Εκδόσεις Κοντύλι – 2013 Α´ έκδοση Copyright 2013 για την ελληνική γλώσσα σε όλο τον κόσμο ISBN 978-960-9661-14-0
Τίτλος: Το σφυρί και ο καθρέφτης: Σπάζοντας τα ψυχοθεραπευτικά είδωλα Τίτλος πρωτοτύπου: The mirror and the hammer Συγγραφέας: Ernesto Spinelli Α´ αγγλική έκδοση: SAGE Publications Ltd © 2001 Επιστημονική επιμέλεια: γίγνεσθαι Γλωσσική επιμέλεια - Διόρθωση: Γεωργία Σολδάτου Μετάφραση: Μάρω Κακαβέλα Δημιουργικό εξωφύλλου: Studio G Σελιδοποίηση: Δέσποινα Βαφείδου Επιμέλεια παραγωγής: ∆ημήτρης Παντελής
Κοντύλι Πινακάτες Πηλίου 370 10 Μηλιές T/F: +30 24230 86757 info@kondyli.gr www.kondyli.gr
Το λογότυπο Κοντύλι είναι εμπορικό σήμα κατατεθειμένο και ανήκει στην ατομική επιχείρηση Δημήτρης Νικ. Παντελής. Σύμφωνα με τον Ν. 2121/1993 και τους σχετικούς διεθνείς κανονισμούς που ισχύουν στην Ελλάδα, απαγορεύεται η αναδημοσίευση και η αναπαραγωγή – ολική, μερική ή περιληπτική– ή η κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου του παρόντος βιβλίου με οποιονδήποτε τρόπο –μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης– χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη.
.
Ernesto Spinelli
Το σφυρί και ο καθρέφτης Σπάζοντας τα ψυχοθεραπευτικά είδωλα
The mirror and the hammer
.
.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
.
Πρόλογος στην ελληνική έκδοση
7
Εισαγωγή
9
1. Εξυμνώντας τη μετριότητα: Τι έχει συμβεί στην ψυχοθεραπεία;
13
2. Να προβαίνουμε ή όχι σε προσωπικές αποκαλύψεις; Ιδού η απορία
31
3. «Δεν είμαι ουσιαστικό»: Οι ιδιοτροπίες του εαυτού
45
4. Χρειαζόμαστε πραγματικά το ασυνείδητο;
61
5. Επαναπροσδιορίζοντας την ανθρώπινη σεξουαλικότητα
77
6. Αντικρουόμενες επιθυμίες: Παιδική ηλικία και σεξουαλικότητα
93
7. Το κακό ως πρόκληση και η ψυχοθεραπεία
105
8. Δημιουργία και είναι: Αμφισβητώντας τις ψυχαναλυτικές θεωρίες περί καλλιτεχνικής δημιουργικότητας
119
9. Υπαρξιακές συναντήσεις με το ανεξήγητο
135
10. Το σφυρί και ο καθρέφτης: Μικρά βήματα προς μια πιο ανθρώπινη ψυχοθεραπεία
147
Σημειώσεις
163
.
Πρόλογος στην ελληνική έκδοση
Το Σφυρί και ο Καθρέφτης είναι το πέμπτο βιβλίο που επιμελείται το γίγνεσθαι, η Ελληνική Εταιρεία Υπαρξιακής Ψυχολογίας. Από την ίδρυσή της, το 2004, η Εταιρεία έχει θέση ως στόχο της τη μετάφραση και έκδοση στα ελληνικά αξιόλογων άρθρων και βιβλίων που αφορούν την υπαρξιακή προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία και τη συμβουλευτική. Το έργο αυτό δεν είναι απλώς άλλο ένα βιβλίο για τον υπαρξισμό, αλλά έρχεται να ταράξει τα νερά και να αμφισβητήσει καίρια ζητήματα της ψυχοθεραπείας. Τα θέματα που πραγματεύεται επικεντρώνονται σε κάποιους από τους προβληματισμούς που έχουν απασχολήσει τον συγγραφέα επί σειρά ετών. Ο Ερνέστο Σπινέλι, υπαρξιακός-φαινομενολόγος ψυχοθεραπευτής που ζει και εργάζεται στη Βρετανία, είναι παγκοσμίως αναγνωρισμένος ως ένας από τους πιο καταξιωμένους σύγχρονους ψυχοθεραπευτές και θεωρητικούς. Το συγγραφικό του έργο είναι πλούσιο και συχνά προκλητικό, λόγω των περίπλοκων νοημάτων που επεξεργάζεται, στα οποία εμβαθύνει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο. Πριν από αρκετά χρόνια, το γίγνεσθαι είχε την ευκαιρία να τον γνωρίσει και έκτοτε συνεργάζεται μαζί του. Η έκδοση ενός ακόμα βιβλίου του Σπινέλι στα ελληνικά συμπληρώνει μια ιδιαίτερα σημαντική προσπάθεια της Ελληνικής Εταιρείας Υπαρξιακής Ψυχολογίας να εμπλουτίσει την ελληνική βιβλιογραφία με αξιόλογα κείμενα της υπαρξιακής ψυχοθεραπείας και συμβουλευτικής. Όπως αναφέρει ο ίδιος, «καθώς έγραφα αυτό το κείμενο, πρωταρχικός μου στόχος ήταν να θέσω σε αμφισβήτηση […] βαθιά ριζωμένες […] στάσεις και παραδοχές, οι οποίες συνήθως δημοσιοποιούνται από ψυχοθεραπευτές και διαποτίζουν την κοινή γνώμη και συνείδηση». Το βιβλίο καταπιάνεται με δύο γενικά πεδία ενδιαφέροντος. Το πρώτο εξετάζει κριτικά αρκετές βασικές αρχές της σύγχρονης ψυχοθεραπευτικής σκέψης και πρακτικής, ενώ το δεύτερο διερευνά πώς οι ψυχοθεραπευτικές ιδέες γενικά, και η ψυχαναλυτική οπτική ειδικότερα, έχουν επηρεάσει σε βάθος τους τρόπους με τους οποίους η κοινωνία αντιλαμβάνεται και χρησιμοποιεί πρωταρχικές έννοιες του ανθρώπινου είναι. Στο βιβλίο αυτό, ο Ερνέστο Σπινέλι προσφέρει νέες, ριζοσπαστικές δυνατότητες για να αλλάξουμε τις οπτικές μας, λειτουργώντας έτσι σαν καθρέφτης, αλλά και σαν σφυρί: καταστρέφοντας «την παλιά οπτική, μας παρέχει […] τα μέσα που είναι απαραίτητα για τη δημιουργία μιας νέας». Ακολουθεί έτσι την προτροπή του Νίτσε προς τους νέους φιλοσόφους και χρησιμοποιεί τη γραφίδα του σαν σφυρί, για να θραύσει τις κατεστημένες ιδέες που έχουν εμποτίσει τη σύγχρονη ψυχοθεραπευτική σκέψη. Για το γίγνεσθαι, Ευγενία Γεωργαντά, Κατερίνα Ζύμνη, Αλέξης Χαρισιάδης
.
.
Εισαγωγή
Πρόσφατα, ένας θεραπευόμενος τον οποίο παρακολουθώ επί αρκετά χρόνια με ρώτησε: «Αν σου κάνω μια ευθεία ερώτηση, θα μου δώσεις μια ευθεία απάντηση;». Αφού γελάσαμε και οι δύο, πρόσθεσε: «Σε παρακαλώ μη μου πεις κάτι του τύπου: “Εξαρτάται από το είδος της ερώτησης”. Απλώς δείξε μου εμπιστοσύνη, εντάξει;». Αποφάσισα ότι μπορούσα να το κάνω και ότι θα το έκανα. «Ρώτησέ με» του είπα. «Έχεις αρχίσει να γράφεις καινούριο βιβλίο;» με ρώτησε. Χαμογέλασα. «Ναι» ομολόγησα. «Πώς το κατάλαβες;» Μου απάντησε: «Για έναν και μόνο λόγο: Έχεις αρχίσει να ντύνεσαι ακόμα πιο πρόχειρα απ’ ό,τι συνήθως. Τα μαλλιά σου τα έχεις αφήσει να μακρύνουν και πετάνε όσο ποτέ άλλοτε. Και…». Σταμάτησε. «Και…;» τον ενθάρρυνα. «Και τα σχόλια και οι ερωτήσεις σου μου φαίνονται πολύ πιο απαιτητικά απ’ ό,τι συνήθως. Είσαι κυριολεκτικά στην πρίζα». «Αυτό σ’ ενοχλεί;» «Όχι, καθόλου!» με διαβεβαίωσε. «Αν μη τι άλλο, με κάνει να εύχομαι να γράφεις συχνότερα!» «Ακόμα κι αν δεν είχα τίποτα καινούριο ή ενδιαφέρον να πω;» «Τι το καινούριο ή ενδιαφέρον θα μπορούσε να πει κανείς για την ψυχοθεραπεία;» αναρωτήθηκε. «Αυτό ακριβώς αναρωτιέμαι κι εγώ κάθε φορά που κάθομαι να γράψω ένα καινούριο βιβλίο» είπα και χαμογέλασα ειρωνικά. «Μην ανησυχείς γι’ αυτό» με παρηγόρησε ο θεραπευόμενος. «Έτσι συμβαίνει με την ψυχοθεραπεία. Τη συναντάς παντού πια, στο οτιδήποτε και στον οποιονδήποτε. Τίποτε δε βγάζει νόημα αν δεν έχει υποβληθεί σε ψυχοθεραπεία». «Σ’ ευχαριστώ» του είπα. Αφού έφυγε, κάθισα και σκέφτηκα αυτή την αποστροφή της συζήτησής μας. Με κάποιον τρόπο, η προσοχή μου περιπλανήθηκε ελεύθερα*, για να συνειδητοποιήσω πόσο γρήγορα καινούριοι, εντυπωσιακοί όροι που έχουν επηρεαστεί από την ψυχοθεραπεία γίνονται αποδεκτοί στον καθημερινό λόγο, όπως, * Στο πρωτότυπο: «my mind engaged in some “free-floating attention”». Ο όρος «freefloating attention» (ή «evenly-suspended attention» ή «evenly-hovering attention»), που ο Φρόιντ εισήγαγε στην Ερμηνεία των Ονείρων, έχει μεταφραστεί ως «ισομερώς διάχυτη προσοχή», «ελεύθερα κυμαινόμενη προσοχή» ή «ελεύθερα μετέωρη προσοχή» και περιγράφει τη στάση που πρέπει να έχει ο ψυχαναλυτής όταν ακούει τον θεραπευόμενο. Είναι η κατοπτρική εικόνα του ελεύθερου συνειρμού που απαιτείται από τον θεραπευόμενο. (Σ.τ.Ε.)
.
