Αγαθοκλής Αζέλης, Τύπος και Κρίση

Page 1


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ.............................................................................................................. 9

Εισαγωγή..............................................................................................................15

Οι πηγές..................................................................................................................23 Ποσοτική ανάλυση της κατανομής των στηλών.................................37 Οι τίτλοι των εφημερίδων.............................................................................67 Ο ελληνικός τύπος για την πολιτική κρίση και μεταρρυθμίσεις: 1897-1909.................................................................93

Ο τύπος και το στρατιωτικό κίνημα του 1909..................................191

Η εικόνα του κινήματος μετά το κίνημα..............................................301

Επίλογος αναστοχασμού.............................................................................307 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.................................................................................................311



«Ο τύπος. –Αν σταθμίσει κανείς, πώς ακόμη και τώρα όλα τα μεγάλα πολιτικά γεγονότα υφέρπουν στο προσκήνιο, κρυφά και συγκαλυμμένα, πώς συγκαλύπτονται από ασήμαντα συμβάντα και δείχνουν μικρά στο πλησίασμά τους, πώς αυτά πολύ καιρό αφού συμβούν δείχνουν τη βαθιά τους επίδραση και προκαλούν εκ των υστέρων δονήσεις, –ποια σημασία μπορεί κανείς να αναγνωρίσει στον τύπο, έτσι όπως αυτός είναι τώρα, με την καθημερινή δαπάνη πνεύμονος για να ουρλιάξει, να ξεκουφάνει, να ερεθίσει, να τρομάξει –είναι τίποτε περισσότερο από τον διαρκή τυφλό θόρυβο, ο οποίος παραπλανεί τα αυτιά και τις αισθήσεις προς μια λανθασμένη κατεύθυνση;»1

1 Nietzsche Friedrich, «Vermischte Meinungen und Sprüche», 1877/79, §321, στο Nietsche’s Werke, Taschenausgabe, Leipzig 1906, V, 158-159.



Π

Εισαγωγή

ριν εμβαθύνουμε στην προβληματική του θέματος, πρέπει να παρουσιαστεί το χρονικό πλαίσιο στο οποίο αναφέρεται η παρούσα εργασία και οι πηγές της. Ο χρόνος λοιπόν εκτείνεται από την ήττα της Ελλάδας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 έως το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδή το 1909. Είναι η εποχή που προέκυψαν οι προϋποθέσεις για μια διαδικασία εκσυγχρονισμού, ο οποίος θα οδηγούσε σε αναδόμηση την πολιτική κατάσταση πραγμάτων στην Ελλάδα: οι νεοεμφανισθείσες στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας φιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις ανέλαβαν υπό την ηγεσία του Ε. Βενιζέλου την εξουσία (πρακτικά μετά τις εκλογές της 28/11/1910), από την οποία υποχρεώθηκαν να αποχωρήσουν τα παλαιά κόμματα. Έτσι τέθηκε σε κίνηση η διαδικασία εκσυγχρονισμού της Ελλάδας, η οποία ξεκίνησε με την αναθεώρηση του συντάγματος. Όμως αυτό το χρονικό διάστημα δεν ορίζεται απλώς από τα πολιτικά γεγονότα που σηματοδοτούν την αρχή και το τέλος του, ως μια περίοδος της νεοελληνικής ιστορίας. Σε αυτό συνηγορούν και επιχειρήματα που σχετίζονται με την ιστορία του τύπου. Συγκεκριμένα όλες οι ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδες εξέφρασαν με αφορμή τον ελληνοτουρκικό πόλεμο την άποψη ότι ήταν αναγκαία μια αλλαγή στα πολιτικά πράγματα στην Ελλάδα. Πρώτη η ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ του Βλάσση Γαβριηλίδη όρισε ήδη πριν από την ήττα στο


