Δημήτριος Γκόγκας
ΩΡΆΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΏΝ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑ
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ISBN: 978-618-82188-6-4 Σειρά: Διανυσματικά ποιήματα Τίτλος: Ωράρια Επιστροφών Συγγραφέας: Δημήτριος Γκόγκας Ημερομηνία Έκδοσης: Οκτώβριος 2015 Σελίδες: 84 Μορφή Αρχείου: pdf Γραμματοσειρά: Palatino Linotype (8) e-mail επικοινωνίας: dimitriosgogas2991964@yahoo.com Copyright 2015 © Δημήτριος Γκόγκας & Εκδόσεις Διάνυσμα ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑ ekdoseisdianisma.blogspot.gr ekdoseisdianisma@gmail.com Επιτρέπεται η αναδημοσίευση και η παρουσίαση των ποιημάτων με αναφορά στο όνομα του ποιητή και στον τίτλο του βιβλίου. Θα εκτιμηθεί η ενημέρωση του Ποιητή με οποιοδήποτε τρόπο. Κάθε γνήσιο αντίγραφο θεωρείται ότι φέρει την υπογραφή του ποιητή
Δημήτριος Γκόγκας ΩΡΆΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΏΝ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑ
Στη γυναίκα μου Στρατούλα Στο παιδί μου Αντώνη
Δυο κουβέντες για τη Ποιητική Συλλογή : «Ωράρια Επιστροφών« από τον Κο Αντώνη Χρ. Περδικούλη Χαιρετίζω εύψυχα την έλευση της νέας ποιητικής ανατολής του Μακεδόνα ποιητή Δημήτρη Γκόγκα , με τον τίτλο «ΩΡΑΡΙA ΕΠΙΣΤΡΟΦΩN» Ο Δ. Γκόγκας, γεννημένος στο Στρυμονικό Σερρών στα 1964, εδώ και έτη πολλά ποιεί ευδόκιμη θητεία σε Τέχνη αγαθή με «λόγον ηδυσμένον». Σε ένα χώρο τόσο απαιτητικό, όπως είναι αυτός της υψηλοτέρας των Τεχνών, της Ποίησης, καταθέτει κάθε φορά με αρχές την αισθητική της Γλώσσας και την συγκίνηση της Λέξης, δείγματα γραφής διατρανωμένα μέσα από καλλιέργεια και καλλιέπεια. Οι καταβολές του οι ποιητικές φαίνεται να έρχονται από πολύ βαθιά, πηγάζουν από την μαγιά που και άλλοι άριστοι χρησιμοποίησαν, όπως φερ’ ειπείν η Ζ. Καρέλλη, ο Ν. Πεντζίκης, ο Αρ. Δικταίος, ο Γ.. Δέλιος, αλλά και οι Τζόϋς και Πόε.. Μιλούμε για μια Ποίηση της υπαρξιακής αγωνίας και του εσωτερικού μονολόγου, εμποτισμένη σε νάματα φιλοσοφικού στοχασμού. Όπου ο πόνος του ανθρώπου, η άνιση πάλη με το άδικο, ο χρόνος που φεύγει, ο έρωτας που δεν φυλλοβολεί, η φθορά , ο θάνατος κανοναρχούν. Το ΩΡΑΡΙA ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ έρχεται να καταδείξει το απογύμνωμα της ψυχήςτών ηρώων, σ’ ένα τοπίο που ορίζεται από τον μόχθο των ανθρώπων μες στην σκληρή ζωή για ένα καλύτερο αύριο. Το ρήμα έχει την πρωτεύουσα θέση και διαφεντεύει τον στίχο,λειτουργεί προδρομικά ως ιχνηλάτης για την πράξη που θα ενεργηθεί ..Το ρήμα στην ποίηση του Γκόγκα καθαγιάζει τον στίχο , λυτρώνοντας την Λέξη, εξαγνίζοντας το ανθρώπινο πάθος, κάτι σαν κάθαρση δηλαδή, κάθαρση, όπως στην αρχαία τραγωδία.. Tα τεχνικά μέσα του ποιητή φέρουν την γνησιότητα του καλού μάστορα , ο οποίος ακολουθεί το ένστικτό του. Η Ποίησή του δεν είναι περιγραφική, είναι οραματική, γεμάτη εμπειριες, μνήμες προσωπικές, αποτυπώσεις δυνατών αισθήσεων και παθών. Δεν θα έλεγα καθόλου εύκολη την Ποίηση του Γκόγκα. Απεναντίας έχει την δική της δυσκολία προσέγγισης , αν δεν είσαι μύστης των πραγμάτων και των εικόνων που κουβαλά. Αν την προσεγγίσεις όμως με το συναίσθημα γίνεται απευθείας καταληπτή, διότι απευθύνεται στην καρδιά. Για τον Γκόγκα η Ποίηση είναι η ίδια η Ζωή,μια καθαρά ανθρώπινη πράξη, δεν νοείται άλλη πραγματικότητα έξω από αυτήν της Ποιήσεως.. Ο Δ. Γκόγκας δεν ανήκει σε ποιητικές Σχολές, ακριβώς γιατί στην Τέχνη δεν υπάρχουν Σχολές. Υπάρχει η Καλή και η Κακή Τέχνη. Κι εκείνος υπηρετεί πιστά και αφοσιωμένα την καλή Τέχνη. Με τα ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ επιβεβαιώνεται το εκθαμβωτικό παρόν της Ποίησης, που δεν είναι άλλο από την αισθητική της γλώσσας και την συγκινησιακή παρόρμηση: 9
« ..κέρασε από μια ελιά στους καλεσμένους Ύστερα βγήκε από το σπίτι Πήρε τον δρόμο για το χωριό Ξάπλωσε κάτω απ’ τις ελιές..» Θα τολμούσα να ξεχωρίσω την Ποίηση του Δ.Γκ. σε δύο τάξεις, τεχνοτροπικά μιλώντας: Υπάρχουν τα μακρύτερά του ποιήματα, αυτά του εσωτερικού μονολόγου και των οραμάτων, πεζόμορφα ιδιότυπα και κάπου εξομολογητικά. Υπάρχουν και τα λακωνικότερα, εκείνα του συμπυκνωμένου λόγου και της αφαίρεσης, της έκλαμψης και της αστραπής, με την κοφτή περπατησιά , το γοργοπέρασμα του στίχου, τον ακαταμάχητο οίστρο, τα οποία εκπληρώνουν ακόμη προσφορότερα την μουσική λυρική σκέψη , άγοντας στην μεταρσίωση.. Όλα όμως ανεξαιρέτως , αφήνουν την αίσθηση μιας βαθιά καλλιεργημένης πνευματικότητας. Στις πιο δυνατές του στιγμές ο ποιητής πυκνώνει τον Λόγο , γενναιοδωρώντας μας με έκπαγλη συγκινησιακή φόρτιση: « Μουγγή Πατρίδα Σκίζω τα βουνά Σαν τα στήθη μου. Ν’ακουστεί η φωνή μου..» Οι φωνές, οι σιωπές, τα χέρια, τα δέντρα, τα νερά, ο θάνατος, ιδίως ο θάνατος είναι τα σύμβολα που αγαπά να χρησιμοποιεί περισσότερο ο ποιητής. Κι όταν εξανίσταται και πικρά εκπλήσσεται , η έμπνευση αποκτά τιτάνιες δυνάμεις και θρέφει την φαντασία: « Μια ξαφνική μπόρα Τον ύπνο των νεκρών ταράζει..» Οι φιλολογικές αναλύσεις και οι κριτικές προσεγγίσεις ελάχιστα πράγματα σημαίνουν για την Ποίηση. Γιατί η Ποίηση υπάρχει από μόνη της και επιζεί σαν θαύμα ή δεν υπάρχει καθόλου. Εμείς, απλοί παρατηρητές και θαυμαστές του εύψυχου ποιήματος, εντυπωσιασμένοι από τα νέα αυτά δημιουργήματα, δεν κάνουμε τίποτα παραπάνω από το να στέλνουμε τροχιοδεικτικά βλήματα—ελπίζω να είναι εύσχημη η αλληγορία αυτή— και να φωτίζουμε τον ουρανό, να δούν όσοι εραστές της καλής Ποίησης τον αστέρα τον καινοφανή, τη νέα συλλογή του Δημήτρη Γκόγκα ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ. Δεν κάνουμε τίποτα περισσότερο, από το να πέμπουμε ηχηρό διαλάλημα στους μύστες και ρεμβαστές της καθαρής Τέχνης,, να έρθουν και να κοινωνήσουν μαζί μας την ευχαριστία μιάς ένθεης, κατά τα άλλα, Ποίησης. Αντώνης Χρ. Περδικούλης Ποιητής Δοκιμιογράφος
10
Α΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ (ΥΓΙΗ ΠΡΟΙΟΝΤΑ)
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
ΩΡΑΡΙΟ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ Μεγάλωσε μ΄ ένα πίνακα στο βλέμμα του: ΩΡΑΡΙΟ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ. Πίσω από τις πληροφορίες, οι αλλαγές και οι παραλαβές τσαντών. Η Υποδοχή. Στα καταστήματα που σύχναζε, τα είχε μάθει όλα τόσο καλά! Τις ημέρες και τις ακριβείς ώρες των επιστροφών. Τους ομιχλώδεις όρους. Μάλιστα, κάποια στιγμή - παρελθόντα ανάμνησηείχε επιστρέψει ένα ολάκερο χρόνο ως ελαττωματικό προϊόν. Ξήλωσε ένα μήνα, πέταξε στην άκρη της ιστορίας, δυο – τρεις ημέρες, τίποτα παραπάνω. Εκείνοι της Υποδοχής με το προσποιητό χαμόγελο, το δέχτηκαν. Στις πάντα αναγκαίες επιστροφές (εισβολή, κατοχή) δεν απαιτούσε χρήματα. Του αρκούσε να αγοράζει άλλα, καινούργια προϊόντα. Η ίδια δουλειά, μισό αιώνα τώρα. Γιόρταζε! Η κίβδηλη γειτονιά του έφερε δώρο την αγάπη. Την δέχτηκε (από συνήθεια) αρνούμενος ευγενικά. Όπως τότε, που φερνε πρόσφορα ο διπλανός με το τρύπιο ποτιστήρι ο μεμέτης που βρεχε τα χωράφια με άσβεστο μίσος η ασέληνη νύχτα σαν μπόλιαζε την κραγμένη σιωπή στο κορμί του και η προσφιλή προσφυγιά τον ακολουθούσε στο κάθε βήμα. Έπρεπε να την επιστρέψει, σκέφτηκε, το δίχως άλλο. Πήρε ένα μικρό μαχαίρι, την τρύπησε κρυφά. Μάτωσε. Ποια αγνή αγάπη δεν ματώνει; Απευθύνθηκε νομότυπα στους υπεύθυνους. Πεισματικά κλειδώνανε στα κόκκινα βαμμένα χείλη το «όχι». «Μόνο υγιή προϊόντα» του είπαν. Πήγε την επομένη, βρήκε κλειστό το κατάστημα. Την άλλη, είχε μια πίκρα που ενοχλούσε η φωνή, μα πάλι, τα ίδια. Έκλεισε με τα χέρια το θαμπό πρόσωπό του και είδε εχθρό τον εαυτό του. Μέσα του.
