ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
I. Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ, ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ Κάθε λόγος γιὰ τὴν ποίηση δείχνει πόσο μεγάλη ἀνάγκη ἔχει ἡ καθημερινή μας ζωὴ ἀπὸ κάτι ποὺ ὑπερβαίνει τὰ ὅριά της καὶ πού, ταυτοχρόνως, συνιστᾶ τὸ βαθύτερο νόημά της. Κάθε λόγος γιὰ τὴν ποίησ η ἐκφράζει τὸν πόθο γιὰ ἀναζήτη ση τῶν ἄφθαρτων στοιχείων τῆς καθημερινότητας, εἴτε αὐτὰ βρί σκονται μέσα στὸ ὁρατὸ καὶ ἁπτό της πεδίο, εἴτε μέσα στὸ ἀόρατο καὶ φαντασιακό. Ὅλες οἱ ἀπόπειρες γιὰ νὰ ἀναλυθεῖ καὶ νὰ προσδιορισ τεῖ ὁ ποιητικὸς λόγος ἔχουν ἕνα καὶ μόνο ἀντικειμενικὸ σκοπό: Νὰ ἐκ πορθήσουν τὰ μυσ τικὰ τῆς ἀφανέρωτης διαδικασίας καί, φυσικά, νὰ καταλήξουν σ' ἕνα παρεπόμενο συμπέρασμα. Ποιό, δηλαδή, εἶναι τὸ εἶδος καὶ τὸ μέγεθος τῆς ὑπηρεσίας, τὴν ὁποία ἡ ποίηση μὲ τὸ ὑποκείμενό της (ποιητὴς ἢ ἀναγνώσ της) καὶ τὸ ἀντικείμε νό της (θυμικὸς - συμβατικὸς - φαντασιακὸς κόσμος) προσφέρει διαχ ρονικὰ στὸν ἀνθρώπινο βίο. Ποιά παρηγορία καὶ ἐλάφρυνση ψυχῆς ἐπιτελεῖ. Ἀλλά, ὅπως ἀκριβῶς γνωρίζουμε τί εἶναι ποίηση καὶ τί δὲν εἶναι, χωρὶς ὡστόσο νὰ μποροῦμε νὰ δώσουμε ἕναν σαφῆ ὁρισμό της, ἔτσι ἐπίσης γνωρίζουμε πὼς ὅσο καὶ νὰ μιλᾶμε γιὰ τὴν ποίηση, δὲν θὰ μπορέσουμε ποτὲ νὰ ποῦμε τὴν τελευταία λέξη. Στὴ θεωρία τῆς ποίησ ης δὲν ἔχει διατ υπωθεῖ ἀκόμα ὁ τελει ωτικός, ὁ ὕψιστος ἀποστομωτικὸς λόγος. Γιατὶ πάντα θὰ προκύ πτουν κενὰ ποὺ θὰ προσδοκοῦν τὴν πλήρωσή τους. Κι ἔτσι πάντα κάτι θὰ προστίθεται, πάντα κάτι θὰ διαφοροποιεῖ τά, ἤδη, λεχθέντα. Ὅμως τὰ πράγματα αὐτὰ ὅσο εἶναι δύσκολα, ἄλλο τόσο εἶ ναι καὶ ἁπλά. Γιατὶ στὴν ποίηση ἢ εἶναι κανένας ἀπὸ μέσα ἢ εἶναι ἀπ' ἔξω. Ὁ ποιητὴς ποὺ διαλογίζεται, διακ ονεῖ τὸν ἐσωτερικό, τὸν ἀπὸ μέσα λόγο. Ὁ κριτικὸς ποὺ «ἐγκεφαλογραφεῖ», προσφέρει τὸν ἐξωτερικὸ λόγο. Καὶ οἱ δύο λόγοι ἔχουν τὴ δική τους σημασία καὶ τὴ δική τους συμβολὴ στὴν προσπάθεια κατανόησης τῶν αἰσθητικῶν φαινομένων. Διαφέρουν ὅμως βαθιὰ στὸ γεγονὸς τῆς μαρτυρίας. Ἀπὸ ἀλλοῦ ἔρχεται ὁ ποιητὴς καὶ ἀπὸ ἀλλοῦ ὁ κριτικός. Ἐν δέχεται νὰ συναντηθοῦν μέσα στὸ ποίημ α, ἀλλὰ ἐνδέχεται ἐπίσης νὰ προσπεράσει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, χωρὶς νὰ συναντηθοῦν ποτέ. Θ' ἀφήσω, ὅμως, τὸ πρόσωπο τοῦ κριτικοῦ νὰ τὸ ἀνιχνεύσουν
οἱ κριτικοὶ καὶ θὰ προσπαθήσω νὰ «ψαύσω» τὸ πρόσωπο τοῦ ποιη τῆ, δίνοντας τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὰ τῆς φυσιογνωμίας του. Μιᾶς φυσιογνωμίας, βέβαια, ποὺ ἂν ὑπάρχει ὡς ξεχωριστὴ ἰδιοσυστασία, προσεγγίζεται ἀπὸ πάρα πολλὲς πλευρές. Ὅπως ἄλ λωστε καὶ ἡ ἴδια ἡ ποίηση. Καὶ μιὰ ἀφελὴς ἐρώτηση, ποὺ θὰ ζητοῦ σε ἀπάντηση γιὰ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ποιητικῆς