Μετάφραση από το Βιβλίο: «Ancient Letters and the New testament A guide to Context and exegesis» του Hans-Josef Klauck Μετάφραση - Διασκευή: Τέλιος Λεωνίδας
Κεφάλαιο 7. ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ: ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ Ι Ανοίγοντας την Κ.Δ. και κοιτάζοντας τα περιεχόμενά της, αυτό που μας κάνει εντύπωση είναι ότι τα περισσότερα Βιβλία της φέρουν τον τίτλο: «Επιστολή». Οι Επιστολές αυτές είναι οργανωμένες σε δύο «σώματα» (corpora), τις 14 Παύλειες Επιστολές (συμπεριλαμβανομένης και της Προς Εβραίους) και τις 7 Καθολικές Επιστολές. Έχουμε λοιπόν ένα σύνολο 21 Επιστολών, που αντιπροσωπεύει αριθμητικά την πλειοψηφία των είκοσι επτά Βιβλίων του Κανόνα της Καινής Διαθήκης. Το αν όλα αυτά τα Βιβλία είναι πραγματικά Επιστολές, με την πλήρη σημασία του όρου, είναι ένα άλλο ερώτημα, το οποίο θα το θέσουμε εξετάζοντας μεμονωμένα την κάθε Επιστολή. Βέβαια, μία, κάπως διαφορετική εικόνα της Καινής Διαθήκης προκύπτει όταν δεν υπολογίζει κάποιος τον αριθμό των Βιβλίων Επιστολών, αλλά το μέγεθός τους. Καμία Επιστολή δεν προσεγγίζει την έκταση του Ευαγγελίου του Λουκά ή του βιβλίου των Πράξεων. Αλλά, θεωρούμενες αναλόγως με το μέγεθός τους, οι Επιστολές αποτελούν περίπου το 1/3 του κειμένου της Καινής Διαθήκης. Πέρα από αυτές τις 21 Επιστολές, υπάρχουν και άλλες Επιστολές μέσα στο περιεχόμενο των υπολοίπων Βιβλίων της, όπως για παράδειγμα οι 7 Επιστολές προς τις Εκκλησίες της Μ. Ασίας, οι οποίες βρίσκονται στην Αποκάλυψη, αλλά και οι δύο Επιστολές, οι οποίες ενσωματώνονται στις Πράξεις των Αποστόλων στα εδάφια 15,23-29 και 23,26-30. Ακολουθώντας την παρουσίαση των ελληνικών και ρωμαϊκών επιστολών (κεφ. 4) και των επιστολών της Παλαιάς Διαθήκης και του νεώτερου ιουδαϊσμού (κεφ. 6) εδώ οι Επιστολές προσεγγίζονται σε 2 στάδια: Στο πρώτο γίνεται μία σύντομη παρουσίαση της Επιστολής, ακολουθούμενη από τα ευρήματα της πιο σύγχρονης έρευνας γύρω από τη συγκεκριμένη Επιστολή, κυρίως όσον αφορά το επιστολικό και ρητορικό κομμάτι και ακολουθούν επιλεγμένες μονογραφίες, σχόλια και δοκίμια. Ακροθιγώς αναφέρονται κάποιες τοποθετήσεις στα ερωτήματα της γνησιότητας, της χρονολόγησης και του περιεχομένου, εκεί όπου χρειάζονται ερμηνευτικές επεξηγήσεις. Για λόγους εύκολης πρόσβασης ακολουθείται η ταξινόμηση των Επιστολών σύμφωνα με τον εκκλησιαστικό Κανόνα, αφού οποιαδήποτε άλλη ταξινόμηση - για παράδειγμα, σύμφωνα με την ημερομηνία συγγραφής ή το περιεχόμενο της Επιστολής, θα πρέπει πρώτα να δικαιολογηθεί επαρκώς. Στο επόμενο Κεφάλαιο του παρόντος Βιβλίου (κεφ. 8) ακολουθεί μια λεπτομερέστατη ανάλυση των Επιστολών: Α΄ & Β΄ Προς Θεσσαλονικείς, Β’ Πέτρου και των Επιστολών, που υπάρχουν στο Βιβλίο των Πράξεων. Α΄ ΠΑΥΛΕΙΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 1. Προς Ρωμαίους Επιστολή Γράφηκε στην Κόρινθο περίπου το 56-57 μ.Χ., ή μάλλον υπαγορεύτηκε από τον Παύλο στον Τέρτιο, ο οποίος κάνει αισθητή την παρουσία του στο εδάφιο 16,42, με τον χαιρετισμό και ίσως με ανακούφιση, που έφθασε το τέλος της συγγραφής! Η Επιστολή αυτή είναι - ίσως - η τελευταία που γράφει ο Παύλος (μόνο η Προς
Φιλιππησίους, όσον αφορά τις αυθεντικές Επιστολές του, μπορεί να γράφηκε αργότερα) και απευθύνεται σε χριστιανικούς Οίκους, που ο Παύλος ούτε είχε ιδρύσει, ούτε είχε γνωρίσει ποτέ, κάτι που ο ίδιος το αναλύει σε αρκετά χωρία της Επιστολής (βλ. 1,11-15, 15,22-24 κ.λπ.). Επειδή ο Παύλος αναφέρει τους συνεργάτες του, όταν απευθύνεται σε γνωστό του περιβάλλον, αυτή η παράλειψή του στην Προς Ρωμαίους Επιστολή, οδηγεί στο να υποθέσουμε ότι δε γνώριζε προσωπικώς τους παραλήπτες. Παρά το μεγάλο της μέγεθος (η μεγαλύτερη Επιστολή του Παύλου και ίσως ολόκληρης της αρχαίας γραμματείας) η βασική δομή της επιστολής, μπορεί εύκολα να ανιχνευτεί. Στη σύσταση του αποστολέα της Επιστολής (prescript), η οποία είναι ιδιαίτερα εκτεταμένη, περιλαμβάνει και μία χριστολογική ομολογία (1, 3-4), ενώ το άμεσο δεύτερο πρόσωπο στο εδάφιο 1,6 (ἐν οἱ̃ς ἐστε καὶ ὑμει̃ς κλητοὶ ’Ιησου̃ Χριστου̃ ) έρχεται σε αντίθεση με το, πιο τυπικό και ουδέτερο, τρίτο πρόσωπο, που χρησιμοποιεί στον επόμενο στίχο (πα̃σιν τοι̃ς οὐ̃σιν ἐν ‘Ρώμη̨…). Ο Παύλος γράφει ένα Προοίμιο (proem), (1,8-15), αποτελούμενο από ευχαριστήριο προσευχή (στ. 812), ακολουθούμενη από βιογραφική αναφορά και μια επιστολική αυτοσύσταση (1,13-15) και έπεται μία θέση πίστεως, η οποία αναπτύσσεται σε διάφορα σημεία στο κύριο σώμα της Επιστολής. Μπορούμε να πούμε ότι το κεντρικό θέμα της Επιστολής είναι η Δικαιοσύνη του Θεού, η οποία παρουσιάζεται σε αντίθεση με την αμαρτωλότητα των ανθρώπων (1,18-25) και σε συνάφεια με τη ζωή της Πίστεως (5,1-8,39) και το πεπρωμένο του λαού του Ισραήλ (9,1-11,36). Ακολουθούν Παραινέσεις (14,1-15,13) και μία ανακεφαλαίωση των σημαντικότερων ρητών (15,713), με τα οποία κλείνει η κυρίως Επιστολή. Το κλείσιμο της Επιστολής είναι αρκετά πολύπλοκο. Αποτελείται από μελλοντικά ταξιδιωτικά σχέδια (15,14-29), ένα αίτημα προσευχής και μια ευχή για ειρήνη (15,3033), η σύσταση της διακόνισσας Φοίβης από τις Κεχρεές (πόλη κοντά στην Κόρινθο), η οποία, ίσως, διεκπεραίωσε την αποστολή της Επιστολής (16,1-2), δεκαπέντε χαιρετισμούς όπου ο Παύλος χρησιμοποιεί τον χαιρετισμό «ασπάσασθε» (16,3-15) και το αίτημα, προς τους αποδέκτες, για «αδελφικό ασπασμό»(16,16 α), καθώς και έναν οικουμενικό χαιρετισμό: «αἱ ἐκκλησίαι πα̃σαι του̃ Χριστου̃ » (16,16 β), πριν η ροή διακοπεί από μία κάπως περίεργη προειδοποίηση για ταραξίες (16,17-19) (όπου ορισμένοι μελετητές υποπτεύονται μια ξένη παρέμβαση), ενώ στη συνέχεια μεταβαίνει σε μια υπόσχεση του για απελευθέρωση από τον Θεό της ειρήνης και μια καταληκτική ευλογία, που ίσως ο Παύλος να έχει γράψει ιδιοχείρως (16,20). Κανονικά, η επιστολή θα έπρεπε να έχει τελειώσει εδώ (16,20). Ωστόσο, προστίθενται, από τον Παύλο, χαιρετισμοί (16,21-23) από τον Τιμόθεο, καθώς και από μερικούς άλλους συνεργάτες και φιλοξενούμενούς του, αλλά και από τον Τέρτιο, όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι οποίοι αποτελούν ένα παράρτημα, που δημιουργούν μία, κάπως, απότομη δεύτερη κατάληξη. Λόγω του ότι είναι ασυνήθιστο να καταλήγει μια Επιστολής με λίστα χαιρετισμών και όχι, για παράδειγμα, με μία ευλογία χάριτος όπως στο 16,20, στις δημοσεύσεις των Επιστολών του Παύλου, υπάρχουν δύο εναλλακτικές καταλήξεις, που προέκυψαν από τα χειρόγραφα: μια ευλογία, που ακολουθείται από ένα «Αμήν» στο 16,24: «῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν» ή μια δοξολογία που αποπνέει δευτεροπαύλειο πνεύμα (16,25-27). Τυπικά επιστολικά στοιχεία και εκφράσεις υπάρχουν μέσα στο σώμα της επιστολής στα οποία συμπεριλαμβάνονται οι ευθείες προτάσεις και οι αποκαλύψεις της αλήθειας προς τους Χριστιανούς. (πρβλ., π.χ. 7,1 & 11,25).
Τα ρητορικά ερωτήματα, που έχουν προφανή απάντηση (για παράδειγμα: 2,3-4 & 6,1-4 κ.λπ.) θυμίζουν το ύφος της καυστικής διατριβής, τη ζωντανή και ανεπιτήδευτη λαϊκή φιλοσοφική διάλεξη (για παράδειγμα την ηθική διδασκαλία του Σενέκα σε μορφή επιστολής στο κεφ. 4, Β.3). Στον τομέα της ρητορικής ανάλυσης, οι στίχοι 1,16-17, αποτελούν την εισαγωγή στο κυρίως θέμα (propositio). Καθώς η διατύπωση του κεντρικού θέματος βρίσκεται σε μορφή «θέσης», η πρόταση (propositio) συνήθως τοποθετείται στο τέλος του αφηγήματος (narratio), αλλά μπορεί και να συνδεθεί με το προοίμιο (exordium), όπως εδώ. Πολλοί έχουν χαρακτηρίσει ολόκληρη την Προς Ρωμαίους Επιστολή, ως Απόδειξη ή Διατριβή (probatio), σχετικά με το θέμα της Δικαιοσύνης του Θεού, αλλά να τονίσουμε τις πολλές προσπάθειες, που έχουν γίνει για να γίνει διακριτή η διευθέτηση (dispositio), από τους εκπροσώπους της ρητορικής κριτικής. Και τα τρία είδη της παραδοσιακής Αριστοτελικής ρητορικής είδη υπάρχουν στην Προς Ρωμαίους Επιστολή. Ο R. Jewett έχει ταξινομήσει την Προς Ρωμαίους Επιστολή ως «ριζικά επιδεικτική» και ειδικότερα ως μια διπλωματική επιστολή κάποιου «πρέσβυ» (βλ. τον Πρεσβευτικό ή "Διπλωματικό" τύπο του ΨευδοΛιβανίου, ν. 25). Ο Stirewalt κατατάσσει της Προς Ρωμαίους ως «επιστολή-δοκίμιο», ή ως «Προτρεπτικό Λόγο, μία ομιλία, που έχει ως στόχο να συμβουλέψει και να οδηγήσει σε μια συγκεκριμένη άποψη», σύμφωνα με τον Aune (ο οποίος ρίχνει μια παράπλευρη ματιά στον ψευδοΔημήτριο, στον επιστολικό Τύπο 11, τον λεγόμενο «συμβουλευτικό» τύπο επιστολής, η οποία δικαιολογείται από τη χρήση του όρου «προτρέπειν», που σημαίνει παροτρύνω, οπότε μας κατευθύνει προς την κατεύθυνση της ρητορικής της διαβούλευσης. Στην πραγματικότητα, συγκρίνεται με τις δογματικές επιστολές του Επίκουρου ή με μεγάλα αποσπάσματα από το ύστερο έργο των ηθικών Επιστολών του Σενέκα. Ωστόσο, πέρα από αυτά τα έργα η Προς Ρωμαίους Επιστολή παραμένει πολύ πιο προσκολλημένη σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, η οποία εκφράζεται μέσα στο πλαίσιο της Επιστολής, αλλά και αλλού. Η λογοτεχνική ακεραιότητα της Προς Ρωμαίους, έχει επίσης αμφισβητηθεί. Ο W. Schmithals, για να αναφέρουμε μόνο τo πιο προφανές παράδειγμα, διακρίνει δύο διαφορετικές επιστολές, μία Επιστολή Α΄, η οποία ουσιαστικά αποτελείται από τα κεφάλαια 1-11 και τα εδάφια 15,8-13, και μια πιο πρόσφατη Β΄ Επιστολή, στην οποία ανήκουν το μεγαλύτερο τμήμα των Κεφαλαίων 12-15 και τα εδάφια 16,21-23. Μέσα σε αυτά τα τμήματα υπάρχουν επίσης διάφορες παρεμβολές (π.χ., 13,1-7, 11-14) και επεξεργασμένα τμήματα (π.χ., 2,16 & 8,1). Τέλος, οι στίχοι16,1-20 πρέπει επίσης να διαχωριστούν, ως ανεξάρτητη συστατική επιστολή, η οποία δόθηκε στην Φοίβη για τα ταξίδια της και δεν απευθύνεται στους Ρωμαίους, αλλά στους Εφεσίους. Η λογοτεχνική κριτική ανακατασκευή του Schmithals εν μέρει υποστηρίζεται από επιχειρήματα που σχετίζονται με τους τύπους Επιστολών -για παράδειγμα η επιστολή, που ανήκει στο είδος της σύστασης αποτελεί ξεχωριστό είδος και συνεπώς θέτει ενδιαφέρουσες επιστολικές ερωτήσεις. Παρ’ όλα αυτά, η συζήτηση γύρω από τη σύνθεση της Επιστολής έχει οδηγήσει σε συμφωνία, ότι οι Προς Ρωμαίους, όπως έχει διασωθεί στις ημέρες μας από το 1,116,23 θα πρέπει να θεωρηθεί ως ένα αυτοδύναμο, ολοκληρωμένο έργο, υπαγορευμένο από τον Παύλο. 2. Η Προς Κορινθίους αλληλογραφία α) Η Α΄ Προς Κορινθίους Επιστολή Ο Παύλος την εκτεταμένη αλληλογραφία του με «την Εκκλησία του Θεού της Κορίνθου» την απέστειλε γύρω στο 54-56 μ.Χ., λίγο πριν γράψει την Προς Ρωμαίους
Επιστολή και λίγα χρόνια μετά το τέλος της μακράς ιδρυτικής επίσκεψής του στην Εκκλησία της Κορίνθου, που συνέβη περίπου το 50-52 μ.Χ. (βλ. Πράξεις 18,1-18). Ο Απόστολος έγραψε κάποιες Επιστολές από τη Μακεδονία, αλλά κυρίως συνέγραψε στην Έφεσο, όπου και έμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την αρχική επίσκεψη του στην Κόρινθο (βλ. Πράξεις 19,1-22). Η Α΄ Προς Κορινθίους, που υπάρχει στον Κανόνα της Εκκλησίας, λοιπόν, είναι μέρος ενός ευρύτερου συνόλου αλληλογραφίας. Πιστεύεται ότι ο Παύλος είχε στείλει ήδη μια προηγούμενη επιστολή στην Κόρινθο (1 Κορ. 5,9) και είχε λάβει μια επιστολή με ερωτήματα από την Εκκλησία της Κορίνθου (1 Κορ. 7,1), στα οποία απαντά ένα προς ένα στην απαντητική του Επιστολή, που στέλνει από την Έφεσο, αυτή που ονομάζουμε Α’ Προς Κορινθίους. Επιπλέον έχει προφορικές πληροφορίες για την Εκκλησία, τόσο από το επώνυμες πηγές (π.χ., οι άνθρωποι της Χλόης, 1 Κορ. 1,11) όσο και από ανώνυμες πηγές (1 Κορ. 5,1 & 11,18). Οι επισκέπτες έχουν κάνει το δρομολόγιο και προς τις δύο κατευθύνσεις, από την Έφεσο στην Κόρινθο (Τιμόθεος, 1 Κορ. 4,17) και από την Κόρινθο στην Έφεσο (Στεφανάς, Φορτουνάτος και Αχαϊκός 1 Κορ 16,17). Παρά το γεγονός ότι η Α΄ Προς Κορινθίους δεν εμφανίζει την καλοδουλεμένη επιστολική φόρμα της Προς Ρωμαίους Επιστολής, πολλά από τα επιστολικά χαρακτηριστικά είναι ευδιάκριτα. Αυτά περιλαμβάνουν την αναγραφή Αποστολέα και Παραληπτών στη Σύσταση της Επιστολής (prescript) (1 Κορ. 1,1-3), όπου περίτεχνα αναφέρονται οι παραλήπτες στο 1 Κορ. 1,2 και μια εκτεταμένη ευχαριστία, η οποία χρησιμεύει ως πρόλογο στους στίχους 1,4-9. Με όμοιο τρόπο, το εκτεταμένο επιστολικό κλείσιμο, στους στίχους 16,13-24, περιλαμβάνει πέντε σύντομες επιταγές ως τελικές παραινέσεις (1 Κορ. 16,13-14), μία σύσταση του Στεφανά και της οικογενείας του (1 Κορ. 16,15-16), έκφραση της χαράς του Παύλου για την επίσκεψη των τριών απεσταλμένων της Εκκλησίας της Κορίνθου προς αυτόν (1 Κορ. 16,17-18) και διαβίβαση των χαιρετισμών από τις Εκκλησίες της Ασίας, τον Ακύλα και την Πρίσκιλλα, και «οἱ ἀδελφοὶ πάντες» (1 Κορ. 16,19-20α), εντολή στους Κορινθίους να ασπαστούν ο ένας τον ένα άλλο με αδελφικό ασπασμό (1 Κορ16,20 β), ιδιόχειρο χαιρετισμό (1 Κορ.16:21), έναν αφορισμό για τους μη αγαπώντας τον Χριστό (1 Κορ.16,22), καταλήγοντας στην χάρη και την ευλογία (1 Κορ. 16,23), καθώς και στη σιγουριά της διαρκούς παρουσίας της αγάπης του Παύλου προς όσους αγαπούν το Χριστό, ως προσάρτημα στην Επιστολή (1 Κορ. 16,24). Στο κυρίως σώμα της Α΄ Προς Κορινθίους Επιστολής μπορεί να ξεχωρίσουν τα παρακάτω θεματικά πεδία: Οι διαιρέσεις στους κόλπους της εκκλησίας εξετάζονται στους στίχους 1,10-4,21, σε ένα τμήμα της επιστολής, το οποίο είναι τόσο πλήρες από μόνο της, που θα μπορούσε να ολοκληρωθεί ως αυτοτελής επιστολή (προκαλώντας τον M. de Boer, για παράδειγμα, να υποθέσει ότι ο Παύλος έλαβε καινούριες ειδήσεις σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε στην Εκκλησία της Κορίνθου, μεταξύ της συγγραφής των κεφαλαίων 1-4 και 5-16). Ο Παύλος κάνει αναφορά σε τρία σκάνδαλα: ενός μέλους της Εκκλησίας, το οποίο συζει με τη σύζυγο του πατέρα του, τις δικαστικές αγωγές μεταξύ των πιστών και αυτό της σεξουαλικής ανηθικότητας για σχέσεις χριστιανών με πόρνες στα κεφάλαια 5 & 6. Απασχολείται με απορίες γύρω από το γάμο και την αγαμία στο κεφάλαιο 7 και τα ειδωλόθυτα, που προσφέρονται στις θυσίες των ειδωλολατρών στα κεφάλαια 8 -10. Η λατρευτική συμπεριφορά αποτελεί το επίκεντρο των κεφαλαίων 11-14, ενώ το κεφάλαιο 15 είναι αφιερωμένο στην ανάσταση των νεκρών, πριν από το «κλείσιμο» του κυρίως σώματος στους στίχους 16,1-12, το οποίο καλύπτει τα τελευταία θέματα,
