Νάσος Καραστάθης - Μέρες ντυμένες αντίο

Page 1

Ο πατέρας. Κοντός, δυνατός, άσαρκος. Το χρώμα του περίεργα σκούρο. Αυτό των ανθρώπων που

όλη τους τη ζωή αντιπαλεύουν τον ήλιο, το κρύο, τη βροχή. Κοιτώντας τον, έβλεπες μόνο κόκκαλα που

ντύθηκαν με ένα σκληρό, άκαμπτο –σαν λαμαρίνα– δέρμα. Είχες την αίσθηση πως οτιδήποτε αιχμηρό πάνω του θα τσακιζόταν. Μάτια μαύρα, μικρά, φωλιασμένα σε βαθιές κόγχες. Ένα παράξενο φως αντιφέγγιζε από το βάθος. Μάγουλα βουλιαγμένα, που τόνιζαν περίεργα τα ζυγωματικά. Η μύτη λεπτή, μικρή, φανέρωνε τη δύναμη του προσώπου και τόνιζε το μαύρο μουστάκι. Τα χείλη τα αναζητούσες.

Χέρια σφυριά, που κατέληγαν σε παράξενα μεγάλες

παλάμες, οι οποίες τέλειωναν σε χοντρά δάχτυλα, δέντρων κορμοί. Σαν έτοιμος από πάντα για έκρηξη. Ασυναίσθητα όταν ήταν μπροστά σου έπαιρνες

στάση αμυντική. Μια χειροβομβίδα χωρίς περόνη.

Βοσκός, από την πρώτη ημέρα που τον έλουσε το φως. Μεγάλωσε στα μιτάτα, συντροφιά με τις πέτρες, τις αφάνες και τα αγκάθια. Αυτά τα παιχνίδια

ΝΆΣΟΣ Κ Ά Ρ Ά ΣΤΆΘΗΣ 3

του, αυτοί οι συμμαθητές του. Δεντρί για σκιά, για γλύκα κανένα. Ρίζωσε στις πέτρες, έγινε, το λοιπόν, πέτρα και εκείνος. Του άφησε ο πατέρας του κοπάδια κάμποσα και εκείνος με περισσό ιδρώτα τα αυγάτισε. Τα χρόνια διαβήκαν, ο κόσμος μαλάκωσε, φόρεσε την καλοπέραση, έμαθε τα ταξίδια. Φύτρωσαν στο νησί μονάδες πολλές, να τους φροντίζουν. Έφτιαξε και εκείνος ένα μικρό τυροκομείο.

Παρά το χαρακτήρα του, όλοι ήθελαν από τα γεννήματά του. Τίμιος, χωρίς νοθείες, έγινε περιζήτητος. Έμπορος δεν έγινε. Για τούτο έφτιαχνε το γιο του. Εκείνου η ζωή ήταν στα μιτάτα, με τους τρεις, τέσσερις βοσκούς του. Εκεί έπαιρνε ανάσα.

Η σκληράδα του τοπίου τον έθρεφε, κάθε τι προγονικό τον γιγάντωνε. Μήτε καφενέδες, μηδέ θάλασσες. Αυτά κάνουν τους ανθρώπους χαλαρούς, άχρηστους, νεροξεπλύματα.

Δώδεκα χρονών γίνηκε ο γιος του. Έπρεπε βοσκάκι να βαπτιστεί, και για τούτο ανέβαιναν πρωί πρωί στα μιτάτα. Σαν έφτασαν ψηλά, οι βοσκοί του

είχαν προχωρήσει στο κούρεμα των ζώων. Αφού του

έδειξαν τον τρόπο, έπρεπε τώρα να μάθει και να σφάζει. Γύρω από το μιτάτο ήταν ένας περίκλειστος

χώρος με ξερολιθιές. Μια χούφτα χώμα να γύρευες

δεν το ’βρισκες. Ήταν όμως εκεί ένα τεράστιο πουρ-

νάρι, δέντρο ολάκερο, μοναχό σε όλη την πλαγιά.

Εκεί, από κάτω, οδηγούσαν τα άμοιρα ζωντανά οι

βοσκοί, και ο πατέρας τους έπαιρνε τη ζωή.