Ernesto Spinelli / Το σφυρί και ο καθρέφτης
10
για παράδειγμα, ο όρος «σύνδρομο της άδειας φωλιάς»*, ο πιο πρόσφατος σε μια ατέρμονη αλληλουχία όρων που περιγράφουν τα είδη του ψυχικού τρόμου που οι περισσότεροι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουν και να μάθουν να ζουν μαζί τους – κατά προτίμηση με τη βοήθεια μιας πληθώρας τηλεοπτικών εκπομπών αφιερωμένων στο πρόβλημα και με τα ράφια των βιβλιοπωλείων γεμάτα εγχειρίδια «αυτοβοήθειας» και οδηγούς γραμμένους από συγγραφείς που αυτοαναγορεύονται σε ειδικούς και γκουρού. Αναρωτιέμαι αν αυτό το σύνδρομο, όπως και τόσα άλλα, εκφράζει μια γονική εμπειρία που προϋπήρχε και δεν είχε ποτέ πριν διατυπωθεί ή μήπως αυτές οι αποπροσανατολιστικές και αποσταθεροποιητικές εμπειρίες που συνδέονται μαζί του έχουν αρχίσει να αναδύονται ως αποτέλεσμα της ίδιας της εφεύρεσης του όρου. Αυτοί οι συλλογισμοί με οδήγησαν πίσω στον θεραπευόμενό μου. Όχι μόνο στη δήλωσή του για την επίδραση της ψυχοθεραπείας που διαπερνά πλέον τα πάντα, αλλά, πιο σημαντικό, στην επίγνωση ότι η ίδια η μέθοδός του να ερευνά και να βγάζει συμπεράσματα εξέφραζε μια μεθοδολογία επηρεασμένη από την ψυχοθεραπεία. Στο σημείο αυτό αποφάσισα ότι είχε δίκιο στους ισχυρισμούς του. Μετά σκέφτηκα: «Αν συμβαίνει αυτό, τότε…». Τα θέματα που πραγματεύεται αυτό το βιβλίο εστιάζουν σε κάποιους από τους προβληματισμούς που συμπληρώνουν την παραπάνω ημιτελή πρόταση. Αφορούν ζητήματα που με έχουν απασχολήσει επί σειρά ετών και ενοποιούνται υπό το ψυχοθεραπευτικό πρίσμα μέσα από το οποίο γίνονται αντιληπτά και εξετάζονται. Καθώς έγραφα αυτό το κείμενο, πρωταρχικός μου στόχος ήταν να θέσω υπό αμφισβήτηση –με σοβαρό, ελπίζω, τρόπο– βαθιά ριζωμένες και, κάποιες φορές, άκαμπτες στάσεις και παραδοχές, οι οποίες συνήθως δημοσιοποιούνται από ψυχοθεραπευτές και διαποτίζουν την κοινή γνώμη και συνείδηση. Παράλληλα με την κριτική που ασκώ, προσπαθώ να προσφέρω και κάποιες αναδιατυπώσεις που θα εξέφραζαν καλύτερα τα υπό εξέταση ζητήματα. Το βιβλίο καταπιάνεται με δύο γενικά πεδία ενδιαφέροντος. Το πρώτο εξετάζει κριτικά αρκετές βασικές αρχές στις οποίες στηρίζεται η σύγχρονη ψυχοθεραπευτική σκέψη και πρακτική. Το κεφάλαιο 1 θέτει την «ενοχλητική» ερώτηση «Τι έχει συμβεί στην ψυχοθεραπεία;» και παρέχει, ελπίζω, μια εξίσου «ενοχλητική» απάντηση. Το κεφάλαιο 2 καταπιάνεται με το ακανθώδες ζήτημα των αντικρουόμενων στάσεων των ψυχοθεραπευτών πάνω στη (συνηθισμένη) αποφυγή οποιασδήποτε μορφής προσωπικής αποκάλυψης κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπείας. Το κεφάλαιο 4 επιχειρεί να προσφέρει μια έγκυρη εναλλακτική πρόταση στην υπόθεση ότι το ασυνείδητο αποτελεί ξεχωριστό και διακριτό νοητικό σύστημα. Το κεφάλαιο 10 θέτει υπό αμφισβήτηση την υιοθέτηση από την πλευρά της ψυχοθεραπείας ενός συγκεκριμένου τύπου * Πρόκειται για το συναίσθημα θλίψης και μοναξιάς που πολλοί γονείς νιώθουν όταν τα παιδιά τους φεύγουν για πρώτη φορά από το σπίτι. (Σ.τ.Ε.)
.
11
Εισαγωγή
«επαγγελματισμού», όπως αυτός έχει αποτελέσει παράδειγμα για το είδος των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ θεραπευτή και θεραπευομένου, σχέσεις που προωθεί και πάνω στις οποίες στηρίζεται. Το δεύτερο πεδίο ενδιαφέροντος διερευνά πώς οι ψυχοθεραπευτικές ιδέες γενικά, και οι ψυχαναλυτικές οπτικές ειδικότερα, έχουν όχι μόνο διαπεράσει, αλλά και ανασχηματίσει τους τρόπους με τους οποίους η κοινωνία μας στοχάζεται και κατανοεί τα διάφορα πρωταρχικά χαρακτηριστικά και εκφράσεις του ανθρώπινου είναι. Τα κεφάλαια αυτού του πεδίου ενδιαφέροντος διερευνούν τις απόψεις και τις παραδοχές που αφορούν τον εαυτό (κεφάλαιο 3), τη σεξουαλικότητα (κεφάλαιο 5), τη σχέση μεταξύ παιδικής ηλικίας και σεξουαλικότητας (κεφάλαιο 6), το πρόβλημα του κακού (κεφάλαιο 7), την καλλιτεχνική δημιουργικότητα (κεφάλαιο 8) και τη στάση μας απέναντι στο ανεξήγητο και το άγνωστο (κεφάλαιο 9). Επιπλέον, θα παρουσιάσω και θα διερευνήσω ποιες θα ήταν οι πιο κατάλληλες εναλλακτικές για καθεμία από αυτές τις υποθέσεις έτσι όπως αυτές εξάγονται από τον τρόπο με τον οποίο κατανοώ μια σειρά κρίσιμες ενοράσεις που προέρχονται πρωτίστως από την υπαρξιακή φαινομενολογία. Όπως για πολλά άλλα πράγματα στη ζωή μου, είμαι κι εδώ υπόχρεος στη σύζυγό μου, Μάγκι Κουκ (Maggi Cook), η οποία βρήκε τον τίτλο αυτού του βιβλίου. Η Μάγκι μού είπε ότι, σε μια συζήτηση για τη δύναμη και την επίδραση του κινηματογράφου στον πολιτισμό, ο Β. Ί. Λένιν μίλησε για την αντιστοιχία με «έναν καθρέφτη και ένα σφυρί». Η ιδέα του Λένιν ήταν ότι μια ταινία δεν επιτρέπει απλά μια αντανάκλαση, έναν «αντικατοπτρισμό» της κοινωνίας. Περισσότερο ανοίγει καινοφανείς, ακόμα και ριζοσπαστικές, δυνατότητες για να αλλάξουμε τις οπτικές μας και, έτσι, λειτουργεί σαν ένα «σφυρί», που, ενώ καταστρέφει την παλιά οπτική μας, μας παρέχει παράλληλα τα μέσα που είναι απαραίτητα για τη δημιουργία μιας νέας. Ακούγοντας τη Μάγκι, κατάλαβα αμέσως πόσο εύστοχα θα μπορούσε να εφαρμοστεί αυτή η αντιστοιχία στον ρόλο και την επίδραση της ψυχοθεραπείας στον πολιτισμό μας. Όταν μελέτησα περισσότερο το ζήτημα, συνειδητοποίησα ότι τόσο ο κινηματογράφος όσο και η ψυχοθεραπεία «γεννήθηκαν» την ίδια χρονιά, το 1895. Δε θέλω να δώσω μεγαλύτερες διαστάσεις σ’ αυτή τη χρονική σύμπτωση, αλλά θα πρέπει, παρ’ όλα αυτά, να προσθέσω ότι, ενώ ο κινηματογράφος και η ψυχοθεραπεία έχουν προσδώσει στον 20ό αιώνα κάποια από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, οι δυνατότητές τους ως μέσων απελευθέρωσης από τους στατικούς τρόπους με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε και αναφερόμαστε στον εαυτό μας και τον κόσμο έχουν, με την πάροδο του χρόνου, διαβρωθεί. Αντ’ αυτού, τουλάχιστον σ’ έναν σημαντικό βαθμό, ο καθένας μας έχει γίνει ένας αγωγός κατευνασμού και ελέγχου των αχαλίνωτων αναταράξεων των προσωπικών και κοινωνικών ανησυχιών. Το βιβλίο αυτό θα έχει εκπληρώσει τον στόχο του αν καταφέρει να βιωθεί τόσο ως «καθρέφτης» όσο και ως «σφυρί».
.
.
Κεφάλαιο 1
Εξυμνώντας τη μετριότητα: Τι έχει συμβεί στην ψυχοθεραπεία;
Πριν από έναν χρόνο περίπου, διάβασα το παρακάτω απόσπασμα ενός έργου του Μέρεϊ Κέμπτον (Murray Kempton)*: Δεν μπορώ να κρύψω την αίσθηση που έχω ότι όσοι από τους χαρακτήρες που μελέτησα έγιναν κομμουνιστές, τελικά ζημιώθηκαν τρομερά από την αποδοχή ενός δόγματος στο οποίο δεν υπήρχε χώρος για την αμφιβολία, τη συμπόνια ή τον οίκτο. Και αυτό αναπόφευκτα οδήγησε πολλούς από αυτούς να παίξουν τον ρόλο του «σωτήρα», καταλήγοντας να γίνουν είτε αστυνομικοί είτε στόχοι αστυνομικών.1 Μολονότι ο Κέμπτον γράφει για την εμπειρία που αποκόμισε από την επαγγελματική του σχέση με κομμουνιστές στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1930, όταν στο παραπάνω χωρίο αντικατέστησα τη λέξη «κομμουνιστές» με τη λέξη «ψυχοθεραπευτές», συνειδητοποίησα ξαφνικά πόσο βάθος είχε και πόσο εύστοχο ήταν αυτό το εδάφιο. Άρχισα λοιπόν να αναρωτιέμαι: Τι έχει συμβεί στην ψυχοθεραπεία; Πρόσφατα έπιασα τον εαυτό μου να επιστρέφει όλο και συχνότερα σ’ αυτό το ερώτημα. Κατά μία έννοια, η απάντηση είναι σχεδόν προφανής. Η ψυχοθεραπεία έχει αναπτυχθεί με ρυθμούς απίστευτους την τελευταία δεκαετία. Ο αριθμός των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, των ακαδημαϊκών ινστιτούτων και των κέντρων μελέτης και ανάλυσής της έχει πολλαπλασιαστεί σημαντικά. Με παρόμοιο τρόπο, ενώ άλλοτε –μολονότι όχι και τόσο παλιά– η κοινή γνώμη ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτική απέναντι στην ψυχοθεραπεία, σήμερα την έχει αποδεχτεί, όπως γίνεται φανερό από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τις πρακτικές της γενικής ιατρικής, τα εναλλακτικά νοσηλευτήρια, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, καθώς και από τις υπηρεσίες νομικής βοήθειας και διαμεσολάβησης στην οικογένεια.2 Η καριέρα μου έχει περιστραφεί γύρω από τη διδασκαλία και την άσκηση της ψυχοθεραπείας, αλλά και τη συγγραφή και την έρευνα σ’ αυτό το πεδίο, * Murray Kempton (1917-1997): Αμερικανός δημοσιογράφος με μεγάλη επιρροή. Δούλεψε στη New York Post και σε άλλες μεγάλες εφημερίδες. Βραβεύτηκε με το βραβείο Πούλιτζερ το 1985. (Σ.τ.Μ.)
