνης ενός τραγικού ήρωα. Μέχρι πού μπορεί να φτάσει, όμως, ο σκηνοθέτης για να υποστηρίξει την πρότασή του; Τι είδους σχέση βλέπετε μεταξύ τέχνης και ηθικής; Αυτό που με κουράζει δεν είναι να μιλάω για το ζήτημα. Αυτό που με κουράζει είναι η υποκρισία των περισσότερων ανθρώπων. Απ’ την πλευρά μου, απορρίπτω κάθε ιδέα αποκλεισμού η οποία προβάλλεται από μια ηθική οποιουδήποτε είδους. Γιατί αν η δικαιοσύνη είναι μια καθολική αξία στην οποία δεν θα πρέπει να αντιταχθούμε, η ηθική είναι μια αξία που δεν είναι κατά κανένα τρόπο καθολική. Η δική σας δεν είναι ίδια με τη δική μου. Επομένως, εφόσον δεν παραβιάζω τη δικαιοσύνη, η ηθική γίνεται πλέον ένα ζήτημα σεβασμού. Όπως λέει στον Κρέοντα η Αντιγόνη, «είμαι φτιαγμένη για ν’ αγαπώ κι όχι για να μισώ», κι αυτό είναι κατά κάποιο τρόπο το ίδιο ζήτημα. Όταν κάποιος έχει πληρώσει το χρέος του προς τη δικαιοσύνη των ανθρώπων, τον επι-

κροτώ. Μπορώ να καταλάβω ότι δεν μοιράζονται όλοι τις ηθικές αξίες μου, αλλά μου είναι δύσκολο να καταλάβω κάποιον που θέλει τις δικές του να εισβάλουν στις δικές μου. Ωστόσο, το «έγκλημα πάθους» είναι η αρχαιότερη δικαιολογία για τη βία κατά των γυναικών. Πώς θα αντιδρούσαν οι ηρωίδες του έργου μπροστά στον Καντά; Πιστεύω ότι απ’ την Αντιγόνη και τη Δηιάνειρα θα προέκυπτε ένα βλέμμα που είναι αρκετά κοντά στο δικό μου. Η Ηλέκτρα, αντίθετα, θα ήταν αμείλικτη και θα απαιτούσε το θάνατο. Όσο γι’ αυτό που λέτε σχετικά με το «έγκλημα πάθους», νομίζω ότι το ατυχές σ’ όλη αυτή την υπόθεση είναι ότι κανείς δεν έκανε τον κόπο να διαβάσει το πόρισμα του δικαστηρίου ή της ποινικής έρευνας. Καθένας μιλάει χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης που διαπιστώθηκαν στη διάρκεια της έρευνας και συζητήθηκαν σε μια δίκη που έχει καταλήξει και σε συμπέρασμα και σε μια συγκεκριμένη, αναγνωρισμένη ποινή. Όλα αυτά δεν είναι ασήμαντα. Θέλουμε όμως, σε βάρος της αλήθειας, να μεταμορφώσουμε ένα

42 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy #25 [30 ιουνίου 2011]

πρόσωπο σ’ ένα σύμβολο που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Έχετε διασκευάσει έργα όπως ο Δον Κιχώτης και το Trainspotting. Πιστεύετε στις προσαρμογές σαν μια δύναμη ανανέωσης του ρεπερτορίου, ή σαν κάτι άλλο; Νομίζω ότι το πιο σημαντικό είναι το ίδιο το θέατρο. Για την προσαρμογή, τη δημιουργία, ή τη μετάφραση, το πιο σημαντικό πράγμα είναι να κάνουν το αντικείμενό τους ζωντανό. Ισχυρό. Ανήσυχο. Όποια κι αν είναι τα μέσα που χρησιμοποιούν. Προτιμώ μια παράσταση αυθάδη από μια παράσταση που επιδεικνύει σοφία. Οι βραβεύσεις σας ενδιαφέρουν; Έχετε τιμηθεί στη Γαλλία και τον Καναδά για το σύνολο του έργου σας, τι σημαίνουν όμως για έναν καλλιτέχνη με πολυπολιτισμικές καταβολές τα βραβεία των χωρών υποδοχής του; Δίνουν ιδιαίτερη χαρά στον πατέρα μου, που λέει ότι δεν έχει θυσιάσει τα πάντα για το τίποτα. Αυτό είναι που αγγίζει βαθιά κι εμένα, γιατί βλέπω ότι χρειάζεται απ’ την πλευρά του μια πραγματική υπερηφάνεια· ένα είδος συμφιλίωσης με τις

δυσκολίες που υπέμεινε – τον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου και τη φυγή με κατεύθυνση τη Γαλλία, κι έπειτα τη μετάβαση στον Καναδά. Το Incendies ανέβηκε σε πολλές χώρες και η κινηματογραφική του διασκευή (Μέσα από τις φλόγες) ήταν φέτος υποψήφια για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Ποιο απ’ τα δύο σας έδωσε μεγαλύτερη ικανοποίηση; Δεν ξέρω αν είμαι σε θέση ν’ απαντήσω. Γιατί εγώ έγραψα απλώς το θεατρικό και έκανα τη σκηνοθεσία του. Με την ταινία δεν ασχολήθηκα. Το πρώτο γεννήθηκε από μένα, το δεύτερο όχι. Και θα είμαι πάντα πιο κοντά στο θέατρο από ό,τι στον κινηματογράφο. Αλλά η ταινία μού άρεσε πολύ, και αναγνώρισα το έργο μου στη δουλειά του σκηνοθέτη, του Ντενί Βιλνέβ. Έχετε καταπιαστεί με το γράψιμο, την ηθοποιία, τη σκηνοθεσία και την καλλιτεχνική διεύθυνση. Το 2004 κάνατε και το Littoral, την πρώτη σας ταινία. Ποια απ’ όλες τις δραστηριότητες αγαπάτε περισσότερο, και πώς αυτές αλληλοσυμπληρώνονται; Μ’ αρέσει να ταξιδεύω και παράλληλα

ΘEATpO


ΑυΘΑδησ Δυο σκηνές από τις Γυναίκες, έργο που βασίζεται στην Αντιγόνη, στην Ηλέκτρα και στις Τραχίνιες του Σοφοκλή. Ο Μουαουάντ, περιγράφοντας το καλλιτεχνικό ιδίωμά του, εξηγεί: «Προτιμώ μια παράσταση αυθάδη από μια παράσταση που επιδεικνύει σοφία».

να γράφω, να σκηνοθετώ παραστάσεις ή να ερμηνεύω ρόλους μπροστά στο κοινό, και να βλέπω πώς με μεταμορφώνει όλη αυτή η διαδικασία. Μ’ αρέσει πάνω απ’ όλα η ζωή. Και η αγάπη μου για τη ζωή περνάει, ενσωματώνεται στα έργα μου. Σ’ όλα τα έργα μου. Όταν σταματάει αυτή η διαδικασία πρέπει να κάτσω και να γράψω, για να την ενεργοποιήσω και πάλι. Ο καλλιτέχνης του μέλλοντος αγνοεί τα γεωγραφικά σύνορα ή τα όρια μεταξύ των τεχνών; Ποιους άλλους περιορισμούς θα πρέπει να καταργεί; Τα χρήματα. Και τα σύνορα που δημιουργούνται από τα χρήματα. Οι παραστάσεις που δημιουργούμε δεν μπορεί να ταξιδεύουν μόνο σε πλούσιες ή ανεπτυγμένες χώρες· αυτό είναι ένα τρομερό λάθος. Μια τρομερή ανθρώπινη καθυστέρηση. Η τέχνη είναι σαν το νερό. Ο καθένας πίνει. Ο καθένας μπορεί να κινηθεί, να ταξιδέψει, να μείνει μέσα στην επικράτεια της ομορφιάς, η οποία δεν μπορεί να ορίζεται και να πλαισιώνεται από μια οικονομική πραγματικότητα. Όχι σήμερα, όχι μ’ αυτά που βιώνουμε. Αλλά οι θαρραλέες πολιτικές δεν είναι από τα χαρακτηριστικά της εποχής μας. s

ΘEATpO

Info Ουαζντί Μουαουάντ, Γυναίκες έργο βασισμένο στις τραγωδίες του Σοφοκλή Αντιγόνη, Ηλέκτρα, Τραχίνιαι Η αρχαία τραγωδία τον έχει γοητεύσει κι εκείνος έρχεται να γοητεύσει εμάς. Ο σκηνοθέτης, συγγραφέας και ηθοποιός Ουαζντί Μουαουάντ παρουσιάζει τον κύκλο Γυναίκες, έργο βασισμένο σε τρεις τραγωδίες του Σοφοκλή. Ωδείο Ηρώδου Αττικού 9-10 Ιουλίου, 21:00 Εισιτήρια: 30€, 15€, 10€


s a t s i s a V ectacle Sp

Αργυρώ Χιώτη – Αριάν λαμπέντ – Νάιμα καρμπαχάλ Τα μέσα έξω φέρνει η ομάδα Vasistas με τη νέα της παράσταση Spectacle, μια ιδιόμορφη απόπειρα εξερεύνησης της σύγκρουσης μεταξύ της κοινωνικής συμπεριφοράς και των ενστίκτων. Μέσα σ’ ένα κύκλωμα. Σ’ ένα μουσείο.

γίναμε

θέαμα

Από την Έλενα Χρηστοπούλου Φωτογραφία: Βασίλης Μαθιουδάκης

44 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy #25 [30 ιουνίου 2011]

ΘEATpO


H

Η Αργυρώ Χιώτη από την Ελλάδα, η Αριάν Λαμπέντ από τη Γαλλία (και την Ελλάδα) –βραβείο ερμηνείας στη Βενετία για το Attenberg, υπενθυμίζω– και η Νάιμα Καρμπαχάλ, από το Μεξικό, αποτελούν τη βάση της θεατρικής ομάδας Vasistas. Εναλλάσσοντας ρόλους και γλώσσες, χωρίς να χάνονται ούτε στιγμή στη μετάφραση, παρουσιάζουν μια παράσταση που αναφέρεται στο θέαμα και στη διαδικασία με την οποία απορροφάμε την κοινωνική γνώση, και την τοποθετούν στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, μπροστά από την αναδρομική έκθεση του Απόστολου Γεωργίου. Τι σημαίνει Vasistas? Α.Χ. Στα ελληνικά σημαίνει φεγγίτης. Αλλά είναι και γαλλική λέξη. Όταν οι Γερμανοί ήταν στη Γαλλία επί Κατοχής, έδειχναν τους φεγγίτες και ρωτούσαν: Was ist das? (Τι είναι αυτό;) Και οι Γάλλοι το κράτησαν ως «vasistas» (με τον τόνο στη λήγουσα), για να περιγράφουν το μικρό αυτό παράθυρο. Με μας ταιριάζει λόγω των διαφορετικών εθνικοτήτων μας, το οποίο μας επιτρέπει να χρησιμοποιούμε διαφορετικές γλώσσες. Κάτι που με τη σειρά του επηρεάζει το πώς χρησιμοποιούμε τις λέξεις επί σκηνής, το πώς τις αλλάζουμε και τις απομακρύνουμε από την αρχική τους έννοια.

Info Vasistas Spectacle Η Αργυρώ Χιώτη και η ομάδα Vasistas στήνουν μια κινούμενη εγκατάσταση με ανθρώπους. Σ’ έναν κόσμο όπου όλα γίνονται θέαμα, υπάρχει έξοδος κινδύνου; Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης 11-13 Ιουλίου, 21:00 Εισιτήρια: 20€, 10€

ΧΑσΑπικο Από αριστερά: η Νάιμα Καρμπαχάλ, η Αργυρώ Χιώτη και η Αριάν Λαμπέντ στην κρεαταγορά της Αθήνας. Η καθημερινότητα μοιάζει πολύ με σφαγείο, χρειάζεται καθημερινή εκπαίδευση για να επιβιώσεις. Δεξιά: λεπτομέρεια από ακρυλικό του εικαστικού Απόστολου Γεωργίου (2009), έργα του οποίου χρησιμοποιούνται ως άτυπα σκηνικά.

Θέλετε να μου περιγράψετε λίγο τι συμβαίνει στην παράσταση; Πώς προσεγγίζετε αυτό που αποκαλείτε «μηχανισμούς εκπαίδευσης στην καθημερινότητα»; Α.Χ. Δημιουργούμε ως βάση ένα κύκλωμα, ένα χώρο που ορίζεται από μας κι έχει τις εισόδους, τα όρια, τους κανόνες του. Ο μηχανισμός είναι, κατά κάποιον τρόπο, ένα πείραμα για τους ανθρώπους που βρίσκονται μέσα στο δίκτυο. Μια σειρά μαθημάτων συμπεριφοράς, κίνησης και άλλων πολλών πραγμάτων για όσους κυκλοφορούν εκεί μέσα. Α.Λ. Είναι ένας παραλληλισμός με τον τρόπο ζωής σ’ αυτήν την κοινωνία. Όταν γεννιέσαι, έρχεσαι σ’ ένα χώρο που έχει ήδη κανόνες και περιορισμούς και πρέπει σιγά σιγά να μάθεις πώς να κινηθείς σ’ αυτό το χώρο. Α.Χ. Μπορεί κανείς να το αντιμετωπίσει με όποιο τρόπο θέλει. Ακόμα και να το πάρεις σ’ ένα πρώτο επίπεδο όπως είναι, με τους ανθρώπους που κινούνται μέσα σ’ αυτό το δίκτυο, μ’ αυτές τις δράσεις και τις λέξεις. Φυσικά ευχόμαστε ο καθένας να κάνει τους δικούς του συνειρμούς και να συμπεριλάβει όλα τα στρώματα του τι σημαίνει παιδεία και θέαμα.

σουμε ο ένας μαζί με τον άλλον. Ο λόγος που χρησιμοποιούμε τη λέξη εκπαίδευση αφορά το κομμάτι της γνώσης που αποκτάς σταδιακά, γιατί πρέπει να τα μάθεις αυτά τα πράγματα, δεν έρχονται ενστικτωδώς. Ν.Κ. Δεν εννοούμε την εκπαίδευση με την έννοια του σχολείου, αλλά της διαδικασίας της γνώσης, του πώς μαθαίνεις να μιλάς, να περπατάς. Κι επίσης, με το πώς χειριζόμαστε τη σύνδεση του εσωτερικού με τον εξωτερικό κόσμο, το πώς εκφράζεις την εσωτερικότητά σου. Με ποιο τρόπο πλαισιώνουν τη δράση τα έργα του Απόστολου Γεωργίου; Α.Χ. Τα έργα του είναι πολύ μεγάλα σε μέγεθος κι εμείς τοποθετούμε τη δράση μπροστά τους. Είναι τα σκηνικά μας, κατά κάποιο τρόπο. Όταν είδαμε πρώτη φορά τους πίνακές του, βρήκαμε πολλά κοινά σημεία με τη δουλειά μας και με το πώς προσεγγίζουμε αυτό που αποκαλούμε θέαμα. Χρησιμοποιεί στα έργα του ανθρώπους, τους οποίους ζωγραφίζει, είτε βρίσκονται εν δράσει είτε σε πιο προσωπικές στιγμές, σαν να μην έχουν πρόσωπα. Και αναλόγως αναδεικνύει το κωμικό, το βίαιο ή το παράλογο στοιχείο. Έχεις κιόλας την αίσθηση ότι είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι μ’ αυτούς στους πίνακες. Έτσι όπως χρησιμοποιούμε το σώμα για να συνδεθούμε· έτσι όπως κινούμαστε και στεκόμαστε στη σκηνή. Στο τέλος του κειμένου στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ αναρωτιέστε αν «υπάρχει έξοδος κινδύνου». Προς τα πού; Α.Χ. Μπορεί ν’ ακούγεται χαζό, αλλά εννοούμε την έξοδο από έναν οριοθετημένο χώρο. Επειδή η έρευνά μας συμπεριλαμβάνει και ηλεκτρικά κυκλώματα, ή το δίκτυο του μετρό για παράδειγμα, σε σχέση με τη διαδραστικότητα των ανθρώπων, τα όρια σε τέτοιους χώρους είναι πολύ σαφή, οπότε αναρωτιόμαστε αν μπορεί κανείς να βγει έξω απ’ αυτά. Ν.Κ. Κάνουμε μια αντιπαράθεση των κωδικών συμπεριφοράς με τα ένστικτα, τα οποία καταπιέζονται καθημερινά και ολοένα πιο πολύ, και αυτή η έξοδος θα τους προσέφερε μια εκτόνωση.

