ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΗΣ ΔΙΠΛΑΝΗΣ ΠΟΡΤΑΣ
[δώδεκα]
12 85
Πρέπει να ρίχτηκε με τα μούτρα στη δουλειά, γιατί την επόμενη μέ ρα έβρεχε όλη την ώρα ως το απόγευμα και καθόμουν στο δωμάτιό μου διαβάζοντας το βιβλίο Η Αναζήτηση της Μπράιντι Μέρφι κι ακούγοντας ρα διόφωνο, ώσπου σκέφτηκα πως μάλλον θα ’κανα φόνο αν ξανάκουγα τον μαλάκα τον Ντομένικο Μοντούνιο να τραγουδάει άλλη μια φορά το «Volare». Μετά το φαγητό καθόμασταν με τη μητέρα μου στο καθιστικό, όταν η Μεγκ χτύπησε την πίσω πόρτα. Η μητέρα μου σηκώθηκε. Την ακολούθησα και σερβιρίστηκα και μια Πέπσι από το ψυγείο. Η Μεγκ χαμογελούσε, φορούσε κίτρινο γυαλιστερό αδιάβροχο, τα μαλλιά της έσταζαν. «Δεν μπορώ να μπω», είπε. «Σαχλαμάρες», είπε η μητέρα μου. «Όχι, αλήθεια», είπε. «Ήρθα μόνο να σας δώσω αυτό, από την κυρία Τσάντλερ». Έδωσε στη μητέρα μου μια βρεμένη καφέ σακούλα, η οποία περιείχε ένα δοχείο με γάλα. Η Ρουθ και η μητέρα μου δεν διατηρούσαν ιδιαίτερες κοινωνικές σχέσεις, αλλά ήταν γείτονες της διπλανής πόρτας και οι γείτο νες δάνειζαν ο ένας τον άλλο. Η μητέρα μου πήρε τη σακούλα κι έγνεψε. «Ευχαρίστησε την κυρία Τσάντλερ εκ μέρους μου», είπε. «Μάλιστα». Ύστερα έχωσε το χέρι της κάτω από το αδιάβροχο και με κοίταξε, μ’ ένα χαμόγελο πέρα για πέρα ειλικρινές. «Κι αυτό είναι για σένα», είπε. Και μου ’δωσε τη ζωγραφιά μου. Ήταν τυλιγμένη σε φύλλα από χοντρό ημιδιαφανές τσιγαρόχαρτο, κολλημένο κι από τις δύο πλευρές με σελοτέιπ. Μέσ’ απ’ το τσιγαρόχαρτο διακρίνονταν κάποιες γραμμές και χρώματα, όχι όμως και τα σχήματα. Προτού προλάβω να πω έστω ευχαριστώ ή οτιδήποτε άλλο είπε «Γεια», κούνησε το χέρι, και μ’ ένα βήμα πίσω βγήκε πάλι στη βροχή κι έκλεισε την πόρτα πίσω της. «Λοιπόν», είπε η μητέρα μου, η οποία τώρα χαμογελούσε και αυτή. «Τι έχουμε εδώ;»
86
JACK KETCHUM
«Μου φαίνεται πως είναι μια ζωγραφιά», απάντησα. Στεκόμουν εκεί, με την Πέπσι στο ’να χέρι και τη ζωγραφιά στο άλλο. Ήξερα τι σκεφτόταν η μητέρα μου. Αυτό που σκεφτόταν η μητέρα μου περιείχε τη λέξη χαριτωμένο. «Δεν θα το ανοίξεις;» «Ναι, βέβαια». Άφησα κάτω την Πέπσι και της γύρισα την πλάτη κι άρχισα να πα λεύω με το σελοτέιπ. Έπειτα έβγαλα το τσιγαρόχαρτο. Αισθανόμουν τη μητέρα μου να κοιτάζει πάνω από το κεφάλι μου, όμως ξαφνικά δεν με ένοιαζε καθόλου. «Είναι πραγματικά καλό», είπε έκπληκτη. «Είναι πραγματικά πολύ κα λό. Έχει πολύ ταλέντο, δεν νομίζεις;» Και ήταν όντως καλό. Δεν ήμουν τεχνοκριτικός, αλλά δεν ήταν κι απαραίτητο. Είχε κάνει το σχέδιο με μελάνι, και κάποιες από τις γραμμές ήταν φαρδιές και έντονες, ενώ άλλες πολύ διακριτικές. Τα χρώματα ήταν παλ αποχρώσεις — τόσο διακριτικά που ίσα ίσα έμοιαζαν με χρώματα, ήταν όμως αληθινά και ζωντανά κι άφηναν να φαίνεται πολύ χαρτί, δη μιουργώντας την εντύπωση μιας λαμπερής ηλιόλουστης μέρας. Ήταν η εικόνα ενός αγοριού που, ξαπλωμένο μπρούμυτα σ’ έναν με γάλο επίπεδο βράχο, δίπλα σε ένα γάργαρο ρυάκι, ανάμεσα στα δέντρα και κάτω από τον ουρανό, κοιτούσε μες στο νερό.
