[Συλλογικό], Ο Γαλιλαίος Στη Φυλακή. Μύθοι για την επιστήμη και τη θρησκεία

Page 1


Μύθος 2

ΟΤΙ Η ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΤΕΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ Michael H. Shank Το χριστιανικό κόμμα [στις αρχές του Μεσαίωνα] διατεινόταν ότι όλη η γνώση βρίσκεται στις Γραφές και στις παραδόσεις της Εκκλησίας... Η Εκκλησία παρουσιάζεται έτσι ως τόπος αποθήκευσης και τρόπος διευθέτησης της γνώσης· ήταν ανά πάσα στιγμή πρόθυμη να καταφύγει στην πολιτική εξουσία προκειμένου να επιβάλλει την υπακοή στις αποφάσεις της. Ακολούθησε τοιουτοτρόπως μια διαδρομή που καθόρισε όλη τη μελλοντική της πορεία: έγινε ένα εμπόδιο για την πνευματική πρόοδο της Ευρώπης για περισσότερα από χίλια χρόνια. John William Draper, History of the Conflict between Religion and Science (1874)

Ο

μύθος της αντίθεσης της μεσαιωνικής εκκλησίας στην επιστήμη δεν είναι πιθανόν να αναχωρήσει εύκολα — εν μέρει επειδή ταιριάζει κάλλιστα με άλλους χαϊδεμένους μύθους σχετικά με τον Μεσαίωνα, και εν μέρει επειδή είναι τόσο εύκολο να παραχθεί. Όποιος έχει ακουστά την ένσταση του Τερτυλλιανού —«Τι κοινόν μεταξύ Αθηνών και Ιερουσαλήμ;»— και την παρουσία του Γαλιλαίου ενώπιον της Ιεράς Εξετάσεως, μπορεί απλώς να συνδέσει άμεσα τα δύο αυτά σημεία. Το μόνο που χρειάζεται κανείς είναι η προϋπόθεση, επίσης μυθική, ότι ο Γαλιλαίος καταδικάστηκε από μια μεσαιωνική εκκλησία που έκανε αυτό που ήξερε να κάνει καλύτερα. (Στην πραγματικότητα, όπως θα δούμε στον Μύθο 8, η πρώιμη νεωτερική Καθολική Εκκλησία ήταν αυτή που λογόκρινε τον Γαλιλαίο, μετερχόμενη μια νέα κατά γράμμα θεώρηση των Γραφών που θα εξέπληττε τον Αυγουστίνο και τον Θωμά Ακινάτη.) Η χοντρική αντίληψη του Μεσαίωνα ως χιλιετίας λιμνάσματος που επήλθε από τον χριστιανισμό έχει ευρέως εξαφανιστεί πια στους κόλπους μελετητών που είναι γνώστες της περιόδου, αλλά παραμένει ενεργητική στους εκλαϊκευτές της ιστορίας των επιστημών — ίσως επειδή, αντί να συμβουλεύονται το έργο των ειδημόνων επί του θέματος, οι πιο πρόσφατοι εκλαϊκευτές βασίζονται στους προκατόχους τους άκριτα.

 31 


■ Ο ΓΑΛΙΛΑΙΟΣ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ • ΜΥΘΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ■

Ας δού­με τον α­κό­λου­θο ι­σχυ­ρι­σμό α­πό έ­να βι­βλί­ο του Ρό­μπερ­τ Γου­ίλ­σον [Robert Wilson] που εκ­δό­θη­κε πρό­σφα­τα α­πό το Princeton University Press. Α­ντλεί α­πό τον Τερ­τυλ­λια­νό (πε­ρί­που 160–πε­ρί­που 220) προ­κει­μέ­νου να δει­χθεί η θέ­ση ό­τι η χρι­στια­νι­κή θρη­σκεί­α α­να­πτύ­χθη­κε βα­σι­ζό­με­νη στο ό­τι το Ευαγ­γέ­λιο ή­ταν η μο­ναδι­κή πη­γή κα­θο­δή­γη­σης και α­λή­θειας, και ή­ταν α­πα­ρα­βί­α­στο, θέ­ σφα­το. Αυ­τή η δέ­σμευ­ση στην Α­γί­α Γρα­φή ή­ταν, και πα­ρα­μέ­νει α­κό­μη, θε­μέ­λιος λί­θος του χριστια­νι­σμού, και δεν υ­πάρ­χει αμ­φι­βο­λί­α ό­τι α­πο­τέ­λε­σε α­πο­θάρ­ρυν­ση για τις ε­πι­στη­μο­νι­ κές προ­σπά­θειες οι ο­ποί­ες έ­τσι μαράζω­σαν για χί­λια χρό­νια με­τά τη στρα­τιω­τι­κή πτώ­ση της Ρώ­μης. Στη διάρ­κεια αυ­τής της χι­λιε­τί­ας, πι­θα­νόν ε­πει­δή το Ευαγγέ­λιο βα­σί­στη­κε σε αρ­χαί­α γρα­πτά, άλ­λα αρ­χαί­α έρ­γα μη θρη­σκευ­τι­κού χα­ρακτή­ρα, α­νά­με­σά τους και πο­νή­μα­τα αρ­χαί­ων Ελ­λή­νων σχε­τι­κά με την ε­πι­στή­μη, ε­πί­σης έ­φτα­σαν να θε­ω­ρού­νται α­πα­ρα­βί­ασ ­ τα, θέ­σφα­τα. Οι πα­ρά­γο­ντες αυ­τοί έμελ­λε να ο­δη­γή­σουν σε έ­να α­πό τα πλέ­ον α­τυ­χή συμ­βά­ντα του χρι­στια­νι­ σμού και της ε­πι­στή­μης — τη δί­κη του Γα­λι­λαί­ου1.

Το βι­βλί­ο του Γου­ίλ­σον δεν έ­χει υ­πο­ση­μειώ­σεις: μή­πως, ά­ρα­γε, συμ­βου­λεύ­τηκε το Cosmos (1980) του α­στρο­νό­μου Καρ­λ Σα­γκάν [Carl Sagan]2, έ­ναν δη­μο­φι­λή προ­κά­ το­χο του βι­βλί­ου του Γου­ίλ­σον; Αυ­τό το συ­νο­δευ­τι­κό βι­βλί­ο στη σει­ρά Cosmos που προ­βλή­θη­κε α­πό το PBS τε­λειώ­νει με έναν χρο­νο­λο­γι­κό πί­να­κα ό­που πε­ριέ­χο­νται τα ο­νό­μα­τα αν­θρώ­πων που σχε­τί­ζο­νταν με την α­στρο­νο­μί­α. Εί­ναι πα­σί­γνω­στο ό­τι οι με­σαιω­νο­δί­φες κα­λύ­πτουν την ελ­λη­νι­κή αρ­χαιό­τη­τα (α­πό τον Θα­λή έ­ως την Υ­πα­τί­α), κα­τό­πιν α­φή­νουν έ­να κενό χι­λί­ων ε­τών και αρ­χί­ζουν πά­λι με τον Λε­ο­νάρ­δο και τον Κο­πέρ­νι­κο. Η λε­ζάντα, εν προ­κει­μέ­νω, χα­ρα­κτη­ρί­ζει τον κε­νό αυ­τό χώ­ρο ως «μια δρα­μα­τι­κά χαμέ­νη ευ­και­ρί­α για την αν­θρω­πό­τη­τα»3. Τέ­τοια εί­ναι η δύ­να­μη του μύ­ θου ώ­στε ο Σα­γκάν δεν μπαί­νει στον κό­πο να πει τις πταί­ει για τη χα­μέ­νη ευ­και­ρί­α. Με τη σει­ρά του, ο Σα­γκάν εν­δέ­χε­ται να έ­χει α­ντλή­σει α­πό το Great Astronomers (Simon and Schuster, 1930) του Χέν­ρι Σμιθ Γου­ί­λιαμ­ς [Henry Smith Williams], του ο­ποί­ου το πε­ρί Με­σαί­ω­νος κεφά­λαιο α­παρ­τί­ζε­ται α­πό δύ­ο βι­βλι­κά ε­πι­γράμ­μα­τα α­ντλη­μέ­να α­πό μια «α­νατο­λί­τι­κη αν­θο­λο­γί­α» α­κο­λου­θού­με­να α­πό κά­μπο­σες κε­νές σε­λί­δες. Αυ­τή η παθη­τι­κή μορ­φή του μύ­θου α­πλώς προ­ϋπ ­ ο­θέ­τει ό­τι η με­σαιω­νι­κή α­πά­ντη­ση στο ερώ­τη­μα του Τερ­τυλ­λια­νού ή­ταν ό­τι η Α­θή­να δεν εί­χε κα­μί­α σχέ­ση με την Ιε­ρουσα­λήμ (βλέ­πε τον Μύ­θο 1). Μιας και μο­νά­χα η Ιε­ρου­σα­λήμ εί­χε ση­μα­σί­α, κα­νείς δεν νοια­ζό­ταν για την Α­θή­να (ή για την Α­λε­ξάν­δρεια). Στην πιο ε­νερ­γη­τι­κή μορ­φή του μύ­θου, η με­σαιω­νι­κή εκ­κλη­σί­α λαμ­βά­νει συ­ γκε­κρι­μέ­να μέ­τρα ώ­στε να πε­ριο­ρί­σει τις ε­πι­στη­μονι­κές έ­ρευ­νες: φυ­λα­κί­ζει τον Ρο­ 1 Robert Wilson, Astronomy through the Ages: The Story of the Human Attempt to Understand the Universe (Princeton University Press, Πρίν­στον, Νιου Τζέρ­σι, 1997), σ. 45. 2 Ο Carl Sagan (1934–1996) ή­ταν Α­με­ρι­κα­νός α­στρο­νό­μος, α­στρο­φυ­σι­κός, κο­σμο­λό­γος, και πο­λυ­γρα­ φό­τα­τος συγγρα­φέ­ας κυ­ρί­ως πο­νη­μά­των ε­κλα­ϊ­κευ­μέ­νης ε­πι­στή­μης. Συ­νέ­γρα­ψε ε­πί­σης το μυ­θι­στό­ρη­μα ε­πι­στη­μο­νι­κής φα­ντα­σί­ας Contact (1985) που με­τα­φέρ­θη­κε ε­πι­τυ­χώς στον κι­νη­μα­το­γρά­φο το 1997, σκη­ νο­θε­τη­μέ­νο α­πό τον Robert Zemeckis και με πρω­τα­γω­νί­στρια την Jodie Foster. (Σ.τ.Μ.) 3 Carl Sagan, Cosmos (Random House, Νέ­α Υόρ­κη 1980), σ. 335.

