Καταπίστευμα / Το αρχείο της Λίμπι Σάκερ

Page 1

. . Καταπίστευμα / Το αρχείο της Libby Sacer .

.






Καταπίστευμα | Έκθεση Το αρχείο της Libby Sacer [10 Απριλίου – 17 Μαΐου 2014]


Το Καταπίστευμα ήταν το εναρκτήριο γεγονός της σειράς εκδηλώσεων με τίτλο Διαβατήριο παρακαλώ / Passport please, που παρουσίασε το Libby Sacer Foundation στο χώρο τέχνης Cheapart στα Εξάρχεια, ως φιλοξενούμενη ομάδα (Cheapart Resident 2014).


H

Libby Sacer *

θάνατό

της

το

παρέμεινε άγνωστη έως το

2013.

Ο

κληρονόμος

της,

αναγνωρίζοντας τον πλούτο υλικού που υπήρχε στο σπίτι της, απευθύνθηκε σε ομάδα ειδικών για την έρευνα και ταξινόμηση του. Από τα ως τώρα ευρήματα προκύπτουν ενδείξεις του ρόλου της σε κινήματα τέχνης, σκέψης και πολιτικής για μια περίοδο που καλύπτει πάνω από μισό αιώνα.

* Η Libby Sacer (γεν. ως Jan Tamrat) άλλαξε το όνομα της σε αυτό που γνωρίζουμε όταν ήταν 25 ετών. Το όνομα

Libby

(Liberty:

Ελευθερία)

προφανώς

παραπέμπει σε κάποιου είδους απελευθέρωση που η ίδια

αισθάνθηκε

να

συντελείται

μέσω

του

αυτοπροσδιορισμού της. Όμως γιατί διάλεξε ως επώνυμο το κακόηχο Sacer; Η επικρατέστερη εκδοχή ως προς τα αίτια της επιλογής της σχετίζεται με τον ορισμό του homo sacer κατά το Ρωμαϊκό δίκαιο.


Η ομάδα Libby

Sacer Foundation ιδρύθηκε

τον

του

Ιανουάριο

2014,

θεωρώντας

πως

τα

πολυάριθμα τεκμήρια βίου και πολιτείας της Σάκερ που ήρθαν στο φως, στην πραγματικότητα αφυπνίζουν το πνεύμα μίας ολόκληρης εποχής – της εποχής απ' την οποία καταγόμαστε.

Ως Cheapart Resident ‘14, η ομάδα φιλοξενήθηκε στο κτήριο της οδού Ανδ. Μεταξά στα Εξάρχεια και με αφορμή τη Λίμπυ Σάκερ ξεκίνησε έναν διάλογο για τις καταβολές και τα «φαντάσματα» μας.

Στο πλαίσιο αυτό, έλαβαν χώρα δράσεις, ομιλίες, παρουσιάσεις, εκθέσεις και παραστάσεις, αναφορικά με τους περι-ορισμούς του σώματος, του χώρου και της ταυτότητας, τους ιδεολογικούς μηχανισμούς που τα οριοθετούν και την διαμεσολάβηση στην τέχνη και τη δημόσια ζωή. Αυτός ο κύκλος εκδηλώσεων είχε τίτλο Διαβατήριο παρακαλώ/ Passport please.


Στο

Καταπίστευμα

i)

αυθεντικά

ii)

ανακατασκευές

παρουσιάστηκαν τριών ειδών εκθέματα:

αντικείμενα /

από

το

αντίγραφα

αρχείο

από

το

της αρχείο

Libby

Sacer,

της

Sacer,

iii) δημιουργικές προσεγγίσεις στο υλικά (αντικείμενα, εικόνες, ζωντανές δράσεις), εμπνευσμένα από το αρχείο.

Συμμετείχαν ηθοποιοί,

οι εικαστικοί, αρχιτέκτονες, χορευτές, μουσικοί,

συγγραφείς

Γιαβρόπουλος,

Ρόζα

και

επιστήμονες:

Γιαννοπούλου,

Έλενα

Νέλλυ

Ακύλα,

Καμπούρη,

Nίκος Ευτυχία

Κιουρτίδου, Βασιλική Κονδύλη, Κώστας Κοράκης, Τίνα Κότση, Ευριπίδης Λασκαρίδης,

Μικαέλα

Λιακατά,

Αλέξανδρος

Μαγκανιώτης,

Άννα

Μανέτα, Μαρία Σαρρή, Όλγα Σπυράκη, Μυρτώ Σταμπούλου, Ευγενία Τζιρτζιλάκη, Δημήτρης Χαλάτσης, Στέφανος Χανδέλης, Μαρία Φακίνου.


Ορισμένα από τα εκθέματα του Καταπιστεύματος πυροδότησαν μετέπειτα δράσεις.

Τα εκθέματα που οδήγησαν σε αυτόνομες δράσεις

κατά τους μήνες που ακολούθησαν, φέρουν την αντίστοιχη ένδειξη και στην παρούσα έκδοση.





Από το αρχείο της Libby Sacer Ξύλινη μάσκα Luba (εθνοτική ομάδα της κεντρικής Αφρικής), πιθανόν από την Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό, 19ος αιώνας.

Από το αρχείο της Libby Sacer Όρθια φιγούρα, πιθανόν από το Ζαΐρ ή την Αγκόλα, τέλη 19ου αιώνα.


Από το αρχείο της Libby Sacer Ζωγραφικό έργο αγνώστου καλλιτέχνη, προέλευσης και χρονολογίας (πιθανόν της δεκαετίας του 1960) που βρέθηκε στο σπίτι της Λίμπι Σάκερ. Μαύρο πενάκι σε χαρτί 23x30 εκ

Αυτό το έκθεμα οδήγησε  Artist talks / Διάλογος για την πολιτισμική παραγωγή Παρουσιάσεις [6 & 7 Ιούνη 2014]



Από το αρχείο της Libby Sacer Ξύλινη μάσκα με ψάθα, τύπου mbangu (μάσκα ασθένειας), φυλή Pende, Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό, αρχές 20ου αιώνα. Τα αλλοιωμένα χαρακτηριστικά της μάσκας συμβολίζουν την τιμωρία που οι πρόγονοι μπορούν να επιβάλουν με τη μορφή ασθένειας, σε περιπτώσεις ανάρμοστης συμπεριφοράς. Οι μάσκες mbangu χρησιμοποιούνται για την υπενθύμιση και διδαχή κανόνων και ευθυνών, συσχετίζοντας παθήσεις και ασθένειες με την απώλεια ήθους.



Ανακατασκευή από το αρχείο της Libby Sacer Έργα άγνωστου καλλιτέχνη που βρέθηκαν στο σπίτι της Libby Sacer. Πρόκειται για μελέτες για τατουάζ σχεδιασμένες σε διαφάνεια, με φόντο το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του "Ornament and Crime" (Διακόσμηση και Έγκλημα) του Adolph Loos (1870-1933). Στο βιβλίο αυτό ο Λόος αφορίζει την διακόσμηση ως εκφυλιστική και «παρακμιακή», εισάγει την έννοια της «ανηθικότητας» του διάκοσμου και προσμένει την κατάργηση του, ως αναγκαιότητα για την λειτουργία της σύγχρονης κοινωνίας. Σαν παράδειγμα φέρνει τα τατουάζ των ιθαγενών Παπούα, τους οποίους θεωρούσε υπανάπτυκτους ηθικά και πολιτισμικά σε σχέση με τον σύγχρονο άνθρωπο, ο οποίος όταν στιγματίζεται με τατουάζ θεωρείται είτε εγκληματίας, είτε εκφυλισμένος.



Ανακατασκευή από το αρχείο της Libby Sacer Ανακατασκευή βασισμένη σε σκίτσα, σχέδια και σημειώσεις που βρέθηκαν στο σπίτι της Libby Sacer, από την περίοδο που βρίσκονταν σε διάλογο με τον καλλιτέχνη και αρχιτέκτονα Constant Nieuwenhuys (19202005) για την ουτοπική πόλη Νέα Βαβυλώνα. Αποσπάσματα από τις σημειώσεις αυτές: «Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι νομάδας. […] Η πόλη βασίζεται στα δίκτυα και είναι σε διαρκή κίνηση. […] Οι χάρτες χάνουν το νόημά τους.»


Αυτό το έκθεμα οδήγησε  Πόλη & Φράγκα / Mέρος I| Συζήτηση [8 Οκτώβρη 2014]



Από το αρχείο της Libby Sacer Το 1935 η Libby Sacer γνωρίστηκε με την επίσης νεαρή τότε Suzy Schwartz στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Οι δύο γυναίκες κράτησαν επαφή καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Μετά το θάνατό της η Σβάρτς κληροδότησε στη παιδική της φίλη Λίμπι το αρχείο της, το οποίο βρέθηκε μεταξύ άλλων στο σπίτι της τελευταίας στο Λονδίνο. Εδώ εκτίθεται μικρό μέρος του αρχείου της Σούζι Σβάρτς, επιστολές της μεταξύ τους αλληλογραφίας, διαβατήρια και μικροαντικείμενα, καθώς και πληροφορίες για τη σχέση των δύο γυναικών. [Αναφορές στη σχέση τους με την φωτογράφο Vivian Maier, τον κινηματογραφιστή Jack Smith και την ποιήτρια Elizabeth Bishop ανάμεσα σε άλλους.]




Αυτό το έκθεμα οδήγησε  Η Οικογένεια ως Ιδεολογικός Μηχανισμός| Συζήτηση [22 Οκτώβρη 2014]



Δημιουργική προσέγγιση στο αρχείο της Libby Sacer Σελίδες από τετράδιο σε αρνητικές εκτυπώσεις και Ημερολόγιο Ταμείου με επεμβάσεις. Μια προσέγγιση σε ερωτήματα που εγείρει η ζωή της Libby Sacer, ως προς την υπαρξιακή διάσταση της σεξουαλικότητας και του ερωτισμού.





Ανακατασκευή από το αρχείο της Libby Sacer Αναπαραγωγή του πίνακα του Jacob Yordaens, «Ο Μωυσής και η Αιθιόπισσα σύζυγός του» (έργο του 1650), μία αναπαραγωγή του οποίου είχε στην κατοχή της και η Libby Sacer. Δίπλα, ψηφιακή επανεκτύπωση φωτογραφίας από το σπίτι της Sacer, όπου διακρίνεται η αναπαραγωγή του πίνακα του Yordaens. Στο τραπέζι, μελέτη – έρευνα πάνω στην ιστορία του πίνακα τού Yordaens, και της σχέσης της Sacer με αυτόν. Άρθρο, σημειώσεις, και βιβλιογραφία (ελληνικές εκδόσεις των βιβλίων) που χρησιμοποίησε η Σάκερ για την πιστοποίηση του πίνακα (βλ. άρθρο).


Ένα απόγευμα με την Libby Sacer Του Μ. Σ. Το άρθρο αυτό το έγραψα για να φέρω στην επιφάνεια όχι μόνο την εμπειρία μου από τη γνωριμία μου με την Libby Sacer αλλά και για να αποκαλύψω τα κομμάτια ενός πάζλ που η Λίμπι ένωσε.

Η Λίμπι Σάκερ το 2000 βρέθηκε στις Βρυξέλλες, ο Μάρτιν Μπερνάλ με είχε ενημερώσει για την παρουσία της και μου είχε ζητήσει να την συναντήσω και να την βοηθήσω αν παραστεί ανάγκη μια και ήταν ήδη 75 χρονών με εύθραυστη υγεία. Ο Μάρτιν μου είπε χωρίς να αποκαλύψει λεπτομέρειες ότι η Λίμπι είχε κάτι πολύ σπουδαίο να κάνει και προτιμούσε να μου πει η ίδια. Ήμουν συνεπαρμένος με την προοπτική αυτής της συνάντησης η Λίμπι ήταν ένας ζωντανός μύθος σχεδόν στη σφαίρα της φαντασίας μια και η αντιπάθειά της για τη δημοσιότητα και η εσωστρέφειά της είχαν δώσει αφορμή για να πλεχτούν διάφορες αντιφατικές ιστορίες στους κύκλους των απάτριδων περιπλανώμενων καλλιτεχνών και διανοουμένων. Περίμενα να συναντήσω μια πατριάρχη μια "Λίβυα Σίβυλλα" βαριά, λιγομίλητη και σοφή "μάγισσα της φυλής" και ήμουν ιδιαίτερα τρακαρισμένος. Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη όταν συνάντησα αυτό το πλάσμα που δεν μπορούσες πραγματικά να το προσδιορίσεις. Με χαιρέτησε ευγενικά και με ευχαρίστησε που μπήκα στον κόπο να την συναντήσω. Με ρώτησε στα αγγλικά σε τι γλώσσα θα προτιμούσα να συνομιλήσουμε, και μου ζήτησε συγνώμη γιατί τα αδύναμα ελληνικά της που δεν της επέτρεπαν να μιλήσουμε στην μητρική μου γλώσσα. "Kind of you..." απάντησα άβολα και τελικά επιλέξαμε την αγγλική.


Καθίσαμε σε ένα καφέ κοντά στον σταθμό και χαζεύαμε την βροχερή πόλη. Υπήρχε μεγάλη αμηχανία, ανταλλάξαμε τυπικότητες που αφορούσαν τον καιρό και την κίνηση στο Λονδίνο όπου διέμενε. Είχε περάσει αρκετή ώρα και ακόμα δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί βρισκόταν εδώ γιατί είχε έρθει από το Λονδίνο και πως εγω μπορούσα να τις φανώ χρήσιμος. "Μου θυμίζεις πολύ έναν συμπατριώτη σου που έκανα παρέα το Μάη στο Παρίσι..." είπε κοιτάζοντας με εξεταστικά και χωρίς να μπορώ να καταλάβω αν αυτό ήταν καλό ή κακό. "Τον Μάη;" ρώτησα με απορία, και εκείνη διευκρίνισε, ενοχλημένη από την άγνοιά μου: "το Μάη του 68 στις εξεγέρσεις ήταν ένας Ζάχος που έλεγε ιστορίες..."

Μην αντέχοντας άλλο να περιμένω την ρώτησα χωρίς περιστροφές γιατί είναι εδώ και τι θέλει από μένα, γέλασε με ένα γέλιο που με τρόμαξε σχεδόν κακό, και σχολίασε ότι θα έπρεπε να είμαι ευγνώμων με την παρατήρηση της, κάποτε πριν πολλά χρόνια στην εφηβεία της είχε συναντήσει την Βιρτζίνια Γουλφ, την κοιτούσε μαγεμένη όταν αυτή χαμογέλασε την χάιδεψε τρυφερά στο μάγουλο και της είπε: "Μου θυμίζεις μια φίλη μουτην Βίτα την αγαπούσα πολύ, γι αυτήν έγραψα ένα βιβλίο" και της χάρισε ένα αντίτυπο του "Ορλάντο".

Γούρλωσα τα μάτια γεμάτος έκπληξη εκείνη την αγνόησε και συνέχισε αποκαλύπτοντας το σκοπό της επίσκεψής της.

"Ήρθα στο Βέλγιο να εκπληρώσω μια παλιά μου επιθυμία. Από

τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου μικρό πλάσμα ανένταχτο, ανοίκιο και δύστροπο αλλά παρόλα αυτά αγαπημένο και χαϊδεμένο από μάνα πατέρα δασκάλους και γκουβερνάντες θυμάμαι να με συντροφεύει αυτή η εικόνα που ήρθα εδώ να αναζητήσω και να αντικρίσω από κοντά ίσως για τελευταία φορά. Στο πατρικό μου σπίτι υπήρχε μια ταπεινή αναπαραγωγή ενός Φλαμανδικού πίνακα.