.
Ernesto Spinelli / Το σφυρί και ο καθρέφτης
14
είτε διεξάγοντας ερευνητικά προγράμματα είτε επιβλέποντας φοιτητικές ερευνητικές εργασίες σε επίπεδο μεταπτυχιακού ή διδακτορικού διπλώματος. Το ίδρυμα στο οποίο εργάζομαι, η Σχολή Ψυχοθεραπείας και Συμβουλευτικής (School of Psychotherapy and Counselling) του Regent’s College, έχει καθιερωθεί ως ένα από τα μεγαλύτερα και πιο αναγνωρισμένα κέντρα ψυχοθεραπευτικής εκπαίδευσης στη Βρετανία, έχοντας μάλιστα μόλις εγκαινιάσει μια σειρά εγχειριδίων που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Continuum. Ειδικότερα η θεραπευτική προσέγγιση την οποία υπηρετώ, η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία, έχει καθιερωθεί ως εξέχουσα κριτική εναλλακτική σχολή απέναντι στην ψυχαναλυτική, τη γνωστική-συμπεριφορική και την ανθρωπιστική σχολή –που έχουν κυριαρχήσει–, ασκώντας σημαντική επίδραση στα ιδιωτικά και δημόσια νοσηλευτικά ιδρύματα και τα ψυχοθεραπευτικά τμήματα των νοσοκομείων. Αναγνωρίζοντας τα παραπάνω επιτεύγματα, αλλά και πολλά ακόμα που δεν ανέφερα, η επιτυχία της ψυχοθεραπείας είναι πασιφανής. Κι όμως… Πριν από κάποιον καιρό πήρα μέρος σε μια ζωντανή ραδιοφωνική συζήτηση γύρω από την ψυχοθεραπεία, στην οποία συμμετείχαν ακροατές μέσω τηλεφώνου. Συγκινήθηκα και παράλληλα εξεπλάγην από την ειλικρίνεια και το ανοιχτό πνεύμα όσων τηλεφώνησαν, καθώς και από την προθυμία τους τόσο να αποκαλύψουν τις οδυνηρές εμπειρίες τους όσο και να τις επαναπροσδιορίσουν, να τις επαναξιολογήσουν και προσωρινά να τις αποκαταστήσουν με τη βοήθεια τόσο τη δική μου όσο και του ενθουσιώδους ραδιοφωνικού παρουσιαστή που με φιλοξενούσε. Όμως, εκείνο που με εξέπληξε ακόμα περισσότερο ήταν ότι, με όποιον είχα την οποιασδήποτε μορφής επικοινωνία από τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στον σταθμό –από τον βοηθό παραγωγής, που ήρθε πρώτος να με υποδεχτεί, τον ραδιοφωνικό παρουσιαστή, τον παραγωγό, μέχρι τους ανώνυμους ακροατές που μίλησαν τόσο ειλικρινά για τη ζωή τους–, όλοι τους εξέφρασαν, άμεσα και χωρίς δισταγμό, την πλήρη και ανενδοίαστη εκτίμησή τους προς την ψυχοθεραπεία, θεωρώντας την «κάτι καλό, που άξιζε κανείς να το δοκιμάσει». Να με λοιπόν κι εγώ, ο μόνος επαγγελματίας ψυχοθεραπευτής ανάμεσά τους, να ρωτάω τον εαυτό μου και, τελικά, όσους ήταν συντονισμένοι στη συχνότητα του σταθμού: «Νομίζετε πραγματικά ότι η ψυχοθεραπεία είναι κάτι τόσο καλό;». Μόλις άρθρωσα αυτές τις λέξεις, ο εκφωνητής με κοίταξε έκπληκτος, με τα μάτια ορθάνοιχτα, ανήσυχος ότι ίσως προσωρινά τα είχα χάσει· ύστερα, γελώντας κάπως βεβιασμένα, διέκοψε την εκπομπή για ένα απρόσμενο διαφημιστικό διάλειμμα. Περιττό να σας πω ότι δε με ξανακάλεσαν ποτέ σ’ αυτόν τον ραδιοφωνικό σταθμό. Ποιες σκέψεις με ώθησαν να διατυπώσω αυτή την ερώτηση; Στα πρώτα της χρόνια, η ψυχοθεραπεία αποτέλεσε μια ισχυρή κριτική απέναντι στις κυρίαρχες πολιτισμικές προσεγγίσεις και παραδοχές. Κατά κάποιον τρόπο όμως, με την πάροδο του χρόνου φαίνεται να επαναπροσδιόρισε τον εαυτό της (ή να την επαναπροσδιόρισαν), ώστε στην εποχή μας να έχει γίνει
.
15
Τι έχει συμβεί στην ψυχοθεραπεία;
ένας από τους βασικούς υποστηρικτές του σημερινού Zeitgeist*. Αντανακλά, όπως πολλοί έχουν ισχυριστεί, το «πνεύμα της εποχής». Αυτή η κατάσταση μου θυμίζει τον διαβόητο –μολονότι εύστοχο– αφορισμό του Ζαν-Πολ Σαρτρ (Jean-Paul Sartre) ότι κάθε κίνημα απελευθέρωσης καταλήγει να γίνει κίνημα καταπίεσης.3 Μήπως τελικά αυτό έχει συμβεί και στην ψυχοθεραπεία; Μερικοί, ανάμεσά τους κι εγώ, μπορεί να ισχυριστούν ότι η ψυχοθεραπεία έχει υποκύψει σε μια συγκεκριμένη μορφή τοξικής τρέλας: της τρέλας των αβέβαιων «γεγονότων» και των αμφιλεγόμενων συμπερασμάτων, τα οποία μεταμφιέζονται σε λογική και ορθολογισμό. Μου φαίνεται ότι η ψυχοθεραπεία, όπως ίσως και τόσα άλλα στον σύγχρονο πολιτισμό μας, μοιάζει να επαναλαμβάνει ένα μάντρα που βρίσκεται στον αντίποδα του γνωστού μάντρα του Κουέ (Coué)**: «Κάθε μέρα, με κάθε τρόπο, γίνομαι όλο και χειρότερα».4 Σήμερα υπάρχουν τετρακόσιες περίπου διαφορετικές μορφές ψυχοθεραπείας. Όλες τους, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο, διαπνέονται από ένα είδος τρέλας, την οποία εκφράζουν, όπως ο εμπειρικός ψυχοθεραπευτής Άλβιν Μάρερ (Alvin Mahrer) έχει πρόσφατα υποστηρίξει, διαμέσου της ιδιολέκτου της ψυχοθεραπείας. Ο Μάρερ γράφει: Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των ψυχοθεραπευτών, που τους διακρίνει από άλλους επαγγελματίες, είναι αυτός ο ποταμός της ιδιολέκτου της ψυχοθεραπείας. Μαθαίνουν να χρησιμοποιούν όρους που δίνουν την εντύπωση της αυθεντικής γνώσης, του επαγγελματισμού, της επιστημονικότητας. Αποτελούν εξειδικευμένη ελίτ, γιατί χρησιμοποιούν όρους όπως: άνευ όρων αποδοχή, έλεγχος του απροόπτου, μεταβίβαση, αναπλαισίωση, διπλός δεσμός, υπαρξιακή ανάλυση, βιοενεργητική, φαλλικό στάδιο, αρχέτυπο, πολυτροπική ψυχοθεραπεία, συστηματική απευαισθητοποίηση, γνωστικό σχήμα, κάθαρση, έλεγχος της παρόρμησης, διάχυση του εγώ. [… ] Οι ψυχοθεραπευτές ξεχωρίζουν κυρίως γιατί χρησιμοποιούν αυτούς τους όρους με απίστευτη ευκολία, λες και ξέρουν τι ακριβώς σημαίνουν. Έπειτα, μπορούν να αραδιάζουν εντυπωσιακά κατεβατά, όπως το παρακάτω, που πάρθηκε από έναν πίνακα με τυχαίες εκφράσεις της ιδιολέκτου της ψυχοθεραπείας: «Αυτός ο θεραπευόμενος χαρακτηρίζεται από ένα ελεύθερα κινούμενο άγχος και μια οριακή διαταραχή, η οποία προήλθε από μια τραυματική προϊστορία συναισθηματικής κακοποίησης στην παιδική του ηλικία, έλλειψη σταθερού συστήματος υποστήριξης και ανεπαρκή * Γερμανικά στο πρωτότυπο. Σημαίνει «πνεύμα της εποχής». (Σ.τ.Μ.) ** Émile Coué: Γάλλος ψυχολόγος (1857-1926), πατέρας μιας δημοφιλούς μεθόδου ψυχοθεραπείας, γνωστής ως Coué mantra, η οποία βασιζόταν στην αισιόδοξη αυθυποβολή και είχε ως βασικό της σύνθημα: «Όλες τις μέρες, σε όλους τους τομείς της ζωής μου, γίνομαι ολοένα και καλύτερα». (Σ.τ.Μ.)
.