Τον ανάγκασε να στέκει ορθός, δίπλα του, να

KINTSUGI 4

βλέπει, να σπουδάζει. Εκεί, πάνω σε κάμποσα κομμένα κλαδιά, κάτω από το μεγάλο πουρνάρι, μόλις

του παρέδιναν τα ζώα, ο πατέρας με μια απότομη, αριστοτεχνική λαβή τα ακινητοποιούσε έχοντας το

μαχαίρι στο στόμα και έδινε το τέλος. Ήθελε δύνα-

μη περισσή να βλέπεις το ζώο να σφαδάζει, το αίμα

να ραντίζει τις πέτρες τις καυτερές, σαν να έπρεπε

να τις ξεδιψάσει, τα πόδια του ζώου που έσκαβαν

το χώμα στην απέλπιδα προσπάθειά του, το γλαρό

τόνο που έπαιρναν τα μάτια του κατά το ψυχο -

μαχητό, την τελευταία κραυγή που μαρτυρούσε τη

ζωή. Αυτή η ζωή που στο λεπτό χανόταν, και τώρα

το ζώο άψυχο, ξαπλωμένο δίπλα από τα πόδια του

που λύγιζαν, που ήθελαν να τρέξουν, μα ο πατέρας

δυνάστης δεν το επέτρεπε. Πόσο αλλιώτικο ήταν

τώρα άψυχο το κορμί τους, τώρα που δεν ένιωθε

τον ήλιο να το ζεσταίνει, τώρα που το στήθος τους

δεν ανεβοκατέβαινε από τον αέρα. Πόσο γρήγορα

περνάς τη γραμμή. Ένα σακί παραγεμισμένο με πέτρες. Ένα τίποτα.

Τις εικόνες αυτές έσβησε με μιας ο πατέρας του, όταν άφησε στην τρυφερή του παλάμη το ζεστό ακόμη από αίμα μαχαίρι, που γλιστρούσε λεκιασμένο.

Ένιωθε τα σωθικά του να τραντάζονται με βία, να ανεβαίνουν στο στόμα του και τα πόδια του, ενώ έπρεπε να τα κινήσει, βαριά, σαν του Χριστού, καρφωμένα. Δεν ήθελε να νιώσει το ζεστό αίμα του ζώου στα χέρια του, να αισθανθεί τα βίαια τραντάγματα της μοιραίας αντίστασής του. Δεν ήθελε αυτόν τον

ΝΆΣΟΣ Κ Ά Ρ Ά ΣΤΆΘΗΣ 5

άνθρωπο για πατέρα του. Έτρεμε. Το ζώο ήταν ήδη

ξαπλωμένο, ακινητοποιημένο, και το ζεστό μαχαίρι

στο χέρι του. Έκανε το πρώτο βήμα. Το δεύτερο.

Τώρα το είχε ανάμεσα στα πόδια του. Έσκυψε. Είδε το βλέμμα εκείνου. Αγωνία και ικανοποίηση ανάκατη.

Λύγισε και έγειρε. Γκρεμίστηκε. Βρήκε στήριγμα την

ξερολιθιά. Εκείνος που ήταν ο πατέρας του, σύννεφο βαρύ, από αυτά που αγγίζουν τη ράχη της γης.

Με ένα σάλτο του πήρε το μαχαίρι και αστραπιαία

το έμπηξε στο λαιμό του ζώου. Ένιωσε το αίμα να

ραντίζει το πρόσωπό του, τα πόδια του. Μύρισε τη

γλυκερή μυρωδιά του. Έκανε εμετό πάνω στο στήθος. Μήτε να γυρίσει το κεφάλι του δεν είχε το κουράγιο.

Εκείνος, ο πατέρας, σαν τελείωσε με το ζώο, τον άρπαξε από το χέρι και άρχισε να τον σέρνει πίσω του. Καθώς έβγαιναν από τη μικρή πορτούλα, άπλωσε το χέρι του και πήρε μια τριχιά. Άρχισαν

να απομακρύνονται από το μιτάτο. Μπροστά ο πατέρας, που τραβούσε το γιο, όπως το άλογο που

πείσμωσε, και ξοπίσω ακολουθούσε ο σκύλος. Τα

αγκάθια έσκιζαν τα τρυφερά του πόδια, μα καθόλου δεν τα καταλάβαινε. Ένας παράξενος, αδιόρατος φόβος έτρεχε στις φλέβες του. Τα βαριά του πόδια σκόνταφταν στις σπαρμένες από πάντα πέτρες. Του άλλου όχι. Τους ακολουθούσαν μαβιά σύννεφα, που έκρυβαν τον ήλιο. Σαν να γνώριζαν.