16

TYΠΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ

κύριο άρθρο της 1/1/18972 την ανάγκη μιας δημόσιας συζήτησης, καθολικής, ιδιαίτερα όμως από τις στήλες των εφημερίδων, για τα αίτια της διαπιστούμενης πολιτικής (και ως εκ τούτου εθνικής) κρίσης και για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, τη λεγόμενη «ειρηνική επανάσταση», η οποία θα οδηγούσε, καθώς έλεγε, στην υπέρβαση της κρίσης. Οι ΚΑΙΡΟΙ εξέφρασαν στο κύριο άρθρο της 10/5/18973 την άποψη ότι η ήττα καθιστούσε αναγκαία μια πολιτική μεταρρύθμιση, η οποία μόνη θα μπορούσε να σώσει το έθνος. Μάλιστα στο κύριο άρθρο της 16/5/18974 υποστήριξε ότι έπρεπε να λάβει χώρα μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος, μόλις θα αποχωρούσαν τα τουρκικά στρατεύματα από τη Θεσσαλία. Το ΕΜΠΡΟΣ δεν διατύπωσε αρχικά δική του θέση στη συζήτηση για τις μεταρρυθμίσεις που θεωρήθηκαν απαραίτητες λόγω της ήττας, παρά σχολίασε απλώς τις απόψεις άλλων εφημερίδων. Μόλις στις 9/6/18975 ασχολήθηκε με το θέμα, χωρίς όμως να προτείνει συγκεκριμένα μέτρα. Η ΝΕΑ ΗΜΕΡΑ υποστήριξε στις 30(11)6/18976 την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων: «Ήλθεν η ώρα δια τολμηράς μεταρρυθμίσεις». Η ΕΣΤΙΑ δημοσίευσε στις 3/6/1897 τη γνώμη ότι αμέσως μετά την αποκατάσταση της ειρήνης έπρεπε να αρχίσει η εισαγωγή μεταρρυθμίσεων, με τις οποίες θα άρχιζε η «αναμόρφωσις του έθνους». Στο στρατιωτικό κίνημα του 1909 όλες οι εφημερίδες έβλεπαν την υλοποίηση των μεταρρυθμιστικών τους προτάσεων, η οποία θα ολοκληρωνόταν με τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 1910. Αντικείμενο τώρα της παρούσας έρευνας είναι οι συζητήσεις στον τύπο για την πολιτική κρίση και την ανάγκη εισαγωγής μεταρρυθμίσεων στο επίπεδο των θεσμών και στο επίπεδο αυτού που ονόμαζαν οι εφημερίδες πολιτική πρακτική. Το περιεχόμενο των απόψεων που εκφράστηκαν αναλύεται στο κύριο μέρος του βιβλίου. Έχει διαπιστωθεί ότι μετά το τέλος του πολέμου ξεκίνη2 «Αθήνα, 31 Δεκεμβρίου», σ. 3. 3 «Ο ζουρλομανδύας». 4 «Νεκροφάνεια». 5 Κύριο άρθρο, «Ζητήματα εκσυγχρονισμού». 6 «Εκ της Ελλάδος», σ. 2-3.


