Jack ketchum, Κρυφτό

Page 1


141

Στην αρχή είχε πλάκα. Πού είν’ η Κέισι; Να ’ναι στην κουζίνα; Μπα. Να ’ναι στο καθιστικό; Ούτε. Να ’ναι στην αποθήκη; Ώσπου μεμιάς έπαψε να ’χει πλάκα. Ήταν στο υπόγειο. Χέσε μέσα. Στη σκάλα του υπογείου έφτανε λίγο φως από τα παράθυρα του ισογείου, φαντάζεστε, όμως, πόσο μακριά με βοήθησε να φτάσω. Ούτε καν στο τελευταίο σκαλί. Κι από εκεί και πέρα απλωνόταν ένα σκοτάδι που δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου, και ελπίζω να μην ξαναδώ ποτέ ξανά. Σχεδόν ένιωθα τις κόρες μου να διαστέλλονται, πασχίζοντας να προσαρμοστούν στην ιδέα ότι αυτό ήταν κάτι εντελώς πρωτόγνωρο για την ανθρώπινη όραση. Ανήμπορος να κάνω οτιδήποτε άλλο, στάθηκα για λίγο και περίμενα. Ή θα περίμενα ή θα προχωρούσα ψηλαφιστά, και δεν είχα καμία όρεξη για ψηλάφισμα. Άσ’ τα αυτά για την Κέισι, σκέφτηκα. Εκεί κάτω κι αν ήταν τρομαχτικά. Καμία σχέση με το σουλατσάρισμα στα υπνοδωμάτια. Εκεί κάτω μπορούσες να μπουρδουκλωθείς και να πέσεις στην κόψη κανενός τσεκουριού ή στα δόντια από κάνα δικράνι, και να σκοτωθείς. Άρχισα ν’ ανησυχώ κάπως για τον θόρυβο που είχα ακούσει νωρίτερα. Πρέπει να περίμενα κάνα πεντάλεπτο στα σκαλιά. Η κατάσταση δεν βελτιώθηκε ποτέ πέρα από ένα θαμπό γκρίζο, γεμάτο με κατάμαυρα σχήματα. Πάλι καλά που είχαμε κάνει εκείνη την εξερεύνηση νωρίτερα, ειδάλλως δεν θα ήξερα ότι εκείνος ο σωρός με τη σαβούρα βρισκόταν εκεί, ούτε θα ήμουν σε θέση να αναγνωρίσω ότι το τεράστιο ακίνητο ανθρωπόμορφο σχήμα του λέβητα ήταν όντως λέβητας. Θα ’χα κάνει μεταβολή και όπου φύγει-φύγει. Δεν έφτανε που έκανες ένα βήμα κι ένιωθες ιστούς αράχνης

