Η ΔΕΝΔΡΟΛΑΤΡΙΑ «Ὅταν διψοῦσα οἱ θάμνοι ἀναπέμπαν ρητὰ»
Τὸ καθαρότερο στοιχεῖο στὴν ποιητικὴ λειτουργία, πιστεύου με πὼς εἶναι ἡ ἀθωότητα: ἡ ποιητικὴ ἀθωότητα, ὅπως τὴν ἀνακαλύ πτουμε στὴν ποίηση τοῦ Χαίλντερλιν. Λέγοντας ποιητικὴ ἀθωότητα ἐννοοῦμε πὼς ὁ ποιητὴς «κουβανεῖ μέσ’ τὴν ψυχή του» τὴν μνήμη τοῦ κόσμου, «τὸ συλλογικὸ ἀσυνείδητο», ὅπως λέγει ὁ Γιούγκ, χωρὶς συγ χρόνως νὰ ἔχει συνείδηση τοῦ πολύτιμου φορτίου του. Ἕνας ποιητὴς ποὺ μᾶς ξαφνιάζει καὶ μᾶς γοητεύει μὲ τὴν ποιη τική του ἀθωότ ητα εἶναι ὁ Παπαδίτσας. Τὸ σύμβολο τοῦ δένδρου ποὺ κυριαρχεῖ στὴν ποίησή του, εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς σηματοδό τες αὐτῆς τῆς ποιητικῆς ἀθωότητας, μιὰ ἀστραφτερὴ παρουσία, φορ τισμένη μὲ ποικίλες ἔννοιες. Τὸ δένδρο ὡς σύμβολο τοῦ ὄντος, βαθιὰ συγγενεύει μὲ τὴν μινωικὴ καὶ μυκηναϊκ ὴ δενδρολατρία, ὅπου ἔβλεπε στὸ δένδρο τὴν ἴδια τὴν θεότ ητα ἢ τὴν μεταμόρφωσή της, τὸ δένδρο σὰν σύμβολο ζωῆς καὶ θανάτου, ἡ ἀνάσα τοῦ δένδρου ποὺ ἐμψυχώνει τὸν ἄνθρωπο καὶ ἐξωραΐζει τὸν ἔρωτά του, τὸ δένδρο μυστικό, νύχτα καὶ ἄρωμα, τὸ δένδρο καθαυτὸ τελικά, ποὺ ἡ μεγάλη του ἀναγωγὴ βρίσκεται στὸ οὐράνιο δένδρο. Ἀπὸ τὴν μυθολογία γνωρίζουμε τὴν παράδοση σχετικὰ μὲ τὸ οὐράνιο δένδρο. Τὰ περιπλανώμενα στὸν οὐρανὸ σύννεφα σχημάτιζαν τὰ κλαδιὰ τοῦ περίφημου αὐτοῦ δέν δρου, τῶν ὁποίων ἡ ζωγραφική τους ἀπεικόνιση στὸν οὐράνιο θόλο προξενοῦσε ἱερὸ δέος. Τὸ δένδρο σύμβολο τῆς πρώτης ἀρχῆς, τοῦ ὄν τος, ὁμοιάζει μὲ δοχεῖο ποὺ ἀποθηκεύει κάτι ἀπὸ τὴν ἱερότητά του. Ἔκπληκτοι συναντοῦμε στὴν ποίηση τοῦ Παπαδίτσα τὸ σύμβο λο τοῦ δένδρου, φωτισμένο μὲ πολλὲς ἔννοιες. Καὶ ὅπως ὁ προϊστορικὸς 27
ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙA ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ Η ΔΕΝΤΡΟΛΑΤΡΙΑ
λάτρης, ποὺ καθισμένος κάτω ἀπὸ τὸ δένδρο ἀνέμενε τὴν «ἐπιφά νεια» τῆς θεότητας, ἔτσι καὶ ὁ ποιητὴς προσεύχεται στὸ δένδρο ἀνα γνωρίζοντας ἀρχικὰ τὴν οὐράνια προέλευσή του. Μέσ’ στὸ μυαλὸ τὸ οὐράνιο δέντρο ρίχνει τὴ σκιά του Πάνω στοὺς χρυσοὺς δακτυλίους τῶν Μυκηνῶν ἐκτυλίσσον ται ἐκπληκτικὲς σκηνὲς δενδρολατρίας, ποὺ θαυμάσια μποροῦμε νὰ τοὺς συνδυάσ ουμε μὲ τὴν οὐσία αὐτῆς τῆς ποίησης. Σὲ ἕναν χρυσὸ δακτύλιο βλέπουμε Μιὰ θεὰ καθισμένη κάτω ἀπὸ τὸ ἱερὸ δένδρο· σὲ ἕναν ἄλλο δεσπόζει τὸ ἱερὸ δένδρο καὶ ὁ λάτρης μπροστά του βρίσκεται σὲ μία σχέση μοναδικῆς ἐπικοινωνίας. Αὐτὸς ὁ λάτρης θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ὁ ποιητὴς στοὺς Πάτμιους στίχους του. Ὦ ξηρὸ δένδρο διάφανο Διὰ νὰ βλέπωμεν ἄστρα Διὰ νὰ βλέπωμεν πίδακες κίτρων. Στὸν ἴδιο τὸν χῶρο τῆς Ἀποκαλύψεως γράφτηκε τὸ «Ἐν Πά τμῳ», μιὰ σύνθεση μεταφυσικῆς ἐνατένισης, μιὰ προσευχὴ ποὺ δὲν περιέχει ἐκλιπαρήσεις καὶ εὐχαριστίες ἀλλὰ ἀναζητήσεις τοῦ ὄντος. Τὸ δένδρο γίνεται μέσα στὸ ποίημα τὸ παραθύρι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο θὰ εἰσχωρήσει ἡ πνοὴ κάποιας βεβαιότητας, ποὺ θὰ ἀναπάψει γιὰ λίγο τὸν φλεγόμενο νοῦ, γιατὶ «σφυρίζει μέσα στ’ ὄνειρο τὸ ξηρὸ δέντρο». Τὸ φῶς θὰ ἔρθει ἀπὸ τὸ ταπεινὸ φυτό, θὰ ἀναλάμψει στὰ σκοτάδια, ὅπως ἡ φλεγόμενη βάτος τοῦ Μωϋσέως. «Φῶς ἀπ’ τὸ χόρτο ἀνέβαινε», θὰ μᾶς ἐμπιστευθεῖ τρυφερὰ καὶ μυστικόπαθα ὁ ποιητής. Οἱ ρίζες τοῦ δένδρου ἀπορροφοῦν τὴν ἱερότητα τοῦ ὄντος καὶ τὴν μεταγγίζουν στὸν ἄνθρωπο. Ἔτσι τὸ δένδρο γίνεται ὁ ἐνδιάμεσος κρίκος στὸ ὂν καὶ στὸν