 32 


■ Ο­ΤΙ Η ΜΕ­ΣΑΙΩ­ΝΙ­ΚΗ ΧΡΙ­ΣΤΙΑ­ΝΙ­ΚΗ ΕΚ­ΚΛΗ­ΣΙΑ ΚΑ­ΤΕ­ΣΤΕΙ­ΛΕ ΤΗΝ Α­ΝΑ­ΠΤΥ­ΞΗ ΤΗΣ Ε­ΠΙ­ΣΤΗ­ΜΗΣ ■

γή­ρο Βά­κω­να (πε­ρί­που 1214–1294), ο ο­ποί­ος πα­ρου­σιά­ζε­ται ως ο πιο δη­μιουρ­γι­ κός ε­πι­στή­μο­νας της χρο­νι­κής πε­ριό­δου, για δύ­ο, δέ­κα, δε­κα­τέσ­σε­ρα, ή δε­κα­πέ­ντε χρό­νια, α­νά­λο­γα με την πη­γή σας στο Δια­δί­κτυο. Ο ι­σχυ­ρι­σμός ό­τι ο Βά­κων φυ­λα­ κί­στη­κε (υ­πο­τί­θε­ται α­πό τον ε­πι­κε­φα­λής του ί­διου του φρα­γκι­σκα­νού τάγ­μα­τός του) εμ­φα­νί­ζε­ται για πρώ­τη φο­ρά κά­που ο­γδό­ντα χρό­νια με­τά τον θά­να­τό του και έ­χει προ­κα­λέ­σει δυ­σπι­στί­α ή­δη για τους λό­γους αυ­τούς και μόνον. Λό­γιοι που βρί­σκουν αυ­τόν τον ι­σχυ­ρι­σμό ευλο­γο­φα­νή τον συν­δέ­ουν με την έλ­ξη του Βά­κω­να προς τις προ­φη­τεί­ες της ε­ποχής του που δεν έ­χουν κα­μί­α σχέ­ση με τα ε­πι­στη­μο­νι­κά, μα­θη­ μα­τι­κά, ή φι­λο­σοφι­κά γρα­πτά του4. Ι­στο­ρι­κοί της ε­πι­στή­μης έ­χουν, μο­λα­ταύ­τα, πα­ρου­σιά­σει πολ­λά στοι­χεί­α κα­τά του εν λό­γω μύ­θου. Ο Τζον Χέ­ιλ­μπρον [John Heilbron], σε κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση α­πο­ λο­γη­τής του Βα­τι­κα­νού, το έ­πια­σε σωστά ό­ταν άρ­χι­ζε το βι­βλί­ο του The Sun in the Church με τα ε­ξής λό­για: «Η Ρω­μαιο­κα­θο­λι­κή Εκ­κλη­σία προσέφερε πε­ρισ­σό­τε­ρη οι­κο­νο­μι­κή και κοι­νω­νι­κή υ­πο­στή­ρι­ξη στην ε­πι­στή­μη της α­στρο­νο­μί­ας για πά­νω α­πό έ­ξι αιώ­νες, α­πό την α­νά­κτη­ση της αρ­χαί­ας μα­θή­σε­ως στη διάρ­κεια του ύ­στε­ ρου Με­σαί­ων­ α έ­ως τον Δια­φω­τι­σμό, α­πό ο­ποιονδή­πο­τε άλ­λον, και εν­δε­χο­μέ­νως α­πό ό­λους τους άλ­λους, θε­σμούς»5. Η θέ­ση του Χέ­ιλμπρον μπο­ρεί να γε­νι­κευ­τεί πο­λύ πέ­ραν της α­στρο­νο­μί­ας. Με δυο λέ­ξεις, η μεσαιω­νι­κή πε­ρί­ο­δος γέν­νη­σε το πα­νε­πι­στή­μιο, το ο­ποί­ο α­να­πτύ­χθη­κε με την ενερ­γό υ­πο­στή­ρι­ξη του πα­πι­σμού. Αυ­ τός ο α­συ­νή­θι­στος θε­σμός ξε­πή­δη­σε μάλ­λον αυ­θόρ­μη­τα γύ­ρω α­πό ξα­κου­στούς δα­ σκά­λους σε πό­λεις ό­πως η Μπο­λό­νια, το Πα­ρί­σι, και η Οξ­φόρ­δη πριν α­πό το 1200. Στα 1500, πε­ρί­που ε­ξή­ντα πα­νε­πι­στή­μια ή­σαν διά­σπαρ­τα σε ό­λη την Ευ­ρώ­πη. Ποια εί­ναι η ση­μα­σί­α αυ­τής της ε­ξέ­λι­ξης για τον μύ­θο μας; Πε­ρί­που 30 τοις ε­κα­τό της δι­δα­κτέ­ας ύ­λης στα πα­νε­πι­στή­μια είχε να κά­νει με τον φυ­σι­κό κό­σμο6. Το πλή­θε­μα των πα­νε­πι­στη­μί­ων α­νά­με­σα στα 1200 και 1500 σή­μαι­νε ό­τι ε­κα­το­ντά­δες χι­λιά­δες σπου­δα­στές —δια­κόσιες πε­νή­ντα χι­λιά­δες στη Γερ­μα­νί­α και μόνον α­πό το 1350 και με­τά— ε­ξοι­κειώνο­νταν με την ε­πι­στή­μη της ελ­λη­νο­α­ρα­βι­κής πα­ρά­δο­σης. Ό­σο ω­ρί­ μα­ζαν τα πανε­πι­στή­μια, τό­σο η δι­δα­κτέ­α ύ­λη πε­ρι­λάμ­βα­νε ο­λο­έ­να και πιο πολ­λά έρ­ γα των Λα­τί­νων δα­σκά­λων που α­νέ­πτυ­ξαν την εν λό­γω πα­ρά­δο­ση σύμ­φω­να με τις αρ­χικές γραμ­μές. Ε­άν η με­σαιω­νι­κή εκ­κλη­σί­α εί­χε σκο­πό να α­πο­θαρ­ρύ­νει ή να κα­τα­στεί­λει την ε­πι­στή­μη, τό­τε έ­κα­νε το δί­χως άλ­λο έ­να κο­λοσ­σιαί­ο λά­θος με το να α­νε­χθεί —για να μην πού­με: να υ­πο­στη­ρί­ξει— το πα­νε­πι­στή­μιο. Σε αυ­τόν τον νέ­ο θεσμό, η ελ­ λη­νο­α­ρα­βι­κή ε­πι­στή­μη και ια­τρι­κή βρή­καν για πρώ­τη φο­ρά μια μό­νιμη στέ­γη, μια στέ­γη την ο­ποί­α —με ποι­κί­λα σκα­μπα­νε­βά­σμα­τα— η ε­πι­στή­μη δια­τή­ρη­σε έ­ως τις 4 Roger Bacon, Compendium of the Study of Theology, επ. Thomas Maloney (Brill, Λά­ι­ντεν 1988), σ. 8, ό­που α­ναφέ­ρε­ται στη λο­γο­τε­χνί­α. 5 John Heilbron, The Sun in the Church: Cathedrals as Solar Observatories (Harvard University Press, Κέ­ι­μπρι­τζ, Μα­σα­χου­σέ­τη, 1999), σ. 3. 6 Edward Grant, “Science in the Medieval University” εις Rebirth, Reform, and Resilience: Universities in Transition, 1300–1700, επ. James M. Kittelson και Pamela J. Transue (Ohio State University Press, Κο­λό­μπους, 1984), σσ. 68-102.

 33 


■ Ο ΓΑΛΙΛΑΙΟΣ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ • ΜΥΘΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ■

μέ­ρες μας. Δε­κά­δες πα­νε­πι­στή­μια ει­σή­γα­γαν με­γά­λους αριθ­μούς σπου­δα­στών στην ευ­κλεί­δειο γε­ω­με­τρί­α, την ο­πτι­κή ε­πι­στή­μη, τα ζητή­μα­τα της πα­ρα­γω­γής και της α­να­πα­ρα­γω­γής, τις βα­σι­κές αρ­χές της α­στρο­νομί­ας, και ε­πι­χει­ρή­μα­τα για τη σφαι­ ρι­κό­τη­τα της γης. Α­κό­μα και σπου­δα­στές που δεν ο­λο­κλή­ρω­ναν τις σπου­δές τους α­πο­κό­μι­ζαν μια στοι­χειώ­δη ε­ξοι­κεί­ωση με τη φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α και τις μα­θη­μα­τι­κές ε­πι­στή­μες, κα­θώς ε­μποτί­ζο­νταν με τον να­του­ρα­λι­σμό αυ­τών των κλά­δων. Ή­ταν έ­να πο­λι­τι­σμι­κό φαι­νόμε­νο πρώ­της τά­ξε­ως, κα­θό­τι ε­πη­ρέ­α­σε μια εγ­γράμ­μα­τη ε­λίτ αρ­ κε­τών ε­κα­τοντά­δων χι­λιά­δων σπου­δα­στών: στα μι­σά του δέ­κα­του πέ­μπτου αιώ­να, οι εγ­γραφές σε πα­νε­πι­στή­μια γερ­μα­νι­κών ε­πι­κρα­τειών που έ­χουν ε­πι­βιώ­σει έ­ως σή­μερα (μέ­ρη ό­πως η Βιέν­νη, η Χα­ϊ­δελ­βέρ­γη, και η Κο­λω­νί­α) έ­φτα­σαν σε ε­πί­πε­δα ά­φθα­στα μέ­χρι τα τέ­λη του δέ­κα­του έ­να­του και των αρ­χών του ει­κο­στού αιώ­να7. Αλ­λά, θα α­ντι­τείνουν κά­ποιοι, δεν ή­σαν ά­ρα­γε οι πε­ρισ­σό­τε­ροι σπου­δα­στές κα­λό­γε­ροι ή ιε­ρείς που περ­νού­σαν οι πιο πολ­λοί α­πό αυ­τούς τον χρό­νο τους με­λε­ τώ­ντας θε­ολο­γί­α, τη βα­σί­λισ­σα των ε­πι­στη­μών; Ε­άν ό­λοι οι λό­γιοι ή­σαν θε­ο­λό­γοι, αυ­τό δεν τα λέ­ει εν πολ­λοίς ό­λα; Αυ­τή εί­ναι μια άλ­λη συλ­λο­γή μύ­θων. Οι πιο πολ­λοί σπου­δα­στές δεν έ­φτα­σαν πο­τέ πο­λύ κο­ντά στο να πλη­ρούν τα α­παι­τού­με­να προσό­ ντα για να σπου­δά­σουν θε­ο­λο­γί­α (συ­νή­θως πτυ­χί­ο δα­σκά­λου της φι­λο­σο­φί­ας). Πα­ ρέ­με­ναν στις σχο­λές των τε­χνών ό­που σπού­δα­ζαν μο­νά­χα μη θρη­σκευ­τι­κά θέ­μα­τα, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων της λο­γι­κής, της φυ­σι­κής φι­λο­σο­φί­ας, και των μα­θη­μα­τι­κών ε­πι­στη­μών. Μά­λι­στα, ως α­πο­τέ­λε­σμα δια­μα­χών α­νά­με­σα στις σχολές, δεν ε­πι­τρε­πό­ ταν στους σπου­δα­στές των τε­χνών να πραγ­μα­τεύ­ο­νται θε­ολο­γι­κά ζη­τή­μα­τα. Κο­ντο­ λο­γίς, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι φοι­τη­τές δεν α­κο­λου­θού­σαν θε­ο­λο­γι­κές ή βι­βλι­κές σπου­δές. Ε­πι­πλέ­ον, δεν είχαν ό­λα τα πα­νε­πι­στή­μια θε­ο­λο­γι­κή σχο­λή. Πά­ρα πο­λύ λί­γα εί­χαν θε­ολ­ ο­γι­κή σχο­λή τον δέ­κα­το τρί­το αιώ­να, και τα πιο νέ­α ι­δρύ­μα­τα αρ­χι­κά δεν ε­πι­τρε­πόταν καν να έ­χουν. Στον ύ­στε­ρο Με­σαί­ω­να, ο πα­πι­σμός ε­πέ­τρε­ψε να υ­πάρ­ ξουν περισ­σό­τε­ρες θε­ο­λο­γι­κές σχο­λές. Στη διάρ­κεια του Με­γά­λου Σχί­σμα­τος, ό­ταν οι δύ­ο πά­πες, οι ο­ποί­οι εί­χαν α­φο­ρί­σει ο έ­νας τον άλ­λον, α­ντα­γω­νί­ζο­νταν για την υ­πα­κο­ή και την πί­στη των δια­φό­ρων πο­λι­τι­κών η­γε­μό­νων, ε­πέ­τρε­ψαν την ί­δρυ­ση θε­ολ­ ο­γι­κών σχο­λών σε κά­ποια πα­νε­πι­στή­μια, ό­πως αυ­τό της Βιέν­νης, που δεν εί­ χαν τέ­τοια σχο­λή. Α­κό­μα και έ­τσι, μο­νά­χα μια μι­κρή μειο­νό­τη­τα σπου­δα­στών σπού­ δα­σαν θε­ο­λο­γί­α, η ο­ποί­α ή­ταν και η μι­κρό­τε­ρη α­πό τις τρεις ανώ­τε­ρες σχο­λές στα πα­νε­πι­στή­μια του βορ­ρά. Μα­κράν ο πιο δη­μο­φι­λής κλά­δος ή­ταν αυ­τός της νο­μι­κής που υ­πο­σχό­ταν κα­λή στα­διο­δρο­μί­α στις ο­λο­έ­να και πιο με­γά­λες γρα­φειο­κρα­τί­ες τό­ σο των εκ­κλη­σια­στι­κών ό­σο και των κο­σμι­κών η­γε­μό­νων. Ό­σο για τη θε­ο­λο­γί­α ως βα­σί­λισ­σα των ε­πι­στη­μών, η α­ντί­λη­ψη αυ­τή χρο­νο­ λογεί­ται ή­δη α­πό τον Α­ρι­στο­τέ­λη —που δεν ή­ταν βε­βαί­ως χρι­στια­νός θε­ο­λό­γος— ο ο­ποί­ος εν­νο­ού­σε με αυ­τό ό­τι η με­τα­φυ­σι­κή ή θε­ο­λο­γί­α (ως η «ε­πι­στή­μη του ό­ντος») ή­ταν έ­νας κλά­δος της φι­λο­σο­φί­ας πιο θε­με­λιώ­δης εί­τε α­πό τα μαθη­μα­τι­κά εί­τε α­πό 7 Rainer Schwinges, Deutsche Universitätsbesucher im 14. und 15. Jahrhundert: Studien zur Sozial­ geschichte des Alten Reiches (Steiner Verlag, Στουτ­γάρ­δη, 1986), σσ. 487-88.