στο πρόσωπο και τον λαιμό σου. Δεν έφτανε που κλότσαγες κάτι μαλακό σαν χαλί και το ’νιωθες να τυλίγεται γύρω απ’ το πόδι σου σαν παιδικά δαχτυλάκια. Δεν έφτανε που μύριζες ό,τι μύριζες εκεί κάτω. Ε, ήταν ανάγκη να υπάρχουν και τεράστιες άμορφες μάζες για να σε αποτρελάνουν εντελώς; Έλα, όμως, που υπήρχαν. Και σκέφτηκα πως όσο εγώ ήμουν επάνω, εκείνη είναι εδώ κάτω. Όχι εγώ, αδερφέ. Με τίποτα. Είσαι τρελάρα, Κέισι. Περιπτωσάρα. Ο Ράφερτι είχε δίκιο. Κότσια έχει, από μυαλό τίποτα. Τίποτα απολύτως. Μπες στο παιχνίδι λοιπόν, σκέφτηκα. Αν μπορεί εκείνη, μπορείς κι εσύ. Ρίξ’ το λίγο στην τρέλα. Γέλα. Χασκογέλα λιγάκι, όπως η Κιμ. Η Κιμ που είναι κλειδωμένη στην ντουλάπα. Μακάρι να μην το ’χα κάνει αυτό. Κάπως βάναυσο. Όπως είναι κι αυτό βάναυσο. Μπες στο παιχνίδι επιτέλους. Κάνε τον μπαμπούλα. «Έρχομαι να σε πιάσω, Κέισι». Φωνή κουκουβάγιας που ξεψυχάει. Μάλλον τρομαγμένη, παρά τρομακτική. «Πού είσαιαιαιαιαι;» Κανένας ήχος. Μόνο οσμές. Η οσμή από κάτι σάπιο. Έφερα στο νου μου τα ποντίκια στο πάνω πάτωμα. Ψόφια ποντίκια παντού. Βάδιζα αργά, ψηλαφιστά. Δεν ήθελα να ψηλαφίζω. Έπρεπε. Ψηλάφιζα με τα χέρια, ψηλάφιζα και με τα πόδια μέσα απ’ τα παπούτσια. Μικρά, αβίαστα βήματα μέχρι τον πάγκο. Πέρα από τον λέβητα (βλέπεις; Ένας λέβητας είναι, και τίποτα παραπάνω). Καμία Κέισι από πίσω. Σωροί πριονίδι μπροστά μου, σαν τεράστιες μυρμηγκοφωλιές. Αναζητώ στα τυφλά τον πάγκο. Νιώθω κάτι γλιστερό. Παλιό ταγκό ξύλο. Χρησιμοποιημένο για πάρα πολύ καιρό, με μεγάλα διαστήματα ανάμεσα σε κάθε χρήση. Κοιτάζω από κάτω, με μάτια διάπλατα ανοιχτά, στην τσίτα. Μόνο κουτιά μπογιάς. Πουθενά Κέισι. Αναποδογύρισα με το πόδι μου ένα κουτί καρφιά, τα άκουσα να χύνονται κροταλίζοντας στο πάτωμα. Μπράβο, σκέφτηκα. Τώρα το περπάτημα γίνεται ακόμα πιο επικίνδυνη υπόθεση απ’ ό,τι ήδη ήταν. Τέλεια. Το τζίνι της σπηλαιολογίας, κάθε βήμα κι


142

ένα αριστούργημα. Κινήθηκα προς τα δεξιά. Ένας σωρός από κάτι στη δεξιά γωνιά. Δεν θυμάμαι τι είναι, και σίγουρα δεν μπορώ να δω, διάολε. Μικρά βήματα κατά ’κεί, χέρια απλωμένα μπροστά, ψιλοτρέμουν. Σαν το τέρας του Φρανκενστάιν, που μόλις μαθαίνει να περπατά. Αισθάνθηκα κάτι γλιστερό κάτω από τα πόδια μου, χυμένο γράσο ή κάτι παρόμοιο. Στουπιά. Ένας σωρός από παλιά βρόμικα κουρέλια. Ούτε η Κέισι δεν θα κρυβόταν εκεί. Στην άλλη μεριά του δωματίου, τότε. Προς το πίσω μέρος του σπιτιού. Ένα απαλό αεράκι έρχεται από εκείνη την κατεύθυνση. Μαζί του κουβαλάει την οσμή της σήψης. Σέρνοντας τα πόδια μου, προσπέρασα τη σκάλα και προσπάθησα να δω μέσα από τους στύλους και τις τραβέρσες. Παραήταν σκοτεινά. «Κέισι;» Καμία απάντηση. Ίσως έπρεπε να πω «φτου σου». Ανάθεμα το ηλίθιο παιχνίδι. «Φτου σου!» Σκατά. Και έξαφνα μού ήρθε. Ήξερα πού ήταν. Ήμουν βέβαιος. Στο μεγάλο ρολόι εκκρεμές. Από την πρώτη φορά που είχαμε κατεβεί εκεί είχα παρατηρήσει ότι το ρολόι ήταν απ’ αυτά σε στυλ ντουλάπας. Μπορούσες να κρυφτείς εκεί μέσα. Κι αν το είχα παρατηρήσει εγώ, τότε θα στοιχημάτιζα ότι το ’χε παρατηρήσει και η Κέισι. Σκέφτηκα ότι θα ’ταν πολύ του τύπου της ν’ ανακαλύψει το μοναδικό αντικείμενο στο σπίτι που θα μπορούσε, έστω και με το ζόρι, να αποκληθεί κομψό και να το χρησιμοποιήσει για κρυψώνα. Ήταν παλαβή, αλλά είχε στυλ. Ναι, στο ρολόι κρυβόταν. Αρκεί να το ’βρισκα το κερατένιο. Αν μη τι άλλο, εκεί πέρα επικρατούσε ακόμα βαθύτερο σκοτάδι. Η αδύναμη αχτίδα φωτός από επάνω εξασθενούσε εντελώς. Δεν μπορούσε να στρίψει γωνίες, δεν μπορούσε να γλιστρήσει ανάμεσα από σκαλιά και δοκάρια, μόνο αναλωνόταν σε κουτιά μπογιάς και σωρούς κουρέλια και απειλητικούς απροσδιόριστους

