Μάριος Δημητριάδης, Σκοτεινές Μέρες

Page 1

ISBN: 978-960-9566-16-2

© Παντελίδης Γεώργιος

Εντελώς αναπάντεχα, μέσα στη ρουτίνα της ζωής του, ο Έκτορας ―ο πρωταγωνιστής του βιβλίου― βρίσκεται να ακροβατεί ανάμεσα σε δύο παράλληλους κόσμους· στον πραγματικό κόσμο και έναν άλλο, φαινομενικά ίδιο με τον δικό του, αλλά σκοτεινό και παράξενο. Δύο απρόσωποι φρουροί, ένας παράφρων δαίμονας, μία σειρά από δεκάδες νέους φυσικούς νόμους και μία μοναχική γυναίκα θα τον οδηγήσουν σε δύσκολες αποφάσεις, μέσα από μία κούρσα διαφορετικών εποχών. Θα καταφέρει να βρει τις απαντήσεις στην απρόσμενη αυτή τροπή της ζωής του;

Ο Μάριος Δημητριάδης γεννήθηκε στο Χόλιμπουρκ της Γερμανίας και μεγάλωσε στον Ασκό Θεσσαλονίκης, όπου και έμεινε μέχρι τα 18 του χρόνια. Σπούδασε στη γεωπονική σχολή του ΑΠΘ, παρακολούθησε μαθήματα ευρωπαϊκής και βυζαντινής μουσικής, καθώς και μαθήματα φωνητικής. Παίζει και διδάσκει κλασική και ηλεκτρική κιθάρα. Είναι λάτρης της τεχνολογίας και των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Ζει με τη σύζυγό του στη Θεσσαλονίκη, όπου και εργάζεται.


1 Είχε πάει έξι το απόγευμα. Ο ήλιος είχε χαθεί από ώρα, αφήνοντας πίσω του τον ροδοκόκκινο ουρανό. Τα λιγοστά σύννεφα που είχαν απομείνει, μεσουρανούσαν άτακτα δεξιά κι αριστερά. Η φύση γύρω του έδειχνε έντονα την ομορφιά της, πριν χαθεί οριστικά στο ερμητικό σκοτάδι άλλης μιας βραδιάς. Η απαλή μουσική που έπαιζε στο αυτοκίνητό του, μόλις που κάλυπτε τον ενοχλητικό ήχο του κινητήρα. Οι μελαγχολικές νότες της κιθάρας του καλλιτέχνη ηρεμούσαν το πνεύμα του. Ο Έκτορας, εντελώς χαλαρωμένος, απολάμβανε το όργιο της φύσης επιστρέφοντας από το χωριό του. Πήρε μια βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο που είχε στο στόμα του και, κρατώντας το ανάμεσα στα δυο του δάχτυλα, δυνάμωσε την ένταση στο ραδιόφωνο. Οι νότες ξεχύθηκαν από τα ηχεία πιο έντονες αυτή τη φορά, αλλά εξακολουθούσαν να είναι ήρεμες και γλυκές. Η ζέστη που ανέδιδε ο χώρος ήταν μεθυστική και προκαλούσε μία γλυκιά ευχαρίστηση, σε αντίθεση με τον κρύο αέρα που λυσσομανούσε έξω. Ήταν φθινόπωρο και οι κρύες μέρες που προανήγγειλαν την έλευση του χειμώνα είχαν φτάσει για τα καλά. Γύρω υπήρχαν διάσπαρτα δέντρα. Οι θάμνοι κινούνταν αργά από τον αέρα, σαν να ήθελαν να ξεκολλήσουν από τη θέση τους και να περπατήσουν. Μικροί και μεγάλοι λόφοι στέκονταν ακίνητοι, εκτεθειμένοι στις αδηφάγες ορέξεις του καιρού. Μικρές πεδιάδες στρωμένες με άγριο χόρτο σαν χαλί, διακοσμούσαν την όλη εικόνα. Κίτρινα και πορτοκαλί φύλλα πεσμένα στο χώμα χόρευαν αδέξια δεξιά κι αριστερά. Κάποιοι αγρότες τελείωναν βιαστικά τις δουλειές τους, πριν τους προλάβει το βράδυ