φυσιογνωμίας, θὰ μποροῦσε νὰ διατυπωθεῖ μὲ ἁπλὸ καὶ εὐθὺ τρόπο, ὡς ἑξῆς: Τί ἐστί, στ' ἀλήθεια, ποιητής; Ὁ ποιητὴς εἶναι ὁ λιγότερο ποιητικὸς ἄνθρωπος, εἶχε πεῖ ὁ διαλεχτὸς ἄγγλος ποιητὴς Τζὼν Κήτς. Ἡ φράση αὐτὴ θέλει νὰ πεῖ, κατὰ τὴ γνώμη μου, πὼς ὁ ποιητὴς εἶναι ποιητ ὴς μόνο ὅταν βρίσκε ται μέσα στὸ ποίημά του, δηλαδή, ὅταν τὸ γράφει. Ὅταν οἱ λέξεις τὸν ἐγκαταλείψουν κι ἐγκατασταθοῦν ὁριστικὰ μέσα στὸ ποίημ α, τότε ὁ ποιητὴς ἀπομένει ἕνας κοινὸς ἄνθρωπος. Καί, ὅπως χιλιάδες ἄλλοι συνάνθρωποί του, ὑπόκειται κι αὐτὸς στὴν ἴδια καθημερινὴ φθορά, στὴν ἴδια πνευματικὴ κόπωση, στὴν ἴδια, ὁπωσδήποτε, ἐγ κοσμίωση τῶν μεταφυσικῶν του φόβων. Ἐξωτερικὰ ἴσως νὰ δείχνει ὡς ὁ πλέον ἀσήμαντος ὅλων. Τί γίνεται, ὅμως, ἐσωτερικά; Γιατί καὶ πότε ὁ ποιητὴς μπαίνει μέσα στὸ ποίημα, γιὰ νὰ γίνει ποιητ ής; Πρίν, ὅμως, ἀπαντήσουμε στὴν ἐρώτηση αὐτή, μποροῦμε νὰ στηριχτοῦμε πάνω της καὶ νὰ δώσουμε τὸν ὁρισμὸ τοῦ ποιητ ῆ, ἕναν ἀπὸ τοὺς πάμπολλους ὁρισμοὺς ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ προταθοῦν. Ποιητής, λοιπόν, εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού, μὴ ἔχοντας ἄλλη καλύτερη δυνατότητα ἐνεργείας, συμπεριφέρεται μὲ λόγο ποιητικὸ ἢ διὰ τοῦ ποιητικοῦ λόγου ἢ ὡς λόγος ποιητ ικός. Ποιητ ής, δηλαδή, (ἀναποδογυρίζουμε τώρα τὴν πρόταση καὶ τὴν ὑπεραπλουστεύου με) εἶναι αὐτὸς ποὺ —μαγνητισμένος ἀνεξήγητα— ἐπωμίζεται τὸ ἄχθος τοῦ ποιήματος, μὴ ἔχοντας κάτι πιὸ πρόσφορο νὰ κάνει. Ἡ ὤθηση τοῦ ποιητῆ γιὰ νὰ εἰσέλθει μέσα στὴ διαδ ικασία τοῦ ποιήματος, προκαλεῖται ἀπὸ μιὰ ἐν δυνάμει ἀόριστη ἀνησυχία ποὺ κουβαλάει μαζί του. Ἡ ἀνησυχία αὐτὴ ἐγείρεται εἴτε ἀπὸ τὴ θε τικὴ ἀνταπόκριση πρὸς τὰ καλῶς ἔχοντα τῶν πραγμάτων τοῦ ἐξω τερικοῦ κόσμου (θαυμασμός, ἐνθουσιασμός, εὐαρέσκεια, δόξα), εἴτε ἀπὸ τὴν ἀρνητικὴ ἀνταπόκριση πρὸς τὰ κακῶς ἔχοντα (δυσαρέσκεια, θλίψη, θρῆνος, ἀγανάκτηση). Αὐτὴ ἡ θετικὴ ἢ ἀρνητικὴ ἀνταπόκριση ὁδηγεῖ τὸν ποιητὴ στὴν ἐπιθυμία γιὰ ἐπέμβαση μέσω τῆς ἔκφρασης. Πιὸ ρηξικέλευθη ἄποψη θὰ ἦταν ἡ ἑξῆς: Δὲν ὑπάρχει θέμα
ἀνταπόκρισης. Ὁ ποιητὴς εἶναι ποιητ ὴς ἔτσι κι ἀλλιῶς, χωρὶς ἐξή γηση. Ὡστόσο ὁ ποιητὴς καὶ ἡ ποίηση ἐπιχειροῦν μιὰ ἐπέμβαση. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἐπέμβαση ποὺ ἀφορᾶ στὴν ἀποκατάστα ση τῶν ἀληθινῶν συνθηκῶν τῆς πραγματικότητας. Μιὰ ἐπέμβαση ποὺ ἀποσκοπεῖ στὴν ἑδραίωση τῆς ἀλήθειας, ὅπως τὴν ὁραματίζεται ὁ ποιητ ὴς καὶ ὅπως τὴν ἐνστερνίζεται ὡς μόνη ἁρμόζουσα ποιότ ητα τοῦ ζεῖν καὶ τοῦ γίγνεσθαι. Αὐτό, βέβαια, εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἰσχυρὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῆς ποίησης. Γιατὶ ἡ ποίησ η συνιστᾶ μιὰ ἄνευ ὅρων παρέμβαση στὴν πραγματικότητα. Τὴ λαξεύει καὶ τὴ διαμ ορφώνει κατὰ τὸν ἰδεατὸ τρόπο. Ἀπονέμοντας δικαιοσύνη καὶ χαρίζοντας ὀμορφιά. Ἀποκαθιστώντας τὴ χαμένη ἰσορροπία καὶ ἀποδίδοντας τὸ ἐλλεῖπον. Ἡ ποίηση προσπαθεῖ νὰ ἀνεβάσει τὴν πεζὴ πραγματικότητα μέχρι τὸ ἐπίπεδο τῆς ἰδέας. Νὰ τὴν ταυτίσει μὲ τὴν ἀόρατη πραγ ματικότητα τῆς φαντασιακῆς μας προέκτασης, αὐτὴν ποὺ ἀνὰ πᾶ σα στιγμὴ ζοῦμε καὶ συγκροτοῦμε μέσα μας καὶ εἶναι ἴσως γι' αὐτὸ περισσότερο ἀληθινή. Θὰ ἀναφέρω ἐδῶ ἕνα παράδειγμα, ποὺ δείχνει, μὲ τὸν εἰ δικὸ τρόπο τῆς ποίησης, πῶς ἕνας ποιητ ὴς διαφ οροποιεῖται στὴν ἀντίληψη τῆς πράγματικότητας ἀπὸ τοὺς μὴ ποιητὲς καὶ πῶς ἐπεμ βαίνει στὸ πραγματικὸ γεγονός, μεταμορφώνοντας τὴν εἰκόνα του σὲ κάτι τὸ ὑψηλότερο καὶ κυρίως ἰδεατό. Ἡ ἰδέα ἀνήκει στὸν ποι ητὴ Θεοδόση Νικολάου καὶ τὴν κατέδειξε μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ Σολωμικοῦ ἐπιγράμματος «Γαλήνη» στὴ μελέτη του γιὰ τὸ «πῶς ἀναλύουμε αἰσθητικὰ ἕνα ποίημ α». Τὴν ἐπαναπροτείνω ἐδῶ, ἐφαρ μόζοντάς την σὲ ἕνα ἄλλο ποίημ α τοῦ Σολωμοῦ, γιὰ νὰ φανεῖ ἔτσι ἡ καθολική της ἐπιβεβαίωση. Ἂς παρακολουθήσουμε τὸ ποίημ α, λοιπόν, τοῦ Διονυσίου Σο λωμοῦ «Ἡ ψυχούλα», ὅπου, γιὰ συντομία, θὰ σταματήσουμε στὶς δύο πρῶτες στροφές: Ὡσὰν γλυκύπνοο Δροσάτο ἀεράκι Μέσα σὲ ἀνθότοπο 'Κειὸ τὸ παιδάκι Τὴν ὕστερη ἔβγαλε Ἀναπνοὴ
Καὶ ἡ ψυχούλα του Εἰς τὸν ἀέρα Γλήγορα ἀνέβαινε Πρὸς τὸν αἰθέρα Σὰν λιανοτρέμουλη Σπίθα μικρή... Ἀπὸ τὶς δύο αὐτὲς στροφὲς μποροῦμε νὰ ἀποσπάσουμε τοὺς στίχους ἐκείνους ποὺ συνιστοῦν μιὰν ἁπλὴ περιγραφὴ τοῦ γεγονό τος, ὅπως τὴν αἰσθάνεται ὁ μέσος ἄνθρωπος: «...’κειὸ τὸ παιδάκι Τὴν ὕσ τερη ἔβγαλε Ἀναπνοή…», ἀπὸ τὴν πρώτη στροφὴ καὶ «Καὶ ἡ ψυχούλα του Εἰς τὸν ἀέρα Γλήγορα ἀνέβαινε Πρὸς τὸν αἰθέρα», ἀπὸ τὴ δεύτερη. Ἔτσι περίπου θὰ ἐκφράζονταν οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, συγκινημένοι ἀπὸ τὴν παρατήρηση τοῦ θανάτου τοῦ μικροῦ παι διοῦ. Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ θὰ προσπαθοῦσαν νὰ μεταδώσουν τὴν πληροφορία καὶ μάλισ τα μὲ τὰ λόγια τῶν τριῶν στίχων τῆς πρώ της στροφῆς: ’κειὸ τὸ παιδάκι Τὴν ὕστερη ἔβγαλε Ἀναπνοή. Ἂν θὰ συνέχιζαν μὲ τοὺς τέσσερις ἑπόμενους στίχους τῆς δεύτερης στροφῆς: Καὶ ἡ ψυχούλα του Εἰς τὸν ἀέρα Γλήγορα ἀνέβαινε Πρὸς τὸν αἰθέρα, θὰ τὸ ἔκαναν γιὰ νὰ δηλώσουν τὸ ὕψος τῆς συγκίνησής τους, ἐνῶ
ταυτοχρόνως θὰ ἀναζητοῦσαν καὶ κάποια ἐνδόμυχη παρηγοριά. Ὅμως μπροστὰ στὸ συνταρακτικὸ αὐτὸ συμβάν, ὁ ποιητὴς κάνει τὴν ἐμφάνισή του ἀμέσως, δὲν ἀφήνει νὰ προηγ ηθεῖ πρῶτα ὁ κοινὸς νοῦς (ὅπως π.