ἄνθρωπο. Στὴν περιοχ ὴ τοῦ καθαρὰ προσωπικοῦ φιλοσοφι κοῦ στοχασμοῦ, ὁ ποιητὴς αὐθόρμητα ἀναφέρεται στὸ δένδρο. «Κε φάλι μου θαλασσοταραχὴ ἀναμμένο δέντρο ποὺ τὸ φυσοῦσαν οἱ Ἐν νεάδες», ὅπου τὸ κεφάλι ταυτιζόμενο μὲ ἀναμμένο δένδρο καταπραΰνεται καὶ δροσίζεται ἀπὸ τὶς Πλωτινικὲς Ἐννεάδες. Ἡ ἐπιφάνεια τῆς θεότ ητας ὑποδηλώνεται σὲ κάθε δένδρο στὴν ποίηση τοῦ Παπαδίτσα. Μιὰ σκηνὴ θεοφάνειας ὑποκρύπτεται στὸν ἀκόλουθο στίχο: «Ἔτσι φέτος ἀνέτειλεὁ θεὸς πάνω ἀπὸ δενδροθάλασσες». Εἰκόνα ποὺ περι έχει τὸ μήνυμα τῶν μινωικῶν καὶ μυκηναϊκ ῶν δακτυλίων. Πάντα, μὲ 28
ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙA ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ Η ΔΕΝΤΡΟΛΑΤΡΙΑ
τὴν παρουσία τοῦ δένδρου γινόταν ἡ «ἐπιφάνεια» τῆς θεότητας. «Τὸ φῶς τοῦ κλαδιοῦ ἐρριξε τὸ ἀποτύπωμά του στὸ πυκνὸ βράδυ». «Θρυμματίστηκα πάνω σὲ ἐρωτήματα βουνὰ κι ἔχω μαζέψει τὴ λαμπερή μου σκόνη ἀπ’ ὅλα τ’ ἀπριλιάτικα φύλλα». Ἀπὸ τὰ σκληρὰ διανοητικὰ ἐρωτήματα, ὅπου δὲν ὑπάρχει ἀπόκριση, σώζει καὶ πάλι τὸ δένδρο. «Γιατὶ κάθε ἐπιθυμία καὶ λο γισμός μου εἶναι κι ἕνα φυντάνι τοῦ μελλοντικοῦ δάσους ποὺ θὰ μὲ κρύψει». Ἔσχατο ψυχικὸ καταφύγιο γιὰ τὴν ἀπάντηση ποὺ δὲν ἱκα νοποιεῖ τὸ μυαλό, γίνεται τὸ δένδρο. Κουρασμένος ὁ ἐναγώνιος νοῦς, ἐξαντλημένος μέσα σὲ ἕναν φιλοσοφικὸ χῶρο, ὅπου οἱ ἀντιφάσεις διαδέχονται τὶς ἀντιφάσεις καὶ ἡ κάθε ἀπάντηση ἔχει τὴν διάρκεια μιᾶς ἀστραπῆς, ποὺ σὲ ξαναρρίχνει πάλι στὰ σκοτάδια, ὁ δρόμος δι αφυγῆς ὁδηγεῖ πρὸς τὸ δάσος. «Μὲ τὸ νὰ λέω “ὂν” δὲν σώζω κανένα δέντρο κι οὔτε τὸ φυτεύω». Ἡ σωτηρία βρίσκεται στὴν δενδροποί ηση, ἐνῶ ὁ ψυχικὸς καὶ διανοητικὸς πόνος σὲ μετατρέπει «σὲ ἄλαλη δρυὸς φυλλωσιά». Ἀκόμη καὶ στὸ ποίημα «Ἐναντιοδρομία», ὅπου φανερώνεται μία νέα ὀνοματολογία καὶ νοηματολογία, ποὺ ἔχει σὰν αἰτία τὸν κορεσμὸ ἀπὸ τὶς λέξεις οἱ ὁποῖες κινδυνεύουν νὰ χάσουν τὸ νόημά τους, ὁ ἥλιος γίνεται πολλαπλασιασμένο δάσος, ἀναρίθμη τα δηλαδὴ δένδρα. Πόσο πρωτότυπα μαγευτικὴ εἶναι αὐτὴ ἡ εἰκόνα, ὅπου ὁ ἥλιος διασπᾶται σὲ ἀναρίθμητα δένδρα, δένδρα ποὺ λάμπουν σὰν ἀστέρια ἐπὶ τῆς γῆς. «Τὸν ἥλιο νὰ τὸν ποῦμε πολλαπλασιασμένο δάσος». Στὴ δημιουργία ἑνὸς νοητοῦ νησιοῦ, «στὸ ὑφαλονήσι», ὅπως λέει ὁ ποιητής, ὅπου ἡ ψυχὴ θὰ βρεῖ τὴν θεϊκ ὴ μοναξιὰ καὶ ἄσκηση, τὸ δένδρο λάμπει ξανά, μέγιστο σύμβολο. Στὴ μέση τοῦ νησιοῦ, ὀνει ρεύεται ὁ ποιητὴς ἕνα δένδρο νὰ φυτρώνει, τὸ δέντρο τῆς ζωῆς του. Νὰ ’χει ἕνα δέντρο στὴ μέση, ἀπ’ τοῦ βράχου τὸ σπλάχνο νὰ φτάνει γέννημα στροβίλων καὶ κοχλασμάτων ἀγρίων καὶ φωτιᾶς νἄναι τὰ φύλλα τοῦ ζέφυρου φύλλα σὲ φωτοστεφάνι σεῖστρα τρεμίσματα ἀνάσες πουλιῶν στὸν ἀχὸ τῆς νυχτιᾶς Σὰν ἀπ’ τὸν ἥλιο κι ἀπ’ τ’ ἄστρα πεσμένο στὴν πέτρα φουντώνει, κι ὡς θὰ τοῦ ὑφαίνει σαϊτιὰ καὶ στημόνι ὁ οὐρανὸς 29
ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙA ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ Η ΔΕΝΤΡΟΛΑΤΡΙΑ