συμπεριλαμβανομένης της λογίας για τους φτωχούς Χριστιανούς στην Ιερουσαλήμ και τα ταξιδιωτικά σχέδια για επίσκεψη του Παύλου, του Τιμοθέου και του Απολλώ. Εύστοχα, Παύλος υπόσχεται να εφοδιάσει τους συνέδρους, που μεταφέρουν τη λογία στην Ιερουσαλήμ, με προσωπικές συστατικές επιστολές (1 Κορ. 16,03), οι οποίες θα λειτουργήσουν ως ένα αναγνωριστικό στοιχείο της ταυτότητας του προσκομίζοντος τη λογία. Όσον αφορά τον επιστολικό τύπο της Α΄ Προς Κορινθίους, ως σύνολο, μπορούμε να την κατατάξουμε στις Παραινετικές ή Προτρεπτικές Επιστολές (βλ. Ψευδο-Λιβανίου, Επιστολικό στυλ, ν. 1, § 5) καθώς επίσης, με κάποιες τροποποιήσεις, μπορούμε να την ταξινομήσουμε στο φιλικό είδος, χωρίς να μας εμποδίζει κάτι να αναγνωρίσουμε τα χαρακτηριστικά άλλων μορφών επιστολών, που εκδηλώνονται σε επιμέρους χωρία. Ένα ρητορικό περίγραμμα της επιστολής ως σύνολο (βλ. Mitchell) προσδιορίζει ο στίχος 1,10, που αφορά στην ενότητα, αντί της διαίρεσης, ως το κύριο θέμα της επιστολής. Αρχικά η Α΄ Προς Κορινθίους (1,11-17) τροφοδοτεί την αφήγηση ή την δήλωση των πραγματικών περιστατικών (narratio), παρακάτω στους στίχους 1,18-15,57 ακολουθεί η σειρά των αποδείξεων και έπεται στον στίχο 15,58 το ρητορικό συμπέρασμα, μετά το οποίο ξεπροβάλει και πάλι το πλαίσιο της Επιστολής. (κεφ.16). Άλλοι σχολιαστές προτιμούν να εξετάζουν μεμονωμένα αποσπάσματα της επιστολής, κάνοντας ρητορική ανάλυση. Αυτά τα αποσπάσματα είναι τα ακόλουθα: 1 Κορ. 1-4 & 6, 2,1-5 8,1-6 8,8 - 10, 10,23-11, 11,12 – 14 κ.λπ. Ωστόσο, μια τέτοια μέθοδος δεν είναι χωρίς προβλήματα, δεδομένου ότι εδώ έχει να κάνει με τη ρητορική λειτουργία της διευθέτησης (dispositio), για την οποία ένας αρχαίος ρήτορας συνήθως δημιουργεί μια ολόκληρη ομιλία. Η ύπαρξη της προηγούμενης επιστολής από Παύλου προς τους Κορινθίους εξακολουθεί να εγείρει το ερώτημα κατά πόσον η Α΄ Προς Κορινθίους δεν περιέχει τμήματα αυτής της προηγούμενης επιστολής, την οποία, ενδεχομένως, κάποιος συντάκτης θα μπορούσε να την συνδυάσει με την απαντητική επιστολή του Παύλου για να σχηματίσει μια ενιαία Επιστολή. Οι πιθανές ενσωματώσεις από την προηγούμενη επιστολή του Παύλου θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν, κατά τον Sellin, τα ακόλουθα χωρία: 1 Κορ. 5,1-8, 6,1-20, 9,2410,22, 11,2-34. Αυτή η θεωρία της συνένωσης διαφορετικών επιστολών θα μπορούσε να θεωρηθεί εφικτή παρά τις τεχνικές δυσκολίες για τον συντάκτη και τον γραφέα, ο οποίος προσπαθεί να εργαστεί συγχρόνως με δύο ή τρεις κυλίνδρους (ειλητάρια) (βλέπε Stewart-Sykes). Το ίδιο δεν μπορεί να ειπωθεί και για την πιο περίπλοκη θεωρία της κατάτμησης, στην οποία, στην πιο ακραία περίπτωση, προσπαθούν να αναγνωρίσουν μέχρι και εννέα διαφορετικά σπαράγματα επιστολών στην Α΄ Προς Κορινθίους (δείτε την περίληψη του Sellin 2965 - 68). Η διδασκαλία ότι οι γυναίκες πρέπει να είναι σιωπηλές στις εκκλησίες στο εδάφιο 1 Κορ. 14,33 β-35, θα πρέπει μάλλον να θεωρηθεί ως μια μεταγενέστερη παρέμβαση. β) Η Β΄ Προς Κορινθίους Επιστολή Η Β΄ Προς Κορινθίους αντανακλά την ιστορία μιας σχέσης σύγκρουσης μεταξύ του Παύλου και του πληρώματος της Εκκλησίας.. Νέοι αντίπαλοι του Παύλου έχουν εδραιωθεί στην εκκλησία μετά την ιδρυτική επίσκεψη και την αναχώρηση του Αποστόλου. Γι αυτό έγινε μία δεύτερη «επώδυνη επίσκεψη», η οποία δεν πήγε καλά (2 Κορ. 2,1) και έχει γράψει ένα «δακρύβρεχτο γράμμα» από την Έφεσο, ως απάντηση (2 Κορ. 2,4: «ἔγραψα ὑμι̃ν διὰ πολλω̃ν δακρύων»), στα οποία αναφέρεται επανειλημμένως (π.χ., 7,8, 12). Η επιστολή στάλθηκε μέσω του Τίτου, ο οποίος κατόπιν επέστρεψε στον Παύλο. (7,6 - 8). Ωστόσο, ο Τίτος βρίσκεται και πάλι
καθ’ οδόν προς τους Κορινθίους με δύο συνεργάτες και συστάσεις από τον Παύλο (8,17-24). Όλα αυτά καθιστούν τη δομή της επιστολής σχεδόν ξεκάθαρη. Στη σύντομη Σύσταση (prescript) στους στίχους 1,1-2, εντύπωση προκαλεί ότι οι παραλήπτες είναι « σὺν τοι̃ς ἁγίοις πα̃σιν τοι̃ς οὐ̃σιν ἐν ὅλη̨ τη̨̃ ’Αχαΐα ̨».
Στο προοίμιο στους στίχους 1,311, η ευλογία του Θεού, με τη λέξη «ενίσχυση» ως «σύνθημα» (στίχοι. 3-7), και μια αναδρομή στο βιογραφικό του Αποστόλου (στίχοι 8-11) συνδυάζονται για να λειτουργήσουν ως αυτο-σύσταση. Τα ταξιδιωτικά πλάνα του Παύλου και οι αναμνήσεις της επώδυνης επίσκεψής του αλλά και η δακρύβρεχτη επιστολή αναπτύσσονται στα εδάφια 1,12-2,13 ενώ συνεχίζεται μέχρι τις διαλλακτικές δηλώσεις των στίχων 7,2-16. Ακολουθεί η απολογία του Παύλου για την αποστολικότητά του στο τμήμα της επιστολής 2,146,11, που ξεκινά με δοξολογία (2,14). Στην ανάλυση αυτής της ενότητας μας δημιουργεί περιπλοκές το γεγονός ότι δεν είναι επαρκώς συνδεδεμένη με την περικοπή των «απίστων» στους στίχους 6,14-7,1 και γι’ αυτό έχει, συχνά, έχει θεωρηθεί ως μία μη Παύλειος παρεμβολή. Με μια μικρή μετατόπιση της έμφασης στα κεφάλαια 8 και 9 επιδιώκει να προωθήσει και να οργανώσει τη λογία για την Εκκλησία της Ιερουσαλήμ, πριν καταφερθεί εναντίον των αντιπάλων του στα κεφάλαια 10-13, όπου ο εκτεταμένος «λόγος του ανόητου» στους στίχους 11,1612,13 είναι το κεντρικό στοιχείο. Το πλάνο της επίσκεψης του Παύλου στους στίχους 12,14-13,10 σηματοδοτεί το κλείσιμο του κυρίως σώματος της Επιστολής πριν από το σύντομο αλλά πολύπλευρο επιστολικό επίλογο στους στίχους 13,11-13. Αυτό αποτελείται από τις τελικές παραινέσεις, την ενθάρρυνση, τις οδηγίες για τον ασπασμό της αγάπης, τους χαιρετισμούς από όλους τους αγίους, και μια κατακλείδα Τριαδικής χάριτος. Την λογοτεχνική ενότητα της Β΄ Προς Κορινθίους υπερασπίζονται σήμερα οι μελετητές, που βλέπουν στα κεφάλαια 10-13 ένα υπόμνημα στην αρχική επιστολή, το οποίο γράφηκε από το χέρι του Παύλου ή που βλέπουν μια χρονική διαφορά, η οποία επέτρεψε να υπάρξουν συμπληρωματικές ειδήσεις και αλλαγή της διάθεσης του Αποστόλου, μεταξύ των κεφαλαίων 1-9 και 10-13, πράγμα το οποίο είναι πιθανό να συνέβη, αφού υπάρχει το απτό παράδειγμα της επιστολής ενός από τους φίλους του Κικέρωνα (βλ. παραπάνω σ. 164). Παρ 'όλα αυτά, είναι καλύτερο για τον αναγνώστη να δει τα κεφάλαια 1-9 και 10-13 ως δύο, αρχικά, ανεξάρτητες Επιστολές. Το μόνο ερώτημα είναι αν τα κεφάλαια 1013 γράφτηκαν αργότερα και συνόδευσαν τα κεφάλαια 1-9 ή αν τα κεφάλαια 10-13 αποτελούν τμήματα μίας παλαιότερης «επιστολής των δακρύων». Άλλες γραμματειακές - λογοτεχνικές προσεγγίσεις που ανακαλύπτουν έως και έξι διαφορετικά γράμματα στην Β΄ Προς Κορινθίους λαμβάνουν, για παράδειγμα, την απολογία στους στίχους 2,14-7,4 ως ξεχωριστή επιστολή και αναγνωρίζουν στα κεφάλαια 8 και 9 δύο χωριστές επιστολές με θέμα τη λογία. Η Ρητορική ανάλυση της Β΄ Προς Κορινθίους είναι εξίσου επίπονη, επειδή πρέπει πρώτα να καθορίσει ποια μέρη της επιστολής μπορούν ασφαλώς να θεωρηθούν ως ολοκληρωμένες ρητορικές ενότητες. Επιπροσθέτως, εκτός από τις δύο επιστολές, που αφορούν τη λογία (βλ. Betz), υπήρξαν προσπάθειες να χρησιμοποιηθεί η ρητορική κριτική για να αποδείξει την ύπαρξη μιας ξεχωριστής «επιστολής της συμφιλίωσης» στα κεφάλαια 10-13, η οποία αξίζει ιδιαίτερης προσοχής, λόγω της χρήσης πικρής ειρωνείας, η οποία κλιμακώνεται μέχρι τον ανοικτό σαρκασμό. Όσον αφορά τον επιστολικό τύπο, η «ειρωνική» επιστολή του Ψευδο-Δημητρίου (αρ. 20) ταιριάζει πολύ με την Β΄ Προς Κορινθίους. Η «απολογητική» επιστολή (αρ.18)
είναι επίσης σχετική, καθώς και η τύπου «κατηγορίας» (αρ. 3) και η τύπου «μομφής» (αρ. 17). Υπό την άποψη της βίαιης αντεπίθεσης, που κάνει ο Παύλος στα κεφάλαια 10-13, κάποιος μπορεί επίσης να τη συσχετίσει με τον τύπο που ο Ψευδο-Λιβάνιος αποκαλεί «αντι-κατηγορηματική» ή «αντεγκληματική». (αρ. 18, ερμηνεύθηκαν στην § 22 και § 69). Όπως συμβαίνει συχνά, η Β΄ Προς Κορινθίους μας παρουσιάζεται ως μια «μικτού» τύπου επιστολή. 3. Προς Γαλάτας Επιστολή Η Προς Γαλάτας δεν είναι, όπως συχνά υποθέτουν πολλοί, η παλαιότερη ή δεύτερη αρχαιότερη Παύλεια επιστολή (μετά την Α΄ Προς Θεσσαλονικείς), αλλά μάλλον γράφηκε στο χρονικό διάστημα μεταξύ της Κορινθιακής αλληλογραφίας του Παύλου και της συγγραφής της Προς Ρωμαίους Επιστολής, γύρω στο 55 - 56 μ.Χ. Οι υποστηρικτές της παλαιότερης χρονολόγησης, την τοποθετούν, είτε πριν, είτε αμέσως μετά την Αποστολική Σύνοδο, το 48 μ.Χ. (Πράξεις 15 κεφ.), ταυτίζοντας τους παραλήπτες της Επιστολής «ται̃ς ἐκκλησίαις τη̃ς Γαλατίας», με τους κατοίκους του νοτίου μέρους της Ρωμαϊκής επαρχίας της Γαλατίας (δείτε πιο πρόσφατα στον Witulski, αν και η υπόθεσή του είναι πιο περίπλοκη, επειδή χωρίζει την Προς Γαλάτας σε δύο επιστολές, κάτι που λίγοι αποδέχονται). Αν δεχτούμε την υπόθεση της Νότιας Γαλατίας ο Παύλος έστειλε την επιστολή του προς τις εκκλησίες της πρώτης του Αποστολικής Περιοδείας, δηλαδή στα Λύστρα και τη Δέρβη, παρόλο που η πλειοψηφία των κατοίκων εκεί ήταν μόνο πολιτικά και όχι εθνικά "Γαλάτες" (πρβλ. Γαλ. 3,1). Αυτοί που χρονολογούν μεταγενέστερα την Επιστολή, συνήθως προσδιορίζουν τους παραλήπτες της με τους κατοίκους της βορειότερης περιοχής, στην εθνολογικά προσδιοριζόμενη περιοχή («χώρα») της Γαλατίας, κοντά στη σημερινή Άγκυρα. Αν δεχθούμε αυτή την υπόθεση, τότε η Επιστολή αναφέρεται σε Εκκλησίες, που ιδρύθηκαν κατά τη δεύτερη Αποστολική Περιοδεία του Παύλου (αν και οι Πράξεις δεν είναι σαφείς σχετικά με αυτό, βλ.16,6) και επισκέφθηκε και πάλι κατά την Τρίτη Αποστολική Περιοδεία του (Πρ.18,23). Παρ’ όλα αυτά δεν είναι απαραίτητη η σύνδεση μεταξύ της ύστερης χρονολόγησης και του βορειότερου προορισμού της Επιστολής. Ο Matera σε σχολιασμό του χρονολογεί την επιστολή στα μέσα της δεκαετίας του '50, αλλά τη συνδέει με τις Εκκλησίες στο Νότιο μέρος της Γαλατίας. Το γεγονός ότι οι ιουδαϊκές κοινότητες ευδοκιμούσαν στο Νότιο τμήμα και όχι στο Βορρά της Γαλατίας, χρησιμοποιείται για να υποστηρίξει το επιχείρημα ότι απευθύνεται στις Εκκλησίες του Νότου, υπό το πρίσμα ότι κυριαρχούν στην Επιστολή εβραϊκές ανησυχίες. Στη σύσταση της Προς Γαλάτας 1,1-5, ο Παύλος αναφέρει συναποστολείς: « καὶ οἱ σὺν ἐμοὶ πάντες ἀδελφοί». Η χρήση αυτής της γλώσσας σε πρώτο πρόσωπο, ως «σὺν ἐμοὶ» εδώ, αλλά και αλλού στις Επιστολές του Παύλου (Ρωμ. 1,5 & Τιτ 1,3), αψηφά τον γενικό κανόνα ότι, κατά την αναγραφή του αποστολέα στη σύσταση συνήθως χρησιμοποιείται το πιο «απόμακρο» τρίτο πρόσωπο. Μετά την αναγραφή των παραληπτών, που περιλαμβάνει αρκετές Εκκλησίες της Γαλατίας, ο Παύλος παραθέτει έναν εκτεταμένο Χαιρετισμό της Χάριτος, ο οποίος εδώ είναι εντελώς διαφορετικός από τους Χαιρετισμούς όλων των υπολοίπων Επιστολών, αφού ο Παύλος χρησιμοποιεί ένα παραδοσιακό τύπο αυτοπαράδοσης (« του̃ δόντος ἑαυτòν ὑπὲρ τω̃ν ἁμαρτιω̃ν ἡμω̃ν ὅπως ἐξέληται ἡμα̃ς ἐκ του̃ αἰω̃νος του̃ ἐνεστω̃τος πονηρου̃»),
και αμέσως μετά επισυνάπτει μία δοξολογία. Ωστόσο, κάποια ευχαριστία ή ευλογία των παραληπτών απουσιάζει. Αντ’ αυτων, τη θέση τους στο επιστολικό προοίμιο καταλαμβάνει η δριμεία κριτική στους στίχους 1,6-10, για της οποίας τη λειτουργία και το άνοιγμα με τη λέξη «θαυμάζω» ο Hansen αναφέρει παράλληλα