χ. στὸ ποίημα «Γαλήνη»), γιατὶ θέλει νὰ δώ σει μιὰ ἄλλη τάξη, μιὰ ἄλλη προτεραιότητα στὴν πραγματικότητα. Ἐπεμβαίνει καὶ προσδίδει τὰ στοιχεῖα τοῦ δικοῦ του ἰδεατ οῦ κό σμου μὲ σκοπὸ νὰ τὰ ἐπιβάλει στὸ ἐνεργητικὸ παρόν. Ἔτσι, μὲ τοὺς τρεῖς πρώτους στίχους τῆς πρώτης στροφῆς: Ὡσὰν γλυκύπνοο Δροσάτο ἀεράκι Μέσα σὲ ἀνθότοπο, καὶ μὲ τοὺς δύο τελευταίους τῆς δεύτερης στροφῆς: Σὰν λιανοτρέμουλη Σπίθα μικρὴ ὁ ποιητὴς ἐπεμβαίνει καὶ μὲ τὸν ἐκφραστικό του τρόπο διορθώνει, ὅσο μπορεῖ, τὰ κακῶς κείμενα τοῦ κόσμου. Οἱ δύο αὐτὲς παρομοιώσεις, εἰδικὰ ἡ δεύτερη γιὰ τὴν ὁποία πιστεύω ὅτι πολὺ δύσκολα μποροῦμε νὰ βροῦμε ὅμοιά της μέσα σὲ ὅλες τὶς διαδρομὲς τοῦ ποιητικοῦ λόγου, μᾶς μεταφέρουν στὴν ὀπτικὴ γωνία τοῦ ποιητῆ, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐκφέρει τὸ μαγικό του ξόρκι, τὸν στίχο, γιὰ νὰ ἐξαγνίσει τὴν πραγματικότητα καὶ νὰ τὴ συμπληρώσει μὲ στοιχεῖα ὡραιότ ητας καὶ δικαιοσ ύνης. Διαπιστώνουμε μιὰ μείξη τοῦ πραγματικοῦ τοπίου μὲ τὸ φαντασιακὸ καὶ στὴ μείξη αὐτὴ ἡ ροὴ τοῦ γεγονότος συνεχίζεται μέχρι τὴν τελικὴ δικαίωση. Στὴ συνέχεια τοῦ ποιήματος τὸ νεκρὸ παιδὶ γίνεται ἕνα ἀγγελάκι μέσα στὸν ἔναστρο οὐρανό. Τόσο, λοιπόν, βεβαρυμένος μπαίνει μέσα στὸ ποίημ α ὁ ποιη τὴς καὶ τόσο ἀποκαθαρμένος ἐξέρχεται ἀπὸ αὐτό. Καί, ὕστερα, τὸ ποίημα ἔρημο καὶ μοναχικὸ ταξιδεύει ἀπὸ ἐποχὴ σὲ ἐποχὴ γιὰ νὰ συναντήσει τοὺς ἀναγνῶστες του καὶ νὰ συνδιαλεχθεῖ μαζί τους. Πρὶν φτάσουμε, ὅμως, στὸν ἀναγνώστη, θὰ σταματήσουμε λίγο σ' αὐτὴν τὴν ἰδιότυπη δημιουργία, ποὺ λέγεται ποίημα. Γνωρίζουμε τὸν δημιουργό του, γνωρίζουμε ὅτι εἶναι μιὰ κα τασκευὴ ἀπὸ λέξεις, γνωρίζουμε ὅτι πρέπει νὰ ὑπακούει στοὺς
κανόνες μιᾶς ὁρισμένης μορφολογίας. Ἀλλά, μόνον αὐτό; Πρέπει, μήπως, νὰ σημαίνει καὶ κάτι; Κι ἂν δὲν σημαίνει, μπορεῖ νὰ στέκεται μόνο μὲ τὴ μορφή του; Κι ἂν σκύψουμε στὸ σημαινόμενο, θὰ πρέπει νὰ τὸ δοῦμε μὲ σαφήνεια δοσμένο καὶ μὲ συγκεκριμένα περιγράμματα; Ἀτέρμονα ἐρωτήματα σημαδεύουν τὸ ποίημ α γιὰ νὰ τὸ πει θαναγκάσουν νὰ φανερώσει τὰ μυστικά του. Ἡ ἀναλυτικὴ καὶ πολ λὲς φορὲς διαλυτικὴ ἐπισκόπηση τοῦ ποιήματος δύσκολα φέρνει ἀποτελέσματα, ἂν δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ τὸ δεῖ κανεὶς ἀπὸ μέσα. Ὁ ἀμερικανὸς ποιητὴς Ἄρτσιμπαλ Μακλὴς στὸ ποίημά του «Αrs Poetica» διατείνεται ὅτι τὸ ποίημ α πρέπει νὰ εἶναι ἁπτὸ καὶ ἀμίλητο... τὸ ποίημα πρέπει νὰ εἶναι κι ὄχι νὰ σημαίνει. Δέχομαι τὴν ἄποψη τοῦ Μακλῆς μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ὁ ποιη τικὸς λόγος ξεπερνάει κάθε ἄλλη μορφὴ τοῦ λόγου σὲ αἰσθητικὴ προσαρμογὴ σχεδὸν μὲ τὴ γέννησή του. Θέλω νὰ πῶ ὅτι τὸ ποίημα στηρίζει τὴ διηνεκῆ ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας σὲ μιὰ προϋπ άρχουσα αἰσθητικὴ καταξίωση. Ὅτι ἡ μορφολογική του ὁλοκλήρωση ἔχει, ἤδη, συντελεστεῖ κατὰ τὸ πλεῖστον πίσω ἀπὸ τὸ παραβάν. Καὶ ἑπομένως τὸ ποίημ α πρῶτα ὑπακούει στὸ «εἶναι» κι ἔπειτα στὸ «σημαίνειν». Διαφορετικὰ θὰ μιλούσαμε γιὰ κάποια ἄλλη μορφὴ τοῦ λόγου