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

17

σε όντως μια δημόσια συζήτηση για τα αίτια της ήττας, συζήτηση στην οποία οι δημοσιογράφοι διαδραμάτισαν έναν κεντρικό ρόλο. Εντόπιζαν τα αίτια στο πολιτικό σύστημα και στα πολιτικά ήθη της Ελλάδας και κυριαρχούσε η άποψη ότι το πολιτικό σύστημα είχε αγγίξει τα όριά του, ότι κυριαρχούσε μια κατάσταση πολιτικής και εθνικής αποσύνθεσης και ότι έπρεπε να εισαχθούν μεταρρυθμίσεις που θα οδηγούσαν στην υπέρβαση της κρίσης. Τέτοιες απόψεις επανέρχονταν κατά καιρούς στο διάστημα 1897-1909, σε διάφορες εκδοχές, και σε αυτές αντικαθρεπτίζεται διαρκώς ένα ψυχολογικό, πολιτικό και ιδεολογικό αδιέξοδο. Ως κύρια πηγή της μελέτης μας επιλέχθηκαν οι υπερτοπικής εμβέλειας αθηναϊκές ημερήσιες εφημερίδες, οι οποίες εκδίδονταν καθ’ όλο το χρονικό διάστημα 1897-1909, καθώς η παρούσα εργασία αποσκοπεί στη διερεύνηση της εξέλιξης των απόψεων των εφημερίδων σε όλη τη διάρκεια αυτής της κρίσιμης μεταβατικής περιόδου. Κατ’ αρχήν λοιπόν δεν λαμβάνονται υπόψη εφημερίδες με διαφορετικό τόπο έκδοσης, ούτε εφημερίδες που δεν εκδίδονταν καθ’ όλο το προαναφερθέν χρονικό διάστημα. Όμως όπως κάθε κανόνας έχει τις εξαιρέσεις του, έτσι έγινε κι εδώ. Μελετήθηκε λοιπόν και η αθηναϊκή ημερήσια εφημερίδα ΧΡΟΝΟΣ, μολονότι το πρώτο φύλλο της τυπώθηκε μόλις το 1903, καθώς αφενός δηλωμένος στόχος της ήταν η κριτική αντιπαράθεση με την πολιτική συγκυρία και η απαίτηση εισαγωγής πολιτικών μεταρρυθμίσεων, αφετέρου τούτη η εφημερίδα αποτέλεσε τον κύριο υποστηρικτή των ιδεών και των ενεργειών, ακόμα και το όργανο του Στρατιωτικού Συνδέσμου, ο οποίος οργάνωσε το κίνημα του 1909. Θα ήταν λοιπόν μεγάλη παράλειψη να μη ληφθεί υπόψη. Επίσης μελετήθηκε η εβδομαδιαία εφημερίδα της Τεργέστης ΝΕΑ ΗΜΕΡΑ, η οποία παρά τον τόπο έκδοσης είχε ως πυρήνα των ενδιαφερόντων της την ελληνική μητρόπολη και τα ζητήματα του αλύτρωτου ελληνισμού. Υπέρ της συμπερίληψης της ΝΕΑΣ ΗΜΕΡΑΣ στην έρευνά μας συνηγορεί και το γεγονός ότι αυτή η εφημερίδα βρισκόταν διαρκώς στο επίκεντρο των συζητήσεων των ελληνικών εφημερίδων για τα πολιτικά ζητήματα, σε βαθμό που οι αθηναϊκές εφημερίδες


18

TYΠΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ

αντιπαρατίθεντο περισσότερο με άρθρα της ΝΕΑΣ ΗΜΕΡΑΣ παρά με άρθρα άλλων αθηναϊκών, καθώς μάλιστα παρουσίαζε αντικοινοβουλευτικές τάσεις. Όσον αφορά στις υπόλοιπες πηγές, πρόκειται για τις εφημερίδες ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, ΕΜΠΡΟΣ, ΕΣΤΙΑ, ΚΑΙΡΟΙ και ΣΚΡΙΠ. Το μεγαλύτερο μέρος των πηγών βρισκόταν κατά την εποχή της έρευνάς μου (δεκαετία του 1990) σε αθηναϊκές βιβλιοθήκες. Η ΝΕΑ ΗΜΕΡΑ μελετήθηκε στο πρότυπα οργανωμένο αρχείο της ελληνικής κοινότητας της Τεργέστης. Μόνον ως δώρο της τύχης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το γεγονός ότι κατά τη συγκέντρωση του υλικού κατόρθωσα να αντιγράψω με ποικίλους τρόπους όλα τα χρήσιμα άρθρα, καθώς στη συνέχεια μόνον ένας περιορισμένος αριθμός των πηγών ήταν πλέον προσβάσιμος, διότι αποσύρθηκαν από τα αναγνωστήρια επ’ αόριστον, προκειμένου να συντηρηθούν και να μικροφωτογραφηθούν. Επί τη ευκαιρία πρέπει να σημειωθεί ότι για τους σκοπούς της παρούσας μελέτης διαβάστηκαν αρκετές χιλιάδες άρθρα, πριν επιλεγούν εκείνα τα οποία θα χρησιμοποιούνταν για τις ανάγκες της συγγραφής. Πριν από μια αναλυτική παρουσίαση των σκοπών της έρευνάς μου, ας τοποθετηθεί η παρούσα εργασία στην επιστημονική παράδοση του αντικειμένου. Υπάρχουν λοιπόν τρεις γενικές κατηγορίες επιστημονικών εργασιών, οι οποίες έχουν ως πηγή ή αντικείμενο έρευνας τον τύπο: α. Έρευνες οι οποίες μεταχειρίζονται τον τύπο ως λατομείο εξαγωγής πληροφοριών για ένα θέμα, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη το σύνολο της πηγής και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, όπως π.χ. την κειμενικότητά της, την τακτική της έκδοση κτλ. Υπ’ αυτή την έννοια το θέμα της παρούσας μελέτης θα ήταν: Η πολιτική ζωή της Ελλάδας όπως καθρεφτίζεται στον τύπο από το 1897 έως το 1909. β. Έρευνες οι οποίες διεξάγονται στο πλαίσιο της μελέτης των ΜΜΕ και μικρή σχέση έχουν με την ιστορία. Αυτές ασχολούνται πολύ συχνά με μικρά θέματα με τη μέθοδο της ανάλυσης περιεχομένου (content analysis) και ερευνούν π.χ. υπό