τὸ κορμί, στὸ ὑφαλονήσι τὸ δέντρο εἶναι φύτρα μου κι ὅσο ψηλώνει τόσο γυρίζω ἀπ’ τὴ νύχτα στὰ νειάτα μου καὶ στὴν ὁρμή. Τὰ θροΐσματα ὁποιουδήποτε δένδρου γίνονται μυστικόπαθοι καὶ προφητικοὶ ψίθυροι στὴν ἐρημία, ὅπως τὸ θρόισμα τῆς Δωδωναί ας φηγοῦ, ἐνῶ τοὺς ἀκοῦν οἱ ἀθῶοι, οἱ ἀλαφροΐσ κιωτοι καὶ οἱ μυη μένοι. «Ὅλα τὰ φύλλα ἀνέμισαν τὸ Μάιο — Μιὰ κρήνη μιὰ λεπτο καμωμένη λεύκα τραγουδάει — στὸ κυανὸ ἑλληνικὸ παράθυρο» καὶ «οἱ εὐκάλυπτοι ποὺ νεύουν μέσ’ στὴ νύχτα», εἶναι στίχοι ποὺ δειλὰ καὶ τρυφερὰ περιγράφουν τὸ δένδρο, ψίθυροι μυστικῶν ποὺ κάποιος εὐφάνταστος ἐρωτευμένος ἐκμυστηρεύεται μέσα σὲ ἕνα ἀτελείωτο λυ κόφως. Κάθε κλαδὶ τοῦ μεγάλου οὐράνιου δένδρου ἀντιστοιχεῖ σὲ μιὰ πτυχὴ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Τὸ δένδρο περιέχ ει ὅλο τὸ νόημα τῆς δελφικῆς προστακτικῆς, γίνεται σύμβολο αὐτογνωσίας καὶ ἠθικοῦ καθαρμοῦ. «Θὰ μποροῦσα νὰ βγῶ καθαρὸς ἀπὸ ἕνα δέντρο», ἢ «καὶ δὲ συνάντησες ποτὲ τὸν ἑαυτό σου — γιατί εἶσαι ἄλλος κοντὰ σὲ μιὰ φτέρη» καὶ «μὲ εὐλογοῦν καστανιές», ἢ «ἔρχονται ἀσημιὰ ποτά μια — μ’ ἕνα σωρὸ ὠχρόφυλλα λησμονημένα κι ἀράζουν δίπλα μου», γίνονται ἀποδεικτικὰ αὐτοθεώρησης, μὲ ἀποκορύφωμα τὸν μαγικὸ στίχο «γυρίζω ἀπ’ τὰ φύλλα», ποὺ ὑποδηλώνει τὴν προέλευσή μας. «Γυρίζω ἀπ’ τὰ φύλλα», προέρχομαι καὶ ἐπιστρέφω, γεννιέμαι καὶ ἀναγεννῶμαι ἀπὸ τὰ φύλλα, ἰδέα ποὺ μᾶς συνδέει μὲ τὸ δένδρο τῆς Ζωῆς, τὸ εὑρισκόμενο στὰ ἀνατολικὰ τοῦ οὐρανοῦ, ποὺ μὲ τὸν καρπό του ἔτρεφε θεοὺς καὶ μὰκαρες. Ἡ ἀνάμνηση αὐτῆς τῆς προέλευσης εἶναι ἔντονη, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ εὐχὴ τοῦ ποιητ ῆ ἐπὶ τῆς γῆς εἶναι: «Δὲν ἤθελα ἀπ’ τ’ αὐτιά μου νὰ χαθεῖ ἡ ἁφὴ τῶν φύλλων». Τὸ φύλλο, ὁ καλλωπισμὸς τοῦ δένδρου, προσέχεται ἰδιαίτερα στὴν ποίησή του. Ἕνα ὁλόκληρο ποίημα ἀναφέρεται στὸ Φύλλο, ποὺ εἰσχωρεῖ στὶς λεπτότατες πλευρὲς τῆς ψυχῆς καὶ τὶς ἀνιχνεύει. Τὸ φύλλο γίνεται τὸ ὄργανο τῆς αὐτογνωσίας στὶς λεπτότερες ἀποχρώσεις της. «Ἕνα φύλλο τῆς νύχτας μὲ ἀνιχνεύει — Μοῦ βρίσκει μεριὲς ποὺ δὲν τὶς εἶδε ποτὲ οὐρανός», θὰ ἐκμυστηρευτεῖ ὁ ποιητής. Μεριὲς ποὺ εἶναι «ἀνά λαφρες σὰ χιλιάδες πεταλοῦδες — ποὺ πρὶν τὶς ἀγγίξει ἕνα δάχτυλο βάφουν ρεματιὲς» καὶ ἄλλες ποὺ εἶναι «ἕτοιμες νὰ ραγίσουν καὶ νὰ τρέξει νερὸ καὶ δάκρυ». Καὶ αὐτὸ τὸ φύλλο, θὰ τὸ ἀγαπήσει καὶ δὲν θὰ τὸ ἀποχωριστεῖ. Καὶ κάθε φύλλο ποὺ μὲ ἀνιχνεύει 30
ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙA ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ Η ΔΕΝΤΡΟΛΑΤΡΙΑ
Ἐγὼ τὸ τρέφω στὰ βάθη μου Καὶ δὲν τὸ ἀφήνω νὰ σαπίσει. Ἡ σχέση μὲ τὸ δένδρο βαθαίνει ἐρωτικά, μέχρι τοῦ σημείου ποὺ δένδρο καὶ ἄνθρωπος ταυτίζονται καὶ γίνονται ἕνα εἶδος «δεν δράνθρωπου». Ἤμουν ἡ γῆ, τὰ δάση χέρια μου τὰ δάση δρόμοι κατ’ εὐθεῖαν στὰ μάτια μου τὰ δάση πόλη φωτιᾶς σὲ ἥμερο ἐλαιώνα. Ταύτιση ποὺ φέρνει συνειρμικὰ στὴν μνήμη τὶς Δρυάδες ἢ Ἀμαδρυάδες, αὐτὲς τὶς λυγερὲς νύμφες, τὶς συνδεόμενες μὲ τὰ δέν δρα. Κάθε νύμφη γεννιόταν, ζοῦσε καὶ πέθαινε μαζὶ μὲ τὸ δένδρο της, ὅπως ἀναφέρεται στὸν ὁμηρικὸ ὕμνο «πρὸς Ἀφροδίτην». «ἀλλ’ ὅτε δὴ μοῖρα παρεστήκη θανάτοιο, ἀζάνεται μὲν πρῶτον ἐπὶ χθονὶ δένδρεα καλά, φλοιὸς ὁ ἀμφιπεριφθινύθει, πίπτουσι δ’ ἄπ’ ὄζοι, τῶν δὲ θ’ ὁμοῦ ψυχὴ λείπει φάος ἠελίοιο»1. «Ἡ ὅρασή μου εἶναι ἀπὸ φυτὸ Ναὶ ἡ ὅρασή μου εἶναι φυτὸ μὲ τὴ ρίζα του τὸ στέλεχος τὰ φύλλα του Μὲ τὴν εὐχάριστη ὀσμὴ καὶ τὴ γλυκιὰ ἢ πικρὴ γεύση του Μὲ τὶς κλέφτρες ἐποχὲς ποὺ τοῦ τρῶν τὰ φύλλα Καὶ τοὺς διαβάτες ποὺ τὸ ξερριζώνουν». Ὅμως δὲν εἶναι μόνον ἡ ταύτιση ἀνθρώπου καὶ δένδρου, ποὺ δεσπόζει σὲ αὐτὴ τὴν ποίηση. Τὸ δένδρο ἀνθίζει ἀκόμη καὶ στὴν πε ριοχὴ τῆς «ἀνθρωπομέριμνας», ὅπως μὲ τὸν ὄρο αὐτὸ χαρακτηρίζει ὁ Χάιντεγκερ τὸ εἶδος τῆς μέριμνας, ποὺ ἀναφέρεται στὶς ἠθικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων. «Κι ἔβρισκα πληγωμένους νὰ μασοῦν πευκόφυλλα» ἢ «ἐνῶ τὰ φύλλα ἐδρόσιζαν — τὰ γόνατα τῶν ἀπομάχων». Τὸ δένδρο καταπραΰνει τὶς πληγές, καὶ τὰ πευκόφυλλα γίνονται βάλσαμο σὰν τὴν μήκωνα τὴν ὑπνοφόρο, ποὺ σὲ ἄλλους καιροὺς ἔδιναν στὰ πονεμένα βρέφη. «Ν’ ἀκοῦς τὸ φυτὸ ποὺ τρίζει τὸ πρωὶ» στίχος κατηγορικῆς 31
ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙA ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ Η ΔΕΝΤΡΟΛΑΤΡΙΑ
προστακτικῆς, ποὺ σκοπεύει στὴν διαρκὴ ἀναμόχλευση τῆς εὐεργετι κῆς σχέσης μας μὲ τὸ δένδρο. Τὸ ἴδιο παράγγελμα ὑποκρύπτει καὶ ὁ στίχος «ὁ ἀλλόφρων καρπὸς καὶ ἡ λύτρωση ἀπὸ ἐλαιῶνες». Τὸ δέν δρο εἶναι ἱερὸ καὶ χρήσιμο, ἀκόμη καὶ ἄφυλλο, ὅταν εἶναι δένδρο «ποὺ ἔχασε τὴν καρποφορία του», ὡς λέγει ὁ ποιητής. «Τὸ φθινόκαρ πον δένδρον» μᾶς ὁδηγεῖ στοὺς μεγαλόπρεπους πινδαρικοὺς στίχους ἀπὸ τὸν 4ο Πυθιόν ικο. ... εἰ γὰρ τὶς ὄζους ὀξυτόμῳ πελέκει ἐξερείψειεν μεγάλα δρυός, αἰσχύνοι δὲ οἱ θαητὸν εἶδος· καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον περ’ αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον· ἢ σὺν ὀρθαῖς κιόνεσσιν δεσποσύναισιν ἐρειδόμενα μόχθον ἄλλοις ἀμφέπει δύστανον ἐν τείχεσιν, ἑὸν ἐρημώσαισα χῶρον 2. «Τὰ δένδρα τὴ νύχτα δὲν ἔχουν φλούδα περιμένουν νὰ ντυθοῦν τῶν ἀνθρώπων τὸ μαρτύριο». Αὐτὴ ἡ σχεδὸν παραμυθένια εἰκόνα μᾶς μεταφέρει σὲ μιὰ ἐπο χὴ παιδικότητας καὶ ἁγνότητας, τότε ποὺ ἀκόμη, ὅπως ἔλεγε ὁ Χαίλ ντερλιν στὸν «Ὑπερίωνά» του, δὲν εἴχαμε πάρει «τὸ χαμαιλεόντειο χρῶμα τῶν ἀνθρώπων», ὅπου δένδρα καὶ ἄνθρωποι ἀντάλλασσαν μυστικὰ καὶ ἐνδύματα, ὅπου τὸ ἱερὸ δέος ξεπρόβαλε μαζὶ μὲ τὶς σκιὲς τῶν δένδρων στὴν νύχτα, ὅπου θυμόμασταν «τὰ δέντρα τὰ γεμάτα οὐσίες ἀφώτιστες ἀπὸ τὰ παραμύθια μας — τὰ δέντρα ποὺ μᾶς τρό μαζαν ὅταν ἡ μέρα ἔφευγε — μὲ τὶς πέτρες της τοὺς ἴσκιους κι ὅλα της τὰ ὑπάρχοντα», τότε ποὺ βυθιζόμασταν σὲ μία ἐποχή, ὅπου ὁ μέγας χρυσὸς δακτύλιος τῶν Μυκηνῶν ἔλαμπε σὰν ἡλιακὸς δίσκος φανερώ νοντάς μας τὴν θεὰ τῆς δενδρολατρίας νὰ κάθεται κάτω ἀπὸ τὸ ἱερ ό της δένδρο, ἐνῶ οἱ προσκυνήτριες πρόσφεραν ἄνθη, μήκωνες καὶ κρί να. Αὐτὴ τὴν αἰώνια παιδικότητα τὴν ἀντλοῦμε ἀπὸ τὴν σχέση μας μὲ τὸ δένδρο, γιατὶ σὲ κάθε δένδρο κρύβεται καὶ μιὰ θεϊκ ὴ ψυχή, ποὺ ἀκούει τὰ μυστικά μας. Στὴν ποίηση τοῦ Παπαδίτσα πέρα ἀπὸ τὰ ἀνώνυμα δένδρα, ἀπὸ τὸ δένδρο ποὺ ἀπεγνωσμένα ἀνθίζει στὴν ἄκρη τοῦ πεζοδρομίου 32
ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙA ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ Η ΔΕΝΤΡΟΛΑΤΡΙΑ
μέσα στὴν ρυπαρότητα τῆς πόλης, μέχρι τὸ δένδρο ποὺ συντροφεύε ται ἀπὸ τὰ ἄλλα στὸ δάσος, ὑπάρχει καὶ τὸ ἐπώνυμο δένδρο, ἡ φτέ ρη, ἡ λεύκη, ἡ καστανιά, ἡ πορτοκαλιά, ἀλλὰ κυρίως τὸ κυπαρίσσι καὶ ἡ βελανιδιά. Τὸ κυπαρίσσι, στὸ ὁποῖο ὁ ποιητὴς ἀφιερώνει ἕνα ὁλόκληρο ποίημα, φωτίζεται ἀπὸ μεγάλες μεταφυσικὲς ἀστραπές. Μὲ τὸ φῶς του ἀποκαλύπτεται ἡ «ἀνδρόγυνη ὄψη» τοῦ κυπαρισσιοῦ, κοντολογῆς ἡ διπλὴ οὐσία ἀπὸ ζωὴ καὶ οὐσία πανάκριβη. — «Κυπα ρίσσι ἀπὸ νερὸ καὶ οὐσία πανάκριβη».