 34 


■ Ο­ΤΙ Η ΜΕ­ΣΑΙΩ­ΝΙ­ΚΗ ΧΡΙ­ΣΤΙΑ­ΝΙ­ΚΗ ΕΚ­ΚΛΗ­ΣΙΑ ΚΑ­ΤΕ­ΣΤΕΙ­ΛΕ ΤΗΝ Α­ΝΑ­ΠΤΥ­ΞΗ ΤΗΣ Ε­ΠΙ­ΣΤΗ­ΜΗΣ ■

τη φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α (τις δύ­ο άλ­λες θε­ωρ ­ η­τι­κές «ε­πι­στήμες»). Ε­νώ πολ­λοί με­σαιω­ νι­κοί λό­γιοι πα­ρα­δέ­χο­νταν τη με­γά­λη α­ξιο­πρέ­πεια της θε­ο­λο­γί­ας, η κα­τά­στα­σή της ως ε­πι­στή­μης αμ­φι­σβη­τού­νταν, και δη α­κό­μα και α­πό θε­ο­λό­γους. Ο Ρο­βέρ­τος Γκρό­ στε­στ [Robert Grosseteste] (πε­ρί­που 1175–1253), Σφρα­γι­δο­φύ­λα­κας της Οξ­φόρ­ δης και Ε­πί­σκο­πος του Λίν­κολ­ν, υ­πο­στή­ρι­ξε ό­τι για μια διά­νοια απαλ­λαγ­μέ­νη α­πό το φορ­τί­ο ε­νός σαρ­κί­ου η θε­ο­λο­γί­α προσέφερε έ­ναν υ­ψη­λό­τερο βαθ­μό βε­βαιό­τη­τας απ’ ό,τι τα μα­θη­μα­τι­κά και η φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α, αλ­λά για ε­μάς τους θνη­τούς ε­δώ κά­ τω τα μα­θη­μα­τι­κά πα­ρα­χω­ρούν με­γα­λύ­τε­ρη βε­βαιό­τη­τα8. Χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τα κρι­ τή­ρια του Α­ρι­στο­τέ­λη, ο με­γά­λος Ι­ταλός θε­ο­λό­γος και φι­λό­σο­φος Θω­μάς Α­κι­νά­της [Thomas Aquinas] (πε­ρί­που 1225–1274)9 υ­πο­στή­ρι­ξε αρ­γό­τε­ρα ό­τι η θε­ο­λο­γί­α είναι ε­πι­στή­μη10. Αλ­λά δεν συμ­φω­νού­σαν οι πά­ντες με τον Α­κι­νά­τη. Ο Γου­λιέλ­μος Ό­καμ [William of Ockham] (πε­ρί­που 1287–1347), έ­νας Άγ­γλος φρα­γκι­σκα­νός με με­γά­λη ε­πί­δρα­ση, αρ­νή­θη­κε, ε­πί­σης με α­ρι­στο­τε­λι­κά κρι­τή­ρια, ό­τι η θε­ο­λο­γί­α εί­ναι ε­πι­στή­ μη. Ση­μεί­ω­σε ό­τι πρέ­πει να γνω­ρί­ζου­με κα­λύ­τε­ρα τις αρ­χές μιας ε­πιστή­μης πα­ρά τα συ­μπε­ρά­σμα­τά της. Αλ­λά οι αρ­χές της θε­ο­λο­γί­ας εί­ναι τα άρ­θρα της πί­στε­ως, τα ο­ποί­α, ό­πως ά­ρε­σε στον Ό­καμ να το­νί­ζει, συ­χνά εμ­φα­νί­ζο­νται «ψεύ­τι­κα σε ό­λους, ή στην πλειο­νό­τη­τα, ή στους πιο σο­φούς»11. Η θε­ο­λο­γί­α, συνε­πώς, δεν λο­γα­ρια­ζό­ταν ως ε­πι­στή­μη. Ε­ντέ­λει, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι σπου­δα­στές και δά­σκα­λοι δεν ή­σαν ού­τε ιε­ρείς ού­τε κα­λό­γε­ροι, κά­τι που α­παι­τού­σε ξε­χω­ρι­στούς όρ­κους. Εί­χαν κύ­ρος κλη­ρικού, ω­στό­ σο, του­λά­χι­στον στα πα­νε­πι­στή­μια του βορ­ρά, ό­πως του Πα­ρι­σιού. Επρό­κει­το για μια νο­μι­κή κα­τη­γο­ρί­α κερ­δι­σμέ­νη σκλη­ρά, η ο­ποί­α δεν ε­νεί­χε διό­λου τυ­πι­κές υ­πο­ χρε­ώ­σεις, θρη­σκευ­τι­κές ή άλ­λες (οι σπου­δα­στές μπο­ρού­σαν να πα­ντρευ­τούν, ε­πί πα­ρα­δείγ­μα­τι), ε­νώ πα­ρεί­χε έ­να ση­μα­ντι­κό προ­νό­μιο: το δι­καί­ω­μα, το ο­ποί­ο θύ­μω­νε πο­λύ τους κα­τοί­κους της πό­λης, να δι­κά­ζο­νται από έ­να πιο ε­πιει­κές πα­νε­πι­στη­μια­κό ή εκ­κλη­σια­στι­κό δι­κα­στή­ριο α­ντί για έ­να κο­σμι­κό/πο­λι­τι­κό. Αυ­τή η κοι­νω­νι­κή κα­ τά­στα­ση ή­ταν λί­αν βο­λι­κή ό­ταν ένας σπου­δα­στής συ­νέ­βαι­νε να σκο­τώ­σει κά­ποιον πο­λί­τη σε κα­βγά σε έ­να κα­πηλειό. (Στο Πα­ρί­σι, οι σπου­δα­στές εί­χαν κερ­δί­σει αυ­τό το δι­καί­ωμ ­ α α­φού κα­τέβη­καν σε α­περ­γί­α ύ­στε­ρα α­πό α­κρι­βώς έ­να τέ­τοιο πε­ρι­στα­τι­κό.) Αν και δεν ήσαν η πλειο­νό­τη­τα, πολ­λοί α­πό τους πιο φη­μι­σμέ­νους συγ­γρα­φείς έρ­ γων φυ­σικής φι­λο­σο­φί­ας και θε­ρά­πο­ντες των μα­θη­μα­τι­κών ε­πι­στη­μών ε­κεί­νης της ε­ποχής ή­σαν ιε­ρω­μέ­νοι ή κα­λό­γε­ροι μο­να­χι­κών ταγ­μά­των. Ά­ρα­γε ο μύ­θος παίρ­νει πα­ρά­τα­ση ζω­ής ε­άν α­πο­κα­λύ­ψω ό­τι οι δια­λέ­ξεις σχετι­κά με τη φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α του Α­ρι­στο­τέ­λη ή­σαν α­πα­γο­ρευ­μέ­νες στο Πα­ρίσι το 1210 8 W. R. Laird, “Robert Grosseteste on the Subalternate Sciences”, Traditio 43 (1987): σσ. 147-69, ι­δί­ ως σ. 150. 9 Βλέπε και Η Φι­λο­σο­φί­α, τό­μος Α΄, επ. Φραν­σουά Σα­τε­λέ, μτφρ. Κω­στής Πα­πα­γιώρ­γης, εκ­δ. Γνώ­ση, 1984, σσ. 324-336. (Σ.τ. Μ.) 10 Jan Aertsen, “Mittelalterliche Philosophie: ein unmögliches Projekt? Zur Wende des Philosophieverständnisses im 13. Jahrhundert”, εις Geistesleben im 13. Jahrhundert, επ. Jan A. Aertsen και Andreas Speer (Walter De Gruyter, Βε­ρο­λί­νο, 2000), σσ. 12-28, ι­δί­ως σσ. 20-21. 11 Ernest A. Moody, The Logic of William of Ockham (Russell and Russell, Νέ­α Υόρ­κη 1965), σ. 211.

 35 


■ Ο ΓΑΛΙΛΑΙΟΣ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ • ΜΥΘΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ■

