ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΟΓΙΆΝΝΗΣ
Παρίσι, 1997
ΤΟ ΚΑΜΠΑΡΕ ΜΕ ΤΟΥΣ ΜΑΓΝΗΤΕΣ
Ο Μάικλ Τζόρνταν πάτησε παρκέ ελληνικών γηπέδων ως κολεγιόπαιδο του Νορθ Καρολάινα, αλλά έκτοτε κύλησε πολύ νερό κάτω από τις γέφυρες του Σηκουάνα. Ο κάτοχος του ευρωπαϊκού τίτλου του 1997 Ολυμπιακός κλήθηκε αυτοδικαίως στο τουρνουά Όπεν, όπου συμμετείχαν ετησίως και οι πρωταθλητές του ΝΒΑ. Το «ερυθρόλευκο» κοινό αντιμετώπισε το συναπάντημα με αδιαφορία, αλλά οι ρέκτες του αθλήματος πιάσαμε στασίδι στο Μπερσί πριν η Πόλη του Φωτός ανάψει τους προβολείς.
ΣΤΕΚΌΤΑΝ ΕΚΕΊ, μπροστά μας, ολοζώντανος, με σάρκα και οστά. Με την αδρεναλίνη του στα ύψη, σε ύψη που μόνο εκείνος έχει εξερευνήσει. Χαμογελούσε πλατιά. Ήταν όμορφος. Φωτογενής. Χαρισματικός. Ένας αληθινός σταρ. Γνώριζε ότι όλα τα βλέμματα, 15 χιλιάδες ζευγάρια αχόρταγα μάτια, ήταν προσηλωμένα σε κάθε του κίνηση. Δεκαπέντε χιλιάδες; Και γιατί να μην πούμε 650 εκατομμύρια; Οι κάμερες της γαλλικής –και αμερικανικής– τηλεόρασης δεν τον άφηναν να κάνει ούτε βήμα απαρατήρητος. Σε κάθε διακοπή του αγώνα, η υφήλιος έβλεπε τον Τζόρνταν να βαδίζει αμέριμνος, να λοξοκοιτάζει αγριεμένος, να ποζάρει λαμπερός, να συζητάει αδιάφορος, να ζει. Να ζει το παιχνίδι, με κάθε του κύτταρο. Όλοι εμείς γύρω του, όντα πεπερασμένα, αγωνιούσαμε, θυμώναμε, βαριανασαίναμε, βιώναμε συναισθήματα από κείνα που προορίζονται για τους συνηθισμένους θνητούς. Ο Μάικλ Τζόρ-
3
ΤΑ ΜΑΤΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ
νταν ζούσε σε μίαν άλλην ατμόσφαιρα. Τον μάρκαραν σκληρά κι εκείνος γελούσε. Τον χρέωναν με φάουλ και αυτός υπομειδιούσε. Ολόκληρο το γήπεδο, αύτανδρη η αχανής αρένα του «Παλέ Ομνισπόρ ντε Μπερσί», ήταν το βασίλειο του αυτοκράτορα Μιχαήλ. Και εμείς, οι πιστοί του, τσιμπιόμασταν για να βεβαιωθούμε ότι αυτό που παρακολουθούσαμε ιδίοις όμμασι ήταν αληθινό. Όχι βγαλμένο από κάποιο γλυκό όνειρο, ούτε από την εικονική πραγματικότητα της τηλεόρασης. Το βλέπαμε ολοζώντανο μπροστά στα μάτια μας, δυόμιση ολόκληρες ώρες παριζιάνικου αθλητικού καμπαρέ, και όμως δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε. Ο Μάικλ Τζόρνταν μεταμορφωνόταν μπροστά στα μάτια μας. Από κοινός αθλητής, όπως έγραφε στεγνά το διαβατήριό του, γινόταν ο άνθρωπος-μπάσκετ. Δέκα λεπτά μετά την έναρξη του ιστορικού τελικού του 8ου τουρνουά «ΜακΝτόναλντς», ο Τζόρνταν παρέλαβε την μπάλα λίγο έξω από το τρίποντο. Σήκωσε τα μάτια, είδε απέναντί του τον τυχερό στην