ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ
Εκδόσεις Διάνυσμα, 2015 ekdoseisdianisma@gmail.com facebook.com/ekdoseisdianisma
ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ
εκδόσεις
ΔΙΆΝΥΣΜΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Μὲ τὸν ὄρο Επτανησιακη Σχολή εννοούμε τη λογοτεχνική παραγωγή των Ιονίων νήσων απο τὶς τελευταῖες δεκαετίας τοῦ 18ου αἱ. ἕως τὸ τέλος τοῦ 19ου αἱ. Ὁ ὅρος ἑπτανησιακὴ σχολὴ εἰσήχθη ἀπὸ τον Ροΐδη καὶ τονΑσώπιο στο 2ο μισό του 19ου αἰῶνα καὶ τὸν υἱοθέτησε ἀργότερα ὀ Κωστὴς Παλαμάς στα κριτικὰ του δοκίμια για τοὺς ἑπτανήσιους ποιητες. Ἐπίκεντρο αὐτῆς τῆς ἀξιόλογης παραγωγῆς εἶναι ὀ Διονύσιος Σολωμός. Σὲ αὐτὴ τὴν περίοδο -ἀντίθετα ἂπ΄ ὅ,τι συμβαίνει μὲ την ποίηση έχουμε μικρὴ παραγωγὴ πεζογραφικῶν κειμένων. Σὲ τούτη τὴ μικρὴ παραγωγὴ ξεχωρίζει ἠ Αυτοβιογραφία, της Ελισάβετ Μουτζᾶν-Μαρτινέγκου 1831, τὸ πρῶτο ἑλληνικὸ γυναικεῖο πεζογράφημα, μαρτυρία γιὰ τὴν περιθωριοποιημένη θέση τῆς γυναίκας σὲ σχέση μὲ τὴν πνευματικὴ καὶ κοινωνικὴ ζωὴ τῆς ἑπτανησιακής πολιτισμικης επικρατειας. Στὸν ἀντίποδα τῆς πεζογραφικῆς παραγωγῆς βρίσκεται ἡ παραγωγὴ κριτικῶν δοκιμίων, φιλολογικῶν καὶ αἰσθητικῶν μελετῶν, ὅπως ὁ Διάλογος τοῦ Δ. Σολωμού, τὰ «Προλεγόμενα» τοῦ Ἰακ. Πολυλὰ στὴν ἔκδοση τοῦ ἔργου τοῦ Σολωμοῦ καὶ ἡ μελέτη τοῦ Καλοσγούρου γιὰ τὴ μετάφραση τοῦ σαιξπηρικού Αμλετ απο τὸν Ἰακ. Πολυλά. Δυναμικὸ ἐπίσης ἐμφανίζεται καὶ τὸ μεταφραστικὸ ἔργο σὲ ὅ,τι ἀφορᾷ στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία καὶ τὶς νεότερες δυτικὲς λογοτεχνίες. Ἐκπρόσωποι τέλος τῆς θεατρικῆς παραγωγῆς γιὰ τὴν ἴδια περίοδο στὴν ἑπτανησιακὴ σχολὴ εἶναι οἱ θεατρικοὶ συγγραφείς Σαβογιας Ρούσμελης , ὁ Δ. Γουζέλης καὶ ὀ Ιωάννης Ζαμπέλιος.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ
Ο Ανδρέας Λασκαράτος (1 Μαΐου 1811-24 Ἰουλίου 1901) ἦταν ἀξιολογος σατιρικός ποιητης καὶ πεζογράφος ἀπὸ την Κεφαλλονιά. Ἀφορίστηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἐξ αἰτίας τῶν σατιρικῶν βελῶν τοῦ κατὰ τοῦ ἐπίσημου κλήρου.
ΤΟ ΛΗΞΟΎΡΙ Ὅντις ῾μπορῇ ἕνας σ᾿ ὅλους νὰ χαρίζῃ Καὶ στὸν ἴδιο καιρὸ νὰ μὴν τοὺς δίνῃ, ἤθελ᾿ εἶναι κακία νὰ ξεχωρίζῃ Ἕνανε, καὶ τοὺς ἄλλους νὰν τσ᾿ ἀφίνῃ. Ἔτσι καὶ τὴ Λαμπρὴ ὁ παπᾶς μας στήνει Τὴ λαμπάδα του σ᾿ ὅποιον τὴν ὁρίζει Γιατὶ, ὅσο κι ἂν ἀνάβουνε ἀπὸ ᾿κείνη, Τίποτα τοῦ παπᾶ δὲν τοῦ στοιχίζει. Ποὺ ἂν ἤτανε νὰ χάνῃ ὂχ τὴ λαμπάδα Τρεῖς τέσσαρες σταξοῦλες, δύο, μία, Τότε ναίσκε ἤθελ᾿ εἶναι φρονημάδα Νὰ βαλθῇ κι ὁ παπὰς σὲ οἰκονομία. Καὶ πλέον ὂχ τὴ λαμπάδα τοῦ παπᾶ Νὰ μὴν ἀνάβῃ πάρι ἡ παπαδιά. Ἔτσι κι ἐγὼ μ᾿ αὐτὸ τὸ ποιηματάκι Ὁποὺ τώρα τυπώνω, Μικρό, χαροποιὸ κι ἀλαφρουλάκι, Σ᾿ ὅλους σας τ᾿ ἀφιερώνω. Καὶ δίνω τὸ δικαίωμα στὸν καθένα, Εἰς σὲ λιγολογία, Νὰ ῾πῇ: «Τοῦτο ἀφιερώθηκε σ᾿ ἐμένα.» Κι ἂς τὸ χαρ« μὲ ὑγεία. Ξεκαθαρίζω ἀκόμη, Καὶ τοῦτο μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Δεσπότη,
11
Καὶ μὲ στέρεά μου γνώμη, Πῶς ἀκούω, διορίζω καὶ θέλω, ὅτι, Καλόγηροι, παπᾶδες, ᾿Παντρεμένες, ἀνύπαντρες κοπέλες, Καλόγρηες, ἀσκητᾶδες, Νηὲς ὤμορφες, καὶ γρηὲς μὲ σοτανέλες, Ὅλοι, γιὰ ῾πινομή μου, Νἄχουνε μέρος στὴν ἀφιέρωσή μου.
12
Η ΆΝΟΙΞΗ Ἐδῶναι, ἐδῶναι, ἐπλάκωσε. Γυναῖκες μαζωχτεῖτε. Ὀμπρός, συναπαντῆστε τη Ὀμπρὸς νὰν τὴ δεχτεῖτε. Νά, νἄρχεται ἡ γλυκιὰ Ἄνοιξη Λουλουδοστολισμένη, Ἀπάνου σ᾿ ἕνα γαΐδαρο Ἀντρίκια καθισμένη. Κι ὀπίσωθέ της τρέχουνε Κοπάδια γκαριστάδες, Ὅλοι ζουρλοὶ ἀπὸ τὸ αἴσθημα, Ὅλοι ζεστοὶ ἐραστάδες. Κλοτσοῦν᾿ τετραποδίζοντες Καὶ κλαῖν᾿ ὂχ τὴ χαρά τους, Καὶ ζωντανὴ στὰ μάτια τους Θωρεῖς τὴ βουρλισιά τους. Καὶ ὁλόθερμα γκαρίζοντες Τσὴ χάρες της πολλὴ-ὥρα, Τὴ φέρνουνε ἀλοτρίγυρα Νὰν τήνε ἰδῇ ὅλ᾿ ἡ χώρα. Καὶ αὐτὴ στὸ δρόμο ἐρχόμενη, Φυσώντας ἀέρα χλιόνε Γιομίζει ζέστα ἀπάντεχα
13
Τσὴ πόρτες τῶν σπητιῶνε. Ὥστε καψιόνει ἡ νηόνυφη Στὸ χλιούτσικο ἀγεράκι, Κι ενδύνεται ἀλαφρότερο Λινὸ φορεματάκι. Καὶ ᾿βγαίνει καὶ δροσίζεται, Καὶ βλέπεις τὸ αἴσθημά της, Ποῦ ἀκούει νὰν τῆς ἐδρόσισε Ὁ ἀγέρας τὴν καρδιά της. Ἄχ! ᾿Ἀνοίξη, γλυκιὰ ᾿Ἄνοιξη! Συντρόφισα τοῦ νηῶνε, Ἴστρε κοινὲ ἀξεχώριστα Σερνικοθύλικωνε! Ἂν ἐσὺ τώρα ἐγύριζες Κι ἀλλοῦ τὰ βήματά σου, Πόσους στὸν κάμπο ἀκόλουθους Ἤθελε εἰδεῖς κοντά σου! Ναί, κι ἦθε᾿ εἰδεῖς ποὺ οἱ γέροντες ᾿Σὰ δὲ ᾿μποροῦν᾿ νὰ ἐλθοῦνε, Μένουν᾿ ξοπίσω, κι ἄδικα Τοὺς νηοὺς κατηγοροῦνε. Καὶ δὲ ᾿θυμόντ᾿ ὅσα ἔκαναν Κι ἐκεῖνοι στὸν καιρό τους, Ὄντις ἀκούανε δύναμες Ζεστὲς εἰς τὸν ἐαυτό τους.
14
Μὰ ἔτσ᾿ εἶν... τώρ᾿ ἂς τ᾿ ἀφήσωμε. Νά, ἰδέτε τί κακὸ Χωριατοποῦλες ὤμορφες Ποὺ κάνουνε χορό. Ἂχ Ἄνοιξη, ἂς γυρίσωμε Σ᾿ ἐκεῖνες τὸ ποδάρι, Μὰ βάστα τοῦ γαϊδάρου σου Σφιχτὰ τὸ χαλινάρι. Νά, ἰδέτες ποὺ ἀγκαλιάζουνται ἡ πουλιὸ νηότερεςτους, Κι ἀμπόνουνται, καὶ πέφτουνε Καὶ φαίνουντ᾿ οἱ ὠμορφιές τους. Ἂχ Ἄνοιξη, βαστηόσουνε Ἀπάνου στὸ σαμάρι, Καὶ τράβαε τοῦ γαϊδάρου σου Σφιχτὰ τὸ χαλινάρι. Ἄνοιξη, γλυκιά μου Ἄνοιξη, Συντρόφισα τοῦ νηῶνε, Ἴστρε κοινὲ ἀξεχώριστα Σερνικοθηλυκῶνε!...
15
ΣΥΧΑΡΙΆΣΜΑΤΑ ΕΙΣ ΓΕΝΈΘΛΙΑ ΓΑΪΔΆΡΟΥ Καλορίζικος. Νὰ ζήσῃ Ὁ νηὸς γαΐδαρος, ν᾿ ἀξίνῃ. Νὰ σοῦ ζήση, νὰ σοῦ γίνῃ Ὡς καθὼς ἐπιθυμᾶς. Νὰ σοῦ ἀξένουνε τ᾿ αὐτιά του, Καὶ νὰν᾿ τὰ συχνοτσουλόνῃ. Νὰ χοντρένῃ, νὰ ῾ψηλώνῃ, Ὡς καθὼς ἐπιθυμᾶς. Νὰ σοῦ ζήσῃ. Ὁ Θειὸς νὰ κάμῃ Νὰ σοῦ ζήσῃ ὁ γάϊδαρός σου. Νὰν τὸν ἔχης πάντα ὀμπρός σου Ὡς καθὼς ἐπιθυμᾶς. Νὰ σοῦ ζήσῃ ὁ γάϊδαρός σου Καὶ νὰ ζήσῃς κι ἡ ἀφεντιά σου, Νὰν τὸν ἔχῃς στὴ δουλειά σου Ὡς καθὼς ἐπιθυμᾶς.
16
ΣΟΒΑΡΆ ΚΆΠΟΙΑ 1851 Λονδίνο
Εἰκώνα ἀγαπητὴ τῆς γυναικός μου, Τώρα ἔλα καν᾿ ἐσὺ στὴ συντροφιά μου. Κατοίκα πάντα μέσα στὴν καρδιά μου, Καὶ φύλαμε ὂχ τσὴ πλάνεσες τοῦ κόσμου. Ἐσὺ γιὰ ῾μὲ Προστάτης Ἄγγελός μου, Ἄμεμπτα φύλαε τὰ πατήματά μου Καὶ προτοῦ σκοτισθοῦν᾿ τὰ λογικά μου, Πρόλαβε, τρέξε σὺ καὶ λάμψε ἐμπρός μου. Ναί, τὸ φῶς σου ᾿ξυπνάει τὴν ἀρετή μου, Καὶ πιστόνε σ᾿ ἐσένα μὲ βαστένει. Γιατὶ τόσο σ᾿ αἰσθάνομαι ᾿δική μου, Τόσο μὲ τὴ ψυχή μου ζυμωμένη, Ποῦ δὲν ἠξέρω πλέον στὴ διαλογή μου Πῶς νὰ σὲ ῾πῶ: γυναίκα μου ἢ ψυχή μου.
17
ΤΟ ΛΗΞΟΎΡΙ Α´
Ὅντις ἔπλασε ὁ Θειὸς τὴν Οἰκουμένη, τὸ Ληξούρι, καὶ τόσους ἄλλους τόπους, εἶπε στὸ νοῦ του: Ἄ! τώρα δὲ μοῦ μένει πάρι νὰ πλάσω, γέ μου, καὶ τσ᾽ ἀθρώπους». Κ᾽ ἐκεῖ ποὺ κράταε τὸν Ἀδὰμ στερνόνε, τοὖπε: «Σὺ νἆσαι, Ἀδάμ, τὸ ζῶ᾽ τῶ ζῶνε! «Ἤγουν, νἆσαι καλύτερος ἀπ᾽ ὅλα, νἄχῃς τὸ γάϊδαρο ἀπὸ κάτουθέ σου, νὰ θρέφεσαι μπαρμπούνι και τριόλα, νἆνε ἡ λαγκάδες ὅλες ἐδικές σου· Οἱ σκύλοι ταπεινοὶ νὰ σὲ ὑπακοῦνε, καὶ γιὰ σένανε ἡ κόττες νὰ γεννοῦνε». «Βάνω στὴν ἐξουσία σου τὰ σπανάκια, ἄν θέλῃς νὰ τὰ κάνῃς τσιγαρίδι· γιὰ σένανε φυτεύω ῥαπανάκια, ἐσὺ νὰ τρῶς τὸ μῆλο καὶ τὸ ἀπίδι. Ὅλα νὰν τἄχῃς χωρὶς νὰ κοπιάζῃς, καὶ σ᾽ ἀγαπάω πολύ, γιατὶ μοῦ μοιάζεις». «Σοῦ χτιῶ στὸ περιβόλι μου παλάτι μ᾽ ὅσα καλὰ ἡ θεία μου Πρόνοια δίνει· καὶ νὰ τρῶς τὸ καλύτερο κομμάτι χώρις νὰ σοῦ στοιχίζῃ ἕνα φαρδίνι. Μὰ ἔτσι κηόλα ζητῶ σου, κὺρ Ἀδάμ μου, νὰ μὴ ᾽γγίξῃς ποτὲ τὰ τάλαρά μου!».
