Η μεγάλη κραυγή

Page 1

.


Εκδόσεις Κοντύλι – 2014 Α´ έκδοση Copyright 2014 για την ελληνική γλώσσα σε όλο τον κόσμο ISBN 978-960-9661-20-1 Τίτλος: Η μεγάλη κραυγή / Ιστόρημα πέρα και από μυθιστόρημα Συγγραφέας: Γιάνης Δημολιάτης Αναπληρωτής Καθηγητής Υγιεινής και Ιατρικής Εκπαίδευσης Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Τηλ 26510-07607, 26510-92654, 6909150671, e-mail: idimolia@uoi.gr Γλωσσική επιμέλεια - Διόρθωση: Ελένη Γεωργοστάθη Εξώφυλλο, σελιδοποίηση: Δέσποινα Βαφείδου Φωτογραφία εξωφύλλου: Γιάνης Δημολιάτης Επιμέλεια παραγωγής: ∆ημήτρης Παντελής Κοντύλι Πινακάτες Πηλίου 370 10 Μηλιές T/F: +30 24230 86757 info@kondyli.gr www.kondyli.gr Το λογότυπο Κοντύλι είναι εμπορικό σήμα κατατεθειμένο και ανήκει στην ατομική επιχείρηση Δημήτρης Νικ. Παντελής. Σύμφωνα με τον Ν. 2121/1993 και τους σχετικούς διεθνείς κανονισμούς που ισχύουν στην Ελλάδα, απαγορεύεται η αναδημοσίευση και η αναπαραγωγή –ολική, μερική ή περιληπτική– ή η κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχομένου του παρόντος βιβλίου με οποιονδήποτε τρόπο –μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης– χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη.

.


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 11 ΣΗΜΕΙΩΜΑ TOY ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 15 1 Κατ’ αρχάς δεν είμαι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος  /  ΜΑΡΙΝΑ . . 19 2 Όχι, ποτέ! Δεν το είπα ποτέ  /  ΜΕΛΠΩ . . . . . . . . . . . . . . . 47 3 Ζω σε μια φυλακή  /  ΧΑΡΙΤΗ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 61 4 Κι εμείς ζούσαμε για τις αναλαμπές  /  ΚΙΚΗ . . . . . . . . . . . 83 5 Δεν ξέρω πώς θα ήταν η ζωή μου χωρίς εκείνον  /  ΦΡΥΝΗ . . . 101 6 Όταν θα είμαστ’ ελεύθερες  /  ΑΓΛΑΪΑ . . . . . . . . . . . . . . . 119 7 Υπόγραψα! τι να ’κανα;  /  ΒΑΓΓΕΛΙΤΣΑ . . . . . . . . . . . . . 135 8 Θεέ μου, ευχαριστώ που έφυγε πριν από μένα  /  ΒΙΡΓΙΝΙΑ . . . . 151 9 Καθόλου σαν ζευγάρι ζωή δε ζούμε  /  ΗΡΑ . . . . . . . . . . . . 173 10 Έγινα γιατρός για να γλιτώσω την οικογένειά μου από αυτό το σύστημα  /  ΤΕΡΨΙΧΟΡΗ η εγγονή . . . . . . . . . . 213 11 Μόνο καταλαβαίνουν αυτοί που το ζουν· κανένας άλλος  /  ΘΑΛΕΙΑ η θυγατέρα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 237 12 Είπα και ξανατολέω, απάν’ στην εγχείρηση. Τίποτ’ άλλο  /  ΑΝΤΡΙΑΝΑ η σύζυγος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 241 13 Κράτησέ με! του λέει. Φεύγω  /  ΛΟΥΚΑΣ . . . . . . . . . . . . . 245

.


ΣΥΖΗΤΗΣΗ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 251 ΕΠΙΛΟΓΟΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 263 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 265

.


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Τελικά, ο καθένας πεθαίνει με τον ίδιο τρόπο που ζει

Δάσκαλε, καλησπέρα! Το πρώτο που σκέφτηκα από τις πρώτες κιόλας σελίδες ήταν, Aχ, είναι πολύ καλό! Πώς θα ήθελα να κάνω και εγώ κάτι τέτοιο… Δάσκαλε, μην ανησυχείς, η ζήλια είναι από τα πιο παρεξηγημένα και ωφέλιμα συναισθήματα. Δε μοιάζει καθόλου με το φθόνο. Αντιθέτως, είναι ένα άκρως κοινωνικό συναίσθημα, που σε συνδέει με ωφέλιμο τρόπο με τους άλλους, σε παρακινεί να φτάσεις κάπου, να γίνεις το ίδιο καλός με κάποιον και ταυτοχρόνως να επιθυμείς εκείνος που μέσα στο χρόνο θέλεις να του μοιάσεις να παραμένει το ίδιο καλός και να γίνεται ακόμα καλύτερος για να σε διδάσκει. Ελπίζω να μου επιτρέπετε μια τέτοια εξομολόγηση… Διαβάζοντας τη «Δήλωση του συγγραφέα», ένιωσα ανακούφιση από την αίσθηση σεβασμού και ευθύνης που έχετε, και ταυτόχρονα μου ήρθε στο νου μια φράση ενός θεολόγου που αργότερα καταπιάστηκε με τη θεραπεία οικογένειας η οποία έλεγε: «Το κοινό σημείο της θρησκείας και της ψυχολογίας βρίσκεται στην προσπάθειά τους να διακονήσουν την απόγνωση». Για να το πω αλλιώς, με οδηγήσατε σε συνειρμούς, με συγκινήσατε και με κερδίσατε ως αναγνώστρια μόνο από αυτή τη δήλωσή σας. Βοηθά βέβαια και το βίωμά μου με τους δικούς μου ανθρώπους που υπέφεραν από χρόνιες ασθένειες και από όλους εμάς που υποφέραμε μαζί τους. Έχω καταφέρει μέχρι σήμερα να διαβάσω το μισό (πιστεύω ότι μέσα στην εβδομάδα θα καταφέρω να διαβάσω και το υπόλοιπο – δεν είναι από τα κείμενα που διαβάζεις στο πόδι). Είπατε να είμαστε αυστηροί κριτές… Προσπάθησα πολύ, διότι η αφήγηση με έκανε να μην προσέχω το πλαίσιο. Γενικά, αυτό που μπορώ να σας μεταφέρω σχετικά με το ιστόρημά σας είναι η αίσθηση ότι διαβάζω κάτι ζωντανό, που κατάφερε να μου διακινήσει πολλά ερωτήματα, μνήμες, οράσεις…

.


Γιάνης Δημολιάτης  /  Η μεγάλη κραυγή

12

Πότε πρέπει να πεθάνει ένας άνθρωπος; ΚΑΙ… τι είναι ΖΩΗ; Ποιος ρώτησε τον ασθενή τι είδους ζωή θέλει να ζήσει; Το Πάσχα, μια από τις δασκάλες, μου με την οποία συνεργάζομαι, έχασε το σύντροφό της από μια απειλητική μορφή καρκίνου του πνεύμονα. Οι γιατροί, που δεν του είχαν δώσει ελπίδες, του πρότειναν να προσπαθήσει μια επιθετική μορφή θεραπείας για τον επιθετικό του καρκίνο, που θα παράτεινε το χρόνο ζωής του για κάποιο χρονικό διάστημα. Όμως δε θα μπορούσε να ασχοληθεί με τον κήπο του, ούτε θα μπορούσε να πηγαίνει για ψάρεμα το Σαββατοκύριακο με τη γυναίκα του. «Δε θέλω να ζήσω έτσι», είπε. Και συνέχισε χωρίς θεραπεία στο σπίτι του. Τις τελευταίες του στιγμές είπε στη γυναίκα του: «Τώρα ξέρω ότι εσύ και τα παιδιά είστε έτοιμοι. Μπορώ να φύγω ήσυχος. Σε αγαπώ, πάντα!». Και έκλεισε τα μάτια. Από την άλλη, η θεία μου έκανε τα πάντα για να παρατείνει τη ζωή της, μέσα και έξω από την Ελλάδα. Πέθανε μέσα στην αγωνία και δεν πρόλαβε να αποχαιρετήσει κανέναν. Έφυγε με φόβο και άφησε κληρονομιά μεγάλο πόνο στις κόρες της – που από “σύμπτωση” εμφανίζουν ψυχοσωματικά συμπτώματα στο ίδιο σημείο του σώματος που εκείνη εμφάνισε καρκίνο… Προσπαθούν και εκείνες να… “ζήσουν” εντός και εκτός Ελλάδας. Τελικά νομίζω πως ο καθένας πεθαίνει με τον ίδιο τρόπο που ζει. Ένας φίλος φίλου της παρέας, ιδιοκτήτης φαρμακευτικής εταιρείας, είπε κάποια στιγμή μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και καλού κρασιού: «Τουλάχιστον έχω απαγορεύσει στους πωλητές μας να προωθούν στους ασθενείς τελικού σταδίου ό,τι έχουμε στοκαρισμένο – από κει και πέρα άσ’ τα…». Πότε πρέπει να πεθάνει ένας άνθρωπος; Θυμάμαι τον παππού μου είκοσι χρόνια πριν, ίσως και παραπάνω. Νεφρική ανεπάρκεια, του είπαν. Κι εκείνος απάντησε: «Εγώ δε ζω με σακούλα!». Ήμουν πολύ μικρή τότε, δεν είμαι σίγουρη ότι θυμάμαι καλά την απάντησή του, νομίζω ότι οι αιμοκαθάρσεις πρέπει να ήταν την εποχή εκείνη πολύ βασανιστικές. Γι’ αυτό όμως που είμαι σίγουρη είναι ότι εκείνος έζησε και πέθανε με τον τρόπο που ήθελε και τη στιγμή που ήθελε: όρθιος.

.


13

Πρόλογος

Πότε πρέπει να πεθάνει ένας άνθρωπος; Στη διάρκεια της ζωής μου αναγκάστηκα να το σκεφτώ πολλές φορές: Γιατί σε αυτόν; Γιατί τώρα; Τι άλλο να κάνω για να ζήσει; Τι άλλο έπρεπε να κάνω για να ζήσει; Και απάντηση δεν πήρα. Και απάντηση δεν έδωσα. Μετά κατάλαβα ότι έκανα λάθος ερωτήσεις. Και φρόντισα να βρω άλλη, που με βοηθά και με απαλύνει περισσότερο: Πώς θέλει να ζήσει ο άνθρωπος μέχρι να πεθάνει; Δεν είναι δική μου. Δανεική είναι από τον παππού Ηράκλειτο, ο οποίος είπε κάποια στιγμή: Η αρχή και το τέλος στο ίδιο σημείο (του κύκλου). Όλα αυτά σας τα λέω για να σας μιλήσω για τη δύναμη που έχει το κείμενό σας να διακινεί συναισθήματα, βαθιά και πονετικά. Αλλά κυρίως είναι υλικό για διαπραγμάτευση θεμελιωδών ερωτημάτων της ζωής: της καθημερινότητας με την ασθένεια, των δυσκολιών, των φόβων, των ταυτίσεων, της κληρονομιάς, της αποσπασματικότητας και του μετέωρου του πολιτισμού μας, της θυσίας, των δεσμεύσεών μας. Σας ευχαριστώ που με εμπιστευτήκατε… Εύχομαι να το εκδώσετε γρήγορα διότι το έχω αναφέρει σε δικούς μου ανθρώπους και θέλουν να το διαβάσουν αλλά δεν μπορώ να τους δείξω το παραμικρό (πνευματική ιδιοκτησία). Σας χαιρετώ, Παναγιώτα Κωνσταντάρα, ψυχολόγος, πτυχιούχος του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών “Αντιμετώπιση του Πόνου”, 10 Μαΐου 2009

.


.


ΣΗΜΕΙΩΜΑ TOY ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Πότε πρέπει να πεθαίνει ο άνθρωπος;

Α! αυτό δεν είναι δικό μας θέμα, αντιγυρίζουν αμέσως οι ειδικοί – αυτοί που εσείς θεωρείτε ειδικούς. Αυτό είναι θέμα της κοινωνίας ν’ αποφασίσει – αποσείουν από πάνω τους τις ευθύνες... παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο! Κατέβηκα λοιπόν κι εγώ στην κοινωνία και την άκουσα. Μια δυστυχισμένη Μια φυλακισμένη και Μια παγιδευμένη στο χορό του Ζαλόγγου Μια ανάμεσα πεπόνι και φράουλες Μια που ζούσε για τις αναλαμπές Μια σκλαβωμένη που καρτερεί τη λευτεριά της και Μια που δεν μπορεί να δει τη ζωή της χωρίς εκείνον Ένας που τα ξέρει από μέσα Μια που έβλεπε ένα Γολγοθά και Μια που μας άφησε τη διαθήκη της Μια γιαγιά που δεν ξέρει από τι πέθανε ο παππούς της Μια κόρη που διαλύθηκε η οικογένειά της “κυριολεκτικά” και Μια εγγονή που έγινε γιατρίνα για να προστατέψει την οικογένειά της από “αυτό το σύστημα” στο δόκανο της προόδου πιασμένες αδειάζουν την ψυχή τους από αυτά που δεν είχαν τολμήσει να πουν ούτε στον εαυτό τους

.


Γιάνης Δημολιάτης  /  Η μεγάλη κραυγή

16

Η ανάγκη! Έτοιμες από καιρό. Όχι σαν έτοιμες. Έτοιμες. Περίμεναν κάποιος, επιτέλους, να τις πλησιάσει! Μόλις προλαβαίνομε! μου είπε η Ήρα στο τηλέφωνο στις 9.30 το πρωί της 30ής Οκτωβρίου 2007. Πρέπει να σου τα διηγηθώ πριν πάω κι εγώ στο τρελάδικο. Και κλείσαμε ραντεβού για το Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2007. Κι έσπευσε να με προλάβει: Ο άνθρωπος είναι η απάντηση, οποιαδήποτε κι αν είναι η ερώτηση, είπε ο Λουί Αραγκόν. Είπε μεν ότι ο Λουί Αραγκόν το είπε, το είπε δε ως τη γνωστή εκ των προτέρων απάντηση που θα μου έδινε σε κάθε ερώτηση που θα της έκανα. Ήξερε την απάντηση πριν καν ακούσει τις ερωτήσεις… Η απάντηση λοιπόν είναι ο άνθρωπος! Αυτό που εγώ φοβούμαι είναι ότι και το ερώτημα είναι ο άνθρωπος…

Κι ο ρόλος μου; Την ώρα της αφήγησης Εγώ... συμπάω απλά την αφήγηση· τίποτα παραπάνω· όπως τη φωτιά για να κρατηθεί ζωντανή· ή να ζωντανέψει. Παρακινώ, ενθαρρύνω τον αφηγητή να συνεχίσει τον ειρμό του, τον επαναφέρω εντός θέματος όταν πια πήγαινε να ξεφύγει πέρ’ από τα όρια· καμιά φορά ρίχνω λάδι στη φωτιά... Γι’ αυτό και οι παρεμβολές μου δεν τελειώνουν με ερωτηματικό, αλλά με τρεις παραινετικές τελείες (…)· λένε στον αφηγητή, προχώρα, εδώ είμαι! σε ακούω· οι πιο πολλές απ’ αυτές τις παρακινήσεις έχουν αφαιρεθεί απ’ το κείμενο, για να μη διασπάται χωρίς λόγο η ενότητα του αφηγήματος. Μόνο όσες είναι με ερωτηματικό είναι οι ερωτήσεις μου οι πραγματικές, συνήθως όχι στη μέση ενός ειρμού, συνήθως στο τέλος μιας ενότητας ή της όλης αφήγησης, όταν ο αφηγητής δείχνει να έχει ολοκληρώσει. Κάποιες είναι διερευνητικές, εμβαθυντικές, με σκοπό να βγει στην επιφάνεια το εν τω βάθει τού εγώ του καλά κρυμένο μυστικό του, που δεν το ξεστόμισε ίσως ποτέ και σε κανέναν, μπορεί ούτε και στον εαυτό του… Δεν έβαλα λόγια μου στο στόμα τους – όπου υπάρχουν λόγια μου είναι φανερά. Δεν μπορούσα να τους χρεώσω λόγια μου. Ιστόρημα είναι, όχι μυθιστόρημα. Ούτε καν σε υποσημειώσεις δεν έβαλα τα λόγια μου – αν το έκανα, το βιβλίο θα γινόταν διπλάσιο. Και θα δέσμευα εσένα, αναγνώστη, στη δική μου ερμηνεία. Ανοίξου στη δική σου ερμηνεία των λόγων τους – κι αν θέλεις και τη δική μου, δεν έχεις παρά να μου γράψεις!

.


17

ΣΗΜΕΙΩΜΑ TOY ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Πώς τις βρήκα; Οι οχτώ ήταν γνωστές στον ευρύτατο περίγυρό μου, ο υπόλοιπες άγνωστες, οι τέσσερες γνωστές γνωστών, και η μία τυχαία γνωριμία σε βιβλιοπωλείο. Προϋπόθεση η βιωμένη εμπειρία τους. Χαρακτηριστικό τους η ποικιλία: όχι φύλου (καθόλου τυχαίο): ηλικίας, μόρφωσης, γεωγραφικής προέλευσης, βαθμού συγγένειας με το πρόσωπο που φρόντιζαν και μεταξύ τους, πάθησης του φροντιζόμενου. Με ποια σειρά τις έβαλα; Εκτός από τη γραμμή εγγονή – μητέρα – γιαγιά και το Λουκά, που μου ήταν φανερό ότι θα ’μπαιναν στο τέλος και με αυτή τη σειρά, και τις αδερφές Φρύνη και Αγλαΐα, που θα ’μπαιναν μαζί, για τις άλλες δεν είχα κάποιον κανόνα. Έβαλα λοιπόν κι εγώ έναν παλλόμενο πόνο πρώτον, ένα διαζύγιο με την κοινή λογική δεύτερο, έναν ποταμό εκεί κοντά στη μέση και τα άλλα ανάμεσα. Καμιά αφήγηση δε μοιάζει με τις άλλες. Και μπορούν να διαβαστούν με οποιαδήποτε σειρά, και ανεξάρτητα η μια από την άλλη. Δεκατρείς διαφορετικές προσωπικότητες, δεκατρία βιώματα, δεκατρείς τρόποι – ίδιο θέμα. Αυτές καλά τα είπαν, εσύ πώς τα βάζεις στο χαρτί; Μόνο αυτοί που το ζουν καταλαβαίνουν· κανένας άλλος, δήλωσε κοφτά η Θάλεια. Επιτρέψτε μου να την αντιγράψω! Μόνο αυτοί που έχουν επιχειρήσει να μεταγράψουν ζωντανό ηχογραφημένο λόγο στο άψυχο χαρτί, μόνο αυτοί ξέρουν τι μαρτύριο είναι. Κανένας άλλος. Μετά μήνες γραψίματα και ξαναγραψίματα και ξαναξαναγραψίματα, και άκουσμα και ξαναάκουσμα και ξαναξαναάκουσμα, ήρθε –επιτέλους!– σε μορφή που να μπορεί να διαβαστεί από τρίτους… Αυτό που επιδίωξα ήταν να σεβαστώ και εσένα, αναγνώστη, και τις αφηγήτριες. Θέλω να ακούσεις τις αφηγήτριες, όχι να τις διαβάσεις – αφουγκραστή σε θέλω, αναγνώστη! Πες πως είναι μπροστά σου και σου μιλάνε. Ο ζωντανός ο λόγος έχει κι επαναλήψεις, και πισωγυρίσματα, κι εμφάσεις, κι εντάσεις, και σιωπές. Δεν είναι μια ίσια γραμμή. Θέλησα όλο αυτό το δυναμικό να το ακούσει ο αναγνώστης. Γι’ αυτό και, διακινδυνεύοντας να θυσιάσω τη μεστότητα για ποσότητα στο βωμό της διακήρυξής μου να τα γράψω “όπως τα είπαν”, δεν υπεραπλούστευσα το λόγο τους, να τον κάνω μια ίσια γραμμή άχρωμες λέξεις. Έχω την αίσθηση ότι κράτησα καλά την παλάντζα. Βλέπω στην κάθε αφήγηση έναν καθηλωτικό θεατρικό μονόλογο – και στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είναι το επόμενο βήμα αυτού του βιβλίου. Ο σκηνοθέτης θα ήταν ευτυχής να άκουγε την κασέτα την

.