143

όγκους. Πού είσαι, φεγγάρι, όταν σε χρειάζομαι; Καταρχάς, μετά βίας καταλάβαινες πού άρχιζε ο τοίχος. Μόνο μαυρίλα. Οι διεσταλμένες μου κόρες διευρύνθηκαν για μία τελευταία φορά και τα παράτησαν, έβαλαν την ουρά στα σκέλια και κατέθεσαν βουβά τα όπλα. Προχωρούσα σαν τυφλός. Χρησιμοποιούσα τις υπόλοιπες αισθήσεις μου. Αφή. (Ιστοί αράχνης). Οσμή. (Υγρασία, σαπίλα). Ακοή. (Κάποιος εδώ πέρα πρέπει να μάθει να περπατάει). «Κέισι; Βγες απ’ το ρολόι, Κέισι». Σιωπή. Ήμουν βέβαιος ότι δεν θα μ’ έβγαζε απ’ τον κόπο. Κάτι σύρθηκε στο πρόσωπό μου, και λίγο έλειψε να χάσω εντελώς την ψυχραιμία μου. Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι ούρλιαξα. Ξέρω ότι άρχισα να χτυπάω το πρόσωπό μου ώσπου το πηγούνι μου πόνεσε κι ένιωσα κάτι υγρό και δροσερό να μου λεκιάζει το μάγουλο. Σιχαίνομαι τις αράχνες. Τις αράχνες και τα φίδια. Τις αράχνες και τα φίδια και το σκοτάδι. Η Κέισι μού είχε ρίξει δύο από τα τρία. Ένιωθα μια τρομερή παρόρμηση να τα στείλω όλα στον διάολο και ν’ ανάψω σπίρτο. Έσφιξα τα δόντια και τη συνέτριψα. Όταν σταμάτησα να τρέμω, προχώρησα. Προσπαθούσα να θυμηθώ αν το ρολόι ήταν αριστερά ή δεξιά, μα του κάκου. Υπήρχε πάρα πολλή σαβούρα εκεί κάτω. Σου μούδιαζε το νου. Θα έπρεπε να ψάξω αργά, κυρίως πασπατεύοντας. Τελικά έφτασα στον τοίχο. Μπροστά μου υπήρχε ένα μικρό αλέτρι — τουλάχιστον γι’ αλέτρι μού φάνηκε. Ένιωθα σαν έναν απ’ τους τυφλούς της ιστορίας με τον ελέφαντα. («Αυτή είναι μια ανακόντα»). Αλλά ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι είχα μαντέψει σωστά. Καθώς κινούμουν προς τα αριστερά, το πόδι μου πέρασε ξυστά από κάτι σαν κουβά. Άπλωσα το χέρι μέσα του κι αισθάνθηκα μια βρόμικη παλιά αγκράφα ζώνης. Υπήρχαν και κάτι άλλοι κάδοι. Καρφιά, εξαρτήματα από παράθυρα. Σιγά-σιγά θυμόμουν. Αν είχα καταφέρει να δείξω υπομονή, ήξερα ότι τελικά τα μάτια μου θα είχαν προσαρμοστεί ακόμα και σε αυτό τον βαθμό σκότους. Αλλά η αράχνη με είχε κάνει να παραλύσω.


