EF # 33

Page 1


ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ 13.6 eως 26.6.2013 ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ Βασίλης Κολτούκης, Μουσικοί του δρόμου Πειραιώς 260, Διάδρομος – 1 Ιουνίου - 17 Ιουλίου, 19:00 - 23:00 Γεωργία Σπυροπούλου, Ηχογεωγραφία Πειραιώς 260, Μικρή Αποθήκη – 1 Ιουνίου - 17 Ιουλίου, 19:00 - 20:45 Μανώλης Χάρος - ΚΕΘΕΑ ΕΝ ΔΡΑΣΕΙ Κοινότητες στη φυλακή, παράθυρο στην κοινωνία Πειραιώς 260, Αποθήκη – 1 Ιουνίου - 17 Ιουλίου, 19:00 - 20:45 Μάρω Μιχαλακάκου & Kendell Geers Σε αμφίδρομη σχέση / Heart of Darkness Πειραιώς 260, Κτίριο Α – 3 Ιουνίου - 17 Ιουλίου, 19:00 - 20:45

ΜΟΥΣΙΚη Εθνική Λυρική Σκηνή, Ρίχαρντ Βάγκνερ, Ο Ιπτάμενος Ολλανδός Ωδείο Ηρώδου Αττικού – 7, 9, 11, 13 Ιουνίου, 21:00 ΚΟΑ - Βασίλης Χριστόπουλος, Τζουζέπε Βέρντι, Ρέκβιεμ Ωδείο Ηρώδου Αττικού – 14 Ιουνίου, 21:00 Συναυλία με τον Θάνο Μικρούτσικο Πάντα γελαστοί και γελασμένοι Ωδείο Ηρώδου Αττικού – 18 Ιουνίου, 21:00 Συναυλία με την Πάτι Σμιθ και την μπάντα της Ωδείο Ηρώδου Αττικού – 22 Ιουνίου, 21:00 Latinitas Nostra, Ένας Άγγλος ταξιδευτής στο Λεβάντε Πειραιώς 260, Κτίριο Δ – 23 Ιουνίου, 21:00 Τελετή Απονομής Βραβείων Ευρωπαϊκής Πολιτισμικής Κληρονομιάς 2013 Ωδείο Ηρώδου Αττικού – 16 Ιουνίου

ΘΕΑΤΡΟ Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος - Θέατρο του Νέου Κόσμου Έλλη Παπαδημητρίου, Κοινός Λόγος Πειραιώς 260, Κτίριο Η – 19-20 Ιουνίου, 21:00 Νατάσα Τριανταφύλλη, Σοφοκλή, Αντιγόνη Μουσείο Μπενάκη 1ος κύκλος 19-30 Ιουνίου (εκτός Δε - Τρ), 2ος κύκλος 3 – 7 Ιουλίου, 22:00 Θίασος Κανιγκούντα, Αλεξάντερπλατς Πειραιώς 260, Κτίριο Ε – 22-23 Ιουνίου, 23:00 Ηλίας Κουνέλας – Angelus novus-Θέατρο Όρα Η εμπειρία της παράστασης Κήπος στάχτες Κολωνός – 23-28 & 30 Ιουνίου, 1-5 & 7-12 Ιουλίου, 20:00

ΧΟΡΟΣ Δημήτρης Παπαϊωάννου, Πρώτη ύλη Πειραιώς 260, Κτίριο Α Α’ Κύκλος: 1-23 Ιουνίου (εκτός Δε, Τρ, Τε) 21:00 Β’ Κύκλος: 27 Ιουνίου -14 Ιουλίου (εκτός Δε, Τρ, Τε) 21:00 Peeping Tom, Ενοικιάζεται (À Louer) Πειραιώς 260, Κτίριο Δ – 12-14 Ιουνίου, 21:00 Λενιώ Κακλέα, arranged by date Πειραιώς 260, Κτίριο Ε – 12-13 Ιουνίου, 21:00 Ελεάνα Αλεξάνδρου, Στη χώρα των θ_υμάτων Πειραιώς 260, Κτίριο Ε – 18 - 19 Ιουνίου, 23:00 Σταυρούλα Σιάμου - Πέρσα Σταματοπούλου, Fight or Flight? Πειραιώς 260, Κτίριο Ε – 26-27 Ιουνίου, 21:00 Cie mpta, Ali / Nous sommes pareils... Πειραιώς 260, Κτίριο Η – 15-17 Ιουνίου, 21:00 Ομάδα χορού Μαγκί Μαρέν, nocturnes Πειραιώς 260, Κτίριο Η – 22-23 Ιουνίου, 21:00

ΠΑΡΑΛΛηΛΕΣ ΕΚΔηΛΩΣΕΙΣ Αφιέρωμα στον Λευτέρη Βογιατζή Πειραιώς 260, Κτίριο Δ – 17 - 19 Ιουνίου, 21:00

2 ΦEΣTIBAΛ AΘHNΩN & EΠIΔAYPOY #33 [13 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013]

ΠΑιδειΑ κΑι ελευθεΡιΑ

H

φωτογραφία του Λευτέρη Βογιατζή, στην κορυφή της σελίδας, είναι από τη νέα ταινία του κινηματογραφιστή Νίκου Παναγιωτόπουλου, Λιμουζίνα, που δεν έχει κάνει ακόμα πρεμιέρα και πρωτοδημοσιεύθηκε στις 13 Μαϊου στην Ελευθεροτυπία. Το ρεπορτάζ της Σταυρούλας Παπασπύρου, που τη συνόδευε, μας πληροφορούσε ότι είναι το τελευταίο πλάνο της ταινίας, στην οποία ο στενός συνεργάτης του Φεστιβάλ Αθηνών που χάσαμε παραμονές του Πάσχα εμφανιζόταν ως θαμώνας παρισινού καφενείου, «εξοπλισμένος» με όλα τα αξεσουάρ του καφενείου: ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, τσιγάρο (που μάλλον δεν επιτρέπεται να ανάψει) κι εφημερίδα. Σε ένα πλάνο όλο κι όλο πρόλαβε ο σκηνοθέτης να χτίσει ρόλο και χαρακτήρα; Το δημοσίευμα μας πληροφορεί ότι ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Λευτέρης Βογιατζής θα μπορούσε να είναι ακόμα και ο ίδιος ο Μπέκετ. Λογικό, η κατάσταση στην Ελλάδα –μερικές όψεις της τουλάχιστον, όπως λέει κι ένας φίλος– θα έπρεπε να είναι αντικείμενο του Μπέκετ και του Ιονέσκο μαζί. Ωραία λοιπόν. Χάρη στο σινεμά, θα ξαναδούμε τη μορφή του Λευτέρη Βογιατζή στο κέντρο μιας τελετής ζωής. Θα τον δούμε και στο μικρό κινηματογραφικό αφιέρωμα στην Πειραιώς 260, στις τρεις καλύτερες κατά τη γνώμη μου κινηματογραφικές εμφανίσεις του. Στο Μελόδραμα; (1980), του Νίκου Παναγιωτόπουλου, κομψός πλάι στη Μαρία Ξενουδάκη σε μια ιστορία έρωτα σε μια βροχερή Κέρκυρα. Στο Ακροπόλ (1995), ίσως την πιο παρεξηγημένη ταινία του Παντελή Βούλγαρη για την άνθηση και την παρακμή ενός μεγάλου θεάτρου, όπου μάλιστα χορεύει το «Μαχαραγιά», που ενορχηστρώνει ο Νίκος Πορτοκάλογλου και τραγουδά η Μελίνα Κανά. Και στα Γυμνά χέρια (2011) του Γιώργου Σκεύα, όπου ο Λευτέρης Βογιατζής ξεναγεί το κοινό στους τρόπους του μεγάλου μαέστρου μας, Δημήτρη Μητρόπουλου. Το σινεμά κρατά ζωντανή τη μορφή, επιτρέπει την αναπόληση. Αλλά ο Λευτέρης Βογιατζής δεν είναι πια ανάμεσά μας και το ελληνικό θέατρο (και μαζί του το Ελληνικό Φεστιβάλ) έχει στερηθεί ένα παράδειγμα απόλυτης αφοσίωσης στη διεκδίκηση της ερμηνευτικής δημιουργικότητας. Ήταν από τους μαχητικότερους ηθοποιούς και σκηνοθέτες, ο άνθρωπος που έβαλε το ελληνικό θέατρο στην τροχιά του παγκόσμιου μοντερνισμού. Τα όπλα του ήταν η παιδεία και η πολλή δουλειά. Στο επίκεντρο βρίσκονταν πάντα τα κείμενα, και το ζήτημα ήταν η σκηνοθεσία να τα κατανοήσει, οι ηθοποιοί να μπουν βαθιά στους ρόλους προκειμένου οι θεατές να εισπράξουν την απόλαυσή τους. Ο Διαλεγμένος και ο Κεχαΐδης, η Σάρα Κέιν και ο Γκολντόνι, ο Τσέχοφ, ο Σοφοκλής, ο Μολιέρος... Απέφευγε συστηματικά τον διδακτισμό. Οι ερμηνείες

του, οι παραστάσεις του ήταν ανοικτές. Δεν του έπρεπε ο ρόλος του δασκάλου, δεν έθεσε ποτέ τον εαυτό του στην έδρα. Πρότεινε – και ανέμενε την ανταπόκριση στις προτάσεις του. Δεν ήταν δουλειά του να χειραγωγεί, αλλά να διαλέγεται με εγγράμματους, ελεύθερους θεατές. Εμπιστευόταν τους συνεργάτες του. Όχι κάποια κλειστή κοινότητα με τυφλή πίστη στον αρχηγό – το αντίθετο. Μια δημιουργική ομάδα που διαλεγόταν μέσα στο κοινό επαγγελματικό πλαίσιο. Πρόσωπα που μπορούσαν να υποστηρίξουν με τον νου, το σώμα και το αίσθημα το κοινό αίτημα της αισθητικής συγκίνησης. Η δημιουργική του πρόταση δεν στηρίχθηκε στην επανάληψη ούτε καν των δικών του κατακτημένων τρόπων. Ήταν ανοιχτός στις ερμηνείες· γι’ αυτόν, το τοπικό ήταν παγκόσμιο. Άρχιζε πάντα από την αρχή. Και πήγαινε με αβέβαια βήματα μέχρι το τέλος. Η αμφιβολία – να μια ασφαλής ποιότητα που βοηθά τους δημιουργικούς ανθρώπους να προστατεύονται από τον ναρκισσισμό και την οίηση. Το θέατρο ήταν το πάθος του κι ο Λευτέρης Βογιατζής ήταν αφιερωμένος σ’ αυτό. Στο κέντρο βρίσκεται πάντα το δημιουργικό παιχνίδι και τίποτα δεν μπορεί να το σταματήσει – μόνο ο θάνατος. Θυμάμαι ένα περιστατικό πάθους, στο οποίο ο Λευτέρης Βογιατζής (όπως παλιότερα και οι κινηματογραφιστές Σταύρος Τορνές, Λάκης Παπαστάθης, Δήμος Αβδελιώδης και άλλοι) αρνήθηκε να υποκύψει στη συνδικαλιστική εκδοχή της καλλιτεχνικής ελευθερίας. Ήταν το 1999, όταν το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών θεώρησε ότι για τους Πέρσες του Εθνικού, τη σκηνοθεσία των οποίων είχε αναλάβει ο Βογιατζής, γίνονται περισσότερες από τις προβλεπόμενες πρόβες χωρίς οι ηθοποιοί που συμμετείχαν να πληρώνονται υπερωρίες. Το συνδικάτο ζητούσε ή περισσότερα χρήματα (πράγμα ανέφικτο) ή λιγότερη δουλειά. Αλλά τι παράσταση μπορεί να γίνει χωρίς τις αναγκαίες πρόβες, τις αμφισβητήσεις και τις διορθώσεις που επιφέρουν, την κατάκτηση του κειμένου και των τρόπων απόδοσής του; Ο Βογιατζής και, μαζί του, οι αφιερωμένοι συνεργάτες του δεν υποχώρησαν. Συνέχισαν γιατί, στην πραγματικότητα, η δημιουργικότητα είναι ανεκτίμητη – δεν μετριέται σε εργατοώρες. Oι θεατρίνοι δεν είναι ανθρακωρύχοι, κι ας καταδύονται στα δικά τους σπηλαιώδη βάθη της συνείδησης. Θυμάμαι ότι έπειτα από εκείνο το περιστατικό, ο Λευτέρης Βογιατζής διεγράφη από το σωματείο του. Ποιος έχασε; Παιδεία, δημιουργικό πάθος, ελευθερία, απλότητα, σκληρή δουλειά, όχι ευκολίες. Αυτά είναι τα μηνύματα του Λευτέρη Βογιατζή. Προσωπικώς, πίστευα και συνεχίζω να πιστεύω ότι αν ήμασταν πολλοί οι Βογιατζήδες αυτής της χώρας θα ήμασταν πολύ καλύτερη χώρα. s

EDITORIAL


H εικόνα του εξωφύλλου: O Λευτέρης Bογιατζής από τον Αλέκο Παπαδάτο

[

Xατζηχρhστου 23 & Mακρυγιaννη 11742 / aΘhNa / T. 210 9282900

ΣΕΛ. 16 ΣΕΛ. 10

4

ΛEYTEPHΣ BOΓIATZHΣ AΓΙΟ ΚΑΙ ΘΝΗΤO

10

ΣΤΑΘηΣ ΛΙβΑΘΙΝΟΣ ΜΙΑ AΝΙΣΗ ΜAΧΗ

12

ΔηΜηΤΡηΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ βΑΣΙΛηΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ – KOA

Συνεργάζονται: Τηλέμαχος Αναγνώστου Εξώφυλλο: Αλέκος Παπαδάτος Φωτογράφοι: Bίκυ Γεωργοπούλου, Bασίλης Mαθιουδάκης Yπεύθυνος σύμφωνα με το νόμο: Γιώργος Λούκος Σχεδιασμός: Z-axis Δημιουργικό: Aνδρέας Pεμούντης Eκτύπωση: IPIΣ A.E.

διΟικηΤικΟ ςυΜβΟυλιΟ

ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ ΤΑ ΠΑΝΤζΟyΡΙΑ ΤΟ ΠΡΩi

16

ΘΙΑΣΟΣ ΚΑΝΙΓΚΟΥΝΤΑ Η ΚΡΙΣΗ, Η ΙΣΤΟΡΙΑ, Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ, Η ΓΥΝΑΙΚΑ

18

ΦΡΑΝΚ ΣΑΡΤΙΕ – PEEPING TOM

MEΓAΛΟI XOPHΓOI

EiΜΑΣΤΕ ΗΔΟΝΟΒΛΕΨΙΕΣ

22

ΕΘΝΙΚη ΛΥΡΙΚη ΣΚηΝη – Ο ΙΠΤΑΜΕΝΟΣ ΟΛΛΑΝΔΟΣ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΗΣ ΛΥΡΙΚΗΣ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΜΑΣ

24

PATTI SMITH BEcAusE thE night

28

]

Διευθυντής Σύνταξης: Hλίας Kανέλλης Eπιμέλεια ύλης: Μαίρη Κιτροέφ Σύνταξη: Έλια Aποστολοπούλου, Kατερίνα Kόμητα, Αργυρώ Λύτρα, Nίκη Oρφανού, Μαρίλια Παπαθανασίου, Μυρτώ Πολυμίλη

Πρόεδρος: Γιώργος Λούκος Aντιπρόεδρος: Ήρα Ράλλη-Βαλσαμάκη Mέλη: Ηλίας Μπουντανιώτης, Σοφία Στάικου Μαρία Χ. Χατζηνάσιου, Πολυχρόνης Πολυχρονόπουλος Ελευθέριος Κουλιεράκης

ΡΕΚΒΙΕΜ: miA ΜΑΣΚΑΡΕΜΕΝΗ ΟΠΕΡΑ

15

ISSN: 1791-1729

eλληνικΟ ΦεςΤιβΑλ A.e.

AytOtOmiA ή ΤΟ ΠΟΔΙ ΤΟΥ ΑΣΤΕΡΙΑ

14

H eΦηΜεΡιδΑ ΤΟυ eλληνικΟυ ΦεςΤιβAλ Eιδική έκδοση για το πρόγραμμα του 2013 Nο 33 (1/2013) [13/6/2013]

XOPHΓOI EΠIKOINΩNIAΣ

AΛΙ & ΧΕΝΤΙ ΤΑΜΠΕΤ ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΜΙΓΑΔΕΣ

30

βΑΓΓEΛηΣ ΘΕΟΔΩΡOΠΟΥΛΟΣ AΡΙΣΤΕΡΟΣ ΓΙΝΕΣΑΙ ΑΠΟ ΑΓΑΠΗ

34 ΣΕΛ. 24

ΜΑΓΚΙ ΜΑΡΕΝ h ΕΞΟΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΗΤΤΑ

38

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΣΙΑΜΟΥ – ΠΕΡΣΑ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ «ΤΙ ΜΑΣ ΚΡΑΤΑΕΙ ΑΚΟΜΑ ΕΔΩ;»

40

ΕΛΕΑΝΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Η ΕΥΘΡΑΥΣΤΗ ΚΥΠΡΟΣ

41

ΛΕΝΙΩ ΚΑΚΛΕΑ ΟΤΑΝ ΞΕΧΑΣΕΙΣ ΤΟ pin...

42

ΝΑΤΑΣΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛη ΟΣΑ ΜΟΥ ΕΜΑΘΕ h AnΤΙΓΟΝΗ

43

ηΛΙΑΣ ΚΟΥΝΕΛΑΣ ΠΟΥ ΠΑΝΕ ΟΙ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΟΤΑΝ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΝ;

44

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ ΧΡΥΣΙΚΟΠΟΥΛΟΣ – LATINITAS NOSTRA Η ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΜΠΑΡΟΚΟΣΚΥΛΟΥ

45

ME THN YΠOΣTHPIΞH

JUICY LIU ΣΤΟΝ ΥΠEΡΟΧΟ ΚOΣΜΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟy ΦΕΣΤΙΒAΛ

ΣΕΛ. 30 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Για να αγοράσετε τα εισιτήριά σας τηλεφωνικά χρησιμοποιώντας την πιστωτική κάρτα σας, καλείτε στο 210-32 72 000 Δευτέρα έως Κυριακή, 09:00 με 21:00 [13 Ιουνιου 2013] #33 ΦEΣTIBAΛ AΘHNΩN & EΠIΔAYPOY 3


ΑΙΣΙΟΔΟΞη ΝΕΟΤηΤΑ

© Κώστας Ορδόλης

Ένας χαμογελαστός Λευτέρης Βογιατζής, κοιτά παιχνιδιάρικα το φακό του Κώστα Ορδόλη, περιτριγυρισμένος από φωτογραφίες και αφίσες παραστάσεων και κρατώντας σφιχτά ένα λούτρινο αρκουδάκι.

Ο Λευτέρης Βογιατζής γεννήθηκε στην Καλλιθέα το 1945. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, παρακολούθησε θεατρικά μαθήματα στο max Reinhardt seminar της Βιέννης και στη Σχολή του Κωστή Μιχαηλίδη στην Αθήνα. Στο θέατρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1973, στον Κυριακάτικο περίπατο του ζορζ Μισέλ, σε σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη. Ακολούθησαν συνεργασίες με τον Σπύρο Ευαγγελάτο, την Έλλη Λαμπέτη και την Ελεύθερη Σκηνή, σε μια προσπάθεια ανανέωσης της επιθεώρησης. Τα χρόνια αυτά, έπαιξε πολλούς ρόλους του κλασικού κυρίως ρεπερτορίου, μεταξύ άλλων: τον Άλφρεντ, στις Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης του Χόρβατ, την επώνυμη ηρωίδα στη Λυσιστράτη του Αριστοφάνη, τον Ευριπίδη στους Βατράχους του Αριστοφάνη, τον Ταρτούφο στο ομώνυμο έργο του Μολιέρου… Το 1981 ίδρυσε την Εταιρία Θεάτρου Σκηνή, με τη συνεργασία έξι ακόμα ηθοποιών. Από το 1982 έως το 1987 σκηνοθέτησε και έπαιξε Σπασμένη στάμνα του Χάινριχ φον Κλάιστ, τους Αγροίκους του Κάρλο Γκολντόνι, Συμφορά από το πολύ μυαλό του Αλεξάντερ Γκριμπογέντοφ, Σε φιλώ στη μούρη... του Γιώργου Διαλεγμένου. Το 1988 ίδρυσε τη θεατρική ομάδα Νέα Σκηνή. Το 1989 σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε στον Θείο Βάνια του Τσέχοφ και το 1991 το έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ, Ρίπερ, Ντένε, Φος. Το 1989, στην απαρχή της ενασχόλησής του με το αρχαίο ελληνικό δράμα, ιδρύει το Εργαστήριο Αρχαίου Δράματος, σκηνοθετώντας την Αντιγόνη του Σοφοκλή. Το 1995 ανέβασε τη σατιρική κωμωδία των Δημήτρη Κεχαΐδη - Ελένης Χαβιαρά Με δύναμη από την Κηφισιά. Ακολουθούν επιτυχημένες παραστάσεις όπως: Ο Μισάνθρωπος του Μολιέρου (1996), Ελένη του Ευριπίδη (1996) σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, η πολυβραβευμένη Νύχτα της κουκουβάγιας του Γιώργου Διαλεγμένου (1998), Πέρσες του Αισχύλου (1999), Τέφρα και σκιά του Χάρολντ Πίντερ (2000). Το 2001 ανεβάζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα Σάρα Κέιν, το Καθαροί πια. Το 2003, σκηνοθετεί το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη, Σ’ εσάς που με ακούτε και, για δεύτερη φορά, έργο της Σάρα Κέιν, το Crave (Λαχταρώ). Το 2004 επιστρέφει στον Μολιέρο με Το Σχολείο των γυναικών και τον επόμενο χρόνο σκηνοθετεί και παίζει σ’ ένα ακόμα έργο του Γιώργου Διαλεγμένου, το Bella Venezia. Το 2006 κλείνει το Φεστιβάλ Επιδαύρου με την Αντιγόνη του Σοφοκλή σε νέο ανέβασμα, ενώ το καλοκαίρι του 2007 η ίδια παράσταση ανοίγει το Φεστιβάλ Επιδαύρου. Το 2007 ανεβάζει και πρωταγωνιστεί στην Ήμερη του Ντοστογιέφσκι. Ακολουθούν τρία θεατρικά έργα: το Ύστατο σήμερα του Χάουαρντ Μπάρκερ, το Θερμοκήπιο του Χάρολντ Πίντερ και Ο τόκος του Δημήτρη Δημητριάδη, τα οποία σκηνοθετεί και ανεβάζει ο ίδιος στο ανακαινισμένο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων. Τον Αύγουστο του 2012 αποθεώνεται στην Επίδαυρο μετά το τέλος της πρεμιέρας του Μολιερικού Αμφιτρύωνα, που έμελλε να είναι και το τελευταίο έργο που σκηνοθέτησε. Πριν πεθάνει, στις 2 Μαΐου, ετοίμαζε το Θερμοκήπιο του Χάρολντ Πίντερ, με τον ίδιο να ερμηνεύει τον ρόλο του Ρουτ.


