Γιάννης Λειβαδάς, Το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα. Ένα πύραμα της γραφής

Page 1


ΤΟ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ ΤΟΥ ΛΑΟΚΟΟΝΤΑ ▪ ΕΝΑ ΠΥΡΑΜΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

71

16. Βρι­σκό­ταν σε έ­να μέ­ρος που το ή­ξε­ρε α­πό πά­ντα δί­χως να το ‘χει πει πο­τέ σε κα­νέ­ναν. Πή­γε να νιώ­σει σαν να τον έ­χουν ε­ξα­πα­τή­σει, μα δεν τα κα­τά­ φε­ρε. Σε πε­ριό­δους πα­ρα­μέ­λη­σης και κα­κο­τρο­πιάς χρη­σι­μο­ποιού­σε φλο­ γε­ρή α­φο­σί­ω­ση και προ­σο­χή σε ο­τι­δή­πο­τε ε­ξέ­φρα­ζε. Ή­ταν πλέ­ον υ­πο­ βαθ­μισμέ­νος α­πό τις προ­φυ­λά­ξεις. «Εί­ναι σκλη­ρό για έ­ναν ά­ντρα να χά­νει τον κό­σμο του…». «Λεί­πουν οι πο­λι­τι­σμέ­νοι άν­θρω­ποι, κα­λά θα ή­ταν να εί­χα­με πε­νή­ντα τέ­τοιους να μας συ­νο­δεύ­ουν». Εί­χε το φάρ­μα­κο. Βάλ­θη­κε να ψά­χνει στο πρόσω­πο του για συ­μπά­θεια ί­σως και κα­τα­νό­η­ση. Βρή­κε αρ­κε­τή. Κά­πο­τε του εί­χε περά­σει απ’ το μυα­λό πως πα­ρα­τη­ρώ­ντας ε­πί­μο­ να τα κλα­διά ε­νός δέ­ντρου τα έβλε­πε να με­γα­λώ­νουν μπρο­στά στα μά­τια του· τό­τε που στε­κό­ταν μα­ζί της μπρο­στά στον ιν­δι­κό ω­κε­α­νό σχο­λιά­ζο­ ντας ό­λα αυ­τά που εί­χε να συ­νη­θί­σει μαζί της. Γνώ­ρι­ζε πως δεν υ­πήρ­χε ελ­πί­δα να τη σώ­σει. «Εί­μαι πο­λύ α­νε­ξάρ­τη­τη και η ρα­χο­κο­κα­λιά μου μοιά­ ζει με ιπ­πό­κα­μπου». Πρώ­τη φο­ρά στη ζω­ή του ή­θε­λε τό­σο έ­να ου­ί­σκι. Οι ει­κό­νες τι­νά­χτη­καν σαν θραύ­σμα­τα ρου­κέ­τας α­πό το κε­φάλι του. Μό­λις βε­βαιώ­θη­κε για την