Ελένη Λαδιά, Ο αγαπημένος του Όντος. Κείμενα για την ποίηση του Δ.Π. Παπαδίτσα (Μελέτες/Δοκίμια)

Page 1


Η ΔΕΝΔΡΟΛΑΤΡΙΑ «Ὅ­ταν δι­ψοῦ­σα οἱ θά­μνοι ἀ­να­πέμ­παν ρη­τὰ»

Τὸ κα­θα­ρό­τε­ρο στοι­χεῖ­ο στὴν ποι­η­τι­κὴ λει­τουρ­γί­α, πι­στεύ­ου­ με πὼς εἶ­ναι ἡ ἀ­θω­ό­τη­τα: ἡ ποι­η­τι­κὴ ἀ­θω­ό­τη­τα, ὅ­πως τὴν ἀ­να­κα­λύ­ πτου­με στὴν ποί­η­ση τοῦ Χαίλ­ντερ­λιν. Λέ­γον­τας ποι­η­τι­κὴ ἀ­θω­ό­τη­τα ἐν­νο­οῦ­με πὼς ὁ ποι­η­τὴς «κου­βα­νεῖ μέσ’ τὴν ψυχή του» τὴν μνή­μη τοῦ κό­σμου, «τὸ συλ­λο­γι­κὸ ἀ­συ­νεί­δη­το», ὅ­πως λέ­γει ὁ Γι­ούγκ, χω­ρὶς συγ­ χρό­νως νὰ ἔ­χει συ­νεί­δη­ση τοῦ πο­λύ­τι­μου φορ­τί­ου του. Ἕ­νας ποι­η­τὴς ποὺ μᾶς ξαφ­νιά­ζει καὶ μᾶς γο­η­τεύ­ει μὲ τὴν ποι­η­ τι­κή του ἀ­θω­ότ­ η­τα εἶ­ναι ὁ Πα­πα­δί­τσας. Τὸ σύμ­βο­λο τοῦ δέν­δρου ποὺ κυ­ρι­αρ­χεῖ στὴν ποί­η­σή του, εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς πολ­λοὺς ση­μα­το­δό­ τες αὐ­τῆς τῆς ποι­η­τι­κῆς ἀ­θω­ό­τη­τας, μιὰ ἀ­στρα­φτε­ρὴ πα­ρου­σί­α, φορ­ τι­σμέ­νη μὲ ποι­κί­λες ἔν­νοι­ες. Τὸ δέν­δρο ὡς σύμ­βο­λο τοῦ ὄν­τος, βα­θι­ὰ συγ­γε­νεύ­ει μὲ τὴν μι­νω­ι­κὴ καὶ μυ­κη­να­ϊκ ­ ὴ δεν­δρο­λα­τρί­α, ὅ­που ἔ­βλε­πε στὸ δέν­δρο τὴν ἴ­δια τὴν θε­ότ­ η­τα ἢ τὴν με­τα­μόρ­φω­σή της, τὸ δέν­δρο σὰν σύμ­βο­λο ζω­ῆς καὶ θα­νά­του, ἡ ἀ­νά­σα τοῦ δέν­δρου ποὺ ἐμ­ψυ­χώ­νει τὸν ἄν­θρω­πο καὶ ἐ­ξω­ρα­ΐ­ζει τὸν ἔ­ρω­τά του, τὸ δέν­δρο μυ­στι­κό, νύ­χτα καὶ ἄ­ρω­μα, τὸ δέν­δρο κα­θαυ­τὸ τε­λι­κά, ποὺ ἡ με­γά­λη του ἀ­να­γω­γὴ βρί­σκε­ται στὸ οὐ­ρά­νι­ο δέν­δρο. Ἀ­πὸ τὴν μυ­θο­λο­γί­α γνω­ρί­ζου­με τὴν πα­ρά­δο­ση σχε­τι­κὰ μὲ τὸ οὐ­ρά­νι­ο δέν­δρο. Τὰ πε­ρι­πλα­νώ­με­να στὸν οὐ­ρα­νὸ σύν­νε­φα σχη­μά­τι­ζαν τὰ κλα­διὰ τοῦ πε­ρί­φη­μου αὐ­τοῦ δέν­ δρου, τῶν ὁ­ποί­ων ἡ ζω­γρα­φι­κή τους ἀ­πει­κό­νι­ση στὸν οὐ­ρά­νι­ο θό­λο προ­ξε­νοῦ­σε ἱ­ε­ρὸ δέ­ος. Τὸ δέν­δρο σύμ­βο­λο τῆς πρώ­της ἀρ­χῆς, τοῦ ὄν­ τος, ὁ­μοι­ά­ζει μὲ δο­χεῖ­ο ποὺ ἀ­πο­θη­κεύ­ει κά­τι ἀ­πὸ τὴν ἱ­ε­ρό­τη­τά του. Ἔκ­πλη­κτοι συ­ναν­τοῦ­με στὴν ποί­η­ση τοῦ Πα­πα­δί­τσα τὸ σύμ­βο­ λο τοῦ δέν­δρου, φω­τι­σμέ­νο μὲ πολ­λὲς ἔν­νοι­ες. Καὶ ὅ­πως ὁ προ­ϊ­στο­ρι­κὸς 27


ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙA  ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ Η ΔΕΝΤΡΟΛΑΤΡΙΑ

λά­τρης, ποὺ κα­θι­σμέ­νος κά­τω ἀ­πὸ τὸ δέν­δρο ἀ­νέ­με­νε τὴν «ἐ­πι­φά­ νει­α» τῆς θε­ό­τη­τας, ἔ­τσι καὶ ὁ ποι­η­τὴς προ­σεύ­χε­ται στὸ δέν­δρο ἀ­να­ γνω­ρί­ζον­τας ἀρ­χι­κὰ τὴν οὐ­ρά­νι­α προ­έ­λευ­σή του. Μέσ’ στὸ μυα­λὸ τὸ οὐ­ρά­νι­ο δέν­τρο ρί­χνει τὴ σκιά του Πά­νω στοὺς χρυ­σοὺς δα­κτυ­λί­ους τῶν Μυ­κη­νῶν ἐ­κτυ­λίσ­σον­ ται ἐκ­πλη­κτι­κὲς σκη­νὲς δεν­δρο­λα­τρί­ας, ποὺ θαυ­μά­σι­α μπο­ροῦ­με νὰ τοὺς συν­δυ­άσ ­ ου­με μὲ τὴν οὐ­σί­α αὐ­τῆς τῆς ποί­η­σης. Σὲ ἕ­ναν χρυ­σὸ δα­κτύ­λι­ο βλέ­που­με Μιὰ θε­ὰ κα­θι­σμέ­νη κά­τω ἀ­πὸ τὸ ἱ­ε­ρὸ δέν­δρο· σὲ ἕ­ναν ἄλ­λο δε­σπό­ζει τὸ ἱ­ε­ρὸ δέν­δρο καὶ ὁ λά­τρης μπρο­στά του βρί­σκε­ται σὲ μί­α σχέ­ση μο­να­δι­κῆς ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας. Αὐ­τὸς ὁ λά­τρης θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶ­ναι ὁ ποι­η­τὴς στοὺς Πά­τμι­ους στί­χους του. Ὦ ξη­ρὸ δέν­δρο δι­ά­φα­νο Δι­ὰ νὰ βλέ­πω­μεν ἄ­στρα Δι­ὰ νὰ βλέ­πω­μεν πί­δα­κες κί­τρων. Στὸν ἴ­διο τὸν χῶ­ρο τῆς Ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως γρά­φτη­κε τὸ «Ἐν Πά­ τμῳ», μιὰ σύν­θε­ση με­τα­φυ­σι­κῆς ἐ­να­τέ­νι­σης, μιὰ προ­σευ­χὴ ποὺ δὲν πε­ρι­έ­χει ἐ­κλι­πα­ρή­σεις καὶ εὐ­χα­ρι­στί­ες ἀλ­λὰ ἀ­να­ζη­τή­σεις τοῦ ὄν­τος. Τὸ δέν­δρο γί­νε­ται μέ­σα στὸ ποί­η­μα τὸ πα­ρα­θύ­ρι, ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ εἰ­σχω­ρή­σει ἡ πνο­ὴ κά­ποιας βε­βαι­ό­τη­τας, ποὺ θὰ ἀ­να­πά­ψει γιὰ λί­γο τὸν φλε­γό­με­νο νοῦ, γιατὶ «σφυ­ρί­ζει μέ­σα στ’ ὄ­νει­ρο τὸ ξη­ρὸ δέν­τρο». Τὸ φῶς θὰ ἔρ­θει ἀ­πὸ τὸ τα­πει­νὸ φυ­τό, θὰ ἀ­να­λάμ­ψει στὰ σκο­τά­δια, ὅ­πως ἡ φλε­γό­με­νη βά­τος τοῦ Μω­ϋ­σέ­ως. «Φῶς ἀπ’ τὸ χόρ­το ἀ­νέ­βαι­νε», θὰ μᾶς ἐμ­πι­στευ­θεῖ τρυ­φε­ρὰ καὶ μυ­στι­κό­πα­θα ὁ ποι­η­τής. Οἱ ρί­ζες τοῦ δέν­δρου ἀ­πορ­ρο­φοῦν τὴν ἱ­ε­ρό­τη­τα τοῦ ὄν­τος καὶ τὴν με­ταγ­γί­ζουν στὸν ἄν­θρω­πο. Ἔ­τσι τὸ δέν­δρο γί­νε­ται ὁ ἐν­δι­ά­με­σος κρί­κος στὸ ὂν καὶ στὸν ἄν­θρω­πο. Στὴν πε­ρι­οχ­ ὴ τοῦ κα­θα­ρὰ προ­σω­πι­κοῦ φι­λο­σο­φι­ κοῦ στο­χα­σμοῦ, ὁ ποι­η­τὴς αὐ­θόρ­μη­τα ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸ δέν­δρο. «Κε­ φά­λι μου θα­λασ­σο­τα­ρα­χὴ ἀ­ναμ­μέ­νο δέν­τρο ποὺ τὸ φυ­σοῦ­σαν οἱ Ἐν­ νε­ά­δες», ὅ­που τὸ κε­φά­λι ταυ­τι­ζό­με­νο μὲ ἀ­ναμ­μέ­νο δέν­δρο καταπραΰνεται καὶ δρο­σί­ζε­ται ἀ­πὸ τὶς Πλω­τι­νι­κὲς Ἐν­νε­ά­δες. Ἡ ἐ­πι­φά­νει­α τῆς θε­ότ­ η­τας ὑ­πο­δη­λώ­νε­ται σὲ κά­θε δέν­δρο στὴν ποί­η­ση τοῦ Πα­πα­δί­τσα. Μιὰ σκη­νὴ θε­ο­φά­νει­ας ὑ­πο­κρύ­πτε­ται στὸν ἀ­κό­λου­θο στί­χο: «Ἔ­τσι φέ­τος ἀ­νέ­τει­λε­ὁ θε­ὸς πά­νω ἀ­πὸ δεν­δρο­θά­λασ­σες». Εἰ­κό­να ποὺ πε­ρι­ έ­χει τὸ μή­νυ­μα τῶν μι­νω­ι­κῶν καὶ μυ­κη­να­ϊκ ­ ῶν δα­κτυ­λί­ων. Πάν­τα, μὲ 28


ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙA  ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ Η ΔΕΝΤΡΟΛΑΤΡΙΑ

τὴν πα­ρου­σί­α τοῦ δέν­δρου γι­νό­ταν ἡ «ἐ­πι­φά­νει­α» τῆς θε­ό­τη­τας. «Τὸ φῶς τοῦ κλα­διοῦ ἐρ­ρι­ξε τὸ ἀ­πο­τύ­πω­μά του στὸ πυ­κνὸ βρά­δυ». «Θρυμ­μα­τί­στη­κα πά­νω σὲ ἐ­ρω­τή­μα­τα βου­νὰ κι ἔ­χω μα­ζέ­ψει τὴ λαμ­πε­ρή μου σκό­νη ἀπ’ ὅ­λα τ’ ἀ­πρι­λι­ά­τι­κα φύλ­λα». Ἀ­πὸ τὰ σκλη­ρὰ δι­α­νο­η­τι­κὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα, ὅ­που δὲν ὑ­πάρ­χει ἀ­πό­κρι­ση, σώ­ζει καὶ πά­λι τὸ δέν­δρο. «Γιατὶ κά­θε ἐ­πι­θυ­μί­α καὶ λο­ γι­σμός μου εἶ­ναι κι ἕ­να φυν­τά­νι τοῦ μελ­λον­τι­κοῦ δά­σους ποὺ θὰ μὲ κρύ­ψει». Ἔ­σχα­το ψυ­χι­κὸ κα­τα­φύ­γι­ο γιὰ τὴν ἀ­πάν­τη­ση ποὺ δὲν ἱ­κα­ νο­ποι­εῖ τὸ μυα­λό, γί­νε­ται τὸ δέν­δρο. Κου­ρα­σμέ­νος ὁ ἐ­να­γώ­νι­ος νοῦς, ἐ­ξαν­τλη­μέ­νος μέ­σα σὲ ἕ­ναν φι­λο­σο­φι­κὸ χῶ­ρο, ὅ­που οἱ ἀν­τι­φά­σεις δι­α­δέ­χον­ται τὶς ἀν­τι­φά­σεις καὶ ἡ κά­θε ἀ­πάν­τη­ση ἔ­χει τὴν δι­άρ­κει­α μιᾶς ἀ­στρα­πῆς, ποὺ σὲ ξα­ναρ­ρί­χνει πά­λι στὰ σκο­τά­δια, ὁ δρό­μος δι­ α­φυ­γῆς ὁ­δη­γεῖ πρὸς τὸ δά­σος. «Μὲ τὸ νὰ λέ­ω “ὂν” δὲν σώ­ζω κα­νέ­να δέν­τρο κι οὔ­τε τὸ φυ­τεύ­ω». Ἡ σω­τη­ρί­α βρί­σκε­ται στὴν δεν­δρο­ποί­ η­ση, ἐ­νῶ ὁ ψυ­χι­κὸς καὶ δι­α­νο­η­τι­κὸς πό­νος σὲ με­τα­τρέ­πει «σὲ ἄ­λα­λη δρυ­ὸς φυλλωσιά». Ἀ­κό­μη καὶ στὸ ποί­η­μα «Ἐ­ναν­τι­ο­δρο­μί­α», ὅ­που φα­νε­ρώ­νε­ται μί­α νέ­α ὀ­νο­μα­το­λο­γί­α καὶ νο­η­μα­το­λο­γί­α, ποὺ ἔ­χει σὰν αἰ­τί­α τὸν κο­ρε­σμὸ ἀ­πὸ τὶς λέ­ξεις οἱ ὁποῖες κιν­δυ­νεύ­ουν νὰ χά­σουν τὸ νό­η­μά τους, ὁ ἥ­λι­ος γί­νε­ται πολ­λα­πλα­σι­α­σμέ­νο δά­σος, ἀ­να­ρίθ­μη­ τα δη­λα­δὴ δέν­δρα. Πό­σο πρω­τό­τυ­πα μα­γευ­τι­κὴ εἶ­ναι αὐ­τὴ ἡ εἰ­κό­να, ὅ­που ὁ ἥ­λι­ος δι­α­σπᾶ­ται σὲ ἀ­να­ρίθ­μη­τα δέν­δρα, δέν­δρα ποὺ λάμ­πουν σὰν ἀ­στέ­ρια ἐ­πὶ τῆς γῆς. «Τὸν ἥ­λι­ο νὰ τὸν ποῦ­με πολ­λα­πλα­σι­α­σμέ­νο δά­σος». Στὴ δη­μι­ουρ­γί­α ἑ­νὸς νο­η­τοῦ νη­σιοῦ, «στὸ ὑ­φα­λο­νή­σι», ὅ­πως λέ­ει ὁ ποι­η­τής, ὅ­που ἡ ψυ­χὴ θὰ βρεῖ τὴν θε­ϊκ ­ ὴ μο­να­ξιὰ καὶ ἄ­σκη­ση, τὸ δέν­δρο λάμ­πει ξα­νά, μέ­γι­στο σύμ­βο­λο. Στὴ μέ­ση τοῦ νη­σιοῦ, ὀ­νει­ ρεύ­ε­ται ὁ ποι­η­τὴς ἕ­να δέν­δρο νὰ φυ­τρώ­νει, τὸ δέν­τρο τῆς ζω­ῆς του. Νὰ ’χει ἕ­να δέν­τρο στὴ μέ­ση, ἀπ’ τοῦ βρά­χου τὸ σπλά­χνο νὰ φτά­νει γέν­νη­μα στρο­βί­λων καὶ κο­χλα­σμά­των ἀ­γρί­ων καὶ φω­τιᾶς νἄ­ναι τὰ φύλ­λα τοῦ ζέ­φυ­ρου φύλ­λα σὲ φω­το­στε­φά­νι σεῖ­στρα τρε­μί­σμα­τα ἀ­νά­σες που­λιῶν στὸν ἀ­χὸ τῆς νυ­χτιᾶς Σὰν ἀπ’ τὸν ἥ­λι­ο κι ἀπ’ τ’ ἄ­στρα πε­σμέ­νο στὴν πέ­τρα φουν­τώ­νει, κι ὡς θὰ τοῦ ὑ­φαί­νει σα­ϊ­τιὰ καὶ στη­μό­νι ὁ οὐ­ρα­νὸς 29


ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙA  ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ Η ΔΕΝΤΡΟΛΑΤΡΙΑ