Ο δικΟς ΜΑς λευΤεΡης βΟΓιΑΤζης Η ανάγνωση του κειμένου από τον Λευτέρη έμοιαζε με θεώρημα: η απόλαυσή του δεν προϋπέθετε ούτε τη στράτευση ούτε τα πολιτικοκοινωνικά συμφραζόμενα. Η ζωή του και η πρότασή του ήταν το θέατρο – καθαρόαιμο, ζωοποιό, πειθαρχημένο, αλλά και λυτρωτικό. Αφοσιωμένος στο θέατρο, στο ήθος και στην ουσία του, ο Λευτέρης απέφυγε να μετατραπεί σε δημόσιο κήρυκα, σε «δάσκαλο του Γένους». «Δεν πιστεύω στους ιερούς σκοπούς ούτε στα οράματα», έλεγε. Επέμενε στη θέση ότι το θέατρο είναι μια συλλογική περιπέτεια, μια περιπέτεια στην οποία μπαίνεις μαζί με άλλους. Κι η δημιουργία είναι ένα πράγμα απλό. Από τον Γιώργο Λούκο

O

Λευτέρης Βογιατζής ήταν ένα από τα πρώτα πρόσωπα με τα οποία συνδέθηκα στενά όταν, το 2005, ήρθα στην Αθήνα από τη Λυών, με διάθεση να βάλω το Φεστιβάλ Αθηνών στη ζωή της πόλης και ταυτόχρονα στα καλλιτεχνικά δρώμενα της Ευρώπης – τον είχα γνωρίσει δέκα χρόνια πριν στο Φεστιβάλ Χορού της Καλαμάτας. Ήταν, επίσης, το πρώτο πρόσωπο που με ακολούθησε στις περιπλανήσεις μου σε εγκαταλειμμένους πρώην βιομηχανικούς χώρους σε διάφορα μέρη της Αθήνας, όταν ψάχναμε πού θα εγκαταστήσουμε τις κεντρικές εκδηλώσεις της ανανεωμένης διοργάνωσης. Είχα στο μυαλό μου ανάλογες περιπτώσεις στην Ευρώπη, όπου παλιά εργοστάσια διασκευάστηκαν σε χώρους πολιτισμού, αλλά κι ο Λευτέρης Βογιατζής ήξερε ανάλογα εγχειρήματα που έδωσαν ζωή και νέο νόημα σε τμήματα της πρωτεύουσας στα οποία ο κόσμος, και κυρίως η νεολαία, δεν είχαν πρόσβαση – όπως, π.χ., τα φεστιβάλ του περιοδικού Αντί, χάρη στα οποία αναδείχθηκε ο χώρος της σημερινής Σχολής Καλών Τεχνών και σε μεγάλο βαθμό προσδιορίστηκε η νέα χρήση της Τεχνόπολης. Εκείνος με πήγε και στην Πειραιώς 260. Είχε χαρτογραφήσει την περιοχή αλλά, αν και πολύ κοντά στο κέντρο, την πρώτη φορά δεν καταφέραμε να φτάσουμε – μας κυνήγησε μια αγέλη σκύλων και τρέξαμε σκιαγμένοι και γελώντας ταυτόχρονα. Ξαναπήγα μαζί με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου, ο οποίος επέλεξε και το χώρο στον οποίο θα έδινε την πρώτη παράσταση. Ο Λευτέρης Βογιατζής, αντιθέτως, δούλεψε την Αντιγόνη του Σοφοκλή για την Επίδαυρο,

που είχε τεράστια επιτυχία. Eξίσου τεράστια ήταν η επιτυχία και της Πειραιώς 260, που πολύ γρήγορα μετασχηματίστηκε στην κυψέλη δημιουργικότητας την οποία όλοι γνωρίζετε. Αλλά με τον Λευτέρη δεν χρειαζόταν ένα success story για να έλθουμε κοντά. Γι’ αυτό και η σχέση μας παρέμεινε όπως στην αρχή, σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης και αναζήτησης, δημιουργικών προτάσεων και της ανίχνευσής τους. Συναντιόμασταν πολύ συχνά και πάντα οι συζητήσεις μας περιείχαν λιγότερο εμάς τους ίδιους και περισσότερο αυτά που είχαμε κατά νου και προσπαθούσαμε να πραγματώσουμε. Ο Λευτέρης είχε εμπιστοσύνη στην αφοσιωμένη σ’ αυτόν θεατρική κοινότητα. Κι ήταν πάντα εξαιρετικά αβέβαιος για τη δική του ικανότητα να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις μιας καινούργιας θεατρικής ανάγνωσης. Μήπως του ξέφευγαν κάποιες πτυχές, μήπως ο κεντρικός ιστός ήταν λάθος; Διάβαζε συνεχώς προσπαθώντας να διεισδύσει στην ουσία των κειμένων που έπρεπε να ερμηνεύσει και συνεχώς είχε αμφιβολίες. Νομίζω ότι πριν από τις άλλες αρετές των θεατρικών προσεγγίσεών του, πριν από τη διεισδυτική προσέγγιση στο κείμενο, πριν από τη σκληρή, συστηματική και μεθοδική εργασία με τους ηθοποιούς του, πριν από τις εξαντλητικές πρόβες, πριν απ’ όλα αυτά, το πιο δημιουργικό τμήμα της μεθόδου του ήταν η αμφιβολία. Μήπως έπρεπε να ακολουθήσει άλλους δρόμους, μήπως υπήρχαν πιο διεισδυτικές και, εντέλει, πιο πιστές προσεγγίσεις στο πνεύμα των συγγραφέων; Προσέγγιζε πάντα το υλικό του με την αγάπη, την αφοσίωση και το πάθος ενός παιδιού. Η πάλη του με τα κείμενα και το έργο, είναι αλήθεια, δεν του επέτρεπαν

να σκέφτεται αυτό που ονομάζουμε καριέρα. Δεν διεκδίκησε τίποτα παραπάνω από τη δουλειά του, έναν θεατρικό χώρο στον οποίο να μπορεί να την τοποθετεί, τους συνεργάτες και τους φίλους με τους οποίους θα μπορεί να συνδιαλεχθεί δημιουργικά για τη δουλειά αυτή. Δεν ήταν συστηματικός αλλά μάλλον ευεπίφορος στις παρορμήσεις του. Κι όμως, οι παρορμήσεις αυτές δεν σήμαιναν βήματα στα τυφλά. Εξοπλισμένος μ’ ένα βουνό γνώσεις και με την προσπάθεια της κατανόησης σε βάθος των κειμένων, οι παραστάσεις του δεν υπέκυψαν ποτέ στον πειρασμό να προσαρμοσθούν στην επικαιρικότητα και στους εφήμερους και εν τέλει θεαματικούς κανόνες της. Η ανάγνωση του κειμένου από τον Λευτέρη έμοιαζε με θεώρημα: η απόλαυσή του δεν προϋπέθετε ούτε τη στράτευση ούτε τα πολιτικοκοινωνικά συμφραζόμενα. Η ζωή του και η πρότασή του ήταν το θέατρο – καθαρόαιμο, ζωοποιό, πειθαρχημένο, αλλά και λυτρωτικό. Αφοσιωμένος στο θέατρο, στο ήθος και στην ουσία του, ο Λευτέρης απέφυγε να μετατραπεί σε δημόσιο κήρυκα, σε «δάσκαλο του Γένους». «Δεν πιστεύω στους ιερούς σκοπούς ούτε στα οράματα», έλεγε. Επέμενε στη θέση ότι το θέατρο είναι μια συλλογική περιπέτεια, μια περιπέτεια στην οποία μπαίνεις μαζί με άλλους. Κι η δημιουργία είναι ένα πράγμα απλό. Όσες φορές παρενέβη δημοσίως (όπως, πιο πρόσφατα, για να στηρίξει τον Ματίας Λάνγκχοφ από τις επιθέσεις που είχε υποστεί λόγω της ανάγνωσής του στον Φιλοκτήτη του Χάινερ Μίλερ), το έκανε για να υπερασπίσει την ελευθερία της καλλιτεχνικής δράσης και γενικότερα της έκφρασης. Ο Λευτέρης ήταν από τους ανθρώπους που αγάπησα βαθιά. Μου λείπει πολύ. s


ΑΧΩΡΙΣΤΟΣ ΦΙΛΟΣ

© Κώστας Ορδόλης

Ο Λευτέρης Βογιατζής αγαπούσε τις γάτες, όπως αποδεικνύεται στην παλιότερη ασπρόμαυρη φωτογραφία του Κώστα Ορδόλη (λεπτομέρεια από την οποία δημοσιεύουμε εδώ) αλλά και στο μοναδικό περσινό πλάνο που του απέσπασε η Βίκυ Γεωργοπούλου για το εξώφυλλο της τελευταίας περσινής εφ (απέναντι). Τώρα, ο Φανερούλης είναι μόνος.


© Bίκυ Γεωργοπούλου

AΓιΟ κΑι θνηΤO Από τη Δηώ Καγγελάρη Στον Λευτέρη Βογιατζή, που φέτος δεν ήρθε στην Πειραιώς 260. Για «μια ομορφιά με την έννοια του απόλυτου, που και η παραμικρή στραβοτιμονιά τη χαλάει και αναγκάζεσαι να την παραμερίσεις», έκανε λόγο ο Λευτέρης Βογιατζής σε μια συνομιλία μας. «Το πιο δύσκολο απ’ όλα είναι αυτή η απόλυτη ομορφιά η οποία έχει σχέση με μια ροή και με μία ελαφράδα, μ’ ένα άγγιγμα βαθύ, που μπορεί, όμως, να σβήσει τόσο εύκολα όσο έγινε, που δεν σε πιέζει με την ύπαρξή της, που δεν σε εξαναγκάζει να πρέπει να της δώσεις κι άλλα πράγματα». Ηθοποιός και σκηνοθέτης σε βαθμό ταύτισης, αφιερώθηκε με αυτό το αίτημα στη σκηνική πράξη και προ πάντων στην υποκριτική: «Νομίζω ότι κι από την ηθοποιία ζητάω το ίδιο πράγμα, δηλαδή αν ήταν δυνατόν το παίξιμο των ηθοποιών να γίνεται με τέτοιο τρόπο που να δημιουργεί την εντύπωση ότι συμβαίνει κάτι σοβαρό, άγιο και μαζί κάτι πολύ θνητό που, όμως, είναι αναντικατάστατο εκείνη τη στιγμή». Το ποιοτικό άλμα, που σημειώθηκε με την έναρξη της Σκηνής το 1982 και κορυφώθηκε με τη νέα Σκηνή στη συνέχεια, βασίστηκε στην αναγωγή των πολύμηνων δοκιμών σε αυθεντικό θεατρικό εργαστήρι. Ο ηθοποιός ερχόταν αντιμέτωπος με την πρόκληση της επιθυμίας του, ώστε να θελήσει να διευρύνει τις δυνατότητες και τα όριά του, να άρει τις φοβίες, τις αναστολές και τις ευκολίες του. Μέσα από την εξονυχιστική διείσδυση στο γράμμα και στο πνεύμα του κειμένου, πραγματοποιείται η ουσιαστική συνάντηση με το δραματικό πρόσωπο. Παράλληλα, το μικρό Θέατρο της οδού Κυκλάδων, αυτός ο μοναδικός αρχιτεκτονικός τόπος του Κυριάκου Κρόκου με τις υπαινικτικές μνήμες, από κοινού με τη δύναμη της σκηνογραφίας και των φωτισμών, θα συναποτελέσουν, σε πλήρη πάντα σύμπνοια με τα σώματα και τις φωνές, τη σκηνική ποίηση του Βογιατζή. Αυτός ο μεγάλος Έλληνας δημιουργός, από τους τελευταίους χειροτέχνες του ευρωπαϊκού θεάτρου, που θεατρολόγοι όπως ο ζωρζ Μπανύ και η Στέφανι Καρπ έρχονταν να ανακαλύψουν στο καταφύγιο της Κυψέλης, αντιπρότεινε μέσα στην ευτέλεια των ημερών τη μαστορική ως αυταξία. Κέρδισε το σεβασμό της θεατρικής συντεχνίας και το χειροκρότημα του κοινού που τον ακολούθησε στα αρχαία αμφιθέατρα. Ασυμβίβαστος κυνηγός του απόλυτου, ανικανοποίητα ερωτευμένος με τη σκηνή, ο Λευτέρης διατηρούσε ταυτόχρονα τη φρεσκάδα και την περιέργεια ενός παιδιού, χωρίς κανένα ίχνος έπαρσης και σοβαροφάνειας. Σαν να είχε γραφτεί για χάρη του ο στίχος του ποιητή: πρέπει να παίρνεις τη ζωή πολύ στα σοβαρά, όπως κάνει ένας σκίουρος. s [13 Ιουνιου 2013] #33 ΦEΣTIBAΛ AΘHNΩN & EΠIΔAYPOY 7


© Bίκυ Γεωργοπούλου

Ο Λευτέρης Βογιατζής από τις σελίδες της εφ

«η δηΜιΟυΡΓιΑ εινΑι ενΑ ΠΡΑΓΜΑ ΑΠλΟ» Συνυφασμένη με τη διαδρομή του Φεστιβάλ ήταν, τα τελευταία χρόνια, η θεατρική δημιουργία του Λευτέρη Βογιατζή. Ευνόητο είναι, λοιπόν, να έχουν φιλοξενηθεί στην εφ πολλά κείμενα για τη δουλειά του, συνεντεύξεις συνεργατών καθώς και δικές του συνεντεύξεις. Επιλέξαμε και σας παρουσιάζουμε αποσπάσματα από τρεις συνεντεύξεις του, μέσα από τα οποία προβάλλει ξεκάθαρα η δημιουργική ιδιοσυγκρασία του, η παιδεία του, οι αναζητήσεις του, η μέθοδός του να διεκδικεί τη θεατρική συγκίνηση. «Δεν πιστεύω στους ιερούς σκοπούς» Το καλοκαίρι του 2008, ο Λευτέρης Βογιατζής υποδύθηκε τον Οδυσσέα στον Φιλοκτήτη του Χάινερ Μίλερ, στη σκηνοθεσία του Ματίας Λάνγκχοφ, που παρουσιάστηκε στο Μικρό Θέατρο της Επιδαύρου. Ο Λευτέρης Βογιατζής, μαζί με τους συμπρωταγωνιστές του στην παράσταση (Χρήστος Λούλης, Μηνάς Χατζησάββας) είχε συναντηθεί εκεί, ένα καυτό καλοκαιρινό μεσημέρι, με τη Νίκη Ορφανού. Αναδημοσιεύουμε μερικά από όσα είπε τότε, όπως τυπώθηκαν στο τχ. 9 του περιοδικού (19/6/2008): Δεν πιστεύω στους ιερούς σκοπούς ούτε στα οράματα. Όραμα; Δεν μπορώ να ακούω καν αυτή τη λέξη. Ας μην ξεγελιόμαστε από μεγάλες λέξεις όπως αυτή. Γιατί αυτομάτως δημιουργεί ένα είδος θεότητας. Στο θέατρο, για παράδειγμα, για όσους τουλάχιστον ξέρουμε τα πράγματα από μέσα, δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Το θέατρο είναι μια περιπέτεια στην οποία μπαίνεις μαζί με

8 ΦEΣTIBAΛ AΘHNΩN & EΠIΔAYPOY #33 [13 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013]

άλλους. Η δημιουργία είναι ένα πράγμα απλό, όχι κάτι περίπλοκο, όπως πάνε να το παρουσιάσουν ορισμένοι. Είναι μια λειτουργία, μια δουλειά, μια ανάγκη. Ο τρόπος που απολαμβάνει κανείς τη φύση ζώντας την, επιτρέποντάς της να τον αλλάξει, αυτό είναι επίσης δημιουργία. Συνεπώς όλοι οι άνθρωποι είναι δημιουργοί; Σαφώς. Μόνο που δεν το ξέρουν. Δυστυχώς, νομίζουν ότι οι δουλειές που κάνουν είναι απλά δουλειές, γι’ αυτό υποτιμούν τον εαυτό τους, ενώ πιστεύουν εσφαλμένα ότι μόνο η δουλειά των καλλιτεχνών είναι πραγματική δημιουργία. Νιώθετε έτοιμος για το ρόλο; Όχι καθόλου. […] Εξάλλου, τι σημαίνει να είναι κανείς έτοιμος; Ποτέ δεν έχεις τα λόγια έτοιμα όταν ανεβαίνεις στη σκηνή. Γιατί ξαφνικά ανοίγει ένα τελείως διαφορετικό πεδίο τη στιγμή που βγαίνεις στη σκηνή. Κι όταν

μπουν οι θεατές, τότε το πεδίο ανοίγει ακόμα περισσότερο –είτε αρνητικά είτε θετικά–, το οποίο σου αποδεικνύει σε μια στιγμή ότι πράγματα που έπαιρνες για σίγουρα δεν ήταν καθόλου δεδομένα. Τίποτα δεν ξέρεις μέχρι να μπει στο χώρο το κοινό. Για το κοινό γίνεται αυτό που ονομάζουμε τέχνη.

«Μόνο οι δειλοί είναι σίγουροι» Το 2010, ο Λευτέρης Βογιατζής σκηνοθέτησε τον Τόκο του Δημήτρη Δημητριάδη, που έκανε πρεμιέρα στην Πειραιώς 260. Με αφορμή εκείνη την παράσταση, στην οποία μεταξύ άλλων έπαιζαν ο Δημήτρης Ήμελλος, ο Γιώργος Γάλλος, η Ρένη Πιττακή, ο Παντελής Δεντάκης και η Αλεξία Καλτσίκη, συνομίλησε μαζί του η Έλια Αποστολοπούλου. Αργότερα, ο Λευτέρης Βογιατζής έκανε τηλεφωνικώς τις τελικές διορθώσεις από την Άνδρο, όπου πήγαινε τακτικά για να ποτίσει τα δέντρα ενός κτή-

ΘEATPO


© Bίκυ Γεωργοπούλου

info Αφιέρωμα στον Λευτέρη Βογιατζή Μελόδραμα; (1980) του Νίκου Παναγιωτόπουλου Ακροπόλ (1995) του Παντελή Βούλγαρη Γυμνά χέρια (2011) του Γιώργου Σκεύα Ένα κινηματογραφικό αφιέρωμα στον Λευτέρη Βογιατζή μέσα από τρεις σημαντικές ερμηνείες του. Πειραιώς 260, Κτίριο Δ 17 - 19 Ιουνίου, 21:00 Εισιτήρια: 5€

ΠAΘOΣ ΓΙΑ TO ΘEATPO Το καλοκαίρι του 2008 βρήκε τον Λευτέρη Βογιατζή να υποδύεται τον Οδυσσέα στον Φιλοκτήτη του Χάινερ Μίλερ. Εδώ, καθισμένος στα σκαλιά της Μικρής Επιδαύρου ανάμεσα στους συμπρωταγωνιστές του Χρήστο Λούλη και Μηνά Χατζησάββα (αριστερά). Δύο χρόνια αργότερα επέστρεψε στο θέατρο της Πειραιώς 260 (δεξιά) σκηνοθετώντας το έργο του Δημήτρη Δημητριάδη

ματος, σε μια αξέχαστη δίωρη μεταμεσονύχτια συνομιλία… Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο τχ. 21, 8/7/2010 – και από εκείνο το δημοσίευμα επιλέξαμε τα αποσπάσματα που ακολουθούν:

και νομίζουν ότι ο κόσμος υπάρχει μόνο γι’ αυτούς. Έτσι δεν μπορεί να υπάρξει συμβίωση. Είναι αξιολύπητοι.

ώρα που ο κριτικός δεν διαλέγει αυτό που θα κρίνει, δεν είναι κριτικός, είναι μικροεπαγγελματίας.

«Εκτιμώ όσους γνωρίζουν το παρελθόν»

Έχει αλλάξει το κοινό του θεάτρου; Η τηλεόραση και ειδικά ο νεοπλουτισμός δημιουργούν νέες συνθήκες και ένα άλλο κοινό. Το κοινό αυτό έχει μια άνεση, έναν εγωισμό, μια άγνοια ορισμένων άγραφων, απαράβατων νόμων που διέπουν τη σχέση του θεατή με την παράσταση. Είναι σαν να είναι σπίτι τους και να απαιτούν.

Εσείς σε ποιο κοινό απευθύνεστε; Εγώ απευθύνομαι πάντα σε έναν αόρατο θεατή, ο οποίος έχει όλα τα χαρακτηριστικά του ιδανικού θεατή: καταλαβαίνει, κρίνει αυστηρά, είναι καλοπροαίρετος και θέλει να συμμετέχει όσο δεν τον κοροϊδεύουν. Ο θεατής μου αντιπροσωπεύει όλους τους θεατές και χάρις σε αυτόν θεωρώ όλους του θεατές δύσκολους, έντιμους, δίκαιους. Ο θεατής είναι ένας καλλιτέχνης της παρακολούθησης, καθώς εφευρίσκει τον ιδανικότερο τρόπο να παρακολουθήσει και να μην αποσπαστεί η προσοχή του. Αλλιώς δεν είναι θεατής. Όπως και όταν διαβάζουμε λογοτεχνία, σιγά σιγά γινόμαστε καλοί αναγνώστες. Και ο θεατής πρέπει να καταβάλει κάποια προσπάθεια.

Το περσινό καλοκαίρι, ο Λευτέρης Βογιατζής είχε κερδίσει την πρώτη μάχη με τον καρκίνο και ετοίμαζε πυρετωδώς τη σκηνοθεσία του στον Αμφιτρύωνα του Μολιέρου, που αποθεώθηκε αργότερα, τον Αύγουστο, στην Επίδαυρο. Με αφορμή εκείνη την παράσταση μίλησε στη Βένα Γεωργακοπούλου, στο τελευταίο τεύχος της περσινής χρονιάς (τχ. 32, 26/7/2012), απ’ όπου και τα αποσπάσματα που ακολουθούν. Κι η Βίκυ Γεωργοπούλου, που συναντήθηκε μαζί του για τη φωτογραφία του εξωφύλλου, αρκέστηκε σε μια μόνο λήψη – δεν ήθελε να τον κουράσει…

Είναι η λογική του «πληρώνω, άρα κάνω ό,τι θέλω»; Έχεις κάθε δικαίωμα να έχεις τη γνώμη σου, αλλά μέσα από τη συμμετοχή. Υπάρχουν θεατές που έρχονται σε κάποια θέατρα γιατί το θεωρούν ένα πρέπει. Άπειρες φορές έχω δει έναν θεατή στην πρώτη σειρά να κουνάει το πόδι του. Επειδή στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων η απόσταση είναι κοντινή έχω πιάσει το πόδι, το έχω ακινητοποιήσει, έχει σοκαριστεί, πολλές φορές έχει καταλάβει, άλλες φορές όχι και μόλις βγάζω το χέρι συνεχίζει. Καμιά φορά επιμένω και δεύτερη και τρίτη φορά. Πολλοί άνθρωποι είναι ανάμεσα σε κόσμο

Τα εισιτήρια των παραστάσεών σας είναι ήδη εξαντλημένα. Αυτό δεν σημαίνει τίποτε. Δεν πρέπει να επηρεαζόμαστε από αυτά, είναι λάθος. Η κάθε πρώην μικροαστή, νεόπλουτη των βορείων προαστίων πηγαίνει σε sold out παραστάσεις. Όπως όταν ήμασταν μικροί και μας έλεγαν οι δικοί μας: «Να πας να δεις αυτή την ταινία, στοίχισε 20 εκατομμύρια δολάρια». Είναι η ίδια αντίληψη, όπως με τα αστεράκια και τις βαθμολογίες στις κριτικές. Οι κριτικοί υποκύπτουν στην εμπορικότητα και βαθμολογούν, ειδικά στον κινηματογράφο. Από την

Ο ρόλος είναι ο λόγος, δεν θέλω πια ν’ ακούω αυτές τις αηδίες περί σωματικού θεάτρου σε αντιπαράθεση με το θέατρο του λόγου, λες κι η κίνηση και ο λόγος είναι χωριστά πράγματα. Έχω δει ηθοποιό ακίνητο να είναι σαν θάλασσα που σε κουνάει, με τον τρόπο που χρησιμοποιούσε το χώρο. […] Αυτό που μου αρέσει σε μια θεατρική λειτουργία, ακόμα κι αν αποτύχει, είναι να εξελίσσεται. Να ξεκινάς από κάπου, κι εκεί που φτάνεις να μην έχει μείνει τίποτα από τις αρχικές σου σκέψεις. […] Ποτέ δεν έφτυσα τους παλιούς και επιπλέον εκτιμώ πολύ τους ανθρώπους που χρησιμοποιούν το παρελθόν και το ξέρουν, αντί να το κλωτσάνε. s

Αντί μεγαλώνοντας να ξέρεις πιο πολλά, ξέρεις πιο λίγα. Απαλλάσσεσαι από την υπεροψία της νιότης. Μόνο οι δειλοί είναι σίγουροι. Όσο πιο ειλικρινής είσαι τόσο πιο εύκολα παραδέχεσαι ότι γνωρίζεις λίγα.

ΘEATPO

[13 Ιουνιου 2013] #33 ΦEΣTIBAΛ AΘHNΩN & EΠIΔAYPOY 9


ΤΟ ΟΜηΡΙΚΟ ΕΠΟΣ ΣΤη ΣΚηΝη Μάχες, θάνατοι, λάφυρα, γλέντια, θάνατος, εξουσία... Τέσσερις σκηνές από το ριψοκίνδυνο ανέβασμα της Ιλιάδας, στα «συστατικά» του οποίου συγκαταλέγονται τα καρτουνίστικα προσωπεία των θεών, οι μινιμαλιστικές μεταφορές και ερωτικές φαντασιώσεις των στρατιωτών.

© Ελίνα Γιουνανλή

Στάθης Λιβαθινός – Ομήρου, Ιλιάδα

ΜιΑ Aνιςη ΜAχη Η τελευταία ημέρα της Ιλιάδας στην Πειραιώς 260, Σάββατο 8 Ιουνίου μια κριτική προσέγγιση

Η πεντάωρη Ιλιάδα, στη μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη, όπως τη σκηνοθέτησε ο Στάθης Λιβαθινός, σηματοδότησε με την επιτυχία της το εντυπωσιακό άνοιγμα του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών. Ποιες ήταν οι καλές στιγμές της και για ποια στοιχεία της σκηνικής πρότασής της εγέρθησαν ενστάσεις... Από τον Δημήτρη Δουλγερίδη

10 ΦEΣTIBAΛ AΘHNΩN & EΠIΔAYPOY #33 [13 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013]

ΘEATPO


© Eύη Φυλακτού © Eύη Φυλακτού © Eύη Φυλακτού

Y

πάρχει ένας λάθος τρόπος να «διαβάζεις» σκηνοθετικά τα όσια και τα ιερά της αρχαίας γραμματείας. Στέκεσαι στο παρόν, στρέφεις το βλέμμα προς τα πίσω και η ρετρο-αφήγηση ξεκινά. Δεν ήταν ο τρόπος που επέλεξε ευτυχώς ο Στάθης Λιβαθινός για την Ιλιάδα του, παράσταση που κατάφερε να ισορροπήσει ανάμεσα στα δάνεια της ποπ αισθητικής και τη «σύγχρονη» μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη. Υπήρξαν αρκετές καλές στιγμές στη σκηνή της Πειραιώς 260. Τα καρτουνίστικα προσωπεία των θεών –που γίνονται ένα με τους ανθρώπους–, οι μινιμαλιστικές μεταφορές (τα χάρτινα ομοιώματα των ελληνικών πλοίων που καίγονται τη νύχτα), οι στιγμές υποκριτικής (ο Πάρις του Γ. Τσιαντούλα, ο Πρίαμος του Β. Ανδρέου, η Αργυρώ Ανανιάδου) και η ελεύθερη απόδοση εμβληματικών σκηνών. Ο σκηνοθέτης χτύπησε διάνα, για παράδειγμα, όταν έβαλε τους Αχαιούς να φαντασιώνονται εν μέσω μάχης ερωτικές σκηνές με την ωραία Ελένη. Το πιο ενδιαφέρον πείραμα του Λιβαθινού, κατά τη γνώμη μου, επίσης πέτυχε: η ασθμαίνουσα υποκριτική των ηθοποιών που εναλλασσόταν με την κοφτή αφήγηση, για

να πάει πιο κάτω η πλοκή. Την ώρα που η συγκίνηση του θεατή έφτανε στο αποκορύφωμα, την προσγείωνε η ανάγκη για πρόζα. Αίσθηση που, για όποιον έχει διαβάσει σχετικά νωρίς στη ζωή του το ομηρικό έπος, ισχύει ατόφια. Μέχρι εκεί, ωστόσο. Οι υπόλοιπες εντυπώσεις χάθηκαν μεταξύ της ετερόκλητης σκηνογραφίας (κάποια από τα κοστούμια θύμιζαν ελληνικό εμφύλιο, σε μια προσπάθεια «επικαιροποίησης») και μιας σκηνοθετικής αντίληψης που απέκλειε καινά δαιμόνια επί σκηνής. Ήταν λίγες οι αναπάντεχες στιγμές, ακόμη πιο λίγες οι «φρέσκες». Και μια βασική ένσταση: η απανωτή παράθεση των πολεμικών σκηνών στον Όμηρο – με κομμένες καρωτίδες, χέρια που πέφτουν στο χώμα, κροτάφους που διαλύονται– είναι ο άλλος τρόπος για να πεις τη λέξη «ματαιοδοξία». Η εξιστόρησή τους με επιφωνήματα, εντάσεις και ρυθμό fast forward μάλλον δεν υπηρετούσε αυτόν το σκοπό. Άποψη που επιβεβαιώθηκε και στο εύρημα της καταληκτικής σκηνής, όπου η Μαρία Σαββίδου «φωνάζει» τους «Τρώες» του Καβάφη. Η χρονική γέφυρα –μαρωνίτειας άραγε εμπνεύσεως;– θα είχε καλύτερη τύχη εάν ο Λιβαθινός ένωνε στη σκηνή όλο το θίασο για να απαγγείλει το ποίημα χαμηλόφωνα. s

[13 Ιουνιου 2013] #33 ΦEΣTIBAΛ AΘHNΩN & EΠIΔAYPOY 11


Δημήτρης Παπαϊωάννου–Πρώτη Ύλη

AytOtOmiA ή ΤΟ ΠΟδι ΤΟυ ΑςΤεΡιΑ μια κριτική προσέγγιση

Δεν υπάρχουν εφέ, δεν υπάρχουν σκηνικά. Το έργο δεν βοηθιέται από πουθενά, δεν πλατειάζει, δεν κολακεύει τον θεατή. Από την αρχή ώς το τέλος, παρακολουθούμε δύο σώματα –τον μαυροντυμένο Παπαϊωάννου (ο ανθρώπινος νους) και τον γυμνό Θεοφάνους (το ανθρώπινο σώμα)– που προσπαθούν να επιβληθούν το ένα στο άλλο, ώσπου τελικά καταλαβαίνουν ότι η μόνη λύση είναι να συνεργαστούν. Από τη Μαίρη Κιτροέφ