18
«Εἶν᾽ τὸ ξύλο τῆς γνώσεως τὰ χρήματα, κι᾽ ὅποιος τἄχει, ἔχει γνῶσι, εἶν᾽ προκομμένος, ὤμορφος, ἔχει χίλια προτερήματα, εἶνε ἀπ᾽ ὅλον τὸν κόσμο ῾παινεμένος, παντοῦ ἐπιθυμητός... μὰ εἶν᾽ καὶ φαρμάκι ποὺ κάνουν τὴν ψυχὴ πηλὸ ὀχ τ᾽ αὐλάκι». «Μὴν τὰ ῾γγίξτε, γιατὶ θὲ νὰ γνωρίσετε τὸ βουλιασμὸ τῆς ἀθωότητός σας, καὶ πλέον δὲ θὰ μπορέσετε νὰ ζήσετε εὐτυχισμένοι στὸν παράδεισό σας. Τἄφτειασ᾽ ὁ Διάολος, κ᾽ εἶνε διαολεμένα. Ἄστε τα ἐκεῖ. Τοῦ τἄχω ἀμαχεμένα».
19
Β´ Ἕνα ὤμορφο καὶ πλούσιο περιβόλι εἶχε τότες ὁ Θειὸς εἰς τὴν Ἀσία, καὶ γιὰ νὰ μὴν ἐμπαίνουνε οἱ διαόλοι νὰ κάνουνε στὰ λάχανα ζημία, μέσ᾽ ᾽ς τσὴ φράχτες ἐκεῖ τσὴ καλαμένιες εἶχε στημένες τσάκες σιδερένιες. Μά, καθὼς ὡς καὶ τώρα συνεβαίνει, ἐκεῖ ποὺ στηοῦμε τσάκες γιὰ ποντίκια, ποὺ πιάνεται ἕνα, κι᾽ ἄλλο πάλε ῾μπαίνει, γιατὶ ῾μποδιέται ἡ τσάκα στὰ χαλίκια ἔτσι καὶ τότε, ἐμπαίνανε οἱ διαόλοι κι᾽ ἀφανίζανε τὸ μαῦρο περιβόλι. Μιὰ ῾μέρα ποὺ ὁ Ἀδὰμ κ᾽ ἡ ἀρχόντισσά του ἐμετρηόντανε ποιὸς εἶνε ψηλότερος, στὰ πόδια ὀρθοί, σὲ μιὰ μηλιὰ ἀποκάτου, καὶ καθένας τους ἤτανε εὐθυμότερος εἰς τὴν εὐτυχισμένη μοναξιά τους — νά! κ᾽ ἕνας Διαολάκης ὀμπροστά τους! —«Ἀδέλφια, λέει, καλῶς τὰ κουβεντιάζετε! ὤ, εὐτυχισμένοι ποὺ εἴστεν᾽ ἐδῶ - πέρα σὲ τόσες ἡδονές! Μὰ δὲ δουλιάζετε . . . . . . . . » ....................................... ....................................... ....................................... Ἐκάκιωσε τ᾽ ἀντρόϋνο κ᾽ ἐσκληρήθηκε γιὰ τοῦ Διαόλου τὴν ἄταχτη πράξη·
20
κι᾽ ὅλη κόκκινη ἡ Εὔα τοῦ ἀπεκρίθηκε: —«Γαϊδαράτσε, ποιός σὤδειξε τὴ τάξη νὰ μπαίνεις δίχως ἄδεια κοῦτρα-κοῦτρα; Μ᾽ ἕνα παπούτσι σὤπρεπε στὰ μοῦτρα!» —«Συμπάθειο, λέει ὁ Διάολος, Κυρά μου, γιατὶ δὲν ἦλθα μὲ κακὸ σκοπό . . . Διαβάτης εἶμαι· πηαίνω στὴ δουλειά μου καὶ βαστάω πραμματεῖες καὶ πουλῶ». Μόνε σὰν ἄκουσ᾽ ἡ Εὔα πραμματεῖες, τὤκαμε μιὰ χιλιάδα εὐχαριστίες. Εἶνε ἁλαφρά, λιγόμυαλη ἡ γυναῖκα, καὶ πολὺ τῆς ἀρέσουν τὰ στολίδια, καὶ μόλις ἀπὸ χίλιες ῾βρίσκεις δέκα νὰ μὴν ἔχουν τοῦ ἀντρός τους ἀντικλείδια, νὰ παίρνουν ὤμορφάμορφα παρᾶδες, νὰ τσὴ ᾽ξοδεύουνε ᾽ς τσὴ πραμματευτᾶδες. Ἐγὼ ὅμως δὲν τὸ παίρνω στὴν ψυχή μου πὼς ἡ Εὔα εἶχε ἀντικλείδι κ᾽ ἐτρυπούλευε. Τὸ λέν᾽ οἱ ἱστορικοί μας, ἀκροατή μου, καὶ λένε πὼς ὁ Διάολος τὴ συβούλευε, καὶ πὼς μετατρεμμένος εἰς σὲ φείδι τῆς ἐπῆγε μιὰ ῾μέρα τὸ ἀντικλείδι. Βέβαια ποὺ ἔπειτ᾽ ἀπὸ τόσους αἰῶνες ὁποὺ ἐφτειάστηκε ὁ Κόσμος, δὲ μπορεῖ νὰ γνωρίζουμε ἂν εἶνε ἀπατεῶνες ἢ ἂν λένε τὴν ἀλήθεια οἱ Ἱστορικοί. Μ᾽ ἀπὸ τὴς τωρινὲς γυναῖκες κρίνει κανείς, ὀμπρὸς - ὀπίσω καὶ γιὰ κείνη.
21
Ὡς τόσο ὁ Διάολος ἄνοιξε τσὴ κόφφες κ᾽ ἔβγαινε ὅσα στολίζουν τσὴ Κυράδες — μεταξωτά, μπατίστες, κρεπά, στόφφες, βελέτες, μπλόντες, ὀμπρελέτες, μποάδες . . . Κ᾽ ἡ Εὔα ποὺ τἄβλεπε, ἔτρεμε ἡ καρδιά της, καὶ ῾σα Χριστέ της νἆνε ὅλα ῾δικά της! Σὲ μι᾽ ἄλλη κόφφα εἶχε ὤμορφα διαμάντια, πουλιὸ ὤμορφα, δεμένα στο Παρίσι, καὶ χωριστὰ σ᾽ ἄλλο κουτί μπριλλάντια κυματερὰ σὰν τὸ νερὸ στὴ βρύση. Κ᾽ ἡ Εὔα, ὅντις τἄειδε, σκούζει: «Ὤ, γε! τὰ θέλω! τὰ θέλω, μόνε πλήρωνε, Ἀδαμιέλο!» Ὁ Διάολος, ὡς κ᾽ ἐκειὸς τὸν ῾παρακίνα· κι᾽ ὁ Ἀδὰμ δὲν εἶχε, κ᾽ ἔσφιγγε τσὴ πλάτες. Μὰ ἡ Εὔα κλαίοντας τὤλεγε: «Μ᾽ εὐκεῖνα μὲ περνᾷς πάντα! Πρόφασες μονάτες. Πάρε τα, Ἀδάμ μου . . . πάρε τα μπιστιού . . . Τὸν Ἄγουστο πλερώνεις . . . μιού . . . μιού . . . μιού . . . Τὰ δάκρυα ἐκειὰ τῆς Εὔας ἐσουρώνανε μέσ᾽ στὴν καρδιὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τὸν ἀνοίγανε· πού, ζαχαροφτιασμένος, τὸν ἐλυώνανε, τὸν ἐστενοχωρούσανε, τὸν ῾πνίγανε. Καὶ λέει: «Κακὸ ποὺ μοὖρτε τοῦ φτωχοῦ! Ἂς γένῃ, γέ μου, ἐτοῦτο τὸ ᾽μπιστιού». Τὸ ῾μπιστιοὺ ἔγινε κῃόλες, κ᾽ ἐμετρήθηκε καὶ τοῦτο μεταξὺ στὰ ἑφτὰ μυστήρια, γιατὶ ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ τὸ ἐντύθηκε, ἄκουε ῾πίσω θ᾽ ὁ Ἀδὰμ κλαμπανιστήρια,
22
σὰν τοῦ σκύλου, ὅντις τὤχουν τὰ παιδιὰ λάτινο ἀγγειὸ δεμένο στὴν ὀρά.
23
Γ´ Μὰ ἦλθε κι᾽ ὁ Ἄγουστος, ποὔταν᾽ ἡ διορία, κ᾽ ἦλθε κι᾽ ὁ Διάολος στὸν Ἀδὰμ μαζί του. Μὰ ὁ Ἄγουστος σὲ μεγάλη δυστυχία, κι᾽ ὁ Διάολος ζητάει τὴν πληρωμή του. Γιὰ πρώτη φορὰ τότε ἐκειὸς ὁ Διάολος ἐφάνηκε τοῦ Ἀδὰμ αἰσθητὸς Διάολος. Κράζει τὴν Εὔα κι᾽ ἀρχινάει τὴ γκρίνα· κ᾽ ἐγκρίνιαζε τ᾽ ἀντρόϋνο ἀνάμεσό του κ᾽ ἐτρωγότουν᾽ πουλιὸ πάρι ἕνα μῆνα — ὅντις διαλέει καιρὸ γιὰ τὸ σκοπό του ὁ Διάολος, κι᾽ ἀλλάζοντας μορφή, ἦλθε κ᾽ ηὗρε τὴν Εὔα μοναχή. — «Εὔα μου, λέει, σὲ βλέπω πικραμένη, καὶ μὲ λυπάει πολύ, ποὺ ὁ Θεὸς τὸ ξέρει, γιατὶ ὡς κ᾽ ἐσύ ᾽σαι καλομαθημένη κ᾽ ἤθελες πάντα τάλαρα στὸ χέρι. Μὰ ὑπομονή, Κυρά μου, καὶ ῾θυμήσου πὼς εἰς τὴ χρεία δὲν εἶσαι μοναχή σου». «Εἶν᾽ τόσοι ποὺ περσσότερο ἀπὸ σὲ ἔχουνε χρεία στὸν κόσμο γιά ᾽να – γι᾽ ἄλλο, καὶ ποὺ οὔτε σ᾽ ὄνειρο εἴδανε ποτὲ τὸ πλούτι τὸ δικό σας τὸ μεγάλο. Μὰ ὁ ἄντρας σου δὲ θέλει νὰ ῾ξοδέῃ . . . Κάνει καλά . . . εἶνε φρόνιμος . . . σωρεύει . . . —«Πλούτι! λέ᾽ ἡ Εὔα· ὄξω κι᾽ ἂ μοῦ λὲς γιὰ ῾κειὰ ποὺ ὁ Θειὸς βασταίνει κλειδωμένα,
24
Μὰ ἐκεῖνα εἶνε ῾δικά του». — «Μπά! ᾽ντροπές! ὁ Διάολος λέει, «ἐκεῖνα εἶνε γιὰ σένα· οὔτε ὁ Θειὸς εἶπε διαφορετικά, μόνε τὸν καταλάβετε κακά». «Ὁ Θειὸς δὲν ἔχει χρειὰ γιὰ παρᾶδες, κ᾽ εἴστενε σ᾽ ἕνα σφάλμα μεγαλώτατο, μόνε ἂ θέλῃς νὰ ἐβγῇς ὀχ τσοὺ μπελλιᾶδες, εἶνε τὸ μέσος, Εὔα μου, εὐκολώτατο. Νά! τὸ κλειδί! Τρέχα, ἔπαρε ὅλα ῾κεῖνα ποὺ σοῦ χρειάζουνται, νὰ πάψῃ ἡ γκρίνα».