Α.Χ. Σαν μια διέξοδος του εσωτερικού προς τον εξωτερικό κόσμο πάλι. Προέρχεστε από τελείως διαφορετικές χώρες. Πόσο απελευθερωτικό, ή όχι, είναι το ότι δουλεύετε μαζί; Α.Λ. Επειδή δεν μας ενδιέφερε ποτέ να χρησιμοποιήσουμε κείμενα, όπως η νόρμα στο θέατρο, μας είναι πολύ χρήσιμο το ότι μιλάμε πολλές γλώσσες, γιατί μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ο ένας τη γλώσσα του άλλου, να την πειράξουμε, να παίξουμε με την επικοινωνία. Γι’ αυτό και μ’ αρέσει το όνομα της ομάδας, που προέκυψε από μια παρεξήγηση ουσιαστικά. Δεν ξέρω αν είναι απελευθερωτικό, αλλά είναι σίγουρα συναρπαστικό! Α.Χ. Επίσης, κατά κάποιο τρόπο, σπάνε έτσι κάποιοι περιορισμοί ή συνήθειες που μπορεί να είχα παλιότερα. Αλλάζουν τα δεδομένα, ακόμα και λόγω αναγκαιότητας μερικές φορές, κι αυτό για μένα είναι όντως απελευθερωτικό. Ν.Κ. Για μένα σημασία έχει απλά το γεγονός ότι δημιουργούμε κάτι μαζί, προς την ίδια κατεύθυνση. Μπορεί να μη μπορούσαμε να το κάνουμε έτσι αν ήμαστε από το ίδιο μέρος. Έχετε δηλώσει πως «επιθυμία μας είναι να δημιουργήσουμε μια θεατρική γλώσσα, την οποία αυθαίρετα αποκαλούμε ευαίσθητη γλώσσα σώματος». Τι εννοείτε; Α.Χ. Έχει να κάνει με τον τρόπο που δουλεύουμε μαζί. Χρησιμοποιούμε τα χαρακτηριστικά του καθένα και της καθεμιάς, την προσωπικότητα, την ενέργεια, το λόγο, τη σκέψη, τις συγκρούσεις του/της, για να δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον, ένα σύμπαν που να συμπεριλαμβάνει όλα τα παραπάνω. Δημιουργούμε, όχι εικόνες, αλλά ζωή, πράξεις, που δεν απευθύνονται στη λογική, αλλά αποτελούν μια πρόσκληση να μπεις σ’ αυτό το σύμπαν και να νιώσεις την επαφή. Και δεν εννοώ να συγκινηθείς, αλλά να κινητοποιηθούν απ’ αυτή τη διάδραση κάποια κομμάτια, διαφορετικά και προσωπικά για τον καθένα, συνειδητά ή μη. Θέλουμε να δημιουργούμε στιγμές που μπορείς να τις πάρεις μαζί σου μετά. s

Γιατί όμως εστιάζετε στην εκπαίδευση/παιδεία; Α.Λ. Είναι πιο ευρύ απ’ αυτό, κι από την παιδεία ακόμα. Είναι για το πώς πρέπει να βρούμε έναν τρόπο και να καταφέρουμε να επικοινωνήσουμε και να ζή-

ΘEATpO

[30 Iουνίου 2011] #25 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy 45


δημήτρης Μητρόπουλος (1896-1960)

Ο Γιώργος Σκεύας γράφει και σκηνοθετεί ένα ντοκιμαντέρ για τον Έλληνα μαέστρο που τον αποκάλεσαν απόστολο της νεωτερικότητας. Ο Λευτέρης Βογιατζής μελετά το αρχείο των επιστολών του. 51 χρόνια μετά το θάνατο αυτού του Έλληνα κοσμοπολίτη με τη λαμπρή διαδρομή, οι πειραματισμοί του, οι συνεργασίες του, το μοντέρνο πνεύμα του συνεχίζουν να αποτελούν αντικείμενο δημόσιων συζητήσεων. Ποιος είναι ο Δημήτρης Μητρόπουλος και τι έχει να μας πει;

“δεν βάζω όριο

46 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy #25 [30 ιουνίου 2011]

Στο ξόδεμα του χρόνου και του εαυτού μου Από την Κατερίνα Σχινά

ΝτοκιΜΑΝτερ


Τ

ον είπαν ιεροφάντη της μουσικής, ιεραπόστολο της νεωτερικότητας, ταγμένο με μοναστική προσήλωση στην επικοινωνία της μουσικής πράξης με το κοινό της. Ήταν εκείνος, που, με τα λόγια του Ιάσονα Δημητριάδη, θέλησε «να συλλάβει και να προσλάβει συνολικά τη μουσική στη νομοτελειακή και ιστορική της διάσταση», θεωρώντας ταυτόχρονα πως η τέχνη πρέπει να έχει ηθική βάση και «οι καλλιτέχνες οφείλουν να δίνουν το ύψιστο παράδειγμα της ακεραιότητας και της ηθικής», καθώς έγραφε ο ίδιος στη φίλη του Καίτη Κατσογιάννη. Ο μαέστρος που ανανέωσε το ενδιαφέρον για τον Γκούσταβ Μάλερ∙ αυτός που υπερασπίστηκε, πρόβαλε και επέβαλε τα πολυδαίδαλα έργα του 20ού αιώνα, σε πείσμα του κοινού, των ιμπρεσάριων και πολλές φορές και των ίδιων των μουσικών – ένας από τους ελάχιστους, όπως θα πιστοποιούσε ο ‘Αρνολντ Σαίνμπεργκ, που διηύθυναν δωδεκάφθογγη μουσική στα χρόνια της δεκαετίας του 1940. Ο πειραματιστής, που από τη θέση του στην κεφαλή της Συμφωνικής Ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών θα παρουσιάσει το 1928 την Ιστορία του στρατιώτη του Στραβίνσκι για πρώτη φορά στην Αθήνα, επισύροντας την μήνι κοινού και μιας μερίδας της κριτικής. Ο «ξενιτεμένος Έλληνας» σύμφωνα με τη δική του διατύπωση, που εγκατέλειψε τη στενόμυαλη πατρίδα του για να θριαμβεύσει στα πόντιουμ της Συμφωνικής Ορχήστρας της Μιννεάπολης και αργότερα της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης και να επισφραγίσει το μύθο του πεθαίνοντας από καρδιακή προσβολή κατά τη διάρκεια της πρόβας της Τρίτης Συμφωνίας του Μάλερ στη Σκάλα του Μιλάνου, το Νοέμβριο του 1960. Ο μύθος του Δημήτρη Μητρόπουλου στηρίχτηκε κυρίως στην ασκητική, στυφή, σχεδόν επώδυνη πορεία του προς την τελείωση: «στο ξόδεμα του χρόνου και του εαυτού μου δεν βάζω όριο», έλεγε ο ίδιος. Το μυστικό του ήταν η πλήρης αφομοίωση της παρτιτούρας, η οικείωσή της με τρόπο σχεδόν σωματικό. Διηύθυνε, φυσικά, τα πάντα από μνήμης, όχι μόνο στη συναυλία αλλά και στις δοκιμές, όπου συχνά έδινε την αρίθμηση των μέτρων προς επανάληψη χωρίς ποτέ να ανατρέχει στο μουσικό κείμενο· φαινόταν «να καταβροχθίζει», όπως έγραψε ένας κριτικός, «τη μουσική ζωντανή»· εκτελούσε τα έργα με «την πλήρη και ριψοκίνδυνη μαεστρία ενός εγκεφάλου, ο οποίος περιέκλειε κάθε νότα της παρτιτούρας», παρότι το ρεπερτόριό του διέθετε εύρος και ποικιλία χωρίς προηγούμενο. «Η τεχνική του Μητρόπουλου ήταν το “πόδιον”», σημείωνε ο Γιώργος Σεφέρης, τονίζοντας ότι προτιμούσε «τούτη τη λατινική λέξη από την “μπαγκέτα του μαέστρου”» κατά το κοινώς λεγόμενο. Άλλωστε ποια μπαγκέτα; Ο Μητρόπουλος είχε αρχίσει από το 1925 να διευθύνει

ΝτοκιΜΑΝτερ

χωρίς ραβδάκι και από το 1928 χωρίς παρτιτούρα. Όταν ξαναπήρε την μπαγκέτα στα χέρια του, το 1954, «πότε την ξεχνούσε, πότε την περιέφερε χαλαρά σαν να μην τη χρειαζόταν». Και φυσικά δεν τη χρειαζόταν. Ο ερευνητής Τζορτζ Μάρτιν ανακαλεί, σε συνομιλία του με τον Όλιβερ Ντάνιελ, πως όποτε ο Μητρόπουλος διηύθυνε, εκείνος συνήθιζε να κάθεται κοντά του, «επειδή του άρεσε να παρακολουθεί τον τρόπο που κινούσε τα χέρια του προς την ορχήστρα, λες και τα δάχτυλά του δέχονταν ηλεκτρικό σοκ». Ο συνθέτης Γκίντερ Σούλερ –ο οποίος, την εποχή που ο Μητρόπουλος βρισκόταν επικεφαλής της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης, έπαιζε κόρνο στην ορχήστρα– εκμυστηρεύεται ότι βίωνε κάποιες στιγμές της μουσικής διεύθυνσης του Μητρόπουλου ως «θρησκευτικές εμπειρίες». «Όταν ο Μητρόπουλος διηύθυνε, τα πάντα έσβηναν γύρω του. Δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο. Δεν υπήρχε αμφιθέατρο, δεν υπήρχε αέρας, δεν υπήρχαν άλλοι άνθρωποι, υπήρχε μόνον η μουσική (...). Κάποτε βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση έκστασης και παροξυσμού, ώστε μας κοίταζε σαν προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης που κραυγάζει στη μέση της ερήμου. Το βλέμμα του μας διαπερνούσε κι έπεφτε μέσα στη μουσική – ήταν σαν μία ερευνητική και ενορατική ματιά που στόχευε κατευθείαν στην ψυχή της μουσικής αλήθειας». Η διεύθυνση του Μητρόπουλου ήταν, θαρρείς θεμελιωμένη πάνω σ’ ένα άρθρο πίστης, το οποίο, ώς εκείνη τη στιγμή, έμοιαζε σταθερό σαν βράχος: ο μάεστρος δεν ήταν δικτάτορας, αλλά συνεργάτης σ’ ένα κοινό δημιουργικό εγχείρημα, ένας συνάδελφος, ο οποίος θα έπρεπε να καθοδηγεί με το παράδειγμα, την πειθώ και την αγάπη του παρά με το φόβο. «Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι ο ίδιος και η ορχήστρα γίνονταν αδελφοί-ιερουργοί σ’ ένα είδος καλλιτεχνικής λειτουργίας που, αλίμονο, δεν ήταν όλοι οι μουσικοί ικανοί να κοινωνήσουν», σημειώνει ο βιογράφος του Μητρόπουλου Γουίλιαμ Τρότερ. Μυστικιστής που έβλεπε στη μουσική διαδικασία μια ευκαιρία αυτοϋπέρβασης, χριστιανός που εξυψωνόταν μέσω του αναχωρητισμού, ή ακόμη και του μαρτυρίου («ήταν η προσωποποίηση της αρχής που παροτρύνει “στρέψε και την άλλη παρειά”», λέει ο Γκίντερ Σούλερ, αναφερόμενος στη δύσκολη σχέση του μαέστρου με τους μουσικούς της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης, μια σχέση που οδήγησε στη θλιβερή αποπομπή του από την ορχήστρα και την αντικατάστασή του από τον Λέοναρντ Μπέρνσταϊν) ο Δημήτρης Μητρόπουλος ήταν μια εφηβική ψυχή, απόλυτα εξαρτημένη από το βλέμμα του άλλου, απόλυτα παγιδευμένη στην ανάγκη της ν’ αγαπηθεί. Ένας από τους λίγους αφοσιωμένους στον Μητρόπουλο μουσικούς της Φιλαρμονικής, ο Λέοναρντ Ρόουζ, αφηγείται πώς, ενοχλημένος από την εμφανή απειθαρχία των συναδέλφων του που συχνά άγγιζε τη χυδαιότητα, πλησίασε κάποτε τον Έλληνα αρ-

χιμουσικό και τον ρώτησε: «Μαέστρο, γιατί δεν αποφασίζεις να εκτελέσεις αυτά τα κομμάτια λίγο πιο αργά και να ζητήσεις από τους μουσικούς να τα παίξουν σωστά;». Ο Μητρόπουλος έσκυψε ελαφρά το κεφάλι και ψιθύρισε: «Στ’ αλήθεια δεν θέλω. Θα...». Η φωνή του έσβησε, ο Ρόουζ όμως ήταν σίγουρος ότι ήταν έτοιμος να πει: «Θα δυσανασχετούσαν μαζί μου. Δεν θα με θεωρούσαν πια καλό άνθρωπο». Η ανάγκη να τον αγαπούν και να τον αποδέχονται, η βαθύτατη ανασφάλεια μέσα στην αναντίρρητη υπεροχή, ήταν ό, τι τον χαρακτήριζε, σύμφωνα με τους φίλους και τους συνεργάτες του. Γιατί, η τόσο εντατική επικοινωνία του Μητρόπουλου με το μουσικό κείμενο που τον έκανε να μεταμορφώνεται στις συναυλίες «λες και εξέθετε το πνεύμα του, την ίδια του την ψυχή», καθώς θυμάται η σοπράνο Φράνσις Γκριρ, δεν αναλογούσε με εκείνη ενός αισθητιστή που επιζητεί απλώς το άρτιο αποτέλεσμα. Βαθιά τραγική, εμπεριείχε την αγωνία του μοναχικού ανθρώπου, που μέσα από το μουσικό έργο αποκαθιστούσε τη σχέση που δεν είχε με τη ζωή. «Στις υπερβατικές στιγμές αγνής καλλιτεχνικής κοινωνίας με τις ορχήστρες που διηύθυνε, έφθανε σε μια σχεδόν μυστικιστική κατάσταση ερωτικής χάρης», γράφει ο Τρότερ. Η συναυλία δεν ήταν για τον Μητρόπουλο παρά μια στιγμή φλογερής χαράς, «μια άλλη έκφραση της σεξουαλικής ζωής που δεν είχε ζήσει», καθώς εκμυστηρευόταν στη φίλη του Καίτη Κατσογιάννη, πεπερασμένος «χρόνοςκανάλι προς τον κόσμο» της εσωστρεφούς του φύσης. Όλα τα στοιχεία της τεχνικής του, η ίδια η ερμηνευτική του αντίληψη υπήρχαν για να υπηρετούν αν όχι «τον Θεό», όπως παρατηρούσε, κάπως ειρωνικά, το Σεπτέμβριο του 1951, ο κριτικός του Observer, πάντως σίγουρα την επαφή του, έστω και μονόδρομη, με τους «άλλους». «Η τέχνη πρέπει να φτάνει στον άνθρωπο», έλεγε ο Μητρόπουλος. Μονάχα έτσι ανακτά την χαμένη της ιερότητα. s

γυΜΝΑ ΧεριΑ Απέναντι, ο Δημήτρης Μητρόπουλος μπροστά στο πιάνο. Πάνω, στο πόντιουμ, την ώρα του χειροκροτήματος. Ένδειξη της πυρετώδους σχέσης του με τη μουσική ήταν, ενδεχομένως, και το ότι διηύθυνε με γυμνά χέρια.