Η Πρώτη ύλη διατηρεί την ωριμότητα και την εννοιολογική οικονομία του Μέσα, αλλά εστιάζει στην κίνηση. Και μάλιστα σε μια κίνηση που είναι φανερό πως έχει δουλευτεί στον υπέρτατο βαθμό. Δεν υπάρχουν εφέ, δεν υπάρχουν σκηνικά. Το έργο δεν βοηθιέται από πουθενά, δεν πλατειάζει, δεν κολακεύει τον θεατή. Από την αρχή ώς το τέλος, παρακολουθούμε δύο σώματα –τον μαυροντυμένο Παπαϊωάννου (ο ανθρώπινος νους) και τον γυμνό Θεοφάνους (το ανθρώπινο σώμα)– που προσπαθούν να επιβληθούν το ένα στο άλλο, ώσπου τελικά καταλαβαίνουν ότι η μόνη λύση είναι να συνεργαστούν. Μια από τις πιο εντυπωσιακές σκηνές της Πρώτης ύλης είναι όταν ο Παπαϊωάννου, με σηκωμένο το μπατζάκι του παντελονιού, παλεύει με τη γυμνή του γάμπα. Είναι λες κι αυτό το μέλος του σώματός του είναι αποκομμένο απ’ το υπόλοιπο κι εκείνος προσπαθεί είτε να το δαμάσει και να το επαναφέρει, είτε να το ξεφορτωθεί μια για πάντα. Σαν τον αστερία, που κόβει από μόνος του το μέλος που έχει αρπάξει ο εχθρός για να δραπετεύσει. Μάλιστα αν ο εχθρός αφήσει το κομμάτι του αστερία χωρίς να του κάνει μεγάλη ζημιά, είναι δυνατόν να αναγεννηθεί από αυτό ένας καινούργιος αστερίας. Και πράγματι, στην τελική σκηνή του έργου, από τις γάμπες του Παπαϊωάννου μοιάζει να έχει φυτρώσει ένα άλλο, αρτιμελές ανθρώπινο σώμα. Το μοτίβο των αποκομμένων (ή κρυμμένων) μελών διατρέχει το έργο, από την αρχή, όταν το κεφάλι του Παπαϊωάννου κρύβεται (ή αντικαθίσταται) από έναν κουβά (που περιέχει τι, άραγε; Μυαλά ή σκατά;), αργότερα στο παιχνίδι με το μαύρο υφασμάτινο φόντο μέσα στο οποίο κρύβονται τα μέλη του Μιχάλη Θεοφάνους φέρνοντας στο νου αρχαίο άγαλμα, αλλά και πιο μετά, στην εξίσου παιγνιώδη απόκρυψη του πέους του Θεοφάνους. Το ότι η «αποκοπή» των μελών εκτελείται από τον μαυροντυμένο Παπαϊωάννου πάνω στον ολόγυμνο Θεοφάνους ίσως δίνει ένα μικρό πλεονέκτημα στον νου στη διαμάχη του αυτή με το σώμα. (Το οποίο μάλιστα συνηθίζουμε τόσο πολύ να βλέπουμε ολόγυμνο, που στο τέλος, όταν το βλέπουμε ντυμένο να υποκλίνεται στο ακροατήριο, μας ξενίζει.) Ωστόσο, η γυμνότητα του Θεοφάνους μοιάζει να του δίνει μια ηρεμία και μια αποδοχή του εαυτού του που δεν έχει ο ντυμένος Παπαϊωάννου. Αντιδρά βέβαια, και κοντράρει, αλλά σου δίνει την εντύπωση πως αν δεν τον γυρόφερνε και τον ξεσήκωνε ο Παπαϊωάννου, θα ήταν πανευτυχής να κάθεται αραχτός σε μια καρέκλα. Κατά το υπόλοιπο όμως, παρότι φυλακισμένος στα ρούχα και στα παπούτσια του με τα οποία στην κυριολεξία παλεύει κάποιες στιγμές στην προσπάθειά του να τα βγάλει, ο Παπαϊωάννου είναι ο επινοητικός, ο αεικίνητος, ο σκανταλιάρης, ο ανήσυχος. Εκείνος μας αποκαλύπτεται, με τα δικά του αστεία γελάμε, του δικού του αγώνα γινόμαστε μάρτυρες, με εκείνου την αγωνία συμπάσχουμε, κι έτσι γίνεται, τελικά, ο πιο γυμνός από τους δύο. s

info Δημήτρης Παπαϊωάννου Πρώτη ύλη Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου παρουσιάζει και φέτος την Πρώτη ύλη (2012) έχοντας στο πλευρό του αυτή τη φορά τον Μιχάλη Θεοφάνους σε μια εκδοχή πιο ωμή, αλλά και πιο πλούσια από τις εμπειρίες μιας χρονιάς. Με την υποστήριξη του EmPAc Πειραιώς 260, Κτίριο Α Α’ Κύκλος: 1-23 Ιουνίου (εκτός Δε, Τρ, Τε) 21:00 Β’ Κύκλος: 27 Ιουνίου -14 Ιουλίου (εκτός Δε, Τρ, Τε) 21:00 Εισιτήρια: 25€ (κανονικό), 20€ (μειωμένο), 15€ (φοιτητικό, 65+), 5€ (ανέργων, ΑΜΕΑ)


© Νίκος Νικολόπουλος

© Νίκος Δραγώνας

© Νίκος Δραγώνας


ρεκβιεμ

miA ΜΑςκΑΡεΜενη ΟΠεΡΑ Από την Μυρτώ Πολυμίλη

Τέσσερις σολίστ, τρεις χορωδίες και η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών παρουσιάζουν υπό τη μουσική διέυθυνση του Βασίλη Χριστόπουλου το αριστούργημα του Βέρντι, Messa da Requiem. Ο αγνωστικιστής συνθέτης μάς χάρισε ένα έργο κατ’ επίφαση θρησκευτικό αλλά κυρίως βαθιά συναισθηματικό που αγγίζει το θυμικό και ξυπνάει τη μνήμη.

ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΑ ΙΕΡΑΤΙΚΑ ΑΜΦΙΑ

© Rosa Frank

Οι σολίστ της παράστασης (από αριστερά): Ζεραλντίν Σοβέ – μεσόφωνος, Τσέλια Κοστέα – υψίφωνος, Στιβ Ντέιβισλιμ – τενόρος, Γιούρι Βορομπιόφ – βαθύφωνος.

info ΚΟΑ - Βασίλης Χριστόπουλος Τζουζέπε Βέρντι, Ρέκβιεμ Με το Ρέκβιεμ σε μουσική διεύθυνση του Βασίλη Χριστόπουλου, η ΚΟΑ τιμά τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Βέρντι. Συγκλονισμένος από το θάνατο του Αλεσσάντρο Μαντσόνι, φλογερού πατριώτη και ρομαντικού λογοτέχνη, ο Βέρντι έγραψε το 1874 μια ακολουθία για την πρώτη επέτειο του θανάτου του ποιητή, αριστούργημα του είδους και αδιαμφισβήτητη απόδειξη της συνθετικής του δεινότητας. Ωδείο Ηρώδου Αττικού 14 Ιουνίου, 21:00 Εισιτήρια: 30€ (Κάτω διάζωμα), 15€ (Άνω διάζωμα), 10€ (φοιτητικό), 5€ (ανέργων, ΑΜΕΑ)

T

ο Ρέκβιεμ του Τζουζέπε Βέρντι αποτελεί για πολλούς μαέστρους ανά τον κόσμο «ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα», καθώς είναι ένα από τα λίγα έργα που συνδυάζουν το οπερατικό δράμα, τη συγκίνηση της συμφωνικής γραφής, αλλά και τη μαγεία των σόλο ερμηνειών. Είναι το μοναδικό μεγάλο έργο του πολυγραφότατου συνθέτη που δεν γράφτηκε για τη σκηνή, με κάποιους μάλιστα να το θεωρούν «όπερα κρυμμένη πίσω από ιερατικά άμφια». Έναυσμα για τη συγγραφή του Ρέκβιεμ αποτέλεσε ο θάνατος του φημισμένου Ιταλού ρομαντικού ποιητή και συγγραφέα Αλεσάντρο Μαντσόνι. Ο Βέρντι, συ-

14 ΦEΣTIBAΛ AΘHNΩN & EΠIΔAYPOY #33 [13 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013]

ντετριμμένος από την απώλεια του φίλου του, αρνείται να παραστεί στην κηδεία. Ο αγνωστικιστής όμως συνθέτης αποφασίζει ότι πρέπει να αποτίσει κάποιο φόρο τιμής στον φλογερό αυτό πατριώτη. Γι’ αυτό το λόγο προτείνει στον δήμαρχο του Μιλάνου να συνθέσει ένα ρέκβιεμ. Έτσι γεννήθηκε το Messa da Requiem, το οποίο πρωτοπαρουσιάστηκε το 1874, στην πρώτη επέτειο του θανάτου του Μαντσόνι, σε μια εκκλησία όπου το χειροκρότημα απαγορευόταν. Λίγες μέρες αργότερα, παρουσιάστηκε στην κατάμεστη Σκάλα του Μιλάνου, κερδίζοντας αμέσως το θαυμασμό των μουσικόφιλων ανά την Ευρώπη. Ίσως η πιο φημισμένη εκτέλεση του Ρέκβιεμ είναι αυτή που έλαβε χώρα στο

ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης Τερέζιενστατ λίγο έξω από την Πράγα, 69 χρόνια πριν. Ρακένδυτοι, άρρωστοι και εξοντωμένοι Εβραίοι, αψηφώντας τους δεσμώτες τους, ένωσαν τους φωνές τους με τη συνοδεία ενός ξεχαρβαλωμένου πιάνου και ξεδίπλωσαν το μεγαλείο του έργου του Βέρντι. Το Ρέκβιεμ –ένα καθολικό έργο κατά βάση– προσέφερε στους φυλακισμένους «μια σανίδα σωτηρίας». Η Βέρα Σιφ, μια από τις μοναδικές επιζήσασες από το συγκεκριμένο στρατόπεδο, είχε δηλώσει ότι η εκτέλεση αυτή του Ρέκβιεμ «ήταν ο τρόπος μας να δείξουμε την περιφρόνησή μας προς τους ναζί αλλά και να διατηρήσουμε τη θέλησή μας για ζωή». s

ΜΟΥΣΙΚη


Συναυλία με τον Θάνο Μικρούτσικο Πάντα γελαστοί και γελασμένοι Με επίκεντρο δύο μεγάλους απόντες, τον Δημήτρη Μητροπάνο και τον Άλκη Αλκαίο, ο Θάνος Μικρούτσικός συνθέτει με μουσική βραδιά με τους: Γιάννη Κότσιρα, Μανώλη Μητσιά, Δημήτρη Μπάση και Ρίτα Αντωνοπούλου. Ωδείο Ηρώδου Αττικού 18 Ιουνίου, 21:00 Εισιτήρια: 40€ (ViP), 35€ (ζώνη Α), 25€ (ζώνη Β, Γ), 20€ (Άνω διάζωμα), 15€ (φοιτητικό), 5€ (ανέργων, ΑΜΕΑ)

θΑνΟς ΜικΡΟυΤςικΟς

info

ΤΑ ΠΑνΤζΟyΡιΑ ΤΟ ΠΡωi Από τον Τηλέμαχο Αναγνώστου «Γράψε κάτι αλλιώτικο για τον Μικρούτσικο, εσύ που τον έχεις παρακολουθήσει από την αρχή, από τόσο κοντά», μου είπε η απαιτητική φωνή από την εφ. «Κάτι που να μη θυμίζει ό,τι διαβάζουμε συνήθως». Δέχτηκα, αλλά δεν έχω στην ουσία κάτι άγνωστο να αφηγηθώ. Αρκούμαι στην προσωπική σκόπευση στα πράγματα που, ενδεχομένως, χρησιμεύει για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι. Θυμάμαι, λοιπόν, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ότι ως Πατρινός αλώνιζε –όχι μόνο στα Ψηλά Αλώνια– βαθύτατα πολιτικοποιημένος. Μαοϊκός, με ανά χείρας το Κόκκινο Βιβλίο, προσέγγισε τα Πολιτικά τραγούδια του πρώτου δίσκου του, για τον οποίο ήταν περήφανος ο Πατσιφάς της εταιρείας Lyra που τον εξέδωσε. Μουσικά ιδιαίτερος, προσέχτηκε αμέσως στο πλαίσιο της μεταπολιτευτικής πολιτικοποίησης. Αγωνίστηκε για την αναγνωρισιμότητα του ήχου του – που επειδή δεν αντλούσε αμέσως από τις παραδόσεις του ελληνικού τραγουδιού χαιρετίστηκε ως κάτι πολύ καινούργιο. Και ως πολύ καινούργιο λατρεύτηκε. Ρίτσος, Μαγιακόφσκι, Μπρεχτ, ποιητές γενικώς ήταν η βάση των εμπνεύσεών του. Προσωπικώς τον θυμάμαι με τη Μαρία Δημητριάδη (την κόκκινη Μαρία, που ακόμα προβάλλει ανεξίτηλη μπροστά μου με την ηλεκτρική φωνάρα) και τον Γιώργο Μεράντζα στα Τραγούδια για φονιάδες, τον πρώτο ελληνικό δίσκο που αγόρασα. Ήταν η πρώτη φορά που προσχωρούσε σε ιδιώματα λαϊκότροπα, χωρίς να παραιτείται από τον προσωπικό ήχο του – αλλά οι στίχοι του Μάνου Ελευθερίου είχαν ένα μυστικό βάθος, ακόμα κι όταν στην επιφάνεια αναπαρήγαγαν το εθνικολαϊκό φρόνημα εκείνων των χρόνων. Ύστερα ήρθε η μεγάλη επιτυχία μ’ έναν δίσκο φτιαγμένο από πολύ απλά μοτίβα, χωρίς επιτηδευμένες ενορχηστρώσεις – τον Σταυρό του Νότου, που αφέθηκε στις ποιητικές εικόνες του Νίκου Καββαδία. Αν και είχε πάει επικουρικώς από τη Minos στη Lyra ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου να πει μια ροκιά, τον Γουίλι, τον Μαύρο θερμαστή από το Τζιμπουτί, οι μη φίρμες, ο Γιάννης Κούτρας και η Αιμιλία Σαρρή, ήταν οι φωνές που δέσποσαν στο δίσκο, ο οποίος ζητιέται ακόμα από τους νεότερους φίλους της μουσικής. Ήταν τα χρόνια της πνευματικής περιπέτειας και των γοητευτικών καβγάδων. Θυμάμαι έναν τέτοιο καβγά, που είχε στήσει ο Μικρούτσικος με τον Σαββόπουλο. Αμφισβητούσε ο ένας τη μουσική αυταξία του άλλου. Θα ήθελα να ξέρω, τώρα που πέρασε ο καιρός κι αποδείχθηκαν ανθεκτικοί και οι δύο, καθένας με το δικό του στίγμα, τι λένε για εκείνη τη σύγκρουση. Αργότερα, ο Μικρούτσικος έκανε μεγάλη επιτυχία από πιο λαϊκούς δρόμους – με πιο πολυσυζητημένο το δίσκο με τον Μητροπάνο. Επίσης, η πολιτική του ταυτότητα λειάνθηκε, βρέθηκε μέχρι και στο υπουργείο Πολιτισμού – στη διαχείριση ενός κρίσιμου τομέα του συστήματος, στην αναπαραγωγή της κουλτούρας, όπως θα έλεγε αν συνέχιζε να σκεπτόταν σαν νέος. Ισχυρίζομαι ότι τη χρειαζόταν αυτή την κάθοδο στην πραγματικότητα. Αυτή η κάθοδος είναι μέρος της ωρίμανσής σου. Το άλλο κομμάτι της ωρίμανσης σ’ το προσφέρουν οι προσωπικές απώλειες – κορυφαίες δημόσιες απώλειες στην περίπτωση του Μικρούτσικου, οι θάνατοι του Άλκη Αλκαίου και της Μαρίας Δημητριάδη. Τον ώριμο Μικρούτσικο δεν θα τον χάσω, ιδίως επειδή ωρίμασε έτσι όπως ωριμάζουν οι άνθρωποι. Αλλά δεν θα φύγει κι από τη μνήμη μου η νεανική αύρα του, η τόλμη του, το ιδεολογικοποιημένο πάθος του. Και όταν κλείνω τα μάτια θα τον θυμάμαι όπως σχεδόν παιδί, σ’ ένα θεατράκι στο έμπα της Κυψέλης, χίλια εννιακόσια ογδόντα κάτι, να παίζει στο πιάνο και να τραγουδά τη μελοποιημένη Ιχνογραφία, μια ποιητική σύνθεση του Κώστα Παπαγεωργίου: «…φτάνει ν’ ανοίξεις τα παντζούρια το πρωί / ν’ ακούσεις πεθαμένων τα έγια μόλα…». Έχει πάντα ενδιαφέρον να βλέπεις από μακριά τις εποχές που οι νέοι μιλούν για την απώλεια, γνωρίζοντάς τη μόνον από τα κείμενα. Αυτά είχα να πω για τον Θάνο Μικρούτσικο. [13 Ιουνιου 2013] #33 ΦEΣTIBAΛ AΘHNΩN & EΠIΔAYPOY 15


θίασος Κανιγκούντα

η κΡιςη, η ιςΤΟΡιΑ Ο ΦΑςιςΜΟς η ΓυνΑικΑ Τα πρόσωπα του θιάσου Κανιγκούντα συνομιλούν φανταστικά με τον Άλφρεντ Ντέμπλιν, συγγραφέα του έργου Βερολίνο Αλεξάντερπλατς (1929), που σκηνοθέτησε για την τηλεόραση ο Φασμπίντερ. Επιμέλεια: Έλια Αποστολοπούλου

Ντέμπλιν: Απολύτως. Όπως λέει και ο Μπένγιαμιν, το έργο τέχνης ήταν πάντα αναπαραγώγιμο. Ό,τι έφτιαξαν άνθρωποι μπορούσαν πάντα να το απομιμηθούν άνθρωποι. Στο δικό μου έργο υπάρχουν αποσπάσματα από εφημερίδες, απ’ τη Βίβλο, στατιστικές, τραγούδια του συρμού (αυτά που εσείς ξαναμελοποιήσατε!). Με την τεχνική του μοντάζ το Βερολίνο έγινε το μεγάφωνό μου. Εσείς με τη σειρά σας φτιάξατε το δικό σας έργο, χρησιμοποιώντας το δικό μου σαν ντοκουμέντο. Όμως κι εγώ θα σας ρωτήσω: Γιατί επιλέξατε να διασκευάσετε το δικό μου μυθιστόρημα; Κανιγκούντα: Το έργο σας είναι γοητευτικό, μυστηριώδες. Είναι ένας «καταρράκτης ομιλούμενης γλώσσας». Γι’ αυτό και είναι τόσο δελεαστικό για το θέατρο: είναι φτιαγμένο σαν για «να ειπωθεί και να τραγουδηθεί». Και είναι προϊόν μιας περιόδου κρίσης σαν τη δική μας. Ντέμπλιν: Α! Πάντα η κρίση του καπιταλισμού! Ξέρετε, και στην εποχή μου η λέξη κρίση κυριαρχούσε στον δημόσιο λόγο της Γερμανίας. Μόνο το 1932 κυκλοφόρησαν στη Γερμανία 80 μονογραφίες που αφορούσαν την κρίση. Είχα δίκιο: χρησιμοποιώντας το έργο μου σαν ντοκουμέντο, συνδέεστε με την Ιστορία. Έχετε πάει στην Αλεξάντερπλατς; Κανιγκούντα: Ναι! Εσείς μένατε εκεί κοντά; Ντέμπλιν: Ακριβώς. Ήξερα τις ανατολικές συνοικίες του Βερολίνου γιατί εκεί μεγάλωσα, πήγα σχολείο, άνοιξα αργότερα ιατρείο. Το βιβλίο μου είναι ένα δείγμα του πώς είδα τους ανθρώπους.

Θίασος Κανιγκούντα Αλεξάντερπλατς

Κανιγκούντα: Τους βλέπατε από κοντά και λόγω της ιατρικής σας ιδιότητας. Ο Φραντς είναι υπαρκτό πρόσωπο; Ντέμπλιν: Το επάγγελμα του γιατρού μού έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσω πολλούς κακοποιούς. Συναντώντας τους, έβλεπα πως δεν υπάρχουν σαφώς καθορισμένα όρια ανάμεσα σ’ αυτούς που είναι εγκληματίες και σ’ αυτούς που δεν είναι, πως η κοινωνία ήταν ζυμωμένη με το έγκλημα. Ο Φραντς μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε. Εσείς όμως τον κρατάτε εκτός σκηνής. Το λόγο έχουν οι αγαπητές κυρίες.

Η ομάδα Κανιγκούντα παρουσιάζει μια ελεύθερη διασκευή του μυθιστορήματος Βερολίνο Αλεξάντερπλατς του Άλφρεντ Ντέμπλιν. Η γέννηση του φασισμού στη μεσοπολεμική Γερμανία αναδεικνύεται μέσα από την ιστορία ενός άντρα που συνθλίβεται στα γρανάζια του συστήματος. Η παράσταση βάζει στο κέντρο τις γυναίκες και προτείνει μια άλλη ανάγνωση. Πειραιώς 260, Κτίριο Ε 22-23 Ιουνίου, 23:00 Εισιτήρια: 10€ (κανονικό), 15€ (μειωμένο), 10€ (φοιτητικό, 65+), 5€ (ανέργων, ΑΜΕΑ)

Κανιγκούντα: Ναι. Σκηνικά παρούσες είναι οι ερωμένες του Φραντς, οι αναλώσιμες γυναίκες του μυθιστορήματος, που βρίσκονται στο φόντο της ιστορίας και στις παρυφές της κοινωνίας, που εκπορνεύονται, δολοφονούνται, εγκαταλείπονται έτσι απλά. Ντέμπλιν: Ήταν ενδιαφέρουσα αλλά σκληρή η εποχή μου για τις γυναίκες. Ξέρετε, για πρώτη φορά τότε εμφανίζεται ο τύπος της γυναίκας-εργένη. Πράγμα πρωτάκουστο! Απ’ την άλλη, οι γυναίκες τότε βγήκαν μαζικά στην κοινωνία και στην αγορά εργασίας και έγιναν το φτηνό καύσιμο στις μηχανές του συστήματος. Και στόχος βίας βέβαια. Κανιγκούντα: Δυστυχώς και σήμερα οι γυναίκες παραμένουν ο εύκολος στόχος κάθε είδους βίας. Ο φασισμός στην Ελλάδα έχει, εκτός των άλλων, και μισογυνικά χαρακτηριστικά. Αλήθεια, μπορούσατε τότε να φανταστείτε πώς θα επηρέαζε ο ναζισμός όλο τον κόσμο; Ο Ντέμπλιν σκύβει το κεφάλι. Δεν απαντά. Η συνομιλία είναι φανταστική και περιλαμβάνει αποσπάσματα από κείμενα των Ντέμπλιν και Μπένγιαμιν. s

16 ΦEΣTIBAΛ AΘHNΩN & EΠIΔAYPOY #33 [13 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013]

© Γιωργία Μπούρδα

Κανιγκούντα: Άλφρεντ Ντέμπλιν, χρησιμοποιήσαμε το Βερολίνο Αλεξάντερπλατς σαν υλικό για το δικό μας θεατρικό έργο. Είστε εντάξει μ’ αυτό;

info


© Γιωργία Μπούρδα

η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΜΑΤΙΑ Σκηνικά παρούσες, οι γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του Μπίμπερκοπφ, του ήρωα στο Βερολίνο Αλεξάντερπλατς του Ντέμπλιν, όπως τις υποδύονται οι (από αριστερά) Μαρία Μαγκανάρη, Ρεβέκκα Τσιλιγκαρίδου, Ανθή Ευστρατιάδου.

Από τον Ντέμπλιν στον Φασμπίντερ

T

ο Βερολίνο Αλεξάντερπλατς είναι το πιο γνωστό μυθιστόρημα του Γερμανού συγγραφέα Άλφρεντ Ντέμπλιν (1878-1957), που εκτός των άλλων χρησίμευσε ως έμπνευση στον σκηνοθέτη Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, που σκηνοθέτησε την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά το 1980 – δουλειά την οποία πολλοί θεωρούν την πιο ώριμη του καλλιτέχνη. Παρακολουθεί τη ζωή γύρω από τη μεγάλη πλατεία του Βερολίνου ενός πρώην εργάτη τσιμέντου και μεταφορών, του Φραντς Μπίμπερκοπφ, καταδικασμένου για φόνο, από τη στιγμή της αποφυλάκισής του, το 1928 – στη δίνη μιας μεγάλης κρίσης που, με φόντο την πολιτική και την κοινωνική αναταραχή της περιόδου της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, τελικά οδήγησε στην άνοδο του ναζι-

ΘEATPO

σμού και του Χίτλερ στην εξουσία. Ο Μπίμπερκοπφ, μετά την αποφυλάκισή του, θέλει, όπως περιγράφει τον ήρωά του ο Ντέμπλιν, «να εφαρμόσει τους νόμους αυτού του κόσμου, ή τουλάχιστον αυτούς που θεωρεί εκείνος νόμους, με ειλικρίνεια και πίστη, και-δεν-μπορεί! Δεν μπορεί». Η Εύα, η πρώην φίλη του που δουλεύει πόρνη, ο πανδοχέας και η σύζυγός του δεν μπορούν να τον βοηθήσουν. Θα μπλέξει με τον Ράινχολτ, έναν διαβολικό προαγωγό, και θα αποχαιρετίσει οριστικά μ’ αυτόν την ήσυχη ζωή. Αυτός ο άνθρωπος, επιπλέον, θα του στερήσει την τελευταία ελπίδα να σταθεί στα πόδια του, αφού θα τον αποκόψει από τη γλυκιά, ευγενική Μίτσε, που τον είχε ερωτευθεί. Ο Φασμπίντερ έμεινε πιστός στο πνεύμα και στη δομή

ΣΤΙΓΜΕΣ βΑΪΜΑΡηΣ Aπό αριστερά: Ο Άλφρεντ Ντέμπλιν, ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, η Μπάρμπαρα Σούκοβα και η Χάννα Σιγκούλα στην τηλεοπτική σειρά Βερολίνο Αλεξάντερπλατς.

του βιβλίου που, για τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, στηρίζεται στην τεχνική του μοντάζ, περιέχοντας αποσπάσματα από «μικροαστικά έντυπα, ιστορίες σκανδάλων, ατυχήματα, συνταρακτικά γεγονότα του 1928, λαϊκά τραγούδια, αγγελίες». «Το μοντάζ», γράφει ο Μπένγιαμιν, «ανατινάζει το μυθιστόρημα, ανατινάζει τόσο τη δομή όσο και το στυλ του, και ανοίγει νέες, πραγματικά επικές δυνατότητες. […] Το γνήσιο στηρίζεται στο ντοκουμέντο. Ο ντανταϊσμός στον φανατικό του αγώνα εναντίον του έργου τέχνης έκανε την καθημερινή ζωή σύμμαχό του μέσω του μοντάζ…». Από το πυκνό μοντάζ του βιβλίου και της ταινίας, ο θίασος Κανιγκούντα κράτησε το φόντο της κρίσης και τη διεκδίκηση της γυναικείας χειραφέτησης σε συνθήκες ανόδου του βίαιου φασισμού… s [13 Ιουνιου 2013] #33 ΦEΣTIBAΛ AΘHNΩN & EΠIΔAYPOY 17


Φρανκ Σαρτιέ – Peeping Tom

ειΜΑςΤε ηδΟνΟβλεΨιες

ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤηΝ ΚΛΕΙΔΑΡΟΤΡΥΠΑ Ως άλλοι ηδονοβλεψίες και μεις, βυθιζόμαστε στον φανταστικό κόσμο που δημιούργησε το δίδυμο Φρανκ Σαρτιέ και Γαβριέλα Καρίζο. Εδώ, σκηνή από την παράσταση με τον Ολλανδό ηθοποιό Σιμόν Βερσνέλ.


Οι Peeping Tom μάς ξεναγούν στον σουρεαλιστικό κόσμο που έχει πλάσει μια μοναχική γυναίκα στο μυαλό της. Έναν κόσμο φτιαγμένο από εφιάλτες, παρακμή, αμφιβολία και πολύ κόκκινο βελούδο. Η κινηματογραφική αυτή δημιουργία της χοροθεατρικής κολεκτίβας ξεδιπλώνει ένα παράξενο σύμπαν, όπου τα πάντα είναι προς ενοικίαση. Από τη Νίκη Ορφανού, φωτογραφίες: Herman Sorgeloos


ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΕΦηΜΕΡΑ Ένας περίπατος στην άκρη ενός γκρεμού, ένας χορός πάνω σ’ ένα τεντωμένο σκοινί: Τα πάντα ρει και τίποτα δεν μένει σταθερό. Αυτό είναι το συναίσθημα του εφήμερου που θέλουν να μας μεταδώσουν οι Peeping Tom.


Α

ν και έχουν ήδη παρουσιάσει δουλειά τους στο Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας, οι Peeping tom έρχονται για πρώτη φορά στην Αθήνα. Φέρνουν μαζί τους μια ομάδα χορευτών και ηθοποιών, ο μεγαλύτερος των οποίων είναι 78 ετών, και το À louer: έναν κόσμο υπό κατάρρευση. Είναι ένας παράξενος κόσμος, πνιγμένος στο κόκκινο βελούδο και στην παρακμή. Θυμίζει σκηνή θεάτρου και ταυτοχρόνως δωμάτιο στοιχειωμένου σπιτιού, ή κάστρο φαντασμάτων, με σκάλες που δεν οδηγούν πουθενά, και πόρτες απ’ τις οποίες εμφανίζονται διαρκώς παράξενες φιγούρες που διπλασιάζονται, αποκτούν σωσίες και αντιπάλους και μεταμορφώνονται ξανά σε κάτι άλλο· μερικές φορές σε δίποδα ή τετράποδα ζώα που ξεχύνονται πίσω από τους καναπέδες ή σκαρφαλώνουν πάνω στο πιάνο με ουρά, που δεσπόζει στο δωμάτιο, ή αναποδογυρίζουν τις πολυθρόνες για να εξαφανιστούν μέσα σε καταπακτές κρυμμένες στο πάτωμα. Στον καθρέφτη, ένα γέρικο πνεύμα ενώνεται με τη φιγούρα ενός νέου, ο υπηρέτης εμφανίζεται με την τσαγιέρα, αλλά γυμνός από ρούχα, μια σοπράνο χάνει αργά και βασανιστικά τη φωνή της. Είναι ένας κόσμος γεμάτος μυστικά και εφιάλτες, εφήμερες επιθυμίες και μοναξιά. Ταυτοχρόνως όμως μαγεύει με την πλούσια φαντασία των καλλιτεχνών και την απίστευτη δεξιοτεχνία τους σε μια τύπου burlesque χορογραφία.

Τους Peeping tom αποτελούν ένα ζευγάρι, ο Φρανκ Σαρτιέ και η Γαβριέλα Καρίζο. Έχουν έδρα τις Βρυξέλλες, αν και κανένας από τους δύο δεν είναι Βέλγος –η Γαβριέλα έρχεται από την Αργεντινή και ο Φρανκ είναι Γάλλος–, και κάνουν ένα σύγχρονο είδος χοροθεάτρου, συνεργαζόμενοι με διάφορους καλλιτέχνες ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε δημιουργίας. Συχνά πυκνά, οι καλλιτέχνες αυτοί δένονται με δεσμούς οικογενειακούς, ενώ σε μια παραγωγή τους εμφανιζόταν επί σκηνής και η μικρή τους κόρη. Ο Φρανκ και η Γαβριέλα δημιουργούν πάντα μαζί σουρεαλιστικές αφηγήσεις, μέσα από τις οποίες επαναπροσεγγίζουν εκτός των άλλων και τη σχέση τους εκτός σκηνής. Και ενίοτε, όχι μόνο τη δική τους: στη συγκεκριμένη παράσταση παίζουν η ηθοποιός Ευριδίκη Ντε Μπελ αλλά και ο πατέρας της, Λεό Ντε Μπελ. Οι Peeping tom εμφανίστηκαν ως ανεξάρτητη ομάδα το 2000, και από τότε έχουν διαγράψει μια ξεχωριστή πορεία, κερδίζοντας μπόλικα βραβεία. Οι δουλειές τους κινούνται γύρω από σουρεαλιστικούς κόσμους, όνειρα και φαντασιώσεις, και, κυρίως, εφιάλτες.

ΧΟΡΟΣ

Αλλά το κεντρικό σημείο είναι η περιέργεια... Ονομάσατε την ομάδα σας Peeping Tom λόγω της γνωστής ταινίας; Όχι. Αν και παντού στον Τύπο διαβάζουμε ότι αυτό κάναμε, αλλά στην πραγματικότητα δεν είχαμε καν δει την ταινία όταν βαφτίσαμε έτσι την ομάδα. Την είδαμε αργότερα βέβαια, και είναι όντως σπουδαία ταινία. Το peeping Tom είναι ένας χαριτωμένος όρος στα αγγλικά για τον ηδονοβλεψία. Τον οικειοποιηθήκαμε, λοιπόν, γιατί αυτό είμαστε: ηδονοβλεψίες. Παρατηρούμε διαρκώς τους ανθρώπους, τις μικρές κινήσεις στο πρόσωπό τους, το σώμα τους, τις σκέψεις τους. Κυρίως τις σκέψεις τους. Προσπαθούμε να ανοίξουμε μικρές τρύπες στο μυαλό τους, να δούμε τι γίνεται εκεί. Και το ίδιο κάνουμε και με μας τους ίδιους. Eίμαστε καλλιτέχνες και την ίδια ώρα πειραματόζωα – καταγράφουμε τις αντιδράσεις μας, τις φαντασιώσεις μας, τις επιθυμίες μας, τα πάντα. Είμαστε τα αντικείμενα της περιέργειάς μας. Και, για να μιλήσω για τον εαυτό μου, όταν πάω στο θέατρο για να δω τις δουλειές άλλων καλλιτεχνών, κάνω το ίδιο: ξεψαχνίζω. Προσπαθώ να κλέψω τα ιδιωτικά πράγματα, τις φοβίες, τις φαντασιώσεις τους. Είμαι ένας peeping Tom, απόλυτα. Αυτό που είναι αγένεια στην καθημερινή ζωή, είναι προσόν στην τέχνη; Ναι, αυτό είναι. Μάλλον θα είχα βρει το μπελά μου αν δεν ήμουν καλλιτέχνης. Τώρα μπορώ να είμαι ηδονοβλεψίας και να βγάζω και το ψωμί μου απ’ αυτό. Μιλήστε μας για το À louer. Η ηρωίδα μας είναι η μαντάμ, η οποία ζει μόνη μ’ έναν Κορεάτη υπηρέτη. Ο κόσμος του έργου είναι ο κόσμος που πλάθει με τη φαντασία της η μαντάμ. Εκεί βρίσκουμε τη σοπράνο, που τρέχει από κονσέρτο σε κονσέρτο, απελπισμένη γιατί κάθε φορά χάνει όλο και περισσότερο τη φωνή της, που γι’ αυτήν είναι όλος της ο κόσμος. Γύρω της υπάρχουν και άλλες φιγούρες, όλες δημιουργήματα της μαντάμ: ένας σύζυγος, ένας γιος, ένας εραστής. Ο χώρος είναι μια σουρεαλιστική απεικόνιση θεάτρου: μια πόρτα ανοίγει και βλέπουμε μια σκηνή, και έπειτα μια άλλη πόρτα ανοίγει και αποκαλύπτεται μια δεύτερη σκηνή, και πάει λέγοντας. Και μέσα από αυτές τις πόρτες ξεπετάγονται διάφορες φιγούρες, με τη μια να διαδέχεται την άλλη, όπως γίνεται στα όνειρα. Το έργο έχει τη σουρεαλιστική δομή του ονείρου, φτιάχνει τον εσωτερικό τόπο ενός μυαλού. Η μαντάμ αμφιβάλλει διαρκώς για τον εαυτό της, για τις δημιουργίες της, για το νόημα της δημιουργίας... και αυτή η αμφιβολία είναι η ουσία του έργου.

Είναι αυτο-αναφορικό; Μιλάει για τη δική σας αμφιβολία; Η αμφιβολία είναι εκεί, πάντα, σε ό,τι κι αν κάνουμε. Το θέμα δεν είναι μόνο αν μια συγκεκριμένη δημιουργία είναι καλή, αλλά αν η τέχνη έχει νόημα γενικότερα. Αυτή τη δουλειά την ξεκινήσαμε το 2001, όταν η κατάσταση στην Αργεντινή, που είναι η πατρίδα της Γαβριέλα, ήταν πολύ άσχημη. Εκεί δεν μπορείς παρά ν’ αναρωτηθείς: «Έχει νόημα να κάνουμε τέχνη σε περιόδους κρίσης;» Μια παραγωγή κοστίζει πολλά χρήματα, και την ίδια στιγμή υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν αρκετά για να ζήσουν. Μπορούμε να χορεύουμε όταν άλλοι πεινάνε; Η Πίνα Μπάους συνήθιζε να λέει «Χορέψτε, χορέψτε γιατί χανόμαστε». Ναι. Θυμάμαι τότε, στο Μπουένος Άιρες, θα έκλεινε ένα μεγάλο θέατρο, θα γινόταν εμπορικό κέντρο. Βγήκαν όλοι στους δρόμους, ακόμα κι αυτοί που δεν είχαν χρήματα για να ζήσουν. Τότε είπαμε: «Τι θα γίνει αν όντως σταματήσουμε να κάνουμε τέχνη;» À Louer σημαίνει κάτι που είναι προς ενοικίαση... Σκεφτόμασταν το θέατρο που θα γινόταν εμπορικό κέντρο. Μας μαθαίνουν ότι όλα είναι προς πώληση, κι ότι εμείς είμαστε ευτυχισμένοι όσο μπορούμε να αγοράζουμε. Είμαστε οι ευτυχισμένοι καταναλωτές. Αυτό είναι το μεγάλο ψέμα του καπιταλισμού, ότι μπορείς να αγοράζεις συνεχώς, να αγοράζεις τα πάντα, αλλά τίποτα δεν σου ανήκει πραγματικά – κι αυτά που μπορείς να αγοράσεις σου είναι άχρηστα. Δεν μπορείς να εξαργυρώσεις καμία σου επένδυση. Αυτό αποκαλύπτεται σε μια κρίση, όταν βλέπεις να χάνονται όλα τα αγαθά για τα οποία έχεις παλέψει μια ζωή. ζωές εξαφανίζονται, οι προσπάθειες χρόνων ολόκληρων δεν αξίζουν δεκάρα. Κάποιοι κριτικοί ερμήνευσαν τον τίτλο του έργου ως «δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο στην τέχνη, όλα είναι δάνεια», το είδαν δε ως μια ατέλειωτη σειρά αναφορών, κυρίως στον κινηματογράφο... Αχ, αυτοί οι κριτικοί! Μας αρέσει ο Παζολίνι, φυσικά, αλλά δεν κάνουμε αναφορές στο έργο του. Περνάμε καλά με ταινίες τρόμου, αλλά δεν τις αντιγράφουμε. Βρίσκουμε υπέροχη τη δουλειά του Ντέιβιντ Λιντς, αλλά δεν κλέβουμε τις εικόνες του. Εντάξει, στην περίπτωση και μόνο του Ντέιβιντ Λιντς, θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε ότι όντως μας ενέπνευσε. Υπάρχει μια σκηνή, στο Μπλε βελούδο νομίζω, που θυμίζει πολύ το ασπρόμαυρο δάπεδό μας που είναι σαν σκακιέρα και τις βελούδινες κουρτίνες. Βλέπουμε για έμπνευση και ιαπω-

νικές ταινίες κάποιες φορές. Αλλά μέχρι εκεί! Στο έργο, η σοπράνο, εκτός του ότι χάνει σιγά σιγά τη φωνή της, έχει να αντιμετωπίσει και διάφορα οικογενειακά δράματα. Βρίσκουμε προβληματικές οικογένειες σε όλες σας σχεδόν τις δουλειές. Κι εγώ και η Γαβριέλα προερχόμαστε από πολυπληθείς οικογένειες, έχουμε και οι δυο μας από πέντε αδέλφια ο καθένας! Νομίζω ότι μέσα σ’ αυτές τις οικογένειες γεννιέται η περιέργεια του καλλιτέχνη. Παρατηρείς τις ισορροπίες, τις συμμαχίες, τις αντιζηλίες, τις μάσκες που φοράνε οι δικοί σου άνθρωποι, συχνά για να κρύψουν το πόσο εύθραυστοι είναι. Στη Γαλλία οι προηγούμενες γενιές έζησαν πολέμους, κι αυτό άφησε επίσης ένα βαθύ σημάδι. Στην οικογένειά μου σκοτώθηκαν αρκετοί στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και όσοι επέζησαν δεν ήθελαν να μιλάνε για όσους χάθηκαν, ούτε να μοιραστούν τη μοναξιά τους. ζούμε με φαντάσματα, σαν κι αυτά στο κεφάλι της μαντάμ, που ξεπετάγονται απρόσκλητα και χαλούν την ηρεμία, γιατί κουβαλούν μαζί τους παλιούς εφιάλτες. Αλλά υπάρχει κι ένας άλλος λόγος που ασχολούμαστε συνέχεια με οικογενειακά δράματα: είναι γιατί μέσω της τέχνης προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε τα δικά μας! Με τη Γαβριέλα είμαστε ζευγάρι καλλιτεχνικό, αλλά και σύντροφοι στη ζωή, κι αυτό δεν είναι πάντα εύκολο – είναι αντιθέτως μια δύσκολη υπόθεση. Ο καλλιτέχνης βγάζει στην επιφάνεια αυτό που ο σύντροφος θα ήθελε ίσως να κρύψει. Αυτές οι σχέσεις είναι πολύπλοκες, αλλά μας κάνουν τελικά πιο δημιουργικούς. Μας βασανίζουν, αλλά τι θα ήμασταν χωρίς αυτές; s

info Peeping Tom Ενοικιάζεται (À Louer) Στο Ενοικιάζεται (À Louer) μέσα από μια κινηματογραφική σχεδόν σύλληψη, η σκηνή μετατρέπεται σε λαβύρινθο που εγκλωβίζει τα πρόσωπα σε ατελεύτητους μαιάνδρους. Αναμνήσεις, προβολές, άγχη, όνειρα και εφιάλτες σ’ έναν κόσμο όπου τα πάντα είναι προς ενοικίαση συνθέτουν ένα τοπίο ανασφάλειας, σε μια αλληγορία για την ίδια την καλλιτεχνική δημιουργία. Πειραιώς 260, Κτίριο Δ 12-14 Ιουνίου, 21:00 Εισιτήρια: 25€ (κανονικό), 20€ (μειωμένο), 15€ (φοιτητικό, 65+), 5€ (ανέργων, ΑΜΕΑ)

[13 Ιουνιου 2013] #33 ΦEΣTIBAΛ AΘHNΩN & EΠIΔAYPOY 21


© Stefanos

info Εθνική Λυρική Σκηνή Ρίχαρντ Βάγκνερ, Ο Ιπτάμενος Ολλανδός Σε μια γιορτή για τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Βάγκνερ, η Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάζει τον Ιπτάμενο Ολλανδό σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού και σκηνοθεσία Γιάννη Κόκκου. Η λύτρωση του θαλασσοδαρμένου, καταραμένου Ολλανδού μέσα από την αιώνια πίστη που του υπόσχεται μια γυναίκα, η νεαρή ζέντα. Ωδείο Ηρώδου Αττικού Τελευταία παράσταση: 13 Ιουνίου, 21:00 Εισιτήρια: 100€, 85€ (ζώνη ViP), 60€ (ζώνη Α), 55€ (ζώνη Β), 45€ (ζώνη Γ), 25€ (Άνω διάζωμα), 15€ (Άνω διάζωμα φοιτητικό-παιδικό), 15€ (ΑΜΕΑ)

Ο ιπτάμενος Ολλανδός – Eθνική Λυρική Σκηνή

ςΤΟ λιΜΑνι Της λυΡικης ΤΟυ ΜελλΟνΤΟς ΜΑς

Από τη Βένα Γεωργακοπούλου

Ν

α μην περάσουν άλλα έξι χρόνια, παρακαλώ, μέχρι να ξαναδούμε τον Γιάννη Κόκκο να σκηνοθετεί στην πατρίδα του όπερα ή θέατρο. Κι εντάξει, την πρώτη φορά που ήρθε, 2001 ήταν, για να ανεβάσει Ορέστεια με το Εθνικό στην Επίδαυρο, πολύ ενόχλησε τους καθαρολάγνους του αρχαίου δράματος. Ακριβώς επειδή ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα παράσταση. Και το χρωστάμε στον Νίκο Κούρκουλο, που τον έφερε πρώτη φορά στην Ελλάδα, αυτόν που είχε ήδη πίσω του σαράντα χρόνια καριέρα, ως σκηνογράφος και σκηνοθέ-

της, στη γαλλική και στην ευρωπαϊκή σκηνή. Ακόμα και σήμερα διαβάζουμε στη Monde για σκηνικά που «θυμίζουν» ή «αντιγράφουν» τα ιστορικά πια σκηνικά του Κόκκου για τις παραστάσεις του Αντουάν Βιτέζ. Μετά, μας ξαναήρθε το 2007, επί Γιώργου Λούκου, με μια έξοχη Μήδεια του Κερουμπίνι στην Επίδαυρο, και με τη φίρμα Άννα Κατερίνα Αντονάτσι – έπεσε από τον κόσμο το αρχαίο θέατρο! Και νάτος πάλι φέτος, το ίδιο γοητευτικός, ευγενικός και παθιασμένος με τον τόπο του, να οδηγεί τη Λυρική Σκηνή σε μια μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία με τον Ιπτάμενο Ολλανδό του Βάγκνερ στο Ηρώδειο.

22 ΦEΣTIBAΛ AΘHNΩN & EΠIΔAYPOY #33 [13 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013]

Ο Γιάννης Κόκκος μάς γέμισε αισιοδοξία. Ότι, ναι, μπορεί αυτή η Λυρική, όταν με το καλό μετακομίσει στο λαμπρό σπίτι που της ετοιμάζει ο Ρέντσο Πιάνο στο Φάληρο, τέτοιες παραστάσεις να ανεβάζει. Που θα στέκονται σε οποιοδήποτε μεγάλο θέατρο της Ευρώπης. Λυπάμαι που το λέω, αλλά ήταν συντριπτική η διαφορά με όλα όσα είδαμε φέτος στο Ολύμπια. Η αναδιοργάνωση και η εμψύχωση του πολύπαθου οργανισμού από τον άξιο Μύρωνα Μιχαηλίδη δεν φτάνει. Πρέπει να σπάσουμε το φράγμα του... επαρχιωτισμού, να διαλέξουμε σκηνοθέτες με σύγχρονες περγαμηνές, για να μην κλείνουμε τα μάτια

μας και να αρκούμαστε στη μουσική όταν πηγαίνουμε στη Λυρική. Ο Γιάννης Κόκκος δεν μας άφησε στιγμή να ξεκολλήσουμε από το θέαμα. Θέατρο είναι η όπερα, μην το ξεχνάμε. Η δύσκολη, στενή σκηνή του Ηρωδείου είχε μεταμορφωθεί σε μια πράσινη ακίνητη θάλασσα, με ένα μεγάλο κύμα, λίγα βράχια κι ένα επιθετικό ακρόπρωρο να υψώνεται στη μια άκρη της. Το δύσκολο ρωμαϊκό τείχος που επιβάλλεται και καταβροχθίζει, συνήθως, τα πάντα, μπήκε κι αυτό στη θέση του. Οι προβολές του Γιάννη Κόκκου, καθόλου αυτά τα χοντροκομμένα βίντεο που τόσο της μόδας ήταν φέτος στο Ολύμπια, λεπτές,

ΟΠΕΡΑ


Ρίχαρντ βάγκνερ (1813 – 1883)

κυνηΓOς ΤΟυ υΠεΡΤΑΤΟυ εΡΓΟυ Τεχνης 200 χρόνια από τη γέννησή του, 130 από το θάνατό του, ο Ρίχαρντ Βάγκνερ είναι ο μουσικός που εισήγαγε την πομπώδη μεγαλοπρέπεια στην όπερα. Τι χρειάζεται να ξέρουμε γι’ αυτόν. Από τον Αλέξανδρο Χαρκιολάκη*

Η

ονειρικές, υψηλής τέχνης, έφεραν στο Ηρώδειο το πλοίο φάντασμα του Ιπτάμενου Ολλανδού. Διακριτικές ακόμα κι όταν κοκκίνιζαν σαν αίμα. Και οι ερμηνείες; Εντάξει, να παραδεχτούμε ότι οι ξένοι πρωταγωνιστές είχαν ιδιαίτερα προσόντα. Αυτός, όμως, τους έστησε, τους καθοδήγησε, τους ενέπνευσε. Και ποτέ νομίζω άλλοτε δεν είχα δει τη χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής να είναι ανάλαφρη, δημιουργική, λειτουργική, να μη φοβάται το χώρο και τις κινήσεις. Μέσα σε κοστούμια υψηλής αισθητικής, που ήμουν σίγουρη ότι δεν είχαν βγει από κανένα βεστιάριο. s

ΟΠΕΡΑ

πολυσχιδής προσωπικότητα και τα πολύπλευρα ταλέντα, αλλά και τα ελαττώματα του Βάγκνερ, υπήρξαν ουσιαστικά τα βασικά συστατικά που ανέδειξαν την προσωπικότητά του ως ενός από τους σημαντικότερους συνθέτες (αλλά και διανοητές) της γερμανικής ρομαντικής πραγματικότητας του 19ου αιώνα. Διακρίθηκε κυρίως για τις όπερες που έγραψε, για τις οποίες ανέπτυξε μία ολοκληρωμένη φιλοσοφική και αισθητική θεωρία μέσα από το συγγραφικό του έργο. Μείζον έργο του, η τετραλογία Το δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν, που βασίζεται σε μεσαιωνικούς σκανδιναβικούς θρύλους. Από τη μια, παράγει μεγαλειώδη έργα (μουσικά δράματα τα έλεγε κι όχι όπερες, καθώς ο όρος δεν του ήταν αρεστός), που χρησιμοποιεί με εξαιρετική επιτυχία το εργαλείο του λάιτμοτιφ (μουσικά μοτίβα που ακολουθούν και ουσιαστικά «στοιχειώνουν» χαρακτήρες, καταστάσεις, αντικείμενα κ.λπ.) και που με τα κείμενά του επηρέασε και διαμόρφωσε την αισθητική, τη φιλοσοφική πραγματικότητα της εποχής του ενώ, ταυτόχρονα, υπήρξε για πολλούς φάρος διανόησης όχι μόνο με τη μουσική, αλλά και με τις απόψεις του. Ταυτόχρονα, ο Βάγκνερ είναι ένας άνθρωπος που απολάμβανε την πολυτέλεια και την τρυφηλότητα, έφτασε μάλιστα στο σημείο να αποδράσει από τη Ρίγα όπου εργαζόταν ως μαέστρος στην όπερα λόγω των μεγάλων χρεών που είχε δημιουργήσει με την πολυτελή ζωή που έκαναν εκείνος και η τότε γυναίκα του Μίνα. Επίσης, είναι γνωστές οι αντιεβραϊκές του απόψεις, τις οποίες μάλιστα δημοσίευσε σε ένα κείμενο με τίτλο Το εβραϊκό στοιχείο στη μουσική. Το περιεχόμενο της δουλειάς του, σε συνδυασμό με την εβραιοφοβία του, αργότερα τον έκαναν αγαπημένο μουσικό του Χίτλερ. Αλλά είναι παιδαριώδες να κατατάσσουμε τον Βάγκνερ ανάμεσα στους οπαδούς των λύσεων που υιοθετήθηκαν από τον ναζισμό. Ο Βάγκνερ έχει τρωτά και κοινά στοιχεία με την εποχή του. Ο συνθέτης δεν εξέφραζε τίποτε διαφορετικό από μία υφέρπουσα αντίληψη της γερμανικής κοινωνίας της εποχής. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι είχε πολλούς φίλους εβραϊκής καταγωγής, τους οποίους σε αρκετές περιπτώσεις έδειχνε ότι τους θαύμαζε κι επαινούσε τα ταλέντα τους (χαρακτηριστικό παράδειγμα ο μαέστρος Χέρμαν Λεβί). Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ είναι ο άνθρωπος που εισάγει μία νέα πραγματικότητα στο μουσικό κόσμο, ειδικά όσον αφορά τη δραματο-

ποιημένη μουσική. Οι επικών διαστάσεων όπερές του, τα λιμπρέτα των οποίων έγραφε συνήθως ο ίδιος, με τις αναφορές τους σε μυθικούς κόσμους αλλά και σε μία αγνή, παραδοσιακή γερμανική τέχνη, τον κάνουν να στέκεται ξεχωριστά από πολλούς άλλους. Υπήρξε λοιπόν εκείνος που επέβαλε και διαμόρφωσε το Gesamtkunstwerk, το απόλυτο έργο τέχνης δηλαδή, με το συγκερασμό πολλών τεχνών προς ένα τελικό αποτέλεσμα που θα τις εμπεριέχει απαρέγκλιτα όλες. Αυτή η απολυτότητα του υπέρτατου έργου τέχνης διαπερνά κάθετα τη δημιουργία του. s

* Ο Αλέξανδρος Χαρκιολάκης είναι μουσικολόγος, συνεργάτης της Μουσικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδας «Λίλιαν Βουδούρη» και του Technical University Centre for Advanced Music Studies της Κωνσταντινούπολης. [13 Ιουνιου 2013] #33 ΦEΣTIBAΛ AΘHNΩN & EΠIΔAYPOY 23


patti smith

BecAuse tHe nigHt Για την ποιηση, την επανασταση, την πολιτικη, την αΓαπη

Λιγνή, ξερακιανή, ατημέλητη, με ξεθωριασμένα t-shirt, η Πάτι Σμιθ ξεχωρίζει με την ποιητική της πρόζα και τη διακριτή πολιτική ταυτότητα που δεν εξαντλείται στην εύκολη, αναμενόμενη επαναστατική συνθηματολογία. Η ζωή της πέρασε από σαράντα κύματα. Έχει υπάρξει το μοντέλο σε μια σειρά φωτογραφίσεις του Μάπλθορπ, η άπιαστη αγαπημένη του Γκίνσμπεργκ, η μαχητική πολέμιος των πολιτικών του Μπους, του πολέμου στο Ιράκ, του στρατοπέδου στο Γκουαντάναμο… Δεν είναι η πρώτη φορά που θα τη δούμε και θα την ακούσουμε στην Ελλάδα. Από τη Μαρίλια Παπαθανασίου

ΜΙΑ ΟΡΓΙΣΜΕΝη ΡΟΚ ΣΤΑΡ H Πάτι Σμιθ ρίχνει τις «ηχητικές της βόμβες» στο Φεστιβάλ της Βραζιλίας το 2006.


