31
Το πρώτο βράδυ
Περπάτησα στον σκοτεινό, έρημο δρόμο. Ήταν περασμένες δύο το βράδυ. Η βροχή είχε σταματήσει. Οι δρόμοι ήταν υγροί και σταγόνες νερού συνέχιζαν να πέφτουν από τις σκεπές των μονοκατοικιών. Κατέβηκα προς το ποτάμι που χώριζε την πόλη στα δύο. Δεν κυκλοφορούσε κανείς. Κάπου-κάπου περνούσε κάποιο αυτοκίνητο. Προχωρώντας και κοιτάζοντας τα γκρίζα σπίτια, που το φως του φεγγαριού τα προσέδιδε μια απροσδιόριστη θλίψη, κατάλαβα ότι υπάρχει κακία στον κόσμο. Μόνο ένας κακός άνθρωπος θα σχεδίαζε τόσο αποκρουστικά σπίτια. Μικρά φέρετρα, χωρίς βεράντες, τόποι ενταφιασμού των ψυχών. Η ίδια εικόνα και στο ποτάμι. Οι βρόμικοι άνθρωποι βρόμισαν το κάποτε καθαρό ποτάμι μετατρέποντάς το σε έναν τρεχούμενο βάλτο. Τώρα κανείς δεν μπορούσε να κολυμπήσει, αλλά ούτε και να περπατήσει δίπλα του. Η δυσωδία από τα απόβλητα των εργοστασίων έκανε αβάσταχτη την όποια παραμονή στην όχθη του. Πραγματικά, οι άνθρωποι είναι κακοί, είναι βρόμικοι. Και αυτή τους τη ρυπαρότητα τη μεταφέρουν όπου πάνε. Ποιον θα ενοχλού-
σε να χαθεί λίγη από την κακία και τη βρομιά που υπάρχει στον κόσμο; Κανέναν. Έκανε τρομερό κρύο. Δύσκολα θα συναντούσα κάποιον έξω. Συνέχισα να προχωρώ παράλληλα προς το ποτάμι, πάνω στον λιθόστρωτο δρόμο που χρησιμοποιούσαν οι πεζοί για τζόκινγκ. Το κρύο τρυπούσε τα κόκαλά μου. Δεν ήταν τόσο ο καιρός, όσο η παρουσία του θανάτου. Ένιωθα την παγωμένη ανάσα του στο πρόσωπό μου. Καθώς προχωρούσα, σε ένα από τα παγκάκια είδα ότι κοιμόταν ένας άστεγος. Σταμάτησα ακριβώς από πάνω του. Κοίταξα γύρω μου να δω αν υπήρχε κανείς. Ερημιά. Δίχως δεύτερη σκέψη έβγαλα το μαχαίρι από το παλτό μου και με όση δύναμη είχα το έμπηξα βαθιά στα πλευρά του. Τινάχτηκε απότομα φωνάζοντας και κοιτάζοντάς με με ένα βλέμμα τρόμου και απόγνωσης. Ένα ερωτηματικό ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό του, ένα «γιατί;» Πριν προλάβει να κάνει οποιαδήποτε κίνηση, με περισσή ορμή τράβηξα το μαχαίρι και τον χτύπησα στο δεξί στήθος. Ένας πίδακας καυτού αίματος πετάχτηκε και γέμισε τα ρούχα μου. Δεν ήταν όπως συνήθως γράφουν τα βιβλία λογοτεχνίας. Το αίμα δεν έρρεε, αλλά τιναζόταν προς κάθε κατεύθυνση. Κηλίδες αίματος είχαν βάψει τα ρούχα και το πρόσωπό μου. Τα χέρια μου είχαν κοκκινίσει και καίγονταν από το ζεστό άλικο υγρό. Ανέβλυζε με ορμή από τα τραύματα. Είναι απίστευτο το πόσο αίμα έχει μέσα του ο άνθρωπος. Συνέχισα να τον μαχαιρώνω με μανία, σε όποιο σημείο του σώματός του μπορούσα. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να γλιτώσει σήκωσε το χέρι του για να προφυλάξει το πρόσωπό του και το μαχαίρι καρφώθηκε στην εξωτερική μεριά του πήχη του. Είναι απίστευτη η δύναμη που δίνει στον άνθρωπο το ένστικτο της επιβίωσης. Είχε δεχτεί πολλα-