Info Γυμνά Χέρια, ένα ντοκιμαντέρ για τον μεγάλο Έλληνα μαέστρο Δημήτρη Μητρόπουλο Ο Γιώργος Σκεύας γράφει και σκηνοθετεί ένα ντοκιμαντέρ για τον μαέστρο που διηύθυνε χωρίς μπαγκέτα, με γυμνά χέρια. Ο Λευτέρης Βογιατζής μελετά το αρχείο των επιστολών του και το οπτικοακουστικό υλικό για να αποκαλύψει τη ζωή του. Πειραιώς 260, Κτίριο Η 11 Ιουλίου, 21:00 Εισιτήρια: 5€

[30 Iουνίου 2011] #25 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy 47


Χρήστος στέργιογλου

κι αν εκείνος με τον οποίο διαφωνείς

τελικά έχει δίκιο;

Θεσσαλονίκη. Ένα αινιγματικό, γοητευτικό πλάσμα, με παλιομοδίτικα φορέματα, περιφέρεται στα στενά του Βαρδαρίου. Παρτάλι, τον φωνάζουν. Ποιος είναι; Τι ψάχνει; Ένας μονόλογος στηριγμένος στο Παρτάλι, το γνωστό μυθιστόρημα του Θόδωρου Γρηγοριάδη, μας εισάγει σε ένα παιχνίδι μεταμφιέσεων και εξομολογήσεων. Από την Κατερίνα Κόμητα Φωτογραφία: Βίκυ Γεωργοπούλου

Π

αρότι εγνωσμένης αξίας ρολίστας κι ένας από τους σημαντικότερους ηθοποιούς της γενιάς του, ο Χρήστος Στέργιογλου έχει κάτι από τον αέρα θεατρίνου παλαιάς κοπής. Έχοντας στο ενεργητικό του σημαντικές συνεργασίες, τόσο στο θέατρο όσο και στο σινεμά, πέρυσι πρωταγωνίστησε στον Κυνόδοντα του Γιώργου Λάνθιμου και με την ερμηνεία του συνέβαλε στη θεαματική πορεία του έργου που έφτασε να είναι υποψήφιο για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Φέτος, επανέρχεται στο Ελληνικό Φεστιβάλ ως Παρτάλι (όπως λέγεται αλλιώς το κουρελιασμένο ρούχο), σ’ ένα μονόλογο που βασίστηκε στο ομώνυμο έργο του Θεόδωρου Γρηγοριάδη, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του σκηνοθέτη, ψυχίατρου και δραματοθεραπευτή Στέλιου Κρασανάκη. Ας ξεκινήσουμε λέγοντας κάποια πράγματα για το έργο… Το Παρτάλι είναι ο μονόλογος ενός ανθρώπου, ο οποίος μεγάλωσε στα χρόνια του πολέμου και της Κατοχής. Η μητέρα του, από φόβο μήπως τον πάρουν στρατιώτη και σκοτωθεί, τον ανάγκαζε να ντύνεται μόνο με φουστάνια, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος αυτός να φοράει αποκλειστικά ρούχα του αντίθετου φύλου. Η ιδιαιτερότητά του αυτή καθόρισε όλη του τη ζωή, τους έρωτές του, τη δουλειά του. Σε κάποια φάση της ζωής του, ένας έρωτας τον οδηγεί

στην Αμερική όπου θα δουλέψει επί χρόνια σε drag show, αφηγούμενος τη ζωή του. Στην παράσταση τον συναντάμε στο 1991, σε ηλικία περίπου 60 ετών. Το Παρτάλι, όπως τον κορόιδευαν παλιά, έχει μόλις επιστρέψει στην Ελλάδα ως δοξασμένη Μις Παρτάλες, με σκοπό να επαναλάβει το σόου που τον έκανε διάσημο στην Αμερική. Κάποια στιγμή, όμως, παρασύρεται, και η παράστασή του, από σόου, μετατρέπεται σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση… Συναντήσατε κάποιες ιδιαίτερες δυσκολίες δουλεύοντας το ρόλο; Κάθε ρόλος έχει την ίδια δυσκολία: ο ηθοποιός πρέπει να ψάξει να βρει την καρδιά, την αλήθεια του ρόλου, κι ύστερα να φροντίσει ώστε αυτή η αλήθεια να εκτιναχθεί. Εγώ τουλάχιστον έτσι τους ψάχνω τους ρόλους. Είναι δύσκολη η οδός αυτή, γιατί δεν έχει κανένα εφέ, κανέναν εντυπωσιασμό. Είσαι μόνος, αντιμέτωπος με τον εαυτό σου και τους θεατές. Πείτε μου μια σκέψη που σας δημιουργήθηκε δουλεύοντας το Παρτάλι… Αν δεν σε καθοδηγούν οι φόβοι σου, αν δεν το φοβηθείς, αυτό που έρχεται μπορεί να είναι μια τεράστια ανακούφιση. Καλός συνεργάτης για εσάς ποιος είναι; Αυτός που του έχεις και σου έχει εμπιστοσύνη. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα: Στο Παρτάλι συνεργαστήκαμε

48 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy #25 [30 ιουνίου 2011]

πέντε άνθρωποι. Κάθε φορά που κάποιος από εμάς έλεγε πως κάτι δεν του άρεσε, αμέσως το αλλάζαμε χωρίς καν να του ζητήσουμε να δικαιολογήσει την άποψή του. Σε όλες τις αποφάσεις μας η αποδοχή έπρεπε να είναι ομόφωνη…

λόγια, αυτό που θέλω να πω είναι πως η δουλειά μας απαιτεί ταπείνωση. Προσωπικά, έχω συνηθίσει να παίρνω από τους ανθρώπους που συνεργάζομαι μόνο τα καλά τους στοιχεία. Αυτά που με βοηθούν να προχωράω.

Αυτή η εμπιστοσύνη που λέτε, πόσο συχνά απαντά άραγε στο θέατρο; Πάρα πολύ σπάνια. Ωστόσο, κατά ένα μαγικό τρόπο, τον τελευταίο καιρό, πάντα συμβαίνει να με καλούν να συνεργαστούμε άνθρωποι με τους οποίους μιλάμε την ίδια γλώσσα. Αυτό βέβαια δεν είναι τυχαίο, γιατί κάποιος, βλέποντας τη δουλειά σου, καταλαβαίνει σ’ ένα βαθμό αν μπορεί να συνεργαστεί μαζί σου ή όχι. Κι ύστερα, αυτή η επιθυμία για συνεργασία, μ’ ένα μαγικό τρόπο, γίνεται και πράξη.

Όταν βλέπετε κάποιον συνάδελφό σας για πρώτη φορά επί σκηνής, τι είναι αυτό που σας κάνει να πείτε ότι είναι καλός ηθοποιός; Όταν βλέπω την καθαρότητά του κι όταν με παρασέρνει σε κάτι που μου ήταν απρόβλεπτο. Όταν καταφέρνει να δημιουργήσει έναν ανοιχτό διάλογο μεταξύ μας, χωρίς να μιλάμε.

Θέλετε να πείτε ότι κατά κάποιο τρόπο οι άνθρωποι έλκονται; Βεβαίως ναι! Θέλω να πω, δεν είναι τυχαίο που τα τελευταία χρόνια δουλεύω μόνο με ανθρώπους που συνεννοούμαι. Έχετε ποτέ παρατήσει μια δουλειά λόγω έλλειψης συνεννόησης; Όχι, γιατί πιστεύω ότι ακόμα κι αν δεν συμφωνείς με το σκηνοθέτη, από τη στιγμή που βρέθηκες σε μια δουλειά, πρέπει ν’ ακολουθήσεις τον κώδικά του. Επίσης, αυτό που έχω καταλάβει εδώ και χρόνια, είναι πως υπάρχει πάντα η περίπτωση ο άνθρωπος με τον οποίο διαφωνείς να έχει τελικά δίκιο. Μ’ άλλα

Στην πορεία της καριέρας σας, θυμάστε κάποια δουλειά που σας έκανε ν’ ανεβείτε ένα σκαλοπάτι, να γίνετε καλύτερος ηθοποιός; Όχι. Αυτό που θυμάμαι είναι οι στιγμές που έχω αισθανθεί αυτό που εγώ ονομάζω «άνοιγμα». Κι αυτές οι στιγμές πρέπει να ομολογήσω πως είναι ελάχιστες. Έχω παίξει πάνω από εκατό θεατρικά έργα, κι αυτή την αίσθηση πρέπει να την έχω νιώσει συνολικά πέντε λεπτά. Και πάλι πολλά λέω… Αυτό το «άνοιγμα» που περιγράφετε, τι ακριβώς είναι; Δεν ξέρω να σου πω. Είναι κάτι που σε συνδέει λες με ολόκληρη την ανθρωπότητα. Σας συμβαίνει μόνο στο θέατρο; Όχι. Είναι εντελώς απρόβλεπτο το πότε

ΘεΑτρο


Και ποιες είναι αυτές οι προϋποθέσεις; Να πηγαίνεις στην πρόβα χωρίς να υπάρχει κανένα θέμα παρεξήγησης με τους συνεργάτες σου· να μην απαξιώνεις την τωρινή σου δουλειά βλέποντάς την απλώς ως ένα σκαλοπάτι για μια μελλοντική, καλύτερη· να είσαι ολότελα

μέσα σ’ αυτό που κάνεις κάθε φορά. Αν σας ρωτούσα σήμερα, για ποιο λόγο γίνατε τελικά ηθοποιός, τι θα μου απαντούσατε; Δεν έχω ιδέα και δεν μ’ ενδιαφέρει να το ψάξω. Αυτό που ξέρω είναι πως ο έρωτας και η δουλειά μου είναι τα δύο πράγματα που με ευχαριστούν περισσότερο στη ζωή μου. Όταν ακούτε τη λέξη καλλιτέχνης, τι σκέπτεστε; Για μένα καλλιτέχνης δεν είναι απαραίτητα ένας άνθρωπος που ασχολείται με

την ηθοποιία, τη λογοτεχνία ή τη ζωγραφική. Μπορεί να είναι κάλλιστα κι ένας μανάβης που δεν πουλάει σάπια προϊόντα. Το λέω αυτό γιατί το έχω δει και το θαύμασα: πήγα κάποτε σ’ ένα μανάβικο όπου όλα ήταν τοποθετημένα τέλεια. Τα χρώματα βρισκόταν σε απόλυτη αρμονία και δεν υπήρχε ούτε ένα χαλασμένο προϊόν. Για μένα λοιπόν, αυτός που δεν δίνει χαλασμένα προϊόντα είναι μεγάλος καλλιτέχνης! Αυτό ακριβώς θα ήθελα να κάνω κι εγώ: να μη δώσω ποτέ χαλασμένα προϊόντα στους ανθρώπους που έρχονται να με δουν να παίζω. s

Δεν έχω ιδέα

γιατί έγινα ηθοποιός.

θα συμβεί. Μπορεί στις πρόβες, μπορεί στη σκηνή, στο σινεμά· το έχω νοιώσει ακόμα και σε μια ανάγνωση ποιημάτων. Δεν ξέρω πότε μπορεί να συμβεί, ξέρω όμως τις προϋποθέσεις που πρέπει να υπάρχουν για να το νιώσει κάποιος.

Αυτό που ξέρω, είναι πως ο έρωτας και η δουλειά μου με ευχαριστούν περισσότερο στη ζωή μου

ΑΝΑπΑυση Ο Χρήστος Στέργιογλου έχει κάθε λόγο να επαναπαύεται στις δάφνες του – αλλά για λίγο. Διότι σύντομα πρέπει να παλέψει με το ρόλο, να τον τιθασεύσει, να κάνει το θεατή κοινωνό όσων υποφέρει αυτός τον οποίο υποδύεται.

Info Το παρτάλι Bασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Θόδωρου Γρηγοριάδη Ο Χρήστος Στέργιογλου ενσαρκώνει το Παρτάλι, έναν αινιγματικό άνδρα που αναγκάστηκε να ζήσει ντυμένος με γυναικεία ρούχα. Ο σκηνοθέτης, ψυχίατρος και δραματοθεραπευτής Στέλιος Κρασανάκης υπογράφει τη σκηνοθεσία. Πειραιώς 260, Κτίριο Ε 8-10 Ιουλίου, 21:00 Εισιτήρια: 20€, 10€

η αφήγηση, η απόλαυση, η παρέκκλιση Το Παρτάλι είναι ίσως το πιο γνωστό βιβλίο του Καβαλιώτη συγγραφέα Θόδωρου Γρηγοριάδη. Κυκλοφόρησε το 2001 και, αμέσως, έγινε ευμενέστατα δεκτό από την κριτική. Ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου επισήμαινε: «Όσο θα ξετυλίγεται η ιστορία ενός μικρού αγοριού που το έντυναν κοριτσίστικα στην Κατοχή, τόσο και το Παρτάλι θα αποκτάει δημοσιότητα, θα γίνεται νούμερο σε καμπαρέ, θεατρική παράσταση, ακόμη και σε βιβλίο “περίπτωσης μεταμφιέσεων” θα βρεθεί η “περίπτωσή” του. Όμως η παγίδα έχει ήδη στηθεί. Αποκαλύψεις και γεγονότα θα ανατρέψουν το σκηνικό της παράστασης που έχει στηθεί από το Βαρδάρι μέχρι το Πανεπιστήμιο. Τα παιδιά θα δοκιμαστούν με το πέρασμά τους σ’ έναν οριακό χώρο, όπου η αλήθεια και ο μύθος, η καθημερινότητα και το θέαμα συγχέονται. Τα φύλα μπερδεύονται, ο ερωτισμός ανατρέπεται, οι ταυτότητες αμφισβητούνται. Η ιστορία ξαναγράφεται με τα ίδια υλικά, μόνο που τώρα θέλει να συμπεριλάβει και νέες “περιπτώσεις”. Το Παρτάλι είναι ένα συνεχές παιγνίδι αποκαλύψεων και μεταμφιέσεων. Αιρετικό και τολμηρό αλλά και βαθιά συγκινητικό, μας παρασύρει στην ίδια παγίδα που έχει στηθεί εξ αρχής και στους ήρωές μας: στην παγίδα της αφήγησης, της απόλαυσης και της παρέκκλισης».

