1 Μπορώ να σε βοηθήσω. Αυτά ήταν τα λόγια, τα λόγια µε τα οποία ξεκίνησαν όλα, τα λόγια που άλλαξαν τη ζωή της Ζόι. Έστριψε στη γωνία της δέκατης τέταρτης οδού στη Γιούνιον Σκουέαρ, έπεσε πάνω σ’ έναν µικροπωλητή που πουλούσε µε το καρότσι του ψηµένα καρύδια µε µέλι, είδε έναν αδύνατο τύπο που έµοιαζε µε τη φιγούρα που βρίσκεται στο Τζόνι Γουόκερ, ο οποίος πουλούσε αντίγραφα Ρόλεξ σε µια δερµάτινη βαλίτσα, η οποία άξιζε πιο πολλά απ’ το εµπόρευµα που προσπαθούσε να πουλήσει. Όχλος από το κέντρο του Μανχάταν που πηγαίνει βιαστικά καθηµερινά στη δουλειά του µε τη συγκοινωνία, πέρασε δίπλα της και χάθηκε στη λήθη. Μπήκε σ’ ένα βιβλιοπωλείο στη δέκατη έβδοµη οδό. «Μπορώ να σε βοηθήσω». Κρατώντας σφιχτά στο στήθος της ένα βιβλίο, κοίταξε τη γυναίκα που στεκόταν δίπλα της. Η Ζόι γονάτισε µπροστά στους ατελείωτους τόµους εγχειριδίων αυτοβοήθειας σχετικούς µε δίαιτες στα ράφια του Μπαρνς και Νοµπλς. «Συγγνώµη;» Η γυναίκα γονάτισε δίπλα της και τίναξε τα µακριά, ξανθά µαλλιά της πάνω απ’ τον ώµο της. «Μπορώ να βοηθήσω». Η Ζόι ανοιγόκλεισε τα µάτια της. «Μάλλον µε µπερδεύετε µε κάποια άλλη. ∆εν ζήτησα τη βοήθειά σας». «Αλλά τη χρειάζεσαι, έτσι δεν είναι;» «Τι;» Η Ζόι σηκώθηκε, ένα «κρακ» ακούστηκε απ’ τα γόνατά της. Έξυσε το φρύδι της που τη φαγούριζε και µετακίνησε τα βιβλία απ’ το ένα χέρι στ’ άλλο. Η γυναίκα σηκώθηκε ακολουθώντας τη. «Ε, κοίτα, δεν είναι
7
MONICA J. O’ROURKE
κάτι σπουδαίο. Απλώς είναι… λοιπόν, έχω βρεθεί εκεί. Ξέρω πώς είναι. Ξέρω πώς µπορώ να το διορθώσω». Η Ζόι δεν καταλάβαινε τι της έλεγε αυτή η παράξενη γυναίκα, αλλά ήξερε ότι δεν ήταν το πιο ασυνήθιστο πράγµα να σε πλησιάζουν µερικοί ανισόρροποι άνθρωποι όταν ζεις στη Νέα Υόρκη. Ακόµη και στο Μπαρνς και Νοµπλς. Ακόµη και στους τρελάρες άρεσε ένα καλό βιβλίο. Μαζεύοντας τους ώµους της αδιάφορα και γελώντας νευρικά, αποµακρύνθηκε σιγά σιγά από ράφι των Πάουτερ και Άτκνις και πήγε προς το ράφι µε τα βιβλία της Νέας Εποχής. «Το όνοµά µου είναι Μελ. Όπως λέµε Μελωδία. Θα µπορούσες να σταµατήσεις να αποµακρύνεσαι για ένα λεπτό;» Η Ζόι σταµάτησε. Έσυρε το δάχτυλό της κατά µήκος του ραφιού, σαν να το εξέταζε για σκόνη. Μετά κατάλαβε τι θα ακολουθούσε. Η έκφραση του προσώπου της Μελ, ο τρόπος που σήκωσε το κεφάλι της, ο τρόπος που σούφρωσε τα χείλη της και τη λοξοκοίταξε. Αυτό το επικριτικό ύφος. Η Ζόι ήξερε τι θα ακολουθούσε ― τα σχόλια. Η συµβουλή. Μερικές εκατοντάδες κλισέ. Η Ζόι συχνά είχε να πει κάτι, αν και τις περισσότερες φορές δεν έλεγε τίποτα. Τις πιο πολλές φορές δεν άξιζε, ενώ ο αντίλογος σπάνια είχε το επιθυµητό αποτέλεσµα. Η Ζόι αναστέναξε, σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της. «Τι συµβαίνει;» «Είχα κι εγώ τα κιλά σου». Το ήξερα. «Τι πουλάς; Γουέιτ Γουότσερς; Τζένη Κρέγκ; Νούτρισύστεµ;» «Όχι». Η Ζόι περίµενε να συνεχίσει η Μελ. Ένιωσε τα µάγουλά της να κοκκινίζουν από ντροπή και θύµωσε για την αντίδρασή της. Γιατί ένιωθε την ανάγκη να δέχεται τις γνώµες των άλλων για εκείνη; «∆εν πρόκειται για δίαιτα». «Χάπια τότε. Συµπληρώµατα;» Τα είχε ακούσει όλα. Αύξηση και ταχύτητα του µεταβολισµού, πρωτεϊνούχες δίαιτες, όλα τα είδη υγρών, όλα τα είδη φρούτων, µέτρηση θερµίδων, µέτρηση γραµµαρίων λίπους, άσκηση µέχρι εξαντλήσεως. ∆εν υπήρχε κάτι καινούργιο εκεί έξω.