144

Η μνήμη μου μου έλεγε πως το ρολόι ήταν απ’ αυτή τη μεριά. Το μεγάλο βουναλάκι με τα διάφορα ήταν στα δεξιά μου. Άρα το ρολόι ήταν στα αριστερά. Συνέχισα να προχωρώ. Έσκυψα προς τον τοίχο και τον ψηλάφησα με τις παλάμες μου. Τα δόντια μιας τσουγκράνας. Δίπλα της ένα φτυάρι. Συνέχισα να κινούμαι αργά και με δυσκολία. Στον τσιμεντένιο τοίχο ήταν μπηγμένη μια ταβανόπροκα από την οποία κρεμόταν ένα μεγάλο μπρούτζινο κλειδί. Δίπλα του κάτι που στην αφή μού θύμιζε κλουβί πουλιού. Πέταλα. Κι άλλο φτυάρι. Ένα μαστίγιο. Ο τοίχος ήταν κρύος, τραχύς και γλοιώδης. Εδώ το αεράκι δυνάμωνε. Κλότσησα κάτι σκληρό και μεταλλικό, το ένιωσα να γλιστράει λίγο. Το πλησίασα αργά και έσκυψα. Η σκάφη. Θυμήθηκα τη σκάφη. Ήταν στημένη όρθια δίπλα στο ρολόι. Τώρα ήταν χάμω, ακουμπισμένη στη βάση της. Μα αυτό σήμαινε ότι το ρολόι ήταν… Ακριβώς εδώ. Μέχρι που έβλεπα και το περίγραμμά του πλέον. Άπλωσα το χέρι να το αγγίξω. Οι πόρτες του ντουλαπιού του ήταν ανοιχτές. Το εσωτερικό του, κενό. Κάτι όξινο άρχισε να γεμίζει το στομάχι μου, ζητώντας να βγει από μέσα μου. Αβάσταχτο το σκοτάδι. Μου ’φερνε ζαλάδα, τη ζαλάδα που νιώθεις όταν μετά από μια βραδιά με πάρα πολλή μπίρα και καθόλου φαγητό ξαπλώνεις στο κρεβάτι και κλείνεις τα μάτια και τα πάντα αρχίζουν να ’ρχονται καταπάνω σου, να στροβιλίζονται, να κουνιούνται σαν φιλμ στραβά τοποθετημένο στη μηχανή προβολής. Δεν καταλάβαινα. Πού ήταν; Η αδυναμία μου να καταλάβω μού είχε γονατίσει το μισό μυαλό, και ό,τι απέμενε ήταν ένστικτο, και το ένστικτο μου έλεγε ότι το συναίσθημα που άρμοζε στην περίσταση ήταν ο φόβος. Λαχταρούσα να καθίσω κάτω, να σταματήσω το ξαφνικό ιδροκόπημα, τον κρύο ιδρώτα που είχε συνοδεύσει την τάση μου για εμετό. Επειδή εκείνη δεν ήταν εκεί.

145

Δεν ήταν πουθενά. Δεν ήταν δυνατόν. Κάποιος έκανε ζαβολιές. Σίγουρα. Θυμάστε την Κιμ στο παράθυρο; Κάτι βρόμαγε. Κάποια φάρσα είχαν σκαρώσει στον ντόπιο. Διόλου ωραίο, Κέισι. Κόφτο. Θα κατουρηθώ επάνω μου αν δεν το κόψεις. «Κέισι! Ανάθεμά σε, Κέισι! Τσακίσου βγες έξω, τώρα ΑΜΕΣΩΣ!» Ωρύεσαι, γιε μου. Σαν παράφρων. Και χωρίς το παραμικρό αποτέλεσμα. Δεν είναι κανείς εδώ. Άκαρπη η έρευνά σου. Αναποτελεσματικότητα. Αποτυχία. «Σε παρακαλώ!» Προσπαθείς να ξεγελάσεις τους φόβους σου. Το κομμάτι του μυαλού μου που ακόμα λειτουργούσε μού έλεγε να βρω τους άλλους, γρήγορα, ότι δεν μπορούσα πλέον να αντιμετωπίσω μόνος την κατάσταση κι ότι το παιχνίδι είχε τελειώσει. Έτσι στράφηκα προς τα σκαλιά. Και ξέχασα τη σαβούρα. Δεν ξέρω σε τι σκόνταψα. Σε τσουγκράνα ίσως, ή σε τσάπα — κάτι με μακριά ξύλινη λαβή. Αλλά σωριάστηκα σαν τσουβάλι αλεύρι, χτυπώντας κάτω με το στήθος, την κοιλιά και τα μπούτια, ενώ τα πόδια μου βρέθηκαν στον αέρα. Άκουσα δύο ήχους ταυτόχρονα: τον γδούπο του μετώπου μου στο τσιμέντο και το σφύριγμα του αέρα που εγκατέλειπε τα πνευμόνια μου. Έπειτα μια στιγμή πόνου, και μια αργή πάλη με τη λιποθυμία. Στην αρχή εντελώς αμφίβολη. Από το ένα σκοτάδι στο άλλο. Το πάλεψα. Χρειάστηκε να αναλώσω τεράστια ποσότητα από τη δύναμη της θέλησής μου μόνο και μόνο για να ανακαθίσω, άλλη τόση για να μετρήσω τις ζημιές. Στο μέτωπό μου, κοντά στη γραμμή της τριχοφυΐας, υπήρχε ένα υγρό σημείο, παγερό από το κρύο ρεύμα που σάρωνε το δάπεδο. Κι αυτό ήταν όλο. Έκρινα ότι την είχα γλιτώσει φτηνά. Μου ερχόταν μια έντονη δυσοσμία. Η μυρωδιά από μπαγιάτικο κρέας που χαλάει. Την είχα μυρίσει και παλιότερα, αλλά τώρα ήταν πολύ δυνα-