13
[δέκα τρία]
Το πήγα στο Σκυλόσπιτο να μου το κορνιζάρουν. Το Σκυλόσπιτο ήταν ένα μαγαζί για κατοικίδια που είχε μετατραπεί σε μαγαζί για χόμπι. Στη βιτρίνα είχαν κουτάβια και στο πίσω μέρος του μαγαζιού είχαν τόξα και βέλη, χούλα-χουπ, συναρμολογούμενα μοντέλα και ένα εργαστήρι για κορνίζες, ενώ ενδιάμεσα βρίσκονταν τα ψάρια, οι χελώνες, τα φίδια και τα καναρίνια. Ο μαγαζάτορας έριξε μια ματιά και είπε «Διόλου άσχημο». «Γίνεται να το ’χω αύριο;» «Βλέπεις να τρελαινόμαστε στη δουλειά;» είπε. Το μαγαζί ήταν άδειο. Η αλυσίδα καταστημάτων «Οι 2 μάγκες απ’ το Χάρισον» που είχε ανοίξει στην Εθνική Οδό 10 τον είχε σβήσει. «Θα το ’χεις απόψε. Ξαναέλα γύρω στις τέσσερις και μισή». Βρισκόμουν εκεί στις τέσσερις και τέταρτο, δεκαπέντε λεπτά νωρίτε
ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΗΣ ΔΙΠΛΑΝΗΣ ΠΟΡΤΑΣ
87
ρα, όμως το ’χε έτοιμο, με μια όμορφη κορνίζα από πευκόξυλο βαμμένο σαν μαόνι. Το τύλιξε σε καφέ χαρτί. Χώρεσε μια χαρά στο ένα από τα δύο πίσω καλάθια του ποδηλάτου μου. Μέχρι να φτάσω σπίτι είχε έρθει η ώρα του φαγητού και έτσι έπρε πε πρώτα να υπομείνω το ψητό κατσαρόλας, τα πράσινα φασολάκια και τον πουρέ πατάτας με τη σάλτσα κρέατος. Έπειτα έπρεπε να βγάλω έξω τα σκουπίδια. Ύστερα πήγα από εκεί. Από την τηλεόρ αση ακουγόταν στη διαπασών η μουσική από τους τίτλους του Ο Πατέρας τα ’χει τετρακόσια, του λιγότερο αγαπημένου μου τηλεοπτικού προγράμματος, και από τις σκάλες κατέβηκαν για χιλιοστή φορά λαμποκοπώντας η Κάθι, ο Μπαντ και η Μπέτι. Μου μύριζε λουκά νικα και φασόλια και λάχανο τουρσί. Η Ρουθ καθόταν στην καρέκλα της, με τα πόδια της πάνω στο σκαμνάκι. Ο Ντόνι και ο Γουίλ ι ήταν ξαπλωμέ νοι φαρδιοί πλατιοί στον καναπέ. Ο Γούφερ ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα τόσο κοντά στην τηλεόρ αση που σ’ έκανε να αναρωτηθείς αν είχε προ βλήματα με την ακοή του. Η Σούζαν έβλεπε τηλεόρ αση καθισμένη σε μια καρέκλα με ίσια πλάτη στην τραπεζαρία, και η Μεγκ ήταν στην κουζίνα κι έπλενε τα πιάτα. Η Σούζαν μού χαμογέλασε. Ο Ντόνι με χαιρέτησε σιωπηλά και ξανα γύρισε στη τηλεόραση. «Μα καλά», είπα. «Δεν