(ε­πί ποι­νή α­φο­ρι­σμού) και το 1215 (δί­χως συ­γκε­κρι­μέ­νη ποι­νή); Ό­χι. Ε­νώ κάποιοι ιε­ρω­μέ­νοι, δρώ­ντας με τις ε­πί­ση­μες δι­καιο­δο­σί­ες τους, ε­ξέ­δι­δαν τέ­τοιες κα­τα­δί­κες, εί­ναι πα­ρα­πλα­νη­τι­κό να πού­με ό­τι «η Εκ­κλη­σί­α» έ­κα­νε κά­τι τέ­τοιο, διό­τι αυ­τό μοιά­ζει να υ­πο­νο­εί ό­τι οι εν λό­γω κα­τα­δί­κες εί­χαν ι­σχύ για ό­λη τη χρι­στια­νο­σύ­νη. Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, ό­μως, οι κα­τα­δί­κες ή­σαν το­πι­κές, τις ε­ξέ­δι­δαν οι ε­πί­σκο­ποι σε μια ε­παρ­ χί­α ή έ­νας καρ­δι­νά­λιος λε­γά­τος στην πε­ρί­πτω­ση του Πα­ρι­σιού12. Με­σαιω­νι­κά ψι­λο­ λο­γή­μα­τα, λέ­τε; Κα­θόλου: το ζή­τη­μα αυ­τής της διά­κρι­σης εί­ναι α­πο­λύ­τως κρί­σι­μο. Το να κα­τα­στή­σου­με «την Εκ­κλη­σί­α» το αί­τιο σε πε­ρι­πτώ­σεις ό­που η κα­τα­δί­κη εί­ναι το­πι­κή εί­ναι τε­χνι­κώς σω­στό αλ­λά ε­ξαι­ρε­τι­κά πα­ρα­πλα­νη­τι­κό, διό­τι τέ­τοιες ε­ντολές ε­πη­ρέ­α­ζαν μο­νά­χα μια α­πει­ρο­ελ­ ά­χι­στη με­ρί­δα του πλη­θυ­σμού, και συ­νήθως ό­χι για με­γά­λο διά­στη­μα. Αυ­τές οι κα­τα­δί­κες δεν α­φο­ρού­σαν σε σπου­δα­στές και δα­σκά­λους σε άλ­λα μέ­ρη. Η Οξ­φόρ­δη των αρ­χών του δέ­κα­του τρί­του αιώνα, ε­πί πα­ρα­δείγ­μα­τι, δεν γνώ­ρι­σε α­πα­γο­ρεύ­σεις τέ­τοιου εί­δους (μά­λι­στα, η υπο­δο­χή του Α­ρι­στο­τέ­λη στην Οξ­φόρ­δη ή­ταν λί­αν ο­μα­λή). Δεν εί­ναι ξε­κά­θα­ρο ό­τι οι κα­τα­δί­κες ε­πη­ρέ­α­ζαν πο­λύ, ή για με­γά­λη διάρ­κεια, τους αν­θρώ­πους στην ε­κά­στο­τε ε­πι­σκο­πή (κυ­ρί­ως αυ­τή του Πα­ρι­σιού). Πα­ρά την κα­τα­δί­κη του 1215, ξέ­ρου­με ό­τι ο Ρο­γή­ρος Βά­κων δί­δα­σκε τα Φυ­σι­κά του Α­ρι­στο­ τέ­λη στο Πα­ρί­σι στη δε­κα­ε­τί­α του 1240. Ε­πι­πλέ­ον, στα 1255 τα προ­η­γου­μέ­νως κα­ τα­δι­κα­σμέ­να φυ­σι­κά-φι­λο­σο­φι­κά πο­νή­ματα του Α­ρι­στο­τέ­λη ή­σαν υ­πο­χρε­ω­τι­κά για το κα­νο­νι­κό και για το α­νώ­τε­ρο πτυχί­ο φι­λο­σο­φί­ας στο Πα­ρί­σι, ό­πως ή­σαν ή­δη ή έ­μελ­λε να γί­νουν στα πε­ρισ­σό­τερα με­σαιω­νι­κά πα­νε­πι­στή­μια. Ας έ­χου­με κα­τά νου, πά­ντως, ό­τι το Πα­ρί­σι δεν ήταν τυ­πι­κή πε­ρί­πτω­ση: α­ντι­με­τώ­πι­σε πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρες ε­πι­σκο­πι­κές κα­ταδί­κες α­πό ό,τι το μέ­σο πα­νε­πι­στή­μιο, για κα­θα­ρά βά­σι­μους το­πι­ κούς λό­γους. Τα πε­ρισ­σό­τε­ρα πα­νε­πι­στή­μια δεν υ­φί­στα­ντο τέ­τοιου εί­δους πα­ρεμ­ βά­σεις. Ποιος ή­ταν ο α­ντί­κτυπος που εί­χαν τέ­τοιες κα­τα­δί­κες στη δια­δι­κα­σί­α της ε­πι­ στή­μης στη με­σαιωνι­κή Ευ­ρώ­πη; Ή­ταν ε­λά­χι­στη, για έ­ναν α­πλό λό­γο: Οι κα­τα­δί­κες ή­σαν συ­νή­θως δεμέ­νες με μια ο­ρι­σμέ­νη γε­ω­γρα­φι­κή πε­ριο­χή, ε­νώ οι σπου­δα­στές και οι δά­σκαλοι δεν ή­σαν. Μπο­ρού­σαν μια χα­ρά να τα μα­ζέ­ψουν και να πά­νε αλ­λού, και το έκα­ναν. Τω ό­ντι, ό­ταν στα 1229–1231 το Πα­νε­πι­στή­μιο της Του­λού­ζης κά­λε­σε τους Παρι­ζιά­νους σπου­δα­στές να με­τα­βούν στα νό­τια («στη δεύ­τε­ρη γη της ε­παγ­γε­ λί­ας, ό­που εν α­φθο­νί­α γά­λα και μέ­λι ρέ­ει... ό­που ο Βάκ­χος τ’ α­μπέ­λια κυ­βερ­νά­ει») και τους θύ­μι­σαν ό­τι στην Του­λού­ζη δεν ι­σχύ­ει κα­μί­α α­πα­γό­ρευ­ση του Α­ριστο­τέ­λη («Ε­κεί­νοι που ε­πι­θυ­μούν ε­ξο­νυ­χι­στι­κά τον κόρ­φο της φύ­σης να ε­ρευνή­σουν στο πιο μύ­χιό της ση­μεί­ο μπο­ρούν ε­δώ να α­κού­σουν του Α­ρι­στο­τέ­λη τα βι­βλί­α που α­πα­γο­ ρευ­μέ­να ή­σαν στο Πα­ρί­σι»)13. Το Πα­ρί­σι, η «νέ­α Α­θή­να», δεν άρ­γη­σε να α­νοί­ξει και πά­λι χά­ρη στην πα­πι­κή βού­λα Parens scientiarum («μη­τέ­ρα των επι­στη­μών»), που 12 Lynn Thorndike, University Records and Life in the Middle Ages (Columbia University Press, Νέ­α Υόρ­κη 1944), σσ. 26-28. 13 Ό.π., σ. 34.

 36 


■ Ο­ΤΙ Η ΜΕ­ΣΑΙΩ­ΝΙ­ΚΗ ΧΡΙ­ΣΤΙΑ­ΝΙ­ΚΗ ΕΚ­ΚΛΗ­ΣΙΑ ΚΑ­ΤΕ­ΣΤΕΙ­ΛΕ ΤΗΝ Α­ΝΑ­ΠΤΥ­ΞΗ ΤΗΣ Ε­ΠΙ­ΣΤΗ­ΜΗΣ ■

κυ­ρί­ως υ­πο­στή­ρι­ξε τα προ­νό­μια των δα­σκά­λων ε­νά­ντια στον ε­πί­σκο­πο14. Α ναι, θα πεί­τε, αλ­λά τι λες και για το 1277, τό­τε που «η Εκ­κλη­σί­α» κα­τα­δί­κα­ σε 219 α­κα­δη­μα­ϊ­κές ει­ση­γή­σεις, και πά­λι στο Πα­ρί­σι; Αυ­τή η πιο δια­βό­η­τη α­πό τις με­σαιω­νι­κές κα­τα­δί­κες α­πο­τε­λού­σε ε­πί­θε­ση στην αστρο­λο­γι­κή αι­τιο­κρα­τί­α, σε έ­ναν α­ριθ­μό α­πό α­ρι­στο­τε­λι­κές θέ­σεις (συ­μπε­ριλαμ­βα­νο­μέ­νης και της α­δυ­να­τό­τη­τας ε­νός κε­νού), και σε χιου­μο­ρι­στι­κές ή ιδί­ου συμ­φέ­ρο­ντος θέ­σεις ό­πως «Οι μό­νοι σο­φοί άν­θρω­ποι στον κό­σμο εί­ναι οι φι­λό­σο­φοι» και «Τί­πο­τα δεν το γνω­ρί­ζεις κα­λύ­τε­ρα γνω­ρί­ζο­ντας θε­ο­λο­γία»15. Και τού­τη τη φο­ρά, η κα­τα­δί­κη ε­ξε­δό­θη α­πό τον ε­πί­σκο­πο του Πα­ρι­σιού, βο­ηθ ­ ού­με­νο α­πό κά­ποιους συ­ντη­ρη­τι­κούς θε­ο­λό­γους στο πα­νεπι­ στή­μιο· ε­πω­φε­λή­θη­καν ώ­στε να φι­μώ­σουν τους α­γέ­ρω­χους φι­λο­σό­φους και να κα­ τα­φερ­θούν α­πη­νώς ενά­ντια στον α­ρι­στο­τε­λι­κό συ­νά­δελ­φό τους, τον Θω­μά Α­κι­νά­τη. Α­πο­τε­λεί ει­ρωνεί­α ό­τι έ­ναν αιώ­να πριν ο ι­στο­ρι­κός Πί­τερ Ντυέμ [Pierre Duhem]16 θε­ώ­ρη­σε ό­τι η εν λό­γω κα­τα­δί­κη εί­χε μια πο­λύ θε­τι­κή ε­πί­πτωση στην ε­πι­στή­μη. Υ­πο­στή­ρι­ξε ό­τι υ­πο­χρέ­ωσ ­ ε τους φι­λο­σό­φους να α­πε­λευ­θε­ρωθούν α­πό την εύ­νοιά τους προς τις θέ­σεις του Α­ρι­στο­τέ­λη και να διε­ρευ­νήσουν ε­ναλ­λα­κτι­κές. Κατ’ αυ­τόν, η η­με­ρο­μη­νί­α 1277 ση­μά­δε­ψε τοιου­το­τρό­πως την α­παρ­χή της νε­ω­τε­ρι­κής (ή­τοι της μη- ή α­ντι-α­ρι­στο­τε­λι­κής) ε­πι­στή­μης. Στις μέ­ρες μας, ω­στό­σο, οι ι­στο­ρι­κοί συμ­φω­ νούν ό­τι αυ­τό εί­ναι υ­περ­βο­λι­κό ά­χθος για να το ση­κώ­σουν οι κα­τα­δί­κες στο Πα­ρί­σι του 1277. Έ­νας μι­κρός κα­τά­λο­γος των ε­πι­τευγ­μά­των ε­κεί­νης της πε­ριό­δου δεί­χνει ότι η έ­ρευ­να της φύ­σης δεν εί­χε λι­μνά­σει στην Ευ­ρώ­πη του Με­σαί­ω­να. Στα τέ­λη του δέ­κα­ του τρί­του αιώ­να, ο William of Saint-Cloud χρη­σι­μο­ποί­η­σε ρη­ξι­κέ­λευ­θα την camera obscura για να πα­ρα­τη­ρή­σει ε­κλεί­ψεις του η­λί­ου. Στις αρ­χές του δέ­κα­του τέ­ταρ­του, ο Ντί­τριχ φον Φρά­ι­μπερ­γκ [Dietrich von Freiberg]17 (ένας δο­μι­νι­κα­νός) έ­λυ­σε το πρό­ βλη­μα του πρω­το­γε­νούς και δευ­τε­ρο­γε­νούς ουρά­νιου τό­ξου: ε­ξέ­τα­σε, α­ντί­στοι­χα, την πρώ­τη και τη δεύ­τε­ρη ε­σω­τε­ρι­κή α­ντανά­κλα­ση μέ­σα στη στα­γό­να της βρο­χής, α­να­ πα­ρι­στώ­ντας την με έ­να γυά­λι­νο φια­λί­διο γε­μά­το νε­ρό. Ε­ντω­με­τα­ξύ, στην Οξ­φόρ­δη, οι φυ­σι­κοί φι­λό­σο­φοι ε­φάρμο­ζαν τη μα­θη­μα­τι­κή α­νά­λυ­ση στην κί­νη­ση, δια­τυ­πώ­νο­ ντας θε­ω­ρη­τι­κούς τρόπους με­τρή­σε­ως πο­σο­τή­των που αλ­λά­ζουν ο­μοιό­μορ­φα. Στο Πα­ρί­σι στα μέ­σα του δέ­κα­του τέ­ταρ­του αιώ­να, ο Ζαν Μπου­ρι­ντάν [Jean Buridan]18 χρη­σι­μο­ποί­η­σε τη θε­ω­ρί­α της ροπής α­δρα­νεί­ας προ­κει­μέ­νου να ε­ξη­γή­σει την κί­νη­ση των βλη­μά­των, την ε­πι­τάχυν­ση της ε­λεύ­θε­ρης πτώ­σης, α­κό­μα και την α­κα­τά­παυ­στη πε­ρι­στρο­φή της έ­ναστρης σφαί­ρας (με την α­που­σί­α α­ντί­στα­σης, η αρ­χι­κή ώ­θη­ση και 14 Jacques Verger, “A propos de la naissance de l’université de Paris: contexte social, enjeu politique, portée intellectuelle”, εις Schulen und Studium im sozialen Wandel des hohen und späten Mittelalter, επ. Johannes Fried (Jan Thorbeke Verlag, Σι­γκμα­ρίν­γκεν, 1986), σσ. 69-96, ι­δί­ως σσ. 83, 94-95. 15 Edward Grant, επ., A Source Book in Medieval Science (Harvard University Press, Κέ­ι­μπρι­τζ, Μα­ σα­χουσέ­τη, 1974), σ. 50. 16 Ο Pierre Maurice Marie Duhem (1861–1916) ή­ταν Γάλ­λος φυ­σι­κός, μα­θη­μα­τι­κός και φι­λόσο­φος-ι­ στο­ρι­κός των ε­πι­στη­μών. (Σ.τ.Μ.) 17 Dietrich von Freiberg (πε­ρί­που 1250–πε­ρί­που 1310) ή­ταν Γερ­μα­νός θε­ο­λόγος και φυ­σι­κός. (Σ.τ.Μ.) 18 Ο Jean Buridan (πε­ρί­που 1300–θά­να­τος με­τά το 1358) ή­ταν Γάλ­λος ιε­ρέ­ας και φι­λό­σοφος. (Σ.τ.Μ.)

