Σήμερα 9
24 Μαρτίου 1987 Έτρεχε. Με όλη της τη δύναμη. Ή, τουλάχιστον, με όση δύναμη της είχε απομείνει. Θα τα καταφέρω! Πρέπει να τα καταφέρω! Οι ανάσες της ήταν γρήγορες, κοφτές, στιγμιαίες. Κάθε φορά που ανέπνεε ένιωθε έναν ισχυρό πόνο στους πνεύμονές της. Σαν να τους έσφιγγε ένα αγκαθωτό σύρμα που εγκλώβιζε τον αέρα και τον εμπόδιζε να κυκλοφορήσει. Κάθε ανάσα της ένα επιπλέον βάναυσο και αποτρόπαιο σφίξιμο. Τα πόδια της αδυνατούσαν να σηκώσουν το μηδαμινό βάρος του κορμιού της. Έκαιγαν και πονούσαν αφόρητα. Λες και χιλιάδες πυρωμένα καρφιά τρυπούσαν τα γόνατα, τις κνήμες και τα γυμνά πέλματά της. Ένιωθε αδύναμη. Ήταν αδύναμη. Είχε να φάει ένα κανονικό γεύμα ολόκληρους μήνες — αν εξαιρούσες τα μπέργκερ που της πρόσφερε τις τελευταίες μέρες. Αυτό όμως δεν την εμπόδιζε να τρέχει γρήγορα. Να τρέχει πιο γρήγορα από κάθε άλλη φορά που θυμόταν. Πιο γρήγορα από οποιαδήποτε φορά είχε τρέξει ποτέ σε ολόκληρη τη ζωή της. Θεέ μου, κάνε να είναι ο Νικ στο σπίτι. Κάνε να είναι εκεί! Η αλήθεια είναι ότι δεν πίστευε στον Θεό. Σε κανέναν Θεό. Ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί ο Θεός, όποιος κι αν ήταν ή όποιο όνομα κι αν του είχαν δώσει, είχε πάρει τον πατέρα της που την υπεραγαπούσε. Γιατί; Πού είχε φταίξει; Τι
10
ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ
είχε κάνει λάθος; Ποια αμαρτία είχε κάνει και είχε τιμωρηθεί τόσο σκληρά; Δεν ήθελε να πιστεύει σ’ αυτόν τον Θεό που απλόχερα μοίραζε πόνο και δυστυχία και άφηνε ορφανά τα παιδιά του. Σε έναν Θεό που, στα δικά της τουλάχιστον μάτια, είχε αποτύχει. Δεν ήταν ούτε παντοδύναμος ούτε πανάγαθος ούτε πανταχού παρών, όπως διατυμπάνιζαν οι καθολικοί ιερείς στην πατρίδα της. Αν κάτι ήταν αυτό το όν, για εκείνη δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μία απούσα παρουσία. Όμως αυτή τη στιγμή τον χρειαζόταν. Χρειαζόταν αυτόν τον Θεό που τόσα χρόνια παρέμενε κρυμμένος και σιωπηλός γελώντας και παίζοντας παιχνίδια μαζί της. Χρειαζόταν τη βοήθειά του. Ή τη βοήθεια της τύχης. Δεν είχε σημασία. Χρειαζόταν μια βοήθεια. Κι απ’ όπου κι αν προερχόταν θα ήταν καλοδεχούμενη. Ακόμη κι από έναν ανύπαρκτο και άφαντο Θεό. Της είχε δοθεί απροσδόκητα, εντελώς απρόσμενα, η ευκαιρία που τόσο καιρό έψαχνε και την είχε αρπάξει από τα μαλλιά. Αυτό είχε κάνει. Και δεν έπρεπε να πάει χαμένη. Δεν μπορούσε να την αφήσει να πάει χαμένη. Δεν μπορούσε να επιστρέψει εκεί — δεν γινόταν. Όχι, σε καμία περίπτωση. Σε καμία, γαμημένη, περίπτωση. Προτιμούσε να πεθάνει. Προτιμούσε να αυτοκτονήσει, να κόψει τις φλέβες της και να ξεψυχήσει στη μέση του δρόμου σαν ένα αδέσποτο σκυλί, ολομόναχη, αλλά όχι να επιστρέψει στο υπόγειο της οδού Τζέφερσον. Με τίποτα. Το σφίξιμο στους πνεύμονές της, καθώς περνούσαν τα λεπτά, γινόταν πιο έντονο, πιο οξύ και πιο τραχύ. Αυξανόταν με γεωμετρική πρόοδο. Τρεφόταν από την αδυναμία της. Προσπάθησε να το ελέγξει, ακόμη και να το μειώσει, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει την πορεία της. Ένιωθε ότι οι πνεύμονές της θα σκάσουν, θα εκραγούν σε μικρά, σάρκινα κομμάτια που θα τα παρασύρουν ποτάμια φωτιάς και θα χαθούν μέσα στο σώμα της. Μικρές, κοφτές ανάσες.