μπα­γιά­τι­κη σιω­πή, άρ­χι­σαν να έρ­χο­νται α­βέ­ βαιες γυ­ναί­κες σαν α­ντι­πρό­σω­ποι ό­σων εί­χαν συμ­βεί στη ρέμ­βη του ω­κε­α­νού - κι εκεί­νου του δια­με­ρί­σμα­τος στην τρί­τη λε­ω­φό­ρο το προ­ η­γού­με­νο βρά­δυ. Εί­χε στα­θεί μέ­σα στο μίγ­μα του α­έ­ρα με μια έλ­ξη για χώ­μα σε κά­ποια α­λά­να που πο­τέ δεν εί­χε θα­φτεί κα­νείς. Του­λά­χι­στον με τη δι­κή του θέ­λη­ση. Οι στέ­γες των ου­ρα­νο­ξυ­στών έ­τρε­μαν και υ­ψώ­νο­νταν σαν κα­πνός θυ­σια­ στή­ριου. Έ­να γε­ρά­κι χί­μη­ξε στον ά­νε­μο και άρ­χι­σε να αιω­ρεί­ται από τη γυά­λι­νη πρό­σο­ψη του πε­ντη­κο­στού πα­τώ­μα­τος του κτη­ρί­ου που ορ­θω­ νό­ταν α­κρι­βώς α­πέ­να­ντι. Ά­κου­σε την κραυ­γή του να α­πλώ­νε­ται σαν δια­ φά­νεια πάνω α­πό ό­λα τα οι­κο­δο­μι­κά τε­τρά­γω­να. Οι γυ­ναί­κες ό­λες τους σο­βα­ρές και κα­λοντυ­μέ­νες δια­σκορ­πί­στη­καν μέ­σα στο δω­μά­τιο κα­τα­λαμ­ βά­νο­ντας κά­θε ση­μεί­ο που θα μπο­ρού­σε να κα­θί­σει κα­νείς. Ε­κεί­νος στο πλά­ι της πόρ­τας τις πα­ρα­τηρού­σε ό­ταν τρα­βού­σε το βλέμ­μα του α­πό την πα­ρα­τή­ρη­ση της α­τμό­σφαι­ρας και των ει­κό­νων που ε­κτεί­νο­νταν έ­ξω α­πό δια­μέ­ρι­σμα στους δρό­μους της πό­λης που α­πό ψη­λά έ­μοια­ζαν σαν τα στε­νά κα­νά­λια μιας ο­νεί­ρω­ξης. Ο α­νελ­κυ­στή­ρας ή­ταν α­πό και­ρό ε­κτός λει­τουρ­γί­ας, συ­νε­πώς, του πέ­ρα­σε λί­γο α­πό το μυα­λό πως, οι γυ­ναί­κες θα έ­πρε­πε να εί­χαν μπει στον τε­ρά­στιο κό­πο να α­νε­βούν και τα σα­ρά­ντα ο­κτώ πα­τώ­μα­τα α­πό τις σκά­λες. Κα­μί­α τους πά­ντως δεν έ­δει­χνε σημά­δια