καὶ ὄχι γιὰ τὸ ποίημα. Καί, βέβαια, τὸ «σημαίνειν» μπορεῖ νὰ ἀκολουθεῖ στὴ χρο νικὴ τάξη τὸ «εἶναι», δὲν ἐκλαμβάνεται ὅμως καθόλου ὡς ὑποδε έστερο κατὰ τὴ σημασία. Τὸ ποίημα ἀποτελεῖται ἀπὸ λέξεις καὶ κάθε λέξη παραπέμπει σὲ σημασίες. Ἀπὸ τὴ σύνδεση τῶν διαφόρων σημασιῶν ἐκπορεύετ αι τὸ σκοπούμενο νόημα. Ποίημ α, λοιπόν, εἶ ναι ἡ κατασκευὴ ἐκείνη τοῦ λόγου ποὺ θέλει νὰ ποῦμε ὁρισμένα πράγματα κατὰ ἕνα συγκεκριμένο τρόπο. Τὸ νόημα ὁλοκληρώνει πάντα τὴν αἰσθητικὴ λειτουργία τοῦ κειμένου, τόσο στὴν περίπτωση ποὺ συνιστᾶ ἕνα ἀπὸ τὰ ζητούμενα τοῦ δημιουργοῦ, ὅσο καὶ στὴν περίπτωση ποὺ προκύπτει αὐτοφυ ῶς, σὰν λογικὴ συνέπεια τοῦ συνειρμοῦ ὅλων τῶν ὑπὸ ἀνάπτυξη συλλογισμῶν, ποὺ μεταφέρει τὸ ποίημα. Ἔτσι τὸ ποίημα μηνύει μὲ μιὰ πρισματικὴ ἀντανάκλαση τοῦ νοήματος τῶν λέξεων. Καί, ταυτόχρονα, καθὼς λόγος καὶ μορφὴ ἐσωτερικεύονται, βυθίζεται ὁλόκληρο μέσα στὴν οὐσία τοῦ ἀρχέτυ που καὶ τοῦ ἄχρονου, δηλαδὴ τοῦ αἰώνιου. Ὑπάρχουν κριτικοὶ ποὺ ἀπορρίπτουν τὴ λειτουργία αὐτὴ τοῦ
ποιήματος. Ὁ Μπὰρτ π.χ. δέχεται ὅτι δὲν ὑπάρχει σημαινόμενο καὶ ὅτι ὅλη ἡ λογοτεχνία εἶναι ἕνα ἀπατηλὸ σύστημα παραγωγῆς νοήματος. Μά, τότε, ἡ ὅλη περιπέτεια τοῦ ποιήματος εἶναι μιὰ διαδ ικα σία χωρὶς νόημα; Καὶ πῶς μιὰ ποίηση δίχως νόημ α ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει ὕστερα ἀπὸ τόσες χιλιάδες χρόνια; Ἁπλούστατα, λέει μιὰ φωνὴ μέσα μου, ἐπειδὴ ἡ ποίησ η νοη ματοδοτεῖ παίζοντας μὲ τὸ κρυφό μας πεπρωμένο. Καὶ ἴσως γι' αὐτὸ ὁ Γκαστὸν Μπασελὰρ ἔχει ἀπόλυτο δίκιο, ὅταν ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ ποίηση εἶναι μιὰ κατ' ἐξοχὴν λειτουργία τῆς διέγερσης. Καὶ γι' αὐτό, ἀκόμα, εἴτε τὸ ξέρει, εἴτε δὲν τὸ ξέρει, ὁ κάθε ποιητὴς τείνει πρὸς τὴ συμπαντικὴ προοπτικὴ τῆς ἀλήθειας. Πῶς, λοιπόν, νὰ μὴν δικαιωθεῖ ὁ γάλλος ποιητ ὴς Πιὲρ Ρε βερντύ, ὅταν γράφει ὅτι τὸ συμπαντικὸ καὶ τὸ ἀνθρώπινο δράμα ἐξισώνονται μέσα στὴν ποίηση; Ἀναντίρρητα τὸ δραματικὸ στοιχεῖο εἶναι τὸ κυρίαρχο τόσο μέσα στὸν μικρόκοσμο, ὅσο καὶ στὸν μακρόκοσμο. Ἡ ποίηση εἶναι τὸ μοναδικὸ ὄχημα μεταφορᾶς τῆς ὀδύνης αὐτῆς, μιὰ μεταφορά, βέβαια, ποὺ θέλει τὴν ἐξουθενωτικὴ συμμετοχὴ τοῦ ποιητῆ. Τὸ ἔργο τῆς γραφῆς δυναστεύει πάντα τὸν δημιουργό. Ἀκό μα καὶ ὁ μεταξὺ τῶν πιὸ δυνατῶν ποιητ ῶν Ἔζρα Πάουντ ἐκλιπα ρεῖ, στὸ ποίημά του «Τὸ νησὶ τῆς λίμνης», γιὰ μιὰ ὁποιαδήποτε δουλειὰ ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὸ τὸ καταραμένο ἔργο τῆς γραφῆς ποὺ θέλει τὸ μυαλὸ ὅλη τὴν ὥρα νὰ δουλεύει Μὲ τὸ μυαλό, λοιπόν, νὰ δουλεύει ὅλη τὴν ὥρα ὁ ποιητ ὴς φέρνει στὸν κόσμο μας τὸ ποίημά του. Ἄλλες φορὲς εὑρισκόμενος μπροστὰ ἀπὸ τὸ ποίημα καὶ ἄλλες φορὲς εὑρισκόμενος πίσω του. Θέλω νὰ πῶ πὼς ἄλλοτε ἐκμαιεύει ὁ ποιητὴς τὸ ποίημ ά του