LUCAS MARMADUKE
11
Αυτό χρειαζόταν. Αυτό τη βοηθούσε τη συγκεκριμένη στιγμή. Και ο Νικ έπρεπε να βρίσκεται εκεί. Εξάλλου, ήταν περασμένη η ώρα. Κόντευε δώδεκα. Πού, στο διάολο, θα μπορούσε να είχε πάει; Έπρεπε να βρίσκεται εκεί. Στο σπίτι του. Στο σπίτι που κάποιες φορές το ένιωθε και δικό της — για όσο, τουλάχιστον, της επέτρεπε εκείνος. Θεέ μου, κάνε να είναι εκεί! Κάνε να είναι εκεί! Καθώς ανέβαινε την οδό Ζιράρντ, με την άκρη του ματιού είδε φευγαλέα την ανάκλασή της στην τζαμαρία ενός καταστήματος ηλεκτρικών συσκευών. Η αλλοπρόσαλλη εικόνα του εαυτού της την τρόμαξε. Σταμάτησε απότομα και κοίταξε σαστισμένη. Ήταν ένα θλιβερό λείψανο ενός αλλοτινού εαυτού, ένα αξιοθρήνητο ερείπιο. Σκελετωμένη, γεμάτη μελανιές και σημάδια στα πόδια. Τα μαλλιά της ήταν βρόμικα και η επιδερμίδα της είχε χάσει το ροδαλό χρώμα που κάποτε την κοσμούσε. Έδειχνε χλωμή και άρρωστη. Μπλαβιές σακούλες είχαν κάνει την εμφάνισή τους κάτω από τα μάτια της. Άγγιξε ασυναίσθητα το πρόσωπο, τον λαιμό και τον θώρακά της. Μπορούσε να μετρήσει όλα τα κόκαλα του κορμιού της, κάθε χόνδρο, κάθε κλείδωση. Λες και ήταν διάφανη. Έμοιαζε με αιχμάλωτο στρατοπέδου συγκέντρωσης. Είχε δει σε ντοκιμαντέρ πώς ήταν αυτοί οι άνθρωποι. Φαντάσματα του εαυτού τους. Ζωντανοί-νεκροί. Εξαθλιωμένοι. Έτσι ήταν κι εκείνη τώρα. Μια παλιά, ξεθωριασμένη εικόνα. Είχε χάσει ό,τι πιο όμορφο υπήρχε κάποτε πάνω της. Έκλεισε τα μάτια. Δεν μπορούσε να αντικρύσει την εικόνα της. Ήθελε να κλάψει. Να σωριαστεί στο βρεγμένο πεζοδρόμιο και να κλάψει χωρίς σταματημό. Δεν άντεχε άλλο. Ήθελε να τα παρατήσει. Ας την έβρισκε. Κι ας την έπαιρνε πάλι μαζί του εκεί κάτω, στο υπόγειο. Όχι! Κούνησε το κεφάλι της θέλοντας να ξεφορτωθεί τη σκέψη. Μάζεψε τις λιγοστές δυνάμεις που της είχαν απομείνει. Όχι!