Γιάνης Δημολιάτης  /  Η μεγάλη κραυγή

18

ίδια, να νιώσει το βιωμένο λόγο, όχι απλά να διαβάσει το τυπωμένο κείμενο. Φαντάσου ότι είσαι ο σκηνοθέτης, αναγνώστη.1 Καλή ακρόαση!

Ευχαριστίες! Στη Μαρίνα, τη Μέλπω, τη Χαρίτη, την Κική, τη Φρύνη, την Αγλαΐα, τη Βαγγελίτσα, τη Βιργινία, την Ήρα, την Τερψιχόρη, τη Θάλεια, την Αντριάνα, το Λουκά. Έπαιξαν τόσο καλά το ρόλο της κοινωνίας! Εσάς δε σας εμποδίζει το ψευδώνυμό σας να βρείτε τον εαυτό σας· οι άλλοι δε χρειάζεται να μάθουν το όνομά σας, θα μείνετε ο άγνωστος στρατιώτης της έρευνας! Στην Άρτεμη Δάλλα, για το κουράγιο της ν’ απομαγνητοφωνήσει τις αφηγήσεις, όντας η πρώτη αναγνώστρια του βιβλίου· την ώρα που χτίζονταν τα θεμέλια. Στην Παναγιώτα Κωνσταντάρα, για τον εμπνευσμένο της πρόλογο. Στην Καλλιόπη Γάτσιου – η Ιθάκη δεν σε γέλασε. Και σ’ αυτούς που ξεκίνησαν τη μεγάλη συζήτηση. Ευχαριστώ τις εκδόσεις Κοντύλι και ιδιαίτερα το φίλο Δημήτρη Παντελή, που δέχτηκαν να φτάσουν τις αφηγήσεις στον αναγνώστη χωρίς να σκεφτούν κόπους και θυσίες. Ευχαριστώ την επιμελήτρια Ελένη Γεωργοστάθη, που με παραδειγματική επαγγελματική συνείδηση πάλεψε να χαλιναγωγήσει τον προφορικό και έντονα βιωματικό χαρακτήρα των αφηγήσεων στους συμβατικούς κανόνες ορθογραφίας και στίξης. Τονίζω ότι κάθε ατέλεια βαρύνει εμένα, όχι εκείνους. Ευχαριστώ εσένα, αναγνώστη! Αν το βιβλίο σού είπε κάτι, πέτυχε το σκοπό του. Μη διστάσεις να μου δείξεις οποιαδήποτε ατέλεια. Και πες μου τη γνώμη σου. Τη χρειάζομαι.

1

Οι συμβάσεις του Παραρτήματος θα σε διευκολύνουν, αν τις χρειάζεσαι, μια και στο βιβλίο συχνά παρακάμπτονται οι κανόνες ορθογραφίας και στίξης λόγω της προφορικότητας των αφηγήσεων.

.


3

Ζω σε μια φυλακή Εσύ είσαι υπέρ της ευθανασίας; ΧΑΡΙΤΗ Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2007, ώρα 12 το μεσημέρι, στο βάθος ενός εστιατορίου της πόλης της

Λοιπόν! Λέγομαι Χαρίτη Μαλάμη, είμαι εβδομήντα χρονών – εβδομήντα ένα! μην κρύβεις χρόνια… Να τα κατοστήσεις! Γιατί, τσιγκούνη; (γελάει) Χίλια! (γελάμε) Να τα χιλιάσεις! Ε… αγάπησα έναν άνθρωπο στα δεκαεπτά μου χρόνια –εκείνος ήταν τριάντα ενός– και… τελικά παντρευτήκαμε. Τον κατάφερα. Δε σε κατάφερε… Όχι. Τον κατάφερα. Θεωρητικά ήμασταν και οι δύο εναντίον του γάμου, αλλά τελικά παντρευτήκαμε· με πέντε καλεσμένους – με τους γονείς μας. Περάσαμε όπως όλα τα ζευγάρια: καλά, όμορφα, έρωτες… Η βασική μας σχέση, και νομίζω το σημείο που μας ένωσε πολύ, ήταν η σάρκα. Πρώτα αυτή. Και ύστερα το ότι, ίσως επειδή εγώ κατάγομαι από προσφυγική οικογένεια κι έζησα σε μια οικογένεια πατριαρχική, απόλυτα πατριαρχική, έψαχνα να βρω έναν άντρα να μπορώ να ακουμπήσω επάνω του, και το βρήκα σ’ αυτόν τον άνθρωπο. Ε… δεν αντέχω τις φωνές, τους καβγάδες – εκείνος υπήρξε πάντα ήρεμος. Δεν είχαμε ποτέ καβγάδες στο σπίτι. Είχαμε συζητήσεις, και σε κάποιες δύσκολες ώρες δικές μου –που, δεν το κρύβω, και ζήλευα και φώναζα και έκανα– εκείνος θεωρούσε καλό να αποχωρεί· και να επιστρέφει όταν εγώ είχα ηρεμήσει. Έτσι κύλησε η ζωή μας. Δουλέψαμε κι οι δύο. Συνολικά έχουμε δουλέψει σαράντα δύο χρόνια, σκληρές δουλειές, πρωί απόγευμα, γιατί ήμαστε κυνηγημένοι από τη Χούντα, από τη δεξιά, απ’ όλ’ αυτά τα καλά παιδιά, με αποτέλεσμα να ζήσουμε χώρια κάπου δεκαεπτά χρόνια. Εγώ δούλευα στην Αθήνα, εκείνος με μεταθέσεις· δυσμενείς μεταθέσεις. Ε… ήτανε υπάλληλος του Υπουργείου Δικαιοσύνης·

.


Γιάνης Δημολιάτης  /  Η μεγάλη κραυγή

62

σήμερα συνταξιούχος. Κι εγώ εκεί, στο ίδιο υπουργείο. Υπουργικός έρωτας. Ήτανε προϊστάμενός μου. Έτσι γνωριστήκαμε δηλαδή… ναι. Ήμουνα δεκαεπτά ετών. Έτσι… φτάσαμε στη Χούντα, όπου πια τον έδιωξαν, τον πήγανε στη Θεσσαλονίκη, ως επικίνδυνο για τη δημοσία τάξη των Αθηνών, κι εκεί ανέλαβε και τη μεταστέγαση του νοσοκομείου των φυλακών ως διευθυντής διοικητικού – είναι νομικός. Ναι. Ε… ήτανε δύσκολα χρόνια. Εγώ εδώ, μόνη – με δυο παιδιά. Εκείνος εκεί, μόνος του! Εμένα δε με πηγαίνανε στις μεταθέσεις του Γιώργου, δε μου δίνανε μετάθεση, δεν ακολουθούσα, ενώ υπάρχει διάταξη νόμου. Αυτό όμως απ’ την άλλη μεριά μάς έκανε καλό – βρήκα το καλό στοιχείο! ξέρεις, μ’ αρέσει να ψάχνω να βρίσκω τα καλά στοιχεία· για να κρατηθώ. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μη μας φάει η καθημερινότητα. Τότε δουλεύαμε και Σάββατα, και το να συναντηθούμε ήταν ολόκληρη ιστορία, δεν είχε Σαββατοκύριακο, δεν είχαμ’ ούτε αυτοκίνητο, κτίζαμε και το σπίτι μας, πείνα και δυστυχία, όχι δυστυχία: οικονομική δυσχέρεια. Έτσι το αποτέλεσμα ήτανε, όταν συναντιόμαστε, να φουντώνει ένας έρωτας που ήταν κοιμισμένος. Και δεν ντρέπομαι να σου πω ότι πολλές φορές μοιράζαμε τις αποστάσεις! Και συναντιόμαστε κάπου για να συναντηθούμε. Ε… προχώρησε η οικογένεια, κάναμε δύο κόρες, που είμαστε περήφανοι γι’ αυτές… Όμως, το ότι δεν κάναμε καβγάδες, τ’ ότ’ υπήρχε αυτή η ηρεμία, είχε πολύ κακά αποτελέσματα. Δυσμενέστατα! Εγώ ήμουνα μεγαλωμένη και μαθημένη στο πρέπει. Εκ μητρός είμαι Ποντία, και έλεγε λοιπόν η μητέρα μου ότι «οι Πόντιες δεν κλαίνε ποτέ!». Η μητέρα μου το έλεγε, η κόρη της, εγώ, το έμαθε! Έτσι μεγάλωσα εγώ, ότι εμείς είμαστε δυνατές. Ο πατέρας μου ήταν απ’ τη Σμύρνη, απ’ τ’ Αλάσεχιρ, κι είμαι πολύ περήφανη για την καταγωγή μου. Έτσι έμαθα ότι οι γυναίκες ήρθαν πρόσφυγες κυνηγημένες –σε αντίθεση με το βιβλίο Ιστορίας της κυρίας Γιαννάκου– κουβαλώντας τα παιδιά και τους μπόγους. Όσοι μπόρεσαν. Και στάλθηκαν εδώ στην Ελλάδα. Την αφιλόξενη Ελλάδα. Κι έτσι οι γυναίκες ήταν οι δυνατές. Δεν ξέρω κατά πόσο σ’ ενδιαφέρουν αυτά, αλλά έτσι χαλυβδώνεται ο χαρακτήρας· φτιάχνεται. Ένας ψεύτικος χαρακτήρας, για μένα: Δεν αφήνουμε τη φύση να μιλήσει, αλλά βάζουμε το πρέπει πάνω απ’ το θέλω. Και είναι πολύ σκληρό. Πρέπει να γίνει αυτό, πρέπει να γίνει εκείνο, πρέπει το άλλο… Αντιθέτως ο άντρας μου, είναι από οικογένεια με καταγωγή ηπειρώτικη, απ’ τη Βήσιανη· βέβαια. Α, ένας άνθρωπος μειλίχιος· ε, φιλελεύθερο θα τον έλεγα, με το Βενιζέλο, κι εκείνος κι εγώ, εκείνη την εποχή ίσον αριστεροί για τους κρατούντες, ναι· ε… διαλλακτικός… Δεν είχαμε τίποτα κοινό· διαβάζαμε και οι δύο πολύ: εγώ φιλολογίαποίηση, εκείνος ιστορικά. Ούτε ο ένας ούτ’ ο άλλος προσπάθησε, μπόρεσε, να παρασύρει τον άλλο. Να σκεφτείς, ότι όταν άρχισα να γράφω ποιήματα

.


63

3  /  Ζω σε μια φυλακή

–έγραφα πάντα δηλαδή– και του τα διάβαζα, μου έλεγε, Τι σου ’κανα; Γιατί μου το διαβάζεις τώρ’ αυτό; Τι φταίω; – σ’ αυτό το στιλ. Πάντα με χιούμορ, χιουμορίστας ιδιαίτερος· ένα πολύ γερό μυαλό. Ήταν αθλητής, δεκαθλητής. Εκεί συναντιόμαστε, στον αθλητισμό. Ήμουνα κι εγώ κολυμβήτρια, έπαιζα βόλεϊ· εκείνος ήταν δεκαθλητής και ποδοσφαιριστής. Αυτό ήταν ένα σημείο συνάντησης. Η εντιμότητα ήταν ένα άλλο σημείο συνάντησης – γι’ αυτό είμαστε και φτωχοί. Μια εντιμότητα που… καταλήγει ίσως σε βλακεία. Ζούμε μαζί πενήντα τέσσερα χρόνια. Σ’ όλη μου τη ζωή, ακριβώς επειδή δεν εκδηλωνόμουνα, δεν έχω κλάψει ποτέ. Έχω χάσει όλους τους δικούς μου, κι έχω χάσει κι ένα παιδί – δεν έχω κλάψει ποτέ! παρά μόνο δυο φορές στη ζωή μου. Κι ήταν οδυνηρό: δεν ξέρω να κλαίω. Πόναγε ο λαιμός μου, τα μάτια μου, το στομάχι μου… και λέω “γιατί κλαίει ο κόσμος;”. Αλλά τα δάκρυα τρέχανε. Όχι από πόνο· ίσως από δυσκολίες: όταν δεν μπορούσα να κάνω τα πρέπει. Αυτές ήταν οι δυο φορές που έκλαψα. Εκείνος, πάλι, ήτανε το μοντέλο του άντρα του ’60, του ’50: οι άντρες δεν κλαίνε. Οι άντρες δε βγάζουν τον εαυτό τους. Είναι άντρες! Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα όλες οι στεναχώριες και οι δυσκολίες να περνάνε μέσα μας. Εγώ με κολίτιδες, έλκη, γαστρορραγίες, σπασμούς μυϊκούς… μονίμως άρρωστη. Εκείνος πάντα ήρεμος και υγιής. Δεν ήθελε τις αρρώστιες. Δεν ήθελε ν’ ακούει για αρρώστιες. Και δεν είχε. Ήταν θεόγερος. Δεν αρρώστησε ποτέ του. Ούτε κολικούς ούτε κολίτιδες· τίποτα. Εκτονωνόταν με το να περπατάει. Δεν έχει μπει σε τρόλεϊ, δεν έχει μπει σε λεωφορείο· πάντα πεζός. Έβρισκε τις λύσεις περπατώντας. Ένας άνθρωπος μοναχικός σαν άτομο, ιδιαίτερα δημοφιλής στις παρέες, στο σόι, στους συγγενείς· γιατί ηταν χιουμορίστας, ήταν πειραχτήρι. Αλλά ο εσωτερικός του κόσμος ήτανε κλεισμένος πίσω από το όστρακο του άντρα: οι άντρες δεν κλαίνε! οι άντρες είναι δυνατοί! Αυτό το πλήρωσε και το πλήρωσα και το πληρώνουμε. Έπαθα ένα μικρό καρκίνο δέρματος, έπαθα έναν καρκίνο φωνητικής χορδής, έπαθα μία γαστρορραγία πολύ μεγάλη – με χειρούργησαν εν θερμώ, κάνανε λάθος, ενώσανε έντερο με δεν ξέρω τι, έμεινα δυο μήνες Εντατική, έχασα είκοσι δύο κιλά, νομίζαν όλοι ότι πέθανα, βρέθηκ’ ένας καταπληκτικός γιατρός, ο Χαλιλόπουλος, ο οποίος, μέσω γαστροσκοπήσεων, κατόρθωσε να βγάλει τα πολλά ράμματα και να βάλει μπαλονάκι, γαστροσκοπήσεις που κράταγαν είκοσι λεπτά, και μιλάμε τώρα δω οι δυο μας, άρα ζω… Ο Γιώργος όλ’ αυτά τα πέρασε με πολλή υπομονή. Ε… να σκεφτείς ότι δε μου ’χει πει ποτέ ότι μ’ αγαπάει! Ούτε τότε! Ποτέ στη ζωή μας. Πάντα εγώ. Κι όταν τον ρώταγα μου ’λεγε, Μα, αφού είμαι μαζί σου! Μπορεί να μη σ’ αγαπάω; Δεν το βλέπεις στις πράξεις μου; Αλλά χρειαζόταν ο λόγος – το λόγο δεν τον είχα. Τον είχα όμως στα γραπτά του· έχω γράμματά του άκρως ερωτικά. Δεν το ’λεγε γιατί ’ταν άντρας. Τ’ όστρακο, που λέγαμε.

.


Γιάνης Δημολιάτης  /  Η μεγάλη κραυγή

64

Έτσι φτάσαμε στο… (κάνει φωναχτά διάφορους υπολογισμούς) εβδομήντα εννιά! Το 1979 υποβάλλει τα χαρτιά του για σύνταξη, με τριάντα δύο χρόνια υπηρεσία· κανονικά δηλαδή να φύγει. Το πρωί υπέβαλε την παραίτηση, πήγαμε Σαββατοκύριακο εκδρομή για να το γιορτάσουμε, και το βράδυ παθαίνει το πρώτο εγκεφαλικό. Ήταν Σαββατοκύριακο. Εγώ έγραφα –του γραφείου μου δουλειά είχα πάρει, γιατί έκανα κάτι υπερωρίες– κι ήρθε πάνω στα πρακτικά και μου έγραψε «εγκεφαλικό». Παραπατώντας· σηκώθηκ’ έξι η ώρα το πρωί και μου ’γραψ’ «εγκεφαλικό». Αντί να το μιλήσει: Δεν μπορούσε να μιλήσει. Είχε… δεν ξέρω πώς λέγεται, στράβωσε το στόμα του, δεν ξέρω πώς τα λέτε επιστημονικά, και το μάτι, στο πρόσωπο δηλαδή, αριστερά. Με απόλυτη διαύγεια πνεύματος. Χέρι-πόδι όχι. Μόνο πρόσωπο. Ε… αυτό ήταν το πρώτο μας εγκεφαλικό. Μπήκαμε στο νοσοκομείο… ανακάλεσα την παραίτησή του, για να έχουμε πλήρη περίθαλψη, να μην μπλέξουμε σε τέτοια, έμεινα μαζί του στο νοσοκομείο δέκα μέρες, άρχισε να επανέρχεται… και τότε σταμάτησ’ η περίοδός μου! Όταν εκείνος βγήκε απ’ το νοσοκομείο, εγώ δεν είχα πια περίοδο. Δεν ξέρω· (παύση μικρή) δεν ξέρω. Ο Γιώργος αρρώστησε! Είναι σαν να λες το βουνό γκρεμίστηκε, έγινε σεισμός, μετακινήθηκε! Πώς; δεν ξέρω· δε σκεφτόμουνα: ενεργούσα· έπρεπε να σταθώ δίπλα στο Γιώργο. Και το σώμα μου αποφάσισε ότι δεν του χρειάζεται πια περίοδος. Το σώμα μου έτσι αποφάσισε· και σταμάτησε. Ήμουνα σαράντα τριών! Σαράντα τριών ετών. Είχα όμως μία ινομυωματώδη μήτρα, κι ο μαιευτήρας μου πολύ το χάρηκε. Ε… ήρθε σπίτι, συνεχίσαμε τη ζωή μας, περάσανε τα χρόνια… Εγώ δούλευα, συνέχισα να δουλεύω, με δυο δουλειές, ο Γιώργος είχε πάρα πολλά ενδιαφέροντα κι απασχολήσεις, και… φτάσαμε τώρα πια, ήρθε η ώρα –μετά τις αρρώστιες τις δικές μου και ιδιαίτερα μετά το στομάχι μου–, υποβάλλω τα χαρτιά μου και φεύγω κι εγώ με σύνταξη, μετά ’πό σαράντα δύο χρόνια δουλειάς. Είχα πάρει δηλαδή απ’ το Δημόσιο τη σύνταξη κι εξακολουθούσα και δούλευα διάφορες δουλειές, πωλήσεις, ασφαλίστρια και τα λοιπά. Φεύγω και τότε του λέω, Γιώργο, τώρα πια οι δυο μας! Τα παιδιά μας μεγάλωσαν… θα ζήσουμ’ οι δυο μας. Δεν πρόφτασα να το πω, αρχίσαν οι θάνατοι –πέθαναν τρεις αδερφές του, πέθανε ένας αδερφός μου, ο μοναδικός, πενήντα ετών, στα πενήντα του– κι αρχίζει ο Γιώργος τα εγκεφαλικά. Ο Γιώργος δεν κλαίει. Ο Γιώργος είναι πολύ συναισθηματικό άτομο, αλλά είπαμε κλεισμένος στο καβούκι του: δεν κλαίει. Κι αρχίζουν τα εγκεφαλικά. Το πρώτο ήρθε πριν από δέκα έντεκα χρόνια, χάνοντας το αριστερό οπτικό, κεντρικό οπτικό νεύρο – καλά το λέω; κεντρικό οπτικό… πεδίο, οπτικό πεδίο! μπράβο. Αμέσως μετά, ο επόμενος θάνατος, το άλλο μάτι· δε βλέπει πια, βλέπει ένα εικοστό. Έχουμε εγκεφαλικά που παρου-

.