Πρόκειται για το "Ο Μωυσής συναντά την Αιθιόπισσα σύζυγο" του Γιάκομπ Γιορντάνς (Jordaens), του 1650. Ο πίνακας απεικονίζει έναν λευκό άνδρα με μακρυά γενειάδα -ο Μωυσής- σε πρώτο πλάνο με τα χέρια ανοιχτά και ύφος αυστηρό σαν να προστατεύει το δεύτερο πρόσωπο που φαίνεται να στέκεται πλάι του στο πίσω μέρος του πίνακα και το όποιο είναι μια μαύρη γυναίκα με ένα ευρύ καπέλο. Το ύφος της γυναίκας είναι αρκετά μυστηριώδες χαμογελάει πικρά, σαν πληγωμένη; σαν να σαρκάζει; Σαν να πονάει ή απλώς να χαίρεται το ύφος άλλαζε ανάλογα με την διάθεσή μου όλα αυτά τα χρόνια που το παρακολουθούσα. Ήταν κρεμασμένο στην βιβλιοθήκη, όχι μεγαλύτερο από μια σελίδα με μια ταπεινή χρυσή κορνίζα. Οι γονείς μου αγαπούσαν ιδιαίτερα αυτή την ζωγραφιά. Το Αύγουστο του 1938 μόλις έμπαινα στην εφηβεία· ήμουν δύσκολο και ξεροκέφαλο παιδί, είχα ερωτευτεί μια γειτόνισσα και τις έστελνα καλάθια με μήλα που είχαν φυτεμένα ερωτικά ποιήματα μέσα. Το ανακάλυψε η μάνα της την έδειρε άγρια και ήρθε να παρακαλέσει την μητέρα μου να με μαζέψει. Για καλή μου τύχη δεν ξέσπασε σκάνδαλο. Τότε ήταν που πραγματοποίησα το πρώτο μου ταξίδι στο Λονδίνο, ο πατέρας μου είχε ήδη φύγει από το 1930 και η μητέρα μου δεν άντεχε πια την ζωή στο Βερολίνο. Το όμορφο αγαπημένο Βερολίνο είχε γίνει αγνώριστο, μια άλλη πόλη, που μας καταδίωκε σε κάθε μας βήμα, δυο Εβραίες μαύρες, μια γυναίκα και ο γιός της; Κάθε μέρα έρχονταν στο σπίτι ειδοποιητήρια για να δηλωθούμε να καταγραφούμε. Το αποκορύφωμα ήταν η δήμευση του αρχοντικού που ζούσαμε όλα αυτά τα χρόνια και που ήταν γεμάτο από την ανάμνηση του πατέρα. Φοβούμενη την εκκεντρική συμπεριφορά μου η μητέρα σκέφτηκε να φύγουμε στο Λονδίνο, ως ύστατο καταφύγιο. Ανησυχώντας για μένα, αποφάσισε να επισκεφτούμε εκείνον τον πολυσυζητημένο θεραπευτή που χρησιμοποιούσε μια επαναστατική μέθοδο για


τις διαταραχές της ψυχής -τον γνωστό σήμερα ως θεμελιωτή της Ψυχανάλυσης- τον Ζίγκμουντ Φρόιντ."

Την άκουγα με κομμένη τη ανάσα το αδρό σκούρο

πρόσωπό

της

μόλις

που

διακρινόταν στο ημίφως του καφέ, έξω η βροχή είχε δυναμώσει έκανε μια παύση, ήπιε μια γουλιά απ το χυμό Καρύδας που είχε παραγγείλει ενώ εγώ αντίθετα παρήγγειλα ένα κονιάκ.

"Ήταν μόλις μερικούς μήνες πριν πεθάνει

ήταν πολύ καταβεβλημένος, αλλά έχοντας πάρει συστάσεις από επιφανείς εβραϊκές οικογένειες και όντας στην μέση μιας σημαντικής έρευνας για τον "Μωυσή", το τελευταίο του βιβλίο, μας δέχτηκε στο γραφείο του εμένα και την μητέρα μου δυο μαύρες Εβραίες με προσήνεια. Όπως και μεις, έτσι και εκείνος είχε μετακομίσει πρόσφατα στο Λονδίνο, μην αντέχοντας άλλο τον φασιστικό άνεμο της Βιέννης. Θυμάμαι πως ήμουν πολύ θυμωμένη με την μητέρα μου, ένιωθα απόλυτα υγιής και δεν είχα καμιά αμφιβολία για τα συναισθήματά μου, οι συνομιλίες που κρυφάκουγα με είχαν γεμίσει θυμό και ένα αίσθημα αδικίας. Τι θέλαν από μένα; τι ζητούσαν; Ένιωθα σαν παγιδευμένο αγρίμι. Στην ολιγόλεπτη συνάντησή μας με τον Φρόιντ δεν θυμάμαι να έγιναν πολλά , με ρώτησε πως είμαι και αν θέλω να μιλήσω εγώ τον κοίταξα για λίγο και ύστερα τον έφτυσα στο πρόσωπο με λύσσα.


Δεν θυμάμαι να μεσολάβησε άλλος διάλογος, αλλά θυμάμαι καλά ότι για μια στιγμή σάστισα και ανακουφίστηκα όταν αντίκρισα στον τοίχο κρεμασμένο κάποιο αντίτυπο του πίνακα του Γιορντάνς, "Ο Μωυσής συναντά την Αιθιόπισσα σύζυγο". Ήταν εκεί, με κοιτούσε χαμογελώντας με σιγουριά. Την κοίταξα, με την άκρη των δαχτύλων μου ακούμπησα τον χειμωνιάτικο μάλλινο Μπερέ μου σαν να χαιρετούσα στρατιωτικά, χαμογέλασα και έφυγα από το δωμάτιο. Αμέσως ο Φρόιντ κάλεσε την μητέρα μου μέσα, να της μιλήσει, δεν ξέρω τι είπαν η πόρτα έκλεισε πίσω μου και όσο και αν προσπάθησα δεν κατάφερα να κρυφακούσω, το σίγουρο ήταν ότι βγήκε καθησυχασμένη. Κάποτε, η μητέρα μου, μου αποκάλυψε την συνομιλία ο Φρόιντ της είπε ότι ήμουν υγιέστατη και θυμωμένη, δεν έδωσε καμιά σημασία στις σεξουαλικές μου επιλογές αλλά ρωτούσε επίμονα, τι ξέρω για τον πίνακα του Γιορντάνς. Η μητέρα μου χαμογέλασε είπε πως είχε και κείνη στο σπίτι μια πανομοιότυπη ανατύπωση του πίνακα και ότι ήταν μια πολύ αγαπητή παράσταση. Μας θύμιζε πολύ τον πατέρα μου που πίστευε πως ο Φλαμανδός ζωγράφος με αυτό το έργο σκοπό είχε να μιλήσει για την αγάπη και την ανοιχτότητα της πίστης στο θεό που αγκαλιάζει ανθρώπους από όλους τους λαούς ότι οι προφήτες όπως ο Μωυσής προστάτευαν τους ανθρώπους της γης της Αφρικής. Ο Φρόιντ την κοίταξε σκοτεινός και λίγο απογοητευμένος. "Όχι, όχι, δεν είναι αυτό..." είπε σκεπτόμενος. Αργότερα μας αποχαιρέτησε και λίγους μήνες μετά απεβίωσε αφού εξέδωσε το τελευταίο του βιβλίο "Ο άνδρας Μωυσής και η μονοθεϊστική θρησκεία ".


Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια ο πίνακας στεκόταν πάντα στον τοίχο, είτε στο Λονδίνο ή την Αντίς Αμπέμπα όπου και αν έμενα με ακολουθούσε. Ο πόλεμος εξαφάνισε πολλά, ανθρώπους, τοποθεσίες, πράγματα και αξίες, οι συγγενείς στην Ευρώπη όσοι δεν αφανιστήκαν σκόρπισαν για να σωθούν. Η επικοινωνία μου με την γυναίκα του Γιορντάνς εξασθένησε σπάνια συνομιλούσα μαζί της, σχεδόν ποτέ πια το χαμόγελό της δεν ερμήνευε την διάθεσή μου.

To 1950 είμαι ήδη 25ετών μελετώ την εβραϊκή ιστορία, την Τορά και το Ταλμούδ μαζί με

Μαρξ και Ένγκελς. Ο σοσιαλισμός είναι η μόνη λύση. Εκείνη την εποχή διάβασα το "Ο άνδρας Μωυσής και η μονοθεϊστική θρησκεία", το τελευταίο βιβλίο του Φρόιντ. Σε αυτή την τελευταία του δημοσίευση ο Φρόιντ μέσα από την προσωπικότητα του Μωυσή αποδομεί τον σιωνισμό και την εβραϊκή ταυτότητα του εκλεκτού. Διατυπώνει το ανήκουστο επιχείρημα ότι ο ιστορικός Μωυσής ήταν Αιγύπτιος και ότι υπήρξαν δυο πρόσωπα ιστορικά που έζησαν και έπραξαν ως Μωυσής. Ο ένας ο πρώτος, ο Αιγύπτιος, είναι σκληρός τιμωρός που επιβάλλει στους Εβραίους με αυστηρότητα το μονοθεϊσμό του που δεν είναι άλλος από την λατρεία του Αιγύπτιου θεού Ήλιου (Ατονού) που μεταφέρει στους Ιουδαίους μετά την κατάπνιξη της λατρείας του στην Αίγυπτο. Με ορμητήριο την ψυχανάλυση αποκαλύπτει τις παραλείψεις και τις αντιστροφές. Ο Πραγματικός Μωυσής δολοφονείται η λατρεία του Ατονού ξεχνιέται ανάμεσα στους Εβραίους, και επανέρχεται δυο γενιές μετά στο πρόσωπο του Γιαχβέ στην Μαδιάμ, το φάντασμα της ξεχασμένης θρησκεία έρχεται να μπολιάσει και να επισκιάσει τα χαρακτηριστικά του πρωτόγονου Γιαχβέ ενώ ο Μαδιανίτης Μωυσής


συνεχίζεται στα ιερά κείμενα -παραλείποντας δυο γενιές- και ενώνοντας τον βίο του με αυτόν του Αιγύπτιο προκατόχου του. Όταν εκδόθηκε το βιβλίο ο Φρόιντ ήταν ήδη πολύ άρρωστος ενώ τα αντιεβραϊκά αισθήματα και ο Ναζισμός που είχαν σκιάσει την Ευρώπη έκαναν κάθε πράξη που αμφισβητούσε την Εβραϊκή παράδοση να μοιάζει προδοσία."

Έξω είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει ούτε και ξέρω πόση ώρα είχε περάσει, η Libby δεν έμοιαζε να δίνει σημασία σε τίποτα, φαινόταν αποφασισμένη να ολοκληρώσει την εξιστόρησή της. Κοιτούσε έξω από την τζαμαρία το σκοτεινό σούρουπο σαν να έβλεπε να εκτυλίσσονται σαν ταινία όσα εξιστορούσε.

"Ανάμεσα στα διαβάσματά μου βρέθηκε και ο Ιώσηπος Φλάβιος . Ο

Ιώσηπος ήταν ένας ευγενής Εβραίος που έζησε το 37μ.Χ., ήταν γνώστης των αρχαίων Ελληνικών και λατινικών και υπηρέτησε στο Ρωμαϊκό στρατό. Πολυγραφότατος, ανάμεσα στα γραπτά του η "Ιουδαϊκή αρχαιολογία", ένα έργο που αφορά την ιστορία των Ιουδαίων και αποκλίνει σε πολλά από τα ιερά βιβλία. Σιγά σιγά μελετώντας τις πηγές έφθασα στο συμπέρασμα ότι ο Ιουδαϊσμός όπως και όλες οι θρησκείες είναι μια κατασκευή που στήνει η ανάγκη των ανθρώπων να εξηγήσει τα ανεξήγητα, όπως η ζωή ή ο θάνατος. Τότε νομίζω μια μέρα σηκώνοντας το θολωμένο μου βλέμμα απ τα βιβλία το κάρφωσα απότομα πάνω στον πίνακα που έστεκε πάντα εκεί αλλά εγώ πλέον δεν τον έβλεπα . Θυμήθηκα αμυδρά τον πατέρα μου, δεν μπορούσα να ξεχωρίσω πια ποιες αναμνήσεις τις έζησα πραγματικά ποιές τις ανάπλασα από τα λόγια τις μητέρας μου και ποιες τις επινόησα από την ανάγκη μου να παρηγορήσω τον απαρηγόρητο εαυτό μου. Ο πατέρας μου λάτρευε αυτόν τον πίνακα, μου μιλούσε για τους ανθρώπους που είναι διαφορετικοί αλλά ίσοι ενώπιον του θεού.


Τότε την είδα πάλι, μου μίλησε, όχι δεν ήταν μια τυχαία Αφρικάνα που ο Μωυσής προστατεύει. Ο πίνακας κάτι άλλο ήθελε να μου πει. Η γυναίκα αυτή δεν έμοιαζε με τους άθλιους πίνακες με τις φτωχές αφελείς Μαύρες και τους σοφούς ποιμένες που τις καθοδηγούν. Το ύφος της έλεγε κάτι άλλο, θα 'λεγες πως αυτή καθοδηγεί τον Μωυσή. Το χαμόγελό της ήταν γεμάτο σιγουριά και αυτοπεποίθηση, σαν να ήξερε κάτι που εμείς αγνοούμε. Τότε η απάντηση ήρθε από τον Ιώσηπο και ήταν σαν να βγαίνε από τα χείλη της φιγούρας στον πίνακα. Δεν ήταν μια τυχαία μαύρη· ήταν η Θάρβις, η Αιθιόπισσα πριγκίπισσα και σύζυγο του Μωυσή. Διάβαζα και ξαναδιάβαζα τα λόγια του Ιώσηπου. Έλεγε πως ο Μωυσής είχε ηγηθεί μιας εκστρατείας των Αιγυπτίων ενάντια στους Αιθίοπες και την κέρδισε , με την βοήθεια της Θάρβιδος, της κόρης του βασιλιά των Αιθιόπων, που τον είχε ερωτευθεί και την οποία

κατόπιν παντρεύτηκε, μόνο όταν έφτασε στη γη Μαδιάμ γνώρισε την Zipporah (Σεπφώρα), κόρη του ιερέα Jethro (Ιοθώρ), και επίσημη και μοναδική σύζυγο του Μωυσή κατά την Βίβλο, που δεν λέει τίποτα για την συμμετοχή του Μωυσή στον πόλεμο κατά της Αιθιοπίας ή την Θάρβιν.

Θυμάμαι ότι όταν τα βρήκα όλα αυτά διαβάζοντας τον Ιώσηπο και την Βίβλο ήταν ένα καλοκαιρινό ξημέρωμα του 1951. Τότε σκέφτηκα τον Φρόιντ θυμήθηκα τον πίνακα στο γραφείο του στο Λονδίνο, ανέτρεξα στο τελευταίο βιβλίο του για τον Μωυσή αλλά προς μεγάλη μου απογοήτευση, τίποτα. Ούτε ένα ίχνος ή μια υπόνοια της Θάρβιδος. Κι όμως ο Φρόιντ συμβουλεύτηκε τον Ιώσηπο. Η ιστορία της Θάρβιδος ήταν γνωστή και στους μεσαιωνικούς χρονικογράφους και στους εγκυκλοπαιδιστές, βρήκα ακόμα και ένα Γερμανικό μεσαιωνικό χειρόγραφο που περιέχει την φιγούρα της και του Μωυσή.