ατυχία του Μίλαν Τόμιτς και τον προσκάλεσε σε έναν χορό βγαλμένο από τα σύνορα της φαντασίας του νεαρού Σερβοέλληνα. Ένας εναντίον ενός, επτά μέτρα μακριά από το καλάθι. Το τανγκό της υπέρτατης ονείρωξης. Ο Τόμιτς τον πλησίασε και χαμογέλασε πλατιά. Αλλά όχι με εκείνο το πονηρό, κλεφτοκοτάδικο ύφος που τόσες φορές είχαμε δει στο πρόσωπό του. Τώρα φορούσε ένα χαμόγελο ευτυχίας, ηδονής. Ο Μίλαν ένιωθε τις κάμερες να τρέχουν, το φιλμ των φωτογράφων να ρολάρει, το βίντεο του σπιτιού του να φλέγεται. Ήταν έτοιμος να καρπωθεί το απόλυτο σουβενίρ της καριέρας του, μόλις στα 25 του χρόνια. Ο Τζόρνταν προσποιήθηκε. «Σε κάτι τέτοιες στιγμές, μου φαίνεται ότι ο αντίπαλός μου περιμένει να του συμβεί συμφορά», είπε μετά. Ο Τόμιτς ξεγελάστηκε για λίγο και έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. «Μάλλον του βγήκαν τα παπούτσια», ξεκαρδίστηκε ο άλλος. Το θύμα τα ξαναφόρεσε και επέστρεψε στον μαγευτικό χορό. Και γελούσε. Γελούσαν και οι δύο. Τζόρνταν: «Καταλάβαινα
4
ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΟΓΙΑΝΝΗΣ
εκείνη τη στιγμή ότι το παλικάρι με το 11, πανάθεμα και αν θυμάμαι το όνομά του, ζούσε την παιδική του φαντασίωση». Το καλάθι δεν μπήκε ποτέ. Τη στιγμή που απογειώθηκε για να σουτάρει, χαμογελώντας σύγκορμος, ο Τζόρνταν δεν νοιαζόταν καν για την κατάληξη της προσπάθειάς του. Δεν μοίραζε ντρίμπλες, αλλά αναμνήσεις. Εκείνη τη στιγμή ήταν πια βέβαιος ότι η συμμετοχή σε αυτό το τουρνουά άξιζε την ταλαιπωρία της υπερατλαντικής πτήσης και τον κόπο. Οι μπασκετμπολίστες της λοιπής υδρογείου, αυτοί που ξέρουν ότι δεν θα γίνουν ποτέ Τζόρνταν, προσεύχονται να ζήσουν δέκα δευτερόλεπτα σαν αυτά που έκαναν τον Τόμιτς να ανατριχιάσει. Δέκα δευτερόλεπτα στο φιλμάκι με τα κατορθώματα του Μάικλ. Στο φόντο της αφίσας. Ο Καρνισόβας ήταν δίπλα στον «αέρινο» όταν ο αθεόφοβος πέτυχε καλάθι με κάτι σαν ανάποδο ψαλίδι, αλλά δεν βρήκε τίποτε να πει. Παραήταν αποσβολωμένος για να σχολιάσει. Ο Μπακατσιάς θα έχει να διηγείται ότι τον μάρκαρε επί 7 λεπτά και δεν δέχτηκε ούτε πόντο. Όσο για τον Βούκτσεβιτς, που κατόρθωσε να του κλέψει την μπάλα μέσα από τα χέρια, δεν θα τα ξαναπλύνει ποτέ αυτά τα δάχτυλα. Θα έχει να εξιστορεί στα εγγόνια του το ιστορικό ανδραγάθημα του παππού. Εμείς, οι υπόλοιποι, που είχαμε την απρόσμενη τύχη να εισπράξουμε από απόσταση 5-6 μέτρων την ακτινοβολία ενός σουπερνόβα του παγκόσμιου αθλητισμού, θα ευλογούμε τη μοίρα που μας έφερε για ένα φθινοπωρινό