65

3  /  Ζω σε μια φυλακή

σιάζονται με διάφορες μορφές. Άλλος θάνατος: χέρι-πόδι. Γυμνασμένο κορμί, αρχίζουμε γυμναστικές, πράγματα, θάματα, συνερχόμαστε, άλλος θάνατος, άλλο εγκεφαλικό! Του αδερφού του, θάνατος του αδερφού του, η αντίδραση του Γιώργου ήταν εγκεφαλικό. Εγκεφαλικά. Θάνατος, εγκεφαλικά. Βέβαια, πρέπει να σημειώσω, (αργά αργά, μία μία τις λέξεις) ότι ο Γιώργος από την εποχή που τον γνώρισα φοβόταν το θάνατο· και φοβόταν τα εγκεφαλικά, (γρήγορα) γιατί ο πατέρας του είχε πεθάνει από εγκεφαλικό σε ηλικία πενήντα ετών. Δεν ξέρω αν αυτό στην ιατρική μετράει… Κι έτσι, πριν από έντεκα χρόνια, το χάσιμο των ματιών του στα δύο πρώτα εγκεφαλικά είχε σαν αποτέλεσμα μία κατάθλιψη. Και κλείσιμο στο σπίτι. Κλειστός ήτανε, κλεισμένος δεν ήταν. Ήταν ο άνθρωπος που έβγαινε – α! πρέπει να σου πω ότι είχε παρέες, ανδροπαρέες, πενήντα χρόνια τις ίδιες παρέες, που βγαίναν κάθε Σάββατο, οι Σαββατιάτες, έτσι το λέγανε. Και την Κυριακή παίρναν κι εμάς “τα μουσεία”, τις γυναίκες τους. Τα μουσεία! έτσι μας λέγανε. Δηλαδή θέλω να πω ότ’ ήταν ο άνθρωπος ο πολύ κοσμικός, ο πολύ έξω. Αυτά όλα σταμάτησαν: Κλείστηκε μέσα στο σπίτι και είπε, όταν πέθανε η αδερφή του η μικρότερη, εγώ δεν ξαναβγαίνω έξω! Και δεν ξαναβγήκε! Βρε Γιώργο μου, τώρα που ’χω πάρει σύνταξη; Τώρα που έχουμε σπίτι; –είχε η αδερφή του ένα σπίτι στη Ραφήνα και μας το παραχωρούσε– θα πάμε στη Ραφήνα να κάνουμε τα μπάνια μας; Τώρα δε βγαίνεις έξω; που είμ’ εγώ καλά; αρχίζω να γίνομαι καλά; Δεν ξαναβγαίνω έξω απ’ το σπίτι. Και δεν ξαναβγήκε! Παρά μόνο για νοσοκομεία. Έντεκα χρόνια δεν έχει βγει έξω από το σπίτι! Ενώ μπορεί – ενώ μπορούσε. Δηλαδή, μη βλέποντας, με τη βοήθειά μου μπορούσε. Είχε μάθει όμως να περπατάει με το να βλέπει σκιές μόνο, δηλαδή το οπτικό… περίγραμμα, εξωτερικά, ξέρεις· δεν έβλεπε το κέντρο. Δηλαδή, όταν έμπαινε ένας άνθρωπος μέσα και φορούσε παντελόνια, δεν ήξερε αν είναι άντρας ή γυναίκα, έπρεπε ν’ ακούσει τη φωνή. Η κατάθλιψη χειροτερεύει και πάλι. Η οποία συνοδεύεται με διάφορα εγκεφαλικά, όπως είπαμε: μετά ’πό κάθε θάνατο. Πρέπει να σημειώσω ότι αγαπιόμαστε, και τον αγαπάω πάρα πολύ· τον εκτιμώ, τον σέβομαι, δεν ξέρω, δεν είν’ έρωτας, είναι συνήθεια; είν’ εκτίμηση; –α φοβερή! δεν έχω πάει μ’ άλλον άντρα, δεν ξέρω πώς είναι· μου έδωσε δυο ωραία παιδιά και του είμαι υποχρεωμένη γι’ αυτό, είχε πολύ καλό σπόρο– ε… είναι συνήθεια; δεν ξέρω: εγώ προσπαθώ να του στέκομαι, κι είμαι δίπλα του· έντεκα χρόνια τώρα… Κάνω ομοιοπαθητική δεκαοκτώ χρόνια. Δεν ξέρω αν αυτό με βοήθησε ή τι με βοηθάει. Αν πιστεύεις στο θεό, η δύναμή του. Μέχρι πριν από πέντε χρόνια, δηλαδή τα πρώτα έξι χρόνια, ήλπιζα ότι θα τα καταφέρουμε, θα περπατήσει, θα ξαναφτιάξει· έφτιαξε το χέρι του, άντε και περπατούσε μέσα στο σπίτι· ήρθε η χαρά του εγγονιού, έπαιρνε το καρότσι και το έκανε βόλτα μέσα στο σπίτι…

.


Γιάνης Δημολιάτης  /  Η μεγάλη κραυγή

66

Άρα έβλεπε!... Όχι· είπαμε τι βλέπει, βλέπει περίγραμμα. Μέσα στο σπίτι είχε μάθει, εκινείτο άνετα, δεν υπήρχε πρόβλημα! και τουαλέτα κι όλα… Αυτοεξυπηρετείται; Εξυπηρετείτο! τα πρώτα τέσσερα πέντε χρόνια. Μετά αρχίζουν οι δυσκολίες. Τα εγκεφαλικά συνολικά ήταν επτά. Αρχίζουν οι δυσκολίες. Για να φτάσουμε στο χθες, προχθές, που πια είναι τώρα τρία χρόνια, που το αριστερό πόδι-χέρι έχει φύγει τελείως… Άρα είναι ξαπλωμένος μονίμως! Όχι! δεν τον αφήνουμε ξαπλωμένο. Αλλιώς θα ήτανε. Τον υποχρεώνουμε –και βάζω και τις κόρες μου μέσα, όποτε βρίσκονται σπίτι– να περπατάει έστω κι αυτά τα λίγα βήματα. Ε… με αρκετές ασκήσεις στο κρεβάτι. Όχι, μόνος του όχι. Εμείς τις κάνουμε. Φυσιοθεραπευτής στην αρχή, ναι. Του έκανε πολύ καλό, και φαίνετ’ ότι επειδή είδε ότι του ’κανε καλό –είκοσι δύο σκαλιά έχει το σπίτι μας, μονοκατοικία, ο φυσιοθεραπευτής τον κατέβασε κάτω, τον έβγαλε στο δρόμο– και την άλλη μέρα τού απαγόρευσε νά ’ρθει. Εγώ πιστεύω ότι δεν ήθελε να γίνει καλά. Δεν ξέρω γιατί. Δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί κλείστηκ’ έτσι. Δεν μπόρεσα. Έχω σκεφτεί πολλά πράγματα, τον έχουν δει ψυχολόγοι, τον έχουν δει ψυχίατροι, ομοιοπαθητικοί, αλλοπαθητικοί, βελονιστές, έχουμε κάνει τα πάντα· ό,τι μπορούσαμε να κάνουμε! Ο Γιώργος είναι στην καρέκλα του άρχοντας, αν έρθεις και τον δεις δε θα τον κάνεις ογδόντα τεσσάρων ετών, θα τον πεις εβδομήντα! Έχει ένα δέρμα θαυμάσιο, δεν έχει παχύνει, ήτανε στα εβδομήντα εβδομήντα πέντε κιλά κι έχει πάει ενενήντα, βέβαια κι εγώ ήμουν στα πενήντα κι έχω φτάσει εβδομήντα τέλος πάντων… – πενήντα κιλά ήμουνα! τώρα είμ’ εβδομήντα το ζώον. Ε… προσπαθούσαμε να βρίσκουμ’ ενδιαφέροντα. Εγώ πια, με το κλείσιμό μου αυτό, άρχισα να γράφω μανιωδώς. Πάντα έγραφα, αλλά… πρέπει να σου πω ότι –κάνω μια αναδρομή, γυρίζω πίσω– ότι όταν έπαθα καρκίνο και ενάμιση χρόνο δε μίλαγα, του έγραψα, είχα μπροστά μου κρεμασμένο ένα μπλοκάκι και έγραφα, και του έγραψα μια μέρα, ήμασταν εξοχή, είχαμε νοικιάσ’ ένα σπίτι στη θάλασσα, και του έγραψα «Ήθελα τόσα να πω στα παιδιά και δεν μπόρεσα…». Κι εκείνος μου είπε, Μμπορείς να γράψεις! Λέω, Ξέρω να γράφω ποιήματα, δεν ξέρω πεζά. Μου λέει, Ξέρεις και μιλάς! γράψε! Θα με βοηθήσεις; Ναι! ό,τι χρειαστείς. Με παρότρυνε πάντα να γράφω. Άσχετα αν δεν του αρέσαν τα ποιήματα, με παρότρυνε. Εκείνος μου έβγαλε την πρώτη μου ποιητική συλλογή! Χωρίς να το ξέρω. Έχω τρεις, αλλά την πρώτη την έβγαλ’ εκείνος το 1985. Ε… ήταν ο άνθρωπος που μας σπρώχνει, και τις κόρες του, στη μάθηση, στην πρόοδο: Προχωρήστε! ο δρόμος είναι μπροστά, μην κοιτάτε πίσω… – δεν το ’κανε ο ίδιος όμως. Έτσι λοιπόν, όταν εκείνος αρρώστησε, έμεινε, κλείστηκε μέσα, έρχεται η κόρη του η μεγάλη και μου λέει, και μας λέει, Βρε μπαμπά, λέει, η μάνα

.


67

3  /  Ζω σε μια φυλακή

έγραψε βιβλίο για τη διασπορά, για τη ζωή της, για την οικογένειά της. Γιατί δε γράφετε ένα βιβλίο για την Καλλιθέα; Να της διηγείσ’ εσύ, κι εκείνη να γράφει. Έτσι ξεκίνησα ένα βιβλίο πριν δέκα χρόνια. Κολλήσαν κι οι φίλοι του, οι οποίοι ερχόντουσαν στο σπίτι, και βγήκ’ ένα βιβλίο. Που θα εκδώσει η Εκδοτική. Δηλαδή πήρα με κασετόφωνο σαράντα πέντε μαρτυρίες της ζωής της Καλλιθέας, γιατί δεν υπάρχει βιβλιογραφία για την περιοχή Καλλιθέας, και πήρα σαράντα πέντε μαρτυρίες από εβδομήντα ετών ως θάνατο. Μ’ όλες τις δυσκολίες της απομαγνητοφώνησης, της επαλήθευσης… Ο Γιώργος με βοήθησε αφάνταστα στην επαλήθευση –γιατί έχει γερό μυαλό– και οι φίλοι του πάρα πολύ· κι έτσι έγινε ένα συλλογικό βιβλίο. Οι φίλοι του, αυτοί που βγαίνανε, οι Σαββατιάτες! Που τώρα όμως δε βγαίνανε, αλλά ήρθανε μέσα. Οι οποίοι όμως ένας ένας πέθαινε. Ο ένας με καρκίνο, ο άλλος μ’ έναν τραγικό θάνατο, ο άλλος με δεν ξέρω τι. Κι από αυτή την παρέα τη μεγάλη έχουνε μείνει μόνο ένας ο οποίος έρχεται πια· κάθε Σάββατο – α, έχει μέρα συγκεκριμένη! που δεν έχει κίνηση ο δρόμος, γιατί κι αυτός είναι ογδόντα ετών. Κι έτσι μας έμειν’ ένας· κι άλλοι δυο τρεις που ’ρχονται στο μήνα μια φορά. Αυτό τον απασχόλησε και του άρεσε. Κάποια στιγμή, όταν έπαθε το δεύτερο και το τρίτο, όταν έγιναν οι μεγάλοι θάνατοι, δηλαδή πριν πέντε χρόνια, ε, τότε σταμάτησε να τον ενδιαφέρει. Βέβαια κατά καιρούς μού λέει, για διάβασέ μου, τι έγραψες για τον τάδε; Και του διαβάζω. Έλα! φτάνει τώρα, μην κουράζεις το λαιμό σου – με προσέχει! Ε… εντωμεταξύ εμένα με πονέσαν τα χέρια μου, έπαθα τενοντίτιδες από το τράβηγμα, και θεώρησα καλό να πάρουμε γυναίκα. Πάντα είχα ευαισθησία στη μέση, είχα μια μετακίνηση μεσοσπονδυλίου δίσκου από τα παιδικά μου χρόνια, και φόραγα κορσέ – και φοράω· και είχα βρει έναν τρόπο να τον σηκώνω: δηλαδή στεκόμουνα μπροστά του, εκείνος μ’ ανοιχτά τα πόδια στην πολυθρόνα ή στο κρεβάτι, με κράταγ’ απ’ τη μέση, κι έκανα μοχλό τη μέση μου, με αποτέλεσμα να τη διαλύσω. (παύση) Ναι, κι έτσι πριν τέσσερα πέντε χρόνια αναγκάστηκα να πάρω γυναίκα. Υπό την εποπτεία μου. Δεν του άρεσε στην αρχή, αλλά δε γινόταν αλλιώς. Έχω να… –είναι ντροπή μου να το λέω αυτό, αλλά το λέω– έχω να πάω πέρα, ν’ απομακρυνθώ πέρα από μία μιάμιση ώρα, δέκα χρόνια. Δηλαδή να μην είμαι μακριά, να είμαι κοντά του. Για εκδρομή δεν το συζητάω. Δέκα χρόνια δεν έχω απομακρυνθεί σε απόσταση μεγαλύτερη της μιας ώρας! Εδώ τώρα είμαστε κοντά δύο ώρες, άρα είναι παράβαση καθήκοντος! Όχι· όχι μια ώρα χρόνος: μια ώρα απόσταση με ταξί από το σπίτι. Μια ώρα με ταξί. Δηλαδή το πιο πολύ, το πιο πολύ, να πάω ξέρω γω στον Πειραιά που ήταν η μάνα μου ή που ήταν ο αδερφός μου, να με πάρει τηλέφωνο να μου πει έλα, να πάρω ταξί και να φτάσω σε μια ώρα μέσα. Το αργότερο.

.


Γιάνης Δημολιάτης  /  Η μεγάλη κραυγή

68

Εντωμεταξύ μπλέξαμε με γιατρούς – δεν ξέρω αν αυτό ιατρικά σ’ ενδιαφέρει… Δε θ’ αναφέρω ονόματα γιατρών – γιατί είναι και φίλος. Μ’ έναν ψυχίατρο, νευρολόγο-ψυχίατρο, ο οποίος του ’δινε φάρμακα και φτάσαμε να έχουμε εκρήξεις θυμού, να ’χουμε… και να μου λέει κι άλλο λεξοτανίλ, κι άλλο λεξοτανίλ, να ηρεμήσει, κι άλλο λεξοτανίλ, και δεν ξέρω πόσα λεξοτανίλ παίρναμε! Και φτάσαμε σ’ ένα σημείο να μου πει ο γιατρός ο φίλος, Αγαπητή μου, δεν μπορώ να κάνω τίποτα, να πάει σε μία ψυχιατρική κλινική. Δεν το δέχθηκα. Φώναξα μία ψυχίατρο, που μου είπαν ότ’ ήταν πολύ καλή, η οποία δεν πήγαινε στα σπίτια, νοσοκομειακή γιατρός, γίναμε φίλες, την κατάφερα και ήρθε, καταπληκτική γυναίκα, είναι στο Λαϊκό, κι αυτή μου λέει, Αν αντέχεις δυο μήνες, θα του τα κόψουμ’ όλα. Κανένα φάρμακο. Θ’ αντέξεις σ’ αυτή την αποτοξίνωση; Όχι ο Γιώργος: εγώ αν θ’ αντέξω. Ενάμιση μήνα δεν είχα βγει μέσα από το χώρο του. Δύο χώρους, την κρεβατοκάμαρα, και το… σαλόνι, εμείς δεν έχουμε σαλόνι, έχουμ’ ένα δωμάτιο όπου βλέπουμε τηλεόραση, καθόμαστ’ εκεί, διαβάζουμε… είν’ ένας χώρος. Μείναμ’ εκεί κλεισμένοι οι δυο μας –δεν άφηνα τα παιδιά να μπούνε μέσα– με καταστάσεις φοβερές· εσύ σαν γιατρός θα τις ξέρεις, για μένα ήταν τρομακτικές. Τότε λειτουργούσαν τα χέρια του, το ένα λίγο, το αριστερό λίγο, αλλά το δεξί πολύ καλά. Ε, να βάζει γραβάτα, να θέλει να κρεμαστεί, ε… να προσπαθεί να σκοτωθεί απ’ το μπαλκόνι, ε… με… με μ’ εκρήξεις θυμού, άνθρωπος που δεν έβριζε ποτέ, έβριζε θεία, έβριζε τα πάντα, ένας χαμός, δε θέλω να θυμάμαι κείνες τις ημέρες. Τραγικές. Όμως η γιατρός το πέτυχε, του έκοψε τα ψυχοφάρμακα. Και τι άνθρωπο έδωσε πίσω; Τι έδωσε; Έναν άνθρωπο πολύ ήρεμο, που έχει εκρήξεις όταν ξέρει ότι εγώ είμαι άρρωστη ή κάποιος είναι άρρωστος στο σπίτι, ή όταν τον πιάσει, του κολλήσει η ιδέα, ότι έχει κάποια αρρώστια ο ίδιος. Τότε έχει πάλι εκρήξεις, οι οποίες όμως περνάνε με… με όχι φάρμακα. Με κουβέντα, με μία… άρχισα να υψώνω εγώ τον τόνο της φωνής μου, κατά τη συμβουλή της γιατρού, Θα του δείξεις ότι εσύ είσ’ αυτή που θα του επιβληθείς τώρα – ενώ πάντα είχε κείνος το λόγο. Δηλαδή, μια μέρα, παράδειγμα, ήταν μια Κυριακή, είπα στη γυναίκα, Μην έρθεις γιατί θα ’ναι δω η κόρη μου, οπότε θα τον σηκώσει εκείνη. Κάν’ ένα ρεπό κι εσύ. Και του το ’πα, ότι δε θα ’ρθει. Κι έκαν’ ολόκληρο καβγά: Με ποιο δικαίωμα, εγώ είμαι, δική μου είναι. Εγώ έπρεπε να της πω να φύγει. Και δεν είχες το δικαίωμ’ αυτό, και… Είχαμ’ έκρηξη, μεγάλη. Έλ’ αγόρι μου, έχεις δίκιο, μανούλα μου… θα ’λεγα παλιότερα, Ε! λοιπόν, Γιώργο, σε παρακαλώ! Έχω κι εγώ κάποιο λόγο εδώ μέσα, λέω τώρα. Όταν εγώ υψώνω τη φωνή, εκείνος πέφτει. Τώρα έχω βρει, τα τελευταία τρία τέσσερα χρόνια, έχω βρει το άλλο κόλπο. Πώς μιλάμε σ’ ένα παιδί; δηλαδή, Γιώργο, τώρα πρέπει να κάνουμε ποδόλουτρο να κόψουμε τα νύχια. Όλα γίνονται στο κρεβάτι πια· μπάνιο, λούσιμο,

.