Μες την νύχτα τηλεφώνησα στην μητέρα μου με επιμονή την ρώτησα να μου πει ότι θυμάται από την συνάντηση με τον Φρόιντ. Την τρόμαξα κοιμόταν δεν μπορούσε να θυμηθεί είχε βλέπεις μεσολαβήσει και ο πόλεμος. Δύο μέρες μετά

μου

τηλεφώνησε

και

μου

εξιστόρησε όσα είπα πιο πριν. Ο Φρόιντ ενδιαφερόταν για τον πίνακά και ήξερε αλλά δεν πρόλαβε … ήταν ίσως

πολύ

αδύναμος

να

το

ολοκληρώσει -το λέει και ο ίδιος στο βιβλίο του. Και ο Γιορντάνς; Που το 'μαθε; Από τις πηγές διαπίστωσα πως δεν είχε ποτέ του φύγει από την Αμβέρσα, αντίθετα με ότι συνήθιζαν οι σύγχρονοί του καλλιτέχνες που ταξίδευαν στην Ιταλία για να μελετήσουν τους μεγάλους δασκάλους αυτός δεν το χε επιχειρήσει ποτέ και προτιμούσε να μελετά ανατυπώσεις -θυμάμαι τον Πικάσσο στο Παρίσι που έλεγε «γιατί να ταξιδεύω αφού έχω τον κόσμο όλο μες το εργαστήριό μου». Δεν είναι τυχαίο πως την εποχή που ο Γιορντάνς έφτιαξε τον πίνακα είχε αρχίσει ήδη να ασπάζεται τον καλβινισμό. Ο ίδιος ο Φρόιντ το λέει άλλωστε πως η μεταρρύθμιση ανέδειξε τις συγχωνεύσεις που φανέρωσαν τους διαχωρισμούς, και νέες αναγνώσεις και αναθεωρήσεις των ιερών βιβλίων ήρθαν στην επιφάνεια. Ο Ιώσηπος εξιστορεί ήδη από την πρώτη στιγμή την δυσαρέσκεια που προκάλεσε ο γάμος του Μωυσή στα αδέλφια του Ααρών και Μαριάμ που για αυτή τους την αμφισβήτηση


τιμωρήθηκαν από τον ίδιο τον θεό. Στα χρόνια που ακολούθησαν και κατά τον Ιταλικό μεσαίωνα η ιστορία της Θάρβιδος σκεπάζεται συγχωνεύεται διασκευάζεται. Ο Άγιος Αυγουστίνος καθώς και όλοι οι άλλοι σχολιαστές της βίβλου παρέλειψαν την Θάρβιν, δεν ήταν μόνο το μαύρο της δέρμα, ήταν και η εμφάνιση της Σεπφώρας της

Μαδιανίτισας ως σύζυγος του Μωυσή στο επόμενο κεφάλαιο, πως θα δικαιολογούσαν την πολυγαμία; Υπήρξε μια εκδοχή όχι και πολύ δημοφιλής που λέει πως ο Μωυσής για να χωρίσει την Θάρβιν της χάρισε ένα δακτυλίδι της λήθης. Όμως ο Φρόιντ ακριβώς σε αυτό το σημείο πριν ακριβώς ο Μωυσής φτάσει στην γη Μαδιάμ τοποθετεί την συγκαλυμμένη δολοφονία του αρχικού Αιγύπτιου Μωυσή. Ο διάδοχός του είναι ένας Μαδιανίτης. Τότε κατάλαβα, ότι οι δυο γυναίκες σύζυγοι αντιστοιχούσαν σε δυο άνδρες συζύγους. Η Θάρβις ήταν μερικά καρέ που απόμειναν από ένα κομμάτι κομμένης ταινίας εκεί ακριβώς που γινόταν η επικάλυψη του ενός Μωυσή με τον άλλον από παράβλεψη απόμειναν τα καρέ με την Αιθιόπισσα σύζυγο. Η Σεπφώρα η επίσημη σύζυγος του Μωυσή νούμερο δυο έπρεπε να πάρει την θέση της. Ο Φρόιντ δεν πρόλαβε να το χρησιμοποιήσει. Τα επόμενα δυο χρόνια βρέθηκα σε ένα Κιμπούτς στο νεοσύστατο Ισραήλ. Η ζωή στην κολλεκτίβα με απορρόφησε, χτίζαμε έναν καινούριο κόσμο. Το 1954 φεύγοντας από το Κιμπούτς αποφάσισα να κάνω ένα σύντομο ταξίδι στην Αμβέρσα για να δω για πρώτη φορά από κοντά την Θάρβιν, εκεί έμαθα από μια φίλη συντηρήτρια έργων τέχνης στο μουσείο της Αμβέρσας για την επικείμενη έκθεση του έργου στην Εθνική Βιβλιοθήκη στο Παρίσι, ο τίτλος του έργου ήταν "Ο Μωυσής συναντά μια μαύρη γυναίκα". Συνειδητοποίησα πως η Θάρβις μου, ήταν άγνωστη, πως κανείς δεν την είχε ταυτίσει. Πολύ σύντομα επικοινώνησα με τον επιμελητή της έκθεσης και του έστειλα όλα τα βιβλιογραφικά τεκμήρια που αποδεικνύουν το περιεχόμενο του πίνακα, ανώνυμα φυσικά.


Όταν πήγα στο Παρίσι το Μάιο ένιωσα συγκίνηση όταν είδα στο καρτελάκι δίπλα στον πίνακα στην έκθεση "Ο Μωυσής και η Αιθιόπισσα σύζυγος". Η Θάρβις είναι σημαντική για μένα είναι η εικόνα μιας χειραφετημένης γυναίκας μια μαύρης Μήδειας που αποσιωπήθηκε, η αποκατάστασή της ήταν χρέος μου" Σταμάτησε να μιλάει, για λίγο μείναμε σιωπηλοί ακούγοντας μόνο την βροχή βυθισμένοι στις σκέψεις μας. "Αύριο θα με συνοδεύσεις στην Αμβέρσα στο Rubenshuis; θέλω να την δω για μια τελευταία φορά" είπε, "βεβαίως" της απάντησα, πως θα μπορούσα να το αρνηθώ; Γύρισα σπίτι και με ανυπομονησία άρχισα να γκουγκλάρω τα στοιχεία που η Λίμπι παράθεσε, σίγουρα έπρεπε να το γράψω αυτό.

Βρυξέλλες, 2000



Από το αρχείο της Libby Sacer Προσωπικό ημερολόγιο το οποίο η Libby Sacer ξεκίνησε να γράφει το 1970. Κατά διαστήματα, η ίδια τεμάχιζε τις σελίδες αποσπώντας λέξεις ή φράσεις, χειρονομία που πιθανώς συνδέεται με μία από τις ανώνυμες επιτελέσεις δρόμου (street performances) της Σάκερ κατά την δεκαετία του ’70. Κατά τα επιτελέσεις αυτές η ίδια μοίραζε /δώριζε στους περαστικούς θραύσματα από τις προσωπικές της καταγραφές, ακολουθώντας τυχαίες διαδρομές στις πόλεις όπου βρίσκονταν.




Ανακατασκευή από το αρχείο της Libby Sacer Αναπαραγωγή φωτογραφίας που βρέθηκε στο σπίτι της Libby Sacer, τετράδιο με πληροφορίες, αποκόμματα. Η φωτογραφία απεικονίζει στιγμιότυπο από συγκέντρωση διαμαρτυρίας των Μαύρων Πανθήρων. Στο πίσω μέρος αναγράφεται: «Για να θυμάσαι κάποια από τα νέα ελεύθερα πρόσωπά μας, αγάπη, Ches» Πιθανολογείται ότι η υπογραφή ανήκει στην Joanne Chesimard, πιο γνωστή ως Assata Shakur, καθώς το Τσες υπήρξε ένα από τα ψευδώνυμά της. Η Ασσάτα Σακούρ, που θεωρείται κορυφαίο στέλεχος των Μαύρων Πανθήρων, κατηγορήθηκε για τον φόνο ενός αστυνομικού και εξέτιε ποινή ισόβιας κάθειρξης σε φυλακή του New Jersey, όταν δραπέτευσε το 1979. Το 1984 της δόθηκε πολιτικό άσυλο στην Κούβα. [οι επισκέπτες μπορούσαν να πάρουν κάποια από τα αποκόμματα μαζί τους.]













hhghkhfkkkkkkkkkkkkkkkkkkkkkkkkkkkkkkkkkkkkk

αποκ


όμματα


Ανακατασκευή από το αρχείο της Libby Sacer Αναπαραγωγή σελίδων από χειρόγραφο που βρέθηκε στο σπίτι της Libby Sacer και το πλήρες κείμενο, δακτυλογραφημένο. Πρόκειται για σημειώσεις που πιθανότατα γράφτηκαν τον Μάη του 1968. Στα κείμενα, τα οποία συνοδεύονται από πρόχειρα σχέδια, υπάρχουν αναφορές σε ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν στην Γαλλία (όπως π.χ. στην νύχτα των οδοφραγμάτων, στις μεγάλες πορείες, στις συνελεύσεις φοιτητών-εργατών και στις καταλήψεις βιομηχανιών), αλλά και σε γεγονότα που συνέβησαν αλλού, όπως στην Ιταλία, στην Ινδία και στις Η.Π.Α. Παρόλο που στην τελευταία φράση, η Σάκερ αναφέρεται ρητά στην πρόθεσή της να συνεχίσει να καταγράφει μεθόδους διαμαρτυρίας, στο σπίτι της δεν βρέθηκαν άλλες σχετικές σημειώσεις.

[Για να διαβάσετε το πλήρες κείμενο στα αγγλικά, μεταβείτε εδώ.]


Αυτό το έκθεμα οδήγησε  Δημόσιος χώρος & διαδήλωση/ Το διαμαρτυρόμενο σώμα Συζήτηση [29 Μάη]


Από το αρχείο της Libby Sacer Έργο με μύδια, Αγνώστου. Ανυπόγραφο έργο, πιθανότατα του Βέλγου εννοιολογικού καλλιτέχνη, ποιητή και λογοτέχνη Marcel Broodthaers. Εκτιμώμενη χρονολογία έργου το 1969. Βρέθηκε στο σπίτι της Libby Sacer στο Λονδίνο. Η σχέση της με τον Broodthaers παραμένει μέχρι στιγμής άγνωστη.



Αυτό το έκθεμα οδήγησε  Μπιενάλε, μία συζήτηση / Διαμεσολάβηση | Συζήτηση [29 Οκτώβρη 2014]




Από το αρχείο της Libby Sacer Πορτραίτο, ακριλικό παστέλ, μεταξοτυπία σε καμβά, 70x70 cm, 1984. Στη Νέα Υόρκη η Λίμπι Σάκερ συνδέθηκε με προσωπικότητες που ζούσαν και εργάζονταν στο περιθώριο, όπως ο Jack Smith, ή στην πλήρη αφάνεια, όπως η Vivian Maiers, αλλά και με κάποιες επιφανείς μορφές της αμερικανικής σκηνής όπως ο Andy Warhol και ο Jean Michel Basquiat. Ενώ η σχέση της Σάκερ μαζί τους επιβεβαιώνεται από πλήθος ευρημάτων, δεν έχει ακόμη εξακριβωθεί εάν το παρόν ανυπόγραφο έργο είναι όντως προϊόν συνεργασίας ανάμεσα στον Γουόρχολ και τον Μπασκιά. [Το έργο είναι δωρεά του συλλέκτη Gary Lier.]


Από το αρχείο της Libby Sacer Βρέθηκε στο σπίτι της Λίμπι Σάκερ. Αγνώστου.

Ο Καπιταλισμός ως Νεκροφιλία – Σκέψεις “Viva la muerte!” Σύνθημα των φασιστών του Φράνκο κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο.

Φαίνεται περίεργο να προσάπτεται σε ένα κοινωνικό σύστημα ταξικής εκμετάλλευσης μια ανθρώπινη διαστροφική συμπεριφορά. Όμως δεν πρόκειται για την ατομική της διάσταση που εκδηλώνεται ως έλξη στα νεκρά σώματα ή για αντικείμενα που συμβολίζουν τον Θάνατο. Ούτε βέβαια απευθύνεται στο σύστημα εν γένει. Πρόκειται περισσότερο για μια λανθάνουσα πλευρά της συνολικής κοσμοθεωρίας του όπως αυτή προβάλεται κυρίως στο πολιτικό και ιδεολογικό του εποικοδόμημα. Η νεκροφιλία αποτελεί αναμφίβολα μία περίπτωση κακοήθους επιθετικότητας που στον Καπιταλισμό παίρνει τη μορφή της εμμονικής προσπάθειας απόκρυψης κάθε ίχνους αυτονομίας και απρόβλεπτου που μπορεί να αναδείξει το κοινωνικό γίγνεσθαι μέσω μιας ιδιαίτερης μετωνυμικής αναπαράστασης: Της θεώρησης του Ιστορικού χρόνου ως προϊόντος εκδίπλωσης μιας αυτόματης μηχανικής διαδικασίας. Πρόκειται για την επιθετική «ιδιοποίηση» του κοινωνικού σώματος που υλοποιείται μόνο με τον αποχωρισμό του από το θεμελιώδες ζωτικό του στοιχείο, την ταξική πάλη. Ιδιοποίηση κατ’ αρχήν ως πράξη βίας, στο έδαφος της απώλειας κάθε στοιχείου αυτενέργειας, ιδιοκτησία επί νεκρού. Η κίνηση αυτή ξεδιπλώνεται με το απαραίτητο συμπλήρωμα της, το δίπολο διαμελισμού – ανασύνθεσης του νεκρού σώματος, χαρακτηριστική συμπεριφορά της νεκροφιλίας. Το αποτέλεσμα είναι η εμφάνιση του κοινωνικού ως κατακερματισμένου συνόλου ανθρώπινων μονάδων, η συνοχή του οποίου οφείλεται στην επενέργεια ενός αταξικού κράτους, εξωτερικού προς την «κοινωνία των πολιτών», διαιρεμένου και του ίδιου σ΄ένα πλέγμα μηχανισμών που ενώνει τον ιστορικό χωροχρόνο μέσω μιας «επιλεγμένης» εθνικής αφήγησης, που ξεκινά από κάποια πρωταρχική, «εθνοφυλετική» ουσία.


