Στη χώρα του Χωσέ

Page 1

ΣΟΥΤΟΥΡΟΥΠΟΥΖΟ Υ

Δεν έχω προλάβει να χωνέψω την πασχαλιάτικη μαγειρίτσα και, αρχές Μαΐου, σκάει το χαρτί.

«Ο στρατεύσιμος καλείται για κατάταξη στο Στρδο ΥΠΤΓΟΥ

ΨΑΡΡΟΥ (ΘΗΒΑ) στις 13 Μαΐου 2021 για εκπλήρωση στρατεύ­

σιμης υποχρέωσης» λέει το σημείωμα κατάταξης.

Απ’ το πρώτο του πεσκέσι ο στρατός σού μαθαίνει ότι είναι

μάστορας στο να επινοεί κακομούτσουνα αρκτικόλεξα. Στον

στρατό δεν υπάρχει στρατόπεδο, υπάρχει ΣΤΡΔΟ. Δεν υπάρχει Υποστράτηγος, υπάρχει ΥΠΤΓΟΣ. Στον Ελληνικό Στρατό δεν

υπάρχει καν Ελληνικός Στρατός, υπάρχει ΕΣ. Τα ακρωνύμια

αποκτούν τόση δύναμη στο στράτευμα, που φτιάχνουν νέες λέξεις, τις οποίες οι φαντάροι χρησιμοποιούν στην αργκό τους

αντί για τις αρχικές φράσεις απ’ τις οποίες προέρχονται.

Σουτουρουπουζού είναι μία απ’ αυτές. Προέρχεται απ’ τη

συντομογραφία ΣΤΡ (ΠΖ), η οποία υποδηλώνει τον Στρατιώ­

τη Πεζικού, τον τελευταίο τροχό της αμάξης. Ως ένας τέτοιος

πεζικάριος έκρινε το Γενικό Επιτελείο Στρατού –ναι, σωστά, το

ΓΕΣ, ακόμα ένα αρκτικόλεξο– ότι θα υπηρετήσω την πατρίδα, αφήνοντάς με μέχρι την κατάταξή μου να φαντάζομαι τι ακρι­

βώς σημαίνει αυτό για τους επόμενους μήνες της ζωής μου.

ΚΑΛΟΦ Α ΓΩΤΗ Κάθε πρωί ξυπνάω μ’ όλο και πιο έντονη τη σκέψη ότι σε μια βδομάδα σκάρτη δεν θα ’μαι πια ελεύθερος. Δεν θα φοράω

ΣΤΗ ΧΏΡΑ ΤΟΥ Χ Ώ ΣΈ 2
τα ρούχα μου, δεν θα πλένομαι στην μπανιέρα μου, δεν θα τρώω στο τραπέζι μου. Δεν έχω όρεξη για φαγητό κι ο ύπνος μου τσινάει, με στριφογυρίσματα μέσα στη νύχτα, προδομένα απ’ το βγαλμένο κατωσέντονό μου το ξημέρωμα.

Σηκώνομαι και σήμερα ανήσυχος. Έξω Μάιος σωστός, ήλιος καλοκαιρινός και φύση σε οργασμική διάθεση. Όχι όμως

κι εγώ, που σέρνομαι για κατούρημα και δυο γουλιές καφέ,

πριν το κόψω για το 401.

Φτάνω έξω απ’ το Στρατιωτικό Νοσοκομείο.

«Πού πας εσύ;» με ρωτάει το βύσμα στην πύλη, που υπηρετεί

στην παραμεθόριο του δήμου Αθηναίων.

«Ακτινογραφία για την κατάταξη».

«Ντουγρού, ευθεία, στα εξωτερικά, πρώτος διάδρομος δεξιά…»

Δεν προλαβαίνω να χαιρετήσω κι ο φαντάρος με ρωτάει πού

παρουσιάζομαι.

«Θήβα».

«Θλήβα!» λέει και βάζει τα γέλια. «Μήτσο, ακούς;… Στη

Θλήβα παρουσιάζεται ο νέος!» φωνάζει στον στρατιώτη απ’ το

διπλανό γραφείο που σημειώνει τα ονόματα των εισερχομένων.

Αυτός σηκώνει τα μάτια του πάνω μου με μπόλικη λύπηση.

«Καλοφάγωτη!»

Μπαίνω μέσα και δίνω στις νοσοκόμες το σημείωμα κατάτα­

ξης. Εκείνες με γδύνουν και με στήνουν στο ακτινολογικό. Την

ακτινογραφία θώρακα τη χρειάζομαι, λέει, για τη μέρα που θα

παρουσιαστώ. Κανείς δεν μου εξηγεί γιατί οι φαντάροι κάνουν

αυτή την εξέταση και όχι κάποια άλλη. Όμως, δεν πολυσκοτίζο­

μαι. Στη θητεία θα κάνω, κατά κανόνα, πράγματα χωρίς να κα­

ταλαβαίνω το νόημά τους. Ας πάρω λοιπόν από τώρα το κολάι.

ΣΤΡΑΤΟ Σ, Ο ΨΕ Υ ΤΗΣ

Το επόμενο πρωί, πάλι 401.

«Χωρίς στοιχεία ενεργού πνευμονικής νόσου» γράφει η

εξέταση.

ΘΟΔΩΡΉΣ ΧΟΝΔΡ Ο ΓΙΑΝΝΟΣ 3

Τη χώνω στην τσέπη και κατεβαίνω Μοναστηράκι, σ’ αυτά

τα παρακμιακά μαγαζιά με τη χακί πραμάτεια πέριξ των ετοι­

μόρροπων νεοκλασικών της Αθηνάς. Μπαίνω στο πρώτο και

βγάζω το χαρτί με όσα πρέπει να καβατζώσω.

Η λίστα μου προδίδει το προπατορικό ψέμα του στρατού προς τον μέλλοντα στρατιώτη του. Εξηγούμαι: Όταν ήρθε το σημείωμα κατάταξης, δεν είχα ιδέα τι πρέπει να κουβαλάει στα μπαγκάζια του ένας φαντάρος.

Δες πρώτα τι δίνει ο στρατός και μετά αγοράζεις τυχόν παρελκόμενα, να γλιτώσεις και κάνα φράγκο, σκέφτομαι. Μπαίνω λοιπόν στην επίσημη –το τονίζω, την επίσημη– ιστοσελίδα του στρατού για τους στρατεύσιμους, να το μελετήσω το πράγμα.

Βρίσκω ένα άρθρο με τον πολλά υποσχόμενο τίτλο: «Αυτά που

πρέπει να έχει ο νεοσύλλεκτος».

Εδώ είμαστε. Ρουφάω το κείμενο.

«Συνιστούμε στον νεοσύλλεκτο να μην πάρει πολλά πράγ­

ματα μαζί του. Για όλα όσα χρειάζεται φροντίζει ο Ελληνικός

Στρατός, με εξαίρεση κάποια προσωπικά είδη (είδη προσωπι­

κής καθαριότητας) που επιθυμεί να έχει μαζί του».

Ωραία, θ’ αποφύγουμε τα πολλά έξοδα.

Αμ δε! Η πραγματικότητα θα ήταν –για πρώτη, αλλά όχι για τελευταία φορά– πολύ διαφορετική απ’ την αντίληψη που

ήθελε να έχει ο στρατός γι’ αυτήν.

Πράγματι, το επιτελείο δίνει στους στρατιώτες από ένα εσώρουχο, δύο κοντομάνικα και δύο ζευγάρια κάλτσες! Μπο­

ρεί ένας στρατιωτικός να μου κάνει λιανά πώς θα βγάλει ο φαντάρος τη θητεία μ’ ένα σώβρακο στους σαράντα φεύγα βαθμούς; Να σας πω εγώ. Δεν μπορεί! Και δεν πρέπει να διανοηθεί ότι μπορεί, γιατί αν το επιχειρήσει, οι συνοπλίτες του θα τον ντουφεκίσουν προκειμένου να γλιτώσουν απ’ τη βρόμα.

ΣΤΗ ΧΏΡΑ ΤΟΥ Χ Ώ ΣΈ 4

ΤΟ ΚΑΛ Α ΘΙ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΡΙΚΟ Υ

Κάπως έτσι βαστάω τώρα γερά στα χέρια μου τα τέσσερα πέντε

μεροκάματα που πρέπει να κάψω υπέρ πίστεως και πατρίδος.