Ernesto Spinelli / Το σφυρί και ο καθρέφτης
16
γνωστική ανάπτυξη. Κατά συνέπεια, το προτεινόμενο θεραπευτικό σχήμα που επιλέγεται είναι η συστημική ψυχοθεραπεία, μαζί με τον επαναπροσδιορισμό του πυρήνα των εννοιολογικών σχημάτων του, ώστε να ενισχυθεί η λειτουργικότητά του σε μια υποστηρικτική συμμαχία θεραπευτή - θεραπευομένου, στην οποία θα δίνεται έμφαση στη θετική σκέψη και θα ελαχιστοποιείται η ερμηνευτική διερεύνηση των αγχογόνων περιοχών της βαριάς ψυχοπαθολογίας του». Ο ομιλητής μπορεί να μην έχει ιδέα για το τι λέει, ή μπορεί κρυφά να ξέρει ότι παίζει το παιχνίδι της ανόητης ιδιολέκτου της ψυχοθεραπείας, αλλά, αν το κάνει με επαγγελματική αυτοπεποίθηση, το πιο πιθανό είναι να γίνει αποδεκτός από τον κλειστό κύκλο των επαγγελματιών ψυχοθεραπευτών.5 Τα λόγια του Μάρερ απηχούν την τυπικά προκλητική δήλωση του Φρειδερίκου Νίτσε (Friedrich Nietzsche): από τη στιγμή που φαίνεται ότι πιστεύετε σε μια υποτιθέμενη αλήθεια με επαρκή βεβαιότητα και πάθος, τότε και οι άλλοι θα πιστέψουν σ’ αυτήν. Επιπλέον όμως –προσθέτει–, ακόμα κι όταν έρθει η στιγμή που εσείς ο ίδιος θα αρχίσετε να αμφιβάλλετε για την αξία και την αλήθεια αυτών σας των πεποιθήσεων, τότε η πίστη των άλλων σ’ αυτές, αλλά και σε σας, που είστε ο φορέας αυτών των απόψεων, θα σας χρησιμεύσει ώστε να ξεριζώσετε την αίσθηση της αμφιβολίας και να ξαναπειστείτε για τη δική τους –και τη δική σας– εγγενή αλήθεια και σημασία.6 Μου φαίνεται ότι αυτό το επιχείρημα μπορεί κάλλιστα να παράσχει κρίσιμες πληροφορίες για τους λόγους που η ψυχοθεραπεία έχει γνωρίσει τόσο μεγάλη επιτυχία και καταλάβει μια τόσο κεντρική θέση στον πολιτισμό μας. Μπορεί όμως εξίσου να καταδείξει την ατραπό που οδηγεί στην υποβάθμιση και τη συνακόλουθη παρακμή της. Σ’ ένα προηγούμενο βιβλίο μου, το Demystifying Therapy (Απομυθοποιώντας την ψυχοθεραπεία), υποστήριξα ότι, σε πολλές περιπτώσεις, οι θεωρητικές παραδοχές που στηρίζουν την ψυχοθεραπευτική πρακτική και η ειδική ορολογία και γλώσσα της ψυχοθεραπείας, εκτός από το να δημιουργούν σύγχυση και να περιπλέκουν τη διαδικασία τόσο για τον θεραπευτή όσο και για τον θεραπευόμενο, προκαλούν επίσης αυτό που ονόμασα, κάπως περιπαικτικά, φαινόμενο Dumbo.7 Γιατί, όπως ακριβώς το διάσημο ελεφαντάκι του Γουόλτ Ντίσνεϊ πίστευε ότι μπορούσε να πετάξει μόνο και μόνο επειδή είχε το «μαγικό φτερό», έτσι και οι ψυχοθεραπευτές έχουν λανθασμένα πιστέψει σε μια σειρά από αρχές και παραδοχές αμφιλεγόμενες, περιττές, οι οποίες αποτελούν ενδεχομένως τη βάση των πολλών και ποικίλων επικρίσεων και προβληματισμών που εκφράζονται σχετικά με το επάγγελμα. Για τους ψυχοθεραπευτές, το να αρχίσουν να διερωτώνται και να αμφιβάλλουν για την αλήθεια των «μαγικών φτερών» τους δεν είναι εύκολη υπόθεση, κυρίως επειδή ένα τέτοιο εγχείρημα εγείρει θεμελιώδη ερωτήματα γύρω
.
17
Τι έχει συμβεί στην ψυχοθεραπεία;
από την επαγγελματική «καταλληλότητα» της ψυχοθεραπείας. Ωστόσο, ποια εναλλακτική υπάρχει για ένα επάγγελμα που, σε τελευταία ανάλυση, θεωρεί ότι αυτό ακριβώς το αίτημα είναι και το βασικό έργο των θεραπευομένων; Όσο μπορεί να επανεπιβεβαιωθεί από τρέχουσες έρευνες, τα διάφορα ψυχοθεραπευτικά μοντέλα χαρακτηρίζονται σήμερα από αδυναμία να επιδείξουν αξιόπιστα και έγκυρα πορίσματα για οποιονδήποτε καθοριστικό παράγοντα θα μπορούσε να εξηγήσει τη γενική τους αποτελεσματικότητα. Ομοίως, δεν υπάρχει καμία σαφώς προσδιορισμένη βάση που να επιβεβαιώνει την υπεροχή οποιουδήποτε μοντέλου απέναντι στα άλλα –ή, έστω, στα περισσότερα– όσον αφορά την πρόκληση ευεργετικών αποτελεσμάτων. Πρόσφατα, διάφορα σημαντικά κείμενα, τα οποία συνοψίζουν τα συμπεράσματα της βασικής έρευνας που έχει μελετήσει τόσο τα αποτελέσματα όσο και τις συνιστώσες της διαδικασίας, έχουν επαναβεβαιώσει τη γενικά διαδεδομένη άποψη ότι, όσο παράλογο κι αν φαίνεται ένα ψυχοθεραπευτικό μοντέλο στους επαγγελματίες και το κοινό, δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι λιγότερο αποτελεσματικό από οποιοδήποτε άλλο στη μείωση των ψυχικών διαταραχών. Περισσότερη σύγχυση ίσως προκαλεί η επίμονη παρουσία περιφερειακών –μολονότι επαναλαμβανόμενων– δεδομένων, που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι πιθανότερο να έχουμε επιτυχημένα αποτελέσματα όταν οι πάροχοι των ψυχοθεραπευτικών παρεμβάσεων δεν έχουν καμία απολύτως προηγούμενη εκπαίδευση στο επάγγελμα.8 Παρ’ όλα αυτά, ενώ είναι θεμιτό να συμπεράνουμε ότι μπορεί να μη γνωρίζουμε για ποιους λόγους η ψυχοθεραπευτική διαδικασία έχει ενδεχομένως ευεργετικές συνέπειες ή ποιοι είναι οι κρίσιμοι παράγοντες που θα μπορούσαν να ενισχύσουν αυτή την πιθανότητα, θα ήταν λάθος να συμπεράνουμε ότι η ψυχοθεραπεία δεν έχει αποτελέσματα. Έχει, και μάλιστα τις περισσότερες φορές.9 Είναι τα «πώς» και τα «τι» της ψυχοθεραπείας που συνεχίζουν να μπερδεύουν τόσο αυτούς που την ασκούν όσο και εκείνους που την ερευνούν. Τα προσωπικά μου συμπεράσματα σχετικά με αυτό το –σημερινό– αδιέξοδο με έχουν οδηγήσει να αμφισβητήσω την αξία της επαγγελματικής μας (υπερ) εξάρτησης από τις θεωρίες και τα μοντέλα που ασπαζόμαστε, εφαρμόζουμε και, μέσα από αυτά, προσδιορίζουμε τον ρόλο μας ως ψυχοθεραπευτών. Προφανώς, οι ψυχοθεραπευτές έχουν την τάση να εξαίρουν τα μοντέλα που προτιμούν και να δίνουν έμφαση στα χρόνια της εκπαίδευσης που χρειάστηκε να ξοδέψουν προκειμένου να μπορέσουν να καταλάβουν και να εξειδικευτούν στη (συχνά απόκρυφη) σοφία τους, θεωρώντας ότι αυτοί οι παράγοντες είναι καθοριστικοί για την ψυχοθεραπευτική τους διορατικότητα και τα ευεργετικά της αποτελέσματα. Ωστόσο, είναι πιθανόν η εισαγωγή αυτών των παραγόντων να στηρίζεται μόνο στη σχέση που έχουν με το «φαινόμενο Dumbo», που αυτοί οι ίδιοι προκαλούν. Με άλλα λόγια, οι ειδικοί αυτοί παράγοντες, διαμέσου μιας κυκλικής λογικής πολύ συχνής στις ψυχοθεραπευτικές
.
Ernesto Spinelli / Το σφυρί και ο καθρέφτης
18
θεωρίες, παρέχουν τη βάση για τη συνεχιζόμενη πίστη των ψυχοθεραπευτών στην αποτελεσματικότητα και την υπεροχή ενός συγκεκριμένου μοντέλου, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπουν στους υπέρμαχους ανταγωνιστικών μοντέλων να διακρίνουν και να αντιπαραβάλλουν ό,τι κάνουν με όσα κάνουν άλλοι ψυχοθεραπευτές. Ωστόσο, με βάση τις υπάρχουσες έρευνες, είναι επίσης πιθανό αυτοί οι παράγοντες να είναι σημαντικοί μόνο στον βαθμό που χρησιμεύουν για να διατηρούν την πίστη των ψυχοθεραπευτών στην ειδημοσύνη (ή τη «μαγγανεία») τους και να τους παρέχουν μια ορθολογική βάση για τις παρεμβάσεις τους. Περαιτέρω, όπως μας υπενθυμίζει η νουθεσία του Νίτσε, αυτές τις πεποιθήσεις είναι πιθανό να τις ενστερνίζονται και να τις ενισχύουν οι θεραπευόμενοι, οι οποίοι, με τη σειρά τους, μέσα από την πίστη τους στην ευεργετική επίδραση των συγκεκριμένων ψυχοθεραπευτικών παρεμβάσεων στη ζωή τους, διατηρούν και, αν χρειάζεται, αναθερμαίνουν την πίστη των ψυχοθεραπευτών, διασκεδάζοντας τις αμφιταλαντεύσεις τους ως προς την αξία και την αποτελεσματικότητα του εκάστοτε μοντέλου. Αν, αντί να αποδιώχνουν αυτή την αγχωτική πρόκληση, οι ψυχοθεραπευτές ήταν πιο πρόθυμοι να επανεξετάσουν τις παραδοχές τους, τότε θα αναδυόταν ως πιθανό συμπέρασμα ότι ίσως απομένουν ελάχιστα πράγματα στην ψυχοθεραπεία τα οποία δεν εντάσσονται στο «φαινόμενο Dumbo». Χμ… Αλλά μήπως η εξαγωγή ενός τέτοιου συμπεράσματος χρησιμεύει ώστε η αίσθηση ανησυχίας που περιβάλλει την ψυχοθεραπεία να ενδυναμώνεται αντί να μειώνεται ή να διαλύεται; Δυστυχώς ναι. Ένα μεγάλο μέρος της ανησυχίας μου σχετικά με την ψυχοθεραπεία στηρίζεται στην υποκείμενη παραδοχή –η οποία είναι αποδεκτή από τη μεγάλη πλειονότητα των ατόμων που έχουν οποιαδήποτε σχέση με το επάγγελμα– ότι η ψυχοθεραπεία θα πρέπει κυρίως να θεωρείται επιθυμητή και αποτελεσματική πανάκεια για ένα πλήθος ψυχοκοινωνικών δυσλειτουργιών και διαταραχών. Αυτή η οπτική θα μπορούσε να μοιάζει καταρχήν πολύ λογική. Σε τελευταία ανάλυση, γιατί θα πρέπει κανείς να υποβάλλεται σε ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις ή να επενδύει τόσο χρόνο, συναισθηματική και πνευματική προσπάθεια και χρήματα προκειμένου να εκπαιδευτεί και να ασκήσει το επάγγελμα του ψυχοθεραπευτή εάν δεν υπάρχουν κάποιες θεμελιώδεις προϋποθέσεις που να εξασφαλίζουν την πιθανότητα τουλάχιστον της απόκτησης ή της παροχής ευεργετικών αποτελεσμάτων; Ενώ θα ήταν ψευδές, αλλά και παράλογο, να αρνηθώ ότι οι ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις συνήθως αποφέρουν ευεργετικά αποτελέσματα, παρ’ όλα αυτά θέλω να προτείνω μια εναλλακτική προσέγγιση στην ψυχοθεραπεία. Μια προσέγγιση που αναγνωρίζει μεν την –άλλοτε μεγάλη, άλλοτε μικρή– πιθανότητα να έχουμε βελτιωτικά αποτελέσματα, δεν επιδιώκει όμως να θέσει την επίτευξη αυτών των αποτελεσμάτων πρωταρχικό σκοπό ή στόχο της.
.