© Marina da Glória

info Συναυλία με την Πάτι Σμιθ και την μπάντα της Η θρυλική Πάττι Σμιθ σε μια βραδιά για παλιούς και νέους θαυμαστές της. Patti smith φωνητικά & κιθάρα, Lenny Kaye κιθάρες, μπάσο & φωνητικά, tony shanahan μπάσο, πιάνο, κιθάρες & φωνητικά, Jay Dee Daugherty ντραμς, Jackson smith, κιθάρες Ωδείο Ηρώδου Αττικού 22 Ιουνίου, 21:00 Εισιτήρια: 50€ (ViP), 40€ (ζώνη Α), 30€ (ζώνη Β, Γ), 25€ (Άνω διάζωμα), 20€ (φοιτητικό), 5€ (ανέργων, ΑΜΕΑ)

έχει πει ΚΑΤΑΡΡΙΠTOnTAΣ ΤΟ ΦΕΜΙΝΙΣΤΙΚΟ ΣυΜΒΟΛΟ «Ποτέ δεν ήθελα πλάι μου έναν κ. Πάτι Σμιθ. Μου αρέσει ο άντρας να είναι βασιλιάς. Δεν έχω πρόβλημα αν ο άντρας θέλει να κατέχει την πρώτη θέση. Εγώ γνωρίζω ποια είμαι. Αν ένας άντρας θέλει να έχει την πρώτη θέση, πού είναι το πρόβλημα;» (Τhe Guardian, 25/5/2013)

ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ «Το έχω πει πολλές φορές και θα το πω ένα εκατομμύριο ακόμη: ανησυχώ περισσότερο για το θάνατο μιας μέλισσας από ό,τι για την τρομοκρατία. Εξαιτίας των εντομοκτόνων χάνουμε εκατομμύρια μέλισσες. Μπορούμε να ζήσουμε με την τρομοκρατία. Δεν μπορούμε όμως να ζήσουμε χωρίς μέλισσες» (The Telegraph, 6/6/2012)


Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΟυ ΠΑΝΚ Ο πρώτος δίσκος της Πάτι Σμιθ με τίτλο Horses, του 1975, που θεωρείται ένας από τους καλύτερους ροκ εν ρολ δίσκους, σύμφωνα με το αμερικανικό περιοδικό Rolling Stone, ανοίγει με ένα στίχο που άφησε εποχή: «Ο Χριστός πέθανε για τις αμαρτίες κάποιου, αλλά όχι για τις δικές μου»

Τ

α πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, το πολιτικό τραγούδι στην Ελλάδα είχε την τιμητική του. Στρατευμένη μουσική που παιάνιζε σε γήπεδα και ηρωικά αντάρτικα που ηχούσαν στις μπουάτ. Στο ξένο ρεπερτόριο είχε εισβάλει για τα καλά η ντίσκο και το ροκ ήταν υπόθεση ολίγων. Στο περιχαρακωμένο τοπίο των προτιμήσεων –σε μια εποχή που οι μουσικές προτιμήσεις αντικατόπτριζαν και τις ιδεολογικές– υπήρχαν τραγούδια που υπερπηδούσαν τα εμπόδια και γίνονταν ένα είδος ύμνου: ένα από αυτά ήταν το «Because the night», ένα τραγούδι ύμνος «στη νύχτα που ανήκει στους εραστές». Το τραγούδι ερμήνευε η Πάτι Σμιθ. Άγνωστη στο ελληνικό κοινό, η Αμερικανίδα τραγουδίστρια γοήτευσε το κοινό με αυτό το τραγούδι που είχε γράψει από κοινού με τον –επίσης, τότε, σχετικά άγνωστο στην Ελλάδα– Μπρους Σπρίνγκστιν. Σήμερα, η μουσική βιομηχανία προωθεί, ως γνωστόν, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, τραγουδίστριες όμορφες, καλλίγραμμες, που αν επιπλέον έχουν και καλλιτεχνικές δυνατότητες, τόσο το καλύτερο. Η Πάτι Σμιθ δεν βασίστηκε ποτέ στην εξωτερική της εμφάνιση: ήταν μια λιγνή κοπέλα, που φορούσε συνήθως ένα κακοφορμισμένο μακό μπλουζάκι κι ένα τζιν παντελόνι, ένα αγοροκόριτσο με μακριά αχτένιστα μαλλιά, έτσι όπως το αποτύπωναν οι φωτογραφίες του πρώην φίλου της και φωτογράφου Ρόμπερτ Μάπλθορπ. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η Πάτι Σμιθ είχε ήδη αποκτήσει το προσωνύμιο της «βασίλισσας του πανκ», μετά τις εμφανίσεις της σε πρωτοποριακά κλαμπ της εποχής στη Νέα Υόρκη, μαγαζιά όπως το cBgB. Σε αντίθεση όμως με τα τραγούδια του πανκ που τα περισσότερα ήταν καταγγελτικές «ηχητικές βόμβες» των δύο λεπτών, η Πάτι Σμιθ ανέβαινε στη σκηνή και τα τραγούδια της διαρκούσαν δέκα ολόκληρα λεπτά, ενώ αντλούσαν τη θεματολογία τους από τα αναγνώσματά της, από ποιητές όπως ο Ρεμπώ και ο Ουόλτ Ουί-

τμαν. Την ίδια περίοδο, εκτός από δύο δίσκους, η Πάτι Σμιθ έγραψε ποιήματα και θεατρικά έργα, έχοντας εντωμεταξύ ζήσει σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας, αλλά και με σημαντική καλλιτεχνική έμπνευση σε κύκλους στους οποίους συγκαταλέγονταν, εκτός από τον Μάπλθορπ, προσωπικότητες όπως ο θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός Σαμ Σέπαρντ, ενώ σημαντικοί ποιητές της παλαιότερης γενιάς όπως ο άρχων των μπήτνικ, Άλεν Γκίνσμπεργκ, επιζητούσαν τη συντροφιά της.

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Κι εκεί που όλοι περίμεναν ότι η Πάτι Σμιθ θα συνέχιζε να παίζει δυνατά μουσική αλώνοντας τη σκηνή και να ενσαρκώνει το επαναστατικό πνεύμα και μετά την έκρηξη του πανκ, η μουσικός γράφει στα παλιά της τα παπούτσια τη δημοσιότητα και αποσύρεται. Στην ιδιωτική της ζωή, γνωρίζει και ερωτεύεται τον Φρεντ «Σόνικ» Σμιθ, πρώην μέλος των mc5, του ριζοσπαστικού ροκ γκρουπ της δεκαετίας του 1960, για χάρη του μάλιστα εγκαταλείπει τη Νέα Υόρκη για το Ντιτρόιτ. Αποκτά δύο παιδιά και δεν κυκλοφορεί κανένα δίσκο επί εννέα χρόνια. Η «βασίλισσα του πανκ» νοικοκυρά και μαμά στο Ντιτρόιτ; Η επιλογή της ήταν απολύτως συνειδητή. Όπως ανέφερε τον περασμένο μήνα στη βρετανική Guardian, δεν έφτανε που είχε ερωτευθεί σφόδρα τον Φρεντ Σμιθ, επιπλέον επιδρούσε διαβρωτικά πάνω της και η φήμη που είχε αποκτήσει: «Δεν είχα χρόνο να διαβάσω, να μελετήσω για να γράψω. Αυτό που κυρίως έκανα ήταν να προωθώ τους δίσκους μου, να τρέχω στους ραδιοφωνικούς σταθμούς, να δίνω συναυλίες και να παλεύω με τη βρογχίτιδα που πάθαινα από τον πολύ καπνό στις αίθουσες των συναυλιών». Το 1987, η Πάτι Σμιθ κυκλοφορεί έναν ακόμη δίσκο με τίτλο Dream of Life που περιλαμβάνει το τραγούδι «People have the Power». Ένα πολιτικό τραγούδι, που ξεσηκώνει τα πνεύματα, σε μια εποχή που ο Ψυχρός Πόλεμος δεν είχε τελειώ-

26 ΦEΣTIBAΛ AΘHNΩN & EΠIΔAYPOY #33 [13 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013]

σει και το οποίο έμελλε να φέρει τη μουσικό σε επαφή μ’ ένα νεότερο κοινό. Γραμμένο μια ήπια εποχή σε σχέση με αυτές που θα ακολουθούσαν δύο δεκαετίες αργότερα, το τραγούδι έγινε κι αυτό ένα είδος ύμνου: το ρεφρέν του λέει ότι οι άνθρωποι έχουν τη δύναμη, ο λαός. Με τέτοιους στίχους, συνδυασμένους σε μια τόσο ρυθμική μουσική φράση, δεν υπήρχε περίπτωση να μη δοξαστεί –και να εξακολουθήσει να δοξάζεται– από κάθε λογής προοδευτικά κινήματα ανά τον κόσμο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Πάτι Σμιθ αντιμετωπίζει μια σειρά από προσωπικές δοκιμασίες. Πεθαίνει, σε ηλικία 45 ετών, ο σύζυγός της Φρεντ, και κατόπιν ο αδελφός της, Τοντ Σμιθ. Η ίδια όμως, έχοντας κερδίσει την ωριμότητα, έχει το κουράγιο και τη διαύγεια να εστιάσει στην ουσία των πραγμάτων, στα παιδιά της, δηλαδή, και στην τέχνη της.

ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΑΚΤΙΒΙΣΜΟΣ Με τη βοήθεια του Μπομπ Ντίλαν, ο οποίος την παρότρυνε λέγοντάς της ότι «ο κόσμος σε χρειάζεται», η Πάτι Σμιθ ξαναβγαίνει στο φως και, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, αρχίζει μια δεύτερη καριέρα που συνεχίζεται ώς σήμερα – διεκδικώντας πάντα την ελευθερία να προσδιορίζει κάθε φορά τη στράτευσή της σ’ αυτό που πιστεύει. Από το 2000, η προστασία του περιβάλλοντος γίνεται γι’ αυτήν πρωταρχικός σκοπός και, για το λόγο αυτό, την ίδια χρονιά, τάσσεται στο πλευρό του Ραλφ Νέιντερ, του υποψηφίου των Οικολόγων στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Το 2004, όμως, κι ενώ είχαν μεσολαβήσει οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και η εισβολή των Αμερικανών στο Ιράκ, η Πάτι Σμιθ στηρίζει τον υποψήφιο των Δημοκρατικών, Τζον Κέρι, απέναντι στον Τζορτζ Μπους τζούνιορ. Ο Κερι έχασε τις εκλογές, αλλά η Πάτι Σμιθ συνέχισε να αντιδρά απέναντι στην κυβέρνηση Μπους. «Ο Μπους είπε ψέματα στον αμερικανικό λαό και εκμεταλλεύεται τον

φόβο του για την τρομοκρατία μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Όπως έκανε ο Νίξον την περίοδο του πολέμου του Βιετνάμ, που εκμεταλλευόταν το φόβο και την άγνοια του μέσου Αμερικανού», είπε η Πάτι Σμιθ τον Ιούλιο του 2005 σε συνέντευξή της στον αθηναϊκό ραδιοφωνικό σταθμό 9,84, με αφορμή την τότε εμφάνισή της στο θέατρο του Λυκαβηττού. Στην περίπτωση του πολέμου στο Ιράκ, η Πάτι Σμιθ εναντιώθηκε στην αμερικανική κυβέρνηση με ηχηρό τρόπο, ανάλογο εκείνου της Τζόαν Μπαέζ, η οποία, τριάντα πέντε χρόνια νωρίτερα, είχε συμβολίσει την οργή μιας σειράς στρατευμένων καλλιτεχνών, και ιδίως μουσικών, εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, όμως, και προς λύπη όσων ασκούν έναν ενστικτώδη αντιαμερικανισμό, η Σμιθ αναγνωρίζει ότι η χώρα της, αυτή που εξέλεξε τον Μπους για δύο προεδρικές θητείες, είναι η ίδια χώρα που της δίνει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τη γνώμη της. Λίγες μέρες πριν από τη συναυλία της στο Ηρώδειο, η Πάτι Σμιθ εξακολουθεί να υπερασπίζεται με πάθος της απόψεις της. Στη συνέντευξή της στην Guardian δήλωσε απογοητευμένη όχι συγκεκριμένα από τη σημερινή αμερικανική κυβέρνηση –αν και δεν συμφωνεί διόλου με την αμερικανική πολιτική για το Αφγανιστάν και τη διατήρηση της αμερικανικής φυλακής του Γκουαντάναμο στην Κούβα–, αλλά συνολικά από την ανθρωπότητα που δεν επιδεικνύει στοιχειώδη κοινή λογική. Δεν χάνει ωστόσο την πίστη της στους ανθρώπους και, για καλή μας τύχη, ούτε την πίστη της στο μουσικό είδος που τη γέννησε, το ροκ εν ρολ. Ο δίσκος που κυκλοφόρησε τον περασμένο χρόνο με τίτλο Banga δεν είναι ένας δίσκος ροκ με την κλασική έννοια του όρου, αλλά αυτό που η Πάτι Σμιθ οραματίζεται για την εξέλιξη του είδους: «Θα ήθελα οι άνθρωποι να σκέφτονται το ροκ εν ρολ ως μία αυθεντική φωνή που αγκαλιάζει την ποίηση, την επανάσταση, την πολιτική και την αγάπη», είπε στο βρετανικό μουσικό περιοδικό Uncut! Έχει άδικο; s

ΜΟΥΣΙΚη



Τους απολαύσαμε για πρώτη φορά πέρσι, στην πολύ ιδιαίτερη δουλειά τους με τίτλο Rayahzone, ένα σύνθετο θέαμα πάνω στο θέμα της περιπλάνησης αλλά και του εσωτερικού ταξιδιού, με χορό και παραδοσιακή μουσική των Σούφι. Οι αδελφοί Ταμπέτ, χορογράφοι και χορευτές, μεγαλωμένοι στο Βέλγιο αλλά με καταγωγή από την Τυνησία, ενσωματώνουν στις δημιουργίες τους διαφορετικές κουλτούρες και παραδόσεις, και συνθέτουν την προσωπική τους ταυτότητα μέσα από τις αντιφάσεις, τις ασυνέχειες και τις ασυμμετρίες της ανθρώπινης κατάστασης. Όλα αυτά είναι το υλικό της δουλειάς τους. «Είμαστε όλοι μιγάδες, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητοποιημένοι», λένε οι ίδιοι. Από τη Νίκη Ορφανού, φωτογραφίες: Christophe Raynaude De Lage

Άλι & Χεντί Ταμπέτ

ειΜΑςΤε ΟλΟι ΜιΓΑδες


Δ

ουλεύουν συνήθως μαζί. Ο Άλι ξεκίνησε την καριέρα του ως φωτογράφος, κι έπειτα έγινε ακροβάτης. Στη συνέχεια εκπαιδεύτηκε ως ηθοποιός, τραγουδιστής και τελικά χορευτής. Το πάθος του Χεντί ήταν το τσίρκο, μέχρι που έχασε το πόδι του από καρκίνο των οστών, οπότε στράφηκε στο χορό. Τα θέματα της αναπηρίας και της σωματικής διαφορετικότητας απαντούν συχνά στις δουλειές τους, που διακρίνονται για την ευαισθησία αλλά και την εκπληκτική δεξιοτεχνία τους. Οι χορογραφίες τους είναι απαιτητικές και ταυτόχρονα ανάλαφρες, πλέκουν μαζί παραδοσιακά στοιχεία με σύγχρονες φόρμες, μιλούν για το παρελθόν αλλά και για το τώρα, και ενσωματώνουν τη γνώση τους από τις διαδρομές τους στο χορό, στο τσίρκο, στην υποκριτική, στη μουσική. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι δουλειές τους είναι ταξίδια. Επιστρέφουν στο Φεστιβάλ με δύο, αυτή τη φορά, δημιουργίες – συμπράξεις που θα παρουσιαστούν μαζί ως double bill. Η πρώτη φέρει τον τίτλο Άλι – αν και ο Άλι Ταμπέτ απουσιάζει από το συγκεκριμένο κομμάτι. Βρίσκουμε όμως ένα καταπληκτικό ντουέτο: τον Χεντί Ταμπέτ μαζί με τον σπουδαίο καλλιτέχνη Μαθράν Μπολζ, χορευτή και ακροβάτη με σημαντικές συνεργασίες στο ενεργητικό του, ανάμεσα στις οποίες και με τον ζοζέφ Ναντζ. Το Άλι είναι ένα σύντομο κομμάτι χωρίς τίποτα το περιττό: τέσσερις πατερίτσες, μια λάμπα, μια καρέκλα και τους ήχους ενός ρεμπέτικου. Οι δύο καλλιτέχνες φτιάχνουν σιγά σιγά έναν κόσμο τσίρκου, με τις πατερίτσες να γίνονται στα

ΧΟΡΟΣ

χέρια τους εύπλαστο υλικό με το οποίο κατασκευάζουν ασταμάτητα νέες φόρμες, νέες ανατομίες και νέες γλώσσες για τη σωματικότητα. Με απίστευτη επιδεξιότητα και χάρη, διπλασιάζουν τα μέλη τους ή τα εξαφανίζουν, ενώνοντάς τα σε ένα, ή τα «παραμορφώνουν», φτιάχνοντας σκηνικά «τέρατα». Αυτό δεν είναι ένα τυχαίο εύρημα: το τέρας υπήρξε παραδοσιακά μια από τις πρωταγωνιστικές φιγούρες του τσίρκου. Το κοινό γελά με το άσχημο, το παραμορφωμένο, το τρομακτικό. Στο Άλι, ο Χεντί Ταμπέτ και ο Μαθράν Μπολζ τολμούν να κάνουν ακριβώς αυτό. Φτιάχνουν παραμορφωμένα, θλιβερά τέρατα. Μόνο που όσο περισσότερο τα κοιτάμε, τόσο περισσότερο μας μαγεύουν. Οι δημιουργοί περνούν από τη μία εικόνα στην επόμενη, δείχνοντας ότι η ομορφιά βρίσκεται παντού, ακόμα και σ’ αυτό που εκ πρώτης όψεως φαίνεται γκροτέσκο. Η δεύτερη δουλειά, το Nous sommes pareils..., παίρνει τον τίτλο της από έναν στίχο του ποιητή Ρενέ Σαρ (απ’ ό,τι φαίνεται, η ποίηση αποτελεί μεγάλη πηγή έμπνευσης για τους χορογράφους – θυμίζουμε ότι και το προηγούμενο έργο της Μαγκί Μαρέν στο Φεστιβάλ, το Salves, ήταν εμπνευσμένο από στίχους του ίδιου ποιητή). Ο τίτλος είναι, σε ελεύθερη απόδοση: «Είμαστε όμοιοι με τους βατράχους, που μέσα στη φτωχή νύχτα των βάλτων φωνάζουν ο ένας τον άλλο, αλλά δεν μπορούν να δουν ο ένας τον άλλο, και που μπερδεύουν το ερωτικό τους κάλεσμα με τη ματαιότητα του σύμπαντος». Η δεύτερη αυτή δημιουργία δεν είναι συνέχεια της πρώτης, αλλά οπωσδήποτε τα δύο έργα επικοινωνούν μεταξύ τους

και το κοινό θα βρει πολλές –λιγότερο ή περισσότερο– φανερές διασυνδέσεις μεταξύ τους. Και τα δύο μοιράζονται το ίδιο σκηνικό concept, ξεκινούν δηλαδή από τα ίδια λιτά υλικά: μια καρέκλα, μια λάμπα, και τους ήχους ενός ρεμπέτικου. Στη δεύτερη χορογραφία, που ερμηνεύουν αυτή τη φορά ο Άλι και ο Χεντί Ταμπέτ μαζί με την Ελληνίδα χορεύτρια Άρτεμι Σταυρίδη, οι καρέκλες γίνονται δύο. Και προστίθενται, στην άκρη της σκηνής, άλλες τρεις για τους μουσικούς (οι δύο εκ των οποίων είναι Έλληνες, ο Στέφανος Φίλος και ο Γιάννης Νιάρχος, ενώ ο τρίτος της παρέας είναι ο Τυνήσιος Νιντχαΐλ Γιαχιάουι). Το Nous sommes pareils... εξερευνά μια ιστορία έρωτα. Αυτή η χορογραφία έχει πιο έντονα στοιχεία αφήγησης, καθώς σκιαγραφεί την ερωτική ιστορία ενός άντρα και μιας γυναίκας – ή δύο αντρών και της ίδιας γυναίκας. Αλλά την ίδια ώρα, το έργο μιλάει για μια διαφορετική ερωτική ιστορία: αυτήν των αδελφών Ταμπέτ με το ρεμπέτικο. Βρίσκουν, με τη βοήθεια του ειδικού μουσικολόγου Σοφιάν Μπεν Γιούσεφ, τις συνδέσεις του ρεμπέτικου με τη μουσική της Τυνησίας. Κι έτσι, στο έργο τους, η κλασική περίοδος του ελληνικού ρεμπέτικου δένεται με την παραδοσιακή μουσική των Σούφι της Τυνησίας, φανερώνοντας τις κρυφές γέφυρες ανάμεσα σ’ αυτούς τους πολιτισμούς της Μεσογείου. «Έχει μεγάλο ενδιαφέρον», λένε οι Ταμπέτ, «το ότι οι μουσικές αυτές είχαν τη σφραγίδα του περιθωρίου, ή του μυστικού: το ρεμπέτικο ήταν μουσική του υποκόσμου, ενώ η τυνησιακή μουσική σούφι ήταν απαγορευμένη για αιώνες, και η πρακτική της και οι τελετουργίες της λάμβαναν χώρα μυστικά, σε πολύ στενό κύκλο ανθρώπων». s

info Cie mpta Ali / Nous sommes pareils... Οι αδελφοί Ταμπέτ επιστρέφουν για να παρουσιάσουν δύο έργα αυτή τη φορά. Στο Ali δύο σώματα δοκιμάζουν τα όριά τους επί σκηνής συνδυάζοντας ποιητικά ακροβατικά και χορό. Στο Nous sommes pareils…–εμπνευσμένο από ποίημα του Ρενέ Σαρ– μια ομάδα Ελλήνων και Τυνήσιων μουσικών παντρεύει το σπαραγμό του ρεμπέτικου με την ερωτική μελαγχολία των λαϊκών τραγουδιών της Ανατολής. Πειραιώς 260, Κτίριο Η 15-17 Ιουνίου, 21:00 Εισιτήρια: 25€ (κανονικό), 20€ (μειωμένο), 15€ (φοιτητικό, 65+), 5€ (ανέργων, ΑΜΕΑ)

ΤΣΙΡΚΟ ΡΕΜΠΕΤΩΝ Ο Χεντί Ταμπέτ μαζί με τον σπουδαίο χορευτή και ακροβάτη Μαθράν Μπολζ στη δημιουργία Άλι – το πρώτο μέρος της δίπτυχης δημιουργίας που θα παρουσιάσουν οι αδελφοί Ταμπέτ στο Φεστιβάλ Αθηνών. Με μόνο εργαλείο τέσσερις πατερίτσες και υπό τους ήχους ρεμπέτικης μουσικής, οι δύο καλλιτέχνες αναβιώνουν τα «τέρατα» του τσίρκου.

[13 Ιουνιου 2013] #33 ΦEΣTIBAΛ AΘHNΩN & EΠIΔAYPOY 29


info Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος Θέατρο του Νέου Κόσμου Έλλη Παπαδημητρίου, Κοινός λόγος Αφηγήσεις ανωνύμων, καταγραμμένες από την Έλλη Παπαδημητρίου, που χρονικά καλύπτουν το διάστημα από τις ειρηνικές μέρες στη Μικρά Ασία, πριν από την Καταστροφή, ώς τον εμφύλιο και τα κατοπινά δύσκολα χρόνια. Οι αφηγήσεις αυτές έχουν ως κοινό εφόδιο το λόγο των κοινών ανθρώπων, που συναρμολογεί σωστά την εποχή τους, το πάθος και το κλίμα της. Παίζουν: Λυδία Κονιόρδου, Ελένη Κοκκίδου, Μαρία Κατσανδρή, Ελένη Ουζουνίδου, Τάνια Παλαιολόγου. Πειραιώς 260, Κτίριο Η 19-20 Ιουνίου, 21:00 Εισιτήρια: 25€ (κανονικό), 20€ (μειωμένο), 15€ (φοιτητικό, 65+), 5€ (ανέργων, ΑΜΕΑ)

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ Ο σκηνοθέτης με τη Λυδία Κονιόροδυ κατά τη διάρκεια πρόβας. Στο φόντο, το σκηνικό της παράστασης: μισοξεθωριασμένες φωτογραφίες αγαπημένων και μη προσώπων που μας παραπέμπουν σε μια άλλη εποχή. 30 ΦEΣTIBAΛ AΘHNΩN & EΠIΔAYPOY #33 [13 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013]

ΘEATPO


βαγγέλης Θεοδωρόπουλος

AΡιςΤεΡΟς ΓινεςΑι ΑΠΟ ΑΓΑΠη Διωγμός, προσφυγιά, πόλεμος και αγώνας για την επιβίωση: ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος σκηνοθετεί από την αρχή τον Κοινό λόγο της Έλλης Παπαδημητρίου, φωτίζοντας μια από τις πιο σκοτεινές πτυχές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Από τη Μυρτώ Πολυμίλη Φωτογραφίες: Βίκυ Γεωργοπούλου


ις ζωές αυτές –ζωές ρημαγμένες από τη μικρασιατική καταστροφή, την κατοχή και τον εμφύλιο– επιχειρεί να μας θυμίσει ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, επανερχόμενος στο έργο της Έλλης Παπαδημητρίου Ο κοινός λόγος. Όπως λέει κι ο ίδιος, η σχέση του με το συγκεκριμένο κείμενο κρατάει κοντά 29 χρόνια. Πρώτη φορά το σκηνοθέτησε με το θεατρικό τμήμα της φοιτητικής εστίας του Πανεπιστημίου Αθηνών στα Άνω Ιλίσια, στην Ούλοφ Πάλμε. Τότε δεν ήταν σκηνοθέτης, αλλά ένας ακόμη ηθοποιός. Στη δεύτερη εκδοχή του, το 1997, με επαγγελματίες πλέον ηθοποιούς, αποτέλεσε το «ξεκίνημα του θεάτρου του Νέου Κόσμου». Επτά χρόνια μετά, η ίδια παράσταση ξαναζωντάνεψε στα Άδανα, στην Κύπρο και φυσικά στην Ελλάδα. Εν μέσω κρίσης, λοιπόν, και 20 χρόνια από το θάνατο της συγγραφέως, ο Θεοδωρόπουλος ξαναφέρνει την παράσταση στη σκηνή, δίνοντάς της νέα πνοή και σμιλεύοντάς τη με το ανανεωμένο οπλοστάσιό του, όπως αυτό διαμορφώθηκε από τις εξελίξεις των τελευταίων χρόνων.

