Alexi Pappas - Γενναία

Page 1


Eισαγωγή ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΓΕΝΝΑΙΟΙ Η πρώτη φορά που θυμάμαι τον εαυτό μου να τρέχει ήταν στην πρώτη δημοτικού, όταν ένα αγόρι στην τάξη μου κορόιδεψε την καλύτερή μου φίλη κι εγώ όχι μόνο το κυνήγησα, αλλά και το έπιασα και το κάρφωσα μ’ ένα μολύβι για να καταλάβει ότι δεν αστειευόμουν. Στο γυμνάσιο διοχέτευσα τις αθλητικές μου ικανότητες με πιο παραγωγικό τρόπο: Μπήκα στην ομάδα του στίβου. Κυνηγούσα πλέον οργανωμένα. Κάναμε αγώνες μία φορά την εβδομάδα στον χωμάτινο στίβο του κοντινού λυκείου, κι αυτό ήταν πολύ συναρπαστικό για δωδεκάχρονα σαν εμάς. Οι αγώνες ήταν μεικτοί, αγόρια και κορίτσια μαζί, και τους κέρδιζα όλους. Μου άρεσε το συναίσθημα της νίκης. Μ’ έκανε να νιώθω σημαντική. Και το μόνο που ήθελα πάντα στη ζωή μου ήταν να είμαι σημαντική. *** Γεννήθηκα στο Μπέρκλεϊ και μεγάλωσα σ’ ένα ήσυχο προά­ στιο έξω από το Σαν Φρανσίσκο, μαζί με τον καταπληκτικό πατέρα μου και τον μεγάλο μου αδελφό, που μ’ αγαπούσε πολύ. Όμως, παρά τα προνόμια και την ασφάλεια της ανατρο­ φής μου, τίποτα δεν μου εξασφάλιζε ένα λαμπρό μέλλον. Τα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής μου συνέπεσαν με τα τελευταία


18

ΑLEXI PAPPAS

της μαμάς μου. Λίγο καιρό αφότου ήρθα στον κόσμο η μαμά μου αρρώστησε τόσο πολύ, που έπρεπε να μπει σε ψυχιατρική κλινική. Απ’ ό,τι ξέρω, ήμουν η τελευταία σταγόνα που ξεχεί­ λισε το ποτήρι και την έκανε να ξεφύγει τελείως. Πάντα με θλίβει η αίσθηση ότι ήρθα την πιο ακατάλληλη στιγμή. Η διάγνωσή της ήταν διπολική διαταραχή και μανιοκα­ τάθλιψη, και, αφού εθίστηκε στα παυσίπονα που της είχαν γράψει αρχικά για κάποιους πόνους στη μέση λόγω επιπλο­ κών στην κύηση, απέκτησε και τάσεις αυτοκτονίας ‒ πρώτα ανεπιτυχείς, αλλά, τελικά, επιτυχείς. Όμως η μαμά μου είχε καταφέρει και άλλα πράγματα πολύ πριν καταφέρει να αυτο­ κτονήσει. Υπήρξε επιτυχημένη αθλήτρια και μια από τις πρώ­ τες γυναίκες συμβούλους λογισμικού στην εταιρεία της. Αυτό που καταλαβαίνω τώρα είναι ότι ένας επιτυχημένος άνθρωπος μπορεί να είναι επιτυχημένος σε οτιδήποτε, και στα καλά και στα άσχημα. Είναι κάτι που σου δίνει δύναμη, αλλά και σου σπαράζει την καρδιά. Η ζωή με τη μαμά μου τα πέντε πρώτα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας με ανάγκασε να μάθω να επιβιώνω με διαφορετικό τρόπο. Πήρα μια ιδέα για το πόσο ακραία μπορεί να γίνει η ζωή. Όπως κάθε παιδί, αυτό που ζητούσα περισσότερο από καθετί στον κόσμο ήταν προσοχή. Όταν όμως είσαι νήπιο και αυτός που παθαίνει κρίσεις στο σπίτι είναι η μαμά σου κι όχι εσύ, η προσοχή γίνεται είδος εν ανεπαρκεία. Ήταν εύκολο να νιώθω πως δεν ήμουν καθόλου σημαντική. Όταν έβλεπα τον πατέρα μου και ένα σωρό γιατρούς να μαζεύονται πάντα γύρω από τη μαμά μου και να προσέχουν εκείνη, το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί το τετράχρονο μυαλό μου ήταν: «Γιατί δεν προσέχουν εμένα έτσι;». Όχι ότι ο μπαμπάς μου δεν ήθελε να μου αφιερώσει όλη την προσοχή του κόσμου, κάθε άλλο ‒ απλώς δεν μπορούσε. Όλες οι πρώ­