12
ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ
Ανέκτησε το κουράγιο της. Όχι! Αυτή τη φορά το όχι! που ούρλιαξε στο μυαλό της πήρε σάρκα και οστά και έγινε λόγος. Κραυγή. Όχι! Φώναξε πάλι δυνατά για να το ακούσει και να το συνειδητοποιήσει η ίδια. Δεν γυρίζω πίσω, γαμώτο! Δεν γυρίζω πίσω! Έπρεπε να βρει τον Νικ. Ήταν η μοναδική της ελπίδα. Η τελευταία της ελπίδα. Σκούπισε με τις παλάμες των χεριών τα δάκρυά της και συνέχισε να ανεβαίνει τη Ζιράρντ τρέχοντας. Τα γυμνά πόδια της χτυπούσαν πάνω στο υγρό πεζοδρόμιο. Τίναζαν τα νερά που είχαν ξεχαστεί στη ρωγμώδη επιφάνειά του και δεν είχαν διαβεί τα μονοπάτια της λήθης στους υπονόμους. Μερικά τετράγωνα ακόμη. Μερικά τετράγωνα ακόμη. Αυτή η σκέψη της έδινε κουράγιο και δύναμη να συνεχίσει. Να τρέξει. Μετά από λίγα, αγωνιώδη λεπτά έφτασε στο σπίτι του Νικ. Ένα παλιό, βικτωριανό σπίτι που ο φίλος της είχε αναπαλαιώσει πριν από μερικά χρόνια με τα χρήματα του πατέρα του — όλα τα έκανε με τα χρήματα του πατέρα του ο μαλάκας. Παρόλα αυτά έκανε τον έξυπνο. Σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε στον επάνω όροφο που φιλοξενούσε τις κρεβατοκάμαρες του σπιτιού. Διακρινόταν μια ανεπαίσθητη δέσμη φωτός πίσω από τις κουρτίνες, σε ένα από τα υπνοδωμάτια. Ο Νικ είναι εδώ, είναι εδώ, γαμώτο, είναι εδώ! Ένας αναστεναγμός ανακούφισης ξεπήδησε από μέσα της. Σταμάτησε για λίγα δευτερόλεπτα, ώστε να πάρει μερικές ανάσες. Έσκυψε και στήριξε τα χέρια στα γόνατά της. Ξεφύσηξε. Το στέρνο της ανεβοκατέβαινε σε οδυνηρό, παραληρηματικό ρυθμό. Σχεδόν άκουγε την καρδιά της να χτυπάει. Ο κόσμος στροβιλιζόταν γύρω της. Πήρε λίγες κοφτές ανάσες ακόμη αναπνέοντας προσεκτικά, λες και βρισκόταν κάτω από
LUCAS MARMADUKE
13
το νερό και ρουφούσε τον λιγοστό αέρα από τον αναπνευστήρα. Τώρα το σφίξιμο εξασθενούσε. Άρχισε ν’ αναπνέει κανονικά. Ακόμη δεν είχε δει τον Νικ, αλλά ήδη ένιωθε ασφαλής και σώα. Το μαρτύριό της είχε τελειώσει. Τα είχε καταφέρει. Είχε σωθεί. Λίγα μέτρα ακόμη. Πήρε μία τελευταία, βαθιά ανάσα. Ανέβηκε τα λιγοστά σκαλιά της βεράντας ασθμαίνοντας. Τράβηξε τη σήτα και χτύπησε το τζάμι της εξώπορτας. Ξαφνικά πάγωσε και σταμάτησε κάθε κίνησή της. Ένιωσε στο αφτί της την ανάσα εκείνου... Ένα δυνατό ανατρίχιασμα σάρωσε το κουρασμένο κορμί της. Δεν τόλμησε να γυρίσει και να κοιτάξει. Χτύπησε ξανά την εξώπορτα όσο πιο δυνατά μπορούσε, με όση δύναμη της επέτρεπε η ακατανίκητη αδυναμία της. «Νικ! Νικ! Βοήθεια! Νικ!» ούρλιαξε με όλο της το Eίναι.