ΘEATpO

[30 Iουνίου 2011] #25 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy 49


Νικολάι κολιάντα

o Άμλετ του είναι

σκύλος

O σΑιΞπηρ, η τζοκοΝτΑ, ο πεερ γκυΝτ

Στο θεατρό του, πριν από την παράσταση, σερβίρει μπορστ, τη γνωστή ρωσική σούπα, στους θεατές του. Αν μπορούσε, θα έκανε πληθωρικά θεάματα, κράμα θεάτρου και κινηματογραφικών υπερπαραγωγών. Λόγω έλλειψης μπάτζετ, τη φαντασμαγορία την εξασφαλίζει σε παλιατζίδικα αλλά ακόμα και σε κάδους σκουπιδιών. Ο κατά Κολιάντα Άμλετ γρυλίζει, γαυγίζει, δείχνει τα δόντια του... Τι φέρνει στο θέατρο ο Ρώσος σκηνοθέτης που τον κατατάσσουν στη νέα πρωτοπορία; Από τη Νίκη Ορφανού

50 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy #25 [30 ιουνίου 2011]

Ο Άμλετ του Κολιάντα υπερβαίνει τα σαιξπηρικά άκρα. Αναζητεί πληροφορίες για τους δολοφόνους του πατερα του στις κινεζικές ρεπροντιξιόν της Τζοκόντα (πάνω), επιδιώκει συμβολισμούς σχηματίζοντας το σημείο του σταυρού με ξασπρισμένα οστά από μοσχαρίσια πόδια και, εντέλει, διαφεύγει απ’ το σάπιο βασίλειο της Δανιμαρκίας με βάρκα, χρησιμοποιώντας ως κουπί ένα κουτάλι «δανεικό» από άλλο έργο, από άλλη παράσταση: από τον Πέερ Γκυντ του Ίψεν.


O

Νικολάι Κολιάντα ήταν δεν ήταν δεκαπέντε χρονών όταν αποφάσισε να κάνει θέατρο. Σύντομα, ο νεαρός Ρώσος από το Καζακστάν απέδειξε ότι δεν αστειευόταν. Ξεκίνησε ως ηθοποιός και η γεύση του θεάτρου του άρεσε. Αλλά στα είκοσι τέσσερά του, και μετά από μια αξιόλογη πορεία, βρέθηκε ξαφνικά εκτός θιάσου: δεν μπορούσε ν’ αποχωριστεί το ποτό. Ο Κολιάντα δεν το έβαλε κάτω και επέστρεψε ακόμα πιο πεισματωμένος. Στα τριάντα του έγραψε το πρώτο του έργο και έκτοτε συνέχισε να γράφει ακατάπαυστα. Ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Οι ήρωές του, βουτηγμένοι στη μιζέρια, στα χρέη και συχνά και στο αλκοόλ, έφεραν ίχνη απ’ τη μεγάλη ρωσική παράδοση. Εκείνη την πρώιμη μετασοβιετική περίοδο, όταν το σύγχρονο ρωσικό θέατρο ήταν ακόμη σε εμβρυακό στάδιο, ο δρόμος για τον φιλόδοξο νέο, που σήμερα έχει στο ενεργητικό του πάνω από ενενήντα έργα και αρκετά βραβεία, και θεωρείται ένας εκ των «πατέρων» της ρωσικής πρωτοπορίας, φαινόταν ανοιχτός. Πολύ νωρίς, βέβαια, κατάλαβε ότι ούτε η συγγραφή τού ήταν αρκετή. Ήθελε να κάνει αυτό που λέμε «ολικό θέατρο» – μ’ άλλα λόγια, τα πάντα. Το 2001 είχε βρει τον πρώτο του χώρο, είχε συγκροτήσει θίασο κι αγωνιζόταν να στήσει τις παραγωγές του. Η ρωσική μαφία όμως είχε άλλη άποψη, και δεν δίστασε να το ανατινάξει για να το μεταμορφώσει στη συνέχεια σε εστιατόριο. Έτσι, η περιπέτεια του πρώτου του θεάτρου, που βρισκόταν στο υπόγειο ενός πρώην γραφείου της ΚαΓκεΜπε, κατέληξε άδοξα. Αλλά αυτό δεν τον σταμάτησε. Το επόμενο θέατρό του, το θέατρο Κολιάντα, επέζησε των πρώτων κακουχιών και στεγάζει μέχρι σήμερα τον Κολιάντα και το θίασό του. Είναι ένα μικροσκοπικό θέατρο 62 θέσεων στο κέντρο της πόλης Γιεκατερίνενμπουργκ. Ο Νικολάι Κολιάντα είναι σ’ αυτό απόλυτος άρχοντας: καλλιτεχνικός και οικονομικός διευθυντής, λογιστής, υπεύθυνος τύπου, σκηνογράφος, ενδυματολόγος, φωτιστής, και μερικές φορές και συνθέτης της μουσικής των παραστάσεων. Εκτός των άλλων, μαγειρεύει θαυμάσια και τη γνωστή ρωσική σούπα «μπορστ» για το κοινό του θεάτρου. «Φτιάχνω δυο κατσαρόλες μπορστ και τις σερβίρω στους θεατές πριν την παράσταση», εξηγεί. «Η σούπα είναι δωρεάν. Μου αρέσει όταν ακούω κάποιους να λένε: Δεν είναι θαυμάσιο; Ο Νικολάι Κολιάντα με τάισε σούπα σήμερα!» Η σκηνοθεσία ήταν αρχικά μέρος του πακέτου: ήθελε πολύ απλά να δει τα έργα του στη σκηνή και δεν υπήρχε άλλος να το κάνει. Αυτό στην πορεία άλλαξε, καθώς το μικρόβιο της σκηνοθεσίας μπήκε στο αίμα του και υπερίσχυσε. Ούτε καν τα 90 έργα του δεν ήταν αρκετά να τον χορτάσουν. Άρχισε ν’ ανεβάζει κλασικούς, σύγχρονούς του Ρώσους συγγραφείς αλλά και ξένους, και οτιδήποτε τελικά έπεφτε στα χέρια του – και όλα τα μετα-

ΘEATpO

χειριζόταν με την ίδια ελευθερία με την οποία έκοβε κι έραβε τα δικά του. Σ’ έναν ιδανικό κόσμο, θα έκανε ένα μείγμα θεάτρου και σινεμά. Πληθωρικά, δηλαδή, θεάματα, πολυπληθή, γεμάτα εικόνες, βαριά σκηνικά και φανταχτερά κοστούμια. Κι όμως, τα περιορισμένα οικονομικά μέσα τελικά δεν τον εμπόδισαν. Βρήκε λύση στα παλιατζίδικα της πόλης, και δεν έλειψαν οι περιπτώσεις που ανακάλυψε υλικά ακόμα και στους κάδους απορριμμάτων της γειτονιάς του. Η φήμη που σιγά σιγά απέκτησε στην Ευρώπη μέσα απ’ τη συμμετοχή του σε φεστιβάλ δεν άλλαξε τα γούστα του. Ο Άμλετ είναι ένα καλό παράδειγμα. Ο σαιξπηρικός ήρωας περιφέρεται αναζητώντας τον δολοφόνο του πατέρα του σε μια σκηνή γεμάτη κινέζικα αντίγραφα της Τζοκόντας και λογής λογής καδραρισμένα πορτραίτα, αλλά και κονσέρβες με τροφή για γάτες, σκουπίδια, κουρέλια, μια μεγάλη μαύρη πλαστική μπανιέρα (που μπορεί να μετατραπεί σε τάφο, νυφικό κρεβάτι ή σκουπιδοτενεκέ), φελλούς, άδεια μπουκάλια, ασπρισμένα κόκαλα βοδιού που ο Άμλετ δένει σε σχήμα σταυρού, καθώς και αξεσουάρ από άλλες παραστάσεις, όπως το εντυπωσιακών διαστάσεων κουτάλι από τον Πέερ Γκυντ, που ο Άμλετ χρησιμοποιεί ως κουπί όταν φεύγει με τη βάρκα για τον τόπο της εξορίας του. Το βασίλειο της Δανιμαρκίας είναι σάπιο και του φαίνεται. Ο ίδιος ο Άμλετ, όπως και οι υπόλοιποι ήρωες του έργου (ο Κολιάντα έχει κρατήσει για τον εαυτό του το ρόλο του πατέρα-φαντάσματος που εμφανίζεται με φτερά αγγέλου και μπλουζάκι με την εικόνα του Χριστού) θυμίζουν απελπισμένους άγριους με βαμμένα πρόσωπα στα χρώματα του πολέμου – ή, καλύτερα, μια αγέλη σκύλων. Γρυλίζουν, γαυγίζουν, επιδεικνύουν τα δόντια τους και τα περιλαίμιά τους, και με την πρώτη ευκαιρία είναι έτοιμοι να ορμήσουν και να ξεσχίσουν ο ένας τον άλλον. Αυτός είναι ο Άμλετ όπως δεν τον έχουμε ξαναδεί. Τρελός; Χωρίς αμφιβολία. Κι έχει σίγουρα πλάκα. s

Info Θέατρο Κολιάντα - Νικολάι Κολιάντα Άμλετ του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ Ηθοποιός, συγγραφέας και σκηνοθέτης, ο Νικολάι Κολιάντα είναι ο κορυφαίος της σύγχρονης ρωσικής θεατρικής σκηνής. Στην πρώτη του εμφάνιση στην Ελλάδα, παρουσιάζει τη δική του εκδοχή του Άμλετ, μια παράσταση που έχει ήδη αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές. Πειραιώς 260, Κτίριο Η 7-9 Ιουλίου, 21:00 Εισιτήρια: 25€, 20€, 15€

[30 Iουνίου 2011] #25 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy 51


© Alix Laveau © Alvaro Yanez

ζερεμί ρορέρ

στο κέντρο του κύκλου

της αρμονίας Tο μουσικό σύνολο Cercle de l‘Harmonie παρουσιάζει, σε συναυλιακή μορφή, την όπερα του Μότσαρτ, Ιδομενέας, Βασιλιάς της Κρήτης. Κι ο μαέστρος του, ο φοβερός και τρομερός Ζερεμί Ρορέρ, εξηγεί γιατί του αρέσει ο Μότσαρτ: επειδή πιστεύει στα θαύματα. Aπό τη Χαρά Σακελλάρη

52 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy #25 [30 ιουνίου 2011]

διΑκριτικΑ Ο μαέστρος Ζερερμί Ρορέρ και το μουσικό σύνολο Cercle de l‘Harmonie (στην κορυφή). Διακριτικοί, παρά τις αλλεπάλληλες διακρίσεις.

Μουσικη


O

Γάλλος μαέστρος Ζερεμί Ρορέρ και το μουσικό σύνολο Cercle de l‘Harmonie, όπου κι αν εμφανίζονται, τραβούν τα βλέμματα πάνω τους. Κριτικοί και κοινό ενθουσιάζονται και οι διακρίσεις διαδέχονται η μία την άλλη. Ο 38χρονος μαέστρος, που δραστηριοποιείται με επιτυχία και ως συνθέτης, ίδρυσε μαζί με τον βιολονίστα Ζυλιέν Σοβέν την ορχήστρα Cercle de l‘Harmonie το 2005, ενώ έχει διευθύνει και άλλες σημαντικές ορχήστρες, όπως της Όπερας της Βαστίλλης και της Λυών. Και μ’ όλο που έχει διακριθεί με το βραβείο «Γκαμπριέλ Ντυσυρζέ», που δίνεται σε εξαιρετικούς νέους ερμηνευτές του Μότσαρτ, δεν επαναπαύεται. Έχει αποδείξει ότι μπορεί να χειρίζεται με δεξιοτεχνία και έργα του Κουρτ Βάιλ και δηλώνει θαυμαστής της δουλειάς του Στιβ Ράιχ. Στην Ελλάδα, ο Ρορέρ και το μουσικό σύνολό του επιστρέφουν στις 4 Ιουλίου για να

Μουσικη

μας παρουσιάσουν σε συναυλιακή μορφή την όπερα του Μότσαρτ Ιδομενέας, Βασιλιάς της Κρήτης. Ο νεαρός μαέστρος, η «ανακάλυψη της χρονιάς του 2008», μπορεί να έχει φορτωμένο πρόγραμμα, αλλά βρήκε χρόνο να μας μιλήσει για την παράσταση στο Μέγαρο, τον Ιδομενέα, το Cercle de l‘Harmonie και τις εμπνεύσεις του ως συνθέτη.

Μιλήστε μας λίγο για την παράσταση που θα παρουσιάσετε στο Μέγαρο Μουσικής στις 4 Ιουλίου. Ο Ιδομενέας είναι η πρώτη μεγάλη όπερα του Μότσαρτ, ή τουλάχιστον η πρώτη μεγάλη όπερα της ενήλικης ζωής του. Σ’ αυτό το έργο, ο 25χρονος Μότσαρτ πειραματίστηκε πολύ και, χρησιμοποιώντας παλιά πρότυπα και υποδείγματα, έδωσε στην «όπερα σέρια» μια καινούργια ζωή. Στον Ιδομενέα θα βρει κανείς θαύματα που δεν θα ξανακουστούν σε κατοπινές όπερες, καθώς κι ένα απίστευτα δεξιοτεχνικό ορχη-

στρικό γράψιμο και στις τρεις πράξεις του έργου. Πόσο δύσκολο είναι να παρουσιαστεί μια όπερα σε συναυλιακή μορφή; Πιστεύετε ότι υπάρχει φόβος να χάσει κάτι από την εκφραστικότητά της; Η δυσκολία μπορεί να βρίσκεται στην πλοκή, στην αφήγηση του έργου. Εκεί δηλαδή όπου είναι πολύ δύσκολο να κατανοήσεις την ιστορία χωρίς τα κοστούμια και τα απαραίτητα θεατρικά σκηνικά και αντικείμενα. Όμως, πιστεύω ότι η συναυλιακή μορφή μπορεί να είναι γεμάτη ζωντάνια κι εκφραστικότητα αν έχει προηγηθεί σκληρή και ειδική δουλειά από τους τραγουδιστές κατά τη διάρκεια των προβών. Η σκληρή αυτή δουλειά προϋποθέτει να έχουν ασχοληθεί με την υποκριτική και να τραγουδούν με την ψυχή τους. Όμως, όσον αφορά συγκεκριμένα στον Ιδομενέα, η παρουσίασή του σε συναυλιακή μορφή είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Ο Μότσαρτ συμπεριφέρεται στην ορχήστρα σαν να

είναι υπαρκτό πρόσωπο, σαν να κατέχει δηλαδή σημαντικό ρόλο στην πλοκή του έργου. Να σας πω την αλήθεια, πιστεύω ότι η ορχήστρα στο συγκεκριμένο έργο προσωποποιεί τον θεό Ποσειδώνα, ο οποίος μπορεί να νοείται πάντα παρών, αλλά δεν εμφανίζεται ποτέ παρά μόνο μέσα απ’ τους χρησμούς του. Πιστεύετε ότι ο Ιδομενέας είναι μια διαχρονική όπερα; Τι έχει να πει τελικά ο Ιδομενέας στο κοινό του 21ου αιώνα; Η ομορφιά της σύνθεσης του Μότσαρτ και η θεατρική του φαντασία θα ελκύουν πάντα τους λάτρεις της μουσικής. Αλλά εκτός απ’ αυτό, ακόμα και σήμερα θα εκπλαγεί κανείς από το πόσο ενδιαφέροντες είναι οι γυναικείοι χαρακτήρες στις συνθέσεις και τις όπερές του. Για παράδειγμα, ο τρόπος που σκιαγραφεί τη νεαρή Ιλιάδα, μια γυναίκα ταυτόχρονα ευαίσθητη και τολμηρή, είναι ιδιαίτερα ελκυστικός. Κι αυτός ο χαρακτήρας πα-