25
Δ´ Κ᾽ έτσι ἐκλεφτήκαν᾽ τοῦ Θεοῦ οἱ παρᾶδες, κ᾽ ἡ Εὔα κάνει τὴν πρώτη ἁμαρτία, δὲ θυμῶμαι σὲ πόσες ῾κατοστάδες. Καὶ τὸ δέχτηκι᾽ ὁ Ἀδάμ, γιατ᾽ εἶχε χρεία. Μὰ ἕνα ἔργο τόσο ἀχρεῖο καὶ κακόποιο ὁ Θειὸς τὸ ἐκύττα μὲ τὸ τελεσκόπιο. Σημαίνει μὲ θυμὸ τὸ καμπανέλι, κ᾽ ἔρχουνται εὐθὺς ἐμπρὸς ξεσκουφωμένοι Μικέλης καὶ Γαβρίλης, δυὸ Ἀγγέλοι, ποὖνε στὸν Οὐρανὸ συνειθισμένοι νὰ κάνουνε μὲ τέσσερα πηδήματα τὰ πουλιὸ μακρυνώτερα θελήματα. —«Φέρτε, λέει, τὸ Διάολο, Ἄγγελοί μου . . . Μὰ ὄχι, ὄχι· ἀφήσετε καὶ πααίνω ἐγὼ ἔπειτα, νὰ τοῦ δείξω τὴν ὀργή μου! Κι᾽ ὡς τόσο, μιὰ φορὰ κ᾽ εἴστεν᾽ ἐδῶ, προβατεῖτε νὰ ἰδῆτε μιὰ δουλειά, γιὰ νὰ σᾶς βάλω καταμαρτυριά». Τοὺς φέρνει καὶ τοὺς δυὸ στὸ περιβόλι, καὶ φθάνοντας ὀμπρὸς στοῦ Ἀδὰμ τὸ σπίτι, φωνάζει δυνατὰ καὶ βγαίνουν ὅλοι. Καὶ πιάνει τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὴ μύτη: —«Ἐδῶθε, λέει, σὲ σέρνει τὸ βελέσι· Γάϊδαρε! Μασκαρᾶ! Ἔτσι σ᾽ ἀρέσει!» «Καὶ σύ, Εὔα, εἶν᾽ τοῦτες ὤμορφες δουλειές; Ἔτσι ἡ γυναῖκες κάνουνε Ἅη Γιάννη;
26
Μά, μὰ τὴ Δραπανιώτισσα, μωρές, θὲ νὰ σᾶς διώξω ᾽δῶθε. Ἂς εἶνε . . . — φτάνει». Τἄχασε ἡ Εὔα, ἐσβύστηκε, ἐσκοτίστηκε, κι᾽ ὂχ τὴ πολλὴ τρομάρα ἐκατουρήστηκε. Ὡς τόσο, ὁ Διάολος ἤτανε φευγᾶτος, κ᾽ ἐπήαινε τραγουδῶντας τά - λα - ρα. κι᾽ ὁ Ἅδης ἀνάβλυαζε, χαρὰ γιομᾶτος, κ᾽ ἐτραγούδα ὅλη μέρα: τά- λα- ρα! Κι᾽ ἀπὸ ᾽κειὸ τὸ τραγοῦδι τά, λα, ρα, εἶπαν τοῦ ἐγκλήματος τὸ σῶμα: Τάλαρα!
27
ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ
Ο Λορέντζος Μαβίλης (6 Σεπτεμβρίου 1860 - 28 Νοεμβρίου 1912) ἤταν Επτανησιος λυρικος ποιητης, καὶ συνθέτης σκακιστικων προβλημάτων. Ὁ Μαβίλης θυσιάστηκε γιὰ τὴν Ἑλλάδα κατὰ τοὺς Βαλκανικοὺς Πολέμους. Θεωρεῖται ὁ μεγαλύτερος σονετογραφος της Ἑλλάδας.
Ἀμίλητα Ποτάμι τρέχει ἡ Ἀγάπη καὶ ὅσο τρέχει πληθαίνει καὶ στ΄ ὁλογλυκὸ τῆς αἷμα δείχνει τῆς εὐτυχιᾶς τὸ οὐράνιο ψέμα καὶ ὁ δρόμος της, θαρρεῖς, σωμὸ δὲν ἔχει. Μὰ μπροστά της χωρὶς νὰ τὸ παντέχει τοῦ πόνου ἡ πικροθάλασσα στὸ βλέμμα ἁπλώνεται γεμάτη δάκρυα κ΄ αἷμα, καὶ τὰ πάντα ρουφάει, τὰ πάντα βρέχει. Χρυσομάννα, ἐμαράθηκαν τὰ φύλλα καὶ χειμῶνας πλακώνει• σὲ θωράω κατάματα μὲ τρόμου ἀνατριχίλα. Καὶ σέναν΄ ἀλαφιάζεται τὸ πρᾶο ἄρρωστο ἀνάβλεμμά σου, σᾶ νὰ ἐρῶτα• θὰ χαροῦμε ἄλλην ἄνοιξη σὰν πρῶτα;.Περιοδικὸ Γράμματα, Τόμος 2, ἄρ. 13 (1913)
31
Λήθη Καλότυχοι οἱ νεκροὶ ποὺ λησμονᾶνε τὴν πίκρια τῆς ζωῆς. Ὄντας βυθίσει ὁ ἥλιος καὶ τὸ σούρουπο ἀκλουθήσει, μὴν τοὺς κλαίς, ὁ καημός σου ὅσος καὶ νὰ ΄ναί. Τέτοιαν ὥρα οἱ ψυχὲς διψοῦν καὶ πᾶνε στῆς λησμονιᾶς τὴν κρουσταλλένια βρύση• μὰ βοῦρκος τὸ νεράκι θὰ μαυρίσει, σὰ στάξει γὶ΄αὐτὲς δάκρυ ὅθε ἀγαπᾶνε. Κι ἂν πιοῦν θολὸ νερὸ ξαναθυμοῦνται, διαβαίνοντας λιβάδια ἀπὸ ἀσφοδίλι• πόνους παλιούς, ποὺ μέσα τους κοιμοῦνται. Ἃ δὲ μπορεῖς παρὰ νὰ κλαὶς τὸ δεῖλι, τοὺς ζωντανούς τα μάτια σου ἃς θρηνήσουν: θέλουν—μα δὲ βολεῖ νὰ λησμονήσουν. ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Ἃ΄ Λυκείου(σέλ.272)
32
Ἔρως καὶ θάνατος Μὲ ἐκοίταξε ἕνα σούρουπο τὸ Μάη, τὸ μοσκοβολισμένο Μάη τὸ μῆνα, καὶ ἡ ματιά της γιὰ πάντα μου ἐπρομήνα εὐτυχία, ποὺ τὸ οὐδὲν δὲν πεθυμάει. Μὰ ὁ πόθος δὲ χορταίνει ὅσο κι ἃ φάει, μὲς τὴν καρδιά μου μπήγεται σᾶ σφῆνα• σὰ διψασμένη λυώνεται ἀλαφίνα ἡ ψυχὴ ὅση γλύκα κι ἃ ρουφάει. Μάγο, ἀνέσπερο φέγγος τοῦ θανάτου, ἐσύ, ναί, μὲ γλυκιὰ παρηγορία πραΰνεις καθενὸς τὰ βάσανά του. Μὲς ἂπ΄ τὴν ἀλαβάστρινην ὑδρία ὅ,τι κι ἂν τάζεις δίνεις κιόλας, ἀφανίζεις τὴν πεθυμιά, τοὺς ὕπνους αἰωνίζεις.
33
Ἀνεμόμυλος Ὁ κόσμος εἶναι πλανερὸ μαγνάδι Κεντισμένο μὲ ρόδα καὶ μὲ βάγια, Μ’ ἥλιους καὶ μ’ ἄστρα, ποὺ τὸ ἀπλὸν’ ἡ Maya Ἀπάνου ‘ς τῆς Ἀλήθειας τὸ σκοτάδι. Σ’ ἀγαπούσαμε τόσο, ἔρμο ρημάδι, Γιατί ‘ς τὴ μέση ἀπ’ τῆς ζωῆς τὰ μάγια ‘Σ τὴν ψυχὴ μᾶς φανέρονες τὴν ἅγια Τοῦ Θανάτου θωριά, τὸν κρύον Ἅδη, Τὸ Τίποτε, κι’ ἀνήξερα ‘ς τὰ βάθια Του εἶναι μᾶς ἐξύπναες μιὰ λαχτάρα Νὰ γλυτώσουμε ἀπ’ ὅλα μας τὰ πάθια, Την πικρὴ νὰ ξορκίσουμε κατάρα Τῆς ζωῆς, καὶ νὰ μποῦμε μονομίας ‘Σ τ’ ἄδυτα τῆς θεϊκῆς ἀνυπαρξίας.
Κρήτη Σειρῆνα πρασινόχρυση, μὲ μάτι σὰν τῆς ἀγάπης, μὲ λαχτάρας χείλια, ἀχτιδομάλλα, ὀρθοβύζα, μὲ χίλια μύρια καμάρια καὶ λέπια γεμάτη, τραγοῦδι τραγουδᾷς μὲς τὴ ροδάτη κατάχνια τοῦ πελάου, καὶ στὴν προσήλια τοῦ ἀγέρος πλατωσιὰ καὶ στὰ βασίλεια τῆς γῆς πνοὴ τὸ σέρνει μυρωδάτη : «Σὰν τὸ γάλα τῆς Αἶγας Ἀμαλθείας θρέφει θεοὺς καὶ τὸ φιλί μου ἐμένα. Ἐλᾶτε νὰ χαρεῖτε μές της θείας ἀγκαλιᾶς μου τὸ σφίξιμο ἑνωμένα, πρόσφυγες τῆς Ζωῆς, δῶρα ἅγια τρία• θάνατο, ἀθανασία κ΄ ἐλευτερία».
Κέρκυρα Ἡ θάλασσα ἐσπαρτάρησε ὡς τὸν πάτο κι’ ἄφρισε σὰν ἐδέχτηκε στὸν κρύο κόρφο ἀκόμα ὁλοζώντανό το θεῖο σπόρο, ἀπ’ τὸν οὐρανὸ σταγμένον κάτω. Τότες βγῆκε ἀπ’ τὸ πέλαγο τ’ ἀφράτο, τέρας τῆς ὀμορφάδας καὶ σημεῖο, τ’ ἅγιό της Ἀφροδίτης μεγαλεῖο, γλύκες ἐρωτικὲς ὅλο γιομάτο. Μὰ τὸ δρεπάνι, ποῦχε αὐτοῦ σκορπίση τοῦ θεοῦ τ’ ἀμελέτητα, καὶ κεῖνο μές το γιαλὸ μελλότουν νὰ καρπίση. Κ’ ἔτσι, Ἀφροδίτη τῶν νησιῶν, μὲ κρίνο καὶ ρόδο πλουμιστῆ, γιομάτη γλύκες, Κέρκυρα, ἀπ’ τοῦ Οὐρανοῦ τὸ αἷμα ἐβγῆκες.
36
Ὄνειρο Νύχτα, μὲ δίχως ἄστρα οὐδὲ φεγγάρι, σὲ μιὰν ἄγρια παράδερνα λαγκάδα• ξάφνου μὲ σκιαχτερὴ ξένη ἀσκημάδα τρεῖς Ἄχαρες θωρῶ σ’ ἕνα λογγάρι. Ἡ μεσινὴ ψηλὰ κρατεῖ λυχνάρι, ποῦ τῶν τριονῶν φωτίζει τὴν ἀχνάδα• οὐρλιάζοντας μ’ ἀταίριαστη βραχνάδα ἀργὰ ξαλλάζουν τὸ ἑξάδιπλο ἀχνάρι κι’ ὀμπρός μου σταματοῦν. Τότε στυλόνει ἡ κάθε μιά τα μάτια κατὰ μένα• ἡ μεσινὴ τὸ λύχνο χαμηλόνει καὶ φού! τὸν σβυοῦν οἱ τρεῖς μὲ φύσημ’ ἕνα. Φρενιασμένος ἐξύπνησα. Ἄχ! τὸ φῶς μου, τὴν ἴδια ὥρα ἔσβυστηκε ὁ ἀδρεφός μου!
37
Αργυρόκουπα Κρουσταλλένιο, διάφανο, γεμάτο απ΄ άδολο κρασί που πορφυρίζει, με κούνημα θερμό μ΄ αίστημα ακράτο ένα φτωχό ποτήρι σ΄ αντικρύζει, σε λαχταράει, σε γγίζει και τ΄ αφράτο κρασί σαν αίμα χύνεται, σκορπίζει, και το ποτήρι μένει άδειο ως τον πάτο γιατί το γγίξιμό σου το τσακίζει. Μα συ στέκεις ατάραχτη και κρύα αργυρόκουπα, πλούσια ιστορισμένη, με την περήφανή σου θεωρία. Είσαι να σ΄ αγαπούν συνηθισμένη• στης ζωής την πικρή χαροκοπία δε δείχνεις με τι σ΄ έχουν γεμισμένη.
38
Ψυχοφίλημα Χρυσάρμενα ονείρατ΄ αργοπλένε στο πέλαγο του πόθου οι φαντασίες και κατακεί αρμενίζουν όπου επήες, όπου τα δυο σου μάτια γελοκλαίνε, όπου απάρθενος φέγγεις, λατρεμένε κρίνε της ομορφιάς, κ΄ οι μελωδίες των τραγουδιών σου σμίγουν τες μαγείες, που μες τ΄ αγνά σου χείλια σιγοπνένε. Χάρου, καρδιά μου θλίβερη, κι αγάλλου! Πέρασε η μαύρη νύχτα κ΄ η άγρια μπόρα. Άνθι και συ μικρό μες του μεγάλο Κόσμου το περιβόλι άνοιξε τώρα. Δεν ήξερε η ψυχή μου να φιλήσει• τώρα ξέρει. Ω πανάχραντο μεθύσι.
39
Νίκη Ἐβρέθηκ΄ ἕνα ἀτίμητο βλησίδι! Τώρα ποὺ οἱ ἀρχαῖοι ξανάζησαν ἀγῶνες, ποῦ τῆς Πατρίδας δίνουν ζωογόνες φλόγες ἀντριᾶς, πολεμικῆς μισίδι. Τοῦ Γένους μᾶς παμπάλαιο στολίδι, πώλαμψε στοῦ Ἡρακλῆ τοὺς ἐλαιῶνες ἔπειτ΄ ἀπὸ εἰκοσιτρεῖς καὶ πὰλ΄ αἰῶνες ξαναστράφτουν οἱ Ὠδὲς τοῦ Βακχυλίδη. Σ΄ ἐμᾶς τὸν στέρνει τώρα ἡ Ἑλλάδα Μάννα θρίαμβου ἀρραβῶνα στὴ μεγάλη Πάλη, καὶ τὸ Γένος μ΄ ἐλπίδας θρέφει μάνα ποῦ σ΄ ἅγιο Ἀγῶνα θὰ νικήσει πάλι. Μάννα! Τοὺς νέους σου ἥρωες νὰ ἐγκωμιάσει γεννηθήτω ποιητὴς ποὺ νὰ τοῦ μοιάσει!.