τριήμερο του Οκτώβρη του 1997 στο Παρίσι. Η Πόλη του Φωτός είχε εκείνες τις μέρες μια αλλιώτικη λάμψη, απόκοσμη ακόμα και για τα δικά της, λαμπρά δεδομένα. Ο Πύργος του Άιφελ έγειρε λιγάκι προς το «Μπερσί», ο Σηκουάνας ξαπόστασε για να χαζέψει όσα συνέβαιναν στις όχθες του, τα καμπαναριά της Νοτρ Νταμ –πριν μετατραπούν σε αποκαΐδια– έπαιζαν παράξενες μελωδίες. Και ο Μάικλ Τζόρνταν διασκέδαζε. Ποτέ άλλοτε δεν έδειχνε τόσο παντοδύναμος και άτρωτος, ένας θνητός αθλητής. Οι ανορ-
5
ΤΑ ΜΑΤΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ
θόγραφες φωνούλες των Γάλλων θεατών, «Μάι-κελ, Μάι-κελ», έμειναν στα τύμπανά μας, σάουντρακ μίας εμπειρίας ζωής για οποιονδήποτε εραστή του μπάσκετ. Η απόκοσμη αύρα του Τζόρνταν έφτασε ως τα κύτταρά μας και μας έκανε να παραμιλάμε. Όταν αποσύρθηκε ο «Μάικελ» στον πάγκο, για να παίξουν τα τελευταία λεπτά κάποιοι ετερόφωτοι τυχάρπαστοι με την καθαγιασμένη από τον ίδιο φανέλα με τον ταύρο, το επιδόρπιο έμοιαζε σαν κρύο ντους, σαν μαύρος καφές, σαν αντίδοτο στην έκσταση που μας είχε κυριεύσει. Ο Σκότι Πίπεν απουσίαζε λόγω τραυματισμού, όπως και ο Ντένις Ρόντμαν. Οι Σικάγο Μπουλς του Παρισιού ήταν ο Τζόρνταν και κάτι άλλοι. Ήταν αδύνατον να πλησιάσει κάποιος την αυτού μεγαλειότητα τις μέρες εκείνου του Όπεν στο Παρίσι. Στις θύρες του ξενοδοχείου «Intercontinental», όπου συστεγάζονταν όλες οι αποστολές, στέκονταν φρουροί κάτι τρομακτικοί κέρβεροι, δυο μέτρα μπόι έκαστος. Μπροστά στον Τζόρνταν, οι μπασκετμπολίστες των έξι ομάδων περνούσαν απαρατήρητοι και έμοιαζαν με νάνους. Έξω στον δρόμο, δεκάδες δημοσιογράφοι, παπαράτσι, κυνηγοί αυτογράφων, ακόμη και αργόσχολοι που είδαν κουρνιαχτό κι έτρεξαν, συνωστίζονταν από το πρωί ως το βράδυ. Ο Μίλε Νάκιτς μπήκε στο ξενοδοχείο για να δει τον γιο του τον Φράνκο και κινδύνευσε να βγει τουλούμι, δυο μέτρα άντρας. Εμείς δεν διανοηθήκαμε καν να προσεγγίσουμε. Και αν δεν φρόντιζε το ΝΒΑ για δύο συναθροίσεις των δημοσιογράφων με τους παίκτες των Μπουλς, δηλαδή με τον Τζόρνταν, θα τον βλέπαμε στο παρκέ και μόνο εκεί. Πλησιάσαμε στον διάδρομο που συνέδεε τα αποδυτήρια με τον αγωνιστικό χώρο, τον είδαμε να περνάει σε απόσταση αναπνοής και αισθανθήκαμε σαν να μας χτυπούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε τον τελικό, του έκανα δύο ερωτήσεις μόνο και μόνο για να αισθανθώ το βλέμμα του και την προσοχή του ακουμπισμένη πάνω μου για μερικά δευτερόλεπτα. Παλιμπαιδισμός; Το λέτε επειδή δεν ήσασταν εκεί.