Ταξικό άθλημα η θητεία, σκέφτομαι.

«Α! είστε νεοσύλλεκτος…» αναφωνεί ο μαγαζάτορας, και το

μάτι του, που βλέπει τον παρά να κοντοζυγώνει, λάμπει. «Πε­

ράστε, διαθέτουμε όλα τα είδη…»

Ο τύπος με ρωτάει σε ποιο σώμα θα υπηρετήσω.

«Ξηρά».

«Εξαιρετικά! Προσφέρουμε πακέτο οικονομικό στα πενήντα

ευρώ, βασικό στα εκατό και πλήρες στα εκατόν εβδομήντα…»

Κοστίζει ο πατριωτισμός στις μέρες μας.

Βάζουμε κάτω τη χαρτούρα και ξεκινάμε το μάζεμα της

προίκας.

Τσάντα ταξιδίου με ροδάκια. Προσοχή! Σύμφωνα με τους πα­

λιούς, η θητεία έχει τόση ταλαίπα, με μεταθέσεις και ζάλωμα, που

ό,τι μπορείς να το σέρνεις και να μην το σηκώνεις, καλό είναι!

Ακόμη, γνώμη μου πάντα, το σακ βουαγιάζ μην το πάρετε

σε παραλλαγή, για να το χρησιμοποιείτε και μετά το φανταρικό,

εκτός αν είστε στρατόκαυλοι. Αλλιώς, θα καταλήξει σε αποθή­

κη ή χωματερή. Τσάμπα τα λεφτά.

Κοντομάνικα παραλλαγής. Μπόλικα!

Φούτερ παραλλαγής. Τουλάχιστον δύο! Βάζει κρύο στην πα­

ραμεθόριο, κι ας είναι γινωμένη άνοιξη ή άγουρο φθινόπωρο.

Κάλτσες βαμβακερές. Δέκα ζευγάρια και βάλε!

Εσώρουχα δεν χρειάζονται. Όπως μου είπε ένας φίλος, «σώ­

βρακα πάρε τα δικά σου, δεν χρειάζεται να ’ναι παραλλαγής για

να ’σαι προβλεπέ!».

Σετ με λουκέτα ασφαλείας. Όχι μάπα, γιατί τότε ο μισός

θάλαμος θα μπορεί με την ίδια μάρκα ν’ ανοίγει τα πράγματά

ΘΟΔΩΡΉΣ ΧΟΝΔΡ Ο ΓΙΑΝΝΟΣ 5

σας. Κρίμα να κλαίτε το κινητό απ’ την πρώτη βδομάδα.

Πάστα βαφής αρβυλών. Μην πάρετε μόνο το κλασικό γυαλιστικό. Δεν φτουράει, κι η πάστα βαφής έχει το πλεονέκτημα

ότι μαλακώνει τις αρβύλες, για να μη σας χτυπάνε στα πόδια.

Πάτοι. Κι εδώ μην τα λυπηθείτε τα λεφτά. Θητεία σημαίνει ορθοστασία.

Σεντόνια και μαξιλαροθήκες. Δεν χρειάζεται να ’ναι συγκε­

κριμένου

χρώματος, πάνε οι εποχές που έπρεπε να είναι λαδί ή

χακί ή δεν ξέρω κι εγώ τι. Απλώς, ας μην έχουν πάνω κινούμενα

σχέδια, προς αποφυγήν καζούρας και μπούλινγκ.

Πούδρα ποδιών για τον ιερό πόλεμο ενάντια σε μύκητες και δυσοσμία.

Λαστιχάκια παντελονιού. Για να γυρνάτε τα μπατζάκια και

να μην τα βάζετε στις αρβύλες σαν γιωτάδες. Το ζήτημα δεν

είναι μόνο εικόνας. Με τα λαστιχάκια αποφεύγεις λίγο απ’ τον ιδρώτα και τους πόνους στα πόδια, που βγάζουν την μπέμπελη

σφηνωμένα μέσα σε χοντρή κάλτσα, παραλλαγή και αρβύλες.

Ας λείπουν τα παντελόνια απ’ τη βαριά εξίσωση.

Γάντια μιας χρήσης. Για όσους δεν θέλουν να ξεσκατίζουν

με γυμνά χέρια.

Τσιρότα. Γιατί το φυλάκιο μπορεί να μην έχει φαρμακείο της προκοπής.

Ωτοασπίδες. Ο στρατός θα δώσει κάνα ζευγάρι, αλλά οι εκπαιδευτικές βολές θα είναι περισσότερες. Τα θέλω τ’ αυτιά μου και σίγουρα δεν θέλω να χρησιμοποιήσω τις ίδιες δύο και τρεις φορές, βουτηγμένες καθώς θα είναι στο κερί.

Σακούλες για τα άπλυτα και τον διαχωρισμό ρούχων και λοιπών αντικειμένων στον φοριαμό.

Μωρομάντιλα και χαρτί υγείας. Κόβεις πολλές συνήθειες στον στρατό. Το χέσιμο δεν είναι μία απ’ αυτές.

Αντισηπτικά μαντιλάκια. Για αποφυγή μικροβίων.

ΣΤΗ ΧΏΡΑ ΤΟΥ Χ Ώ ΣΈ 6

Ραφτικά. Για ράψιμο οπλόσημων και σημαιών στα χιτώνια.

Μπλοκάκι με στιλό. Για σημειώσεις στην εκπαίδευση.

Παυσίπονα. Για τους πονοκεφάλους απ’ τις αϋπνίες και τις

γκαρίδες των καραβανάδων.

Μάσκες. Για την πανδημία και τις καλλιόπες, όταν έχει πε­

ράσει απ’ αυτές ένας λόχος ύστερα από φασολάδα.

Αντικουνουπικό.

Νεσεσέρ για ξυριστικά και παρελκόμενα ατομικής υγιεινής.

Όχι σε παραλλαγή, να το έχετε και μετά την απόλυση.

Δίνω το βιος μου στο ταμείο, όμως τα έξοδα δεν τελειώ ­

νουν εδώ. Κι αυτό γιατί υπάρχουν μερικά ακόμα προϊόντα που

εφευ ρέθηκαν μετά τους Βαλκανικούς και δεν πρέπει να λείπουν από κανέναν στρατιωτικό σάκο. Πάω λοιπόν και προμη­

θεύομαι ένα τεράστιο πάουερ μπανκ, έναν δεύτερο φορτιστή

κινητού –σε περίπτωση που ο πρώτος παραδώσει πνεύμα σε κάνα φυλάκιο στη μέση του πουθενά–, ακουστικά κι ένα πα­

κέτο ίντερνετ με ατελείωτα δεδομένα.

Οι αισιόδοξοι πάρτε και προφυλακτικά. Καλή τύχη, βέβαια!

Να δω ποιος ή ποια θα σας θέλει, έτσι ρετάλια που θα ’στε με

δυο ώρες ύπνο.

ΕΣ Υ ΚΙΝΗΤΟ , ΣΟ Υ ΠΕΡ ΣΤΑΡ

Μεθαύριο παρουσιάζομαι. Έχω κάνει όλες τις απαραίτητες

προετοιμασίες, αλλά ένα ζήτημα παραμένει γρίφος. Αλήθεια,

τι κάνω με το κινητό; Το θέμα είναι σοβαρό, μιας που σήμερα

αυτή η θαυματουργή συσκευή αποτελεί τον μεγαλύτερο σύμ­

μαχο του φαντάρου στον αγώνα του να την παλέψει με την

κλεισούρα.

Αυτό που με τρώει είναι αν μπορώ να πάρω μαζί μου σμάρτ­

φον, για να έχω επαφή με τον έξω κόσμο χάρη στα εθνοσωτήρια

ΘΟΔΩΡΉΣ ΧΟΝΔΡ Ο ΓΙΑΝΝΟΣ 7

κοινωνικά δίκτυα. Χωρίς αυτό, αντίο ενημέρωση, αντίο τσατ…

Με δυο λέξεις, αντίο ζωή.