[30 Iουνίου 2011] #25 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy 53


O Mότσαρτ έγραψε τον ιδομενέα στα 25 Η τρίπρακτη όπερα Iδομενέας του Μότσαρτ χρησιμοποιεί την opera seria ως πρότυπο και ταυτόχρονα ανατρέπει τις συμβάσεις της , συναιρώντας δημιουργικά τις επιρροές του γαλλικού μπαρόκ, την πληθωρική γραφίδα των Ιταλών και την επαναστατική οπερατική αναμόρφωση που επιχείρησε ο Γκλουκ. Βασισμένη στον αρχαιοελληνικό μύθο της επιστροφής του βασιλιά της Κρήτης Ιδομενέα στην πατρίδα του μετά την πολιορκία της Τροίας, αποτελεί ιταλική διασκευή του ομώνυμου πεντάπρακτου δράματος του Αντουάν Νταντέ. Στην εκδοχή του λιμπρετίστα Τζιανμπατίστα Βαρέσκο που θα χρησιμοποιήσει ο Μότσαρτ, οι ήρωες ψυχογραφούνται πιο απλοϊκά και, παρά τις τραγικές συγκρούσεις και τα έντονα συναισθήματα που αποτυπώνονται επί σκηνής, η δράση ολοκληρώνεται σ’ ένα ευτυχές τέλος. Ο Ιδομενέας παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Μόναχο, υπό τη διεύθυνση του Μότσαρτ, το 1781, όταν ο συνθέτης ήταν 25 ετών∙ έκτοτε συμπεριλαμβάνεται σταθερά στο καθιερωμένο οπερατικό ρεπερτόριο. Με τη χορωδία να παίζει σημαντικό ρόλο στη δράση, το έργο εμφανίζει εξαιρετική ηχοχρωματική ποικιλία, μεγάλο πλούτο στις συνοδευόμενες μελωδικές απαγγελίες (recitativi accompaniati) και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα μελωδική γραμμή. ρουσιάζεται σε αντίθεση με την καταραμένη Ηλέκτρα, που βρίσκεται πάντα σε άρνηση, απελπισμένη όταν οι άλλοι χαίρονται, κι ευτυχισμένη πια στη δεύτερη πράξη, όταν οι άλλοι θρηνούν για την κατάστασή τους. Η Ηλέκτρα κυριεύεται/συνοδεύεται από τις μεγαλύτερες δυνάμεις (πράξη πρώτη και τρίτη), αλλά κι από τις πιο μικρές (πράξη δεύτερη). Νομίζω ότι ο τρόπος με τον οποίο ο Μότσαρτ αποδίδει τους χαρακτήρες είναι πραγματικά μοντέρνος. Το 2006 τραβήξατε την προσοχή κοινού και κριτικών με την παράσταση του Ιδομενέα και φαίνεται ότι χειρίζεστε τις όπερες του Μότσαρτ με εξαιρετική δεξιοτεχνία. Το γεγονός ότι παρουσιάζετε πάλι Μότσαρτ, και δη τον Ιδομενέα, αποτελεί για σας μία συνεχή πρόκληση ή είναι απλά αποτέλεσμα της οικειότητάς σας με το έργο του; Φυσικά, πάντα με ελκύει το να επανέρχομαι στα αριστουργήματα του Μότσαρτ, ειδικά ως μαέστρος του Cercle de l‘Harmonie. Εξάλλου, ως ορχήστρα, δεν σταματάμε ποτέ να πειραματιζόμαστε και ν’ αναζητούμε νέους τρόπους για να παρουσιάσουμε τα κλασικά έργα αυτής της εποχής, είτε αυτά είναι λυρικά είτε συμφωνικά. Μιλήστε μας λίγο για τον Κύκλο της Αρμονίας (Cercle de l‘Harmonie). Όταν ο Ζυλιέν Σοβέν και εγώ ιδρύσαμε αυτή την ορχήστρα το 2005, είχαμε κι οι δύο στο μυαλό μας τη δημιουργία ενός εξειδικευμένου ορχηστρικού συνόλου που θα επικεντρωνόταν στη μουσική του τέλους του 18ου αιώνα και κυρίως στα έργα του Μότσαρτ, του Χάυντν, του Μπετόβεν και κάποιων Γάλλων σύγχρονών

τους. Πολλά άλλα γνωστά μουσικά σύνολα είχαν ήδη καθιερωθεί με μπαρόκ ρεπερτόριο, αλλά καμία γαλλική ορχήστρα δεν είχε «αγγίξει» τις μεγάλες όπερες του Μότσαρτ ή τις επαναστατικές «opéras -comiques». Η γρήγορη αναγνώριση, που ήρθε μέσω του Φεστιβάλ της Beaune, και η πρώτη μας ηχογράφηση στην EMI Virgin επιβεβαίωσαν το γεγονός ότι το Cercle de l‘Harmonie είχε βρει τελικά τη θέση του στον σύγχρονο μουσικό κόσμο. Με το Cercle de l‘Harmonie επιμένετε, λοιπόν, ιδιαίτερα στη μουσική του τέλους του 18ου αιώνα. Έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία για εσάς από μουσική κυρίως άποψη, ή σας φαίνεται μια ενδιαφέρουσα εποχή και από άποψη πολιτική και κοινωνική; Όπως ανέφερα και παραπάνω, το Cercle de l‘Harmonie είναι στενά συνδεδεμένο με το τέλος του 18ου αιώνα, γιατί ο Ζυλιέν Σοβέν κι εγώ αποφασίσαμε ότι έχουμε κάτι να πούμε για τη μουσική αυτής της εποχής. Σίγουρα, η άνοδος του Διαφωτισμού στην Ευρώπη και η πτώση του Παλαιού Καθεστώτος (γαλλική μοναρχία) στη Γαλλία επηρέασαν βαθιά τις τέχνες της εποχής και τον τρόπο με τον οποίο δίνονταν οι παραστάσεις. Όταν, για παράδειγμα, εκτελούμε τις συμφωνίες του Χάυντν ή τη Λοντόισκα του Κερουμπίνι, μια επαναστατική όπερα που γράφτηκε το 1791, γνωρίζουμε ότι αυτά τα έργα άνοιξαν το δρόμο για το ρομαντισμό και οδήγησαν στις δημιουργίες του Μπετόβεν και του Μπερλιόζ, τα έργα των οποίων παρουσιάζουμε και ηχογραφούμε αυτή την περίοδο. Θα λέγατε ότι λειτουργείτε περισσότερο σαν ομάδα όπου τα πάντα συ-

54 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy #25 [30 ιουνίου 2011]

ναποφασίζονται, ή υπάρχουν αναπόφευκτα σχέσεις ιεραρχίας; Οφείλω να πω ότι παρόλο που εγώ, ως μαέστρος, έχω όλη την ευθύνη κατά τη διάρκειά της πρόβας και των παραστάσεων, οι κοινές κατευθύνσεις και απόψεις που μοιράζομαι με τον Ζυλιέν Σοβέν και η συμμετοχή πολλών μουσικών στην ορχήστρα επιτρέπουν ένα δημοκρατικό τρόπο στη λήψη αποφάσεων. Κύριε Ρορέρ, πιστεύετε πως η μουσική πρέπει να βασίζεται πάντα σε κανόνες και να αποτελεί προϊόν μελέτης; Υπήρξαν μουσικά είδη που αμφισβήτησαν κατά καιρούς αυτούς τους κανόνες. Αν κάτσουμε να προσέξουμε λίγο αριστουργήματα όπως τον Ιδομενέα του Μότσαρτ και την 1η Συμφωνία του Μπετόβεν, που μόλις πρόσφατα ηχογραφήσαμε, αντιλαμβανόμαστε αμέσως το πόσο προσεκτικά αυτοί οι δύο μουσικοί μελέτησαν τους κλασικούς κανόνες, την αντίστιξη και την πολυφωνία. Μ’ όλη αυτή τη γνώση στα χέρια τους, μπόρεσαν να κατανοήσουν την ουσία των γαλλικών λυρικών τραγωδιών, ο πρώτος, και τα όψιμα έργα του Χάυντν, ο δεύτερος, και μόνο έτσι κατάφεραν να δημιουργήσουν νέα μουσικά πράγματα και να δώσουν καινοτόμες κατευθύνσεις σε άλλους συνθέτες. Ασχολείστε μόνο με την κλασική μουσική; Εκτός από κλασική μουσική τι άλλα ακούσματα έχετε; Υπάρχει κάποιος σύγχρονος καλλιτέχνης που εκτιμάτε; Μου αρέσει ιδιαιτέρως ο Μπιλ Έβανς και ο Στίβι Γουόντερ, ενώ θαυμάζω τη δουλειά του Στιβ Ράιχ, του Τζον Άνταμς

και του Λέοναρντ Μπέρνσταϊν, από τους οποίους εμπνέομαι και για τις δικές μου συνθέσεις. Έχετε ξαναεμφανιστεί στην Ελλάδα με το Cercle de l’Harmonie στο Φεστιβάλ Αθηνών. Πώς ήταν η εμπειρία σας από το ελληνικό κοινό και τι περιμένετε από τη φετινή σας εμφάνιση; Το κοινό του Ελληνικού Φεστιβάλ είναι πολύ φιλόξενο και γενναιόδωρο. Αυτό το νιώσαμε έντονα το 2009, οπότε και είχαμε ξαναπαρουσιάσει Μότσαρτ. Ελπίζω πως αυτή η καταπληκτική και σπάνια όπερα, που θα παρουσιαστεί στην Ελλάδα, να τους ευχαριστήσει όλους ακόμα περισσότερο. s­­

Info Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ Ιδομενέας, Βασιλιάς της Κρήτης Όπερα ή συναυλία; Συναυλία ή όπερα; Όπερα σε συναυλιακή μορφή θα παρουσιάσει το Le Cercle de l’Harmonie υπό τη μουσική διεύθυνση του νεαρού Ζερεμί Ρορέρ. Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» 4 Ιουλίου, 21:00 Εισιτήρια: 30€ (VIP), 20€ (Ζώνη Α), 15€ (Ζώνη Β), 10€ (Ζώνη Γ), 5€ (Φοιτητικό - ΑΜΕΑ)

Μουσικη


κώστας κουτσολέλος - γκίγκη Αργυροπούλου - Βασίλης Νούλας

εκτός σχεδίου πόλεως Tι διαφορετικό γεννιέται όταν η παράσταση δεν γίνεται σ’ έναν κλειστό και οργανωμένο χώρο αλλά σε ταράτσες και σε απροσδόκητες γωνιές της πόλης; Οι σκηνοθέτες των ομάδων Mag, Mkultra και Nova Melancholia μας μίλησαν για το «πείραμα» των Πολεοδομών.

© Βασίλης Μαθιουδάκης

Από τις Ξένια Πηρούνια και Μαρία Σιδηροπούλου

Κώστας Κουτσολέλος – Μag Πολεοδομία #1: Αυτοβιογραφία (Τόμας Μπέρνχαρτ)

Γιατί επιλέξατε αυτό το έργο του Αυστριακού συγγραφέα Τόμας Μπέρνχαρτ; Κώστας Κουτσολέλος: O λόγος είναι απλός. Eίναι το αγαπημένο μου λογοτεχνικό έργο. Μια αυτοβιογραφία που έχει γράψει ο Τόμας Μπέρνχαρτ και αναφέρεται στα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, τα οποία πέρασε κυρίως μέσα σε ιδρύματα, οικοτροφεία και νοσοκομεία. Στο κέντρο του έργου δεν είναι όμως τόσο τα περιστατικά που του συνέβησαν μέσα σ’ αυτά τα είκοσι χρόνια της ζωής του. Υπάρχει ένας πολύ βαθύς θυμός πίσω απ’ αυτό το έργο για το πώς οι άνθρωποι

ΘEATpO

ζουν τις ζωές τους. Και κάθε φράση που λέει ο Μπέρνχαρτ πάνω σ’ αυτό είναι μια φράση που την πιστεύω κι εγώ. Διαβάζω ότι ο ίδιος ο συγγραφέας είχε εγκλεισθεί μόνος του σ’ ένα χώρο και ότι αντιμετώπιζε το χώρο του σπιτιού σαν φρούριο... Μιλάμε για την περίοδο του ναζισμού στην Αυστρία, για ένα πολύ αυστηρό περιβάλλον. Όταν ήταν μικρός, έζησε σε οικοτροφεία και πέρασε πολλά χρόνια σε νοσοκομεία λόγω πνευμονικών παθήσεων. Οπότε, το μεγαλύτερο μέρος των παιδικών και εφηβικών του χρόνων

δεν το πέρασε ελεύθερος αλλά κλεισμένος πίσω από τοίχους. Γράφει κάπου ότι αντιμετωπίζει «όλη την ύπαρξη, όλη τη ζωή σαν μια φυλακή». «Είμαστε καταδικασμένοι σε μια ζωή, κι αυτό σημαίνει σε ισόβια» τονίζει κάπου αλλού. Όσο κι αν ακούγεται ποιητικό, εγώ το πιστεύω. Γιατί επιλέξατε ο δικός σας χώρος να είναι μια αυλή στη Σχολή Καλών Τεχνών; Αυτός ο χώρος δεν είναι ούτε ακριβώς δημόσιος ούτε ιδιωτικός. Είναι κάπου ανάμεσα. Πρώτα βρήκαμε το χώρο, και με κάποιο τρόπο αυτό το κείμενο, που το είχαμε πάντα στο μυαλό μας, ταί-

ριαξε σ’ αυτό που θέλαμε να κάνουμε. Είναι ένας χώρος ανάμεσα σε τρία κτίρια. Δεν έχει συγκεκριμένη χρήση, κι επειδή έχει τοίχο παντού, δεξιά-αριστερά, περιέχει αυτό το στοιχείο του εγκλεισμού που «δένει» με το κείμενο του Μπέρνχαρτ. Ο χώρος και τα σώματα μέσα σ’ αυτόν είναι η βασική συνθήκη της παράστασης. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι πώς μέσα σ’ αυτόν τον αίθριο χώρο οι ηθοποιοί φτιάχνουν ένα θέαμα δρόμου, ένα περίεργο τσίρκο, και μέσα απ’ αυτό αναδύονται οι εικόνες και οι καταστάσεις χωρίς να χρησιμοποιούμε ιδιαίτερα την πρόζα. s­­

[30 Iουνίου 2011] #25 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy 55


© Bίκυ Γεωργοπούλου

Γκίγκη Αργυροπούλου – Μkultra Πολεοδομία #2: Μια εκδρομή

Γιατί η παράσταση ονομάζεται Μια εκδρομή; Tι περιλαμβάνει. Πώς ξεδιπλώσατε την ιδέα σας; Γκίγκη Αργυροπούλου: Μα πρόκειται όντως για μια εκδρομή. Μια εκδρομή στο κέντρο της Αθήνας ένα καλοκαιρινό βράδυ, κατά την οποία καλούμε το θεατή ν’ αντικρίσει κάτι ήδη γνώριμο με διαφορετική ματιά. Δεν ακολουθούμε ένα γνωστό θεατρικό κείμενο, το υλικό της παράστασης έχει δημιουργηθεί συλλογικά στις πρόβες. Στη συνέχεια, μοντάραμε δραματουργικά τις επιμέρους εμπνεύσεις ώστε να δημιουργηθεί ένα ενιαίο νόημα, να μπορεί το κοινό να παρακολουθήσει μια