τὸ κορ­μί, στὸ ὑ­φα­λο­νή­σι τὸ δέν­τρο εἶ­ναι φύ­τρα μου κι ὅ­σο ψη­λώ­νει τό­σο γυ­ρί­ζω ἀπ’ τὴ νύ­χτα στὰ νει­ά­τα μου καὶ στὴν ὁρ­μή. Τὰ θρο­ΐ­σμα­τα ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε δέν­δρου γί­νον­ται μυ­στι­κό­πα­θοι καὶ προ­φη­τι­κοὶ ψί­θυ­ροι στὴν ἐ­ρη­μί­α, ὅ­πως τὸ θρό­ι­σμα τῆς Δω­δω­ναί­ ας φη­γοῦ, ἐ­νῶ τοὺς ἀ­κοῦν οἱ ἀ­θῶ­οι, οἱ ἀ­λα­φρο­ΐσ ­ κιω­τοι καὶ οἱ μυ­η­ μέ­νοι. «Ὅ­λα τὰ φύλ­λα ἀ­νέ­μι­σαν τὸ Μά­ι­ο — Μιὰ κρή­νη μιὰ λε­πτο­ κα­μω­μέ­νη λεύ­κα τρα­γου­δά­ει — στὸ κυ­α­νὸ ἑλ­λη­νι­κὸ πα­ρά­θυ­ρο» καὶ «οἱ εὐ­κά­λυ­πτοι ποὺ νεύ­ουν μέσ’ στὴ νύ­χτα», εἶ­ναι στί­χοι ποὺ δει­λὰ καὶ τρυ­φε­ρὰ πε­ρι­γρά­φουν τὸ δέν­δρο, ψί­θυ­ροι μυ­στι­κῶν ποὺ κά­ποιος εὐ­φάν­τα­στος ἐ­ρω­τευ­μέ­νος ἐκ­μυ­στη­ρεύ­ε­ται μέ­σα σὲ ἕ­να ἀ­τελείω­το λυ­ κό­φως. Κά­θε κλα­δὶ τοῦ με­γά­λου οὐ­ρά­νι­ου δέν­δρου ἀν­τι­στοι­χεῖ σὲ μιὰ πτυ­χὴ τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ζω­ῆς. Τὸ δέν­δρο πε­ρι­έχ­ ει ὅ­λο τὸ νό­η­μα τῆς δελ­φι­κῆς προ­στα­κτι­κῆς, γί­νε­ται σύμ­βο­λο αὐ­το­γνω­σί­ας καὶ ἠ­θι­κοῦ κα­θαρ­μοῦ. «Θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ βγῶ κα­θα­ρὸς ἀ­πὸ ἕ­να δέν­τρο», ἢ «καὶ δὲ συ­νάν­τη­σες πο­τὲ τὸν ἑ­αυ­τό σου — γιατί εἶ­σαι ἄλ­λος κον­τὰ σὲ μιὰ φτέ­ρη» καὶ «μὲ εὐ­λο­γοῦν κα­στα­νιές», ἢ «ἔρ­χον­ται ἀ­ση­μι­ὰ πο­τά­ μι­α — μ’ ἕ­να σω­ρὸ ὠ­χρό­φυλ­λα λη­σμο­νη­μέ­να κι ἀ­ρά­ζουν δί­πλα μου», γί­νον­ται ἀ­πο­δει­κτι­κὰ αὐ­το­θε­ώ­ρη­σης, μὲ ἀ­πο­κο­ρύ­φω­μα τὸν μα­γι­κὸ στί­χο «γυ­ρί­ζω ἀπ’ τὰ φύλ­λα», ποὺ ὑ­πο­δη­λώ­νει τὴν προ­έ­λευ­σή μας. «Γυ­ρί­ζω ἀπ’ τὰ φύλ­λα», προ­έρ­χο­μαι καὶ ἐ­πι­στρέ­φω, γεν­νι­έ­μαι καὶ ἀ­να­γεν­νῶ­μαι ἀ­πὸ τὰ φύλ­λα, ἰ­δέ­α ποὺ μᾶς συν­δέ­ει μὲ τὸ δέν­δρο τῆς Ζω­ῆς, τὸ εὑ­ρι­σκό­με­νο στὰ ἀ­να­το­λι­κὰ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ, ποὺ μὲ τὸν καρπό του ἔ­τρε­φε θε­οὺς καὶ μὰκαρες. Ἡ ἀ­νά­μνη­ση αὐ­τῆς τῆς προ­έ­λευ­σης εἶ­ναι ἔν­το­νη, γι’ αὐ­τὸ καὶ ἡ εὐ­χὴ τοῦ ποι­ητ­ ῆ ἐ­πὶ τῆς γῆς εἶ­ναι: «Δὲν ἤ­θε­λα ἀπ’ τ’ αὐ­τιά μου νὰ χα­θεῖ ἡ ἁ­φὴ τῶν φύλ­λων». Τὸ φύλ­λο, ὁ καλ­λω­πι­σμὸς τοῦ δέν­δρου, προ­σέ­χε­ται ἰ­δι­αί­τε­ρα στὴν ποί­η­σή του. Ἕ­να ὁ­λό­κλη­ρο ποί­η­μα ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸ Φύλ­λο, ποὺ εἰ­σχω­ρεῖ στὶς λε­πτό­τα­τες πλευ­ρὲς τῆς ψυ­χῆς καὶ τὶς ἀ­νι­χνεύ­ει. Τὸ φύλ­λο γί­νε­ται τὸ ὄρ­γα­νο τῆς αὐ­το­γνω­σί­ας στὶς λε­πτό­τε­ρες ἀ­πο­χρώ­σεις της. «Ἕ­να φύλ­λο τῆς νύ­χτας μὲ ἀ­νι­χνεύ­ει — Μοῦ βρί­σκει με­ριὲς ποὺ δὲν τὶς εἶ­δε πο­τὲ οὐ­ρα­νός», θὰ ἐκ­μυ­στη­ρευ­τεῖ ὁ ποι­η­τής. Με­ριὲς ποὺ εἶ­ναι «ἀ­νά­ λα­φρες σὰ χι­λιά­δες πε­τα­λοῦ­δες — ποὺ πρὶν τὶς ἀγ­γί­ξει ἕ­να δά­χτυ­λο βά­φουν ρε­μα­τιὲς» καὶ ἄλ­λες ποὺ εἶ­ναι «ἕ­τοι­μες νὰ ρα­γί­σουν καὶ νὰ τρέ­ξει νε­ρὸ καὶ δά­κρυ». Καὶ αὐ­τὸ τὸ φύλ­λο, θὰ τὸ ἀ­γα­πή­σει καὶ δὲν θὰ τὸ ἀ­πο­χω­ρι­στεῖ. Καὶ κά­θε φύλ­λο ποὺ μὲ ἀ­νι­χνεύ­ει 30


ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙA  ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ Η ΔΕΝΤΡΟΛΑΤΡΙΑ

Ἐ­γὼ τὸ τρέ­φω στὰ βά­θη μου Καὶ δὲν τὸ ἀ­φή­νω νὰ σα­πί­σει. Ἡ σχέ­ση μὲ τὸ δέν­δρο βα­θαί­νει ἐ­ρω­τι­κά, μέ­χρι τοῦ ση­μεί­ου ποὺ δέν­δρο καὶ ἄν­θρω­πος ταυ­τί­ζον­ται καὶ γί­νον­ται ἕ­να εἶ­δος «δεν­ δράν­θρω­που». Ἤ­μουν ἡ γῆ, τὰ δά­ση χέ­ρια μου τὰ δά­ση δρό­μοι κατ’ εὐ­θεῖ­αν στὰ μά­τια μου τὰ δά­ση πό­λη φω­τιᾶς σὲ ἥ­με­ρο ἐ­λαι­ώ­να. Ταύ­τι­ση ποὺ φέρ­νει συ­νειρ­μι­κὰ στὴν μνή­μη τὶς Δρυ­ά­δες ἢ Ἀ­μα­δρυ­ά­δες, αὐ­τὲς τὶς λυ­γε­ρὲς νύμ­φες, τὶς συν­δε­ό­με­νες μὲ τὰ δέν­ δρα. Κά­θε νύμ­φη γεν­νι­ό­ταν, ζοῦ­σε καὶ πέ­θαι­νε μα­ζὶ μὲ τὸ δέν­δρο της, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸν ὁ­μη­ρι­κὸ ὕ­μνο «πρὸς Ἀ­φρο­δί­την». «ἀλλ’ ὅ­τε δὴ μοῖ­ρα πα­ρε­στή­κη θα­νά­τοι­ο, ἀ­ζά­νε­ται μὲν πρῶ­τον ἐ­πὶ χθο­νὶ δέν­δρε­α κα­λά, φλοι­ὸς ὁ ἀμ­φι­πε­ρι­φθι­νύ­θει, πί­πτου­σι δ’ ἄπ’ ὄ­ζοι, τῶν δὲ θ’ ὁ­μοῦ ψυ­χὴ λεί­πει φά­ος ἠ­ε­λί­οι­ο»1. «Ἡ ὅρα­σή μου εἶ­ναι ἀ­πὸ φυ­τὸ Ναὶ ἡ ὅρα­σή μου εἶ­ναι φυ­τὸ μὲ τὴ ρί­ζα του τὸ στέ­λε­χος τὰ φύλ­λα του Μὲ τὴν εὐ­χά­ρι­στη ὀ­σμὴ καὶ τὴ γλυ­κι­ὰ ἢ πι­κρὴ γεύ­ση του Μὲ τὶς κλέ­φτρες ἐ­πο­χὲς ποὺ τοῦ τρῶν τὰ φύλ­λα Καὶ τοὺς δια­βά­τες ποὺ τὸ ξερ­ρι­ζώ­νουν». Ὅ­μως δὲν εἶ­ναι μό­νον ἡ ταύ­τι­ση ἀν­θρώ­που καὶ δέν­δρου, ποὺ δε­σπό­ζει σὲ αὐ­τὴ τὴν ποί­η­ση. Τὸ δέν­δρο ἀν­θί­ζει ἀ­κό­μη καὶ στὴν πε­ ρι­ο­χὴ τῆς «ἀν­θρω­πο­μέ­ρι­μνας», ὅ­πως μὲ τὸν ὄ­ρο αὐ­τὸ χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὁ Χά­ιν­τεγ­κερ τὸ εἶ­δος τῆς μέ­ρι­μνας, ποὺ ἀ­να­φέ­ρε­ται στὶς ἠ­θι­κὲς σχέ­σεις τῶν ἀν­θρώ­πων. «Κι ἔ­βρι­σκα πλη­γω­μέ­νους νὰ μα­σοῦν πευ­κό­φυλ­λα» ἢ «ἐ­νῶ τὰ φύλ­λα ἐ­δρό­σι­ζαν — τὰ γό­να­τα τῶν ἀ­πο­μά­χων». Τὸ δέν­δρο καταπραΰνει τὶς πλη­γές, καὶ τὰ πευ­κό­φυλ­λα γί­νον­ται βάλ­σα­μο σὰν τὴν μή­κω­να τὴν ὑ­πνο­φό­ρο, ποὺ σὲ ἄλ­λους και­ροὺς ἔ­δι­ναν στὰ πο­νε­μέ­να βρέ­φη. «Ν’ ἀ­κοῦς τὸ φυ­τὸ ποὺ τρί­ζει τὸ πρω­ὶ» στί­χος κα­τη­γο­ρι­κῆς 31


ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙA  ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ Η ΔΕΝΤΡΟΛΑΤΡΙΑ

προ­στα­κτι­κῆς, ποὺ σκο­πεύ­ει στὴν δι­αρ­κὴ ἀ­να­μό­χλευ­ση τῆς εὐ­ερ­γε­τι­ κῆς σχέ­σης μας μὲ τὸ δέν­δρο. Τὸ ἴ­διο πα­ράγ­γελ­μα ὑ­πο­κρύ­πτει καὶ ὁ στί­χος «ὁ ἀλ­λό­φρων καρ­πὸς καὶ ἡ λύ­τρω­ση ἀ­πὸ ἐ­λαι­ῶ­νες». Τὸ δέν­ δρο εἶ­ναι ἱ­ε­ρὸ καὶ χρή­σι­μο, ἀ­κό­μη καὶ ἄ­φυλ­λο, ὅ­ταν εἶ­ναι δέν­δρο «ποὺ ἔ­χα­σε τὴν καρ­πο­φο­ρί­α του», ὡς λέ­γει ὁ ποι­η­τής. «Τὸ φθι­νό­καρ­ πον δέν­δρον» μᾶς ὁ­δη­γεῖ στοὺς με­γα­λό­πρε­πους πιν­δα­ρι­κοὺς στί­χους ἀ­πὸ τὸν 4ο Πυ­θι­όν­ ι­κο. ... εἰ γὰρ τὶς ὄ­ζους ὀ­ξυ­τό­μῳ πε­λέ­κει ἐ­ξε­ρεί­ψει­εν με­γά­λα δρυ­ός, αἰ­σχύ­νοι δὲ οἱ θα­η­τὸν εἶ­δος· καὶ φθι­νό­καρ­πος ἐ­οῖ­σα δι­δοῖ ψᾶ­φον περ’ αὐ­τᾶς, εἴ πο­τε χει­μέ­ρι­ον πῦρ ἐ­ξί­κη­ται λοί­σθι­ον· ἢ σὺν ὀρ­θαῖς κι­ό­νεσ­σιν δε­σπο­σύ­ναι­σιν ἐ­ρει­δό­με­να μό­χθον ἄλ­λοις ἀμ­φέ­πει δύ­στα­νον ἐν τεί­χε­σιν, ἑ­ὸν ἐ­ρη­μώ­σαι­σα χῶ­ρον 2. «Τὰ δέν­δρα τὴ νύ­χτα δὲν ἔ­χουν φλού­δα πε­ρι­μέ­νουν νὰ ντυ­θοῦν τῶν ἀν­θρώ­πων τὸ μαρτύριο». Αὐ­τὴ ἡ σχε­δὸν πα­ρα­μυ­θέ­νια εἰ­κό­να μᾶς με­τα­φέ­ρει σὲ μιὰ ἐ­πο­ χὴ παι­δι­κό­τη­τας καὶ ἁ­γνό­τη­τας, τό­τε ποὺ ἀ­κό­μη, ὅ­πως ἔ­λε­γε ὁ Χαίλ­ ντερ­λιν στὸν «Ὑ­πε­ρί­ω­νά» του, δὲν εἴ­χα­με πά­ρει «τὸ χα­μαι­λε­όν­τει­ο χρῶ­μα τῶν ἀν­θρώ­πων», ὅ­που δέν­δρα καὶ ἄν­θρω­ποι ἀν­τάλ­λασ­σαν μυ­στι­κὰ καὶ ἐν­δύ­μα­τα, ὅ­που τὸ ἱ­ε­ρὸ δέ­ος ξε­πρό­βα­λε μα­ζὶ μὲ τὶς σκι­ὲς τῶν δέν­δρων στὴν νύ­χτα, ὅ­που θυ­μό­μα­σταν «τὰ δέν­τρα τὰ γε­μά­τα οὐ­σί­ες ἀ­φώ­τι­στες ἀ­πὸ τὰ πα­ρα­μύ­θια μας — τὰ δέν­τρα ποὺ μᾶς τρό­ μα­ζαν ὅ­ταν ἡ μέ­ρα ἔ­φευ­γε — μὲ τὶς πέ­τρες της τοὺς ἴ­σκιους κι ὅ­λα της τὰ ὑ­πάρ­χον­τα», τό­τε ποὺ βυ­θι­ζό­μα­σταν σὲ μί­α ἐ­πο­χή, ὅ­που ὁ μέ­γας χρυ­σὸς δα­κτύ­λι­ος τῶν Μυ­κη­νῶν ἔ­λαμ­πε σὰν ἡ­λι­α­κὸς δί­σκος φα­νε­ρώ­ νον­τάς μας τὴν θε­ὰ τῆς δεν­δρο­λα­τρί­ας νὰ κά­θε­ται κά­τω ἀ­πὸ τὸ ἱ­ερ ­ό της δέν­δρο, ἐ­νῶ οἱ προ­σκυ­νή­τρι­ες πρό­σφε­ραν ἄν­θη, μή­κω­νες καὶ κρί­ να. Αὐ­τὴ τὴν αἰ­ώ­νι­α παι­δι­κό­τη­τα τὴν ἀν­τλοῦ­με ἀ­πὸ τὴν σχέ­ση μας μὲ τὸ δέν­δρο, γιατὶ σὲ κά­θε δέν­δρο κρύ­βε­ται καὶ μιὰ θε­ϊκ ­ ὴ ψυ­χή, ποὺ ἀ­κού­ει τὰ μυ­στι­κά μας. Στὴν ποί­η­ση τοῦ Πα­πα­δί­τσα πέ­ρα ἀ­πὸ τὰ ἀ­νώ­νυ­μα δέν­δρα, ἀ­πὸ τὸ δέν­δρο ποὺ ἀ­πε­γνω­σμέ­να ἀν­θί­ζει στὴν ἄ­κρη τοῦ πε­ζο­δρο­μί­ου 32


ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙA  ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ Η ΔΕΝΤΡΟΛΑΤΡΙΑ