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

19

ποίες συνθήκες μερικές έννοιες προσλαμβάνουν στον τύπο μια συγκεκριμένη συνυποδήλωση ή πώς αντιμετωπίζονται ορισμένα θέματα. Υπ’ αυτή την έννοια το θέμα της παρούσας μελέτης θα μπορούσε να είναι η επαλήθευση ή διάψευση της υπόθεσης ότι πριν από τις εκάστοτε εκλογές κατά το χρονικό διάστημα 1897-1909 οι απόψεις των εφημερίδων για το πολιτικό σύστημα, τα πολιτικά πρόσωπα και τους πολιτικούς θεσμούς στην Ελλάδα χαρακτηρίζονται σε μεγαλύτερο βαθμό από αρνητικές συνυποδηλώσεις, σε σχέση με την εποχή μετά τις εκλογές. γ. Γ ενικότερες ιστορίες μιας εφημερίδας ή μέρους του τύπου μιας χώρας, οι οποίες προσφέρουν μια συνολική παρουσίαση του αντικειμένου τους στη βάση της συγκριτικής παρουσίασης γενικότερων τάσεων χωρίς την εμβάθυνση σε επιμέρους θέματα. Η παρούσα εργασία δεν ασπάζεται καμιά από τις προαναφερθείσες κατηγορίες παρά μια νέα διεπιστημονική ερευνητική μέθοδο του θέματος, η οποία -χωρίς να απορρίπτει συνολικά τις προηγούμενες- διαφέρει από αυτές ως προς τα ακόλουθα σημεία: α. Αναφορικά με τη συμπερίληψη της συνεξάρτησης των αναλυόμενων άρθρων με το υπόλοιπο περιεχόμενο της εφημερίδας. β. Αναφορικά με τη χρησιμοποιούμενη μέθοδο. Το πρώτο σημείο αφορά στο πώς μπορεί να αξιοποιήσει κανείς τον τύπο ως ιστορική πηγή. Θεωρούμε λοιπόν ότι ο τύπος δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν να δημιουργήθηκε αποκλειστικά για να χρησιμοποιηθεί ως πηγή από τους ιστορικούς του μέλλοντος. Ο τύπος αποτελεί μόνο σε δεύτερο επίπεδο ιστορική πηγή, ενώ κατά την εποχή της έκδοσής του είχε συγκεκριμένες άλλες λειτουργίες, οι οποίες δεν χρειάζεται καν να αναφερθούν εδώ. Υπ’ αυτή την έννοια πρέπει να έχει κανείς διαρκώς κατά νου τη λειτουργία του τύπου εν τόπω και χρόνω και –σε συγκεκριμένες περιπτώσεις– την ενσωμάτωση των πολιτικών άρθρων στη γενικότερη ύλη κάθε εφημερίδας. Με αυτόν τον τρόπο σταθμίζεται αντικειμενικότερα το ειδικό βάρος της πολιτικής στήλης κάθε εφημερίδας.