στρωμένη αφήγηση. Δεν είναι, βεβαίως, ένα μονοδιάστατο έργο, αλλά διαδραστικό. Το κοινό θα περπατήσει στους χώρους του σχολείου, όπου θα υπάρχουν εγκαταστάσεις που αντιπροσωπεύουν γνωστές γωνιές και εικόνες της Αθήνας. Γιατί επιλέξατε ένα σχολείο για να πάτε αυτή την «εκδρομή»; Είναι κάτι σαν μικρογραφία της Αθήνας, μια χαρτογράφηση. Το σχολείο είναι γνώριμο σε όλους μας. Είναι ένας χώρος απ’ όπου όλοι περνάμε και κανείς τελικά δεν μένει. Κάπου όπου όλοι αφήνουμε το σημάδι μας, όπως ο καθένας αφήνει

56 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy #25 [30 ιουνίου 2011]

το δικό του σημάδι σε μια πόλη. Όλοι αλλάζουν την πόλη τους, με τις δομές που κατασκευάζουν, με τα μέρη που δημιουργούν, προσωρινά ή μόνιμα. Το σχολείο είναι ένας χώρος όπου εκπαιδευόμαστε για να πάμε σε μια πόλη. Οπότε για το κοινό είναι ωραίο να ξαναβρεθεί σ’ έναν παλιό γνώριμο χώρο, όπου θα εκτίθενται διάφορες εικόνες της πόλης. Από την παλιά Αθήνα μέχρι τη σημερινή. Πώς αλλάζει άραγε η πόλη; Με πολλούς τρόπους, αλλά κυρίως από το πώς χρησιμοποιούνται οι δημόσιοι χώροι της. Η Αθήνα είναι πολύ διαφορετική το καλοκαίρι, η πόλη αλλάζει

εξαιτίας της χρήσης των ανοιχτών χώρων της. Όλοι βγαίνουν στα μπαλκόνια, στις αυλές, ακόμη και στα μπαρ οι περισσότεροι έξω κάθονται. Προσωπικά η φροντίδα και το ενδιαφέρον μας εστιάστηκαν στην ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο ίδιος ο χώρος και, στη συνέχεια, στην κοινωνική του χρήση. Στόχος μας να αναδείξουμε τη συνομιλία του χώρου και της χρήσης του, του ιδιωτικού με το δημόσιο. Με αυτό το στόχο στήσαμε αυτό το θέαμα που, με την πρώτη ματιά, μοιάζει με παράσταση. Σύμφωνοι, έχει τη δομή μιας παράστασης. Από την άλλη, όμως, είναι; Θα απαντήσουν οι θεατές. s­­

ΘEATpO


Info ΠΟΛΕΟΔΟΜΕΣ Τρεις νέες ομάδες –κι άλλες δύο προσεχώς– στήνουν τις παραστάσεις τους σε εξωτερικούς χώρους: στην ταράτσα του Γαλλικού Ινστιτούτου, στις αυλές σχολείων, στη Σχολή Καλών Τεχνών. Ας πάμε λοιπόν θερινό θέατρο σε χώρους που δεν είχαμε φανταστεί.

© Βασίλης Νούλας

Ομάδα Mag Πολεοδομία #1: Αυτοβιογραφία (Τόμας Μπέρνχαρτ) Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών 3-5 Ιουλίου, 21:00

Γιατί επιλέξατε το κείμενο ενός ορθολογιστή όπως ο Γάλλος φιλόσοφος Ρενέ Ντεκάρτ, ο Καρτέσιος; Βασίλης Νούλας: Έχει μια περίεργη επικαιρότητα, καθώς ο πρώτος αυτός στοχασμός έχει τον τίτλο Περί όσων μπορούν να τεθούν εν αμφιβόλω. Πάντα είναι επίκαιρο το να σκεφτόμαστε, να επαναπροσδιορίζουμε τις βεβαιότητές μας, να ξαναβλέπουμε τα δεδομένα και να τα θέτουμε σε κρίση. Θεωρώ πολύ χρήσιμη την προσφυγή στη φιλοσοφία, γιατί η φιλοσοφία παίρνει μια απόσταση από τα πράγματα, εισάγει στη ζωή την αμφιβολία. Αυτό εκφράζει μια ωριμότητα και μπορεί να οδηγήσει σε πιο ψύχραιμες αποφάσεις.

στοχασμού. Δηλαδή; Η παράσταση έχει μια τριμερή δομή. Στο πρώτο μέρος βλέπουμε την εκγύμναση του ηθοποιού προκειμένου να επιχειρήσει το φιλοσοφικό άλμα, είναι το βουβό μέρος. Στο κύριο μέρος, η ηθοποιός, η Βίκυ Κυριακουλάκου, ερμηνεύει το κείμενο ενώ, ταυτόχρονα, ο Τάσος Στάμου παράγει ζωντανή μουσική. Συνδιαλέγεται μουσικά και αυτοσχεδιαστικά με το λόγο της ηθοποιού, έτσι το αποτέλεσμα είναι μια ρυθμική παρτιτούρα. Το τρίτο μέρος της παράστασης είναι ένα μουσικοχορευτικό πρόγραμμα, το οποίο συμπυκνώνει και μεταβολίζει, ας πούμε, το νόημα του καρτεσιανού λόγου σε θέαμα.

Η παράσταση επιχειρεί μια ρυθμικήμουσική προσέγγιση του Πρώτου

Το έργο θα παρουσιαστεί στην ταράτσα του Γαλλικού Ινστιτούτου. Γιατί

διαλέξατε τον συγκεκριμένο χώρο; Διότι, καταρχάς, συνδέεται με τον Ντεκάρτ, που είναι Γάλλος στοχαστής και μάλιστα ο σημαντικότερος στοχαστής που ξεκινάει τη νεότερη φιλοσοφία του ορθού λόγου. Είναι πολύ όμορφο να ακούς την πρόζα ενός ορθολογιστή-θεμελιωτή του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού, με φόντο την Ακρόπολη. Μια μεγάλη στιγμή της Δύσης, ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, συναντάται συμβολικά με τη συνέχειά του που στη φιλοσοφία, σε μεγάλο βαθμό, εκφράζεται από τον Καρτέσιο. Με την ταράτσα αυτή που έχει θέα στην Ακρόπολη συνδέεται η απόσταση την οποία χρειάζεται να διανύσει η φιλοσοφία για να προσεγγισθεί το νόημα των πραγμάτων. s­­

Ομάδα Mkultra Πολεοδομία #2: Μια εκδρομή 9 & 34 Γυμνάσιο & ΓΕΛ Αθηνών 7-9 Ιουλίου, 21:00 Ομάδα Nova Melancholia Πολεοδομία #3: Πρώτος Στοχασμός: Περί όσων μπορούν να τεθούν εν αμφιβόλω Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών 10-12 Ιουλίου, 21:00 Εισιτήρια: 20€, 10€ (Φοιτητικό)

Βασίλης Νούλας – Nova Melancholia Πολεοδομία #3: Πρώτος στοχασμός: Περί όσων μπορούν να τεθούν εν αμφιβόλω

ΘEATpO

[30 Iουνίου 2011] #25 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy 57


© Γιώργος Χρυσοχοΐδης

γιάννης ρήγας – γρηγόρης καραντινάκης – κΘΒε

50 χρόνια κομμάτια Επέτειος 50 ετών για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος με μια παράσταση-φόρο τιμής στις πιο γνωστές παραστάσεις αρχαίου δράματος και στις μεγάλες προσωπικότητες του ελληνικού θεάτρου. Από την Έλια Αποστολοπούλου

58 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy #25 [30 ιουνίου 2011]

ΘEATpO


Ο

ι σκηνοθέτες Γιάννης Ρήγας και Γρηγόρης Καραντινάκης αξιοποιούν τον πλούτο του αρχειακού υλικού του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, που περιλαμβάνει οπτικοακουστικά, φωτογραφικά και ηχητικά ντοκουμέντα, και συνθέτουν μια παράσταση που μας ταξιδεύει στις παραστάσεις αρχαίου δράματος από το 1961 έως σήμερα, μέσα από τα μάτια ενός φροντιστή, του Γιώργου Αρμένη. Πριν την πρεμιέρα του έργου, στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, οι δύο σκηνοθέτες μιλάνε στην εφ για το ιδιότυπο αυτό εγχείρημα.

Μικρά Διονύσια στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Τι θα δούμε σ’ αυτή την παράσταση; Γιάννης Ρήγας: Θα είναι μια παράσταση αφιερωμένη στα 50 χρόνια του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Εμείς σκύβουμε πάνω από την ιστορία του από το 1961 και στήνουμε μια παράσταση, η οποία αποτελείται από αποσπάσματα αρχαίου δράματος –κωμωδία και τραγωδία– σε αλληλεξάρτηση με αρχειακά κομμάτια που θα παρουσιάζονται σε οθόνη κατά τη διάρκεια της παράστασης. Από άλλες παραστάσεις υπάρχουν μόνο ηχητικά κι από άλλες και οπτικοακουστικά ντοκουμέντα. Παράλληλα, στήνουμε κάποια αποσπάσματα απ’ το αρχαίο δράμα, τα οποία όμως, ενώ έχουν την αναφορά τους στη μνήμη, είναι εντελώς καινούργια. Είναι δηλαδή μια νέα παράσταση δύο σκηνοθετών, οι οποίοι μελέτησαν αυτή την ιστορία και προσπάθησαν να την ερμηνεύσουν σήμερα με σεβασμό στην ιστορία του ΚΘΒΕ και με την ανάγκη άλλοτε να καταθέσουν τη δική τους ματιά κι άλλοτε να συνομιλήσουν μ’ αυτή την ιστορία. Γρηγόρης Καραντινάκης: Μέσα από τις μνήμες ενός τεχνικού, ο οποίος έχει ουσιαστικά μεγαλώσει μέσα στο Κρατικό Θέατρο κι έχει περάσει όλο το παρασκήνιο μιας παράστασης, γίνεται μια αναγωγή της προσέγγισης αυτών των κειμένων στο σήμερα. Αυτός φέρει επί σκηνής τη μία δράση μετά την άλλη και ενίοτε συμμετέχει. Μέσα στο φαντασιακό κομμάτι που εμπεριέχει η μνήμη –η μνήμη ανασυνθέτει τα πράγματα όπως θέλει πολλές φορές–, βάζει και τον εαυτό του να συμπρωταγωνιστεί, να παρασέρνει κάποιους από τους ήρωες των επεισοδίων και ν’ αλλάζει τον ρου της ιστορίας κατά το δοκούν. Πώς προέκυψε η ιδέα για μια τέτοια παράσταση; Γ.Κ. Η επέτειος του χρυσού γάμου (γέλια) είναι τόσο δυνατή, που ο καλλιτεχνικός διευθυντής, Σωτήρης Χατζάκης, θέλησε από την αρχή να της δώσει μια βαρύτητα, ώστε να μην παρουσιαστεί ένα έργο, αλλά μια συνολική κατάθεση

ΘEATpO

της πορείας αυτού του θεάτρου μέσα απ’ τη μνήμη και τη διαδοχή των παραστάσεων. Η επιλογή των κειμένων έγινε από τον Κώστα Γεωργουσόπουλο, ο οποίος είχε κατά νου το αρχειακό υλικό, την παραστασιολογία από το 1961 έως σήμερα. Χρησιμοποιώντας σπαράγματα από όλα τα έργα, δημιούργησε ένα νέο έργο με τη δομή μιας αρχαίας τραγωδίας. Πώς έγινε η επιλογή του αρχειακού υλικού; Γ.Κ. Παρουσιάζονται αποσπάσματα από όλο το ρεπερτόριο του Κρατικού Θεάτρου στο αρχαίο δράμα από το 1961, όταν έγινε η πρώτη παράσταση στους Φιλίππους μέχρι και την περσινή. Για εμάς αυτό το αρχειακό υλικό είναι ένας ολόκληρος κόσμος και προσπαθήσαμε να το χειριστούμε με τον καλύτερο τρόπο.

η ισΧυσ εΝ τη εΝΩσει Απέναντι, (σχεδόν) όλος ο θίασος επί σκηνής. Την Ταμίλα Κουλίεβα, τον Γιάννη Μαλούχο, την Φωτεινή Μπαξεβάνη και τον Γιώργο Αρμένη πλαισιώνουν (από αριστερά) ο Γιάννης Καλατζόπουλος, ο Νίκος Ψαρράς, ο Δημήτρης Κολοβός, ο Κώστας Σαντάς, ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος, η Λίνα Λαμπράκη, ο Βασίλης Σπυρόπουλος, η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου. Πάνω, οι δύο σκηνοθέτες. Κορυφή ο Γιάννης Ρήγας, κάτω ο Γρηγόρης Καραντινάκης.