μέ­σα στὴν ρυ­πα­ρό­τη­τα τῆς πό­λης, μέ­χρι τὸ δέν­δρο ποὺ συν­τρο­φεύ­ε­ ται ἀ­πὸ τὰ ἄλ­λα στὸ δά­σος, ὑ­πάρ­χει καὶ τὸ ἐ­πώ­νυ­μο δέν­δρο, ἡ φτέ­ ρη, ἡ λεύ­κη, ἡ κα­στα­νιά, ἡ πορ­το­κα­λιά, ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως τὸ κυ­πα­ρίσ­σι καὶ ἡ βε­λα­νι­διά. Τὸ κυ­πα­ρίσ­σι, στὸ ὁ­ποῖ­ο ὁ ποι­η­τὴς ἀ­φι­ε­ρώ­νει ἕ­να ὁ­λό­κλη­ρο ποί­η­μα, φω­τί­ζε­ται ἀ­πὸ με­γά­λες με­τα­φυ­σι­κὲς ἀ­στρα­πές. Μὲ τὸ φῶς του ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ἡ «ἀν­δρό­γυ­νη ὄ­ψη» τοῦ κυ­πα­ρισ­σιοῦ, κον­το­λο­γῆς ἡ δι­πλὴ οὐ­σί­α ἀ­πὸ ζω­ὴ καὶ οὐ­σί­α πα­νά­κρι­βη. — «Κυ­πα­ ρίσ­σι ἀ­πὸ νε­ρὸ καὶ οὐ­σί­α πα­νά­κρι­βη».Τὸ κυ­πα­ρίσ­σι ποὺ εἶ­ναι σύμ­ βο­λο θα­νά­του πά­νω στὰ μνή­μα­τα, κα­τά­γε­ται ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νό: «ὢ ἐ­σὺ πρά­σι­νο βο­τά­νι ἀπ’ τὸν οὐ­ρα­νὸ κα­τα­γό­με­νο». Σὲ ἕ­ναν χρυ­σὸ δα­ κτύ­λι­ο, προ­ερ­χό­με­νον ἀ­πὸ ἕ­να θα­λα­μω­τὸ τά­φο τῆς κά­τω πό­λης τῶν Μυ­κη­νῶν, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸν πε­ρί­βο­λο μὲ τὸ ἱ­ε­ρὸ δέν­δρο, τὴν κά­το­ψη τοῦ τρι­κλί­του ἱ­ε­ροῦ οἰ­κο­δο­μή­μα­τος καὶ τὶς δε­ό­με­νες γυ­ναῖ­κες, ὑ­πάρ­ χει καὶ ἡ ἀ­πει­κό­νι­ση τρι­ῶν κυ­πα­ρισ­σιῶν. Καὶ ἂν ἀ­να­τρέ­ξου­με στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ μυ­θο­λο­γί­α, θὰ βροῦ­με στὸν κορ­μὸ τοῦ δέν­δρου αὐ­τοῦ, τὴν ψυ­χὴ τοῦ Κυ­πά­ρισ­σου, τοῦ ὡ­ραί­ου νέ­ου, εὐ­νο­ου­μέ­νου τοῦ Ἀ­πόλ­λω­ νος. Ὁ Κυ­πά­ρισ­σος ἤ­θε­λε νὰ θρη­νεῖ αἰ­ώ­νι­α, γιατὶ ἄ­θε­λά του σκό­τω­σε τὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο του ἐ­λά­φι, καὶ ὁ θε­ὸς ποὺ θέ­λη­σε νὰ τὸν γλυ­τώ­σει ἀ­πὸ τὸν πό­νο, τὸν με­τα­μόρ­φω­σε σὲ δέν­δρο. Στὶς «με­τα­μορ­φώ­σεις» τοῦ Ὀ­βι­δί­ου βλέ­που­με αὐ­τὴ τὴν ἐκ­πλη­κτι­κὴ με­τα­λλαγὴ τοῦ ἀν­θρώπου σὲ δέν­δρο: τὴν λει­τουρ­γί­α τῆς δεν­δρο­ποί­η­σης. Δι­ώ­χνει τὸ αἷ­μα ἀπ’ τὸ κορ­μὶ ὁ ἄ­με­τρος ὁ θρῆ­νος, πρά­σι­νο χρῶ­μα ἀρ­χί­σα­νε τὰ μέ­λη του νὰ παίρ­νουν, τὰ μαλ­λιά, ποὺ ἐ­κρέ­μον­ταν στ’ ἄ­σπρο τὸ μέ­τω­πό του μιὰ φυλ­λω­σιὰ ἔ­γι­νε τρα­χει­ά, κι ὡς σκλή­ρυ­νε ἀ­τε­νί­ζει μὲ τὴ λι­γνή του τὴν κορ­φὴ τὸν οὐ­ρα­νὸ μὲ τ’ ἄ­στρα. Τὸν ἐ­λυ­πή­θη­κε ὁ θε­ὸς καὶ βα­ρι­α­να­στε­νά­ζει. «Ἐ­μεῖς θὰ κλαῖ­με, λέ­ει, ἐ­σὲ καὶ σὺ θὰ κλαῖς τοὺς ἄλ­λους καὶ θὰ ’σαι πάν­το­τε γι’ αὐ­τοὺς ὁ σύν­τρο­φος τοῦ πέν­θους»3. Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸ ποί­η­μα «τὸ Κυ­πα­ρίσ­σι», ὑ­πάρ­χει μνεί­α αὐ­τοῦ τοῦ δέν­δρου καὶ σὲ σκόρ­πιους στί­χους, ὅ­πως: «κι ἀ­κό­μη ἐ­γὼ σκι­σμέ­ νο ἀ­πὸ ἀ­στρο­πε­λέ­κι κυ­πα­ρίσ­σι — οὐρ­λιά­ζω», ἢ ἡ θαυ­μά­σι­α εἰ­κό­να μιᾶς δι­α­δρο­μῆς: «τὸ ἔρ­γο τρι­βῆς καὶ σμυ­ρι­δό­πε­τρα ἡ κα­τη­φό­ρα 33


ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙA  ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ Η ΔΕΝΤΡΟΛΑΤΡΙΑ

στὴ Ρα­φή­να — μὲ κυ­πα­ρίσ­σια σφη­νω­μέ­να στ’ ὄ­νει­ρο καὶ στὸ μυα­ λό», ὅ­που πά­λι ἐ­πι­ση­μαί­νε­ται τὸ δισυπόστατο τοῦ κυ­πα­ρισ­σιοῦ, τὸ σύμ­βο­λο τῆς δι­πλῆς οὐ­σί­ας, τῆς «ἀν­δρό­γυ­νης», ἀ­φοῦ ὑ­πάρ­χει καὶ στὸ ὄ­νει­ρο καὶ στὸ μυα­λό. Οἱ ρί­ζες τοῦ δέν­δρου, σὲ αὐ­τὴ τὴν ἀ­θώ­α καὶ ἀ­πα­στρά­πτου­σα ποί­η­ση, τρο­φο­δο­τοῦν­ται ἀ­πὸ τὴν ἀ­γά­ πη τοῦ ποι­η­τῆ γιὰ τὴν ἀρ­χαί­α Ἑλ­λά­δα. Τὸ δέν­δρο, τὸ λι­ό­δεν­δρο, ἡ ἱ­ε­ρὴ ἐ­λαί­α, δα­νεί­ζει τὰ φύλ­λα της στὸ ξύ­πνη­μα τοῦ ἀρ­χαί­ου προ­ γό­νου, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὁ­λό­δρο­σος ἐμ­φα­νί­ζε­ται στὴν σύγ­χρο­νη ἐ­πο­χή. «Εἴ­δα­τε πο­τὲ ἕ­ναν ἀρ­χαῖ­ο νά­χει στὰ μά­τια ὁ­λό­δρο­σα πο­τά­μι­α νἄναι τὸ ξύ­πνη­μα του ἐ­λι­ό­φυλ­λα ποὺ τὰ τρε­μί­ζουν οἱ αὖ­ρες». Τὸ λι­ό­δεν­δρο βρί­σκε­ται καὶ στὸν «Λό­γο στοὺς Δελ­φούς», γιὰ νὰ στο­λί­σει μιὰ ἀρ­χαί­α πομ­πή. Σὲ αὐ­τὸ τὸ μα­κρὺ ποί­η­μα, ποὺ ὀ­φεί­ λει τὴν ἔμ­πνευ­σή του σὲ μιὰ ἐμ­πει­ρί­α θα­νά­του, ὁ φό­βος τοῦ θα­νά­του ἐ­ξα­νε­μί­ζε­ται, ἐ­νῶ τὸ πνεῦ­μα κα­θα­ρό, ἀ­να­βα­πτι­σμέ­νο στὸν δελ­φι­κὸ χῶ­ρο με­τα­φέ­ρει τὴν οὐ­σί­α τοῦ ἀρ­χαί­ου κό­σμου στὴν ἠ­λε­κτρο­νι­κὴ ἐ­πο­χή, καὶ συν­τε­λεῖ­ται μιὰ σει­ρὰ με­τα­μορ­φώ­σε­ων. Τὸ «ἀ­νυ­πο­ψί­α­στο βλέμ­μα» γί­νε­ται «χέ­ρι», δη­λα­δὴ δρά­ση ποὺ δρέ­πει τὰ σα­λέ­μα­τα τῶν δέν­δρων. Αὐ­τὰ τὰ δέν­δρα σα­λεύ­ουν ἀ­πὸ τὸ πέ­ρα­σμα τῆς πομ­πῆς, ποὺ γι­νό­ταν πρὸς τι­μὴν τοῦ Ἀ­πόλ­λω­νος καὶ τοῦ Δι­ο­νύ­σου, αὐ­τῶν τῶν ἀν­τι­θέ­των δυ­νά­με­ων, ποὺ ἐ­ξι­σορ­ρο­πή­θη­καν στὸν δελ­φι­κὸ χῶ­ρο. νὰ λοι­πὸν πά­ρε καὶ σὺ τὴ χτυ­πι­ά σου ἀ­νυ­πο­ψί­α­στο βλέμ­μα σά­λε­ψε ὣς μέ­σα στ’ ἀ­πύθ­με­νο πε­πρω­μέ­νο ἄ­φαν­τη γο­νὴ γί­νου χέ­ρι ποὺ δρέ­πει κά­θε πλα­τα­νιοῦ καὶ συ­κιᾶς καὶ κά­θε λιό­δεν­τρου τὸ σά­λε­μα ἀπ’ τῆς πομ­πῆς τὸ πέ­ρα­σμα κι ἀπ’ τοῦ Ἀ­πόλ­λω­να μιὰ κι ἀπ’ τοῦ Δι­ό­νυ­σου δυ­ὸ τοὺς κα­ταρ­ρά­χτες ἀ­σπαί­ρον­τες βόστρυχους. Τὸ δέν­δρο γί­νε­ται ἀ­κό­μη καὶ ἕ­να δυ­να­τὸ σύμ­βο­λο στὶς πε­ρι­ο­ χὲς τοῦ ἔ­ρω­τα καὶ τοῦ θα­νά­του. Αὐ­τὸ τὸ δέν­δρο εἶ­ναι τὰ μαλ­λιά σου νο­μί­ζω Τὸ ἐ­ρω­τι­κὸ στοι­χεῖ­ο ποὺ πλα­νι­έ­ται στοὺς στί­χους μοιά­ζει νὰ 34


ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙA  ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ Η ΔΕΝΤΡΟΛΑΤΡΙΑ