72

ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ

κό­πω­σης ή α­γα­νά­κτη­σης γι’ αυ­τό που εί­χε α­να­γκα­στεί να κά­νει. Κά­ποιες άλ­λα­ζαν με­τα­ξύ τους θέ­σεις. Το δω­μά­τιο α­να­τα­ρά­χτη­κε μ’ ό­λες του τις πλευ­ρές σαν ζά­ρι που έ­ρι­ξε κά­ποιος με δύ­να­μη. Α­πέ­ξω πα­ρα­τη­ρού­σε η πό­λη. Ο χρό­νος τα εί­χε μα­ζέ­ψει· έ­κα­νε πως συ­ζη­τού­σε μα στρί­γκλι­ζε, για κά­ποια πα­ραβί­α­ση της δια­νο­η­τι­κής ζω­ής – «να κά­νει μια έ­νε­ση με α­κρο­γω­νιαί­ες σκέ­ψεις». Ο χρό­νος πέ­ρα­σε α­πλά να τον δει. Δεν γι­νό­ταν να συ­νε­χί­σει έπ’ ά­πει­ρον η σκο­τού­ρα για σιω­πή. Το γε­ρά­κι έ­σκυ­ψε να δει αν υ­πήρ­ξε θή­ρα­μα μέ­σα στο διαμέ­ρι­σμα κι ε­κεί­νος κα­θώς και ό­λες οι γυ­ναί­κες τα έ­χα­σαν α­ντι­κρί­ζο­ντας το πε­λώ­ριο του κε­φά­λι έ­ξω α­πό το τζά­μι. Έ­νιω­σε έ­να ρί­γος συ­γκί­νη­σης έ­τσι ό­πως στε­κό­ταν α­νά­με­σα, μό­λις λί­γα ε­κα­το­στά α­πό του κε­νού τη διάρ­κεια και της α­πο­στέ­ρη­σής του το πρό­σχη­μα. Αύ­ριο εί­χε να ση­κω­θεί νω­ρίς. Α­πό την τουα­λέτα βγή­κε έ­νας γέ­ρος που ή­ταν με­γα­λο­φυ­ΐ­α, το συ­ναί­σθη­μά του ή­ταν ευ­χά­ρι­στο και κό­ στι­ζε μό­λις τριά­ντα δο­λά­ρια. 17. Με προ­σπερ­νούν ντυ­μέ­νοι σπορ πα­ρα­θε­ρι­στές, ά­ντρες με γραμ­μω­τά που­κά­μι­σα και η­λιο­κα­μέ­νες γυ­ναί­κες γε­μά­τες νι­κη­φό­ρα μυ­στι­κά. Κά­θο­ μαι στην ά­κρη του δρό­μου, έ­χο­ντας βγά­λει τα πα­πού­τσια μου και πί­νο­ ντας πα­γω­μέ­νες μπύ­ρες – σαν βα­ρύς μπόγος που έ­χει πέ­σει α­πό κά­ποιο βια­στι­κό φορ­τη­γό. Με­τά το σού­ρου­πο η πα­ρα­λί­α θα με­τα­μορ­φω­θεί σε μια μο­να­χι­κή α­κτή. Οι ε­πι­σκέ­πτες α­να­χω­ρούν με συ­νεν­νοη­μέ­να τα­ξί και υ­πε­ρα­στι­κά λε­ω­φο­ρεί­α που δια­σχί­ζουν ό­λη την πα­ρα­θα­λάσ­σια λω­ρί­δα με θέ­α τα χα­μη­λά διά­σπαρ­τα νη­σιά που στο α­χνό φως του δει­λι­νού θυμί­ ζουν θραύ­σμα­τα μιας γα­λέ­ρας που ε­πι­πλέ­ουν, και πά­νω τους γυα­λί­ζουν γεμά­τα α­λά­τι τα τι­μαλ­φή των πνιγ­μέ­νων. Εί­ναι η ξαφ­νι­κή ταυ­τό­χρο­νη α­πο­χώ­ρη­ση τό­σων πολ­λών αν­θρώ­πων λες κι έ­να κα­κό θα ζώ­σει την πε­ριο­χή, ή οι α­πρό­σμε­νες πα­ραι­σθή­σεις που πα­φλά­ζουν και κοκ­κι­νί­ ζουν μέ­σα στα δι­κά μου μά­τια, ή ο τρό­πος που κά­θο­μαι σ’ αυ­τή την με­ ταλ­λι­κή κα­ρέ­κλα ε­δώ και ώ­ρες, κι έ­χω μουδιά­σει, έ­χω δει τον θά­να­το να σερ­βί­ρει, να α­πλώ­νει το χέ­ρι για πουρ­μπουάρ, να κα­τε­βαί­νει μα­ζί με τις μι­κρό­σω­μες νυ­χτε­ρί­δες ε­φορ­μώ­ντας πά­νω α­πό το τρα­πέ­ζι. Αυ τή υ­πο­τί­θε­ται πως εί­ναι η α­γα­πη­μέ­νη μου με­σο­γεια­κή πό­λη. Μα τώρα μου θυ­μί­ζει φι­λο­δο­ξί­ες που κα­τέ­λη­ξαν σε βα­ριές α­νά­σες νιώ­θο­ντας φρι­ χτά την αί­σθη­ση του ο­νεί­ρου ε­νός νέ­ου αν­θρώ­που να κα­τα­λή­γει σε έ­να σκαν­δαλώ­δες α­διέ­ξο­δο.