Τὸ κυπαρίσσι ποὺ εἶναι σύμ βολο θανάτου πάνω στὰ μνήματα, κατάγεται ἀπὸ τὸν οὐρανό: «ὢ ἐσὺ πράσινο βοτάνι ἀπ’ τὸν οὐρανὸ καταγόμενο». Σὲ ἕναν χρυσὸ δα κτύλιο, προερχόμενον ἀπὸ ἕνα θαλαμωτὸ τάφο τῆς κάτω πόλης τῶν Μυκηνῶν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν περίβολο μὲ τὸ ἱερὸ δένδρο, τὴν κάτοψη τοῦ τρικλίτου ἱεροῦ οἰκοδομήματος καὶ τὶς δεόμενες γυναῖκες, ὑπάρ χει καὶ ἡ ἀπεικόνιση τριῶν κυπαρισσιῶν. Καὶ ἂν ἀνατρέξουμε στὴν ἑλληνικὴ μυθολογία, θὰ βροῦμε στὸν κορμὸ τοῦ δένδρου αὐτοῦ, τὴν ψυχὴ τοῦ Κυπάρισσου, τοῦ ὡραίου νέου, εὐνοουμένου τοῦ Ἀπόλλω νος. Ὁ Κυπάρισσος ἤθελε νὰ θρηνεῖ αἰώνια, γιατὶ ἄθελά του σκότωσε τὸ ἀγαπημένο του ἐλάφι, καὶ ὁ θεὸς ποὺ θέλησε νὰ τὸν γλυτώσει ἀπὸ τὸν πόνο, τὸν μεταμόρφωσε σὲ δένδρο. Στὶς «μεταμορφώσεις» τοῦ Ὀβιδίου βλέπουμε αὐτὴ τὴν ἐκπληκτικὴ μεταλλαγὴ τοῦ ἀνθρώπου σὲ δένδρο: τὴν λειτουργία τῆς δενδροποίησης. Διώχνει τὸ αἷμα ἀπ’ τὸ κορμὶ ὁ ἄμετρος ὁ θρῆνος, πράσινο χρῶμα ἀρχίσανε τὰ μέλη του νὰ παίρνουν, τὰ μαλλιά, ποὺ ἐκρέμονταν στ’ ἄσπρο τὸ μέτωπό του μιὰ φυλλωσιὰ ἔγινε τραχειά, κι ὡς σκλήρυνε ἀτενίζει μὲ τὴ λιγνή του τὴν κορφὴ τὸν οὐρανὸ μὲ τ’ ἄστρα. Τὸν ἐλυπήθηκε ὁ θεὸς καὶ βαριαναστενάζει. «Ἐμεῖς θὰ κλαῖμε, λέει, ἐσὲ καὶ σὺ θὰ κλαῖς τοὺς ἄλλους καὶ θὰ ’σαι πάντοτε γι’ αὐτοὺς ὁ σύντροφος τοῦ πένθους»3. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ποίημα «τὸ Κυπαρίσσι», ὑπάρχει μνεία αὐτοῦ τοῦ δένδρου καὶ σὲ σκόρπιους στίχους, ὅπως: «κι ἀκόμη ἐγὼ σκισμέ νο ἀπὸ ἀστροπελέκι κυπαρίσσι — οὐρλιάζω», ἢ ἡ θαυμάσια εἰκόνα μιᾶς διαδρομῆς: «τὸ ἔργο τριβῆς καὶ σμυριδόπετρα ἡ κατηφόρα 33
ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙA ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ Η ΔΕΝΤΡΟΛΑΤΡΙΑ
στὴ Ραφήνα — μὲ κυπαρίσσια σφηνωμένα στ’ ὄνειρο καὶ στὸ μυα λό», ὅπου πάλι ἐπισημαίνεται τὸ δισυπόστατο τοῦ κυπαρισσιοῦ, τὸ σύμβολο τῆς διπλῆς οὐσίας, τῆς «ἀνδρόγυνης», ἀφοῦ ὑπάρχει καὶ στὸ ὄνειρο καὶ στὸ μυαλό. Οἱ ρίζες τοῦ δένδρου, σὲ αὐτὴ τὴν ἀθώα καὶ ἀπαστράπτουσα ποίηση, τροφοδοτοῦνται ἀπὸ τὴν ἀγά πη τοῦ ποιητῆ γιὰ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Τὸ δένδρο, τὸ λιόδενδρο, ἡ ἱερὴ ἐλαία, δανείζει τὰ φύλλα της στὸ ξύπνημα τοῦ ἀρχαίου προ γόνου, ὁ ὁποῖος ὁλόδροσος ἐμφανίζεται στὴν σύγχρονη ἐποχή. «Εἴδατε ποτὲ ἕναν ἀρχαῖο νάχει στὰ μάτια ὁλόδροσα ποτάμια νἄναι τὸ ξύπνημα του ἐλιόφυλλα ποὺ τὰ τρεμίζουν οἱ αὖρες». Τὸ λιόδενδρο βρίσκεται καὶ στὸν «Λόγο στοὺς Δελφούς», γιὰ νὰ στολίσει μιὰ ἀρχαία πομπή. Σὲ αὐτὸ τὸ μακρὺ ποίημα, ποὺ ὀφεί λει τὴν ἔμπνευσή του σὲ μιὰ ἐμπειρία θανάτου, ὁ φόβος τοῦ θανάτου ἐξανεμίζεται, ἐνῶ τὸ πνεῦμα καθαρό, ἀναβαπτισμένο στὸν δελφικὸ χῶρο μεταφέρει τὴν οὐσία τοῦ ἀρχαίου κόσμου στὴν ἠλεκτρονικὴ ἐποχή, καὶ συντελεῖται μιὰ σειρὰ μεταμορφώσεων. Τὸ «ἀνυποψίαστο βλέμμα» γίνεται «χέρι», δηλαδὴ δράση ποὺ δρέπει τὰ σαλέματα τῶν δένδρων. Αὐτὰ τὰ δένδρα σαλεύουν ἀπὸ τὸ πέρασμα τῆς πομπῆς, ποὺ γινόταν πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τοῦ Διονύσου, αὐτῶν τῶν ἀντιθέτων δυνάμεων, ποὺ ἐξισορροπήθηκαν στὸν δελφικὸ χῶρο. νὰ λοιπὸν πάρε καὶ σὺ τὴ χτυπιά σου ἀνυποψίαστο βλέμμα σάλεψε ὣς μέσα στ’ ἀπύθμενο πεπρωμένο ἄφαντη γονὴ γίνου χέρι ποὺ δρέπει κάθε πλατανιοῦ καὶ συκιᾶς καὶ κάθε λιόδεντρου τὸ σάλεμα ἀπ’ τῆς πομπῆς τὸ πέρασμα κι ἀπ’ τοῦ Ἀπόλλωνα μιὰ κι ἀπ’ τοῦ Διόνυσου δυὸ τοὺς καταρράχτες ἀσπαίροντες βόστρυχους. Τὸ δένδρο γίνεται ἀκόμη καὶ ἕνα δυνατὸ σύμβολο στὶς περιο χὲς τοῦ ἔρωτα καὶ τοῦ θανάτου. Αὐτὸ τὸ δένδρο εἶναι τὰ μαλλιά σου νομίζω Τὸ ἐρωτικὸ στοιχεῖο ποὺ πλανιέται στοὺς στίχους μοιάζει νὰ 34
ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙA ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ Η ΔΕΝΤΡΟΛΑΤΡΙΑ