ΓΕΝΝΑΙΑ

19

τες αναμνήσεις μου, ακόμα και οι ευχάριστες, έχουν σημαδευ­ τεί από το συναίσθημα ότι ήμουν ό,τι λιγότερο ενδιαφέρον υπήρχε στον χώρο όπου βρισκόμουν. Αυτό το πράγμα, το να είμαι σημαντική, ήταν σαν μου έβγαζε τη γλώσσα, αφού μου φαινόταν πως δεν ήταν για μένα. Θυμάμαι πόσο απεγνωσμένα ήθελα να κάνω οτιδήποτε χρεια­ ζόταν για να κερδίσω την προσοχή που λαχταρούσα. Κι έτσι αποφάσισα ότι έπρεπε να γίνομαι ό,τι πιο ενδιαφέρον υπήρχε στον χώρο όπου βρισκόμουν. Αποφάσισα ότι ακόμα κι αν δεν ήμουν αρκετά σημαντική για τη μητέρα μου ώστε να επιλέξει να μείνει μαζί μου, θα γινόμουν σημαντική για όλους τους άλ­ λους. Θα γινόμουν μεγάλη και τρανή. Μετέφραζα τις εσωτε­ ρικές επιθυμίες μου σε εξωτερική προσπάθεια. Με τον καιρό έμαθα πόσο επώδυνο και ανυπόστατο είναι να σου δίνει το τραύμα σου τέτοιου είδους κίνητρα. Κι όμως, είναι η αιτία που βρίσκομαι εδώ που βρίσκομαι. *** Στα πρώτα μου χρόνια στο γυμνάσιο το αν θα νικούσα σε μια κούρσα ή όχι εξαρτιόταν καθαρά από το πόσο πολύ μπορούσα να πιέσω τον εαυτό μου. Ήταν ένας αγώνας ανάμεσα σε εμένα και στην αντοχή μου στον πόνο. Γι’ αυτό μου αρέσει τόσο πολύ να τρέχω. Γιατί είναι ένας τρόπος να πιέζομαι και να εξερευνώ τα απώτατα όρια του εαυτού μου, πνευματικά και σωματικά, με τρόπο ουσιαστικά καλό για μένα. Αυτή η βασική αρχή ίσχυε σε όλη μου την καριέρα ως δρομέα, από τον καιρό που ήμουν απλώς ένα κορίτσι με φυσικό ταλέντο ή η χειρότερη στην κο­ λεγιακή ομάδα μου μέχρι το σημείο όπου αγωνίστηκα στους Ολυμπιακούς. Η ίδια δυναμική έχει εφαρμογή και σε όλες μου τις δημιουργικές επιδιώξεις: Πόσο πόνο, πόση αβεβαιότητα,