19
Τι έχει συμβεί στην ψυχοθεραπεία;
Τότε, ποιος θα μπορούσε να είναι αυτός ο «νέος» επιδιωκόμενος σκοπός και η αξία της ψυχοθεραπείας; Όταν αυτή η εναλλακτική προσέγγιση αντιπαραβάλλεται στην ευρύτερα αποδεκτή οπτική, τότε αποκαλύπτεται ένα σύνολο υπόρρητων πολιτισμικών παραδοχών γύρω από τις οποίες συγκλίνουν οι περισσότερες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις. Αυτές οι πεποιθήσεις, που σχετίζονται με την «ψυχική ευζωία» μας, μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: 1. Όλοι μας έχουμε την ικανότητα, ή τουλάχιστον τη δυνατότητα, να ζήσουμε ικανοποιητικές και ξένοιαστες ζωές. 2. Παρά τα οποιαδήποτε ψυχικά προβλήματα, τις έγνοιες ή τις ανησυχίες που μπορεί να ανακύπτουν, υπάρχουν αρκετά απλά μέσα ώστε είτε οι επιπτώσεις τους να ελαχιστοποιούνται είτε ακόμα και να επιλύονται. 3. Η επίτευξη των δύο παραπάνω απαιτεί την παρέμβαση και τη βοήθεια ενός ειδικού που έχει τόσο τη γνώση όσο και την ειδίκευση στην εφαρμογή «θεραπευτικών τεχνικών». Το πιο ευγενικό που θα μπορούσε να πει κανείς για τις τρεις αυτές παραδοχές είναι ότι είναι αναμφισβήτητα αφελείς. Όπως έχω ήδη υποστηρίξει αναφορικά με την τρίτη παραδοχή, είναι πιο ακριβές να πούμε ότι οι «ειδικοί» ψυχοθεραπευτές δεν έχουν στην πραγματικότητα καμιά ιδέα για το ποιες πτυχές –υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχουν– της γνώσης τους είναι έγκυρες και αξιόλογες· ούτε και μπορούν να επιδείξουν κάποιες ιδιαίτερες δεξιότητες οι οποίες είτε έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές (όπως, για παράδειγμα, διάφορες μορφές ερμηνείας ή μετασχηματισμού του νοήματος) είτε απαιτούν την ειδημοσύνη του ειδικού και εκτεταμένη εκπαίδευση προκειμένου να εφαρμοστούν σωστά. Όσον αφορά τις δύο πρώτες παραδοχές, είναι προφανές ότι, σύμφωνα με την κριτική που τους έχει ήδη ασκηθεί από διάφορες κοινωνικοπολιτικές, φεμινιστικές και πολιτισμικές οπτικές, το σύνολο των διαφορετικών συνθηκών κάτω από τις οποίες γεννιόμαστε έχει οπωσδήποτε «στήσει το σκηνικό» είτε υπέρ είτε κατά της αξιοποίησης οποιουδήποτε δυναμικού μπορεί ο καθένας μας να έχει.10 Θα έλεγα ότι είναι εξίσου σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι πολλά –αν όχι τα περισσότερα– από τα προβλήματα της ζωής μας δεν επιλύονται εύκολα και, στην πραγματικότητα, δεν επιλύονται ποτέ. Για παράδειγμα, το πρόβλημα μιας 68χρονης θεραπευομένης μου της οποίας ο σύζυγος είχε πρόσφατα πεθάνει ήταν η θλίψη και η μοναξιά της – καταστάσεις που δε θα μπορούσαν πραγματικά να καταπραϋνθούν, ούτε βραχυπρόθεσμα ούτε μακροπρόθεσμα. Αφού πέρασαν μερικές εβδομάδες από τη στιγμή που άρχισε να με
.
Ernesto Spinelli / Το σφυρί και ο καθρέφτης
20
βλέπει, η γάτα της –το άλλο πλάσμα με το οποίο συνδεόταν μέσα από μια καθημερινή σωματική σχέση φροντίδας– πέθανε από γηρατειά. Δύο μήνες αργότερα, η μοναδική αδελφή της, την οποία έβλεπε σπάνια αλλά που τουλάχιστον αποτελούσε έναν ζωντανό κρίκο ο οποίος τη συνέδεε με την αίσθηση της οικογένειας και την προσωπική της ιστορία, πέθανε επίσης. Πώς λοιπόν η ψυχοθεραπευτική επίλυση προβλημάτων θα μπορούσε να διαχειριστεί τις εμπειρίες αυτής της θεραπευομένης και την πιθανότητα να αντλήσει ικανοποίηση; Θεωρώ ότι αυτές οι καθόλου ασυνήθιστες περιπτώσεις στις οποίες η ψυχοθεραπεία επιχειρεί να ανταποκριθεί καθιστούν σαφές ότι ο πρωταρχικός της σκοπός δεν μπορεί να είναι η επίτευξη μιας ανέφελης ζωής, εμποτισμένης με βεβαιότητα, ασφάλεια ή οποιαδήποτε άλλη οριστική και παγιωμένη στάση απέναντι στην ύπαρξη θα μπορούσε κανείς να φαντασιωθεί. Αντίθετα, η ψυχοθεραπεία, αν μη τι άλλο, φέρνει στην επιφάνεια πολλές από τις απρόβλεπτες μεταστροφές της ύπαρξης, αποκαλύπτοντας ότι είναι ουσιαστικά αναπόφευκτες και ανεξέλεγκτες, όσο κι αν προσπαθούμε να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας από τις επιπτώσεις τους στη ζωή μας. Τα προβλήματα με τα οποία η ψυχοθεραπεία κυρίως καταπιάνεται είναι διασχεσιακά προβλήματα. Είναι προβλήματα που σχετίζονται με θέματα πεποιθήσεων, νοήματος και ύπαρξης, τα οποία ανακύπτουν από τα είδη των σχέσεων ανάμεσα στην αίσθηση της ύπαρξής μας και της ταυτότητάς μας και στην εμπειρία μας από την ύπαρξη άλλων ανθρώπων, ή του κόσμου γενικότερα, καθώς και από το ποιος και πώς θα μας ενθαρρύνει, θα μας επιτρέψει ή θα μας αποτρέψει (από το) να είμαστε αυτό που είμαστε. Επίσης, τέτοια προβλήματα ανοίγουν τη συζήτηση για το ποιος και πώς θα ενθαρρύνει, θα επιτρέψει ή θα απαγορεύσει στους άλλους (ή στον κόσμο) να είναι αυτό που είναι. Είναι προβλήματα που δεν μπορούν να «επιλυθούν» με κανέναν παγιωμένο ή οριστικό τρόπο, ούτε και είναι πραγματικά δυνατό να υπάρξουν «ειδικοί» που να μπορούν να τα επιλύσουν για λογαριασμό μας. Πιο συγκεκριμένα, τα προβλήματα αυτά δεν είναι καν δικά μας, με την αποκλειστικά προσωπική έννοια του όρου, δεδομένου ότι δεν προέρχονται από κάποιο εσωτερικό ή ενδοψυχικό σύνολο καταστάσεων, αλλά, μάλλον, ενυπάρχουν στο πλέγμα, ή στο σημείο συνάντησης, του κάθε ατόμου με τον κόσμο των άλλων στον οποίο κατοικεί. Τα διλήμματα που αντιμετωπίζουν οι ψυχοθεραπευτές και οι θεραπευόμενοί τους δεν μπορούν πραγματικά να επιλυθούν. Μπορούν μόνο να βιωθούν. Αν οι ψυχοθεραπευτές ήταν πρόθυμοι να εξετάσουν τις δυνατότητες αυτής της εναλλακτικής προσέγγισης, ένα από τα πρώτα τους καθήκοντα θα ήταν να παραιτηθούν από αυτό που ίσως είναι και η πιο βασική παραδοχή τους: ότι μπορούν να χειριστούν τα μέσα με τα οποία ένας άλλος (ο θεραπευόμενός τους) μπορεί να βοηθηθεί. Όπως το βλέπω εγώ, αν ένα άτομο έχει το χάρισμα να βοηθάει ένα άλλο, τότε πουλάει κάπως φτηνά τον εαυτό του –και τον κόσμο– αν επιδιώκει να γίνει ψυχοθεραπευτής.
.
21
Τι έχει συμβεί στην ψυχοθεραπεία;
Γνωρίζω πολύ καλά ότι η παραπάνω δήλωση μπορεί αρχικά να ακούγεται παράλογη για τους περισσότερους αναγνώστες. Επίσης, μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ότι, υπό αυτό το πρίσμα, η ψυχοθεραπεία είναι ένα μάταιο εγχείρημα και μια μάταιη ενασχόληση. Μήπως όμως είναι; Αλλά, αν είναι, τότε αξίζει τον κόπο να τεθεί το ερώτημα: και τι είναι το εγγενώς προβληματικό σ’ αυτό; Ιδωμένη υπό ένα ευρύ φάσμα οπτικών, δικαίως θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι η ίδια η ζωή είναι ένα μάταιο εγχείρημα. Αυτό όμως δε μειώνει ούτε την αξία της ούτε –ελλείψει καλύτερης λέξης– την ομορφιά της. Επιτρέψτε μου να επιχειρήσω να δώσω μια εναλλακτική, και ίσως πιο πεζή, απάντηση. Αντί να εστιάζουν σε έννοιες όπως αυτή της χρησιμότητας ή της επίλυσης προβλημάτων, θα είχε ίσως περισσότερο νόημα οι ψυχοθεραπευτές να αναγνωρίσουν ότι η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια είναι «μέρη του πακέτου» της ζωής και ότι η ψυχοθεραπευτική συνάντηση ως τέτοια δεν είναι παρά ένα μέσο για να διερευνηθούν οι βιωματικές επιλογές που μπορεί να έχουν οι άνθρωποι (οι οποίες, ομολογουμένως, μπορεί να είναι πολύ λίγες σε πολλές περιπτώσεις) ώστε να μπορέσουν να βρουν τρόπους να συμβιώσουν με την αβεβαιότητα και το άγνωστο –καταστάσεις με τις οποίες όλοι ερχόμαστε αντιμέτωποι–, αλλά, επίσης, να μπορέσουν να βιώσουν όλα αυτά τα δεδομένα της ζωής ως συναρπαστικά και χαρμόσυνα εκτός από τρομακτικά και επώδυνα. Και τότε τι γίνεται; Εδώ, ορισμένες κομβικές ενοράσεις της υπαρξιακής ψυχοθεραπείας μάς προσφέρουν τουλάχιστον την αρχή μιας απάντησης. Όπως την καταλαβαίνω και προσπαθώ να την ασκήσω, η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία διερευνά τον βιωμένο κόσμο του θεραπευομένου από μία οπτική που θεωρεί ότι τα επίμαχα θέματα και τα διλήμματα παρουσιάζονται ως εκφράσεις των εν εξελίξει διαπροσωπικών σχέσεων του θεραπευομένου. Αυτές οι σχέσεις περιλαμβάνουν κυρίως την εμπειρία που έχει ο θεραπευόμενος από τον εαυτό του και τους άλλους έτσι όπως αυτή εκδηλώνεται με τις υπόρρητες παραδοχές, τις πεποιθήσεις και τις αξίες του, οι οποίες συμπυκνώνουν έναν ιδιαίτερο και προσωποποιημένο «τρόπο ύπαρξης». Έτσι, η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία επιχειρεί να φέρει στο φως (αλλά όχι να διαιρέσει ή να προσδώσει παθολογικά χαρακτηριστικά σε) αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί ποικίλες εντάσεις της ύπαρξης, οι οποίες εκφράζονται μέσω του συγκεκριμένου τρόπου ύπαρξης.11 Οι εντάσεις της ύπαρξης μπορούν να γίνουν πιο εύκολα κατανοητές αν ιδωθούν από τη σκοπιά διαφόρων καθολικά αποδεκτών δίπολων, όπως εαυτός / άλλοι, απομόνωση / αίσθημα του ανήκειν, ψυχικό / σωματικό, ενεργητικό / παθητικό, καλό / κακό, ορθολογικό / συναισθηματικό, ελευθερία / νομοτέλεια και υλικό / πνευματικό. Ο καθένας μας οικοδομεί μια στάση απέναντι στη ζωή, η οποία σε γενικές γραμμές εκφράζει τη θέση του απέναντι σ’ αυτό το συνεχές που ενυπάρχει σε καθένα από αυτά τα δίπολα. Κατόπιν, η θέση στην
.
