Ηλίας Κεφάλας, Το χαμένο ποίημα. Κείμενα για την ποίηση

Page 1



ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ



I. Η ΓΕ­ΝΕ­ΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙ­Η­ΤΗ, ΤΟΥ ΠΟΙ­Η­ΜΑ­ΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ Α­ΝΑ­ΓΝΩ­ΣΤΗ Κά­θε λό­γος γιὰ τὴν ποί­η­ση δεί­χνει πό­σο με­γά­λη ἀ­νάγ­κη ἔ­χει ἡ κα­θη­με­ρι­νή μας ζω­ὴ ἀ­πὸ κά­τι ποὺ ὑ­περ­βαί­νει τὰ ὅ­ριά της καὶ πού, ταυ­το­χρό­νως, συ­νι­στᾶ τὸ βα­θύ­τε­ρο νό­η­μά της. Κά­θε λό­γος γιὰ τὴν ποί­ησ ­ η ἐκ­φρά­ζει τὸν πό­θο γιὰ ἀ­να­ζή­τη­ ση τῶν ἄ­φθαρ­των στοι­χεί­ων τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, εἴ­τε αὐ­τὰ βρί­ σκον­ται μέ­σα στὸ ὁ­ρα­τὸ καὶ ἁ­πτό της πε­δί­ο, εἴ­τε μέ­σα στὸ ἀ­ό­ρα­το καὶ φαν­τα­σια­κό. Ὅ­λες οἱ ἀ­πό­πει­ρες γιὰ νὰ ἀ­να­λυ­θεῖ καὶ νὰ προσ­δι­ο­ρι­σ τεῖ ὁ ποι­η­τι­κὸς λό­γος ἔ­χουν ἕ­να καὶ μό­νο ἀν­τι­κει­με­νι­κὸ σκο­πό: Νὰ ἐκ­ πορ­θή­σουν τὰ μυ­σ τι­κὰ τῆς ἀ­φα­νέ­ρω­της δι­α­δι­κα­σί­ας καί, φυ­σι­κά, νὰ κα­τα­λή­ξουν σ' ἕ­να πα­ρε­πό­με­νο συμ­πέ­ρα­σμα. Ποι­ό, δη­λα­δή, εἶ­ναι τὸ εἶ­δος καὶ τὸ μέ­γε­θος τῆς ὑ­πη­ρε­σί­ας, τὴν ὁ­ποί­α ἡ ποί­η­ση μὲ τὸ ὑ­πο­κεί­με­νό της (ποι­η­τὴς ἢ ἀ­να­γνώ­σ της) καὶ τὸ ἀν­τι­κεί­με­ νό της (θυ­μι­κὸς - συμ­βα­τι­κὸς - φαν­τα­σια­κὸς κό­σμος) προ­σφέ­ρει δι­α­χ ρο­νι­κὰ στὸν ἀν­θρώ­πι­νο βί­ο. Ποι­ά πα­ρη­γο­ρί­α καὶ ἐ­λά­φρυν­ση ψυ­χῆς ἐ­πι­τε­λεῖ. Ἀλ­λά, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς γνω­ρί­ζου­με τί εἶ­ναι ποί­η­ση καὶ τί δὲν εἶ­ναι, χω­ρὶς ὡ­στό­σο νὰ μπο­ροῦ­με νὰ δώ­σου­με ἕ­ναν σα­φῆ ὁ­ρι­σμό της, ἔ­τσι ἐ­πί­σης γνω­ρί­ζου­με πὼς ὅ­σο καὶ νὰ μι­λᾶ­με γιὰ τὴν ποί­η­ση, δὲν θὰ μπο­ρέ­σου­με πο­τὲ νὰ ποῦ­με τὴν τε­λευ­ταί­α λέ­ξη. Στὴ θε­ω­ρί­α τῆς ποί­ησ ­ ης δὲν ἔ­χει δι­ατ­ υ­πω­θεῖ ἀ­κό­μα ὁ τε­λει­ ω­τι­κός, ὁ ὕ­ψι­στος ἀ­πο­στο­μω­τι­κὸς λό­γος. Για­τὶ πάν­τα θὰ προ­κύ­ πτουν κε­νὰ ποὺ θὰ προσ­δο­κοῦν τὴν πλή­ρω­σή τους. Κι ἔ­τσι πάν­τα κά­τι θὰ προ­στί­θε­ται, πάν­τα κά­τι θὰ δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ τά, ἤ­δη, λε­χθέν­τα. Ὅ­μως τὰ πράγ­μα­τα αὐ­τὰ ὅ­σο εἶ­ναι δύ­σκο­λα, ἄλ­λο τό­σο εἶ­ ναι καὶ ἁ­πλά. Για­τὶ στὴν ποί­η­ση ἢ εἶ­ναι κα­νέ­νας ἀ­πὸ μέ­σα ἢ εἶ­ναι ἀ­π' ἔ­ξω. Ὁ ποι­η­τὴς ποὺ δι­α­λο­γί­ζε­ται, δι­ακ ­ ο­νεῖ τὸν ἐ­σω­τε­ρι­κό, τὸν ἀ­πὸ μέ­σα λό­γο. Ὁ κρι­τι­κὸς ποὺ «ἐγ­κε­φα­λο­γρα­φεῖ», προ­σφέ­ρει τὸν ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ λό­γο. Καὶ οἱ δύ­ο λό­γοι ἔ­χουν τὴ δι­κή τους ση­μα­σί­α καὶ τὴ δι­κή τους συμ­βο­λὴ στὴν προ­σπά­θεια κα­τα­νό­η­σης τῶν αἰ­σθη­τι­κῶν φαι­νο­μέ­νων. Δι­α­φέ­ρουν ὅ­μως βα­θιὰ στὸ γε­γο­νὸς τῆς μαρ­τυ­ρί­ας. Ἀ­πὸ ἀλ­λοῦ ἔρ­χε­ται ὁ ποι­η­τὴς καὶ ἀ­πὸ ἀλ­λοῦ ὁ κρι­τι­κός. Ἐν­ δέ­χε­ται νὰ συ­ναν­τη­θοῦν μέ­σα στὸ ποί­ημ ­ α, ἀλ­λὰ ἐν­δέ­χε­ται ἐ­πί­σης νὰ προ­σπε­ρά­σει ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λον, χω­ρὶς νὰ συ­ναν­τη­θοῦν πο­τέ. Θ' ἀ­φή­σω, ὅ­μως, τὸ πρό­σω­πο τοῦ κρι­τι­κοῦ νὰ τὸ ἀ­νι­χνεύ­σουν