 37 


■ Ο ΓΑΛΙΛΑΙΟΣ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ • ΜΥΘΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ■

ρο­πή α­δρα­νεί­ας του Θε­ού κα­τά τη δη­μιουρ­γί­α δια­τη­ρεί­ται και δεν χρειά­ζε­ται πε­ραι­ τέ­ρω πα­ρέμ­βα­ση). Ο Νι­κό­λα­ος Ο­ρέμ [Nicole Oresme]19, νε­ό­τε­ρος συ­γκαι­ρι­νός του (με­τέ­πει­τα ε­πί­σκο­πος) προσέφερε μια ω­ραί­α σει­ρά ε­πι­χει­ρη­μά­των για την πι­θα­νή πε­ρι­στρο­φή της γης: κα­τέλη­ξε στο ό­τι κα­μί­α δια­θέ­σι­μη ε­μπει­ρι­κή ή ορ­θο­λο­γι­κή μαρ­ τυ­ρί­α δεν μπο­ρεί να α­πο­φα­σί­σει ε­άν κι­νεί­ται ή ό­χι. Κι άλλα πολ­λά πα­ρα­δείγ­μα­τα θα μπο­ρού­σα­με να πα­ρα­θέ­σου­με. Ό­πως οι πε­ρισ­σό­τεροι δά­σκα­λοι, οι άν­θρω­ποι αυ­τοί ευερ­γε­τη­θή­καν α­πό τη ση­μα­ντι­κή ε­λευ­θε­ρί­α σκέ­ψης που ε­πι­τρε­πό­ταν α­πό την πα­ νε­πι­στη­μια­κή συ­ζή­τη­ση/α­ντι­μα­χί­α, η ο­ποί­α α­παι­τού­σε τα υ­πέρ και τα κα­τά ε­πι­χει­ρή­ μα­τα σχε­τι­κά με διά­φο­ρες θέ­σεις να α­να­πτύσ­σο­νται και να ε­πε­ξερ­γά­ζο­νται σε ορ­θο­ λο­γι­κές βά­σεις και μό­νον. Ή­σαν οι δια­φω­νού­ντες με τον συ­νά­δελ­φο λό­γιο αυ­τοί που ε­πε­δί­ωκ ­ αν να τον στε­νο­χω­ρή­σουν τον πιο πο­λύ και­ρό, και ό­χι «η Εκ­κλη­σί­α». Α­νά­με­σα στα 1150 και 1500, οι πιο εγ­γράμ­μα­τοι Ευ­ρω­παί­οι εί­χαν πρό­σβα­ση σε ε­πιστη­μο­νι­κά υ­λι­κά με­γα­λύ­τε­ρη α­πό ό­ση οι προ­κά­το­χοί τους πα­λαιό­τε­ρων πο­λιτι­ σμών, χά­ρη εν πολ­λοίς στην α­νά­δυ­ση, την τα­χεί­α α­νά­πτυ­ξη, και την πε­ρί φυ­σικών τε­χνών δι­δα­κτή ύ­λη των με­σαιω­νι­κών πα­νε­πι­στη­μί­ων. Ε­άν η με­σαιω­νι­κή Eκκλη­σί­α εί­χε τον σκο­πό να κα­τα­στεί­λει την έ­ρευ­να της φύ­σης, θα πρέ­πει να ήταν ο­λωσ­διό­λου α­νί­σχυ­ρη κα­θό­τι α­πέ­τυ­χε πα­ντε­λώς να ε­πι­τύ­χει τον σκο­πό της.

19

Ο Nicole Oresme (πε­ρί­που 1320/5–1382) ή­ταν Γάλ­λος φι­λό­σο­φος. (Σ.τ.Μ.)

 38 


Μύθος 3

ΟΤΙ ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΔΙΔΑΣΚΑΝ ΠΩΣ Η ΓΗ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΠΕΔΗ Lesley B. Cormack Στον χριστιανικό κόσμο, το μεγαλύτερο μέρος τούτης της μακριάς περιόδου [από τον Πτολεμαίο στον Κοπέρνικο] αναλώθηκε σε διαμάχες σχετικά με τη φύση του Θεού, και σε αγώνες για την εκκλησιαστική εξουσία. Η αυθεντία των Πατέρων, και η δεσπόζουσα πίστη ότι οι Γραφές περιέχουν το άθροισμα σύνολων των γνώσεων, αποθάρρυνε κάθε έρευνα της Φύσης... Αυτή η αδιαφορία συνεχίστηκε έως το τέλος του δέκατου πέμπτου αιώνα. Ακόμα και τότε δεν υπήρχε επιστημονικό δέλεαρ. Τα κίνητρα που ώθησαν τα πράγματα ήσαν εντελώς διαφορετικού είδους. Ξεκίνησαν από εμπορικές έριδες, και το ζήτημα του σχήματος της γης διευθετήθηκε τελικά από τρεις θαλασσοπόρους, τον Κολόμβο, τον Ντα Γκάμα, και πάνω από όλους, τον Φερδινάνδο Μαγγελάνο. John William Draper, History of the Conflict between Religion and Science (1874) Με την παρακμή της Ρώμης και την έλευση των Σκοτεινών Χρόνων, η γεωγραφία ως επιστήμη βυθίστηκε σε χειμερία νάρκη, από την οποία η πρώιμη Εκκλησία λίγα έκανε για να τη βγάλει... Οι αυστηρές ερμηνείες της Βίβλου συν η άκαμπτη πατερική μισαλλοδοξία κατέληξαν στη θεωρία της επίπεδης γης με κέντρο της την Ιερουσαλήμ, και κάπου ψηλά στη χώρα να απλώνεται ο Κήπος της Εδέμ, από τον οποίο κυλούσαν οι τέσσερις Ποταμοί του Παραδείσου. Boise Penrose, Travel and Discovery in the Renaissance (1955) Ένα φαινόμενο αμνησίας των λογίων σε όλη την Ευρώπη... μόλυνε την ήπειρο από το 300 έως τουλάχιστον το 1300 μ.Χ. Στη διάρκεια εκείνων των αιώνων, η χριστιανική πίστη και το χριστιανικό δόγμα καταπίεσαν τη χρήσιμη εικόνα του κόσμου που αργά, τόσο επώδυνα, και τόσο ευσυνείδητα φιλοτέχνησαν οι αρχαίοι γεωγράφοι. Daniel J. Boorstin, The Discoverers (1983)1 1 John William Draper, History of the Conflict between Religion and Science (D. Appleton, Νέα Υόρκη,1874), σσ. 157-9. Boise Penrose, Travel and Discovery in the Renaissance (Harvard University Press, Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη, 1955), σ. 7. Daniel J. Boorstin, The Discoverers: A History of Man’s Search to Know Himself and His World (Random House, Νέα Υόρκη, 1983), x.

 39 


■ Ο ΓΑΛΙΛΑΙΟΣ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ • ΜΥΘΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ■

Σ

τον Με­σαί­ω­να πίστευαν ά­ρα­γε οι άν­θρω­ποι ό­τι ο κό­σμος εί­ναι ε­πί­πε­δος; Το δί­ χως άλ­λο, οι συγγρα­φείς που πα­ρα­θέ­σα­με πιο πά­νω αυ­τό θα μας έ­κα­ναν να σκε­ φτού­με. Σύμ­φω­να με τις α­φη­γή­σεις, οι άν­θρω­ποι που ζού­σαν στους «Σκο­τει­νούς Χρό­νους» ή­σαν τό­σο κα­τα­κλυ­σμέ­νοι α­πό την ά­γνοια (ή τό­σο ε­ξα­πα­τη­μέ­νοι α­πό τους κα­θο­λικούς ιε­ρείς) ώ­στε πί­στευαν πως η γη εί­ναι ε­πί­πε­δη. Ε­πί χί­λια χρό­νια ή­σαν βυθι­σμέ­νοι μες στης ά­γνοιας τα σκό­τη, και ε­άν δεν με­σο­λα­βού­σε η η­ρω­ι­κή γεν­ναιό­ τη­τα του Χρι­στό­φο­ρου Κο­λόμ­βου και άλ­λων ε­ξε­ρευ­νη­τών, θα έ­με­ναν εν­δε­χομέ­νως α­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο μέ­σα σε τού­τη την ά­γνοια. Κι έ­τσι, η και­νο­το­μί­α και το κου­ρά­γιο των ε­πεν­δυ­τών και των ε­ξε­ρευ­νη­τών, με κί­νη­τρο τα οι­κο­νο­μικά συμ­φέ­ρο­ντα και τη νε­ω­τε­ρι­κή πε­ριέρ­γεια, μας ε­πέ­τρε­ψαν τε­λι­κά να ε­λευ­θερω­θού­με α­πό τα σι­δε­ρέ­νια τα δε­σμά που σφυ­ρη­λά­τη­σε η με­σαιω­νι­κή Κα­θο­λι­κή Εκ­κλη­σί­α2. Α­πό πού προ­έρ­χε­ται αυ­τή η ι­στο­ρί­α; Στη διάρ­κεια του δέ­κα­του έ­να­του αιώνα, οι λό­γιοι που εν­δια­φέρ­θη­καν για την προ­ώ­θη­ση μιας νέ­ας ε­πι­στη­μο­νι­κής και ορ­ θο­λο­γι­στι­κής ά­πο­ψης του κό­σμου ι­σχυ­ρί­ζο­νταν ό­τι οι αρ­χαί­οι Έλ­ληνες και Ρω­μαί­οι εί­χαν κα­τα­λά­βει πως ο κό­σμος εί­ναι στρογ­γυ­λός, αλ­λά η γνώση αυ­τή κα­τε­στά­λη α­πό τους ιε­ρω­μέ­νους του Με­σαί­ω­να. Οι φι­λο­κα­θο­λι­κοί λό­γιοι α­ντέ­τει­ναν το ε­πι­χεί­ ρη­μα ό­τι οι στο­χα­στές στον Με­σαί­ω­να ή­ξε­ραν ό­ντως πως η γη εί­ναι στρογ­γυ­λή3. Οι ε­πι­κρι­τές ε­ντού­τοις α­πέρ­ρι­ψαν αυ­τές τις γνώ­μες ως α­πλώς α­πο­λο­γη­τι­κές. Για­τί μαι­νό­ταν η μά­χη γύ­ρω α­πό αυ­τό ει­δι­κά το ζή­τη­μα; Διό­τι η πί­στη ό­τι η γη εί­ναι ε­πί­πε­ δη ε­ξι­σω­νό­ταν με την ε­σκεμ­μέ­νη ά­γνοια, ε­νώ η κα­τα­νό­η­ση της σφαι­ρι­κό­τη­τας της γης ε­κλαμ­βα­νό­ταν ως μέ­τρο νε­ωτ­ ε­ρι­κό­τη­τας· η πλευ­ρά που υ­πε­ρά­σπι­ζε κά­ποιος έ­γι­νε έ­να μέ­σο κατα­δί­κης ή ε­ξύ­μνη­σης των ιε­ρω­μέ­νων του Με­σαί­ω­να. Για λό­γιους/ με­λε­τη­τές ό­πως William Whewell ή ο Τζον Ντρέ­ι­περ, συ­νε­πώς, ο κα­θο­λι­κι­σμός ή­ταν κά­τι κα­κό (καθό­σον προ­ωθ ­ ού­σε την ά­πο­ψη ό­τι η γη εί­ναι ε­πί­πε­δη), ε­νώ για τους ρω­μαιο­κα­θολι­κούς ο κα­θο­λι­κι­σμός ή­ταν κά­τι κα­λό (κα­θό­σον προ­ω­θού­σε τη νε­ω­ τε­ρι­κό­τητα). Ό­πως θα δού­με, κα­νέ­να α­πό αυ­τά τα ά­κρα δεν πε­ρι­γρά­φει την α­λη­θι­νή κα­τάστα­ση των πραγ­μά­των 4. Αυ­τή η ε­ξί­σω­ση της στρογ­γυ­λό­τη­τας με τη νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα ε­ξη­γεί ε­πί­σης για­τί κα­τά τον δέ­κα­το έ­να­το αιώ­να οι Α­με­ρι­κα­νοί ι­στο­ρι­κοί υ­πο­στή­ρι­ξαν ό­τι αυ­τοί που α­πέ­δει­ξαν ό­τι η γη εί­ναι στρογ­γυ­λή, και συ­νε­πώς ά­νοι­ξαν τον δρόμο προς τη νε­ω­ τε­ρι­κό­τη­τα —και προς την Α­με­ρι­κή, βε­βαί­ως— ή­σαν ο Κο­λόμ­βος και οι πρώ­ι­μοι μερ­κα­ντι­λι­στές. Μά­λι­στα, μια βιο­γρα­φί­α του Κο­λόμ­βου που έ­γρα­ψε ο Α­με­ρι­κα­νός 2 Για μια πα­λαιό­τε­ρη συ­ζή­τη­ση σχε­τι­κά με τον πα­ρό­ντα μύ­θο, βλέ­πε Lesley B. Cormack, “Flat Earth or Round Sphere: Misconceptions of the Shape of the Earth and the Fifteenth-Century Transformation of the World”, Ecumene 1 (1994), σσ. 363-85. 3 Η Christine Garwood στο Flat Earth: The History of an Infamous Idea (Macmillan, Λον­δί­νο, 2007) ε­ξε­τά­ζει αυ­τή την α­ντι­πα­ρά­θε­ση, ε­στιά­ζο­ντας κυ­ρί­ως στους πι­στούς της ά­πο­ψης του δέ­κατου έ­να­του αιώ­να ό­τι η γη εί­ναι ε­πίπε­δη. 4 Εί­ναι λυπη­ρό, αλ­λά αυ­τό ε­ξα­κο­λου­θεί να ε­πα­να­λαμ­βά­νε­ται α­πό ο­ρι­σμέ­νους συγ­γρα­φείς εγ­χει­ρι­δί­ων στις μέ­ρες μας, ε­πί πα­ρα­δείγ­μα­τι Mounir A. Farah και Andrea Berens Karls, World History: The Human Experience (Glencoe/McGraw Hill, Λέ­ικ Φό­ρε­στ, Ι­λι­νό­ις, 1999), και Charles R. Coble και άλ­λοι, Earth Science (Prentice Hall, Ίν­γκλγου­ντ Κλιφ­ς, Νιου Τζέρ­σι, 1992), αμ­φότε­ρα τα εγ­χει­ρί­δια προ­ο­ρι­σμέ­να για δι­δα­σκα­λί­α στη δευ­τε­ρο­βάθ­μια εκ­παί­δευ­ση.