Ernesto Spinelli / Το σφυρί και ο καθρέφτης
22
οποία τοποθετούμε τους εαυτούς μας σε σχέση με κάθε δίπολο μας χρησιμεύει τόσο στο να μας ανακουφίζει όσο και στο να προκαλεί τις εντάσεις της ύπαρξής μας. Για παράδειγμα, το πρόσωπο που θέλει οπωσδήποτε να αποφύγει την εμπειρία της μοναξιάς θα αξιώσει, με αυξανόμενη επιτακτικότητα, τη συντροφιά των άλλων. Ως εκ τούτου, οι εντάσεις της ύπαρξης του εν λόγω προσώπου όσον αφορά αυτό το δίπολο μπορεί να εκδηλωθούν είτε ως φόβοι ή φοβίες απέναντι σε συνθήκες που ενδέχεται να προκαλέσουν απομόνωση είτε ως βίωση τάσεων αυτοκτονίας όταν αυτό το πρόσωπο έχει χάσει ή δεν μπορεί να βρει σύντροφο είτε ως ένα φάσμα κοινωνικών προβλημάτων που έχουν σχέση με την αδυναμία του να επιτρέψει στον σύντροφο, τα παιδιά ή τους φίλους του να έχουν κάποιου τύπου ανεξάρτητη ζωή. Από την άλλη πλευρά, το πρόσωπο που αισθάνεται πιο ασφαλές ή «πιο αληθινό» όταν είναι μόνο του, ελεύθερο από την επιρροή και την επίδραση των άλλων, μπορεί να βιώσει εντάσεις της ύπαρξης όπως φόβο ή φοβία όταν βρίσκεται σε δημόσιους χώρους και συμμετέχει σε κοινωνικές δραστηριότητες ή ένα μούδιασμα, μια ιδιαίτερη ανησυχία, ή ακόμη και αποστροφή, κατά τη διάρκεια μιας σωματικής ή σεξουαλικής επαφής με κάποιον άλλο, ή μπορεί ακόμα να πει ότι νιώθει κάπως ανεπαρκές ή «λιγότερο άνθρωπος» επειδή δεν αισθάνεται πραγματική αγάπη προς τους άλλους, ακόμη και προς την οικογένεια ή τους φίλους του. Επιπλέον, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το άτομο μπορεί να εκφράσει μια γενική αίσθηση ενοχής, άγχους και μίσους προς τον εαυτό του ή/και τους άλλους. Έχει σημασία να πούμε ότι αυτό που η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία δεν επιδιώκει είναι η εξισορρόπηση, ενσωμάτωση, βελτίωση ή αλλαγή της βιωμένης εμπειρίας αυτών των εντάσεων, καθιστώντας, για παράδειγμα, τον θεραπευόμενο περισσότερο (ή λιγότερο) λογικό ή συναισθηματικό ή «αληθινό», δεδομένου ότι βλέπει αυτές τις εντάσεις της ύπαρξης ως εκφράσεις της ολότητας του τρόπου ύπαρξης ενός ατόμου και όχι ως απομονωμένα και προβληματικά συμπτώματα που μπορεί κανείς να διαχειριστεί ή να τροποποιήσει επιδεικνύοντας ελάχιστη επίγνωση των εμπλοκών τους με το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκφράζονται. Όσο προβληματικές κι αν ενδέχεται να γίνουν, οι εντάσεις αυτές μπορεί κάλλιστα να είναι αναγκαίες για τη διατήρηση της συνολικής σταθερότητας και ασφάλειας (όσο περιορισμένες και περιοριστικές κι αν είναι αυτές), τις οποίες το άτομο έχει έτσι δομήσει ώστε να συνδέεται με τις υπαρξιακές δυνατότητες και απαιτήσεις του κόσμου και να ανταποκρίνεται σ’ αυτές. Ως εκ τούτου, οι φαινομενικά βελτιωτικές ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις που στόχο έχουν να άρουν ή να μειώσουν αυτές τις συμπτωματολογικές εντάσεις μπορεί, αντίθετα, να αυξήσουν πολύ περισσότερο τα επίπεδα ταραχής και άγχους του θεραπευομένου. Για παράδειγμα, η δουλειά μου με θεραπευομένους για τους οποίους έχει διαγνωσθεί –ή οι ίδιοι έχουν «διαγνώσει»– κατάχρηση ουσιών ή κάποιου τύπου εξάρτηση με έχει πείσει ότι η όποια επιμονή για περιορισμό ή τερματισμό αυτής της συμπεριφοράς κατά την έναρξη της
.
23
Τι έχει συμβεί στην ψυχοθεραπεία;
ψυχοθεραπείας, πριν η σημασία της μέσα στο σύνολο του βιωμένου τρόπου ζωής του θεραπευομένου έχει κατανοηθεί επαρκώς, πιθανόν να προκαλέσει εξουθενωτικό άγχος, πολύ λιγότερο διαχειρίσιμο, από τη στιγμή που ο βαθμός της (κατά τα άλλα περιοριστικής και επιβλαβούς) ασφάλειας που ο προβληματικός «εθισμός» μπόρεσε να διατηρήσει δεν είναι πλέον στη διάθεση του θεραπευομένου. Αντ’ αυτού, ο υπαρξιακός ψυχοθεραπευτής προσπαθεί να κατακτήσει μια όλο και πιο ικανοποιητική (αν και πάντα ατελή) πρόσβαση στον κόσμο του θεραπευομένου –όπως αυτός τον βιώνει εκείνη τη στιγμή–, προκειμένου ο τρόπος ύπαρξής του να μπορεί να αποκαλυφθεί και να φανερωθεί όπως βιώνεται, με έναν όσο το δυνατόν πιο ακριβή και ειλικρινή τρόπο. Ουσιαστικά, λοιπόν, ο στόχος αυτού του εγχειρήματος κατευθύνει τόσο τον ψυχοθεραπευτή όσο και τον θεραπευόμενο προς μια στάση αποδοχής του πώς είναι να είναι κανείς ο θεραπευόμενος στη σχέση με τον ψυχοθεραπευτή. Η αποδοχή αυτή δεν έχει να κάνει με την έγκριση ή την απόρριψη του συγκεκριμένου τρόπου ύπαρξης· πρόκειται, κατά κύριο λόγο, για ένα περιγραφικό και αποκαλυπτικό εγχείρημα. Μπορεί επίσης να είναι –και συχνά είναι– μια έντονα αισθητή και ισχυρή πρόκληση για τον θεραπευόμενο, ο οποίος, κατά πάσα πιθανότητα, έχει σπάνια, ίσως και ποτέ, συνυπάρξει με κάποιον που δεν απαιτεί από αυτόν, ρητά ή υπόρρητα, να γίνει διαφορετικός ή να αλλάξει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Αυτή η εμπειρία ενός άλλου που τουλάχιστον προσπαθεί να αποδεχθεί «το ον που είναι παρόν» μπορεί, με τη σειρά της, να επιτρέψει στον ίδιο τον θεραπευόμενο μια κάποια μετατόπιση προς την αποδοχή του είναι του, από τη σκοπιά είτε του «εαυτού» είτε του «άλλου» είτε, ακόμα πιο σημαντικό, και των δύο. Με τη σειρά της, αυτή η στάση προς «αυτό που είναι» μπορεί να ρίξει φως τόσο στο πώς εκφράζεται αυτός ο τρόπος ύπαρξης όσο και στο πώς διατηρείται εν μέσω των διαφόρων εντάσεων της ύπαρξης, έτσι ώστε ο θεραπευόμενος να μπορέσει να σκεφτεί και πραγματικά να επιλέξει αυτόν τον τρόπο ύπαρξης ή, εναλλακτικά, να αρχίσει να κινείται προς την κατεύθυνση της επαναξιολόγησης και, πιθανώς, της αλλαγής του συνολικού τρόπου ύπαρξής του. Αυτή η διαδικασία, που ρίχνει φως στο πώς ο θεραπευόμενος έχει δομήσει τις διασχεσιακές του δυνατότητες, ενδέχεται να αποκαλύψει περιττούς ή αντιπαραγωγικούς περιορισμούς ή μπορεί, επίσης, να αποκαλύψει καινοφανείς και πιθανούς εναλλακτικούς τρόπους ύπαρξης. Ή μπορεί να αναδείξει το γεγονός ότι, στην πραγματικότητα, τα προβλήματα και οι συγκρούσεις, που είναι τόσο ενοχλητικά, χρησιμεύουν επίσης –ως αναγκαίοι και αναλλοίωτοι παράγοντες– στη διατήρηση μιας πιο γενικευμένης στάσης απέναντι στο είναι, την οποία ο θεραπευόμενος δεν επιθυμεί να επανεξετάσει ή να τροποποιήσει και, ως εκ τούτου, η μόνη διαθέσιμη «λύση» έγκειται στην αναγνώριση και διατήρηση αυτών των περιορισμών από άποψη επιλογής. Με απλά λόγια,
.