20

ΑLEXI PAPPAS

πόση ταλαιπωρία έχω τη γενναιότητα να αντέξω πριν τα πα­ ρατήσω; Η γενναιότητα είναι ο καλύτερος τρόπος να επιβι­ ώνεις, και για μένα η επιβίωση ήταν πάντα κυρίαρχο ζήτημα. Όταν πέρασαν τα χρόνια κι έγινα μια βραβευμένη αθλή­ τρια που αργότερα πήρε μέρος και σε Ολυμπιακούς Αγώνες (με κάποια σημαντικά σκαμπανεβάσματα στην πορεία), άρχι­ σα να αποκτώ λίγους αλλά πιστούς θαυμαστές στα πρόσωπα νεαρών αθλητών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όσο μικρό κι αν ήταν το κοινό μου στην αρχή, ήξερα πολύ καλά ότι το να είσαι πρότυπο είναι τιμή αλλά και ευθύνη. Όσο μεγάλωνα αναζητούσα ανενδοίαστα γυναίκες-πρότυπα, τις παρακολου­ θούσα με ορθάνοιχτα μάτια και στηριζόμουν πολύ σ’ αυτές. Τα καλύτερα εργαλεία είναι αυτά που έχεις μαζί σου κι όχι αυτά που δεν έχεις, και ως κόρη χωρίς μητέρα καθιστούσα πά­ ντα σαφή την επιθυμία μου να έχω κάποια να με καθοδηγεί. Είδωλό μου ήταν η Μία Χαμ* και έστελνα γράμματα ως φαν στις Spice Girls, ενώ οι κοπέλες της ποδοσφαιρικής ομάδας του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια που έδρευε στο Μπέρκλεϊ ήταν για μένα κάτι σαν θεές. Θαύμαζα τις μητέρες των φιλε­ νάδων μου, τις καθηγήτριές μου στο κολέγιο κι έπειτα, όταν ξεκίνησα την καριέρα μου ως δρομέας και δημιουργός ταινιών, θαύμαζα τις αθλήτριες που πήγαιναν στους Ολυμπιακούς και τις καλλιτέχνιδες. Ήξερα πως θα υπήρχαν παιδιά που, πάνω κάτω όπως το κοριτσάκι που υπήρξα κάποτε, θα καταβρόχθιζαν κάθε λέξη απ’ ό,τι αναρτούσα και θα έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να το μιμηθούν. Δεν ήθελα να προσπαθούν να κά­ νουν κι αυτά την προπόνηση που έκανα εγώ, η οποία περι­ * Αμερικανίδα παλαίμαχη ποδοσφαιρίστρια, από τις σπουδαιότερες της γενιάς της. Ως «πο­ δόσφαιρο» σε αυτό το βιβλίο εννοείται το γνωστό σε όλους και όχι το αμερικανικό, το οποίο αναφέρεται ως «φούτμπολ». (Σ.τ.Μ.)


ΓΕΝΝΑΙΑ

21

λάμβανε πάνω από εκατόν πενήντα χιλιόμετρα τρέξιμο την εβδομάδα ‒ ήθελα να τους δώσω κάτι που θα μπορούσαν με υγιή τρόπο να υιοθετήσουν ως δικό τους. Έτσι, αντί να αναρτώ προγράμματα γυμναστικής, αναρτούσα ποιήματα. Τα ποιήματα ήταν παιχνιδιάρικες, χαζούλικες σκέψεις, κά­ ποιες φορές με τη ματιά μιας δρομέα, ωστόσο εξίσου συχνά με τη ματιά δύο ερωτευμένων παπουτσιών ή μιας διαδρομής που της λείπει η δρομέας της όταν έχει φύγει. Μια βραδιά, πριν από μια ιδιαίτερα δύσκολη προπόνηση, πληκτρολόγησα αυτό το ποίημα: να τρέχεις σαν γενναία και να κοιμάσαι σαν μωράκι να σε παθιάζουν τα όνειρά σου αντί «δεν γίνεται» να λες «φαντάσου» Ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποίησα τη λέξη γενναία, και ήρθε κι έδεσε. Έγινε όνομα για ένα μίνι κίνημα και ταυ­ τότητα για όσους είναι πρόθυμοι να παλέψουν για τα όνειρά τους, όσο φόβο και τρόμο κι αν τους προκαλεί αυτό. Τιμά την επιλογή να κυνηγάς έναν στόχο και φτάνει στο σημείο να απο­ λαμβάνει τον πόνο που συνοδεύει την προσπάθεια. Υπάρχει σ’ αυτό μια ευγένεια ‒ είναι αιτία χαράς και γιορτής. Μεγαλώνοντας κυνηγούσα συγκεκριμένες ταμπέλες: δυ­ νατή, σκληρή, γρήγορη, διασκεδαστική, όμορφη. Όμως όλες αυτές οι ταμπέλες ήταν εξωστρεφείς: περιέγραφαν την ενέρ­ γεια που απευθύνεις στον έξω κόσμο. Το να είσαι Γενναία είναι διαφορετικό. Είναι εσωστρεφές, αφού είναι μια επιλογή που κάνεις για τη σχέση σου με τον εαυτό σου. Όλοι έχουμε όνει­ ρα που προσπαθούμε να τα πραγματοποιήσουμε, άσχετα από το πόσο μικρά ή μεγάλα είναι, και όλοι μπορούμε να αποφα­