Απ’ όσα που έχω διαβάσει, καταλαβαίνω ότι στον στρατό

απαγορεύονται τα κινητά με κάμερα. Επιτρέπονται μόνο αυτές

οι μπακατέλες με πλήκτρα, που πρωτοκυκλοφόρησαν επί ιλάρχου Γιούγκερμαν. Ωστόσο, παρά την επίσημη απαγόρευση, ντε φάκτο μπορείς να έχεις μαζί σου σμάρτφον. Βλέπω, άλλωστε, ότι αρκετοί ποστάρουν και φωτογραφίες με γκάνια, μπας και συγκινήσουν κάναν έρωτα.

Άμα το καλοσκεφτείς, δύσκολα θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Φανταστείτε έναν δεκαοχτάρη, ο οποίος γεννήθηκε με

κινητό στην κούνια, να επιχειρήσει να επιβιώσει, όχι μία ώρα, όχι μία μέρα, αλλά μία ολόκληρη θητεία χωρίς το μπλιμπλίκι στην τσέπη. Μην το πολυφανταστείτε, γιατί ούτε κι εκείνος θα προσπαθήσει ιδιαίτερα να την παλέψει και θα ζητήσει στο άψε σβήσε αναβολή, για ν’ αφήσει το ντουφέκι και να ξαναπάρει στα

χέρια του το αντικείμενο που κουβαλάει όλη του τη ζωή.

Καλού­κακού, πάντως, έχω καταστρώσει σχέδιο διά παν ενδεχόμενο. Θα πάρω μαζί μου ένα μπρίκι χωρίς κάμερα, απ’ αυτά

που έχουν και φιδάκι, για να περνάει η ώρα στη σκοπιά, και θα περάσω το σμάρτφον στη ζούλα, χωμένο βαθιά σ’ ένα ζευγάρι κάλτσες, να το χρησιμοποιώ όπου με παίρνει για όσο με παίρνει.

ΑΥΤ Η Η Ν Υ ΧΤΑ Μ Ε ΝΕΙ

Αλλάζω για τελευταία φορά σεντόνια στο κρεβάτι μου. Ξαπλώ­

νω κομμάτια. Λαγοκοιμάμαι με τη σκέψη ότι όλον αυτό τον

καιρό το μυαλό μου ασχολείται

ΣΤΗ ΧΏΡΑ ΤΟΥ Χ Ώ ΣΈ 8
με πράγματα ανούσια για έναν άνθρωπο που ζει μακριά απ’ τη μαύρη τρύπα του στρατού. Τ’ ομολογώ, με συνθλίβει η παραδοχή ότι πια δεν καταπιάνομαι με όσα νιώθω ότι αξίζουν. Αλλού με τραβάει το μέσα μου, αλ­

λού το φανταρικό. Η ζωή μου έχει ήδη μπει σε παύση και στη

θέση της έχει θρονιαστεί φαρδύς πλατύς ένας βίος που δεν τον

επέλεξα, κατά τη διάρκεια του οποίου θα είμαι κάτι που δεν το

επέλεξα και θ’ αναγκάζομαι να εκτελώ διαταγές ανθρώπων που

δεν τους επέλεξα. Ένας βίος ξένος, ο βίος κάποιου άλλου, τον

οποίο δεν ζω καν εγώ, αλλά ένα κακέκτυπο του εαυτού μου.

Μπορώ στ’ αλήθεια να ζήσω σαν άλλος; αναρωτιέμαι. Κι

υπάρχει ένα ακόμα, πιο πιεστικό

ερώτημα. Αν η απόφασή μου

ν’ αποφύγω το τρελόχαρτο και να υπηρετήσω είναι συνειδητή,

πώς γίνεται οι αρχές μου να με διώχνουν μακριά απ’ τον πραγματικό μου εαυτό;

Είναι πολύ αργά για υπαρξιακά ερωτήματα. Τόσους μήνες

θητείας έχω άλλωστε μπροστά μου για να δώσω στον πραγμα­

τικό εαυτό μου –αυτόν που τώρα αφήνω– μια πειστική απά­

ντηση όταν –και αν– αξιωθώ να τον ξαναβρώ στην πύλη του

στρατοπέδου με το απολυτήριο σφιχτά στο χέρι.

Δ Ω ΡΑ ΤΗΣ ΘΗΤΕ Ι ΑΣ

Ξημερώνει η μεγάλη μέρα.

Ζήτημα αν σταύρωσα δυο ώρες ύπνο. Κάθε φορά που πήγαι­

να να κοιμηθώ, με κυνηγούσε ένας εφιάλτης. ότι έτρωγα, λέει, φυλακές επειδή μ’ έπιαναν να κοιμάμαι στη σκοπιά. Κι αυτή

η βαλίτσα παραλλαγής στο δωμάτιο –ναι, το κέρατό μου, την

πήρα σε παραλλαγή γιατί δεν είχα κάποιον να με συμβουλέψει

για το αντίθετο, στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα!– ήταν

λες και με κοίταζε όλη τη νύχτα. Τα δυο κιτρινιάρικα γράμματα

πάνω της, Ε.Σ., γίνονταν μάτια που με ύφος βλοσυρό προσπα­

θούσαν να διαπιστώσουν αν βαθιά μέσα μου σάλευε το σενάριο

να τη σκαπουλάρω στο παρά πέντε.

Πάω στο μπάνιο και πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται ότι

ΘΟΔΩΡΉΣ ΧΟΝΔΡ Ο ΓΙΑΝΝΟΣ 9

αυτό το πράγμα από σήμερα λέγεται καλλιόπη. Η φούσκα μου

κοντεύει να σκάσει, μιας που χτες τ’ απόγευμα τα τσούξαμε στο

γραφείο με κάτι φίλους που ήρθαν να μ’ αποχαιρετήσουν – μια

μάζωξη που έμοιαζε περισσότερο με την κηδεία ενός πολίτη

παρά με τη γέννηση ενός στρατιώτη.

Κοιτάζω το αγουροξυπνημένο μου πρόσωπο στον καθρέφτη.

Τι έχει απομείνει απ’ τη ζωή μου; αναρωτιέμαι. Σχεδόν τίποτα, τα περισσότερα τα ’χει ήδη σαρώσει ο στρατός. Νομίζετε ότι

υπερβάλλω; Σκεφτείτε ότι, πριν καλά καλά πατήσω το πόδι μου

στο στρατόπεδο, η θητεία σκότωσε το μεροκάματό μου. Φρέ­

ναρε τα γραψίματά μου. Πάγωσε τις σχέσεις μου. Έκοψε με την

ψιλή τα μαλλιά μου. Ακόμα και το βλέμμα μου το ’κανε λιγότερο σίγουρο. Το μόνο που άφησε όρθιο είναι το μουστάκι μου. Έτσι

κι εγώ τώρα, στο ύστατο κόντρα ξύρισμα, το φροντίζω και με

το παραπάνω, να το ’χω να το στρώνω με τα δάχτυλα, για να θυμάμαι πού και πού ότι, εντάξει, δεν πέθανα τελειωτικά ακόμα.

Και τ’ αφήνω όσο πιο παχύ και μακρύ μπορώ, παίζοντας με τα

όρια του προβλεπέ, μπας και σώσω οτιδήποτε απ’ τον εαυτό

μου… αν σώζεται.

Ρε, είσαι σίγουρος; Μήπως να μην;… ρωτάει μια φωνή μέσα μου. Όμως, δεν είναι ώρα για αμφιβολίες. Οι αρχές μου πήραν

τις αποφάσεις τους.

Αποχαιρετώ τον πάλλευκο γάτο μου και βγαίνω έξω. Δεν κοιτάζω πίσω – λέξη απεχθής στη στρατιωτική ορολογία. Βαθιά ανάσα και μόνο μπροστά.

Σταματάω το πρώτο ταξί. Στάση στο πατρικό μου. Τελευταίοι ασπασμοί με τους δικούς μου και

ΣΤΗ ΧΏΡΑ ΤΟΥ Χ Ώ ΣΈ 10
καρφί για το Κέντρο Εκπαίδευσης Πυροβολικού στη Θ(λ)ήβα, για το οποίο επίσης υπάρχει αρκτικόλεξο, το άχαρο ΚΕΠΒ. Παρ’ ότι τυγχάνω πεζικάριος, με πάνε εκεί για να εξετάσουν τα μυαλά και το σαρκίο μου, πριν με στείλουν σε τάγμα Πεζικού.