ΤΟ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ ΤΟΥ ΛΑΟΚΟΟΝΤΑ ▪ ΕΝΑ ΠΥΡΑΜΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

73

Οι δρό­μοι σχε­δόν α­δειά­ζουν, το πρώ­το σκο­τά­δι κά­νει τα φώ­τα ο­ρα­τά και να κρέ­μο­νται με μια αί­σθη­ση λυ­πη­τε­ρής ε­πι­δο­κι­μα­σί­ας. «Ε­μείς τα φώ­τα, σου λέ­με έ­να με­γά­λο ΜΠΡΑ­ΒΟ που νιώ­θεις σκα­τά και κά­νεις ό­λες αυ­τές τις μνη­μειώ­δεις πα­ρα­τη­ρή­σεις για το έ­να και το άλ­λο». Κα­τε­βαί­νω προς την αμ­μου­διά μα ούτε ε­κεί δεν η­συ­χά­ζω α­φού μια α­γέ­λη σκύ­λων τρέ­χει πά­νω κά­τω κά­νο­ντας τρε­λά παι­χνί­δια· πράγ­μα που ε­πη­ρε­ά­ζει την ψυ­χο­λο­γί­α μου σο­βα­ρά. Πα­ρα­τη­ρώ τα αμυ­δρά μα­κρι­νά φώ­τα να ξε­πε­τά­ γο­νται σαν νε­ο­γέν­νη­τα νυ­χτο­λού­λου­δα πά­νω στα νη­σιά. Στην αρ­χή εί­ναι τό­σο ω­ραί­α να πα­ρα­τη­ρείς τις κλι­μα­κω­τές δια­βαθ­μί­σεις του φω­τός που ρου­φιέ­ται απ’ το κα­λο­και­ρι­νό σκο­τά­δι, μα ύ­στε­ρα το σκο­τά­δι μοιά­ζει με τα α­μέ­τρη­τα υ­πο­χθό­νια φώ­τα ό­λου του σύ­μπα­ντος που κά­ποιος τα ε­μπο­ δί­ζει να α­νά­ψουν ό­λα μα­ζί και γι’ αυ­τό βλέ­που­με «σκο­τά­δι». Ή εί­μα­στε διαρ­κώς προ­φυ­λαγ­μέ­νοι σε κά­ποια ε­που­ρά­νια σκη­νή στην κο­ρυ­φή ε­νός βου­νού που σχε­δόν α­κου­μπά τον ή­λιο και εί­μα­στε οι δύ­στυ­χοι πλη­θυ­ σμοί που ε­πι­ζού­με χά­ρη σ’ αυ­τή την τε­ρα­τώ­δη προ­φύ­λα­ξη; Τώ­ρα σα να βλέ­πω τα πά­ντα μέ­σα α­πό τα μά­τια ε­νός νε­κρού που δεν κα­τά­φε­ρε να ξε­φύ­γει α­πό τα βί­τσια της ζω­ής, και εί­ναι ο νε­κρός