69

3  /  Ζω σε μια φυλακή

τα πάντα στο κρεβάτι, τα τελευταία τρία χρόνια. Έχω κρεβάτι νοσοκομειακό, ψηλό για να μπορώ να μη σκύβω· και μία πολυθρόνα στην οποία ξαπλώνουμε· έχουμε και καρότσι, περάσαμε και στο καρότσι. Λοιπόν, Τώρα θα σηκωθείς. Όχι δε σηκώνομαι. Θα σηκωθείς! θα σηκωθείς γιατί θ’ ανοίξεις· έχεις λογική και ξέρεις τι θα πει άνοιγμα· λοιπόν, τώρα θα σηκωθείς. Εγώ που δε φώναζα, φωνάζω! –βέβαια δεν έχω κι έκταση φωνής, όσο μ’ ακούς τώρα– και χτυπάω και το χέρι μου στο τραπέζι. Και σηκώνεται. Όχι μόνος του: Δέχεται να τον σηκώσουμε. Μόλις λοιπόν κάνει την εντολή –είναι γλυκατζής–, Αχ, του λέω, να σου δώσω τώρα ένα γλυκάκι που ’φτιαξα; Αυτό καταπραΰνει τα πάντα. Εντολή –όχι με αγένεια η εντολή, όχι με τσαμπουκά, αλλά με ένταση–, πείθεται, το κάνει, και μετά αμέσως η ανταμοιβή. Πώς κάνουμε στα παιδιά; Και στα σκυλιά… Κι ο άνθρωπος ένα σκυλάκι είναι… Με μια νοημοσύνη φοβερή: όταν χθες εγώ του είπα –επίτηδες του τα κάνω αυτά, εγώ δούλευα Κασσιανής και Νεομάρτυρος, οπότε καταλαβαίνεις ότι η Φωκά ήτανε δίπλα στο γραφείο μου– όταν, λοιπόν, του είπα, Βρε Γιώργο, πού είναι η Φωκά; μου λέει, Η Φωκά; κοντά στην πλατεία! Λέω, Πρέπει Γιώργο, πρέπει να πάω στην Πύλη του Βιβλίου, η Εκδοτική με θέλει να πάω, γνώρισα και μία κυρία, της μίλησα… Έλα, μωρέ παιδί μου, με έκοψε, δίπλα στο γραφείο σου, στο τεράστιο κτίριο. Ή πολλές φορές μού λέει, Σήμερα είναι της Αγίας Μαρίνας. Φοράει γουόκμαν και παρακολουθεί τα πάντα! Είναι με ραδιόφωνο από το πρωί μέχρι το βράδυ που θα κοιμηθεί. Παρακολουθεί τα πάντα, μετέχει όλων, έχει γνώμη για όλα. Δεν πάει να ψηφίσει γιατί δε μετακινείται, πολιτικό ον όμως. Και… πρόσεξε τώρα, εγώ μετά ’πό δύο μήνες θα ξεχάσω τ’ όνομα της κυρίας, δεν έχω μυαλό καλό, δεν έχω μνήμη καθόλου, θα του πω, Βρε Γιώργο, πώς τη λέγαν εκείνη την κυρία; που τη γνώρισα στην Εκδοτική, που πήγα στ… Χριστίνα! με κόβει. Εγώ ξέχασα και το επίθετο, εκείνος θα το θυμηθεί. Δυσκολεύομαι να καταλάβω πώς ένας άνθρωπος με έντεκα εγκεφαλικά μπορεί να έχει τέτοια λογική και τέτοια μνήμη… Επτά! Επτά – τα πήγες έντεκα… Πού να ξέρω γω; Γιατρός είσ’ εσύ! Η ψυχίατρος τι λέει; Η ψυχίατρος μου λέει… Όταν την ψυχίατρο την έφερα –για να τον πάμε στο ψυχιατρείο που ήθελε ο άλλος, και της είπα ότι εγώ δε θέλω ψυχιατρείο, και μου λέει, Αφού ο συνάδελφος το λέει, θα έχει κάποιο λόγο· πρέπει να τον δω–, κι ήρθε και τον είδε, και μου λέει, Αυτόν τον άνθρωπο στο ψυχιατρείο; Τρελαθήκαμε; Τρελαθήκαμε; Επειδή τον φούσκωσε ο συνάδελφος, που δε θέλω να ξέρω τ’ όνομά του, με βαρβιτουρικά και μας τον έκανε φυτό; Όχι! Εγώ θα τον κάνω καλά. Και τον έκανε. Προσπαθώ να θυμηθώ το όνομά της και το ξέχασα… Ήτανε πράγματι εγκεφαλικά;

.


Γιάνης Δημολιάτης  /  Η μεγάλη κραυγή

70

Πού να ξέρω; Έτσι λέγανε. Έχουμε γυρίσει δύο τρία νοσοκομεία. ΝΙΜΙΤΣ, Λαϊκό, Γενικό… Αυτά. Αυτή ειναι η ζωή μας. Πώς την αποδέχομαι; Αυτά που δε θέλω να πω σε κανέναν… Να ρωτήσω κάτι άλλο πρώτα; Δύο μόνο φορές έκλαψες, είπες. Ποιες ήταν; Και την περασμένη βδομάδα, τρεις! Την Τετάρτη, βράδυ δέκα η ώρα, έκλαψα γιατί είχα μία έντονη συζήτηση με τη μία μου κόρη, που τελικά είχε δίκιο, γιατί, ξέρεις τι; το ελάττωμά μου το μεγάλο είναι ότι βάζω πρώτα το συναίσθημα και μετά τη λογική, δεν έχω λογική εγώ, εγώ σκέφτομαι με το συναίσθημα, λειτουργώ με το συναίσθημα. Η κόρη μου κι ο άντρας μου είναι ορθολογιστές. Η μικρή, η μικρή μου κόρη. Ήρθα, λοιπόν, σε σύγκρουση με τη μικρή. Και στεναχωρήθηκα πάρα πολύ. Βαθιά. Εκείνη τη μέρα μού ’κανε και μία κρίση ο Γιώργος, αυτές τις νευρικές του κρίσεις. Στη συνέχεια, τηλεφωνιέμαι με την Εκδοτική και μου λέει ο εκδότης ότι δεν μπορώ να βγάλω αυτό το βιβλίο, γιατί το κοστολόγησα 9.000 ευρώ –το μπάτζιετ, πώς διάολο τα λεν αυτά; προϋπολογισμό εμείς το λέγαμε– και θα πάμε για χορηγία – ο Γιώργος το περιμένει πάρα πολύ αυτό το βιβλίο. Ε… είχα και δυο τρία τηλεφωνήματα… α! υπάρχει κι ένα άλλο κακό σε μένα, ότι πολλές φίλες, φίλοι, έχω πολύ, πολύ κόσμο γύρω μου, γιατί είμαι και οδηγός εν ενεργεία, οδηγός, προσκοπίνα, και έχω επαφή με πολύ νέα παιδιά, πολλά απ’ αυτά με θεωρούνε ότι τους δίνω καλές συμβουλές, ή τουλάχιστον τους απαλαίνω τον πόνο, κι είχα δύο τρία τηλεφωνήματα, την ίδια μέρα όλ’ αυτά, όπου μου είπε η μία ότι ο άντρας της έχει γκόμενα, η άλλη ότι δεν ξέρω τι, και μια άλλη φίλη ότ’ είχε καρκίνο και πεθαίνει, έχει μείνει σαράντα κιλά… όλ’ αυτά μ’ είχαν φορτίσει σε τέτοιο σημείο… που, δεν ξέρω πώς, έκλαψα! Πόνεσα! Και μετά έτριβα τα μάτια μου. Την άλλη μέρα, το μάτι μου ήταν σε κακό χάλι. Δεν πήγα στο γιατρό, γιατί λέω, φαίνεται είν’ απ’ το κλάμα. Πέρασαν τέσσερις μέρες, παίρνω τον ομοιοπαθητικό, μου λέει πάρε τον οφθαλμίατρο. Πάω στον οφθαλμίατρο, ιογενής λοίμωξη, μου λέει, δεν έχει καμία σχέση με το κλάμα· συμπτωματικό. Έτσι έκλαψα. Που με ρώτησες πώς έκλαψα. Η τρίτη φορά· υπάρχουν άλλες δύο… Πάντα έτσι έκλαιγα, με τέτοιες εντάσεις. Βέβαια είχα και μια εκ… –αυτό όμως δε σε αφορά– κάτι εξωματώσεις· σε μεγάλες, δύσκολες στιγμές. Εξωματώσεις το λεν οι ψυχίατροι, οι νευρολόγοι. Εξωμάτωση, βγήκα έξω απ’ το κορμί μου κι έβλεπα τον εαυτό μου από πάνω. Εκ-σωματώσεις; Έτσι το λέω γω, μπορεί να μην είναι όρος επιστημονικός. Ντε ζια βι, το είπαν. Και αρχίσαν να μου κάνουν θεραπεία για… για επιληψία –στα πενήντα τρία μου, πριν δεκαοκτώ χρόνια, όχι, ψέματα, στα πενήντα δύο, ναι– την οποία σταμάτησα βέβαια.

.


71

3  /  Ζω σε μια φυλακή

Με υπόδειξή τους; Όχι! με την ομοιοπαθητική. Η σχέση μου με την ομοιοπαθητική αρίστη. Όχι απλώς καλύτερη από την ιατρική την επίσημη. Γιατί ο γιατρός μου, ο ομοιοπαθητικός μου, είναι γιατρός και συνεργάζεται με τους γιατρούς τους κλασικούς. Βέβαια! Δηλαδή, όταν έπαθα έναν έρπητα ζωστήρα, γιατί έχω πάθει και τέτοια πολλά, ε… συνεννοείται ο δερματολόγος, ο κλασικός γιατρός, με τον ομοιοπαθητικό: Εγώ θα δώσω αυτά τα φάρμακα, λέει ο ένας, Εγώ δε δέχομαι την κορτιζόνη, Ωραία, βοήθησέ την εσύ τότε. Δηλαδή ο ένας ενδυναμώνει τ’ αντισώματα, δεν ξέρω αν τα λέω σωστά, και ο άλλος κάνει τη θεραπευτική αγωγή. Πάντα έτσι λειτουργώ. Εντάξει, δεν απορρίπτω την κλασική ιατρική, προς θεού, αλλά γίνεται συνεργασία. Δηλαδή το ψυχικό μέρος… Με την εγχείρηση του στομαχιού εγώ δεν τρώω μαγειρεμένο φαγητό, δεν μπορώ να φάω, δεν έχω δωδεκαδάχτυλο. Τρώω ψητά, βραστά και σαλάτες. Δεν μπορώ να φάω όσπριο, παθαίνω φοβερούς τυμπανισμούς, που αναγκάζομαι να πάω σε νοσοκομείο, δηλαδή τόσο οδυνηρούς για να μου βάλουν σωληνάκι από κάτω να φύγουν τ’ αέρια. Η ομοιοπαθητική μ’ έχει σ’ αυτό το σημείο σώσει. Δεν μπορώ να πάρω φάρμακα λόγω στομαχιού και πιάνομαι ολόκληρη και μένω στο κρεβάτι δέκα δεκαπέντε μέρες. Και έρχονται οι γιατροί και σου λένε πάρε λεξοτανίλ να χαλαρώσεις και κάνε ενέσεις νευρομπιόν· εντάξει, τις ενέσεις τις κάνω, αλλά γιατί χαίρομαι την ομοιοπαθητική; Γιατί κάνω κάθε έξι μήνες εξετάσεις, παρακολουθεί: τι λείπει; νάτριο, να το δώσουμε! αλλά όχι χημικό, ομοιοπαθητικό· τι λείπει; έχω σπασμούς, μαγνήσιο! να δώσουμε. Δηλαδή, έχω έναν άνθρωπο που με παρακολουθεί και με στήνει όρθια. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Τίποτα! έν’ άρρωστο κορμί είμαι, μη νομίζεις, τίποτα γερό δεν έχω. Μα το θεό. Τίποτα. Εάν από κάτω με πιάσεις μέχρι επάνω, όλα μου είναι άρρωστα. Δε σου φαίνεται… Είμαι απάτη. Είμαι μια απάτη… Ξέρεις γιατί; Ίσως γιατί είμαι εγωίστρια και πεισματάρα και θέλω να… να ζήσω. (παύση) Ίσως και γι’ αυτό δε χώρισα κιόλας! Έφτασε και τέτοια ώρα, κάποτε… Βέβαια! (με χαμηλή φωνή, υποτίθεται πονηρή) Κάτι γκομενούλες… Δεν κατάλαβα τέτοιο πράγμα στην ως τώρα περιγραφή σου... Ε! καλά, η αγάπη αγάπη και οι γκόμενες γκόμενες. Πραγματικές ή φανταστικές; Πραγματικές. (με φωνή που μόλις ακουγόταν, για έμφαση· και αμέσως με κανονική φωνή) Δεν έχω φαντασιώσεις. Κατά τη δική σου πραγματικότητα ή και κατά τη δική του; το δέχεται; Τώρα το συζητάμε, τότε έδινα μάχες· και τον κέρδιζα. Δεν είναι ότι το δεχότανε. Προσπαθούσα να τον αποσπάσω απ’ αυτή τη γυναίκα, δύο τρεις φορές, δύο ήταν τα δυνατά δηλαδή· και το κατόρθωνα. Είμαι πεισματάρα, και

.


Γιάνης Δημολιάτης  /  Η μεγάλη κραυγή

72

θέλω να ζήσω· γιατί έχω πράγματα να κάνω. Να δω τον εγγονό μου καταρχήν· τουλάχιστον να πάει στρατιώτης! Α! έχομ’ έναν ορίζοντα μπροστά… Έχουμε είκοσι χρόνια. Όχι είκοσι, δεκαπέντε, δεκατέσσερα χρόνια· ναι, ναι. Να φτάσουν οι κόρες μου, έλεγα άλλοτε· ε, τώρα φτάσανε οι κόρες μου, να πάνε πιο πάνω πια δεν έχει, πού να πάνε; Ε… τώρα να γράψω· τώρα η γραφή μου. Οι οδηγοί! το τι ζωή παίρνω όταν πάω στα παιδιά μια φορά τη βδομάδα ω θεέ! κλέβω από τα νιάτα τους· κλέβω το οξυγόνο τους· μπολιάζομαι με την αισιοδοξία τους, με το κέφι για τη ζωή, να φτιάξουν πράγματα, μετέχω, κατασκευάζω· ζω. Μέσα στο σπίτι μου, μ’ αυτές τις καταστάσεις, με όλ’ αυτά τα πράγματα μαζεμένα, μιζέρια, ναι (παύση· ξαφνικά) Δεν έχω εξομολογηθεί, παρά μία φορά στη ζωή μου· και τώρα η δεύτερη! Δεν είμαι παπάς… Είσαι! Έχεις γένια! Έχεις και το ράσο… (φορούσα μια καμπαρντίνα) Η πρώτη εξομολόγηση ήτανε σε παπά; Η μοναδική εξομολόγηση. Δεν ξέρω αν σ’ ενδιαφέρει αυτό. Βράχνιαζα, βράχνιαζα, βράχνιαζα… Κάπνιζα πολύ, έπινα πολύ, έτρωγα πολύ, όλα στο πολύ. Είμαι άνθρωπος που θέλω να… να ξεπερνάω τα όριά μου. Ε, και κάποια στιγμή… το πέρασα άσχημα. Ξεπέρασα τα όρια κι ήρθε ο καρκίνος. Του λαιμού. Αλλά δεν πήγαινα στο γιατρό. Και μου ’λεγε ο Γιώργος, ο οποίος μέσα στα νοσοκομεία διοικητικός τόσα χρόνια κι αυτός, μου ’λεγε, Πρέπει να πας σε ωριλά. Δεν μπορείς να πηγαίνεις στο γιατρό τον παθολόγο και να σου λέει έχεις φαρυγγίτιδα ή λαρυγγίτιδα και κόψε το τσιγάρο! Θα πας. Και πήγα. Εκείνο το διάστημα, είχε περάσει ο Γιώργος ένα εγκεφαλικό ή αυτούς τους αγγειοσπασμούς, τι ήταν δεν ξέρω, ακόμα όμως περπάταγε, δεκαοκτώ χρόνια τώρα. Και πάμε στον ωριλά, μένει ο Γιώργος έξω, ανοίγω το στόμα, βλέπω τον ωριλά να διαστέλλονται τα μάτια του, και του λέω, με ίχνος φωνής, μιλούσα πολύ χαμηλά, βραχνά και πολύ χαμηλά, δεν ακουγόμουνα, εξαιτίας του καρκίνου, και του λέω ότι έχω καρκίνο. Και μου λέει ο ωριλά, Πήγατε σε άλλο γιατρό; Λέω, Όχι, είστε ο πρώτος. Και πώς κάνατε τη διάγνωση; ρωτάει. Λέω, Απ’ τη διαστολή των ματιών σας! Και του λέω, Δε θα πεις τίποτα στον άντρα μου, έχει περάσει εγκεφαλικό. Και βγήκα έξω. Α, αντίστροφα! ο άρρωστος κρύβει την αλήθεια από το συγγενή… Και πάω στον ομοιοπαθητικό. Και όταν πήγα στον ομοιοπαθητικό και του έδειξα, (παύση) γιατί μου ’χανε πάρει κι ένα κομματάκι και το εξετάσανε, βιοψία, και του το ’δειξα, γύρισε και μου είπε ο άθλιος, τον μίσησα εκείνη τη μέρα, Καλώς όρισες στην οικογένεια! μου λέει. Ξέρεις τι μεγάλη οικογένεια είναι των καρκινοπαθών; Τεράστια! Αυτό βρήκε να μου πει. Και τώρα, του λέω, τι κάνουμε; Μου λέει, Δύο δρόμοι υπάρχουν: Ή παλεύεις για να γίνεις καλά κι έχεις όνειρα και θέλεις να φκιάξεις πράγματα και σε βοηθάμε, ή δεν έχεις όνειρα και πήγαιν’ όπου θέλεις, και πας ν’ ακολουθήσεις τη μοίρα σου.