20

TYΠΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ

Όσον αφορά τώρα στη μεθοδολογία, θεωρούμε ότι η επεξεργασία θεμάτων σαν το παρόν (για τα οποία αναγκάζεται κανείς πολύ συχνά να ακούει την παρατήρηση ότι δεν πρόκειται για ιστορία, όμως γνωρίζει πλέον χάρη στην επιστημολογία ότι με τις κρυπτοκανονιστικές αξιολογικές κρίσεις δεν πληροφορείται τίποτε κανείς για το κρινόμενο αλλά ποικίλα για τον κρίνοντα) απαιτεί τη διασύνδεση στοιχείων από διαφορετικές επιστήμες, και μάλιστα όχι απλώς μια συμβατική διεπιστημονικότητα, δηλαδή την αυτονόητη συνεργασία διαφορετικών επιστημών, αλλά μια διεπιστημονικότητα με την έννοια που της δίνει ο Titzmann7, δηλαδή τη συγκρότηση θεωριών, οι οποίες εξ αρχής υπερβαίνουν τα όρια των επιμέρους επιστημών. Δεν επιχειρείται λοιπόν απλώς ο δανεισμός στοιχείων από άλλες θεωρητικές και κοινωνικές επιστήμες, παρά μια δημιουργική σύντηξη διαφόρων επιστημών και με αυτόν τον τρόπο η δημιουργία μιας νεότροπης προσέγγισης ιστορικών φαινομένων. Η παρούσα εργασία έπρεπε λοιπόν να προσθέσει στις ιστορικές μεθόδους αντίστοιχες της δημοσιολογίας (καθώς η πηγή της είναι εφημερίδες), της γνωστικής ψυχολογίας (καθώς έχει να κάνει με συστηματικά γραμμένα κείμενα, τα οποία έχουν συγκεκριμένους παραλήπτες, οι οποίοι προσλαμβάνουν τα άρθρα και τα οργανώνουν ως προσκτηθείσα γνώση), της γλωσσολογίας, κυρίως της σημασιολογίας και της κειμενολογίας (καθώς πρόκειται για γλωσσικά δημιουργήματα), της πολιτικής επιστήμης (καθώς πρέπει να διερευνηθεί η πολιτική ιδεολογία των εφημερίδων), της κοινωνικής ψυχολογίας (καθώς πρέπει να διερευνηθούν τα στερεότυπα των δημοσιογράφων) κτλ. Η χρησιμοποιούμενη μεθοδολογία δεν έπρεπε μόνο να είναι διεπιστημονική, αλλά, στο βαθμό του εφικτού, και εμπειρικά ελέγξιμη, προκειμένου να αποφευχθούν οι γενικευτικές ανούσιες ερμηνείες. Οι ανωτέρω μεθοδολογικές αρχές σφραγίζουν και το περιεχόμενο τούτης της εργασίας. Η περιορισμένη έρευνα του ελληνικού τύπου και η σπανιότητα επιστημονικής βιβλιογραφίας γι’ αυτό το 7 Titzmann Michael, Strukturale Textanalyse. Theorie und Praxis der Interpretation, München 21989.


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

21

θέμα κατέστησαν απαραίτητη τη συγγραφή ενός σύντομου κεφαλαίου, στο οποίο παρουσιάζονται γενικά οι πηγές. Απαραίτητο κρίθηκε επίσης ένα κεφάλαιο για την ποσοτική κατανομή των διαφόρων στηλών μέσα σε κάθε εφημερίδα, καθώς και μια σχετική συγκριτική παρουσίαση όλων των εφημερίδων. Αυτές οι ιδιαιτέρως χρονοβόρες και κοπιαστικές έρευνες, μολονότι δεν φαίνεται ίσως με την πρώτη ματιά, ήταν απαραίτητες για να σταθμίσουμε το ενδιαφέρον των εφημερίδων για την πολιτική. Αξίζει να σημειωθεί σχεδόν ανεκδοτολογικά σε αυτό το σημείο, ότι η ποσοτική ανάλυση σε ορισμένες περιπτώσεις διόρθωσε σημαντικά τις αρχικές εκτιμήσεις. Τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών παρέχουν δύο ειδών πληροφορίες: α. Για τα θέματα (και τις συναρτώμενες προθέσεις) με τα οποία ασχολείται κάθε εφημερίδα εκείνης της εποχής και για τις γενικές τάσεις στον ελληνικό τύπο της εποχής, πράγμα που οδηγεί στη συγκρότηση μιας συνολικής εικόνας του τύπου, καθώς μόνο σε αυτό το πλαίσιο μπορεί κανείς να εκτιμήσει καλύτερα την πολιτική στήλη. Σε αυτό το σημείο πρέπει επίσης να λεχθεί ρητώς ότι στην παρούσα εργασία μας ενδιέφερε ιδιαίτερα η σύσταση των «πηγών», μάλιστα ένα μέρος της έρευνας αφορά ακριβώς σε αυτό. β. Για το βαθμό ενδιαφέροντος των εφημερίδων όσον αφορά στην πολιτική. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να παραμεριστεί ο κίνδυνος της υπερεκτίμησης της πολιτικής στήλης, η ανάλυση της οποίας αποτελεί τον πυρήνα της έρευνάς μας. Είναι λοιπόν σημαντικό να θυμόμαστε, ότι ποσοτικά υπάρχουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις εφημερίδες ως προς τη δημοσίευση πολιτικών άρθρων, και ότι το ποσοστιαίο μέρος της πολιτικής στήλης κατά μέσον όρο κυμαίνεται ανάμεσα στο 10,61% (ΝΕΑ ΗΜΕΡΑ) και 36,15% (ΧΡΟΝΟΣ). Ακολουθεί ένα κεφάλαιο στο οποίο αποδεικνύεται, με βάση αναξιοποίητη από τους ιστορικούς βιβλιογραφία, η σημασία της συμπερίληψης των τίτλων κατά την έρευνα των άρθρων. Προτείνεται στη συνέχεια ένα μεθοδολογικό σχήμα για τη διερεύνηση των τίτλων των εφημερίδων από ιστορικούς καθώς και η παρουσίαση των αποτελεσμάτων της εφαρμογής του στη δική μας περίπτωση.