Τι κι αν έχω αφήσει εδώ και χρόνια το παιδικό μου δωμά­

τιο, ο πατέρας μου, απ’ τη μέρα που έμαθε ότι παρουσιάζομαι, φαγώθηκε να με πάει στη μονάδα.

Καθώς ανταλλάσσουμε χαζοκουβέντες στην πύλη, στιγμές

πριν περάσω στον άλλο κόσμο, ο γέρος μου κοντοστέκεται και

ξαφνικά με αγκαλιάζει με τρόπο που δεν με έχει αγκαλιάσει ποτέ

ξανά, με συναισθηματισμό απαγορευμένο για έναν φτωχό οικο­

δόμο μεγαλωμένο στον Πειραιά και το Μενίδι. Έτσι ανατράφηκε

ο πατέρας μου, μαθαίνοντας σαν δεύτερη φύση του ότι είναι αδυ­

ναμία να βγάζει το μέσα του. Το αποτέλεσμα ήταν να γίνει ένας

γονιός που δούλευε μέρα νύχτα για να με μεγαλώσει, όμως στο

πέρασμα τριών δεκαετιών σπάνια με αγκάλιαζε και σπανιότερα

μου έλεγε ότι με αγαπάει. Μοναδική φορά που θυμάμαι ότι εκ­

στόμισε αυτή τη φράση ήταν ένα βράδυ που με πήρε τηλέφωνο

τύφλα στα τσίπουρα για να μου πει πόσο περήφανος αισθάνεται

για μένα, ενώ δούλευα σ’ ένα κανάλι μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα

μακριά του στη Γερμανία.

Όμως, τώρα αυτός ο άνθρωπος λύγισε. Η θητεία, ως εμπει­

ρία λαϊκών ανθρώπων μακριά από στρατόκαυλα σύνδρομα,

κατόρθωσε κάτι που ελάχιστοι κατάφεραν, να κάνει έναν

σκληρό πατέρα να εκφράσει, έστω και με το στανιό, τα συναι­

σθήματά του προς τον γιο του.

Η σκηνή μού γεννά μια σκέψη παρηγορητική για το φα ­

νταρικό. Ναι, ο στρατός θα με φέρει αντιμέτωπο με ανθρώ ­

πους και εμπειρίες που δεν θα νοσταλγήσω. Ίσως όμως να μου

προσφέρει και στιγμές που δεν θα τις ξεχάσω, αυτές που τώρα

δα μου έρχεται να βαφτίσω παρεμπίπτοντα δώρα της θητείας.

ΣΕΙΡΟ ΥΛΑ

Περνάω την πύλη, ροφός στην καινούργια μου γυάλα. Το

ΘΟΔΩΡΉΣ ΧΟΝΔΡ Ο ΓΙΑΝΝΟΣ 11

βήμα μου αργό και μετέωρο, ενδεικτικό του συναισθήματος

ευπάθειας που γεννά μέσα μου η είσοδος σ’ ένα ανοίκειο πε­

ριβάλλον, γεμάτο ανασφάλεια και διαταγές.

Στέκομαι σε μια γραμμή, πίσω από άλλα χαμένα

κωλόψα­

ρα. Όλοι της 372. Ένας αριθμός, που μέχρι χτες δεν μας έλε­

γε τίποτα, συμβολίζει τώρα την κοινή μοίρα όσων μυηθήκαμε

μαζί στο μυστήριο. Ξένοι άνθρωποι γίνονται σάρκα μου, μόνο και μόνο επειδή κατατασσόμαστε την ίδια μέρα και ελπίζου­

με –ξαφνικά– στην ίδια θηλυκιά: τη Ροζαλία. Δεν είμαστε πια αυθύπαρκτες μονάδες. Είμαστε το κοπάδι μιας σειράς, ενός τριψήφιου. όπως λένε οι παλιοί, οιονεί ιερού.

Σταματάω στον πρώτο στρατιώτη. Καθιστός σ’ ένα παλιό ξύλινο γραφείο, κάτω απ’ τη σκιά της στρατιωτικής σκηνής, μου ζητά φύλλο κατάταξης. Υπακούω σιωπηλά. Οι κινήσεις μου νευρικές.

«Ξέχνα αυτά που ’ξερες έξω… Εδώ όλα γίνονται με πάσο, μόνο οι μαλάκες βιάζονται» με συμβουλεύει. Το μειδίαμα κάτω

απ’ το μουστάκι του προδίδει πόσο γουστάρει τη φάση με τους τρακαρισμένους νεοσύλλεκτους. Θα παίρνει το αίμα του πίσω

για τη μέρα που μπήκε εκείνος στη στενή.

Καθώς ο οπλίτης σημειώνει τα στοιχεία μου, ένας άλλος

φαντάρος πλησιάζει και του ψιθυρίζει κάτι στ’ αυτί. Τα μάτια

του γραφιά τρεμοπαίζουν. Απ’ αυτά που προφταίνω ν’ ακού­

σω καταλαβαίνω ότι παίζει μανούρα, καθώς λίγο νωρίτερα πέ­

ρασε ένας αστεράτος, αλλά οι σκοποί δεν βάρεσαν προσοχή,

ούτε κι ο αλφαμίτης μπήκε στον κόπο να χαιρετήσει στρατιω­

τικά κατά τα προβλεπόμενα. Ο γαλονάτος τα πήρε στο κρανίο

και προειδοποίησε ότι θα ξαναπεράσει, για να δει αν αυτή τη

φορά θα γίνουν σωστά οι τεμενάδες. Ουαί κι αλίμονό τους αν

δεν συμμορφώνονταν, θα ’πεφταν καμπάνες.

«Έτοιμος, προχωράς προς τα πάνω!»

ΣΤΗ ΧΏΡΑ ΤΟΥ Χ Ώ ΣΈ 12

Συνεχίζω τον δρόμο μου μέχρι να φτάσω μπροστά σ’ ένα

ξεφτισμένο κτήριο με πεσμένους σοβάδες. «Εντευκτήριον» γράφει στην είσοδο.

Ένας στρατιώτης κάθεται αραχτός και λάιτ σε μια σκουρια­

σμένη καρέκλα έξω απ’ την πόρτα. Το στιλ του προδίδει ότι στ’

αυτιά του πάλιουρα ήδη ηχούν τα λελεδόνια. Με βλέπει και μ’

ένα νεύμα βουτηγμένο στην πλήξη μού δείχνει τη διαδρομή που

πρέπει ν’ ακολουθήσω για να μπω απ’ την πίσω πλευρά στο γιαπί.

Περνάω το κατώφλι. Στο πρώτο γραφείο με περιμένουν ένας

φαντάρος κι ένας γαλονάτος με τρεις σαρδέλες. Ξανά σημείωμα

κατάταξης, αυτή τη φορά συνοδευόμενο απ’ την αστυνομική

ταυτότητα, κι άντε πάλι καταγραφή των στοιχείων μου στο τε­

φτέρι. Ακόμα δεν μπήκα, γραφειοκρατία.

Προς έκπληξή μου, ο στρατιώτης μού επιστρέφει την ταυτό­

τητα. Είμαι ακόμα πολίτης.

ΚΛΑΣΙΚ Ο ΔΗΜ Ο ΣΙΟ

Προχωράω στον επόμενο σταθμό. Έλεγχος στρατιωτικού σά­

κου. Ο φαντάρος στο πόστο μού ζητάει να ξεκλειδώσω τα

πράγματά μου.

«Τίποτα αιχμηρό;…» με ρωτάει.

«Όχι…» αποκρίνομαι χωρίς να το πολυσκεφτώ, απορροφη­

μένος στην παρατήρηση της χάρτινης κούτας που έχει δίπλα

του, γεμάτης με μια πλούσια συλλογή από κουζινομάχαιρα και

σουγιάδες που κόπηκαν στο σκανάρισμα των νεοσύλλεκτων.

«Πολλά βιβλία βλέπω…» σχολιάζει ο τύπος ψαχουλεύοντας

δεξιά κι αριστερά. Το ύφος του κρύβει μια καχυποψία, λες και

προσπαθεί να εκμαιεύσει απ’ το βλέμμα μου αν τα βιβλία θα

μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σαν όπλο.