8
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΣΑΡΚΑΣ
«Θα µ’ αφήσεις να τελειώσω;» Τα µαγουλά της κοκκίνισαν ξανά, και σ’ αυτή την κατάσταση την έφερε µια εντελώς άγνωστη. «∆εν είχα σκοπό να σε προσβάλλω. Όµως δεν πρόκειται να το βρεις ποτέ, γιατί δεν πρόκειται για δίαιτα, χάπια ή κάτι τέτοιο. Είναι… λοιπόν, είναι πολύ περισσότερα από µια δίαιτα». «∆ηλαδή, κατασκήνωση για παχύσαρκους;» γέλασε η Ζόι. «Αν προσπαθείς να µου πουλήσεις κάτι, δεν είσαι καθόλου καλή σ’ αυτό». Η Μελ γέλασε θλιµµένα. «Απλώς είναι… βλέπεις, αυτό δεν είναι…» Ένωσε τα χείλη της στραβώνοντάς τα. «∆εν θα έπρεπε να σου το πω αυτό. Υπάρχουν προϋποθέσεις στρατολόγησης». «Στρατολόγηση; Τι είναι, στρατόπεδο εκπαίδευσης; Έχει να κάνει µε τον στρατό;» Η Μελ κούνησε το κεφάλι της. Τώρα είχε διεγείρει την περιέργεια της Ζόι. Παρατήρησε πόσο ελκυστική ήταν η Μελ, πόσο λεπτή, και αισθάνθηκε να ζηλεύει, όπως συχνά αισθανόταν όταν έβλεπε µια λεπτή, όµορφη γυναίκα. «Ενδιαφέρεσαι;» ρώτησε η Μελ. Για ποιο πράγµα; ∆εν ήξερε περισσότερα απ’ όσα γνώριζε πριν µερικά λεπτά. «Πόσο στοιχίζει;» «Τίποτα. Είσαι παντρεµένη;» «Παντρεµένη; Όχι ― γιατί;» Η Ζόι κούνησε το κεφάλι της. «Πώς σε λένε, εν πάσει περιπτώσει;» «Ζόι». «Παιδιά, Ζόι; Κατοικίδια; Σοβαρή σχέση;» «Η απάντηση είναι όχι σε όλα τα παραπάνω. Αλλά ―» «Είσαι η τέλεια υποψήφια. ∆εν έχεις δεσµεύσεις». «Για ποιο πράγµα;» Κατάπιε χωρίς να είναι σίγουρη για τον λόγο που ξαφνικά ένιωσε φοβισµένη. Ένα πρόγραµµα που δεν στοίχιζε τίποτα και δεν περιελάµβανε δίαιτα. Τώρα η Μελ της έκανε ανάκριση τρίτου βαθµού, αυτή η ασυνήθιστη γυναίκα την οποία είχε γνωρίσει µερικά λεπτά πριν. Υπήρχε κάτι για το οποίο δεν θα έπρεπε να ανησυχεί; Θυµήθηκε µια διαφήµιση για πωλήσεις που είχε λάβει έναν
9
MONICA J. O’ROURKE