13
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
Αποφάσισε να την κρατήσει. Την φώλιασε σ΄ ένα από τα ράφια της καρδιά του, δίπλα από το μαύρο τσεμπέρι της μάνας και από την λευτεριά που σκότωσε τον πατέρα του νέο. Από τότε, έμαθε να ζει με μια μισή αγάπη.
14
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
ΕΡΙΝΥΑ Έψαχνες να βρεις και κάτι ακόμα δεν ήξερες τι, κοιτούσες πάντα στο χώμα τα σημάδια από τα βήματά σου μα πάντα το χέρι βαθιά εκεί εκεί στην άδεια σου τσέπη. Πότε- πότε μια σφαίρα στη χούφτα. Ήθελες να την φυτέψεις μέσα στην αυλή σου ή σε κάποιο κεφάλι, Είπες πολλές φορές σκάστε, σκάστε μιλάτε πολύ μα κανείς δεν άκουγε. Στο Αφγανιστάν σου πούλησαν παιδί για έρωτα και συ τους έδειξες τη σφαίρα Αυτό δεν ήταν παιδί ήταν μια ερινύα. Ευτυχώς Παναγιά μου φορούσε μπλε μπούρκα. Δεν θα έπαιρνες αρνί σε τσουβάλι. Αν το αγόραζες ίσως δεν θα μάθαινες ότι σκοτώθηκε χθες. Δεν μπορείς να τα σώσεις όλα. Μα συ δεν έσωσες κανένα. Τώρα βολεύτηκες πίσω από τη σύνταξη βλέπεις ειδήσεις έχεις για φίλο τον σκύλο του γείτονα δεν έχεις δικό σου. Που καιρός για έξοδα. Όταν βρέχει -εδώ δεν βρέχει συχνά η σφαίρα στη τσέπη μουλιάζει. Δεν σκοτώνει παρά μόνο τον σκύλο του γείτονα. Αλλάζεις χρόνο, λες: ήτανε φίλος μου, πιστός. Το λουράκι το δίνεις για ανακύκλωση. Κάνεις τη μπούρκα σφουγγαρόπανο.
15
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΩΡΑΡΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Δίπλωναν απ΄ την ασίγαστη κούραση τα γόνατά του. Τα πρωινά για την δουλειά στην γιομάτη από εργάτες στάση του λεωφορείου τρία στενά πιο κάτω άφηνε στις πέντε τα ξημερώματα από νωρίς, τον κρύο ιδρώτα να κυλήσει στον υπόνομο. Τώρα ήταν σίγουρος Η συγκατάβαση στον θάνατο υποταγή στη ζωή του χρέωνε. Έξι με δύο – μείον τις υπερωρίεςΚατέβαλε τον φόρο εργασίας που του αναλογούσε Από τις συχνές υποκλίσεις, καλό μπαστούνι έγινε!
16
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ Ο Ανδρέας άπλωσε τα καπακλούδια πάνω στο λερωμένο τραπέζι. Η Μαρία γέμισε με ψίχουλα τις συγνώμες της. Ο αυτόματος φωτισμός τρεμόπαιζε στους λερωμένους ανεμιστήρες. Ο κάδος απορριμμάτων ανέδυε την μυρωδιά των στομάχων την ασχήμια της εργασίας, τους φόβους. Ο νεροχύτης βούλωνε συχνά από τα αποφάγια την συμπεριφορά της τυφλής υπευθύνου, την αλαζονεία της. Το μαύρο τηλέφωνο της εταιρείας δίπλα από τον βρώμικο νεροχύτη. Κάθε που χτυπούσε- και χτυπούσε συχνά- ένας απολυόταν.
17
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΝΟΧΗ ΤΟΥ Το φεγγάρι χτύπησε μεσάνυχτα Γύμνωσε την αλήθεια του και το κουρασμένο σώμα του Κλειδώθηκε σε κάποιο δωμάτιο του αχανούς βίου του Τριγύρω τα ευαγγέλια της ποίησης Σημειώσεις, στίχοι, χαρτιά που πεθάνανε, Τσαλακωμένες σπίθες μιας φωτιάς σε τζάκι Κάπου, κάπου τον επισκεπτότανε εκείνη η ανέπνευστη ώρα Και κείνος έκαμε την προσπάθειά του Να κλέψει στίχους. Η αλήθεια είναι ότι ήταν μια ανεπιτυχής προσπάθεια. Δεν έμαθε ποτέ του να κλέβει. Δεν έγινε ποτέ του ληστής. Έβγαλε και το τελευταίο ρούχο, τη άυλη σάρκα του. Πλύθηκε απ΄ τα λίπη του, λεύκανε τα κόκκαλα του Πήρε το μελάνι, έβαψε τα χείλη του και βάλθηκε με το υνί να σκαλίζει τη ζωή του Το ήξερε καλά Η σπορά όποια και αν ήταν, ήταν δική του και του θεού Στην θεία δίκη των ποιητών Κανείς δεν θα μολογούσε ένοχος.
18
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
ΜΟΝΑΞΙΑ Κουβέντιαζες συνεχώς, με τον σκέτο στο στόμα, για μακρινά της ζωής σου. Έχουν παράξενη όψη – ξωτικές μαρτυρίες- κείνα τα μακρινά. Πιο οικεία. Μελετούσες το πένθος των άλλων. Την δική σου χρόνια λύπη έκρυβες πίσω από τα λουλούδια του βάζου. Άνοιγες προσεκτικά μ΄ ένα χρυσό κλειδάκι τη μνήμη με τις φωτογραφίες, να ψάξεις αυτούς που ξέχασες. Αυτούς που σε ξέχασαν «Δεν μπορώ» μου είπες. «Δεν μπορώ, μ΄ αυτό τον τρόπο» Σου απάντησα αμέσως: «Το χώμα για να΄ ναι χώμα πρέπει να σκεπάζει ρίζες και πτώματα»
19
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΑΚΡΟΑΣΗ Και τώρα στον πεθαμένο κόσμο που ζούμε ήρθε η ώρα να το παραδεχτούμε πως ο θάνατος είναι μια λύτρωση. Θα πάρω μόνος το βαθύ μονοπάτι για να ξεθάψω τις ποταμίσιες ρίζες, αποκαλύπτοντας ότι απόμεινε πάνω στην σκουριά των κοκκάλων. Το νερό θα καλεί σε ακροάσεις τους βατράχους . Στο γυρισμό θα σταματήσω να πιω ένα καφέ στη μνήμη μου δίπλα στη γέφυρα της λύτρωσης και του θανάτου. Η Μυρσίνη στο ραδιόφωνο ακόμα τ΄ άσπρα θα βάζει!
* Η Μυρσίνη βάζει τ’ άσπρα : Στίχος του στιχουργού: Λευτέρη Παπαδόπουλου
20
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
ΠΟΝΟΥΣΕ Πονούσε και περίμενε κρατώντας την υπομονή με το ασθενικό χεράκι τον θάνατο να επουλώσει τις πληγές της.