χωρία από δώδεκα παπύρους με επιστολές. Αυτή η κριτική οδηγεί σε μια ανεστραμμένη αυτοσύσταση στους στίχους 1,8-10: ούτε καν Παύλος θα άξιζε να συνιστάται, αλλά θα άξιζε το ανάθεμα, αν κήρυττε ένα διαφορετικό Ευαγγέλιο. Το κυρίως επιστολικό σώμα αποτελείται από τρία μέρη: Στην Προς Γαλάτας 1,11 – 2,21 ο Παύλος επεξηγεί την προέλευση της διακήρυξης του Ευαγγελίου του, μέσα από μία σειρά βιογραφικών στοιχείων του παρελθόντος, συμπιέζοντας το κυρίως αντικείμενο της Επιστολής του, δηλαδή το θέμα της δικαίωσης από την πίστη, σε ένα είδος θεματικής δήλωσης στους στίχους 2,15 - 21, η οποία, ωστόσο, παρουσιάζεται μέσα από ένα μοτίβο διατριβής με την ύπαρξη δήλωσης και αντιδήλωσης. Στο τμήμα 3,1 – 5,12 αναπτύσσει το περιεχόμενο του δόγματος της δικαίωσης (σημειώστε την επιθυμία του Παύλου να είναι προσωπικά παρών, μαζί με τους Γαλάτες, στο στίχο 4,20, «παρει̃ναι πρòς ὑμα̃ς»), ενώ το παραινετικό τμήμα στους στίχους 5,13-6,10 περιγράφει πρακτικές εφαρμογές, χρήσιμες στην καθημερινή ζωή. (Ο Hansen δημιουργεί ένα διαφορετικό περίγραμμα, διακρίνοντας ένα «τμήμα επίπληξης» στα εδάφια 1,6-4,11 και ένα «τμήμα παράκλησης» στα εδάφια 4,12-6,10.) Το κλείσιμο της Επιστολής στους στίχους 6,11-18 αρχίζει με μια ιδιόχειρη παρατήρηση του Παύλου στο στίχο 11. Στη συνέχεια, ο Παύλος κρατά και πάλι αποστάσεις από τους αντιπάλους του στη διδασκαλία, παρουσιάζοντας τη δική του θέση στους στίχους 12 - 15 και συνεχίζει με μία συμβατική ευχή για ειρήνη για όσους «ὅσοι τω̨̃ κανόνι τούτω̨ στοιχήσουσιν » στο στίχο 16 και με οδηγίες προς τους άλλους να σταματήσουν να δημιουργούν προβλήματα στον Παύλο στο στίχο 17, πριν καταλήξει τελικά με μία ευχή της Χάριτος στο στίχο 18. Όλες οι μορφές των καταληκτικών χαιρετισμών απουσιάζουν, προφανώς σκόπιμα. Με αυτή την ανάλυση συμφωνεί σε μεγάλο βαθμό η πρωτοποριακή και διάσημη ρητορική ανάλυση της Προς Γαλάτας Επιστολής από τον H.D. Betz. Αν παραβλέψει κανείς την επιστολική σύσταση (prescript ) (1,1-5), τότε θα συμφωνήσει με τον Betz ότι η εισαγωγική ενότητα (exordium) αντιστοιχεί στους στίχους 1,6-11, που ουσιαστικά αποτελεί το επιστολικό προοίμιο, οπότε η αφήγηση (narratio) ή έκθεση των περιστατικών στα εδάφια 1,12-2,14, θεωρείται ως έκθεση αυτοβιογραφικών στοιχείων. Η διακήρυξη της θέσης του κυρίως θέματος στους στίχους 2,15-21 είναι ευκρινής, κατά τον Betz, ως «propositio» (σύντομη περίληψη για το θέμα, που θα ακολουθήσει). Ακολουθούν το «probatio» (αποδείξεις) στους στίχους 3,1-4,31, με έξι επιχειρήματα και μία παρέκβαση (3,19-25), και οι προτροπές (exhortatio), στους στίχους 5,1-6,10, οι οποίες δεν αποτελούν, μιλώντας αυστηρά, μέρος της ρητορικής θεωρίας. Θα μπορούσε κάποιος να διαφωνήσει μόνο για την αρχή του παραινετικού τμήματος, το οποίο είναι προτιμότερο να εντοπιστεί στο στίχο 5,13. Ως ρητορική κατακλείδα (peroratio) λαμβάνονται οι στίχοι 6,12-17. Απολογητικά χαρακτηριστικά είναι παρόντα μόνο στο αυτοβιογραφικό πρώτο, κύριο μέρος της επιστολής. Παρακάτω κυριαρχεί το διαβουλευτικό - διαλεκτικό μοτίβο, ενώ η κριτική στους στίχους 1,6-9, για παράδειγμα, μάλλον ανήκει στην επιδεικτική ρητορική. Στους στίχους 4,12-20 πολλά στοιχεία μιας φιλικής επιστολής γίνονται ευδιάκριτα. Την αμφιθυμία της διάθεσης του Παύλου μπορεί να τη δει κανείς στις μεταβαλλόμενες φόρμες των προσφωνήσεων οι οποίες ποικίλουν από το «Ω ανόητοι Γαλάτες!» στο στίχο 3,1 ως το «αγαπητοί αδελφοί» στους στίχους 4,12, 28, 31 και αλλού. Η κατηγοροποίηση ως «μαγικό γράμμα» ή ως «ουράνια επιστολή» που ο Betz έφερε στο προσκήνιο δεν έχει καμία σχέση με την Προς Γαλάτας. Ο R. Ν. Longenecker του στο σχολιασμό του αναλύει το επιχείρημα του Παύλου με τους όρους της ρητορικής λειτουργίας του Ήθους, του Πάθους, και του Λόγου. (cxivCXIX). Ωστόσο, ο ισχυρισμός ότι η Προς Γαλάτας δεν είναι τίποτα περισσότερο από
μια «αγόρευση σε φάκελο» (Jegher – Bucher 5 & 204) με κανέναν τρόπο δε μπορεί να δικαιολογηθεί. 4. Προς Εφεσίους Επιστολή Η Προς Εφεσίους Επιστολή μας συστήνεται στη σύσταση, ότι γράφηκε από τον ίδιο τον Παύλο (1,1 α), ο οποίος ήταν στη φυλακή την εποχή εκείνη, σύμφωνα με τους στίχους 3,1 και 4,1, πράγμα το οποίο έχει οδηγήσει στην ένταξη της επιστολής μεταξύ των «επιστολών της αιχμαλωσίας» (Προς Εφεσίους, Προς Φιλιππησίους, Προς Κολοσσαείς και Προς Φιλήμονα). Στην πραγματικότητα η Προς Εφεσίους προέρχεται από την Παύλειο Σχολή και είναι απίθανο να έχει γραφεί πριν το 80-90 μ.Χ. Αυτό πιστεύεται, για παράδειγμα, εξ’ αιτίας της εξάρτησής της από την Προς Κολοσσαείς, πράγμα το οποίο αποδεικνύεται σε ολόκληρη τη δομή της αλλά και σε μεμονωμένα αποσπάσματα, όσον αφορά τη διατύπωσή τους. Η Προς Εφεσίους απευθύνονταν στις Παύλειες Εκκλησίες της Μικράς Ασίας, συμπεριλαμβανομένης και της πόλης της Εφέσου, απ’ όπου, ίσως, να έλκει την καταγωγή της. Η προσδιοριστική προσφώνηση «τοι̃ς ἁγίοις τοι̃ς οὐ̃σιν ἐν ’Εφέσω̨» (1,1 β) δεν είναι απαραίτητο ότι στρέφεται ενάντια στην υπόθεση ότι η συγκεκριμένη επιστολή προέρχεται από την Έφεσο, εάν δεχθούμε ότι δεν την έγραψε ο Παύλος. Πάντως, αυτή η σύσταση του παραλήπτη δεν υπάρχει σε μερικά από τα αρχαιότερα χειρόγραφα, και ίσως έχει αντικαταστήσει μία παλαιότερη σύσταση παραλήπτη, όπως την Ιεράπολη και τη Λαοδίκεια. Το άνοιγμα της επιστολής περιλαμβάνει, μετά την αναγραφή του αποστολέα και των παραληπτών στους στίχους 1,1-2 και μία εκτενή ευλογία στους στίχους 1,3-14. Αυτή ακολουθείται από μία ευχαριστία στους στίχους 1,15-23, με ιδιαίτερη και ασυνήθιστη εισαγωγή και από τη διαβεβαίωση ότι ο Παύλος δέεται προς το Θεό. Αντί να εντοπίσει κανείς σε αυτή την ευχαριστία το άνοιγμα της επιστολής, όπου απλώς θα αναγραφόταν η ευλογία, είναι καλύτερο να θεωρήσουμε ότι το άνοιγμα του σώματος της Επιστολής γίνεται στο πρώτο κύριο μέρος της, το οποίο οριοθετείται στους στίχους 2,1-3,21 και επεκτείνεται σε θέματα της Ευχαριστίας και εν μέρει στη γλώσσα των προσευχομένων. Η ενότητα αυτή περιλαμβάνει μια αυτοσύσταση στους στίχους 3,1-13 και καταλήγει με Δοξολογία στους στίχους 3,20-21. Το δεύτερο κύριο μέρος, στους στίχους 4,1 – 6,20 (ενδεχομένως μαζί και με τον παραλληλισμό της στρατιωτικής ζωής, τον οποίο συναντούμε στους στίχους 6,10-20, ως κλείσιμο του επιστολικού σώματος), προορίζεται κυρίως για παραινέσεις, οι οποίες λειτουργούν κατευθυνόμενες από το γενικό προς το ειδικό. Η επιστολή ολοκληρώνεται στους στίχους 6,21-24, χωρίς χαιρετισμούς αλλά με μια αναφορά στην αποστολή του Τυχικού, μια ευχή για ειρήνη και την τελική ευχή της Χάριτος. Αναλύοντας κάποιος την επιστολή με ρητορικούς όρους, ακολουθώντας τον Lincoln, μπορεί να θεωρήσει τους στίχους 1,1-23 ως προοίμιο (exordium), τους στίχους 2,13,21 ως αφήγηση (narratio), τους στίχους 4,1-6,9 ως προτροπές (exhortatio), και τους στίχους 6,10-24 ως κατακλείδα (peroratio). Λόγω της μεγάλης έκτασης των προτροπών στους στίχους 4,1-6,9 η οποία δεν ακολουθεί αυστηρά ένα πρότυπο μοντέλο λόγου, και κρίνοντας και από το περίγραμμα της συλλογιστικής (argumentatio), μπορούμε να κατατάξουμε την επιστολή ακόμη και στο είδος του επιδεικτικού λόγου (όπου το επιχείρημα ή η απόδειξη μπορεί να θεωρηθούν λιγότερο σημαντικά από ότι στη δικανική ρητορική). Τα παραπάνω μας αποτρέπουν από το να κατατάξουμε επακριβώς την Επιστολή σε κάποιο είδος. Μεταξύ των πιθανών τύπων επιστολής ο Lincoln θεωρεί ότι το πρώτο κύριο μέρος είναι συγχαρητήριος επιστολή, στην οποία ο συγγραφέας χαίρεται μαζί με τον παραλήπτη (ΨευδοΔημήτριος ν.19), και όσον αφορά το δεύτερο κύριο μέρος κατατάσσεται στο είδος της συμβουλευτικής
ή παραινετικής επιστολής (ΨευδοΔημητρίος ν. 11 ή ψευδοΛιβάνιος ν.1). Το γενικό περιεχόμενο, από το οποίο προέρχεται το υπόβαθρο της επιστολής είναι δύσκολο να αναδημιουργηθεί και έτσι καταλήγουμε να κατατάσσουμε την Προς Εφεσίους Επιστολή ποικιλοτρόπως: ως ένα κήρυγμα, ως παραινετική επιστολή, ως θεολογική πραγματεία, ως ομιλία που περιέχει σοφά λόγια, ή ακόμη και ως μία επιστολή προσευχή. 5. Προς Φιλιππησίους Επιστολή Ο Παύλος απευθύνει την Επιστολή αυτή προς την αγαπημένη του Εκκλησία των Φιλίππων, ενώ είναι φυλακισμένος. (πρβλ. Φιλ.1,7, 13 & 17). Οι πιθανές τοποθεσίες της φυλάκισής του είναι η Καισάρεια (μάλλον απίθανο), η Έφεσος, ή η Ρώμη. Εάν δεχτούμε ότι ο Παύλος συνέγραψε την Επιστολή φυλακισμένος στην Έφεσο, όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς από ενδείξεις μέσα στην ίδια την Επιστολή και τις Πράξεις, τότε η Προς Φιλιππησίους είναι σύγχρονη με την Προς Γαλάτας Επιστολή. Εάν, όμως, δεχθούμε ότι η Επιστολή γράφηκε ενώ ο Παύλος ήταν υπό Ρωμαϊκή επιτήρηση, τότε θα πρέπει να τη χρονολογήσουμε μετά την Προς Ρωμαίους, περίπου στο 60 μ.Χ. Η σύσταση του αποστολέα στους στίχους 1,1-2, με τη μοναδική αναφορά σε ολόκληρο το Παύλειο έργο της έκφρασης «ἐπισκόποις καὶ διακόνοις» και η δοξολογία με τη δέηση στους στίχους 1,3-11 συνδυάζονται για να σχηματίσουν το προοίμιο της Επιστολής. Η αυτοσύσταση στους στίχους 1,12-26 αποτελεί το άνοιγμα του κυρίου σώματος της Επιστολής, η οποία παρουσιάζει και συστήνει τον Παύλο ως παράδειγμα. Στη συνέχεια ο Χριστός παρουσιάζεται ως ένα παράδειγμα στους στίχους 2,5-11, ανάμεσα στο μεγαλύτερο τμήμα των παραινέσεων, στους στίχους 1,27-2,18, πριν ο Παύλος παρουσιαστεί για ακόμα μια φορά ως παράδειγμα στο κεφάλαιο 3. Στους στίχους 2,19-30 ο Παύλος σχολιάζει και επαινεί τους αγγελιοφόρους των μηνυμάτων του προς τους Φιλιππησίους, τον Τιμόθεο και τον Επαφρόδιτο. Το τμήμα της Επιστολής από το στίχο 3,1 (ή 3,2) έως το στίχο 4,1, ασχολείται με το θέμα των ψευδοδιδασκάλων, ενώ οι καταληκτικές παραινέσεις 4,4-9 λειτουργούν για να κλείσουν το κυρίως σώμα της Επιστολής. Η καθυστερημένες ευχαριστίες για την παραλαβή των δώρων, που στάλθηκαν στον Παύλο μέσω του Επαφρόδιτου στους στίχους 4,10-20 θα πρέπει να θεωρηθούν ότι αποτελούν το μέρος της επιστολής, που λειτουργεί ως επίλογος της Επιστολής και ταυτόχρονα ως προοίμιο στο παράρτημά της, όπου, κανονικά, θα έπρεπε να υπάρχουν οι ευχαριστίες για τα δώρα (εκτός αν τα δώρα τα υπαινίχθηκε με όρους, όπως «κοινωνία» στο στίχο 1,5 με την έννοια της οικονομικής «συνεισφοράς» ή «συνεργασίας στο ευαγγέλιο» κατά τον Peterman). Χωρίς αυτό το τμήμα το κλείσιμο της επιστολής, το οποίο θα αποτελείτο μόνο από το υστερόγραφο με τις ευχές και την καταληκτική ευλογία της Χάριτος στους στίχους 4,21-23, θα ήταν πολύ φτωχό. Τα τυπικά χαρακτηριστικά της Επιστολής είναι ιδιαιτέρως άφθονα στην Προς Φιλιππησίους. Το μοτίβο της παρουσίας και απουσίας ή της προσωπική παρουσίας και απουσίας εμφανίζεται σε διάφορες μορφές (πρβλ. « εἴτε ἐλθὼν … εἴτε ἀπὼν» στο στίχο 1,27 και «τη̨̃ παρουσία̨ / τη̨̃ ἀπουσία̨» στο στίχο 2,12), εκφράζει επανειλημμένα την ελπίδα του Παύλου να επισκεφθεί τους Φιλίππους (1,26 & 2,24), αγγελιοφόροι πηγαίνουν και έρχονται, και τελευταίο αλλά καθόλου ασήμαντο, είναι ότι η έκφραση της χαράς γίνεται το κύριο θέμα της Επιστολής (1,4 & 18, 2,2 & 29, 3,1, 4,4 & 10). Ιδιαιτέρως ευδιάκριτος στους στίχους 4,10-20, όπως επίσης και αλλού είναι ο δανεισμός από τον Παύλο των στοιχείων της ελληνιστικής γλώσσας της φιλίας. Αλλά χρησιμοποιεί επίσης οικείες αλληγορίες, έτσι ώστε η Προς
Φιλιππησίους Επιστολή να μη μπορεί να ταξινομηθεί ιδανικά σε κανένα γνωστό τύπο επιστολών. Κάποιος μπορεί να την κατατάξει στις φιλικές επιστολές ή ακόμη και στις οικογενειακές, ίσως ακόμη να τη θεωρήσει διαχειριστική - διοικητική επιστολή. Σε αδρές γραμμές όσον αφορά τους ρητορικούς όρους, έχει προταθεί, μεταξύ άλλων, το παρακάτω σχεδίασμα: (βλ. Watson 1988, Geoffrion, και άλλες περιλήψεις σε Aune): προοίμιο στους στίχους 1,3-26 (υπερβολικά μεγάλο κατά την άποψή μου), αφήγηση (narratio) και παρουσίαση (propositio) στους στίχους 1,27-30 (καλύτερη προσέγγιση από Bloomquist: Αφήγηση (narratio) με παρουσίαση των κυρίων μερών των επιχειρημάτων του (partitio), στους στίχους 1,12-18α), επιχειρηματολογία (probatio) 2,1-3,21, και κατακλείδα (peroratio) στους στίχους 4,1-20. Η απότομη αλλαγή στο ύφος μεταξύ των στίχων 3,1 – 3,2 έχει εμπνεύσει αρκετές λογοτεχνική – κριτικές έρευνες. Σύμφωνα με τις μελέτες αυτές η Προς Φιλιππησίους μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελείται από μια επιστολή Φιλίας Α΄ (ανακατασκευασμένη, για παράδειγμα από τον Gnilka, ώστε να την αποτελούν τα τμήματα: 1,1-3,1α, 4,2-7 & 10-23) και μία Επιστολή σύγκρουσης Β΄ (να την αποτελούν τα τμήματα: 3,1β-4,1 & 8-9). To τμήμα της Προς Φιλιππησίους Επιστολής 4,10-20 απομονώνεται μερικές φορές ως ανεξάρτητο, αποτελώντας μία Επιστολή των Ευχαριστιών Γ΄. Παρά τις παραπάνω υποθέσεις, τα επιχειρήματα για τη λογοτεχνική ακεραιότητα της Επιστολής είναι πιο πειστικά. 6. Η Προς Κολοσσαείς Επιστολή Η εκκλησία των Κολοσσαέων, μιας πόλεως στην κοιλάδα του ποταμού Λύκου, στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία κοντά στις πόλεις της Ιεράπολης (Κολ. 4,13) και της Λαοδικείας (2,1, 4,13 & 15-16), ιδρύθηκε από τον συνεργάτη του Παύλου, τον Επαφρά σύμφωνα με την ίδια την Επιστολή στο στίχο 1,7 (βλέπε και 4,12-13). Ο ίδιος ο Παύλος ποτέ δεν επισκέφθηκε την εκκλησία των Κολοσσαέων, πράγμα το οποίο δίνει μια ιδιαίτερη αναφορά στο χωρίο Κολ. 2,5 (« τη̨̃ σαρκὶ ἄπειμι ἀλλὰ τω̨̃ πνεύματι σὺν ὑμι̃ν εἰμι χαίρων ». Η επιστολή αυτή δίνει, επίσης, την εντύπωση ότι ο αποστολέας της βρίσκεται στη φυλακή (2,3, 10 & 18). Παρά τα παραπάνω, κατά πάσα πιθανότητα η Επιστολή δεν είναι γραμμένη από τον Παύλο, ούτε ακόμη και από κάποιον προσωπικό γραμματέα, που ενεργεί ακολουθώντας τις οδηγίες του Παύλου (π.χ. Τιμόθεος). Αντίθετα, ως η παλαιότερη Δευτερο-Παύλεια επιστολή, η Προς Κολοσσαείς ίσως έχει γραφεί περίπου το 70 μ.Χ. από κάποιον μαθητή του Παύλου, και τόσο η προέλευσή της, όσο και η επηρεάζουσα ατμόσφαιρα βρίσκονται στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία. Η Προς Κολοσσαείς έχει δανειστεί τη δομή της από τις παλαιότερες Παύλειες Επιστολές. Σε συνδυασμό με τη σύντομη σύσταση (prescript) στους στίχους 1,1-2 βρίσκεται ένα σχετικά εκτενές προοίμιο στους στίχους 13-23, το οποίο εκτός από μια ευχαριστία (1,3-8) και μια προσευχή (1,9-14) περιλαμβάνει επίσης έναν χριστολογικό ύμνο (1,15-20), ο οποίος έχει άμεση εφαρμογή στη ζωή των αναγνωστών της Επιστολής (1,21 - 23). Στο άνοιγμα του κυρίως σώματος της Επιστολής βρίσκεται η (υποθετική) «αυτοσύσταση» του Αποστόλου Παύλου στους στίχους 1,24-2,5. Ανάμεσα υπάρχει η διαφωνία με τους ψευδοδιδασκάλους (2,6-23) και οι παραινέσεις στους στίχους 3,5-4,1 (μετά το συνδετικό πέρασμα, που γίνεται στους στίχους 3,1-4), οι οποίες (παραινέσεις) περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων καταλόγους αμαρτιών (3,5-8) και αρετών (3,12) καθώς και έναν κώδικα συμπεριφοράς στο σπίτι. (3,18-4,1). Οι γενικές παραινέσεις για προσευχή και δράση στους στίχους 4,2-6 προσφέρουν το κλείσιμο του κυρίως σώματος. Στον επίλογο της επιστολής (4,7-18), η απογοήτευση για τις μάταιες προσπάθειες για μια επίσκεψη από τον Απόστολο, αντισταθμίζεται από την υπόσχεση για επίσκεψη από τους απεσταλμένους του, τον Τυχικό και τον