πολύ. Είμαι και μικρασιατικής καταγωγής από τη μητέρα μου και Κωσταντινουπολίτης από τον πατέρα μου, «τουρκόσπορος» όπως κατηγορούσαν οι Ελλαδίτες τους πρόσφυγες – έχουμε μια συνέχεια στο ρατσισμό σ’ αυτόν τον τόπο. Δεν τους υποδεχθήκαμε καθόλου καλά τους ξεριζωμένους οι Έλληνες – η πλειοψηφία, όχι όλοι. Όπως τώρα με τους ξένους, μετανάστες και πρόσφυγες. Έλεγα της Έλλης ότι ο Κοινός λόγος έχει σπουδαίες αρετές προφορικότητας, δηλαδή θεατρικότητας. Και μου είχε πει τότε ειρωνικά και αυστηρά μαζί: «Ναι, αλλά αν κάνεις κάτι μ’ αυτά τα κείμενα μην τα κάνεις σαν αυτά τα μοντέρνα». Μάλιστα έπαιζα τότε σε μια παράσταση – μια μοντέρνα παράσταση της εποχής– που δεν της είχε αρέσει καθόλου. Και μου λέει: «Εάν είναι να το κάνεις έτσι, καλύτερα να μην ασχοληθείς». Μου είχε όμως εμπιστοσύνη και μου είπε να το κάνω αν ποτέ θελήσω. Εγώ βέβαια δεν σκεφτόμουν ως σκηνοθέτης τότε, κι έτσι αυτά τα πράγματα έμειναν στην άκρη. Απλώς επανερχόμουν συχνά σ’ αυτά τα κείμενα για πολλούς λόγους. Σ’ ένα πρώτο επίπεδο λόγω της θεατρικότητας του κειμένου – ότι είναι ζωντανός λόγος. Ένας δεύτερος λόγος είναι πως όλα αυτά που έχουν να κάνουν με τη μνήμη με γοητεύουν, κι ένας τρίτος λόγος και πολιτικός, είναι ότι το έργο πιάνει όλη αυτήν την ιστορική διαδρομή μέσα στον 20ό αιώνα. Είναι η ιστορία του 20ού αιώνα με τον πιο ανθρώπινο τρόπο και όχι με τον επίσημο, των νικητών, αυτόν που συμφέρει την κάθε κυβέρνηση. Θεωρώ ότι έτσι, από τις αφηγήσεις του απλού κόσμου, η ιστορία γίνεται πιο αντικειμενική, ακόμη κι όταν είναι από μία κατεύθυνση, όπως ήταν η Έλλη Παπαδημητρίου από τα αριστερά. Τώρα που περάσαν 16 χρόνια [από την πρώτη παράσταση στο θέατρο του Νέου Κόσμου] και 20 από το θάνατό της, ξανάπιασα αυτά τα κείμενα.

Έπαιξε η γνωριμία σας με την Έλλη Παπαδημητρίου ρόλο στην επιλογή του έργου; Ποια είναι τα στοιχεία που σας ωθούν να επανέρχεστε στο ίδιο αυτό κείμενο; Την Έλλη Παπαδημητρίου τη γνώρισα όταν ήμουν μικρός. Γίναμε φίλοι, και μέχρι το θάνατό της ήμασταν πολύ στενά συνδεδεμένοι. Τότε ήταν που πρωτοδιάβασα τον Κοινό λόγο και με γοήτευσε πάρα

Ανακαλύψατε κάτι καινούργιο ξαναδιαβάζοντας τα κείμενα αυτά; Ναι. Στις πρόβες πολύ συχνά αντιλαμβάνομαι κάποια πράγματα, ενώ πρέπει να έχω διαβάσει τον Κοινό λόγο, κυριολεκτώ, χιλιάδες φορές από την εφηβεία μου μέχρι σήμερα. Όπως όμως με τα σπουδαία θεατρικά έργα, όσο και να τα ξαναδιαβάζεις ανακαλύπτεις πράγματα που δεν τα ’χες δει. Έτσι λοιπόν έχω αντιληφθεί, μέσα από την προσωπική μου σχέση 29 χρόνια

«Οι αλλαγές από ζωή σε ζωή, από εποχή σ’ εποχή, γράφουνται ή ξεγράφουνται πότε με πόθο, πότε με οργή – ανάγκη και η οργή και ο πόθος. […] Έτσι απλά, τέλεια, θυμάσαι ιστορίες, περιστατικά, μεγάλα, μικρά και παραμικρά, με λόγια κοινά μια ζωή, πολλές ζωές, εποχές ολόκληρες ζωντανεύουνε, βρίσκουνε θέση κοντά στη δική μας για λίγο διάστημα, κάποτε για πάντα». Έλλη Παπαδημητρίου, πρόλογος στο βιβλίο Ο κοινός λόγος, Ερμής 1984

Τ

τώρα με το συγκεκριμένο κείμενο, πόσο σπουδαίο είναι. Όχι απλώς επειδή αντέχουν στο χρόνο, ή επειδή είναι τόσο ολοκληρωμένοι –φυσικά, αφού είναι άνθρωποι– οι χαρακτήρες, αλλά κι όλο αυτό το άνοιγμα της ψυχής τούς κάνει σαν πρόσωπα της λογοτεχνίας, σαν πρόσωπα του θεάτρου με πολλαπλές αναγνώσεις. Κι έτσι αυτήν τη φορά, βλέποντας τις πρόβες –γιατί για μένα είναι πολύ ζωντανό πράγμα η πρόβα, δεν έχω μια έτοιμη ιδέα προκαταβολικά στο κεφάλι μου, και επειδή, όσον αφορά τον Κοινό λόγο, είναι φυσικό να κουβαλάω μέσα μου όλη αυτή τη διαδρομή– αλλά και τις δύο προηγούμενες παραστάσεις, ξανανακαλύπτω πράγματα, φράσεις ή προτάσεις, και τα βλέπω μ’ άλλο μάτι. Υπάρχει ένα κείμενο που μιλάει για το τέλος του εμφυλίου πολέμου: ένας νεαρός έχει ανέβει στο βουνό. Προσπαθεί κάποια στιγμή να κατέβει κρυφά να πάει σπίτι του. Του ’χαν στήσει καραούλι. Κρύφτηκε σε μια σπηλιά, το ’μαθε η μάνα του και πήγε και τον βρήκε. Τον καθάρισε, τον ξύρισε, τον τάισε. Ξαναβγήκε ο νεαρός στο βουνό και σκοτώθηκε. Και η αφήγηση τελειώνει με τη συγκλονιστική φράση της μάνας: «Κόρες να μην κλαίτε τους νεκρούς, να κάνετε χαρές πως ησυχάζουνε, όσους ζούνε να κλαίτε». Τότε έβλεπα τη συναισθηματική πλευρά αυτού του παιδιού που ξαναβγαίνει στο βουνό. Τώρα το βλέπω με τη ματιά της ήττας και του μάταιου, γιατί όλα τα πράγματα ήταν αποφασισμένα, είχε τελειώσει ο πόλεμος και σαν ένα δαρμένο σκυλί τρέχεις αριστερά και δεξιά για ν’ αποφύγεις τις σφαίρες, μέχρι που τις τρως. Αυτό έχω την αίσθηση ότι συμβολίζει όλο το παράλογο του πολέμου. Δεν ξέρω αν αυτό βγαίνει, ή πόσο βγαίνει στην παράσταση.

Στον απόηχο της παράστασης του 1997, είχατε πει ότι παρά την τραγικότητα των αφηγήσεων, στον Κοινό λόγο «υπάρχει από πίσω μια αισιοδοξία ζωής». Αυτήν τη φορά λοιπόν επικεντρώνεστε στην ήττα; Όχι. Αυτό είναι ένα κομμάτι. Μιλούσα για το πώς ένα σημείο της αφήγησης φωτίζεται μ’ έναν άλλον τρόπο για μένα. Αλλιώς δεν θα μπορούσα να τα κάνω αυτά τα κείμενα. Δεν θα μ’ ενδιέφερε μόνο η δραματική πλευρά των γεγονότων, αλλά το πώς πίσω απ’ όλα αυτά υπάρχει μια

η Έλλη Παπαδημητρίου κατά τον βαγγέλη Θεοδωρόπουλο «Η Έλλη ήταν γεωπόνος και Μικρασιάτισσα – ίσως γι’αυτό μ’ άγαπησε κιόλας. Οι κοινές ρίζες φέρνουν κοντά τους ανθρώπους. Ήταν από πολύ εύπορη οικογένεια. Είχανε μεγάλα κτήματα και ο πατέρας της την έστειλε στο εξωτερικό για να σπουδάσει γεωπονική. Τη βρήκε όμως η μικρασιατική καταστροφή στο Παρίσι κι έτσι τελειώσαν όλα. Όταν γύρισε από τη Γαλλία μετά την καταστροφή, ασχολήθηκε με αποστολές που έκανε ο Βενιζέλος με γεωπόνους, όπου μοίραζαν καλλιεργήσιμη γη αλλά και γη για να μένουν οι πρόσφυγες. Κι έτσι πήρε τότε σβάρνα όλη την Ελλάδα, κυρίως

32 ΦEΣTIBAΛ AΘHNΩN & EΠIΔAYPOY #33 [13 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013]

τη βόρεια Ελλάδα. Της μπήκε η ιδέα να καταγράφει αφηγήσεις ανθρώπων, πράγμα που έκανε στο χέρι. Προς το τέλος, επειδή αυτό το έκανε μέχρι και πριν τη χούντα, χρησιμοποίησε πια και το μαγνητόφωνο. Είναι πρωτοπόρος στην καταγραφή, κι αν και σήμερα αυτό είναι επιστήμη, μέσα από την έρευνα και τους ιστορικούς, η Έλλη ξεχώριζε γιατί το ’κανε από μεράκι και απ’ αγάπη για τη γλώσσα των ανθρώπων. Το μεγάλο της ταλέντο θεωρώ πως ήτανε να μπορεί να κάνει τους ανθρώπους ν’ ανοίξουν την καρδιά, την ψυχή και το μυαλό τους και να αφηγηθούν όλη αυτή τη ζωή που περάσανε».

δύναμη για ζωή. Μια αισιοδοξία. Και, πολύ περισσότερο, κάτι που το έχουμε πολύ ανάγκη στις μέρες μας, όπως είναι η αξιοπρέπεια. Με πόση αξιοπρέπεια αντιμετωπίζουν οι γυναίκες του Κοινού λόγου όλα αυτά που τους έχουν συμβεί στη ζωή τους. Αυτό εμένα με αγγίζει πολύ. Γιατί επιλέξατε μόνο γυναικείες αφηγήσεις από τις μαρτυρίες που συνέλεξε η Έλλη Παπαδημητρίου; Γιατί πάντα, από μικρός, θεωρούσα πάρα πολύ δυνατή τη γυναίκα. Κι αυτό φαίνεται σ’ όλα τα πράγματα: στο πώς στηρίζει ένα σπίτι, αλλά και στο πώς σε δύσκολες συνθήκες πολέμου, καταστροφών όπως η μικρασιατική, ή εμφυλίου, τα βγάζει πέρα. Αν είναι ανωνύμων οι αφηγήσεις στον Κοινό λόγο, είναι λοιπόν οι ανώνυμες γυναίκες που είναι στα μετόπισθεν, αυτές που πρέπει μέσα στην καταστροφή να στηρίξουν την οικογένεια, να στηρίξουν τα πρόσωπα για να μπορέσουν να συνεχίσουν να ζουν. Αυτές έχουν πείσμα και θέληση μέσα στις δυσκολίες, και αισιοδοξία, την οποία μεταδίδουν στα παιδιά τους και στους διπλανούς τους. Πιστεύετε ότι μέσα απ’ αυτήν την παράσταση μπορούν οι Έλληνες να θυμηθούν την προσφυγιά που έζησαν οι πρόγονοί τους και να νιώσουν λίγο πιο κοντά στους μετανάστες; Αυτός είναι ένας καθαρός στόχος δικός μου. Θα ήθελα πάρα πολύ να μπορούμε μέσα απ’ αυτά που έχουν συμβεί σ’ εμάς να ξανασκεφτούμε για τον τόπο μας, για τους συγγενείς μας, για την οικογένειά μας. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει Έλληνας που ένα μέλος της οικογένειάς του δεν πήγε μετανάστης στο εξωτερικό ή δεν προέρχεται από περιοχές της Μικράς Ασίας ή του Πόντου. Τα κατάλοιπα του εμφυλίου ταλανίζουν και διαμορφώνουν ακόμη τις αντιλήψεις της αριστεράς; Είναι πολύ κοντά χρονικά ο εμφύλιος με το σήμερα. Ακόμη είναι πολύ ζωντανές αυτές οι πληγές. Οι νεκροί υπάρχουν ανάμεσά μας και δεν αποχωρίζεσαι εύκολα τους νεκρούς. Εγώ πιστεύω ότι η σκέψη πρέπει να προχωράει. Δεν πρέπει να κολλάς σε μια ιστορική περίοδο, αν και δεν θεωρώ ότι είναι εύκολη η μετακίνηση του μυαλού για μερικούς ανθρώπους, πράγμα που καταλαβαίνω και σέβομαι. Από την άλλη, όμως, πρέπει να προχωράει ο άνθρωπος και το μυαλό. Πρέπει να προχωράει και η αριστερά. Αλλά ως αριστερός κάνω τον Κοινό λόγο. Μέσα απ’ αυτά τα κείμενα –και από άλλα βέβαια– διαμορφώθηκε η ιδεολογία μου και νιώθω περήφανος που είμαι αριστερός. Όπως είπατε κι εσείς, όμως, άλλο στα 18 σας να διαβάζετε ένα κείμενο κι άλλο τώρα. Και η ιδεολογία μεταλλάσσεται από τις εμπειρίες. Δεν υπάρχει κάποιο διαφορετικό έναυσμα πλέον; Βεβαίως. Το έναυσμα είναι ένα – γιατί πάμε να ξεχάσουμε γιατί γινόμαστε αριστεροί! Το έναυσμα είναι ότι αγαπάς τους

ΘEATPO


Έχετε ασχοληθεί αρκετά και στο παρελθόν και τώρα με θέματα γυναικών και ρατσισμού. Πιστεύετε ότι το θέατρο πρέπει να είναι πολιτικό; Το καλό θέατρο είναι μόνο πολιτικό. Πολιτικό βέβαια δεν σημαίνει διδακτικό. Έτσι υποτιμάς τον θεατή σου – ότι είναι ηλίθιος και πρέπει εσύ να του πεις τι να κάνει. Η δουλειά του θεάτρου είναι να θέτει ερωτήματα και, αν υπάρχουν απαντήσεις, να απασχολούν τον θεατή και όχι εσύ να του δίνεις έτοιμη τροφή. Γι’ αυτό κιόλας τα έργα που αντέχουν μέσα στους αιώνες είναι αυτά που τελικά ο συγγραφέας αφουγκράζεται την εποχή του και τη μεταφέρει μέσα από τα έργα του – ιδιαίτερα στο θέατρο. Με ποια κριτήρια επιλέγετε έργα; Να μ’ ακουμπάνε στην καρδιά και στο μυαλό. Να αφουγκράζονται αυτά που συμβαίνουν γύρω μου, εννοώ στην κοινωνία, και μέσα μου. s

ΘEATPO

wE CAN DO IT! Πάνω: ο σκηνοθέτης παρακολουθεί τις πρωταγωνίστριές του επί το έργον. Κάτω: οι όχι και τόσο... ανώνυμες γυναίκες του Κοινού λόγου: Λυδία Κονιόρδου, Ελένη Κοκκίδου, Μαρία Κατσανδρή, Ελένη Ουζουνίδου και Τάνια Παλαιολόγου σε μια σκηνή από το έργο.

© Μαριλένα Σταφυλίδου

ανθρώπους. Αυτό σε οδηγεί στο να σε ενδιαφέρει η αλληλεγγύη, να ενδιαφέρεσαι για τον διπλανό σου, να σέβεσαι τον διπλανό σου και να παλεύεις για την αξιοπρέπειά σου. Είναι κάποιες λέξεις που φοβόμαστε να τις λέμε, αλλά αριστερός γίνεσαι από αγάπη. Αλλά έχουμε αφήσει τη λέξη αγάπη, όπως την Ορθοδοξία. Είναι ωραίες λέξεις. Ανήκουν και σε μας.


ΑΕΙΚΙΝηΤη ΑΠ’ ΤΑ 1970 Αυτή τη φορά, συντονίζει μια χορογραφία σκιών – αφού οι μετανάστες, οι ξένοι, οι απότακτοι των κοινωνιών υπάρχουν μόνο μέσα από τα ίχνη που αφήνουν. Βαθύτατα πολιτική, η Μαγκί Μαρέν συνεχίζει να διεκδικεί από την τέχνη του χορού τη στράτευση, τον σαφή σχολιασμό, τη διεκδίκηση, όχι μόνο ως καλλιτεχνική αλλά κυρίως ως κοινωνική πρόταση.


Μαγκί Μαρέν

H εξΟΡιΑ εινΑι ΜιΑ ηΤΤΑ Η Μαγκί Μαρέν, στα 61 της χρόνια, συνεχίζει να δημιουργεί ακούραστα, εξερευνώντας κάθε φορά καινούργια κινησιολογικά λεξιλόγια. Και την ίδια ώρα συνεχίζει ν’ ανησυχεί για τον κόσμο, την πολιτική, την αδυναμία έκφρασης, την εξορία. Οι Nocturnes μιλούν ακριβώς γι’ αυτά. Από τη Νίκη Ορφανού

[13 Ιουνιου 2013] #33 ΦEΣTIBAΛ AΘHNΩN & EΠIΔAYPOY 35


ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

© Didier Grappe

Η Μαγκί Μαρέν με τη νέα της δουλειά, oι Νocturnes, δεν μιλά για την κίνηση αλλά για την ακινησία την οποία υποβάλλει η μοναξιά, η αδυναμία επικοινωνίας ξένων σε ξένη χώρα. «Η εξορία υπήρξε μέρος της οικογενειακής μου ιστορίας», λέει η ίδια, δίνοντας αυτοβιογραφικό τόνο στην παράστασή της. «Είτε αυτή η εξορία είναι υποχρεωτική είτε την επιλέγεις επειδή η χώρα σου δεν σου προσφέρει αυτά που θες, η εξορία είναι μια ήττα. Καταλαβαίνω πολύ καλά το θυμό αυτών που τη βιώνουν».


Υπάρχει

σήμερα μεγάλη σύγχυση

ως προς το τι αποκαλούμε τέχνη και πολιτισμό,

λόγω του καταναλωτισμού

και από τις

δύο πλευρές – και από

αυτούς που φτιάχνουν τα

έργα, και από αυτούς που τα κοιτούν

info Ομάδα χορού Μαγκί Μαρέν nocturnes Η Μαγκί Μαρέν συνεργάζεται και πάλι με τον μουσικό Ντενί Μαριό. Συνθέτουν μια χορογραφία που θίγει κυρίαρχα θέματα, όπως το σώμα, την ιστορία και τη δύναμη της εικόνας. Η κλασική πλέον του σύγχρονου χορού, Μαγκί Μαρέν, ριζοσπαστική όσο ποτέ. Πειραιώς 260, Κτίριο Η 22-23 Ιουνίου, 21:00 Εισιτήρια: 25€ (κανονικό), 20€ (μειωμένο), 15€ (φοιτητικό, 65+), 5€ (ανέργων, ΑΜΕΑ)

Π

ιο σκοτεινή από ποτέ, αλλά και απροσδόκητα «εικαστική» η τελευταία δουλειά της Μαγκί Μαρέν με τίτλο Nocturnes, που θα δούμε στο φετινό Φεστιβάλ. Η χορογραφία αυτή, που εκτελείται από τρεις νέους καλλιτέχνες –ανάμεσά τους και η Ελληνίδα Δάφνη Κουτσάφτη– παρουσιάστηκε αρχικά στην Μπιενάλε της Λυών και κατόπιν στο Festival d’automne στο Παρίσι, στο πλαίσιο μιας μονογραφίας της η οποία περιελάμβανε μια σειρά έργων που κάλυπταν σχεδόν τέσσερις δεκαετίες δουλειάς. h Μαγκί Μαρέν ξεκίνησε την καριέρα της ως χορογράφος στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Είχε ήδη χορέψει σε σπουδαία μπαλέτα, όπως εκείνα της Όπερας του Στρασβούργου και του «20ού αιώνα» του Μωρίς Μπεζάρ. Αλλά ήταν ανήσυχη, πολιτικοποιημένη, και έβλεπε το χορό σαν ένα άνοιγμα στον κόσμο, κάτι που θα μπορούσε ν’ αγκαλιάζει όλες τις τέχνες, από το θέατρο ώς τα εικαστικά, αλλά και την ποίηση και τη φιλοσοφία. Το 1981, στα τριάντα της, παρουσίασε με την «Ομάδα Χορού Μαγκί Μαρέν» την πρώτη μεγάλη της δουλειά: το May B, βασισμένο στα θεατρικά κείμενα του Σάμιουελ Μπέκετ, τάραξε τα νερά και έβαλε τη νέα χορογράφο στο χάρτη των πιο σημαντικών δημιουργών της Ευρώπης. Στο έργο, η Μαρέν ανακατασκευάζει το μπεκετικό σύμπαν, παράλογο και σκοτεινό, όπου ο χρόνος είναι κυκλικός και οι ήρωες καταδικασμένοι να εκτελούν μηχανικές, ανούσιες κινήσεις, να φθείρονται σιγά σιγά και να περιμένουν το μέλλον που είναι ολόιδιο με το παρόν και το παρελθόν. Είναι ένας κόσμος στερημένος από ελπίδα. Ή μήπως (may-be) όχι; Εκείνη τη δεκαετία, η Μαγκί Μαρέν διαβάζει κείμενα-μανιφέστα εναντίον του ιμπεριαλισμού, της αποικιοκρατίας, όλων των «-ισμών». Την ενδιαφέρει η επικαιρότητα. Έχει κληρονομήσει την πολιτική της συνείδηση από τους γονείς της, μετανάστες από την Ισπανία λόγω της αντίστασής τους στο καθεστώς του Φράνκο. Απολαύσαμε το May B στο περσινό Φεστιβάλ, καθώς και το πιο λυρικό έργο της Salves. Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, δήλωσε: «Ανησυχώ πιο πολύ από ποτέ για τον κόσμο... Θέλουμε να παλέψουμε κατά της αδικίας και της αυθαίρετης εξουσίας, αλλά δεν ξέρουμε τον τρόπο. Κι έτσι, μένουμε αδρανείς. Μας χειραγωγούν σε όλα τα επίπεδα, κι έτσι δεν μας δίνεται το περιθώριο να συλλογιστούμε τη στάση που θα μπορούσαμε να κρατήσουμε απέναντι στο σύστημα. Όλο αυτό που ζούμε σήμερα έχει μια έντονη οσμή αποσύνθεσης. Αλλά πρέπει να πιστέψουμε ότι μπορούμε να νικήσουμε. Ότι μπορούμε να επιδιορθώσουμε, να ξαναβρούμε ή να ανακαλύψουμε δεσμούς ανάμεσά μας. Και σκέφτομαι πως ίσως μπορούμε ν’ αλλάξουμε τα πράγματα· πως το παράλογο της ζωής μας, αυτός ο ηλίθιος παραλογισμός του χρόνου μεταξύ γέννησης και θανάτου, μπορεί παρ’ όλα αυτά ν’ αφήσει