21
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΕΞΕΤΑΣΗ Το κεφάλι του βούιξε απ΄ τον αχό της απεργίας. Οι παλμοί του αυξήθηκαν στην διάρκεια της ανάβασης. «Ήρθε ο καιρός της εξέτασης» είπε. Σκούπισε την σανίδα σωτηρίας, σκούπισε δηλαδή το χέρι του αντιπάλου. Κι ύστερα, σκούπισε και το δικό του μην μολυνθεί. Το κεφάλι του βούιζε ακόμα. Στο απέναντι πεζοδρόμιο, κάποιοι ήδη είχαν βγει από τις σπηλιές τους και κάπνιζαν την λήθη ρίχνοντας επιμελώς στο έδαφος. Οι κυρίες ίδιοι οι άνδρες πλέον. Άγουρες. Την ψυχή του, πήρε και την έκλεισε μέσα στον κύκλο του φεγγαριού. Και κείνο χάρηκε. Τώρα βούιζε και το δικό του κεφάλι. Κοίταξε την τσέπη του βαθειά και απόρησε. Ομίχλη βγήκε μαζί με το χέρι του και μια τεράστια μαργαρίτα πάνω στην κάνη που κάπνιζε. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Οδός Δημοκρατίας , πρώτο στρίψιμο αριστερά, μονολόγησε. Εκεί το γραφείο του Ιατρού για μια δόση υγείας.
22
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
ΡΗΜΑΓΜΕΝΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ Πάσχιζε ταλαιπωρημένο το βλέμμα να δει τις χώρες πίσω από τα γεμάτα βαγόνια με ανθρώπους -μετανάστες τους λέγανε στα χαρτιά με κείνες τις πύρινες γλώσσεςΚι εσύ, με την τεμαχισμένη σου ψυχή κόχλαζες σα λάδι σε καρβουνιασμένο τηγάνι ως αγκάλιασε σταγόνες βροχής. Έσταζε και στα στήθια της γης το νερό του Φθινοπώρου. Δεν είχες πλέον δύναμη το μαύρο χέρι να σηκώσεις Το είχες ακουμπήσει πάνω στο θρυμματισμένο γόνατο απ΄ την ορθοστασία της ξενιτειάς που έβριζες πάντοτε. Δεν άντεχες το χέρι να απλώσεις, τα άσπρο μαντήλι λερωμένο μονίμως στη τσέπη και ιδού αξύριστος μέρες – συνεχώς είχες πένθοςμε τις τρίχες πουρνάρια στις αυλακωμένες πλαγιές, δικαιολογούσουν κάποτε – κάποτε κι έλεγες περιγελώντας, ο αχνιστός καφές σε ξεκούραζε στα ρημαγμένα καφενεία που σύχναζες τα βράδια.
23
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΗΤΑΝ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΗΣ Ήρθε ο γαμπρός και έκατσε δίπλα του να μετρηθεί το ύψος και το πλάτος και προπαντός οι αποστάσεις. Η κόρη του είχε φτάσει τα είκοσι ένα χρόνια. Μετρούσε, ξανά μετρούσε τόσα τα έβγαζε και ο ίδιος είχε πατήσει τα εξήντα. Αισθάνθηκε στην πλάτη το χτύπημα του χεριού «μην ανησυχείς θα την προσέχω κοίτα εσύ να γράψεις κείνο το χωράφι με τις ελιές» Η μάνα είχε κοιμηθεί κάτω από κείνες τις ελιές. Έβγαλε το χαρτί από την τσέπη, έβαλε την υπογραφή του μια τζίφρα δηλαδή και του το δωσε. Πήρε το χαμόγελο της κόρης, το έκαμε δαχτυλίδι το φόρεσε στο δάκτυλο του γαμπρού πήρε την μνήμη την έκαμε κεντητό και είπε: «ήταν το θέλημά της…» Κέρασε από μια ελιά στους καλεσμένους, ύστερα βγήκε από το σπίτι πήρε τον δρόμο για το χωράφι ξάπλωσε κάτω από τις ελιές. Τον πήρε και κείνο ο ύπνος.
24
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
ΟΤΑΝ ΣΗΚΩΝΕΤΕ Όταν σηκώνετε ψηλά τα χέρια, αφήστε τους να νομίζουν ότι παραδίνεστε. Πάντα ο κόσμος αλλάζει με τα χέρια υψωμένα.
25
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΜΙΑΣ ΑΥΛΗΣ Αυτό το σπίτι μόνο του στέκετε στην μέση μιας αυλής κι η μάνα πάει κι έρχεται από κάμαρη σε κάμαρη χαζεύοντας τις φωτογραφίες. Οι τοίχοι του ψηλότεροι από ποτέ οι κουρτίνες στο ξεφτισμένο χρώμα του ήλιου. Γιατί να ΄ναι τα παράθυρα τόσο μεγάλα; Πως μπαίνει το κρύο θεέ μου έτσι! Μαζί με τον θάνατο μπαίνει και το κρύο κορνιζωμένοι θάνατοι ο παππούς, ο πατέρας, οι ήρωες της ζωής μας. Δίπλα από το σπίτι ήταν το περιβόλι στο χώμα του έψαχνες το χρυσάφι σαν γαύγιζαν τα σκυλιά έτρεχες να κρυφτείς κάτω απ΄ το τραπέζι. Αδελφέ μου! Μετρούσες τα ρόδια - είχε ο παππούς πολλές ροδιέςΜετρούσες τα χρόνια. Τα χρόνια γίνανε σήμερα ένας ακόμα θάνατος. Σήμερα περιμένω να μπει περισσότερο κρύο. Κλείνω το παράθυρο Τι εποχή είναι; Ότι και να ναι έμεινε όξω αλλά το κρύο - κρύο Μήπως δεν κάνει κρύο την Άνοιξη;
26
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΙ ΑΠΕΜΕΙΝΕ; Καθίσαμε στο τραπέζι. Η μητέρα φορούσε ακόμα τον μποξά, τον ίδιο που φόραγε όταν φύγαμε από το σπίτι. Με το άκουσμα της σειρήνας. «Πόλεμος» είχε πει. Μα ο πόλεμος μητέρα ήτανε μέσα μας. Δώδεκα κάνες του χρόνου, μας έστησαν στον τοίχο. Μια ο Νιόβρης, μια ο Απρίλης, τώρα ο Ιούλης. Πόσες τουφεκιές, ν΄ αντέξει τ΄ ασθενικό στήθος μας. Και τώρα τι απέμεινε; Ένας άγνωστος ήλιος, γνωστός στους άλλους Ένα κουφό φεγγάρι, φωνάζει στις σημαίες Και μια πούλια να αιωρείται σε παντρειές κι αρραβωνιάσματα με τον αυγερινό.
27
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΑΓΝΟΕΙΤΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ Κάθε μέρα το ίδιο δρομολόγιο προς την περιοχή της Δροσιάς * Το πρωί ευτυχώς ο δρόμος ήταν κενός μα στην επιστροφή πάντοτε γεμάτος από αυτοκίνητα και λίγους ανήμπορους ανθρώπους. Εκείνη πάντα στην στροφή με ένα βλέμμα καθισμένο στο παγκάκι με ένα πόδι να κρεμιέται και μια τσάκιση στην λερωμένη φούστα. Δεν της μίλησε ποτέ, ποτέ δεν της είπε ένα στερημένο γεια μοναχά κουνούσε τον χρόνο πέρα δώθε κάπως έτσι όπως ο άνεμος τα πανιά μιας βαρκούλας. Πέρα δώθε μπας και καταλάβει τις σκέψεις της πίσω από την τσάκιση της λερωμένης φούστας και του κρεμασμένου ποδιού. Πέρασαν κάμποσες μέρες ο ουρανός έστω κι αργά θύμωσε το χέρι επιμελώς κινήθηκε προς το μάγουλο δεν ήθελε να δουν ένα δυο δάκρυα ότι περίσσεψε από το προσφάγι στο παγκάκι Αργότερα έμαθα ότι ο άνδρας της αγνοείτο από τον πόλεμο και του στέρησαν την ειρήνη. * Δροσιά: Περιοχή της Λάρνακας Κύπρου
28
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
ΓΡΑΜΜΑΤΙΑ ΑΝΕΞΟΦΛΗΤΑ Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους άφησε πίσω του ένα μαγικό σήμαντρο και την μάνα του να το χτυπά κάθε Κυριακή στην αυλή της. Έτσι έρχονταν και οι γείτονες σεμνοί και αγαπημένοι σύντροφοι. Πότε για το γλυκό και πότε γιατί ήταν καλύτεροι άνθρωποι. Κρατώντας στα χέρια τους σμύρνα και λιβάνι. Κρατώντας στα χέρια τους τα δώρα του δικαστή και χρέη, χρέη φόρους και υποθήκες. Τα ανεξόφλητα γραμμάτια της ιστορίας . Ποιος τα θυμάται πια; Ποιος τρέχει στις τράπεζες και τα κολαστήρια; Η μάνα έχει μια δύναμη μόνο να χτυπά το σήμαντρο κάθε Κυριακή. Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους ξωπίσω του έκλειναν παράθυρα σπιτιών που ύφαιναν σε αργαλειούς παραδουλεύτρες και εργάτριες σκυφτές από τους πόνους της μέσης λίγες μπροστά στα τάματα και τ΄ αναμμένα καντήλια της Παναγιάς. Ύφαιναν την λύπη κένταγαν το χρέος βελόνιαζαν τις πληρωμές και τα γραμμάτια, έμεναν γραμμάτια ανεξόφλητα. Κάθε Κυριακή μια μάνα χτυπά το σήμαντρο λαλώντας τον από τους μακρινούς τόπους. Στα όνειρά της, 29
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
Στην τύχη της, Στον χρόνο της, Στην ζωή της. Εκεί χωρίς την πληρωμή να χει φτάσει στο κόκκαλο χωρίς την πληρωμή να χει τελειώσει την νύχτα να δώσει το φιλί της. Και οι γείτονες ν΄ απλώσουν το χέρι δίνοντας το πιατάκι με το γλυκό πάλι πίσω. Tο πιατάκι της Κυριακής με τ ασημοκέντητη σταυρό και πάνω το σήμαντρο να την καλεί στον τάφο. Κολλά το χώμα όπως η ζωή σε ένα ανεξόφλητο γραμμάτιο.