.


73

3  /  Ζω σε μια φυλακή

Βγήκα έξω, δεν ξέρω αν σ’ ενδιαφέρει, ήτανε ένα γαλάζιο κενό. Δεν υπήρχε δρόμος. Δεν υπήρχαν άνθρωποι. Τίποτα. Εγώ, κι ένα γαλάζιο κενό που περπάταγα. Κι έλεγα, Tώρα γω εχω καρκίνο! δηλαδή; τι κάνω; Ακριβώς απέναντί μου σκοντάφτω σε κάτι σκαλοπάτια. Κι ήταν μια εκκλησία. Ο Άγιος Χαράλαμπος. Κι ανεβαίνω τα σκαλοπάτια να πάω ν’ ανάψω ένα κερί. Θρήσκα κατά βάθος εγώ. Πάντα! Παιδί του κατηχητικού. Δεν αντέχω τους παπάδες, και τις ψευτιές. Αλλά πιστεύω και θαυμάζω, μετά ’πό πολλές μελέτες άλλων θρησκειών, το Χριστό. Τον θεωρώ επαναστάτη, τον θεωρ... τέλος πάντων: Πιστεύω. Και μπαίνω μες στην εκκλησία, κι ήταν όλο σκοτάδι, ήτανε βράδυ, χειμώνας, δεκαεφτά Νοέμβρη, επτά η ώρα ήταν, αλλά ήταν όλα σκοτεινά, δεν είχ’ ούτ’ ένα καντήλι, ούτ’ ένα κερί. Άι σιχτίρ! λέω, κι εδώ μαυρίλα; και πάω να φύγω. Κι έρχεται ένας παπάς προς το μέρος μου. Αλλά έμεινα πολλή ώρα μέσα –δε θυμάμ’ εγώ, ο παπάς μού τα ’πε– και πάω να φύγω· και την ώρα που πάω να φύγω, μου λέει ο παπάς, Μήπως έχετε σπίρτα; Και του λέω, μ’ αυτή την ελάχιστη φωνή, Έχω αναπτήρα, που ανάβω τσιγάρα· κάνει; Με κοιτάει αυτός, μου λέει, Για πες το πιο δυνατά. Λέω, Δεν έχω φωνή, μόλις μου ’παν ότ’ έχω καρκίνο. Είναι η πρώτη φορά που το λέω. Με πιάνει ο παπάς και μου λέει, Mε κοροϊδεύεις τώρα; Λέω, Όχι, αλήθεια σού λέω. Μ’ έπιασε και με ταρακούνησε. Λέω, Αλήθεια σού λέω. Μου λέει, Ωραία, με τον αναπτήρα άναψε κεριά. Και βρέθηκα ν’ ανάβω κεριά, καντήλια… Και μετά με βουτάει ο παπάς, με καθίζει κάτω και μου λέει, Πες μου τώρα την αλήθεια. Μείναμε μιάμιση ώρα, δε θυμάμαι τίποτα, μα τίποτα δε θυμάμαι! Τίποτα. Θυμάμαι τον παπά να μου λέει, Χαρίτη, θα πας να χειρουργηθείς, θά ’ρθεις αύριο να κοινωνήσεις, λέω, Δεν έχω νηστέψει, λέει, Δε μ’ ενδιαφέρ’ η νηστεία, εγώ είμ’ εναντίον της νηστείας. Θά ’ρθεις να κοινωνήσεις, θα πας να χειρουργηθείς, και θα γίνουν όλα καλά. Θα με πιστέψεις! Αλλά με… μ’ έπιανε από τους ώμους και με ταρακούναγε: Θα το πιστέψεις αυτό. Είσαι στον οίκο του θεού. Θα γίνεις καλά. Ε, τώρα τι ηταν αυτό το πράγμα; δεν ξέρω, είχ’ ανάγκη κάπου να κρατηθώ; ξέρω γω; τι να σου πω: Κατέβηκα τις σκάλες με την πεποίθηση ότι θα γίνω καλά. Εσύ είσαι από τους τυχερούς που στην κρίσιμη στιγμή βρήκαν τον κατάλληλο άνθρωπο… Δύο κατάλληλους. Ο ομοιοπαθητικός, που μ’ έριξε με τα μούτρα μέσα, δε μου είπε ήξεις αφήξεις, με ταρακούνησε, με πέθανε. Κι ύστερα ο άλλος που με… με τράβηξε. Και συνεννοημένοι να ήταν… (αργά) Κισμέτ; Ειμαρμένη; Με ρώτησες αυτά τα πράγματα που δε θέλω να πω σε κανέναν… Ναι! έχουν έρθει ώρες που θέλω να πάρω ένα μαξιλάρι να τον πνίξω το Γιώργο, να τον σκοτώσω. Αυτές οι ώρες ήταν πολύ έντονες τότε, στις δύσκολες μέρες. Έχουν έρθει στιγμές που είπα θα… θα πάει σ’ ένα ίδρυμα, σ’ ένα γηροκομείο. Στιγμές. Κι αμέσως λέω, Τι λες, βρε μαλάκα; θα πεθάνει! Θα πεθάνει ο Γιώργος; Αδύνατον. Κάτσ’ εδώ! Μη μιλάς.

.


Γιάνης Δημολιάτης  /  Η μεγάλη κραυγή

74

Πόσο αδύνατο; Δε θα πεθάνει ποτέ; (παύση, κάπως μεγάλη) Αυτό είναι μια άλλη ερώτηση, που μου λεν τα παιδιά μου, Ο μπαμπάς μόλις πεθάνει, θα πεθάνεις κι εσύ μαζί. Κοίτα να σταθείς στα πόδια σου. Θέλουν να μου πούνε ότι πρέπει να… να κρατηθώ. Ότι, Ο μπαμπάς είναι δεκατέσσερα χρόνια μεγαλύτερος και πρέπει να πεθάνει πρώτος· δε θα πεθάνεις εσύ πρώτη. Και τους λέω, Δε θα πεθάνω, γιατί πρέπει. Δηλαδή θέλω να πιστεύω κάπου μέσα μου βαθιά ότι, αν δεχθούμε τη θεία δύναμη, ότι έγινα καλά εγώ, κι από τον καρκίνο κι από το στομάχι, ιδιαίτερα από το στομάχι, γιατί με το στομάχι είχα μπει στον Αχέροντα, στη βάρκα, πέρασα τον Αχέροντα, έδωσα και τον οβολό μου, και ξαναγύρισα πίσω, ότι έγινα καλά εγώ για να υπηρετώ το Γιώργο. Και το θέμα ξέρεις ποιο είναι; ένα άλλο δε σου είπα, σημαντικό. Ότι μετά τον καρκίνο, και ιδιαίτερα μετά το στομάχι, αλλοτριώθηκε ο χαρακτήρας μου. Δε με ενδιαφέρει τι θα πει ο τάδε, τι θα πει ο δείνα, δε μ’ ενδιαφέρ’ η εξωτερική κριτική, θέλω να πω το “μαλάκας” το λέω, θέλω να σου πω “άντε γαμήσου” και το λέω, δε μ’ ενδιαφέρει τίποτα, δε μ’ ενδιαφέρ’ η καταναλωτική κοινωνία· έχω γίνει ένας άλλος άνθρωπος· κι έχω βρει τον εαυτό μου των δεκαπέντε χρόνων. Μετά το στομάχι και μετά τον καρκίνο άρχισε η μετάλλαξη. Του εαυτού μου. Ο καρκίνος πρώτος. Δεκαοκτώ χρόνια ο καρκίνος, δώδεκα το στομάχι. Έτσι λοιπόν έχω πετάξει τα περιττά ’πό πάνω μου. Εκείνο που επιμένει ο ομοιοπαθητικός μου να πετάξω είναι να μη λέω “ναι”. Δηλαδή μου λέει, δεν έχεις δικαίωμα να δέχεσαι οποιονδήποτε στο τηλέφωνο, να δίνεις συμβουλές, να φορτίζεσ’ εσύ να ξεφορτίζοντ’ εκείνοι, και να λεν “αχ, Χαρίτη, σ’ ευχαριστώ, μ’ έκανες καλά”. Ποια είσ’ εσύ; μου λέει. Ψυχολόγος είσαι; Τι είσαι; Να τους στείλεις σ’ έναν ψυχολόγο. Δεν έχεις δικαίωμα· να δίνεις συμβουλές. Με την έννοια μη φορτίζομαι, μη δέχομαι το φορτίο των άλλων ανθρώπων. Σου φτάνουν τα δικά σου, μου λέει. Δε λέω “όχι” εύκολα. Τώρα τελευταία έχω αρχίσει να λέω “όχι”. Αυτές ήταν οι δύσκολες στιγμές, δηλαδή περάσαν απ’ το νου μου… Αυτό μου ’χει συμβεί, δηλαδή αν τα συναθροίσω, πρέπει να ’ναι καμιά δεκαριά φορές που μου περάσανε ιδέες, να προστατεύσω τον εαυτό μου από το Γιώργο· ν’ αποστασιοποιηθώ. Αλλά ήτανε κλάσματα του δευτερολέπτου. Αμέσως μετά ερχότανε το συναίσθημα: το Γιώργο; το μόνο άντρα που σε φλέρταρε στη ζωή σου; Γιατί νόμιζα πάντα ότι ήμουν πολύ άσχημη. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που με κοίταξε σαν γυναίκα. Κι όταν τώρα ρωτάω τους φίλους, τους φίλους τους παλιούς, Γιατί δε με κοιτάγατε; γιατί ποτέ δε με φλερτάρατε; Εσένα ρε; εσύ ήσουν το φιλαράκι μου! Ο Γιώργος λέει ότι δεν έβλεπα. Σε φλερτάριζε ο τάδε, ο τάδε, ο τάδε· μα δεν είχες πάρει είδηση τίποτα; Του λέω, Γιατί δε μου το ’λεγες, βρε; Έβλεπε εκεί που δεν υπήρχαν;… Δεν ξέρω. Δε με ζήλεψε ποτέ. Δε μου είπε “όχι” ποτέ. Δε μου σταμάτησε

.


75

3  /  Ζω σε μια φυλακή

καμία δραστηριότητα ποτέ. Πήγαινα με πελάτες έξω – πάντα ενημερωμένος: Γιώργο, θα πάω στο Ιντεάλ να φάω με τον τάδε πελάτη –έναν πλούσιο που δεν μπορούσα να τον πάω στο κουτούκι, ή να τον δεχθώ στο γραφειάκι μου, και έδινα μετά ραντεβού έξω–, δε ζήλεψε ποτέ. Με παρότρυνε να ντύνομαι σαν γυναίκα. Αυτός μ’ έμαθε να φοράω ψιλή κάλτσα, δεν είχα φορέσει ποτέ, αυτός μ’ έμαθε να βάφομαι, αυτός μου έκανε την κοτσίδα κότσο, αυτός μου φόρεσε ψηλά τακούνια, αυτός μου ’βαλε στενά φορέματα, αυτός μ’ έβαλε να βάλω καρέ… μ’ έκανε γυναίκα! Που ήμουν ένα… ένα κοτσάνι. Έτρεχα σε διάφορα τότε τρελά μου. Ήθελα να μάθω πώς γίνεται η νεκροψία, πήγαινα στα νεκροτομεία, πήγαινα σε φιλοσοφίες, ήμουνα οπαδός του Ασπιώτη, σε συγκεντρώσεις, έψαχνα τις θρησκείες – παιδί όταν ήμουνα… Κι αυτός ο φίλος, ο αγαπημένος, μου ’δωσε μία αμπούλα. Του είπε ο γιατρός ο πνευμονολόγος, ένας Αναγνώστου, ήταν τότε στο Νοσημάτων Θώρακος, του είπε ότι Έχετε τρεις μήνες ζωή και αύριο πρέπει να μπεις στο Σωτηρία, και του ’πε, Όχι. Έχω πολλές δουλειές να τακτοποιήσω, (αργά) θέλω ένα μήνα και μετά να μπω. Του λέει, Μετά δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Λέει, Δώστε μου κάτι, δώστε μου κάτι… Και δεν μπήκε στο νοσοκομείο. Σ’ αυτό το τρίμηνο μέσα, μία φορά του ’δωσα ένα ραντεβού κρυφά ’π’ το Γιώργο, βρεθήκαμε έξω, μου ’δωσε την αμπούλ’ αυτή και μου είπε, Τελείωσα τις δουλειές μου, θα μπω στο νοσοκομείο. Δε θά ’ρθεις να με δεις. Και την ημέρα που θα πω στο Γιώργο να έρθεις, θα μου φέρεις την αμπούλα και θα μου τη ρίξεις μες στον ορό… Μακριά ’πό τα παιδιά, κρύψ’ τηνα, κάν’ τηνα, ασφάλισέ την, την ημέρα που θα πω στο Γιώργο νά ’ρθεις να μου τη φέρεις. Το τι τράβηξα! τι μέρες πέρασα… Ο Γιώργος πήγαινε κάθε μέρα και τον έβλεπε. Και να μου λέει, Έλα στο νοσοκομείο να δεις τον Παντελή, παιδάκι μου! Λέω, Δε θέλω! δε θέλω. Το ζήτησ’ εκείνος; Βρε Παντελή, συγνώμη, η Χαρίτη δεν μπόρεσε, με δικαιολογούσε, δεν μπόρεσε νά ’ρθει, είχε δουλειές… Όχι, όχι, όχι· να μην έρθει· δε θέλω να έρθει η Χαρίτη. Μα δε θες τη Χαρίτη; που εσείς ήσαστε κολλητοί; Δε θέλω νά ’ρθει. Εγώ θα της πω πότε θά ’ρθει. Δε θέλω να με δει έτσι. Δε με ειδοποίησε ποτέ να πάω. Κι έζησ’ έξι μήνες. Ένα μήνα στην κλινική και μετά ζήτησε να πάει σπίτι του να πεθάνει. Κι έζησε σπίτι του άλλους πέντε μήνες… Στο σπίτι του πέθανε, στο Γύθειο. Εντωμεταξύ, όταν ήταν στην κλινική, στο νοσοκομείο μέσα, βρέθηκε μία κοπέλα η οποία τον αγάπησε πάρα πολύ! Του στάθηκε! Όχι έρωτας, του συμπαραστάθηκε! και η οποία πήγε μαζί του και στο Γύθειο. Νοσηλεύτρια, ιδιωτική, ε… αποκλειστική. Η οποία όμως πια ήταν και μέρα και νύχτα, δεν έφευγε από κοντά του. Είχε βρει τον πατέρα της, λέει, που δε γνώριζε. Θυμάμαι, λοιπόν, τότε ότι δεν άντεξα. Δέκα δεκαπέντε μέρες κράτησα αυτό το φάρμακο, και πήγα σ’ έναν άλλο γιατρό, φίλο μου, οικογενειακό, μεγάλο άνθρωπο, και του λέω, Λαυρέντη μου –ο Γιώργος δεν το ξέρει ακόμη

.


Γιάνης Δημολιάτης  /  Η μεγάλη κραυγή

76

αυτό, δεν του το ’χω πει– Λαυρέντη, έγινε με τον Παντελή –τον ήξερε– αυτό κι αυτό κι αυτό, τι να το κάνω; Δεν το θέλω μες στο σπίτι με παιδιά. Μου λέει, Φέρ’ το μου δω, θα το κρατήσω γω. Κι όποτε σου πει, θά ’ρθεις να το πάρεις από μένα. Και του το ’δωσα. Εκείνη την ημέρα αλάφρωσα! φύγαν τα βάσανά μου, που έφυγε απ’ τα χέρια μου. Μετά είχα την αγωνία να μη με καλέσει ο Παντελής να το κάνω. Γι’ αυτό λέω, ότι λέμε ότι θέλουμε να πεθάνουμε, αλλά… ναι, η ζωή είναι γλυκιά. Ο Γιώργος θέλει να πεθάνει, αλλά… Θέλει; Ναι. (κατηγορηματικό) Πώς το ξέρεις; Το λέει κάθε μέρα! Γιατί δεν πεθαίνω; Γιατί ο θεός μού παίρνει κομμάτι κομμάτι; Τι έχω κάνει; Έντιμος υπήρξα. Εξυπηρέτησα όλο τον κόσμο. Τι έκανα στη ζωή μου; Του λέω, ότι το μόνο που δεν έκανες είν’ υπομονή. Δεν έμαθες να υπομένεις. Ήθελες όταν έκανες κάτι να το κάνεις εκείνη την ώρα και γρήγορα. Να λοιπόν! σου δίνει την ευκαιρία να μάθεις να υπομένεις. Κάν’ το! Τι να υπομείνει; Την κατάστασή του, να την αποδεχθεί και να υπομείνει. Έτσι του λέω· μαλακίες. Τι να πω; Κάτι πρέπει να λέω κι εγώ. Εγώ, δε, πιστεύω ότι έγινα καλά και με βοήθησε η θεία δύναμις ή η τύχη ή ό,τι πεις, όχι για μένα, αλλά γιατί αγαπούσα το Γιώργο, για να… για να υπηρετήσω το Γιώργο. Και πιστεύω ότι, όταν θα πάψει να υπάρχει αυτό το έργο, θα φύγω κι εγώ. Δεν το έχω πει στα παιδιά μου, αλλά το πιστεύω μου αυτό είναι. Α, ναι! μου το ’παν τα παιδιά, χωρίς να τους το ’χω πει· με διαβάζουνε. Βέβαια αυτό είναι κι αφορμή να γράψω και βιβλία. Βέβαια. (παύση) Δε με εκδίδει κανείς – είμαι γριά εγώ! (γελάει με το αστείο της) Δουλεύω μόνη μου. Τα πουλάω μόνη μου, βγάζουν τα λεφτά τους και βγάζω το επόμενο. Αλλά είναι όλα σκληρά, γιατί βγαίνει έξω η σκληράδα μου· δηλαδή όλ’ αυτά που δεν μπορώ να κάνω, σκοτώνω ανθρώπους… ό,τι βία υπάρχει μέσα μου, από τις διάφορες καταστάσεις, βγαίνει εκεί… Στα βιβλία μου. Σας έφερα! Αλλά με μία υπόσχεση, μάλλον με μία υποχρέωση: θα μου πείτε τη γνώμη σας καθάρια, ηπειρώτικα, λεβέντικα. Όπως ο… Ηπειρώτης απ’ τη Βήσιανη… Ναι. Ναι, ήταν λεβέντης ο Γιώργος. Ήταν έντιμος. Και σκορπιοχέρης. Μην άκουγε· είχε δύο αδυναμίες: τις μανάδες –είχε μεγάλη αδυναμία στη μάνα του–, τις γριούλες· και τα παιδάκια. Δηλαδή δεν μπορούσε ν’ ακούσει για παιδί που πεινάει ή γριούλα που πονάει. Σε όλες τις γριές του σογιού μας έτρεχε, όλες τις μάνες με τα παιδάκια τις βοήθαγε. Ο Γιώργος ήταν πολύ κύριος. Παιδί μου, πριν αρρωστήσει, σαράντα χρόνια ας πούμε, καθόμαστε στο τραπέζι –όπου μονίμως με τις δουλειές μου, σερβίριζα πάντα όμως φαγητό, τραπέζι, μαγείρεμα, όχι έξω και τέτοια, δεν είχαμε

.