οἱ κρι­τι­κοὶ καὶ θὰ προ­σπα­θή­σω νὰ «ψαύ­σω» τὸ πρό­σω­πο τοῦ ποι­η­ τῆ, δί­νον­τας τὰ ἰ­δι­αί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τῆς φυ­σι­ο­γνω­μί­ας του. Μι­ᾶς φυ­σι­ο­γνω­μί­ας, βέ­βαι­α, ποὺ ἂν ὑ­πάρ­χει ὡς ξε­χω­ρι­στὴ ἰ­δι­ο­συστα­σί­α, προ­σεγ­γί­ζε­ται ἀ­πὸ πά­ρα πολ­λὲς πλευ­ρές. Ὅ­πως ἄλ­ λω­στε καὶ ἡ ἴ­δια ἡ ποί­η­ση. Καὶ μι­ὰ ἀ­φε­λὴς ἐ­ρώ­τη­ση, ποὺ θὰ ζη­τοῦ­ σε ἀ­πάν­τη­ση γιὰ τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τῆς ποι­η­τι­κῆς φυ­σι­ο­γνω­μί­ας, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ δι­α­τυ­πω­θεῖ μὲ ἁ­πλὸ καὶ εὐ­θὺ τρό­πο, ὡς ἑ­ξῆς: Τί ἐ­στί, στ' ἀ­λή­θεια, ποι­η­τής; Ὁ ποι­η­τὴς εἶ­ναι ὁ λι­γό­τε­ρο ποι­η­τι­κὸς ἄν­θρω­πος, εἶ­χε πεῖ ὁ δι­α­λε­χτὸς ἄγ­γλος ποι­η­τὴς Τζὼν Κήτ­ς. Ἡ φρά­ση αὐ­τὴ θέ­λει νὰ πεῖ, κα­τὰ τὴ γνώ­μη μου, πὼς ὁ ποι­η­τὴς εἶ­ναι ποι­ητ­ ὴς μό­νο ὅ­ταν βρί­σκε­ ται μέ­σα στὸ ποί­η­μά του, δη­λα­δή, ὅ­ταν τὸ γρά­φει. Ὅ­ταν οἱ λέ­ξεις τὸν ἐγ­κα­τα­λεί­ψουν κι ἐγ­κα­τα­στα­θοῦν ὁ­ρι­στι­κὰ μέ­σα στὸ ποί­ημ ­ α, τό­τε ὁ ποι­η­τὴς ἀ­πο­μέ­νει ἕ­νας κοι­νὸς ἄν­θρω­πος. Καί, ὅ­πως χι­λιά­δες ἄλ­λοι συ­νάν­θρω­ποί του, ὑ­πό­κει­ται κι αὐ­τὸς στὴν ἴ­δια κα­θη­με­ρι­νὴ φθο­ρά, στὴν ἴ­δια πνευ­μα­τι­κὴ κό­πω­ση, στὴν ἴ­δια, ὁ­πωσ­δή­πο­τε, ἐγ­ κο­σμί­ω­ση τῶν με­τα­φυ­σι­κῶν του φό­βων. Ἐ­ξω­τε­ρι­κὰ ἴ­σως νὰ δεί­χνει ὡς ὁ πλέ­ον ἀ­σή­μαν­τος ὅ­λων. Τί γί­νε­ται, ὅ­μως, ἐ­σω­τε­ρι­κά; Για­τί καὶ πό­τε ὁ ποι­η­τὴς μπαί­νει μέ­σα στὸ ποί­η­μα, γιὰ νὰ γί­νει ποι­ητ­ ής; Πρίν, ὅ­μως, ἀ­παν­τή­σου­με στὴν ἐ­ρώ­τη­ση αὐ­τή, μπο­ροῦ­με νὰ στη­ρι­χτοῦ­με πά­νω της καὶ νὰ δώ­σου­με τὸν ὁ­ρι­σμὸ τοῦ ποι­ητ­ ῆ, ἕ­ναν ἀ­πὸ τοὺς πάμ­πολ­λους ὁ­ρι­σμοὺς ποὺ εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ προ­τα­θοῦν. Ποι­η­τής, λοι­πόν, εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος πού, μὴ ἔ­χον­τας ἄλ­λη κα­λύ­τε­ρη δυ­να­τό­τη­τα ἐ­νερ­γεί­ας, συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται μὲ λό­γο ποι­η­τι­κὸ ἢ δι­ὰ τοῦ ποι­η­τι­κοῦ λό­γου ἢ ὡς λό­γος ποι­ητ­ ι­κός. Ποι­ητ­ ής, δη­λα­δή, (ἀ­να­πο­δο­γυ­ρί­ζου­με τώ­ρα τὴν πρό­τα­ση καὶ τὴν ὑ­πε­ρα­πλου­στεύ­ου­ με) εἶ­ναι αὐ­τὸς ποὺ —μα­γνη­τι­σμέ­νος ἀ­νε­ξή­γη­τα— ἐ­πω­μί­ζε­ται τὸ ἄ­χθος τοῦ ποι­ή­μα­τος, μὴ ἔ­χον­τας κά­τι πι­ὸ πρό­σφο­ρο νὰ κά­νει. Ἡ ὤ­θη­ση τοῦ ποι­η­τῆ γιὰ νὰ εἰ­σέλ­θει μέ­σα στὴ δι­αδ ­ ι­κα­σί­α τοῦ ποι­ή­μα­τος, προ­κα­λεῖ­ται ἀ­πὸ μι­ὰ ἐν δυ­νά­μει ἀ­ό­ρι­στη ἀ­νη­συ­χί­α ποὺ κου­βα­λά­ει μα­ζί του. Ἡ ἀ­νη­συ­χί­α αὐ­τὴ ἐ­γεί­ρε­ται εἴ­τε ἀ­πὸ τὴ θε­ τι­κὴ ἀν­τα­πό­κρι­ση πρὸς τὰ κα­λῶς ἔ­χον­τα τῶν πραγ­μά­των τοῦ ἐ­ξω­ τε­ρι­κοῦ κό­σμου (θαυ­μα­σμός, ἐν­θου­σια­σμός, εὐ­α­ρέ­σκεια, δό­ξα), εἴ­τε ἀ­πὸ τὴν ἀρ­νη­τι­κὴ ἀν­τα­πό­κρι­ση πρὸς τὰ κα­κῶς ἔ­χον­τα (δυ­σα­ρέ­σκεια, θλί­ψη, θρῆ­νος, ἀ­γα­νά­κτη­ση). Αὐ­τὴ ἡ θε­τι­κὴ ἢ ἀρ­νη­τι­κὴ ἀν­τα­πό­κρι­ση ὁ­δη­γεῖ τὸν ποι­η­τὴ στὴν ἐ­πι­θυ­μί­α γιὰ ἐ­πέμ­βα­ση μέ­σω τῆς ἔκ­φρα­σης. Πι­ὸ ρη­ξι­κέ­λευ­θη ἄ­πο­ψη θὰ ἦ­ταν ἡ ἑ­ξῆς: Δὲν ὑ­πάρ­χει θέ­μα