30
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
ΔΕΙΠΝΟ ΜΕ ΕΝΑ ΝΕΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ Σήμερα θα δειπνήσω μ΄ ένα νέο άγνωστο στρατιώτη. Θα καθίσουμε απέναντι, σ΄ ένα καλό εστιατόριο, σαν αυτά που σερβίρουν με ευγένεια τη ακρίβεια, κι΄ αλλοίμονο θ΄ ανεχτούμε την υπεροπτική ματιά, του τελευταίου τραπεζοκόμου. Θα παραγγείλουμε όλα εκείνα που μας αναγκάζουν να καθόμαστε αμέριμνοι, σαν τις καλαμιές έτοιμες να καούν στους κάμπους της υπαίθρου και μας καθιστούν ώρες- ώρες δειλινές, όμορφα αγάλματα στα σαλόνια των φυλακών μας. Θα πιούμε ένα γλυκύ ηδύποτο, κοιτάζοντας ο ένας στα μάτια του άλλου, μέχρι ότου κουραστεί κάποιος και κατεβάσει σιγανά τα βλέφαρα. Ο ήλιος θ΄ αρμενίζει στις καρδιές και θα ξεκουράζεται στις αγκαλιές των νέων που πέφτουν αμαχητί στα χαρακώματα της ραστώνης και υποκλίνονται στις συνήθειες των σοφών. Πατρίς, αγκαλιά με τη Θρησκεία και λίγη οικογένεια. Μην ταραχτεί η χρόνια τάξη. Μην λησμονηθούν και οι άγνωστοι στρατιώτες, εκείνων των χρόνων που δεν θέλει να θυμάται κανείς. Μα είναι τόσο καλά δομημένες οι παρελάσεις, της λεβεντιάς και της υπερηφάνειας. Δεν θα τον πιέσω με οχλήσεις του κοινού νου. Δεν θα σκιάσω αυτή την έξοδο από τις σκοτεινές πύλες της πολιορκίας. Έτσι τα βλέφαρα κάποιος θα τα σηκώσει. Θ΄ αντικρύσουμε και πάλι ο ένας τα μάτια του άλλου βαθειά για να βρούμε καθαρό νερό στο βυθό της ίριδας. Και πριν υπογραφή το συμβόλαιο του. Θα τον ρωτήσω: Γιατί κινήθηκε από την πολυθρόνα του; Ήρωας θέλει να γίνει; 31
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΜΥΡΙΖΩ Ανοίγω το παράθυρο. Μυρίζω τον αέρα. Κλείνω μέσα στα μάτια μου λίγο απ΄ άρωμα της Πατρίδας, που έφτασε ως εδώ χάμω. Μα πως; Με ποιο χελιδόνι; Με πιο γερανό; Με ποιο πουλί της ξενιτιάς; Κλείνω το παράθυρο. Το άρωμα πάνω μου κατοικεί. Πυλός που χτίζει το όνειρο.
32
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
ΜΗ ΜΟΥ ΖΗΤΑΣ Σκέφτομαι πως πρέπει και σήμερα να σου πω σ΄ αγαπώ κι ανοίγω το παράθυρο όλη η αγάπη μου είναι πάνω σ΄ ένα πουλί που πετά και στο άνθος της γαρδένιας που πόθησες όλη μου η αγάπη είναι δυο μαύρα φτερά και πράσινα φύλλα σ΄ ένα μπαλκόνι Μην μου ζητάς να κλείσω το παράθυρο σαν κάμει κρύο δεν θα έβρει απάγκιο το πουλί και στάλα η γαρδένια.
33
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
1Η ΤΟΥ ΜΑΗ 1η του Μάη σήμερα. Πήρα το αμάξι κοίταξα να έχω βενζίνη χρήματα στο πορτοφόλι πέρασα από την κεντρική πλατεία δεν είχαν μαζευτεί ακόμα οι εργάτες έκρυψα το πανό στο πορτμπαγκάζ και έκατσα να απολαύσω τον καφέ. 1η του Μάη σήμερα γεμάτες οι καφετέριες τα εστιατόρια οι δρόμοι οι παραλίες δεν είχαν μαζευτεί ακόμα οι εργάτες. Κάποιοι εργάτες βεβαίως δούλευαν για να μην μαζευτούν ακόμα οι εργάτες. 1η του Μάη σήμερα ωραία φάγαμε ωραία ήπιαμε μην ξεχάσω το πανό και πιάνει χώρο. Στην τηλεόραση συζητούσαν για τους εργάτες που δεν μαζεύτηκαν ακόμα. Βράδιασε νωρίς Γύρισα νωρίς στο σπίτι Κοιμήθηκα νωρίς γιατί έπρεπε να σηκωθώ νωρίς για την δουλειά.
34
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
Στην στάση του λεωφορείου ένα κομμάτι της πλατείας όπου πρωί- πρωί μαζεύονται οι εργάτες χωρίς πανό.
35
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ Όταν κοιμάσαι, βλέπω ένα μικρό σπιτάκι με τριαντάφυλλα και μια Στρελίτζια στην άκρη του κήπου. Να ξέρεις εγώ (ναι εκείνο το εγώ μου) Δεν μπορώ να μετρώ τ΄ άστρα και να ψάχνω την Αφροδίτη. Είμαι ερωτευμένος γιατί ξεχνώ στο μέτρημα. Κι ύστερα πάλι απ΄ την αρχή (τελετουργίες της νύχτας) Να ξέρεις εγώ, Έχω αρχίσει να ξεχνώ τις λέξεις. Μιλώ όλο και λιγότερο. Βυθίζομαι στην κινητή άμμο της σιωπής και σηκώνω το χέρι για βοήθεια. Αγκίστρι της αγάπης. Πως η σιωπή είναι το δόλωμα και πως, εγώ μετρώ τ΄ άστρα στους γαλαξίες της. (τελετουργίες της ποίησης)
36
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ Η αφθονία του άρτου ήταν εμφανής, ακόμα και σε περιόδους πολέμων. Οι στρατιώτες δεν έσκαβαν χαρακώματα. Έχτιζαν τοίχους με προζύμι. Την μέρα ο ήλιος φούσκωνε το ζυμάρι. Κάθε που έπεφταν βόμβες χώριζε η κόρα από την ψίχα. Ήτανε εκείνη η στιγμή που έτρεχαν οι άνθρωποι κι άρπαζαν άλλοι την κόρα και άλλοι την ψίχα. Γέμιζαν οι αποθήκες ψωμί. Πόσο ψωμί μπορεί να χωρέσει στις αποθήκες! Οι καθ΄ όλα επιστάμενοι κατανόησαν και τούτο πρόβλημα. Στην συνεδρίαση της ογδόης υπέγραψαν -είναι αλήθεια με πόνο ψυχήςνα μην γίνει άλλο ψωμί. Οι στρατιώτες τώρα δεν χτίζουν τοίχους με προζύμι. Χτίζουν τοίχους με τα σώματα τους. Κάθε που πέφτουν βόμβες, γεμίζουν τα χαρακώματα. Οι άνθρωποι τώρα τρέχουνε να σκεπάσουν τα χαρακώματα. -είναι αλήθεια με πόνο ψυχήςΤο λιγοστό ζυμάρι που απόμεινε συνηθίζεται να το σταυρώνουν.