Πώς δουλέψατε μ’ αυτό το υλικό; Γ.Κ. Ο Φελίνι λέει ότι ο σκηνοθέτης δεν πρέπει να μιλάει σε τρεις περιπτώσεις: πριν από το έργο, κατά τη διάρκειά του και μετά (γέλια). Σκηνοθετικά προσπαθήσαμε να συνθέσουμε όλο αυτό το υλικό, ώστε να έχει μια ενιαία φόρμα – όσο γίνεται, γιατί το ίδιο το υλικό αντιστέκεται στην ομογενοποίηση. Φροντίσαμε ώστε η αλλαγή από το ένα έργο στο άλλο να γίνει διακριτικά και να αποτελέσει μια ενιαία παράσταση. Να μην είναι, δηλαδή, ένα ποτ πουρί, αλλά μια ματιά στα ίδια τα γεγονότα. Ο χορός συνδέει όλα τα δρώμενα και αποτελεί τον συνδετικό μίτο. Ο Γιώργος Αρμένης υποδύεται έναν απλό, λαϊκό άνθρωπο, ο οποίος για 50 χρόνια, απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, έχει ζήσει στο σανίδι τα πάντα κι έχει συνεργαστεί με όλους τους ανθρώπους. Απ’ τη μια ο χορός που είναι ένα ζωντανό συστατικό του αρχαίου δράματος –από τη φύση του ένας μίτος– κι απ’ την άλλη αυτός ο άνθρωπος αποτελέσαν τα δύο σημαντικά κλειδιά, ώστε να αποκωδικοποιήσουμε όλα αυτά τα σπαράγματα και να τα κάνουμε ένα ενιαίο σύνολο. Γ.Ρ. Όλη η παράσταση είναι δομημένη πάνω στο μοντέλο του αρχαίου δράματος: πάροδος, επεισόδια, χορικά. Υπάρχει ο φροντιστής, οι ηθοποιοί που ερμηνεύουν ρόλους, κι ο χορός, ο οποίος είναι ενιαίος κι ενώνει όλο το σύστημα. Με διακριτικό τρόπο περνάει από το ένα πράγμα στο άλλο και μπορεί να συνυπάρχει παντού. Μιλήστε μας για τις συνεργασίες αυτής της παράστασης; Γ.Ρ. Υπάρχει μια σχέση μεταξύ των δύο σκηνοθετών, η οποία είναι σε όλα τα επίπεδα υπέροχη. Και υπάρχει μια σχέση δική μας με τον θίασο, η οποία υπερβαίνει το επαγγελματικό επίπεδο κι έχει σφυρηλατηθεί μέσα στο χρόνο με πολλαπλές δοκιμασίες. Είναι μια παράσταση που θα χαρακτηριστεί από τη σύμπνοια που διαπνέει το θίασο. Είναι η δουλειά μιας ομάδας και όλοι έχουν

το ίδιο μερίδιο στην πορεία αυτού του εγχειρήματος. Γιατί Μικρά Διονύσια; Γ.Ρ. Στην αρχαιότητα υπήρχαν τα Μεγάλα Διονύσια και τα Μικρά ή Κατ’ αγρούς Διονύσια. Για να μην κατηγορηθούμε ότι πάμε να κάνουμε τα Μεγάλα Διονύσια και με μια μεγάλη δόση χιούμορ, επιλέξαμε να είναι μικρά και την ίδια στιγμή ο τίτλος να είναι εμβληματικός και να αποδίδει μια τιμή σε όλο αυτό το γεγονός το οποίο λέγεται θέατρο. Την ώρα που δουλεύουμε, χαιρόμαστε που σπαζοκεφαλιάζουμε για να παράγουμε θέατρο. Τι είναι τελικά σήμερα το ΚΘΒΕ; Γ.Ρ. Το ΚΘΒΕ αυτή τη στιγμή προσπαθεί να αντεπεξέλθει στη δίνη των καιρών, πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα της γενικευμένης κατάθλιψης λόγω της οικονομικής κρίσης που βιώνει η χώρα, με εξωστρέφεια, με παραστάσεις, με άνοιγμα στους νέους και στη βαλκανική. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του, ο Σωτήρης Χατζάκης, ορίζει και τη ρότα του, ώστε σαν μια βεντάλια ν’ ανοίγεται στον κόσμο δυναμικά, έχοντας κατά νου από το λαϊκό θέαμα μέχρι το άκρως πειραματικό. Μ’ αυτή τη λογική σκοπεύουμε να κινηθούμε και στο μέλλον, ώστε να αφορά όλο τον κόσμο και να μπορεί ο καθένας να επικοινωνήσει μ’ εκείνο το είδος του θεάματος που τον αντιπροσωπεύει. Επίσης, το ΚΘΒΕ πρέπει να επιστρέψει στον πολίτη ένα κομμάτι απ’ αυτό που του αναλογεί, με δράσεις που έχουν ήδη ξεκινήσει από πέρσι, σχέσεις με άλλους πολιτιστικούς φορείς της πόλης και της βόρειας Ελλάδας ευρύτερα. Αυτοί είναι οι πυλώνες που θα κινηθούμε και φέτος. Βέβαια με αρκετό σκεπτικισμό, κοιτάζοντας το μέλλον με αισιοδοξία, αλλά αντιμετωπίζοντας και την πραγματικότητα απ’ την άλλη. s

Info Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος Μικρά Διονύσια Μια αναδρομή στα 50 χρόνια του ΚΘΒΕ μέσα από τα μάτια ενός φροντιστή, του Γιώργου Αρμένη. Σκηνοθεσία: Γιάννης Ρήγας, Γρηγόρης Καραντινάκης, Κείμενα: Κώστας Γεωργουσόπουλος, Παίζουν ακόμα: Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Γιάννης Καλατζόπουλος, Ταμίλα Κουλίεβα, Γιάννης Μαλλούχος, Φωτεινή Μπαξεβάνη, Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, Νίκος Ψαρράς Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου 8-9 Ιουλίου, 21:00 Εισιτήρια: 50€, 40€, 25€, 15€

[30 Iουνίου 2011] #25 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy 59


STAR WARS Τα άστρα & οι προτάσεις του δεκαπενθημέρου – 2 σε 1 Από τον Άγγελο Γκαγκάριν

To tip του ασ τρολόγου

Στη χώρα του ποτέ, ποτέ σου…

Κριός

Καρκίνος

Ζυγός

Αιγόκερως

(21 Μαρτίου – 19 Απριλίου) Τα αισθηματικά σου εξακολουθούν να σε απασχολούν περισσότερο από κάθε άλλο τομέα της ζωής σου και να παιδεύουν και όλους τους άλλους στους οποίους λες τον πόνο σου. Η λύση που θα σε βγάλει από το συναισθηματικό αδιέξοδο στο οποίο έχεις βρεθεί, το «κλειδί» που θα ανοίξει την πόρτα του καταθλιπτικού δωματίου στο οποίο έχεις κλειστεί εδώ και καιρό, είναι η λέξη «αποφασιστικότητα». Πολλές φορές, μια κακή απόφαση είναι καλύτερη από καμία. Έτσι λένε. Τουλάχιστον η ρόδα θα ξεκολλήσει απ’ τη λάσπη και θα προχωρήσεις σ’ ένα μέλλον που κανείς φυσικά δεν σου εγγυάται ότι θα είναι καλύτερο από το παρελθόν, αλλά τουλάχιστον θα είναι διαφορετικό από το παρόν στο οποίο έχεις παραμείνει για πάρα πολύ καιρό... Θέατρο: Kolyada Teatr - Νικολάϊ Κολιάντα, Άμλετ του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ 7-9 Ιουλίου, Πειραιώς 260, Κτίριο Η

(22 Ιουνίου – 22 Ιουλίου) Τα ηλικιωμένα πρόσωπα του περιβάλλοντός σου απαιτούν την προσοχή σου και ενίοτε την υπακοή σου. Μην υποχωρείς αμέσως στους συναισθηματικούς εκβιασμούς τους και προσπάθησε με ψυχραιμία να δεις ποιες από τις απαιτήσεις τους είναι λογικές και ποιες όχι. Αν αντιληφθείς ότι, παρ’ όλες τις προσπάθειές σου, η ένταση παραμένει, τότε ίσως, και εφόσον αυτό είναι δυνατόν, θα πρέπει να «ξεκόψεις» λιγάκι. Τα συναισθηματικά σου, απ’ την άλλη, δεν σου δίνουν την ικανοποίηση που ψάχνεις, κι αυτό είναι κάτι που σε κάνει να γίνεσαι ακόμα πιο παραπονιάρης και πιο μουτρωμένος. Πάντως με τα μούτρα και τα παράπονα ποτέ κανείς δεν πέτυχε κάτι πραγματικά καλό. Χαμογελάκι; Θέατρο: Ομάδα Nova Melancholia, Πολεοδομία #3: Πρώτος Στοχασμός: Περί όσων μπορούν να τεθούν εν αμφιβόλω 10-12 Ιουλίου, Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών

(23 Σεπτεμβρίου – 23 Οκτωβρίου) Παρελθόν: Μια λέξη τόσο σχετική. Εκεί που λες «πάει, ξεμπέρδεψα» με κάτι, να σου αυτό το κάτι να το ξαναβρίσκεις ξανά μπροστά σου… Όλα αυτά σ’ τα λέω γιατί υπάρχει σοβαρή πιθανότητα ένα παλιό σου θέμα, που μοιάζει εφτασφράγιστα κλεισμένο, ν’ ανοίξει ξανά. Στα επαγγελματικά θα έχεις μια ενδιαφέρουσα πρόταση για συνεργασία την οποία, σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να μελετήσεις καλά πριν πάρεις οποιαδήποτε απόφαση. Η κοινωνική σου ζωή είναι έντονη, γιατί άλλωστε αυτή είναι και η ανάγκη σου αυτό το διάστημα. Θέλεις να βγαίνεις, να βλέπεις κόσμο, να μιλάς, να επικοινωνείς. Σε μια απ’ αυτές τις εξόδους, οι αδέσμευτοι του ζωδίου θα ρίξετε τα δίχτυα σας και θα πιάσετε ψάρια. Καθόλου άσχημα νομίζω… Μουσική: Συναυλία με τον Νίκο Πορτοκάλογλου Ρεμίξ 1-2 Ιουλίου, Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου

Ταύρος

Λέων

Σκορπιός

(22 Δεκεμβρίου – 19 Ιανουαρίου) Τον τελευταίο καιρό το ’χεις ρίξει στις καταχρήσεις και το σώμα σου σύντομα θα σ’ εκδικηθεί αν δεν πάψεις να παίζεις με την υγεία σου. Να μιλήσω για γυμναστήριο; Όχι, φυσικά και δεν θα το κάνω. Να μιλήσω για περιορισμό του τσιγάρου; Εννοείται, πως δεν. Για το ότι πρέπει να μειώσεις την κατανάλωση του αλκοόλ; Μπα… Δεν χρειάζεται να τα πω εγώ όλ’ αυτά, γιατί προφανώς τα έχουν ήδη τονίσει, και μάλιστα άπειρες φορές, οι άνθρωποι του κοντινού περιβάλλοντός σου, χωρίς καμία επιτυχία. Κι έτσι μπαίνουμε σ’ ένα ακόμα φλέγον θέμα: Οι φιλικές σου συναναστροφές σού δημιουργούν εκνευρισμό και ένταση σε βαθμό που μπορεί να φτάσει τα πράγματα στα άκρα. Γιατί, καλέ; Προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός. Μη σπαταλάς τις δυνάμεις σου. Έχεις πολύ καλύτερα πράγματα να κάνεις… Χορός: Yes We Can’t (Ναι, δεν μπορούμε) ένα έργο του Γουίλιαμ Φόρσαϊθ και των χορευτών της Forsythe Company 3-5 Ιουλίου, Πειραιώς 260, Κτίριο Δ

(20 Απριλίου – 20 Μαΐου) Κι εκεί που νόμιζες ότι όλα τελείωσαν, να σου η λύση που έρχεται ουρανοκατέβατη (ευτυχώς δηλαδή, γιατί αν περιμέναμε από σένα…). Τα πράγματα σε οδηγούν από μόνα τους στη βέλτιστη επιλογή, κι αυτό είναι κάτι που θα επιδράσει εξαιρετικά ανακουφιστικά στην ψυχολογική σου κατάσταση (και θα μας ωφελήσει όλους, πίστεψέ με…). Αυτό που οφείλεις να κάνεις εσύ είναι να χαλαρώσεις (επιτέλους) και να επικοινωνήσεις ξανά με το περιβάλλον σου. Συζήτησε, κουτσομπόλεψε, γενικώς χαλάρωσε, και βρες πιο φυσιολογικούς ρυθμούς. Μην αφήσεις τον κακό σου εαυτό να ξαναβγεί σύντομα στην επιφάνεια και άφησε τους δικούς σου ανθρώπους να πάρουν επιτέλους μια ανάσα. Μουσική: Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, Ιδομενέας, Βασιλιάς της Κρήτης (Όπερα σε συναυλιακή μορφή) 4 Ιουλίου, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

(23 Ιουλίου – 22 Αυγούστου) Το άγχος σου είναι ένα σαράκι που σε κατατρώει, το έχεις καταλάβει αυτό; Είναι μια ύπουλη αρρώστια την οποία κάπου, κάπως, κάποτε τσίμπησες και ποτέ δεν αποφάσισες (ή δεν είχες την ευκαιρία) να αντιμετωπίσεις με τη σοβαρότητα που θα έπρεπε. Παρατήρησε τη ζωή σου και άλλαξε ό,τι είναι δυνατόν για να εξαφανίσεις όλες τις μικρές καθημερινές πηγές άγχους. Επιπλέον, βελτίωσε τη διατροφή σου και βρες πώς θα βελτιώσεις τον βραδινό σου ύπνο. Αυτά γι’ αρχή, γιατί στη συνέχεια θα πρέπει ν’ αναζητήσεις τις βαθύτερες αιτίες της ανησυχίας σου και, πίστεψέ με, αυτό δεν θα είναι καθόλου, μα καθόλου εύκολη υπόθεση. Ευτυχώς, η εποχή είναι κατάλληλη για να δεις τα πράγματα με μια ισορροπημένη προσέγγιση. Θέατρο: Θεατρική Διαδρομή - Πέτρος Φιλιππίδης, Ειρήνη Αριστοφάνη 1 & 2 Ιουλίου, Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου

(24 Οκτωβρίου – 21 Νοεμβρίου) Η διάθεσή σου είναι ανεβασμένη, γι’ αυτό και τώρα είναι η κατάλληλη περίοδος να κυνηγήσεις ένα στόχο που έχεις βάλει από καιρό στο μυαλό σου. Οι νέες γνωριμίες δεν θα λείψουν, και μάλιστα μπορεί ανάμεσά τους να υπάρξει κι ένα πρόσωπο που θα σου κεντρίσει ιδιαιτέρως την προσοχή. Τα οικονομικά εξακολουθούν να σε γεμίζουν με άγχος, παρότι βρίσκεσαι σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από εργασιακή σταθερότητα (όσο οι δυο αυτές λέξεις μπορούν να στέκουν η μία δίπλα στην άλλη στους καιρούς που ζούμε). Τι κατάλαβες λοιπόν απ’ όλα αυτά; Αυτό που χρειάζεται η ζωή σου είναι τρία πράγματα: δράση, δράση και δράση. Και μην την περιμένεις από κανέναν άλλον. Ο δράστης πρέπει να είσαι εσύ!!! Μουσική: Η Μόνικα στη Μικρή Επίδαυρο 8-9 Ιουλίου, Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου

Δίδυμοι

Παρθένος

Τοξότης

(21 Μαΐου – 21 Ιουνίου) Κατακλύζεσαι από μια τρελή επιθυμία να κάνεις μια κοπάνα. Από τη δουλειά, από τη σχέση, από την οικογένεια… Εσύ θα μας πεις. Θα σε στεναχωρήσω, αλλά θα πρέπει να μαζέψεις τον αταχτούλη διαβολάκο που σου πιπιλάει το αυτί και σου βάζει φιτιλιές. Δεν είναι περίοδος αυτή για επαναστατικές κινήσεις, ούτε για ρίσκα. Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο «διαβολάκος» δεν είναι και τόσο μεταφυσικό πλάσμα. Είναι κάποιες κακές συναναστροφές που σε επηρεάζουν αρνητικά και «σου βάζουν λόγια», κατά το κοινώς λεγόμενο. Απόφυγε για λίγο τις «κακές παρέες», όλους δηλαδή εκείνους που έχουν την τάση να σε συμβουλεύουν και να εκφράζουν κρίση για όλους τους τομείς της ζωής σου. Επιτέλους, μεγάλο παιδί είσαι… Μουσική: Συμφωνική Ορχήστρα του Θεάτρου Μπολσόι, Έργα Ραχμάνινοφ, Ντβόρζακ 13 Ιουλίου, Ηρώδειο