«Ρωσοπόντιος είσαι, ε;…» με ρωτάει κάπως υποτιμητικά, ενώ

ΘΟΔΩΡΉΣ ΧΟΝΔΡ Ο ΓΙΑΝΝΟΣ 13

τα χέρια του ξεφυλλίζουν τη ρωσική λογοτεχνία που κουβαλάω

στα μπαγκάζια μου. Απαντάω αρνητικά κι εκείνος, χωρίς να πο­

λυδώσει σημασία, συνεχίζει το ψαχούλεμα.

«Όπα!» κάνει και τραβάει απ’ τον σάκο μου ένα ψαλιδάκι.

«Δεν ξέρω αν μπορώ να σ’ αφήσω να το πάρεις…»

Το μαχίμι περιεργάζεται το αντικείμενο και ρίχνει τα μάτια

του πάνω μου όλο αμφιβολία.

«Μα πώς κόβετε τα νύχια σας εδώ μέσα;» τον ρωτάω.

«Εγώ τα τρώω…»

Αντιπαρέρχομαι την απάντηση και του ζητάω ευγενικά να

μ’ αφήσει να πάρω μαζί μου το ψαλιδάκι. Το σκέφτεται, το ξα­

νασκέφτεται και, τελικά, φωνάζει τον σαρδελά απ’ το απέναντι

γραφείο, να πάρει αυτός την ευθύνη. Κλασικό ελληνικό δημόσιο. Εξηγώ και σ’ αυτόν ότι για λόγους υγιεινής θα προτιμούσα

να μην τρώω, αλλά να κόβω, τα νύχια μου. Ο καραβανάς, αφού με κόψει από πάνω μέχρι κάτω, μάλλον για να γραδάρει αν εί­

μαι κάνας τρελός, ικανός να χρησιμοποιήσει το ψαλιδάκι για να

ξεκοιλιάσει λαό, μου δίνει άδεια να το καβατζώσω.

Για μια στιγμή σκέφτομαι να ρωτήσω γιατί τόσοι νοματαίοι

δεν έχουν βγάλει έναν απλό κανόνα για το τι μπορεί να πάρει

ένας φαντάρος μαζί του και τι όχι. Όμως, μου κόβει και δεν ψελ­

λίζω λέξη. Λογική και στρατός, λάδι με νερό.

ΜΑΓΑΖ Ι ΓΩΝ Ι Α

Ξαναχώνω φύρδην μίγδην τα πράγματα στον σάκο και βγαίνω

απ’ την μπροστινή πλευρά. Αφού μαζευτούμε μπουλούκι καμιά

δεκαριά, παίρνουμε τον δρόμο για το στρατόπεδο. Η διαδρομή

είναι μαγεία, ένα μονοπάτι μέσα σε πυκνόφυτη περιοχή, προικι­

σμένη με μπόλικα ρωμαλέα πεύκα. Στα κλαδιά τους τα τζιτζίκια

τού δίνουν και καταλαβαίνει. Κλείνω τα μάτια. Η ζέστη, οι ήχοι,

ΣΤΗ ΧΏΡΑ ΤΟΥ Χ Ώ ΣΈ 14

οι μυρωδιές. Όλα μού θυμίζουν καλοκαίρι. Ίσως με βρίσκετε

γραφικό κι ίσως να ’χετε και δίκιο. Απλώς σκέφτομαι ότι μάλλον

πρέπει ν’ αρχίσω ν’ απολαμβάνω τα μικρά πράγματα που υπάρ­

χουν προς απόλαυση στον στρατό, μιας που, κακά τα ψέματα, μεγάλα πράγματα προς απόλαυση εδώ μέσα δεν υπάρχουν.

Αφήνουμε τους μπόγους μας σε μια αραχνιασμένη αποθήκη.

«Μη φοβάστε, δεν θα σας βουτήξουν τις τρύπιες κιλότες.

Προχωράτε, έχετε δρόμο!» φωνάζει ο συνοδός μας.

Πρώτος σταθμός, το φωτογραφείο. Τραβάμε τετράδα δια­

βατηρίου, την οποία αργότερα θα κοτσάρουμε σ’ ένα καφάσι

έγγραφα που θα μας δώσουν οι διάφορες υπηρεσίες. Μπαίνω

μέσα, παλουκώνομαι, φλας, έτοιμος. Τριάμισι ευρώ στο ταμείο, χωρίς απόδειξη.

«Καλή θητεία, αγόρι μ’!» μου λέει ο μεσήλικας

μ’ ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. Και πώς να μη χαμογελάει ο άν­

θρωπος; Κάνει μεγάλη μπίζνα. Κάθε δυο μήνες, με την κατάτα­

ξη, φωτογραφίζει εκατοντάδες φαντάρους που του ακουμπάνε

το υστέρημά τους. Χώρια τυχόν στρατιωτικά σουαρέ, παρελά­

σεις και τα ρέστα. Κι όλα αυτά, με μηδενικό ανταγωνισμό και

σταθερή πελατεία τον στρατό, που δεν πτωχεύει ποτέ. Μαγαζί

γωνία! Να λοιπόν που η θητεία δεν είναι για όλους χάσιμο χρό­

νου και χρημάτων.

Τραβάω για το καψιμί. Δεν με έπιασε λιγούρα, απλώς εκεί έχει στρατοπεδεύσει η στρατολογία για να υποδεχτεί τους νεοσύλ­

λεκτους. Στρογγυλοκάθομαι στην πρώτη καρέκλα, απέναντι

από δύο φαντάρους κι έναν σκονισμένο υπολογιστή. Μου ζη­

τάνε την ταυτότητα, και αυτή τη φορά την κρατάνε.

Με ρωτάνε για σπουδές και γλώσσες. Τους τα λέω χαρτί και

ΘΟΔΩΡΉΣ ΧΟΝΔΡ Ο ΓΙΑΝΝΟΣ 15
φωτογράφος
Η Κ Υ ΠΡΟΣ ΚΕ Ι ΤΑΙ ΜΑΚΡΑ Ν

καλαμάρι, και τους δίνω έναν φάκελο με τα πτυχία σε φωτοτυ­

πίες, όπως υποτίθεται ότι έπρεπε να κάνω με βάση τις οδηγίες

της στρατολογίας. Αυτοί όμως ούτε τα παίρνουν ούτε τα κοι­

τάνε, παρά μόνο σημειώνουν στα γρήγορα κάτι πληροφορίες

και προχωρούν στο επόμενο ζήτημα, που καθώς φαίνεται τους

καίει περισσότερο: το πού θα υπηρετήσω.

Με ρωτάνε αν θέλω Ειδικές Δυνάμεις. Λέω «όχι». Με ρω­

τάνε αν θέλω Στρατονομία. Πάλι «όχι». Με ρωτάνε αν ενδια­

φέρομαι να γίνω δόκιμος. Πάλι «όχι», θυσιάζοντας την προο­

πτική κάποιας καψούρας που θα ’χει φετίχ το αξιωματιλίκι. Για Προεδρική Φρουρά δεν μπαίνουν στον κόπο να ρωτήσουν, γιατί με βλέπουν κοντοπίθαρο. Μόνο λίγο γελάνε μεταξύ τους, πριν φτάσουν στο μεγάλο πατριωτικό ερώτημα: αν θέλω να υπηρετήσω στην Ελληνική Δύναμη Κύπρου, την ΕΛΔΥΚ,

για να μην ξεχνιόμαστε με τ’ ακρωνύμια.

Ξύνω το κεφάλι μου. Τους λέω το προφανές, ότι δεν το ’χω σκεφτεί.

«Τράβα ρε, ωραία θα περάσεις, έχει νάκια και λεφτάκια» μου λέει ο ένας.

Δεν πολυπείθομαι, όμως απ’ τις προτροπές τους ψυλλιάζο­

μαι ότι θέλουν σώνει και καλά να με στείλουν Κύπρο. Συνεχίζω λοιπόν την κουβέντα, να καταλάβω τον λόγο.

Ρωτάω πόσα είναι τα χρήματα.

«Δεν ξέρω ακριβώς, αλλά αρκετά…» μου λέει ο ίδιος φαντάρος. Αργότερα θ’ ανακάλυπτα ότι με φλόμωνε στο ψέμα, αφού ήταν Ελδυκάριος και θα ’φευγε για Κύπρο τις επόμενες μέρες. Άρα, ήταν αδύνατο να μην ξέρει ότι το μπαγιόκο είναι κάτι λιγότερο από τρία κατοστάρικα τον μήνα.