37
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΙΣΟΤΙΜΙΕΣ Στα σώματα των νεκρών ηρώων, που στέκονται ακίνητα από φτυαριές χωμάτων και άσπρα μάρμαρα. Στα σώματα αυτά που κάποτε γερνούσαν, μα τώρα για δείτε δείτε νεκροί μου άνθρωποι, δεν γερνούν μαζί μας, θ΄ απλώσω τις ισοτιμίες της ζωής, νεκροσέντονα. Ίση δικαιοσύνη, ίση εξουσία, ίσοι μπροστά σε όλα Μα τούτες οι ισοτιμίες της ζωής ξεπεράστηκαν, και μοιάζουν τόσο μακρινές ηδονές. Τώρα οι άρχοντες εκπληρώνουν την εκπόρνευση και ανασκάπτουν τους τάφους μας και πετούνε τα άσπρα μάρμαρα με μια μαύρη απλή γραφή και το πρόθεμα που μας πληγώνει : αν αν- ιση δικαιοσύνη, αν- ιση εξουσία, αν- ισοι μπροστά σε όλα
38
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
ΑΣ ΦΥΛΛΟΜΕΤΡΗΣΟΥΜΕ Ας φυλλομετρήσουμε τους νεκρούς μας και σήμερα ταΐζοντας τα πρόβατα με παχιές ειδήσεις λίγο πριν νηστέψουμε και κοινωνήσουμε με το αίμα και το σώμα του Κυρίου Ημών και Υμών. Στο ένα χέρι κρατώ τον καφέ στο άλλο το μικρό παιδί. Φύγαμε για την παραλία. Το μικρό παιδί τραγουδούσε: «Μια και είμαι εγώ παιδί ξέρω πάντα να γελώ χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ.» Μέχρι τώρα είχα μετρήσει είκοσι.
39
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΠΕΝΤΕ ΔΑΚΡΥΑ Χιόνι Σπογγισμένο αίμα που στράγγιξε κι έγινε λάβα που καίει στα σπλάχνα της. Κάποτε, μέσα απ΄ τις ρωγμές του σώματος της, γίνεται γραμμή κόκκινου μολυβιού. Καίει ότι την πόνεσε. Κι ύστερα στάχτη και χιόνι που πέφτει στο έρημο σπίτι.
40
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
ΒΡΟΧΉ Κάθε χρόνο την ίδια μέρα, μικρή ώρα δειλινού, βρέχει. Επέτειος θλίψης, απώλειας και χωρισμού. Ρίγη στα μάρμαρα. Μια ξαφνική μπόρα, τον ύπνο των νεκρών ταράζει.
41
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΙΔΡΏΤΑΣ Της πατρίδας το χρέος ξεπληρώθηκε. Είπες : Με το παραπάνω και –θυμούμαι- έκανες και μια κίνηση με το χέρι, σαν να ΄ θελες να ξεφύγεις. Τώρα ήρθε η σειρά της. Βάλανε κάτω όλα τα ίχνη και τις υπογραφές, οι πέτρες και τα σίδερα έτοιμα -είχε καλούς σιδηρουργούς η ΠατρίδαΤα καινούργια συμβόλαια έτοιμα. Και πάλι χρέος. Ο Ιδρώτας κυλούσε σαν τον κόμπο στο λαιμό σου.
42
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
ΓΆΛΑ Πίσω από αυτές τις βιτρίνες δούλευες. Εγώ στους δρόμους. Συναντιόμασταν στο ίδιο καφενείο με άλλους συντρόφους και δεν ανταλλάσαμε κουβέντα. Χαρτιά έπαιζα μόνο με τον καφετζή. Απορούσα βέβαια , καθώς είχαμε πιει από το ίδιο ποτήρι, γάλα.
43
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΑΊΜΑ Είναι στη μοίρα μας. Έτσι να πεθάνουμε. Σε κάποιο χρόνο ανομβρίας. Όταν τα δένδρα θα διψούν, θα μας φυτέψουνε στις ρίζες τους, το αίμα μας να πιούνε.
44
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
ΣΤΑΓΟΝΑ ΑΠΟ ΘΛΙΨΗ Στο σπίτι υπάρχει πάντα μια αιώνια θλίψη. Η απαλή μυρωδιά της απλώνεται σαν διάφανο ρούχο γυναίκας σ΄ ένα ατσάλινο σύρμα με δυο μαύρα μανταλάκια χελιδόνια μα δεν στεγνώνει. Κάθεται ανέμελη πάνω στην φροντισμένη κεφαλή των λουλουδιών του κήπου μας και άμοιρα εκείνα, την αγκαλιάζουν έτοιμα από πανάρχαιο καιρό να θυσιαστούν, για το πρώτο γυάλινο βάζο σε κάποια γιορτή, σε κάποιο πένθος. Όταν της ανοίγουμε τη ξύλινη πόρτα, με το σιδερένιο πόμολο να χτυπά, ρυθμικά, σαν ήχος βαρύς και πένθιμος, φεύγει και χάνεται γίνεται, φύλλο ένα αστέρι, σύννεφο γίνεται χρόνος χάνεται. Τέτοιες παρόμοιες θλίψεις ζούνε στα σπίτια του κόσμου, μικρές και μεγάλες πράσινες θάλασσες άσπροι και γαλάζιοι ουρανοί χωρίς σύννεφα που κλαίνε. Ταξιδεύουν με ξύλινα καράβια, παίρνουν τις όμορφες πριγκίπισσες και τους ηρωικούς βασιλιάδες απ΄ τα πανύψηλα κάστρα και τους μεταμορφώνουν σε όμορφους κύκνους πάνω στις λίμνες, σε ήρεμους ποταμούς. Μια σταγόνα κι η θλίψη πάνω στις λίμνες, στους ποταμούς. Μια δροσοσταλιά πάνω στις κεφαλές των λουλουδιών μας.
45
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
Κι ύστερα οι νεκρικές σπονδές, στις αδειανές κάμαρες, στους απελπισμένους δρόμους μας , στους τάφους των δωματίων μας. Να ενδυθώ τη αιώνια θλίψη, κόβοντας την κεφαλή των λουλουδιών , να κτυπήσω το σιδερένιο πόμολο της σεμνής κατοικίας και να μου ανοίξει ένα χθες. Να με υποδεχτεί με χνώτο που τρέμει. Μα είναι η θλίψη! Πως πάλι με πρόλαβε;
46
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΜΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ Θρυμματισμένο το χαμόγελό σου. Έρχεται χειμώνας μου είπες στα χείλη σου και το φιλί σου θα ναι παγωμένο. Θυμάμαι πως φοβόσουν πάντα τον χιονιά κι έτρεμες σαν έβλεπες πουλιά καρφιτσωμένα, στους πάγους της λίμνης μας. Όπου έπινε σιωπηλά νερό το λαβωμένο ελάφι της Άρτεμης. Βέβαια θνητή μου λυπημένη αγάπη, σου εξήγησα όταν έβρισκα καιρό και δραπέτευα από στίχους και άλλες μικρές και μεγάλες ιστορίες λόγου, ότι ο χειμώνας περνά πάντα με υπομονή. Κι ας μ΄ αγαπούσες επιτέλους λιώνοντας τους πάγους, στα χείλη σου, με ότι απόμεινε από το κορμί που πύρωσε, από τον θάνατο του χρόνου.
47
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΕΛΠΙΔΑ Επισκεπτήριο συνήθης ώρα χαράς θεού. Μέρα Μεσημέρι! Ένα σύννεφο λιπόσαρκο κοιμάται στη μέση τ΄ ουρανού, έτοιμο να γίνει πούπουλο και στάχτη κι όχι βροχή, όπως θα περίμενε ο κόσμος. Ο αγέρας μουχλιασμένος μπαινόβγαινε στα σωληνάκια. Αλίμονο μας κρύωνε και κλείναμε τα βλέφαρά μας. Οι ασθενείς ξεψυχούσαν απ΄ την ανία της ζωής. Το άσπρο σεντόνι πάντα αδιάβροχο. Και κείνη η καυτή ανάσα σαν σφύριγμα ζωής μέσα σε χαραμάδα. Εσύ λες ελπίδα. Εγώ μια μέρα που έφυγε. Παγίδα του χρόνου. Πέτρες οι ώμοι μου ουρανέ! Βουνά που κουβαλώ, στον πόνο και την μοναξιά μας. Τελειώνει η σκηνή. Πέφτει η αυλαία. Όλοι στον πρύμνη. Μπαλώνουμε το δέρμα μας σήμερα.
48
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
ΦΟΒΟΣ Λέω πως ζω κι όταν με ρωτούν πως τα πάω απαντώ «σπίτι - δουλειά δουλειά-σπίτι» Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια με προσοχή μην σχιστούν οι σακούλες Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα αποφεύγω τον σκύλο που μισώ δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο κατοικούν μέσα του Κέρβεροι κι ένας Προκρούστης που θέλει δουλειά. Αν του την δώσω τι θα λέω όταν με ρωτούν αν ζω; Ζω σπίτι;
49
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΠΟΣΟ ΜΕ ΒΟΛΕΥΕ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΟΥ Δεν ξεχώριζαν οι εποχές, σαν μου έλεγες: θα πεθάνω. Εγώ περίμενα υπομονετικά, πίσω από την κρυφή συμπόνια μου τον θάνατό σου. Πόσο με βόλευε ο θάνατός σου! Η αγάπη μου ήταν τυλιγμένη μέσα στο σάβανό σου, πριν ακόμα πεθάνεις. Και μ΄ αυτό σε έντυσα. Με την αγάπη μου. Θυμάσαι αγάπη μου, το σάβανό σου; Άσπρο κεντημένο με εικόνες αγίων από το παζάρι της Τρίτης. Κάθε Τρίτη στην Κεντρική πλατεία. Πέμπτη μου έλεγες σταυρώθηκε και εγώ σου ψιθύριζα: ναι αλλά και Πέμπτη πέθανε. Δεν περίμενα ποτέ το Σάββατο να σε αναστήσω. Το χέρι μου, αχρεία προέκταση τι σου πρόσφερε; Μια φτυαριά χώμα και ένα χτύπημα πίκρας στον τάφο.