Αυτή ακριβώς η αλυσίδα ιδιοποίησης μέσω μιας διαδικασίας απονέκρωσης και διαμελισμού – απανασύνθεσης του ζωντανού σώματος είναι που συνδέει την κίνηση του καπιταλισμού με τη νεκροφιλία. Ο Μαρξ αναλύοντας τη λειτουργία του σταθερού κεφαλαίου, της αξιακή μορφή των μέσων παραγωγής τα χαρακτηρίζει ως «νεκρή εργασία» που «καταβροχθίζουν» τη «ζωντανή» εργατική δύναμη. Η βασική ανάγκη του κοινωνικού σώματος να παράγει τους υλικούς όρους ύπαρξης του, μετατρέπεται σε μηχανοποιημένη, ατομικού χαρακτήρα παραγωγή εμπορευμάτων για την ανταλλαγή. Η ζώσα συλλογικότητα της εργασίας ως μέσω κάλυψης κοινωνικών αναγκών αντικαθίσταται από το άψυχο σώμα του εξατομικευμένου ανταγωνισμού. Και η κινητήρια δύναμη της, η εργασία μετασχηματίζεται σε εμπόρευμα, συμπλήρωμα μηχανών. Εδώ η ιδιοποίηση επιτυγχάνεται με τη μετατροπή της εργατικής δύναμης σε «σωρό εμπορευμάτων» ως σώμα εμπράγματης ιδιοκτησίας, αποτέλεσμα μιας παραγωγικής διαδικασίας διασπασμένης σε ατομικότητα που ενώνονται μέσω του μηχανισμού της ανταγωνιστικής αγοράς. Ο «φετιχισμός του εμπορεύματος» όπου το πράγμα αντικαθιστά τη κοινωνική σχέση και η διαδικασία δίνει την θέση της στη μηχανική επανάληψη είναι μια κατάσταση «πτωματική» που βρίσκει το πολιτικόιδεολογικό της σύστοιχο στην εμφάνιση του σύγχρονου αστικού κράτους ως γραφειοκρατικού αυτόματου. Το πλέγμα των κατασταλτικών και ιδεολογικών μηχανισμών του μεταγράφουν την πολυπλοκότητα της ταξικής πάλης ως κανονικότητα θεσμοποιημένης επανάληψης. Έτσι η συνεχώς μεταλλασόμενη κοινωνική γεωγραφία μετασχηματίζεται σε απειρία του όμοιου από τα άτομα- ψηφίδες προορισμένες εκ των προτέρων να βρούνε την ιστορική ολοκλήρωσή τους σχηματίζοντας το μεγάλο εθνικό ψηφιδωτό. Το έθνος – κράτος είναι η πιο ολοκληρωμένη μορφή αυτής της «καταστροφικής ιδιοποίησης». Ιδιοποιείται τον ιστορικό χωροχρόνο διαμελίζοντας το συνεχές του σε αυτόνομες ιστορίες που «δείχνουν» τον πόθο της Εθνικής ολοκλήρωσης και συρραφόντας τες έπειτα σε κάτι που μοιάζει με ανθολόγιο εθνικής αφήγησης. Σαν έργο που έχει βγει από επιτροπή λογοκρισίας, φέροντας πάνω του εμφανή τα σημάδια του σβησίματος των άβολων κομματιών του εμφύλιος πόλεμος, ταξικές συγκρούσεις, καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, αποδίδονται σε ανοίκειες παρεμβάσεις μιας κατά τα άλλα αδιατάρακτης συνέχειας. Η ζώσα ιστορία με τον απρόβλεπτο χαρακτήρα της γίνεται η απαράδεκτη έξωθεν παρέμβαση και εξοβελίζεται με την ίδια απέχθεια του νεκρόφιλου που αίφνης βρίσκεται μπροστά στον χειρότερο φόβο του το νεκρό σώμα δείχνει σημεία ζωής. Η απέχθεια προς το απρόβλεπτο όμως, δεν ταυτίζεται με την άρνηση κάθε έννοια δράσης. Σημαίνει περισσότερο αντικατάσταση της αυτονομίας του σώματος από τη βούληση του νεκρόφιλου χαρακτήρα. Το ετερόνομο σώμα γίνεται αντικείμενο επανάληψης και κίνησης του χειριστή του : Έτσι η εθνική ολοκλήρωση είναι το αποτέλεσμα της προαιώνιας αυτόβουλης κίνησης του Γένους. Τα νεκρικά σύμβολα της ηρωικής Θυσίας και των «ιερών οστών» των εθνικών ύμνων είναι τα νήματα με τα οποία η ουσία – βούληση της φυλής εμφανίζεται ως ιστορική κίνηση του Έθνους προς την παρούσα ολοκλήρωση συγκροτώντας την αφήγηση της εθνικής τελολογίας. Οι σύγχρονοι εθνικοί πόλεμοι επίσης αποτελούν δείγματα της λανθάνουσας νεκροφιλίας του καπιταλισμού. Βέβαια η πολεμική σύγκρουση είναι κοινό στοιχείο όλων των ταξικών κοινωνιών η μορφή όμως που παίρνει στις σύγχρονες κοινωνίες είναι ξεχωριστή. Για πρώτη φορά στην Ιστορία ο πόλεμος αποκτά μηχανικό χαρακτήρα. Από Θρησκευτικός ή πολιτικός γίνεται βιομηχανικός. Ο παλιός φυλοομαδικός πολεμιστής δίνει την θέση του στο χειριστή οπλικών συστημάτων. Οι άνθρωποι μετατρέπονται σε συμπληρώματα μηχανών και η πολεμική δράση επιβραβεύεται ως ευσυνείδητη εργασία. Ο Θάνατος με τη μορφή στρατιωτικών είτε «παράπλευρων» απωλειών παίρνει το χαρακτήρα της «φύρας» μιας βιομηχανικής δραστηριότητας.


Αυτή ακριβώς η μηχανική αντίληψη του πολέμου βρίσκει την κορύφωση της στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η παρεμβολή του εργαλείου μεταξύ θύτη και θύματος μετατρέπει την «ανθρώπινη φύρα» σε κύριο παραγόμενο προϊόν. Εδώ ο λεπτομερής «επιστημονικός» υπολογισμός με την παράνοια της μαζικής εξόντωσης, συνθέτουν την απόλυτη νεκροφιλική φαντασίωση: Μια τεράστια πτωματοποιητική μηχανή. Εκείνο που τρομάζει περισσότερο δεν είναι το εξωτικό του πράγματος αλλά η υπόνοια της οικειότητας. Η ακραία εκδήλωση μιας λογικής της οποίας η λανθάνουσα μορφή βιώνουν τα άτομα καθημερινά. Η βιομηχανία παραγωγής εμπορευμάτων κλείνει μέσα της την τρομακτική λογική μιας βιομηχανίας παραγωγής πτωμάτων. Το κυρίαρχο στοιχείο δεν είναι η βιαιότητα. Άλλωστε η Βία είναι συνυφασμένη με την ιστορική κοινωνική σύγκρουση. Είναι ο «λογικός» υπολογισμός μιας μηχανοποιημένης παραγωγικής αλυσίδας θανάτου. Η επιθετικότητα του καπιταλισμού έγκειται στο γεγονός πως εμφανίζει τις ταξικές σχέσεις εκμετάλλευσης ως ένα κοινωνικό αυτόματο συγκροτημένο πάνω σε απειρία μοναδιαίων εξαρτημάτων. Αυτό το λανθάνον νεκροφιλικό στοιχείο είναι ιστορικό νέο. Οι παλιότερες κοινωνίες, αναπαριστούσαν την ταξική δομή τους ως δημιούργημα κάποιου υπερβατικού όντος την αρμονία και την τάξη της οποίας εγγυόταν ο «ελέω Θεώ» μονάρχης, ο εκλεκτός που επέλεγε αυτό το όν ως γήινο αντιπρόσωπο του. Στον Καπιταλισμό λοιπόν η καταστροφική επιθετικότητα βρίσκεται κρυμμένη μέσα στο σχήμα της ίδιας της κοσμοθεωρετικής του αναπαράστασης : Aν ο «άνθρωπος» απελευθερώθηκε από Θεούς και Ηγεμόνες αυτό έγινε για να μετατραπεί σε γρανάζι μιας μηχανής που λειτουργεί βάσει των «φυσικών» νόμων της αγοράς.

Αυτό το έκθεμα οδήγησε  Πόλη & Φράγκα, Mέρος II / Camilo Vergara Παρουσίαση [24 Οκτώβρη]






Από το αρχείο της Libby Sacer Σχέδιο με μολύβι σε χαρτί, 20,5 Χ27cm. Άγνωστου καλλιτέχνη.


Από το αρχείο της Libby Sacer Δύο φωτογραφίες σε μεταλλικές κορνίζες. Απεικονίζονται μόνιμες αποτυπώσεις σκιών στην Χιροσίμα της Ιαπωνίας, μετά την ρίψη της πρώτης ατομικής βόμβας, στις 6 Αυγούστου του 1945. Στην όρθια εικόνα, σκιές στην γέφυρα επί του ποταμού Ότα, σε απόσταση 1,5χμλ από το σημείο της έκρηξης, και στην δεύτερη, η σκιά ενός ηλικιωμένου ατόμου με μπαστούνι, αποτυπωμένη σε σκαλοπάτια. Βρέθηκαν στο γραφείο της Libby Sacer στο Λονδίνο και πιθανόν πρόκειται για ανατυπώσεις που έκανε η ίδια από τον τύπο της εποχής.


Από το αρχείο της Libby Sacer Μπομπινόφωνο, τέλη της δεκαετίας του 1960.


Ανακατασκευή από το αρχείο της Libby Sacer Ψηφιακή αναπαραγωγή φωτογραφιών της ίδιας της Libby Sacer, οι οποίες βρέθηκαν στο σπίτι της.



Από το αρχείο της Libby Sacer Κεραμικό αγαλματίδιο, αντίγραφο 19ου αι. Πρόκειται για αιγυπτιακό ταφικό ειδώλιο τύπου ushabti (ή shabti, ή shawabti). Πολλά μαζί, τοποθετούνταν σε τάφους στην αρχαία Αίγυπτο με το σκοπό να λειτουργήσουν ως αντικαταστάτες του νεκρού, στην περίπτωση που θα εγκαλούνταν να εκτελέσει χειρωνακτικές εργασίες στην μετά θάνατον ζωή. Το όνομά τους σημαίνει «απαντητές», αυτοί δηλαδή που απαντούν όταν οι θεοί καλούν το νεκρό σε δουλειά. Στο σώμα τους αναγράφονταν καταφατικές δηλώσεις που δεικνύουν την ετοιμότητά τους να εκτελέσουν εργασίες.



Αυτό το έκθεμα οδήγησε  Λίντα, prima vista | Συμμετοχική επιτέλεση [10 Νοέμβρη 2014]



Από το αρχείο της Libby Sacer Μαγνητόφωνο pioneer και κασέτα. Η Α’ πλευρά περιέχει ηχογραφημένα γέλια ανθρώπων από ένα ευρύ φάσμα ηλικιών, πιθανόν και το γέλιο της ίδιας της Sacer, κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Στην Β’ πλευρά ακούγονται αφηγήσεις στα αγγλικά, καθώς και δύο τραγούδια και ένα παραμύθι στη γλώσσα Κρίο (μία από τις επίσημες γλώσσες της Σιέρα Λεόνε). Η κασέτα βρέθηκε στο σπίτι της Σάκερ στο Λονδίνο, μαζί με το μαγνητόφωνο χωρίς συνοδευτικές πληροφορίες. Πιθανολογείται ότι είτε η Λίμπι Σάκερ διεξήγαγε κάποιου είδους έρευνα πάνω στον ήχο του γέλιου, είτε απλώς ήθελε να διατηρήσει με αυτό τον τρόπο, γέλια και ιστορίες αγαπημένων της προσώπων.


Gsju

uuuuu

uuuuuuuuu

uhuiiii

Gsju

uuuuu

uuuuuuuuu

uhuiiii

Gsju

uuuuu

Στη διάλεκτο των Creole (ή Krio)* από τη Sierra Leone, ακούγονται οι ιστορίες:

Θέλω να σας πω το λόγο που έφυγα απ’ την πατρίδα. Είχε δικτατορία, γι’ αυτό έφυγα. Δεν είχε φαγητό, γιατρούς και τα λοιπά. Κρίμα που άφησα τους δικούς μου, αλλά έπρεπε. Άμα είσαι έγκυος εκεί, τα παιδιά πεθαίνουν στη γέννα. Ήρθα εδώ, και πάλι, έχω προβλήματα παραμονής. Ελπίζω να πάει εδώ η ζωή καλύτερα. Οι άνθρωποι φεύγουν για να βρουν μια καλύτερη ζωή.

--- --- --- --- --- ---- --- --- --- --- --- --- --- --- --- --–

Μια φορά, ήταν μια πολύ ωραία γυναίκα, που την βρήκε ένας άντρας τη νύχτα και την πήρε σπίτι του. Όταν έφτασαν στο σπίτι του, η γυναίκα τού είπε: «Έλα να δεις τα δόντια μου.» Τα δόντια της ήταν τεράστια, κι αυτός τρόμαξε τόσο όταν τα είδε, που λιποθύμησε. [*Στη Σιέρα Λεόνε μιλιούνται 15 διαφορετικές διάλεκτοι.]


Από το αρχείο της Libby Sacer Κάποια από τα βιβλία που βρέθηκαν στο σπίτι της Sacer στο Λονδίνο. Dichtergrüße – Neuere Deutsche Lyrik (Χαιρετισμοί ποιητών – Νέα Γερμανική ποίηση), Elise Polko. C. F. Amelangs Verlag Leipzig ca. 1900. The Diary of a Young Girl ( Ημερολόγιο της ‘Αννας Φρανκ), Anne Frank. Random House, New York, 1952. Cinque Anni a Milano (Πέντε Χρόνια στο Μιλάνο), Uliano Lucas. Tommaso Musolini Editore, 1975. The Decade of Women – a Ms. History of the Seventies in Words and Pictures (Η Δεκαετία των Γυναικών – μια Ιστορία τού ’70 με λόγια και εικόνες κατά το περιοδικό Ms.) Paragon Books, Putnam Publishing Group, 1980.

Αυτό το έκθεμα οδήγησε  Book Reports: Διάλεξε φάντασμά, γίνε το διαβατήριό του Παρουσιάσεις [#1, 13 Ιουνίου, #2, 1η Οκτωβρίου]



Δημιουργική προσέγγιση στο αρχείο της Libby Sacer Μικρή βιβλιοθήκη ονομάτων, ως απόπειρα καταλογογράφησης γυναικών, από το χώρο των τεχνών και όχι μόνο, οι οποίες είτε έγιναν γνωστές χρησιμοποιώντας (αντρικό) ψευδώνυμο, είτε η αξία και η συμβολή τους αναγνωρίστηκαν μετά θάνατον, όπως η Λίμπι Σάκερ.


Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα (1821 -1900, Ελλάδα) Η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος η οποία, μικρή, έκλεβε υπολείμματα κεριών για να ζωγραφίζει τις φίλες της, μεταμφιέστηκε σε άντρα για να παρακολουθήσει σπουδές ζωγραφικής στην Ιταλία. Έπειτα από μία θυελλώδη ζωή που είχε σαν αποτέλεσμα το νευρικό κλονισμό της ζωγράφου, η Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα επέστρεψε στη γενέτειρά της όπου λίγο πριν το θάνατό της έκαψε σχεδόν όλα τα έργα που είχε δημιουργήσει.

Marie-Sophie Germain (1776-1831, Γαλλία) Παρά τις αρχικές αντιρρήσεις των γονιών της οι οποίοι έβρισκαν το ενδιαφέρον της για τα μαθηματικά ακατάλληλο για μια γυναίκα, κλειδώνοντάς την μάλιστα γυμνή σε ένα παγωμένο δωμάτιο για να μην μελετά, η Germain κατάφερε να μορφωθεί διαβάζοντας από τη βιβλιοθήκη του πατέρα της και αλληλογραφώντας με διάσημους μαθηματικούς. Υπήρξε πρωτοπόρος σε θέματα θεωρίας της ελαστικότητας και κέρδισε το μεγάλο βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας των Επιστημών με την πραγματεία της για τις ταλαντώσεις ελαστικών πλακών. Η εργασία της στο τελευταίο θεώρημα του Φερμά υπήρξε πρόδρομος της τελικής απόδειξής του. Εξαιτίας της προκατάληψης που υπήρχε για το φύλο της, δεν κατόρθωσε να ακολουθήσει σταδιοδρομία στα μαθηματικά, ωστόσο δούλεψε ανεξάρτητα όλη της τη ζωή. Η αξία της αναγνωρίστηκε μερικά χρόνια μετά τον θάνατό της. Στο πιστοποιητικό θανάτου της αναφέρεται ως «ιδιοκτήτρια ακίνητης περιουσίας».

Charlotte, Emily και Anne Brontë (19ος αιώνας, Μεγάλη Βρετανία) Οι αδερφές Μπροντέ εξέδωσαν από κοινού το πρώτο τους έργο, μία ποιητική συλλογή, με τα αντρικά λογοτεχνικά ψευδώνυμα Currer, Ellis and Acton Bell αντίστοιχα. Η Σάρλοτ γράφει σχετικά με αυτήν την απόφαση: «Παρόλο που δεν υποψιαζόμασταν τότε ότι ο τρόπος γραφής και σκέψης μας δεν ήταν αυτό που αποκαλεί κανείς ‘’γυναικείος’’, είχαμε την αμυδρή εντύπωση ότι οι γυναίκες συγγραφείς αντιμετωπίζονται με προκατάληψη. Είχαμε παρατηρήσει πώς, καμιά φορά, οι κριτικοί χρησιμοποιούν για να τις επιπλήξουν το όπλο της προσωπικότητας, και για να τις επιβραβεύσουν, μία φιλοφρόνηση, η οποία δεν αποτελεί αληθινό έπαινο». Η συλλογή πούλησε μόλις δύο αντίτυπα. Οι αδερφές Μπροντέ εξέδωσαν τα πρώτα τους μυθιστορήματα με τα παραπάνω ψευδώνυμα ώσπου γνώρισαν την επιτυχία.