Ernesto Spinelli / Το σφυρί και ο καθρέφτης
24
υπάρχει μια βιωματική άβυσσος μεταξύ των δηλώσεων «πρέπει» και «επιλέγω». Αν ενστερνιστούμε αυτή την ψυχοθεραπευτική οπτική, τότε ριχνόμαστε σ’ ένα επαγγελματικό εγχείρημα το οποίο απέχει πολύ από το να είναι μια απλή επίλυση προβλημάτων, ένας προσανατολισμός σε στόχους ή μια μέτρηση αποτελεσματικότητας. Τι γίνεται λοιπόν με την «ειδημοσύνη» των υπαρξιακών ψυχοθεραπευτών; Τι είδους ικανότητες απαιτείται να έχουν; Δεν πρόκειται για κάτι απλό ή προφανές, όπως θα ήταν η εφαρμογή ευδιάκριτων, εύκολα μεταδόσιμων «δεξιοτήτων». Αντίθετα, εδώ, οι όποιες «δεξιότητες» βασίζονται πολύ περισσότερο σε ποιοτικά στοιχεία επικεντρωμένα σε ζητήματα που αφορούν το «είναι» παρά σε πιο απλά, ποσοτικά και άμεσα δεδομένα που εκπορεύονται από δεξιότητες του «πράττειν», τις οποίες κάποιος μπορεί να έχει διδαχθεί και, στη συνέχεια, διδάξει. Αυτές οι «υπαρξιακές δεξιότητες» (ή «ποιότητες του είναι») υπογραμμίζουν επίσης τους ιδιαίτερους «τρόπους του είναι» του υπαρξιακού ψυχοθεραπευτή απέναντι στον θεραπευόμενο. Και, έτσι, απαιτούν ο θεραπευτής να προσπαθεί συνεχώς να παραμένει ανοιχτός και να αποδέχεται προκλήσεις όπως η αβεβαιότητα, η ανασφάλεια και η δεκτικότητα προς τις απρόβλεπτες δυνατότητες της ανθρώπινης (και συμπονετικής) εμπλοκής με τον άλλο. Η παραίτηση από την ασφάλεια που εδραιώνεται με παραδοχές του τύπου «κάνω το σωστό» ή «κατευθύνω μια αλλαγή», ή ακόμα με την παραδοχή της ανωτερότητας της γνώσης και του στάτους του «ειδικού», μπορεί, ως εκ τούτου, να κατανοηθεί όχι ως κάποια διεστραμμένη υποτίμηση ή απόρριψη ενός πιο τυπικού θεραπευτικού εγχειρήματος, αλλά, μάλλον, ως εμπεριέχουσα τα απαραίτητα συστατικά του πρωταρχικού στόχου και σκοπού της υπαρξιακής ψυχοθεραπείας. Μολονότι τέτοιες «δεξιότητες» προκαλούν βαθιά ανησυχία στον ψυχοθεραπευτή, μήπως παράλληλα αντανακλούν με μεγαλύτερη ακρίβεια, εξαιτίας της αμεσότητάς τους, τις ίδιες ακριβώς «εντάσεις της ύπαρξης» που ο θεραπευόμενος επιδιώκει να εκφράσει και να επιλύσει; Πώς λειτουργεί αυτό το είδος ψυχοθεραπείας; Δεν ξέρω. Ποιος είναι ο στόχος και ο σκοπός του; Δεν ξέρω. Τι υποτίθεται ότι συμβαίνει όταν εφαρμόζεται; Δεν ξέρω. Αξίζει τον κόπο; Αν εμπιστευτώ την εμπειρία μου και (μέσω των δηλώσεών τους) τις εμπειρίες των θεραπευομένων και των ψυχοθεραπευτών που βρήκαν το θάρρος να εμπλακούν σε τέτοιες σχέσεις, τότε ναι, αναμφισβήτητα. Και μήπως αυτή είναι η απάντηση, η λύση, σε ό,τι αφορά τον προβληματισμό τον δικό μου και των άλλων για την ψυχοθεραπεία; Όχι. Ή, για να είμαστε πιο αισιόδοξοι, όχι ακόμη τουλάχιστον. Το τελευταίο αυτό συμπέρασμα στηρίζεται σε πολλούς ενδοιασμούς και ανησυχίες που συνεχίζουν να με διακατέχουν (όπως, αναμφίβολα, και πολλούς άλλους υπαρξιακούς ψυχοθεραπευτές), οι οποίες έχουν επιπτώσεις στον τρόπο με τον οποίο ασκώ την ψυχοθεραπευτική πρακτική μου. Αλλά ένα θέμα, ειδικότερα, ξεχωρίζει για μένα, το οποίο χρειάζεται εξήγηση. Όπως θα προ-
.
25
Τι έχει συμβεί στην ψυχοθεραπεία;
σπαθήσω να αποδείξω, πρόκειται για μια «ένταση» που πιστεύω ότι πηγάζει από την απροθυμία ή την αδυναμία της ίδιας της υπαρξιακής ψυχοθεραπείας να εξετάσει ζωτικής σημασίας επιπλοκές που προέρχονται από την υπεράσπιση των ίδιων της των διαπροσωπικών παραδοχών και τη στήριξή της σ’ αυτές, παραδοχές που παραμένουν η πιο θεμελιώδης και ουσιαστική συμβολή της στην ψυχοθεραπευτική σκέψη και πρακτική. Η υπαρξιακή ψυχοθεραπεία φαντάζει αρχικά σε πολλούς ψυχοθεραπευτές και θεραπευομένους ως ένα ιδιαίτερα ελκυστικό σύστημα. Οι άνθρωποι αγαπούν και εγκρίνουν μια φιλοσοφική και ψυχοθεραπευτική προσέγγιση που προωθεί τις έννοιες της ελευθερίας, της επιλογής και της ευθύνης – όσο αυτοί οι όροι είναι κατανοητοί και ερμηνεύονται από μια υποκειμενική οπτική, που αφενός ενσωματώνει και αφετέρου απομονώνει τέτοιες έννοιες καθώς και τις πράξεις που σχετίζονται με αυτές. Με άλλα λόγια, για να γίνω κάπως απλοϊκός, αν επιλέξω να ενεργήσω με τρόπο που πιστεύω ότι θα «απελευθερώσει τις δυνατότητές μου» αλλά που εσείς βιώνετε ως καταπιεστικό, οδυνηρό ή ανεπιθύμητο, τότε, υπό το πρίσμα μιας απομονωτικής υποκειμενικής σκοπιάς, μπορώ να θεωρήσω την εμπειρία σας «επιλογή σας» (όπως ακριβώς θεωρώ την εμπειρία μου προϊόν «δικής μου» επιλογής και πρακτικής) και μπορώ να αποποιηθώ κάθε είδους ευθύνη γι’ αυτήν. Αυτή η υποκειμενική οπτική είναι εμφανής σε ένα ευρύ φάσμα ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων (και βρίσκεται σε περίοπτη θέση ανάμεσα στις προσεγγίσεις που κατατάσσονται στις «ανθρωπιστικές» και στις «γνωστικέςσυμπεριφορικές»), ενώ αποτελεί χαρακτηριστικό συστατικό στοιχείο των διαφόρων εκπαιδευτικών προγραμμάτων αυτεπίγνωσης και αυτοπραγμάτωσης, όπως του est.12 Επιπλέον, η ίδια αυτή οπτική μπορεί να θεωρηθεί ότι στηρίζει τη συντριπτική πλειονότητα των –πιο πρόσφατων– εκπαιδευτικών προγραμμάτων και σεμιναρίων για στελέχη επιχειρήσεων – πρακτικές που αφορούν τη «διαχείριση της αλλαγής» και την «προσωπική προετοιμασία», τα οποία όλο και περισσότερο θεωρείται ότι είναι «της μόδας». Ακόμα πιο σχετικό είναι ίσως το γεγονός ότι αυτή η υποκειμενική παρερμηνεία των υπαρξιακών ιδεών εντοπίζεται στο έργο και τα γραπτά πολλών ψυχοθεραπευτών οι οποίοι θεωρούν τους εαυτούς τους «υπαρξιακούς». Αυτό που είναι κοινό σε όλες αυτές τις υποκειμενικά επικεντρωμένες στρεβλώσεις είναι ότι οι πιο περίπλοκες και ανησυχητικές συνέπειες που προκύπτουν από μια διασχεσιακή προσέγγιση της επιλογής, της ελευθερίας και της ευθύνης δεν τυγχάνουν της απαραίτητης προσοχής και δε γίνονται όσο γνωστές θα έπρεπε. Ιδωμένα από υπαρξιακή σκοπιά, τα ζητήματα της επιλογής, της ελευθερίας και της ευθύνης δεν μπορούν να απομονωθούν ή να περιοριστούν μέσα σε κάποιο ξεχωριστό ον (όπως ο «εαυτός» ή ο «άλλος»). Στην αναπόδραστη αλληλεξάρτηση που υπάρχει ανάμεσα σε ένα «ον» και τον «κόσμο», το ένα επιδρά πάνω στο άλλο και το εμπλέκει, ορίζεται μέσω
.
Ernesto Spinelli / Το σφυρί και ο καθρέφτης
26
του άλλου και, μάλιστα, «είναι» μέσω της ύπαρξης του άλλου. Από αυτή την άποψη, καμιά επιλογή δεν μπορεί να είναι μόνο δική μου ή μόνο δική σας, καμιά βιωμένη συνέπεια μιας επιλογής δεν μπορεί να διαχωριστεί με όρους «ευθύνης μου» ή «ευθύνης σας», καμιά αίσθηση προσωπικής ελευθερίας δεν μπορεί πραγματικά να αποφύγει τις διαπροσωπικές διαστάσεις της. Ας εξετάσουμε τώρα ένα όχι ασυνήθιστο ψυχοθεραπευτικό σενάριο: ένας άνδρας λίγο μετά τα σαράντα του έρχεται για ψυχοθεραπεία προκειμένου να διευθετήσει διάφορες κρίσεις στη ζωή του, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους. Ο γάμος του, που μετράει δεκαπέντε χρόνια, δεν παρουσιάζει τίποτα το συναρπαστικό και είναι πια προβλέψιμος· στη δουλειά του βαριέται και αναρωτιέται πώς μπόρεσε να προδώσει τα νεανικά του όνειρα και τις φιλοδοξίες του, με αποτέλεσμα να βρίσκεται τώρα σ’ αυτή την κατάσταση· έχει γνωρίσει μια άλλη γυναίκα, που τον κάνει να νιώθει πιο ζωντανός και σεξουαλικά ενεργός –κάτι που είχε να του συμβεί πολλά χρόνια– και έχει δώσει στη ζωή του νέο νόημα και προοπτικές. Ομολογεί ότι αγαπά πολύ τη σύζυγό του και τα δύο τους παιδιά και δε θέλει να τους πληγώσει, αλλά αναρωτιέται αν δεν έχει το δικαίωμα να αυτοπραγματωθεί και να εξερευνήσει τις δυνατότητές του. Τώρα, ας πούμε ότι ο ψυχοθεραπευτής υιοθετεί μια θεραπευτική προσέγγιση που ακολουθεί τις εναλλακτικές λύσεις που πρότεινα. Αυτό σημαίνει ότι αποδέχεται, αποσαφηνίζει και αμφισβητεί τον τρόπο ύπαρξης του θεραπευομένου του, χωρίς να προσπαθεί άμεσα να τον αλλάξει (ή να τον κρίνει). Μέχρι, τελικά, ο θεραπευόμενος να ανακοινώσει ότι, μέσω της ψυχοθεραπείας, έχει σιγουρευτεί απολύτως ότι αυτό που τώρα θέλει είναι η νέα του ζωή, ότι είναι έτοιμος να πει την αλήθεια στη σύζυγο και τα παιδιά του, στους φίλους και τους συναδέλφους του και ότι, παρά το γεγονός ότι ανησυχεί, είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει τις αβεβαιότητες που θα του φέρουν η νέα του ζωή, η παραίτηση από τη δουλειά του και ούτω καθεξής. Από υποκειμενική άποψη, η ψυχοθεραπεία ολοκληρώθηκε: ο θεραπευόμενος είναι «πιο αληθινός και ειλικρινής», επικεντρώνεται περισσότερο στις προθέσεις του, έχει γίνει πιο ολοκληρωμένος. Από διασχεσιακή άποψη ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν πολλά που ο θεραπευόμενος πρέπει να εξετάσει και να αντιμετωπίσει. Ποια επίδραση φαντάζεται ότι μπορεί να έχει αυτή του η απόφαση στη σχέση του με τη σύζυγό του, τα παιδιά του, τους φίλους του, τους συναδέλφους του; Πώς φαντάζεται ότι όλοι αυτοί θα βιώσουν την απόφασή του; Ποιες φαντάζεται ότι μπορεί να είναι οι συνέπειες της απόφασής του στη σχέση της συζύγου του με καθένα από τα παιδιά τους; Ή στις σχέσεις των παιδιών μεταξύ τους; Ή στη σχέση μεταξύ οποιουδήποτε από αυτούς και των φίλων του; Ή μεταξύ των συνεργατών και συναδέλφων του; Με άλλα λόγια, υπάρχουν τόσα πολλά διασχεσιακά πεδία τα οποία επηρεάζει η απόφασή του, που θα ήταν, από διυποκειμενική άποψη, ανεύθυνο να μην ασχοληθούμε με εκείνα που ο ίδιος τουλάχιστον θεωρεί ότι έχουν νόημα
.