50
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΚΟΙΜΗΘΕΙ ΕΝΑΣ ΚΑΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ Όταν πλαγιάζει και κρυώνει βάζει τα χέρια κάτω απ΄ το πάπλωμα μην τ΄ αγγίξει η παγωνιά και τα σπάσει Μερικές φορές κοιτά με την άκρη του ματιού του την γυναίκα που κοιμάται δίπλα του και πιάνει την καρδιά του Δεν θέλει να πεθάνει πρώτος Θέλει να είναι δεύτερος όπως πάντα Κάτω απ΄ την σκιά των σκεπασμάτων μπορεί να δει πιο καθαρά τους δικούς του που έφυγαν, τους άλλους που κοιμούνται και κείνους που έρχονται για να γεράσουν μαζί του. Όταν τον παίρνει ο ύπνος είναι σίγουρος ότι έκανε το σωστό αλλά πάντα στο βαθύ της ψυχής του πεταρίζει ένα μικρό πουλί έτοιμο να του κλείσει τα χείλη να του αρπάξει με το ράμφος την άκρη του σκεπάσματος. Φοβάται πολύ τρέμει μην πεθάνει πρώτος.
51
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΔΥΟ ΞΥΛΑ Ήμασταν φίλοι και τώρα εχθροί δυο ξύλα σ΄ ένα σταυρό
52
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
Η ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΟΙΗΤΡΙΑΣ Την κάλεσαν ως νέα ποιήτρια να πει την γνώμη της. Όχι πως την είχαν ανάγκη αλλά να έπρεπε να καλέσουν και μια νέα ποιήτρια. Αυτή έγραφε από χρόνια και κάποια στιγμή εξέδωσε μια συλλογή ποιημάτων. Οι κριτικοί έφαγαν τις σελίδες οι αναγνώστες αγνόησαν τους κριτικούς. Έβαλε τα καλά της ρούχα, τίποτα το ιδιαίτερο και στα μαλλιά της μια κορδέλα δώρο της μαμάς που πέθανε νωρίς. Θα έδειχνε πιο σοβαρή ψέλλισε. Πήρε την θέση με το όνομά της. Δίπλα της καθότανε άνθρωποι του ...πνεύματος. Που δεν της ρίξανε ούτε μια ματιά. Έπλεξε τα δάκτυλά της. Κέντησε ένα προσποιητό χαμόγελο. Έξυσε λιγάκι το μάγουλό της και έβηξε. Ζήτησε νερό. Δεν της φέρανε. -δεν προβλέψανε νερό για νέες ποιήτριεςΈβηξε και πάλι. Ο καημός την έπνιγε. Κανείς δεν έδωσε σημασία. Κανείς δεν θα μάθει πως έδενε τα μαλλάκια της με στίχους. Ξέπλεξε τα δάκτυλά της. Πήρε την κορδέλα από τα χτενισμένα μαλλιά της. Την φόρεσε στο λαιμό. Τότε κατάλαβε πως την κοιτούσαν. Αισθάνθηκε δεκάδες χέρια να τραβούν την κορδέλα, πιο σφιχτά για να την πνίξουν.
53
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ Περπατάμε στους δρόμους Μαζί και οι ματιές μας θερίζουν τον αέρα. Πότε σου πιάνω το χέρι και πότε το αφήνω (ιδρώτας) Ψάχνουμε να βρούμε μάρτυρες για τις δολοφονίες μας και δολοφόνους για ενόρκους.
54
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΘΑΝΑΤΟ Με το μολύβι σβήνει ένα φως. Έρχεται θάνατος και σε τυλίγει σαν ένα πελώριο δένδρο με κίτρινα φύλλα. Δεν στοχάζεται πλην των άλλων που θα φωνάξουν με δύναμη και θα πούνε: Αθάνατος καθώς ένα μικρός λεμονανθός θα σβήνει. Είναι ο Χειμώνας που λιώνει στην ζωή, κι ανθίζει η Άνοιξη. Η προσμονή σέρνεται με το φίδι ανάμεσα στους στίχους του ευαγγελίου. Είναι το ίδιο φίδι που μας έδωσε την ζωή να την ζήσουμε και εάν προλάβουμε να ρωτήσουμε λέμε: την ζήσαμε; Κι εσύ ζήτησες για μαξιλάρι το μπράτσο μου και μέσα στο στρατσόχαρτο το όνειρο σου σύννεφο να στάζει. Η κραυγή σου πορεύεται καθώς το ατσάλι σπάει την σιωπή και το μαύρο την γεύεται. Το μάτι μου κλείνει σαν πόρτα Σαν παραθύρι με πόμολο μια πένα Κι απλώνεται στις λιάστρες να το ξεράνει ο άνεμος. Μέσα στο μέτρο σκάλισες την καμαρούλα σου σε διάφανο βάζο η στάχτη κι ένα γαρύφαλλο στην κεφαλή. Τότε δεν μπορείς να αποφύγεις τον μέλλοντα. Ναυαγός στη γραμμή του θανάτου. Μ΄ ένα μολύβι κουπί ως που να φτάσεις;
55
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΛΑΡΝΑΚΑ ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΩΙ Λάρνακα, Κυριακή πρωί. Η πρώτη μέρα της εβδομάδας. Η τελευταία της ανθρώπινης ξεκούρασης. Κάτι τελειωμένοι από την ανοησία συνάνθρωποι, δεν έχουνε προχωρήσει δα και τόσο πολύ πάνω στης ζωής μας την σοφία, κείτονται στην αφυδατωμένη παραλία, πρόσκαιρα νεκροί (άλλοι νομίζουν ότι περπατούν τρικλίζοντας) έχοντας εξευτελίσει ότι είναι στο μάταιο της διασκέδασης στην πυρά της μέθης. Και άλλοι, προχωρημένης νιότης με τα λιγδωμένα έντερα να έχουν πάρει το δρόμο της καύσης, κάνουνε πιάτσα μέσα στην οσμές των κατουρημένων θάμνων στο Ταχυδρομείο της πόλης (όπου σεμνότυφοι και άλλης λογής ηθικοί πολίτες ταχυδρομούν τις σκέψεις και τις συναλλαγές της ζωής τους, μα όχι σήμερα Κυριακή) πιάνουν το χέρι μια μαυρούδας για να γευθούν το βρώμικο της ηδονής όπου η λίρα έχει το λόγο κι ο λόγος κατοικεί στην φαυλότητα και την ανοησία μας. Η ζωή φυσικά και συνεχίζεται. Ας φύγω τρέχοντας απ΄ το θέαμα των Φοινικούδων αρένα διότι πλησιάζουν και απειλητικά οι μαύροι τύποι της τροχονομίας. Τα έσοδα και φέτος ήταν περιορισμένα όπως και της ζωής μας τα πλούτη.
56
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΕΝΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ Ένα περιστέρι περνά ακόμα ένα μετρώ τρία περιστέρια κι ύστερα ψηλά γεμίζει άσπρα περιστέρια χωρίς ένα τόπο να διαβούν χωρίς μια φωλιά να ξαποστάσουν στο ράμφος τους μια μπουκιά ψωμί ανάμνηση από ειρήνη. Πίσω απ΄τα μάτια μας πίσω απ΄τον ουρανό πίσω από κείνο τον τοίχο πίσω από όλα όσα είναι τοίχος ζει μια ειρήνη. Δος μου να γευτώ μια στιγμή, μέσα από τα μάτια σου πάνω στον ουρανό μέσα από κείνο τον τοίχο πέρα από όλα όσα είναι τοίχος, την ειρήνη. Βράδιασε ξημέρωσε χτυπάς τον τοίχο να διαβείς μα πριν σε ακούσει ο θεός ας είναι οι άνθρωποι.
57
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΣΤΗΡΙΞΗ Θέλω ν΄ αγκιστρωθώ στα γκρεμνά ακροστόμια σου όπως ο χρόνος πάνω στη ασίγαστη γαλήνη, να κτυπήσω με την σκαλισμένη άκρη του νυχιού , τ΄ ανθεκτικό καβούκι του πόνου σου για να καρφώσω με την περίσσεια αγάπη μου την δειλή Αχίλλειό του πτέρνα. Γλυκοστεναγμέ μου πενθείς κι η ελπίδα της ζωής στενάζει στο κουρασμένο βλέμμα σου. Έλα κι αν το μπορείς κάμε το δάκρυ αργοκίνητη νιφάδα. Ήλιος χαλκός εγώ, π΄ αγγίζω τη μαβιά μέρα σου μαδώντας ένα- ένα τα πέταλα και το γλυκοχάραμα. Κι ακόμα- ακόμα το δείλι μαχαίρι στις παρυφές της νύχτας μας κόβει σου λέω, μας κόβει γλυκά όπως ο πόνος-πληγή βαθειά στη ψυχήτα φλογισμένα στήθια μας.