8

ΜΑΡΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

που πλησίαζε με γοργά βήματα. Μερικά πουλιά στέκονταν πάνω σε τηλεφωνικά καλώδια χωρίς να κουνιούνται, σαν να μην ήξεραν πού να πάνε. Η επιστροφή από το χωριό ήταν όπως πάντα ευχάριστη, μιας και η φύση απουσίαζε εντελώς από την πόλη όπου έμενε μόνιμα. Κάθε φορά τού φαινόταν σαν απόδραση από μία τσιμεντένια φυλακή, η οποία όμως πάντα κρατούσε λίγο. Η πόλη χτυπούσε το προειδοποιητικό καμπανάκι της επιστροφής. Ο Έκτορας είχε μεγαλώσει στο χωριό και είχε μείνει μέχρι τα δεκαοκτώ του, οπότε και έφυγε για την πόλη προκειμένου να σπουδάσει ηχοληψία. Έπειτα υπηρέτησε στον στρατό για δύο χρόνια. Όταν απολύθηκε, επέστρεψε στην πόλη και έμεινε μόνιμα. Εδώ και οκτώ χρόνια δούλευε σ’ ένα στούντιο μουσικής. Η δουλειά ήταν καλή και ο μισθός ικανοποιητικός. Ήταν ίσως από τα μόνα ευχάριστα πράγματα που του συνέβησαν από τότε που εγκαταστάθηκε μόνιμα στην πόλη, μιας και αδυνατούσε να συνηθίσει την όλη κατάσταση. Η πόλη τον έπνιγε, αλλά η δουλειά τού πρόσφερε μικρές ανάσες ζωής. Το κλίμα στο στούντιο ήταν πολύ καλό και οι συνθήκες εργασίας άριστες. Άλλωστε αγαπούσε το αντικείμενο της δουλειάς του. Τον έκανε να ασχολείται για ώρες ξεχνώντας οτιδήποτε άλλο. Οι τρεις συνάδελφοί του ήταν αρκετά φιλικοί, συνεργάσιμοι και σωστοί άνθρωποι. Πολύ σημαντικός παράγοντας οι συνεργάτες σου στη δουλειά, έλεγε πάντα. Με τον έναν μάλιστα, τον Κωνσταντίνο, διατηρούσε χρόνια φιλία. Είχαν γίνει φίλοι από τις πρώτες κιόλας μέρες που είχε πιάσει δουλειά στο στούντιο ως ηχολήπτης. Ο Κωνσταντίνος δούλευε ήδη έναν χρόνο πριν ξεκινήσει εκείνος. Ήταν, γενικά, ένας ευχάριστος και αστείος τύπος, και πάντα έβρισκε την ευκαιρία να σε κάνει να γελάσεις σε οποιαδήποτε φάση κι αν βρισκόσουν. Σωστός και μετρημένος, ήξερε πάντα να συμπεριφέρεται ανάλογα. Είχε σταθεί αρκετές φορές στο πλευρό του Έκτορα, στις ―πολλές― αδύναμες στιγμές του. Η νύχτα είχε τυλίξει τα πάντα και ο Έκτορας έβλεπε ήδη τον πρώτο φωτεινό σηματοδότη της πόλης, ενώ άφηνε πίσω του το επαρχιακό δίκτυο που ένωνε την πόλη με το χωριό. Οι υαλοκαθαριστήρες πηγαινοέρχονταν εδώ και λίγα λεπτά. Ένα ψιλόβροχο είχε αρχίσει να σκορπά τις πρώτες μικρές πιτσιλιές στο παρμπρίζ. Οι πρώτες πολυκατοικίες έκαναν την εμφάνισή τους και ακολούθησαν τα καταστήματα. Ο κόσμος έτρεχε


ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΜΕΡΕΣ

9

να προφυλαχτεί από τη βροχή που δυνάμωνε, ενώ κάποιες ομπρέλες είχαν ανοίξει σαν μανιτάρια. Η θερμοκρασία στη φωτεινή επιγραφή ενός φαρμακείου έδειχνε 12 βαθμούς Κελσίου. Είχε θυμώσει για τα καλά ο καιρός. Το καλοκαίρι ήταν πλέον παρελθόν. Πιο κάτω, μερικές διάσπαρτες ανθρώπινες φιγούρες περίμεναν το λεωφορείο στη στάση και δυσανασχετούσαν, ενώ βρέχονταν από τα διερχόμενα αυτοκίνητα που πατούσαν σε μικρές λίμνες που είχαν σχηματιστεί από τα νερά της βροχής. Η πόλη έσφυζε από ζωή το απόγευμα της Κυριακής, παρόλη την κακοκαιρία. Από ζωή και μιζέρια. Η πόρτα του γκαράζ άνοιξε μετά το πάτημα του κουμπιού του χειριστηρίου και ο Έκτορας πάρκαρε το μικρό, μαύρο αυτοκίνητό του. Έσβησε τον κινητήρα και μαζί μ’ αυτόν τη μουσική. Κλείδωσε το αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα του σπιτιού. Ξεκλείδωσε και μπήκε μέσα κλείνοντάς την πίσω του. Άνοιξε τους διακόπτες και το φως ξεχύθηκε στον χώρο. Ήταν ένα σπίτι με τέσσερα δωμάτια κι ένα μικρό χολ. Το πρώτο πράγμα που έβλεπες μόλις έμπαινες ήταν ένας πίνακας ζωγραφικής κρεμασμένος στον απέναντι τοίχο. Αριστερά υπήρχε ένα μικρό τραπεζάκι πάνω στο οποίο βρισκόταν μία τηλεφωνική συσκευή, όχι και τόσο χρήσιμη μιας και όλοι χρησιμοποιούσαν κινητά τηλέφωνα. Την τοποθετούσαν με το ζόρι οι τηλεφωνικές εταιρείες μαζί με τη σύνδεση του ιντερνέτ. Στα δεξιά υπήρχε μία κρεμάστρα. Κρέμασε το σακάκι και έβγαλε τα παπούτσια του, κλείδωσε την εξώπορτα και κατευθύνθηκε στο σαλόνι. Υπήρχαν δύο γκρίζοι καναπέδες, οι οποίοι πλαισίωναν ένα στρόγγυλο, γυάλινο τραπεζάκι. Πιο πέρα βρισκόταν ένα σύνθετο, στο κέντρο του οποίου κρεμόταν μία μεγάλη τηλεόραση. Τριγύρω βρίσκονταν διάφορα ράφια με μπιμπελό και σουβενίρ από ταξίδια που είχε κάνει στο παρελθόν. Πάνω στο τραπέζι υπήρχαν δύο τηλεχειριστήρια και μία κούπα με τον πάτο της λερωμένο από τον ξεραμένο καφέ. Ήταν ξεχασμένη εκεί κάποιες μέρες. Ξεφύσησε δυνατά, κοίταξε για μια στιγμή την τηλεόραση και κάθισε βαριεστημένα στον καναπέ. Το σπίτι ήταν κρύο. Έλειπε δύο μέρες και η θέρμανση ήταν κλειστή. Σηκώθηκε αργά, έπιασε τα δύο χειριστήρια και ξανακάθισε. Το κλιματιστικό άρχισε να φυσάει ζεστό αέρα από τις περσίδες που κουνιούνταν μηχανικά, ενώ η τηλεόραση ξεκίνησε να σκορπίζει χρώματα στον χώρο. Άφησε τα