 40 


■ Ο­ΤΙ ΟΙ ΧΡΙ­ΣΤΙΑ­ΝΟΙ ΤΟΥ ΜΕ­ΣΑΙΩ­ΝΑ ΔΙ­ΔΑ­ΣΚΑΝ ΠΩΣ Η ΓΗ ΕΙ­ΝΑΙ Ε­ΠΙ­ΠΕ­ΔΗ ■

συγ­γρα­φέ­ας Ουά­σιν­γκτον Ίρ­βιν­γκ [Washington Irving], ο δη­μιουρ­γός του “Rip Van Winkle”, ει­σή­γα­γε τού­τη την ι­δέ­α στον κό­σμο5. Αλ­λά η α­λή­θεια εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο πε­ρί­πλο­κη α­πό αυ­τές τις α­φη­γή­σεις. Πολύ λί­γοι άν­θρω­ποι σε ό­λη τη διάρ­κεια του Με­σαί­ω­να πί­στευαν ό­τι ο κό­σμος εί­ναι ε­πί­πε­ δος. Στο­χα­στές και α­πό τις δύ­ο πλευ­ρές του ζη­τή­μα­τος ή­σαν κα­θολι­κοί, και για αυ­ τούς, το σχή­μα της γης δεν ε­ξι­σω­νό­ταν με α­πό­ψεις προ­ο­δευτι­κές ή με α­πό­ψεις της πα­ρα­δο­σιαρ­χί­ας. Α­λη­θεύ­ει ό­τι οι πε­ρισ­σό­τε­ροι κλη­ρικοί κα­τα­πιά­νο­νταν πιο πο­λύ με τη σω­τη­ρί­α πα­ρά με το σχή­μα της γης — αυ­τή ή­ταν η δου­λειά τους, άλ­λω­στε. Αλ­λά ή­σαν ε­πί­σης ση­μα­ντι­κά γι’ αυ­τούς τα έργα του Θε­ού στη φύ­ση. Ο Κο­λόμ­βος δεν θα μπο­ρού­σε να έ­χει α­πο­δεί­ξει ό­τι ο κόσμος ή­ταν στρογ­γυ­λός, ε­πει­δή το γε­γο­νός αυ­τό ή­ταν ή­δη γνω­στό. Μή­τε και ή­ταν ε­ξε­γερ­μέ­νος νε­ω­τε­ρι­στής — ή­ταν πι­στός κα­θο­λι­ κός και α­νέ­λα­βε να κά­νει το τα­ξί­δι του πι­στεύ­ο­ντας ό­τι ε­κτε­λού­σε έρ­γο του Θε­ού. Μια με­τα­μόρ­φω­ση διε­ξα­γό­ταν στις α­πό­ψεις πε­ρί της γης κα­τά τον δέ­κα­το πέ­μπτο αιώ­να αλ­λά είχε πιο με­γά­λη σχέ­ση με έ­ναν νέ­ο τρό­πο χαρ­το­γρά­φη­σης πα­ρά με μια με­τα­κί­νηση α­πό την ε­πί­πε­δη γη στη στρογ­γυ­λή σφαί­ρα. Οι λό­γιοι στην αρ­χαιό­τη­τα ε­πε­ξερ­γά­στη­καν έ­να πο­λύ σα­φώς σφαι­ρι­κό μο­ντέ­λο της γης και του ου­ρα­νού. Κά­θε μεί­ζων Έλ­λη­νας γε­ω­γρά­φος στο­χα­στής, συμπε­ρι­ λαμ­βα­νο­μέ­νου και του Α­ρι­στο­τέ­λη (384–322 π.Χ.), του Ε­ρα­το­σθέ­νη (τρί­τος προ Χρι­ στού αιώ­νας) και του Πτο­λε­μαί­ου (δεύ­τε­ρος με­τά Χρι­στόν αιώ­νας), βά­σι­σε το πε­ρί γε­ωγ­ ρα­φί­ας και α­στρο­νο­μί­ας έρ­γο του στη θε­ω­ρί­α ό­τι η γη εί­ναι μια σφαί­ρα. Πα­ρο­ μοί­ως, ό­λοι οι μεί­ζο­νες Ρω­μαί­οι σχο­λια­στές, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νομέ­νου του Πλί­νιου του Πρε­σβύ­τε­ρου (23–79 μ.Χ.), του Πο­μπώ­νιου Μέ­λα (πρώ­τος με­τά Χρι­στόν αιώ­νας), και του Μα­κρό­βιου [Macrobius] (τέ­ταρ­τος με­τά Χρι­στόν αιώ­νας), συμ­φώ­νη­σαν στο ό­τι η γη θα πρέ­πει να εί­ναι στρογ­γυλή. Τα συ­μπε­ρά­σμα­τά τους ή­σαν κα­τά έ­να μέ­ρος φι­λο­σο­φι­κά —έ­να σφαι­ρι­κό σύμπαν α­παι­τού­σε την ύ­παρ­ξη μιας σφαί­ρας στο κέ­ ντρο— αλ­λά ε­πί­σης βα­σι­σμένα σε μα­θη­μα­τι­κή και α­στρο­νο­μι­κή ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­α και λο­γι­κή6. Πε­ρισ­σό­τε­ρο πε­ρι­λά­λη­τη ή­ταν η εκ μέ­ρους του Α­ριστο­τέ­λη α­πό­δει­ξη πε­ρί σφαι­ρι­κό­τη­τας της γης, έ­να ε­πι­χεί­ρη­μα που χρη­σι­μοποί­η­σαν πολ­λοί στο­χα­στές στον Με­σαί­ω­να και την Α­να­γέν­νη­ση. Ε­άν ε­ξε­τά­σου­με το έρ­γο α­κό­μα και συγ­γρα­φέ­ων του πρώ­ι­μου Με­σαί­ω­να, βρίσκου­με ό­τι, με ε­λά­χι­στες ε­ξαι­ρέ­σεις, υ­πο­στή­ρι­ζαν μια πε­ρί σφαι­ρι­κής γης θε­ω­ ρί­α. Α­νά­με­σα στους πρώ­ι­μους Πατέρες της εκ­κλη­σί­ας, ο Αυ­γου­στί­νος (354–430), ο Ιε­ρώ­νυ­μος (πέ­θα­νε το 420), και ο Αμ­βρό­σιος (πέ­θα­νε το 420), συμ­φώ­νη­σαν ό­λοι ό­τι η γη ή­ταν μια σφαί­ρα. Μό­νον ο Λα­κτά­ντιος [Lactantius] (αρ­χές του τέ­ταρ­του με­τά Χρι­στόν αιώ­να) δια­τύ­πω­σε μια δι­ι­στά­με­νη γνώ­μη, αλ­λά αυ­τός α­πέρ­ρι­πτε σύ­νο­λη την πα­γα­νι­στι­κή γνώ­ση διό­τι α­πο­σπού­σε τους αν­θρώ­πους α­πό το α­λη­θι­νό τους έρ­γο που ή­ταν το να φτά­σουν τη λύ­τρω­ση7. 5 Washington Irving, The Life and Voyages of Christopher Columbus: Together with the Voyages of His Companions (John Murray, Λον­δίνο, 1828), ι­δί­ως σ. 88. 6 Jeffrey Burton Russell, Inventing the Flat Earth: Columbus and Modern Historians (Praeger, Νέ­α Υόρ­κη, 1991), σ. 24· Penrose, Travel and Discovery in the Renaissance, σ. 7. 7 Charles W. Jones, “The Flat Earth”, Thought 9 (1934), σσ. 296-307, ό­που συ­ζη­τεί το έρ­γο του Αυ­

 41 


■ Ο ΓΑΛΙΛΑΙΟΣ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ • ΜΥΘΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ■