146

τότερη, και μόλυνε το δροσερό καλοκαιριάτικο αεράκι. Σκέφτηκα τον θάνατο. Σκέφτηκα μια ρηχή λιμνούλα πολυκαιρισμένο θαλασσινό νερό γεμάτη σάπιες πεταλίδες. Σκέφτηκα σκελετούς σκορπισμένους ανάμεσα στα κατσαρόλια, τα τηγάνια, τα δικράνια και τα μαχαίρια που ήταν διάσπαρτα γύρω μου. Όχι σκελετούς των ποντικών. Είδα τον Μπεν και τη Μαίρη να ξεπροβάλλουν έρποντας από κάτω. Τους σκελετούς σκύλων που είχαν πέσει θύματα κανιβαλισμού. Το πάτωμα ήταν υγρό, γλιστερό στην αφή. Στηρίχτηκα στα χέρια μου και σηκώθηκα. Έχωσα το χέρι στην τσέπη για να βρω ένα σπίρτο. Το παιχνίδι είχε τελειώσει. Άναψα ένα και το κράτησα μπροστά μου. Το προστάτεψα με τις παλάμες μου και κοίταξα προς τη μεριά απ’ όπου ερχόταν το αεράκι. Αναλογίστηκα όσα μου είχε πει ο Ράφερτι πριν από πολύ καιρό, τη σιωπηρή προειδοποίηση που κανείς μας δεν είχε λάβει σοβαρά υπόψη. Προχώρησα στα τέσσερα. Ακούγονταν μόνο οι ήχοι του σουρσίματός μου και το ακατάπαυστο φύσημα του ελαφρού άνεμου. Προχωρούσα στο σκοτάδι έρποντας. Τέρμα τα πεσίματα. Στο φως του σπίρτου την είχα δει αρκετά καλά: μια περίπου κυκλική τρύπα ανοιγμένη στον τοίχο, με διάμετρο όχι πάνω από ένα περίπου μέτρο. Αρκετός χώρος για να μπεις ή να βγεις έρποντας, αλλά τίποτα παραπάνω. Συνέχισα να ακολουθώ με αργές κινήσεις το ρεύμα του αέρα, τη νοτερή οσμή του. Πλησίαζα την τρύπα σαν να ήταν η είσοδος της κόλασης. Ήξερα ότι η Κέισι είχε μπει εκεί. Η μυρωδιά δεν θα την ενοχλούσε, τουλάχιστον για το σύντομο χρονικό διάστημα που θα μου έπαιρνε να τη βρω. Το σκοτάδι, η μυρωδιά, ο φόβος — όλα αυτά θα το έκαναν ακόμα πιο ελκυστικό. Ανόητε, σκέφτηκα. Παλιοηλίθιε. Μακάρι να κάνω λάθος. Άναψα ένα σπίρτο. Περιεργάστηκα το άνοιγμα. Ήταν ένα τούνελ που κάποιος είχε ανοίξει τρυπώντας ή τρώγοντας λίγο-λίγο τα θεμέλια. Το ρολόι ήταν στημένο σε τέτοια γωνία ώστε μαζί με μια στοίβα εφημερίδες εμπόδιζε εν μέρει τη θέα προς την τρύπα. Στη μια μεριά κείτονταν ο παλιός μεταλλικός κουβάς. Σε αυτόν