χρόνο πριν, από µια εταιρεία που προσπαθούσε να την πείσει ότι ήταν το µέλλον στις τηλεπικοινωνίες και ότι θα έπρεπε να επενδύσει µεγάλα χρηµατικά ποσά και να γίνει πωλήτρια. Η αλήθεια ήταν ότι όλα έχουν µια παγίδα. Μια τιµή. «Αυτό λοιπόν είναι δωρεάν; Και θα χάσω βάρος;» «Οπωσδήποτε. Φορούσα νούµερο είκοσι και τώρα φοράω έξι». «Ποια είναι η παγίδα;» «Κοίτα ― ∆εν µπορώ να πω τίποτα περισσότερο. Εκείνοι ήδη γνωρίζουν ότι ενδιαφέρεσαι ―» «Εκείνοι;» «― Λοιπόν, η δουλειά µου τελείωσε. Καλή τύχη, Ζόι». Η Μελ έφυγε και κατευθύνθηκε προς την κυλιόµενη σκάλα. Έριξε µια µατιά πίσω και πάνω απ’ τον ώµο της καθώς κατέβαινε. «Σε παρακαλώ, µη µε µισήσεις…» Τα λόγια που είπε η Μελ κατά την αναχώρησή της έπεσαν σαν πέτρα στο στοµάχι της Ζόι. Το να διαβάσει και να αγοράσει βιβλία, ξαφνικά δεν είχε κανένα ενδιαφέρον. Αυτό που είχε συµβεί ήταν πολύ παράξενο. Χρειαζόταν µια σοκολάτα. Η Ζόι κατευθύνθηκε προς το κέντρο, βρήκε ένα κατάστηµα Μπάσκιν και Ρόµπινς, και παρήγγειλε ένα παγωτό µε σιρόπι φρούτων και γλυκίσµατα. Οι προσπάθειες που έκανε να αυτοκτονήσει µε σοκολάτα δεν ήταν ποτέ µοιραίες. Σκούπισε τη γωνία του στόµατός της µε το πίσω µέρος του χεριού της, αφού είχε ξεχάσει τις χαρτοπετσέτες. Τα λόγια της Μελ γύρναγαν στο κεφάλι της, αλλά δεν έβγαζε νόηµα· ήταν τόσο αινιγµατική. Ποιοι ήταν εκείνοι; Και πότε θα επικοινωνούσαν µαζί της; Πώς θα µπορούσαν να επικοινωνήσουν µαζί της; Κατευθύνθηκε δυτικά προς τον υπόγειο σιδηρόδροµο, προς το τρένο Ν, µε το οποίο θα επέστρεφε σπίτι της, στο Κουίνς. Μερικά τετράγωνα πριν τον προορισµό της την πλησίασε ένας αγριεµένος, άστεγος άντρας ζητώντας ψιλά. Προσπάθησε να τον αγνοήσει, να περάσει από γύρω του, όµως της έκλεινε τον δρόµο. Κινήθηκε προς το πεζοδρόµιο, αλλά εκείνος ήταν πιο γρήγορος και φαινόταν ότι προέβλεπε τις κινήσεις της.