22

TYΠΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ

Ένα πρόβλημα που συχνά παρουσιάζεται σε μελέτες που ασχολούνται με πολιτικούς όρους του παρελθόντος είναι ότι ανάγονται στο παρελθόν σύγχρονες έννοιες, οι οποίες μόνον ως αναλυτικές κατηγορίες θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται, με αποτέλεσμα να εισάγουν αναγκαστικά το παρελθόν σε σημερινά σχήματα σκέψης. Χρησιμοποιούν λοιπόν πολιτικούς όρους με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιούν λέξεις όπως π.χ. «μολύβι» ή «τετράδιο», πράγμα ελάχιστα διαφωτιστικό για το ερευνούμενο αντικείμενο. Θεωρήσαμε λοιπόν ιδιαιτέρως σημαντικό, να ερευνήσουμε τις πολιτικές έννοιες μέσα στο πλαίσιο των τότε αυτονοήτων, ώστε να μπορέσουμε να σταθμίσουμε τις θέσεις των δημοσιογράφων, καθώς δεν πρόκειται για λέξεις παρά για πολιτικές έννοιες (όπως π.χ. λαός, έθνος, λαϊκή κυριαρχία, σύνταγμα), οι οποίες δομούν την πολιτική ιδεολογία. Μόνο λοιπόν όταν κατανοεί κανείς τις έννοιες στη συγχρονία τους μπορεί να κατανοήσει και τη σχετική επιχειρηματολογία και τις τοποθετήσεις. Ένα μεγάλο κεφάλαιο της παρούσας μελέτης αφιερώνεται στην πρόσληψη της κρίσης και στον λόγο του ελληνικού τύπου περί μεταρρυθμίσεων σε μια εποχή στην οποία απουσιάζουν τα «μεγάλα γεγονότα», μολονότι τέτοια γεγονότα σηματοδοτούν την αρχή και το πέρας της περιόδου με την οποία ασχολούμαστε. Ένα κεντρικό σημείο της μελέτης συγκροτεί το ερώτημα, πώς ορίζουν οι δημοσιογράφοι την πολιτική κρίση, ποια θεωρούν ως αίτιά της, ποιες μεταρρυθμίσεις προτείνουν για την υπέρβαση της κρίσης και αν αλλάζουν απόψεις. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί ότι θεωρήσαμε απαραίτητη την πλήρη καταγραφή και ανάλυση των πολιτικών απόψεων των εφημερίδων· μάλιστα η θεματική δεν ήταν πάντα προκαθορισμένη αλλά προσπαθήσαμε να ανακαλύψουμε θεματικές συνθέσεις μέσα στις ίδιες τις πηγές. Ας αναφερθεί εδώ ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, το οποίο λόγω της ιδιαίτερης σημασίας του θα παρουσιαστεί αναλυτικά σε ιδιαίτερο κεφάλαιο. Πρόκειται για την τοποθέτηση των εφημερίδων απέναντι στο στρατιωτικό κίνημα του 1909, στην οποία είναι αφιερωμένο το προτελευταίο κεφά-