40
Πλήρωμα χρόνου Οἱ Τοῦρκοι εἶναι θεριά, δὲν εἶναι ἀνθρῶποι. Γιὰ χιλιοστὴ φορὰ πάλι σηκώσου! Τὸ τρισένδοξο θέλει ριζικό σου θεριὰ νὰ σφάξης ποῦ τὰ θρέφῃ ἡ Εὐρώπη. Πολὺ ψηλά, κεῖ ποῦ δὲ φτάνει τόπι ἀφωρεσμένου Τούρκου, Φράγκου, ἢ Ρώσσου, εἶναι στημένο τ’ ἅγιο φλάμπουρό σου στοῦ Ἰδανικοῦ το οὐράνιο κατατόπι. Κι’ ἃ σὲ κρατοῦν πιστάγκωνα δεμένη, κι’ ἃ χίλια μύρια βάσανα παθαίνεις, μὰ στὸ τέλος θὲ νάβγης κερδεμένη, εἲσ’ αἷμα Ἑλληνικὸ καὶ δὲν πεθαίνεις. Ἂν εἶναι ἕνας Θεὸς δικαιοκρίτης, σὺ θὰ τὸ δείξης, Λευτεριὰ τῆς Κρήτης.
41
Τάμα Κόρη ἀφράτη μὲ στήθια σὰν τὸ γάλα, μ’ ὁλόξανθα μαλλιὰ σὰν τὸ χρυσάφι, μὲ μάγουλα π’ ὁ Ἔρωτας τὰ βάφει ρόδισμα οὐράνιο ραίνοντας μία στάλα, σὰν καὶ σένα δὲν εἶναι πλάσματα ἄλλα, σὲ λαχταρῶ σὰ διψασμένο ἀλάφι, νὰ τ’ ἀγαπήσω ἡ Μοῖρα μου τὸ γράφει τὰ δυό σου μάτια μαῦρα τα μεγάλα. Ἐσὺ εἶσαι ἡ εὐτυχιά μου, ἐσὺ τὸ φῶς μου, πῶς θὰ ἰδῶ στὴ ζωή μου τέτοιο θάμα ποτὲ δὲν τὸ ἐφαντάστη ὁ λογισμός μου• νὰ μὴ σ’ ἀπαρνηθῶ σου κάνω τάμα, ἔλα, χαρὲς καὶ βάσανα τοῦ κόσμου χεροπιασμένοι θὰ περνᾶμε ἀντάμα.
42
Εἴδωλα Ἀχαρή μου χαρά, φτωχοί μου στίχοι, Τῆς ζωῆς μου ἀκριβό, κρυφὸ καμάρι, Ἀπὸ καθάριο βγαίνετε ζυμάρι Κ’ εἴσαστε γεννημένοι ὄχι ὅπως τύχει. Δὲν κελαηδᾶτε ἀνούσιοι κι ἄσκοποι ἦχοι, Σὰν τραγούδια ἐλαφρόμυαλου ἐρωτιάρη, Μὰ κι οὔτε παραιρᾶτε τὸ συρτάρι Νὰ βρεῖτε ἀγοραστὴ τόσο τὸν πῆχυ. Γιατ’ εἴσαστε ψυχοῦλες καὶ κορμάκια Τῶν πόθων καὶ τῶν πόνων μου, ποὺ πλήθια Πικρὰ μ’ ἐσυχνοπότισαν φαρμάκια. Εἴδωλα ‘ναι οἱ χαρές, καημὸς ἡ ἀλήθεια, Καὶ ἀλήθεια εἲν’ ἡ ζωή! Μὰ τί μὲ μέλλει: Θωρῶ ἐσὰς κι ὁ καημὸς γένεται μέλι.
43
Μούχρωμα Φυσάει τ΄ ἀεράκι μ΄ ἀνάλαφρη φόρα καὶ τὲς τριανταφυλλιὲς ἀργὰ σαλέβει• στὲς καρδιὲς καὶ στὴν πλάση βασιλέβει Ρόδινο σούρουπο, ὥρα μυροφόρα, Χρυσὴ θυμητικῶν ὀνείρων ὥρα ποῦ ἡ ψυχὴ τὴ γαλήνη προμαντέβει, τὴν αἰώνια γαλήνη, καὶ ἀγναντέβει σὰ γιὰ στερνὴ φορὰ κάθε τῆς γνώρα ἀξέχαστη• ξανθὲς κρινοτραχῆλες ἀγάπες, γαλανὰ βασιλεμένα μάτια ὀγρὰ καὶ φιλιὰ καὶ ἀνατριχίλες καὶ δάκρυα• πλάνα δῶρα ζηλεμένα τῆς ζήσης ποὺ ἀχνοσβυέται καὶ τελειώνει σὰν τὸ θαμπὸ γιουλὶ ποὺ ὁλοένα λυώνει.Περιοδικὸ Γράμματα, Τόμος 2, ἄρ. 13 (1913)
44
Χαραυγὴ Ἀχνά, σὰν τὸ ροδοβάμμα μιᾶς πρώτης ἀνήξερης ἀγάπης, ξημερόνει• τὴν ἀπάρθενη θάλασσα φουσκώνει σὰ γλυκοανασμὸς παναγνῆς νιότης, καὶ σὰν ἄνθια κυλάει τὸν κάτασπρό της ἀνάλαφρον ἀφρό, καὶ ἡ γῆς ἀσκόνει τὴ λευκὴ καταχνιὰ καὶ φανερόνει τὴν ὀμορφάδα τῆς αἰωνιότης ἄγγιχτη, ἀφίλητη, ἀθώρητη. Μένει σαστισμένη ἡ ψυχὴ στὴ δροσεράδα τοῦ ἀγέρος ποῦ ὅσο πάει καὶ ἀσπρογαλιάζει• τὸ πάθος ξεστοχάει καὶ ἀναγαλλιάζει, σὰν ὁ ἄγριος κρίνος ποῦ ξανοίγει ἀράδα, στὴν ἄπειρη ὡραιότη ἐρωτεμένη.
45
Ἐλιὰ Στὴν κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσι, γέρικη ἐλιά, ποὺ γέρνεις μὲ τὴ λίγη πρασινάδα ποὺ ἀκόμα σὲ τυλίγει σὰ νάθελε νὰ σὲ νεκροστολίσει. Καὶ τὸ κάθε πουλάκι στὸ μεθύσι τῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγει στὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνῆγι, στὸ κλαρί σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθίσει. Ὢ πόσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκάνουν, μὲ τὴ μαγευτικὴ βοὴ ποὺ κάνουν, ὁλοζώντανης νιότης ὀμορφάδες ποῦ σὰ θύμησες μέσα σου πληθαίνουν ‘ ὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουν καὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες.
46
Παλαιοκαστρίτσα Σὰν πεθάνω ἐδῶ θάρθω μὲ τὰ μύρια φαντάσματα ἄυπνα μέσα σὲ ἄυλα γνέφια, ἢ σὲ ἀσημοβολὴς μαϊκά σεντεφια τ΄ ἅγια της νύχτας νὰ χαρῶ μυστήρια• νὰ ἰδῶ τῶν ξωτικῶν τὰ πανηγύρια, τῶν τελωνιῶν τὰ θεοτρελλα κέφια. Τοῦ Νεραϊδοχοροῦ νὰ ἀκούσω ντέφια καὶ Σέρηνων τραγούδια ἢ καὶ μαρτύρια. Καὶ ἅμα στὰ ἀστέρινά τους χρυσαμάξια οἱ ἀγγέλοι φύγουν καὶ ὁ Ἥλιος φέξει πίσω, ὕμνο στὴν τετραγάλανη μονάξια πουλὶ τ΄ ἄγριου γιαλοῦ θὰ κελαηδίσω• τεχνίτρα ἡ πικροθάλασσα παράξια τῆς λαλησιᾶς μου θὰ βαστάει τὸ ἴσο.
47
Στὸ θάνατο τοῦ Σπυρίδωνος Μαρκορᾶ Θανάτου στοχασμός, ἀνήμερο γεράκι, ἐσκόρπισε μὲ μιᾶς τὰ ὁλόχαρα ἐρωτούδια, ποὺ στολισμένα μὲ χιλιόχρωμα λουλούδια μοῦ λέγαν τὸ καθέν’ ἀπ’ ἕνα τραγουδάκι. Καὶ μυρολόγια τοῦ καϋμοῦ, μαῦρο φαρμάκι, ἀκούονται ἀντὶς ἀπὸ χαρᾶς γλυκὰ τραγούδια· στίχοι ποὺ σὰ χρυσᾶ πετοῦσαν ψυχαρούδια μελανοὶ τώρα, μελανοὶ ‘ναι σὰν κοράκοι. Μὰ ξάφνου ἄσπρο κατάσπρο τάφο βλέπ’ ὀμπρός μου, κ’ ἕνα στεφάνι ἡ λευκοφόρα Καλωσύνη ἀπάνου του κρατεῖ θαμπόνοντας τὸ φῶς μου· καὶ γύρω της μοσκοβολοῦν ἄχραντοι κρίνοι μὲ ἀτάραχη ὀμορφιά, μὲ μάγεμα ἄλλου κόσμου, σὰν πράξες ἀγαθὲς ποὺ ἡ λάμψη τους δὲ σβύνει.
48
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΜΑΡΚΟΡΑΣ
Ο Γεράσιμος Μαρκοράς (1826 – 28 Αυγούστου 1911) ήταν Έλληνας ποιητής, μαθητής του εθνικού ποιητή Διονύσιου Σολωμού. Ανήκει στους «σολωμικούς ποιητές» της λεγόμενης «Επτανησιακής σχολής». Γιος του Kερκυραίου δικαστικού και λόγιου Γεωργίου Μαρκορά και της Μαρίνας Βλασσοπούλου.
ΤΑ
ΛΥΡΙΚΑ
Ἡ τέσσεραις ὥραις τοῦ χρόνου
Η ΑΝΟΙΞΗ Ποιὰ εἶμαι ‘γὼ δὲν ἔχω χρεία νὰ σᾶς πῶ, καλαὶς Κυράδες· μὲ τὴ μόνη μου εὐωδία φανερόνομαι ἀρκετά. Ναί· τὴν Ἄνοιξη, ποῦ τώρα φεύγει ράχαις καὶ πεδιάδαις, ὁλοστόλιστη, ἀνθοφόρα ξαναβλέπεται ὀμπροστά. Μὴ θαυμάσετε· εἶναι χρόνοι ποῦ, ἂν θερμαὶς ἀκούω ταὶς αὔραις, τὴ φωλιά μου, ὡς χελιδόνι, τρέχω εὐθὺς νὰ στήσω ἐδῶ. Μέρα νύχτα φυλαμένα ἀπὸ πάγους, ἀπὸ λάβραις, ρόδα νέα, χαριτωμένα ἐδῶ μέσα κουναρῶ.
56
ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ Πῶς τολμᾷς καὶ τέτοια μέρα ξάφνου σὺ πετιέσαι ὀμπρός μου; Εἰς τὴ γῆ καὶ στὸν αἰθέρα βασιλεύω τώρα ἐγώ. Εμαι, ναί, τὸ Καλοκαῖρι ὁποῦ, στόλισμα τοῦ κόσμου, μ’ ἕνα βλέμμα ὅλα τὰ μέρη ἀπὸ λάμψη πλημμυρῶ. Ἐδῶ ἀκοίμηταις ἀχτίναις βρίσκω ἀλήθεια, καὶ θωράω ποῦ φωτίζονται μ’ ἐκεῖναις ἀθῷα πνεύματα πολλά. Ἀλλ’, ἀφοῦ κ’ ἐγὼ τὸ μαῦρο κρύο σκοτάδι πολεμάω, πλέον φιλόξενη ποῦ θαὔρω ἀπὸ τέτοια κατοικιά;
57
ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ Τόπο! - τόπο! Μ’ ἄλλα δῶρα τὸ Φθινόπωρο προβαίνει. Ρῖχτε σεῖς τὰ φύλλα τώρα, καθὼς πάντα στοὺς ἀγρούς. Γιὰ τιμή μου σᾶς προστάζω τέτοιο σκόρπισμα νὰ γένῃ, τί ἐγὼ τ’ ἄνθια σας ἀλλάζω εἰς ὁλόχρυσους καρπούς. Ἐδῶ μέσα τόσους εἶδα νὰ ξανθίσουνε μὲ χάρη, ποῦ γοργά, σὰ μίαν ἀχτίδα, πρώιμα χύθηκα κ’ ἐγώ. Μήτε ἀλλοῦ θὲ νὰ περάσω, ἂν σὲ κάθε ὡραι βλαστάρι δὲ γλυκάνω, δὲν ὡρμάσω τὸν ἀτίμητο καρπό.
Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ Μήν, ἀδέλφια, φοβηθῆτε, ἂν στ’ ὡραῖο σας περιβόλι τὸ χειμῶνα τώρα ἰδῆτε μὲ ὁλοφάνερη μορφή. Ἐδῶ ἐρχόμουν κάθε τόσο, μέρα ἐργάσιμη καὶ σχόλη, στ’ ἄνθια, βρέχοντας, νὰ δώσω μόσχους, χρώματα, ζωή. Μὲ χαρούμενα σημεῖα, σεῖς γονέοι, δικοὶ καὶ ξένοι, νὰ μοῦ δείξετε εἶναι χρεία τὴν εὐγνωμονη καρδιά. Μὴ σᾶς μάργωσαν τὰ χέρια γιατὶ ὁ πάγος μὲ λευκαίνει; Ἂμ χτυπῆστε τα καὶ πλέρια, νὰ σᾶς γένουνε φωτιά.