6
ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΟΓΙΑΝΝΗΣ
Ο ζωώδης μαγνητισμός του Μάικλ Τζόρνταν είναι ένα από τα μεγάλα μυστήρια της ανθρωπότητας. Προσωπικά τον έχω νιώσει μόνο όταν με ευλόγησαν οι θεοί του αθλητισμού να καθίσω δίπλα στον Σεργκέι Μπούμπκα, σε μία συνέντευξη Τύπου στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Στίβου της Αθήνας το 1997. Α, και μια φορά που στάθηκα δίπλα στην Έλενα Ισινμπάγιεβα στη Μαδρίτη, για να μας βγάλουν μία αναμνηστική φωτογραφία. Εκείνη χαμογέλασε, εγώ έχασκα σαν ερωτευμένος χάνος και το ενσταντανέ βγήκε κουνημένο. Δεν τον αδικώ τον συνάδελφο που τα θαλάσσωσε. Και το δικό μου χέρι θα έτρεμε αν είχα την Ισινμπάγιεβα στο οπτικό μου πεδίο. Το «ΜακΝτόναλντς», που καταργήθηκε μετά το 1999, δεν ήταν παρά ένα τουρνουά επίδειξης, καμωμένο για να φέρει σε επαφή τους δύο κόσμους του μπάσκετ. Ο Ολυμπιακός απέκτησε το δικαίωμα συμμετοχής εξ οφίτσιο ως πρωταθλητής Ευρώπης, αλλά αντιμετώπισε με περίσσιο επαρχιωτισμό το συναπάντημα με τους παντοδύναμους Σικάγο Μπουλς. Το κοινό του αδιαφόρησε επιδεικτικά και η ΚΑΕ αρνήθηκε τη συνήθη τω καιρώ εκείνω επιχορήγηση στις οπαδικές εκδρομές. Οπότε, αυτές ματαιώθηκαν εν τη γενέσει τους. Ο μοναχικός Έλληνας που εντοπίστηκε στρογγυλοκαθισμένος στις εξέδρες ανάμεσα στους Φράγκους είχε πληρώσει 80.000 δραχμές για ένα εισιτήριο, που δεν γνώριζε καν αν ήταν γνήσιο ή πλαστό. Ο Ντούσαν Ίβκοβιτς έδωσε μία και μοναδική οδηγία στους παίκτες του, εν όψει του ταξιδιού στη μητρόπολη της μόδας: «Μην ξεχάσετε να πάρετε μαζί σας κοστούμια. Το 1989, στο Όπεν της Βαρκελώνης, όλοι φορούσαν τα καλά τους, ενώ εμείς της Εθνικής Γιουγκοσλαβίας ήμασταν σαν τσιγγάνοι, με τα τζιν και με τα άσπρα μακό μπλουζάκια». Τη νύχτα του λαμπρού ντεφιλέ, ακόμα και ο φροντιστής Ανδρέας Βουρλιώτης άφησε την ασπροκόκκινη φόρμα στο ξενοδοχείο και εμφανίστηκε κουστουμαρισμένος, με γραβάτα. Ήταν σαν πολυτελής δεξίωση, σαν ολόφωτος γάμος: ο γάμος του ελληνικού
7
ΤΑ ΜΑΤΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ
μπάσκετ με το μπάσκετ του άλλου γαλαξία, με το άλλο μπάσκετ, με το μπάσκετ. Η γειτονίτσα μας, με τους ανεξέλεγκτους πολέμους των συμμοριών, ήταν για μια βραδιά ένας πολύ μακρινός, ξένος και βρόμικος πλανήτης. Η Ρασίγκ Παρί του Μπόζινταρ Μάλκοβιτς αντιμετώπισε τους Μπουλς με άμυνες ζώνης, πάει να πει αντάρτικο και ναρκοπέδια, προσπαθώντας απεγνωσμένα να τους νικήσει. Αυτό που κατόρθωσε ήταν να εκνευρίσει όχι μόνο τον Φιλ Τζάκσον και τους παίκτες του, αλλά και το φιλοθεάμον κοινό που συντονίστηκε για να παρακολουθήσει τις ραψωδίες του Τζόρνταν. Τελικό σκορ σε αγώνα 48 λεπτών: 89-82 υπέρ των Μπουλς. Ο Ολυμπιακός του Ίβκοβιτς κατέθεσε σεβασμό, όχι μόνο στον αντίπαλο, αλλά και στο ίδιο το παιχνίδι. Έπαιξε κανονικό μπάσκετ όπως αρμόζει σε φιλική αναμέτρηση και ηττήθηκε με 104-78. Για να δανειστώ μία