σηκώνεται κανείς εδώ;» «Τι έχεις εκεί, ρε μάγκα;» ρώτησε ο Ντόνι. Σήκωσα τη ζωγραφιά, τυλιγμένη με καφέ χαρτί. «Τους δίσκους του Μάριο Λάντσα που ’θελες». Γέλασε. «Κάθαρμα». Τώρα με κοιτούσε η Ρουθ. Αποφάσισα να έρθω στο ψητό. Άκουσα τη βρύση στην κουζίνα να κλείνει. Γύρισα πίσω μου κι είδα τη Μεγκ να με κοιτάει σκουπίζοντας τα χέρια πάνω στην ποδιά της. Της χάρισα ένα χαμόγελο και νομίζω ότι αμέσως κατάλαβε τι πήγαινα να κά νω. «Ρουθ;» «Ναι; Ράλφι, χαμήλωσε την τηλεόραση. Έτσι μπράβο. Τι τρέχει, λοι πόν, Ντέιβι;» Πλησίασα τη Ρουθ. Έριχνα λοξές ματιές στη Μεγκ. Με πλησίαζε από την τραπεζαρία. Κουνούσε το κεφάλι της. Στο στόμα της σχηματιζόταν ένα βουβό «μη».
88
JACK KETCHUM
Δεν υπήρχε πρόβλημα. Απλά ένιωθε ντροπή. Μόλις η Ρουθ θα έβλε πε τη ζωγραφιά, θα της περνούσε. «Ρουθ», είπα, «αυτό είναι από τη Μεγκ». Της το πρόσφερα. Χαμογέλασε πρώτα σε μένα και μετά στη Μεγκ, κι έπειτα το πήρε από τα χέρια μου. Ο Γούφερ είχε χαμηλώσει τόσο πολύ τον ήχο της τηλεόρα σης που ακουγόταν το τρίξιμο του σκληρού καφέ χαρτιού καθώς το ξετύ λιγε. Το χαρτί έπεσε. Κοίταξε τη ζωγραφιά. «Μεγκ!» είπε. «Πού βρήκες λεφτά ν’ αγοράσεις αυτό το πράγμα;» Ήταν φανερό ότι το θαύμαζε. Γέλασα. «Μόνο η κορνίζα κόστισε», είπα. «Το ζωγράφισε για σένα». «Αλήθεια; Η Μεγκ το έκανε;» Κούνησα καταφατικά το κεφάλι. Ο Ντόνι, ο Γούφερ κι ο Γουίλι στριμώχτηκαν γύρω μας για να δουν. Η Σούζαν άφησε την καρέκλα της. «Είναι υπέροχο!» είπε. Κοίταξα ξανά τη Μεγκ, η οποία στεκόταν στην τραπεζαρία, γεμάτη αγωνία κι ελπίδα. Η Ρουθ κοιτούσε τη ζωγραφιά. Μου φάνηκε ότι την κοιτούσε πάρα πολλή ώρα. «Όχι, δεν την έκανε για μένα», είπε τελικά. «Μη με δουλεύετε. Για σέ να τη ζωγράφισε, Ντέιβιντ». Χαμογέλασε. Το χαμόγελό της, όμως, ήταν λίγο παράξενο. Και τώρα άρχιζα κι εγώ να νιώθω αγωνία. «Για δες. Ένα αγόρι πάνω σ’ ένα βράχο. Φυσικά και είναι για σένα». Μου την ξανάδωσε. «Δεν τη θέλω», είπε. Ένιωσα μπερδεμένος. Δεν μου ’χε ποτέ περάσει απ’ τον νου πως η Ρουθ θα μπορούσε να μην τη δεχτεί. Προς στιγμή δεν ήξερα τι να κάνω. Στεκόμουν εκεί, κρατώντας την, κοιτώντας την. Ήταν υπέροχη