Έφτασαν στην απομακρυσμένη πλαγιά. Σαν ο δημιουργός θύμωσε, τούτον τον τόπο έπλασε. Οι πέτρες γυάλιζαν, έκαιγαν καύκαλα ανθρώπων.

KINTSUGI 6

Βρήκε έναν καχεκτικό θάμνο που δεν είχε το κουράγιο μήτε τα φύλλα του να θρέψει. Εκεί έδεσε

τη μια άκρη της τριχιάς. Την άλλη στο πόδι του.

Τέτοια πρέπει σε άχρηστους σαν εσένα, του είπε, και κίνησε να φύγει. Ο σκύλος, σαν να ένιωθε τι

γινόταν, πλησίασε το μικρό αγόρι βγάζοντας ένα

λυπητερό γρύλισμα. Το άκουσε και γύρισε. Έδωσε

μια κοφτή διαταγή να τον ακολουθήσει. Το ζώο

μουδιασμένο δεν κίνησε. Μια κοιτούσε αυτόν, μια τον πατέρα. Τότε εκείνος κίνησε απότομα προς τη

μεριά του. Ο σκύλος φοβισμένος τον ακολούθησε.

Το δέσιμο ίσως κάποτε να του το συγχωρούσε.

Ποτέ του όμως δε θα ξεχνούσε που δεν του άφη-

σε συντροφιά το σκύλο. Έμεινε μονάχος. Αυτός,

η τριχιά και οι πέτρες. Όρθιος και μονάχος. Ένα

παιδί, χρονών δώδεκα, που δεν ήθελε στα χέρια του

αυτό το ζεστό μαχαίρι. Που δεν άντεχε τη ζέστα

του αίματος στα χέρια του. Έτσι όπως γλιστρούσε.

Μόνο ένα δάκρυ κύλησε. Χοντρό, ίδιο μαργαριτάρι.

Έπεσε στο κούτελο μιας πέτρας, που όλη μέρα την έκαιγε ο ήλιος. Γρήγορα το ήπιε, και ας ήταν αλμυρό. Δεν άφησε ίχνη. Εκείνη τη στιγμή, όπως έστεκε

δεμένος από το ένα του πόδι, μόνος και αβοήθητος, τον λυπήθηκε ένα αγριολούλουδο. Έγειρε το κεφα-

λάκι του και το έκρυψε με τα δυο του φυλλαράκια, όπως οι γριές κρύβουν το δικό τους με το τσεμπέρι σαν μαθαίνουν το μεγάλο κακό. Και οι πέτρες

ντράπηκαν. Κίνησαν να φύγουν, να μη βλέπουν, μα δεν μπόρεσαν. Ντράπηκαν για τη σκληρότητα των

ΝΆΣΟΣ Κ Ά Ρ Ά ΣΤΆΘΗΣ 7

ανθρώπων, τη μεγαλύτερη από τη δική τους.

Έμεινε εκεί, μουλιασμένος από ντροπή. Πόσες

ώρες, ποιος να ξέρει; Ποιος μπορεί το χρόνο να μετρήσει σε τέτοια μονοπάτια. Κάποτε, από μακριά ακούστηκε ένας ήχος φορτωμένος γλύκα, σαν ένα

άφοβο αηδόνι στο διάλειμμα της μάχης, όπως το

γέλιο της γυναίκας που παρέδωσε το κορμί της σε χέρια δυνατά, μετά από χρόνια πολλά. Ολοένα και

δυνάμωνε, ολοένα και πλησίαζε. Τον γνώρισε. Ήταν ένας από τους βοσκούς, ο πιο γέρος, στη δούλεψή τους από του παππού τα χρόνια. Έπαιζε μια αυτοσχέδια φλογέρα, που η μουσική της ήρθε σαν βάλσαμο να καθίσει στην πληγή που ο ίδιος ο πατέρας του έκανε. Τον ζέσταινε τούτος ο ήχος και ας ήταν κατακαλόκαιρο και έτρεμε. Τον γλύκανε και το πρόσωπο του γέρου, οι αργές, σίγουρες κινήσεις. Έβγαλε το σουγιά του, έσκυψε με κόπο και έκοψε την τριχιά. Τον χάιδεψε με το πέτρινο χέρι του, που