Τὸ ἄγαλμα τοῦ Καποδίστρια
Γιατὶ χαρούμενη στὸν ἥλιο βγαίνει τοῦ ἐνδόξου Γέρου μας ἡ ἁγνὴ θωριά, ἐνῷ, ἀπὸ σύγνεφα περιζωμένη, ἡ Ἑλλάδα βρίσκεται σὲ κρύα νυχτιά; Ἂν λίθος ἔφτανε λαλιὰ νὰ βγάλῃ, θ’ ἀκούαμε σήμερα τοῦτος νὰ πῇ: Τὸ σκότος, πὤκρυψε τὰ θεῖα σου κάλλη, θὰ πέσῃ ἀνέλπιστα, θλιμμένη γῆ! Ὡς τώρα εφάνηκα, ποῦ ὁ τόπος θέλει νὰ μ’ ἔχῃ, ὡς ἤμουνα, στὰ μάτια ὀμπρός, μὲ βάση ἀκλόνητη, μὲ ἀκέρῃα μέλη, θὰ βγῇς, ὦ Ἑλλάδα μου, στοῦ ἡλίου τὸ φῶς. – Ναί, Μεγαλόψυχε, δὲ θὰ πεθάνῃ μ’ ἐλπίδαις ἄκαρπαις ἡ ἀθλία ποτέ, πὤχει στὸ μέτωπο
62
λαμπρὸ στεφάνι, πὤχει στὴ μνήμη της τέκνα ὡς ἐσέ, Ἂν ὁλοφάνερα κάτου σὲ φέρῃ ἐδὼ στὴ μέση μας τέτοια γιορτή, βάλε στὸ στῆθος σου γοργὰ ἕνα χέρι, νὰ μὴν ξανοίξωμε κἀμμία πληγή. Μεγάλη δέιχνοντας ἀγάπης φλόγα, ποῦ ἐπῆρε δύναμη στὸν οὐρανό, μὲ τ’ ἄλλο χέρι σου τὸν κόσμο εὐλόγα, ἐνῷ χαρούμενος δακρύζει ἐδῶ. Θὰ ἰδῇς νὰ πέσουνε στ’ ἀνήλια βάθη, μόλις τὴν ἅγια σου πάρουν πνοή, ζήλειαις φιλόδοξαις, διχόνιαις, πάθη, ποῦ τόσο ἐμάραναν κάθε ψυχή. Γυρνῶντας πρόθυμα
63
τὰ μάτια πέρα, θὰ ἰδῇς καὶ γέρονταις, καὶ ἀθῷα παιδιά, ποῦ, γιὰ τὸ μνῆμα σου, στὴν Πλατυτέρα στεφάνια πράσινα φέρνουν πολλά. Ἐλπίδα μέσα μας θὰ ἰδῇς νὰ γύρῃ, σὰν τ’ ἀλαφρόνερο δροσιστικιά, ὁποῦ συχνότατα στὸ μοναστῆρι μᾶς γλυκοπότισε τὰ σωθικά. Πόθοι ἀνεξάκουστοι! Μᾶς ἀγναντεύεις, καὶ μένεις ἥσυχα στοὺς οὐρανούς· ἐδῶ σὲ κράζομε, καὶ δὲ σαλεύεις, μ’ ὅλο ποῦ χαίρεσαι νὰ μᾶς ἀκοῦς. Τῆς γῆς τὸ κάλεσμα ψηλὰ σὲ βρίσκει, ὅπου ἀναρίθμητοι μεγάλοι ζοῦν· ὅπου οἱ Κανάρηδες κ’ οἱ Καραΐσκοι,
64
μὲ σέβας ἄφωνο, σὲ τριγυρνοῦν. Δεήσου, ἀθάνατε, θερμὰ δεήσου γιὰ τὴν Ἑλλάδα μας τὴν ἀκριβή· ἀς κάμῃ ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς σου μέραις καλήτεραις ἡ ἀθλία νὰ ἰδῇ! Μεῖνε στὸν κόσμο σου! Δὲ στέργει ὁ Χάρος ν’ ἀφήσῃ ἐλεύθερη κἀμμία ψυχή· μεῖνε! –στὰ στήθια μας νὰ δώσῃ θάρρος. Φτάνει τὸ μάρμαρο ποῦ ἐστήθη ἐκεῖ!
65
Τὸ κανάρι μου
Μικρὸ κανάρι, πόσο θὰ εὐφραίνεσαι μὲ τέτοια χάρη νὰ κιλαϊδῇς, ἐνῷ γιὰ σένα μάγια δὲν ἔχουνε τὰ ζηλεμένα βραβεῖα τῆς γῆς! Μήπως ἡ μόνη κρυφὴ ἀγάλλιαση τ’ ἀνθρώπου σώνῃ γι’ ἀνταμοιβή; Ζητῶντας ἄλλη, χαρὰ δὲ χαίρεται τόσο μεγάλη, τόσο ἁγνή. Τάχα στὸ θόλο ποῦ φυλακίστηκες τὸν κόσμον ὅλο σὺ λησμονᾷς, μηδὲ παντέχεις ὁποῦ γοργόταταις φτερούγαις ἔχεις γιὰ νὰ πετᾷς; Μὲ δίχως πόνο τάχα ἡ φωνοῦλα σου γιὰ τοῦτο μόνο γλυκολαλεῖ; Παρόμοια χάρη
68
ψυχὴ ποῦ αἰσθάνεται, ἀθῷο κανάρι, δὲ σοῦ φθονεῖ. Παιδιά, γονέους, γλυκειὰ συντρόφισσα, τόπους ὡραίους, ἄνθια, νερὰ ἴσως δὲν κράζεις ποτὲ στὴ μνήμη σου, καὶ ἀναγαλλιάζεις μὲς τὴν ἐρμιά. Γι’ ἄλλους τὸ χῶμα μὲ κλάψαις βρέχομε, στ’ ἄχαρο σῶμα κλεισμένοι ἐμεῖς, ὅσο ποῦ ἡ Μοῖρα τραβάαει τὸ πνεῦμα μας ἀπὸ τὴ θύρα τῆς φυλακῆς. Ἐκεῖνο ξέρει πῶς ἐγεννήθηκε γιὰ κἄποιο ἀστέρι, ποῦ τὸ καλεῖ· καὶ θρέφει ἐλπίδα μὲ τ’ ἄλλα πνεύματα στὴ νέα πατρίδα ν’ ἀνταμωθῇ.
69
Μ’ αὐτὰ ἑνωμένο, πικραὶς ἐνθύμησαις τὸ εὐτυχισμένο δὲ θάχῇ πλειό, καὶ θ’ ἀρχινήσῃ -κανάρι ἀθάνατο νὰ κιλαϊδήσῃ στὸν οὐρανό.
ΤΑ
ΛΙΑΝΟΤΡΑΓΟΥΔΑ
ΠΡΏΤΑ ΚΑΙ ΚΑΤΌΠΙ Πῶς δυνήθηκα νὰ ζήσω πρίν, ὦ κόρη, νὰ σὲ ἰδῶ; Τρέμει ὁ νοῦς νὰ γύρῃ ὀπίσω εἰς τὸν ἄτυχο καιρό. Τὸ θυμοῦμαι· ὁ κόσμος ὅλος ἦταν ἄκαρπη ἐρημιά· τ’ οὐρανοῦ δὲν εἶχε ὁ θόλος τέτοια ὡραίαν ἀστροφεγγιά. Δίχως ἄλλο, ἀπὸ τὴν ἄδεια καὶ ἀσυντρόφιαστη ψυχή, τῆς νυχτὸς τὰ κρύα σκοτάδια τότε ἀνέβαιναν ἐκεῖ. Ξάφνου ἐπρόβαλες ὀμπρός μου, καί, μὲ χείλη φλογερά: Ἄστρο, ἐφώναξα, τοῦ κόσμου εἶν’ ἡ ἀγάπη μοναχά.
72
ΒΡΑΔΥΝῸ ΤΡΑΓΟῦΔΙ Εἶναι κρῖμα ν’ ἀντηχήσῃ τ’ ὄνομά σου στὸν ἀέρα, μ’ ὅσα ὁ κόσμος ὅλη μέρα τοὺς ἀντίλαλους ξυπνᾷ. Τώρα ἐβράδυασε, κ’ ἡ φύση, ἀπὸ ἀγάπη μαγεμένη, τοῦτο τ’ ὄνομα προσμένει μὲ μίαν ἄκρα σιγαλιά. Ἀπ’ τὰ χείλη μου τὸ κλέφτει κάθε ζέφυρος μὲ βία, καὶ, Μαρία, παντοῦ, Μαρία ν’ ἀντηχάῃ τριγύρω ἀκοῦς. Νά! - τ’ ἀγροίκησε καὶ πέφτει ὁλογλήγορα ἕν’ ἀστέρι· δίχως ἄλλο νὰ τὸ φέρῃ πάει σὲ κόσμους μακρυνούς.
73
ΠΕΡΙΔΙΆΒΑΣΗ Πίστεψέ το· ἀλήθεια, φῶς μου, καθὼς ἔγραψαν πολλοί, γιὰ ταὶς ὄμορφαις τοῦ κόσμου ἦρθαν ἄγγελοι στὴ γῆ. Δὲ μαντεύεις τὴν αἰτία ποῦ ξαστόχησαν γοργὰ τὴ χρυσή τους κατοικία, τὰ χαμένα τους φτερά; Κάθε βράδυ, ποῦ τ’ ἀέρι στὸ γιαλὸ μᾶς προσκαλεῖ, ἐγὼ τρέμω, ἂν ἕν’ ἀστέρι κάτου ἀστράφτοντας χυθῇ. Τρέμω, ναί, μὴν εἶν’ κἀνένα πνεῦμα ὁλόλαμπρο καὶ αὐτό, ὁποῦ σ’ εἶδε, καὶ γιὰ σένα παραιτάει τὸν οὐρανό.
74
ΣΤῊ ΒΆΡΚΑ Κύτα ἡ θάλασσα πῶς μένει δίχως κίνημα, βουβή, ἐνῶ ἡ βάρκα μου διαβαίνει μὲ τὴν ὄμορφη ξανθή! Πλῆθος λούλουδα γελοῦνε στὰ προπόδια τοῦ νησιοῦ, κ’ ἕνα κῦμα δὲν τραβοῦνε μὲ τὰ μάγια τους αὐτοῦ. Χωρισμένο τ’ ἀκρογιάλι ἀπ’ τ’ ἀκίνητα νερά, ὅλη ἀνοίγει τὴν ἀγκάλη, κράζοντάς τα ἐρωτικά. Ἀλλ’ ἀπόψε μὴν ἐλπίσῃ ἕνα μόνο τους φιλί, πρὶν ἡ Θεία ξαναπατήσῃ τ’ ἀνθοστόλιστο νησί.
75
ΞΎΠΝΑ Ξύπνα, κόρη· μὴν ἀργήσῃς τὸ προσκέφαλο ν’ ἀφήσῃς· μὴ στὴν κλίνη σ’ εὕρῃ ἀκόμα τῆς αὐγῆς τὸ πρῶτο χρῶμα! Χθὲς τὸ χάραμα δὲ σ’ εἶδα νὰ προβῇς, χρυσή μου ἐλπίδα, καὶ μὲ ζάλη, καὶ μὲ τρόμο ἐπαράδερνα στὸ δρόμο. Ὤ! μιὰ μέρα ἡ γῆ μονάχη τὴν τρομάρα μου θὲ νἄχῃ, καὶ θ’ ἀκούῃ τὴν ἴδια ζάλη, ἂν ὁ ἥλιος δὲν προβάλῃ.
76
ΤΡΑΓΟῦΔΙ ΤῆΣ ΑὐΓῆΣ Μὴ σὲ πλανοῦν τὰ ὀνείρατα· ἡ Αὐγὴ σ’ τὰ προβοδάει, ποῦ μὲ σκοπὸ βαστάει τὰ μάτια σου κλειστά· τί τ’ ἄστρο, ποῦ περήφανα στὸ μέτωπό της βάνει, ὅλη τὴ λάμψη χάνει σὰν τἄχεις ἀνοιχτά. Στὸ κύμα ἡ ροδοπρόσωπη βρέχει τὸ θεῖο ποδάρι, θωρῶντας μὲ καμάρι τὴν ὄψη της ἐκεῖ· ἀλλ’ ἂν τὰ ὡραῖα σου βλέφαρα τώρα ἡ φωνή μου ἀνοίγῃ, ἀχνίζοντας θὰ φύγῃ μὲ μίας ἡ φθονερή.
77
ΟἹ ΔΎΟ ΠΌΘΟΙ Λένε ὅτι τ’ ἄστρα, ποῦ ψηλὰ φεγγοβολῶντας πλένε, δὲν εἶναι αὐτόφωτα κορμιά· πῶς ἔχουν κάμπους καὶ βουνά, πὤχουν ἀνθρώπους λένε. Μ’ ἀρέσει, κόρη μου, ποῦ σὺ μὲ ἀγάπη τὰ κυτάζεις, δίχως, ἂν ἦναι ἀληθινοί σὲ αὐτὰ ποῦ γράφουν οἱ σοφοί, καθόλου νὰ ξετάζῃς. Ἤθελα – μοὖπες μία βραδειά – νἆμαι κ’ ἐγὼ μ’ ἐκεῖνα, καὶ νὰ σοῦ ρίχνω ἀπὸ ψηλὰ στὸ μέτωπο καὶ στὰ μαλλιὰ κάθε ἀργυρή μου ἀχτῖνα. Τῆς γῆς ἀστέρι μοναχό, μὴ φύγῃς ἀπ’ ὀμπρός μου! Ἄφησε κάλλιο νὰ γενῶ μέρος ἀχώριστο κ’ ἐγὼ τοῦ ὡραίου μικροῦ σου κόσμου.
78
ΘΥΜΗΤΙΚΌ Τέχνη κἀμμία δὲ θέλει παραστήσει τῆς μάνας του τὰ κάλλη. Ἐδῶ μία μέρα, σκόρπια νὰ ταὔρῃ ὁλόγυρα στὴ φύση, ἄς τρέξῃ τ’ ἀγγελοῦδι ἐκεῖθε πέρα. Τὴν ἄσπρη αὐγή, τὴ χρυσωμένη δύση, τ’ ἄνθια, τὴ χλόη, τὸ πέλαο, τὸν αἰθέρα ἔχοντας τότε ὡς πρότυπα, θὰ ζήσῃ στὸ νοῦ του ὀμπρὸς ἡ ἀγνώριστη μητέρα. Ἀλλ’ ἂν στὴ θεία μορφὴ τ’ ὡραῖο θὰ σμίξῃ ποῦ πέρναε τοῦ κορμιοῦ κάθε στολίδι, καὶ τὴν κλεισμένη ἐπιθυμιά του ἀνοίξῃ. Θὰ τοῦ ζαρώσουν ἀπορίαις τὸ φρύδι, σά, μ’ ἄφωνη λαχτάρα, ὁ Πάππος δείξῃ ἕνα μικρὸ γυναίκειο δαχτυλίδι.