Ονήσιμο (4,7-9). Διαβιβάζει χαιρετισμούς από τους φίλους και τους συνεργάτες του Παύλου (4,10 – 14) και οδηγίες για να μεταφέρουν τους χαιρετισμούς του Παύλου και των συνεργατών του προς τους άλλους που αναγράφονται στους στίχους 4,15-17, πριν από το ιδιόχειρο Παύλειο χαιρετισμό και την ευλογία της Χάριτος στο στίχο 4,18, που σηματοδοτεί το τέλος της επιστολής. Ο στίχος 4,16 αξίζει ιδιαίτερης προσοχής: «ὅταν ἀναγνωσθη̨̃ παρ' ὑμι̃ν ἡ ἐπιστολή ποιήσατε ἵνα καὶ ἐν τη̨̃ Λαοδικέων ἐκκλησία̨ ἀναγνωσθη̨̃ καὶ τὴν ἐκ Λαοδικείας ἱν ́ α καὶ ὑμει̃ς ἀναγνω̃τε », δηλαδή μία επιστολή, που στάλθηκε στη Λαοδίκεια αλλά χάθηκε από τις επόμενες γενιές, πρέπει να την πάρουν και να τη διαβάσουν στην Εκκλησία των Κολοσσαέων. Το επιστολικό προοίμιο αποτελείται από τους στίχους 1,3-12 ή μάλλον από τους στίχους 1,3-23 και μπορεί, επίσης, να οριστεί με ρητορικούς όρους ως προοίμιο (exordium). Η επιχειρηματολογία (partitio), όπου αναφέρονται τα θέματα της επιστολής εντοπίζεται στους στίχους 1,21-23 (Aletti) ή στους στίχους 2,6-8 (Wolter). Τα υπόλοιπα τμήματα της Επιστολής διατάσσονται αναλόγως. Υπάρχει κοινή συναίνεση στην κατανομή των στίχων 2,6-23 στην επιχειρηματολογία (probatio) και την ανασκευή (refutatio). Η ταύτιση του επιλόγου (peroratio) με τους στίχους 3,1-4 (Wolter) ή με τους στίχους 4,2-6 (Aletti) για άλλη μια φορά παρουσιάζει απόκλιση και εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη ρητορική διευθέτηση του παραινετικού μέρους. Ένας από τους βασικούς στόχους, αυτός της διαβούλευσης, υλοποιείται με τη βοήθεια επιδεικτικών χαρακτηριστικών -για παράδειγμα, στο χριστολογικό ύμνοαλλά και στην περιγραφή της επίτευξης της σωτηρίας μέσα στην Εκκλησία. Ερωτήματα, που αφορούν τη λογοτεχνική ακεραιότητα της Προς Κολασσαείς, δεν έχουν, γενικά, παρουσιαστεί. Έχει συχνά διατυπωθεί, όπως αναφέραμε παραπάνω, ότι ο συγγραφέας της Προς Εφεσίους, ο οποίος δεν ταυτίζεται με τον συντάκτη της Προς Κολοσσαείς, έχει χρησιμοποιήσει με ελεύθερο τρόπο την Προς Κολοσσαείς Επιστολή, ως υποβολέα. 7. Η Αλληλογραφία Προς Θεσσαλονικείς α) Η Α΄ Προς Θεσσαλονικείς Επιστολή Βλέπε παρακάτω, Κεφάλαιο 8, μέρος Α΄. β) Η Β΄ Προς Θεσσαλονικείς Επιστολή Βλέπε παρακάτω, Κεφάλαιο 8, μέρος Β΄. 8. Οι Ποιμαντικές Επιστολές Με τον όρο «Ποιμαντική Επιστολή» ορίστηκαν οι Α΄ και Β΄ Προς Τιμόθεον Επιστολές και η Προς Τίτον Επιστολή, ενώ στη γερμανική γλώσσα χρησιμοποιήθηκε ο όρος «exegesis» (εξήγηση), κατά το δέκατο όγδοο αιώνα, επειδή εκεί βρίσκονται οδηγίες για σωστή εφαρμογή του «ποιμενικού αξιώματος» που σχετίζεται με την εποχή, την οποία γράφηκαν. Στις Επιστολές αυτές υπάρχει ο ισχυρισμός ότι έχουν γραφεί από τον Παύλο και απευθύνονται στους στενότερους συνεργάτες του, αλλά στην πραγματικότητα είναι δύο φορές ψευδεπίγραφα έργα, επειδή τόσο ο αποστολέας όσο και οι παραλήπτες δεν είναι αυτοί που αναγράφονται. Οι ποιμαντικές Επιστολές παρουσιάζονται να αντιγράφουν χωρία από τις αυθεντικές επιστολές του Παύλου αλλά και την επιστολική θεωρία του. Όμως ο Απόστολος απουσιάζει όχι μόνο γεωγραφικά, αλλά επίσης και χρονικά.. Και δεν μπορεί, πλέον, να επισκεφθεί στην πραγματικότητα στους αποδέκτες (βλ.1 Τιμ. 3,14). Το ίδιο ισχύει και για τους συνεργάτες, που εκπροσωπούν τον Παύλο και τα ενδιαφέροντά του κατά τη διάρκεια της ζωής του. Αυτό που απομένει είναι το κείμενο των Επιστολών, το οποίο επιτρέπει να εμφανιστεί η εικόνα του Αποστόλου και των μαθητών του και πάλι μπροστά στα
μάτια των αναγνωστών, δεκαετίες μετά το θάνατό τους. Όπως σημειώνει ο Aune, "Ο υπονοούμενος συγγραφέας «Παύλος» και οι υπονοούμενοι αποδέκτες «Τιμόθεος» και «Τίτος», λειτουργούν ως τυπολογικές δομές του ιδεατού χριστιανικού υπουργήματος". Οι Ποιμαντικές Επιστολές γράφτηκαν περίπου το 100 μ.Χ. και, σε σύγκριση με τις δευτέρο-Παύλειες επιστολές Προς Εφεσίους, Προς Κολοσσαείς, και Β΄ Προς Θεσσαλονικείς, μπορούν να οριστούν ως τριτο-Παύλειες επιστολές. (Υπάρχει επίσης, μια μεταγενέστερη χρονολόγηση όπου οι Ποιμαντικές Επιστολές, κατά τον Μαρκίωνα χρονολογούνται περίπου στο 140 μ.Χ.). Ο συντάκτης τους, τον οποίο οι μελετητές έχουν προσπαθήσει να ταυτοποιήσουν με τον Λουκά ή τον Πολύκαρπο Σμύρνης, παραμένει άγνωστος. Ως μέρος της προέλευσης τους θεωρείται το αποστολικό πεδίο του Παύλου στη Μικρά Ασία, οι ίδιες οι επιστολές συνιστούν ιδιαίτερα την Έφεσο, αλλά κάποιοι μελετητές μνημονεύουν επίσης τη Ρώμη ως μία πιθανότητα. Οι Ποιμαντικές επιστολές σχεδιάστηκαν ως μία πλήρης συλλογή από τον συντάκτη τους, ο οποίος επέλεξε σκοπίμως τον αριθμό τρία και ο σκοπός του ήταν να διαβαστούν με τη σειρά με την οποία αναφέρονται στον μορατοριανό Κανόνα (Muratorian Canon): Προς Τίτον, Α΄ Προς Τιμόθεον και Β΄ Προς Τιμόθεον (αν και ο Wolter, με τον οποίο συμφωνεί ο Aune 338, υποστηρίζει ότι η σειρά έχει ως εξής: Α΄ Προς Τιμόθεον, Προς Τίτον, και Β΄ Προς Τιμόθεον). Αυτή η γνήσια σειρά έχει διαταραχθεί από την τρέχουσα κανονική τάξη, η οποία ταξιθετεί τις Επιστολές ανάλογα με το μέγεθός τους. Γραφικές λεπτομέρειες, όπως το αίτημα του Παύλου για την μεταφορά του φελονίου του και των βιβλίων του, (2 Tιμ. 4,13), που μερικοί μελετητές επιπόλαια θεωρούν ως αποδεικτικά στοιχεία της Παύλειας πατρότητας των Επιστολών, απλά επικυρώνουν την έξυπνη φαντασία του συντάκτη. Επίσης, σε ένα μεγάλο βαθμό χρησιμοποιούν το επιχείρημα ότι οι Επιστολές αντιπροσωπεύουν τον χαρακτήρα του Παύλου και των μαθητών του, προκειμένου να παθιαστεί το κοινό. Ο Pervo (42-43) γράφει, «Δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι ο αναγνώστης θα ξεσπάσει σε λυγμούς όταν ο εγκαταλελειμμένος και ξεπαγιασμένος Απόστολος έχει τελειώσει την καταμέτρηση των δεινών του». Μεταξύ των άλλων ρητορικών τεχνικών, η πλούσια χρήση των παραδειγμάτων (Fiore) και των επαγωγικών ενθυμήσεων (Donelson) αξίζουν ειδικής μνείας. Λόγω της ιδέας ότι οι Επιστολές αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο, οι περιστασιακές τοποθετήσεις υλικού αφήγησης καθώς και η εκπληκτικά συχνή αναφορά των μεμονωμένων ατόμων, το σώμα των Ποιμαντικών Επιστολών μπορεί να συγκριθεί σε κάποιο βαθμό ως μία επιστολική νουβέλα, όπως αυτή που αποδίδεται στη Χιόνη από την Ηράκλεια. (Pervo). α) Α΄ Προς Τιμόθεον Επιστολή Σύμφωνα με μια φανταστική υπόθεση, την Α΄ Προς Τιμόθεον Επιστολή, ο Παύλος τη γράφει από τη Μακεδονία προς τον Τιμόθεο, που βρίσκεται στην Έφεσο. Η αναγραφή Αποστολέα και Παραλήπτη της Επιστολής στους στίχους 1,1-2 περιλαμβάνει τον τριαδικό χαιρετισμό της χάριτος, του ελέους και της ειρήνης. Το εκτεταμένο προοίμιο (exordium ή επιστολικό προοίμιο) στους στίχους 1,3-20 καθορίζει το καθήκον, που έχει ο Τιμόθεος για να αντικρούσει τους ψευδοδιδασκάλους, περιέχει μια πολύ ασυνήθιστη ευχαριστία για το έλεος του Θεού στους στίχους 1,12-17, όπου ο Παύλος κοιτάζει πίσω του στη προχριστιανική ζωή του, όπου, ως επικεφαλής των αμαρτωλών, ήταν διώκτης της Εκκλησίας (βλ. Γαλ 1:13). Το κυρίως σώμα της Επιστολής (2,1-6,2) βρίθει οδηγιών σχετικών με τα εκκλησιαστικά παραγγέλματα και τα πρέποντα καθήκοντα των ανθρώπων, που
βρίσκονται σε διαφορετικά στάδια της ζωής τους, πράγμα που είναι τυπικό στις Ποιμαντικές Επιστολές. Στα εδάφια 3,14-16, που μπορεί να χαρακτηριστούν «προγραμματικά», φαίνεται καθαρά η μυθιστορηματικότητα της τοποθέτησης του γεγονότος στη ζωή του Παύλου, όταν αναφέρει ότι «ελπίζει να έρθει σύντομα, αλλά γράφει την επιστολή, μήπως καθυστερήσει να πάει». Η καταληκτική παραίνεση στους στίχους 6,3-19 βαδίζει, εν μέρει, παράλληλα με τους στίχους 1,3-20, και στο επιστολικό υστερόγραφο, στους στίχους 6,20-21, η καταληκτική ευλογία της Χάριτος εκφράζεται με αντωνυμία πληθυντικού και έτσι προδίδει ότι απευθύνεται σε ευρύτερο κοινό και όχι μόνον στον Τιμόθεο: « ἡ χάρις μεθ' ὑμω̃ν», δηλαδή μαζί σας (πληθυντικός). Ανάλογες Επιστολές με την Α΄ Προς Τιμόθεον και την Προς Τίτον Επιστολή είναι αυτές, που γράφηκαν σε περιπτώσεις κατά τις οποίες κάποια υψηλότερη αρχή απευθύνει «Οδηγίες, μέσω Επιστολής σε εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους και φορείς εντολών» (Wolter 196). Ειδικότερα, αυτό περιλαμβάνεται στα ελληνιστικά βασιλικά γράμματα και στις οδηγίες σε επιστολές των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Οι επιστολές του αυτοκράτορα Τραϊανού στο διοικητή του Πλίνιο το νεότερο (βλ. βιβλίο 10 των επιστολών του Πλίνιου) είναι ένα παράδειγμα, μεταξύ πολλών άλλων. β) Β΄ Προς Τιμόθεον Επιστολή Γραμμένη από τον «Παύλο» κατά την περίοδο του περιορισμού του (στη Ρώμη;) (βλ. 1,8, 16 & 2,9), η Β΄ Προς Τιμόθεον Επιστολή παρουσιάζει αλλαγή στο ύφος σε σχέση με την Α΄ Προς Τιμόθεον και την Προς Τίτον Επιστολές. Αυτό φαίνεται, για παράδειγμα, στη λαχτάρα του Παύλου να συναντήσει τον Τιμόθεο, η οποία εκφράζεται με ένα χαρακτηριστικό εδάφιο φιλικού γράμματος στο στίχο 1,4. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι, το πλαίσιο της επιστολής περιλαμβάνει επιπλέον και εδάφια, τα οποία ανήκουν στο είδος της λογοτεχνικής διαθήκης και των αποχαιρετιστηρίων λόγων. Συνεπώς, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η Β΄ Προς Τιμόθεον Επιστολή μοιράζεται πολλά κοινά μοτίβα με την αποχαιρετιστήρια ομιλία του Παύλου στους γέροντες της Εφέσου στη Μίλητο, στις Πράξεις 20,17-35. Το γεγονός ότι είναι πια ξεκάθαρος, στη συνείδηση του Παύλου, ο επικείμενος θάνατός του στην Β΄ Προς Τιμόθεον (4,1-8), αλλά και οι προειδοποιήσεις του σχετικά με τους ψευδοδιδασκάλους, που δίνουν τελικά έναν προσωπικό τόνο, καθώς και η ανησυχία του για τον Τιμόθεο, ως διάδοχό του, μπορούν να θεωρηθούν ότι ανήκουν στα πρότυπα δομικά στοιχεία της διαθηκικής λογοτεχνίας. Μετά την επιστολική σύσταση, στη Β΄ Προς Τιμόθεον Επιστολή συναντούμε στους στίχους 1,3-5 ένα προοίμιο με μια σύντομη ευχαριστία (που εισάγεται με τις λέξεις «χάριν ἐχ́ ω») και τη διαβεβαίωση των Προσευχών, που ακολουθείται από μια αυτοσύσταση στους στίχους 1,6-14 όπου έχουμε το άνοιγμα του σώματος της Επιστολής. Το κυρίως σώμα της Επιστολής, που περιλαμβάνει παραινέσεις και προειδοποιήσεις καταλήγοντας στους στίχους 4,1-8, όπου ο Απόστολος δίνει τις τελικές οδηγίες του πριν το θάνατό του. Το κλείσιμο της Επιστολής (4,9-22) είναι ιδιαιτέρως «γεμάτο». Στους στίχους 9-17 ο Απόστολος κατονομάζει επτά πρόσωπα (Δήμα, Κρήσκη, Τίτο, Λουκά, Μάρκο, Τυχικό, Κάρπο, και Αλέξανδρο τον σιδηρουργό), και δίνει τέσσερις οδηγίες στον Τιμόθεο (έλα κοντά μου σύντομα, φέρε το Μάρκο, φέρε το πανωφόρι και τα βιβλία, μείνε μακριά από τον Αλέξανδρο). Ακολουθεί η δοξολογία (στ. 18), οι χαιρετισμοί από τον Παύλο (στ. 19) και η διαβίβαση των χαιρετισμών από τους άλλους (στ. 21), κάποια καταληκτικά ψήγματα πληροφοριών και οδηγιών (στ. 2021α), όπως και το καταληκτικό σημάδι της αναφοράς της Θείας Χάριτος στο στ. 22: «ὁ κύριος μετὰ του̃ πνεύματός σου ἡ χάρις μεθ' ὑμω̃ν» (πληθυντικός).