«Αφού δεν είσαι σίγουρος, θα βάλουμε ότι θέλεις, κι άμα αλλάξεις γνώμη, μας το λες…» προσθέτει το φίδι το κολοβό

καθώς με βλέπει ν’ αμφιταλαντεύομαι.

ΣΤΗ ΧΏΡΑ ΤΟΥ Χ Ώ ΣΈ 16

«Μα καλά, δεν είναι δεσμευτικό τι θα δηλώσω;…»

«Μπα, τ’ αλλάζουμε όποτε θες!»

Κάνω ότι το σκέφτομαι και τελικά λέω στους στρατιώτες να

μη με υπολογίζουν για Κύπρο. Δεν είναι ότι τα λεφτά είναι λίγα

–αν καιγόμουν να μη χάσω το μεροκάματό μου, απλώς δεν θα

υπηρετούσα με τα οκτώ και κάτι ευρώ που θα παίρνω ως οπλί­

της– ούτε ότι δεν θέλω να φύγω μακριά απ’ το σπίτι μου, μιας

που στην πινέζα θα καταλήξω. Το ζήτημα είναι πιο απλό: Δεν

μπορώ μέσα σε λίγα λεπτά να πάρω μια απόφαση για κάτι που

δεν έχω σκεφτεί ποτέ στη ζωή μου.

Μα, μου, σου, του… επιμένουν αυτοί, αλλά επιμένω κι εγώ.

Κύπρος, όνειρο ήτανε και πάει.

Λίγο αργότερα ρώτησα κάτι στρατολόγους αν όντως μπο­

ρούσα ν’ αλλάξω την επιλογή μου.

«Φυσικά και όχι!» μου απάντησε ένας απ’ αυτούς αυστηρά.

«Η δήλωση είναι δεσμευτική και από σήμερα κιόλας θα στεί­

λουμε τα έγγραφα στο ΓΕΣ, για να βγάλει μεταθέσεις».

Ρε τις κόμπρες, παραλίγο να την πατήσω!

Κι άλλοι νεοσύλλεκτοι μου είπαν αργότερα ότι τους πίεζαν

με διάφορα τεχνάσματα να δηλώσουν Κύπρο, καθώς είναι λίγα

τα άτομα που θέλουν να υπηρετήσουν εκεί και ψάχνουν να

στείλουν λαό.

Αφού ο Ελδυκάριος ξενερώσει που δεν θα τον ακολουθήσω,

τη σκυτάλη παίρνει ο διπλανός του.

«Για πού θες μετάθεση;» με ρωτάει, μπουκωμένος με το τε­

λευταίο κομμάτι της κρύας του τυρόπιτας. Θεωρητικά, μπορώ

να βάλω όποια περιοχή θέλω: Ρούμελη, Μοριά, Νέες Χώρες.

«Βάλε Χίο» λέω. Η επιλογή μου δεν είναι

ΘΟΔΩΡΉΣ ΧΟΝΔΡ Ο ΓΙΑΝΝΟΣ 17
Εδώ και μέρες χαϊδεύω την ιδέα να υπηρετήσω σ’ αυτό τον ιστορικό
Η Σφαγή στην Επανάσταση του ’21. Οι
του
της παρόρμησης.
τόπο.
πρόσφυγες
’22. Οι πειρατές της ναυτιλίας που κατέκτησαν τους ωκεα­

νούς. Κι η προσδοκία ότι το χιώτικο τάγμα ίσως με στείλει δίπλα

στις Οινούσσες, τους τελευταίους βράχους του Αιγαίου.

Ο τύπος ψάχνει στο σύστημα. Μάταια.

«Τη Χίο δεν μου τη βγάζει…»

«Πες μου τι σου βγάζει, να δούμε πώς θα πορευτούμε…»

«Λοιπόν, στην οθόνη βλέπω Έβρο, νησιά του Ανατολικού

Αιγαίου…»

«Για πάτα Ανατολικό Αιγαίο…»

Ο φαντάρος κεντράρει το ποντίκι, δαγκώνοντας τα χείλη

του απ’ την υπερπροσπάθεια, και πατάει αριστερό κλικ.

«Α!...» αναφωνεί. «Τώρα βγάζει νησιά κάργα… Λήμνο, Λέ­

σβο… Έλα ρε, έχει και Χίο! Επόμενη επιλογή;…»

«Πες μου το επόμενο νησί που βλέπεις…» του λέω, να ξεμπερδεύουμε καμιά ώρα.

«Ρόδο…»

«Βάλε Ρόδο. Μετά;…»

«Κάρπαθο…»

«Χώσε και Κάρπαθο…»

Το σύστημα μας ενημερώνει ότι δεν υπάρχει δυνατότητα γι’

άλλη επιλογή και κάπου εδώ τελειώνει η πατριδογνωσία. Σηκώ­

νομαι, παίρνω τη χαρτούρα μου και πάω να φύγω, καθώς ακούω τον στρατιώτη να λέει στον Ελδυκάριο: «Ρε, η Χίος Ανατολικό

Αιγαίο είναι; Νόμιζα, Δωδεκάνησα…».

Η ΒΙΟΜΗΧΑΝ Ι Α ΤΟΥ ΤΡΕΛ Ο ΧΑΡΤΟΥ Βγαίνω απ’ το καψιμί καρφωτός για τα ιατρεία.

«Θα υπηρετήσεις

ΣΤΗ ΧΏΡΑ ΤΟΥ Χ Ώ ΣΈ 18
μια ψυχολόγος στην αίθουσα αναμονής. Είναι νέα, δεν πάει πολύς καιρός απ’ τη μέρα που βγήκε απ’ την Ευελπίδων. Έχει μάτια καφετιά και ζωηρά, μαλλιά καστανά πιασμένα κότσο και τ’ αστέρι του αν­
ή αναβολή;» με ρωτάει

θυπολοχαγού ραμμένο στον φρεσκοσιδερωμένο γιακά της.

Λέω ότι είμαι για να υπηρετήσω. Η αξιωματικός χαμογελά

και μου δείχνει μια καρέκλα έξω απ’ το γραφείο του ψυχιάτρου.

Αυτός θα μας πει αν θα πιάσω ντουφέκι.

«Θα περιμένεις, πρέπει να ξεπετάξουμε πρώτα όσους είναι

για αναβολή» μου λέει.

Για να περάσει η ώρα, θα σας πω την ιστορία που κρύβεται

πίσω απ’ την ερώτηση της ανθυπολοχαγού για το αν είμαι για

θητεία ή για αναβολή. Ας αφήσουμε λοιπόν την κατάταξη κι ας

γυρίσουμε λίγο πίσω στον χρόνο.

Βρισκόμαστε στις αρχές του 2020. Η αναβολή μου για σπου­

δές έχει μόλις λήξει και ξέρω ότι όπου να ’ναι θα ’ρθει το χαρτί

για τον στρατό. Είχα ζητήσει τράτο το 2010, όταν έδωσα πανελ­

λαδικές και χώθηκα στη Νομική Αθηνών. Το πτυχίο το πήρα το

2015, όμως την αναβολή δεν την έκοψα ποτέ, μιας που η ζωή τα

’φερε έτσι κι αμέσως έπιασα δουλειά ως δημοσιογράφος.

Με το μανίκι του μεροκάματου τα χρόνια περνάνε νερό

και καθώς βάζω το ένα τούβλο της ζωής μου πάνω στ’ άλλο, σε μια χώρα που δεν την πολυπαλεύει με την κρίση, το μυαλό

μου τριβελίζει η ιδέα αποφυγής της θητείας. Ο τρόπος; Απλός.

Τρελόχαρτο.

«Θ’ αφήσεις τη δουλειά».

«Θα μείνεις απένταρος».

«Δεν θα μάθεις τίποτα».