58
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΈΤΣΙ ΗΤΑΝ ΤΟ ΔΕΙΛΙ ΜΑΣ Έπαψα να ονειρεύομαι τους τελευταίους μήνες όπου οι μέρες τελείωναν σε ένα μαύρο κύκλο. Έτσι ήταν το δείλι μας, ένα τεράστιο μαύρο δάκρυ μέσα στην μελαμψή αγάπη μας. Χάνουμε τους χρόνους σας, μετανάστες σ΄ ετοιμόρροπα σκαριά, με το ένα πόδι στην μπλε βελούδο της θάλασσας και το δεξί να κρατιέται με το καρφί της ζωής σταυρωμένο στο ξύλο. Χάνουμε τους μήνες μας, σφαγιασμένα όνειρα μπροστά από τους δέκτες , μιας οθόνης θαμπής έτοιμοι με τέσσερα δάκτυλα να χτυπήσουν ρυθμικά άλλα τέσσερα και θα το πούμε χειροκρότημα, συνεχώς θα το λέμε χειροκρότημα, στους χαμένους μήνες που έρχονται, στα σφαγεία που στήνουμε. Χάνουμε τις μέρες μας, ιδρωμένες φανέλες που απλώνει η όμορφη γειτόνισσα να στεγνώσουν, μαγεμένες σειρήνες που αφήνει ο Οδυσσέας, να περάσουν επίτηδες . Γιατί; Ζωή που ξεραίνεται στον ήλιο και έρχεται μελανή η δύση του. Κι είναι τόσο βρόχινη η θλίψη!
59
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΕΚΛΟΓΗ ΣΥΝΕΝΟΧΩΝ Κάθεσαι στον καναπέ σου (τον αγόρασες θυμάμαι, εσύ ούτε που το είχες λογαριάσει, σε τιμή ευκαιρίας, πάντα έτσι έλεγες) και κλαις. Με μια κίνηση, να έτσι κόβοντας τον αέρα, κλείνεις και την κουρτίνα στον ήλιο. Σε λίγο πεθαίνεις και με λυγμούς Φωνάζεις: «Φοβάμαι τη ζωή» Δεν είναι ζωή ο θάνατος! Άλλη ώρα θα το συζητήσουμε! Το χτύπημα στη πόρτα Σου σκούπισε αστραπιαία το δάκρυ Μην σε δούνε κλαμένη. Ντρέπεσαι. Ντρέπεσαι για τη ψυχή σου Χρόνια μια φοβισμένη ζωή, κατοικούσε μέσα σου. Ή όχι; Τώρα γινήκατε δύο Και κείνος είχε φύγει τρέχοντας απ΄ τους δρόμους Κλείστηκε στις μουχλιασμένες κάμαρες Μες τις ζωντανές κολάσεις Όπου οι ψυχές καθαγιάζονται Μονάχα με γραφές.
60
Β΄ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΜΙΚΡΕΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ (ΚΑΙ ΑΥΤΑ ΥΓΙΗ ΠΡΟΙΟΝΤΑ)
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΑΝΑΓΚΗ Ο ΔΡΟΜΟΣ Ανάγκη ο δρόμος, όχι η στενωπός. Μπροστά το δίλημμα. Κι οι παράδρομοι; Δρόμοι μικροί , δρόμοι μεγάλοι. Πίσω ο γκρεμός, καλά κρατεί, τους ανθρώπους ομήρους.
64
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΑΝΕΜΟΣ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ Άνεμος μες στα χλωρά φύλλα κάνει την σχισμένη σελίδα Χειμώνα. Λίγο πριν έρθεις εσύ, κοιτώ το πάτωμα, ανθίζει ένα λουλούδι. Στο μάρμαρο, ένα πουλί κελαηδάει. Δεν θα φύγει ποτέ ! Η Θλίψη που κατεβαίνει μέσα από τα μάτια σου είμαι εγώ . Το δάκρυ που κρύβεις μέσα στη χούφτα σου, είναι σταγόνα ποταμός που κολυμπά η νύχτα. Κοίταξα τον ήλιο οι ακτίνες του με διαγράφουν . Δεν είναι τύχη Πόσα πράγματα είσαι εσύ για μένα; Μετρώ τις ακτίνες, μια λήθη στεγνώνει στο σύρμα. Ο άνεμος συνεχίζει τα χλωρά φύλλα στο κίτρινο. Το παράθυρο κλείνει
65
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
Πίσω από τα μαλλιά σου η μέρα μεγαλώνει. Για να έχουν χρόνο στην μυρωδιά του ανέμου. Το απομεσήμερο σβήνει λίγο πριν πετάξεις ψίχουλα στα σπουργίτια Ήρθες; Γι αυτό χτυπούνε οι καμπάνες του ανέμου. Φθινόπωρο. Οι βροχές του ανοίγουν σχισμάδες στον δρόμο μας. Μην αφήσεις ποτέ το χέρι μου.
66
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
Η ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ένας σπόρος στην άμμο που ονειρεύεται τα σύννεφα μες στην όασή σου ο παράδεισός μου φωτιά στα στήθη μια λάβα που με καίει στα χείλη σου η αγάπη μου έλα, στίχος που παίζει στις χορδές του ήλιου. Κι ύστερα, καίγεται!
67
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ Δεν έκανα καμιά προσπάθεια να κρύψω τον ήλιο να κλείσω τα μάτια. Εκεί ορθά τα έστησα να βλέπουν μέχρι οι τύψεις τους κάνουν, να ρίξουν τα βλέμματα τους.
68
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΜΗΝ Τραυματισμένος ο ήλιος. Σε μια παραλία τον σκεπάζει η ομπρέλα. Στο κέντρο των δακρύων. Ένα δένδρο, μια μηλιά. Γεννήθηκε η αμαρτία. Μια λίμνη, ένας ποταμός. Κι εσύ ξυπόλητη μες στα λασπόλουτρα. Κι οι άνθρωποι σκοτώνουν τα τζιτζίκια. Το τραγούδι της ζωής. Στα ράφια υπάρχουν σκόνες. Μην καθαρίσεις ποτέ το παρελθόν με μια πετσέτα.
69
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ Θα πεθάνω. Έλα και μην αργοπορείς παίξε στον ουρανό μαζί μου. Νύχτα, βροχή, μέρα και χιόνι. Όλα μοναξιά. Ξάφνου ένα χέρι, στραγγίζει το σκοτάδι. Δάκρυ στο μάγουλο.
70
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΥΠΟΓΡΑΦΗ Κοιμισμένη πόλη. Μια άπνοια μας σκεπάζει. Η υγρασία στο κόκκαλο . Βήματα στον ορίζοντα. Καράβια μάχονται να περπατήσουν, Στο βλέμμα μας. Φοίνικες που σηκώνονται , στα ξαφνικά χωρίς λόγο. Μια ματαιοδοξία χλιδή απλώνεται. Και το πουλί στο κάγκελο. Καρφώθηκαν τα πόδια του, έγινε γιορντάνι . Κι είμαι στη πόλη, γράμμα που χάνεται και μια υπογραφή.
71
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΜΝΗΜΗΣ Της Κύπρου Ανάσταση μνήμης. Η σπίθα πόσο περίεργο, σβήνει από την λήθη. Μάνα, άμε στο πηγάδι. Η Ιστορία ξεβράζει, νερό, αλάτι, κόκκαλα. Πατέρα, σήμερα ξεχορτάριασα το μνήμα. Τσιγκέλωσαν στα χέρια μου οι σημαίες. Αδελφέ, τουφέκι η γλώσσα στον ώμο σου φώλιασε. Η Ειρήνη σπαρταράει. Μουγκή Πατρίδα, σκίζω τα βουνά, σαν τα στήθη μου. Ν΄ ακουστεί η φωνή μου.
72
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΨΑΧΝΩ ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ Ψάχνω τα γράμματα της ποίησης. Μέσα στις λέξεις που πετούνε από την φλόγα της καρδιάς μου. Δεν είναι μόνο όσα ξέρουμε. Είναι και κείνα που δεν έχουμε μάθει. Στη αρχή η αγάπη. Στην άκρη ο θάνατος. Απουσιάζει το μίσος.
73
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΤΡΙΑ ΤΡΑΥΜΑΤΑ 1. Κάποτε θυμάμαι υποφέραμε από ανομβρία γιατρικό δεν υπήρχε στάλα, στάλα μαζεύαμε το δάκρυ μας σε μεγάλα ντεπόζιτα Τώρα που βρέχει δουλειά δεν έχουμε τρυπάμε τα ντεπόζιτα. 2. Κάποτε θυμάμαι οι γονείς μας δικάστηκαν ερήμην γίνανε αριθμοί. Το παιδί έβαλε στόχο να γίνει μαθηματικός. Δεν το πέτυχε. Μπλέχτηκε στις πράξεις. 3. Κάποτε θυμάμαι κέρδισε η ελπίδα στις κάλπες. Η ελπίδα εκείνη δεν ήταν παρά μέλανας ζωμός συνοδεία λωτού. Η Κίρκη έβγαινε στο τέλος.