10
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΣΑΡΚΑΣ
Μύριζε κάτουρο και ιδρώτα, ενώ τα χέρια του είχαν πιάσει κρούστα απ’ τη λέρα. Κοίταξε γύρω, έψαξε για βοήθεια, αν και ήταν χαµένος κόπος σε µια πόλη που δεν ήταν γνωστή ως Πόλη της Αδελφικής Αγάπης. Οι περαστικοί κοίταζαν το πεζοδρόµιο καθώς περπατούσαν βιαστικά, αποφεύγοντας τον τρελό που είχε να αντιµετωπίσει. «Έλα, κοριτσάκι, θα πληρώσεις 25 σεντς για να περάσεις». Μόρφασε, είχε εκπληκτικά λευκά δόντια, τα οποία έλαµπαν περισσότερο απ’ το κανονικό. Υπήρχε κάτι ενοχλητικό στο χαµόγελό του, κάτι που δεν µπορούσε να αποφασίσει τι ακριβώς ήταν σ’ αυτές τις φευγαλέες στιγµές. «Έχεις πολύ φαγητό µέσα σου, κοριτσάκι». Παρά το γεγονός ότι φοβόταν, παρά τον τρόµο που ένιωθε, η αµηχανία απλώθηκε στα µάγουλά της σαν αρρώστια. Το να αναφέρει κανείς το βάρος της ήταν το µυστικό όπλο. Η Ζόι ήταν έτοιµη να παραδοθεί, να αδειάσει ό,τι είχε και δεν είχε στο πορτοφόλι της στα βρόµικα, αρρωστηµένα χέρια του, µόνο και µόνο για να τον κάνει να το βουλώσει. Για να αποσπάσει την προσοχή του από πάνω της, απ’ το µέγεθός της. Πολεµούσε βρόµικα κι εκείνη ήταν αβοήθητη. «Τι συµβαίνει εδώ;» Αστυνοµικός. Της λύθηκαν τα γόνατα. Είχε ακούσει τα τελευταία λόγια του τρελού; «Είστε εντάξει, δεσποινίς; Σας πείραξε;» Έβαλαν χειροπέδες στον άστεγο και τον οδήγησαν σ’ ένα περιπολικό χωρίς διακριτικά. ∆εν τους είχε δει καν να πλησιάζουν. «Ελάτε», είπε. «Θα σας πάµε σπίτι σας». «∆εν υπάρχει πρόβληµα, µένω στο Κουίνς. Μπορώ να πάρω τον υπόγειο». Χαµογέλασε, το επίµονο βλέµµα του την έκανε να αισθανθεί άβολα. Τα µάτια του περιπλανούνταν στους µηρούς της, στους γοφούς, στο στοµάχι, στο στήθος, στο πρόσωπο· σαν να τη ζύγιαζε. ∆εν µπορούσε να πει αν αυτό που έβλεπε στα µάτια του ήταν αηδία. Υπήρχαν άντρες εκεί έξω που τους άρεσαν οι υπέρβαρες γυναίκες, αν και αυτή δεν είχε βρει ακόµη κανέναν. «Κανένα πρόβληµα», είπε µε χαµηλωµένα τα καστανά µάτια του. Έβγαλε και ξανάβαλε το καπέλο του αποκαλύπτοντας τα αραιά µαλλιά του. «Είναι τυπική διαδικασία». Κούνησε το χέρι του προς το
11
MONICA J. O’ROURKE
αυτοκίνητο χωρίς διακριτικά, που η µόνη ένδειξη ότι ήταν περιπολικό ήταν ο κατακόκκινος, γαλήνια άφωνος φάρος. Ποτέ δεν ζήτησε να δει το σήµα του. Μόλις µπήκε στο αυτοκίνητο, ο αστυνοµικός έκλεισε την πόρτα πίσω της. Τα παράθυρα και οι πόρτες δεν είχαν χερούλια ― φαινόταν σαν να τα είχαν σπάσει. Ένα πλέγµα σαν κιγκλίδωµα χώριζε το µπροστινό από το πίσω µέρος του αυτοκινήτου. Το εσωτερικό µύριζε σαν τσιπς καλαµποκιού, το πάτωµα ήταν γεµάτο από πεταµένα άδεια κουτιά σόδας και µπίρας. Το κάθισµα ήταν σκισµένο. Ένας δεύτερος αστυνοµικός µπήκε στο αυτοκίνητο και κάθισε δίπλα της τραβώντας και κλείνοντας την πόρτα. Το σήµα στο στήθος του έγραφε ΜΕΡΦΙ. Κοντά γένια κάλυπταν το µισό πρόσωπό του. Ο Μέρφι χτύπησε δυνατά το διαχωριστικό και το αυτοκίνητο ξεκίνησε. «∆εν θέλετε να