Αυτό το εκτεταμένο κλείσιμο υποδηλώνει ότι η Β΄ Προς Τιμόθεον Επιστολή γράφηκε για να ολοκληρώσει το σώμα (corpus) των τριών Ποιμαντικών Επιστολών. Τα στοιχεία, που μπορούν να την κατατάξουν στο λογοτεχνικό είδος της διαθήκης, είναι πολλά, (η επιστολική νουβέλα της Χιόνης της Ηράκλειας καταλήγει, επίσης, με ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα που μιλάει για τη συνειδητοποίηση του επικειμένου θανάτου). Ως εκ τούτου οι ιδιαιτερότητες της Β΄ Προς Τιμόθεον σε σύγκριση με τις άλλες δύο Ποιμαντικές δε μας δίνουν κάποια ιδιαίτερα επιχειρήματα για την αυθεντικότητα της Επιστολής αυτής ως Παύλειας (Prior). Αντ' αυτού, μπορεί εύκολα να εξηγηθεί, από τη θεωρεία της πρωταρχικής σύνθεσης του σώματος των τριών Επιστολών, η συνειδητή απομίμηση του διαθηκικού είδους στην Β΄ Προς Τιμόθεον Επιστολή. γ) Προς Τίτον Επιστολή Σε αντίθεση με τη Β΄ Προς Τιμόθεον Επιστολή, η Προς Τίτον Επιστολή χαρακτηρίζεται από μία εκτεταμένη επιγραφή σύστασης Αποστολέα και Παραλήπτη (prescript) στους στίχους 1,1-4, της οποίας η διευρυμένη εισαγωγή στους στίχους 1-3 μπορεί να συγκριθεί με αυτή στην Προς Ρωμαίους Επιστολή (Ρωμ. 1,1-6). Και είναι τόσο μεγάλη, όχι μόνο επειδή ανοίγει την Προς Τίτον Επιστολή, αλλά και τη μίνισυλλογή των Ποιμαντικών Επιστολών. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος για τον οποίο απουσιάζουν από την επιστολή ένα πραγματικό προοίμιο με δοξολογία και προσευχή. Η επιστολή αμέσως μας εισάγει στο κυρίως σώμα στους στίχους 1,5-3,11, αλλά ένας μεταβατικός στίχος ωστόσο (1,5), εμφανίζει με σαφήνεια το σκοπό της Επιστολής: ο Παύλος γράφει στον Τίτο, τον οποίο έχει αφήσει πίσω στην Κρήτη με ορισμένα καθήκοντα, και του γράφει από τη Νικόπολη, όπως ο στίχος 3,12 μας πληροφορεί παρακάτω. Η Επιστολή κλείνει με τους στίχους 3,12-15, που αποτελούνται από προσωπικές σημειώσεις σε συνδυασμό με ταξιδιωτικά πλάνα, διαβίβαση χαιρετισμών από τους συνοδούς του Παύλου προς τον Τίτο, ένα αίτημα για τον Τίτο να δώσει τους χαιρετισμούς του στους άλλους, και μια ευλογία της Χάριτος. 9. Η Προς Φιλήμονα Επιστολή Οι περιστάσεις της αυθεντικής Επιστολής του Παύλου προς τον Φιλήμονα, όπου ο Παύλος γράφει ως «γέρος» (στ. 9) από τη φυλακή (στ. 13), περιλαμβάνουν τις ίδιες τοποθετήσεις, όπως στην Προς Φιλιππησίους Επιστολή. Οπότε η Προς Φιλήμονα Επιστολή είτε γράφηκε κατά τη διάρκεια της φυλάκισης στην Έφεσο, η οποία συνέβη γύρω στο 53-55 μ.Χ. είτε γράφηκε γύρω στο 61 μ.Χ. στη Ρώμη. Όμως ανεξάρτητα από την άποψη, που μπορεί να έχει κάποιος, σχετικά με το που γράφηκε η Προς Φιλιππησίους Επιστολή, τα επιχειρήματα για την Προς Φιλήμονα κλίνουν περισσότερο υπέρ της υπόθεσης ότι γράφηκε στην Έφεσο. Ο παραλήπτης Φιλήμων, στον οποίο ο Παύλος απευθύνεται έχοντας ως θέμα τον Ονήσιμο, σκλάβο του Φιλήμονα, οι περισσότεροι σχολιαστές υποθέτουν ότι ζει στις Κολοσσές, λόγω της ταύτισης των ονομάτων, που υπάρχουν στην Προς Φιλήμονα Επιστολή και στην Προς Κολοσσαείς Επιστολή, στους στίχους 4,4-17. Άλλες πόλεις, όπως η Σμύρνη, η Τρωάδα, η Πέργαμος, και η Λαοδίκεια έχουν επίσης αναφερθεί ως τόπος συγγραφής της επιστολής αυτής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Προς Φιλήμονα δεν είναι μία αμιγώς ιδιωτική επιστολή, επειδή η σύσταση του παραλήπτη περιλαμβάνει επίσης και την «Απφία̨ τη̨̃ ἀδελφη̨̃ καὶ ’Αρχίππω̨ τω̨̃ συστρατιώτη̨ ἡμω̃ν καὶ τη̨̃ κατ' οἰ̃κόν σου ἐκκλησία̨».
(βλ. τη σύσταση της Επιστολής στον P.Lond 33β [161 BCE]:. «Απολλώνιος προς Ίππαλο και Σαραπίωνα και Βερενίκη και Πύρρο και σε όλους τους οικείους τους, χαιρετισμούς»)
Όσον αφορά τη ρητορική ανάλυση, μπορεί κανείς να κατατάξει τους στίχους 4-7 (δηλαδή, το επιστολικό προοίμιο με την ευχαριστία και τη διαβεβαίωση της προσευχής), ως προοίμιο (exordium) χωρίς περαιτέρω κόπο, επειδή αυτό το τμήμα λειτουργεί ως «άσκηση καλοσύνης» (benevolentiae captatio). Ωστόσο, η εκκλησιαστική κατάταξη της Επιστολής, για τους στίχους 8-16 ως επιχειρηματολογία (probatio) και για τους στίχους 17-22 ως επίλογο (peroratio) διαφωνεί με την επιστολική ανάλυση και ως εκ τούτου απαιτεί διόρθωση. Δε μπορούμε, όμως, να αρνηθούμε ότι ο Παύλος εδώ επιχειρηματολογεί με ρητορικό τρόπο, χρησιμοποιώντας τόσο το ήθος και τη σκιαγράφηση του χαρακτήρα του Ονησίμου, όσο και το πάθος στην αναφορά της σχέση του με το Φιλήμονα. Όσον αφορά τον τύπο της επιστολής, κυριαρχούν τα χαρακτηριστικά μιας συστατικής επιστολής, η οποία αφορά τον Ονήσιμο, βασισμένη στη φιλική σχέση του Παύλου με το Φιλήμονα. Μπορούμε να επικεντρωθούμε στους στίχους 10β-13 και ειδικότερα στο στίχο 17: «εἰ οὐ̃ν με ἔχεις κοινωνόν (Φιλήμονα) προσλαβου̃ αὐτòν (Ονήσιμο), ὡς ἐμέ» (βλ. επίσης, την αντίληψη της «κοινωνίας» ή του επιμερισμού στο κεφ. 6). 10. Η συλλογή των Επιστολών του Αποστόλου Παύλου Καμία επιστολή του Παύλου δεν έχει φτάσει σε μας μεμονωμένη, όλες οι Επιστολές του βρίσκονται μόνο σε συλλογές. Κατ 'αρχάς μπορούμε να βρούμε δύο διαφορετικές συλλογές, μια συλλογή με δεκατέσσερις και μία άλλη με δεκατρείς επιστολές του Παύλου. Η διαφορά προκύπτει από τη διαφοροποίηση στην τοποθέτηση της Προς Εβραίους Επιστολής στα διάφορα χειρόγραφα. Οι Προς Εβραίους σίγουρα δεν είναι μία από τις Επιστολές του Παύλου, ούτε καν με την έννοια της ψευδώνυμης Επιστολής ή δευτεροκανονικό ή ακόμη και τριτοπαύλειο έργο. Η προσθήκη στον τίτλο «Προς Εβραίους», ακολουθεί το μοτίβο της σύστασης των Παύλειων Επιστολών, στις οποίες υπάρχει και το όνομα του παραλήπτη, ενώ στις Καθολικές Επιστολές αναφέρεται μόνον ο συγγραφέας, π.χ. Ιακώβου. Στις εκδόσεις των Κειμένων μας συναντάμε την Προς Εβραίους Επιστολή στο τέλος της σειράς των Παύλειων Επιστολών, και αυτή είναι, επίσης, η θέση της σε ένα μεγάλο αριθμό χειρογράφων του βυζαντινού κειμένου. Όμως, σύμφωνα με τη μαρτυρία παλαιότερων χειρογράφων, η θέση της Προς Εβραίους είναι μεταξύ των Επιστολών του Παύλου προς τις Εκκλησίες και των Επιστολών, που απευθύνονται σε μεμονωμένα πρόσωπα, δηλαδή, μεταξύ της Β΄ Προς Θεσσαλονικείς και την Α΄ Προς Τιμόθεον, σε έναν κώδικα μεταξύ της Προς Ρωμαίους Επιστολής και Α΄ Προς Κορινθίους ή σε άλλο χειρόγραφο μεταξύ της Προς Γαλάτας και της Προς Εφεσίους. Υπάρχουν, όμως, και άλλοι κώδικες του «Παύλειου σώματος» (F, G) που περιέχουν μόνο δεκατρείς Παύλειες Επιστολές, χωρίς την Προς Εβραίους. Ο λόγος της αύξηση του αριθμού από δεκατρία σε δεκατέσσερα, εκτός από την ανάγκη να βρεθεί μία θέση για την Προς Εβραίους Επιστολή, ήταν ίσως η επιθυμία να φτάσει στον συμβολικό αριθμό επτά (14 = 2 x 7). Η οικεία σειρά των επιστολών του Παύλου στις Βίβλους μας, καθορίζεται κυρίως από το μέγεθός τους με τη μεγαλύτερη, την Προς Ρωμαίους, με 7111 λέξεις, να καταλαμβάνει την πρώτη θέση και τη μικρότερη, η Προς Φιλήμονα, με 335 λέξεις, να τοποθετείται τελευταία. Μία μικρή απόκλιση σε αυτή τη μέθοδο, υπάρχει στην ταξινόμηση της Προς Γαλάτας Επιστολής, η οποία στην πραγματικότητα έχει ελαφρώς λιγότερες ελληνικές λέξεις από όσες η Προς Εφεσίους Επιστολή, που ακολουθεί (2230 έναντι 2422). Όμως, σύμφωνα με μία αρχαία καταμέτρηση των στίχων ή σειρών η Προς Γαλάτες έχει τόσους στίχους, όσους και η Προς Εφεσίους. Υπάρχει μεγαλύτερη ασυμφωνία μεγέθους μεταξύ της Β΄ Προς Θεσσαλονικείς (823
λέξεις) και της επόμενης Επιστολής Α΄ Προς Τιμόθεον, η οποία είναι σχεδόν διπλάσια σε μέγεθος (1591 λέξεις), αλλά εδώ μία άλλη βασική αρχή παίζει ρόλο: Οι Επιστολές προς τις Εκκλησίες τοποθετήθηκαν πριν από τις Επιστολές, οι οποίες απευθύνονται σε πρόσωπα. Ήδη αναφέρθηκε παραπάνω ότι οι τρεις Ποιμαντικές Επιστολές ξεκίνησαν ως μια ενότητα, περίπου το 100 μ.Χ. Μπορούμε, τώρα, να επεκτείνουμε αυτή τη θεωρία υποθέτοντας ότι γράφτηκαν ως μία αναθεώρηση μιας ήδη υπάρχουσας συλλογής των Παύλειων επιστολών, προκειμένου, στο εξής, να αποτελούν τμήμα αυτής της συλλογής (βλ. Trummer). Οι Ποιμαντικές Επιστολές προϋπήρξαν, λοιπόν, από μια συλλογή δέκα Παύλειων Επιστολών, και όταν ομαδοποιήσουμε τις Επιστολές, οι οποίες απευθύνονται σε μια συγκεκριμένη Εκκλησία ή ομάδα εκκλησιών (υπό αυτή την άποψη η Προς Φιλήμονα πηγαίνει μαζί με την Προς Κολοσσαείς), θα καταλήξουμε και πάλι σε επτά προορισμούς: Προς Ρωμαίους, Α΄-Β΄ Προς Κορινθίους, Προς Γαλάτας, Προς Εφεσίους, Προς Φιλιππησίους, Προς Κολοσσαείς, και Α΄-Β΄ Προς Θεσσαλονικείς. Το γεγονός ότι περιστασιακά οι Παύλειες Επιστολές είναι είτε 13 είτε 14, οφείλεται στις ίδιες τις Επιστολές. Οι Επιστολές διατηρήθηκαν στις Εκκλησίες στις οποίες είχαν αποσταλεί, και ενδεχομένως να αντιγράφηκαν και να διανεμήθηκαν από εκεί. Είναι επίσης δυνατόν αντίγραφα εξερχόμενων επιστολών να κράτησε ο Παύλος ή οι Εκκλησίες στις οποίες βρισκόταν όταν τις έγραψε. Μεταξύ των δύο πόλων, δηλαδή των μεμονωμένων Επιστολών και της πλήρους συλλογής των Παύλειων Επιστολών είναι δύσκολο να πει κανείς τι καταστάσεις εξυφάνθηκαν. Ως πιθανές πόλεις, στις οποίες έγιναν οι αναγκαίες εργασίες της συλλογής και της επεξεργασίας των Επιστολών, αναφέρονται η Κόρινθος, η Έφεσος και η Ρώμη. Οι εργασίες, που έγιναν κατά την υλοποίηση αυτής της διαδικασίας, θα πρέπει να ανιχνευθούν πολύ προσεκτικά στις ενδείξεις, που τα ίδια τα κείμενα μας δίνουν, από τη διαφορετική διάταξη στα χειρόγραφα που διασώζονται, αλλά και από ανάλογες διαδικασίες, που παρατηρήθηκαν σε άλλες αρχαίες συλλογές επιστολών (όπως αυτές του Κικέρωνα και του Πλινίου). Μια θεωρία υποστηρίζει, για παράδειγμα, ότι ο Ονήσιμος, ο σκλάβος που μας είναι γνωστός από την Επιστολή Προς Φιλήμονα, διαμόρφωσε την πρώτη συλλογή Επιστολών, όταν έγινε αργότερα επίσκοπος Εφέσου, προσθέτοντας την επιστολή «του», την οποία είχε διατηρήσει μόνο και μόνο για το λόγο αυτό (βλ. Knox). Οπότε ο Ονήσιμος υποθετικά έγραψε ο ίδιος και την Προς Εφεσίους Επιστολή, ως επιστέγασμα ολόκληρης της συλλογής (βλ. την παρουσίαση του Mitton). Μια διαφορετική θεωρία προτείνεται από τον D. Trobisch, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο Παύλος έκανε μια δική του κριτική αναθεώρηση στις Επιστολές που συνέγραψε. Σύμφωνα με μία απλοποιημένη αποδοχή της θέσεως του Trobisch, στην πιο πρόσφατη δημοσίευση του σχετικά με τη συλλογή των Επιστολών του Παύλου, υποθέτει ότι ο ίδιος ο Παύλος κατείχε επτά (!) επιστολές Προς Κορινθίους, τα κεφάλαια 1-15 από την Προς Ρωμαίους και την Προς Γαλάτας. Στη συνέχεια έκανε μία αναθεώρηση και (στην περίπτωση της Κορινθιακής Αλληλογραφίας) συνδύασε αυτές τις Επιστολές, ενώ κατόπιν τις δημοσίευσε μαζί με το κεφάλαιο 16 της Προς Ρωμαίους, ως συνοδευτική επιστολή στην Προς Εφεσίους. Αυτό δημιούργησε τον πυρήνα της Παύλειας συλλογής, που αποτελούταν από τις Α΄ και Β΄ Προς Κορινθίους, την Προς Ρωμαίους και την Προς Γαλάτας, σύμφωνα με τη θεωρία των «κυρίων Επιστολών» της μοντέρνας Ερμηνευτικής. Σε παλαιότερες εργασίες του πάνω στο θέμα αυτό (1989), ο Trobisch παραθέτει μία επιπλέον «καθολική» συλλογή, η οποία αποτελείται από την Προς Ρωμαίους, την Προς Εβραίους, την Α΄ Προς Κορινθίους, και την Προς Εφεσίους. Είναι εύκολο να δούμε ότι αυτές οι
ανασκευές, με τη βοήθεια εκτεταμένης χρήσης ιστορικής και λογοτεχνικής κριτικής αποτελούν υποθέσεις, που έχουν πολύ ισχνή βάση στα κείμενα. Στην πραγματικότητα, η ανάπτυξη του σώματος των Παύλειων Επιστολών (Pauline corpus) μάλλον έχει δουλευτεί με έναν πολύ πιο σύνθετο και πολύπλευρο τρόπο, αρχίζοντας με μικρές τοπικές συλλογές Επιστολών (βλ. Aland). Η σειρά των Επιστολών, επίσης, δεν υπήρξε τόσο μόνιμη, όπως η δική μας επισκόπηση δείχνει. Τέλος, η συλλογή των Παύλειων Επιστολών είχε μακροπρόθεσμες συνέπειες, δεδομένου ότι ήταν ένα αποφασιστικό, πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της δημιουργίας του Κανόνα της Καινής Διαθήκης. Β΄ Η ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ Η Προς Εβραίους Επιστολή δε θα πρέπει να θεωρείται παράρτημα στις Παύλειες Επιστολές, αλλά μάλλον θα πρέπει να τοποθετηθεί σε ιδιαίτερη θέση στην Καινή Διαθήκη, την οποία την οφείλει στην ανεξάρτητη θεολογία της και την εξευγενισμένη γλώσσα. Ο άγνωστος συντάκτης της γράφει τα καλύτερα ελληνικά της Καινής Διαθήκης, και, προφανώς, έχει εκπαιδευτεί άριστα όσον αφορά τη ρητορική. Το έργο του δεν έχει προφανή χαρακτηριστικά της Επιστολής μέχρι το τέλος του, στους στίχους 13,22-25 ή 18-25 (βλέπε παρακάτω). Στο στίχο 13,22 η Επιστολή χαρακτηρίζεται ως «λόγος παρακλήσεως», δηλαδή «προτροπή» ή «ενθάρρυνση», έκφραση η οποία μας φέρνει στο νου μια ομιλία, όπως και άλλες εκφράσεις π.χ. « εἰ καὶ οὕτως λαλου̃μεν, περὶ ἡ̃ς λαλου̃μεν » (6,9 & 2,5). Παρά ταύτα, δύσκολα μπορούμε να δεχθούμε ότι αυτή η «ομιλία» ακούστηκε για πρώτη φορά ως κήρυγμα και δευτερευόντως γράφηκε ως Επιστολή. Αντιθέτως, σχεδιάστηκε ως ένα γραπτό πόνημα εξ’ αρχής. Υπό την έννοια αυτή είναι ανάλογο έργο προς το Δ΄ Μακκαβαίων, το οποίο παρουσιάζεται ως μια επιδεικτική ομιλία η οποία ποτέ δεν έγινε, αλλά, μάλλον, είχε προγραμματιστεί εξ’ αρχής να αποτελέσει ένα «επιδεικτικό» λογοτεχνικό έργο. Ρητορικές τεχνικές, όσον αφορά το επίπεδο της ευγλωττίας (elocutio) ή του «στυλ», μπορούν να ανιχνευτούν σε κάθε στίχο της Προς Εβραίους Επιστολής (όπως περιγράφεται από Garuti). Το προοίμιο (exordium) στους στίχους 1,1-4, για να πάρουμε ένα μόνο παράδειγμα, είναι γραμμένο πολύ επιδέξια, με πενταπλή παρήχηση του π στον πρώτο στίχο, η οποία χρησιμοποιείται επίσης και αλλού ( Πολυμερω̃ς καὶ πολυτρόπως πάλαι ὁ θεòς λαλήσας τοι̃ς πατράσιν ἐν τοι̃ς προφήταις) και μας θυμίζουν την παρήχηση του π στους αρχικούς στίχους του Ομήρου στην Οδύσσεια. Υπάρχει, επίσης, ευρύτατη χρήση αντιθέσεων, παραλληλισμών και ένταξης (inclusio), μια σειρά αναφορικών προτάσεων, καθώς και ένα είδος των συνδεδεμένων με ομοιοκαταληξία θηλυκού γένους καταλήξεων (π.χ., ἀπαύγασμα τη̃ς δόξης, χαρακτὴρ τη̃ς ὑποστάσεως, ῥήματι τη̃ς δυνάμεως, ἐν δεξια̨̃ τη̃ς μεγαλωσύνης). Για το περίγραμμα του σώματος της Επιστολής, ένα μοντέλο τριών τμημάτων συναγωνίζεται με ένα μοντέλο πέντε τμημάτων. Στο μοντέλο των τριών τμημάτων, το κύριο μέρος αποτελείται από τους στίχους 1,5 - 4,13, που αναφέρονται στην προσεκτική ακρόαση, από τα μέλη της Εκκλησίας, του λόγου του Θεού για τον Υιό του, τους στίχους 4,14 - 10,18 (ή 10,31), όπου παρουσιάζεται ο Ιησούς Χριστός ως ο επουράνιος αρχιερέας και τους στίχους 10,19 (ή 10,32) μέχρι 13,17, όπου αναφέρονται ο έλεγχος και η απόδειξη της πίστεως, συμπεριλαμβανομένων και των παραδειγμάτων. Καθώς το σώμα της Επιστολής κλείνει η καταληκτική παραίνεση στους στίχους 13,1-17 σηματοδοτεί το τέλος με σταθερές εναλλαγές μικρών