30 χρόνια πριν 25 Ιουλίου 1957 Ο Στίβεν βρίσκεται στο δωμάτιό του ξαπλωμένος στο κρεβάτι, πάνω από τα καθαρά και στρωμένα σεντόνια — κάτι για το οποίο η μητέρα του διαρκώς τον μάλωνε, αλλά εκείνος πάντοτε επαναλάμβανε καθώς δεν νοιαζόταν για τις φωνές της. Φοράει το αγαπημένο του λευκό σορτσάκι, την μπλε μπλούζα —δώρο του πατέρα του στη γιορτή του— και τις λευκές κάλτσες του. Τα μάτια του είναι ορθάνοιχτα, καρφωμένα στο γκριζωπό ταβάνι. Οι κόρες των ματιών του είναι διεσταλμένες. Θρησκευτικοί ύμνοι ακούγονται από την εκκλησία των Μεθοδιστών, ένα παράταιρο, λευκό, ξύλινο κτίριο στην απέναντι γωνία του δρόμου. Οι ήχοι πλανώνται μελωδικά στον αέρα σκεπάζοντας το βουητό από τα τετερίσματα των τζιτζικιών και καταστρέφοντας τη μεσημεριανή ραστώνη. Ο Στίβεν περιμένει στο δωμάτιό του υπομονετικά. Εδώ και ώρα. Εδώ και ώρες. Κι όμως, δεν απογοητεύεται. Είναι σίγουρος ότι τελικά θα πάρει αυτό που θέλει, αυτό που ξέρει ότι του ανήκει, αυτό που πάντα του ανήκε, πριν ακόμη και ο ίδιος το συνειδητοποιήσει. Το δροσερό αεράκι, όαση στο μεσημεριανό, καλοκαιρινό λιοπύρι, χαϊδολογάει απαλά την κουρτίνα. Παίζει για λίγο μαζί της κυνηγητό και τελικά κατορθώνει να της ξεφύγει σηκώνοντάς την —αρπάζοντας έτσι την ευκαιρία που τόση ώρα πάσχιζε να βρει—, τρυπώνει στο δωμάτιο και διώχνει όπως όπως τη ζέστη.
16
ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ
Μικρές, ξέπνοες σταγόνες δροσιάς κανακεύουν το κάθιδρο πρόσωπο και το κορμί του. Εκείνος, όμως, παραμένει ανέκφραστος, τα βλέφαρά του δεν πεταρίζουν. Είναι σχεδόν πετρωμένος — λες και είναι νεκρός. Τίποτα δεν είναι ικανό να του αποσπάσει την προσοχή. Ούτε καν οι φωνές των παιδιών που παίζουν μπάλα στην αλάνα απέναντι από το σπίτι του. Εξάλλου, ποτέ δεν έπαιζε με τ’ άλλα παιδιά. Ούτε στο σχολείο. Δεν είχε φίλους, γιατί κανείς δεν τον ήθελε στην παρέα του. Σπάνια του μιλούσαν. Και όταν το έκαναν, τα μόνα λόγια που άκουγε ήταν κοροϊδίες για το σχήμα του κεφαλιού του και για το ύψος του — τον μισούσαν, ήταν ένα βδέλυγμα. Του είχαν βγάλει και παρατσούκλι. Ήξερε, με απόλυτη βεβαιότητα, ότι κανένα από τα παιδιά δεν τον θυμόταν με τ’ όνομά του. Το παρατσούκλι το είχε πλέον αντικαταστήσει — τον αποκαλούσαν καζανοκέφαλο. Όμως δεν τον ενδιέφερε. Καθόλου, μάλιστα. Δεν ήθελε φίλους. Δεν τους χρειαζόταν. Έτσι κι αλλιώς δεν τον καταλάβαιναν, δεν έκαναν τον κόπο να τον καταλάβουν, να γνωρίσουν τον κόσμο του. Και ο ίδιος δεν τους καταλάβαινε. Ένιωθε όπως νιώθουν οι τυφλοί που ενώ γνωρίζουν ότι ο ουρανός είναι μπλε