ζωγραφιά. Προσπάθησα να εξηγήσω. «Μα, στην πραγματικότητα για σένα είναι φτιαγμένη, Ρουθ. Λόγω τι μής. Βλέπεις, το συζητήσαμε. Και η Μεγκ ήθελε να φτιάξει μία για σένα, αλλά ήταν τόσο…» «Ντέιβιντ». Ήταν η Μεγκ, που προσπαθούσε να με σταματήσει. Και τώρα ήμουν ακόμα πιο μπερδεμένος, γιατί η φωνή της ήταν αυστηρή και προειδοποι ητική. Μ’ έκανε να νιώσω σχεδόν θυμωμένος. Βρισκόμουν στη μέση αυτής
ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΗΣ ΔΙΠΛΑΝΗΣ ΠΟΡΤΑΣ
89
της κωλοκατάστασης και η Μεγκ δεν έλεγε να μ’ αφήσει να ξεφύγω. Η Ρουθ απλώς χαμογέλασε ξανά. Έπειτα κοίταξε τον Γουίλι και τον Γούφερ και τον Ντόνι. «Πάρτε ένα μάθημα, παιδιά. Θυμηθείτε το. Είναι σημαντικό. Αρκεί να φερθείτε ευγενικά σε μια γυναίκα — κι εκείνη θα κάνει ένα σωρό όμορφα πράγματα για σας. Όπως τώρα που ο Ντέιβιντ φέρθηκε ευγενικά στη Μεγκ και κέρδισε μια ζωγραφιά. Μια όμορφη ζωγραφιά. Αυτό κέρδισες, έτσι δεν είναι, Ντέιβιντ; Θέλω να πω, αυτό κέρδισες όλο κι όλο; Ξέρω πως είσαι μικρός ακόμα, αλλά ποτέ δεν ξέρεις». Γέλασα κοκκινίζοντας. «Έλα τώρα, Ρουθ». «Λοιπόν σου λέω πως, πράγματι, ποτέ δεν ξέρεις. Τα κορίτσια παρα είναι εύκολα. Αυτό είναι το πρόβλημά τους. Τάξε τους κατιτί, κι εννιά στις δέκα θα ’χεις ό,τι θες. Ξέρω τι λέω. Πάρτε για παράδειγμα τον πατέρα σας. Πάρτε για παράδειγμα τον Γουίλι τον Πρεσβύτερο. Όταν παντρευτήκαμε έλεγε πως θα διεύθυνε τη δική του εταιρεία. Ολόκληρο στόλο από γαλατά δικα. Θα ξεκίναγε μ’ ένα και θα ’φτανε ως την κορυφή. Θα τον βοηθούσα με τα λογιστικά, όπως έκανα και στη λεωφόρο Χάουαρντ κατά τη διάρκεια του πολέμου. Εγώ διεύθυνα αυτό το εργοστάσιο κατά τη διάρκεια του πολέ μου. Θα γινόμασταν πιο πλούσιοι απ’ ό,τι ήταν οι γονείς μου όταν ήμουν παιδί στη Μοριστάουν και σας το λέω, ήμασταν πολύ πλούσιοι. Ξέρετε, όμως, τι κέρδισα; Τίποτα. Ούτε ένα τόσο δα πραματάκι. Μόνο εσάς τους τρεις που ξεπεταγόσασταν, ένας, δύο, τρεις, και μετά αυτός ο αξιαγάπητος Ιρλανδός μπάσταρδος την κοπάνησε για ένας Θεός ξέρει πού. Έτσι βρέ θηκα με τρία πεινασμένα στόματα να θρέψω, και τώρα έχω κι άλλα δύο. »Σας το λέω, τα κορίτσια είναι χαζά. Τα κορίτσια