μέσα ἀπὸ τὸ σκοτεινὸ πηγάδι, ποὺ ἀνοίγεται μέσα του, καὶ ἄλλες φορὲς ἔρχεται τὸ ἴδιο τὸ ποίημα νὰ τὸν συναντήσει. Εἴτε μὲ τὸν ἕναν τρόπο, ὅμως, εἴτε μὲ τὸν ἄλλο, τὸ ποίημ α μέχρι νὰ τοῦ ἐμφυσηθεῖ πνοὴ ζωῆς καὶ νὰ συσαρκωθεῖ τὸν λόγο, διέρχεται ἀπὸ τρία καθοριστικὰ στάδια. Στὸ πρῶτο στάδιο τὸ ποίημα συντελεῖται ὡς ἀόρατη ἐκδή λωση τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου τοῦ δημιουργοῦ. Ἀντικατοπτρισμοὶ
αἰσθημάτων, τρομώδη ἐρεθίσματα καὶ ἀτμοὶ ἰδεῶν ἐγείρονται, ζη τώντας νὰ λάβουν συγκεκριμένη συστοιχία νοημ άτων καὶ νὰ μορ φοποιηθοῦν στὴ φαντασία. Ἡ σκέψη γίνεται μιὰ ροὴ ὑλώδης, μὲ χρώματα ποὺ δοκιμάζουν πλείστους σχηματισμούς, προσπαθώντας νὰ δώσουν ἔκφραση στὶς ἀγωνίες τοῦ νοῦ. Στὸ δεύτερο στάδιο ἔχουμε τὴν τελικὴ κατακύρωση τῆς μυ στηριακῆς διεργασίας ὑπὲρ τοῦ γραπτοῦ λόγου. Εἶναι φυσικὸ νὰ ὑπάρξουν πολλαπλὲς διαδρομὲς ἀπὸ τὸ ἀφετηριακὸ γεγονὸς πρὸς τὸ ποιητικὸ ἀποτέλεσμα καὶ ἀρκετὲς ἴσως λοξοδρομήσεις. Καὶ εἶ ναι δυνατὸν ἀκόμα κατὰ τὶς διαδρομὲς αὐτὲς νὰ ἔχουμε σημαντι κὲς ἀπώλειες ἀπὸ τὸ ἀρχικὸ ὑλικό, μέρος τοῦ ὁποίου δὲν θὰ μπο ρέσει νὰ λάβει ποτὲ τὴ μορφὴ τοῦ λόγου. Αὐτὸ τὸ ὑφιστάμεθα πιὸ ἔντονα στὶς περιπτώσεις ἐκεῖνες ποὺ ἡ ἐγγραφὴ τοῦ ποιήματος δὲν συμπίπτει μὲ τὴ γένεσή του. Τὸ τρίτο στάδιο τοῦ ποιήματος λαμβάνει χώρα κατὰ τήν, ἐρή μην τοῦ δημιουργοῦ, αἰσθητικὴ συνομιλία του μὲ τὸν ἀναγνώστη. Ἡ αἰσθητικὴ συνομιλία ποιήματος καὶ ἀναγνώσ τη προϋπο θέτει μιὰ ἀναγκαία κατανόηση ἐκ μέρους τοῦ ἀναγνώσ τη τῶν γενεσιουργικῶν αἰτίων τοῦ ποιήματος, καθὼς καὶ τῶν νόμων ποὺ διέπουν τὴ μορφολογία του. Αὐτό, ἄλλωσ τε ἰσχύει καὶ γιὰ κάθε ἄλλο αἰσθητικὸ φαινόμενο. Ἐπίσης θὰ πρέπει νὰ ἐκληφθοῦν ὡς οἰκεῖες ἀπὸ τὸν ἀναγνώσ τη καὶ οἱ μαγικὲς εἰκόνες, ποὺ μετασ τοι χειώνονται μέσα στὸν ποιητικὸ λόγο, καὶ ποὺ ἔχουν τὴν καταγωγή τους σὲ πολὺ μακρινές, σχεδὸν ἀμφίβολες πηγές. Ὅλες οἱ σημασί ες καὶ οἱ ἀναπαραγόμενες τοπιογραφίες τοῦ ποιήματος μοιάζουν νὰ εἶναι ἀπότοκες ἑνὸς ἀπωλεσμένου κόσμου, ποὺ βρίσκουν ὅμως κάποια στιγμὴ τὶς ἀντισ τοιχίες ἢ τὶς φασματικές τους προβολὲς μέσα στὸ ἐσωτερικό μας στερέωμα. Ἔτσι, ἀόριστα κλάματα τοῦ ὕπνου, ἀσύνειδες ἀγωνίες τῆς ἐγρήγορσης, μυρωδιὲς τοῦ χώματος καὶ τοῦ νεροῦ, τελετουργίες ἀπὸ ἀνέμους μέσα στὰ δάση, στεναγμοὶ ποὺ στάθηκαν κάποια στιγμὴ μετέωροι καὶ καρφωμένοι μέσα στὸν χρόνο, προκατακλυ σμιαῖες κι ἀνεξιχνίαστες φωνές, τεκμήρια μιᾶς ὀμορφιᾶς ποὺ πέ τρωσε μέσα στὸ ὄνειρο, ἡ σύγκρουση τῆς ἀκαταστάλαχτης αἰω νιότητας μὲ τὴν κατασταλαγμένη καθημερινότητα, ροὲς γεμάτες αἰσθήματα καὶ ὀδύνη, ἔρχονται νὰ προβληθοῦν μέσα στὸ ποίημα καὶ νὰ καταλάβουν τὸν ζωτικό του χῶρο. Στὴν ἀνάκλασή τους ὁ ἀναγνώστης ψάχνει νὰ βρεῖ τὰ θραύ σματα τοῦ δικοῦ του προσώπου.