147

να είχε σκοντάψει η Κέισι (ο θόρυβος που ’χα ακούσει από το πάνω πάτωμα); Έκανα στην άκρη τις εφημερίδες κι έσκυψα μέσα. Κοίταξα πιο προσεκτικά. Στη μια μεριά είδα σωρούς από σπασμένο τσιμέντο. Λες και κάποιος είχε σκάψει την τρύπα από το εσωτερικό του τούνελ. Μετά τα θεμέλια το τούνελ προχωρούσε μερικά μέτρα σε συμπαγή βράχο κι έπειτα έκανε στροφή, με αποτέλεσμα το υπόλοιπο μέρος του να είναι αθέατο, το βάθος του άγνωστο. Δεν ήθελα να μπω εκεί μέσα. Ήταν λες κι ήξερα ενστικτωδώς δύο πράγματα γι’ αυτό. Εκεί μέσα υπήρχε κάτι νεκρό και κάτι άλλο, κάτι που ζούσε. Μύριζα τον θάνατο. Όποιος ή ό,τι κι αν ήταν αυτό που ζούσε, δεν ήταν μόνο η Κέισι. Δεν ξέρω πώς το ’ξερα, αλλά το ’ξερα. Το σπίρτο έσβησε. Άναψα ένα άλλο, προστατεύοντάς το με τις παλάμες μου από το αεράκι. «Κέις;» Κρατώντας το σπίρτο μπροστά μου, πήρα βαθιά ανάσα, την κράτησα μες στα πνευμόνια μου και μπήκα προσεκτικά στην τρύπα. Το σπίρτο έσβησε προτού προλάβω να προχωρήσω μισό μέτρο. Άναψα τρία μαζί και πρόλαβα να φτάσω ως τη γωνία προτού σβήσουν και κείνα. Τώρα ο άνεμος είχε δυναμώσει. Στο σκοτάδι τον ένιωθα πιο πυκνό, γεμάτο θαλασσινή αρμύρα. Οι βράχοι από πάνω κι από κάτω μου ανέδιδαν υγρασία. Ο λαιμός μου ήταν θεόστεγνος. Άναψα το υπόλοιπο πακέτο, προχώρησα κι έστριψα τη γωνία παραπαίοντας και κρατώντας τα σπίρτα μπροστά μου σαν πυρσό. Φώτισαν μόλις ένα μέτρο από ένα, καταπώς φαινόταν, μακρύ τούνελ, κατάμαυρο πέρα από εκεί όπου έφτανε η ανταύγεια. Μου ήταν αρκετό όμως. Αρκετό για να δω. Η πράσινη σάκα κείτονταν σχεδόν ακριβώς κάτω από το χέρι μου. Έκανα να την πιάσω, άγγιξα το τραχύ της ύφασμα, κάτι καθαρό και φρέσκο μέσα σε εκείνο το αηδιαστικό μέρος, και την τράβηξα προς το μέρος μου. Άκουσα κάτι ελαφρύ και μεταλλικό να κροταλίζει. Έχωσα μέσα το χέρι μου. Δύο απ’ τους φακούς