και το γρασίδι πράσινο, δεν έχουν την εμπειρία των χρωμάτων, δεν γνωρίζουν πώς πραγματικά είναι το μπλε και πώς το πράσινο. Γνώριζε τι σημαίνει φίλος, γνώριζε τι σημαίνει σωστό ή λάθος, κι όμως δεν μπορούσε να νιώσει αυτά τα συναισθήματα. Οι σχέσεις του με τους άλλους, ακόμη και με την οικογένειά του, ήταν μία συνεχής ανάβαση χωρίς εξοπλισμό και μάλιστα στις πιο δύσκολες καιρικές συνθήκες. Ένας μετεωρισμός στο απόλυτο κενό. Γι’ αυτό προτιμούσε τη μοναξιά. Ήταν για εκείνον η καλύτερη και ασφαλέστερη συντροφιά. Προτιμούσε να χάνεται στις σκέψεις του για ατελείωτες ώρες. Να ταξιδεύει ανενόχλητος στους δικούς του ονειρικούς και φανταστικούς λαβυρίνθους απομονωμένος από τον έξω κόσμο. Ιδιαίτερα τις νύχτες. Η σιγή
LUCAS MARMADUKE
17
και ο γνόφος της νύχτας είχαν μία ευεργετική και λυτρωτική επίδραση πάνω του. Φώτιζαν τις σκέψεις του. Τον έκαναν να βλέπει τη ζωή με άλλο μάτι. Εκείνες τις ώρες μπορούσε να σκέφτεται χωρίς περισπασμούς, χωρίς να έχει τη μητέρα του να τον στέλνει διαρκώς σε δουλειές, τον πατέρα του να του βάζει αγγαρείες και να τον μαλώνει, επειδή πάντα κάτι έκανε λάθος, τον αδερφό του να τον περιπαίζει. Όσο μισούσε τους ανθρώπους τόσο αγαπούσε τις μοναχικές, σιωπηλές νύχτες. Όλες τους μαζί και κάθε μία ξεχωριστά. Τη γαλήνη τους. Την ηρεμία τους. Το σκοτάδι τους. Κυρίως αυτό. Ναι, το σκοτάδι. Το αγκάλιαζε τις κρύες νύχτες του χειμώνα και ταξίδευε στις σκέψεις του. Και περίμενε. Στωικά. Ήξερε ότι κάποια στιγμή, αναπόφευκτα, θα έπαιρνε αυτό που ήθελε. Θα γινόταν κυρίαρχος και θριαμβευτής στη ζωή του — της ζωής του. Όπως και τώρα. Μπαμ! Ο δυνατός θόρυβος τον έκανε να τιναχτεί από το κρεβάτι λες και ήταν ελατήριο. Το πρόσωπό του ακτινοβόλησε όπως ο ήλιος το καταμεσήμερο στον καταγάλανο και ανέφελο, καλοκαιριάτικο ουρανό. Φόρεσε αστραπιαία τα παλιά και φθαρμένα παπούτσια του και πετάχτηκε έξω από το δωμάτιό του. Κατέβηκε την ξύλινη σκάλα πηδώντας δυο δυο τα σκαλοπάτια, τα οποία έτριζαν σε κάθε του άλμα. Στην κουζίνα η μητέρα του πλένει τα πιάτα, ενώ βλέπει τον Έλβις προσκεκλημένο στο σόου του Έντ Σάλλιβαν —για τρίτη φορά— να τραγουδάει καθισμένος σε μία μεγάλη πολυθρόνα το Peace in the Valley. Ο θόρυβος από τα βήματά του την έκανε να αφήσει για λίγο τον «Βασιλιά», έστω και δύσκολα, και να γυρίσει το κεφάλι της για να δει τον γιο της να χάνεται από τα μάτια της σαν σίφουνας. «Στίβι! Στίβι! Μην τρέχεις, αγόρι μου! Θα χτυπήσεις πάλι!» ακούστηκε από την κουζίνα καλύπτοντας τη βαρύτονη και με ποικίλα ηχοχρώματα φωνή του «Βασιλιά».