Α­πό τον έ­βδο­μο αιώ­να έως τον δέ­κα­το τέ­ταρ­το αιώ­να, κά­θε ση­μα­ντι­κός με­ σαιω­νι­κός στο­χα­στής που κα­τα­πια­νό­ταν με τον κό­σμο της φύ­σης δή­λω­νε πε­ρισ­σό­ τε­ρο ή λι­γό­τε­ρο ρη­τά ότι ο κό­σμος ή­ταν μια στρογ­γυ­λή σφαί­ρα, πολ­λοί α­πό αυ­τούς μά­λι­στα εν­σω­μά­τωναν στο έρ­γο τους την α­στρο­νο­μί­α του Πτο­λε­μαί­ου και τη φυ­σι­κή του Α­ρι­στοτέ­λη. Ο Θω­μάς Α­κι­νά­της (πέ­θα­νε το 1274), ε­πί πα­ρα­δείγ­μα­τι, α­κο­λού­ θη­σε την α­πόδει­ξη του Α­ρι­στο­τέ­λη στο να δεί­ξει ό­τι οι αλ­λασ­σό­με­νες θέ­σεις των α­στε­ρισμών κα­θώς κά­ποιος με­τα­κι­νεί­ται στην ε­πι­φά­νεια της γης ή­ταν έν­δει­ξη για το σφαι­ρι­κό σχή­μα της γης. Ο Ρο­γή­ρος Βά­κων (πέ­θα­νε το 1294), στο Opus Maius (πε­ρί­που 1280) δή­λω­σε ό­τι ο κό­σμος ή­ταν στρογ­γυ­λός, ό­τι οι νό­τιοι α­ντί­πο­δες ή­σαν κα­τοι­κη­μέ­νοι, και ότι το πέ­ρα­σμα του ή­λιου α­πό τη γραμ­μή της ε­κλει­πτι­κής ε­πη­ρέ­ α­ζε το κλί­μα σε δια­φο­ρε­τι­κά μέ­ρη του κό­σμου. Ο Αλ­μπέρ­τους Μά­γκνους [Albertus Magnus] (πέ­θα­νε το 1280) συμ­φώ­νη­σε με τις ανα­κα­λύ­ψεις του Βά­κω­να, ε­νώ ο Μι­ χα­ήλ Σκώ­τος [Michael Scott] (πέ­θα­νε το 1234) «συ­νέ­κρι­νε τη γη, πε­ρι­βαλ­λό­με­νη α­πό νε­ρό, με τον κρό­κο ε­νός α­βγού και τις σφαί­ρες του σύ­μπα­ντος με τα στρώ­μα­ τα ε­νός κρεμ­μυ­διού»8. Ί­σως αυ­τός που ά­σκη­σε τη με­γα­λύ­τε­ρη ε­πί­δρα­ση να ήταν ο Γιο­χά­νες ντε Σα­κρο­μπό­σκο [Jean de Sacrobosco], του ο­ποίου το έρ­γο De Sphera (πε­ρί­που 1230) έ­δει­χνε ό­τι η γη εί­ναι μια σφαί­ρα, και ο Pierre d’Ailly (1350–1410), αρ­χιε­πί­σκο­πος του Κα­μπρέ, ο ο­ποί­ος στο έρ­γο του Imago Mundi (γραμ­μέ­νο στα 1410) πραγ­μα­τευό­ταν τη σφαι­ρι­κό­τη­τα της γης9. Αμ­φό­τε­ρα τα βι­βλί­α αυ­τά έ­γι­ναν πο­λύ δη­μο­φι­λή· το βι­βλί­ο του Sacrobosco χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε ως βα­σι­κό ε­γκόλ­πιο σε ό­λη τη διάρκεια του Με­σαί­ων­ α, ε­νώ το βι­βλί­ο του d’Ailly το διά­βα­σαν οι πρώ­τοι ε­ξε­ρευ­νη­τές, ό­πως ο Κο­λόμ­βος. Ο μο­να­δι­κός με­σαιω­νι­κός συγ­γρα­φέ­ας που το έρ­γο του έ­χει με­ρι­κές φο­ρές θε­ωρ ­ η­θεί ως τέ­τοιο που ε­πι­δει­κνύ­ει πί­στη στο ό­τι η γη έ­χει σχή­μα δί­σκου μάλ­ λον πα­ρά σφαί­ρας εί­ναι ο Ι­σί­δω­ρος της Σε­βίλ­λης (570–636), έ­νας πο­λυ­γρα­φό­τατος ε­γκυ­κλο­παι­δι­στής και φυ­σι­κός φι­λό­σο­φος. Μο­λο­νό­τι ή­ταν ρη­τός ως προς το σφαι­ ρι­κό σχή­μα του σύ­μπα­ντος, οι ι­στο­ρι­κοί έ­χουν πα­ρα­μεί­νει διαι­ρε­μένοι ως προς το πώς ει­κο­νί­ζει το σχή­μα της ί­διας της γης10. Ο Ι­σί­δω­ρος της Σε­βίλ­λης ι­σχυ­ρί­στη­κε ό­τι οι πά­ντες βιώ­νουν το μέ­γε­θος και τη ζέ­στη του ή­λιου με τον ί­διο τρό­πο, κά­τι που θα μπο­ρού­σε να ερ­μη­νευ­τεί ως ό­τι ση­μαί­νει πως την α­να­το­λή τη βλέ­πουν την ί­δια στιγ­μή όλοι οι κά­τοι­κοι της γης και συ­νε­πώς η γη εί­ναι ε­πί­πε­δη. Δεν μπο­ρού­με πα­ρά να α­ντι­λη­φθού­με πολ­λά α­πό ό­σα έ­γρα­ψε σχε­τι­κά με τη φυ­σι­κή και την α­στρο­νομί­α ως θε­με­λιω­μέ­να στο γε­γο­νός μιας σφαι­ρι­κής γης, ό­πως φέρ’ ει­πείν η ερμη­νεί­α που δί­δει στις ε­κλεί­ψεις του ή­λιου. Καί­τοι δεν εί­ναι α­πα­ραί­τη­το να ε­πι­μεί­νου­με στην α­πό­ γου­στί­νου, του Ιε­ρώ­νυ­μου, του Αμ­βρό­σιου, και του Λα­κτάντιου. 8 Thomas Aquinas, Summa theologica, par. I, qu. 47, art. 3, 1.3· Albertus Magnus, Liber cosmo­ graphicus de natura locoum (1260). Βλέ­πε ε­πί­σης John Scottus, De divisione naturae, 3.32-33. 9 Walter Oakeshott, “Some Classical and Medieval Ideas in Renaissance Cosmography”, εις Fritz Saxl, 1890–1948: A Volume of Memorial Essays from His Friends in England, επ. D. J. Gordon (Thomas Nelson, Λον­δί­νο, 1957), σσ. 245-60, στη σ. 251. Για τον d’Ailly, βλέ­πε Arthur Percival Newton, επ., Travel and Travellers in the Middle Ages (Routledge και Kegan Paul, Λον­δί­νο, 1949), σ. 14. 10 Isidore of Seville, De natuta rerum 10, Etymologiae III 47.

 42 


■ Ο­ΤΙ ΟΙ ΧΡΙ­ΣΤΙΑ­ΝΟΙ ΤΟΥ ΜΕ­ΣΑΙΩ­ΝΑ ΔΙ­ΔΑ­ΣΚΑΝ ΠΩΣ Η ΓΗ ΕΙ­ΝΑΙ Ε­ΠΙ­ΠΕ­ΔΗ ■

λυ­τη συ­νο­χή, φαί­νε­ται ό­τι η κο­σμο­λο­γί­α του Ι­σί­δω­ρου δεν εί­ναι συ­νε­κτι­κή πα­ρά μο­ νά­χα με μια σφαι­ρι­κή γη11. Πολ­λοί δη­μο­φι­λείς τοπι­κοί συγ­γρα­φείς που έ­γρα­ψαν σε ντο­πιο­λα­λιές στη διάρ­κεια του Με­σαί­ω­να ε­πί­σης υ­πο­στή­ρι­ξαν την ι­δέ­α μιας στρογ­γυ­λής γης. Το έρ­ γο του Jean de Mandeville Τα­ξί­δια στους Α­γί­ους Τό­πους και πέρα στον Ε­πί της Γης Πα­ρά­δει­σο, γραμ­μέ­νο γύ­ρω στα 1370, ή­ταν έ­να α­πό τα πιο πο­λυδια­βα­σμέ­να βι­βλί­α στην Ευ­ρώ­πη α­πό τον δέ­κα­το τέ­ταρ­το έ­ως τον δέ­κα­το έ­κτο αιώ­να. Ο Mandeville ή­ταν πο­λύ ξε­κά­θα­ρος στη δή­λω­σή του ό­τι ο κό­σμος ή­ταν στρογ­γυ­λός και πλω­τός: Και λέ­γω, το λοι­πόν, σά­μπως με ναυ­τί­α, πως ένας άν­θρω­πος μπο­ρεί ό­λο τον κό­σμο να τον γυ­ρί­σει, τό­σο πά­νω ό­σο και κά­τω, και να γυ­ρί­σει ξα­νά στη χώ­ρα του την ί­δια... Και πά­ντο­ τες να βρί­σκει αν­θρώ­πους, γαί­ες, νη­σιά, χω­ριά και πό­λεις, ό­πως στη χώ­ρα του12.

Πα­ρο­μοί­ως, ο Δά­ντης (1265–1321) στη Θεί­α Κω­μω­δί­α πε­ριέ­γρα­ψε πολ­λές φο­ρές τον κό­σμο σαν σφαί­ρα, διατει­νό­με­νος ό­τι το νό­τιο η­μι­σφαί­ριο εί­ναι κα­λυμ­μέ­νο α­πό θά­λασ­σα α­χα­νή. Και ο Τσό­σερ (πε­ρί­που 1340–1400) στο “The Franklin’s Tale” μί­λη­σε για «Τούτον τον κό­σμο τον με­γά­λο, που κεί­νοι οι άν­θρω­ποι λέ­νε στρογ­γυ­λός πως εί­ναι»13. Ο έ­νας και μο­να­δι­κός με­σαιω­νι­κός συγ­γρα­φέ­ας που ρη­τώς αρ­νεί­ται τη σφαιρι­ κό­τη­τα της γης ή­ταν ο Κο­σμάς Ιν­δι­κο­πλεύ­στης [Cosmas Indicopleustes], έ­νας Βυ­ζα­ ντινός μο­να­χός του έ­κτου αιώ­να που εν­δε­χο­μέ­νως εί­χε ε­πη­ρε­α­στεί α­πό συ­γκαιρι­νές του ε­βρα­ϊ­κές και α­να­το­λί­τι­κες πα­ρα­δό­σεις σχε­τι­κά με το ό­τι εί­ναι επί­πε­δη η γη. Ο Κο­σμάς ε­πε­ξερ­γά­στη­κε μια πνευ­μα­τι­κά θε­με­λιω­μέ­νη κο­σμο­λο­γία, ό­που η γη εί­ναι μια ε­πί­πε­δη γαί­α, ή έ­να υ­ψί­πε­δο, το­πο­θε­τη­μέ­νο στον πυθ­μένα του σύ­μπα­ντος κό­ σμου. Εί­ναι δύ­σκο­λο να γνω­ρί­ζου­με πό­ση ε­πί­δρα­ση α­σκούσε στον και­ρό του. Μο­ νά­χα δύ­ο α­ντί­γρα­φα α­πό την πραγ­μα­τεί­α του δια­σώ­ζο­νται σή­με­ρα, το έ­να εκ των ο­ποί­ων θα πρέ­πει να ή­ταν το προ­σω­πι­κό α­ντί­γρα­φο του ί­διου του Κο­σμά, και μο­νά­χα έ­νας άν­θρω­πος στον Με­σαί­ω­να εί­ναι γνω­στό ότι εί­χε δια­βά­σει το έρ­γο του, ο Φώ­τιος της Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως (πέ­θα­νε το 891), ο ο­ποί­ος εν γέ­νει θε­ω­ρεί­το ο πιο δια­βα­ σμέ­νος άν­θρω­πος του αιώ­να του14. Ελ­λεί­ψει βά­σι­μων στοι­χεί­ων και μαρ­τυ­ριών, δεν 11 Wesley M. Stevens, “The Figure of the Earth in Isidore’s ‘De natura rerum’” Isis 71 (1980), σ. 273. Charles W. Jones, Bedae opera de temporibus (Medieval Academy of America, Κέ­ι­μπρι­τζ, Μα­σα­χου­σέ­τη, 1943), σ. 367. Βλέ­πε ε­πίσης David Woodward, “Medieval mappaemundi”, εις The History of Cartography, επ. J. B. Harley και David Woodward, τό­μος 1: Cartography in Prehistoric, Ancient, and Medieval Europe and the Mediterranean (University of Chicago Press, Σι­κά­γο, 1987), σσ. 320-21. 12 Jean de Mandeville, Mandeville’s Travels, μτφρ. Malcolm Letts, τό­μοι 2 (Hakluyt Society, Λον­δί­νο, 1953), 1:129. 13 Dante, Paradiso, Canto 9, 84· Inferno, Canto 26 [ελ­λη­νι­κή έκ­δο­ση: Dante Alighieri, εκ­δ. Τυ­πω­θή­ τω – Γιώρ­γος Δαρ­δα­νός, Πα­ρά­δει­σος, σ. 89, και Κό­λα­ση, σσ. 263-71 (Σ.τ.Μ.)]· Geoffrey Chaucer, “The Canterbury Tales”, εις The Works of Geoffrey Chaucer, επ. F. N. Robinson (Houghton Mifflin Co., Βο­στό­νη, 1961, σ. 140, α­ρά­δα 1228. 14 Οι πε­ρισ­σό­τε­ρες ε­πι­σκο­πή­σεις της με­σαιω­νι­κής ε­πι­στή­μης δεν α­να­φέ­ρουν τη γε­ω­γρα­φί­α. Στο The Beginnings of Western Science (Chicago University Press, Σι­κά­γο, 1992) του David C. Lindberg, στη σ. 58, α­φιε­ρώ­νε­ται μί­α πα­ρά­γρα­φος στη σφαι­ρι­κή γη. Το History of the Planetary Systems (Cambridge University

 43 


■ Ο ΓΑΛΙΛΑΙΟΣ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ • ΜΥΘΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ■