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

23

λαιο. Όλοι οι συγγραφείς σχετικών μελετών, οι οποίοι χρησιμοποίησαν τον τύπο ως πηγή για την έρευνά τους, στάθηκαν στις λεκτικές εκφράσεις των δημοσιογράφων χωρίς να προσεγγίσουν τις έννοιες, πράγμα για το οποίο έβγαλαν λανθασμένα γενικευτικά συμπεράσματα, ότι δηλαδή ο τύπος υποστήριζε το κίνημα. Η αιτία έγκειται στο γεγονός ότι δεν τέθηκε π.χ. το ερώτημα, τι εννοούσαν τότε με τον όρο νομιμότητα. Όμως έπρεπε να γίνει διεξοδική ανάλυση τόσο σε μικρο- (άρθρο) όσο και σε μακροεπίπεδο (σώμα όλων των άρθρων), για να ανασυγκροτηθεί και να κατανοηθεί η πολιτική ιδεολογία. Εξαιρετική σημασία για τα θέματα που μελετώνται στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης δεν έχει η τοποθέτηση των δημοσιογράφων καθαυτή, παρά η επιχειρηματολογία, η θεμελίωση, η λογική της βάση. Αυτή η σκέψη οδηγεί σε ένα άλλο βήμα της έρευνάς μας, δηλαδή την αποκάλυψη των πολιτικών στερεοτύπων των δημοσιογράφων μέσα στον πολιτικό λόγο του τύπου. Στο τελευταίο κεφάλαιο ερευνάται ποσοτικά, πώς αξιολογεί ο τύπος το στρατιωτικό κίνημα κατά την εποχή μεταξύ του συλλαλητηρίου των συντεχνιών (14 Σεπτεμβρίου 1909) και τις δεύτερες εκλογές του 1910 (28 Νοεμβρίου). Σε αυτό στοχεύεται η διερεύνηση του απόηχου του κινήματος μετά την επικράτησή του. Έτσι κατανοεί κανείς καλύτερα τις τοποθετήσεις των εφημερίδων κατά την εποχή που το κίνημα ήταν ακόμη πολύ επίκαιρο.



Π

Επίλογος αναστοχασμού

έρασαν 15 χρόνια περίπου από τότε που τούτο το βιβλίο ολοκληρώθηκε με τη μορφή της διδακτορικής διατριβής. Αριθμητικά είναι λίγα, όμως από τότε η Ελλάδα έχει αλλάξει άρδην. Στο μεταξύ πέρασε και η επέτειος των 100 χρόνων από το «κίνημα» στο Γουδή, κάτι που δεν προσπέρασαν αδιάφορα οι ιστορικοί, οι οποίοι έκαναν τις αποτιμήσεις τους. Η χώρα πάλι δείχνει να πορεύεται αντιστρόφως την πορεία που ανιχνεύει η παρούσα μελέτη: από το 1909 προς το 1897, από την αισιοδοξία της προσδοκίας στην κατάθλιψη της συντριβής. Οι εξελίξεις της συγκυρίας έκαναν το θέμα επίκαιρο. Παραδόξως τα ερωτήματα που θέσαμε κατά την έρευνά μας αντί να ξεπεραστούν λόγω της χρονικής παρόδου, αναβαπτίστηκαν στους προβληματισμούς της συγκυρίας και επανανοηματοδοτήθηκαν με νέες διαστάσεις. Το παρατηρούν υποκείμενο του ιστορικού δεν υλοποιεί απλά μια νοητική διεργασία θέτοντας προς επίλυση ένα de facto θεωρητικό πρόβλημα. Ξεκινώντας από τα ζωτικά προβλήματα της εποχής του, επιχειρεί με τη μέθοδο της αναλογίας να κατανοήσει το παρελθόν, ώστε στη συνέχεια να αποκτήσει εργαλεία για τον φωτισμό του παρόντος. Δεν θα πρωτοτυπήσουμε γράφοντας ότι ο ιστορικός προσπαθεί κάθε φορά να κατανοήσει το παρελθόν με τα εργαλεία που του παρέχει η εποχή του, διενεργώντας όχι μια έρευνα-αυτοσκοπό αλλά ελπίζοντας να λάβει απαντήσεις με υπαρξιακή αξία.