Lillie Hitchcock Coit (1843-1929, Η.Π.Α) Η Ελίζαμπεθ (Λίλη) Χίτσκοκ-Κόιτ ήταν η πρώτη γυναίκα που ανήκε σε εθελοντική πυροσβεστική ομάδα στην Αμερική. Δεινή χαρτοπαίκτρια, μεταμφιεζόταν σε άντρας για να παίξει σε χαρτοπαικτικές λέσχες και για να παρακολουθεί αγώνες πυγμαχίας που προορίζονταν μόνο για άντρες. Στοιχημάτιζε σε άλογα, κάπνιζε πούρα και οπλοφορούσε. Ξύριζε τα μαλλιά της για να εφαρμόζουν καλά στο κεφάλι της οι αντρικές περούκες, ενώ υπήρξε για ένα διάστημα αρραβωνιασμένη, ταυτόχρονα, με δύο άντρες. James Jr. Tiptree (1915-1987, Η.Π.Α) Tiptree είναι μια μάρκα μαρμελάδας. Η Alice Bradley Sheldon, συγγραφέας έργων επιστημονικής φαντασίας, το χρησιμοποίησε ως λογοτεχνικό ψευδώνυμο. Περιστασιακά έγραφε και ως Racoona Sheldon. Ήταν επισμηναγός της Πολεμικής Αεροπορίας μέχρι το 1946, ενώ εργάστηκε και για τη CIA. Ορισμένοι αναγνώστες της ισχυρίζονταν ότι πίσω από το ψευδώνυμο βρισκόταν ο Τζ. Ντ. Σάλιντζερ ή ο Χένρι Κίσινγκερ. Συγγραφείς και εκδότες υποστήριζαν με σθένος ότι επρόκειτο για άντρα. Το 1987, η Alice Bradley Sheldon αυτοκτόνησε έχοντας πρώτα αφαιρέσει τη ζωή από τον σχεδόν τυφλό, ογδοντατετράχρονο άντρα της. Στη βιογραφία της αναφέρεται ότι το σημείωμα της αυτοκτονίας είχε γραφτεί λίγα χρόνια νωρίτερα και είχε διατηρηθεί μέχρι την κατάλληλη στιγμή.

Virginia Woolf, (1882-1941), Μεγάλη Βρετανία 7 Φεβρουαρίου 1910. Η Βιρτζίνια Γουλφ μαζί με πέντε μέλη της λογοτεχνικής ομάδας του Μπλούμσμπερι επισκέπτονται το πρώτο στο είδος του θωρηκτό Ντρέντνοτ, της βρετανικής βασιλικής αρμάδας. Η επίσκεψη αυτή θα περάσει στην ιστορία ως «η φάρσα του Ντρέντνοτ». Με βαμμένα πρόσωπα και ντυμένοι με εξωτικά κοστούμια, ισχυρίζονται ότι αποτελούν την αυλή του Αυτοκράτορα της Αβησσυνίας. Μεταξύ τους μιλούν λατινικά ή αλαμπουρνέζικα, και όποτε βλέπουν κάτι αξιοθαύμαστο αναφωνούν «μπούνγκα, μπούνγκα» - φράση η οποία συνδέθηκε στις μέρες μας με τα περίφημα πάρτυ του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Κατά την επίσκεψη, η Βιρτζίνια Γουλφ παραμένει σιωπηλή για να μην αποκαλυφθεί το φύλο της. Σύμφωνα με τη μελετήτρια του έργου της, Mairead Case, η φάρσα υπήρξε ο προάγγελος για το μετέπειτα έργο της Γουλφ, Ορλάντο.


Claude Cahun (1894-1954, Γαλλία) Η Lucy Renee Mathilde Schwob ξεκίνησε φωτογραφίζοντας το πορτραίτο της όταν ήταν 18 ετών και συνέχισε καθ’ όλη τη δεκαετία του 1930. Το 1919 υιοθέτησε το διφορούμενο ως προς το φύλο ψευδώνυμο Claude Cahun και μαζί με τη σύντροφο και ετεροθαλή αδερφή της Suzanne Malherbe –η οποία υιοθέτησε το ψευδώνυμο Marcel Mooreεγκαταστάθηκαν στο Παρίσι. Η Cahun είναι γνωστή για τα φωτομοντάζ, τα γλυπτά και τα βιβλία που εξέδωσε, καθώς και για τις ανδρόγυνες αυτοπροσωπογραφίες της οι οποίες ενσωμάτωναν οπτικά την αισθητική του υπερρεαλισμού. Karen Blixen (1885- 1962, Δανία) Η συγγραφέας των βιβλίων Πέρα από την Αφρική, Επτά γοτθικές ιστορίες, Ανέκδοτα του πεπρωμένου κ.ά. εμφανίστηκε στη λογοτεχνία με το αντρικό ψευδώνυμο Ισάκ Ντίνεσεν, ενώ είχε και τα καλλιτεχνικά ψευδώνυμα Οσκεόλα και Πιερ Αντρεζέλ. To 1913, παντρεύτηκε το δεύτερο ξάδελφό της, βαρώνο Μπρορ φον Μπλίξεν-Φίνεκε και μετακόμισαν στην Κένυα για να στήσουν μια φυτεία με καφεόδεντρα. Ένα χρόνο μετά τον γάμο, η Κάρεν Μπλίξεν διαγνώστηκε με σύφιλη. Το ζευγάρι χωρίζει το 1925. Η Κάρεν έχει ήδη γνωρίσει τον Άγγλο κυνηγό Ντένις Φιντς Χάτον με τον οποίο αναπτύσσει μακροχρόνια σχέση μετά το διαζύγιό της. Ο Χάτον πέθανε το 1931, όταν το αεροπλάνο του συνετρίβη. Η Κάρεν Μπλίξεν γύρισε στη Δανία το 1931, χωρίς να επιστρέψει ποτέ ξανά στην Κένυα.

George Eliot (1819 -1880, Μεγάλη Βρετανία) Η κατά κόσμον Μέρι Αν Έβανς θεωρείται παγκοσμίως από τις σημαντικότερες μυθιστοριογράφους. Σύμφωνα με την ίδια, χρησιμοποίησε αντρικό λογοτεχνικό ψευδώνυμο για να πάρουν τα έργα της στα σοβαρά. Παρόλο που τον καιρό της Έλιοτ, οι γυναίκες συγγραφείς εξέδιδαν τα βιβλία τους με το αληθινό τους όνομα, εκείνη ήθελε να ξεφύγει από το στερεότυπο της εποχής ότι οι γυναίκες γράφουν μόνο ανάλαφρα ρομαντικά αφηγήματα. Έργα της: The Mill on the Floss (1860), Silas Marner (1861) Middlemarch (1872), κ.ά.


Δημιουργική προσέγγιση στο αρχείο της Libby Sacer Μελέτη σχετικά με τη σχέση ταυτότητας – μνήμης – φαντασίας, με αφορμή την σχέση της Libby Sacer με την Γαλλίδα εικαστικό και φωτογράφο, πρωτοπόρο των αυτοπορτραίτων, Claude Cahoun (1894-1954,) και τις τοιχογραφίες θεατών για τις παραστάσεις της Σάκερ χωρίς αποδέκτες. Η Λίμπι Σάκερ επιτελούσε τις ιδιωτικές αυτές παραστάσεις στο σπίτι της στην Αιθιοπία, μαζί με μία ακόμη γυναίκα, κατά την περίοδο 1960-68.



Δημιουργική προσέγγιση στο αρχείο της Libby Sacer Πρόπλασμα σκηνικού για μία από τις παραστάσεις της Libby Sacer χωρίς θεατές, κατά την περίοδο 1960-68. Κάποιες από τις σημειώσεις της Σάκερ στις οποίες βασίστηκε η προσέγγιση: «Διανύω τη σκοτεινή περίοδο. Δεν θέλω πια να μιλάω. […] Η επικοινωνία είναι βαθύτερη ό,τι νομίζουμε. Κοιτάζω αυτό το απέραντο τοπίο και σκέφτομαι ότι δεν υπάρχει ταυτότητα - δεν υπάρχει μονάδα. Ο λόγος είναι επιβολή. Και τίποτα δεν μπορεί να επιβληθεί εδώ, σ’ αυτό το απέραντο τοπίο. » «Μια προσευχή χωρίς λόγια.. Δεν υπάρχει παραλήπτης, παρά μόνο το ολοκληρωμένο σώμα. […] Ένα αστραφτερό καλειδοσκόπιο. Σκοτάδι μέσα μου και απ’ το σκοτάδι το φως.»



Ανακατασκευή Χώρων



Δημιουργική προσέγγιση στο αρχείο της Libby Sacer Η Libby Sacer κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωή της, βρίσκονταν σε αναζήτηση τόπου, ταυτότητας και ισορροπίας ανάμεσα σε διαφορετικούς κόσμους. Σε διαρκή κίνηση, ως συλλέκτης εμπειριών και σκέψεων, έχει στην βαλίτσα της σημειώσεις και σκίτσα και αρνείται κάθε είδους σύνορα και όρια.

Ανακατασκευή από το αρχείο της Libby Sacer Ανακατασκευή σκηνικού χώρου από σχέδια και σημειώσεις της Libby Sacer. Αποσπάσματα από τις σημειώσεις αυτές: «Kann es Liebe sein? (Μπορεί να είναι αυτό αγάπη;) […] Ένας χώρος εξοικείωσης με την σεξουαλική ταυτότητα. […]Ναρκισσισμός, διαφορετικότητα, όρια, προκαταλήψεις, συμβάσεις.»

Δημιουργική προσέγγιση στο αρχείο της Libby Sacer Ανακατασκευή πιθανού χώρου. Μια πιθανή εκδοχή του χώρου Gallery εντός της κατοικίας της Libby Sacer στο Λονδίνο.


Ανακατασκευή από το αρχείο της Libby Sacer Ανακατασκευή σκηνικού χώρου από σχέδια και σημειώσεις της Libby Sacer. Προσεγγίσεις και διαστάσεις μιας προσωπικότητας.

Ανακατασκευή από το αρχείο της Libby Sacer Ανακατασκευή πραγματικού χώρου. Το δωμάτιο – ησυχαστήριο της Libby Sacer στο Λονδίνο. Πρόκειται για μία επιπρόσθετη κατασκευή τοποθετημένη έξω από τον καθαρό όγκο του κτιρίου όπου κατοικούσε.


.

Ζωντανές δράσεις




Δημιουργική προσέγγιση στο αρχείο της Libby Sacer Επαναλαμβανόμενη performance. Μια προσέγγιση – μελέτη στο σώμα της Libby Sacer, κατά τις ιδιωτικές της στιγμές. Βάσει των διαθέσιμων στοιχείων για αυτήν (εθνικότητα, σεξουαλικότητα, επιλογή να περνά απαρατήρητη, κ.α.), αποπειράται μια σωματική προσέγγιση της συνθήκης της, μέσω κάποιων βασικών σωματικών αναγκών (τροφή, ανάπαυση), σε μορφή απολαύσεων – επιδόρπιο, χορός, ρεμβασμός. [Επιτέλεση του performance κάθε Παρασκευή.]



Ανακατασκευή από το αρχείο της Libby Sacer Σύμφωνα με σημειώσεις της, η Libby Sacer χρησιμοποιούσε ένα σακάκι σε performance που επιτελούσε κατ’ ιδίαν (με ζωγραφισμένους θεατές στους τοίχους), την περίοδο 1960-68. Το αποκαλούσε «το σακάκι του Καρυωτάκη», παρότι δεν γνώρισε ποτέ τον Έλληνα ποιητή. Στις τσέπες του σακακιού, φύλασσε αντικείμενα σχετικά με την απώλεια, τα οποία οργάνωνε ανά τσέπη σε θεματικές, και ανανέωνε ως το τέλος της ζωής της. Κατά την επιτέλεση, φορούσε το σακάκι, καθόταν σε μία καρέκλα και από εκεί εκτελούσε πολλαπλές πτώσεις. Πιθανόν δεν επρόκειτο για αναπαράσταση κάποιας αυτοκτονίας, αλλά για «δοκιμές» μιας πιθανής δική της μελλοντικής αυτοχειρίας. [Αναβίωση του performance σε τέσσερις διαφορετικές ημερομηνίες. Τον υπόλοιπο καιρό οι επισκέπτες ενθαρρύνονταν να ερευνήσουν τα περιεχόμενα της κάθε τσέπης.]


Δημιουργική προσέγγιση στο αρχείο της Libby Sacer Video, έγχρωμο, 18,5 λεπτά. Ένα βιντεοσκοπημένο performance χωρίς κοινό, ως διάλογος με τις ιδιωτικές performances της Libby Sacer στην Αιθιοπία.






* Προσθήκη επισκέπτη

«πόσο τρωτή;» : γραφή στον τοίχο με καλλυντικό κραγιόν. Η φράση σημειώθηκε στις 10 Απριλίου 2014, πρώτη ημέρα ανοίγματος του αρχείου στην Αθήνα, μεταξύ 9:30μμ και 10:00μμ. Η ταυτότητα του γράφοντος και η πρόθεση της επέμβασης μάς είναι άγνωστα. Το Libby Sacer Foundation επέλεξε να μην την αφαιρέσει.




Libby Sacer From Wikipedia, the free encyclopedia

Libby Sacer Birth name

Jan Tamrat

Born

27 January 1925 Ethiopia

Died

28 January 2013 (aged 88) London

Nationality

Ethiopian

Field

Writing, poetry, art books, installation art

Movement

Conceptual art

Works

Part of the Plan

Libby Sacer also Libby Saker or Liberty Sacer born Jan Tamrat (1925–2013) was born in Ethiopia in 1925. Her father, a Jewish Ethiopian, named Tariku Tamrat, in the archives of his community (Beta Israel) was mentioned as a labourer and craftsman but was fluent in more than 20 local dialects and sometimes worked as an interpreter. He died in an accident when his only child was five years old; this had a major impact on Sacer. Her Danish mother Tania, from a family of landowners active in Ethiopia and other countries, was the author of romantic novels and travel books, which she signed with pseudonyms. Because of her mother's occupation, Libby travelled around the world from an early age and received an excellent education.

Life Sacer chose her name when she turned 25. In her writing she leaves hints about her sex that led to speculation that she was a hermaphrodite or a transgendered person. Both her existence and her influence in various movements of art and philosophy were unknown until her death in London in 2013, at age 88. As she never had children, after her death, her will stated that all her property would be handed to the British artist and activist R.H., whom she had never met before. The heir, recognising the importance of the artefacts found in her house, hired a group of specialists to analyse and classify the findings. A series of discoveries concerning contemporary art and philosophy have started since. At Sacer's house in London, among other findings, there were important works of art by Klossowski, Claude Cahun, Jean-Michel Basquiat, Marcel Broodthaers and others. These works were thought to have been lost or were unknown. There was also personal correspondence with over 20 prominent personalities of the


last century from the fields of philosophy, politics and art, and rarities such as African ritual vessels and masks, stuffed animals, thousands of books, videotapes, audio cassettes and reels, a huge collection of male and female fancy dresses and accessories, and a series of personal objects that belonged to Albert Camus, Michel Foucault, Pier Paolo Pasolini, Guy Debord, Jack Smith, Hannah Arendt, Louis Althusser and others, meticulously archived. Notes and books by her were also found as well as recordings made by her; as it seems this material circulated exclusively from hand to hand. Some titles of those works are: "Meta-fetishism" After – fetishism, "Part of the Plan" Part of the Plan, "Alluring dominance" Fetching sovereignty, "What is to be un-done" What should be un- done, "City Spine" Urban spine], "The Method" Method. A few of her letters sent to key figures had been returned unread. The mass of the findings indicates her crucial role in several artistic, philosophical and political movements of a period covering more than half a century. Sacer has been present in a series of major events of the last century. A crucial moment in her lifetime was 1938 when she left Berlin, after burning all her belongings to erase any tracks of her past. While the available biographical data is still incomplete, much of her life has been mapped out, apart from the 1960s a decade which remains a mystery until now. According to some evidence, during this period, her mother died and Libby S. retired to a deserted area near her birthplace, close to the border of Ethiopia and Eritrea. According to floor plans that have been found, the house where she lived was designed by the artist and architect Constant Nieuwenhuys as a sample building of the utopian city of New Babylon. There, along with another unknown woman (photos of which have been found), they gave theatrical performances without an audience (viewers were painted on the walls), composed and played music and made artistic projects without recipients. In 1968, however, she relocated to Paris, where she participated in street battles, recorded events and suffered an injury on her left leg. Years later she travelled to Athens, Greece, where she was photographed with Jean Genet in a city-central pastry shop. While her source of income remains mainly unknown, probably part of it came from essays and articles published over the years with aliases, following her mothers footsteps, and possibly a share of her mothers property. How and to what extent Libby Sacer influenced modern thought and art, is still to be investigated by professionals commissioned by her heir.