μπο­ρού­με να χρη­σι­μο­ποι­ήσ ­ ου­με τον Κο­σμά ως ε­πιχεί­ρη­μα για το ό­τι η χρι­στια­νι­ κή εκ­κλη­σί­α κα­τέ­στει­λε τη γνώ­ση για τη σφαι­ρι­κό­τη­τα της γης. Το έρ­γο του Κο­σμά α­πλώς υ­πο­δη­λώ­νει ό­τι το κλί­μα στους κύ­κλους των λο­γί­ων στη διάρ­κεια του πρώ­ι­ μου Με­σαί­ω­να ή­ταν α­νοι­χτό σε α­ντιπα­ρα­θέ­σεις ε­πί του θέ­μα­τος. Ε­άν ε­ξαι­ρέ­σου­με τον Λα­κτά­ντιο και τον Κο­σμά, ό­λοι οι μεί­ζο­νες στο­χα­στές και πολ­λοί το­πι­κοί συγ­γρα­φείς που εν­δια­φέρ­θη­καν για το φυ­σι­κό σχή­μα της γης, α­πό την πτώ­ση της Ρώ­μης έ­ως τον και­ρό του Κολόμ­βου, άρ­θρω­σαν τη θε­ω­ρί­α ό­τι η γη ή­ταν στρογ­γυ­λή. Οι λό­γιοι μπο­ρεί να κατα­πιά­νο­νταν πιο πο­λύ με τη σω­τη­ρί­α της ψυ­χής πα­ρά με τη γε­ω­γρα­φί­α, και οι τοπι­κοί συγ­γρα­φείς μπο­ρεί να έ­δει­ξαν μι­κρό εν­δια­φέ­ρον για τα φι­λο­σο­φι­κά ζη­τή­μα­τα. Αλ­λά, με την ε­ξαί­ρε­ση του Κο­σμά, ου­δείς με­σαιω­νι­κός συγ­γρα­φέ­ας αρνή­θη­κε ό­τι η γη ή­ταν σφαι­ρι­κή — η δε Κα­θο­λι­κή Εκ­ κλη­σί­α δεν έ­λα­βε πο­τέ θέση ε­πί του θέ­μα­τος. Με δε­δο­μέ­νο το ι­στο­ρι­κό αυ­τό, θα ή­ταν α­νό­η­το να ισχυ­ρι­στού­με ό­τι ο Κο­λόμ­ βος α­πέ­δει­ξε πως ο κό­σμος εί­ναι στρογ­γυ­λός — ή έστω ό­τι υ­πο­στή­ρι­ξε κά­τι τέ­τοιο. Μο­λο­ντού­το, δη­μο­φι­λείς α­φη­γή­σεις ε­ξα­κο­λου­θούν να θέ­τουν σε κυ­κλο­φο­ρί­α την πλα­νε­ρή ι­στο­ρί­α ό­τι ο Κο­λόμ­βος πο­λέ­μησε ε­νά­ντια στους προ­κα­τει­λημ­μέ­νους και έ­μπλε­ους ά­γνοιας λό­γιους και κληρι­κούς στη Σα­λα­μάν­κα, έ­δρα του κο­ρυ­φαί­ου Πα­ νε­πι­στή­μιου της Ι­σπα­νί­ας, προτού πεί­σει τη Βα­σί­λισ­σα Ι­σα­βέλ­λα να του ε­πι­τρέ­ψει να α­πο­δεί­ξει τη θέ­ση του. Η πρό­τα­ση του Κο­λόμ­βου σύμ­φω­να με την ο­ποί­α η α­πό­ στα­ση α­πό την Ι­σπα­νί­α προς δυ­σμάς έ­ως την Κί­να δεν ή­ταν α­πα­γο­ρευ­τι­κά με­γά­λη και ό­τι ή­ταν μά­λιστα συ­ντο­μό­τε­ρη και α­σφα­λέ­στε­ρη α­πό το να πε­ρι­πλεύ­σουν την Α­φρι­κή, α­ντι­μετω­πί­στη­κε με δυ­σπι­στί­α α­πό την ο­μά­δα των λο­γί­ων που συ­να­θροί­ στη­καν α­νεπί­ση­μα για να συμ­βου­λεύ­σουν τον βα­σι­λέ­α και τη βα­σί­λισ­σα της Ι­σπα­ νί­ας. Καθό­σον δεν δια­σώ­ζο­νται αρ­χεί­α α­πό ε­κεί­νη τη συ­νά­θροι­ση, ο­φεί­λου­με να βα­σιστού­με σε α­να­φο­ρές γραμ­μέ­νες α­πό τον γιο του Κο­λόμ­βου, τον Φερ­νά­ντο, και τον Βαρ­θο­λο­μαί­ο ντε λας Κά­ζας, έ­ναν Ι­σπα­νό ιε­ρέ­α που συ­νέ­γρα­ψε μια ι­στο­ρία του Νέ­ου Κό­σμου. Αμ­φό­τε­ροι μας λέ­γουν ό­τι οι μορ­φω­μέ­νοι ά­ντρες στη Σα­λαμάν­κα ή­σαν ε­νή­με­ροι σχε­τι­κά με τις τρέ­χου­σες α­ντι­πα­ρα­θέ­σεις σχε­τι­κά με το μέ­γε­θος της γης, την πι­θα­νό­τη­τα να υ­πάρ­χουν κά­τοι­κοι και σε άλ­λα μέ­ρη του κό­σμου, και το εν­δε­χό­με­νο να μπο­ρείς να πλεύ­σεις μέ­σα α­πό τη δια­κε­καυμέ­νη ζώ­νη του ι­ση­με­ρι­ νού. Αμ­φι­σβή­τη­σαν ό­τι ο Κο­λόμ­βος μπο­ρού­σε να έ­χει γνώ­ση α­νώ­τε­ρη α­πό ε­κεί­νη των αρ­χαί­ων ό­πως ε­πί­σης και ό­τι ή­ταν δυ­να­τόν να κατορ­θώ­σει αυ­τό που πρό­τει­νε. Ω­στό­σο, δεν αρ­νή­θη­καν ό­τι η γη εί­ναι σφαι­ρι­κή αλ­λά μάλ­λον χρη­σι­μο­ποί­η­σαν τη σφαι­ρι­κό­τη­τά της στα ε­πι­χει­ρή­μα­τά τους κα­τά του Κο­λόμ­βου, υ­πο­στη­ρί­ζο­ντας ό­τι η στρογ­γυ­λή γη ή­ταν με­γα­λύ­τε­ρη α­πό ό,τι δια­τει­νό­ταν ο Κο­λόμ­βος και ό­τι ο πε­ρί­πλους Press, Κέ­ι­μπρι­τζ, 1992) του J. L. E. Dreyer το­νί­ζει τη σπου­δαιό­τη­τα του Κο­σμά, ό­πως και το The Making of the Modern Mind: A Survey of the Intellectual Background of the Present Age (Houghton Mifflin, Βο­στό­ νη, 1926), σ. 23, του John H. Randall, Jr., κα­θώς και το Travel του Penrose, ο ο­ποί­ος προ­σθέ­τει και την έν­στα­ση «εί­ναι αν μη τι άλ­λο δί­καιο να ση­μειώ­σου­με ό­τι δεν ή­σαν ό­λοι οι συγ­γρα­φείς του Με­σαί­ω­να τό­σο τυ­φλοί ό­σο ο Κο­σμάς, σ. 7. Ο Jones στο “Flat Earth” δει­κνύ­ει την περι­θω­ρια­κό­τη­τα του Κο­σμά, σ. 305.

 44 


■ Ο­ΤΙ ΟΙ ΧΡΙ­ΣΤΙΑ­ΝΟΙ ΤΟΥ ΜΕ­ΣΑΙΩ­ΝΑ ΔΙ­ΔΑ­ΣΚΑΝ ΠΩΣ Η ΓΗ ΕΙ­ΝΑΙ Ε­ΠΙ­ΠΕ­ΔΗ ■

θα έ­παιρ­νε υ­περ­βο­λι­κά πολύ ώ­σπου να ο­λο­κλη­ρω­θεί15. Ό­ταν ο Peter Martyr ε­παί­νε­σε τα ε­πι­τεύγ­μα­τα του Κο­λόμ­βου στην ε­γκω­μια­ στι­κό του πρό­λο­γο στο Decades of the New World (1511), έ­σπευ­σε να το­νί­σει ό­τι ο Κο­λόμ­βος εί­χε α­πο­δεί­ξει πως ο ι­ση­με­ρι­νός ή­ταν πλω­τός και πως πράγ­μα­τι υ­πήρ­χαν λα­οί και γαί­ες στα μέ­ρη ε­κεί­να της υ­δρο­γεί­ου που άλ­λο­τε πί­στευαν πως ή­σαν κα­ λυμ­μέ­να με ύ­δα­τα. Που­θε­νά, πά­ντως, δεν α­να­φέ­ρει ό­τι α­πέ­δει­ξε τη σφαι­ρι­κό­τη­τα της γης16. Ε­άν ο Κο­λόμ­βος εί­χε ό­ντως α­πο­δεί­ξει κά­τι τέ­τοιο στους δύ­σπι­στους λό­ γιους, ο Peter Martyr το δί­χως άλ­λο θα το εί­χε α­να­φέ­ρει. Ε­κεί­νοι που θέ­λουν να δια­τη­ρή­σουν τον Κο­λόμ­βο ως ει­κό­νι­σμα της ι­στο­ρικής στιγ­μής κα­τά την ο­ποί­α ο κό­σμος έ­γι­νε στρογ­γυ­λός μπο­ρεί να γο­η­τεύ­ουν τον κα­ θη­με­ρι­νό άν­θρω­πο. Άλ­λω­στε, δεν φο­βό­ντου­σαν οι ναύ­τες του Κο­λόμ­βου να πέ­ σουν σαν θα έ­φτα­ναν στην ά­κρη της γης; Ό­χι, δεν το φο­βό­ντου­σαν. Σύμ­φωνα με το η­με­ρο­λό­γιο του Κο­λόμ­βου, οι ναύ­τες εί­χαν δύ­ο συ­γκε­κρι­μέ­να πα­ρά­πονα. Πρώ­τον, ε­ξέ­φρα­ζαν την α­νη­συ­χί­α τους ό­τι το τα­ξί­δι πα­ρα­τει­νό­ταν πε­ρισσό­τε­ρο α­πό ό­σο εί­χε τά­ξει ο Κο­λόμ­βος. Δεύ­τε­ρον, φο­βό­ντου­σαν ό­τι, ε­πει­δή ο άνε­μος έ­μοια­ζε να φυ­σά­ει μο­νί­μως προς τα δυ­τι­κά, θα ή­σαν α­νή­μπο­ροι να κά­νουν το τα­ξί­δι της ε­πι­στρο­φής προς τα α­να­το­λι­κά17. Ό­πως έ­χου­με δει, δεν υ­πάρ­χουν σχε­δόν κα­θό­λου ι­στο­ρι­κές μαρ­τυ­ρί­ες που να στη­ρί­ζουν τον μύ­θο μιας με­σαιω­νι­κής ε­πί­πε­δης γης. Οι χρι­στια­νοί κλη­ρικοί μή­τε κα­τέ­στει­λαν την α­λή­θεια μή­τε και κα­τέ­πνι­ξαν τις α­ντι­πα­ρα­θέ­σεις ε­πί του θέ­μα­τος. Ό­ντας υ­ιός κα­λός της εκ­κλη­σί­ας και πι­στεύ­ο­ντας ό­τι το έργο του φα­νέ­ρω­νε το σχέ­ διο του Θε­ού, ο Κο­λόμ­βος δεν α­πέ­δει­ξε ό­τι η γη ή­ταν στρογ­γυ­λή — α­πλώς σκου­ ντού­φλη­σε πά­νω σε μια ή­πει­ρο που έ­τυ­χε να βρε­θεί στο διά­βα του.

15 Fernando Colon, The Life of the Admiral Christopher Columbus by His Son Ferdinand, μτφρ. και υ­πο­ μνη­μα­τι­σμός υ­πό Benjamin Keen (Greenwood Press, Γουέ­στπορ­τ, Κο­νέ­κτι­κατ, 1959), σ. 39· Bartolomé de las Casas, History of the Indies, μτφρ. και ε­πι­μέ­λεια Andrée Collard (Harper and Row, Νέ­α Υόρ­κη, 1971), σσ. 27-28. 16 Richard Eden, The Decades of the Newe Worlde or West India… Wrytten in Latine Tongue by Peter Martyr of Angleria (Λον­δί­νο, 1555), σ. 64. 17 Σχε­τι­κά με το με­γά­λο τα­ξί­δι, βλέ­πε την εγ­γρα­φή της 10ης Ο­κτω­βρί­ου 1492 εις The Diario of Christopher Columbus’s First Voyage to America 1492-3, σύ­νο­ψη υ­πό Fray Bartolomé de Las Casas, σε με­τα­γρα­φή και με­τά­φρα­ση υ­πό Oliver Dunn και James E. Kelley, Jr., (University of Oklahoma Press, Νόρ­μαν, 1989), σ. 57. Σχε­τι­κά με τον μό­νι­μο ά­νε­μο, βλέ­πε Eden, Decades, σ. 66.

 45 




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.