79
ἘΠΙΘΥΜΊΑ Ἂν ἐδυνότουν ἄνθρωπος ξένη μορφὴ νὰ πάρῃ, τοῦ Πλάστη τέτοια χάρη θὰ ἐγύρευα θερμά. Καὶ μὴ θαρρῇς, ἀγάπη μου, πῶς ἤθελα ζητήσῃ μὲ θεία νὰ μὲ στολίσῃ ἀθάνατη ὀμορφιά. Νὰ μὲ ζηλέψουν ἔπρεπε στὸν οὐρανὸ κ’ οἱ ἀγγέλοι, ἂν ὅ,τι ὁ νοῦς μου θέλῃ συνέβαινε ποτέ· ἀνίσως καὶ τὰ μέλη μου ἠμπόρειαν νὰ γενοῦνε τ’ ἄσπρο σκυλλάκι, ποὖναι μερόνυχτα μ’ ἐσέ.
80
ΜΑΓΝΗΤΙΣΜΌΣ Δὲ θαυμάζει ὁ λογισμός μου ἂν μιὰ τράπεζα ἠμπορεῖ δραγομάνος τ’ ἄλλου κόσμου ἐξαιτίας σου νὰ γενῇ· ἂν ὁλόκληρη κινιέται, καί, μὲ χτύπους μετρητούς, τὴν ἀκούω ν’ ἀπολογιέται γιὰ τοὺς ἄφωνους νεκρούς. Νὰ σκιρτάῃ καὶ νὰ σοῦ κρένῃ μὴ δὲν εἶναι φυσικό, ὅταν τέτοιο τὴ θερμαίνῃ τέτοιο χέρι ἀγγελικό; Ὦ, ξανθή μου, ἂν ὀμπροστά σου ζοῦν καὶ τ’ ἄψυχα κορμιά, τὸ τί αἰσθάνομαι στοχάσου, ὅταν μὤρχεσαι κοντά!
81
ΛΑΜΠΡΉ Χριστὸς ἀνέστη σήμερα κάνουν ἐχθροὶ καὶ φίλοι· στὴν ἀναγάλλιαση τῆς γῆς, ἔλα νὰ σμίξωμε κ’ ἐμεῖς, παρθένα ὡραία, τὰ χείλη! Εἶν’ ἅγιο τέτοιο φίλημα· θὰ τὸ ζητάω μὲ θάρρος, ὅσαις φοραίς, ἀγαπητή, καὶ δίχως νἆναι ἡ σημερνή, ξαναπατιέται ὁ Χάρος. Σὰ δὲ σὲ βλέπω εἶμ’ ἄψυχος· ἀλλὰ ποτὲ δὲ βγαίνει εἰς τὸν ὀρίζοντα τὸ φῶς, δίχως νὰ σ’ ἔχω πάλε ὀμπρὸς καὶ ἀνάσταση νὰ γένῃ. Νὰ τὴ γιορτάσῃς θέλοντας, ἁγνή μου περιστέρα, πρέπει, ὡς ὀρθόδοξη καλή, ‘ς ἐμὲ τοῦ Πάσχα τὸ φιλὶ νὰ δίνῃς κάθε μέρα.
82
ἈΝΘΌΝΕΡΟ Τοῦ Ἀπριλιοῦ ποῦ μᾶς ἐπέρασε δέξου, κόρη ἀγαπημένη, ἐδῶ μέσα σφαλισμένη τὴν ὡραία μοσχοβολιά. Γιὰ σὲ τ’ ἄνθια ἐπῆαν χαρούμενα μὲς ταὶς φλόγαις, ποὖχαν βία καὶ τὴν ὕστερη εὐωδία νὰ χωρίσουν ἀπ’ αὐτά. Σοῦ τὸ λέω φθονῶντας, κ’ ἤθελα μ’ ἀναμμένο ἀγάπης βλέμμα νὰ μοῦ ἐστράγγιζες τὸ αἷμα ἀπ’ τὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς. Τότε ‘γώ, κλεισμένον ἄρωμα στ’ Ἅγιο Βῆμα τῆς ψυχῆς σου, ἂν ἐφθόναα συλλογίσου ὅλα τοῦτα ποὺ σκορπᾷς!
83
ΛΟΥΛΟΎΔΙΑ Σ’ ἀρέσουν τ’ ἄνθια; Γλήγορα στὸ περιβόλι ἂς πᾶμε· ὡραῖο δεμάτι κάμε μὲ χρώματα πολλά. Ὀμπρός σου ἰδὲς τὰ λούλουδα πῶς νέα λαβαίνουν ὄψη! Τί χέρι θὰ τὰ κόψῃ αἰσθάνονται καὶ αὐτά. Ὢ κύτα δύο τραντάφυλλα, τὰ δύο ‘ς ἕνα κλωνάρι! Στὸν κόρφο σου γιὰ χάρη ζητοῦν νὰ τὰ δεχτῇς. Μὴ τὰ χωρίσῃς· ἄφηστα ζευγαρωμένα ὡς εἶναι· μία τύχη σὰν αὐτήνε θὰ λάβωμε κ’ ἐμεῖς.
84
ΤῸ ΣΚΟΥΛΗΚΆΚΙ Στάσου, Μαρία! - χαμήλωσε τὰ γαλανά σου μάτια, σκουλῆκι ἀψήφιστο νὰ ἰδῇς, ποῦ τὄχουν κάμῃ καταγῆς τρία, τέσσερα κομμάτια. Βλέπεις; - καθένα στρίφεται, πάει χώρια, καὶ λαβαίνει δύναμη πάντα καὶ ζωή, ὅσο, μὲ ὁλάκερο κορμί, σκουλῆκι νέο νὰ γένῃ. Πότε ζωαὶς ἀνθρώπιναις ἀνθρώπου ἀπομεινάρι στοῦ κόσμου ἐγέννησε τὸ φῶς; Ὄχι· ὁ περήφανος θνητὸς δὲν ἔχει τέτοια χάρη. Νἆταν αὐτό, θὰ σὤλεγα: μὲ μίαν ἀξίνα χύσου καὶ κόψε με λιανὰ λιανά· κάθε κομμάτι καὶ καρδιά, κάθε καρδιά δική σου.
85
ΦΩΤΟΓΡΑΦΊΑ Ὄχι· ἀνθρώπινο κοντύλι δὲ σὲ ἱστόρησε, Θεά! Πνέουν, ταράζονται τὰ χείλη, κυματίζουν τὰ μαλλιά. Λέει καθένας ὁποῦ βλέπει τέτοιο πλάσμα τοῦ φωτός: γιὰ ζωγράφος δὲν τῆς πρέπει παρ’ ὁ Ἥλιος μοναχός. Τὸν ἐμάγεψες, καὶ τόση φλόγα αἰσθάνθη ἐρωτική, ὁποῦ ἐδῶ νὰ σὲ τυπώσῃ μία δὲν ἔκαμε στιγμή. Τὰ ματάκια σου, Θεά μου, σὰν τὸν ἥλιο θαυμαστά! Ὅμοια εἰκόνα στὴν καρδιά μου ξάφνου ἐχάραξαν καὶ αὐτά.
86
ΔΈΗΣΗ Ὅσαις φοραίς, ἀγάπη μου, στὴν ἐκκλησιὰ σὲ σμίγω, τὸ στόμα δὲν ἀνοίγω μία προσευχὴ νὰ πῶ. Ἐσὲ τηράω κ’ αἰσθάνομαι, ἐνῷ κοντά σου μένω, τὸ πνεῦμα μου κλεισμένο σὲ κύκλο μαγικό. Θαρρῶντας πῶς ἁμάρτησα, τὸ μέρος ποὖσαι ἀφίνω· φτερὰ στὸ νοῦ μου δίνω, καὶ φεύγω ἀπὸ τὴ γῆ. Μὲ φλογισμένη δέηση στὸν οὐρανὸ προστρέχω, καὶ πλέον σιμά μου σ’ ἔχω, ὅσο ἀνεβαίνω ἐκεῖ.
87
ἌΔΙΚΗ ΖΉΛΕΙΑ Τοῦ προσώπου σου τὰ κάλλη νὰ μοῦ σβύσῃ ἀπὸ τὸ νοῦ ὀμορφιὰ δὲ βρίσκετ’ ἄλλη εἰς τὴν πλάση τοῦ Θεοῦ. Τρέμει, ἀλήθεια, τὸν Ἀπρίλη ἡ καρδιά μου ἀπὸ χαρά, ὅταν βλέπω ἕνα γιοφύλλι, ἕνα ρόδο, μιὰ μοσκιά. Βρίσκω, ναί, θλιμμένη χάρη κ’ ἕνα μάγεμα κρυφὸ εἰς τὸ κάτασπρο φεγγάρι, στὸν ὡραῖον αὐγερινό. Μόν, ἀγάπη μου, στοχάσου ποῦ μοῦ δείχνει ὁ λογισμὸς ἕναν ἴσκιο τσ’ ὀμορφιᾶς σου στὰ λουλούδια καὶ στὸ φῶς.
88
ΤᾺ ΤΡΑΓΟΥΔΆΚΙΑ Χαρὰ σὲ σᾶς! - ἡ ἀγάπη μου, τραγούδια εὐτυχισμένα, σᾶς ἔχει φυλαμένα στὴν κλίνη της κοντά. Ὅταν ἐκεῖ, σὰν ἄγγελος, μονάχη ἀργοπλαγιάζει, σᾶς παίρνει, σᾶς διαβάζει μὲ ἁγνότατη χαρά. Προπερσινὸ τραντάφυλλο, ποῦ ἐγὼ τῆς εἶχα φέρῃ, μὲ τὸ δεξί της χέρι, διαβάζοντας κρατεῖ· καὶ ‘ς ἕνα ἢ ‘ς ἄλλο φύλλο σας τὸ ἀγαπητὸ ξεράδι σᾶς βάνει γιὰ σημάδι, προτοῦ νὰ κοιμηθῇ.
89
ΘΎΜΗΣΗ Τοῦ κάκου μᾶς χωρίζουνε ράχαις, βουνὰ καὶ κάμποι· τὸ πρόσωπό σου λάμπει στὸ νοῦ μου, στὴν καρδιά. Τῆς λύπης μαῦρο σύγνεφο δὲν ἠμπορεῖ νὰ φτάσῃ τὸ φῶς του νὰ σκεπάσῃ μίαν ὥρα μοναχά. Καὶ πρὶν σωθοῦνε ἡ μέραις μου, στοῦ χάρου τὸν ἀγῶνα τὴ θεία, γλυκειά σου εἰκόνα θὰ βλέπῃ ὁ λογισμός. Ἀνίσως ἔχει ὀνείρατα ὁ ὕπνος τοῦ θανάτου, στὸν ἅδη κ’ ἐκεῖ κάτου θὰ μ’ ἀπομείνῃ ὀμπρός.
90
ἈΠΟΜΑΚΡΥΣΜΌΣ Στὴν ἐξοριὰ ποῦ βρίσκομαι, στὴ θλίψω ὁποὖμαι τώρα τ’ ἁρμονικά μου δῶρα θὰ δέχεσαι συχνά. Ἐδῶ, ποῦ ξάφνου ἐρρίχτηκα ἀπὸ τὴν ἄγρια τύχη, μοῦ ἀπόμειναν οἱ στίχοι ἀθλία παρηγοριά. Καὶ πῶς μίαν ἄλλη δύναται τώρα ἡ ψυχή μου ναὔρη; Δὲ σὲ θωράω καὶ μαύρη μοῦ φαίνεται ἡ ζωή. Στὴ νύχτα ποῦ μ’ ἐπλάκωσε τραγούδια νέα μαθαίνω· ἀηδόνι τυφλωμένο τερπνότερα λαλεῖ.
91
ΧΕΛΙΔΌΝΙΑ Ἄχ! τὸ θεόρατο βουνὸ γιατὶ δὲ χαμηλόνει; Χριστέ μου, ἂν ἦταν βολετὸ νὰ δώσω μία νὰ τὸ διαβῶ σὰν ἕνα χελιδόνι! Ὡραία τῆς Ἄνοιξης πουλιὰ γιὰ πέρα μισεμένα, δανείσετέ μου τὰ φτερά, καὶ νέα λαλήματα γλυκὰ θὰ μάθετε απὸ μένα. Τί λέω! Τερπνότατη φωνή σᾶς ἔδωκεν ἡ φύση, καὶ μὲ τὰ μάγια της αὐτὴ θἄχῃ τὴ χάρη κάθε αὐγὴ τὸ φῶς μου νὰ ξυπνήσῃ. Ἐγὼ - καὶ ἂς πλέκω τεχνικὰ τοῦ τραγουδιοῦ τὸ στίχο πέρα, σὲ τούτη τὴν ἐρμιὰ ξυπνάω τριγύρω μοναχὰ τῆς λαγκαδιᾶς τὸν ἦχο.
92
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΕΡΤΣΕΤΗΣ
Ο Γεώργιος Τερτσέτης (1800 - 1874) ήταν Έλληνας αγωνιστής της επανάστασης του 1821, ιστορικός, πολιτικός, συγγραφέας, ποιητής, φιλόσοφος, απομνημονευματογράφος και νομικός. Είχε διοριστεί αρχειοφύλακας στη βιβλιοθήκη της Βουλής στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος, θέση που κράτησε μέχρι το θάνατό του.
ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΠΟΣΠΕΡΊΤΗ Ὢ ἀποσπερίτη, τῆς ἀγάπης ἄστρο, χαῖρε, θεέ, μὲ τὸ χρυσό σου κάλλος! Χαῖρε αἰώνιό της νυχτὸς μήνυμα ὡραῖο! Τὴν ἀχτίνα σου, θεέ, νὰ μοῦ χαρίζεις• σήμερα/ νιὸ φεγγοβολάει φεγγάρι καὶ βασιλεύει γλήγορά το φῶς του, πάω σὲ κόρη ξανθὴ νὰ εἰπῶ τραγοῦδι• δὲν λῃστεύω στὸν δρόμο τοὺς διαβάτες• ἀλλ’ ἀγαπῶ• θεέ μου, ἀποσπερίτη, κ’ ἐσὺ ἀγάπα ἐκείνους ποὺ ἀγαποῦνε καὶ νὰ ἔχω τὴν χάριν σου βοήθεια/!
97
ΕΠΙΓΡΑΦΗ ΚΉΠΟΥ Περιβόλι τερπνὸ εἶμαι εἰς τὴν γῆν τῶν Σεπολιῶν καὶ τοῦ Πλάτωνος τὸν κῆπον ἔχω σύνορο ἱερόν. Παλαιὸν δεσπότην εἶχα νέον ἄνδρα Ὀθωμανόν, τὸ μολύβι τῶν Ἑλλήνων πρώτον ξάπλωσε νεκρόν, ὅταν τῆς Εὐαγγελίστριας εἰς τὴν θείαν ἑορτὴ Ἀρχαγγέλου νέου ἠκούσθη πολεμόκρακτη φωνή. Τώρα ὁ κύριος ὁπού μ’ ἔχει, μὲ δροσίζει μὲ νερά, καὶ μὲ στύλους μαρμαρένιους μοῦ χαρίζει εὐμορφιά. Πυκνὰ φύτευσε τὰ δένδρα, ἄνθη φέρε ξενικά, κύριέ μου, νὰ μὲ τιμήσεις καὶ μ’ ἀγάλματα λευκά. Στὸ θερμό το μεσημέρι μὲ τὲς νύμφες καὶ ὁ Πάν, στὲς δροσιές μου νὰ χορεύουν καὶ γλυκὰ νὰ τραγουδᾶν. Εἰς ἐσὲ οἱ θεοὶ νὰ δώσουν διὰ τὴν τόσην καλλονήν, τοῦ πατρός σου καὶ τοῦ πάππου
98
νὰ ἐκδικήσεις τὴν σφαγήν, ὅπου της τερπνῆς Εὐρώπης τὸ ἀηδόνι κιλαϊδεῖ, τῆς Ἀσίας στὸ περιγιάλι ἄλλο ἀηδόνι ἀντιφωνεῖ.
99
Η ΔΙΚΑΊΑ ΕΚΔΊΚΗΣΙΣ Τραγουδιστῆς πολλὰ εὔμορφος νέον εὔμορφο ἐρωτεύθη, περίσσιο πάθος ἔβαλε στὰ μαραμένα στήθη, καὶ μὲ τὰ χείλη τὰ χλωμὰ τραγούδαε τὸν καημόν του. “Ἀγνάτια του νὰ κάθομαι, νὰ κρένει καὶ ν’ ἀκούω, νὰ βλέπω τὰ ξανθὰ μαλλιὰ καὶ τὰ δροσάτα χείλη, πόχουν τοῦ ρόιδου τὴ βαφή, τοῦ μήλου τὴν γλυκάδα”. Καὶ τὸ τραγοῦδι τοῦ ἤκουσαν οἱ νιὲς καὶ οἱ πανδρευμένες• φωνάξανε τὰ εὔμορφα κοράσια κι οἱ νυφάδες: ἄνδρας τὸν ἄνδρα ν’ ἀγαπᾷ, σέρνει μὲ τὸ τραγοῦδι, καὶ γάμος κι ἀρραβώνιασμα θὰ πᾶν λησμονημένα καὶ θὰ διαβαίνει ἡ νύκτα μᾶς δίχως ἀνδρὸς τὸ πλάγι, καὶ τὰ βυζιὰ τοῦ κόρφου μᾶς παιδὶ δὲν θ’ ἀναστήσουν. Πανήγυρη ξημέρωνε πέρα στὰ βιλαέτια καὶ τὰ χωριὰ μαζώχθηκαν, ἄνδρες, γυναῖκες πᾶνε, πῆγε καὶ ὁ τραγουδιστῆς κι ἐκράταε τὸ λαγοῦτο, κι ἀρχίνησε τὸ ἔρημο τραγοῦδι νὰ λαλάει• καὶ τοῦ λαγούτου ἡ μελῳδιὰ γλυκιά του ἀπηλογότουν. Οἱ εὔμορφες κιτρίνισαν σὰν τὰ χλωμὰ λουλούδια, τόσο στὰ φυλλοκάρδια τοὺς πολὺς θυμὸς ἐμβῆκε. Πέτρες λιθάρια ἐπήρανε οἱ νιὲς κι οἱ πανδρευμένες, κτύπησαν τὸν τραγουδιστὴν ἐκεῖ ὁπού τραγουδοῦσε. Σίγησε τὸ παιγνίδι τοῦ τ’ ὁλόχρυσο λαγοῦτο, κείτεται κι ὁ τραγουδιστῆς ἄγνωστος μὲς στὸ αἷμα, καὶ μοιρολόι δὲν τοῦ λαλεῖ καμμιὰ μοιρολογίστρα• τοῦ κόψαν τὸ κεφάλι τοῦ τὰ ξώφρενα κοράσια, καὶ σὲ ποτάμι τὸ ‘ριξαν μαζὶ καὶ τὸ λαγοῦτο, καὶ τὸ ποτάμι τόβγαλε εἰς τὸ γιαλό, στὸ κῦμα• συντροφιαστὰ πηγαίνανε κεφάλι καὶ λαγοῦτο• στὸ φονικὸ ποὺ κάμανε νὰ μὴν πολυχαροῦνε.
100
τὸ κῦμα ὁπού διαβαίνανε γλυκὰ ἠχολογοῦσε• καὶ μέσα σὲ νησιὰ πολλά το πέλαγο τὰ πάγει• ἀκούαν τριγύρω τα νησιὰ στὸ δειλινό, στὸ βράδυ, ἀκούανε τὴν μελῳδιά, δὲν ἔνιωθαν ποῦ βγαίνει. Φωνάξαν τὰ μικρὰ παιδιά: τὸ πέλαγο τὴν βγάζει. Ἡ μελῳδιὰ σταμάτησε εἰς τὸ βαθὺ λιμάνι, σὰν ἄστρο στὰ μεσάνυχτα, ποὺ σ’ ἕναν τόπον φέγγει. Καὶ χίλια ἀηδόνια νὰ λαλοῦν ἐφαίνετο πὼς νὰ ‘ναι. Πῆγαν μὲ τὰ μονόξυλα οἱ ναῦτες οἱ πιδέξιοι καὶ τὸ κεφάλι πήρανε, πῆραν καὶ τὸ λαγοῦτο, σὲ μνῆμα τὰ ἐνταφιάσανε κεφάλι καὶ λαγοῦτο. Ἀπὸ τ’ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν μὲς στῶν νησιῶν τὲς χῶρες πανώρια βαροῦν ὄργανα οἱ νιές, τὰ παλληκάρια, καὶ μὲς στ’ ἀσημοχρύσαφα στολίζουν τὰ λαγοῦτα, γεννᾷ τὲς θυγατέρες τῆς γλυκόφωνες ἡ μάννα ἀγγέλου πὸ ‘χουν πρόσωπο κι ἀγγέλοι στὸ τραγοῦδι. Πλὴν μέσα στὴ βαθειὰ στεριά, στὲς φόνισσες γυναῖκες οἱ ἄνδρες πῆραν σίδερο καὶ στὴν ἑστιὰ τὸ κᾶψαν, τὲς κορασιὲς ἐσφράγισαν στὸ μέτωπο, στὴν πλάτη
101
Η ΛΊΜΝΗ Ἦταν προχθὲς κορίτσια στὸ χορὸ ὅλα λουλούδια, ὅλα μυρωδιά, ἄχ! τ’ ἀγαποῦσα ὅλα, καὶ θαρρῶ καὶ γι’ ἄλλα τόσα μου’μένε καρδιά. Τὸ κρῖμα μου τὸ λέγω, δὲν μπορῶ ἀτάραχος νὰ δῶ τὴν ὀμορφιά. Ἄχ! μὲ τῆς λίμνης μοιάζω τὸ νερὸ ποῦ ὅ,τι περνᾷ ἀφήνει ζωγραφιά. Μ’ ἂν ζωγραφίζ’ ἡ λίμνη καθετί, περνάει αὐτὸ κι’ ἡ ζωγραφιὰ περνᾷ. Καὶ μοναχά του οὐρανοῦ κρατεῖ τὴ ζωγραφιὰ πιστά, παντοτινά. Ἄφησε ὅλοι νὰ μὲ λὲν τρελὸ καὶ μὴ σὲ μέλλει, ἀγάπη μου χρυσή. Ἂν εἶμαι λίμνη, μ’ ὅλες ἂν γελῶ, ὁ οὐρανὸς τῆς λίμνης εἲσ’ ἐσύ.
102
Η ΠΛΆΝΗ ΤΟῦ ΧΟΡΟῦ (Ο ΧΟΡῸΣ ΗΤΑΝ ΤΟ ΒΑΛΣ) Ψὲς ποὺ χόρευαν οἱ νέες, ἀπ’ αὐτές μου ἐφάνη μιά, μοῦ ἐφάνηκε πὼς εἶναι ἡ Ἐλίζα ἡ μορφονιά. Ἄλλη δεύτερη προβαίνει κι ἄλλη τριτη/ γαλανὴ καὶ στὲς τρεῖς ὡραῖες χορεύτριες τὴν Ἐλίζα μου ἔχω ἰδεῖ. Πλὴν δὲν ἦτον ἡ Ἐλίζα μὲ τὲς νιὲς εἰς τὸν χορό, εἰς παιγνίδια καὶ εἰς τραγούδια νὰ φανεῖ ἔχει καιρό. Οἱ στερνοὶ χοροὶ τῆς ἦτον τότε εἰς τὴ βραδυνῇ ποῦ τοῦ γάμου τὸ στεφάνι φόρειε εἰς τὴν κεφαλή. Ἀλλὰ τώρα ποῦ ‘ναι ἡ νέα, ποῦ ‘ναι ἡ νιόνυμφη ἡ ξανθή; Μὲ τὲς ἄλλες καὶ αὐτὴ νέες πῶς δὲν βγαίνει νὰ χαρεῖ; Μῆνες πέρασαν καὶ πᾶνε, κι ᾖλθαν τ’ ἄνθη τοῦ Μαγιοῦ, τὸ λημέρι τῆς αἰώνια δέρνει ἡ ἄφρα τοῦ γιαλοῦ. Βόσκουν πρόβατα καὶ γίδια στῆς Ἐλίζας τὸ νησί, καὶ κοιμᾶται ἡ ξανθὴ κόρη σ’ ἕνα σπήλιο μοναχή.
103
ΙΧΝΟΣ Ὡς φυτεύουν εἰς τὲς γάστρες ρόδα ἢ τριανταφυλλιά, αὐγὴ βράδι τὴν ποτίζουν τοῦ νεροῦ μὲ τὴν δροσιά. Τὰ τριαντάφυλλα ποὺ ἀνοίγουν καὶ τὰ ρόδα τὰ τερπνὰ συνεπαίρνουν τὸν ἀέρα ἀπὸ τὴ μοσκοβολιά. Σὰν τῆς γῆς σπάνιο λουλοῦδι κι ἡ δική σου ἡ εὐμορφιὰ ἄνοιξε, καὶ ἡ γῆ εὐφράνθη, θαῦμα ἤσουν καὶ χαρά! Ἀλλὰ γάστρα καὶ λουλούδια ἐμαράθηκαν σκληρά, καὶ τὰ φύλλα σου ἐσκορπίσαν σ’ ἔρημη ἀκροθαλασσιά. Τῆς νυκτὸς τὴν μαύρη σκέπην διῶξε τὴν ἀπ’ τὰ μαλλιά, καὶ τοῦ κρίνου τὴν λευκάδα κόψε νέα φορεσιά. Καὶ ἡ πρώτη ἃς ἀναδώσει τοῦ προσώπου σου εὐμορφιά, καὶ τὰ μαῦρα σου τὰ μάτια πάλε ἃς λάμψουν ζωηρά. Δὲν ρωτᾷς τί σημαδεύει εἰς τὸ μάγουλο τὸ ἁγνό, τὸ γλυκύ, βαθὺ σκοτάδι
104
σὰν τριαντάφυλλο αὐγινό, ποῦ εἰς τὸ πράσινο κλαδί του κείτεται μισανοιχτό, δὲν τὸ πῆρε ἥλιος ἀκόμη κι ἔχει νύχτας τὸ δροσιό; Σὰν γελᾷς... τῆς Ἀφροδίτης τὸ εὐαίσθητο παιδὶ εἰς τὸ μάγουλο φιλεῖ σε κι ἴχνος μένει ἀπ’ τὸ φιλί.