Additional information The house where she lived during her last years is located within the city of London, while her house in Ethiopia –according to plans and notes that were found in London– is located in a distant, isolated area, outside town, very close to the sea, but cut off from it. Pieces of information relating to other people, which hitherto remained disconnected and enigmatic, have begun to come to light in recent months, acquiring a new meaning. For example, in the home of a political figure associated with terrorism


(member of the Black Panthers), the police had found a note that it was unable to connect with anything else and at the time had simply been archived in police files. The note, pinned inside a closet, bore the inscription: “I do not care about people knowing who I am and what I think; I care about discussing these things with those burning by the same flame and together do things that will change reality in an invisible yet tangible way, which one would take for granted, like street signs. ~ L. Sacer�

Libby Sacer’s body bore two tattoos: An arrow on the inner side of her left arm pointing to her palm and a corresponding arrow on her right arm pointing to the opposite direction (towards the elbow). It is speculated that these two arrows were symbols of one of the theories Sacer had developed regarding the body in relation to space, and to others. The chronology of the life of Libby Sacer is still incomplete. Confirmed so far are the following: 1925: Birth in Ethiopia 1930: Death of her father 1932 (7 years old): First trip with her mother outside Ethiopia 1938: (13 years old): Leaves Berlin, along with her mother 1950: (25 years old): Begins to travel alone 1952-4 (27-29 years old): Works in a Kibbutz 1960: (35 years old): Returns to Ethiopia [1960-8]: In this time her mother dies 1968: (43 years): Paris 1970: (45): New York 1981: (56 years): Athens 2013: (88 years old): Dies in London.




Libby Sacer [Λίμπι Σάκερ] Η Libby (Liberty) Sacer (γεν. ως Jan Tamrat) γεννήθηκε στην Αιθιοπία το 1925. Ο Αιθίοπας εβραίος πατέρας της, Tariku Tamrat, ενώ στα αρχεία της κοινότητάς του (Beta Israel) αναφέρεται ως εργάτης, υπήρξε ευρυμαθής χειροτέχνης, μιλούσε πάνω από 20 τοπικές διαλέκτους και ενίοτε εργάζονταν ως διερμηνέας. Ο θάνατός του σε ατύχημα, όταν το μοναχοπαίδι του ήταν 5 ετών, υπήρξε καθοριστικός για 'κείνην. Η Δανή μητέρα της Tania, γόνος οικογένειας γαιοκτημόνων που δραστηριοποιούνταν στην Αιθιοπία και αλλού, υπήρξε συγγραφέας ρομαντικών μυθιστορημάτων και ταξιδιωτικών βιβλίων, τα οποία υπέγραφε με ψευδώνυμα. Χάρη σ’ αυτήν, η Sacer ταξίδεψε ανά τον κόσμο από μικρή ηλικία και έλαβε εξαιρετική μόρφωση. Η Libby Sacer άλλαξε το όνομα της σε αυτό που γνωρίζουμε όταν ήταν 25 ετών, ενώ στα γραπτά της αφήνει υπονοούμενα για το φύλο της που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ήταν ερμαφρόδιτη ή διεμφυλική. Τόσο η ίδια όσο και ο ρόλος της στη διαμόρφωση διάφορων κινημάτων τέχνης και σκέψης, ήταν άγνωστα ως το θάνατό της στο Λονδίνο το 2013, σε ηλικία 88 ετών. Καθώς δεν απέκτησε ποτέ παιδιά, μετά το θάνατό της η περιουσία της περιήλθε στον κατά τη διαθήκη της εντεταλμένο αποδέκτη, τον Βρετανό καλλιτέχνη και ακτιβιστή R.H., τον οποίον η ίδια δεν είχε συναντήσει ποτέ. Ο κληρονόμος της, αναγνωρίζοντας τον πλούτο υλικού που υπήρχε στο σπίτι της, απευθύνθηκε σε ομάδα ειδικών για την έρευνα και ταξινόμηση του. Έτσι ξεκινά μια σειρά ανακαλύψεων που αφορούν τη σύγχρονη τέχνη και σκέψη. Στο σπίτι της Libby Sacer στο Λονδίνο βρέθηκαν, ανάμεσα στα άλλα, σημαντικά έργα τέχνης των Klossowski, Claude Cahun, Jean-Michel Basquiat, Μarcel Βroodthaers κ.α., που είτε θεωρούνταν χαμένα, είτε ήταν άγνωστα ως τώρα, προσωπική αλληλογραφία της με πάνω από 20 προσωπικότητες των τελευταίων 50 χρόνων, από τους χώρους της φιλοσοφίας, της πολιτικής και της τέχνης, καθώς και σπάνια αντικείμενα όπως αφρικανικά τελετουργικά σκεύη και μάσκες, ταριχευμένα ζώα, χιλιάδες βιβλία, βιντεοκασέτες, αρχεία ήχου σε μπομπίνες και κασέτες, μια τεράστια συλλογή από γυναικεία και αντρικά κοστούμια και αξεσουάρ μεταμφίεσης, και μια σειρά προσωπικών αντικειμένων των Albert Camus, Michel Foucault, Pier Paolo Pasolini, Guy Debord, Jack Smith, Hannah Arendt, Louis Althusser και άλλων, ταξινομημένα σε προθήκες. Επίσης, βρέθηκαν σημειώσεις αλλά και βιβλία που είχε συγγράψει η ίδια και


ηχογραφημένοι συλλογισμοί της, υλικό που όπως φαίνεται διακινούσε αποκλειστικά από χέρι σε χέρι. Μέχρι σήμερα, στη δημοσιότητα έχουν δοθεί μόνο κάποιοι από τους τίτλους αυτών των έργων [ενδεικτικά: “Meta-fetishism” (Μετά-φετιχισμός), “Part of the Plan” (Μέρος του Πλάνου), “Alluring dominance” (Θελκτική κυριαρχία), “What is to be undone” (Τι πρέπει να ξε-γίνει), “City Spine(Αστική σπονδυλική στήλη)], “The Method” (Η Μέθοδος)]. Έχουν επίσης βρεθεί κάποιες από τις επιστολές που έστειλε η ίδια σε σημαντικές προσωπικότητες οι οποίες της είχαν επιστραφεί. Από το σύνολο των ευρημάτων προκύπτουν ενδείξεις του ρόλου της σε σημαντικά κινήματα της τέχνης, της φιλοσοφίας και της πολιτικής για μία περίοδο που καλύπτει πάνω από μισό αιώνα. Η Libby Sacer βρέθηκε στην καρδιά μιας σειράς καίριων γεγονότων του προηγούμενου αιώνα, με χαρακτηριστική στιγμή το 1938 όπου εγκαταλείπει το Βερολίνο, καίγοντας προηγουμένως όλα της τα υπάρχοντα ώστε να σβήσει τα ίχνη τους. Παρόλο που τα διαθέσιμα βιογραφικά στοιχεία της είναι ακόμη ελλιπή, μεγάλο μέρος της ζωής της έχει χαρτογραφηθεί, εκτός από την δεκαετία του ΄60 που παραμένει μυστήριο. Σύμφωνα με κάποια στοιχεία, κατά την περίοδο αυτή, όπου απεβίωσε και η μητέρα της, η Libby S. αποσύρθηκε σε μια έρημη περιοχή κοντά στη γενέθλια πόλη της, στα σύνορα της Αιθιοπίας με την Ερυθραία. Σύμφωνα με κατόψεις που βρέθηκαν, το σπίτι αυτό είχε σχεδιαστεί από τον καλλιτέχνη και αρχιτέκτονα Constant Nieuwenhuys ως δείγμα κτίσματος της ουτοπικής πόλης Νέα Βαβυλώνα. Εκεί, μαζί με κάποια άλλη άγνωστη γυναίκα (φωτογραφίες της οποίας έχουν βρεθεί), έδιναν θεατρικές παραστάσεις χωρίς κοινό (είχαν ζωγραφίσει θεατές στους τοίχους), συνέθεταν και έπαιζαν μουσική και πραγματοποιούσαν καλλιτεχνικά πρότζεκτ χωρίς αποδέκτες. Το 1968 πάντως βρίσκεται στο Παρίσι, όπου παίρνει μέρος στις οδομαχίες, καταγράφει τα γεγονότα και τραυματίζεται στο αριστερό πόδι. Χρόνια αργότερα φαίνεται να περνάει και από την Αθήνα, όπου φωτογραφίζεται με τον Jean Genet σε κεντρικό ζαχαροπλαστείο. Ενώ η πηγή των εισοδημάτων της παραμένει κατά κύριο λόγο άγνωστη, μέρος τους προερχόταν από δοκίμια και άρθρα που δημοσίευε κατά καιρούς με ψευδώνυμα, κατά το πρότυπο της μητέρας της, αλλά και πιθανόν από κάποιο μερίδιο της μητρικής περιουσίας. Το πώς και σε τι βαθμό η Libby Sacer επηρέασε την σύγχρονη σκέψη και τέχνη, παραμένει προς διερεύνηση από την ομάδα μελέτης που σύστησε ο κληρονόμος της.


Από την Libby Sacer στην θεματική Διαβατήριο παρακαλώ / Passport please Η αμφίσημη σεξουαλικότητά της Libby Sacer, ιδωμένη μέσα από το πρίσμα του τρέχοντος διαλόγου περί κανονικότητας και κοινωνικού φύλου σε σχέση με τις κυριαρχικές δομές, μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν θα είχε μείνει στο περιθώριο εάν η ταυτότητα της είχε υπάρξει αναγνωρίσιμη και ταξινομήσιμη ως αντρική ή γυναικεία. Από την άλλη, ίσως η σκέψη της να μην είχε απλωθεί σε τόσα πεδία εάν δεν την προβλημάτιζε μια απτή δική της διαφορετικότητα, κι ακόμα: πώς η αντίληψή της για το χώρο επηρεάστηκε από τα αλλεπάλληλα ταξίδια της και την έλλειψη εθνικής ταυτότητας; Αυτή η μιγάδα Εβραία που έζησε την εποχή της ακμής του Χίτλερ αλλά και του Απαρτχάιντ, μοιάζει να καταλαμβάνει μια συνοριακή περιοχή σε πολλαπλά επίπεδα. Έχτισε την ταυτότητά της στον χώρο ανάμεσα στα δύο φύλα, κι ενώ έζησε κοντά σε διάσημες προσωπικότητες παραμένοντας στην αφάνεια, σήμερα αποκαλύπτεται πως χάραξε ένα θεαματικό μονοπάτι στις σκιές. Ενώ οργάνωνε και κατέγραφε τις σκέψεις της, τις καθιστούσε ημι-δημόσιες, διακινώντας τες μόνον σε επιλεγμένους παραλήπτες, κάποιοι από τους οποίους είτε τις οικειοποιούνταν είτε επηρεάζονταν από αυτές, όπως δείχνει η πολυετής αλληλογραφία της. Η Libby Sacer απείχε από το δημόσιο λόγο, κρατώντας αποστάσεις που πιθανόν να της έσωσαν τη ζωή σε εποχές που θα διωκόταν κυριολεκτικά για όλα όσα ήταν. Κράτησε όμως αποστάσεις κι από πολλά άλλα, επιλέγοντας να ζήσει μέσα στα ίδια τα ρήγματα που η κοινή αντίληψη για το κανονικό και την επιτυχία δημιουργούν, στην πράσινη ζώνη ανάμεσα στην πρωτοπορία και την αφάνεια, την κανονικότητα και την εξαίρεσή της. Παραδόξως, με αυτή της την επιλογή ξεπέρασε φραγμούς και όρια, αφήνοντας το ίχνος της με έναν τρόπο που μοιάζει να είναι μπροστά από την εποχή του. Το κληροδότημά της μοιάζει να της παρέχει ένα μετά θάνατον διαβατήριο για να περάσει από την άλλη μεριά των συνόρων που είχε θέσει η ίδια ή της είχαν επιβληθεί. Ένα διαβατήριο που της παρέχει αναγνωρίσιμη υπόσταση και έγκυρη ταυτότητα, πυροδοτώντας πολλά ακόμη ερωτήματα αλλά και εκκινώντας μια αναμόχλευση όσων γνωρίζουμε για την κοινωνία της τελευταίας πεντηκονταετίας, την τέχνη και τη φιλοσοφία της. Εκεί που βρίσκεται η Libby Sacer σήμερα κανείς δεν πρόκειται να της ζητήσει διαβατήριο. Πρόκειται για μια ερώτηση που η ίδια θα μπορούσε να απαντήσει μόνο όταν δεν θα μπορούσε πια να της τεθεί: Passport please / διαβατήριο παρακαλώ.


Θεωρώντας την κληρονομιά της Libby Sacer και δικό μας πνευματικό Kαταπίστευμα, κατά τους επόμενους επτά μήνες θα «συνομιλήσουμε» με το φάντασμά της: Ο διάλογος, που θα εκτυλιχθεί σε δομές εργαστηρίου με τη συμμετοχή καλλιτεχνών και θεωρητικών, αναφέρεται σε οριοθετήσεις και περιορισμούς του χώρου, της ταυτότητας –έμφυλης και εθνικής– αλλά και των ιδεολογιών που σχηματοποιούν τα όριά τους. Μέσω του διαλόγου αυτού θα συντάξουμε «διαβατήρια» για αφανείς περιοχές της τρέχουσας εμπειρίας μας, θα συλλογιστούμε τις συνθήκες της πραγματικότητάς μας και θα αναζητήσουμε τα στοιχεία που οριοθετούν τα δικά μας «διαβατήρια». Τέλος, στις προθέσεις μας είναι να δημιουργηθεί ένα πεδίο ουσιαστικής κριτικής ή και αντιπαράθεσης, με όσα συμβαίνουν γύρω μας.

Επιπλέον πληροφορίες για την Libby Sacer Κατοικία: Το σπίτι όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής της βρίσκεται μέσα στα όρια της πόλης του Λονδίνου, ενώ το σπίτι της στην Αιθιοπία – σύμφωνα με σχέδια και σημειώσεις που βρέθηκαν– βρίσκεται σε απομακρυσμένο και ερημικό σημείο, εκτός πόλης, σε περιοχή πολύ κοντά στην θάλασσα αλλά αποκομμένη από αυτήν. Στοιχεία από άλλες πηγές: Αρκετά στοιχεία που αφορούν και άλλα πρόσωπα, τα οποία μέχρι σήμερα έμεναν ασύνδετα και αινιγματικά, έχουν αρχίσει τους τελευταίους μήνες να έρχονται στο προσκήνιο και να αποκτούν νέο νόημα. Για παράδειγμα, στο σπίτι πολιτικής φυσιογνωμίας που συνδέθηκε με την «τρομοκρατία» (μέλος των Μαύρων Πανθήρων), είχε βρεθεί ένα σημείωμα που μη μπορώντας να συνδεθεί με κάτι άλλο, την περίοδο της σύλληψης της είχε απλώς καταχωρηθεί στα αρχεία της αστυνομίας. Το σημείωμα, καρφιτσωμένο στο εσωτερικό μίας ντουλάπας, είχε σημειωμένη την φράση: Δεν με ενδιαφέρει να γνωρίσουν οι πάντες ποια είμαι και τι σκέφτομαι, αυτό που με νοιάζει είναι να μιλήσω για αυτά με όσους καίγονται από την ίδια φλόγα και μαζί να κάνουμε πράγματα που θα αλλάξουν την πραγματικότητα με έναν τρόπο αόρατο αλλά απτό, τον οποίο κανείς να παίρνει ως δεδομένο, όπως οι πινακίδες στις οδούς. ~ L Sacer


Το σώμα της Libby Sacer έφερε δύο τατουάζ: Ένα τόξο στο εσωτερικό του αριστερού της βραχίονα με φορά προς την παλάμη και ένα όμοιο τόξο στο αντίστοιχο σημείο του δεξιού της βραχίονα, με αντίθετη φορά (προς τον αγκώνα). Εικάζεται πώς αυτά τα δύο τόξα υπήρξαν σύμβολα μίας από τις θεωρίες που είχε αναπτύξει η L. S. για το σώμα σε σχέση με το χώρο και τους άλλους.