κάτι για τους άλλους. Να αποκαταστήσει κάτι που να μεταδίδεται από γενιά σε γενιά. Σαν κάτι που να μπορεί κανείς να αποθέσει σαν δύναμη για να την αντλήσουν οι επόμενοι». Η τελευταία της δουλειά, Nocturnes, είναι, όπως μας προειδοποιεί και ο τίτλος, ιδιαίτερα σκοτεινή (και δεν σχετίζεται με τα Νυχτερινά του Ντεμπυσσύ, όπως ξεκαθαρίζει η ίδια σε συνέντευξή της στον γαλλικό Τύπο). Οι Nocturnes δεν είναι χορογραφία με την κλασική έννοια του όρου, γιατί σ’ αυτές δεν βρίσκουμε χορό. Δεν μιλούν για την κίνηση, αλλά αντίθετα για την ακινησία. Αν η κίνηση είναι επικοινωνία, η χορογράφος την αναιρεί ώστε να μιλήσει για την αδυναμία έκφρασης, την έλλειψη επικοινωνίας, τη μοναξιά. Οι Nocturnes είναι ένα παιχνίδι με εικόνες, με τον ήχο, με το φως ή, καλύτερα, με την απουσία του φωτός. Σ’ αυτές βρίσκουμε τις φιγούρες των χορευτών να διαγράφονται αχνά, ή να δημιουργούν ακίνητους πίνακες. Είναι ένα έργο με ταμπλώ που διακόπτονται από το ξαφνικό σκοτάδι ή το θόρυβο. Οι εικόνες διαδέχονται η μία την άλλη, άλλοτε ξεκάθαρες και δυνατές και άλλοτε μισοσβησμένες. Η εναλλαγή τους δίνει το ρυθμό και ορίζει την ατμόσφαιρα του κομματιού. Αλλά, παρότι δεν έχουμε κίνηση από τις φιγούρες, έχουμε λόγο: ακούμε ελληνικά, ιταλικά, ισπανικά, αραβικά, λίγες λέξεις στα αγγλικά και στα γαλλικά. Η γλώσσα είναι σχεδόν σαν την κίνηση – ασχημάτιστη, διακεκομμένη. «ΕΙΜΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ – i Am gREEcE» γράφεται στον τοίχο ή «i Am tunisiAn». Οι φιγούρες μένουν σκοτεινές και απροσπέλαστες, και δεν γίνονται ποτέ χαρακτήρες, δεν παίρνουν συγκεκριμένη υπόσταση. Είναι σκιές που προσπαθούν να ψελλίσουν κάτι για τον εαυτό τους. Καταλαβαίνουμε ότι είναι ξένοι, μετανάστες, άνθρωποι χωρίς ταυτότητα άλλη πέρα από την αναφορά στη χώρα προέλευσής τους. Όλη τους η ύπαρξη συμπυκνώνεται στην προσπάθειά τους να συναντηθούν, ν’ αγγίξουν ο ένας τον άλλον, στα αποτυπώματα των χεριών τους όπως τ’ αφήνουν πάνω στον τοίχο. Οι φιγούρες μιλούν για τους λαούς που βρίσκονται σε κρίση, που έχουν αποκλειστεί από το διάλογο, που έχουν περάσει στο περιθώριο. Μέσα στο μισοσκότεινο σκηνικό με τις αυστηρές γεωμετρίες, δεν βρίσκουμε παρά την υπόνοια κάποιας συνάντησης, τη δυσκολία επικοινωνίας, τη μοναξιά, μια μίζερη καθημερινότητα απ’ την οποία λείπει η ελπίδα. Οι Nocturnes είναι μια έντονα εικαστική δουλειά που εξελίσσεται αργά, με εξαιρετικά μοτίβα οπτικά, με λέξεις, με αδιόρατες κινήσεις, με ήχο. Η δουλειά αυτή αντιστέκεται στην εύκολη ερμηνεία και, κυρίως, δεν αφήνεται σε γνωστές συνταγές. Η Μαγκί Μαρέν άλλωστε πιστεύει ότι υπάρχει σήμερα μεγάλη σύγχυση ως προς το τι αποκαλούμε τέχνη και πολιτισμό, λόγω του καταναλωτισμού και από τις δύο πλευρές – και από αυτούς που φτιάχνουν τα έργα, και από αυτούς που τα κοιτούν. «Γιατί εκείνη η μαγική στιγμή, όπου το βλέμμα διαπερνά το έργο τέ-

χνης και δημιουργείται ένας σύνδεσμος με αυτό που το έργο τέχνης αντανακλά, έχει γίνει κουβάρι με κατηγορίες όπως η απόλαυση και η διασκέδαση. Το κοινό δεν δείχνει και ιδιαίτερη διάθεση να έρχεται αντιμέτωπο με πράγματα ωμά, που θέτουν ερωτήματα. Και επειδή η αποδοχή από το κοινό εξακολουθεί να είναι πολύ σημαντική, αυτό οδηγεί συχνά κάποιους καλλιτέχνες στο να δημιουργούν έργα που είναι εκ των προτέρων μια απάντηση στο ερώτημα, με στόχο να αρέσουν. Και κατά κάποιο τρόπο χάνεται έτσι το καλλιτεχνικό θάρρος, η τόλμη», μας εξήγησε στην προηγούμενη συνέντευξή της στην εφ. Οπωσδήποτε οι Nocturnes τολμούν να είναι διαφορετικές, και την ίδια ώρα εντυπωσιάζουν με τη δύναμη των ταμπλώ τους – αν και η ίδια ξεκαθαρίζει ότι φυσικά δεν έχει «ξεμπερδέψει» με το χορό, κι ότι θα επιστρέψει στην καθαρή χορογραφία στο επόμενο έργο της. Σε γαλλική εφημερίδα τονίζει ότι οι Nocturnes είναι ο δικός της τρόπος να αντισταθεί στο virtual και στη συνεχή επιτάχυνση. «Έχουμε πήξει από πληροφορίες και δεν έχουμε το χρόνο να αφοσιωθούμε πραγματικά σε κάτι. Ευτυχώς, η καλλιτεχνική δημιουργία επιτρέπει ακόμα να θέτεις σε αμφισβήτηση την τάξη των πραγμάτων, να αντιστέκεσαι σ’ έναν επιβεβλημένο καπιταλισμό που καταστρέφει και περιθωριοποιεί ολόκληρες μάζες ανθρώπων». Η ίδια πιστεύει ότι το μόνο «φάρμακο» είναι το να συνεχίσουμε να δουλεύουμε και να μένουμε σε εγρήγορση, έχοντας πάντα συναίσθηση του πού πατάμε. Η Μαγκί Μαρέν ξέρει καλά τη σημασία της δουλειάς, και το πώς η έλλειψή της οδηγεί τους ανθρώπους, ιδιαίτερα τους μετανάστες, στο περιθώριο. «Η εξορία υπήρξε μέρος της οικογενειακής μου ιστορίας. Είτε αυτή η εξορία είναι υποχρεωτική είτε την επιλέγεις επειδή η χώρα σου δεν σου προσφέρει αυτά που θες, η εξορία είναι μια ήττα. Καταλαβαίνω πολύ καλά το θυμό αυτών που τη βιώνουν». Γι’ αυτό και η ίδια ενσωματώνει στις Nocturnes νέους καλλιτέχνες από διαφορετικές χώρες. Αυτήν την εποχή συζητάει με το δήμο της Τουλούζ, της πόλης όπου μεγάλωσε, να της παραχωρηθεί χώρος για να δουλεύει, σε συνεργασία με άλλες ομάδες. Δεν θα μπορούσε να γυρίσει στην Τουλούζ αν δεν είχε τη δυνατότητα να δουλέψει, γιατί η ίδια θεωρεί ότι πατρίδα είναι το μέρος όπου μπορεί κανείς να εργαστεί, να δημιουργήσει. Τη σύλληψη και τη σκηνοθεσία του συγκεκριμένου έργου συνυπογράφει ο σύντροφός της Ντενί Μαριό, ο οποίος είναι συν-δημιουργός και άλλων έργων της. Με τον Μαριό γνωρίστηκαν το 1987 στην Όπερα της Λυών, όπου εκείνος εργαζόταν ως τεχνικός. Είναι αυτοδίδακτος μουσικός και συνήθως συνοδεύει τις δημιουργίες της Μαγκί Μαρέν με ήχο (αν και όχι στις Nocturnes, καθώς τον ήχο εδώ υπογράφει ο Αντουάν Γκαρί), ενώ συχνά δουλεύει με τους χορευτές ανεξάρτητα από τη Μαρέν, για να ενώσουν στοιχεία της δουλειάς τους σ’ ένα κοινό θέαμα. s

[13 Ιουνιου 2013] #33 ΦEΣTIBAΛ AΘHNΩN & EΠIΔAYPOY 37


H

Πέρσα Σταματοπούλου έχει μακρά θητεία στον ευρωπαϊκό χορό. Έχοντας θητεύσει πλάι σε σημαντικά ονόματα, από το 1991 έχει την ευθύνη για την Ομάδα Σύγχρονου Χορού που έχει το όνομά της, με την οποία έχει δώσει πολλές παραστάσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το Fight or Flight? η παράσταση που ανεβάζουν μαζί με τη Σταυρούλα Σιάμου, είναι ένας όρος που χρησιμοποιούν στη ψυχολογία για να περιγράψουν την κατάσταση ετοιμότητας ενός ανθρώπου όταν βρίσκεται σε δίλημμα και πρέπει να πάρει γρήγορες αποφάσεις. Να πολεμήσει ή να φύγει; «Με βάση αυτόν τον όρο», εξηγεί, «και απ’ το γεγονός ότι κι εμείς έχουμε αντιμετωπίσει πολλές φορές αυτό το δίλημμα, εξελίσσεται η παράσταση. Η συνεργασία με τη Σταυρούλα Σιάμου, που μας βρίσκει για πρώτη φορά μαζί πάνω στη σκηνή, αν και γνωριζόμαστε χρόνια, προέκυψε από το ερώτημα “τι μας κρατάει ακόμα εδώ;”, παρούσες, παρ’ όλες τις δυσκολίες. Ανιχνεύοντας τα όριά μας, τις προσδοκίες, τη μνήμη μας και μέσα από τις κοινές μας αναφορές στο χορό, την κοινή αισθητική, τη μητρότητα που βιώνουμε και οι δύο, την ηλικία μας, αλλά και τις διαφορές που έχουμε ως προσωπικότητες, θελήσαμε να προσεγγίσουμε την ιδέα με αρκετό χιούμορ και αυτοσαρκασμό».

Πώς οργανώνετε μια χορογραφία; Τα υλικά και οι ιδέες μπορεί να προκύψουν από οτιδήποτε∙ ένα άκουσμα, μια αίσθηση, μια υπόγεια επιθυμία που δεν βρίσκει τρόπο να εκδηλωθεί, η ίδια η καθημερινότητα, τα πιο ανεπαίσθητα, αλλά και τα πιο θορυβώδη βρίσκουν τον τρόπο και τον τόπο τους σε κάθε έργο. Η δημιουργία και η εξέλιξη της κίνησης είναι αποτέλεσμα παρατήρησης, αυτοσχεδιασμού και ανάγκης να εκφραστεί το σώμα όσο γίνεται λιγότερο περιγραφικά, με αμεσότητα και πολυεπίπεδα, σύμφωνα πάντα με τη δική μου αισθητική.

Τι σας έφερε στο χορό; Στο χορό έφτασα με πολύ απλά και συνοπτικά βήματα. Από πολύ νεαρή ηλικία υπήρξε και παραμένει το καταφύγιό μου.

Τι ρόλο παίζει ο αυτοσχεδιασμός στο έργο σας; Πολύ σημαντικό. Είναι η πρώτη ύλη, η αφετηρία για να μπορέσω να ξεκλειδώσω το σώμα, το συναίσθημα, την ιδέα και την εξέλιξη του έργου.

Ποιοι καλλιτέχνες επηρέασαν την πορεία σας; Οι πιο χαρακτηριστικοί στο χορό είναι η Πίνα Μπάους, η Άννα Τερέζα ντε Κεερσμάκερ, ο ζερόμ Μπελ...

Τι σας δίδαξε ο χορός; Αυτοπειθαρχία, παρατήρηση, απλότητα και σεβασμό στη συνύπαρξη. s

A

Πώς οργανώνετε μια χορογραφία; Δεν έχω συγκεκριμένη μέθοδο. Μάλλον πλέω στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. Υλικά και ιδέες άλλοτε προκύπτουν από εκατό ατελέσφορους αυτοσχεδιασμούς, και άλλοτε σε επισκέπτονται την ώρα που περιμένεις το μετρό.

πόφοιτος της Κρατικής Σχολής Ορχηστικής Τέχνης και με υποτροφία του Ιδρύματος Κούλας Πράτσικα, η Σταυρούλα Σιάμου συνέχισε τις σπουδές της στη Νέα Υόρκη. Βρίσκεται για πολλά χρόνια πίσω από πλήθος δημιουργικών ομάδων. Ως χορογράφος έχει συνεργαστεί συχνά με πολλούς ανθρώπους του θέατρου. Η παράσταση που συνυπογράφει με την Πέρσα Σταματοπούλου, κατά την άποψή της, περιγράφει έναν μηχανισμό όπου σε κρίσιμες για την επιβίωση συνθήκες το σώμα μπαίνει σε κατάσταση επιφυλακής και πρέπει να αποφασίσει αυτόματα αν θα μείνει και θα παλέψει ή θα τραπεί σε φυγή. «Στη δική μας περίπτωση», συμφωνεί με την προσέγγιση της συνεργάτιδός της, η παράσταση διερευνά γιατί «παραμένουμε στη μάχη, παρόλο που συχνά το να την εγκαταλείψουμε φαίνεται η πιο λογική απόφαση».

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά που φέρνουν έναν χορευτή κοντά στο κοινό του; Μαγεύεται ο θεατής; Δύσκολο να απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση, γιατί η αίσθηση της μαγείας είναι πολύ υποκειμενική για τον καθένα και συμπράττουν πολλοί και διαφορετικοί παράγοντες κάθε φορά. Προσωπικά μαγεύομαι δύσκολα, αλλά υπάρχουν στιγμές που η λιτότητα, η ακρίβεια και η ειλικρίνεια ενός χορευτή μπορούν να με συνεπάρουν.

Σταυρούλα Σιάμου Πέρσα Σταματοπούλου Fight or Flight? Η Σταυρούλα Σιάμου και η Πέρσα Σταματοπούλου προσέρχονται στη σκηνή με διαφορετικές κινητικές εμπειρίες για να διερευνήσουν τους περιορισμούς που θέτει το σώμα μέσα στο χρόνο. Ένα ντουέτοχρονολόγιο της παράλληλης χορευτικής τους πορείας, το οποίο επικεντρώνεται σε ζητήματα σωματικής μνήμης αλλά και στο χάρισμα της ωριμότητας. Πειραιώς 260, Κτίριο Ε 26-27 Ιουνίου, 21:00 Εισιτήρια: 15€ (κανονικό), 10€ (μειωμένο), 5€ (φοιτητικό, 65+, ανέργων, ΑΜΕΑ)

Τι χαρακτηριστικά πρέπει να έχει η μουσική για να σας εμπνεύσει; Παύσεις.

Ποια χαρακτηριστικά φέρνουν έναν χορευτή κοντά στο κοινό του; Μαγεύεται ο θεατής; Μακάρι να ’ξερα. Σίγουρα διαφέρει κατά περίπτωση, καθένας ασκεί διαφορετική γοητεία. Εγώ πάντως ονειρεύομαι μια κατάσταση ρευστότητας και διαφάνειας που να μπορεί να μεταλλαχθεί ακαριαία σε σκοτεινή πυκνότητα. Τι χαρακτηριστικά πρέπει να έχει η μουσική για να σας εμπνεύσει; Οποιαδήποτε μουσική ή ήχος μπορεί να είναι πηγή έμπνευσης, από τον Μπαχ μέχρι ένα γλυκανάλατο διαφημιστικό τραγουδάκι. Νομίζω έχει να κάνει με το πώς συνδυάζεις τους ήχους με τη σωματική κατάσταση που σ’ ενδιαφέρει.

Τι σας έφερε στο χορό; Όταν ήμουν μικρή, ήθελα κι εγώ να γίνω χορεύτρια. Μετά το ξέχασα για πολλά χρόνια, μέχρι που σχεδόν κατά τύχη έδωσα εξετάσεις και πέρασα στη Κρατική Σχολή Χορού, ενώ είχα ήδη περάσει στο πανεπιστήμιο. Έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα σε σπουδές ιστορίας και στο χορό. Δεν το σκέφτηκα και πολύ.

Τι ρόλο παίζει ο αυτοσχεδιασμός στο έργο σας; Στη διαδικασία παραγωγής του, πολύ μεγάλο∙ στην τελική μορφή του, μικρότερο.

Ποιοι καλλιτέχνες επηρέασαν την πορεία σας; Δύσκολη ερώτηση. Σίγουρα κάθε καλλιτέχνης με τον οποίο συνεργάστηκα με έχει μετακινήσει. Αν είναι όμως να αναφερθώ στους «μεγάλους», αυτούς δηλαδή που μου άλλαξαν την αντίληψη για το τι είναι χορός, τότε σίγουρα θα πρέπει να θυμηθώ την Πίνα Μπάους, την Τρίσα Μπράουν, τον Φόρσαϊθ, τον ζερόμ Μπελ και την Άννα Τερέζα ντε Κεερσμάκερ.

Τι σας δίδαξε ο χορός; Χμ... Πάρα πολλά. Το σώμα είναι ο πιο βαθύς επεξεργαστής του τι συμβαίνει μέσα μας και γύρω μας. Και είναι ανεξάντλητο. Αυτό που παρατηρώ τον τελευταίο καιρό, είναι το πώς η ποιότητα της προσοχής μεταβάλλει το σώμα. Το ίδιο ισχύει και στη ζωή. Η ποιότητα της προσοχής μας στα πράγματα, τα μεταβάλλει ριζικά. s

38 ΦEΣTIBAΛ AΘHNΩN & EΠIΔAYPOY #33 [13 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013]

info

ΠΡΩΤΑ ΤΟ ΣΩΜΑ Η Σταυρούλα Σιάμου (αριστερά) και η Πέρσα Σταματοπούλου.


Σταυρούλα Σιάμου –Πέρσα Σταματοπούλου

Η παράλληλη πορεία τους μέσα από διεθνή δραστηριότητα και κοινές επιρροές επιτρέπει στις δύο κυρίες του μοντέρνου χορού να αποδεχθούν την πρόκληση μιας «συνομιλίας» μεταξύ τους επί σκηνής. Τους ζητήσαμε να απαντήσουν σε ένα (περίπου) κοινό ερωτηματολόγιο για τη διαδρομή τους, τις εμπειρίες τους και τον καλλιτεχνικό τους τρόπο. Οι απαντήσεις τους είναι αποκύημα γνώσης, εμπειριών και αισθαντικότητας. Ακριβώς όπως η δουλειά τους. Από την Κατερίνα Κόμητα

© Βασίλης Μαθιυδάκης

«Τι ΜΑς κΡΑΤΑει «η ΠΟλλH ευΤυχiΑ ΑκΟΜΑ εδω;» ΤΡελΑiνει»


Ελεάνα Αλεξάνδρου

η ευθΡΑυςΤη κυΠΡΟς Πώς χορογραφείται η κατάρρευση της κυπριακής οικονομίας, το πολιτικό πρόβλημα στο νησί και η κοινωνική κρίση που το συνοδεύει; Από την Κατερίνα Κόμητα

info Ελεάνα Αλεξάνδρου Στη χώρα των θ_υμάτων Ένα σκηνικό στρωμένο με χαλί, μια πολυθρόνα, ραδιοφωνικά αποσπάσματα από ομιλίες πολιτικών, και φυσικά οι παρλάτες της Ελεάνας Αλεξάνδρου υπογραμμίζουν την ανάγκη μιας γενιάς να αμφισβητήσει την εξουσία. Ένα χοροθεατρικό δρώμενο για την ταυτότητα της Κύπρου. Πειραιώς 260, Κτίριο Ε 18 - 19 Ιουνίου, 23:00 Εισιτήρια: 15€ (κανονικό), 10€ (μειωμένο), 5€ (φοιτητικό, 65+, ανέργων, ΑΜΕΑ)

H

Ελεάνα Αλεξάνδρου σπούδασε χορογραφία. Από το 2004 δουλεύει επαγγελματικά ως performer και από το 2011 αρχίζει να υπογράφει χορογραφίες. Με την Αριάνα Μαρκουλίδου και την Εύα Κοραή ίδρυσε την ομάδα bytheway productions. Στην Πειραιώς 260 παρουσιάζει μια χορογραφία με αντικείμενο την Κύπρο – ένα άλλοτε success story που κατέρρευσε. Όπως υπονοεί και ο τίτλος της παράστασης, είναι ένα κομμάτι γι’αυτούς που μπορούν να γίνουν θαύματα, αλλά γίνονται θ_ύματα. Η παράσταση είναι καυστική, ειλικρινής και... καθόλου διακριτική! Έκανε πρεμιέρα

τον Φεβρουάριο, πριν τις προεδρικές εκλογές της Κύπρου, και ξαναπαρουσιάστηκε μια εβδομάδα μετά την εκλογή του νέου προέδρου Νίκου Αναστασιάδη. Η παρούσα κατάσταση της Κύπρου δεν θα λείπει από τις παραστάσεις στο Φεστιβάλ Αθηνών. Πώς όμως στήνει μια χορογραφία, από πού επηρεάζεται; «Ξεκινώ με μια μικρή έρευνα, συνήθως», απαντά. «Με τη Χώρα των θ_υμάτων, η έρευνα ήταν μεγαλύτερη. Πριν ξεκινήσουν οι πρόβες, μαζί με την Εύα Κοραή και την Έλενα Αγαθοκλέους –ιδρυτικό μέλος του Κέντρου Παραστατικών Τεχνών Μίτος– κάναμε συστηματική έρευνα. Πέσαμε με τα μούτρα στο διάβασμα, κυρίως

λογοτεχνία και θέατρο, συντάξαμε ερωτηματολόγια και συζητήσαμε τις απαντήσεις, και είδαμε συστηματικά ειδήσεις, ντοκουμέντα με διαγγέλματα ηγετών και πολιτικές συζητήσεις. Επίσης, μπήκαμε σε μια περίοδο πρακτικής έρευνας όπου κυρίως αυτοσχεδιάζαμε και παίζαμε διάφορα δημιουργικά παιχνίδια για να δούμε τι υλικό έβγαινε και πώς. Από αυτήν την περίοδο ξεκίνησαν να γεννιούνται ιδέες. Στοχεύω, πάντως, πράγματα που για μένα αποτελούν πρόκληση. Η επιλογή της μουσικής γι’ αυτήν δεν είναι αποτέλεσμα μιας γενικώς και αορίστως «έμπνευσης». Πιο πολύ είναι υπόθεση συστήματος και συνεργατών.

Αυτό στο οποίο ενδίδει πάντα, όμως, είναι ο αυτοσχεδιασμός. Συχνά, οι αυτοσχεδιαστικές επιλογές γίνονται επί το έργον, στη σκηνή. «Στη συγκεκριμένη παράσταση, μάλιστα», εξηγεί, «αν και χορογραφημένη, επειδή έχει αρκετή επικοινωνία με το κοινό, είμαι πάντα σε ετοιμότητα, προσπαθώ να παραμένω συνδεδεμένη με το κοινό και να διαβάζω την ατμόσφαιρα». Η Ελεάνα Αλεξάνδρου αισθάνεται καλά που ασχολήθηκε με το χορό. «Μου μαθαίνει το σώμα μου και, ταυτόχρονα, το ανθρώπινο σώμα γενικότερα», λέει. «Μου έμαθε επίσης την αφοσίωση, την ελευθερία, την πειθαρχία και την έκσταση». s


Λενιώ Κακλέα

ΟΤΑν ξεχΑςεις ΤΟ pin... Πες μου τι κάνεις όταν χάσεις τον κωδικό της κάρτας με την οποία παίρνεις χρήματα από το ΑΤΜ να σου πω ποιος είσαι. Η Λενιώ Κακλέα ξεκλειδώνει το Pin της δουλειάς της. Από την Κατερίνα Κόμητα

© Marc Dommage

H

28χρονη Λενιώ Κακλέα τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στο Παρίσι, όπου και σπούδασε. Άρχισε να σπουδάζει πολιτικές επιστήμες, αλλά την κέρδισε ο χορός. Έχοντας την τύχη να εργαστεί πλάι σε προσωπικότητες όπως ο Μπορίς Σαρμάτς και η Εμμανιέλ Ουίν, αυτό το διάστημα συνεργάζεται με την Αμερικανίδα χορογράφο Λουσίντα Τσάιλντς, για το ανέβασμα της όπερας Αλέξανδρος του Χαίντελ, που θα παρουσιαστεί από την Καμεράτα στο πλαίσιο του Φεστιβάλ. Παράλληλα, υπογράφει μια προσωπική, δική της χορογραφία, arranged by date. «Είναι μια δουλειά με θέμα τη σχέση μνήμης και χρέους», μας εξηγεί. «Αφετηρία της αφήγησης είναι ένα καθημερινό περιστατικό: ξεχνώ τον κωδικό της πιστωτικής μου κάρτας. Η πορεία αναζήτησης του κωδικού μου γίνεται η αφορμή σχολιασμού της σχέσης του χρήματος με την προσωπική αλλά και τη συλλογική μνήμη». Η χορογράφος εξηγεί ότι η προσωπική σχέση των ανθρώπων με το χρήμα είναι τμήμα του υποκειμενισμού μας. Το κομμάτι που παρουσιάζει δομείται με κείμενο, χορό και φωνητικά μέρη. Γιατί η Λενιώ Κακλέα προτίμησε την τέχνη αντί για την επιστήμη; «Η πρώτη επαφή μου με το χορό ξεκινά από πολύ μικρή», εξομολογείται. «Η μητέρα μου, Χάρις Ανταχοπούλου, χορογράφος και δασκάλα, δούλευε πολύ και περνούσα τον ελεύθερο χρόνο μου στη σχολή της, παίρνοντας μαθήματα με τμήματα ανεξαιρέτως ηλικίας για να είμαι μαζί της. Στα 10 με έστειλε να κάνω ακρόαση στην Κρατική Σχολή Ορχηστρικής Τέχνης κι εκεί ξεκίνησε μια άλλη σχέση με το χορό – η επαγγελματική». Είναι άραγε η μαγεία χαρακτηριστικό του σύγχρονου χορού; «Οι Ανατολίτες μαγεύουν», λέει η Λενιώ Κακλέα. «Οι Δυτικοί εντυπωσιάζουν. Αυτό που συχνά αποκαλούμε μαγεία, πλησιάζει την ιδέα της ύπνωσης: κάποιοι χορευτές μάς κοιμίζουν με τη συγκέντρωση και την καθαρότητά τους. Υπάρχουν κοινωνίες που εξιτάρονται με την αγοραπωλησία κι άλλες που επιθυμούν να την ξεχάσουν», προσθέτει. «Αλλά οι χορευτές που μαγεύουν είναι, νομίζω, στην κατηγορία εκείνων που ξεχνούν. Είναι απαραίτητο να ξεχάσουμε ότι αγοράζουμε για να μπορέσουμε να μαγευτούμε, διαφορετικά θα επρόκειτο περί πορνογραφίας». Δηλώνει επηρεασμένη από καλλιτέχνες και προσωπικότητες της σκέψης, από διαφορετικές εποχές και από διαφορετικές πνευματικές περιοχές. Από πρόσωπα του χορού όπως η Λουσίντα Τσάιλντς, αλλά κι από τη συγγραφέα Σούζαν Σόνταγκ, απ’ τον Ντυσάν και τη Σίντυ Σέρμαν, απ’ τον Τζον Κέιτζ και τον Γκοντάρ, απ’ τον Παζολίνι αλλά και τον Νίτσε και τον Γιουνγκ... Ελπίζοντας ότι έχει αφομοιώσει δημιουργικά τις επιρροές της, δηλώνει ότι ο χορός τής έμαθε πρωτίστως την υπομονή. «Ο χορός μού έμαθε να βρίσκω ενδιαφέρον στο χρόνο όταν περιμένω». s

info Λενιώ Κακλέα arranged by date Με αφορμή την απώλεια του κωδικού πρόσβασης στην κάρτα της, η Λενιώ Κακλέα συνθέτει ένα αινιγματικό σόλο. Στην προσπάθειά της να ανακαλέσει «αυτό που η μνήμη αποσιώπησε» συνθέτει επί σκηνής μια ιστορία που ισορροπεί μεταξύ φανταστικού και πραγματικού. Πειραιώς 260, Κτίριο Ε 12-13 Ιουνίου, 21:00 Εισιτήρια: 15€ (κανονικό), 10€ (μειωμένο), 5€ (φοιτητικό, 65+, ανέργων, ΑΜΕΑ)


© Χριστίνα Γεωργιάδου

Νατάσα Τριανταφύλλη

ΟςΑ ΜΟυ εΜΑθε

H AnΤιΓΟνη

Η Νατάσα Τριανταφύλλη έχει ήδη θητεύσει ως βοηθός σκηνοθέτη δίπλα στον Λευτέρη Βογιατζή, τον Γιάννη Χουβαρδά, αλλά και τον Μπομπ Ουίλσον. Φέτος κάνει το μεγάλο βήμα και αναλαμβάνει εξολοκλήρου τη σκηνοθετική επιμέλεια της Αντιγόνης του Σοφοκλή. Από την Έλια Αποστολοπούλου

H

παράσταση στήθηκε στο αίθριο του Μουσείου Μπενάκη, το οποίο λειτουργεί ως ορχήστρα. Το κτίριο του μουσείου έχει το ρόλο του παλατιού και οι θεατές είναι οι προσκεκλημένοι. Η Νατάσα Τριανταφύλλη φτιάχνει μια παράσταση που περιμένει τους θεατές, ανοιχτή, για να ολοκληρωθεί στην ψυχή καθενός ξεχωριστά. Μιλήσαμε μαζί της.