που φτύ­νει α­πό το στό­μα του το χώ­μα και ο­ρα­μα­τίζε­ται να λά­μπουν σαν α­στέ­ρια μιας ε­ρω­τι­ κής νύ­χτας τα βό­τσα­λα γύ­ρω του όντας θαμ­μέ­νος σ’ έ­ναν σύγ­χρο­νο ό­ρος των ε­λαιών. Σκέ­φτο­μαι πως α­κυ­ρώ­νω αυτόν τον ε­φιάλ­τη δη­λώ­νο­ντας στους οι­κεί­ους μου πως προ­τι­μώ την καύ­ση. Μια νε­κρι­κή πυ­ρά που θα με με­τα­μορ­φώ­σει σε στά­χτη. Τη στά­χτη που τι­νά­ζω μό­λις τώ­ρα α­πό το τσι­γά­ρο που κα­πνί­ζω. Κα­πνί­ζουν οι νε­κροί. Ποιον προ­σπα­θώ να ε­ντυ­πω­σιά­σω; Εί­μαι κα­τα­δι­κα­σμέ­νος να βγά­ζω πο­ λυ­λο­γώντας σαν φι­δό­πε­τσα την αί­σθη­ση της κα­τα­δί­κης α­πό πά­νω μου και να φα­νε­ρώ­νω αυ­το­μά­τως μια άλ­λη α­κό­μη α­πό κά­τω. Κά­μπο­σα μέ­τρα μέ­σα στο νε­ρό περ­νά σχεδόν α­θό­ρυ­βα μια βάρ­κα γε­μά­τη α­γό­ρια και κο­ ρί­τσια που με χαι­ρε­τούν σαν παρά­λυ­τα. Δεν μπο­ρώ να το πι­στέ­ψω μα εί­ ναι α­λή­θεια: πά­νω στη βάρ­κα α­κού­γε­ται κά­τι σαν Σνίτ­κε, σαν ε­ναλ­λα­γές γο­ε­ρών και γε­λα­στών συ­μπλεγ­μά­των α­πό φω­νές ζώ­ων – και το κά­λε­σμα αυ­τό (για­τί πρό­κει­ται για κά­λε­σμα) δεν εί­ναι ευοί­ωνο. Πες έ­να ψέ­μα και θα την βγά­λεις κα­θα­ρή. Πες αυ­τό που πε­ρι­μέ­νει α­πρό­ σμε­να ο α­να­γνώ­στης να δια­βά­σει ώ­στε να χα­μο­γε­λά­σει με συ­γκα­τά­βα­ση. Να πέ­σει α­πό τη γέ­φυ­ρα για να σκορ­πί­σει α­πό μέ­σα του μια υ­πέρ­βα­ρη θλί­ψη. Υ­πάρ­χει πιο γελοί­α λέ­ξη απ’ αυ­τή; Υ­πάρ­χει νό­μος για τη συ­μπε­ρι­ φο­ρά προς την α­ντί­λη­ψη; Κα­τά δια­ό­λου. Μπρο­στά μου έ­νας ά­ντρας και