κρέ­με­ται ἀ­πὸ κλα­διὰ δέν­δρου, ἐ­νῶ ὁ ἔ­ρω­τας συν­τε­λεῖ­ται σὲ φαν­τα­ στι­κὰ δά­ση μὲ ἀ­να­ρίθ­μη­τα δέν­δρα. Οἱ ἀ­να­φο­ρὲς στὰ δέν­δρα ἐμ­βο­ λι­ά­ζουν τὰ ἐ­ρω­τι­κὰ λό­γι­α προσ­δί­νον­τας τους τό­ση ἱ­ε­ρὴ ποι­ό­τη­τα, ὥ­στε ὁ ἔ­ρω­τας γί­νε­ται ἕ­να ἀ­κό­μη ὀ­παῖ­ο γιὰ τὴν θέ­α­ση τοῦ ὄν­τος. Τὰ ἐ­ρω­τι­κὰ ποι­ή­μα­τα ἔ­χουν κά­τι ἀ­πὸ τὴν βα­ρύ­τη­τα τῶν ἀ­πο­φθεγ­μά­των. Τὸ ἀ­γα­πώ­με­νο πρό­σω­πο εἶ­ναι τό­σο σύμ­φυ­το μὲ τὰ δέν­δρα, τὰ ὀ­ρυ­ κτά, τὰ πε­τρώ­μα­τα καὶ τὰ ἀ­στέ­ρια, ὥ­στε ὁ ἔ­ρω­τας, ξε­φεύ­γον­τας ἀ­πὸ τὴν ὑ­πο­κει­με­νι­κή του τρο­χιά, με­τα­βάλ­λε­ται σὲ ἐ­ρω­τι­κὴ ὀν­το­λο­γί­α. Ἐ­γώ σοῦ μι­λά­ω μὲ δα­κτυ­λι­ὲς σὸλ καὶ μὶ καὶ λὰ μα­τιᾶς ἀ­φῆς κι ἀ­νά­μνη­σης φω­τιᾶς καὶ δέν­τρου Ἕ­να ἀ­πὸ τὰ στοι­χεῖ­α τῆς πρώ­της γνω­ρι­μί­ας μὲ τὸ ἐ­ρω­τι­κὸ ἀν­ τι­κεί­με­νο εἶ­ναι τὸ δέν­δρο. Ἀλ­λὰ συ­νά­μα πα­ρα­μέ­νει καὶ τὸ στοι­χεῖ­ο τῆς βα­θύ­τε­ρης σχέσης. Γιὰ νὰ ξε­φύ­γουν οἱ ἐ­ρα­στὲς ἀ­πὸ τὰ ὅ­ρι­α τοῦ πα­ρόν­τος καὶ νὰ δι­αι­ων­ ί­σουν τὸ αἴ­σθη­μα τους παν­το­τι­νά, δεν­δρο­ ποι­οῦν­ται μα­ζί. «Φυ­τρώ­νω καὶ φυ­τρώ­νεις πέν­τε καὶ πέν­τε δέ­κα δέντρα κι ὅ­λα μας ἔ­χουν γί­νει δά­σος ποὺ δὲν μέ­νει χω­ρὶς φεγ­γα­ρό­φως χω­ρὶς πά­χνη καὶ μά­τια φτε­ρω­τῶν» Στί­χοι ὅ­πως: «ὢ πῶς τὸ κά­θε δέν­τρο μᾶς με­τροῦ­σε», ἢ «πό­σο μέ­ σα στὰ πεῦ­κα εἶ­σαι τὰ ὀ­στᾶ ποὺ θρέ­ψα­νε τὴν ἀ­στρό­φυ­τη φυ­λή μου», ἢ ἀ­κό­μη σὲ μιὰ στιγ­μὴ ἐ­ρω­τι­κοῦ κα­η­μοῦ, «εἶ­σαι καὶ δὲν εἶ­σαι ἀ­έ­ρας ποὺ χτε­νί­ζει τὴ λεύ­κα — χω­ρὶς νὰ σ’ ἀ­κού­ω καὶ νὰ σὲ βλέ­πω — μοῦ σκά­βεις τὴν ψυχή», ἀ­πο­δει­κνύ­ουν τὴν σύμ­φυ­τη λει­τουρ­γί­α δέν­δρου καὶ ἔ­ρω­τα. Τὸ φύλ­λο με­τα­τρέ­πε­ται στὸν χῶ­ρο τοῦ ἔ­ρω­τα σὲ ὄρ­γα­νο τῆς μοί­ρας. Στὸ ποί­η­μα «Στῆς Λη­τῶς τ’ ἀ­νη­φό­ρια», τὸ ἐ­ρω­τι­κὸ καὶ μοι­ραῖ­ο φύλ­λο φα­νε­ρώ­νει τὸ μο­νο­πά­τι τοῦ πε­πρω­μέ­νου. Τὸ ἀ­νε­μόρ­ ρι­χτο φύλ­λο ξε­σκε­πά­ζει δυ­ὸ ἀ­στέ­ρια. Πε­ρι­πτω­σι­α­κὰ ἀ­να­φέ­ρε­ται πὼς στὴν­ποί­η­ση τοῦ Πα­πα­δί­τσα τὸ δέν­δρο μοιά­ζει νὰ εἶ­ναι τὸ εἴ­δω­λο τοῦ ἀ­στε­ριοῦ ἐ­πὶ τῆς γῆς, ὅ­πως τὸ ἄ­στρο εἶ­ναι τὸ εἴ­δω­λο τοῦ δέν­δρου στὸν οὐ­ρα­νό. «Καὶ ξε­σκέ­πα­σε δυ­ὸ ἄ­στρα τ’ ἀ­νε­μόρ­ρι­χτο φύλ­λο — πό­τε οἱ δυό μας θὰ πᾶ­με στὴ Δῆ­λο;» Τὸ ἀ­νε­μόρ­ρι­χτο φύλ­λο ἀ­πο­κα­λύ­πτει, ἐ­νῶ τὸ ἀ­νε­μό­γερ­το ἀ­πο­κρύ­πτει σὰν τὴν σκο­τει­νὴ βού­λη­ση τῆς Μοί­ρας. 35


ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙA  ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ Η ΔΕΝΤΡΟΛΑΤΡΙΑ

«Κι ἂν μᾶς κρύ­ψει κά­ποιο ἄλ­λο ἀ­νε­μό­γερ­το φύλ­λο - πῶς οἱ δυό μας θὰ πᾶ­με στὴ Δῆ­λο;» Τὸ δέν­δρο ἀν­τλεῖ ἀ­πὸ τὸν ἔ­ρω­τα δύ­να­μη ὀ­νει­ρο­ μαν­τι­κή. Προ­φη­τεύ­ει ὅ­πως ἡ δω­δω­ναί­α δρῦς τοῦ «αἰ­γι­ό­χου Δι­ός». Τὸ θρό­ι­σμα τῶν φυλ­λω­μά­των ἀ­πο­κα­λύ­πτει χρη­σμοὺς καὶ ρή­σεις. «Τρεῖς ζω­ὲς πρὶν μοῦ ἄ­σκη­σαν τὴν ὅρα­ση νὰ προ­σπερ­νά­ει τὰ ὁ­ρα­τὰ καὶ μοῦ φύ­τε­ψαν στὸ μυα­λὸ μι­ὰ δρῦ ὀ­νει­ρι­κὴ νὰ σὲ μαν­τεύ­ει — σπαρ­τα­ ρι­στή μου νεκρὴ τοῦ κέρ­δους καὶ τῆς ἀ­πώ­λει­ας- τῆς πυρ­κα­γιᾶς καὶ τῆς στά­χτης». Αὐ­τὴ ἡ ὀ­νει­ρι­κὴ δρῦς, λεί­ψα­νο τῆς πα­ναρ­χαί­ας δρυ­ός, μι­λοῦ­σε στὸ μυα­λὸ τοῦ ποι­η­τῆ καὶ μάν­τευ­ε τὸ ἀ­γα­πώ­με­νο πρό­σω­πο. Ἐ­κεῖ ὅ­μως ποὺ τὸ σύμ­βο­λο τοῦ δέν­δρου γί­νε­ται ἕ­να ὄρ­γα­νο πραγ­μα­ τι­κὰ θε­ϊ­κό, εἶ­ναι στὸ ποί­η­μα «Ὀ­νει­ρο­μαν­τι­κό». Σὲ αὐ­τὸ τὸ ποί­η­μα συν­τε­λεῖ­ται τὸ θαῦ­μα, ποὺ ἔ­κα­ναν οἱ ἀρ­χαῖ­οι θε­οί, ὅ­ταν με­τα­μόρ­φω­ ναν τοὺς ἀ­γα­πη­μέ­νους τους σὲ δέν­δρα. Μὰ ὡς πῆ­γες ἄ­θυρ­μά σου νὰ μ’ ἀ­νά­ψεις πρό­φτα­σα καὶ σὲ φύ­τε­ψα Ἑ­λέ­νη στὸν Ὠ­ρω­πό, δυ­ὸ - τρί­α σκα­λιὰ δώ­θε ἀπ’ τὸν ἅ­δη, βε­λα­νι­διὰ ν’ ἀ­στρα­πο­λάμ­πεις με­θυ­σμέ­νη. Ἡ μυ­θο­λο­γί­α μα­γεύ­ει μὲ τὶς ὡ­ραῖ­ες ἱ­στο­ρί­ες νέ­ων καὶ νε­α­ νί­δων, εὐ­νο­ου­μέ­νων τῶν θε­ῶν, ποὺ ἀ­πὸ τὸν φό­βο ἢ τὸν πό­νο τοῦ ἔ­ρω­τα, με­τα­μορ­φώ­θη­καν σὲ δέν­δρα. Νὰ ἡ νύμ­φη Πί­τυς, ποὺ τρέ­χει ξε­τρε­λα­μέ­νη στὰ δά­ση, γιὰ νὰ γλυ­τώ­σει ἀ­πὸ τὸν ἔ­ρω­τα τοῦ Πα­νός, με­τα­μορ­φω­μέ­νη σὲ πεῦ­κο. Πι­ὸ πέ­ρα ὁ Ὑ­ά­κιν­θος, χτυ­πη­μέ­νος ἄ­θε­λα ἀ­πὸ τὸν Ἀ­πόλ­λω­να, γί­νε­ται λου­λού­δι. Ὁ θλι­βε­ρὸς Κυ­πά­ρισ­σος καὶ ὁ Ἔ­λα­τος δεν­δρο­ποι­οῦν­ται, ἐ­νῶ ἡ Δάφ­νη, γιὰ νὰ ξε­φύ­γει ἀ­πὸ τὸν ἐ­ρω­ τευ­μέ­νο Ἀ­πόλ­λω­να, ζῆ σὰν δέν­δρο, περ­νών­τας ἀ­πὸ μιὰ θαυ­μά­σι­α, ὅ­πως τὴν ἀ­να­φέ­ρει ὁ Ὄ­βι­δι­ος, με­τα­μόρ­φω­ση. Φλού­δα λε­πτή τῆς τύ­λι­ξε τὰ στή­θια της τ’ ἀ­φρά­τα, τὰ χέ­ρια γί­να­νε κλα­διὰ καὶ φύλ­λα τὰ μαλ­λιά της καὶ τὰ γορ­γὰ τὰ πό­δια της ἀ­κί­νη­τα ρι­ζώ­νουν. Τὸ πρό­σω­πο τὸ σκέ­πα­σαν ἡ κο­ρυ­φὴ ἑ­νὸς δέν­τρου καὶ μό­νο ἀ­πὸ τὰ κάλ­λη τῆς ἀ­πό­μει­νεν ἡ λάμ­ψη4. Ἰ­δοὺ καὶ ἡ Ἑ­λέ­νη τοῦ ποι­η­τῆ, με­τα­μορ­φω­μέ­νη σὲ ἀ­στρα­πο­ λάμ­που­σα καὶ με­θυ­σμέ­νη βε­λα­νι­διά. Τὸ ὄ­νο­μα Ἑ­λέ­νη (πε­ρι­πτω­σι­α­ κὰ ἀ­να­φέ­ρε­ται πὼς σὲ ὁ­λό­κλη­ρη τὴν ποί­η­ση τοῦ Πα­πα­δί­τσα αὐ­τὸ 36


ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙA  ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ Η ΔΕΝΤΡΟΛΑΤΡΙΑ

τὸ ὄ­νο­μα ἐ­πα­νέρ­χε­ται, ἴ­σως γιατὶ ἀ­πὸ τὴν θη­λυ­κὴ ὀ­νο­μα­το­λο­γί­α, τὸ ὄ­νο­μα εἶ­ναι δι­συ­πό­στα­το, πα­νάρ­χαι­ο καὶ συ­νά­μα σύγ­χρο­νο), στὸ «Ὀ­νει­ρο­μαν­τι­κό», δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο. Ἡ Ἑ­λέ­νη ὑ­πῆρ­ξε προ­ελ­λη­νι­κὴ θε­ὰ τῆς βλά­στη­σης καὶ συν­δέ­ε­ται ἄ­με­σα μὲ τὴν δεν­δρο­λα­τρί­α. Τὸ ἐ­πί­ θε­το ποὺ τὴν συ­νό­δευ­ε ἦ­ταν δεν­τρῖ­τις. «Τὸ ἐ­πί­θε­τον δεν­δρῖτις», γρά­ φει ὁ Σπυ­ρί­δων Μα­ρι­νά­τος, «δει­κνύ­ει ἁ­πλῶς ὅ­τι ἦ­το θε­ὰ συν­δε­ό­με­νη πρὸς τὴν δεν­δρο­λα­τρί­αν». Οἱ Ρό­δι­οι εἶ­χαν ἱ­ε­ρὸ πρὸς τι­μὴν τῆς Ἑ­λέ­ νης Δεν­δρί­τι­δος, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει στὰ «Λα­κω­νι­κά» του ὁ Παυ­σα­νί­ας, γιατὶ σὲ αὐ­τὸ τὸ νη­σὶ εἶ­χε ἡ Ἑ­λέ­νη ἕ­να τρα­γι­κὸ τέ­λος. Ἡ Πο­λυ­ξώ, γιὰ νὰ ἐκ­δι­κη­θεῖ τὴν Ἑ­λέ­νη, ποὺ τὴν θε­ω­ροῦ­σε αἰ­τί­α γιὰ τὸν θά­να­το τοῦ συ­ζύ­γου της Τλη­πο­λέ­μου στὴν Τροί­α, δι­έ­τα­ξε τὶς δοῦ­λες της νὰ τὴν δο­λο­φο­νή­σουν. Καὶ ἐ­κεῖ­νες τὴν ἔπι­α­σαν μέ­σα στὸ λου­τρό της καὶ τὴν κρέ­μα­σαν σὲ ἕ­να δέν­δρο. «Ταύ­την τὴν Πο­λυ­ξὼ φα­σὶν ἐ­πι­θυ­μοῦ­ σαν Ἑ­λέ­νην τι­μω­ρή­σα­σθαι τε­λευ­τῆς τοῦ Τλη­πο­λέ­μου τό­τε, ὡς ἔ­λα­βεν αὐ­τὴν ὑ­πο­χεί­ρι­ον, ἐ­πι­πέμ­ψαι οἱ λου­μέ­νῃ θε­ρα­παί­νας Ἐ­ρι­νύ­σιν [ἴ­σα] ἐ­σκευ­α­σμέ­νας· ἐ­πὶ τού­τῳ ῥο­δί­οις Ἑ­λέ­νης ἱ­ε­ρόν ἐ­στι Δεν­δρί­τι­δος»5. Ἀν­τί­θε­τα, στὰ «Εἰ­δύλ­λι­α» τοῦ Θε­ο­κρί­του, στὸ Ἐ­πι­θα­λά­μι­ο τῆς Ἑ­λέ­νης, ὑ­πάρ­χει μιὰ ἀν­θι­σμέ­νη σκη­νὴ μὲ κο­ρα­σί­δες. Στὸ δέν­δρο τῆς Ἑ­λέ­νης, δρο­σε­ρὰ κο­ρί­τσια κρε­μοῦ­σαν στὰ κλα­διὰ του στε­φά­νι­α ἀ­πὸ λω­τὸ καὶ γρά­φα­νε στὴ φλού­δα του: «Ἑ­λέ­νης δέν­τρον εἶμ’ ἐ­γὼ — σέ­ βου με μὲ τὸ δω­ρι­κὸ — τὸ ἔ­θι­μο, δια­βά­τη». ΔΩΡΙΣΤΙ ΣΕΒΟΥ Μ’ ΕΛΕΝΑ ΦΥΤΟΝ ΕΙΜΙ6. Αὐ­τὸ τὸ ὄ­νο­μα, κα­τά­λοι­πο πα­νάρ­χαι­ας δεν­δρο­ λα­τρί­ας, με­τα­βάλ­λε­ται ἀ­πὸ τὴν ποι­η­τι­κὴ ἀ­θω­ό­τη­τα σὲ δέν­δρο, καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρα σὲ ἱ­ε­ρὴ βε­λα­νι­διά, γιατὶ ἔ­τσι ἀ­φθαρ­το­ποι­εῖ­ται στὸν χρό­νο. Ὁ θά­να­τος ἦ­ταν ὁ­λό­φω­το χω­ρά­φι ἀ­πὸ φτε­λιὲς Μιὰ λαμ­πε­ρὴ εἰ­κό­να τοῦ θα­νά­του, σχε­δὸν ἀ­να­στά­σι­μη, ἀ­πο­ κα­λύ­πτει τὴν πε­ρί­ερ­γη ἀν­τί­λη­ψη τοῦ ποι­η­τῆ γιὰ τὸν θά­να­το, μὲ σύμ­ βο­λο καὶ πά­λι τὸ δέν­δρο. «Τὸ ρί­γος τῆς πλά­νης καὶ τὸ ἄλ­λο τοῦ τα­ξι­ διοῦ κα­τα­με­σή­με­ρα — μέ­σα στὸ σκο­τει­νό­τε­ρο σχῆ­μα ποὺ γλυ­στρά­ει πά­νω σὲ — μαρ­γα­ρί­τες καὶ ὄρ­γι­α που­λιῶν». Ὀ­λο­άν­θη ἄ­νοι­ξη πε­ρι­ βάλ­λει τὸν θά­να­το ἁ­πα­λύ­νον­τάς του τὸ τρο­με­ρὸ πρό­σω­πο, ἀν­τί­λη­ψη ὅ­μοι­α μὲ τοῦ ζω­γρά­φου τῆς ἀτ­τι­κῆς λη­κύ­θου, ποὺ ἀ­πει­κο­νί­ζει τὸν θά­να­το τρυ­φε­ρὸ καὶ ὡ­ραῖ­ο ἔ­φη­βο μὲ ἀρ­χαγ­γε­λι­κὲς φτε­ροῦ­γες. Πά­νω σὲ ἕ­ναν χρυ­σὸ δα­κτύ­λι­ο, προ­ερ­χό­με­νο ἀ­πὸ θα­λα­μω­τὸ τά­φο τῆς κά­τω πό­λης τῶν Μυ­κη­νῶν, ὑ­πάρ­χει μιὰ πα­ρά­ξε­νη πα­ρά­στα­ση. Ὁ Σπυ­ρί­ δων Μα­ρι­νά­τος τὴν σχο­λι­ά­ζει προ­σε­κτι­κά. «Πολ­λὰ ἐ­γρά­φη­σαν πε­ρὶ τοῦ θέ­μα­τος: Ἀν­δρι­κὴ μορ­φὴ ἐ­νερ­γεῖ τὴν τε­λε­τουρ­γι­κὴν ἐ­κρί­ζω­σιν τοῦ 37


ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙA  ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ Η ΔΕΝΤΡΟΛΑΤΡΙΑ

ἱ­ε­ροῦ δέν­δρου. Γυ­ναι­κεί­α μορ­φὴ “οἰ­μώ­ζει καὶ πλήτ­τει τοὺς μη­ροὺ­ς” κα­τὰ τὴν ὁ­μη­ρι­κὴ ἔκ­φρα­ση. Δε­ξι­ὰ ἄλ­λη γυ­ναι­κεί­α μορ­φὴ κλαί­ει κλί­ νου­σα ὑ­πε­ρά­νω βω­μοῦ. Πι­θα­νὴ ἔν­νοι­α τῆς πα­ρα­στά­σε­ως: “ἐκ τοῦ θα­ νά­του γεν­νᾶ­ται ἡ ζω­ή”. Αὐ­τὸς ὁ πι­θα­νὸς τί­τλος τῆς πα­ρα­στά­σε­ως θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ χα­ρα­κτη­ρί­σει σὲ γε­νι­κὲς γραμ­μὲς τὴν κυ­ρί­α ἰ­δέ­α τοῦ ποι­ή­μα­τος, «Αὐ­τὰ εἶ­παν οἱ νε­κροὶ στὰ δέν­δρα». Τί λοι­πὸν δένδρο χρυ­σα­φέ­νια ἀρ­χὴ στὴ χά­ση καὶ στὴ φέ­ξη κα­τά­δυ­ση ἢ παι­χνί­δι ἀ­στρα­πῆς καὶ κό­σμου μὲ τὸ μα­νι­α­κὸ σκο­τά­δι; Τὸ δέν­δρο χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται «χρυ­σα­φέ­νια ἀρ­χή», καὶ τὸ ἐ­πί­θε­το ξα­νὰ ὑ­πο­νο­εῖ τὴν δι­ά­σπα­ση τοῦ ἥ­λι­ου σὲ δέν­δρα. Τὸ «ἀρ­χὴ» χα­ρί­ζει τὴν βα­ρύ­τη­τα κά­ποιου ἀ­ξι­ώ­μα­τος. Στὸ μα­κρὺ αὐ­τὸ ποί­η­μα, μὲ σύμ­βο­ λο τὸ δέν­δρο, συν­τε­λεῖ­ται μιὰ πνευ­μα­τι­κὴ βλά­στη­ση, μιὰ ἀ­νά­στα­ση ἀ­πὸ τὸν μα­ρα­σμὸ καὶ τὸν θά­να­το, ὅ­πως στὶς κρη­το­μυ­κη­να­ϊκ ­ ὲς πα­ρα­ στά­σεις μὲ τὴν πα­ρου­σί­α τοῦ ἱ­ε­ροῦ δέν­δρου δη­λοῦ­ται ἡ θνή­σκου­σα καὶ ἀ­να­γεν­νώ­με­νη βλά­στη­ση. Ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­στα­ση, ὄ­χι μὲ τὴν θε­ο­λο­γι­ κὴ ἔν­νοι­α, ἀλ­λὰ μὲ ἐ­κεί­νη τὴν βα­θι­ά, προ­ϊ­στο­ρι­κὴ οὐ­σί­α, ὅ­που ὁ θε­ὸς πε­θαί­νει μὲ τὸ φθι­νό­πω­ρο καὶ ξα­να­γεν­νι­έ­ται μὲ τὴν ἄ­νοι­ξη. Ἡ ἀν­τί­ λη­ψη τοῦ θα­νά­του στὴν ποί­η­ση τοῦ Πα­πα­δί­τσα εἶ­ναι πὼς ὁ νε­κρὸς δὲν πη­γαί­νει σὲ μιὰ ἄλ­λη ζω­ή, οὔ­τε χά­νε­ται, ἀλ­λὰ μὲ ἕ­ναν πα­ρά­δο­ξο τρό­πο, ἑ­νω­μέ­νος μὲ τὴν φύ­ση, εἶ­ναι ἀ­κό­μη μέ­το­χος αὐ­τῆς τῆς ζω­ῆς, κοι­μώ­με­νος ἢ με­ταμ­φι­ε­σμέ­νος σὲ κά­τι ἄλ­λο, μέ­χρι τὴν στιγ­μὴ τῆς ἀ­φύ­ πνι­σης καὶ τῆς αἴ­σθη­σης, ποὺ τὴν ὀ­φεί­λει στὸ δέν­δρο. Ὁ νε­κρὸς εἶ­ναι καὶ ὁ υἱ­ὸς τῆς ἀ­νά­στα­σης. «Ὁ υἱ­ὸς τῆς ἀ­νά­στα­σης» μέ­σα στὸ ποί­η­ μα γί­νε­ται νε­ρὸ καὶ ἀ­έ­ρας ἢ ὁ­ποι­οδ ­ ή­πο­τε στοι­χεῖ­ο, ποὺ πε­ρι­έ­χε­ται στὴν ἄ­νοι­ξη. «Βρον­το­φω­νῶ», θὰ πεῖ, «καὶ ἡ φύ­ση μ’ ἀ­πο­κρί­νε­ται μὲ τὰ κα­θη­με­ρι­νά της λου­λού­δια καὶ μὲ τὰ θα­λασ­σό­κρου­στα οὐ­ρά­νι­α». Γεν­νι­έ­ται καὶ πε­θαί­νει «μὲ ἄ­γρυ­πνες τοῦ ἅ­δη αἰ­σθή­σεις». Τί εἶ­παν οἱ νε­κροὶ στὰ δέν­δρα; «Ἄν μοῦ λεί­ψει ἕ­να σθέ­νος κι ἕ­να δέν­δρο — θὰ χα­θῶ με­σο­πέ­λα­γα — καὶ στὶς ἐρ­μιὲς τὰ κόκ­κα­λά μου ἡ βρο­χὴ θὰ σα­ πί­ζει». Ἡ αἴ­σθη­ση τῆς ζω­ῆς ἢ τῶν ἀ­πό­ηχ­ ών της εἶ­ναι ἔν­το­νη ἀ­κό­μη καὶ στὸν θά­να­το: οἱ φλέ­βες χτυ­ποῦν ἀ­κό­μη. Αὐ­τὸς ὁ θά­να­τος «μὲ ὄ­ψη ἄ­νοι­ξης» δι­αφ ­ αί­νε­ται καὶ στὸ ποί­ημ ­ α «Λό­γος στοὺς Δελ­φούς». «Τό­τε μὲ εἶ­παν ἄν­θρω­πο ἀ­να­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­νο σὲ νυ­χτιὰ κι ἀ­στρο­φεγ­γιὰ — ἄν­θρω­πο μ’ ἕ­να χέ­ρι δρο­σε­ρὸ νὰ πι­ά­νε­ται ἀπ’ τὸ χά­ος — καὶ μὲ χί­λι­α 38


ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙA  ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ Η ΔΕΝΤΡΟΛΑΤΡΙΑ

ἄλ­λα νὰ δι­ώ­χνει ἀπ’ τὶς πτυχές του — τὶς ἀλ­λε­πάλ­λη­λες ρι­πὲς θα­νά­ του, θα­νά­του μὲ ὄ­ψη ἄ­νοι­ξης». Στὸ ποί­η­μα, «Αὐ­τὰ εἶ­παν οἱ νε­κροὶ στὰ δέν­τρα», ὁ νε­κρὸς καὶ τὸ δέν­δρο μᾶς θυ­μί­ζει τὴν πα­ρά­στα­ση ἀ­πὸ τὴν λί­θι­νη λάρ­να­κα τῆς μι­νω­ι­κῆς Κρή­της, ὅ­που μα­ζὶ μὲ τὸν νε­κρὸ ὑ­πάρ­χει καὶ ἐν­τὸς πε­ρι­βό­ λου τὸ ἱ­ε­ρὸ δέν­δρο, ἄ­με­σα συν­δε­όμ ­ ε­νο μὲ τὴν λα­τρεί­α τῆς βλά­στη­σης. Ὁ νε­κρὸς καὶ ὁ υἱ­ὸς τῆς ἀ­νά­στα­σης εἶ­ναι τὸ ἴ­διο πρό­σω­πο στὸ ποί­η­ μα, ποὺ θνή­σκει καὶ ἀ­να­γεν­νᾶ­ται μὲ τὴν πα­ρου­σί­α τοῦ δέν­δρου, τῆς χρυ­σα­φέ­νιας ἀρ­χῆς, εἶ­ναι μορ­φὲς τοῦ ἴ­διου τοῦ ποι­η­τῆ, πού, ὅ­πως ὁ νεκρὸς τῆς λάρ­να­κας, θὰ πεῖ τὴν βα­θι­ὰ εὐ­χὴ καὶ ρή­ση γιὰ τὴν ζω­ὴ καὶ τὸν θά­να­το. Μα­ζί μου εἶ­πα νὰ πά­ρω ἕ­να δέν­τρο γιὰ σκι­ά.

39


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.