77

3  /  Ζω σε μια φυλακή

ποτέ–, δεν έτρωγε αν δεν καθόμουνα στο τραπέζι! Δεν άρχιζε να τρώει αν δεν καθόμουνα στο τραπέζι. Δεν υπήρχε περίπτωση να βγαίνουμε έξω και να βγει στην πόρτα πρώτος! όλ’ αυτά τα χρόνια. Δεν υπήρχε περίπτωση ν’ ανάψω τσιγάρο και να μη μου τ’ ανάψει! Είχε μία ευγένεια, πώς να το πω, φυσική, που δεν ήτανε επίκτητη· γιατί κάποια στιγμή θα… θα φαινότανε. Ο άντρας! το πρότυπο! Ο άντρας που δεν εκφράζει τα συναισθήματά του – αλλά που είναι κύριος. Κύριος! Κύριος. Ο άνθρωπος που πήρε τα παιδιά του σε ηλικία δώδεκα δεκατεσσάρων ετών και τα πήγε στο μαιευτήριο, να τους δείξει πώς γίνονται τα παιδιά –εγώ δεν τους είπα τίποτα ποτέ!–, να τους πει πώς πρέπει να προφυλάσσοντ’ απ’ τις αρρώστιες, Κοίτα πώς γίνετ’ ένα παιδί, έτσι!, και… (παύση) Ναι, δεν τους άφην’ ερωτηματικά ποτέ. Και σε ερωτήσεις που δεν υπήρχαν; Υπήρχαν πάντα. Πάντα υπήρχαν ερωτήσεις. Θυμάμαι μία περίοδο, που ήταν πρόεδροι των τάξεων, τα παιδιά μου και οι δύο, και τις είχανε πλησιάσει η ΚΝΕ και η Χρυσή Αυγή. Τις τραβούσανε. Βέβαια αυτές με την ΚΝΕ, εκεί ηταν τα ενδιαφέροντα. Δεν ήταν στην ΚΝΕ: θέλαν να γραφτούν. Ο Γιώργος ήτανε στη Θεσσαλονίκη, εγώ μόνη εδώ, η Ασφάλεια μπαινόβγαινε στο σπίτι… κι αυτές στην ΚΝΕ! Καλά, η Ασφάλεια ερχότανε μέχρι και το ’75, το ’78 – μετά τη Μεταπολίτευση, ναι. Η κόρη μου ήταν δεκαέξι ετών, το ’60 είναι γεννημένη, είναι μεγάλη. Τότε, λοιπόν, εγώ δεν ήξερα τι να κάνω, τηλεφώνημα στο Γιώργο, ήρθανε δύο κνίτισσες, κι αυτό κι εκείνο, και μετά, ξέρω γω, προσπαθούσα να τις σταματήσω, και να τους πω ότι εγώ είμαι πιο πολύ κομμουνίστρια από εσάς, γιατί εσείς φοράτε, ας πούμε, το Λακόστ το μπλουζάκι που εγώ δεν το βάζω μέσα στο σπίτι μου, κι έχετε τα Μάρλμπορο τα τσιγάρα όταν εγώ καπνίζω Σαντέ! Τι κομμουνίστριες είσαστ’ εσείς; Αλλά δεν τα ’βγαζα πέρα με το μπούρου μπούρου μπούρ… Το Γιώργο τηλέφωνο! Έρχεται ο Γιώργος, Θέλετε να πάτε στην ΚΝΕ; να πάτε! Να πάτε να γραφτείτε. Αλλά μ’ έναν όρο: οι κόρες μου θέλω να ’ναι πρώτες. Θα διαβάσετε τον Στάλιν, το Κόκκινο Βιβλίο, ξέρω γω, θα διαβάσετε Τρόσκι, θα διαβάσετε αυτό, θα διαβάσετε Χρυσή Αυγή, ξέρω γω τι τους έδινε, βιβλία πολιτικά, και, θέλω να πάτε διαβασμένες. Όταν τα διαβάσετε αυτά, πηγαίνετε και με δική μου υπογραφή, είστε ενήλικες, πηγαίνετε όπου θέλετε. Ε, τις είχε ένα χρόνο και διαβάζανε! Μετά έγιναν απολίτικες. Με αριστερές τάσεις. Δηλαδή, δε γραφτήκαν ποτέ πουθενά. Ο Γιώργος έλεγε ότι «παν απαγορεύσιμο επιθυμητό. Δε θ’ απαγορεύσεις τίποτα στα παιδιά. Θα τους εξηγείς». Κι έλεγε: παν απαγορεύσιμο επιθυμητό. Παν απαγορεύσιμο ή παν απαγορευμένο; Ναι, ξέρω γω πώς το ’λεγε; Ναι… (παύση, που παρατείνεται)

.


Γιάνης Δημολιάτης  /  Η μεγάλη κραυγή

78

Πότε πρέπει να πεθάνει ο Γιώργος; (περίσκεψη) Δε θέλω να το σκέφτομαι. Δε θέλω να το σκέφτομαι. Κάποιες στιγμές προσπαθώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς το Γιώργο… Υπήρχε ένα σπίτι άδειο, μιας συγγενούς μας, και η κόρη μου η μεγάλη έριξε την ιδέα, Βρε μαμά, δεν πηγαίνεις εκεί, να περνάς λίγες ώρες μόνη σου; να γράφεις… Γιατί στο σπίτι δεν μπορώ, γράφω όταν κοιμηθεί ο Γιώργος, δέκα η ώρα, ή ξυπνάω το πρωί από τις πέντε, για να ’μαι μόνη μου. Εκείνος ξυπνάει οκτώ. Έχει ιδρυματοποιηθεί. Σεροκουέλ τού δίνουν για θεραπεία, για τα νεύρα του – ένα φάρμακο, το ξέρεις; δεν το ξέρεις, τέλος πάντων. Και αυτό το σπίτι το χάρηκα τρεις μήνες. Χιιι… (επιφώνημα ύψιστης απόλαυσης) Ήταν η πιο καλή περίοδος της ζωής μου. Έμπαινα μέσα… ένα δωμάτιο ήτανε, κι είχε την τύχη να βλέπει σε μία πλατεία με δένδρα, έμπαινα μέσα, έβγαζα ό,τι φόραγα, γυμνή τελείως, ή ένα ρομπάκι που το είχα εκεί... σαν να πέταγα! Καμία σχέση με το Φαραντάτων 96, το σπίτι μου στην Καλλιθέα. Και… μάλιστα, άνοιγα το γενικό διακόπτη κι είχα βάλει το ραδιόφωνο ώστε μόλις μπαίνω μέσα να ανοίγω το γενικό και ν’ ακούω τη μουσική που ήθελα. Εκεί μπορούσα να κοιμηθώ (αργά αργά, μία μία τις λέξεις, θεατρικά, το απολαμβάνει) έντεκα η ώρα το πρωί, γυμνή, ντυμένη· μπορούσα να διαβάζω, χωρίς να ακούω το αχ! αχ! το βογκητό – α, γιατί ο Γιώργος τώρα τελευταία κάνει αχ, αχ, αχ, ειδικά όταν με βλέπει· όταν ξέρει ότι είμαι στο χώρο μέσα. Κι αν ξέρει ότι δεν είσαι; Όχι. Κι όταν είναι ξένοι, πάλι όχι. Και ξέρει ότι με πληγώνει αυτό. Του το λέω. Το κάνει επίτηδες. Η μικρή, η μικρή μου κόρη ισχυρίζεται ότι νανουρίζεται: αχ, αχ, αχ, αχ… Το κάνει κάποιες φορές και μόνος του όταν είναι, αλλά το πολύ έντονο, το δυνατό, είναι όταν είμ’ εγώ σε απόσταση ακοής. Όταν έρχοντ’ οι φίλοι του, καθόλου! Κάθονται δυο ώρες, τρεις ώρες; καθόλου! Κουβεντιάζουν… α, επί παντός επιστητού. Τι εγκεφαλικό είναι αυτό μετά; Ξέρω γω; έλα να τον γνωρίσεις! Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα. Πότε πρέπει να πεθαίνει ο άνθρωπος; Πότε πρέπει να πεθαίνει; Για μένα όταν δεν αυτοεξυπηρετείται. Ο Γιώργος δεν αυτοεξυπηρετείται, άρα έπρεπε να έχει ήδη πεθάνει… Θεωρητικά. Πόσα χρόνια τώρα έπρεπε να είχε ήδη πεθάνει με βάση αυτό το “θεωρητικά”; Τουλάχιστον τέσσερα. (παύση) Καμιά φορά είναι λίγο δύσκολο να λέμε για τους άλλους… Ναι, βέβαια· ναι, ναι.

.


79

3  /  Ζω σε μια φυλακή

Εσύ πότε θα ήθελες να πεθάνεις; Όταν δε θα μπορούσα ν’ αυτοεξυπηρετηθώ. Να μη γίνω βάρος στα παιδιά μου. Τους έχω δώσει και γραπτώς και προφορικά, τους το έχω αφήσει και γραπτώς, ευχή και κατάρα, αν βρεθώ σ’ αυτή την κατάσταση, γηροκομείο. Στην οποιαδήποτε κατάσταση που δεν μπορώ να αυτοεξυπηρετηθώ ή χάσω το μυαλό μου. Γηροκομείο! Γηροκομείο, για να μπορώ να μιλάω με το γέροντα, να μαλώσω, να διαολιστώ – και να μη σκέφτομαι ότι έχω φυλακίσει τα παιδιά μου, γιατί ειναι φυλακή. Νιώθεις φυλακισμένη; Ναι, νιώθω. Είσαι φυλακισμένη; Είμαι. Αλλά εγώ το θέλω και είμαι. Φυλακισμένη και στα συναισθήματά μου, φυλακισμένη και στην κίνηση. Ζω σε μια φυλακή. Αυτό το σπιτάκι ήταν για μένα το διάλειμμα. Νοικιάστηκε… Δεν έχω λεφτά να το νοικιάσω, 350 ευρώ, δεν μπορώ, με την αύξηση θα πάει 400. Αλλά εκεί είχα βιβλία, είχα το κασετόφωνό μου, κι έχω μιλήσει πολύ για τη ζωή μου. Για τον Κώστα τον εγγονό μου, του ’χω πει αστεία πράγματα γιατί του αρέσουν, Γιαγιά πες μου ιστορίες μυαλού, μου λέει, να τα βγάζω από το μυαλό μου, όχι παραμύθια. (παύση) Ήταν ωραία, αυτό το σπιτάκι μού ’δινε ζωή. Τώρα, αν θα θέλω να σκεφτώ, αν θέλω να γράψω, έχω τα καφενεία, όπως εδώ! ψάχνω να βρω γωνιές… Στο σπίτι σου δεν μπορείς; Ώρες που είναι εν κοιμήσει… Είναι και η γυναίκα – η γυναίκα είναι ένας τρίτος άνθρωπος. Όχι μονίμως όλο το εικοσιτετράωρο, τις διώχνω το βράδυ, δηλαδή η συμφωνία είναι να φεύγουν το βράδυ. Να φεύγουν και το μεσημέρι, δύο η ώρα κοιμάται ο Γιώργος, δύο δυόμισι φεύγουν οι γυναίκες, η γυναίκα η εκάστοτε, έρχεται στις πέντε που σηκώνεται ο Γιώργος, και δέκα η ώρα που πέφτει ο Γιώργος φεύγουνε. Με ό,τι συνέπειες έχω γω. Χθες το βράδυ έκανε κακά του ας πούμε στη μία η ώρα, δε με νοιάζει, τον περιποιούμ’ εγώ· στις τέσσερις η ώρα ήθελε νερό, σηκώνομ’ εγώ, δε με πειράζουν αυτά. Γεωργιανή είναι αυτή που έχουμε. Έχουν κι αυτές ένα εισόδημα! ...με το να ισχύει το θεώρημα “ποτέ! δεν πρέπει να πεθαίνει ο άνθρωπος” Εφτακόσια ευρώ. Περισσότερ’ από την κόρη μου, που παίρνει εξακόσια ογδόντα… Οι δικές μου κόρες, που κάνουνε μαθήματα, δε φτάνουν τα πεντακόσια ευρώ. Πρόοδος! Ε; Πρόοδος… Πρόοδος… (παύση)

.


Γιάνης Δημολιάτης  /  Η μεγάλη κραυγή

80

Το περίεργο είναι ότι δε με πήρε τηλέφωνο, λες να το ’χω κλειστό; (παύση παρατεταμένη) Πόσο έχουμε σήμερα; 11, 11 Οκτώβρη, δεν έχω αλτσχάιμερ ακόμα… Να σου τα πληρώσω, πόσο κά… (είχε στο μεταξύ βγάλει δύο βιβλία της για να μου τα προσφέρει) Τα πλήρωσες! (με κόβει) Μ’ έβγαλες απ’ το σπίτι. Χα! Καλύτερο πλήρωμα απ’ αυτό;… Λοιπόν, αυτό (το εξώφυλλο) είναι η πρώτη… η πρώτη ζωγραφική του εγγονού μου. Δακτυλομπογιές. Δύο ετών. Ούτε δύο, ενάμισι. Το ’κανα αυτοκόλλητο και το κολλώ – ε, ναι: δε συμφέρει να βάλω έγχρωμο, είναι πολύ ακριβό. Αυτό (το άλλο βιβλίο) είναι μια αληθινή ιστορία. Πριν δύο χρόνια, είχα μια Βουλγάρα στο σπίτι, μαζί με την κόρη μου τη μικρή κρατήσαν το Γιώργο, κι έφυγα πέντε μέρες. Άδεια! Και πήγα στο Πόρτο Κατσίκι. Λοιπόν, λατρεύω τη θάλασσα. Κολυμβήτρια ήμουνα· και κωπηλάτισσα. Ναι, ο Γιώργος έλεγε πάντα ότι, εγώ ερωτεύτηκα τα φτερά της Χαρίτης. Μα ήμουν έν’ ασχημόπαπο, παιδί μου, με φρύδια σαν τον Καραμανλή, τόσα ήταν… τέλος πάντων· είχα και κάτι γυαλιά-φακούς, μια κοτσίδα πίσω, ένα ταγάρι, και τα τσιγάρα πάντα, από δεκαεπτά ετών· καπνίζαν όλοι στο σπίτι μου, και η γιαγιά μου κι η μαμά μου. Λοιπόν, πήρα άδεια και το ’γραψα… Είναι σκληρό βιβλίο. Η κόρη μου η μουσικός μού το απέρριψε, δε θέλει ούτε να… Το διάβασε, μου το απέρριψε, δεν το ’χει στη βιβλιοθήκη της, και θεωρεί ότι είναι προσβολή να λεν ότι η μητέρα της έγραψε αυτό το πράγμα. Με τόση βία; η μαμά η δική μου βία; Είναι εναντίον της βίας. Εγώ ναι, το χαίρομαι αυτό το βιβλίο – γιατί είν’ το τελευταίο· άμα γράψω το καινούργιο, θ’ απορρίψω αυτό, το ξέρω, μου συμβαίνει· αλλά σήμερα το θεωρώ σημαντικό. (παύση) Και τώρα τυπώνονται οι Εφτά Ιστορίες, οι τρεις εκ των οποίων είναι περιστατικά που μου διηγήθηκαν οι διάφοροι γιατροί, οι νευρολόγοι, οι ψυχολόγοι… που ερχόντουσαν, ένα ατύχημα, ένα σενάριο, κι ένα θεατρικό που παίχτηκε στο μπαράκι του Αλκέτα, σ’ ένα μπαράκι στον Πειραιά, από ένα θίασο… Ένα ένα μού τα ξεφουρνίζεις! (κοιτάζω το ρολόι μου) Η ώρα μας φεύγει!; Πρέπει να φεύγουμε σιγά σιγά… (είχαμε πια βγει εκτός θέματος για τα καλά· ξάφνου κουδούνισε το κινητό της) Να τος! Πο πο, φοβερό πράγμα ε; Έπρεπε να τον πάρω. Ναι!... (απαντά στο κινητό) έλα, Γιώργο μου, φεύγω, έρχομαι. Στη… στο… στα Εξάρχεια. Ναι, μωρό μου, με τη συγκοινωνία θά ’ρθω. Δύο και τέταρτο ελπίζω να είμ’ εκεί – πρώτα ο θεός. Είσαι καλά, αγόρι μου; Έλα, Λένα μου, καλά είναι ο Γιώργος; Δεν πειράζει, καλά έκανες και με πήρες. Δε μου

.