308

TYΠΟΣ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ

Στις μέρες μας διεξάγεται καθημερινά μια προσπάθεια για την κατανόηση της συγκυρίας μέσω των δημοσιευμάτων του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου. Παρατηρούμε ότι δημοσιεύονται αναλύσεις εμβριθείς και επιφανειακές, καινοτόμες και ρουτίνας. Πάντως οι δημοσιολογούντες είναι παιδιά της εποχής τους. Επιχειρούν να ανεβούν σε ένα παρατηρητήριο για να έχουν εποπτεία του παρόντος και να αναζητήσουν διέξοδο από αυτό. Οι παρατηρητές είναι πολλοί, οι διαγνώσεις ποικίλες, σε σημείο που να χάνουν σχεδόν την αξία τους ως διαγνώσεις και να γίνονται απλώς στοιχείο της συγκυρίας, να τη συναποτελούν. Το ίδιο διαπιστώνουμε και για τη μεταβατική περίοδο που εξετάζουμε στο ανά χείρας βιβλίο. Οι δημοσιογράφοι ζουν μέσα στη συγκυρία την οποία αναλύουν, επιχειρούν να δώσουν ποικίλες (συχνά αντιφάσκουσες μεταξύ τους) ερμηνείες και προτάσεις εξόδου από το αδιέξοδο. Ως αποκορύφωμα μιας εποχής κρίσης και κριτικής, το κίνημα στο Γουδή κανονικά δεν προκαλεί έκπληξη. Μελετώντας διεξοδικά τις απόψεις των εφημερίδων της περιόδου 1897-1909, παρατηρούμε ότι τόσο το πραξικόπημα όσο και τα αιτήματα του Στρατιωτικού Συνδέσμου αντικαθρεπτίζουν την πεμπτουσία του δημόσιου λόγου όλα αυτά τα χρόνια, ο οποίος ουσιαστικά προετοίμασε ιδεολογικά το «κίνημα» και συνήθισε την κοινωνία στην ιδέα ότι το τελευταίο ήταν αναγκαίο. Ο απαξιωτικός για τον πολιτικό βίο λόγος των δημοσιογράφων, βίαιος συχνά στην εκφορά του, προετοιμάζει τους πρωτεργάτες του Γουδή και την κοινή γνώμη μιθριδατικά για την αναγκαιότητα της «στιγμιαίας» βίας των όπλων, η οποία θα επενεργούσε καταλυτικά στις εξελίξεις. Ποιος καθόρισε λοιπόν την πολιτική ατζέντα του «κινήματος»; Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, ο οποίος ως κεραυνός εν αιθρία παρουσίασε ίσως θέσεις οι οποίες εξέπληξαν την κοινωνία; Ή μήπως ο Σύνδεσμος άντλησε, αν όχι τις θέσεις, τουλάχιστον την επιχειρηματολογία του και τις συνεξαρτήσεις των αιτημάτων του από τις έτοιμες απόψεις του τύπου; Αρκεί να συγκρίνουμε τα αιτήματα του Συνδέσμου με τα δημοσιεύματα των εφημερίδων. Το συμπέρασμα υποδεικνύει ότι ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος καμιά απολύτως


ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΜΟΥ

309

έκπληξη ή πρωτοτυπία δεν επεφύλασσε. Άλλωστε η ενέργειά του είχε προβλεφθεί από τους δημοσιογράφους, οι οποίοι έγραφαν ανοιχτά ακόμη και τις εκτιμήσεις τους για το πότε θα γίνονταν το κίνημα. Χωρίς να έχουμε τη βεβαιότητα αν οι εφημερίδες διερμήνευαν απλώς τις σκέψεις και τις επιθυμίες της κοινής γνώμης ή αν τις διαμόρφωναν, μπορούμε να πούμε με αρκετή βεβαιότητα ότι οι απόψεις τους ήταν εναρμονισμένες με την πορεία που ακολούθησε ο δημόσιος βίος, σαν αίτιο και αιτιατό συνάμα των εξελίξεων. Οι ελληνικές εφημερίδες της καμπής του 19ου προς τον 20ό αιώνα έδειξαν να έχουν τις αναζητήσεις και την κατάληξη του Φάουστ. Απομένει να δούμε και για τα δικά μας χρόνια, αν η ψυχή του Φάουστ θα σωθεί την τελευταία στιγμή ή αν θα μεταβεί στη πιο απόμακρη, σύμφωνα με τον Μεφιστοφελή, και επώδυνη γωνιά της κόλασης, στην οποία κυριαρχεί η απόλυτη σιγή.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.