22

ΑLEXI PAPPAS

σίσουμε να φανούμε αρκετά γενναίοι ώστε να δώσουμε στον εαυτό μας μια ευκαιρία. Νομίζω πως γι’ αυτό η συγκεκριμένη λέξη είχε απήχηση σε τόσο κόσμο: οποιοσδήποτε μπορεί να γί­ νει Γενναίος, και οι συνειρμοί για το τι ακριβώς σημαίνει αυτό είναι ατελείωτοι. Είναι ένας διακόπτης που τον γυρίζεις μέσα στο μυαλό σου. *** Γράφοντας ένα βιβλίο με θέμα την προσπάθεια να πραγματο­ ποιήσεις τα όνειρά σου προσπαθώ κι εγώ η ίδια να πραγμα­ τοποιήσω ένα από τα δικά μου όνειρα: να γράψω κάτι που να ξέρω ότι θα είναι σημαντικό, τόσο για σας όσο και για μένα. Η επιδίωξη ενός ονείρου είναι μια ατέρμονη διαπραγμάτευση, υπό την έννοια ότι πρέπει διαρκώς να αναζητάς την πορεία σου, να στρίβεις, να προσαρμόζεσαι και να επιμένεις. Είναι μια διαδικασία που εξελίσσεται αδιάκοπα και ποτέ με τη μορφή ευθείας γραμμής. Ωρίμασα σε μεγάλο βαθμό χάρη στους μέντορές μου, που, εν γνώσει τους ή μη, με άφησαν να μάθω απ’ αυτούς. Τώρα ήρθε η δική μου σειρά. Για να είμαι αληθινά σημαντική για όσους θαυμάζουν πλέον εμένα πρέπει να μοιραστώ μαζί τους ολόκληρη την ιστορία μου. Πρέπει να κρατήσω έναν μεγεθυ­ ντικό φακό πάνω από τις στιγμές της ζωής μου που μ’ έκαναν να μεγαλώσω και να γίνω αυτή που είμαι. Αυτό το βιβλίο μιλάει για πράγματα γοητευτικά, όπως το ότι πήγα στους Ολυμπιακούς και γύρισα ταινίες, αλλά και δύ­ σκολα, όπως η αυτοκτονία, η κατάθλιψη και η εφηβεία. Για κάθε όμορφη στιγμή νίκης σ’ αυτό το βιβλίο υπάρχουν και στιγμές στενόχωρες και εξευτελιστικές. Είμαι το άθροισμα όλων αυτών. Θέλω να σας δείξω ολόκληρη την εικόνα, τον


ΓΕΝΝΑΙΑ

23

κακό πόνο και τον καλό πόνο. Αυτό το βιβλίο μιλάει για αίμα και για δόξα. Αυτό το βιβλίο λέει πώς φτιάχνεις μια ζωή, όχι μόνο πώς ζεις μια ζωή. Εδώ θα μεγαλώσουμε μαζί. Μια ζωή δεν γίνεται να αντιγραφεί ‒ ούτε και χρειάζεται. Ωστόσο, αφηγούμενη την ως τώρα ζωή μου μπορώ να σας δεί­ ξω τι σημαίνει για μένα να είσαι Γενναίος. Και τότε μπορείτε κι εσείς με τη σειρά σας να αποφασίσετε τι σημαίνει για σας να είστε Γενναίοι.