χριστολογικών και παραινετικών δηλώσεων, οι οποίες εναλλάσσονται, επίσης, σε μεγαλύτερης εκτάσεως εδάφια, σε ολόκληρο το σώμα της Επιστολής. H άποψη ότι η Προς Εβραίους είναι μια αγόρευση, η οποία αναπτύσσεται γραπτώς εν μέρει ως συμβουλευτικό και εν μέρει ως επιδεικτικό ρητορικό κείμενο, στέκεται μόνο για τον λόγο ότι, όσον αφορά τη «διευθέτηση» (dispositio), οι καθιερωμένοι ρητορικοί όροι ισχύουν πιο πολύ στην Προς Εβραίους, απ’ οπουδήποτε αλλού στην Καινή Διαθήκη. Μετά το προοίμιο ή αλλιώς τον «εναρκτήριο λόγο» στους στίχους 1,1-4 μπορεί κανείς να προσδιορίσει το τμήμα από το στίχο 1,5 μέχρι το στίχο 2,18, ή καλύτερα το στίχο 4,13, ως αφήγηση (narratio) ή ως υποδήλωση της υπόθεσης, είτε με τους στίχους 2,17-18, όπου παρουσιάζεται ο Ιησούς ως αρχιερέας, που έπρεπε να ενανθρωπήσει, «τοι̃ς ἀδελφοι̃ς ὁμοιωθη̃ναι», ή κατά προτίμηση τους στίχους 4,1416 που έχουν το ίδιο θέμα, όπως και η σύντομη περίληψη του θέματος (propositio), που θα ακολουθήσει. Η συλλογιστική ή απόδειξη (argumentatio) μπορεί να θεωρηθεί αναλόγως ότι ξεκινά από το στίχο 3,1 ή κατά προτίμηση, από το στίχο 4,17 μέχρι το στίχο 10,18, όπου ακολουθείται από μια εκτεταμένη κατακλείδα (peroratio), η οποία ξεκινά από το στίχο10,19 με ένα εντυπωσιακό σύνολο παραδειγμάτων στο κεφάλαιο 11, που περιλαμβάνει τα τρία βασικά μέρη, που σε αδρές γραμμές σκιαγραφήθηκαν παραπάνω. (Ο Garuti βρίσκει τα διαφορετικά τμήματα της ομιλίας να επαναλαμβάνονται σε όλο το σώμα της Επιστολής και έτσι καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Προς Εβραίους είναι μόνη της μια συλλογή Επιστολών.) Το επιστολικό στυλ του επιλόγου της Επιστολής δεν έχει καμία σχέση με το στυλ, που χρησιμοποιείται στην εισαγωγή, και αυτό εγείρει αρκετά ερωτήματα, ενώ και η έκταση του Επιλόγου αμφισβητείται. Σίγουρα περιλαμβάνει, για να ξεκινήσουμε από το τέλος, την ευλογία της Χάριτος (στ. 13,25), τις Ευχές στο στ. 24, αλλά επίσης και ανακοίνωση της επικείμενης επίσκεψης του συγγραφέα, όπως και την προσωπική είδηση για «τòν ἀδελφòν ἡμω̃ν Τιμόθεον» στο στ. 23, μαζί με την έκκληση στο στ. 22 για «ανοχή» από το ακροατήριό του στην ανάγνωση του « λόγου τη̃ς παρακλήσεως». Πέρα από αυτό η προσευχή με το μοτίβο της ειρήνης και της Δοξολογίας στους στ. 20-21 είναι πιθανό να έχει προέλθει από ένα «οπλοστάσιο» επιστολικών τόπων, όπως και η αίτηση για προσευχή στους στ. 18-19, με μια λιγότερο αυστηρή προσέγγιση. Οι μελετητές μερικές φορές προσπαθούν να εξηγήσουν αυτόν τον επιστολικό επίλογο ως παράρτημα, γραμμένο από ένα άλλο χέρι που είχε την πρόθεση να μετατρέψει ένα ανώνυμο γράμμα σε μια ψευδεπίγραφη Επιστολή του Αποστόλου Παύλου, κάτι το οποίο σίγουρα είναι μια πιθανότητα και πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν. Αλλά αν όντως αυτός ήταν ο στόχος, αναρωτιέται κάποιος, δεν θα έπρεπε αυτό να υπάρχει μια πιο συνεπής διαμόρφωση; Εναλλακτικά, ο επιστολικός επίλογος μπορεί να σηματοδοτεί αυτό, που η γραπτή αγόρευση είχε την πρόθεση να κοινοποιήσει, ενώ μιλώντας με επιστολογραφικούς όρους, οι φιλοσοφικές – δογματικές επιστολές του Επίκουρου, για παράδειγμα, προσφέρονται ως μερικώς παράλληλα κείμενα. Η «Παύλεια ατμόσφαιρα» μπορεί επίσης να κατανοηθεί ως αναδυόμενη μέσα από χαλαρές διασυνδέσεις του συγγραφέα της Προς Εβραίων Επιστολής και της Παύλειας Σχολής, χωρίς να θεωρηθεί ο συγγραφέας, αναγκαστικά, μαθητής ή συνεργάτης του Παύλου, ή να υποτεθεί ότι γνώριζε άμεσα τις επιστολές του Παύλου (βλ. Backhaus). Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα διαχρονικά εισαγωγικά ερωτήματα, που αφορούν στην Προς Εβραίους Επιστολή, παραμένουν χωρίς λύση. Ακόμη και το ερώτημα εάν η Προς Εβραίους απευθύνεται προς τους Ιουδαιοχριστιανούς, όπως, ο τίτλος της αναφέρει, παραμένει εξαιρετικά αμφίβολο. Μερικοί μελετητές υποθέτουν ότι η Προς Εβραίους απευθυνόταν σε μία ρωμαϊκή κατ’ οίκον εκκλησία, ενώ η Ρώμη έχει, επίσης, προταθεί ως ο τόπος της συγγραφής, παράλληλα με πολλά άλλα μέρη.
(Ο χαιρετισμός, τον οποίο ο συγγραφέας διαβιβάζει από τους « ἀπò τη̃ς ’Ιταλίας» στο στίχο 13,24 συχνά ευνοεί την ιδέα ότι κάποιοι Ιταλοί απόδημοι, μεταξύ των συνεργατών του, στέλνουν χαιρετισμούς στη Ρώμη, αλλά, δυστυχώς, αυτό είναι διφορούμενο.) Υπό το πρίσμα των εσωτερικών καταστάσεων κατά το παρελθόν της χριστιανικής πίστης και της Εκκλησίας, η ημερομηνία της συγγραφής πρέπει να τοποθετηθεί μετά το 80 μ.Χ. Ως συγγραφείς έχουν προταθεί διάφορα πρόσωπα, όπως ο Απολλώς και η Πρίσκα, αλλά ο συγγραφέας σκόπιμα θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του. Αν αυτό είναι σωστό, τότε οι επιπτώσεις στην ερμηνεία είναι σαφείς: «Δεν είναι αναγκαίο να γνωρίζει ο αναγνώστης τον συγγραφέα της Προς Εβραίους Επιστολής, προκειμένου να την κατανοήσει» (Grasser 19). Γ΄ ΚΑΘΟΛΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ 1. Η Επιστολή Ιακώβου Η Επιστολή του Ιακώβου αρχίζει με μια σύσταση της Επιστολής στο στίχο 1,1, σύσταση η οποία συμμορφώνεται με το επίσημο ελληνιστικό μοντέλο: « ’Ιάκωβος θεου̃ καὶ κυρίου ’Ιησου̃ Χριστου̃ δου̃λος ται̃ς δώδεκα φυλαι̃ς ται̃ς ἐν τη̨̃ διασπορα̨̃ χαίρειν».
Η σύσταση αυτή μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο μέσα από ένα εβραϊκό αποκαλυπτικό υπόβαθρο, δεδομένου ότι προϋποθέτει την αποκατάσταση των δώδεκα φυλών του λαού του Ισραήλ στους έσχατους καιρούς. Η Επιστολή απευθύνεται στους Χριστιανούς, ως ανθρώπους των εσχάτων ημερών του Θεού, που βιώνουν ως παρεπιδημούντες σε ξένο έδαφος στην Διασπορά (βλ. επίσης και Α΄ Πετ.1,1). Το όνομα του συγγραφέα, Ιάκωβος, υπενθυμίζει τον Πατριάρχη Ιακώβ του αρχαίου Ισραήλ. Η πρόθεση του προοιμίου είναι να καθιερώσει τον Ιάκωβο, τον αδελφό του Κυρίου (βλ. Γαλ. 1,19, Πράξεις 15,13 κ.λπ.), ως ένα νέο «Πατριάρχη», ο οποίος καθοδήγησε την Εκκλησία της Ιερουσαλήμ, μέχρι το βίαιο θάνατό του το 62 μ.Χ. Όμως, ο ισχυρισμός ότι ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος έγραψε στην πραγματικότητα την Επιστολή Ιακώβου και ως εκ τούτου η Επιστολή πρέπει να χρονολογηθεί περίπου στο 60 μ.Χ. ή και ακόμη νωρίτερα (Johnson) αμφισβητείται από την πλειοψηφία των σχολιαστών. Η αναγραφή του συγγραφέα εξυπηρετεί τους σκοπούς μιας ψευδεπίγραφης φαντασίας, και μάλλον θα πρέπει να δεχτούμε ότι η ημερομηνία σύνθεσης της Επιστολής, μπορεί να προσδιοριστεί γύρω στο 90-100 μ. Χ. Τίποτα δεν είναι σίγουρο, επίσης και σχετικά με τον τόπο συγγραφής: Παλαιστίνη, Συρία, Ρώμη, Αλεξάνδρεια είναι μερικά μέρη, που έχουν προταθεί. Όσον αφορά τη δομή της, η σύσταση (prescript) στο στίχο 1,1 ακολουθείται από ένα προοίμιο στους στίχους 1,2-18 το οποίο απηχεί επιστολικούς φορμαλισμούς με την έκκλησή του για χαρά και την προσφώνηση « ἀδελφοί μου». Το προοίμιο παρουσιάζει προσωπικά θέματα, που θα αναπτυχθούν στο κυρίως σώμα της Επιστολής με μια ρητορική ενίσχυση (amplificatio). [βλ. Frankemölle. Ο Johnson έχει μια διαφορετική, αλλά σχετική με αυτήν ιδέα, όταν ορίζει τους στίχους 1,2-27 επιτομή ή σύντομη έκδοση των όσων ακολουθούν.] Το σώμα της επιστολής στους στίχους 1,19-5,6 χωρίζεται ευκρινώς σε επτά ή οκτώ θεματικές ενότητες, οι οποίες αποτελούνται εν μέρει από παροιμίες και παραβολές και εν μέρει από σύντομες πραγματείες. Η Επιστολή, η οποία ακολουθεί πιστά το πρότυπο του βιβλίου της Σοφίας Σειράχ, εδώ εμφανίζεται ως «γραπτή σοφία», ενώ ο προσανατολισμός προς την Παρουσία του Κυρίου στο στ. 5,7 για άλλη μια φορά αποβλέπει σε έναν περισσότερο αποκαλυπτικό πλαίσιο. Το εναρκτήριο προοίμιο αντισταθμίζεται από έναν καταληκτικό επίλογο στους στ. 5,7-20. Η απότομη κατάληξη της Επιστολής στο στίχο 5,20, χωρίς να υπάρχουν τα τυποποιημένα στοιχεία της Επιστολής φέρουν
επιχειρήματα εναντίον του επιστολικού χαρακτήρα της Επιστολής του Ιακώβου, αν πάρουμε ως πρότυπο μόνο ιδιωτικές επιστολές ή και τις Παύλειες Επιστολές, αν και υπάρχει διαφοροποίηση ακόμη και από τα είδη των λογοτεχνικών και δογματικών επιστολών. Όμως, υπάρχουν μοτίβα στους στίχους 5,7-20 της Επιστολής του Ιακώβου, που εμφανίζουν συγγένεια με τυπικούς τόπους επιστολικού κλεισίματος, όπως η εσχατολογική προοπτική, το ενδιαφέρον για την υγεία των ασθενών μελών της Εκκλησίας, η κοινή διαμεσολαβητική προσευχή, και η απαγόρευση του όρκου (βλ., π.χ., Francis). Ο συγγραφέας της Επιστολής Ιακώβου, ο οποίος ανήκει στην τάξη των διδασκάλων στους οποίους απευθύνει προτροπές (3,1), γράφει σε κομψό ελληνικό λόγο, ο οποίος βρίσκεται πιο κοντά στην ποιότητα των ελληνικών της Προς Εβραίους παρά σε εκείνη του Παύλου. Χρησιμοποιεί παρηχήσεις, όπως η τετραπλή του π στο στίχο1,2 (πα̃σαν χαρὰν ἡγήσασθε … ὅταν πειρασμοι̃ς περιπέσητε ποικίλοις), χρησιμοποιεί στοιχεία λόγου, κάνει εκλεπτυσμένες συγκρίσεις και μεταφορές, και αγωνίζεται για να εκφραστεί με συντομία σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρείται «εκ προθέσεως παράδοξο». Με στοιχεία διαλόγου, συμπεριλαμβανομένης της άμεσης προσφώνησης, των ρητορικών ερωτήσεων, φανταστικών συνομιλητών, καθώς και την αναπαραγωγή των πιθανών αντιδράσεων του κοινού του σε άμεσο λόγο (π.χ. 2,3), ο συγγραφέας προσεγγίζει το στυλ της διατριβής (βλ. Johnson 7-10). 2. Η Α΄ Επιστολή Πέτρου Η Πρώτη Επιστολή του Πέτρου, η ύπαρξη της οποίας ήδη προϋποτίθεται στην Β΄ Πέτρου 3,1 («ταύτην ἤδη ἀγαπητοί δευτέραν ὑμι̃ν γράφω ἐπιστολήν »), είναι καλύτερα κατανοητή ως μια προσπάθεια της «Σχολής του Πέτρου», που έγραψε τα έργα της στη Ρώμη μεταξύ του 80 και του 90 μ.Χ., για να καλλιεργήσει την κληρονομία του Σίμωνος Πέτρου και να τη συνδέσει με την Παύλεια παράδοση και τον κύκλο της. Αυτό το σχέδιο πραγματοποιείται μερικώς μέσω των προσωπικών ονομάτων στην επιστολή, που συνδέουν τον εικονικό συγγραφέα Πέτρο στο στίχο 1,1 με τα εξίσου πλαστά στοιχεία του Σιλουανού (= Σίλας στις Πράξεις) και του Μάρκου στους στ. 5,12-13, οι οποίοι ήταν γνωστοί ως συνεργάτες του Παύλου και οι οποίοι είχαν επαφές με τον ιστορικό Πέτρο λόγω της καταγωγής τους από την Ιερουσαλήμ. Όταν ο Πέτρος αναφέρει στο στ. 5,13 ότι έγραψε την Επιστολή μέσω του Σιλουανού (έγραψα δια Σιλουανού), σε εκείνη την εποχή αυτό σημαίνει ότι ο Σιλουανός παρέδωσε την επιστολή ως αγγελιοφόρος, όχι ότι την κατέγραψε ως γραφέας ή τη συνέθεσε ως ανεξάρτητος γραμματέας. Το ότι η Επιστολή γράφηκε στη Ρώμη, αυτό γίνεται τουλάχιστον εμφανές μέσα στην ίδια την Επιστολή από τις ευχές που απευθύνονται στους παραλήπτες από την « ἐν Βαβυλω̃νι συνεκλεκτὴ» εκκλησία (5,13), αφού ως Βαβυλώνα, ιδίως στις ανατολικές περιοχές της Αυτοκρατορίας, όπου αυτή η επιστολή εστάλη, ονομάζεται, κωδικοποιημένα, στον ιουδαιοχριστιανικό κόσμο η Ρώμη. Η επιστολή απευθύνεται στο ανατολικό μισό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με ειδική αναφορά στις Ανατολικές επαρχίες του Πόντου, τη Γαλατία, την Καππαδοκία, την Ασία, και τη Βιθυνία, επειδή οι χριστιανοί, οι οποίοι ζουν εκεί υφίστανται όλο και περισσότερους τοπικούς διωγμούς, κάποιοι από τους οποίους ξεκίνησαν από τις ρωμαϊκές αρχές. Δίπλα στη σύσταση της Επιστολής, στους στ. 1,1-2, το επιστολικό άνοιγμα γίνεται με ένα προοίμιο που έχει τη μορφή ευλογίας στους στίχους 1,3-12. Αυτό περιλαμβάνει μια εσχατολογική προοπτική στο στίχο 1,9 και μια αυτοσύσταση του συγγραφέα ως ενός από τους κήρυκες του Ευαγγελίου στο στ. 1,12. Στο άλλο άκρο, στο κλείσιμο της επιστολής, που πραγματοποιείται με τους στίχους 5,10-14, η εξύμνηση του Θεού στους στ. 10-11 χρησιμεύει ως επίλογος, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την δομική
αντιστοιχία με το προοίμιο. Το υστερόγραφο στους στίχους 5,12-14 δίνει στο συγγραφέα την ευκαιρία να σχολιάσει υπαινικτικά τον Σιλουανό ως διακομιστή της Επιστολής και να χαρακτηρίσει το έργο του ως σύντομο, προτρεπτικό λόγο (στ. 12). Στη συνέχεια προωθεί χαιρετισμούς από την εκκλησία της Βαβυλώνος και από τον Μάρκο, στον οποίο αναφέρεται ως «ο υιός μου» (στ. 13) και καθοδηγεί τους παραλήπτες της Επιστολής να χαιρετήσει ο ένας τον άλλον με το « ἐν φιλήματι ἀγάπης» (αντί του Παύλειου «ιερού ασπασμού»), πριν το κλείσιμο δια της ευχής της ειρήνης (στ. 14). Παλαιότερες θεωρίες σχετικά με την Α΄ Πέτρου δεν ψάχνουν να βρουν πολλαπλά σπαράγματα στην Επιστολή, αλλά μάλλον αναρωτιούνται αν η σύνθεση είχε διαμορφωθεί ως Επιστολή από την αρχή, εικάζοντας ότι οι στίχοι 1,3-4,11 μπορεί αρχικά να ήταν μια βαπτισματική προσφώνηση, για παράδειγμα, λόγω της δοξολογίας στον στίχο 4,11. Το πλαίσιο και η επικαιροποίηση της επιστολής στους στίχους 4,12-14 έχουν προστεθεί δευτερευόντως. Όμως αυτό είναι μόλις και μετά βίας μια πειστική θέση. 3. Η Β΄ Επιστολή Πέτρου Βλέπε παρακάτω στο Κεφάλαιο 8, μέρος γ΄. 4. Οι Επιστολές του Ιωάννη α) Η Α΄ Επιστολή Ιωάννου Σε αντίθεση με μία ψευδώνυμη επιστολή, η οποία κατονομάζει κάποιο διάσημο πρόσωπο ως συγγραφέα, αντί του πραγματικού, άσημου συγγραφέα της, η πρώτη Επιστολή του Ιωάννη είναι μια Επιστολή, που γράφηκε από ανώνυμο, διότι πουθενά δεν υπάρχει, μέσα σ’ αυτήν, ο ισχυρισμός ότι έχει γραφεί από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, για τον οποίον, αργότερα, η εκκλησιαστική παράδοση ισχυρίστηκε ότι υπήρξε ο συγγραφέας της. Η Α΄ Ιωάννου δεν αποδίδει, επίσης, κανέναν έμμεσο χαρακτηρισμό στο συντάκτη της με τον τιμητικό τίτλο του «γέροντα» ή του «πρεσβυτέρου», όπως συμβαίνει στην σύσταση των Β΄ και Γ΄ Ιωάννου (αν και το γεγονός αυτό δεν αποκλείει να γράφηκαν και οι τρεις Επιστολές από τον ίδιο συντάκτη). Ωστόσο, όσον αφορά τη σκέψη και τη γλώσσα η Α΄ Ιωάννου παρουσιάζει μία πολύ στενή σχέση με το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, που εκτείνεται σε ολόκληρη τη δομή της ως εξής: Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον 1,1-18: ἐν ἀρχη̨̃ ἠ̃ν ὁ λόγος καὶ ὁ λόγος … Άνοιγμα 1,5: καὶ ἔστιν αὕτη ἡ ἀγγελία … 1,19: καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία σώματος: του̃ ’Ιωάννου … Κλείσιμο 5,13: ταυ̃τα ἔγραψα ὑμι̃ν … τοι̃ς 20,31: … ταυ̃τα δὲ γέγραπται σώματος: πιστεύουσιν … ἱν ́ α πιστεύσητε … Παράρτημα 5,14-21 21,1-25 Πρόλογος:
Α΄ Ιωάννου 1,1-4: ὃ ἠ̃ν ἀπ' ἀρχη̃ς ….