µάθετε τη διεύθυνσή µου;» ρώτησε τον άντρα δίπλα της. «Βέβαια. Είπατε Κουίνς». «Σωστά, Αστόρια». Έγειρε µπροστά. «Μένει στην Αστόρια». Ο αστυνοµικός που οδηγούσε ένευσε. «Θέλετε τη διεύθυνσή µου;» Η ανάσα της Ζόι είχε γίνει πιο έντονη. Οι σφυγµοί της είχαν ανέβει και δεν µπορούσε να καταλάβει τον λόγο. Ο Μέρφι κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. «Αλλά ― » Αλλά τι; Ίσως τους εκνεύριζε. Ίσως τους εκνεύριζε αρκετά και την άφηναν κάπου στο Μπρούκλιν. Έγειρε πίσω ακουµπώντας µε δύναµη πάνω στο κάθισµα, ενώ παρακολουθούσε τη ροή της κυκλοφορίας στο κέντρο της πόλης, υπνωτιζόµενη από την ασταµάτητη κίνηση την ώρα της αιχµής, πεζοί περνούσαν τις διαβάσεις αδιαφορώντας για το κόκκινο ανθρωπάκι, κάνοντας µανούβρες για να αποφύγουν τα αυτοκίνητα σαν τις µπάλες στα φλιπεράκια. Οι σκέψεις της παρασύρθηκαν στην αντιπαράθεση που είχε µε τον άστεγο, στο πώς την είχε πλησιάσει και στο πόσο τυχερή ήταν που εµφανίστηκε η αστυνοµία. ∆εν ήταν τύχη αυτό; Τελικά της έκανε κλικ και ξαφνικά συνειδητοποίησε γιατί ένιω-
12
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΣΑΡΚΑΣ
θε άβολα. Κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο και παρατήρησε ότι πήγαιναν βόρεια στο Ίστ Ρίβερ Ντράιβ, πολύ πιο µακριά απ’ τη Γέφυρα Κουίνσµποροου, που ήταν ο δρόµος για το σπίτι της. Έγειρε στο διαχωριστικό και τύλιξε τα χέρια της στο σύρµα. «∆εν είναι αυτός ο δρόµος. Πού πηγαίνετε;» «Κάθισε πίσω και χαλάρωσε», είπε ο Μέρφι. Η κυκλοφορία αραίωνε και οδηγούσαν χωρίς να ξεπερνούν το όριο της ταχύτητας. Η πόλη χανόταν πίσω τους µε ανησυχητικό ρυθµό καθώς περνούσαν το στάδιο των Γιάνκις και κατευθύνονταν προς τη γέφυρα Τζορτζ Ουάσιγκτον. Χολή κάθισε στον λαιµό της Ζόι. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Συνέχισαν να οδηγούν περνώντας τη γέφυρα για το Νιού Τζέρσεϊ. Μετά από λίγο ο οδηγός έστριψε αρκετές φορές στους άδειους δρόµους, σε παρόδους, µέχρι που έφτασαν σε µια ερηµωµένη περιοχή, σ’ ένα εγκαταλελειµµένο εργοστάσιο. Η Ζόι έπεσε πάνω στην πόρτα. Προσπάθησε να φωνάξει, όµως τα πνευµόνια της είχαν παγώσει. Ο ψεύτικος αστυνοµικός µε το όνοµα Μέρφι χαµογέλασε. «Ηρέµησε. ∆εν πρόκειται να σου κάνουµε κακό». Την πλησίασε κι εκείνη µαζεύτηκε φοβισµένη. «Κοίτα, µπορείς να µας διευκολύνεις, ή όχι. Θες να δηµιουργήσεις πρόβληµα;» Ποτέ δεν προσπάθησαν να κρύψουν την ταυτότητά τους. Ακόµη κι αν συνεργαζόταν, γιατί να µην τη σκότωναν; Θα µπορούσε εύκολα να τους αναγνωρίσει. Το αµάξι σταµάτησε και ο Μέρφι είπε, «Πάµε». Ρούφηξε τον αέρα, τίναξε πίσω το κεφάλι της και ούρλιαξε. «Όχι! Όχι, σας παρακαλώ». Ο Μέρφι της έπιασε το µπράτσο κι εκείνη τύλιξε τα δάχτυλά της στο πλέγµα. ∆άχτυλα χωρίς αίµα που κρατιόνταν στη ζωή, πρόθυµα να παραδοθούν µόνο αν κόβονταν. Την έπιασε από πίσω και έβαλε το χέρι του στο πρόσωπό της, καλύπτοντας τη µύτη και το στόµα της µ’ ένα πανί. Κουνούσε τη γροθιά της δυνατά, προσπαθώντας να χτυπήσει τη µύτη, το κεφάλι, οποιοδήποτε µέρος του σώµατός του. Μετά από λίγο το σώµα της χαλάρωσε και κατέρρευσε πάνω του, καθώς τα δάχτυλά της χαλάρωσαν τη λαβή θανάτου στο πλέγµα. Κάπου βαθιά µέσα της υπήρχε