ἀν­τα­πό­κρι­σης. Ὁ ποι­η­τὴς εἶ­ναι ποι­ητ­ ὴς ἔ­τσι κι ἀλ­λι­ῶς, χω­ρὶς ἐ­ξή­ γη­ση. Ὡ­στό­σο ὁ ποι­η­τὴς καὶ ἡ ποί­η­ση ἐ­πι­χει­ροῦν μι­ὰ ἐ­πέμ­βα­ση. Πρό­κει­ται γιὰ μι­ὰ ἐ­πέμ­βα­ση ποὺ ἀ­φο­ρᾶ στὴν ἀ­πο­κα­τά­στα­ ση τῶν ἀ­λη­θι­νῶν συν­θη­κῶν τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Μι­ὰ ἐ­πέμ­βα­ση ποὺ ἀ­πο­σκο­πεῖ στὴν ἑ­δραί­ω­ση τῆς ἀ­λή­θειας, ὅ­πως τὴν ὁ­ρα­μα­τί­ζε­ται ὁ ποι­ητ­ ὴς καὶ ὅ­πως τὴν ἐν­στερ­νί­ζε­ται ὡς μό­νη ἁρ­μό­ζου­σα ποι­ότ­ η­τα τοῦ ζεῖν καὶ τοῦ γί­γνε­σθαι. Αὐ­τό, βέ­βαι­α, εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πι­ὸ ἰ­σχυ­ρὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ γνω­ρί­σμα­τα τῆς ποί­η­σης. Για­τὶ ἡ ποί­ησ ­ η συ­νι­στᾶ μι­ὰ ἄ­νευ ὅ­ρων πα­ρέμ­βα­ση στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Τὴ λα­ξεύ­ει καὶ τὴ δι­αμ ­ ορ­φώ­νει κα­τὰ τὸν ἰ­δε­α­τὸ τρό­πο. Ἀ­πο­νέ­μον­τας δι­και­ο­σύ­νη καὶ χα­ρί­ζον­τας ὀ­μορ­φιά. Ἀ­πο­κα­θι­στών­τας τὴ χα­μέ­νη ἰ­σορ­ρο­πί­α καὶ ἀ­πο­δί­δον­τας τὸ ἐλ­λεῖ­πον. Ἡ ποί­η­ση προ­σπα­θεῖ νὰ ἀ­νε­βά­σει τὴν πε­ζὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μέ­χρι τὸ ἐ­πί­πε­δο τῆς ἰ­δέ­ας. Νὰ τὴν ταυ­τί­σει μὲ τὴν ἀ­ό­ρα­τη πραγ­ μα­τι­κό­τη­τα τῆς φαν­τα­σια­κῆς μας προ­έ­κτα­σης, αὐ­τὴν ποὺ ἀ­νὰ πᾶ­ σα στιγ­μὴ ζοῦ­με καὶ συγ­κρο­τοῦ­με μέ­σα μας καὶ εἶ­ναι ἴ­σως γι' αὐ­τὸ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­λη­θι­νή. Θὰ ἀ­να­φέ­ρω ἐ­δῶ ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα, ποὺ δεί­χνει, μὲ τὸν εἰ­ δι­κὸ τρό­πο τῆς ποί­η­σης, πῶς ἕ­νας ποι­ητ­ ὴς δι­αφ ­ ο­ρο­ποι­εῖ­ται στὴν ἀν­τί­λη­ψη τῆς πράγ­μα­τι­κό­τη­τας ἀ­πὸ τοὺς μὴ ποι­η­τὲς καὶ πῶς ἐ­πεμ­ βαί­νει στὸ πραγ­μα­τι­κὸ γε­γο­νός, με­τα­μορ­φώ­νον­τας τὴν εἰ­κό­να του σὲ κά­τι τὸ ὑ­ψη­λό­τε­ρο καὶ κυ­ρί­ως ἰ­δε­α­τό. Ἡ ἰ­δέ­α ἀ­νή­κει στὸν ποι­ η­τὴ Θε­ο­δό­ση Νι­κο­λά­ου καὶ τὴν κα­τέ­δει­ξε μὲ τὸ πα­ρά­δειγ­μα τοῦ Σο­λω­μι­κοῦ ἐ­πι­γράμ­μα­τος «Γα­λή­νη» στὴ με­λέ­τη του γιὰ τὸ «πῶς ἀ­να­λύ­ου­με αἰ­σθη­τι­κὰ ἕ­να ποί­ημ ­ α». Τὴν ἐ­πα­να­προ­τεί­νω ἐ­δῶ, ἐ­φαρ­ μό­ζον­τάς την σὲ ἕ­να ἄλ­λο ποί­ημ ­ α τοῦ Σο­λω­μοῦ, γιὰ νὰ φα­νεῖ ἔ­τσι ἡ κα­θο­λι­κή της ἐ­πι­βε­βαί­ω­ση. Ἂς πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με τὸ ποί­ημ ­ α, λοι­πόν, τοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου Σο­ λω­μοῦ «Ἡ ­ψυ­χού­λα», ὅ­που, γιὰ συν­το­μί­α, θὰ στα­μα­τή­σου­με στὶς δύ­ο πρῶ­τες στρο­φές: Ὡ­σὰν γλυ­κύ­πνο­ο Δρο­σά­το ἀ­ε­ρά­κι Μέ­σα σὲ ἀν­θό­το­πο '­Κει­ὸ τὸ παι­δά­κι Τὴν ὕ­στε­ρη ἔ­βγα­λε Ἀ­να­πνο­ὴ


Καὶ ἡ ψυ­χού­λα του Εἰς τὸν ἀ­έ­ρα Γλή­γο­ρα ἀ­νέ­βαι­νε Πρὸς τὸν αἰ­θέ­ρα Σὰν λι­α­νο­τρέ­μου­λη Σπί­θα μι­κρή.­.. Ἀ­πὸ τὶς δύ­ο αὐ­τὲς στρο­φὲς μπο­ροῦ­με νὰ ἀ­πο­σπά­σου­με τοὺς στί­χους ἐ­κεί­νους ποὺ συ­νι­στοῦν μι­ὰν ἁ­πλὴ πε­ρι­γρα­φὴ τοῦ γε­γο­νό­ τος, ὅ­πως τὴν αἰ­σθά­νε­ται ὁ μέ­σος ἄν­θρω­πος: «­.­..’κει­ὸ τὸ παι­δά­κι Τὴν ὕ­σ τε­ρη ἔ­βγα­λε Ἀ­να­πνο­ή…­», ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη στρο­φὴ καὶ «Καὶ ἡ ψυ­χού­λα του Εἰς τὸν ἀ­έ­ρα Γλή­γο­ρα ἀ­νέ­βαι­νε Πρὸς τὸν αἰ­θέ­ρα», ἀ­πὸ τὴ δεύ­τε­ρη. Ἔ­τσι πε­ρί­που θὰ ἐκ­φρά­ζον­ταν οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἄν­θρω­ποι, συγ­κι­νη­μένοι ἀ­πὸ τὴν πα­ρα­τή­ρη­ση τοῦ θα­νά­του τοῦ μι­κροῦ παι­ διοῦ. Μὲ τὰ λό­για αὐ­τὰ θὰ προ­σπα­θοῦ­σαν νὰ με­τα­δώ­σουν τὴν πλη­ρο­φο­ρί­α καὶ μά­λι­σ τα μὲ τὰ λό­για τῶν τρι­ῶν στί­χων τῆς πρώ­ της στρο­φῆς: ’κει­ὸ τὸ παι­δά­κι Τὴν ὕ­στε­ρη ἔ­βγα­λε Ἀ­να­πνο­ή. Ἂν θὰ συ­νέ­χι­ζαν μὲ τοὺς τέσ­σε­ρις ἑ­πό­με­νους στί­χους τῆς δεύ­τε­ρης στρο­φῆς: Καὶ ἡ ψυ­χού­λα του Εἰς τὸν ἀ­έ­ρα Γλή­γο­ρα ἀ­νέ­βαι­νε Πρὸς τὸν αἰ­θέ­ρα, θὰ τὸ ἔ­κα­ναν γιὰ νὰ δη­λώ­σουν τὸ ὕ­ψος τῆς συγ­κί­νη­σής τους, ἐ­νῶ