Καθώς ακούω επιχειρήματα κατά του φανταρικού και βλέ­

πω τον έναν γνωστό μετά τον άλλο να παίρνει απαλλαγή απ’

τη στράτευση, έρχεται

ΘΟΔΩΡΉΣ ΧΟΝΔΡ Ο ΓΙΑΝΝΟΣ 19
μια μέρα που συναντώ έναν ψυχίατρο, ο οποίος ξέρει τη δουλειά κι έχει κάνει μεγάλη βιομηχανία τα τρελόχαρτα. Μου εξηγεί λοιπόν πόσο εύκολα στήνεται το κόλπο: Ο νέος που θέλει να γλιτώσει απ’ την παραλλαγή πάει στο ιατρείο του κι εκείνος, με το αζημίωτο, του γράφει συστηματι­

κά συνταγές με ψυχοφάρμακα, τις οποίες ο ίδιος μετά εκτελεί

σε φαρμακείο γνωστού του, ώστε να παίρνει τα χάπια τσάμπα

και να τα πουλάει σε ασθενείς που αντιμετωπίζουν σοβαρά

ψυχικά ζόρια. Αν μάλιστα ο γιατρός εμπιστευτεί το επίδοξο

Ι5, του λέει να μην περνάει απ’ το γραφείο του, αλλά να του

στέλνει κάθε δίμηνο ένα μήνυμα στο κινητό με το ονοματεπώ­

νυμό του, για να του θυμίζει να του γράφει αγωγές που ποτέ δεν παίρνει, γιατί ισιώνουν άλογο.

Όταν έρθει η ώρα για την κατάταξη του κατά φαντασίαν τρελού, ο γιατρός τού γράφει, πάλι με το αζημίωτο, μια ιατρική γνωμάτευση όπου με διάφορες καλικατζούρες λέει ότι το παλικάρι δεν μπορεί να υπηρετήσει, αφού ένας θεός ξέρει από πόσες ψυχικές ασθένειες πάσχει και δεν αποκλείεται να του τη βαρέσει και να γαζώσει το μισό στρατόπεδο.

Κρατώντας γερά το χαρτί στα χέρια του, ο ψευτοτρελός πάει και παίρνει αναβολή, συνήθως για ένα ή και δύο χρόνια, άμα παίξει καλά τον ρόλο του και πείσει για πολύ μουρλοκομείο.

Κάποια στιγμή τον ξαναφωνάζουν απ’ τον στρατό κι αυτός εμφανίζεται με καινούργιο φιρμάνι, στο οποίο ο γιατρός, πάλι με

το αζημίωτο, έχει γράψει ότι πάσχει από ακόμα πιο βαριά ψυχι­

κή διαταραχή. Άντε πάλι αναβολή, μέχρι να ξαναφωνάξουν τον στρατεύσιμο κι αυτός να ξαναπάει μ’ άλλο πεσκέσι με ακόμα

πιο σκληρά σύνδρομα και ψυχοφάρμακα, αυτή τη φορά για να

πάρει την οριστική απαλλαγή. Και καθάρισε.

Αυτό το σύστημα τους αφήνει όλους ικανοποιημένους: Ο

ψυχίατρος τσεπώνει ζεστό μαύρο χρήμα και τσάμπα χάπια

απ’ το φαρμακείο που εκτελεί τις μούφα συνταγές του

ΣΤΗ ΧΏΡΑ ΤΟΥ Χ Ώ ΣΈ 20
σε βάρος του δημοσίου,
προς κατάταξη αποφεύγει τον στρατό, η πολιτική ηγεσία βολεύεται δίνοντας στα παιδιά των ψηφοφόρων της έναν έμμεσο τρόπο αποφυγής της θητείας και κάπως
ο υπόχρεος
έτσι βολεύεται κι ο στρατός, ο οποίος δεν μπλέκει μ’

όσους νταήδες ή καλομαθημένους δεν θέλουν να υπηρετήσουν.

Όλα αυτά βέβαια σε βάρος του μαλάκα που υπηρετεί, είτε

επειδή το πιστεύει είτε επειδή φοβάται το τρελόχαρτο, στο

πλαίσιο και της κοινωνικής πίεσης του «τι θα πει η γειτονιά

αν το παιδί δεν πάει φαντάρος», όπως και του «μόνο οι λου­

λούδες δεν βάζουν παραλλαγή».

Μάλιστα, η φάση έχει γίνει τόσο χαλαρή, που ένας γνωστός

μου είπε ευθέως στην επιτροπή που τον εξέτασε ότι φέρνει χαρ­

τί από ψυχίατρο, όχι γιατί δεν είναι καλά, αλλά γιατί δεν γου­

στάρει να υπηρετήσει. Και τον απάλλαξαν.

ΦΡΟΥΡΟΚΟΜΕ Ι Ο

Μπαίνει λοιπόν Μάρτιος του 2020 κι εμφανίζεται το χαρτί που

με στέλνει στο Πυροβολικό της Ρόδου. Εγώ είμαι σε άλλο μήκος

κύματος, μιας που έχω μόλις αποδεχτεί πρόταση για δουλειά

και κρατάω σπίτι στο νοίκι, κάτι που κάνει εξαιρετικά δύσκολο

το να πάρω το επόμενο καράβι για Δωδεκάνησα. ειδικά τώρα,

που έχει πέσει ο ουρανός στο κεφάλι μας με την πανδημία.

Το σκέφτομαι, το ξανασκέφτομαι και τελικά αποφασίζω να

πάω για την πρώτη αναβολή. Χτυπάω την πόρτα ενός ψυχιάτρου.

Του στάζω λαδάκι, μου δίνει ένα χαρτί κι εμφανίζομαι στο φρου­

ραρχείο Αθηνών.

Εκεί η φάση είναι νεοελληνική φαρσοκωμωδία. Φτάνω στην

πύλη και λέω στο βύσμα ότι έχω έρθει για αναβολή.

«Σωματική ή ψυχική υγεία;»

«Ψυχική».

«Είσαι για την ουρά, τσάκαλε…» λέει χασκογελώντας και μου

δείχνει μια σκουληκαντέρα με πάνω από διακόσια άτομα. Η ουρά

για τα σωματικά προβλήματα είναι πολύ, μα πολύ, μικρότερη.

Η χώρα των τρελών! σκέφτομαι και χώνομαι στη γραμμή πα­

ΘΟΔΩΡΉΣ ΧΟΝΔΡ Ο ΓΙΑΝΝΟΣ 21

ραγωγής αναβολών. Κοιτάζω το ρολόι μου. Δεν έχει πάει ούτε δέκα. Τόσα κι άλλα τόσα άτομα επρόκειτο να στηθούν στην

αναμονή, πίσω μου, μέχρι το μεσημέρι.

Η συντριπτική πλειονότητα των ασθενών είναι μούφα τρελοπεριπτώσεις που έχουν έρθει για να γλιτώσουν την κατάτα­

ξη. «Έλα ρε, τι έγινε; Εδώ που σου ’πα, έχω έρθει για αναβολή…

Όλα καλά! Τρελό περίμενε, ρε μαλάκα, αλλά μέχρι το μεσημέ­

ρι θα ’χω σπατσάρει…» λέει κάποια στιγμή ο μπροστινός μου

σ’ ένα απ’ τα κανονίσματα που κάνει για τη δουλειά του. «Κάνε

φορμάτ στον υπολογιστή και θα ’ρθω να περάσω τα προγράμ­

ματα, να το έχουμε τζιτζί στον πελάτη τ’ απόγευμα…» Σχεδόν

σε κάθε του τηλεφώνημα ο τύπος επαναλαμβάνει με σιγουριά:

«Ναι, ρε, δεν υπάρχει περίπτωση να μη μου δώσουν αναβολή. Έτσι πάει τώρα το σύστημα, εθελοντική η θητεία…».

Όλο το πρωί ακούω ένα σωρό συζητήσεις διόλου τρελών

νέων που λένε για τα επαγγελματικά τους, τα προσωπικά τους

και πόσο δεν την παλεύουν να τ’ αφήσουν όλ’ αυτά για να παρουσιαστούν στην παραμεθόριο. Μόνο μια μικρή χούφτα αδυνατεί στ’ αλήθεια να υπηρετήσει. Αυτοί κατά κανόνα χω­

ρίζονται σε τρεις κατηγορίες: πρώτον, σ’ αυτούς που πράγματι

πάσχουν από κάποιο νόσημα, ψυχικό ή σωματικό. δεύτερον, σ’ αυτούς που αντιμετωπίζουν πρόβλημα τοξικοεξάρτησης ή

αλκοολισμού . τρίτον, σ’ αυτούς που το κράτος τούς έχει για χρόνια βομβαρδίσει με θεσμικό ρατσισμό, με αποτέλεσμα να ζουν μια ζωή στο περιθώριο και να μη νιώθουν κομμάτι της

πατρίδας, την προστασία της οποίας το επιτελείο τούς καλεί τώρα υποκριτικά ν’ αναλάβουν.