13
MONICA J. O’ROURKE
ένα στρώµα πανικού, όµως βρισκόταν σε καταστολή. Πάλευε για να έρθει στην επιφάνεια, αλλά προς το παρόν, µακαριότητα. «Τι στο διάολο χρησιµοποίησες;» Ο οδηγός άνοιξε την πόρτα και την έπιασε πριν πέσει κάτω. «Κάτι για να τη χαλαρώσω, Τζέισον. Είναι ακόµη µαζί µας για την ώρα». «Ωραία. Εποµένως, µπορεί να περπατήσει. ∆εν θα ήθελα να την κουβαλήσω αυτή». Ο Τζέισον γέλασε. Σκούντηξε τη Ζόι στα πλευρά. «Έλα, πριγκίπισσα, βγες έξω». Η οµίχλη στον εγκέφαλό της εµπόδιζε τις σκέψεις της για αντίσταση και αδύναµα σήκωσε το κεφάλι της. Γλίστρησε αργά απ’ το κάθισµα και έπεσε έξω απ’ την πόρτα, όταν προσπάθησε να σταθεί στα πόδια της. Οι άντρες γέλασαν. «Γουστάρω να τις βλέπω έτσι», είπε ο Τζέισον. «Κοίταξέ τη — δεν µπορεί ούτε να σταθεί». Ενώ βρισκόταν στα τέσσερα, η Ζόι κινήθηκε ψάχνοντας να βρει κάτι να κρατηθεί, ψάχνοντας στα τυφλά για µια πέτρα ή για κάποιο ξύλο που θα µπορούσε να χρησιµοποιήσει για όπλο. «Καλά θα κάνει να συνηθίσει σ’ αυτή τη στάση», είπε ο Μέρφι και οι δύο άντρες έσκασαν στα γέλια. «Έι, εκεί είναι», είπε ο Τζέισον. Η Ζόι σήκωσε το κεφάλι της, είδε το βαν από απόσταση να κατευθύνεται προς το µέρος τους. Έγειρε στο πλάι, δεν είχε πλέον τη σωµατική δύναµη να παλέψει, όµως το µυαλό της συνέχιζε να ψάχνει για µια διέξοδο. Το βαν σταµάτησε και η Ζόι είδε τον Τζέισον να µιλάει στον οδηγό. Το κεφάλι της καθάριζε από την απελπισία, φόρτωνε µε αγνή αδρεναλίνη, έτοιµη να δώσει µάχη για τη ζωή της. Ο Μέρφι, ο Τζέισον και ο τρίτος άνδρας την κύκλωσαν. «Μπορεί να περπατήσει», είπε ο Τζέισον. Ο οδηγός του βαν σήκωσε τους ώµους του αδιάφορα. «Κανένα πρόβληµα. Ας τη βάλουµε πίσω στο βαν». Πάλεψε µαζί τους χωρίς δύναµη, χωρίς αποφασιστικότητα. Ήταν ακόµη ζαλισµένη, αποπροσανατολισµένη, δεν αντιστάθηκε
14
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΣΑΡΚΑΣ
σθεναρά. Την έσπρωξαν βίαια στο πίσω µέρος του βαν, πάνω σ’ ένα λεκιασµένο στρώµα που ανέδιδε ξεθυµασµένο καπνό και κάτουρο σκύλου. Τη γύρισαν µπρούµυτα και έδεσαν τα χέρια και τα πόδια της µε ιµάντες στα πλαϊνά του βαν. Καθώς ήταν δεµένη µε τους ιµάντες και συγκεντρωνόταν, ο πανικός έκανε την εµφάνισή του. Ο οδηγός του βαν πήγε πάνω της και χτύπησε ελαφρά µε τα δάχτυλά του µια σύριγγα. Καθάρισε το µπράτσο της και την προειδοποίησε να µείνει ακίνητη. ∆εν υπήρχε πλέον κανένας λόγος να αντιστέκεται, ενώ µια σπασµένη βελόνα στο χέρι της θα χειροτέρευε τα πράγµατα. Με τα µάτια κλειστά έγειρε πίσω το κεφάλι της, ενώ ένας λυγµός βγήκε απ’ το στόµα της καθώς ένιωσε το τρύπηµα απ’ τη βελόνα. Ένιωσε το υγρό να καίει όπως έρρεε στο αίµα της, και λίγα λεπτά αργότερα λιποθύµησε.
15