Εκκίνηση με την Αντιγόνη. Πώς προέκυψε αυτή η επιλογή; Δεν ήταν σκοπός αυτή η αφετηρία. Προέκυψε από τις σκέψεις, τους προβληματισμούς και τις προσωπικές αναζητήσεις. Αν και μοιάζουν αρχικά απροσπέλαστα, τα αρχαία κείμενα είναι ευτυχία για έναν καλλιτέχνη γιατί κρύβουν φοβερές δυνατότητες δημιουργίας. Αν καλωσορίσεις τις έννοιες και τους πνευματικούς τόπους που ανοίγονται και δεν μείνεις στον αρχικό τρόμο του μεγέθους και της απόστασης, μπορείς να βρεις έμπνευση και συσχετισμούς που κανένα άλλο σύγχρονο κείμενο δεν μπορεί να δωρίσει. Ένιωσα

ασφαλής να τοποθετήσω την αγωνία και τους φόβους μου για την πρώτη μου σκηνοθεσία σε ένα τέτοιο πνευματικό περιβάλλον άντλησης. Διάβασα ότι η παράσταση είναι ένας «προβληματισμός ανάμεσα στα όρια του ιδιωτικού και του δημόσιου». Τι σας γοητεύει σ’ αυτό το δίπολο; Με γοητεύουν οι αντιφάσεις: ο ίδιος άνθρωπος σκέφτεται διαφορετικά μόνος του στο δωμάτιο του και διαφορετικά παρουσία άλλων. Στην Αντιγόνη, παλεύει το ιδιωτικό με το δημόσιο, το ατομικό με το συλλογικό, το κοσμικό με το Θείο, όχι τόσο μεταξύ τους, αλλά για το αν τελικά ο άνθρωπος έχει ανάγκη τους διαχωρισμούς αυτούς. Τίθεται δηλαδή ένας προβληματισμός για τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος αποφάσισε να αποσπαστεί από τη φύση και να αυτοπροσδιοριστεί. Σήμερα, ο διαχωρισμός αυτός είναι που ουσιαστικά μας ταλαιπωρεί. Η Μόνικα έγραψε πρωτότυπη μουσική. Μιλήστε μας γι’ αυτή τη συνεργασία. Ξεκινήσαμε μία συζήτηση για την Αντιγόνη, το σχεδιασμό της και την ανάγκη

42 ΦEΣTIBAΛ AΘHNΩN & EΠIΔAYPOY #33 [13 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013]

να γράψει η ίδια τη μουσική. Είναι ιδιοφυής καλλιτέχνης και ενέπνευσε πολλές στιγμές στην παράσταση. Η μουσική της ενώνει με τρόπο μυστικό και παραμυθένιο στιγμές και ανθρώπους. Έχετε στο ενεργητικό σας συνεργασίες με τον Γιάννη Χουβαρδά, τον Λευτέρη Βογιατζή, αλλά και τον Μπομπ Ουίλσον. Νιώθω μεγάλη ευγνωμοσύνη που έβγαλα αυτή τη σχολή σκηνοθεσίας! Ο Λευτέρης Βογιατζής ήταν ένας ξεχωριστός καλλιτέχνης. Από τον Γιάννη Χουβαρδά έχω μάθει πολλά πράγματα, τον ευχαριστώ πολλές στιγμές μέσα μου και στις πρόβες, αλλά και στη ζωή μου. Κοιτάζοντας πίσω θυμάμαι τον εαυτό μου πιο θολό, πιο φοβισμένο, λιγότερο ταπεινό, θεατρικά πιο αφελή πριν τις συνεργασίες μας. Όσο για τον Μπόμπ Ουίλσον, το πιο σημαντικό πράγμα που κρατάω είναι ότι, μετά από τόσα χρόνια δουλειάς, επιτυχίας, ιδιοφυίας, έχει διατηρήσει για τον εαυτό του το δικαίωμα να μπορεί να συγκινείται από τα πιο απλά φαινομενικά πράγματα του κόσμου! Και ότι τη συγκίνηση αυτή μπο-

info Νατάσα Τριανταφύλλη Σοφοκλή, Αντιγόνη Μετά τον αμοιβαίο θάνατο των δύο αδελφών Ετεοκλή και Πολυνείκη, ο Κρέοντας δίνει εντολή να θαφτεί μόνο το σώμα του Ετεοκλή, ενώ αποφασίζει να αφήσει άθαφτο το νεκρό σώμα του Πολυνείκη. Απειλεί ότι όποιος παραβεί την εντολή του θα θανατωθεί με λιθοβολισμό. Η Αντιγόνη είναι αποφασισμένη να θάψει το σώμα του αδελφού της, παρακούοντας τις εντολές του βασιλιά. Ο Κρέοντας αποφασίζει να την κλείσει μέσα σε τάφο πέτρινο με τραγικές συνέπειες για τον ίδιο και την οικογένειά του. Παίζουν: Λένα Παπαληγούρα, Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Βίκυ Παπαδοπούλου, Χρήστος Σαπουντζής, Ορφέας Αυγουστίδης, Λυδία Φωτοπούλου Πρωτότυπη μουσική: Μόνικα Μουσείο Μπενάκη 1ος κύκλος 19-30 Ιουνίου (εκτός Δε - Τρ), 2ος κύκλος 3 – 7 Ιουλίου, 22:00 Εισιτήρια: 20€ (κανονικό), 15€ (μειωμένο), 10€ (φοιτητικό για περιορισμένο αριθμό θέσεων), 5€ (ανέργων για περιορισμένο αριθμό θέσεων, ΑΜΕΑ)

ρεί και την κάνει παιχνίδι στη σκηνή με όρους σαφείς και καθαρούς. Ποιους σκηνοθέτες θαυμάζετε; Θαυμάζω πολλούς καλλιτέχνες, και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Σχεδόν σε κάθε παράσταση θέλω να κρατήσω την αγωνία και τη φαντασία του δημιουργού. Τα τελευταία χρόνια προσπαθώ να κατανοήσω σε βάθος το έργο του Τόμας Οστερμάγερ και τον τρόπο που χειρίζεται τα κλασικά κείμενα. Με γοητεύουν πολύ ο Eϊμούντας Νεκρόσιους και ο Ερίκ Λακασκάντ. Έχω ακόμα στο μυαλό μου την πρώτη φορά που είδα τα Σονέτα του Μπομπ Ουίλσον. s

ΘEATPO


Η

© Χρόνης Γιαννόπουλος

αναπαλαίωση της μνήμης και του πατρικού σπιτιού θα κλείσει τον κύκλο της στις 18 παραστάσεις του Φεστιβάλ Αθηνών, όπου οι ηθοποιοί Ηλίας Κουνέλας, ζωή Τούντα και Κωνσταντίνος Καρβουνιάρης θα αφηγηθούν στο κοινό το οδοιπορικό της παράστασης Κήπος στάχτες, τις εμπειρίες τους, την περιπέτεια της σύνθεσης και τις ανάγκες που τη γέννησαν. «Όλα όσα τελείωσαν χωρίς ελπίδα πια», αλλά και όλα όσα έλθουν, δίνοντάς μας ίσως μία απάντηση στο ερώτημα: «Πού πάνε οι παραστάσεις όταν τελειώνουν;» «Προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε μία θεατρική εμπειρία που θα ασχολείται με την απώλεια». Έτσι ξεκινούσαν οι πρώτες σημειώσεις της παράστασης Κήπος στάχτες από το Βελούδινο άλμπουμ του 20ού αιώνα, που παίχτηκε πρώτη φορά υπό την αιγίδα του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, στο εγκαταλειμμένο Παλαιό Αρσάκειο της Πάτρας το χειμώνα του 2010 με καλλιτεχνικό διευθυντή τον Γιάννη Βόγλη. «Μετατρέψαμε μια παλιά αίθουσα του Αρσακείου –αργότερα μας είπε το κοινό πως ήταν το γραφείο των καθηγητών– σ’ ένα δωμάτιο του ’40. Η παράσταση που βασιζόταν στην αυτοβιογραφική τριλογία του Ντανίλο Κις Το οικογενειακό μας τσίρκο και αφηγούνταν το χρονικό μιας οικογένειας φυγάδων των Βαλκανίων –της οικογένειας του Ντανίλο Κίς– αποδεσμεύτηκε από το ΔΗΠΕΘΕ Πατρών και έπρεπε πάση θυσία στην εκδοχή της Αθήνας να φιλοξενηθεί σ’ ένα από τα πολλά εγκαταλειμμένα νεοκλασικά της. «Ξέραμε πως δυόμισι στα τρία νεοκλασικά της Αθήνας είναι εγκαταλειμμένα. Κάναμε μεγάλη υπομονή και ψάξαμε εννέα ολόκληρους μήνες μέχρι να βρεθεί το κατάλληλο σπίτι. Τελικά, το σπίτι βρέθηκε στην οδό Θυάμιδος 7 στον Κολωνό». Η πρώτη παράσταση δόθηκε στις 31 Μαρτίου 2012. Το σπίτι φιλοξενούσε 22 θεατές κάθε φορά. Η παράσταση δούλεψε με προαιρετική συνεισφορά και διαδόθηκε χωρίς καμία διαφήμιση από στόμα σε στόμα. Έλαβε τέλος στις 28 Απριλίου 2013. Ο τελευταίος κύκλος στο Φεστιβάλ Αθηνών αφορά και αυτούς που την είδαν, αλλά και αυτούς που δεν την είδαν. s

ηλίας Κουνέλας – Angelus novus-Θέατρο όρα

ΠΟυ ΠΑνε Οι ΠΑΡΑςΤΑςεις ΟΤΑν ΤελειωνΟυν; Πρωτοσκηνοθέτησε το έργο Κήπος στάχτες δύο χρόνια πριν. Φέτος, μαζί με τη Ζωή Τούντα και τον Κωνσταντίνο Καρβουνιάρη, «κάνουν κατάληψη» σε ένα παλιό αρχοντικό της Αθήνας. Πάντα υπάρχει μία ακόμα ευκαιρία για ένα έργο που αγαπήθηκε. Επιμέλεια: Μυρτώ Πολυμίλη

info Βασισμένος στην αυτοβιογραφική τριλογία Το οικογενειακό μας τσίρκο του Ντανίλο Κις, ο Ηλίας Κουνέλας αναδεικνύει τη σημασία του γενέθλιου τόπου στους χώρους ενός νεοκλασικού σπιτιού όπου αποκτά σκηνικό εύρος και βάθος, καταδεικνύοντας την αλήθεια της παιδικής ηλικίας. Οι τρεις ηθοποιοί αφηγούνται την εμπειρία της παράστασης Κήπος στάχτες. Παίζουν: ζωή Τούντα, Κωνσταντίνος Καρβουνιάρης, Ηλίας Κουνέλας

η ΑΛηΘΕΙΑ ΤΩΝ ΑΝΑΜΝηΣΕΩΝ Πάνω: Ο Κωνσταντίνος Καρβουνιάρης σε μια σκηνή από την παράσταση. Κάτω: Το εγκαταλειμμένο νεοκλασικό στον Κολωνό, που φιλοξενεί την incognito παράσταση Κήπος Στάχτης.

Κολωνός 23-28 & 30 Ιουνίου, 1-5 & 7-12 Ιουλίου, 20:00 Εισιτήρια: 5€

© Χριστίνα Μανωλάκου

Ηλίας Κουνέλας – Angelus novus-Θέατρο Όρα Η εμπειρία της παράστασης Κήπος στάχτες


© Νικόλας Χρυσός

Μάρκελλος Χρυσικόπουλος – Latinitas Nostra

η χΑΡΑ ΤΟυ ΜΠΑΡΟκΟςκυλΟυ Η αναζήτηση του «δικού μας» βιώματος μέσα από τον μουσικό δρόμο που συνδέει την Ανατολή με τη Δύση, και η συνάντηση της εμπειρίας του μπαρόκ μουσικού μ’ εκείνη του παραδοσιακού είναι το ζητούμενο αλλά και η πρόταση. Οι Latinitas nostra, συγκρότημα πρώιμης και μπαρόκ μουσικής, ανιχνεύουν, όπως υποδηλώνει και το όνομά τους, την «καθ’ ημάς Εσπερία», το στίγμα της παραδοσιακής μουσικής στο χώρο της δυτικής. Από την Αργυρώ Λύτρα

H

μουσική παράσταση Ένας Άγγλος ταξιδευτής στο Λεβάντε αποτελεί μια πολυεπίπεδη αφήγηση της επαφής της Δύσης με την Ανατολή μέσα από αποσπάσματα κειμένων τεσσάρων Άγγλων ταξιδευτών στα τέλη του 16ου και στη διάρκεια του 17ου αιώνα και τη συλλογή Lachrimae του κατεξοχήν συνθέτη της ελισαβετιανής μελαγχολίας, John Dowland. Η σύλληψη του έργου ανήκει στον τσεμπαλίστα Μάρκελλο Χρυσικόπουλο, καλλιτεχνικό διευθυντή των Latinitas nostra, και στον Ανδρέα Λινό, γκαμπίστα του μουσικού σχήματος. «Στην κοινότητα του Μουσικού Χωριού, στην οποία ανήκουμε όλοι οι συμμετέχοντες, έγινε η πρώτη επαφή μιας βιόλας da gamba με το ανατολίτικο ομόλογο όργανο, το γυαϊλί ταμπούρ, χάρη στον Ευγένιο Βούλγαρη και τη Γαλλίδα γκαμπίστα nima Ben David. Το πάντρεμα αυτό εξελίχθηκε σε μία ευρύτερη αναζήτηση, καταρχάς μουσικών ηχοχρωμάτων και στη συνέχεια αφηγήσεων, ταξιδιών, συγγενών στιγμών...», λέει ο Μάρκελλος Χρυσικόπουλος σχετικά με το πώς ξεκίνησε η ιδέα για τη δημιουργία της συγκεκριμένης παράστασης και σημειώνει: «Τα κείμενα, που αφηγείται ο Σπύρος Σακκάς, είναι αφορμή για ένα ταξίδι, με τον ίδιο τρόπο που είναι απλώς αφορμή τα λόγια σ’ ένα νανούρισμα. Ίσως ακόμη η λέξη “αφορμή” να μην είναι σωστή, καθώς υπονοεί κά-

ποιες αιτιακές σχέσεις. Ας πούμε πως η μόνη αληθινή πλοκή στην παράσταση θα είναι απόρροια της σύμπραξης επί σκηνής ενός μπαρόκ και ενός παραδοσιακού συνόλου μουσικής. Ό,τι άλλο προκύψει δεν είναι παρά ένας νόθος γιος». Στις συνθήκες που οδήγησαν στη σύλληψη της παράστασης αναφέρεται και ο Ανδρέας Λινός: «Υπάρχουν πολλά κοινά σημεία ανάμεσα στη βιόλα da gamba και τα παραδοσιακά έγχορδα, όπως η λίρα και το γυαϊλί ταμπούρ, και ως προς τον τεχνικό χειρισμό τους με το δοξάρι, τις δυνατότητές τους, τη φρασεολογία τους, τον τρόπο που διανθίζεται η μουσική με στολίδια, τον αυτοσχεδιασμό αλλά και την αίσθηση μελαγχολίας που αποπνέουν και αφορά και στο συγκεκριμένο έργο. Αυτό που μπορούμε να βρούμε ως κοινό τόπο και στην μπαρόκ και στην παραδοσιακή μουσική πράξη είναι η αναζήτηση του ‘καλοφτιαγμένου’». Ο ίδιος αναφέρει ότι κοινή αναζήτησή τους με τον Μάρκελλο Χρυσικόπουλο αποτελεί το μουσικό βίωμα μέσα από τον αρμονικό διάλογο ανάμεσα στις δύο κουλτούρες: «Ψάχνουμε την ουσία αυτής της συνεύρεσης. Προσωπικά, ψάχνοντας πράγματα στο δυτικό μπαρόκ, κατανόησα πράγματα για την ελληνικότητά μου». Καλλιτεχνικές αναζητήσεις σαν κι αυτές αποτελούν εξάλλου τους πνευματικούς γεννήτορες των Latinitas nostra (www.latinitasnostra.com) που συγκροτήθηκαν πριν από 7 χρόνια από νέ-

44 ΦEΣTIBAΛ AΘHNΩN & EΠIΔAYPOY #33 [13 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013]

ους καλλιτέχνες ειδικευμένους στην Παλαιά Μουσική. Αναφορικά δε με το ποιο είναι το κοινό τους και ποιο οι ίδιοι επιθυμούν να είναι, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του συγκροτήματος απαντά: «Το κοινό μας είναι οι μανιακοί της φιοριτούρας, τα μπαροκόσκυλα, οι φίλες των μαμάδων μας, οι τυχάρπαστοι των συναυλιών, οι εκκεντρικοί φιλόμουσοι, les honnêtes curieux... Μας αρέσει το κοινό να μας αφήνει να το παίρνουμε ερωτικά από το χέρι. Δεν μας αρέσει ούτε το κοινό που προηγείται ένα βήμα σαν περήφανος σκύλος, ούτε το κοινό που ζητάει να το πάρεις κλωτσηδόν...» s

info Latinitas nostra Ένας Άγγλος ταξιδευτής στο Λεβάντε O Μάρκελλος Χρυσικόπουλος και ο Ανδρέας Λινός αναζητούν τον μουσικό δρόμο που συνδέει την Ανατολή με τη Δύση. Παρουσιάζουν μια πολυεπίπεδη αφήγηση της επαφής της Δύσης με την Ανατολή μέσα από τα αποσπάσματα κειμένων τεσσάρων Άγγλων ταξιδευτών κατά το 16ο και 17ο αιώνα. Πειραιώς 260, Κτίριο Δ 23 Ιουνίου, 21:00 Εισιτήρια: 20€ (κανονικό), 15€ (μειωμένο), 10€ (φοιτητικό, 65+), 5€ (ανέργων, ΑΜΕΑ)

ΜΟΥΣΙΚη


ΜΠΑΡΟΚ ΟΜΠΑΜΑ «Το κοινό μας είναι οι μανιακοί της φιοριτούρας, τα μπαροκόσκυλα, οι φίλες των μαμάδων μας, οι τυχάρπαστοι των συναυλιών, οι εκκεντρικοί φιλόμουσοι, les honnêtes curieux...» λέει ο τσεμπαλίστας Μάρκελλος Χρυσικόπουλος.


JUICY LIU

Στον υπέροχο κόσμο του Eλληνικού Φεστιβάλ

Μια καλή μου φίλη μου πρότεινε να πάμε να δούμε τον Ιπτάμενο Ολλανδό. «Μα παίζει ακόμα ποδόσφαιρο ο Κρόιφ;» απόρησα. «Όχι, βρε ανόητη», με αποπήρε. «Είναι έργο του Βάγκνερ. Κατηγορείται βέβαια πως άφησε τη Νάταλι Γουντ να πνιγεί, αλλά έγραψε σπουδαία μουσική ο άτιμος!» Η έκπληξη της Λυρικής είναι από τα πιο ευχάριστα πράγματα που συνέβησαν αμέσως με την έναρξη του Φεστιβάλ Αθηνών – και είναι λόγος να πάψουμε να μεμψιμοιρούμε, να δούμε ότι τα περιθώρια για μια καλύτερη χώρα συνεχίζουν να υπάρχουν κι ότι είναι στο χέρι μας να τα δημιουργήσουμε. Ο Ιπτάμενος Ολλανδός, έπειτα από πολύ πολύ καιρό, ήταν η δημιουργική ευκαιρία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, και την εκμεταλλεύθηκε. Η προσέλευση στο Ηρώδειο, το θέαμα, το χειροκρότημα και η ομόθυμη επιβράβευση της προσπάθειας από την κριτική αποδεικνύουν ότι υπάρχει ακόμα ζωή κι ότι απλώς χρειάζεται να την ανακαλύπτουμε. Απ’ τα διάφορα που γράφτηκαν και ειπώθηκαν, επιτρέψτε μου, εμένα που είμαι δηκτική, και αν δαγκώσω τη γλώσσα μου θα τρέξει δηλητήριο, να αντιγράψω ένα στάτους από το facebook. Το έχει δημοσιεύσει διακεκριμένη δημοσιογράφος που υποκινείται πάντα από το πάθος της και δεν θα πω το όνομά της μόνο διότι δεν ξέρω αν θα συμφωνούσε. Ιδού τι έγραψε: «Να μη σκηνοθετήσει ξανά, παρακαλώ πολύ, ο Τζανάλα στη Λυρική. Ήρθε ο Γιάννης Κόκκος και τη μεταμόρφωσε από επαρχιακή σε ευρωπαϊκή. Ένα αριστούργημα ο Ιπτάμενος Ολλανδός. Να τσοντάρουμε όλοι από κατιτίς να φέρνει ο Μύρων Μιχαηλίδης καλύτερους σκηνοθέτες». Η παράσταση του Θεάτρου Πέρα, Ω Σμύρνη μου, όμορφή μου Izmir, από τις πρώτες φετινές φεστιβαλικές εμπειρίες, μπορεί να είχε πολλή νοσταλγία από την κοσμοπολίτικη Σμύρνη, την πριν την Καταστροφή, αλλά είχε και την πιο ενδιαφέρουσα και την πιο άσβεστη μνήμη της συνύπαρξης: τα τραγούδια, άλλα στα τουρκικά κι άλλα στα ελληνικά. Ήταν και η συγκυρία, η σύμπτωση της παράστασης με το ξέσπασμα των μεγάλων διαδηλώσεων της Κωνσταντινούπολης, που γρήγορα επεκτάθηκαν σε ολόκληρη την Τουρκία, με αίτημα περισσότερο δυτικό τρόπο ζωής, που βάρυνε αναγκαστικά πάνω στις ερμηνείες. Ένα θέαμα αναβίωσης, ξαφνικά, απέκτησε μια πολύ ζωντανή επικαιρότητα, αναθερμαίνοντας το αίτημα για ζωή μακριά από τους περιορισμούς των αυταρχικών ταυτοτήτων.

46 ΦEΣTIBAΛ AΘHNΩN & EΠIΔAYPOY #33 [13 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013]

ENAΣ ΠΑΛΙΟΣ ΓΝΩΡΙΜΟΣ Η δεξίωση στο Παλλάς, επ’ ευκαιρία της ελληνικής πρεμιέρας της ταινίας Πριν τα μεσάνυχτα, με τον Ίθαν Χοκ κεντρικό πρόσωπο, έφερε πολύ κόσμο στον ομφαλό του ελληνικού καλοκαιριού – ανάμεσά τους και τον Γιώργο Λούκο, παλιό γνωστό του και παλιό γνωστό μας, και τη συμπρωταγωνίστριά του Ξένια Καλογεροπούλου, που συγκαταλέγεται στα πρόσωπα του Ελληνικού Φεστιβάλ. Όπως ίσως θυμάστε, ο πρωταγωνιστής είχε παίξει το ρόλο του Αυτόλυκου στο σαιξπηρικό Χειμωνιάτικο παραμύθι, τον Αύγουστο του 2009, με το Bridge Project. Έκτοτε, η Ελλάδα μπήκε στους προορισμούς του. (Στη φωτογραφία, σκηνή από την ταινία, με τον Ίθαν Χοκ και τη Ζιλί Ντελπί, με φόντο το λιμανάκι της υπέροχης Καρδαμύλης, όπου έγιναν τα γυρίσματα.)

Το βράδυ της Δευτέρας, 10 Ιουνίου, στο Μέγαρο Μουσικής δεν έπεφτε καρφίτσα. Μιλούσε ο πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου για περισσότερη Ευρώπη – αλλά δεν είχαν πάει όλοι για να ακούσουν τον Ευρωπαίο πολιτικό. Εξίσου πολύς κόσμος είχε σπεύσει να ακούσει (ή και να ξανακούσει) την ορχήστρα musicAeterna, υπό τη διεύθυνση του Έλληνα αρχιμουσικού της, Θεόδωρου Κουρεντζή, με σολίστ τον διεθνούς φήμης πιανίστα Αλεξάντερ Μέλνικοφ. Ακούστηκαν δύο από τα δημοφιλέστερα και πιο εκρηκτικά έργα του 20ού αιώνα: το Κοντσέρτο για ορχήστρα του Μπέλα Μπάρτοκ και το Τρίτο κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα του Σεργκέι Προκόφιεφ. Είναι κι αυτά τμήμα της Ευρώπης που διεκδικούμε. Προβλήματα διοργανωτών. Πότε ακριβώς να προσδιορίσουν την έναρξη του θεάματος που υπογράφει ο Γιάννης Κακλέας, με το άγνωστο στην Ελλάδα κείμενο του Σάμιουελ Μπέκετ, Μερσιέ και Καμιέ; Θα διαρκέσει ένα ολόκληρο 24ωρο, όλο το Σάββατο 29 Ιουνίου. Αλλά πώς να το προσδιορίσουν στην ιστοσελίδα, αφού είναι να αρχίσει ακριβώς τα μεσάνυχτα; Έπειτα από αλλεπάλληλες διαβουλεύσεις, βρέθηκε η σολομώντεια λύση: στο πρόγραμμα γράφτηκε ώρα έναρξης η 23:59 της Παρασκευής 28/6. Κι από κει και πέρα, όποιος αντέξει. (Πάντως, επιτρέπεται να μπαίνεις, να βγαίνεις, να τρως και να κοιμάσαι μέσα στην αίθουσα, οπότε το πείραμα είναι ανοιχτό και προϋποθέτει την παρουσία του κοινού). Για να δούμε.

ΣΧΟΛΙΑ




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.