148

ήταν ακόμα εκεί. Έβγαλα τον ένα και τον άναψα και έριξα το φως του στο τούνελ. Ήθελα πάρα πολύ να κλάψω σαν παιδί. Ο τρίτος φακός κείτονταν ενάμισι μέτρο μακριά μου, παρατημένος. Πέρα απ’ αυτόν δεν έβλεπα τίποτα εκτός απ’ το κενό και τα βράχια, που έσταζαν και λαμπύριζαν. Στα εφτά μέτρα υπήρχε μια ακόμα τυφλή στροφή. Αφουγκράστηκα. Κάτι ζωντανό υπήρχε εκεί έξω. Κάτι ζωντανό στον άνεμο, πέρα από την εμβέλεια του φακού μου. Το αφουγκράστηκα. Και ήξερα ότι αφουγκραζόταν και ’κείνο εμένα. Κανένας ήχος, μόνο μια παρουσία. Πανίσχυρη όμως. Κάτι που μου έλεγε ότι δεν τολμούσα να ξαναφωνάξω την Κέισι, ότι δεν τολμούσα να κάνω ούτε μπρος ούτε πίσω. Πάγωσα. Ό,τι κι αν ήταν, μετά χαράς θα με σκότωνε. Το ήξερα. Το ήξερα σε κάποιο βασικό κτηνώδες επίπεδο, όπου όλοι είμαστε κυνηγοί και θηράματα, όπου υπάρχουν ακόμα σαβάνες και φεγγαρόφωτες ζούγκλες. Ήταν εκεί, αμέσως μετά τη γωνία. Μια διάνοια που δεν ήταν ίδια με τη δική μου. Που με ζύγιζε. Έκανα κάτι εντελώς ενστικτώδες. Νομίζω ότι μου έσωσε τη ζωή. Έσβησα το φως. Και περίμενα. Στον αέρα η οσμή του θανάτου, του δικού μου ή της Κέισι ή ίσως του δικού του. Ήταν ζήτημα δευτερολέπτων να το συναντήσω πλέον, και τότε ο ένας μας θα μάθαινε. Περίμενα. Και για πολλή ώρα έμεινα εντελώς ακίνητος. Προσπαθούσα να ανασαίνω σταθερά, ήσυχα, ήρεμα. Και ακόμα το ένιωθα να με ζυγίζει, να γεύεται τον αέρα αναζητώντας την οξεία οσμή του φόβου μου. Προσπάθησα να οδηγήσω τον φόβο σε κάποιο μέρος βαθιά μέσα μου, όπου η ηρεμία θα με προστάτευε και θα με προφύλασσε, κι ίσως γεννούσε τη δική της αβεβαιότητα. Τα λεπτά κυλούσαν. Όσο εγώ περίμενα, η Κέισι μπορεί να πέθαινε. Δεν είχα επιλογή. Ήξερα ό,τι ήξερα.

149

Άκουσα την ανάσα του. Ρηχή, υγρή και βαριά. Λες κι ανάσαινε μέσα από πηγμένο αίμα. Μπορούσα να φανταστώ οτιδήποτε εκεί μέσα. Μέσα στο σκοτάδι. Για αρκετή ώρα ήμουν μόνο μια καρδιά που χτυπούσε. Έπειτα διαισθάνθηκα μια αλλαγή. Περίμενα για να βεβαιωθώ. Ό,τι κι αν ήταν, είχε φύγει. Δεν μπήκα καν στον κόπο ν’ ανάψω το φως. Οπισθοχώρησα όπως ακριβώς είχα έρθει. Γρήγορα. Με τον φακό στο ένα χέρι και τη σάκα της στο άλλο, έτρεξα προς τα σκαλιά. Τα ανέβηκα δυο-δυο. Μόνο σιωπή θυμάμαι απ’ όλα αυτά. Ούτε τους ήχους από τα ίδια μου τα βήματα ούτε τους ήχους από τη βαριά μου ανάσα. Μόνο σιωπή. Τη δική μου αδέξια κίνηση καθώς περνούσα από το χολ κι ανέβαινα τη δεύτερη σειρά σκαλιά. Καθώς διέσχιζα τον διάδρομο για να φτάσω στον Στίβεν.

Νομίζω ότι του ήταν αρκετό να μου ρίξει μια ματιά για να καταλάβει τα πάντα. «Τι τρέχει;» Με εντελώς αδέξια δάχτυλα, του έλυσα τους καρπούς. Δεν ένιωσα έκπληξη που είχε ήδη ξεφορτωθεί το σκοινί που του έδενε τους αστραγάλους. Του τα ξεφούρνισα όλα. Είδα τα μάτια του να γουρλώνουν. «Δεν μου κάνεις πλάκα;» «Σου φαίνομαι να κάνω πλάκα;» «Πάμε να βρούμε την Κιμ». Του έδωσα έναν φακό και διασχίσαμε τον διάδρομο. Τα βήματά μας ακούγονταν βαριά στις παλιές τραχιές σανίδες. Αχτίδες φωτός έπεφταν και χόρευαν στους τοίχους. Βρήκα την Κιμ όπως ακριβώς την είχα αφήσει. Μόνο που


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.