ταυ­το­χρό­νως θὰ ἀ­να­ζη­τοῦ­σαν καὶ κά­ποι­α ἐν­δό­μυ­χη πα­ρη­γο­ριά. Ὅ­μως μπρο­στὰ στὸ συν­τα­ρα­κτι­κὸ αὐ­τὸ συμ­βάν, ὁ ποι­η­τὴς κά­νει τὴν ἐμ­φά­νι­σή του ἀ­μέ­σως, δὲν ἀ­φή­νει νὰ προ­ηγ ­ η­θεῖ πρῶ­τα ὁ κοι­νὸς νοῦς (ὅ­πως π.χ. στὸ ποί­η­μα «Γα­λή­νη»­), για­τὶ θέ­λει νὰ δώ­ σει μι­ὰ ἄλ­λη τά­ξη, μι­ὰ ἄλ­λη προ­τε­ραι­ό­τη­τα στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ἐ­πεμ­βαί­νει καὶ προσ­δί­δει τὰ στοι­χεῖ­α τοῦ δι­κοῦ του ἰ­δε­ατ­ οῦ κό­ σμου μὲ σκο­πὸ νὰ τὰ ἐ­πι­βά­λει στὸ ἐ­νερ­γη­τι­κὸ πα­ρόν. Ἔ­τσι, μὲ τοὺς τρεῖς πρώ­τους στί­χους τῆς πρώ­της στρο­φῆς: Ὡ­σὰν γλυ­κύ­πνο­ο Δρο­σά­το ἀ­ε­ρά­κι Μέ­σα σὲ ἀν­θό­το­πο, καὶ μὲ τοὺς δύ­ο τε­λευ­ταί­ους τῆς δεύ­τε­ρης στρο­φῆς: Σὰν λι­α­νο­τρέ­μου­λη Σπί­θα μι­κρὴ ὁ ποι­η­τὴς ἐ­πεμ­βαί­νει καὶ μὲ τὸν ἐκ­φρα­στι­κό του τρό­πο δι­ορ­θώ­νει, ὅ­σο μπο­ρεῖ, τὰ κα­κῶς κεί­με­να τοῦ κό­σμου. Οἱ δύ­ο αὐ­τὲς πα­ρο­μοι­ώ­σεις, εἰ­δι­κὰ ἡ δεύ­τε­ρη γιὰ τὴν ὁ­ποί­α πι­στεύ­ω ὅ­τι πο­λὺ δύ­σκο­λα μπο­ροῦ­με νὰ βροῦ­με ὅ­μοι­ά της μέ­σα σὲ ὅ­λες τὶς δι­α­δρο­μὲς τοῦ ποι­η­τι­κοῦ λό­γου, μᾶς με­τα­φέ­ρουν στὴν ὀ­πτι­κὴ γω­νί­α τοῦ ποι­η­τῆ, ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α ἐκ­φέ­ρει τὸ μα­γι­κό του ξόρ­κι, τὸν στί­χο, γιὰ νὰ ἐ­ξα­γνί­σει τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καὶ νὰ τὴ συμ­πλη­ρώ­σει μὲ στοι­χεῖ­α ὡ­ραι­ότ­ η­τας καὶ δι­και­οσ ­ ύ­νης. Δι­α­πι­στώ­νου­με μιὰ μεί­ξη τοῦ πραγ­μα­τι­κοῦ το­πί­ου μὲ τὸ φαν­τα­σια­κὸ καὶ στὴ μεί­ξη αὐ­τὴ ἡ ρο­ὴ τοῦ γε­γο­νό­τος συ­νε­χί­ζε­ται μέ­χρι τὴν τε­λι­κὴ δι­καί­ω­ση. Στὴ συ­νέ­χεια τοῦ ποι­ή­μα­τος τὸ νε­κρὸ παι­δὶ γί­νε­ται ἕ­να ἀγ­γε­λά­κι μέ­σα στὸν ἔ­να­στρο οὐ­ρα­νό. Τό­σο, λοι­πόν, βε­βα­ρυ­μέ­νος μπαί­νει μέ­σα στὸ ποί­ημ ­ α ὁ ποι­η­ τὴς καὶ τό­σο ἀ­πο­κα­θαρ­μέ­νος ἐ­ξέρ­χε­ται ἀ­πὸ αὐ­τό. Καί, ὕ­στε­ρα, τὸ ποί­η­μα ἔ­ρη­μο καὶ μο­να­χι­κὸ τα­ξι­δεύ­ει ἀ­πὸ ἐ­πο­χὴ σὲ ἐ­πο­χὴ γιὰ νὰ συ­ναν­τή­σει τοὺς ἀ­να­γνῶ­στες του καὶ νὰ συν­δι­α­λε­χθεῖ μα­ζί τους. Πρὶν φτά­σου­με, ὅ­μως, στὸν ἀ­να­γνώ­στη, θὰ στα­μα­τή­σου­με λί­γο σ' αὐ­τὴν τὴν ἰ­δι­ό­τυ­πη δη­μι­ουρ­γί­α, ποὺ λέ­γε­ται ποί­η­μα. Γνω­ρί­ζου­με τὸν δη­μι­ουρ­γό του, γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι εἶ­ναι μι­ὰ κα­ τα­σκευ­ὴ ἀ­πὸ λέ­ξεις, γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι πρέ­πει νὰ ὑ­πα­κού­ει στοὺς


κα­νό­νες μι­ᾶς ὁ­ρι­σμέ­νης μορ­φο­λο­γί­ας. Ἀλ­λά, μό­νον αὐ­τό; Πρέ­πει, μή­πως, νὰ ση­μαί­νει καὶ κά­τι; Κι ἂν δὲν ση­μαί­νει, μπο­ρεῖ νὰ στέ­κε­ται μό­νο μὲ τὴ μορ­φή του; Κι ἂν σκύ­ψου­με στὸ ση­μαι­νό­με­νο, θὰ πρέ­πει νὰ τὸ δοῦ­με μὲ σα­φή­νεια δο­σμέ­νο καὶ μὲ συγ­κε­κρι­μέ­να πε­ρι­γράμ­μα­τα; Ἀ­τέρ­μο­να ἐ­ρω­τή­μα­τα ση­μα­δεύ­ουν τὸ ποί­ημ ­ α γιὰ νὰ τὸ πει­ θα­ναγ­κά­σουν νὰ φα­νε­ρώ­σει τὰ μυ­στι­κά του. Ἡ ἀ­να­λυ­τι­κὴ καὶ πολ­ λὲς φο­ρὲς δι­α­λυ­τι­κὴ ἐ­πι­σκό­πη­ση τοῦ ποι­ή­μα­τος δύ­σκο­λα φέρ­νει ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα, ἂν δὲν εἶ­ναι σὲ θέ­ση νὰ τὸ δεῖ κα­νεὶς ἀ­πὸ μέ­σα. Ὁ ἀ­με­ρι­κα­νὸς ποι­η­τὴς Ἄρ­τσιμ­παλ Μα­κλὴς στὸ ποί­η­μά του «Α­rs P­o­et­­i­ca» δι­α­τεί­νε­ται ὅ­τι τὸ ποί­ημ ­ α πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἁ­πτὸ καὶ ἀ­μί­λη­το.­.­. τὸ ποί­η­μα πρέ­πει νὰ εἶ­ναι κι ὄ­χι νὰ ση­μαί­νει. Δέ­χο­μαι τὴν ἄ­πο­ψη τοῦ Μα­κλῆς μὲ τὴν ἔν­νοι­α ὅ­τι ὁ ποι­η­ τι­κὸς λό­γος ξε­περ­νά­ει κά­θε ἄλ­λη μορ­φὴ τοῦ λό­γου σὲ αἰ­σθη­τι­κὴ προ­σαρ­μο­γὴ σχε­δὸν μὲ τὴ γέν­νη­σή του. Θέ­λω νὰ πῶ ὅ­τι τὸ ποί­η­μα στη­ρί­ζει τὴ δι­η­νε­κῆ ἀ­να­ζή­τη­ση τῆς ἀ­λή­θειας σὲ μι­ὰ προ­ϋπ ­ άρ­χου­σα αἰ­σθη­τι­κὴ κα­τα­ξί­ω­ση. Ὅ­τι ἡ μορ­φο­λο­γι­κή του ὁ­λο­κλή­ρω­ση ἔ­χει, ἤ­δη, συν­τε­λε­στεῖ κα­τὰ τὸ πλεῖ­στον πί­σω ἀ­πὸ τὸ πα­ρα­βάν. Καὶ ἑ­πο­μέ­νως τὸ πο­ί­ημ ­ α πρῶ­τα ὑ­πα­κο­ύ­ει στὸ «εἶ­ναι» κι ἔ­πει­τα στὸ «ση­μα­ί­νειν». Δι­α­φο­ρε­τι­κὰ θὰ μι­λού­σα­με γιὰ κά­ποι­α ἄλ­λη μορ­φὴ τοῦ λό­γου καὶ ὄ­χι γιὰ τὸ ποί­η­μα. Καί, βέ­βαι­α, τὸ «ση­μα­ί­νειν» μπο­ρεῖ νὰ ἀ­κο­λου­θεῖ στὴ χρο­ νι­κὴ τά­ξη τὸ «εἶ­ναι», δὲν ἐ­κλαμ­βά­νε­ται ὅ­μως κα­θό­λου ὡς ὑ­πο­δε­ έ­στε­ρο κα­τὰ τὴ ση­μα­σί­α. Τὸ ποί­η­μα ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ λέ­ξεις καὶ κά­θε λέ­ξη πα­ρα­πέμ­πει σὲ ση­μα­σί­ες. Ἀ­πὸ τὴ σύν­δε­ση τῶν δι­α­φό­ρων ση­μα­σι­ῶν ἐκ­πο­ρεύ­ετ­ αι τὸ σκο­πού­με­νο νό­η­μα. Ποί­ημ ­ α, λοι­πόν, εἶ­ ναι ἡ κα­τα­σκευ­ὴ ἐ­κεί­νη τοῦ λό­γου ποὺ θέ­λει νὰ ποῦ­με ὁ­ρι­σμέ­να πράγ­μα­τα κα­τὰ ἕ­να συγ­κε­κρι­μέ­νο τρό­πο. Τὸ νό­η­μα ὁ­λο­κλη­ρώ­νει πάν­τα τὴν αἰ­σθη­τι­κὴ λει­τουρ­γί­α τοῦ κει­μέ­νου, τό­σο στὴν πε­ρί­πτω­ση ποὺ συ­νι­στᾶ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ ζη­τού­με­να τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ, ὅ­σο καὶ στὴν πε­ρί­πτω­ση ποὺ προ­κύ­πτει αὐ­το­φυ­ ῶς, σὰν λο­γι­κὴ συ­νέ­πεια τοῦ συ­νειρ­μοῦ ὅ­λων τῶν ὑ­πὸ ἀ­νά­πτυ­ξη συλ­λο­γι­σμῶν, ποὺ με­τα­φέ­ρει τὸ ποί­η­μα. Ἔ­τσι τὸ ποί­η­μα μη­νύ­ει μὲ μι­ὰ πρι­σμα­τι­κὴ ἀν­τα­νά­κλα­ση τοῦ νο­ή­μα­τος τῶν λέ­ξε­ων. Καί, ταυ­τό­χρο­να, κα­θὼς λό­γος καὶ μορ­φὴ ἐ­σω­τε­ρι­κεύ­ον­ται, βυ­θί­ζε­ται ὁ­λό­κλη­ρο μέ­σα στὴν οὐ­σί­α τοῦ ἀρ­χέ­τυ­ που καὶ τοῦ ἄ­χρο­νου, δη­λα­δὴ τοῦ αἰ­ώ­νιου. Ὑ­πάρ­χουν κρι­τι­κοὶ ποὺ ἀ­πορ­ρί­πτουν τὴ λει­τουρ­γί­α αὐ­τὴ τοῦ


ποι­ή­μα­τος. Ὁ Μπὰρτ π.χ. δέ­χε­ται ὅ­τι δὲν ὑ­πάρ­χει ση­μαι­νό­με­νο καὶ ὅ­τι ὅ­λη ἡ λο­γο­τε­χνί­α εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πα­τη­λὸ σύ­στη­μα πα­ρα­γω­γῆς νο­ή­μα­τος. Μά, τό­τε, ἡ ὅ­λη πε­ρι­πέ­τεια τοῦ ποι­ή­μα­τος εἶ­ναι μι­ὰ δι­αδ ­ ι­κα­ σί­α χω­ρὶς νό­η­μα; Καὶ πῶς μι­ὰ ποί­η­ση δί­χως νό­ημ ­ α ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ ὑ­πάρ­χει ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τό­σες χι­λιά­δες χρό­νια; Ἁ­πλού­στα­τα, λέ­ει μι­ὰ φω­νὴ μέ­σα μου, ἐ­πει­δὴ ἡ ποί­ησ ­ η νο­η­ μα­το­δο­τεῖ παί­ζον­τας μὲ τὸ κρυ­φό μας πε­πρω­μέ­νο. Καὶ ἴ­σως γι' αὐ­τὸ ὁ Γκα­στὸν Μπα­σε­λὰρ ἔ­χει ἀ­πό­λυ­το δί­κιο, ὅ­ταν ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὅ­τι ἡ ποί­η­ση εἶ­ναι μι­ὰ κα­τ' ἐ­ξο­χὴν λει­τουρ­γί­α τῆς δι­έ­γερ­σης. Καὶ γι' αὐ­τό, ἀ­κό­μα, εἴ­τε τὸ ξέ­ρει, εἴ­τε δὲν τὸ ξέ­ρει, ὁ κά­θε ποι­η­τὴς τεί­νει πρὸς τὴ συμ­παν­τι­κὴ προ­ο­πτι­κὴ τῆς ἀ­λή­θειας. Πῶς, λοι­πόν, νὰ μὴν δι­και­ω­θεῖ ὁ γάλ­λος ποι­ητ­ ὴς Πι­ὲρ Ρε­ βερ­ντύ, ὅ­ταν γρά­φει ὅ­τι τὸ συμ­παν­τι­κὸ καὶ τὸ ἀν­θρώ­πι­νο δρά­μα ἐ­ξι­σώ­νον­ται μέ­σα στὴν ποί­η­ση; Ἀ­ναν­τίρ­ρη­τα τὸ δρα­μα­τι­κὸ στοι­χεῖ­ο εἶ­ναι τὸ κυ­ρί­αρ­χο τό­σο μέ­σα στὸν μι­κρό­κο­σμο, ὅ­σο καὶ στὸν μα­κρό­κο­σμο. Ἡ ποί­η­ση εἶ­ναι τὸ μο­να­δι­κὸ ὄ­χη­μα με­τα­φο­ρᾶς τῆς ὀ­δύ­νης αὐ­τῆς, μι­ὰ με­τα­φο­ρά, βέ­βαι­α, ποὺ θέ­λει τὴν ἐ­ξου­θε­νω­τι­κὴ συμ­με­το­χὴ τοῦ ποι­η­τῆ. Τὸ ἔρ­γο τῆς γρα­φῆς δυ­να­στεύ­ει πάν­τα τὸν δη­μι­ουρ­γό. Ἀ­κό­ μα καὶ ὁ με­τα­ξὺ τῶν πι­ὸ δυ­να­τῶν ποι­ητ­ ῶν Ἔζ­ρα Πά­ου­ντ ἐ­κλι­πα­ ρεῖ, στὸ ποί­η­μά του «Τὸ νη­σὶ τῆς λί­μνης», γιὰ μι­ὰ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε δου­λειὰ ἐ­κτὸς ἀ­πὸ αὐ­τὸ τὸ κα­τα­ρα­μέ­νο ἔρ­γο τῆς γρα­φῆς ποὺ θέ­λει τὸ μυα­λὸ ὅ­λη τὴν ὥ­ρα νὰ δου­λεύ­ει Μὲ τὸ μυα­λό, λοι­πόν, νὰ δου­λεύ­ει ὅ­λη τὴν ὥ­ρα ὁ ποι­ητ­ ὴς φέρ­νει στὸν κό­σμο μας τὸ ποί­η­μά του. Ἄλ­λες φο­ρὲς εὑ­ρι­σκό­με­νος μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὸ ποί­η­μα καὶ ἄλ­λες φο­ρὲς εὑ­ρι­σκό­με­νος πί­σω του. Θέ­λω νὰ πῶ πὼς ἄλ­λο­τε ἐκ­μαι­εύ­ει ὁ ποι­η­τὴς τὸ ποί­ημ ­ ά του μέ­σα ἀ­πὸ τὸ σκο­τει­νὸ πη­γά­δι, ποὺ ἀ­νοί­γε­ται μέ­σα του, καὶ ἄλ­λες φο­ρὲς ἔρ­χε­ται τὸ ἴ­διο τὸ ποί­η­μα νὰ τὸν συ­ναν­τή­σει. Εἴ­τε μὲ τὸν ἕ­ναν τρό­πο, ὅ­μως, εἴ­τε μὲ τὸν ἄλ­λο, τὸ ποί­ημ ­α μέ­χρι νὰ τοῦ ἐμ­φυ­ση­θεῖ πνο­ὴ ζω­ῆς καὶ νὰ συσ­αρ­κω­θεῖ τὸν λό­γο, δι­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τρί­α κα­θο­ρι­στι­κὰ στά­δια. Στὸ πρῶ­το στά­διο τὸ ποί­η­μα συν­τε­λεῖ­ται ὡς ἀ­ό­ρα­τη ἐκ­δή­ λω­ση τοῦ ἐ­σω­τε­ρι­κοῦ κό­σμου τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ. Ἀν­τι­κα­το­πτρι­σμοὶ