είναι εύκολα. Κορόι δα από την πρώτη έως την τελευταία». Με προσπέρασε και πήγε στη Μεγκ. Πέρασε το χέρι της γύρω από τους ώμους της και μετά στράφηκε προς το μέρος μας. «Πάρτε τώρα για παράδειγμα αυτή τη ζωγραφιά», είπε. «Ξέρω ότι την έφτιαξες για τον Ντέιβιντ από ’δώ, και μη μου λες άλλα. Αυτό που θέλω να ξέρω, όμως, είναι το τι θα βγάλεις από αυτό; Τι νομίζεις ότι θα σου προ σφέρει αυτό το αγόρι; Ο Ντέιβιντ, βέβαια, είναι καλό παιδί. Καλύτερο από πολλά άλλα, θα μπορούσα να πω. Σαφώς καλύτερο. Όμως, αγάπη μου, δεν πρόκειται να σου προσφέρει τίποτα! Και αν πιστεύεις το αντίθετο, τότε τα θέλει ο κώλος σου. »Το μόνο που λέω, λοιπόν, είναι πως ελπίζω ότι αυτή η ζωγραφιά είναι ό,τι του έχεις προσφέρει και ό,τι πρόκειται να του προσφέρεις, και σ’ το λέω, αυτό είναι για το καλό σου. Γιατί ήδη έχεις εκεί κάτω αυτό που
90
JACK KETCHUM
θέλουν οι άντρες και αυτό δεν είναι η ζωγραφική σου, ρε γαμώτο». Έβλεπα ότι το πρόσωπο της Μεγκ είχε αρχίσει να τρέμει και ήξερα ότι κατέβαλλε προσπάθεια να μην κλάψει. Όμως όσο απροσδόκητα και αν ήταν όλα αυτά, εγώ προσπαθούσα να μη γελάσω. Το ίδιο κι ο Ντόνι. Η όλη φάση ήταν αλλόκοτη, και ίσως να έφταιγε ως ένα σημείο η ένταση, όμως αυτό που είχε πει η Ρουθ για τη ζωγραφική ήταν αστείο. Η Ρουθ αγκάλιασε πιο σφιχτά τους ώμους της Μεγκ. «Και αν τους δώσεις αυτό που θέλουν τότε, γλυκιά μου, δεν είσαι πα ρά μια τσούλα. Ξέρεις τι είναι τσούλα; Ξέρεις εσύ, Σούζαν; Πού να ξέρεις κι εσύ. Είσαι τόσο μικρή. Λοιπόν είναι τόσο απλό: τσούλα είναι κάποια που θ’ ανοίξει τα πόδια της για έναν άντρα. Έτσι ώστε να μπορεί αυτός να τρυπώσει μέσα. Γούφερ, σταμάτα να χασκογελάς. »Όποια είναι τσούλα τής αξίζει ένα γερό χέρι ξύλο. Όλοι σ’ αυτή την πόλη θα συμφωνούσαν μαζί μου. Γι’ αυτό σε προειδοποιώ, γλυκιά μου, αν φερθείς σαν τσούλα σ’ αυτό το σπίτι, ο κώλος σου θα γίνει το γρασίδι και η Ρουθ η μηχανή που το κουρεύει». Άφησε τη Μεγκ και μπήκε στην κουζίνα. Άνοιξε την πόρτα του ψυ γείου. «Λοιπόν», είπε. «Ποιος θέλει μπίρα;» Έδειξε τη ζωγραφιά. «Ψόφιο πράγμα, πάντως», είπε, «δεν νομίζετε;» και άρπαξε το καφάσι με τις μπίρες.