φράση από τον Τύπο της εποχής: «Απαξίωσε να υιοθετήσει τακτική απατεωνίσκου». Στα τελευταία λεπτά του παιχνιδιού, πάτησαν το παρκέ του «Μπερσί» παίκτες που μετά βίας θυμούνται ότι κάποτε αγωνίστηκαν στον Ολυμπιακό: Καραπλής, Ζουρπένκο, Πέττας, Μίχαλος. «Ζητώ συγγνώμη από τους φιλάθλους που χάσαμε τόσο εύκολα», είπε μεταξύ αστείου και σοβαρού ο Ίβκοβιτς. «Εάν εμφανιζόμασταν πιο ανταγωνιστικοί, θα έπαιζε και ο Τζόρνταν λίγο περισσότερο». Μερικούς μήνες αργότερα, η αυτού εξοχότης κατέκτησε το 6ο πρωτάθλημα της καριέρας του στο ΝΒΑ και ξεστόμισε ένα δεύτερο, σχεδόν οριστικό, «goodbye». Εμείς θα έχουμε για πάντα το Παρίσι. Ο Αρτούρας Καρνισόβας (που έμελλε να γίνει γενικός δερβέναγας των Σικάγο Μπουλς το 2020) έφυγε από τον Ολυμπιακό χωρίς να κατακτήσει τίτλους, αλλά έκανε την απόσβεση του συμβολαίου του στον ημιτελικό εκείνου του «ΜακΝτόναλντς». Η Ατένας Κόρδοβα από την Αργεντινή ήταν έτοιμη να σαμποτάρει το ιστορικό πάρτι, εξοστρακίζοντας τον πρωταθλητή Ευρώπης στον μικρό τελικό, αλλά ο Λιθουανός πέτυχε… τετράποντο λίγο
8
ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΔΟΓΙΑΝΝΗΣ
πριν το φινάλε και πήρε την μπουκιά από το στόμα των Λατινοαμερικάνων (89-86). «Δεν κοιμηθήκαμε όλη τη νύχτα από τη σκασίλα μας», ομολόγησε ο αρχηγός τους, Μαρσέλο Μιλανέζιο. Σάμπως κοιμηθήκαμε εμείς, σενιόρ; Όταν ξημερώνει τέτοιο ραντεβού, ο Μορφέας είναι ο πρώτος που παίρνει ρεπό.
9
H πρώτη έκρηξη του ελληνικού μπάσκετ βρήκε τον Νίκο Παπαδογιάννη ακροβολισμένο στα μετόπισθεν, αλλά με τη σφεντόνα στο χέρι. Αμούστακο μειράκιο ακόμη, παρακολούθησε τον θρίαμβο του 1987 χαμένος κάπου ανάμεσα στις κερκίδες του ΣΕΦ και στα γραφεία της Απογευματινής, που του εμπιστεύτηκε την πρώτη γραφομηχανή. Διέπρεψε ωστόσο στους πανηγυρισμούς, στο σιντριβάνι της Ομόνοιας. Στις τρεις και σχεδόν μισή δεκαετίες που ακολούθησαν, ο Νίκος… τα είδε όλα. Ολυμπιάδες, φάιναλ-φορ, Μουντομπάσκετ, Ευρω μπάσκετ, πράγματα, θαύματα και τραύματα. Στα 29+2 κεφάλαια του βιβλίου που κρατάτε στα χέρια σας, ο συγγραφέας σάς ξεναγεί σε αλησμόνητα, σχεδόν μυθικά, ματς, όπως τα έζησε από απόσταση αναπνοής, με κομμένη την ανάσα. Η φωνή του βράχνιασε από τις περιγραφές, τα χέρια του έβγαλαν ρόζους από το γράψιμο, τα πόδια του κουράστηκαν από το αδιάκοπο κυνήγι της είδησης, οι κρόταφοι γκριζάρισαν από τα χρόνια της θητείας, αλλά η ψυχή του εξακολουθεί να σκιρτάει όποτε ακούει τον χτύπο της πορτοκαλί μπάλας. Συνήθως ο Νίκος λείπει, αλλά —όπως λέει το παλαιό δημοσιογραφικό κλισέ— επέστρεψε και γράφει. Αν δεν σας πολυενδιαφέρει το μπάσκετ, τόσο το καλύτερο. Το βιβλίο δεν απευθύνεται τόσο στον κολλημένο με την μπάλα θαμώνα των γηπέδων, όσο στον περιστασιακό θεατή, αλλά πιστό αναγνώστη και ταξιδευτή. Αθλητισμός δεν είναι η νίκη, αλλά το ταξίδι. Και ο Νίκος το ταξίδι δεν το χορταίνει.
ISBN 978-618-5265-33-5
9 786185 265335