ευτυχώς που δεν πέτυχα ακόμα όλους μου τους στόχους γιατί αλλιώς τι θα έκανα αύριο;


ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ Είχα τη συνήθεια να ταΐζω τις πάπιες που ζούσαν στη λιμνού­ λα πίσω από το σπίτι μας. Ο μπαμπάς μου ερχόταν πού και πού μαζί μου, αλλά τις πιο πολλές φορές πήγαινα μόνη μου ‒ η λιμνούλα γειτόνευε με την πίσω αυλή μας και ήταν εύκολο να το σκάω χωρίς να με παίρνουν είδηση. Η μέρα που προτιμούσα να ταΐζω τις πάπιες ήταν το Σάββατο, όταν υπήρχαν πλήθος μαμάδες και κόρες. Είμαι βέβαιη ότι υπήρχαν κι άλλοι, όμως εμένα με ενδιέφεραν περισσότερο οι μαμάδες και οι κόρες. Οι μαμάδες ήταν για μένα σαν εξωγήινες, άγνωστα πλά­ σματα που μπορούσα να τα βλέπω μόνο έξω από το σπίτι μου. Τις παρακολουθούσα από το παρατηρητήριό μου, πάνω σ’ έναν σωρό από πριονίδι, καθώς περπατούσαν στον ποδηλα­ τόδρομο κατά μήκος της όχθης της λίμνης. Η εμμονική παρα­ κολούθηση αυτών των γυναικών ήταν ένας ψυχαναγκασμός ακόμα μεγαλύτερος κι από το κόλλημα με τα κινούμενα σχέ­ δια τα πρωινά του Σαββάτου. Οι μαμάδες περπατούσαν πάντα με μια σακούλα μπαγιά­ τικο ψωμί στο ένα χέρι και το χεράκι της κόρης τους στο άλλο. Ήθελα τόσο απεγνωσμένα να βιώσω την αίσθηση να μου κρα­ τάει το χέρι μια γυναίκα που περπατούσε μισό βήμα μπροστά μου. Όπου κι αν πήγαινε, θα πηγαίναμε μαζί. Τα δίδυμα μαμάς-κόρης ανακατεύονται στο μυαλό μου και δημιουργούν την ίδια εικόνα: η κόρη να κοιτάει τη μαμά κα­


26

ΑLEXI PAPPAS

θώς εκείνη έκοβε κομμάτια από το μπαγιάτικο ψωμί για να τα ρίξει η κόρη στο νερό, λες και το παιδί δεν μπορούσε να κόψει μόνο του το ψωμί. Αν οι πάπιες έρχονταν πολύ κοντά, η μαμά έμπαινε στη μέση, σαν ασπίδα προστασίας ανάμεσα στο πο­ λύτιμο βλαστάρι της και στο επιτιθέμενο τσούρμο που έκρωζε. Έδιωχνε τις πάπιες που τρόμαζαν την κορούλα της και μετά γονάτιζε, την κοίταζε καλά καλά, τα δυο τους πρόσωπα σαν αποκομμένα από τον υπόλοιπο κόσμο, και της έλεγε πως όλα ήταν μια χαρά. Σκούπιζε τα δάκρυα από τα μάγουλα της κόρης της και τα ροκανίδια από τους αστραγάλους της, σαν να ήθελε να την κάνει πάλι όπως ήταν πριν. Δεν έμοιαζε καν κάτι ιδιαί­ τερο το να παρηγορεί η μητέρα την κόρη της ‒ ήταν εξίσου φυ­ σικό και αθώο με την αναπνοή. Εκείνες τις στιγμές ήθελα τόσο πολύ να μπω στην ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν, να νιώσω τον ζεστό αέρα μέσα της. Ένιωθα ζήλια, αλλά και περιέργεια. Δεν κατάφερνα να στρέψω το βλέμμα μου αλλού, όπως όταν είσαι μικρή και είσαι αναγκασμένη να κοιτάς τον αδελφό σου να ανοίγει τα δώρα του στα γενέθλιά του. Μου άρεσε να βλέπω τις μαμάδες να μιλάνε σε άλλες μα­ μάδες, μεταφράζοντας μάλιστα κάθε φορά που το παιδί τους ήθελε να προσθέσει κάτι στη συζήτηση, πάντα με τόση κατα­ νόηση η μια για την άλλη, να κουνάνε το κεφάλι, να χαμογε­ λάνε, να γελάνε. Σκεφτόμουν ότι η δική μου μαμά μάλλον δεν καταλάβαινε ότι θα μπορούσε να πάει στο πάρκο για να βρει άλλους ανθρώπους και να τους μιλήσει. Μου άρεσε που οι μαμάδες άκουγαν τους υπερβολικά περι­ γραφικούς μονολόγους των παιδιών τους λες και μοιράζονταν μαζί τους κάποιες βαρυσήμαντες πληροφορίες, πριν η μαμά τελικά αποφασίσει διακριτικά αν χρειαζόταν να προσθέσει κάτι από τη δική της σοφία. Ένας από τους πιο συνηθισμέ­ νους διαλόγους ήταν όταν το παιδί έλεγε στη μαμά του ότι