Αναφέρω αυτή την τρίτη κατηγορία εδώ γιατί, κατά τη γνώμη μου, κι αυτοί έχουν δικαίωμα να μη θέλουν να υπηρετήσουν. Όταν το κράτος συλλαμβάνει και πυροβολεί τους Ρομά, αντιμετωπίζοντάς τους σαν «σκατόγυφτους», δεν μπορεί μετά

ΣΤΗ ΧΏΡΑ ΤΟΥ Χ Ώ ΣΈ 22

να τους καλεί στα όπλα για την υπεράσπιση της επικράτειάς

του. Το ίδιο ισχύει και για τους «σκαταλβανούς» και τις άλλες

«σκατοεθνικότητες», που ξαφνικά έγιναν «Έλληνες πολίτες»,

επειδή οι αρχές ξύπνησαν μια μέρα και αποφάσισαν να τους

καλέσουν να υπηρετήσουν τη χώρα που τους υποδέχτηκε με

μισαλλοδοξία και σκατοψυχιά.

Κάποια στιγμή έρχεται η ώρα μου να εξεταστώ. Με ζώνουν τα φίδια στην ιδέα ότι μπορεί να μη μου δώσουν αναβολή και ν’

αναγκαστώ ν’ ανατρέψω τη ζωή μου κακήν κακώς.

Μπαίνω στο ιατρείο έτοιμος για το μονόπρακτο. Ακολου­

θώντας τις οδηγίες του ψυχιάτρου, κάνω κινήσεις αργές και αλλοπρόσαλλες, υποδυόμενος τον παλαβό. Η περιβολή μου είναι του ελέους, ιδανική για το θεατρικό: ένα φθαρμένο απ’ τα πλυσίματα κοντομάνικο που βρήκα καταχωνιασμένο σ’ ένα

ξεχασμένο συρτάρι, μια ξεθωριασμένη ζακέτα που πρέπει να

κλείνει δεκαετία στην ντουλάπα μου και μια λιωμένη φόρμα

με τρύπα στ’ αριστερό μπατζάκι, την οποία είχα κρατήσει για

να κάνω πανάκια για τα ξεσκονίσματα, αλλά τελικά μου χρειά­

στηκε για τις βρομοδουλειές μου έξω απ’ το σπίτι.

Κάθομαι στην καρέκλα του ασθενή και σηκώνω το βλέμμα

μου στον στρατιωτικό γιατρό. Ψηλός, γαλανομάτης, με μια μου­

στάκα να. λεβέντης!

«Τι έχουμε;…» με ρωτάει ευγενικά.

«Δεν αισθάνομαι καλά, γιατρέ…» απαντάω. Το παραδέχο­

μαι, νιώθω άσχημα που κάνω τον άρρωστο, γιατί –όλα κι όλα–

αυτό που κάνω τώρα είναι να λέω ψέματα.

«Όταν λες ότι δεν αισθάνεσαι καλά, τι εννοείς;…»

«Ε, να, έχω άγχος…»

«Κατάλαβα…» αποκρίνεται ο γιατρός συγκαταβατικά.

Μάλιστα, δείχνει τόση συμπάθεια προς τον σαλεμένο εαυτό

μου, που αρχίζω ν’ αναρωτιέμαι αν έχει όντως πειστεί για την

ΘΟΔΩΡΉΣ ΧΟΝΔΡ Ο ΓΙΑΝΝΟΣ 23

τρέλα μου. Όμως, όχι, ο τύπος δεν είναι χαζός. Απλώς βαριέται

ν’ ασχοληθεί με την παράνοια του συστήματος.

«Να σου δώσω έξι μήνες; Συνήθως το άγχος περνάει γρή­

γορα…» μου λέει.

Νιώθω το στήθος μου να πιέζεται.

Όλα εδώ παίζονται, σκέφτομαι κι εξηγούμαι: Με βάση τη

δουλειά που έχω πιάσει, χρειάζομαι αναβολή για τουλάχιστον

έναν χρόνο. Φοβάμαι όμως ότι η ερώτηση είναι παγίδα, και

άμα ζητήσω έναν χρόνο ή παραπάνω, θα φάω καψόνι και θα

καταλήξω με το εξάμηνο.

«Βάλτε ό,τι θέλετε…» απαντάω ενστικτωδώς.

Ο γιατρός χαμογελάει. Βάζει τζίφρες και σφραγίδες και

με στέλνει στο διπλανό γραφείο για τα διαδικαστικά. Καθώς

περιμένω εκεί, ο μουστακαλής σηκώνεται και πάει μέχρι το

παράθυρο.

«Μια μεραρχία για αναβολή…» ξεφυσάει, μπουχτισμένος

που απ’ το πρωί κανονικοί άνθρωποι κάνουν τους μουρλούς

μπροστά του.

Παίρνω τη χαρτούρα μου και πηγαίνω στη στρατολογία.

Εκεί μου λένε ότι πλέον δεν έχω υποχρέωση να παρουσιαστώ

και με ενημερώνουν πώς έχει στο εξής η διαδικασία: Σύντομα

θα ’ρθει στο σπίτι νέο γράμμα, με το οποίο θα εμφανιστώ σε

μια επιτροπή γιατρών που θα διαβάσει την εξέταση του ψυχιά­

τρου, θα δει κι εμένα και θα πάρει την τελική απόφαση για την

αναβολή. Στη δική του γνωμάτευση, πάντως, ο μουστακαλής

έχει προτείνει έναν χρόνο. Καλοσύνη του.

Το φρέσκο χαρτί εμφανίζεται και πάω ξανά τρελός ρακένδυτος στην επιτροπή. Θεατρινισμοί και κολλυβογράμματα στρα­

τιωτικών γιατρών.

«Τα λέμε σ’ έναν χρόνο, φίλε μου…» μου λέει στην έξοδο ένας επίατρος.

ΣΤΗ ΧΏΡΑ ΤΟΥ Χ Ώ ΣΈ 24

Κατάταξη στη Θ(λ)ήβα. Μετάθεση στη Χίο. Και έπειτα αποστολή στις Οινούσσες. Στην ανατολική πινέζα του χάρτη. Μια ανάσα απ’ την ελληνοτουρκική μεθόριο. Σε θέσεις μάχης. Με γεμάτα όπλα. Έτοιμοι –και καλά– να σκοτωθούμε.

Το ταξίδι Στη χώρα του Χωσέ αφηγείται τις κωμικοτραγικές περιπέτειες ενός στρατιώτη που πασχίζει να επιβιώσει από τα ατελείωτα

χωσέ και τα ζόρια του φανταρικού: το μάντρωμα, τη στέρηση της σάρκας, το γερμανικό, την αϋπνία, τους στρατόκαυλους αξιωματικούς, τη μοναξιά ενός νεκρού πολίτη που στωικά καρτερεί τη νεκρανάστασή του.

Κατά τις περιπλανήσεις του σε μονάδες σύγχρονων ανεπιθυμήτων, ο χακί ήρωας στηλιτεύει και τα κακώς κείμενα του στρατού: τη

βυσματοκρατία, τα τρελόχαρτα, την κακή εκπαίδευση, την ομοφοβία, τον σεξισμό, την έχθρα απέναντι σε ό,τι αποσκιρτά από το συντηρητικό τοτέμ του λευκού στρέιτ χριστιανού ορθόδοξου Έλληνα. Κριτικάρει

όσα ταλαιπωρούν τους στρατιώτες και τον τόπο. όσα κάνουν τη θητεία μια «χρήσιμα άχρηστη» εμπειρία. Χρήσιμη σαν συλλογή βιωμάτων. Άχρηστη ως προς την επιτέλεση του σκοπού της.

Η παρούσα φανταρική μαρτυρία προορίζεται για όσους απολυμένους

θέλουν να ψηλαφίσουν το παρελθόν τους. Για όσους νεοσύλλεκτους

θέλουν να γραδάρουν το μέλλον τους. Για όσες και όσους τούς περιμένουν έξω να γυρίσουν. Για όσες και όσους, εντός και εκτός παραλλαγής, πιστεύουν ότι ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για το πώς ο στρατός θα σταματήσει να τρώει τα παιδιά του.

ISBN 978-618-5724-17-7

9 786185 724177

Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.