Η συλλέκτης Λίμπι Σάκερ Στο σπίτι της Libby Sacer στο Λονδίνο βρέθηκαν, ανάμεσα στα άλλα, σημαντικά έργα τέχνης των Klossowski, Claude Cahun, Jean-Michel Basquiat, Μarcel Βroodthaers κ.α., που είτε θεωρούνταν χαμένα, είτε ήταν άγνωστα ως τώρα, προσωπική αλληλογραφία της με πάνω από 20 προσωπικότητες των τελευταίων 50 χρόνων, από τους χώρους της φιλοσοφίας, της πολιτικής και της τέχνης, καθώς και σπάνια αντικείμενα όπως αφρικανικά τελετουργικά σκεύη και μάσκες, ταριχευμένα ζώα, χιλιάδες βιβλία, βιντεοκασέτες, αρχεία ήχου σε μπομπίνες και κασέτες, μια τεράστια συλλογή από γυναικεία και αντρικά κοστούμια και αξεσουάρ μεταμφίεσης, και μια σειρά προσωπικών αντικειμένων των Albert Camus, Michel Foucault, Pier Paolo Pasolini, Guy Debord, Jack Smith, Hannah Arendt, Louis Althusser και άλλων, ταξινομημένα σε προθήκες.

Η πολιτική επιστήμονας και φιλόσοφος Hannah Arendt (1906 - 1975), ένα ζευγάρι σκουλαρίκια της οποίας βρέθηκαν στην συλλογή της Λίμπι Σάκερ, ήταν αρκετά μεγαλύτερη της Σάκερ. Πράγμα όμως που δεν αποκλείει οι δύο γυναίκες να συναντήθηκαν και να ανέπτυξαν σχέσεις, αφού βρέθηκαν στα ίδια μέρη την ίδια περίπου εποχή και επιβεβαιωμένα μοιράζονταν φίλους και γνωστούς. Όταν η Άρεντ γράφει το δοκίμιο της για τον Walter Benjamin (1892-1940), το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά στα αγγλικά το 1968 (σήμερα στα ελληνικά κυκλοφορεί σε μετάφραση Βασίλη Τομανά στην συλλογή Άνθρωποι σε ζοφερούς καιρούς, εκδ. Νησίδες), είναι πιθανό να μην είχε μόνον τον Μπένγιαμιν στο νου της αλλά και την Σάκερ. Όπως και να ‘χει, μπορούμε σήμερα να διαβάσουμε τις σκέψεις της για τα χαρακτηριστικά και το ρόλο του συλλέκτη ως πολύτιμο οδηγό που φωτίζει με σπάνια διαύγεια ορισμένες πτυχές του βίου και των προθέσεων της Λίμπι Σάκερ.


Στο δοκίμιο αυτό, η Άρεντ αναλύει το πάθος του συλλέκτη ως ένα είδος σχέσης με το παρελθόν (σελ. 92-96 στην ελληνική έκδοση), σε μια απόπειρά να κάνει κατανοητά τα ποικίλα κίνητρα τού να συλλέγει κανείς πράγματα και, όπως έγραψε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, με αυτή του την πράξη να τα «μεταμορφώνει». Η Άρεντ παρατηρεί πως το να συλλέγει κανείς είναι «το πάθος των παιδιών, για τα οποία τα πράγματα δεν είναι ακόμα εμπορεύματα και δεν αξιολογούνται ανάλογα με την χρησιμότητά τους,» εξού και πρέπει αναγκαστικά να ανακαλύψει σε αυτά «το ωραίο, που για να αναγνωριστεί χρειάζεται ‘ανιδιοτελή τέρψη’ (Καντ). Και συνεχίζει η Άρεντ: Όπως κι αν έχει το πράγμα, ένα συλλεγέν αντικείμενο κατέχει μόνον ερασιτεχνική αξία και καμία απολύτως αξία χρήσης. […] Το συλλέγειν μπορεί να δεθεί με οποιαδήποτε κατηγορία αντικειμένων (όχι μόνο καλλιτεχνικά αντικείμενα, που είναι οπωσδήποτε απομακρυσμένα από τον καθημερινό κόσμο επειδή δεν «αξίζουν» τίποτε) κι έτσι, κατά κάποιον τρόπο λυτρώνουν το αντικείμενο ως πράγμα αφού αυτό τώρα δεν είναι πια μέσον για έναν σκοπό, αλλά έχει την εγγενή του αξία. Ο Μπένγιαμιν κατόρθωσε να καταλάβει το πάθος του συλλέκτη ως στάση συγγενή του επαναστάτη. Όπως ο επαναστάτης, ο συλλέκτης «ονειρεύεται τον δρόμο του όχι μόνο προς ένα απόμακρο ή περασμένο πια κόσμο, αλλά συγχρόνως προς έναν καλύτερο κόσμο, στον οποίο βέβαια οι άνθρωποι δεν αποκτούν ό,τι έχουν ανάγκη –όπως στον καθημερινό κόσμο– αλλά στον οποίο τα πράγματα είναι απαλλαγμένα από την αγγαρεία της χρησιμότητας» (W.B.). Το συλλέγειν είναι η λύτρωση των πραγμάτων, που οφείλει αν είναι συμπληρωματική της λύτρωσης των ανθρώπων. Ο γνήσιος βιβλιόφιλος δεν είναι σίγουρο πως έχει διαβάσει τα βιβλία του: «Και τα έχετε διαβάσει όλα αυτά;» λέγεται πως ρώτησε τον Ανατόλ Φρανς ένας θαυμαστής της βιβλιοθήκης του. «Ούτε το ένα δέκατο. Μήπως εσείς χρησιμοποιείται καθημερινά το καλό σας σερβίτσιο;» […] Στενά συνδέονταν μ’ αυτό ο φετιχιστικός χαρακτήρας, τον οποίο ο Μπένγιαμιν ρητά αξίωνε για τα συλλεγέντα αντικείμενα. Η αξία αυθεντικότητας, που είναι αποφασιστικής σημασίας για τον συλλέκτη καθώς και για την αγορά που καθορίζεται απ’ αυτόν, αντικατέστησε τη «λατρευτική αξία» και την εκκοσμίσκευσή της. […] Όπως ακριβώς το σεργιάνι (flânerie) ανάμεσα στους θησαυρούς του παρελθόντος είναι το πολυτελές προνόμιο του κληρονόμου, έτσι είναι και «η στάση του συλλέκτη, με την ανώτερη έννοια, η στάση του κληρονόμου» (W.B.), ο


οποίος παίρνοντας στην κατοχή του τα πράματα – και «η ιδιοκτησία είναι η πιο βαθιά σχέση που μπορούμε να έχουμε με τα αντικείμενα» (W.B.) – εγκαθίσταται στο παρελθόν προκειμένου να επιτελέσει, ανενόχλητος από το παρόν, «μιαν ανανέωση του παλιού κόσμου». Κι αφού αυτή η «βαθύτατη παρόρμηση» του συλλέκτη δεν έχει καμιά δημόσια σημασία αλλά έχει ως αποτέλεσμα ένα αυστηρά ιδιωτικό χόμπυ, όλα «όσα λέγονται από τη σκοπιά του αληθινού συλλέκτη» θα φανούν εκκεντρικά» όπως η τυπική άποψη του Ζαν Πωλ για τους συγγραφείς εκείνους «που γράφουν βιβλία όχι επειδή είναι φτωχοί αλλά επειδή δεν τους ικανοποιούν τα βιβλία που μπορούν να αγοράσουν αλλά δεν τους αρέσουν» (W.B.). Αν, όμως, εξετάσουμε βαθύτερα τα πράγματα, η εκκεντρικότητα αυτή έχει ορισμένες αξιοπρόσεκτες και όχι τόσο αβλαβείς ιδιαιτερότητες. Υπάρχει, πρώταπρώτα, η χειρονομία, η τόσο σημαδιακή σε μίαν εποχή δημόσιου ζόφου, με την οποία ο συλλέκτης όχι μόνο αποτραβιέται από το δημόσιο χώρο μέσα στην ιδιωτικότητα των τεσσάρων τοίχων του, αλλά παίρνει, για να τους διακοσμήσει, και κάθε λογής θησαυρούς που κάποτε ήταν δημόσια ιδιοκτησία. (Δεν μιλά, βέβαια, για το σημερινό συλλέκτη, που αρπάζει οτιδήποτε έχει, ή κατά τη γνώμη του θ’ αποκτήσει, αξία στην αγορά ή μπορεί να εξυψώσει την κοινωνική του θέση, αλλά για τον συλλέκτη που, όπως ο ίδιος ο Μπένγιαμιν, αναζητεί παράξενα πράγματα που θεωρούνται μηδαμινής αξίας.) Ακόμη, στο πάθος του για το παρελθόν ως αυτοσκοπό, που γεννιέται από την περιφρόνησή του για το παρόν σαν τέτοιο και συνεπώς μάλλον άσχετα από αντικειμενική ποιότητα, εμφανίζεται ήδη ένας ανησυχητικός παράγοντας που αναγγέλλει ότι η παράδοση ενδέχεται να είναι το τελευταίο πράγμα για να τον καθοδηγήσει και ότι οι παραδοσιακές αξίες δεν είναι στα χέρια του τόσο ασφαλείς όσο θα μπορούσαμε να υποθέσουμε σε πρώτη ματιά. Γιατί η παράδοση τακτοποιεί το παρελθόν όχι μόνο χρονολογικά, αλλά πρώτα απ’ όλα συστηματικά, καθώς διαχωρίζει το θετικό από το αρνητικό, το ορθόδοξο από το αιρετικό, το υποχρεωτικό και το συναφές από τη μάζα των απόψεων και δεδομένων που είναι μη συναφή ή απλώς ενδιαφέροντα. Από την άλλη, το πάθος του συλλέκτη είναι όχι απλώς μη συστηματικό αλλά σχεδόν χαοτικό, όχι τόσο επειδή είναι πάθος όσο επειδή δεν το πυρπολεί πρωταρχικά η ποιότητα του αντικειμένου – κάτι που


επιδέχεται ταξινόμηση – αλλά το αναφλέγει η «αυθεντικότητά» του, η μοναδικότητά του, κάτι που αψηφά οποιαδήποτε συστηματική ταξινόμηση. Συνεπώς, ενώ η παράδοση κάνει διακρίσεις, ο συλλέκτης ισοπεδώσει όλες τις διαφορές· και η ισοπέδωση αυτή – που κάνει «να βρίσκονται εδώ πολύ κοντά το θετικό και το αρνητικό … η ιδιαίτερη συμπάθεια και η απόρριψη» (W.B.) – επέρχεται κι όταν ακόμη ο συλλέκτης έχει κάνει την ίδια την παράδοση ιδιαίτερο πεδίο του και έχει επιμελώς εξαλείψει όλα όσα αυτή δεν αναγνωρίζει. Απέναντι στην παράδοση ο συλλέκτης εγείρει το κριτήριο της αυθεντικότητας· στο επίσημο εναντιώνει το σημείο προέλευσης. Για να εκφράσουμε με θεωρητική ορολογία αυτόν τον τρόπο σκέψης: ο συλλέκτης αντικαθιστά το περιεχόμενο με την καθαρή πρωτοτυπία ή αυθεντικότητα, κάτι που μόνον ο γαλλικός υπαρξισμός εγκαθίδρυσε ως καθαυτό ποιότητα, απαλλαγμένη από όλα τα επιμέρους χαρακτηριστικά. Αν οδηγήσουμε αυτόν τον τρόπο σκέψης στη λογική του κατάληξη, το αποτέλεσμα είναι μια παράξενη αντιστροφή της αρχικής ενόρμησης του συλλέκτη: «η αυθεντική εικόνα ενδέχεται να είναι παλιά, αλλά η αυθεντική σκέψη είναι καινούργια. Είναι του παρόντος. Το παρόν αυτό ενδέχεται να είναι φτενό, παρωχημένο. Αλλά ανεξάρτητα από το πώς είναι, πρέπει να το πιάσουμε γερά από τα κέρατα, για να μπορέσουμε να συμβουλευτούμε το παρελθόν. Είναι ο ταύρος που το αίμα του πρέπει να γεμίσει το πηγάδι, αν θέλουμε να εμφανιστούν στο χείλος του πηγαδιού οι σκιές των νεκρών). Απ’ αυτό το παρόν, όταν θυσιάζεται για την επίκληση του παρελθόντος, αναδύεται τότε «ο θανάσιμος αντίκτυπος της σκέψης» που κατευθύνεται εναντίον της παράδοσης και της αυθεντίας του παρελθόντος. Έτσι, ο κληρονόμος και διατηρητής μετατρέπεται απροσδόκητα σε καταστροφέα. «Το αληθινό, πολύ παρεξηγημένο πάθος του συλλέκτη είναι πάντα αναρχικό, καταστροφικό. Γιατί η διαλεκτική του είναι πάντα η εξής: να συνδυάζει με τη νομιμοφροσύνη προς ένα αντικείμενο, προς κεχωρισμένα είδη, προς πράγματα που φροντίζει, με μια πεισματική διαμαρτυρία εναντίον του τυπικού, του ταξινομήσιμου»




Συνοπτικά, οι δράσεις στις οποίες οδήγησαν τα εκθέματα του Καταπιστεύματος



■ Artists talks / Διάλογος για την πολιτισμική παραγωγή | Παρουσιάσεις [6 & 7 Ιούνη 2014] Καλλιτέχνες μιλούν για τη δουλειά τους: Τι κάνουν και πώς σκέφτονται γι’ αυτό; Πώς παράγουν την τέχνη τους; Κατά τη διάρκεια του διημέρου παρουσίασαν το έργο και το σκεπτικό τους: η ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, η χορογράφος Τζένη Αργυρίου, ο σκηνοθέτης Γιώργος Ζαμπουλάκης, η φωτορεπόρτερ Μάρω Κουρή, ο εικαστικός Σταύρος Μπονάτσος και ο αρχιτέκτονας Ηλίας Παπαγεωργίου.

[Artist Talks / Μέρα πρώτη]


[Artist Talks / Μέρα πρώτη]


[Artist Talks / Μέρα δεύτερη]


■ Μπιενάλε, μία συζήτηση / Διαμεσολάβηση | Συζήτηση [29 Οκτώβρη 2014] Οι ιστορικοί τέχνης Νίκος Δασκαλοθανάσης, Εύη Μπανιωτοπούλου και Αλέξανδρος Τενεκετζής, συζητούν για τις Μπιενάλε και άλλες μεγάλες περιοδικές εκθέσεις, με αναφορά στην πολιτική και την οικονομία τους. Πώς παράγονται οι μεγάλες καλλιτεχνικές διοργανώσεις; Ποιος ο ρόλος τους ως θεσμών στη σύγχρονη τέχνη και πώς λειτουργούν εντός τους επιμελητές και καλλιτέχνες; Γιατί αντέδρασαν πρόσφατα οι συμμετέχοντες καλλιτέχνες στις Μπιενάλε του Σύδνεϋ και του Σάο Πάολο; Με αναφορές στο πλαίσιο και τους συμβολισμούς περιπτώσεων όπως η Μπιενάλε της Βενετίας και του Γκουαντζού, η Ντοκουμέντα του Κάσσελ και η Μπιενάλε Θεσσαλονίκης, συζητήθηκε η σχέση πολιτικού-αισθητικού στο περιβάλλον των μεγάλου βεληνεκούς θεσμικών καλλιτεχνικών διοργανώσεων.