ΓΕΝΝΑΙΑ

27

πεινούσε, αλλά μόλις η μαμά τού πρόσφερε υγιεινά σνακ όπως μια φέτα μήλο ή λίγο σέλινο, το παιδί έλεγε ΟΧΙ σε όλες αυτές τις επιλογές και η μαμά απαντούσε: «Άρα τελικά μάλλον δεν πεινάς και τόσο πολύ!». Ακολουθούσε διαπραγμάτευση, και παιδί και μαμά έφταναν σε συμφωνία για τα ποσοστά μήλου και ζαχαρωτών που θα επιτρεπόταν να φάει το παιδί. Εγώ δεν διαπραγματευόμουν ποτέ για τίποτα με τον μπαμπά μου και δεν είχα ιδέα πώς αυτά τα παιδιά μπορούσαν να διαπραγμα­ τεύονται με τις μητέρες τους ‒ τι είδους διαπραγματευτική δύναμη μπορούσε να έχει ένα παιδί; Αν ήμουν στη θέση τους, με μεγάλη χαρά θα έτρωγα εκείνες τις φέτες από το μήλο, που ήταν μάλιστα και καθαρισμένες από τα κουκούτσια! Κάθε κοριτσάκι παρακολουθεί και σέβεται τις μεγαλύτερες γυναίκες γύρω του. Υπάρχει μέσα του μια έμφυτη επιθυμία να τις θαυμάζει και να θέλει να γίνει σαν αυτές. Το ξέρω, γιατί μαζί με την ξαδέλφη μου κατασκοπεύαμε τη θεία μου όταν ετοιμαζόταν να βγει το βράδυ για φαγητό και μιμούμασταν τα δάχτυλά της καθώς κούμπωνε το σουτιέν της. Τα κοριτσάκια παραφυλάνε όταν η μαμά τους μιλάει στο τηλέφωνο με τις φί­ λες της, ρουφώντας τα κουτσομπολιά που σχεδόν σίγουρα θα παρερμηνεύσουν και θα παπαγαλίσουν στις δικές τους φίλες. Τα κοριτσάκια στέκονται πολύ κοντά στη μαμά τους και την παρακολουθούν στις τουαλέτες του αεροδρομίου. Κοιτάζουν προσεκτικά τη μαμά τους όταν τα σκουπίζει. Κι αυτά είναι βλέμματα βαθιάς ανάγκης, σαν οι μητέρες τους να τα κάνουν πάντα όλα να είναι μια χαρά. Φαντάζομαι όλα τα κοριτσάκια σαν πατάτες, σαν ωμούς βολβούς με θαυμαστές δυνατότητες που περιμένουν απλώς να τους πλάσει η μαμά-σεφ τους. Είτε η μαμά σου σε κάνει με αγάπη πατάτες Χάσελμπακ, είτε σε πετάξει στον φούρνο μικροκυμάτων, είτε είναι εντελώς απούσα, θα σε επηρεάσει. Η