είχε ξεχάσει πως τα χέρια είναι και για να χαϊδεύ-

ουν, και του χάρισε τούτη τη φλογέρα. Πάρ’ τη του

είπε, είναι γιατρικό. Είναι έγκλημα μεγάλο να σε δένουν, μα μεγαλύτερο είναι να μην το βλέπεις. Να

θυμάσαι τούτη την ημέρα. Την πήρε, την έσφιξε στα χέρια του. Θα ήταν αυτό το ξύλο ό,τι πιο πολύτιμο είχε. Ο γερο-βοσκός κίνησε για το μιτάτο και εκείνος για το σπίτι, με την κομμένη τριχιά ακόμη στο πόδι. Κατεβαίνοντας, έψαχνε ήδη τρόπο να πάρει εκδίκηση. Όταν έφτασε σπίτι, κλείστηκε στο δωμάτιό του κρυφά από τη μάνα. Έκατσε στη γωνιά του κρεβα-

KINTSUGI 8

τιού και με δυσκολία έλυσε την κομμένη τριχιά από

το πόδι του. Την έβαλε βαθιά σε ένα κουτί, μαζί με

τη φλογέρα. Δεν το άνοιξε ποτέ.

Το σπίτι τους ήταν στην άκρη του χωριού. Σαν

βιγλάτορας έστεκε ξέχωρα από τα άλλα στο χείλος

της αβύσσου. Ήταν χτισμένο σε έναν κάθετο βράχο, μαχαιριά βαθιά στην πλάτη της γης. Λες και μια χθόνια δύναμη που πεινούσε έκοψε φέτα με το

μαχαίρι της την πείνα της να μερέψει. Από κάτω η

θάλασσα ανταριασμένη, ασίγαστη, αδηφάγα. Ποτέ

δεν είχε το όμορφο γαλάζιο. Πάντα μαύρη, έτοιμη

να χάψει ό,τι δεν πατούσε στέρεα σε τούτη τη γη.

Η πλάτη του σπιτιού έβλεπε το πέλαγο, ασπίδα

στη μάνητα του αγέρα. Η αυλή από πίσω προφυ-

λαγμένη, πλημμυρισμένη άνθια και πουλιά. Αρκετά

πιο πίσω το τυροκομείο και στην ακριβώς αντίθετη

πλευρά μια μεγάλη αποθήκη με τις ζωοτροφές.

Εκεί θα χτυπούσε. Αυτή θα ήταν η εκδίκησή του.

Είχαν περάσει περίπου δυο μήνες από την αποτυχημένη χειροτονία του να γίνει βοσκαρούδι. Δυο πράγματα ήθελε να συνδυάσει. Έπρεπε να φυσάει νότιος

άνεμος, για να γίνουν όλα στάχτη, και ο πατέρας να

είναι εκεί. Να έβλεπε την καταστροφή. Εκείνη την

ημέρα φυσούσε διαολεμένα από το πρωί. Εκείνος

πίσω από το μικρό παραθύρι παρακαλούσε τον άνεμο να μην κοπάσει. Και δεν κόπασε. Αντίθετα, μά-

νιασε πιότερο. Βράδιασε για τα καλά. Έκλεισαν τα

πορτοπαράθυρα, σφάλισαν τα παντζούρια. Έστεκε

εκεί ορθός, κερί αναμμένο, και περίμενε. Σαν λάγια-

ΝΆΣΟΣ Κ Ά Ρ Ά ΣΤΆΘΗΣ 9

ξαν άνθρωποι και ζωντανά, με ένα σάλτο βγήκε από

το παραθύρι. Ό,τι χρειαζόταν το είχε έτοιμο από

ημέρες και το κρατούσε σφιχτά.