(δεύτερο χέρι)
Αυτοί οι παραλληλισμοί εξηγούνται πολύ εύκολα υποθέτοντας ότι ο συγγραφέας της Α΄ Ιωάννου είχε πρόσβαση στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, όμως η συγκεκριμένη Επιστολή διαμορφώθηκε όχι από τον κύριο συγγραφέα του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου αλλά από ένα άλλο μέλος της Ιωάννειας σχολής, ως ένας οδηγός ανάγνωσης, για τη σωστή κατανόηση του Ευαγγελίου, του οποίου η Χριστολογία είχε ξεθωριάσει μετά από μία διάσπαση, που είχε συμβεί στην Εκκλησία. Αυτό μας κάνει
να θεωρήσουμε ότι η Επιστολή είναι σύγχρονη με τα γεγονότα στο τέλος του πρώτου αιώνα μ.Χ. (για μία άλλη επεξήγηση, βλ. Strecker). Κατ’ αρχάς ο Ιωάννης ξεφεύγει από τη συνηθισμένη μορφή επιστολής (δεν υπάρχουν ούτε επιστολική σύσταση, ούτε κάποιο πραγματικό επιστολικό κλείσιμο) και ο προσανατολισμός του είναι προς το Ευαγγέλιο. Παρ’ όλα αυτά, το μοτίβο της χαράς στο στίχο 1,4 (βλ. η έκφραση της χαράς ως σταθερό συστατικό ενός επιστολικού προοιμίου), ο συχνός προβληματισμός σχετικά με την πράξη της συγγραφής χρησιμοποιώντας τις λέξεις « γράφω» (2,1 & 7 κ.λπ.) και «ἔγραψα» (2,14, κλπ.) καθώς και η επαναλαμβανόμενη, άμεση προσφώνηση του κοινού, μπορούν όλα να θεωρηθούν ενδείξεις μιας επικοινωνιακής επιστολικής πράξης. Μια αντικρουόμενη σειρά από περιγράμματα της Επιστολής, που την χωρίζουν από 2 μέχρι και10 μέρη έχει προταθεί για το κυρίως σώμα της Επιστολής Α΄ Ιωάννου στους στίχους 1,5-5,12. Όμως, αν κάποιος θεωρήσει ότι η εντολή της αγάπης παρουσιάζεται τρεις φορές σε τρία εδάφια, ολοένα γινόμενη και πιο έντονη, σχεδόν αυτόματα καταλήγει στα τρία κύρια τμήματα από τα οποία αποτελείται το μέρος αυτό της Επιστολής 1,5-5,12 (βλ. το θέμα αγάπης σε 2,5, 10 & 15), 2,18-3,24 (πρβλ. 3,10 & 14-24) και 4,1-5,12 (βλ. 4,7-5,3). Αυτό συμφωνεί, επίσης, με την προτίμηση του συγγραφέα στον αριθμό τρία, που παρατηρείται και αλλού (πρβλ. τους τρεις μάρτυρες στους στίχους 5,6-8). Στον τομέα της ρητορικής κριτικής, μια εξέταση της διευθέτησης (dispositio) της Α΄ Ιωάννου από τον F. Vouga, ορίζει τους στίχους 1,5-2,17 ως επιδίωξη της καλωσύνης (captatio benevolentiae) [πολύ εκτεταμένο!], τους στίχους 2,18-27 ως αφήγηση (narratio) ή δήλωση της υπόθεσης, τους στίχους 2,28-29 ως σύντομη περίληψη του θέματος, που ακολουθεί ή θέση (propositio), τους στίχους 3,1-24 ως επιχειρηματολογία (probatio) ή απόδειξη, τους στίχους 4,1-21 ως την προτροπή (exhortatio) - ακόμη κι αν αυτό δεν ήταν ένα τυπικό μέρος της αρχαίας ρητορικής θεωρίας (όπως έχει συχνά παρατηρηθεί από τότε που ο H.D. Betz εισήγαγε αυτή την κατηγορία στο σχολιασμό του στην Προς Γαλάτας, το 1979) και οι στίχοι 5,1-12 ως κατακλείδα (peroratio) ή συμπέρασμα. Ωστόσο, μια διαφορετική ρητορική ανάλυση από τον D.F. Watson παρουσιάζει τους στίχους 1,5-2,11 ως επιχειρηματολογία (probatio) και τους στίχους 2,12-14 ως παρέκβαση (digressio). Αυτό από μόνο του καταδεικνύει τη δυσκολία της εφαρμογής ρητορικών κατηγοριών στην Α΄ Ιωάννου (για συζήτηση βλέπε την «Ανάλυση» του Klauck,). β) Οι Β΄ και Γ΄ Επιστολές Ιωάννου Βλέπε παραπάνω, Κεφάλαιο 1, μέρος Γ΄ και την Άσκηση 30 (μαζί με την απάντησή της) 5. Η Επιστολή του Ιούδα Στον πρώτο στίχο της σύστασης (prescript), που απλώνεται στους στίχους 1-2, ο συγγραφέας αυτοπροσδιορίζεται ως ο Ιούδας, υπηρέτης του Ιησού Χριστού και αδελφός του Ιακώβου. Οπότε, ακολουθώντας την πρόθεση του συγγραφέα, δύσκολα μπορεί να είναι κάποιος άλλος, εκτός από τον αδελφό του Κυρίου με το όνομα Ιούδας (Μάρκ. 6,3 & Mατθ. 13,55), ακόμη κι αν αυτό, για άλλη μια φορά, περιλαμβάνει σκόπιμη ψευδεπιγραφή και προϋποθέτει ότι ο συγγραφέας της γνώριζε την Επιστολή του Ιακώβου. Από την άλλη πλευρά η Επιστολή του Ιούδα έπαιξε το ρόλο της «λογοτεχνικής υποβολής» για την Β΄ Πέτρου (βλ. παρακάτω, κεφ. 8., μέρος Γ΄.). Καταλήγουμε έτσι ότι η εποχή σύνθεσης της Επιστολής υπήρξε το διάστημα μεταξύ 90 και 100 μ.Χ., ενώ ως τόπο συγγραφής το πανόραμα των προτάσεων προτείνει από
την Αλεξάνδρεια μέχρι την Παλαιστίνη και από τη Συρία μέχρι τη Μικρά Ασία και ακόμη πιο πέρα. Η επιστολή μπορεί κάλλιστα να αναλυθεί τόσο από επιστολική, όσο και από ρητορική άποψη. Ο χαιρετισμός «ἔλεος ὑμι̃ν καὶ εἰρήνη καὶ ἀγάπη πληθυνθείη», που χαρακτηρίζεται από μια ασυνήθιστη τριάδα χωρίς το πρότυπο της παλαιοχριστιανικής «χάριτος» (π.χ. «χάρις ἔλεος εἰρήνη παρὰ θεου̃» [Β΄ Ιωάν. 3]), περιέχονται παραλλήλως και στην Β΄ Πέτρου στο στίχο 1,2 όπως και η επιθυμία, που εκφράζεται στην ευκτική με το πληθυνθείη, την οποία η Επιστολή Ιούδα τη μοιράζεται τόσο με την Α΄ Πέτρου στο στίχο 1,2 όσο και με την Β΄ Πέτρου στο στίχο 1,2. Ο στίχος 3 απευθύνεται στους αναγνώστες ως « ἀγαπητούς», εφιστά την προσοχή στην Επιστολή («πα̃σαν σπουδὴν ποιούμενος γράφειν ὑμι̃ν περὶ τη̃ς κοινη̃ς ἡμω̃ν σωτηρίας»), και δηλώνει το σκοπό για τον οποίο έγραψε την Επιστολή («παρακαλω̃ν ἐπαγωνίζεσθαι τη̨̃ ἅπαξ παραδοθείση̨ τοι̃ς ἁγίοις πίστει »), ενώ στο στίχο 4 η πρόταση, που εισάγεται με το επαγωγικό γαρ, μας εισάγει στο θέμα των ψευδοδιδασκάλων, στους οποίους πρόκειται να επιτεθεί απότομα στη συνέχεια. Οι στίχοι 3 και 4 αναλαμβάνουν τη διπλή λειτουργία του επιστολικού προοιμίου, αλλά και του ανοίγματος του σώματος (κάτι το οποίο μπορεί να εξηγήσει γιατί ο Watson ορίζει το στίχο 3 με ρητορικούς όρους ως προοίμιο (exordium) και το στίχο 4 ως δήλωση της υπόθεσης (narratio). Το μεσαίο σώμα της Επιστολής στους στίχους 5-16 (επιχειρηματολογία [probatio] κατά τον Watson, με τρεις αποδείξεις) παρουσιάζει αρνητικά παραδείγματα σε ομάδες των τριών (π.χ. τη γενιά που ελευθερώθηκε από την Αίγυπτο και πέθανε στην έρημο, τους πεπτωκότας αγγέλους, τα Σόδομα και τα Γόμορρα στους στ. 5-7. Τον Κάιν, τον Βαλαάμ, και τον Κορέ στο στ. 11), κάποιες φορές αντλώντας τα παραδείγματά του από την Παλαιά Διαθήκη, και μερικές φορές από απόκρυφες ή ψευδεπίγραφες παραδόσεις (βλ. τη διαμάχη μεταξύ του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και του διαβόλου πάνω από το άψυχο σώμα του Μωϋσή στο στ. 9 και την παράθεση του Ενώχ στους στ. 14-15 [πρβλ.. 1 Ενώχ 18,15-16 & 21,5-6]) χρησιμοποιώντας πολεμική εναντίον των αντιπάλων προκειμένου να ερμηνεύσει τα παραδείγματα.. Η άμεση προσφώνηση στους στ. 17 και 20 διαιρεί τον επίλογο του σώματος, που βρίσκεται στους στίχους 17-23 σε δύο μέρη, το πρώτο στους στ.17-19 και το δεύτερο στους στ. 20-23 (βλ. κατά Watson κατακλείδα (peroratio), που ομοίως διαιρείται σε μία επανάληψη (repetitio) στους στ. 17-19 και έναν συναισθηματικό επηρεασμό (adfectus) στους στ. 20-23). Αυτό οδηγεί στη συνέχεια στο οριστικό κλείσιμο της Επιστολής, για το οποίο προορίζεται η δοξολογία στους στ.24-25. Δομικώς, το πρώτο στοιχείο του κλεισίματος του σώματος, αναφέρεται στους «ἀσεβει̃ς», οι οποίοι υποκύπτουν στις δικές τους επιθυμίες (στ.17-19) και αντιστοιχεί στο δεύτερο στοιχείο του προοιμίου ή του ανοίγματος του σώματος, όπου αναφέρονται οι εισβολείς που «τὴν του̃ θεου̃ ἡμω̃ν χάριν μετατιθέντες εἰς ἀσέλγειαν » στο στίχο 4. Με την ίδια λογική, το δεύτερο στοιχείο του κλεισίματος του σώματος, το οποίο ενισχύει την πίστη των παραληπτών της Επιστολής στους στ. 17-23, αντιστοιχεί περισσότερο με το πρώτο στοιχείο του προοιμίου ή του ανοίγματος της Επιστολής, για την πίστη που έχει παραδοθεί άπαξ σε όλους τους αγίους στο στ. 3. Μια τέτοια ομόκεντρη δομή, επομένως, επαληθεύει και τη θέση σχετικά με τη διπλή λειτουργία των στ. 3-4 και ως προοιμίου, αλλά και ως ανοίγματος της Επιστολής, ενώ επικυρώνεται και από τους στίχους 17 – 23. 6. Η συλλογή των Καθολικών Επιστολών
Η ονομασία «καθολική επιστολή» φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά για την Α΄ Ιωάννου και ήταν ήδη γνωστή, επίσης, σε αναφορές για άλλες Επιστολές, περίπου το 200 μ.Χ. Ο Ευσέβιος Καισαρείας, στη συνέχεια, χρησιμοποιεί τον όρο πληρέστερα κατανοητό, γύρω στο 300 μ.Χ., ιδιαίτερα για τις Επιστολές Ιακώβου και Ιούδα, όταν γράφει, για παράδειγμα, στην Εκκλησιαστική Ιστορία (2.23.24-25) τα ακόλουθα: «Αυτή είναι η ιστορία της Επιστολής Ιακώβου, του οποίου λέγεται ότι είναι η πρώτη από τις Επιστολές, που ονομάζονται Καθολικές. Είναι άξιο αναφοράς ότι η αυθεντικότητά τους έχει αμφισβητηθεί από μερικούς, από τους αρχαίους σχολιαστές, όπως έγινε και στην περίπτωση της Επιστολής, που αποκαλείται του Ιούδα, η οποία είναι μία από τις επτά που ονομάζονται Καθολικές. Ωστόσο γνωρίζουμε ότι αυτές οι επιστολές έχουν χρησιμοποιηθεί δημοσίως, μαζί με τις υπόλοιπες, στις περισσότερες Εκκλησίες.» Το χαρακτηριστικό «καθολική» περιλαμβάνει δύο ιδέες. Η αρχική ιδέα ήταν ότι μια τέτοια επιστολή δεν απευθυνόταν σε μία συγκεκριμένη Εκκλησία, αλλά σε ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη και έτσι απευθυνόταν σε ένα πιο ευρύ κοινό, γεγονός που οδηγεί στην αγγλική ονομασία «Γενικές Επιστολές» (βλ. Aune). Αργότερα «καθολική» ουσιαστικά κατέληξε να σημαίνει «κανονική» και ως τέτοια Επιστολή γινόταν δεκτή από ολόκληρη την Εκκλησία. Αυτό έγινε, αρχικώς, σχετικά χωρίς προβλήματα, μόνο για τις μεγαλύτερες Επιστολές, την Α΄ Πέτρου, την Α΄ Ιωάννου και με επιφυλάξεις, επίσης, για την Επιστολή Ιακώβου. Η επέκταση αυτής της ομάδας με την προσθήκη της Β΄ Πέτρου, της Β΄ Ιωάννου, της Γ΄ Ιωάννου και του Ιούδα, έτσι ώστε να συμπληρωθεί ο αριθμός επτά, δεν έγινε τυχαία. Μαζί με τις 14 Επιστολές του Παύλειου εκτεταμένου σώματος (συμπεριλαμβανομένης της Προς Εβραίους), η Καινή Διαθήκη περιέχει 3 x 7 Επιστολές, συνδυάζοντας δύο σημαντικούς, συμβολικούς αριθμούς ταυτοχρόνως. Ως εκ τούτου ο τεχνητός τρόπος της όλης «κατασκευής» υπογραμμίζεται ιδιαίτερα. Αυτό αποδεικνύεται επίσης από το γεγονός ότι ως προϊόντα της Ιωάννειας σχολής, οι Α΄, Β΄ και Γ΄ Ιωάννου, μαζί με το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο (και πιθανώς την Αποκάλυψη), αποτελούν στην πραγματικότητα τον βιβλικό κανόνα των Ιωάννειων Εκκλησιών, και ως εκ τούτου οι Επιστολές Ιωάννου, όσον αφορά το περιεχόμενό τους, ανήκουν στην ίδια ομάδα Βιβλίων μαζί με το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, παρά στις Καθολικές Επιστολές. Η παραδοσιακή εσωτερική αλληλουχία των Καθολικών Επιστολών που υπάρχει στις Βίβλους μας, κυριαρχεί στην πλειοψηφία των αρχαίων χειρογράφων. Η αρχή που προσδιόρισε την κατάταξή τους ήταν για άλλη μια φορά το μέγεθος, δηλαδή από τη μεγαλύτερη προς τη μικρότερη, αν και τηρώντας αυστηρά το μέτρο η Α΄ Ιωάννου (2141 λέξεις) θα πρέπει να προηγηθεί της Επιστολής Ιακώβου (1742) και της Α΄ Πέτρου (1684), αλλά η κατάταξη σύμφωνα με το μήκος της Επιστολής διακόπτεται από την προσπάθεια να γειτνιάζουν οι Επιστολές, που έχουν αποδοθεί σε έναν συγγραφέα όλες μαζί (Α΄-Β΄ Πέτρου & Α΄-Γ΄ Ιωάννου). Είναι επομένως ακόμη πιο ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η παρούσα κατάταξη δεν είναι αυστηρώς εξαρτώμενη από το μέγεθος των Επιστολών, αλλά αντιστοιχεί στους τρεις «πυλώνες» της εκκλησίας της Ιερουσαλήμ, «Ιάκωβος και Κηφάς και Ιωάννης», στην Προς Γαλάτας Επιστολή (2,9). Τα ελληνικά χειρόγραφα δεν τοποθετούν τις Καθολικές Επιστολές, όπως κάνουν οι σύγχρονες εκδόσεις μας, μεταξύ της Προς Εβραίους Επιστολής και της Αποκάλυψης, αλλά, συνήθως, μεταξύ των Πράξεων και των Παύλειων Επιστολών. Έτσι, με τον τρόπο αυτό, τονίζεται η προτεραιότητα των τριών «πυλώνων» - Αποστόλων, σε σχέση με τον Απόστολο Παύλο, αλλά ταυτοχρόνως με αυτή τη σειρά, επίσης