81

3  /  Ζω σε μια φυλακή

λες, έφαγε καλά; Ωραία, ωραία. Εσύ έφαγες; Δύο και τέταρτο, δύο και είκοσι θα είμ’ εκεί, εντάξει, μωρό μου; Ευχαριστώ, Λένα μου! Φιλάκια. Γεια σου, μωρό μου. (σε μένα) Τρώει απ’ όλα, τρώει πολύ καλά. Ελπίζω να σε βοήθησα. Είμαι χαρούμενη. Αρκετά. Να σου πω μόνο… Ναι, πες μου. Ό,τι θέλεις. …έχω την αίσθηση ότι η ιατρική δεν έχει… δεν έχει αποφασίσει σίγουρα, αλλά και φοβάται και να το αγγίξει και νομίζει και πως δεν είναι και δικό της θέμα, Ποιο; το πότε ήγγικεν η ώρα, το νυν απολύεις τον δούλο σου Δέσποτα… Εγώ είμαι… εγώ είμαι υπέρ της ευθανασίας. Θεωρητικά πάντα. Για τον εαυτό μου τουλάχιστον. Τι ακριβώς σημαίνει αυτή η φράση; Γιατί να παιδευόμαστε; Και δε μιλάω για το Γιώργο, γιατί ο Γιώργος έχει τις χαρές του. Η χαρά του είναι να τρώει, γλυκά, να τρώει το φαΐ· έχει άριστες σχέσεις με τον εγγονό του, ο οποίος τον λατρεύει, αλλά και τον μιμείται – και ο γιατρός είπε, Μακριά απ’ το παιδί ο παππούς, μακριά το παιδί από τον παππού! Τον αγαπάει τόσο πολύ, έχει πάρει το στιλάκι του, Χαρίτη νερό, με διατάζει! (σαν να χαίρεται που τη διατάζει ο εγγονός της) Είχε κάποια μικρά… μια άτυπη δερματίτιδα, ο μικρός, και το τοποθέτησαν στο χώρο του ψυχολογικού. Κλειστό παιδί, παιδί του βιβλίου πολύ. Τώρα αρχίζει και βγαίνει. Τον πήγανε…ζήτησε πολεμικές τέχνες και χαρήκαν οι γονείς του. Έχει τα ωραία του. Την περασμένη βδομάδα, Τι να σου πω, ρε γιαγιά; κατέληξα τελικά, λέει, όλες οι ωραίες γυναίκες έχουν απαιτήσεις. (ξεσπά σε γέλια, το χαίρεται) Εννιά χρονών! Δεν είναι ακόμη, το Δεκέμβριο θα γίνει. Πρόωρη ωρίμανση… Και το καταπληκτικότερο: δε θέλει να κάνει αγγλικά! Θα γίνεις σαράντα. Να τα κρατήσεις τα πρώτα σου βιβλία. Θα λες, κοίτα, πριν τριάντα ένα χρόνια εγώ διάβαζα αυτά, του λέει η μάνα του. Και συνεχίζει αυτός, Και θα λέω, “και ακόμη δεν έμαθες αγγλικά”! (γελάει τρανταχτά) Λοιπόν, (η ώρα σφίγγει, έπρεπε στις δύο να βρίσκομαι στο ραντεβού μου κι αρχίζω ν’ αργώ επικίνδυνα…) ε… μπορεί η ιατρική να μην έχει αποφασίσει, εσύ όμως έχεις ξεκαθαρίσει… Ναι. Αν μεν έχει πάθει αλτσχάιμερ, σε οποιαδήποτε ηλικία και να ’ναι, ευθανασία – δεν το συζητώ καθόλου. Τέτοιο ξεφτίλισμα! Ναι, γιατί αυτό που λέει “ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά” δεν είναι αισχύνη αυτή του Γιώργου; (παύση) Ο Γιώργος που, που, που, που δεν ήταν επιδειξίας, να… ν… να κάθεται

.


Γιάνης Δημολιάτης  /  Η μεγάλη κραυγή

82

τώρα η κάθε μια γυναίκα να του τα πιάνει, να του τα κάνει, να… (κόβει ρυθμό απότομα) είναι αισχύνη για μένα. Εκείνος ο λεβέντης να είναι… να λέει κάθε μέρα, γιατί μου τα παίρνει κομμάτι κομμάτι; γιατί, ρε Χαρίτη; Δεν είναι αισχύνη αυτό; Αλλά δεν μπορώ να του τη δώσω γω [την ευθανασία] (σ’ όλη αυτή την παράγραφο παίζει με το ρυθμό και την ένταση της φωνής για έμφαση εκεί που θέλει) Ναι, αλλ’ αν κάποιος άλλος, ο θεός π.χ., είχε αποφασίσει να του τη δώσει, δεν τον αφήνεις εσύ… Αν τον είχα βάλει σε γηροκομείο, θα είχε πεθάνει. Όλοι οι γιατροί αυτό λέγανε. Εφόσον δε θέλει να φάει, λέει, σε δυο μήνες δε θ’ αντέξει. Θα πάθει μια κρίση, θα τον πατήσουν εκεί στα ναρκωτικά, θα του κάνουν αυτό, και… τέρμα! Ή μήπως θα του βάζουν και θα του βγάζουν τους σταθμούς στο γουόκμαν; βάλε μου το ράδιο-σπορ τώρα ν’ ακούσω το ματς το τάδε, και μετά βάλε μου το άλλο, θέλω τώρα κλασική μουσική, τώρα θέλω ειδήσεις… (παύση· ξαφνικά) Εσύ είσαι υπέρ της ευθανασίας; Είμαι εναντίον της δυσθανασίας. (δεν ικανοποιείται) Εγώ προσωπικά, ναι, θα έλεγα· (διστακτικός, προσεκτικός) τουλάχιστον όσον αφορά εμένα. Θα την έκανες σε άρρωστό σου; Άμα μου το ζητούσε; δεν αποκλείεται… Σε δικό σου άνθρωπο; Πάντως το λέω τώρα, που δεν έχω ευθύνη αρρώστου, και ενδεχομένως… Ναι, ναι, ναι· είσαι αποστασιοποιημένος. …εκ του ασφαλούς. Τώρα αν ήμουνα τετ α τετ, δεν ξέρω… Ναι, δεν ξέρεις… Πολύ δύσκολο. Το φιαλίδιο το είχα πέντε μέρες και δεν κοιμόμουνα. Ένα μήνα περίμενα, να μου πει έλα. Θα το ’κανα; Θα το ’κανα. Το είχα υποσχεθεί· και τηρώ τις υποσχέσεις μου, θα το ’κανα. Έτσι λέω. Δε χρειάστηκε. Ο Γιώργος επιμένει στην καύση. Αυτός πάλι έχει άλλη μανία! Α, αυτό είναι μετά! Αυτό είναι μετά. Το ερώτημα είναι πότε έρχεται αυτό το μετά; Αυτό είναι το ερώτημα…

.


ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Ο επίλογος ανήκει σε κείνους που διάβασαν τα χειρόγραφα στην προτελική τους μορφή και, εκτός από τις υποδείξεις βελτίωσης (για τις οποίες και εδώ πολύ τους ευχαριστώ), ένιωσαν την ανάγκη να μου γράψουν κάποια σχόλια (για τα οποία τους υπερευχαριστώ). Ως ένα βαθμό, τα σχόλια αυτά αποτελούν συνέχεια των αφηγήσεων· ή καινούργιες αφηγήσεις ή αφηγήσεις επί των αφηγήσεων. Δικαιωματικά έχουν μια θέση εδώ. Ας κλείσουν λοιπόν το βιβλίο. Ή, καλύτερα, ας ανοίξουν τη συζήτηση: τις αγορεύειν βούλεται; Ακολουθούν, ύστερα από έγκρισή τους, αυτούσια τα σχόλια – τα περιττά και τα άσχετα έχουν αφαιρεθεί. Με αλφαβητική σειρά στα επώνυμα.

Η κραυγή είναι ήδη μεγάλη – δεν υπάρχει μεγάλη κραυγή και μικρή κραυγή Χαίρομαι πάρα πολύ που θα κάνετε ένα τέτοιο βιβλίο, θα χαρώ πάρα πολύ να το διαβάσω! Σας εύχομαι τα καλύτερα… Μόνο, επιτρέψτε μου να διαφωνήσω με τον τίτλο. Δε μου “κάθεται” καλά. Μου φαίνεται λίγο υπερβολικός. Η κραυγή είναι ήδη μεγάλη – θέλω να πω, δεν υπάρχει μεγάλη κραυγή και μικρή κραυγή. Μπορείτε να δοκιμάσετε έναν άλλο τίτλο ή πιο απλά Κραυγή, χωρίς άρθρα κι επιθετικούς προσδιορισμούς, να είναι έτσι λιτός και να “παγώνει” τον αναγνώστη.1 Καλό δρόμο! Κώστας Βαζούρας, τεταρτοετής φοιτητής Ιατρικής, 13 Απριλίου 2009

1

.

Ο τίτλος Η Μεγάλη Κραυγή είναι φράση αυτούσια μιας από τις αφηγήσεις. Το ίδιο και οι τίτλοι, οι υπότιτλοι και το οπισθόφυλλο.


Γιάνης Δημολιάτης  /  Η μεγάλη κραυγή

252

Χαίρομαι που συνέβαλα και εγώ Με την πρώτη ευκαιρία θα το διαβάσω το βιβλίο. Αν και ξέρω εκ των προτέρων τι θα διαβάσω, είναι άλλο να το κάνεις απομαγνητοφώνηση και άλλο να το διαβάζεις χαλαρά, σαν αναγνώστης πια. Χαίρομαι ιδιαίτερα που συνέβαλα και εγώ από την πλευρά μου στην πραγματοποίηση αυτού σας του στόχου. Θα βρω σίγουρα χρόνο να ασχοληθώ. Εύχομαι να βρείτε σύντομα εκδότη. Άρτεμις Δάλλα, φιλόλογος, απομαγνητοφώνησε τις αφηγήσεις, 27 Απριλίου 2009

Λείπει το κεφάλαιο με τη δικιά σου αφήγηση Δεν υπάρχει καμιά έρευνα για το πόσοι άνθρωποι επηρεάζονται από έναν τέτοιου είδους ασθενή; πόσοι έχουν στο σπίτι τους; Το Ευρωβαρόμετρο; η Στατιστική Υπηρεσία; Μήπως να την κάνεις/προτείνεις εσύ; Και, όπως σου έγραψα και στο ιμέιλ, λείπει το κεφάλαιο με τη δικιά σου ιστορία… 1 Καλές επιτυχίες. Φιλιά. Δημήτρης Δημολιάτης, σύμβουλος διαχείρισης περιβάλλοντος, Σύδνεϋ Αυστραλίας, 11 Ιουνίου 2009

Μου θυμίζει τη Μεγάλη Χίμαιρα Μου θυμίζει τη Μεγάλη Χίμαιρα – μήπως Η Κραυγή σκέτο;2 Όλγα Δημολιάτη, διακοσμήτρια, Αθήνα, Σεπτέμβρης 2009

1

Το έταξα στην Εισαγωγή, να μη γίνει το βιβλίο διπλάσιο – για την ώρα μερικά επιγράμματα στον Επίλογο αρκούν. 2 Να τη θυμίζει, κόρη μου, να τη θυμίζει! Και να την παραθυμίζει. Να θυμίζει μια από τις μεγαλύτερες χίμαιρες όλων των εποχών, την προσδοκία για επί της γης αθανασία που καλλιεργεί η συντεχνία μου απαντώντας (στην πράξη, με τα έργα) ποτέ! στο θεμελιώδες ερώτημα πότε; Στην ελληνική μυθολογία η Χίμαιρα ήταν ένα φοβερό τέρας που εξέπνεε φωτιά, είχε σώμα κατσίκας, κεφάλι λιονταριού και ουρά που κατέληγε σε φίδι. Η σημερινή δημώδης ελληνική έκφραση “κυνηγάω χίμαιρες” σημαίνει επιδιώκω κάτι ανέφικτο· το ίδιο και η γαλλική έκφραση “se repaître des chimères” (τρέφομαι με χίμαιρες). Η Μεγάλη Χίμαιρα είναι μυθιστόρημα του Μ. Καραγάτση.

.


253

ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Το βιβλίο θα αποδειχθεί πολυεπίπεδα χρήσιμο Πριν απ’ όλα σ’ ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη να μου εμπιστευτείς τα χειρόγραφά σου. Είμαι βέβαιος ότι η έκδοσή τους θα κάνει αίσθηση, και το βιβλίο θα αποδειχθεί πολυεπίπεδα χρήσιμο. Το θέμα του είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και το ότι η επιλογή και η διαχείρισή του γίνεται από ένα γιατρό το καθιστά προκλητικό για την ιατρική κοινότητα και ανακουφιστικό για τους ανθρώπους που βρέθηκαν στη δεινή θέση των συνομιλητών σου. Ο τρόπος που επέλεξες να παραθέσεις γραπτά τον προφορικό λόγο διασώζει τη δυναμική εκφραστική της προφορικότητας. Μπράβο και πάλι! Αξίζει τον κόπο και παραξίζει! Πολλά φιλιά και φιλία. Με αγάπη, Γιώργος Χ. Θεοχάρης, ποιητής, εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού Εμβόλιμον, Άσπρα Σπίτια, 22 Μαΐου 2009

Πολύ ενδιαφέρον από την πρώτη σελίδα Το βιβλίο σας μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρον από την πρώτη σελίδα. Θα το διαβάσω πολύ προσεκτικά, και θα σας κάνω ό,τι παρατηρήσεις πιθανώς να έχω. Απλώς χρειάζομαι λίγο χρόνο (τουλάχιστον είκοσι μέρες). Σας ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνατε να μου το δώσετε να το διαβάσω! Έχετε βρει μια γνήσια βιβλιοφάγο! Μυρσίνη Λεμονάκη, φοιτήτρια στο έκτο έτος της Ιατρικής, 27 Απριλίου 2009

Αισθάνομαι πολύ ευτυχής που μπόρεσα να διαβάσω κάτι τόσο καθημερινό και συγχρόνως καίριο Αγαπητέ μου Γιάνη, Επιτέλους καμάρωσα το κείμενο, παρότι το διάβασα από τον υπολογιστή, πράγμα που δεν έχω ακόμη και δε θέλω ποτέ να συνηθίσω να κάνω! Ανυπομονώ να κρατήσω το κείμενο στα χέρια μου και να το απολαύσω με την ησυχία μου. Αισθάνομαι πολύ ευτυχής που μπόρεσα να διαβάσω κάτι τόσο καθημερινό και συγχρόνως καίριο και σημαντικό. Πολλές κουβέντες δε θα σου γράψω

.


Γιάνης Δημολιάτης  /  Η μεγάλη κραυγή

254

γιατί αξίζεις το μπράβο με τη σιωπή και τη μεγάλη εκτίμηση. Συνέχισε όπως είσαι και μην ξεχάσεις να με ειδοποιήσεις όταν το βιβλίο βγει στην κυκλοφορία. Θα χαρώ να τα πούμε και από κοντά για να μπορέσω να σε ρωτήσω κάποια πράγματα που αυθόρμητα σκέφτηκα όσο διάβαζα. Βρε μπας και έχει δίκιο κάποιος που αυτές τις μέρες είπε ότι η γενιά μας δεν έχει πει ακόμη την τελευταία λέξη; Νίνα Μαγκίνα, διευθύντρια ΜΕΘ Νοσοκομείου Νέας Ιωνίας Αγία Όλγα, 30 Νοεμβρίου 2009

Χάθηκα στις αφηγήσεις με έναν πολύ γλυκό τρόπο – και μου άρεσε αυτό! Ευτυχώς που μου θυμίσατε τη Μεγάλη Κραυγή! Τότε που είχατε στείλει το κείμενο είχα διαβάσει αρκετά (χωρίς να το τελειώσω). Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα ιδιαίτερες παρατηρήσεις να κάνω (και μάλιστα είχα προβληματιστεί). Το σημαντικό είναι ότι ο λόγος είχε ροή και ήταν μεστός. Με κούραζε στις αφηγήσεις η επανάληψη (αρκετοί από τους συμμετέχοντες επαναλαμβάνονταν προς το τέλος της ιστορίας, σαν να μην μπορούσαν να την κλείσουν), σκεφτόμουν όμως ότι είναι αφηγήσεις και εκεί προφανώς δεν έχετε να παρέμβετε! Με είχε συναρπάσει η πρώτη ιστορία και γενικότερα το κείμενο είχε “μπόλικη αλήθεια” και μου διακίνησε πολλά συναισθήματα με εναλλαγές! Μου άρεσε και κάποια στιγμή θα το ξαναπιάσω... Και η ερώτηση “πότε πρέπει να πεθαίνει ο άνθρωπος” σχεδόν συγκλονιστική και μακριά από κάθε ιατροκεντική δυτική αντίληψη! Αυτά (είχα πει ότι θα σχολιάσω) και χωρίς τις σημειώσεις μου, σαν αίσθηση που μου έχει μείνει τρεις μήνες σχεδόν μετά… Θυμάμαι, όταν το πρωτοδιάβαζα, ήμουν στο αεροδρόμιο, πετούσα για να έρθω επάνω, για όση ώρα διάβαζα χάθηκα στις αφηγήσεις με έναν πολύ γλυκό τρόπο – και μου άρεσε αυτό! Να είστε καλά, Πέπη Μπελέκου, ψυχολόγος, φοιτήτρια Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών “Αντιμετώπιση του Πόνου”, 28 Ιουλίου 2009

.


255

ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Η βιογραφική μέθοδος είναι από τους πιο έγκυρους τρόπους έρευνας Δεν πρόφτασα να το διαβάσω, απλά το άνοιξα για σήμερα. Μου άρεσε πάρα πολύ σαν τρόπος γραφής. Οι αλήθειες δε θέλουν στατιστικά και παραπομπές, είναι η ίδια η ζωή που μιλάει. Η βιογραφική μέθοδος, όπως γνωρίζεις, είναι από τους πιο έγκυρους τρόπους έρευνας στη μετα-μεταμοντέρνα περίοδο. Συγχαρητήρια. Να είσαι καλά. Φιλιά.1 Βάσω Παπαδιώτη, καθηγήτρια Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, 27 Απριλίου 2009

Τρόμος! Τρόμαξα. Τρόμος! Τρόμαξα. Διάβασα ως τώρα την πρώτη αφήγηση, και ήθελα να σας πω τι αίσθημα είχα: τρόμος! Με κατέλαβε ένας τρόμος. Τρόμαξα. Θα διαβάσω και τα υπόλοιπα και θα σας πω. Για τώρα μόνο αυτό. Νίκος Πατσόπουλος, γιατρός, διδάκτορας Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ιούνιος 2009

Μήπως πρέπει να ξεκινήσει ένας ανοικτός διάλογος… Ελπίζω να μην είναι πολύ αργά. Σας στέλνω κυρίως σκέψεις μου, παρά σχόλια ή προτάσεις. Χαρά μου πάντως που με συμπεριλάβατε στους φίλους. Ως προς το περιεχόμενο, δεν έχω να κάνω κάποια υπόδειξη. Στοχασμός δικός μου, στα είκοσι έξι μου, χωρίς σκέψεις για οικογένεια – τουλάχιστον ακόμη: Άραγε ο άνθρωπος νιώθει την ανάγκη της συνέχειάς του; Η Μέλπω δεν έχει παιδιά. Ο μόνος συνδετικός κρίκος στο γενεαλογικό δέντρο είναι οι γονείς της – ο Βασίλης δεν είναι “αίμα” της, ο σύζυγος δεν είναι συγγενής. Νιώθει σαν το κλαδί του δέντρου, που ούτε άνθισε αλλά ούτε έχει προοπτική 1

.