10

ΜΑΡΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

χειριστήρια δίπλα του και στράφηκε προς την τηλεόραση. Ένας τύπος διηγούταν τις εμπειρίες του από ένα ταξίδι που είχε κάνει στο Θιβέτ. Ο Έκτορας όμως δεν παρακολουθούσε πραγματικά. Είχε χαθεί για μία ακόμη φορά στις σκέψεις του. Υπήρχαν μερικές μέρες που δεν ήταν και στην καλύτερη ψυχολογική κατάσταση. Ένιωθε ότι όλα κυλούσαν αργά και βαρετά — σχεδόν καταθλιπτικά. Η δουλειά του, βέβαια, ήταν πολύ καλή, ωστόσο είχε πέσει σε μία βασανιστική ρουτίνα. Αν πρόσθετες σ’ αυτά και μία αποτυχημένη σχέση που είχε κάνει πριν μερικά χρόνια, τότε το κακό είχε συμπληρωθεί. Ήταν για ένα μεγάλο διάστημα μαζί κι όλα έδειχναν ότι η σχέση τους είχε μέλλον. Ο Έκτορας την είχε αγαπήσει πραγματικά και έκανε πολλά όνειρα για το μέλλον τους. Δυστυχώς, όμως, εκείνη άρχισε να αλλάζει. Σιγά σιγά μεταμορφωνόταν σε κάποια άλλη, μία διαφορετική γυναίκα από εκείνη που είχε αγαπήσει ― όσο πρόλαβε να την αγαπήσει, τέλος πάντων. Ο χωρισμός δεν άργησε να έρθει. Ο Έκτορας έκανε καιρό να το ξεπεράσει. Ίσως δεν το είχε ξεπεράσει εντελώς ακόμη. Αποδείχθηκε ότι ήταν σε «διαφορετικό μήκος κύματος», όπως έλεγε και ο Κωνσταντίνος. Το κινητό χτύπησε απότομα και μαστίγωσε δυνατά τα αφτιά του, καθώς αναδύθηκε απότομα από τον βυθό των σκέψεων του. Το σήκωσε από το τραπέζι. Ήταν ο Κωνσταντίνος. «Έλα, ρε Κωνσταντίνε». «Επέστρεψες αναζωογονημένος;» «Όχι ιδιαίτερα. Δεν γινόταν να μείνω για κανέναν μήνα; Ή για πάντα, ας πούμε;» «Ώχ, μωρέ γκρινιάρη! Κι εδώ μια χαρά περνάμε. Τι παραπάνω έχει το χωριό δηλαδή; Εκεί είναι όλα τα ίδια και τα ίδια». «Τα έχουμε συζητήσει εκατοντάδες φορές. Αφού με ξέρεις». «Ναι, σε ξέρω τι γκρινιάρης είσαι. Λοιπόν, αύριο θα σε πάω για ποτό σ’ ένα καινούργιο μαγαζάκι που ανακάλυψα πρόσφατα. Είναι φοβερό και με καταπληκτικό κόσμο. Θα ξετρελαθείς», είπε πονηρά. «Δεν έχω και πολύ...» «Δεν θέλω αντιρρήσεις!» τον διέκοψε. «Θα συνεννοηθούμε το πρωί στη δουλειά. Θα περάσω να σε πάρω κατά τις 7, οκ; Έκλεισε!»


ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΜΕΡΕΣ

11

Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε δειλά στο πρόσωπό του. Πάντα ο ίδιος Κωνσταντίνος. «Μ’ αρέσουν πάντως οι γρήγορες αποφάσεις σου». «Αφού με ξέρεις, φιλαράκι. Πάντα φροντίζω να περνάμε καλά. Σ’ αφήνω τώρα. Θα τα πούμε το πρωί, οκ;» «Οκ, τα λέμε αύριο». «Καληνύχτα και… φρόνιμα, ε; Μη γυρίσεις ξημερώματα από κανένα κλαμπ! Το πρωί σε θέλω ξεκούραστο στη δουλειά». «Χα! Χα! Θα ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσα να κάνω με τέτοιον παλιόκαιρο έξω! Άντε, καληνύχτα». «Καληνύχτα, ντάρλινγκ», είπε και έκλεισε. Άφησε το κινητό δίπλα του και κοίταξε το μεγάλο, κόκκινο ρολόι που στόλιζε τον τοίχο. Είχε πάει 9.30. Η τηλεόραση τώρα έδειχνε μία γυμνασμένη, νεαρή κοπέλα που διαφήμιζε κάποιες ζώνες εφίδρωσης για σίγουρο αδυνάτισμα. Ανασηκώθηκε από τον καναπέ και έγειρε μπροστά ακουμπώντας τους αγκώνες στα γόνατά του. Κοίταξε την τηλεόραση και μετά πάλι το ρολόι. Πριν ήταν χαμένος στις σκέψεις του, ποιος ξέρει για πόση ώρα. Δεν είχε όρεξη ούτε ταινία να παρακολουθήσει, πόσο μάλλον να ξημερώσει σε κάποιο κλαμπ. Είχε χαθεί κάθε είδους όρεξη για οτιδήποτε. Μία απαλή υπνηλία τον περιτριγύριζε. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του συμφωνώντας με τη σκέψη, σηκώθηκε όρθιος και κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρα. Ο ύπνος, τελικά, είναι ο καλύτερος φίλος. Έσπρωξε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και άνοιξε το φως αποκαλύπτοντας το λιτό δωμάτιο. Ένα διπλό κρεβάτι, δύο κομοδίνα και μία συρταριέρα γέμιζαν τον χώρο. Ένας κίτρινος ταχυδρομικός φάκελος μονάχα συμπλήρωνε την όλη εικόνα. Βρισκόταν πάνω στο κρεβάτι πεταμένος πρόχειρα. «Σωστά, είναι κι αυτό», είπε και πήρε τον φάκελο στα χέρια του. Πριν μερικούς μήνες είχε αναλάβει μία εξυπηρέτηση για έναν γείτονά του, τον Ιάκωβο, ο οποίος έμενε πιο κάτω. Ο Ιάκωβος έπρεπε να παρακολουθήσει ένα έκτακτο, εξάμηνο σεμινάριο σε χρηματοοικονομικά, στο Χιούστον, και έλειπε ήδη τρεις μήνες. Συνήθιζαν να εξυπηρετούν ο


12

ΜΑΡΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

ένας τον άλλον. Αυτή τη φορά είχε ζητήσει από τον Έκτορα να παραλαμβάνει τα γράμματά του από το γραμματοκιβώτιο, κι αν ήταν κάτι επείγον να τον ειδοποιούσε. Μία φορά τη βδομάδα, περίπου, έλεγχε για κάποιο γράμμα. Πριν φύγει για το χωριό, την Παρασκευή, είχε βρει τον φάκελο στο γραμματοκιβώτιο του Ιάκωβου και τον είχε πετάξει στο κρεβάτι για να τον δει μόλις γυρίσει. Έτσι κι αλλιώς, ό,τι κι αν ήταν, μέσα στο Σαββατοκύριακο δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι για να το διεκπεραιώσει, οπότε θα το έκανε από Δευτέρα. Κυρίως όμως τον είχε κουράσει όλο αυτό και το έκανε από αγγαρεία. Ήταν αποφασισμένος να του ζητήσει κι αυτός μεγάλη χάρη την επόμενη φορά, μόνο και μόνο για σπάσιμο. Ο φάκελος έμοιαζε να περιέχει κάτι στρογγυλό και βαρύ που φούσκωνε στο κέντρο του δημιουργώντας ένα βουναλάκι. Έσκισε τον φάκελο από τη μία άκρη και τράβηξε από το εσωτερικό του το μοναδικό αντικείμενο που βρισκόταν μέσα. Στην παλάμη του εμφανίστηκε ένα μεταλλικό μενταγιόν, με περίμετρο περίπου ενός πορτοκαλιού. Είχε διάφορα χρώματα πάνω του και στο κέντρο του ήταν σκαλισμένο ένα οικόσημο, το οποίο είχε ένα παράξενο σχέδιο με κύκλους και τρίγωνα μέσα σε μία ασπίδα. Κάποιες γραμμές συνέχιζαν να διαγράφονται και έξω από την ασπίδα. Θα έλεγε κανείς, με την πρώτη ματιά, ότι ήταν φτιαγμένο από σίδερο, αλλά παρατηρώντας καλύτερα του φάνηκε ότι το υλικό ήταν διαφορετικό· πιο πολύτιμο. Το κοίταξε παραξενεμένος και αναρωτήθηκε για ποιον λόγο να του είχε στείλει κάποιος κάτι τέτοιο, χωρίς κάποια κάρτα τουλάχιστον. Σουβενίρ από κάποιον φίλο ίσως, σκέφτηκε και γύρισε τον φάκελο για να δει τον αποστολέα. Δεν υπήρχε τίποτα γραμμένο εκεί. Σούφρωσε τα φρύδια του και αισθάνθηκε μία απαλή ζαλάδα που τον έκανε να χάσει την ισορροπία του και να κρατηθεί από τη συρταριέρα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια και κούνησε το κεφάλι του σαν σκύλος που έχει βραχεί και τινάζει τα νερά από πάνω του. Πρέπει να νυστάζω πολύ, σκέφτηκε και άφησε το μενταγιόν με τον φάκελο πάνω στο έπιπλο. Θα πάρω τον Ιάκωβο αύριο τηλέφωνο να του πω για το παράξενο πακέτο του, σκέφτηκε και το κοίταξε για μία ακόμη φορά απορημένος. Φόρεσε τις πιτζάμες και βυθίστηκε στο άνετο και ευρύχωρο στρώμα. Το αμυδρό φως που έμπαινε από την κουρτίνα του παραθύρου


ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΜΕΡΕΣ

13

σχημάτιζε διάφορες μορφές στο τοίχο τού, σκοτεινού πλέον, δωματίου. Ρύθμισε το ξυπνητήρι δίπλα του στις 6.00 π.μ. και βολεύτηκε καλύτερα. Έξω οι πολυδιάστατοι ήχοι της πόλης φρόντιζαν να υπάρχει μία μόνιμη και χαμηλόφωνη φασαρία, την οποία φυσικά συνήθιζες με την ώρα. Νανουριστική θα την έλεγες. Ομιλίες, αυτοκίνητα, μία κόρνα, ένας μακρινός ήχος ασθενοφόρου. Ήχοι που αργοχάνονταν με την ώρα, αφού ο ύπνος έπαιρνε τα ηνία. Επάνω στη συρταριέρα το μενταγιόν λαμπύρισε από κάποιες αχνές ακτίνες φωτός που έμπαιναν από το παράθυρο και αντανακλώνταν φυσιολογικά πάνω του. Μία άλλη λάμψη όμως, πιο μικρή και κοκκινωπή, εμφανίστηκε από το κέντρο της ασπίδας του οικόσημου, τρεμόπαιξε σαν φλόγα κεριού που πάει να σβήσει από τον αέρα και χάθηκε έτσι απροειδοποίητα όπως είχε εμφανιστεί. Ο Έκτορας κοιμόταν ήδη βαθιά.


ISBN: 978-960-9566-16-2

© Παντελίδης Γεώργιος

Εντελώς αναπάντεχα, μέσα στη ρουτίνα της ζωής του, ο Έκτορας ―ο πρωταγωνιστής του βιβλίου― βρίσκεται να ακροβατεί ανάμεσα σε δύο παράλληλους κόσμους· στον πραγματικό κόσμο και έναν άλλο, φαινομενικά ίδιο με τον δικό του, αλλά σκοτεινό και παράξενο. Δύο απρόσωποι φρουροί, ένας παράφρων δαίμονας, μία σειρά από δεκάδες νέους φυσικούς νόμους και μία μοναχική γυναίκα θα τον οδηγήσουν σε δύσκολες αποφάσεις, μέσα από μία κούρσα διαφορετικών εποχών. Θα καταφέρει να βρει τις απαντήσεις στην απρόσμενη αυτή τροπή της ζωής του;

Ο Μάριος Δημητριάδης γεννήθηκε στο Χόλιμπουρκ της Γερμανίας και μεγάλωσε στον Ασκό Θεσσαλονίκης, όπου και έμεινε μέχρι τα 18 του χρόνια. Σπούδασε στη γεωπονική σχολή του ΑΠΘ, παρακολούθησε μαθήματα ευρωπαϊκής και βυζαντινής μουσικής, καθώς και μαθήματα φωνητικής. Παίζει και διδάσκει κλασική και ηλεκτρική κιθάρα. Είναι λάτρης της τεχνολογίας και των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Ζει με τη σύζυγό του στη Θεσσαλονίκη, όπου και εργάζεται.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.