(23 Αυγούστου – 22 Σεπτεμβρίου) Υπό κανονικές συνθήκες, τις περισσότερες φορές είσαι σχολαστικός και προσεκτικός και επιμένεις πολύ στις λεπτομέρειες. Ίσως γιατί εσύ, περισσότερο από κάθε άλλον, γνωρίζεις ότι αυτές είναι που κάνουν τη διαφορά. Ωστόσο, το διάστημα αυτό είσαι επιρρεπής στα λάθη, γι’ αυτό πρόσεξε καλά, τόσο κατά τη διάρκεια της εργασίας σου, όσο και στις υπόλοιπες καθημερινές δραστηριότητές σου. Η αφηρημάδα μπορεί να σου κοστίσει και δεν είναι εποχή για να δημιουργείς επιπλέον υποχρεώσεις. Ο σύντροφός σου είναι πιθανόν να απαιτήσει περισσότερη προσοχή και αποδείξεις αγάπης εκ μέρους σου. Οργάνωσε ένα ρομαντικό Σαββατοκύριακο γιατί, προσπαθώντας ν’ αποφύγεις τις εντάσεις, στην πραγματικότητα έχεις πολλές πιθανότητες να περάσεις εξαιρετικά. Θέατρο: Μικρά Διονύσια, Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος 8-9 Ιουλίου, Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου

(22 Νοεμβρίου – 21 Δεκεμβρίου) Η παιδική αφέλεια με την οποία πολλές φορές αντιμετωπίζεις τα πράγματα είναι μόνο η φλούδα ενός ανθρώπου που συνήθως σκέφτεται πάρα πολύ, σχεδόν εξαντλητικά, θα έλεγα. Η ελαφρότητά σου είναι απλώς η εντύπωση που αποκομίζουν οι άλλοι, η αύρα που εκπέμπεις. Η αναλυτική σου σκέψη αλλά και το χάρισμα της υπομονής, σύντομα θα αποδειχθούν εξαιρετικά χρήσιμα, τόσο σε εσένα όσο και στο περιβάλλον σου, γιατί το άμεσο μέλλον θ’ ακουμπήσει στα πόδια σας ένα σύνθετο πρόβλημα. Μη φοβάσαι· δεν είναι για τρόμο, ούτε για πανικό… Ψύχραιμη σκέψη θέλει κι εξυπνάδα. Οι δεσμευμένοι προσέξτε λιγάκι περισσότερο την υπόληψή σας. Ως γνωστόν, η γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί να είναι τίμια, πρέπει και να φαίνεται τίμια… Θέατρο: Vasistas - Αργυρώ Χιώτη, Spectacle 11-13 Ιουλίου, Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης

60 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy #25 [30 ιουνίου 2011]

Υδροχόος (20 Ιανουαρίου – 18 Φεβρουαρίου) Λοιπόν, πλάκα πλάκα, τα ’χεις καταφέρει καλά. Στα εργασιακά σου τουλάχιστον. Οι κόποι ετών, τα ατέλειωτα ξενύχτια, η σε βαθμό βλακείας συνέπειά σου, είναι οι λόγοι για τους οποίους το όνομά σου κυκλοφορεί στην πιάτσα συνοδευόμενο με τα καλύτερα λόγια. Οι προσφορές για δουλειά και νέες συνεργασίες δεν θα λείψουν, και μπορείς να θεωρείς δεδομένο ότι στο άμεσο μέλλον θα υπάρξουν νέοι πόροι εισοδήματος. Όλα αυτά βεβαίως δεν θα καταφέρουν να μειώσουν την οικονομική ανασφάλεια που σε βασανίζει και η οποία έχει περάσει πλέον στο DNA σου, οπότε κάθε θεραπεία μάλλον θα πρέπει να θεωρείται χαμένη υπόθεση. Τι κρίμα στ’ αλήθεια. Άλλοι στη θέση σου θα ήταν πάρα πολύ ευτυχισμένοι… Θέατρο: Ουαζντί Μουαουάντ / Γυναίκες, έργο βασισμένο στις τραγωδίες του Σοφοκλή Αντιγόνη, Ηλέκτρα, Τραχίνιαι 9-10 Ιουλίου, Ηρώδειο

Ιχθύες (19 Φεβρουαρίου – 20 Μαρτίου) Λάμπετε, χρυσό μου, λάμπετε! Κι αυτή η ακαταμάχητη ακτινοβολία σου, σε συνδυασμό με μια χαριτωμένη ελαφρότητα με την οποία παίρνεις τα πράγματα αυτό το διάστημα, μόνο σε καλά αποτελέσματα μπορούν να σε οδηγήσουν (δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις…). Βεβαίως το πιθανότερο είναι, η όποια σχέση δημιουργηθεί αυτό το διάστημα να μην καταφέρει να δει τα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου, αλλά νομίζω ότι η διάρκεια δεν είναι αυτό που σε απασχολεί επί του παρόντος. Οι δεσμευμένοι έχετε όλες τις προοπτικές να αναθερμάνετε τη σχέση σας και να περάσετε όμορφα με τον άνθρωπό σας (ρίχνοντας διακριτικά τις απαραίτητες κλεφτές ματιές σε ό,τι ενδιαφέρον περνάει… Ε, τι Ιχθύς θα ήσουν αλλιώς;) Θέατρο: Ομάδα Mkultra, Πολεοδομία #2: Μια εκδρομή 7-9 Ιουλίου, 9 & 34 Γυμνάσιο & ΓΕΛ Αθηνών

ζΩΩδιΑ


JUICY LIU Στον υπέροχο κόσμο του Eλληνικού Φεστιβάλ

Με τα Μπολσόι στην Αθήνα, με πιάνει μια φιλοσοφική διάθεση. Θέλεις η αυτοκρατορική μεγαλοπρέπεια, θέλεις η φιλοσοφική υπόμνηση του γνωστού αοιδού: «μήπως είσαι απ’ το Μπολσόι, μπαλαρίνα από σόι», μεταμορφώνομαι. Από μια Τίνα Δασκαλαντωνάκη του καλλιτεχνικοκοσμικού ρεπορτάζ έχω την αίσθηση ότι ο προορισμός της ζωής μου μεταβάλλεται. Γίνομαι μια φιλόσοφος. Και επειδή ήμουν περιπατητική από την προηγούμενη ζωή, όταν απλώς φιλοκαλούσα με το ωραίο μου πρόσωπο (ούτε μετ’ ευτελείας ούτε τίποτα άλλο), είπα να πάρω τους δρόμους και τις πλατείες. Στο Σύνταγμα, λοιπόν, με φιλοσοφική διάθεση. Μπορεί στην Πειραιώς και στο Ηρώδειο και αύριο στην Επίδαυρο κι όπου αλλού η τέχνη να αναμετριέται με το νόημα της ζωής, αλλά στους δρόμους και στις πλατείες άλλοι πολίτες διακηρύττουν ότι δίνουν τη μάχη για την ίδια τη ζωή τους. Να επιτρέψουν στην ταπεινότητα μιας κομψής μεν, λιτής κι απέριττης Juicy Liu, να επιμείνει ότι κι εκεί τα πράγματα συγκλίνουν στην περφόρμανς. Το Σύνταγμα μοιάζει με ένα τεράστιο φεστιβάλ, όπου απλώς στα αποκαΐδια μιας χώρας άνθρωποι από διαφορετικές κοινότητες επιδιώκουν να δώσουν (και να διαδώσουν, διευρύνοντας το ακροατήριό τους) το δικό τους μήνυμα. Είτε έναρθρο είτε άναρθρο. Δυο επισκέψεις στο Σύνταγμα, μια έναρθρη και μια άναρθρη αποδεικνύουν, νομίζω, όσα σας λέω. Ας αρχίσουμε από την έναρθρη. Ήταν η επίσκεψη της Αριάν Μνουσκίν και της ομάδας του Θεάτρου του Ήλιου, που άλλωστε διαθέτει την τεχνογνωσία κι έχει πάρει το κολάι. Με τα τεράστια πανό, που πάνω τους έχουν γραμμένα συνθήματα από διάσημα θεατρικά κείμενα (αλλά και συνθήματα τύπου «Δικαιοσύνη για το λαό») η ομάδα έφτασε στην Kάτω Πλατεία κι εκεί επιφύλασσε στο κοινό ένα χάπενινγκ. Μία τεράστια μαριονέτα ντυμένη στα λευκά, μ’ ένα σπαθί στο χέρι, που συμβόλιζε την Δικαιοσύνη, ήταν η πρωταγωνίστρια της αυτοσχέδιας παράστασης. Πληγωμένη και γεμάτη αίματα προσπαθούσε να ξεφύγει από τεράστια μαύρα πουλιά που την καταδίωκαν. Παρένθεση: Στην πραγματικότητα, η αντίληψη της Αριάν Μνουσκίν για τη δικαιοσύνη θα ταίριαζε σε κανονικά δυτικά κράτη. Στην Ελλάδα, ένα από τα ανοιχτά ζητήματα είναι η καθυστέρηση της δικαιοσύνης να απονεμηθεί, με

σΧολιΑ

πλΑτειΑ συΝτΑγΜΑτοσ Η Αριάν Μνουσκίν στην πλατεία Συντάγματος, την ώρα που ξετυλίγεται το δρώμενο του Θεάτρου του Ήλιου. Τέχνη για το λαό της Κάτω Πλατείας.

αποτέλεσμα σε μεγάλο βαθμό την αυτοκατάργησή της. Όπως λέει, δηλαδή, φίλος καθηγητής της Νομικής (που του αρέσει τρελά η Μνουσκίν), το θέμα της δικαιοσύνης στην Ελλάδα δεν απασχολεί κανέναν από όσους ψάχνουν νόημα στην πλατεία Συντάγματος. Γιατί απ’ αυτό το νόημα έχουν αποδράσει και το πνεύμα της μεταρρύθμισης και το πνεύμα της λογικής. Γι’ αυτό άλλωστε ο Καρτέσιος (έστω, οι προφήτες του), θα βλέπει τι συμβαίνει από την ταράτσα του Γαλλικού Ινστιτούτου, ψηλά στην οδό Σίνα (τι θα βλεπει; Πηγαίνετε μερικές σελίδες πίσω, ψάξτε γενικά το τεύχος, μην θέλετε και την πνευματική τροφή μασημένη). Στην Άνω Πλατεία ήρθε ένα άλλο θέαμα, που δεν εμπνέεται από τον δυτικό Διαφωτισμό και τους κοινωνικούς αγώνες για τη χειραφέτηση, αλλά από τα καρναβάλια. Γι’ αυτό, εγγυήθηκαν καμιά εικοσαριά Σπαρτιάτες, Λάκωνες (μαλάκωνες, καρδιά μου, όταν τους έβλεπες, με τις ασπίδες και τα συνθήματα τα βγαλμένα από παρωδία του 300, της ταινίας του Φρανκ Μίλερ) που ήρθαν να διατρανώσουν το αρχαίο πνεύμα αθάνατο. Δίνουν κι αυτοί τη μάχη για τη ζωή, για το νόημά της. Αλλά τι νόημα μπορεί να δώσει στη ζωή μας η προγονοπληξία; «Τι μάχη κι αυτή η ζωή… Δεν έχει ούτε έναν επιζώντα», που έλεγε κι η μακαρίτισσα η Σάρα Κέιν.

[30 Iουνίου 2011] #25 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy 61


ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΣ ΣΚΗΝΗΣ Aπό την Άννα Δαμιανίδη

© Εύη Φυλακτού

© Rene Habermacher

Η θέα της Αθήνας από ψηλά παραμένει αναλλοίωτη. Γιατί δεν είναι όραμα, είναι η αλήθεια που έγινε από τις φιλοδοξίες και τις αισθητικές μας.

κάτι μεγάλο πάνωθέ μας

T

ο χειμώνα φέτος, ένα φόντο στη θεατρική ζωή ήταν φόντο της αληθινής ζωής: οι πολυκατοικίες της Αθήνας. Το αξεδιάλυτο συνονθύλευμα από ταράτσες, κεραίες, μαυρισμένες πλάκες, πιάτα δορυφορικής, σκουριασμένα κάγκελα, ο αθηναϊκός ορίζοντας με δυο λόγια, ήταν σκηνικό του Μέσα (πάνω, δεξιά). Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου ιερουργούσε εντός του, ήταν το αναπόφευκτο πλαίσιο της καθημερινότητας. Δεν μπορούσες να πεις: όχι, δώστε μου κάτι άλλο! Βλέπουμε αρκετά την άσχημη πόλη, από ψηλά κι από χαμηλά, φτάνει πια η ευχαριστημένη της προχειρότητα, δεν θέλουμε να την ξέρουμε…

Το καλοκαίρι, μεγάλο φόντο σε θεατρική παράσταση έγινε το πρόσωπο του Ιησού, από τον Ρομέο Καστελούτσι (πάνω, αριστερά). Σαν Ρωμαίος κι αυτός, ελκύεται αθεράπευτα προς τη ρωμαϊκή θρησκεία· ακόμα κι αν την αρνηθεί, παραμένει στη σκιά της. Ένας Ιησούς μεταβατικής περιόδου, ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή, που ισχυρίζεται ότι είναι ο ποιμήν, που θα ήθελαν οι εγγεγραμμένοι στους καταλόγους να είναι ο ποιμήν τους, αφού είναι τόσο απλό και ανακουφιστικό να έχεις ποιμένα, αλλά τελικά μάλλον δεν είναι. Και βρίσκονται όλοι χωρίς ποιμένα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Καμία σχέση ανάμεσα στα δυο σκηνικά πέρα από το μέγεθός τους, που έχει να κάνει με μόδες σκηνικών, ας το πούμε

62 ΦEσTIBAλ AΘhNΩN & EπIδAypOy #25 [30 ιουνίου 2011]

έτσι. Κι αυτή η μόδα για κάτι μεγάλο πάνωθέ μας μπορεί να φωνάζει πως το χρειαζόμαστε αυτό το κάτι το μεγάλο. Πως χάσαμε τις μεγάλες ιδέες, τις μεγάλες ελπίδες, το θεό βεβαίως και πρωτίστως, οπότε οι άνθρωποι γίνονται μικροί σαν έντομα πάνω στη σκηνή, οι κινήσεις τους μοιάζουν χωρίς νόημα, εκτός κι αν θυμίζουν ιεροτελεστία με σκοπό να ανήκουν κάπου, ικεσία ή, το χειρότερο, παραίτηση. Κάτι αναζητάμε, μεγάλο. Κι αν το καταγγέλλουμε, δεν του γλιτώνουμε. Κι ο μεν Ιησούς του Ρωμαίου στο τέλος κάπως αλλοιώνεται, αμφισβητείται, παίζει η εικόνα του και χορεύει. Η θέα της Αθήνας όμως από ψηλά παραμένει αναλλοίωτη. Γιατί δεν είναι όραμα, δεν είναι ελπίδα, είναι η αλήθεια που κατασκευάστηκε από τις

φιλοδοξίες και τις αισθητικές μας, μια ουτοπία που πραγματώθηκε. Γύρω μας, έξω από το παράθυρο της κουζίνας, στο φωταγωγό, στο διάδρομο, στο μπαλκόνι, στην ταράτσα, ακαταμάχητη, πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα, προσφέρεται για στοχασμό και αυτογνωσία. Τοπίο της ελευθερίας μας, το χωρίς θεό και χωρίς καμία αρχή περιβάλλον που φτιάξαμε, αντιπροσφορά στον περίφημο αττικό ουρανό. Αυτό είναι ο θεός μας, γνήσιος Έλλην και καθόλου Ρωμαίος, όπου ο καθένας προσέφερε το λιθαράκι του όσο μπορούσε περισσότερο από το γείτονα. Αυτή η πάλη για κάτι παραπάνω σε τετραγωνικά, κι ό,τι άλλο, μας μεγαλώνει και μας τρέφει, είναι ο δικός μας ποιμήν.

επιΦυλλιδΑ




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.