αἰ­σθη­μά­των, τρο­μώ­δη ἐ­ρε­θί­σμα­τα καὶ ἀ­τμοὶ ἰ­δε­ῶν ἐ­γεί­ρον­ται, ζη­ τών­τας νὰ λά­βουν συγ­κε­κρι­μέ­νη συ­στοι­χί­α νο­ημ ­ ά­των καὶ νὰ μορ­ φο­ποι­η­θοῦν στὴ φαν­τα­σί­α. Ἡ σκέ­ψη γί­νε­ται μι­ὰ ρο­ὴ ὑ­λώ­δης, μὲ χρώ­μα­τα ποὺ δο­κι­μά­ζουν πλεί­στους σχη­μα­τι­σμούς, προ­σπαθώ­ντας νὰ δώ­σουν ἔκφρα­ση στὶς ἀγω­νί­ες τοῦ νοῦ. Στὸ δεύ­τε­ρο στά­διο ἔ­χου­με τὴν τε­λι­κὴ κα­τα­κύ­ρω­ση τῆς μυ­ στη­ρια­κῆς δι­ερ­γα­σί­ας ὑ­πὲρ τοῦ γρα­πτοῦ λό­γου. Εἶ­ναι φυ­σι­κὸ νὰ ὑ­πάρ­ξουν πολ­λα­πλὲς δι­α­δρο­μὲς ἀ­πὸ τὸ ἀ­φε­τη­ρια­κὸ γε­γο­νὸς πρὸς τὸ ποι­η­τι­κὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα καὶ ἀρ­κε­τὲς ἴ­σως λο­ξο­δρο­μή­σεις. Καὶ εἶ­ ναι δυ­να­τὸν ἀ­κό­μα κα­τὰ τὶς δι­α­δρο­μὲς αὐ­τὲς νὰ ἔ­χου­με ση­μαν­τι­ κὲς ἀ­πώ­λει­ες ἀ­πὸ τὸ ἀρ­χι­κὸ ὑ­λι­κό, μέ­ρος τοῦ ὁ­ποί­ου δὲν θὰ μπο­ ρέ­σει νὰ λά­βει πο­τὲ τὴ μορ­φὴ τοῦ λό­γου. Αὐ­τὸ τὸ ὑ­φι­στά­με­θα πι­ὸ ἔν­το­να στὶς πε­ρι­πτώ­σεις ἐ­κεῖ­νες ποὺ ἡ ἐγ­γρα­φὴ τοῦ ποι­ή­μα­τος δὲν συμ­πί­πτει μὲ τὴ γέ­νε­σή του. Τὸ τρί­το στά­διο τοῦ ποι­ή­μα­τος λαμ­βά­νει χώ­ρα κα­τὰ τήν, ἐ­ρή­ μην τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ, αἰ­σθη­τι­κὴ συ­νο­μι­λί­α του μὲ τὸν ἀ­να­γνώ­στη. Ἡ αἰ­σθη­τι­κὴ συ­νο­μι­λί­α ποι­ή­μα­τος καὶ ἀ­να­γνώ­σ τη προ­ϋ­πο­ θέ­τει μι­ὰ ἀ­ναγ­καί­α κα­τα­νό­η­ση ἐκ μέ­ρους τοῦ ἀ­να­γνώ­σ τη τῶν γε­νε­σι­ουρ­γι­κῶν αἰ­τί­ων τοῦ ποι­ή­μα­τος, κα­θὼς καὶ τῶν νό­μων ποὺ δι­έ­πουν τὴ μορ­φο­λο­γί­α του. Αὐ­τό, ἄλ­λω­σ τε ἰ­σχύ­ει καὶ γιὰ κά­θε ἄλ­λο αἰ­σθη­τι­κὸ φαι­νό­με­νο. Ἐ­πί­σης θὰ πρέ­πει νὰ ἐ­κλη­φθοῦν ὡς οἰ­κεῖ­ες ἀπὸ τὸν ἀνα­γνώ­σ τη καὶ οἱ μα­γι­κὲς εἰ­κό­νες, ποὺ με­τα­σ τοι­ χει­ώ­νον­ται μέ­σα στὸν ποι­η­τι­κὸ λό­γο, καὶ ποὺ ἔ­χουν τὴν κα­τα­γω­γή τους σὲ πο­λὺ μα­κρι­νές, σχε­δὸν ἀμ­φί­βο­λες πη­γές. Ὅ­λες οἱ ση­μα­σί­ ες καὶ οἱ ἀ­να­πα­ρα­γό­με­νες το­πι­ο­γρα­φί­ες τοῦ ποι­ή­μα­τος μοιά­ζουν νὰ εἶ­ναι ἀ­πό­το­κες ἑ­νὸς ἀ­πω­λε­σμέ­νου κό­σμου, ποὺ βρί­σκουν ὅ­μως κά­ποι­α στιγ­μὴ τὶς ἀν­τι­σ τοι­χί­ες ἢ τὶς φα­σμα­τι­κές τους προ­βο­λὲς μέ­σα στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό μας στε­ρέ­ω­μα. Ἔ­τσι, ἀ­ό­ρι­στα κλά­μα­τα τοῦ ὕ­πνου, ἀ­σύ­νει­δες ἀ­γω­νί­ες τῆς ἐ­γρή­γορ­σης, μυ­ρω­δι­ὲς τοῦ χώ­μα­τος καὶ τοῦ νε­ροῦ, τε­λε­τουρ­γί­ες ἀ­πὸ ἀ­νέ­μους μέ­σα στὰ δά­ση, στε­ναγ­μοὶ ποὺ στά­θη­καν κά­ποι­α στιγ­μὴ με­τέ­ω­ροι καὶ καρ­φω­μέ­νοι μέ­σα στὸν χρό­νο, προ­κα­τα­κλυ­ σμια­ῖες κι ἀ­νε­ξι­χνί­α­στες φω­νές, τεκ­μή­ρια μι­ᾶς ὀ­μορ­φιᾶς ποὺ πέ­ τρω­σε μέ­σα στὸ ὄ­νει­ρο, ἡ σύγ­κρου­ση τῆς ἀ­κα­τα­στά­λα­χτης αἰ­ω­ νι­ό­τη­τας μὲ τὴν κα­τα­στα­λαγ­μέ­νη κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα, ρο­ὲς γε­μά­τες αἰ­σθή­μα­τα καὶ ὀ­δύ­νη, ἔρ­χον­ται νὰ προ­βλη­θοῦν μέ­σα στὸ ποί­η­μα καὶ νὰ κα­τα­λά­βουν τὸν ζω­τι­κό του χῶ­ρο. Στὴν ἀ­νά­κλα­σή τους ὁ ἀ­να­γνώ­στης ψά­χνει νὰ βρεῖ τὰ θραύ­ σμα­τα τοῦ δι­κοῦ του προ­σώ­που.