Ἡ ποίηση, ἂν καὶ ξεκινάει ἀπὸ πολὺ μακριά, ἔρχεται καὶ δρᾶ πλησιόχωρα στὸν ἄνθρωπο. Σιγοψιθυρίζει στὸ αὐτὶ τοῦ ἀνα γνώστη. Γίνεται ἡ μοναδικὴ φωνὴ μέσα στὴ μοναχική του βύθιση. Γι' αὐτό, πιστεύω, πὼς ἡ κατάσταση τῆς σκοτεινῆς μοναξιᾶς, ἡ κατάσταση τῆς δραματικῆς μοναχικότητας, εἶναι τὸ ἀσφαλέστερο σημεῖο γιὰ νὰ συναντηθεῖ τὸ ποίημ α μὲ τὸν ἀναγνώστη. Ἐκεῖ θὰ σμίξουν καὶ θὰ γίνουν μαζὶ τὸ σημεῖον στίξης τοῦ χρόνου, ἡ συμπυ κνωμένη τελεία ποὺ θὰ σταματάει τὴν κίνηση τοῦ κόσμου, τὴ ροπὴ συνεχείας. Καὶ ὡς διὰ μαγείας ἡ τελεία θὰ γίνεται τροχὸς καὶ ἐκ νέου θὰ τίθεται σὲ κίνηση ὁ κόσμος καὶ ὁ ἀναγνώστης μὲ ὁδηγό του τὸ ποίημα θὰ ἀνατρέχει πρὸς τὶς ἀναρίθμητες κατευθύνσεις τῆς πολυπρισματικῆς ποιητικῆς συγκίνησης. Ὁ ἀναγνώστης μὲ τὴν ἐμπειρία τῶν δικῶν του συγγενικῶν καταστάσεων καὶ μὲ τὸν πλοῦτο, ποὺ ἡ γνώση τῶν δεδομένων τοῦ κόσμου προσδίδει, ἐπεμβαίνει δραστικὰ στὸ ποίημ α κάθε φορὰ ποὺ τὸ διαβάζει ἢ κάθε φορὰ ποὺ τὸ θυμᾶται. Συνήθως κάθε φορὰ ἀνακαλύπτει νέα ποιητ ικὰ στοιχεῖα ποὺ δὲν τὰ εἶχε ἀντιληφθεῖ τὴν πρώτη φορὰ καὶ ποὺ πιθανὸν νὰ μὴν ὑπῆρχαν καὶ ὡς πρόθεση μέσα στὴ συνείδηση τοῦ δημιουργοῦ. Κάθε φορά, πάλι, ἀφαιρεῖ τὰ λιγότερο ποιητικὰ στοιχεῖα, ποὺ ἐνδεχομένως ἐπιβαρύνουν τὸ ποίημα ἢ καὶ τὴ δική του, μόνο, συγκεκριμένη ψυχοσύνθεση. Ἔτσι ἡ ἀνάγνωση καταλήγει νὰ εἶναι μιὰ ἀτελεύτητη διαδ ι κασία, κατὰ τὴν ὁποία ὅμως τὸ ἀκραιφνὲς ποιητικὸ κύτταρο παρα μένει ἀλώβητο, ὑπερασπιζόμενο ἀπὸ τὴν ἐσωτερικευμένη δύναμη τοῦ ποιήματος. Ὁ ἀναγνώστης ἐμβαπτιζόμενος μέσα στὴν κατάσταση τοῦ ποιήματος ζεῖ μερικὲς ἀπὸ τὶς ἰδανικότερες, ἴσως, στιγμὲς τῆς κα θημερινότητάς του. Γι' αὐτὸ καὶ θεωρεῖ τὸ ποίημα ὡς τὸν μοναδικὸ λεκτικὸ ὀργανισμό, ποὺ τοῦ προσφέρει τὴ βίωση ἑνὸς ἀποκαθαρμέ νου καὶ ὑπερούσιου κόσμου. Ὁ ἀναγνώσ της δίπλα στὸ ποίημα ἢ μέσα στὸ ποίημ α ἢ καὶ μακριὰ ἀπὸ τὸ ποίημα, ἀλλὰ πάντα κάτω ἀπὸ τὴν ἐπήρειά του, κερδίζει τὴν ἰδιάζουσα ψυχολογικὴ κατάσ ταση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ τελεῖ ὑπὸ τὴν ἐμπειρία μιᾶς νέας καὶ ὑψηλῆς συνείδησης τοῦ κόσ μου. Ὁ ποιητής, ὅμως, ποῦ βρίσκεται κατὰ τὸ στάδιο αὐτό; Μά, πουθενά. Γιατί, ὅπως ἀποφάνθηκε ὁ γάλλος στοχαστὴς Μωρὶς Μπλαν
σό, «αὐτὸς ποὺ γράφει εἶναι ἕνας ἄνθρωπος παραμερισμένος, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ διώχνεται». Ἕνας ποὺ φυγαδεύεται στὸ σκοτάδι, ἀφοῦ δὲν χρειάζεται πιά. Ὁ ποιητὴς ὑπῆρξε. Τώρα ὑπάρχει μόνο τὸ ποίημα. Καὶ μόνος διαφ εντευτής του ἀπομένει τελικὰ ὁ ἀναγνώστης. 1995
XXXVII. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο I. Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ, ΤΟΥ ΠΟΙΗΜ ΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ
13
II. ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΠΟΙΗΜΑ
23
III. Ο ΚΟΚΚΙΝΟΛΑΙΜΗΣ
29
IV. Ο ΜΥΣΤΗΣ ΤΩΝ ΚΟΣΜΙΚΩΝ ΦΩΝΩΝ
33
V. ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΡΑΣΑΒΕΡΑΚ
39
VI. ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΟ
43
VII. Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ Η ΦΩΤΙΑ
53
Ἕνας μύθος γιὰ τὸν Ἀρθοῦρο Ρεμπὼ VIII. Ο ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣ ΗΣ
57
IX. ΕΧΕΙ ΡΟΛΟ Η ΒΩΜΟΛΟΧΙΑ;
61
X. Ο «ΣΥΝΘΕΤΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ» ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΠΑΠΠΑ
63
XI. ΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΤΟΥ ’60
69
XII. ΤΑ ΓΙΑΤΙ ΚΑΙ ΤΑ ΤΙ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
75
XIII. ΣΥΝΗΓΟΡΙΑ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑΣ
79
XIV. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΣΗΜΕΡΑ
87
Μ Ε Ρ Ο Σ Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο XV. ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΑΚΗ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗ
93
α. γιατί «ὄχι πιὰ δάκρυα» β. Νήματα τῆς Παρθένου
101
γ. Ὁ Τάκης Βαρβιτσιώτης μεταφράζει Μαλλαρμὲ
104
XVI. ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
113
«Τὸ φῶς ποὺ καίει» ἀκόμα XVII. ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ
119
Τὰ ἀλλόκοτα «Ρόδα τῆς Μυρτάλης» XVIII. ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ
135
«Δόκιμος σὲ συντεχνία» XIX. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΟΥΚΑΡΗΣ
141
α. Μαθητεύοντας στὸν Δούκαρη β. Τὸ ἀναλωμένο πρόσωπο ἀνάμεσα στὴν Πράξη καὶ τὸ Ὅραμα
145
γ. Τὸ ποίημα «Οἱ φωτογραφίες» ἢ πῶς ἀποθανατίζεται ἡ καθημερινή μας πτώση
150
XX. ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΜΕΛΗΣ
155
Οἱ ἀνθρωποκεντρικὲς ἀρχὲς τῆς ποίησής του XXI. ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
163
«Ὁ μικρὸς ναυτίλος» XXII. ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ
169
Ἡ ἀναψηλάφηση μίας πανανθρώπινης ποίησης XXIII. ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
179
Ἡ λυρικὴ ἀπελευθέρωση τῆς ποίησ ής του XXIV. Δ. Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ
199
Μονοκοντυλιὰ πορτρέτου XXV. ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ - ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
203
Ἡ ποιητικὴ τῆς εἰκόνας XXVI. ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
213
Μικρὰ κομμάτια ἀπὸ τὸ ἀχανές του α. Ἡ λειτουργία τῆς εἰκόνας μέσα στὴν ποίηση τοῦ Γιάννη Ρίτσου β. Τὰ μονόξυλα τῆς σιωπῆς
220
γ. Σφραγισμένα μ’ ἕνα χαμόγελο
234
XXVII. ΘΛΙΨΗ ΑΠΟ ΠΑΛΙΑ, ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΒΟΥΝΑ
241
Δύο σχόλια γιὰ τὸν Χρῆστο Μπράβο α. Μὲ τοὺς λυπημένους β. Μνήμη τοῦ ποιητ ῆ Χρήστου Μπράβου (1948-1987)
242
XXVIII. ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ
247
Μονοκοντυλιὰ πορτρέτου XXIX. ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΠΑΣ
249
Οἱ ἀνακλήσεις τοῦ Θεσσαλικοῦ τοπίου XXX. ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ
255
«Καταβύθιση» XXXI. ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ Ἡ εἴσοδος στὸ ἔρεβος τῶν ὀνομάτων
261
Μ Ε Ρ Ο Σ Τ Ρ Ι Τ Ο XXXII. ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΚΙΝΗΣΗ
269
Τὸ στίγμα ἑνὸς μαζικοῦ ἀδιέξοδου XXXIII. ΤΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΟΡΑΜΑ ΚΑΙ Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ’80
283
XXXIV. ΜΕΡΙΚΗ ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ ΤΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΟΡΑΜΑΤΟΣ
293
XXXV. ΠΙΝΑΚΑΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
297
XXXVI. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
300
XXXVII. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
301