18
ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ
Ο Στίβεν αδιαφόρησε για τις προειδοποιήσεις της, άνοιξε την εξώπορτα και κατευθύνθηκε στο δέντρο —μία κλαίουσα ιτιά— που δέσποζε στο κέντρο της αυλής του σπιτιού τους. Σκαρφάλωσε με τη βοήθεια της σκάλας που είχε φτιάξει και είχε καρφώσει στον γέρικο, ροζιασμένο κορμό της. Έφτασε στο πρώτο μεγάλο κλαδί του δέντρου. Εκεί όπου εδώ και δύο μέρες είχε αφήσει μία παγίδα για σκίουρους. Το έργο της είχε ολοκληρωθεί. Μέσα της βρισκόταν φυλακισμένος ένας σκίουρος. Δεν ήταν σίγουρος, αλλά πρέπει να ήταν σκίουρος αλεπού, αν θυμόταν σωστά όσα τους είχε πει η κα Μέρφι στο μάθημα της ανατομίας. Είχε μακριά, φουντωτή ουρά όσο το μήκος του κορμιού του. Ήταν γκριζωπός, ενώ στην κορυφή των αφτιών του υπήρχαν μικρές τούφες από τρίχες. Δεν είχε βέβαια ιδιαίτερη σημασία τι είδους σκίουρος είχε αιχμαλωτιστεί. Το θέμα ήταν ότι, επιτέλους, είχε καταφέρει τον σκοπό του. Οι δύο μέρες υπομονής είχαν αποτέλεσμα. Είχε πιάσει το θήραμά του. Το μικρό ζώο πήγαινε πέρα-δώθε στο κλουβί τρομαγμένο. «Σ’ έπιασα», είπε ο Στίβεν. Άπλωσε το χέρι του και πήρε το κλουβί. Άρχισε να κατεβαίνει προσεχτικά από το δέντρο, ενώ κρατούσε το κλουβί σφιχτά στην αγκαλιά του. Το μικρό ζώο πάλευε διαρκώς να ελευθερωθεί πέφτοντας πάνω στα ξύλινα κάγκελα της παγίδας. Μάταια όμως. «Μην ανησυχείς, φίλε μου, σύντομα θα σε βγάλω από δω», είπε με το βλέμμα του καρφωμένο στο τρομαγμένο ζώο. Με ένα πήδημα βρέθηκε στο χώμα και άρχισε να τρέχει. Η μητέρα του τον είδε να περνά σαν σφαίρα έξω από το παράθυρο της κουζίνας. Πριν προλάβει να χαθεί από το οπτικό της πεδίο άνοιξε το παράθυρο και του φώναξε: «Πού πηγαίνεις; Είναι η ώρα του φαγητού! Πάλι θα φωνάζει ο πατέρας σου!» Εκείνος προσπάθησε να κρύψει τον ενθουσιασμό του.
LUCAS MARMADUKE
19
«Στην αποθήκη πάω, μαμά! Δεν θ’ αργήσω», της απάντησε συνεχίζοντας τη διαδρομή του με γοργό ρυθμό, χωρίς να σταματήσει ούτε λεπτό. «Τι κρατάς εκεί;» τον ρώτησε. «Τίποτα», είπε χωρίς να την κοιτάξει, ενώ προσπαθούσε να κρατήσει μακριά από το βλέμμα της, όσο μπορούσε, το τρόπαιό του. «Μην απομακρύνεσαι, Στίβεν! Όπου να ’ναι θα γυρίσει ο πατέρας σου από τη δουλειά. Ξέρεις πώς κάνει όταν δεν είμαστε όλοι στο τραπέζι», φώναξε η μητέρα του. Eκείνος είχε ήδη στρίψει στο πίσω μέρος του σπιτιού, όπου βρισκόταν η αποθήκη. «Μην ανησυχείς, μαμά! Θα είμαι πίσω στην ώρα μου», φώναξε δυνατά. «Και μην πειράξεις τα εργαλεία του πατέρα σου! Θα σε σκοτώσει! Ξέρεις πώς κάνει μ’ αυτά. Δεν θέλει να τ’ αγγίζει κανείς», ακούστηκε αμυδρά η φωνή της. «Το ξέρω, το ξέρω», απάντησε καθώς έτρεχε. «Τι θα κάνω μ’ αυτό το παιδί;» μονολόγησε κλείνοντας το παράθυρο και επιστρέφοντας παραδομένη στη μελωδική φωνή του «Βασιλιά». Ο Στίβεν μπήκε στην αποθήκη την οποία ο πατέρας του άφηνε πάντοτε ξεκλείδωτη. Άφησε την παγίδα στο τσιμεντένιο πάτωμα και κατευθύνθηκε στον απέναντι τοίχο, εκεί όπου ο πατέρας του κρατούσε κρεμασμένα τα εργαλεία του. Πριόνι, κοπίδι, σφυρί, κατσαβίδι, πένσα, κάβουρας, γαλλικό κλειδί ήταν μερικά από αυτά — όσα ο Στίβεν γνώριζε τα ονόματά τους. Στάθηκε για λίγο να τα κοιτάζει λες και βρισκόταν σε έκσταση. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα άπλωσε το χέρι του και πήρε το κοπίδι, το σφυρί και την πένσα. Γύρισε στο φυλακισμένο ζώο που συνέχιζε αδιάκοπα να παλεύει για την ελευθερία του.