27
Τι έχει συμβεί στην ψυχοθεραπεία;
και σημασία. Αυτές οι διερευνήσεις δεν έχουν σκοπό να επηρεάσουν την απόφαση του θεραπευομένου, ούτε να του υποβάλουν κάποιου είδους διυποκειμενική ηθική ή να θέσουν υπόψη του τις τρέχουσες απόψεις όλων αυτών των άλλων και να τις εντάξουν στον κόσμο του. Αντίθετα, η έμφαση σε αυτές τις πιο κοσμο-κεντρικές διαστάσεις χρησιμεύει στο να εντάξει την απόφασή του –τον καινούριο τρόπο ύπαρξης που μόλις επέλεξε– στην πολύπλοκα βιωμένη εμπειρία του από τον κόσμο και τους άλλους που υπάρχουν μέσα σ’ αυτόν, αντί να του επιτρέψει να αποφύγει τη διερεύνηση αυτής της απόφασης ή να ερμηνεύσει και να παραμείνει προσκολλημένος στην εκδοχή ενός κόσμου που δεν ταιριάζει στη βιωμένη εμπειρία του. Δυστυχώς, υποψιάζομαι ότι οι περισσότεροι ψυχοθεραπευτές, συμπεριλαμβανομένων των υπαρξιακών, θα αντιτεθούν στην επιμονή μου να καθίστανται τόσο ρητές αυτές οι διαστάσεις του κόσμου. Κατά πάσα πιθανότητα, θα υποστηρίξουν ότι κάτι τέτοιο μπορεί να απειλήσει, είτε εν μέρει είτε στο σύνολό της, τη σχέση που έχει δημιουργηθεί μεταξύ των ίδιων και των θεραπευομένων τους. Αλλά δεν μπορώ να καταλάβω πώς μπορεί κανείς να προωθήσει μια διαπροσωπική οπτική αποφεύγοντας αυτά τα ζητήματα. Για πάρα πολύν καιρό, ο «κόσμος» –εκτός από το να εκπροσωπείται μέσω του ψυχοθεραπευτή– έχει μείνει μακριά (αν δεν έχει αποβληθεί) από τις συνεδρίες. Αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό στο πλαίσιο άλλων ψυχοθεραπευτικών μοντέλων που επιμένουν να εστιάζουν στο ενδοψυχικό και το υποκειμενικό, αλλά όχι στο πλαίσιο του υπαρξιακού μοντέλου. Αυτός ο προβληματισμός, με τη σειρά του, δημιουργεί (για μένα, τουλάχιστον) πολλές ανησυχίες, που μπορεί να ανακύψουν από την παραπάνω ανάλυση (με αρκετά σημαντική ανάμεσά τους αυτή που σχετίζεται με τις προσπάθειες των υπαρξιακών ψυχοθεραπευτών να παραμένουν «αδιαφανείς» και να αποφεύγουν τις αυτοαποκαλύψεις – θέμα που θα αναπτυχθεί στο κεφάλαιο 2). Ωστόσο, εάν οι υπαρξιακοί ψυχοθεραπευτές καταπιαστούν μ’ αυτό το ζήτημα με μεγαλύτερη προσοχή και ειλικρίνεια, ο αντίκτυπός του θα αγγίξει με κάποιον τρόπο όλα τα μοντέλα και τις προσεγγίσεις. Ξεκίνησα αυτό το κεφάλαιο με την ερώτηση: Τι έχει συμβεί στην ψυχοθεραπεία; Κατά μία έννοια, η απάντηση που μπορεί να δοθεί σ’ ένα τέτοιο ερώτημα είναι: Σχεδόν τίποτα. Η ψυχοθεραπεία έχει σε μεγάλο βαθμό παραμείνει εντός της προκαθορισμένης της τροχιάς, που χαράχθηκε πάνω από εκατό χρόνια πριν. Συνεχίζει να παλεύει με τα ίδια προβλήματα που της θέτουν τόσο οι υποστηρικτές όσο και οι επικριτές της. Είναι τόσο περιπεπλεγμένη, αναζωογονητική και ερεθιστική όσο ήταν πάντα. Το μόνο που έχει αλλάξει είναι ότι τείνει όλο και περισσότερο να γίνει σύμμαχος των κυρίαρχων πολιτισμικών παραδοχών και όχι ένας από τους πιο αιχμηρούς επικριτές τους. Με τον τρόπο αυτό, έχει φουσκώσει από ξιπασιά και μη κριτική αίσθηση της ίδιας της της σημασίας. Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι η ψυχοθεραπεία έχει εγκλωβιστεί μέσα
.
Ernesto Spinelli / Το σφυρί και ο καθρέφτης
28
σ’ ένα σύνολο περιοριστικών παρεμβάσεων, οι οποίες καταδικάζουν το ίδιο το εγχείρημα σε στασιμότητα, μια στασιμότητα που δεν μπορεί να ξεπεραστεί όσο επιμένει να κρατά την ανθρωπότητα έξω από τις συνεδρίες. Χειρότερο από αυτό όμως είναι ότι, υιοθετώντας αυτή την προσέγγιση του απομονωτισμού, η ψυχοθεραπεία –μολονότι αθέλητα– έχει αμβλύνει την κριτική της στάση απέναντι στην κοινωνία σε τέτοιον βαθμό ώστε, επί του παρόντος, τα κύρια επιτεύγματά της να είναι εκείνα που εξυμνούν την αυξανόμενη αποδοχή της από το κατεστημένο – καθώς και την αυξανόμενη αποδοχή του κατεστημένου από την ίδια. Υπό αυτή την έννοια λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι οι κάποτε επαναστατικές δυνατότητες της ψυχοθεραπείας έχουν δώσει τη θέση τους στην εξύμνηση μιας ιδιοτελούς μετριότητας. Αυτό έχω προσπαθήσει να το αντιμετωπίσω προτείνοντας κάποιες πιθανές εναλλακτικές, οι οποίες, με τη σειρά τους, έχουν εγείρει ένα διαφορετικό, αλλά εξίσου σχετικό, ερώτημα: Τι επιφυλάσσει το μέλλον στην ψυχοθεραπεία; Και, πάλι, προσπαθώντας να είμαι όσο πιο αντικειμενικός μπορώ, θα κατέληγα ότι, αν διατηρήσει τη σημερινή της εστίαση, στόχους και ταυτότητα, η ψυχοθεραπεία θα πάρει πολύ γρήγορα τον δρόμο πολλών ξεπερασμένων, υπεράριθμων τέχνεργων του 20ού αιώνα, μέχρι να αντικατασταθεί από τα πιο εξειδικευμένα, βραχυπρόθεσμα και στοχοπροσανατολισμένα προγράμματα ψυχοβιολογικής παρεμβατικής – όπως έχει ήδη αρχίσει να γίνεται εμφανές στη Βόρεια Αμερική. Ωστόσο, τις στιγμές που πιάνω τον εαυτό μου να βιώνει την ψυχοθεραπεία ως θεραπευτής, δάσκαλος ή θεωρητικός, θλίβομαι και επαναστατώ απέναντι σ’ αυτή την πιθανότητα. Αντ’ αυτού, ανιχνεύω εννοιολογήσεις και επιδιώκω να θέσω σε εφαρμογή ποικίλες τάσεις και δυνατότητες που επιχειρούν να διαταράξουν την κυρίαρχη πορεία, να ταρακουνήσουν την ψυχοθεραπεία και να την κάνουν να βγει από τα ερμητικά, στεγανά δεσμά που δημιουργεί η «ειδική και αποκλειστική» σχέση μεταξύ θεραπευομένου και ψυχοθεραπευτή, τα οποία διατηρούν και εξυμνούν τον ανεξέλεγκτο, υποκειμενικά εστιασμένο «ενδοψυχικό ιμπεριαλισμό», που τόσο ευνοείται από τον πολιτισμό μας. Αυτή η «εξύμνηση του εαυτού» έκανε την ψυχοθεραπεία ένα ελκυστικό εγχείρημα. Ταυτόχρονα όμως μπορεί να εμπεριέχει και την απαρχή της αναίρεσής της. Οι εναλλακτικές που έχω προτείνει τοποθετούν την ψυχοθεραπεία μέσα σ’ ένα πολύ πιο αβέβαιο και αγχογόνο περιβάλλον, μέσα στο οποίο ο σκοπός και η λειτουργία της δεν είναι τόσο ξεκάθαρα, οι δυνατότητές της απαιτούν νέα μέσα ανάλυσης και μέτρησης, η εστίασή της κυμαίνεται από την υποκειμενικά επικεντρωμένη επίλυση προβλημάτων μέχρι διυποκειμενικές διερευνήσεις των επιπτώσεων και των δυνατοτήτων ενός συγκεκριμένου τρόπου ύπαρξης – ένα περιβάλλον στο οποίο ο ρόλος και η ειδημοσύνη του ψυχοθεραπευτή κυμαίνονται με τη σειρά τους ανάμεσα σε εκείνα του βοηθού, του θεραπευτή και του δασκάλου και, πίσω, σ’ αυτά που ορίζονται από την αρχική έννοια του
.
29
Τι έχει συμβεί στην ψυχοθεραπεία;
«παραστάτη», αυτού που περπατάει πλάι σας και, με το να είναι μαζί σας, φωτίζει όχι μόνο τον κόσμο σας, αλλά και όλους τους άλλους κόσμους. Αυτές οι εναλλακτικές επανεισάγουν στην ψυχοθεραπευτική σκέψη και πρακτική ένα αξιόλογο μέτρο κοινωνικής επίγνωσης και κριτικής. Μπορεί βέβαια να μετατρέψουν σημερινούς ευεργέτες σε εχθρούς και, ακόμη και αν υιοθετηθούν, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αποτυχία. Η επιλογή είναι αδήριτη. Και ακόμα πιο αδήριτη είναι η πιθανότητα η επιλογή αυτή να έχει ήδη γίνει.
.
.