74

ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ

μια γυ­ναί­κα. Πί­νουν α­πό το ί­διο ποτή­ρι που έ­χει δυο χάρ­τι­νες ο­μπρε­λί­ τσες μέ­σα. Και δύ­ο κα­λα­μά­κια. Κοι­τά­ζονται. Κοι­τά­ζουν μέ­σα στο πο­τή­ ρι. Ρί­χνουν τρι­γύ­ρω μα­τιές. Ο μπάρ­μαν εί­ναι σκο­τει­νός. Ψι­θυ­ρί­ζει έ­να τρα­γού­δι μα μοιά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο να βρί­ζει. Κά­νει πως κοι­τά­ζει πέ­ρα στην αμ­μου­διά. Τα ά­δεια τρα­πέ­ζια. Τις λά­μπες, κυ­ρί­ως τις κα­μέ­νες α­νά­ με­σα. Α­πό ε­δώ και κά­τω δεν υ­πάρ­χει α­να­γνώ­στης. Μια δια­σκε­δα­στι­κή ψυ­χο­σύν­θε­ση. Η γυ­ναί­κα εί­ναι τό­σο ευ­τυ­χι­σμέ­νη που α­πο­κλεί­ε­ται κά­θε πι­θα­νή ε­πι­δρο­μή α­πό μνή­μες της παι­δι­κής της η­λι­κί­ας. Ο ά­ντρας εί­ ναι τό­σο ευ­χα­ρι­στη­μέ­νος, που α­πο­κλεί­ε­ται κά­θε πι­θα­νή ε­πι­δρο­μή α­πό μνή­μες της παιδι­κής η­λι­κί­ας. Στο πο­τή­ρι αρ­χί­ζουν να εμ­φα­νί­ζο­νται τα πα­γά­κια. Η ζέ­στη είναι σί­γου­ρη, αυ­τοί που ζε­σταί­νο­νται, ό­χι. Η βρα­διά μοιά­ζει α­πό νω­ρίς με νύ­χτα. Λέ­νε πολ­λά. Βρί­σκο­νται σε κα­λή φόρ­μα και θα μπο­ρού­σαν να φλερ­τά­ρουν με άλλους, αν ή­θε­λαν. Αυ­τό το μέ­ρος δεν μοιά­ζει με κα­νέ­να άλ­λο, κι αυ­τό τους κάνει να νιώ­θουν κα­λά. Τα ω­ραί­α μέ­ρη. Μπο­ρείς να α­φή­σεις τον άλ­λο να σε α­φή­σει. Μπο­ρείς να α­φε­θείς. Γί­νε­σαι πά­λι. Θα μπο­ρού­σες να το πας ό­λο ξα­νά α­πό την αρχή. Ό­λα τα εί­δη βρί­σκουν τον ε­αυ­τό τους. Και ό­λοι οι ε­αυ­τοί συ­να­ντούν το εί­δος τους. Μα δεν αυ­τό το ζή­τη­μα. Ε­κεί­νος κοι­τά­ζει γύ­ρω του, έ­χει πράγ­μα­τα στο μυα­λό του. Εί­ναι λί­γο σκυ­ φτός και σκέ­φτε­ται το χρυ­σά­φι της δου­λειάς του, τη δου­λειά του και την ε­λευ­θερί­α του, εί­ναι κι οι δύ­ο φο­βε­ρές και α­πό­λυ­τες. Σκέ­φτε­ται ε­πί­σης πως εί­ναι ευαί­σθη­τος άν­θρω­πος. Κοι­τά­ζει πέ­ρα α­ό­ρι­στα. Γυ­ρί­ζει και κοι­ τά­ζει ε­μέ­να. Δεν έ­χει να κερ­δί­σει τί­πο­τα, τα έ­χει ό­λα κερ­δι­σμέ­να. Ε­κεί­νη. Ε­κεί­νη γε­λά­ει, πέ­φτει σχε­δόν προς τα πί­σω, πιά­νε­ται α­πό τη μπά­ρα, α­κου­μπά το α­ρι­στε­ρό της πό­δι στο τρα­πέ­ζι. Γλί­τω­σε α­πό την πτώ­ση. Η βάρ­κα με τα παι­διά ξα­να­περ­νά­ει α­πό μπρο­στά μας. Βλέ­που­με τη βάρ­κα. Με χαι­ρε­τούν κά­νο­ντας σαν τρε­λά. Υ­πο­κλί­νο­μαι. Το ζευ­γά­ρι ση­κώ­νε­ται για χο­ρό. Ο μπάρ­μαν έ­χει σκο­τού­ρες. Κά­η­κε άλ­λη μια λά­μπα. Ο χο­ρός σκέ­τη ε­γκα­τά­λει­ψη, ι­διο­κτή­τες δυο σω­μάτων με μια προ­θε­σμί­α τεσ­σά­ ρων ή πέ­ντε δε­κα­ε­τιών. Ί­σως και λί­γο πα­ρα­πά­νω. Έχω ό­ρε­ξη μό­νο για ύ­πνο. Πί­νω το υ­πό­λοι­πο. Κα­λη­νυ­χτί­ζω. Αρ­γό­τε­ρα, γύ­ρω στις τέσ­σε­ρις το ξη­μέ­ρω­μα βρι­σκό­μα­στε α­ντί­κρυ και οι τρεις ξα­νά στο ί­διο μπαρ, ό­που οι πά­ντες εί­ναι μα­ζί μου τρο­με­ρά φι­λι­κοί κι ε­κείνη του τσα­μπου­νά­ει κά­τι βλα­κεί­ες για τον θά­να­το των α­στε­ριών – κι ε­κείνος εί­ναι σκυ­φτός και δεί­χνει να συμ­φω­νεί.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.