Δεν άργησε πολύ. Το κακό ποτέ δεν αργεί. Η φωτιά φουριόζα κατάπινε ό,τι έβρισκε. Κάθε ριπή του

ανέμου την τάιζε πιότερο και ο ορίζοντας γέμισε

φως. Κακό φως, της καταστροφής. Τα παρατηρούσε όλα ψύχραιμα, πίσω από την πλεχτή κουρτίνα, με

τα ερωτευμένα πουλιά να κοιτούν φοβισμένα. Τότε τον είδε. Δεν είχε προλάβει να ντυθεί. Κρατούσε έναν άδειο κουβά. Ούτε που προσπάθησε να κάνει κάτι. Φλόγες που ζέσταιναν τα άστρα. Σε λίγο η σκεπή της αποθήκης γκρεμίστηκε με πάταγο. Τον

είδε να λυγίζει τα γόνατα και να στέκει εκεί μαρμαρωμένος, κεραυνόπληκτος και κυρίως αδύναμος, με τον πολύ βαρύ κουβά στα χέρια του. Τούτο ήταν

το συναίσθημα που ήθελε να νιώσει. Μόνο αυτό. Η

μάνα αρκετά πιο πίσω παρακολουθούσε τραβώντας

τα μαλλιά της. Ασυναίσθητα γύρισε προς το παρα-

θύρι του. Είδε την άκρη της κουρτίνας ανασηκωμένη

και απότομα να πέφτει. Τράβηξε τα μαλλιά της πιο

δυνατά. Καμιά κραυγή δε βγήκε. Ύστερα εκείνος

γύρισε προς το σπίτι, με κατεβασμένο το κεφάλι, γυμνός από ρούχα, γυμνός από δύναμη, κρατώντας

τον άδειο κουβά. Ασταθής άνοιξε την πόρτα, άφησε

τον κουβά πάνω στον πάγκο της κουζίνας, λες και

κάτι έφερε από τον κήπο, και έπεσε στο κρεβάτι

του. Έγινε μια μπαλίτσα. Ο γιος ήταν πιότερο λυπημένος από εκείνον. Μήτε δράμι χαρά δεν πήρε

KINTSUGI 10

από την εκδίκησή του, ούτε ικανοποίηση. Μόνο

πόνο, γιατί για πρώτη φορά κατάλαβε πόση μεγάλη

δύναμη έχει το κακό. Λυπόταν για τον εαυτό του. Πέρασε ο καιρός, γκρέμισαν τα μαυρισμένα

ντουβάρια –όλους τους βάραιναν– μάζεψαν τα

αποκαΐδια, και σε λίγο άρχισε μια νέα, μεγαλύτερη

αποθήκη να γεννιέται. Ο πατέρας δούλευε αμέτρητες ώρες, ακατάπαυστα. Κάθε δυσκολία τον έκανε

πιο δυνατό, θαρρείς πως μόνο όταν είχε πρόβλημα

έπαιρνε ανάσες, ζωή. Κάθε που στριμωχνόταν, γίγαντας γινόταν. Σαν τέλειωνε το φως, εκείνος γύριζε, έπαιρνε μια καρέκλα, σκληρή –ποτέ του δεν

είχε καθίσει σε πολυθρόνα–, ένα φρούτο, έβγαζε το

σουγιά του, δώρο βαρύ από τον πατέρα του, έκοβε

κομμάτι κομμάτι και το έβαζε στο στόμα. Κοιτούσε

το κτήριο να μεγαλώνει και μηχανικά μασούσε. Τον

παρατηρούσε και ίσως κατά βάθος να τον θαύμαζε.

Δεν μπορούσε όμως ποτέ να γίνει όμοιός του, να

πατήσει στα χνάρια του, να πάρει το δρόμο που

εκείνος του χάραζε. Αδύνατον, και το κατάλαβε

καλύτερα τις επόμενες ημέρες.

Χρόνια πολλά είχαν το σκύλο. Τον κατέβασαν

στο σπίτι από τα μιτάτα. Άγριος πολύ δεν ήταν.

Άχρηστος για εκεί. Μεγάλωνε, το λοιπόν, ο σκύλος

ανάμεσα στα γιασεμιά, στα ποδήλατα, στις σάκες

και τα βιβλία. Πέρασαν τα χρόνια και για ’κείνον, και, όπως πάντα, άφησαν πάνω του τα χνάρια τους.