20
ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ
«Είσαι έτοιμο;» είπε και χτύπησε τα κάγκελα, το ένα μετά το άλλο, με την πένσα. Ο σκίουρος συνέχιζε να κινείται αλλόφρονα. Έπεφτε πάνω στα κάγκελα και έβγαζε μία παράξενη κλαγγή. Άφησε την πένσα κάτω, άνοιξε την πόρτα του κλουβιού, έπιασε το ζώο σφιχτά στην παλάμη του και το έβγαλε έξω. Σε μια προσπάθεια να αντισταθεί στο βίαιο σφίξιμο, ο σκίουρος έχωσε τα νύχια του στη σάρκα του Στίβεν. Εκείνος μόρφασε στιγμιαία. Σχεδόν αμέσως ο μορφασμός του μετατράπηκε σε χαμόγελο. «Τώρα είναι η δική μου σειρά να σε κάνω να πονέσεις», είπε με σαδιστική χαιρεκακία. Με το ελεύθερο χέρι του πήρε την πένσα από το πάτωμα. Έπιασε την ουρά του σκίουρου και την τράβηξε με όλη του τη δύναμη. Ο ήχος της σάρκας που σκίζεται απλώθηκε σ’ όλη την αποθήκη. Το ζώο έβγαλε μια κραυγή πόνου. Σχεδόν ανθρώπινη. Σχεδόν. Η κραυγή αυτή τον εξέπληξε ευχάριστα. Στα αφτιά του ακούστηκε σαν ικεσία για οίκτο, σαν έκκληση για ελευθερία, σαν παράκληση για ζωή. Κρατούσε στα χέρια του ένα ζώο, ένα ζώο έρμαιο των ορέξεων και των αποφάσεών του και αυτό του άρεσε. Τον έκανε να αισθάνεται παντοδύναμος. Συνέχισε να τραβάει με περισσότερη δύναμη και αποφασιστικότητα, μέχρι που ξεκόλλησε την ουρά από το σώμα. Το ζώο έβγαζε κραυγές πόνου. Τα νύχια του χώθηκαν και πάλι στη σάρκα του Στίβεν. Το αίμα του ξεπήδησε από την ουρά, έγλυψε το χέρι του Στίβεν και έπεσε στο τσιμέντο. Μια μικρή λίμνη αίματος σχηματίστηκε. Άφησε τον σκίουρο στο πάτωμα. Το μικρό ζώο κειτόταν αβοήθητο, μισοπεθαμένο. Προσπαθούσε μάταια να συρθεί με τα μπροστινά του πόδια μακριά από τον βασανιστή του, προσπαθούσε μάταια να γλυτώσει. Οι φωνές που έβγαζε τώρα — ακόμη έμοιαζαν ανθρώπινες— είχαν εξασθενίσει. Το νοσηρό του σχέδιο δεν σταματούσε εδώ.
LUCAS MARMADUKE
21
«Δεν τελειώσαμε ακόμη», είπε κοιτάζοντας το γεμάτο αίματα ζώο. Άφησε την πένσα και έπιασε το κοπίδι… ***** «Στίβι, αγόρι μου, ήρθε ο μπαμπάς! Σταμάτησε ό,τι κάνεις, πλύνε γρήγορα τα χέρια σου και έλα για φαγητό! Στίβι, μ’ ακούς;» φώναξε η μητέρα του που είχε βγει από την κουζίνα και στεκόταν στην ξύλινη βεράντα του σπιτιού. «Ναι, μαμά, έρχομαι αμέσως!» ακούστηκε η φωνή του μέσα από την αποθήκη. Καθώς κοίταζε το ξεψυχισμένο ζώο, ένιωσε μία αρρωστημένη αίσθηση ευχαρίστησης στη βουβωνική του χώρα. Όμοια με εκείνη που είχε νιώσει όταν τυχαία είχε δει τη μητέρα του γυμνή στο μπάνιο. Ακούμπησε το όργανό του και το αισθάνθηκε σκληρό. Χαμογέλασε.