προφανώς, επιδιώκεται να παρουσιαστεί η ομόφωνη μαρτυρία των τεσσάρων μεγάλων Αποστόλων σε ουσιώδη ζητήματα της πίστεως. Είναι λιγότερο γνωστό το γεγονός ότι τα όρια του Εκκλησιαστικού Κανόνα είναι ασαφή, όσον αφορά τις «μικρές» Καθολικές Επιστολές. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες της Συρίας τηρούν μέχρι σήμερα τον «Κανόνα της Πεσιτά» (Peshitta), την παλαιά συριακή μετάφραση στην οποία οι Επιστολές Ιακώβου, Α΄ Πέτρου και Α΄ Ιωάννου έγιναν αποδεκτές, αλλά όχι οι Επιστολές Β΄ Πέτρου, Β΄ και Γ΄ Ιωάννου και Ιούδα. Δ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΣΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ 1. Πράξεις Αποστόλων Βλέπε παρακάτω, Κεφάλαιο 8, μέρος Δ΄. 2. Αποκάλυψις Ιωάννου α) Το επιστολικό πλαίσιο Η Αποκάλυψη του Ιωάννη, η οποίο γράφηκε τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Αυτοκράτορα Δομιτιανού γύρω στο 90 με 95 μ.Χ., εμφανίζει μια, ακόμη πιο έντονη, επικάλυψη αποκαλυπτικού και επιστολικού είδους από το Β΄ Βαρούχ (βλ. κεφ. 6, τμ. Β.3). Ολόκληρο το βιβλίο της Αποκάλυψης εμφανίζει ένα δικό του επιστολικό πλαίσιο μετά την εκτεταμένη επικεφαλίδα ή τίτλο του βιβλίου στους στίχους Αποκ. 1,1-3 (ἀποκάλυψις ’Ιησου̃ Χριστου̃… κ.λπ»). Πριν από την έναρξη της αφήγησης του οράματος, στο στίχο 1,9, της οποίας προηγείται μία προφητική παράθεση στο στίχο 1,7 και μια θεϊκή «αυτοταυτοποίηση» στο στίχο 1,8, θα βρούμε, στους στίχους 1,4-6, μία επιστολική σύσταση (prescript), η οποία συμφωνεί, ως ένα βαθμό, με τις συμβατικές συστάσεις των Παύλειων και δευτερο-Παύλειων Επιστολών. Στην επιγραφή (superscription) της σύστασης, ο ίδιος ο συγγραφέας παρουσιάζει τον ίδιο του τον εαυτό, πιθανότατα με το αυθεντικό, αλλά όχι και τόσο αποκαλυπτικό όνομα «’Ιωάννη̨ς», (το οποίο μόλις που μας βοηθάει να τον εντοπίσουμε ιστορικά), ενώ η σύσταση ορίζει ως παραλήπτες «ται̃ς ἑπτὰ ἐκκλησίαις ται̃ς ἐν τη̨̃ ’Ασία̨». Κατ’ αναλογία με την Προς Γαλάτας Επιστολή, η οποία αρχίζει με έναν χαιρετισμό τυπικά Παύλειο, με το «χάρις ὑμι̃ν καὶ εἰρήνη» και περιέχει μια σημαντική επέκταση, η οποία αφορά την αποστολή της χάριτος και της ειρήνης, που αποστέλλονται στην περίπτωση αυτή, «ἀπò θεου̃ πατρòς ἡμω̃ν καὶ κυρίου ’Ιησου̃ Χριστου̃ του̃ δόντος ἑαυτòν ὑπὲρ τω̃ν ἁμαρτιω̃ν ἡμω̃ν » (Γαλ. 1,3-4). Στην Αποκάλυψη οι στίχοι 1,4-5α αναφέρουν: «χάρις ὑμι̃ν καὶ εἰρήνη ἀπò θεου̃, ὁ ὢν καὶ ὁ ἠ̃ν καὶ ὁ ἐρχόμενος καὶ ἀπò τω̃ν ἑπτὰ πνευμάτων ἃ ἐνώπιον του̃ θρόνου
αὐτου καὶ ἀπò ’Ιησου̃ Χριστου̃ ὁ μάρτυς ὁ πιστός ὁ πρωτότοκος τω̃ν νεκρω̃ν καὶ ὁ ἄρχων τω̃ν βασιλέων τη̃ς γη̃ς».
Ο χαιρετισμός καταλήγει με μία δοξολογία, που εδώ δεν απευθύνεται προς τον Θεό Πατέρα (όπως στην Προς Γαλάτας), αλλά στον Ιησού Χριστό, «τω̨̃ ἀγαπω̃ντι ἡμα̃ς καὶ λούσαντι ἡμα̃ς ἐκ τω̃ν ἁμαρτιω̃ν ἡμω̃ν ἐν τω̨̃ αἵματι αὐτου̃... αὐτω̨̃ ἡ δόξα καὶ τò κράτος εἰς τοὺς αἰω̃νας τω̃ν αἰώνων ἀμήν» (Αποκ. 1,5β-6). Κατά την έναρξη της αφήγησης από τον συγγραφέα του οράματός του έρχεται αντιμέτωπος με τον «ὅμοιον υἱòν ἀνθρώπου» (Αποκ 1,9-20), ο οποίος τον προστάζει να «γράψει» προς τις επτά εκκλησίες, που αναφέρονται ονομαστικά ως εκείνες, που βρίσκονται στην Έφεσο, τη Σμύρνη, την Πέργαμο, τα Θυάτειρα, τις Σάρδεις, τη Φιλαδέλφεια, και τη Λαοδίκεια (1,11). Αυτές είναι οι ίδιες εκκλησίες στις οποίες απευθύνεται με επιστολή στους στίχους 2,1-3,22, οι οποίες αναφέρονται εδώ στον
στίχο 1,11 και στους στίχους 1,19-20 και καταλαμβάνουν μια πάγια θέση στην εισαγωγή του βιβλίου της Αποκάλυψης. Ο επίλογος του βιβλίου στους στίχους 22,621 καταλήγει στο στ. 21 με μία επιστολικού τύπου ευχή της Χάριτος, ενώ το αίτημα «ναί ἔρχου κύριε ’Ιησου̃» στον στ. 20 αντιστοιχεί στο «μαραν άθα̃» στην Α΄ Προς Κορινθίους Επιστολή στ.16:21. Παρά τα αναμφισβήτητα επιστολικά χαρακτηριστικά, παραμένει υπό αμφισβήτηση το αν θα πρέπει κάποιος να κατατάξει ολόκληρο το βιβλίο της Αποκάλυψης ως μία Επιστολή. Αυτό που γίνεται σαφές είναι ότι, ο συγγραφέας εκμεταλλεύεται την επικοινωνιακή δυναμική της επιστολικής μορφής, ειδικά αυτή του προσαρμόστηκε και αναπτύχθηκε στην Παύλεια μορφή Επιστολής, για να διευκολύνει την επικοινωνία ανάμεσα στον συγγραφέα και το κοινό του, το οποίο ζει σε πρώην Παύλειες Εκκλησίες (π.χ. η Έφεσος επί κεφαλής της λίστας Εκκλησιών), κομίζοντας έτσι το μήνυμα στον προορισμό του. β) Οι Επιστολές στις επτά Εκκλησίες Οι «ανοικτές Επιστολές» στα 2ο και 3ο Κεφάλαια της Αποκάλυψης υπαγορεύονται από τον αναστημένο Χριστό στον οραματιζόμενο Ιωάννη, ο οποίος, με τη σειρά του, απευθύνει τις Επιστολές στους αγγέλους των επτά Εκκλησιών, για τους οποίους οι άγγελοι των εβδομήντα (ή εβδομηνταδύο) εθνών της ιουδαϊκής αποκαλυπτικής παράδοσης χρησιμεύουν ως υπόβαθρο. Η Έφεσος, ως η πρώτη Εκκλησία στην οποία απευθύνεται, είναι η πόλη μεταξύ των επτά που κείται σχεδόν απέναντι από το νησί της Πάτμου, όπου βρίσκεται ο συγγραφέας, σύμφωνα με το στίχο 1,9 (η πόλη της Μιλήτου θα ήταν ακόμα πιο κοντά, αλλά αυτή δεν αναφέρεται, ίσως επειδή ο συγγραφέας γράφει από τη Μίλητο, αντί από την Πάτμο, όπου είδε αρχικά το όραμα, ή δεν υπήρχε, ακόμη, χριστιανική κοινότητα στη Μίλητο). Αν κάποιος συνδέσει, με μία γραμμή, τις επτά πόλεις με τη σειρά, με την οποία αναφέρονται στην Αποκάλυψη θα πραγματοποιήσει μία κυκλική διαδρομή (βλ. το χάρτη σε Roloff 35), που μπορεί να ερμηνευθεί ως μια ταχυδρομική διαδρομή. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάποιος πρέπει να αφαιρέσει οποιαδήποτε από τις Επιστολές μέσα από το κείμενο θεωρώντας ότι απευθύνεται μόνο στη συγκεκριμένη Εκκλησία. Όλες οι Επιστολές προορίζεται να διαβαστούν από όλες τις Εκκλησίες, και όλες γράφτηκαν από τον συγγραφέα για να εξυπηρετήσουν αυτό το πλαίσιο. Παρά τις παραλλαγές στις επί μέρους λεπτομέρειες, υπάρχει μια σταθερή δομή για το σύνολο των επτά Επιστολών, που ενσωματώνει τα ακόλουθα τμήματα: - Σύσταση (adscription) «τω̨̃ ἀγγέλω̨, κ.λπ.», με την εντολή να «γράψει» (γράψον). - Τύπος μηνύματος «τάδε λέγει», κ.λπ. - Χριστολογικό τίτλο, π.χ. «ὁ κρατω̃ν τοὺς ἑπτὰ ἀστέρας», «ὁ πρω̃τος καὶ ὁ ἔσχατος», «ὁ ἔχων τὴν ῥομφαίαν τὴν δίστομον τὴν ὀξει̃αν », «ὁ υἱòς του̃ θεου̃», «ὁ ἔχων τὰ ἑπτὰ πνεύματα του̃ θεου̃», «ὁ ἅγιος ὁ ἀληθινός», «ὁ μάρτυς ὁ πιστòς καὶ ἀληθινός». - Περιγραφή της κατάστασης που αρχίζει με το «Γνωρίζω» π.χ. « οἰ̃δα τὰ ἐρ ́ γα σου», «οἰ̃δά σου τὴν θλι̃ψιν», «οἰ̃δα που̃ κατοικει̃ς». - Πρόσκληση για να ακροαστούν: «ὁ ἐχ́ ων οὐ̃ς ἀκουσάτω τί τò πνευ̃μα λέγει » (μερικές φορές τοποθετείται μετά το τελευταίο στοιχείο, που ακολουθεί παρακάτω) - Υπόσχονται νίκη στο όνομα αυτού που νικά ή κατακτά: «τω̨̃ νικω̃ντι», «ὁ νικω̃ν». Αυτά τα ιδιαίτερα στοιχεία έχουν πολύ μικρή σχέση με το τυπικό, Ελληνορωμαϊκό, επιστολικό μοντέλο και τα τυπικά μοτίβα του, αλλά μας πάει πίσω εν μέρει σε προφητικούς τρόπους ομιλίας, οι οποίοι με τη σειρά τους επηρεάζονται ενίοτε από
επιστολές της αρχαιότητας (εξ ου και το «τάδε λέγει Κύριος» το οποίο δεν είναι μόνο μία προφητικού μηνύματος φόρμουλα, αλλά επίσης εμφανίζεται στις συστάσεις των αρχαϊκών επιστολών). Συνεπώς υπάρχει μια κύρια δικαιολογία για να συγκρίνουμε τις Επιστολές της Αποκάλυψης με προφητικές επιστολές, όπως του Ιερεμία στο κεφ. 29 (στ. 4 και 31 «Τάδε λέγει Κύριος κ.λπ.») ή στο βιβλίο Β΄ Χρονικών 21,12-15. Ο Deissmann στην εποχή του θέλησε να λύσει το παζλ των επιστολών στις επτά Εκκλησίες κατηγοριοποιώντας τις ως «επιστολές από τον ουρανό» (Light from the Ancient East, 244–45, 374–75). Μια επιστολή από τον ουρανό, όπως το όνομά της μαρτυρά, πέφτει από τον ουρανό στη γη, δηλαδή αποστέλλεται από τους θεούς στους ανθρώπους, και περιέχει χρησμούς, απειλές και υποσχέσεις. Δυστυχώς, υπάρχει ελάχιστη έρευνα για την προϊστορία των επιστολών αυτών και μια γενική έλλειψη προκαταρκτικών εργασιών γύρω από τέτοιου είδους επιστολές. Η επιστολή από τον ουρανό, προφανώς, κατάγεται από την Αίγυπτο, όπου θα βρούμε επίσης ομόλογες επιστολές, δηλαδή επιστολές των ανθρώπων προς τους θεούς, οι οποίες πιθανώς εξελίχθηκαν από τις επιστολές προς τον θάνατο. Στην Ελληνιστική πολιτισμική σφαίρα η επιστολή από τον ουρανό εμφανίζεται, για παράδειγμα, σε συνδυασμό με τον θεραπευτή θεό Ασκληπιό. Σε έναν από τους προσκυνητές του, ο οποίος ήταν σχεδόν τυφλός, ο Ασκληπιός στέλνει μία ποιήτρια «με έναν σφραγισμένο, γραμμένο πίνακα» τον οποίο ο δυστυχής καθοδηγείται να διαβάσει, ακόμη και αν δεν είναι σε θέση να το πράξει. Ωστόσο, «επειδή ήλπιζε σε ένα ευνοϊκό σημάδι από τον Ασκληπιό, αφαίρεσε τη σφραγίδα, κοίταξε προς τον κέρινο πίνακα και θεραπεύτηκε» (Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις 10.38.13 και περαιτέρω παραδείγματα στους Αίλιο, Αριστείδη, Φλάβιο Φιλόστρατο, και τον αυτοκράτορα Ιουλιανό). Ο Επίκουρος στο έργο του «Κανόνας ή πρότυπο της Κρίσης», που ο Κικέρων αναφέρει ως «ουράνια γραφή» (caeleste volumen) (Κικέρων, De natura deorum 1,43. πρβλ. De finibus 1,63: quasi delapsa de caelo = ως να επιπλέουν υποκάτω του ουρανού), δεν έχει επιστολική μορφή. H χριστιανική αντίληψη της επιστολής από τον ουρανό, δεν φαίνεται πραγματικά να υφίσταται μέχρι τον τέταρτο ή έκτο αιώνα μ.Χ. αλλά, από εκεί και έπειτα, η επιστολή από τον ουρανό ή η ομόλογή της επιστολή από την κόλαση, παίζει σημαντικό ρόλο στη λαϊκή ευσέβεια των μεσαιωνικών και των νεώτερων χρόνων (μία μοντέρνα άποψη για τις επιστολές μεταξύ δαιμόνων, ή καλύτερα κολάσεως, ή ουρανού και γης, δείτε στο έργο του CS Lewis με τίτλο: Screwtape Letters). Μπορούμε να αφήσουμε κατά μέρος τη συζήτηση των γραμμάτων από τον ουρανό, επειδή αυτό το είδος δεν ρίχνει σημαντικό φως στις Επιστολές του 2 ου και του 3ου κεφαλαίου της Αποκάλυψης. Μεταξύ άλλων, τα γράμματα που πέφτουν απ’ ευθείας από τον ουρανό, θα υποτιμούσαν το ρόλο του διαμεσολαβητή οραματιστή Ιωάννη. Από την άλλη μεριά, μία από τις προτάσεις του Deissmann έχει αντέξει στο διάβα του χρόνου (βλ. Light, 375 με nn. 5-7): Παράλληλα με τον τύπο της αγγελιοφόρου Επιστολής από το Χριστό στην Αποκάλυψη, ο Deissmann διέκρινε τη χρήση του dicit (λέγει) και του «τάδε λέγει» στις ρωμαϊκές αυτοκρατορικές επιστολές. Με την αναγνώριση ότι αυτό χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σε αυτοκρατορικά διατάγματα (σε αντίθεση με απλά διατάγματα, προβλέψεις και εντολές), ο D.E. Aune οδηγείται να πιστέψει ότι η μορφή των βασιλικών και αυτοκρατορικών διαταγμάτων έχει συνδυαστεί στις Επιστολές προς τις επτά εκκλησίες, μαζί με τους προφητικούς και παραινετικούς χρησμούς για τη σωτηρία και τη μέλλουσα κρίση.