Ἡ ποί­η­ση, ἂν καὶ ξε­κι­νά­ει ἀ­πὸ πο­λὺ μα­κριά, ἔρ­χε­ται καὶ δρᾶ πλη­σιόχω­ρα στὸν ἄν­θρω­πο. Σι­γο­ψι­θυ­ρί­ζει στὸ αὐ­τὶ τοῦ ἀ­να­ γνώ­στη. Γί­νε­ται ἡ μο­να­δι­κὴ φω­νὴ μέ­σα στὴ μο­να­χι­κή του βύ­θι­ση. Γι' αὐ­τό, πι­στεύ­ω, πὼς ἡ κα­τά­στα­ση τῆς σκο­τει­νῆς μο­να­ξιᾶς, ἡ κα­τά­στα­ση τῆς δρα­μα­τι­κῆς μο­να­χι­κό­τη­τας, εἶ­ναι τὸ ἀ­σφα­λέ­στε­ρο ση­μεῖ­ο γιὰ νὰ συ­ναν­τη­θεῖ τὸ ποί­ημ ­ α μὲ τὸν ἀ­να­γνώ­στη. Ἐ­κεῖ θὰ σμί­ξουν καὶ θὰ γί­νουν μα­ζὶ τὸ ση­μεῖ­ον στί­ξης τοῦ χρό­νου, ἡ συμ­πυ­ κνω­μέ­νη τε­λεί­α ποὺ θὰ στα­μα­τά­ει τὴν κί­νη­ση τοῦ κό­σμου, τὴ ρο­πὴ συ­νε­χεί­ας. Καὶ ὡς δι­ὰ μα­γεί­ας ἡ τε­λεί­α θὰ γί­νε­ται τρο­χὸς καὶ ἐκ νέ­ου θὰ τί­θε­ται σὲ κί­νη­ση ὁ κό­σμος καὶ ὁ ἀ­να­γνώ­στης μὲ ὁ­δη­γό του τὸ ποί­η­μα θὰ ἀ­να­τρέ­χει πρὸς τὶς ἀ­να­ρίθ­μη­τες κα­τευ­θύν­σεις τῆς πο­λυ­πρι­σμα­τι­κῆς ποι­η­τι­κῆς συγ­κί­νη­σης. Ὁ ἀ­να­γνώ­στης μὲ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῶν δι­κῶν του συγ­γε­νι­κῶν κα­τα­στά­σε­ων καὶ μὲ τὸν πλοῦ­το, ποὺ ἡ γνώ­ση τῶν δε­δο­μέ­νων τοῦ κό­σμου προσ­δί­δει, ἐ­πεμ­βαί­νει δρα­στι­κὰ στὸ ποί­ημ ­ α κά­θε φο­ρὰ ποὺ τὸ δι­α­βά­ζει ἢ κά­θε φο­ρὰ ποὺ τὸ θυ­μᾶ­ται. Συ­νή­θως κά­θε φο­ρὰ ἀ­να­κα­λύ­πτει νέ­α ποι­ητ­ ι­κὰ στοι­χεῖ­α ποὺ δὲν τὰ εἶ­χε ἀν­τι­λη­φθεῖ τὴν πρώ­τη φο­ρὰ καὶ ποὺ πι­θα­νὸν νὰ μὴν ὑ­πῆρ­χαν καὶ ὡς πρό­θε­ση μέ­σα στὴ συ­νεί­δη­ση τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ. Κά­θε φο­ρά, πά­λι, ἀ­φαι­ρεῖ τὰ λι­γό­τε­ρο ποι­η­τι­κὰ στοι­χεῖ­α, ποὺ ἐν­δε­χο­μέ­νως ἐ­πι­βα­ρύ­νουν τὸ ποί­η­μα ἢ καὶ τὴ δι­κή του, μό­νο, συγ­κε­κρι­μέ­νη ψυ­χο­σύν­θε­ση. Ἔ­τσι ἡ ἀ­νά­γνω­ση κα­τα­λή­γει νὰ εἶ­ναι μι­ὰ ἀ­τε­λεύ­τη­τη δι­αδ ­ ι­ κα­σί­α, κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α ὅ­μως τὸ ἀ­κραιφ­νὲς ποι­η­τι­κὸ κύτ­τα­ρο πα­ρα­ μέ­νει ἀ­λώ­βη­το, ὑ­πε­ρα­σπι­ζό­με­νο ἀ­πὸ τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κευ­μέ­νη δύ­να­μη τοῦ ποι­ή­μα­τος. Ὁ ἀ­να­γνώ­στης ἐμ­βα­πτι­ζό­με­νος μέ­σα στὴν κα­τά­στα­ση τοῦ ποι­ή­μα­τος ζεῖ με­ρι­κὲς ἀ­πὸ τὶς ἰ­δα­νι­κό­τε­ρες, ἴ­σως, στιγ­μὲς τῆς κα­ θη­με­ρι­νό­τη­τάς του. Γι' αὐ­τὸ καὶ θε­ω­ρεῖ τὸ ποί­η­μα ὡς τὸν μο­να­δι­κὸ λε­κτι­κὸ ὀρ­γα­νι­σμό, ποὺ τοῦ προ­σφέ­ρει τὴ βί­ω­ση ἑ­νὸς ἀ­πο­κα­θαρ­μέ­ νου καὶ ὑ­πε­ρού­σιου κό­σμου. Ὁ ἀ­να­γνώ­σ της δί­πλα στὸ ποί­η­μα ἢ μέ­σα στὸ ποί­ημ ­ α ἢ καὶ μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸ ποί­η­μα, ἀλ­λὰ πάν­τα κά­τω ἀ­πὸ τὴν ἐ­πή­ρειά του, κερ­δί­ζει τὴν ἰ­δι­ά­ζου­σα ψυ­χο­λο­γι­κὴ κα­τά­σ τα­ση τοῦ ἀν­θρώ­που, ποὺ τε­λεῖ ὑ­πὸ τὴν ἐμ­πει­ρί­α μι­ᾶς νέ­ας καὶ ὑ­ψη­λῆς συ­νεί­δη­σης τοῦ κό­σ μου. Ὁ ποι­η­τής, ὅ­μως, ποῦ βρί­σκε­ται κα­τὰ τὸ στά­διο αὐ­τό; Μά, που­θε­νά. Για­τί, ὅ­πως ἀ­πο­φάν­θη­κε ὁ γάλ­λος στο­χα­στὴς Μω­ρὶς Μπλαν­


σό, «αὐ­τὸς ποὺ γρά­φει εἶ­ναι ἕ­νας ἄν­θρω­πος πα­ρα­με­ρι­σμέ­νος, ἕ­νας ἄν­θρω­πος ποὺ δι­ώ­χνε­ται». Ἕ­νας ποὺ φυ­γα­δεύ­ε­ται στὸ σκο­τά­δι, ἀ­φοῦ δὲν χρει­ά­ζε­ται πιά. Ὁ ποι­η­τὴς ὑ­πῆρ­ξε. Τώ­ρα ὑ­πάρ­χει μό­νο τὸ ποί­η­μα. Καὶ μό­νος δι­αφ ­ εν­τευ­τής του ἀ­πο­μέ­νει τε­λι­κὰ ὁ ἀ­να­γνώ­στης. 1995


XXXVII. ΠΕ­ΡΙΕ­ΧΟ­ΜΕ­ΝΑ Μ Ε ­Ρ Ο Σ Π Ρ Ω ­Τ Ο I. Η ΓΕ­ΝΕ­ΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙ­Η­ΤΗ, ΤΟΥ ΠΟΙ­ΗΜ ­ Α­ΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ Α­ΝΑ­ΓΝΩ­ΣΤΗ

13

II. ΤΟ ΧΑ­ΜΕ­ΝΟ ΠΟΙ­Η­ΜΑ

23

III. Ο ΚΟΚ­ΚΙ­ΝΟ­ΛΑΙ­ΜΗΣ

29

IV. Ο ΜΥ­ΣΤΗΣ ΤΩΝ ΚΟ­ΣΜΙ­ΚΩΝ ΦΩ­ΝΩΝ

33

V. ΤΟ ΣΥΝ­ΔΡΟ­ΜΟ ΤΟΥ ΡΑ­ΣΑ­ΒΕ­ΡΑΚ

39

VI. ΠΟΙ­Η­ΣΗ ΚΑΙ ΜΕ­ΤΑ­ΜΟΝ­ΤΕΡ­ΝΟ

43

VII. Η ΠΟΙ­Η­ΣΗ ΚΑΙ Η ΦΩ­ΤΙΑ

53

Ἕ­νας μύ­θος γιὰ τὸν Ἀρ­θοῦ­ρο Ρεμ­πὼ VIII. Ο Α­ΠΕΛ­ΠΙ­ΣΜΕ­ΝΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙ­ΗΣ ­ ΗΣ