28

ΑLEXI PAPPAS

δική μου μητέρα έδωσε τέλος στη ζωή της πριν προλάβει να με κάνει οτιδήποτε. Ήμουν τεσσάρων ετών, σχεδόν πέντε. Η πιο σημαντική κληρονομιά που μου άφησε ήταν η αυτοκτονία της. Προσπαθώ να φανταστώ πώς είναι να σε πλένουν, να σε στεγνώνουν, να σε ξεφλουδίζουν, να σε στριφογυρίζουν κάτω από το ζεστό νερό κι έπειτα να σε σπρώχνουν μαλακά μέσα σ’ έναν φούρνο και να σου ρίχνουν πού και πού λίγο νερό. Αλλά είναι εντελώς διαφορετικό να μη σ’ αγγίζουν καν ποτέ, να σ’ αφήνουν μόνη στο ντουλάπι να πετάς φύτρες και να τα βγάζεις πέρα μόνη σου. Πριν πεθάνει, η μητέρα μου μπαινόβγαινε στη ζωή μου σαν τον φασουλή στο κουτί με το ελατήριο. Στα τέσσερά μου ήξερα ότι ήταν άρρωστη, απλώς δεν πολυκαταλάβαινα τι σήμαινε αυτό. Σ’ αυτή την ηλικία άρρωστος σημαίνει να φτερνίζεσαι ή ίσως να παθαίνεις καμιά μόλυνση στο αυτί. Ήταν εύκολο να εντοπίζεις τα συμπτώματα και γινόσουν καλά αν έπαιρνες κάποιο γλυκό και γλοιώδες φάρμακο με κοκκινωπό χρώμα. Όμως τίποτε απ’ αυτά δεν ίσχυε για την ψυχική ασθένεια της μητέρας μου. Η κατάθλιψη είναι μια αόρατη αρρώστια. Τότε οι περισσότεροι άνθρωποι δεν καταλάβαιναν ότι η κατάθλιψη είναι μια ασθένεια σαν οποιαδήποτε άλλη. Η κατάθλιψη είναι κάτι που έχεις, όχι κάτι που είσαι. Το στίγμα της κατάθλιψης ξεκινάει από τον τρόπο που μιλάμε γι’ αυτή και τις ταμπέλες που της βάζουμε. Αυτά, όμως, δεν τα καταλάβαινα όταν ήμουν παιδί. Περίμενα να ακούσω τη μαμά να φτερνίζεται και την άκουγα μόνο να ουρλιάζει. Τη μητέρα μου έπρεπε να τη φυλάνε σ’ ένα ειδικό μέρος, κλειδωμένη, για να την προστατεύσουν από τον εαυτό της. Ακόμα κι εκεί, όμως, δεν ήταν απόλυτα ασφαλής. Σύμφωνα με τις εκθέσεις των γιατρών της, κάποτε έβαλε φωτιά στο δω­ μάτιό της και στον εαυτό της. Την πήραν είδηση οι νοσοκόμες