33
32
πλά χτυπήματα σε όλο του το κορμί και όμως, βρήκε τη δύναμη να σηκώσει το χέρι του, προκειμένου να σώσει την αξιολύπητη ζωή του. Το μαχαίρι πρέπει να χτύπησε σε κάποιο κόκαλο του χεριού του, γιατί ένιωσα το χέρι μου να τραντάζεται. Το τράβηξα με δυσκολία και συνέχισα να τον μαχαιρώνω αλύπητα, μέχρι που δεν υπήρχε καμία αντίδραση. Τράβηξα το άψυχο κουφάρι από το παγκάκι. Το έσυρα για μερικά μέτρα και το άφησα πίσω από έναν θάμνο. Κάπου είχα διαβάσει ότι αν το πτώμα μετακινηθεί, η ακαμψία μπορεί να λυθεί και η μεταθανάτια χλομάδα της επιδερμίδας μπορεί να χαθεί. Πράγμα που θα έκανε δυσκολότερο τον προσδιορισμό της ακριβής ώρας του θανάτου του. Πέταξα το μαχαίρι στο ποτάμι λίγα μέτρα πιο κάτω και ανέβηκα στον κεντρικό δρόμο που θα με έβγαζε στο σπίτι μου. Είχα ανατριχιάσει. Ένιωθα μια ανεκλάλητη χαρά και μια θεϊκή ηδονή. Είχα σκοτώσει έναν άνθρωπο. Η ζωή του μου ανήκε. Και την είχα πάρει. Είχα αποφασίσει για τη ζωή του. Η αρχική χαρά σύντομα έδωσε τη θέση της στον φόβο μήπως με είδε κανείς. Κοίταξα τα αιμόστικτα ρούχα μου. Ένιωθα πως υπήρχαν μικρές σταγόνες αίματος στο πρόσωπο και στα χείλη μου. Γευόμουν το αίμα ενός αθώου. Και ο φόβος έκανε ισχυρότερη την παρουσία του. Άρχισα να τρέχω. Έτρεξα μερικά τετράγωνα, ευτυχώς χωρίς να κουραστώ ιδιαίτερα μιας και βρισκόμουν σε καλή φυσική κατάσταση — οι ώρες που αφιέρωνα στο γυμναστήριο είχαν αποδώσει. Έριξα μια διερευνητική ματιά στη γειτονιά. Δεν υπήρχε κανείς. Μπήκα στο σπίτι από την πόρτα της υπηρεσίας. Το σπίτι ήταν άδειο. Η γυναίκα μου είχε φύγει. Μάλλον είχε πάει να μείνει στη μάνα της μετά το μικρό, ερωτικό μας συμβάν. Έβγαλα όλα τα ρούχα μου
στο μικρό χολ και έκανα ένα ζεστό μπάνιο. Ήμουν φοβερά ερεθισμένος. Ο πρώτος μου φόνος. Είχα περάσει το κατώφλι. Από εδώ και πέρα θα ήταν πιο εύκολο. Έπαιξα τον πούτσο μου μέχρι που έχυσα δυνατότερα από κάθε άλλη φορά. Βγήκα από το μπάνιο χωρίς να σκουπίσω το βρεγμένο κορμί μου, πήγα στην κουζίνα, πήρα μια παγωμένη μπύρα από το ψυγείο και κάθισα στον καναπέ του σαλονιού ανοίγοντας το ραδιόφωνο. Έπαιζε ένα τραγούδι των Kreator: My only aim is to take many lives The more the better I feel My only aim is to hear many cries From those tortured by my steel The colour of your blood from your open body Is all I want to see Tasting the blood from your lips as you die Means satisfaction to me Pleasure to kill Αποκοιμήθηκα γυμνός στον καναπέ. Για πρώτη φορά, μετά από πολύ καιρό ο ύπνος ήταν γαλήνιος.