57

IX. Ε­ΧΕΙ ΡΟ­ΛΟ Η ΒΩ­ΜΟ­ΛΟ­ΧΙΑ;

61

X. Ο «ΣΥΝ­ΘΕ­ΤΙ­ΚΟΣ ΡΕ­Α­ΛΙ­ΣΜΟΣ» ΤΟΥ ΝΙ­ΚΟΥ ΠΑΠ­ΠΑ

63

XI. ΣΤΑ­ΣΕΙΣ ΚΑΙ Α­ΝΑ­ΣΤΑ­ΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΟΙ­Η­ΤΩΝ ΤΗΣ ΓΕ­ΝΙΑΣ ΤΟΥ ’60

69

XII. ΤΑ ΓΙΑ­ΤΙ ΚΑΙ ΤΑ ΤΙ ΤΗΣ ΛΟ­ΓΟ­ΤΕ­ΧΝΙΑΣ

75

XIII. ΣΥ­ΝΗ­ΓΟ­ΡΙΑ ΑΝ­ΘΟ­ΛΟ­ΓΙΑΣ

79

XIV. Η ΕΛ­ΛΗ­ΝΙ­ΚΗ ΠΟΙ­Η­ΣΗ ΣΗ­ΜΕ­ΡΑ

87

Μ Ε ­Ρ Ο Σ Δ Ε Υ ­Τ Ε ­Ρ Ο XV. ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΑ­ΚΗ ΒΑΡ­ΒΙ­ΤΣΙ­Ω­ΤΗ

93

α. για­τί «ὄ­χι πιὰ δά­κρυ­α» β. Νή­μα­τα τῆς Παρ­θέ­νου

101

γ. Ὁ Τά­κης Βαρ­βι­τσι­ώ­της με­τα­φρά­ζει Μαλ­λαρ­μὲ

104

XVI. ΚΩ­ΣΤΑΣ ΒΑΡ­ΝΑ­ΛΗΣ

113

«Τὸ φῶς ποὺ καί­ει» ἀ­κό­μα XVII. ΓΙ­ΩΡ­ΓΟΣ ΒΑ­ΦΟ­ΠΟΥ­ΛΟΣ

119

Τὰ ἀλ­λό­κο­τα «Ρό­δα τῆς Μυρ­τά­λης» XVIII. ΓΙΑ­ΝΝΗΣ ΔΑΛ­ΛΑΣ

135

«Δό­κι­μος σὲ συν­τε­χνί­α» XIX. ΔΗ­ΜΗ­ΤΡΗΣ ΔΟΥ­ΚΑ­ΡΗΣ

141


α. Μα­θη­τεύ­ον­τας στὸν Δού­κα­ρη β. Τὸ ἀ­να­λω­μέ­νο πρό­σω­πο ἀ­νά­με­σα στὴν Πρά­ξη καὶ τὸ Ὅ­ρα­μα

145

γ. Τὸ ποί­η­μα «Οἱ φω­το­γρα­φί­ες» ἢ πῶς ἀ­πο­θα­να­τί­ζε­ται ἡ κα­θη­με­ρι­νή μας πτώ­ση

150

XX. ΓΙ­ΩΡ­ΓΟΣ ΘΕ­ΜΕ­ΛΗΣ

155

Οἱ ἀν­θρω­πο­κεν­τρι­κὲς ἀρ­χὲς τῆς ποί­η­σής του XXI. Ο­ΔΥΣ­ΣΕ­ΑΣ Ε­ΛΥ­ΤΗΣ

163

«Ὁ μι­κρὸς ναυ­τί­λος» XXII. ΚΛΕΙ­ΤΟΣ ΚΥ­ΡΟΥ

169

Ἡ ἀ­να­ψη­λά­φη­ση μί­ας πα­ναν­θρώ­πι­νης ποί­η­σης XXIII. ΤΑ­ΣΟΣ ΛΕΙ­ΒΑ­ΔΙ­ΤΗΣ

179

Ἡ λυ­ρι­κὴ ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση τῆς ποί­ησ ­ ής του XXIV. Δ. Π. ΠΑ­ΠΑ­ΔΙ­ΤΣΑΣ

199

Μο­νο­κον­τυ­λιὰ πορ­τρέ­του XXV. Ο­ΔΥΣ­ΣΕ­ΑΣ Ε­ΛΥ­ΤΗΣ - ΓΙΑ­ΝΝΗΣ ΡΙ­ΤΣΟΣ

203

Ἡ ποι­η­τι­κὴ τῆς εἰ­κό­νας XXVI. ΓΙΑ­ΝΝΗΣ ΡΙ­ΤΣΟΣ

213

Μι­κρὰ κομ­μά­τια ἀ­πὸ τὸ ἀ­χα­νές του α. Ἡ λει­τουρ­γί­α τῆς εἰ­κό­νας μέ­σα στὴν ποί­η­ση τοῦ Γιά­ννη Ρί­τσου β. Τὰ μο­νό­ξυ­λα τῆς σι­ω­πῆς

220

γ. Σφρα­γι­σμέ­να μ’ ἕ­να χα­μό­γε­λο

234

XXVII. ΘΛΙ­ΨΗ Α­ΠΟ ΠΑ­ΛΙΑ, ΣΚΟ­ΤΕΙ­ΝΑ ΒΟΥ­ΝΑ

241

Δύ­ο σχό­λια γιὰ τὸν Χρῆ­στο Μπρά­βο α. Μὲ τοὺς λυ­πη­μέ­νους β. Μνή­μη τοῦ ποι­ητ­ ῆ Χρή­στου Μπρά­βου (1948-1987)

242

XXVIII. ΖΩ­Η ΚΑ­ΡΕΛ­ΛΗ

247

Μο­νο­κον­τυ­λιὰ πορ­τρέ­του XXIX. ΝΙ­ΚΟΣ ΠΑΠ­ΠΑΣ

249

Οἱ ἀ­να­κλή­σεις τοῦ Θεσ­σα­λι­κοῦ το­πί­ου XXX. ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

255

«Κα­τα­βύ­θι­ση» XXXI. ΤΑ­ΚΗΣ ΣΙ­ΝΟ­ΠΟΥ­ΛΟΣ Ἡ εἴ­σο­δος στὸ ἔ­ρε­βος τῶν ὀ­νο­μά­των

261


Μ Ε ­Ρ Ο Σ Τ Ρ Ι ­Τ Ο XXXII. ΠΟΙ­Η­ΣΗ ΚΑΙ ΚΙ­ΝΗ­ΣΗ

269

Τὸ στίγ­μα ἑ­νὸς μα­ζι­κοῦ ἀ­δι­έ­ξο­δου XXXIII. ΤΟ Ι­ΔΙ­Ω­ΤΙ­ΚΟ Ο­ΡΑ­ΜΑ ΚΑΙ Η ΓΕ­ΝΙΑ ΤΟΥ ’80

283

XXXIV. ΜΕ­ΡΙ­ΚΗ Α­ΝΑ­ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙ­Ω­ΣΗ ΤΟΥ Ι­ΔΙ­Ω­ΤΙ­ΚΟΥ Ο­ΡΑ­ΜΑ­ΤΟΣ

293

XXXV. ΠΙ­ΝΑ­ΚΑΣ Ο­ΝΟ­ΜΑ­ΤΩΝ

297

XXXVI. ΣΗ­ΜΕΙ­Ω­ΣΕΙΣ

300

XXXVII. ΠΕ­ΡΙΕ­ΧΟ­ΜΕ­ΝΑ

301


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.