ΓΕΝΝΑΙΑ

29

κι έτσι δεν πέθανε εκείνη τη μέρα. Τι πρέπει να νιώθεις μέσα σου για να βάλεις φωτιά στο κορμί σου; Μήπως νιώθεις να καί­ γεσαι εσωτερικά και πρέπει να βγάλεις τη φωτιά έξω ή μήπως δεν νιώθεις μέσα σου τίποτα και ίσως το να βάλεις φωτιά στο κρεβάτι σου στο νοσοκομείο και να ξαπλώσεις πάνω του είναι ο μόνος τρόπος για να νιώσεις κάτι; Με πήγαιναν να τη δω με τον τρόπο που γίνονται τα επισκεπτήρια στις φυλακές, σε συγκεκριμένες ώρες και έπειτα από εξονυχιστικό έλεγχο, αλλά δεν θυμάμαι τίποτε άλλο εκτός από ψυχρούς άσπρους τοίχους και λάμπες φθορισμού. Η μητέρα μου ήταν για μένα ένα βαθύ μυστήριο. Νοερά την έβλεπα πανύψηλη, πράγμα πολύ αστείο γιατί αργότερα έμαθα ότι δεν ήταν ούτε ένα πενήντα. Εγώ τώρα είμαι πολύ πιο ψηλή από εκείνη, αλλά ακόμα κι έτσι σ’ όλα τα σενάρια που πλάθω με τη φαντασία μου και τα οποία θέλουν να τη συναντώ ξανά είναι ακόμα, άγνωστο πώς, ψηλότερη από μένα. Συνήθως φορούσε νάιλον αθλητικά φούτερ που θρόιζαν με ασορτί παντελόνια και μπουφάν. Δεν μπορώ να τη θυμηθώ να φοράει ποτέ τίποτε άλλο εκτός από εκείνες τις φόρμες. Κάθε φορά που φοράω ασορτί φόρμες σήμερα είναι σαν να της γνέφω στα κρυφά. Κατά καιρούς επέτρεπαν στη μητέρα μου να έρθει στο σπίτι. Ήταν κάτι που όλοι στην οικογένειά μου το περιμέναμε πώς και πώς. Σήμαινε ότι είχε σημειώσει αρκετή πρόοδο στις σχέσεις της με τους άλλους ώστε να πάρει εξιτήριο από το άσυλο. Ακόμα και ως νήπιο καταλάβαινα ότι ήταν κάτι πολύ σημαντικό, όπως όταν ένας μπαμπάς αγοράζει για κάθε μέ­ λος της οικογένειάς του από έναν φρέσκο αστακό. Σπουδαίο γεγονός! Όταν όμως η μητέρα μου ερχόταν στο σπίτι, ποτέ δεν έδειχνε να ανήκει εκεί. Θυμάμαι πως ήξερα ότι μαμά και κόρη θεωρητικά πρέπει να νιώθουν κοντά και άνετα η μια με την άλλη, αλλά με τη μητέρα μου ποτέ δεν το κατάφερα αυτό.


30

ΑLEXI PAPPAS

Δεν με θυμάμαι ούτε καν να την αγκαλιάζω. Είμαι βέβαιη ότι κι εκείνη συναισθανόταν αυτή την αμηχανία, που μάλλον δυσκό­ λευε ακόμα περισσότερο την επιστροφή της στο σπίτι ‒ ειδικά την επιστροφή στο σπίτι όπου βρισκόμασταν ο αδελφός μου κι εγώ, δύο μικρούλες πατάτες που μεγάλωναν και διαμορφώνο­ νταν όπως να ’ναι και που ήταν πάντα ένα βήμα πιο μπροστά από την τελευταία φορά που τις είχε δει. Φαντάζομαι ότι μάλ­ λον ένιωθε όλο και πιο αποκομμένη από μας και ίσως άρχιζε ήδη να σκέφτεται ότι θα ήταν καλύτερα να έφευγε πάλι. Παρόλο που πιθανόν να ήθελε να αυτοκτονήσει για να εξα­ φανιστεί, υπάρχουν πράγματα για εκείνη που δεν θα μπορέσω να ξεχάσω ποτέ. Τέσσερις αναμνήσεις έχω μόνο από τη μητέρα μου, και οι τρεις είναι άσχημες. Κάθονται συνέχεια στο πίσω μέρος του μυαλού μου, σαν μια κυρία σε μια πράσινη βελού­ δινη σεζλόνγκ που τον περισσότερο καιρό χάνεται στο φόντο, αλλά κάπου κάπου μου κλείνει το μάτι και μου γνέφει για να την προσέξω. Θυμάμαι ότι είναι παρούσα σ’ όλες τις λάθος στιγμές. Και σιγά σιγά μαθαίνω να της γνέφω κι εγώ. ***



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.