Ο

σκύλος ολοένα και βάραινε, ολοένα και πιο άκεφος γινόταν. Το μάτι του πατέρα, βοσκού μάτι,

ΝΆΣΟΣ Κ Ά Ρ Ά ΣΤΆΘΗΣ 11

αμέσως το πρόσεξε. Ένα μεσημέρι, σαν γύρισε τον

είδε που δεν έτρωγε ό,τι ο γιος του είχε βάλει. Τον

πλησίασε, γονάτισε και τον ξάπλωσε δίπλα του. Με

τα χοντρά του δάχτυλα άρχισε να τον ψαχουλεύει

παντού, δυο και τρεις φορές. Συννεφιασμένος στα-

μάτησε. Τα μαύρα του μάτια γιόμισαν σκοτεινιά, φόρτωσαν θολούρα και αντάρα. Κουβέντα καμιά. Ούτε στο γιο μα ούτε και στη γυναίκα του, που

βγήκε ανήσυχη σκουπίζοντας τα χέρια της στην υγρή ποδιά. Εκείνο το απόγευμα δεν επέστρεψε

στο τυροκομείο. Τάχα αδιάθετος. Μάνα και γιος κοιτάχτηκαν κι άρχισαν να ανησυχούν περισσότερο. Πήρε ένα πορτοκάλι, βγήκε στην αυλή, έβγαλε το σουγιά και άρχισε να το καθαρίζει. Το ξεγύμνωσε ολότελα. Αδύνατον να το φάει. Το άφησε ακέριο πάνω στον πάτο του κουβά που αναποδογύρισε. Το

άφησε εκεί να κρυώνει, όπως κρύωνε και εκείνος.

Πήρε τις φλούδες του πορτοκαλιού από τα πόδια

του και με το σουγιά άρχισε να τις κάνει μικρά μικρά κομματάκια. Σαν να κομμάτιαζε τη θλίψη του.

Ο

σκύλος πλησίασε, τα μύρισε και ξάπλωσε βαρύς

στα πόδια του. Αφού τελείωσε το έργο αυτό, μπήκε

στην κουζίνα, πήρε τα χρειαζούμενα και μαγείρεψε

το αγαπημένο φαγητό του σκύλου. Αυτός που έμενε

μέρες άφαγος, αν όλα δεν του τα έβαζαν στο χέρι. Βγήκε σαν τελείωσε, άφησε το φαγητό στο πιατάκι

του σκύλου, πάστρεψε και το νερό του και στάθηκε

να κοιτά. Ο σκύλος σηκώθηκε με χαρά στην αρχή, δοκίμασε, όχι λαίμαργα, και ξαναξάπλωσε.

KINTSUGI 12

Το πρωί ο πατέρας σηκώθηκε πρώτος, νωρίτερα

από ό,τι συνήθιζε. Βγήκε, φώναξε το σκύλο, του έβαλε καθαρό νερό. Γύρεψε, βρήκε την ξεχασμένη από

παλιά αλυσίδα και την έδεσε στο λαιμό του. Άνοιξε

αθόρυβα το παραπόρτι και μαζί βγήκαν. Βάδιζαν

στο φρύδι του γκρεμού. Από κάτω η θάλασσα περίμενε μαυρισμένη. Πήρε να χαράζει. Το φως ξύπνησε, τανύστηκε, νίφτηκε και βγήκε στη στράτα. Εκείνοι, πατέρας και σκύλος, συνέχισαν να απομακρύνονται, πάντα πάνω στου χάους τη γραμμή. Από εκεί το σκοτάδι και από εδώ το φως, η ζωή. Σταμάτησε. Ο σκύλος του κουνούσε την ουρά, του έγλειφε το χέρι. Το τράβηξε. Όσο τον άφηνε να τον γλείφει δε θα μπορούσε. Έβγαλε τα τσιγάρα. Πήρε ένα, κοίταξε

τη θάλασσα τη μαύρη, έκανε φωλιά τα χέρια του, το άναψε. Δυο ρουφηξιές το έφεραν στη μέση. Το

έπιασε με τα τρία δάχτυλα στην άκρη και το πέταξε

με νεύρο. Το παπούτσι του στριφογύρισε κάμποσες

φορές πάνω του. Χάθηκε. Γονάτισε, πήρε μια με-

γάλη βαριά πέτρα. Την έδεσε στο λαιμό του ζώου.

Αστραπιαία τον έσπρωξε στον γκρεμό. Μόνο ακού-

στηκε ο ήχος σαν έσκασε στο μαύρο νερό.

Το μεσημέρι, σαν γύρισε από το σχολείο, η μάνα

του είπε τι είχε συμβεί. Εκείνο το απόγευμα άρχισε

να τραυλίζει.

ΝΆΣΟΣ Κ Ά Ρ Ά ΣΤΆΘΗΣ 13

Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.