14
[δέκα τέσσερα]
Εκείνη την εποχή δυο μπίρες ήταν αρκετές για να με στείλουν σπίτι σουρωμένο και με βαρύ κεφάλι, αφ ού είχα πρώτα δώσει τη συνηθισμένη υπόσχεση να μην μου ξεφύγει κουβέντα στους δικούς μου, λες και υπήρχε ποτέ περίπτωση να γίνει κάτι τέτοιο. Καλύτερα να μου κοβόταν το χέρι. Το υπόλοιπο απόγευμα, από τη στιγμή που η Ρουθ σταμάτησε το κή ρυγμα και μετά, κύλησε χωρίς να συμβεί τίποτα αξιόλογο. Η Μεγκ μπήκε στο μπάνιο και όταν βγήκε ήταν σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό. Τα μάτια της ήταν στεγνά. Το πρόσωπό της κενό και ανέκφραστο. Είδαμε το Ντάνι Τόμας και ήπιαμε τις μπίρες μας, κι έπειτα, κάποια στιγμή που παι ζόταν ένα διαφημιστικό, κανόνισα με τον Γουίλι και τον Ντόνι να πάμε για μπόουλινγκ το Σάββατο. Προσπάθησα να διασταυρώσω τη ματιά μου με
ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΗΣ ΔΙΠΛΑΝΗΣ ΠΟΡΤΑΣ
91
της Μεγκ, όμως εκείνη δεν έλεγε να με κοιτάξει. Όταν τέλειωσαν οι μπί ρες γύρισα σπίτι μου. Κρέμασα τη ζωγραφιά δίπλα στον καθρέφτη του δωματίου μου. Υπήρχε, όμως, ένα παράξενο συναίσθημα, το οποίο δεν έλεγε να με αφήσει. Ποτέ άλλοτε δεν είχα ακούσει κάποιον να χρησιμοποιεί τη λέξη τσούλα, καταλάβαινα, όμως, το νόημά της. Το καταλάβαινα από τότε που διάβαζα στη ζούλα το Πέιτον Πλέις της μητέρας μου. Αναρωτιόμουν αν η Ντενίζ, η αδερφή του Έντι, ήταν ακόμα αρκετά μικρή για να διεκδικήσει αυτό τον τίτλο. Την έφερα στον νου μου δεμένη γυμνή σ’ ένα δέντρο, σκεφτόμουν τις χοντρές και απαλές ρώγες της. Να κλαίει, να γελά — με ρικές φορές και τα δύο μαζί. Έφερα στον νου μου τη διπλωμένη σάρκα ανάμεσα στα πόδια της. Έφερα στον νου μου τη Μεγκ. Ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου και σκεφτόμουν πόσο εύκο λο ήταν να πληγώσεις κάποιον. Η σωματική βία δεν ήταν απαραίτητη. Αρκούσε να δώσεις ένα γερό χτύπημα σε κάτι για το οποίο νοιαζόταν. Θα μπορούσα να το κάνω κι εγώ αν ήθελα. Οι άνθρωποι είναι ευάλωτοι. Σκεφτόμουν τους γονείς μου κι όσα έκαναν, και τα χτυπήματα που συνεχώς κατάφερναν ο ένας στον άλλο. Χτυπήματα τόσο συχνά πλέον ώστε, καθώς βρισκόμουν στη μέση, είχα καταφέρει να μη νοιάζομαι για κανέναν τους. Μικροπράματα κυρίως, που όμως συσσωρεύονταν. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Οι γονείς μου βρίσκονταν στο διπλανό δωμάτιο· ο πατέρας μου ροχάλιζε. Σηκώθηκα και πήγα στην κουζίνα να πιω μια κοκακόλα. Έπειτα πήγα στο καθιστικό και κάθισα στον καναπέ. Δεν άναψα τα φώτα. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Ήταν ζεστή νύχτα. Δεν φυσούσε καθόλου. Ως συνήθως, οι γονείς μου είχαν αφήσει τα παράθυρα ανοιχτά. Μέσα από τη σήτα έβλεπα κατευθείαν στο καθιστικό των Τσάντλερ. Τα φώτα τους ήταν ακόμα αναμμένα. Τα παράθυρά τους ήταν επίσης ανοιχτά, κι ακούγονταν φωνές. Δεν μπορούσα να καταλάβω πολλά απ’ όσα λέγο νταν, αλλά ήξερα ποιοι μιλούσαν. Ο Γουίλ ι. Η Ρουθ. Ύστερα η Μεγκ. Μετά ο Ντόνι. Ακόμα κι ο Γούφερ ήταν ακόμα ξύπνιος — άκουγα τη φωνή του, οξεία και διαπεραστική σαν κοριτσιού, άκουγα το γέλιο του. Όλοι οι άλλοι φώναζαν για κάτι. «…για ένα αγόρι!» άκουσα τη Ρουθ να λέει. Μετά η φωνή της χάθηκε