74
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΣΠΟΝΔΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΙΩΠΗ Σοφή η στερνή γλώσσα. Πάλευε με το χρόνο και μύρωνε την εκλεκτική αλαλία του. Επέλεξε μια σιγανή φωτιά να ρίξει στο ποτάμι. Ύστερα, μια περίεργη χορδή του ανέμου κόπηκε. Το αίμα απ΄ το δοξάρι κύλησε στους ώμους της μέρας . Φόρεσε σκουφί τη σιγαλιά και βγήκε αγκαζέ με τους απάνεμους. Κατεβαίνοντας ο πνιγηρός κόμπος στο κουρασμένο σώμα του ύφαινε τους ήχους της λησμονιάς. Πέρασαν κιόλας δώδεκα φεγγάρια. Το μνήμα έγινε κίτρινος Σεπτέμβρης!
75
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΗΜΕΡΑ Πρωινό Να και πάλι εκείνη η μορφή. Σκιά από την καρδιά μας που ξύπνησε και περπατά. Μέσα από τους ατσάλινους τοίχους αναζητά εκείνο τον πέτρινο τάφο όπου οι συνθήκες Ανάστασης θα είναι τόσο προσφιλείς. Μεσημέρι Δι ευχών των Αγίων … Στα ανώγεια των πράξεών μας, φύονται τα μίση και τα πάθη στεγνά Η μορφή φορά τους μανδύες της φτώχειας. Ταπεινά εκλιπαρούμε στεφάνια χρυσοκέντητα. Απόγευμα Νωρίς το απόγευμα οι σκαπανείς ανοίγουν νέους τάφους. Να κουρνιάσει στα βάθη της γης το φεγγάρι. Ήλιος ζεστός συνεχίζει να πλάθει ένα νέο κόσμο. Τον απλώνει, τον στεγνώνει, τον διπλώνει τον βάζει στο χρονοντούλαπο. Βράδυ Αγόρασε τις κλειδωνιές κανείς δεν θα αναστηθεί. Εκείνος πλέκεται με τις λέξεις σταυροβελονιά Μεσάνυχτα θα φανεί ο νικητής του θανάτου κρατώντας στο χέρι τη σκιά του. Τις σκιές όλων μας
76
ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
ΛΕΝΕ ΠΩΣ Η ΠΑΤΡΙΔΑ Λένε πως η Πατρίδα είναι όμορφη. Πόσο πονάει τούτο! Μα μην ο πόνος δεν έχει ομορφιά;
77
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ Α/Α 1. 2. 3. 4. 5. 6. 7. 8. 9. 10. 11. 12. 13. 14. 15. 16. 17. 18. 19. 20. 21. 22. 23. 24. 25.
ΤΙΤΛΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ΩΡΑΡΙΟ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ ΕΡΙΝΥΑ ΩΡΑΡΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΝΟΧΗ ΤΟΥ ΜΟΝΑΞΙΑ ΑΚΡΟΑΣΗ ΠΟΝΟΥΣΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΡΗΜΑΓΜΕΝΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ ΗΤΑΝ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΗΣ ΟΤΑΝ ΣΗΚΩΝΕΤΕ ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΜΙΑΣ ΑΥΛΗΣ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΙ ΑΠΟΜΕΙΝΕ; ΑΓΝΟΕΙΤΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΓΡΑΜΜΑΤΙΑ ΑΝΕΞΟΦΛΗΤΑ ΔΕΙΠΝΟ ΜΕ ΕΝΑ ΝΕΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ ΜΥΡΙΖΩ ΜΗ ΜΟΥ ΖΗΤΑΣ 1Η ΤΟΥ ΜΑΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ ΙΣΟΤΙΜΙΕΣ ΑΣ ΦΥΛΛΟΜΕΤΡΗΣΟΥΜΕ ΠΕΝΤΕ ΔΑΚΡΥΑ
Σελ. 13,17 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29,30 31 32 33 34,35 36 37 39 39 40,44
26. 27. 28. 29.
ΣΤΑΓΟΝΑ ΑΠΟ ΘΛΙΨΗ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΜΙΑΣ ΑΓΑΠΗΣ ΕΛΠΙΔΑ ΦΟΒΟΣ
45,46 47 48 49
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
3o βραβείο του 4ου Ποιητικού Διαγωνισμού ΕΛΙΚΩΝ (2015)
Α΄Βραβείο στην ενότητα : Ποίηση από την Κύπρο (ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ) στον Ποιητικό Διαγωνισμό : ΣΙΚΕΛΙΑΝΑ 2014
30.
ΠΟΣΟ ΜΕ ΒΟΛΕΥΕ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΟΥ
50
Δημοσιευμένο στο περιοδικό Δευκαλίων ο Θεσσαλός Τεύχος 42
31.
ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΚΟΙΜΗΘΕΙ ΕΝΑΣ ΚΑΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
51
Συμμετοχή στη Α΄ Ομαδική Ποιητική Συλλογή των Εκδόσεων ΔΙΑΝΥΣΜΑ (Καλοκαίρι 2014)
32. 33. 34. 35.
ΔΥΟ ΞΥΛΑ Η ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΟΙΗΤΡΙΑΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΘΑΝΑΤΟ
52 53 54 55
36 37. 38. 39.
ΛΑΡΝΑΚΑ ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΩΙ ΕΝΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ ΣΤΗΡΙΞΗ ΕΤΣΙ ΗΤΑΝ ΤΟ ΔΕΙΛΙ ΜΑΣ
56 57 58 59
Α’ ‘Έπαινο στον 3ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης της Πνευματικής Συντροφιάς Λεμεσού (2014)
Συμπεριλήφθηκε σε ποιητική ανθολογία για την ενίσχυση του ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗΣ ΚΛΙΝΙΚΗΣ του Γ.Ν.Ρεθύμνου (2015)
40. 41. 42. 43. 44. 45. 46. 47. 48. 49. 50. 51. 52. 53.
ΕΚΛΟΓΗ ΣΥΝΕΝΟΧΩΝ ΑΝΑΓΚΗ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΑΝΕΜΟΣ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ Η ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΜΗΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΜΝΗΜΗΣ ΨΑΧΝΩ ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΡΙΑ ΤΡΑΥΜΑΤΑ ΣΠΟΝΔΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΙΩΠΗ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΛΕΝΕ ΠΩΣ Η ΠΑΤΡΙΔΑ
60 64 65,66 67 68 69 70 71 72 73 74 75 76 77
Βιογραφικό σημείωμα Ο Δημήτριος Γκόγκας γεννήθηκε το 1964 στο Στρυμονικό Σερρών. Σπούδασε στην Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών στα Τρίκαλα. Ασχολείται με την ποίηση. Συνεργάστηκε στην έκδοση του Βιβλίου «Το χθες της Ξάνθης σαν σήμερα» από τον Δήμο της Ξάνθης το 1998, με ευθύνη κυρίως της συλλογής και αρχειοθέτησης του υλικού. Ποιήματά του έχουν αναρτηθεί σε σελίδες του διαδικτύου. To 2014 βραβεύτηκε με τον Α΄ Έπαινο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης της Πνευματικής Συντροφιάς της Πόλης Λεμεσού Κύπρου για το ποίημα : Περιγραφή για ένα Θάνατο Την ίδια χρονιά έλαβε το 2ο Βραβείο του 3ου Ποιητικού Διαγωνισμού ΕΛΙΚΩΝ «Στο μισό του δρόμου το τέλος αργεί ακόμη» Το ποίημά του:ΦΟΒΟΣ έλαβε το Α΄Βραβείο στην κατηγορία :(ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ) ΠΟΙΗΣΗ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ του ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ «ΣΙΚΕΛΙΑΝΑ 2014» Το 2014 συμμετείχε με δύο ποιήματα στην Ομαδική Ποιητική Συλλογή, PoetryNews , από τις Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ. Το 2015 έλαβε το 3ο Βραβείο του 4ου Ποιητικού Διαγωνισμού ΕΛΙΚΩΝ για το ποίημά του «Πέντε Δάκρυα» Στο διαδίκτυο και στις σελίδες των εκδόσεων: http://www.easywriter.gr έχουν αναρτηθεί σε μορφήe-book, κατά το 2015 οι παρακάτω ποιητικές συλλογές του: Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό: Στίχοι για την γενέτειρά του. Ημέρες και ώρες: Ποιήματα 2005-2007 Ενδείκτες: Ποιήματα περιόδου 1990- 1999 Ανάσες από την Καμπούλ : Ποιήματα 2003-2004. Άχνη: Ποιήματα 2009. Κάμπος μιας νιότης: Ποιήματα 2011. Βηματισμοί σε Φθινοπωρινούς Στίχους: Στίχοι 2012. Ξέρω ένα τόπο: Ποιήματα 2013. Θάνατος είναι ότι δεν έδωσες ενώ μπορούσες: Ποιήματα 2014. Και η συλλογή μικρών διηγημάτων: Πτώσεις Ανθρώπων
Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Γ ΚΟΓ Κ Α ΣΤΟΙ Χ ΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ & ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΉΘΗΚΕ ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟ ΤΟΥ 2015
ISBN 978-618-82188-6-4