Ευχαριστώ για τις αλήθειες. Οι αφηγήτριές μου είναι οι θυγατέρες των γιαγιάδων ή των μανάδων μας. Ετούτες είναι το παρόν, εκείνες το παρελθόν που αποσύρεται... Και τις ρώτησα για ένα από τα κρισιμότερα προβλήματα της δυτικής κοινωνίας, και κατά τη γνώμη μου το μόνο που αξίζει τον κόπο ν’ απαντήσει η δυτική ιατρική. Αλλά ας μη σε προκαταλαμβάνω…


Γιάνης Δημολιάτης  /  Η μεγάλη κραυγή

256

να πάει πιο ψηλά. Ίσως γι’ αυτό δε θέλει να χάσει τον κορμό της… Πάντως η διήγηση της Μαρίνας είναι εξαιρετικά συναισθηματική και συγκινητική, κάτι που δεν ένιωσα στη δεύτερη αφήγηση. Θα διαβάσω και παρακάτω… Μήπως πρέπει να ξεκινήσει ένας ανοικτός διάλογος, όπου μια ομάδα ετερόκλητων ατόμων θα εκδώσει ένα κείμενο, και επώνυμα, που θα θέσει ένα συγκεκριμένο ερώτημα στην πολιτεία: Αν ο άνθρωπος έχει, που κατά τη γνώμη μου έχει, την απόλυτη δικαιοδοσία στην αξιοπρέπεια και στη ζωή του, δεν πρέπει να έχει και στον αξιοπρεπή θάνατό του; Γνωρίζετε αν έχει γίνει ποτέ κάτι ανάλογο; Ποια τα αποτελέσματα; Αηδόνης Ράμος, αγροτικός γιατρός, 16 Ιουνίου 2009

Τι μου κάνατε με το βιβλίο σας… Αχ, κύριε Δημολιάτη, τι μου κάνατε με το βιβλίο σας! Δεν μπορώ να κοιμηθώ… Γεωργία Σαλαντή, βιοστατιστικός, λέκτορας Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ιούνιος 2009

Είναι για μένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον Ευχαριστώ πολύ για τη δυνατότητα που μου δίνετε να διαβάσω την προσπάθεια αυτή πριν δημοσιευθεί. Ομολογώ ότι αυτό με τιμά ιδιαίτερα. Να ξέρετε ότι θα το κάνω με μεγάλη χαρά. Επιπλέον, για μένα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον τόσο λόγω του θέματος το οποίο αφορά όσο και λόγω της ίδιας της διαδικασίας, της δυνατότητας δηλαδή να δουλέψει κάποιος με ένα κείμενο που ακόμη δεν έχει πάρει την τελική του μορφή προς δημοσίευση. Και πάλι, ευχαριστώ πολύ! Η διάθεση να διαβάσω το βιβλίο σας υπήρχε από όταν το έλαβα. Το ενδιαφέρον μεγάλωσε περισσότερο όταν ξεκίνησα να το διαβάζω. Μου πήρε δύο μέρες. Λόγω της δουλειάς μου ως γενικού γιατρού στην κοινότητα, τα σενάρια που περιγράφονται στις σελίδες του βιβλίου μού ήταν πολύ οικεία. Οι πρωταγωνιστές θα μπορούσαν να είναι κάποιοι από τους ανθρώπους που γνώρισα στα τρία χρόνια που εργάστηκα ως οικογενειακός γιατρός. Συμφωνώ ότι η ιατρική πλέον έχει επικεντρώσει στην προσπάθεια θερα-

.


257

ΣΥΖΗΤΗΣΗ

πείας. Κανείς δεν εστιάζει σε κομμάτια όπως η πρόληψη, η αποκατάσταση, η φροντίδα. Ακόμη και οι γενικοί γιατροί. Αυτό που λέμε “θεραπεία” είναι το εύκολο, το λιγότερο χρονοβόρο και αυτό που αποδίδει –όταν αποδίδει– “γρήγορα” (όχι όμως πάντα και για πολύ). Όλα τα υπόλοιπα θέλουν χρόνο, συνήθως θέλουν διάθεση από τον ασθενή και τους συγγενείς και θέλουν και γνώση και διάθεση κι από αυτούς που θα τα προσφέρουν (γιατρούς, νοσηλευτές, κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχολόγους, φυσιοθεραπευτές κτλ.). Ειδικά στην ελληνική κοινωνία, τίποτε από αυτά που ανήκουν στη “φροντίδα” –και όχι στη “θεραπεία”– δεν έχει αναπτυχθεί. Τους ρόλους των φροντιστών προσπαθούν να τους παίξουν συγγενείς, όταν έρθει η ώρα, άλλοτε καλύτερα κι άλλοτε χειρότερα. Αυτό διαφαίνεται ξεκάθαρα σε όλες τις αφηγήσεις που υπάρχουν στο βιβλίο σας. Στο βιβλίο αυτό υπάρχει κι ένα ακόμη στοιχείο: απεικονίζεται σε όλη της την γκάμα η αλλαγή των οικογενειακών δεσμών στην ελληνική κοινωνία. Η έλλειψη δομών φροντίδας για χρόνιους ασθενείς ή για ασθενείς τελικού σταδίου βγάζει στην επιφάνεια τις αλλαγές που επέρχονται στη δομή της ελληνικής οικογένειας και αυτό είναι που διογκώνει το πρόβλημα ακόμη περισσότερο. Τα αναπόφευκτα αρνητικά συναισθήματα που δημιουργούνται σε όλους τους αφηγητές οφείλονται κυρίως, πιστεύω, στο γεγονός ότι υποχρεώνονται να γυρίσουν πίσω, σε μία οικογένεια πιο εκτεταμένη, που συμπεριλαμβάνει γονείς, παιδιά, εγγόνια, αδέρφια των γονιών κτλ. Η παρατήρησή μου είναι ότι, όσο λιγότερο χρειαστεί κάποιος να αλλάξει τη σύγχρονη δομή της οικογένειας (παιδιά-γονείς ή γονείς μόνο, ή παιδιά μόνο όταν τα παιδιά έχουν μεγαλώσει) στην προσπάθειά του να φροντίσει έναν χρονίως πάσχοντα, τόσο λιγότερη πικρία και θυμό κουβαλάει (βλέπε αφηγήσεις Χαρίτης, Βιργινίας). Αν τώρα υπήρχε ένα οργανωμένο σύστημα πρόνοιας, που θα φρόντιζε όλους τους ασθενείς για τους οποίους αφηγούνται οι ήρωες του βιβλίου, ίσως τα πράγματα να ήταν καλύτερα. Αυτό πραγματικά δεν το ξέρουμε όμως. Νομίζω ότι ένα μεγάλο μέρος από τα αρνητικά συναισθήματα προέρχονται από τις ήδη προβληματικές σχέσεις των αφηγητών με τις οικογένειές τους. Απλά η σοβαρή ασθένεια και το προβληματικό σύστημα υγείας τις κάνουν να φαίνονται ίσως στις πιο ακραίες εκφάνσεις τους. Θεωρώ ότι η τεχνητή παράταση της ζωής στους αρρώστους αυτούς δεν ήταν η αιτία αλλά η αφορμή να εκδηλωθούν οι παθολογικές σχέσεις που προϋπήρχαν μεταξύ αδερφών, μεταξύ γονέα-παιδιού κτλ. Ο αφηγητής είτε εμπλεκόταν ο ίδιος σε αυτή την παθολογική σχέση χωρίς να το αντιλαμβάνεται, είτε αποτελεί ένα τρίτο πρόσωπο, το οποίο παρατηρεί αυτή τη σχέση αλλά δεν έχει τη δύναμη να αντιδράσει και να την αλλάξει ή να αποκοπεί – ίσως και να βολεύει έτσι και δικές του αδυναμίες. Γενικά, πιστεύω ότι η ιδέα και η προσπάθεια είναι εξαιρετική και πολύ ενδιαφέρουσα για την ελληνική κοινωνία. Θεωρώ ότι, μειώνοντας λίγο τον όγκο

.


Γιάνης Δημολιάτης  /  Η μεγάλη κραυγή

258

και τα κενά του προφορικού λόγου, οι αφηγήσεις γίνονται πιο ευχάριστες και δεν κουράζουν σε κανένα σημείο. Σας εύχομαι γρήγορα να βρείτε εκδότη (αν δεν τον έχετε ήδη βρει)! Σας ευχαριστώ ειλικρινά για την ευκαιρία που είχα να διαβάσω το βιβλίο αυτό πριν από την έκδοσή του! Να είστε πάντα καλά! Αθηνά Τατσιώνη, λέκτορας Γενικής Ιατρικής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, 3 Αυγούστου 2009

Αυτό το βιβλίο πρέπει να μπει σε όλα τα σπίτια και τα νοσοκομεία Σε ευχαριστώ θερμά που με συμπεριέλαβες στους φίλους που θέλεις τη γνώμη τους γι’ αυτό το υπέροχο έργο σου. Καθυστέρησα να σου απαντήσω για δύο λόγους, αφενός διότι η κόρη μου η Αγγελική εργαζόταν νύχτα μέρα στους δύο υπολογιστές ετοιμάζοντας τη διπλωματική της στο μεταπτυχιακό που παρέδωσε την περασμένη βδομάδα, και αφετέρου “ακροάστηκα”’ με τη σειρά μου και με μεγάλη προσοχή, για μια βδομάδα, τις αφηγήτριές σου. Το ’χετε οικογενειακό, φαίνεται, να μας ταρακουνάτε. Συγκινήθηκα και προβληματίστηκα πάρα πολύ. Δύσκολη μα πάρα πολύ δύσκολη η ερώτησή σου. Σε φιλολογική συζήτηση η απάντηση ίσως πολύ εύκολη, έλα όμως που όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με το πρόβλημα τα πράγματα δυσκολεύουν… Μεγάλη απόφαση να καταγράψεις κάτι που έχει πονέσει βαριά συνανθρώπους μας, αλλά πιστεύω ότι αυτό το βιβλίο πρέπει να μπει σε όλα τα σπίτια και σε όλα τα νοσοκομεία, γιατί λίγο πολύ όλοι έχουν αντιμετωπίσει ή ίσως αντιμετωπίσουν παρόμοιες καταστάσεις και θα μπορέσουν να έχουν καλύτερη αντιμετώπιση. Από πλευράς μου, νομίζω ότι έπρεπε ήδη να είχε τυπωθεί. Η περίπτωση του Λουκά ήταν σχεδόν ίδια με του πατέρα μου που μας ζήτησε να τον σηκώσουμε στον κώλο, να στραφεί στην ανατολή και με ελαφρά κλίση να μας αποχαιρετήσει… Θερμά συγχαρητήρια και καλή επιτυχία. Σε χαιρετώ, Γιώργος Τριάντης, κτηματομεσίτης, συνταξιούχος μηχανικός πολιτικής αεροπορίας, 11 Ιουνίου 20091 1

Γιώργο, ευχαριστώ πολύ, πάρα πολύ. Θα προχωρήσω όσο γρηγορότερα γίνεται. Γράψε την ιστορία του πατέρα σου λεπτομερειακά, όπως μου την είπες στο τηλέφωνο κι ακόμα περισσότερο.

.


259

ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Τα περισσότερα από αυτά δεν τα έχω σκεφτεί ποτέ μου Μόλις τελείωσα τη μελέτη του βιβλίου σας. Να σας εκφράσω τα συγχαρητήριά μου. Μου άρεσε πάρα πολύ. Πολύ ρεαλιστικό και ανθρώπινο. Πιο πολύ με συγκίνησε η ιστορία της Μαρίνας με τον σύζυγο με το non-Hodgkin λέμφωμα, και η εγγονή που επέλεξε την Iατρική μετά από αυτά που πέρασε. Σε κάποια σημεία οι ερωτώμενοι πλατείαζαν, αλλά καλύτερα γιατί έτσι μας μεταφέρουν καλύτερα αυτά που είναι να μας πουν, πιο φυσικά. Κατά τα άλλα, δεν έχω να επισημάνω κάτι άλλο γιατί με συνεπήρε το περιεχόμενο. Τα περισσότερα από αυτά δεν τα έχω σκεφτεί ποτέ μου γιατί δεν τα πέρασα (και ελπίζω να μην τα περάσω...). Είμαι Αθήνα με τους γονείς μου και τους είπα για το βιβλίο σας. Θέλουν να το διαβάσουν και αυτοί, γιατί, απ’ ό,τι κατάλαβα, είναι ευαισθητοποιημένοι. Ειδικά όταν είπα στον πατέρα μου τη φράση της Μαρίνας, τα χρόνια από τριάντα πέντε μέχρι πενήντα δύο ποιος θα μου τα δώσει πίσω; (κάπως έτσι νομίζω ότι λέει) με κοίταξε και μου είπε, Σωστό, πολύ σωστό! Νομίζω ότι παρασύρθηκα κι εγώ με τις αφηγήσεις, μη σας κουράζω άλλο. Αυτά. Και πάλι συγχαρητήρια για το βιβλίο και εύχομαι όλα να πάνε καλά. (Έχω αρχίσει να διερωτώμαι “πότε κανείς πρέπει να πεθαίνει;” ήδη από το μάθημα που κάναμε.) Ξανθίππη Τσερετοπούλου, τριτοετής φοιτήτρια Ιατρικής, 2 Μαΐου 2009

Είναι πολλοί αυτοί που λένε «Οι γιατροί δε μας ενημέρωσαν πώς θα ήταν τα πράγματα μετά»… Πραγματικά συγκλονιστικές μαρτυρίες. Νομίζω ότι κάθε ελληνική οικογένεια έχει μια παρόμοια ιστορία να διηγηθεί. Προσπάθησα να ρωτήσω τον εαυτό μου, Πότε πρέπει να πεθάνει ένας άνθρωπος; Δε νομίζω ότι υπάρχει σωστή και λάθος απάντηση. Εγώ θα απαντούσα, όταν ο άνθρωπος δυσκολεύεται τόσο να ζήσει που δε χαίρεται τη ζωή. Είναι αλήθεια ότι πολλοί άνθρωποι έχουν κινητικά προβλήματα, είτε εκ γενετής είτε επίκτητα, και αυτό μειώνει την αυτονομία τους. Αυτό όμως δε σημαίνει απαραίτητα ότι η ζωή τους δεν έχει νόημα ή ότι δεν μπορούν να ζήσουν μια ωραία ζωή. Πιστεύω ότι, αν έχουν τη βοήθεια που χρειάζονται και ζουν σε μια κοινωνία που μπορεί να δεχθεί με ίσους όρους άτομα με κινητικά προβλήματα, δεν υπάρχει λόγος να τεθεί αυτή η ερώτηση περί ζωής και θανάτου. Βέβαια όλο αυτό το πλαίσιο για το οποίο μιλώ είναι στην Ελλάδα του 2013 μια ουτοπία.

.


Γιάνης Δημολιάτης  /  Η μεγάλη κραυγή

260

Μπορώ να πω ότι έχω ζήσει κατάσταση σαν αυτές που περιγράφονται στο βιβλίο και από τις δύο όψεις, δηλαδή και του γιατρού και του συγγενούς ασθενούς. Όσον αφορά το ρόλο του γιατρού, θέλω να πιστεύω ότι όλοι οι γιατροί, όταν ασχολούνται με έναν ασθενή, είτε δίνοντας φάρμακα είτε με εγχειρήσεις είτε με εξετάσεις, είναι γιατί θέλουν να τον βοηθήσουν. Απλά στα έξι χρόνια των ιατρικών σπουδών οι φοιτητές μαθαίνουν πώς να κάνουν διαγνώσεις και πώς να αντιμετωπίζουν ασθένειες. Το ότι δε γίνεται να θεραπεύσουμε όλους τους ασθενείς αυτό το ξέρουμε, αλλά τι ποιότητα ζωής θα τους προσφέρουμε μετά από κάθε αντιμετώπιση δεν είναι κάτι που μαθαίνεται. Το μαθαίνουμε σιγά σιγά στη δουλειά καθώς παρατηρούμε ότι, παρ’ όλες τις προσπάθειές μας, η ποιότητα ζωής που προσφέρουμε και στους ασθενείς μας αλλά και στους οικείους τους ορισμένες φορές είναι πολύ κακή. Και τότε κάποιοι γιατροί μπορεί να αναρωτηθούν, Άξιζε το αποτέλεσμα της ιατρικής παρέμβασης την ταλαιπωρία που υπέστη ο ασθενής; Ή μήπως, ως επαγγελματίας υγείας, δεν ξέρω ποια είναι τα όρια της ιατρικής; Είναι πολλοί αυτοί που λένε, Οι γιατροί δε μας ενημέρωσαν πώς θα ήταν τα πράγματα μετά τη θεραπεία ή το χειρουργείο. Αλλά η αλήθεια είναι ότι κανένας που δεν έχει περάσει παρόμοια κατάσταση δεν μπορεί να περιγράψει πώς θα είναι το μετά, αλλά και κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά το πώς θα εξελιχθεί μια κατάσταση. Στην ιατρική λένε, ποτέ μη λες ποτέ και πάντα. Επίσης είναι πολλές φορές που οι γιατροί εξηγούν αλλά οι ασθενείς και οι οικείοι είναι τόσο σοκαρισμένοι ή στενοχωρημένοι που δεν ακούν και δεν μπορούν να επεξεργαστούν καμία πληροφορία. Οι περισσότεροι συγγενείς θέλουν να κάνουν σε πρώτη φάση ό,τι είναι δυνατόν για τον άνθρωπό τους οδηγημένοι μόνο από το συναίσθημα, χωρίς να σκέφτονται πώς θα είναι τα πράγματα μετά. Αν σκεφτώ την εμπειρία μου ως συγγενή ασθενούς με ανίατη ασθένεια, μπορώ να πω ότι, επειδή ήξερα λόγω επαγγέλματος ότι οι προοπτικές βελτίωσης ήταν μηδενικές, έλεγα ότι ο άνθρωπος αυτός καλύτερα να φύγει για να μην ταλαιπωρείται και να μην ταλαιπωρεί. Μπορεί η συναισθηματική φόρτιση να ήταν μεγάλη, αλλά από την άλλη κανείς μας δε θα ζήσει για πάντα. Στο ερώτημα “Πότε θα ήθελα να πεθάνω εγώ;” νομίζω ότι η απάντηση είναι η ίδια. Όταν δηλαδή θα δυσκολεύομαι τόσο να ζήσω που δε θα χαίρομαι τη ζωή. Ζώντας σε μια κοινωνία πραγματικής κοινωνικής πρόνοιας όπως η σουηδική, το επιχείρημα του θανάτου ώστε να μην επιβαρύνει κάποιος τα παιδιά του ή τους οικείους του φαντάζει παράξενο. Μπορεί να ακούγεται λίγο εγωιστικό, αλλά δεν πιστεύω ότι λόγος για να πεθάνει κάποιος μπορεί να είναι το ότι επιβαρύνει τα παιδιά του, όταν μπορεί το κράτος να αναπτύξει τέτοιους μηχανισμούς που οι χρόνιοι ασθενείς να έχουν την περίθαλψη που τους χρειάζεται χωρίς όλη η ευθύνη να πέφτει στους συγγενείς.

.


261

ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Δώσατε πολλή τροφή για σκέψη. Ελπίζω και σε ανθρώπους που βρίσκονται σε νευραλγικές θέσεις και μπορούν να αλλάξουν τον τομέα υγείας και κοινωνικής πρόνοιας. Μυρσίνη Λεμονάκη, ειδικευόμενη παιδίατρος στο Έρεμπρο της Σουηδίας, 26 Νοεμβρίου 2013

Το μεγαλείο της ζωής και του θανάτου Σφίξιμο. Κόμπος. Αγανάκτηση. Λύπηση. Και σκέψεις πολλές. Και στου... Λουκά έκλαψα! Ίσως γιατί εκεί στον κατά ηλιού τον θάνατο φανερώθηκε το Μεγαλείο της ζωής και του... θανάτου Γεωργία Σκοπούλη, Πεδινή, 28 Φλεβάρη 2014 http://gskopuli.blogspot.gr/

.


.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.