92
JACK KETCHUM
ξανά μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο από φωνές και ήχους, που ακούγονταν όλοι μαζί. Από το πλαίσιο του παραθύρου του καθιστικού τους είδα τη Μεγκ να οπισθοχωρεί. Κουνούσε τα χέρια, φώναζε, έτρεμε σύγκορμη από θυμό. «Δεν θα το κάνεις!» την άκουσα να λέει. Έπειτα η Ρουθ είπε κάτι το οποίο βρισκόταν έξω από το πεδίο της ακοής μου, αλλά ακούστηκε σαν μουγκρητό, έτσι μου φάνηκε εμένα του λάχιστον, κι έξαφνα είδα τη Μεγκ να καταρρέει, να διπλώνεται. Και μετά να κλαίει. Κι ένα χέρι εξαπολύθηκε και τη χαστούκισε. Τη χαστούκισε τόσο δυνατά, που έπεσε προς τα πίσω, βγήκε από το πλαίσιο του παραθύρου και δεν την έβλεπα πια. Ο Γουίλι προχώρησε προς τα μπρος. Άρχισε να την ακολουθεί. Σιγά σιγά. Σαν να την καταδίωκε. «Αρκετά!» άκουσα τη Ρουθ να λέει. Εννοώντας, νομίζω, πως ο Γουίλι θα έπρεπε να την αφήσει ήσυχη. Πέρασε μια στιγμή κατά την οποία φαντάζομαι πως κανείς δεν σά λεψε. Ύστερα σιλουέτες άρχισαν να πηγαινοέρχονται για λίγο, περνώντας μπροστά από το παράθυρο, και όλες έμοιαζαν σκυθρωπές και θυμωμένες, ο Γουίλι και ο Γούφερ και ο Ντόνι και η Ρουθ και η Μεγκ που μάζευαν διά φορα πράγματα από το πάτωμα ή τακτοποιούσαν τις καρέκλες ή οτιδήποτε άλλο και σιγά σιγά απομακρύνονταν. Δεν άκουγα πια άλλες φωνές, άλλες ομιλίες. Η μόνη που δεν είχα δει ήταν η Σούζαν. Έμεινα εκεί παρακολουθώντας. Τα φώτα έσβησαν. Μια αμυδρή λάμψη ερχόταν από τα υπνοδωμάτια, κι αυτό ήταν όλο. Ύστερα ακόμα κι αυτή έσβησε, και το σπίτι τους ήταν εξίσου σκοτεινό με το δικό μας.
15
[δέκα πέντε]
Εκείνο το Σάββατο στην πίστα του μπόουλινγκ ο Κένι Ρόμπερτσον κατάφερε ν’ αστοχήσει στη τελευταία του βολή και να χαραμίσει ένα εύκο λο σπέαρ, με αποτέλεσμα να τελειώσει με 107 πόντους μόνο. Ο Κένι ήταν κοκκαλιάρης κι είχε την τάση να βάζει στην μπάλα όλη του τη δύναμή
και να τη ρίχνει στον γάμο του καραγκιόζη. Γύρισε πίσω σκουπίζοντας το μέτωπό του με το γούρικο μαντήλι του πατέρα του, το οποίο δεν του ’χε φέρει και τόσο γούρι εκείνη τη μέρα. Κάθισε ανάμεσα σε μένα και τον Γουίλ ι, πίσω από τον πίνακα του σκορ. Παρακολουθούσαμε τον Ντόνι να παίρνει θέση βολής στην αγαπη μένη του θέση, στα αριστερά του δεύτερου βέλους. «Το ξανασκεφτήκατε;» ρώτησε τον Γουίλι. «Θα βάλουμε τη Μεγκ στο Παιχνίδι;» Ο Γουίλι χαμογέλασε. Πρέπει να ’ταν ευχαριστημένος. Μάλλον θα ξεπερνούσε τους 150 πόντους, κι αυτό δεν συνέβαινε συχνά. Κούνησε το κεφάλι του. «Έχουμε το δικό μας Παιχνίδι τώρα», είπε.