κρέμεται ἀπὸ κλαδιὰ δένδρου, ἐνῶ ὁ ἔρωτας συντελεῖται σὲ φαντα στικὰ δάση μὲ ἀναρίθμητα δένδρα. Οἱ ἀναφορὲς στὰ δένδρα ἐμβο λιάζουν τὰ ἐρωτικὰ λόγια προσδίνοντας τους τόση ἱερὴ ποιότητα, ὥστε ὁ ἔρωτας γίνεται ἕνα ἀκόμη ὀπαῖο γιὰ τὴν θέαση τοῦ ὄντος. Τὰ ἐρωτικὰ ποιήματα ἔχουν κάτι ἀπὸ τὴν βαρύτητα τῶν ἀποφθεγμάτων. Τὸ ἀγαπώμενο πρόσωπο εἶναι τόσο σύμφυτο μὲ τὰ δένδρα, τὰ ὀρυ κτά, τὰ πετρώματα καὶ τὰ ἀστέρια, ὥστε ὁ ἔρωτας, ξεφεύγοντας ἀπὸ τὴν ὑποκειμενική του τροχιά, μεταβάλλεται σὲ ἐρωτικὴ ὀντολογία. Ἐγώ σοῦ μιλάω μὲ δακτυλιὲς σὸλ καὶ μὶ καὶ λὰ ματιᾶς ἀφῆς κι ἀνάμνησης φωτιᾶς καὶ δέντρου Ἕνα ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς πρώτης γνωριμίας μὲ τὸ ἐρωτικὸ ἀν τικείμενο εἶναι τὸ δένδρο. Ἀλλὰ συνάμα παραμένει καὶ τὸ στοιχεῖο τῆς βαθύτερης σχέσης. Γιὰ νὰ ξεφύγουν οἱ ἐραστὲς ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ παρόντος καὶ νὰ διαιων ίσουν τὸ αἴσθημα τους παντοτινά, δενδρο ποιοῦνται μαζί. «Φυτρώνω καὶ φυτρώνεις πέντε καὶ πέντε δέκα δέντρα κι ὅλα μας ἔχουν γίνει δάσος ποὺ δὲν μένει χωρὶς φεγγαρόφως χωρὶς πάχνη καὶ μάτια φτερωτῶν» Στίχοι ὅπως: «ὢ πῶς τὸ κάθε δέντρο μᾶς μετροῦσε», ἢ «πόσο μέ σα στὰ πεῦκα εἶσαι τὰ ὀστᾶ ποὺ θρέψανε τὴν ἀστρόφυτη φυλή μου», ἢ ἀκόμη σὲ μιὰ στιγμὴ ἐρωτικοῦ καημοῦ, «εἶσαι καὶ δὲν εἶσαι ἀέρας ποὺ χτενίζει τὴ λεύκα — χωρὶς νὰ σ’ ἀκούω καὶ νὰ σὲ βλέπω — μοῦ σκάβεις τὴν ψυχή», ἀποδεικνύουν τὴν σύμφυτη λειτουργία δένδρου καὶ ἔρωτα. Τὸ φύλλο μετατρέπεται στὸν χῶρο τοῦ ἔρωτα σὲ ὄργανο τῆς μοίρας. Στὸ ποίημα «Στῆς Λητῶς τ’ ἀνηφόρια», τὸ ἐρωτικὸ καὶ μοιραῖο φύλλο φανερώνει τὸ μονοπάτι τοῦ πεπρωμένου. Τὸ ἀνεμόρ ριχτο φύλλο ξεσκεπάζει δυὸ ἀστέρια. Περιπτωσιακὰ ἀναφέρεται πὼς στὴνποίηση τοῦ Παπαδίτσα τὸ δένδρο μοιάζει νὰ εἶναι τὸ εἴδωλο τοῦ ἀστεριοῦ ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπως τὸ ἄστρο εἶναι τὸ εἴδωλο τοῦ δένδρου στὸν οὐρανό. «Καὶ ξεσκέπασε δυὸ ἄστρα τ’ ἀνεμόρριχτο φύλλο — πότε οἱ δυό μας θὰ πᾶμε στὴ Δῆλο;» Τὸ ἀνεμόρριχτο φύλλο ἀποκαλύπτει, ἐνῶ τὸ ἀνεμόγερτο ἀποκρύπτει σὰν τὴν σκοτεινὴ βούληση τῆς Μοίρας. 35
ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙA ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ Η ΔΕΝΤΡΟΛΑΤΡΙΑ
«Κι ἂν μᾶς κρύψει κάποιο ἄλλο ἀνεμόγερτο φύλλο - πῶς οἱ δυό μας θὰ πᾶμε στὴ Δῆλο;» Τὸ δένδρο ἀντλεῖ ἀπὸ τὸν ἔρωτα δύναμη ὀνειρο μαντική. Προφητεύει ὅπως ἡ δωδωναία δρῦς τοῦ «αἰγιόχου Διός». Τὸ θρόισμα τῶν φυλλωμάτων ἀποκαλύπτει χρησμοὺς καὶ ρήσεις. «Τρεῖς ζωὲς πρὶν μοῦ ἄσκησαν τὴν ὅραση νὰ προσπερνάει τὰ ὁρατὰ καὶ μοῦ φύτεψαν στὸ μυαλὸ μιὰ δρῦ ὀνειρικὴ νὰ σὲ μαντεύει — σπαρτα ριστή μου νεκρὴ τοῦ κέρδους καὶ τῆς ἀπώλειας- τῆς πυρκαγιᾶς καὶ τῆς στάχτης». Αὐτὴ ἡ ὀνειρικὴ δρῦς, λείψανο τῆς παναρχαίας δρυός, μιλοῦσε στὸ μυαλὸ τοῦ ποιητῆ καὶ μάντευε τὸ ἀγαπώμενο πρόσωπο. Ἐκεῖ ὅμως ποὺ τὸ σύμβολο τοῦ δένδρου γίνεται ἕνα ὄργανο πραγμα τικὰ θεϊκό, εἶναι στὸ ποίημα «Ὀνειρομαντικό». Σὲ αὐτὸ τὸ ποίημα συντελεῖται τὸ θαῦμα, ποὺ ἔκαναν οἱ ἀρχαῖοι θεοί, ὅταν μεταμόρφω ναν τοὺς ἀγαπημένους τους σὲ δένδρα. Μὰ ὡς πῆγες ἄθυρμά σου νὰ μ’ ἀνάψεις πρόφτασα καὶ σὲ φύτεψα Ἑλένη στὸν Ὠρωπό, δυὸ - τρία σκαλιὰ δώθε ἀπ’ τὸν ἅδη, βελανιδιὰ ν’ ἀστραπολάμπεις μεθυσμένη. Ἡ μυθολογία μαγεύει μὲ τὶς ὡραῖες ἱστορίες νέων καὶ νεα νίδων, εὐνοουμένων τῶν θεῶν, ποὺ ἀπὸ τὸν φόβο ἢ τὸν πόνο τοῦ ἔρωτα, μεταμορφώθηκαν σὲ δένδρα. Νὰ ἡ νύμφη Πίτυς, ποὺ τρέχει ξετρελαμένη στὰ δάση, γιὰ νὰ γλυτώσει ἀπὸ τὸν ἔρωτα τοῦ Πανός, μεταμορφωμένη σὲ πεῦκο. Πιὸ πέρα ὁ Ὑάκινθος, χτυπημένος ἄθελα ἀπὸ τὸν Ἀπόλλωνα, γίνεται λουλούδι. Ὁ θλιβερὸς Κυπάρισσος καὶ ὁ Ἔλατος δενδροποιοῦνται, ἐνῶ ἡ Δάφνη, γιὰ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸν ἐρω τευμένο Ἀπόλλωνα, ζῆ σὰν δένδρο, περνώντας ἀπὸ μιὰ θαυμάσια, ὅπως τὴν ἀναφέρει ὁ Ὄβιδιος, μεταμόρφωση. Φλούδα λεπτή τῆς τύλιξε τὰ στήθια της τ’ ἀφράτα, τὰ χέρια γίνανε κλαδιὰ καὶ φύλλα τὰ μαλλιά της καὶ τὰ γοργὰ τὰ πόδια της ἀκίνητα ριζώνουν. Τὸ πρόσωπο τὸ σκέπασαν ἡ κορυφὴ ἑνὸς δέντρου καὶ μόνο ἀπὸ τὰ κάλλη τῆς ἀπόμεινεν ἡ λάμψη4. Ἰδοὺ καὶ ἡ Ἑλένη τοῦ ποιητῆ, μεταμορφωμένη σὲ ἀστραπο λάμπουσα καὶ μεθυσμένη βελανιδιά. Τὸ ὄνομα Ἑλένη (περιπτωσια κὰ ἀναφέρεται πὼς σὲ ὁλόκληρη τὴν ποίηση τοῦ Παπαδίτσα αὐτὸ 36
ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙA ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ Η ΔΕΝΤΡΟΛΑΤΡΙΑ
τὸ ὄνομα ἐπανέρχεται, ἴσως γιατὶ ἀπὸ τὴν θηλυκὴ ὀνοματολογία, τὸ ὄνομα εἶναι δισυπόστατο, πανάρχαιο καὶ συνάμα σύγχρονο), στὸ «Ὀνειρομαντικό», δὲν εἶναι τυχαῖο. Ἡ Ἑλένη ὑπῆρξε προελληνικὴ θεὰ τῆς βλάστησης καὶ συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν δενδρολατρία. Τὸ ἐπί θετο ποὺ τὴν συνόδευε ἦταν δεντρῖτις. «Τὸ ἐπίθετον δενδρῖτις», γρά φει ὁ Σπυρίδων Μαρινάτος, «δεικνύει ἁπλῶς ὅτι ἦτο θεὰ συνδεόμενη πρὸς τὴν δενδρολατρίαν». Οἱ Ρόδιοι εἶχαν ἱερὸ πρὸς τιμὴν τῆς Ἑλέ νης Δενδρίτιδος, ὅπως ἀναφέρει στὰ «Λακωνικά» του ὁ Παυσανίας, γιατὶ σὲ αὐτὸ τὸ νησὶ εἶχε ἡ Ἑλένη ἕνα τραγικὸ τέλος. Ἡ Πολυξώ, γιὰ νὰ ἐκδικηθεῖ τὴν Ἑλένη, ποὺ τὴν θεωροῦσε αἰτία γιὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου της Τληπολέμου στὴν Τροία, διέταξε τὶς δοῦλες της νὰ τὴν δολοφονήσουν. Καὶ ἐκεῖνες τὴν ἔπιασαν μέσα στὸ λουτρό της καὶ τὴν κρέμασαν σὲ ἕνα δένδρο. «Ταύτην τὴν Πολυξὼ φασὶν ἐπιθυμοῦ σαν Ἑλένην τιμωρήσασθαι τελευτῆς τοῦ Τληπολέμου τότε, ὡς ἔλαβεν αὐτὴν ὑποχείριον, ἐπιπέμψαι οἱ λουμένῃ θεραπαίνας Ἐρινύσιν [ἴσα] ἐσκευασμένας· ἐπὶ τούτῳ ῥοδίοις Ἑλένης ἱερόν ἐστι Δενδρίτιδος»5. Ἀντίθετα, στὰ «Εἰδύλλια» τοῦ Θεοκρίτου, στὸ Ἐπιθαλάμιο τῆς Ἑλένης, ὑπάρχει μιὰ ἀνθισμένη σκηνὴ μὲ κορασίδες. Στὸ δένδρο τῆς Ἑλένης, δροσερὰ κορίτσια κρεμοῦσαν στὰ κλαδιὰ του στεφάνια ἀπὸ λωτὸ καὶ γράφανε στὴ φλούδα του: «Ἑλένης δέντρον εἶμ’ ἐγὼ — σέ βου με μὲ τὸ δωρικὸ — τὸ ἔθιμο, διαβάτη». ΔΩΡΙΣΤΙ ΣΕΒΟΥ Μ’ ΕΛΕΝΑ ΦΥΤΟΝ ΕΙΜΙ6. Αὐτὸ τὸ ὄνομα, κατάλοιπο πανάρχαιας δενδρο λατρίας, μεταβάλλεται ἀπὸ τὴν ποιητικὴ ἀθωότητα σὲ δένδρο, καὶ ἰδιαίτερα σὲ ἱερὴ βελανιδιά, γιατὶ ἔτσι ἀφθαρτοποιεῖται στὸν χρόνο. Ὁ θάνατος ἦταν ὁλόφωτο χωράφι ἀπὸ φτελιὲς Μιὰ λαμπερὴ εἰκόνα τοῦ θανάτου, σχεδὸν ἀναστάσιμη, ἀπο καλύπτει τὴν περίεργη ἀντίληψη τοῦ ποιητῆ γιὰ τὸν θάνατο, μὲ σύμ βολο καὶ πάλι τὸ δένδρο. «Τὸ ρίγος τῆς πλάνης καὶ τὸ ἄλλο τοῦ ταξι διοῦ καταμεσήμερα — μέσα στὸ σκοτεινότερο σχῆμα ποὺ γλυστράει πάνω σὲ — μαργαρίτες καὶ ὄργια πουλιῶν». Ὀλοάνθη ἄνοιξη περι βάλλει τὸν θάνατο ἁπαλύνοντάς του τὸ τρομερὸ πρόσωπο, ἀντίληψη ὅμοια μὲ τοῦ ζωγράφου τῆς ἀττικῆς ληκύθου, ποὺ ἀπεικονίζει τὸν θάνατο τρυφερὸ καὶ ὡραῖο ἔφηβο μὲ ἀρχαγγελικὲς φτεροῦγες. Πάνω σὲ ἕναν χρυσὸ δακτύλιο, προερχόμενο ἀπὸ θαλαμωτὸ τάφο τῆς κάτω πόλης τῶν Μυκηνῶν, ὑπάρχει μιὰ παράξενη παράσταση. Ὁ Σπυρί δων Μαρινάτος τὴν σχολιάζει προσεκτικά. «Πολλὰ ἐγράφησαν περὶ τοῦ θέματος: Ἀνδρικὴ μορφὴ ἐνεργεῖ τὴν τελετουργικὴν ἐκρίζωσιν τοῦ 37
ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙA ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ Η ΔΕΝΤΡΟΛΑΤΡΙΑ
ἱεροῦ δένδρου. Γυναικεία μορφὴ “οἰμώζει καὶ πλήττει τοὺς μηροὺς” κατὰ τὴν ὁμηρικὴ ἔκφραση. Δεξιὰ ἄλλη γυναικεία μορφὴ κλαίει κλί νουσα ὑπεράνω βωμοῦ. Πιθανὴ ἔννοια τῆς παραστάσεως: “ἐκ τοῦ θα νάτου γεννᾶται ἡ ζωή”. Αὐτὸς ὁ πιθανὸς τίτλος τῆς παραστάσεως θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρίσει σὲ γενικὲς γραμμὲς τὴν κυρία ἰδέα τοῦ ποιήματος, «Αὐτὰ εἶπαν οἱ νεκροὶ στὰ δένδρα». Τί λοιπὸν δένδρο χρυσαφένια ἀρχὴ στὴ χάση καὶ στὴ φέξη κατάδυση ἢ παιχνίδι ἀστραπῆς καὶ κόσμου μὲ τὸ μανιακὸ σκοτάδι; Τὸ δένδρο χαρακτηρίζεται «χρυσαφένια ἀρχή», καὶ τὸ ἐπίθετο ξανὰ ὑπονοεῖ τὴν διάσπαση τοῦ ἥλιου σὲ δένδρα. Τὸ «ἀρχὴ» χαρίζει τὴν βαρύτητα κάποιου ἀξιώματος. Στὸ μακρὺ αὐτὸ ποίημα, μὲ σύμβο λο τὸ δένδρο, συντελεῖται μιὰ πνευματικὴ βλάστηση, μιὰ ἀνάσταση ἀπὸ τὸν μαρασμὸ καὶ τὸν θάνατο, ὅπως στὶς κρητομυκηναϊκ ὲς παρα στάσεις μὲ τὴν παρουσία τοῦ ἱεροῦ δένδρου δηλοῦται ἡ θνήσκουσα καὶ ἀναγεννώμενη βλάστηση. Ὑπάρχει ἀνάσταση, ὄχι μὲ τὴν θεολογι κὴ ἔννοια, ἀλλὰ μὲ ἐκείνη τὴν βαθιά, προϊστορικὴ οὐσία, ὅπου ὁ θεὸς πεθαίνει μὲ τὸ φθινόπωρο καὶ ξαναγεννιέται μὲ τὴν ἄνοιξη. Ἡ ἀντί ληψη τοῦ θανάτου στὴν ποίηση τοῦ Παπαδίτσα εἶναι πὼς ὁ νεκρὸς δὲν πηγαίνει σὲ μιὰ ἄλλη ζωή, οὔτε χάνεται, ἀλλὰ μὲ ἕναν παράδοξο τρόπο, ἑνωμένος μὲ τὴν φύση, εἶναι ἀκόμη μέτοχος αὐτῆς τῆς ζωῆς, κοιμώμενος ἢ μεταμφιεσμένος σὲ κάτι ἄλλο, μέχρι τὴν στιγμὴ τῆς ἀφύ πνισης καὶ τῆς αἴσθησης, ποὺ τὴν ὀφείλει στὸ δένδρο. Ὁ νεκρὸς εἶναι καὶ ὁ υἱὸς τῆς ἀνάστασης. «Ὁ υἱὸς τῆς ἀνάστασης» μέσα στὸ ποίη μα γίνεται νερὸ καὶ ἀέρας ἢ ὁποιοδ ήποτε στοιχεῖο, ποὺ περιέχεται στὴν ἄνοιξη. «Βροντοφωνῶ», θὰ πεῖ, «καὶ ἡ φύση μ’ ἀποκρίνεται μὲ τὰ καθημερινά της λουλούδια καὶ μὲ τὰ θαλασσόκρουστα οὐράνια». Γεννιέται καὶ πεθαίνει «μὲ ἄγρυπνες τοῦ ἅδη αἰσθήσεις». Τί εἶπαν οἱ νεκροὶ στὰ δένδρα; «Ἄν μοῦ λείψει ἕνα σθένος κι ἕνα δένδρο — θὰ χαθῶ μεσοπέλαγα — καὶ στὶς ἐρμιὲς τὰ κόκκαλά μου ἡ βροχὴ θὰ σα πίζει». Ἡ αἴσθηση τῆς ζωῆς ἢ τῶν ἀπόηχ ών της εἶναι ἔντονη ἀκόμη καὶ στὸν θάνατο: οἱ φλέβες χτυποῦν ἀκόμη. Αὐτὸς ὁ θάνατος «μὲ ὄψη ἄνοιξης» διαφ αίνεται καὶ στὸ ποίημ α «Λόγος στοὺς Δελφούς». «Τότε μὲ εἶπαν ἄνθρωπο ἀναποδογυρισμένο σὲ νυχτιὰ κι ἀστροφεγγιὰ — ἄνθρωπο μ’ ἕνα χέρι δροσερὸ νὰ πιάνεται ἀπ’ τὸ χάος — καὶ μὲ χίλια 38
ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙA ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ Η ΔΕΝΤΡΟΛΑΤΡΙΑ
ἄλλα νὰ διώχνει ἀπ’ τὶς πτυχές του — τὶς ἀλλεπάλληλες ριπὲς θανά του, θανάτου μὲ ὄψη ἄνοιξης». Στὸ ποίημα, «Αὐτὰ εἶπαν οἱ νεκροὶ στὰ δέντρα», ὁ νεκρὸς καὶ τὸ δένδρο μᾶς θυμίζει τὴν παράσταση ἀπὸ τὴν λίθινη λάρνακα τῆς μινωικῆς Κρήτης, ὅπου μαζὶ μὲ τὸν νεκρὸ ὑπάρχει καὶ ἐντὸς περιβό λου τὸ ἱερὸ δένδρο, ἄμεσα συνδεόμ ενο μὲ τὴν λατρεία τῆς βλάστησης. Ὁ νεκρὸς καὶ ὁ υἱὸς τῆς ἀνάστασης εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο στὸ ποίη μα, ποὺ θνήσκει καὶ ἀναγεννᾶται μὲ τὴν παρουσία τοῦ δένδρου, τῆς χρυσαφένιας ἀρχῆς, εἶναι μορφὲς τοῦ ἴδιου τοῦ ποιητῆ, πού, ὅπως ὁ νεκρὸς τῆς λάρνακας, θὰ πεῖ τὴν βαθιὰ εὐχὴ καὶ ρήση γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο. Μαζί μου εἶπα νὰ πάρω ἕνα δέντρο γιὰ σκιά.
39