■ Πόλη & Φραγκα / Mέρος I| Συζήτηση [8 Οκτώβρη]

Η αρχιτέκτονας Δήμητρα Σιατίτσα, μέλος της ομάδας "encounter athens", ο πολεοδόμος και συγγραφέας Πάνος Τότσικας και ο οικονομολόγος Ηλίας Ιωακείμογλου, κουβέντισαν για τους μετασχηματισμούς της σύγχρονης πόλης. Στην περίπτωση της Αθήνας, ποιοι παρεμβαίνουν σ’ αυτόν και με ποιους τρόπους; Ποιες διαδικασίες δείχνουν να εκκινούνται από συλλογικότητες και κατοίκους και ποιες επαληθεύονται ως τέτοιες; Τι σημαίνει «πόλη του κεφαλαίου» και πώς μετακινούμαστε από την «πόληεμπόρευμα» στην «πόλη της αλληλεγγύης»; Μια συζήτηση ανάμεσα στην επισκόπηση και αποκωδικοποίηση των αλλαγών της πόλης που βρίσκονται σε εξέλιξη σήμερα, και στην ερμηνεία τους ως πολιτικά φαινόμενα.



■ Πόλη & Φραγκα / Mέρος II: Καμίλο Βεργκάρα | Παρουσίαση [24 Οκτώβρη 2014] Σε συνεργασία με την ομάδα Encounter Athens, την ομιλία του Camilo Vergara προλόγισε ο ανθρωπολόγος Κώστας Γκούνης από το πανεπιστήμιο Κρήτης. O Καμίλο Βεργάρα παρουσίασε φωτογραφίες του από την Αμερική και τη Γερμανία, και μίλησε για την πόλη ως πεδίο καταστροφής και επιθυμίας, με αναφορές στην γκετοποίηση (New American Ghetto, 1995), την καταστροφή (American Ruins, 1999), την ανάπλαση /gentrification (Harlem: The Unmaking of a Ghetto, 2013) και τα «νέα αστικά ερείπια», όπως η περίπτωση του Ντιτρόιτ.



■ Η Οικογένεια ως Ιδεολογικός Μηχανισμός| Συζήτηση [22 Οκτώβρη] Τι σημαίνει οικογένεια; Ποιος ο ρόλος της στην κατασκευή, στον έλεγχο και στην αναπαραγωγή της ταυτότητας; Πώς σταθεροποιεί η οικογένεια τις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας; Και πώς αλλάζει σήμερα στην Ελλάδα της κρίσης; Ο πανεπιστημιακός Μάκης Σπαθής, ο κινηματογραφικός σκηνοθέτης Γιώργος Γεωργόπουλος και η ιστορικός-ερευνήτρια Γιάννα Κατσιαμπούρα προσεγγίζουν το θέμα από οικονομική, πολιτική και καλλιτεχνική οπτική, με αναφορές στην ελληνική ιστορία του φεμινισμού, στο πέρασμα από τους κόλπους της οικογένειας στους χώρους εκπαίδευσής και στο πώς αντιμετωπίζεται στον κινηματογράφο.



■ Δημόσιος χώρος & διαδήλωση/ Το διαμαρτυρόμενο σώμα |Συζήτηση [29 Μαΐου 2014] Συζήτηση για τους μηχανισμούς ελέγχου του σώματος και τη χρήση του δημόσιου χώρου από το πλήθος και τις δυνάμεις καταστολής, κατά τις διαδηλώσεις-διαμαρτρίες. Ομιλητές: Νίκος Καζέρος – Αρχιτέκτονας, Νέλλη Καμπούρη & Παύλος Χατζόπουλος – Κοινωνιολόγοι, Συνεργάτες Εργαστηρίου Σπουδών Φύλου στο Πάντειο Παν/μιο, Δημήτρης Κατσορίδας – επιστημονικός συνεργάτης ΙΝΕ-ΓΕΣΕΕ, και Μιχάλης Παπαρούνης – εκδόσεις Futura.



■ Λίντα, prima vista | Συμμετοχική επιτέλεση [10 Νοέμβρη 2014] Ένα κείμενο-ντοκουμέντο σε επιτέλεση από κοινού. Η Λίντα, μια γυναίκα με πλαστό διαβατήριο, φεύγει. Παραμονές της αναχώρησής της, μιλάει* για τα σύνορα, τον έρωτα, το φόβο, τα λεφτά, τα όνειρα, τα παιδιά, την τέχνη, τη ζωή. Το ποια είναι η Λίντα το μαθαίνουμε μαζί διαβάζοντας, δίνοντάς της φωνή. (*Συζητώντας με τη Λίντα, μια Αλβανίδα μετανάστρια μιλάει για τη ζωή της, επιμέλεια Ελένη ΣυρίγουΡήγου, εκδ. Ανοιχτά Σύνορα) Ο χώρος χωρίστηκε με ένα πανί. Πίσω του ένα τραπέζι, μια καρέκλα κι ένα φως. Επάνω στο τραπέζι η απομαγνητοφωνημένη συνέντευξη της Λίντας. Οι αναγνώστες του κειμένου εναλλάσσονταν, καθώς όποιος ήθελε από το κοινό διάβαζε όσο ήθελε, prima vista. Οι καρέκλες των θεατών βρίσκονταν απ' την άλλη μεριά του πανιού. Έτσι ήταν ορατή μόνο η μεγεθυμένη σκιά όσων διάβαζαν, προσφέροντάς τους μια ενθαρρυντική ανωνυμία και ενοποιώντας τους οπτικά (η σκιά ως κοστούμι). Κάθε παύση στην ανάγνωση καλούσε τους παρευρισκόμενους να αποφασίσουν σε πραγματικό χρόνο εάν η αφήγηση θα συνεχίζονταν. Καταφατικά αποφάσιζε κάθε νέος αναγνώστης που έπαιρνε θέση πίσω από την κουρτίνα. [Παρακολουθήστε το Α’ μέρος.]

Το κοινό: Ενώ σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες το ακροατήριο (αγγλ. audience), παρακολουθεί ένα θέαμα (ιταλ. spettacolo), στα ελληνικά το κοινό είναι όσοι κάτι μοιράζονται (από κοινού). Το κοινό δεν αποτελεί μόνο ένα σύνολο στο δημόσιο χώρο (γερμ. Publikum) και η έμφαση δεν βρίσκεται στην όραση (αγγλ. show) ή την ακοή (αλβ. audienca), αλλά κάπου αλλού: σε μία πράξη, μία λειτουργία συμμετοχής.



■ Book Reports: Διάλεξε Φάντασμα, Γίνε το Διαβατήριό του | Παρουσιάσεις Μία μέρα όπου οι ιδέες γίνονται ιοί και οι συγκινήσεις μεταδίδονται. Μετά από ανοιχτό κάλεσμα, Αθηναίοι διαλέγουν και παρουσιάζουν από ένα βιβλίο που τους «έχει στοιχειώσει».

Book Reports #1

[13 Ιούνη, 2014]

Στο Book Reports #1 παρουσίασαν: η γλωσσολόγος Κανέλα Πουλή («Τα στενά παπούτσια», Ζωρζ Σαρή), ο Γιώργος Κατσικάτσος, μηχανικός με σπουδές φιλοσοφίας («Ping-pong: Καυτά κοψίματα & διαολεμένα φάλτσα», Jerome Charyn), και ο καλλιτέχνης Αλέξανδρος Μιστριώτης («Επιστολή Ζ’», Πλάτωνας). Book Reports #2

[1 Οκτώβρη. 2014]

Στο #2 παρουσίασαν: Ο δημοσιογράφος Κοσμάς Κέφαλος («Σκάκι και Λογοτεχνία», Γιάννη Αντωνιάδη), η ηθοποιός Ευτυχία Κιουρτίδου («Λεντς» και ανέκδοτες επιστολές του Georg Büchner σε μτφ Μαρίας Ρούσσου), ο εικαστικός Δημήτρης Χαλάτσης («Ο Αντίχριστος», Friedrich Nietzsche) και η σκηνοθέτις Ευγενία τζιρτζιλάκη ("End Pit" - Alina Popa, Irina Gheorghe, Stefan Tiron, Claudiu Cobilanschi, Florin Flueras, Ion Dumitrescu /Beauro of Melodramatic Research, PradisGaraj, Postspectacle). Book Reports #3

[5 Απρίλη, 2015]

Στο #3 παρουσίασαν: η ιδιωτική υπάλληλος Πέπη Δανιήλ («Το κορίτσι της διπλανής πόρτας», του Τσακ Κέτσαμ), η κοινωνιολόγος Κατερίνα Νασιώκα («Χρόνος και Χειραφέτηση – Ο Μιχαήλ Μπαχτίν και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στη ζούκλα Λακαντόνα» του Σέρχιο Τίσλερ).



Φωτογραφίες (εκτός σελ.150): Libby Sacer Foundation. Φωτογραφίες σελ.150: Jordi NN.


Ευχαριστίες: Το Libby Sacer Foundation ευχαριστεί τον Θάνο Βόβολη για την πολύτιμη συνεισφορά του στην παρουσίαση του Καταπιστεύματος και τον Jordi NN για τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του από το Linda, prima vista. Επίσης, ευχαριστούμε τον Νίκο Καζέρο για την καίρια παρουσία του στις αρχικές φάσεις της διαδικασίας, όπως και την Φωτεινή Καπίρη και τους Δημήτρη και Γιώργο Γεωργακόπουλο για την φιλοξενία τους στον χώρο της cheapart. Τέλος, ευχαριστούμε θερμά τους εικαστικούς, αρχιτέκτονες, ερμηνευτές, συγγραφείς και θεωρητικούς που συμμετείχαν στο όλο εγχείρημα. Δίχως τον ενθουσιασμό, το γνήσιο ενδιαφέρον και την προσωπική τους κατάθεση, το Καταπίστευμα δεν θα είχε υπάρξει.



Καταπίστευμα / Επιλεγμένες αναφορές στον Τύπο

«Μέσα από μία ιδιαίτερη προσωπικότητα, μία εκκεντρική κυρία από το Λονδίνο, τη Libby Sacer, η ομάδα καλλιτεχνών Libby Sacer Foundation δανείζεται το όνομα της εμπνεύστριάς τους και μας συστήνεται με ένα 7μηνο πρότζεκτ. Και είναι αλήθεια, η ιστορία της κυρίας Sacer είναι πραγματικά ενδιαφέρουσα.» - Γιώτα Αργυροπούλου, Το Σπίρτο «Αυτές είναι μερικές από τις γυναίκες που έζησαν και δημιούργησαν πέρα από τα όρια του φύλου. Το Libby Sacer Foundation, μία ομάδα από την Αθήνα που φέτος φιλοξενείται στο χώρο τέχνης Cheapart, έχει ξεκινήσει έναν διάλογο για αυτές τις γυναίκες και για το πλαίσιο που τις διαμόρφωσε, ενίοτε τις παραμόρφωσε και συχνά τις κράτησε στην αφάνεια.» - Αργυρώ Μποζώνη, Lifo «Τι κοινό έχει ένα τεμαχισμένο προσωπικό ημερολόγιο με έναν ανυπόγραφο πίνακα που μοιάζει με Γουόρχολ; Τι συνδέει μια μακέτα τής Νέας Βαβυλώνας του καταστασιακού Κονστάντ με μία αφρικάνικη μάσκα, ή με τα ηχογραφημένα γέλια δεκάδων ανθρώπων; Αυτά και άλλα πολλά συνυπάρχουν στο αρχείο της Libby Sacer, μέρος του οποίου εκθέτει το Libby Sacer Foundation στην έκθεση Καταπίστευμα, στο χώρο Cheapart στα Εξάρχεια, για λίγες ακόμα μέρες.» -

Ελένη Παγκαλιά, Το Περιοδικό

«Γνωριμία, λοιπόν, με αυτή τη σπουδαία γυναίκα, η οποία σε κάποιο σημείωμα έγραψε: «Δεν με ενδιαφέρει να γνωρίσουν οι πάντες ποια είμαι και τι σκέφτομαι. Αυτό που με νοιάζει είναι να μιλήσω γι' αυτά με όσους καίγονται από την ίδια φλόγα».» - Κοσμάς Κέφαλος, Η Αυγή


«Ελάχιστα πράγματα ήταν γνωστά γι’ αυτήν μέχρι το θάνατό της, το 2013 στο Λονδίνο. Και όμως η Λίμπι Σάκερ ήταν μια ξεχωριστή και μοναδική περίπτωση. […] Εύλογα η Libby Sacer απείχε από το δημόσιο λόγο, κρατώντας αποστάσεις που πιθανόν να της έσωσαν τη ζωή σε εποχές που θα διωκόταν κυριολεκτικά για όλα όσα ήταν. » - Athens Voice

«Ποια ήταν η Libby Sacer; Με αυτό το ερώτημα φτάνουν οι περισσότεροι στην γκαλερί Cheap Art που μέχρι τις 10 Μαΐου φιλοξενεί ένα πολύ ενδιαφέρον αφιέρωμα στην -λίγο γνωστή- καλλιτέχνιδα με τον τίτλο «Καταπίστευμα». […]Στην έκθεση υπάρχει ένα μικρό «μυστικό» που ο επισκέπτης καλείται να ανακαλύψει. Ο πιο διαβασμένος κερδίζει!» - Metropolis Press «Η αμφίσημη σεξουαλικότητά της Libby Sacer, ιδωμένη μέσα από το πρίσμα του τρέχοντος διαλόγου περί κανονικότητας και κοινωνικού φύλου σε σχέση με τις κυριαρχικές δομές, μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν θα είχε μείνει στο περιθώριο εάν η ταυτότητα της είχε υπάρξει αναγνωρίσιμη και ταξινομήσιμη ως αντρική ή γυναικεία.» - 10%, το δυνατό ποσοστό 10percent «Το Φεβρουάριο του 2013 πέθανε μία σημαντική φυσιογνωμία των τελευταίων χρόνων που πέρασε απαρατήρητη.» - Φύλο Συκής

«Η ομάδα Libby Sacer Foundation ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 2014, όταν κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στο Λονδίνο, τα μέλη της συναντήθηκαν με τον κληρονόμο της Λίμπυ Σάκερ, και απέκτησαν πρόσβαση σε πληροφορίες για αυτήν και το κληροδότημά της.» - Αrt & LIfe


«Η Libby Sacer, με σημαντικό ρόλο σε κινήματα τέχνης, σκέψης και πολιτικής επί μία περίοδο που καλύπτει πάνω από μισόν αιώνα, παρέμεινε άγνωστη έως τον θάνατό της στο Λονδίνο το 2013.» - Περιοδικό ΑΩ «Στο σπίτι της Σάκερ βρέθηκαν σημαντικά έργα τέχνης που θεωρούνταν χαμένα ή άγνωστα, αλληλογραφία με πάνω από είκοσι προσωπικότητες των τελευταίων 50 χρόνων, βιντεοκασέτες, αρχεία ήχου, αντρικά και γυναικεία κοστούμια, μια σειρά από προσωπικά αντικείμενα των Camus, Foucault, Debord, Arendt, Althusser κ.α. καθώς και βιβλία που είχε συγγράψει η ίδια, τα οποία διακινούσε αποκλειστικά από χέρι σε χέρι.» - Click at Life

Επιλεγμένες αναφορές στον Τύπο / Άλλα «Η ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, η χορογράφος Τζένη Αργυρίου, ο σκηνοθέτης Γιώργος Ζαμπουλάκης, η φωτογρά-φος Μάρω Κουρή, ο αρχιτέκτονας Ηλίας Παπαγεωργίου και ο εικαστικός Σταύρος Μπονάτσος, μοιράζονται σκέψεις για την πορεία τους, και τους λόγους που τους κινούν.» -

Μαρία Αυγέα, Athens Voice

«Η πολιτισμική πολιτική, δηλαδή το θεσμικό πλαίσιο στήριξης της τέχνης, βρίσκεται συχνά στο κέντρο της δημόσιας συζήτησης. Τι γίνεται όμως με την ίδια την τέχνη από την πλευρά των δημιουργών;» - Το Περιοδικό «Το Libby Sacer Foundation στρέφει την προσοχή μας στην ίδια την πολιτισμική παραγωγή. Έξι εξαιρετικοί καλλιτέχνες, από διαφορετικά πεδία, μιλούν για τη δουλεία τους, για το πώς και το γιατί δημιουργούν» Left.gr

Και: The R project * Athens Voice II * Το Περιοδικό ΙΙ



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.