105
Ο ΙΜΠΡΑΪΜΗΣ ΚΙ Ο ΚΙΟΥΤΑΧΗΣ O Ἰμπραΐμης κίνησε νὰ πάει στὸ Μισολόγγι, ἔστησε τὰ τσαντήρια τοῦ ἀγνάντια ἀπὸ τὸ κάστρο, τὸν Κιουταχὴ ἐκάλεσε διὰ νὰ συνομιλήσουν• «Κακὰ σὲ λένε, Κιουταχή, πὼς εἶσαι πολεμάρχης, τόσος καιρὸς ἐδιάβηκε ποὺ ‘σαι στὸ Μισολόγγι, καὶ ἀκόμη δὲν ἐπάτησες τὰ κάστρα τῶν ραγιάδων. Σκόνη καὶ στάχτη ἔπρεπε νὰ ‘ναι τὸ Μισολόγγι καὶ λύκοι νὰ φωλιάζουνε στὸν ἔρημο τὸν τόπον, ἂν ἤμουν μὲ τσ’ Ἀράπηδες τόσον καιρὸ φερμένος. Ξεζώσου αὐτήνα τ’ ἅρματα ποὺ ζώνουν τὸ κορμί σου, στ’ ἀρέμια σου νὰ πολεμᾷς μὲ εὔμορφα κοράσια, γιὰ αὐτό σε κρίνω δυνατόν, περίσσια παλληκάρι». O Κιουταχὴς ἐθύμωσε στὰ λόγια τοῦ Ἰμπραΐμη. «Δὲν λόγιαζα τὴν Ἀραπιὰ ἕνας ντελὴς νὰ ὁρίζει, ἔλα μ’ ἐμὲ καὶ ἀκλούθα μὲ στὴν διάβα ποὺ πηγαίνω». Καὶ ἐπῆγαν ξέμακρα ἀπὸ ἐκεῖ σε ἐξορία μεγάλη• ἤτονε ράχες καὶ βουνά, καὶ βράχοι καὶ λαγκάδια, Καὶ ἦταν μνήματ’ ἄπειρα στὲς ράχες, στὸ λαγκάδι. «Ἐδῶ τα παλληκάρια μου τὰ θάψαν οἱ συντρόφοι, τὰ ‘λυωσε τῶν Ἑλλήνωνε τὸ βροντερὸ τουφέκι, καὶ τώρα ἂν ξεσκέπαζαν τοῦ τάφου τοὺς τὴν πλάκα, καὶ ἐζώνουνταν τὰ ἔρημα σπαθιὰ τὰ ξακουσμένα, ἐσένα καὶ τὴν Ἀραπιὰ διὰ μιὰ στιγμὴ ἀφανίζαν. Οὔτε αὐτὰ τὰ φράγκικα τύμπανα καὶ οἱ φλογέρες μποροῦν νὰ προξενήσουνε φόβο στοὺς πολεμάρχους. M’ αἷμα, ἂκουσ’ μέ, δὲν παίρνεται ποτὲ τὸ Μισολόγγι, ἂν τοῦτοι ὁπού κείτουνται στὸ μνῆμα πλαγιασμένοι ἐφέτος δὲν τὸ πήρανε στὴ φοβερὴ ἐκστρατεία. Σ’ αὐτὰ τὰ τείχη ποὺ θωρεῖς τὰ πολυρημασμένα,
106
εὑρίσκεται τῆς Ρούμελης ὁ διαλεκτὸς ἀθέρας. Μακρής, Τζαβέλας, Βέικος, Μπότσαρης καὶ Στουρνάρης, ἐδῶ ‘ταν ὁ Νικηταρᾶς τὸ φοβερὸ λεοντάρι, ποῦ τόση ἐθέρισε Τουρκιὰ στῆς Κλένιας τὴν πεδιάδα. Μερόνυχτο νὰ πολεμοῦν, χαίρονται, πεθυμοῦνε, βόλια καὶ τόπια καὶ σπαθιὰ παιγνίδι τὰ λογιάζουν, γύρνα γοργὰ στὸν τόπο σου, μὴν εὕρεις τὸ χαμόν σου, Φράγκοι καὶ Ἀράπηδες ἐδῶ ποσῶς δὲν ὠφελοῦνε». Στὸ λειδινὸ Ἀρβανιτιὰ ἐσίμωσε στὰ κάστρα, μπέσα γιὰ μπέσα ἐφώναξαν καὶ ἐπλήσιασαν τὰ τείχη• «Δέτε, μὴν ἀτιμήσετε τὸ Ἀλβανὸ τουφέκι». Ἐκεῖνοι ἀποκρίθηκαν ψηλὰ ἀπὸ τὰ τείχη. «Ἐμεῖς δὲν ἐδειλιάσαμεν μὲ σᾶς νὰ πολεμοῦμε καὶ θέλτε οἱ Φραγκαράπηδες τώρα νὰ μᾶς φοβίσουν; Τάχια τὸ Ἀρβανίτικο τουφέκι θὰ βροντήσει καὶ θέλει μαυροφορεθοῦν στὴν Ἀραπιὰ οἱ μαννάδες, κι οἱ πουτάνες τῆς Φραγκιᾶς, θὰ κλάψουν τὲς πορνιές τους».
107
ΠΕΡΠΑΤΗΜΑ Γιὰ περπάτησε, ἀκριβῆ μου, νὰ γελάσει ἡ ψυχή μου καὶ νὰ ἔβγει ἡ θεραπεία ὅθεν ἢλθ’ ἡ ἀρρωστία. Νὰ ποὺ μοιάζει σὰν λαγοῦτο τὸ περπάτημά σου τοῦτο, μοιάζει ὡς εὔμορφη φωνὴ ποῦ εἰς κῆπο ἠχολογεῖ. Γιὰ σταμάτησε, ἀκριβῆ μου, φθάνει, φθάνει, ποθητή μου, τὸν καημόν μου περισσεύεις, ὄχι νὰ τὸν λιγοστεύεις. Ἄφησε, καλὴ θεά μου, ἄφησε τὰ δάκρυά μου σὰν πυκνὴ βροχὴ νὰ τρέξουν καὶ τὸν κόρφον σου νὰ βρέξουν, καὶ μὲ τὰ ξανθὰ μαλλιά σου τὰ μακρυὰ καὶ ἁπλωτά σου νὰ σφογγίζω τὰ δάκρυά μου εἰς τὰ δόλια μάγουλά μου. Τούτη δὰ τὴν δοκιμὴ χάρισέ μου, ὢ ποθητή, μὲ τὴν φλόγα ξεθυμάνω εἰς τὸ δάκρυ μου ἐπάνω.
108
ΙΟΥΛΙΟΣ ΤΥΠΑΛΔΟΣ
Ο Ιούλιος Τυπάλδος Πρετεντέρης ήταν επτανήσιος ποιητής (1814-1883). Ανήκει στους λεγόμενους σολωμικούς ποιητές της Επτανησιακής Σχολής.
Τὸ πλάσμα τῆς φαντασίας
Ἐσὺ ποὺ πρώτη ἐπρόβαλες σὰν ὄνειρο μπροστά μου, κι ἄναψες πάθη ἀκοίμητα στὴν ἄδολη καρδιά μου, ἅ! ποῦ ’σαι, πές μου, ἀγάπη μου, ποῦ ’σαι, γλυκειά μου ἐλπίδα; Τὴ γῆν ἔχεις πατρίδα ἢ τ’ ἄστρα τ’ οὐρανοῦ; Ἐσὲ ζητῶ στὸ χάραμα, σὰν γλυκοφέγγει ἡ μέρα, εἰς τὸν ἀφρὸ τῆς θάλασσας, στὸν ἥσυχον αἰθέρα. Ἐσὲ στὴν ἀνθοστόλιστη τοῦ κάμπου πρασινάδα, στὴν μυστικὴν ἀχνάδα τοῦ ἔρμου φεγγαριοῦ. Πόσες φορές μου φαίνεται νὰ σὲ θωρῶ μπροστὰ μοὺ καὶ ἀπὸ τὰ στήθια στέκεται νὰ πεταχθεῖ ἡ καρδιά μου• θωρῶ τὰ οὐράνια βλέμματα, τ’ ἀγγελικό σου στόμα, τ’ ἀέρινό το σῶμα, τὰ ὁλόχρυσα μαλλιά. Πόσες φορές, ἀγάπη μου, ζητώντας σε στὰ ξένα,
115
μὲ πόθο γύρω ἀσήκωσα τὰ μάτια ἐρωτευμένα, ὅπου τα κάλλη ἐλάμπανε μὲς στ’ ἄνθη, τὰ λουλούδια, ὁπού χοροί, τραγούδια μαγεύουν τὴν καρδιά. Κι ἐλόγιασα νὰ σ’ εὕρηκα, ὢ ποθητή μου, ἐσένα• κι ηὔρα γλυκὰ χαμόγελα καὶ στήθια παγωμένα• μία μόνη εἶδαν τὰ μάτια μου, καὶ τ’ ἀνθηρά της κάλλη σὲ παγωμένη ἀγκάλη μαραίνονται κρυφά. Ὅπου νὰ ἰδῶ μου φαίνεται, σὲ τρυφερὴ εὐμορφία, ἢ σὲ θλιμμένα βλέμματα νὰ λάμπει ἀχτίνα θεία, ἐκεῖ ἡ ψυχή μου ρίχνεται ὁλοθερμή, ἀναμμένη, καὶ στρέφει παγωμένη στὸ στῆθος τὸ θερμό. Ἀγάπησα κι ἀγάπησα καὶ σὲ ποτὲ δὲν εἶδα• ἅ! ποῦ ’σαι, πές μου, ἀγάπη μου, ποῦ ’σαι, γλυκειά μου ἐλπίδα; Πάθη βαθειὰ μ’ ἐπλάκωσαν μὲ δύναμη μεγάλη, ἀλλ’ ἔμεινε στὴν πάλη
116
ἀμόλυντη ἡ καρδιά. Εἶδα θολή, κατάμαυρη ἡ αὐγὴ γιὰ μὲ νὰ βγαίνει• κι ἔρμη ἡ ψυχή μου ἀπόμεινε, σ’ ὅλο τὸν κόσμο ξένη• ἀλλὰ μὲ μιᾶς ἡ θάλασσα, τ’ ἀστέρια, ἡ γῆ ἀναζήσαν, καὶ λόγια μου ἐμιλήσαν ἐγκάρδια, μυστικά. Συχνὰ ἡ ψυχή μου ὑψώνεται στὸν ἄπλαστον αἰθέρα, κόσμους ξανοίγει ἀγνώριστους, ὁπού ἀναβρύζει ἡ μέρα. Γύρω ἀντηχάει ἀνέκφραστη οὐράνια μελῳδία, χύνουν κρυφὴ εὐωδία τὰ ρόδα τ’ οὐρανοῦ. Κι ὅταν τῆς μοίρας τ’ ἄσπλαχνο, τὸ παγωμένο χέρι, σκορπάει τὰ οὐράνια ὀνείρατα σὰ σύγνεφο τ’ ἀέρι, μόλις στῆς γῆς τὴν ἄχαρη μαύρη ζωὴ ξυπνάω, Ἐσένα ἀποζητάω, θεῖο πλάσμα τ’ οὐρανοῦ. Εἲν’ ἐδῶ κάτου ἀκόπιαστα φθόνος, δειλία καὶ πλάνη• στολίζει ἀνείδια πρόσωπα
117
στολίζει ἀνείδια πρόσωπα τῆς δόξης τὸ στεφάνι• σὰν τὴν ὀχιά, τὸ φίλημα τὰ χείλη φαρμακώνει, ἡ προδοσία πλακώνει τοὺς κτύπους τῆς καρδιᾶς. Ἂν νιὸς ἀετὸς ἀποτομα τινάξει τὰ φτερά του, ἄγριο γεράκι ρίχνεται σὰν ἀστραπὴ ἐμπροστά του. Ἂν ἴσως ἄστρο ἀγνώριστο στὸν οὐρανὸ προβάλει, ἡ μαύρη ἀνεμοζάλη σηκώνεται μὲ μιᾶς. Ἀγάπη μου, σπλαγχνίσου μὲ καὶ πρόβαλε μπροστά μου• μὲ σένα κι ἡ Παραδεισο θὰ κατεβεῖ σιμά μου. Στὸ ἀγγελικό το στῆθος σου νὰ γείρω τὸ κεφάλι, εἰς τὴ γλυκειά σου ἀγκάλη νὰ βρῶ παρηγοριά. Τοῦ κόσμου τὰ πλανέματα καὶ τὲς χαρὲς ν’ ἀφήσω καὶ μὲ σὲ μόνη, ἀγάπη μου, σὲ μίαν ἐρμιὰ νὰ ζήσω• νὰ μᾶς λέει λόγια ἀνέκφραστα τὸ τρυφερὸ λουλοῦδι,
118
καὶ μυστικὸ τραγοῦδι τὴ νύκτα ἡ ἀστροφεγγιά. Δάση, βουνὰ ἀνθοστόλιστα καὶ κρυσταλλένια βρύση! Ἡ ἐρμιά σας, ναί, τὴν ἄχαρη ψυχή μου θ’ ἀναζήσει• ὁ ὕμνος, ἄνθι οὐράνιο, ὁπού ποτὲ δὲν σβυέται, θερμὸς θέλει πετιέται ἀπ’ τὴ θερμὴ καρδιά. Πλέρια ν’ ἀκούσω ἀτάραχη τὴν ὕπαρξη σιμά σου, καὶ κόσμο καὶ παραδεισο νὰ βρῶ στὴν ἀγκαλιά σου• νὰ ’ναι γιὰ μᾶς οἱ μέρες μας, δική μας ἡ χαρά μας, τὰ δάκρυα μᾶς δικά μας, δύο στήθια μία καρδιά. Κι ὅταν ψηλάθε ἡ ὕστερη αὐγὴ γιὰ μὲ προβάλει, νὰ μὲ πλακώσει ὁ θάνατος στὴ σπλαχνική του ἀγκάλη• τὰ μάτια μου, θωρώντας σε, νὰ μείνουνε σβυμένα κι ἡ πλάση ὅλη γιὰ μένα θὰ ’ναι ἑνωμένη ἐκεῖ. Ἐσὺ τὸ ἔρμο μνῆμα μου
119
μὲ ρόδα θὰ στολίσεις, κι αὐγὴ καὶ βράδι θὰ ’ρχεσαι δάκρυα σ’ αὐτὸ νὰ χύσεις• καὶ μέσα ἀπὸ τὸν τάφο μου, σὰν αὔρα δροσισμένη, νύχτα βαθειὰ θὰ βγαίνει μιὰ μελῳδία κρυφή.
το βιβλίο ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΗ ΣΧΟΛΗ στοιχειοθετηθηκε & σχεδιαστηκε τον Απριλιου του 2015 απο τις εκδοσεις δυανυσμα και κυκλοφορει δωρεαν σε ηλεκτρονικη μορφη στο διαδικτυο χωρις καμια αξιωση οσον αφορα στα πνευματικα δικαιωματα
εκδόσεις
ΔΙΆΝΥΣΜΑ