ΤΟ ΓΟΥΡΟΥΝΑΚΙ ΜΕ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΜΥΤΗ Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα γουρούνι με μεγάλη μύτη. ΄Ολοι το κορόιδευαν. Μια μέρα λέει στη μαμά του: «΄Ολοι με κοροϊδεύουν…». Η μαμά του, λυπήθηκε πολύ. Πέρασε καιρός και μαζεύτηκαν όλα τα ζώα για να κάνουν συνέλευση. Ο σκίουρος τους πρότεινε να πάνε στο σπίτι του. Τα ζώα συμφώνησαν και αφού πήγαν εκεί, ο σκίουρος τους είπε: «Μην κοροϊδεύετε το γουρούνι, γιατί στεναχωριέται. Αν είχατε και εσείς μεγάλη μύτη θα σας άρεσε να σας κοροϊδεύει το γουρούνι;» Και από τότε δεν ξανακορόιδεψαν το γουρουνάκι.
ΤΟ ΠΡΟΒΑΤΟ ΚΑΙ ΤΑ ΜΠΟΤΙΝΙΑ Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα πρόβατο. Δεν άκουγε τη μαμά του. Όταν του έλεγε: «Πήγαινε να αγοράσεις αλεύρι», εκείνο δεν πήγαινε, γιατί νόμιζε ότι θα λέρωνε τα χέρια του. Μια μέρα του λέει η μαμά του: «Πήγαινε στη λαϊκή και αγόρασε ένα πανί». Το πρόβατο πήγε κι εκεί ήταν ένας έμπορος που φώναζε: «΄Εχω κάτι τέλεια μποτάκια. Είναι μόνο για χορό…». Το πρόβατο τα αγόρασε, τα φόρεσε και άρχισε να χορεύει. Εκεί που χόρευε, πήγε ψηλά στον ουρανό. Φοβήθηκε εκεί ψηλά, έβγαλε τα μποτάκια και κατέβηκε στο χορτάρι. Γύρισε στο σπίτι του, ζήτησε συγγνώμη από τη μαμά του και από τότε την άκουγε συνέχεια.
ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΠΟΥ ΓΕΛΑΓΕ
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα άλογο που συνέχεια γέλαγε. Αυτό όμως ενοχλούσε τους γείτονες, την οικογένειά του και τους φίλους του. Γι’ αυτό το άλογο στενοχωριόταν. Πήρε λοιπόν την απόφαση να σταματήσει να γελάει τόσο πολύ και από τότε όλοι του φέρονταν καλά και το άλογο χαιρόταν πάρα πολύ.
ΤΟ ΚΟΥΝΕΛΑΚΙ ΚΑΙ ΤΑ 7 ΜΥΡΜΗΓΚΑΚΙΑ Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό κουνελάκι. Μια μέρα πήγε στο δάσος να κάνει μια βολτίτσα. ΄Ετσι όπως περπατούσε, πάτησε καταλάθος μια μυρμηγκοφωλιά. Το είδε και έσκαψε για να την ανοίξει. Ευτυχώς τα κατάφερε. Τα μυρμήγκια, όταν το κουνέλι άνοιξε τη μυρμηγκοφωλιά, διαμαρτυρήθηκαν. Η κουκουβάγια όμως που ήταν πάνω ψηλά στο δέντρο είπε στα μυρμήγκια ότι το κουνέλι το έκανε καταλάθος και από τότε τα 7 μικρά μυρμηγκάκια και το κουνέλι έγιναν οι καλύτεροι φίλοι.
ΤΟ ΚΑΤΣΙΚΑΚΙ ΚΑΙ ΟΙ ΚΥΝΗΓΟΙ Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα κατσικάκι. ΄Ηταν πολύ καλό με τους φίλους του και τους γονείς του. Τους βοηθούσε όλους όταν χρειάζονταν βοήθεια και γι’ αυτό όλοι το αγαπούσαν. Μια μέρα το κατσικάκι πήγε στο δάσος για να κάνει μια βολτίτσα, αλλά άκουσε «μπαμ, μπουμ…» και είδε τότε τους κυνηγούς. Οι κυνηγοί το κυνήγησαν. Φώναξε τότε τους φίλους του και τους γονείς του κι εκείνοι ήρθαν και το βοήθησαν. ΄Εδιωξαν τους κυνηγούς και το κατσικάκι τους ευχαρίστησε όλους.
Ο ΛΑΚΗΣ Ο ΑΡΚΟΥΔΑΚΗΣ Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα αρκουδάκι που το ’λεγαν Λάκη. ΄Ηταν μικρόσωμο αλλά κατά τα άλλα κανονικό και γι’ αυτό το λάτρευαν όλοι. Μια μέρα το έσκασε από το σπίτι του χωρίς να το δει η μαμά του και ο μπαμπάς του. Περπάτησε, περπάτησε, κουράστηκε και είπε να γυρίσει πίσω. Γυρίζοντας ξέχασε από ποιο δρόμο να πάει, γιατί είχε δυο δρόμους, και πήγε από τον άλλο δρόμο. ΄Ετσι χάθηκε και άρχισε να κλαίει. Μαζεύτηκαν τότε κοντά του τα υπόλοιπα ζώα του δάσους και τον βοήθησαν να βρει το δρόμο του σπιτιού του. Όταν γύρισε στο σπίτι του, ζήτησε συγγνώμη από τη μαμά του και τον μπαμπά του.
Ο ΣΚΥΛΟΣ ΚΑΙ Η ΓΑΤΑ Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας σκύλος και μια γάτα. ΄Ηταν εχθροί. Συνέχεια τσακώνονταν, μάλωναν και κυνηγούσε ο ένας τον άλλο. Μια μέρα η γάτα έφυγε από το σπίτι της και βγήκε έξω, αλλά είδε ένα αγριόσκυλο και πήγε να την αρπάξει. Τότε ήρθε «ο εχθρός της», ο άλλος σκύλος και το έδιωξε το αγριόσκυλο. Μια άλλη μέρα βγήκε ο σκύλος από το σπίτι του, αλλά στο δρόμο που πήγαινε είδε πέντε γάτες να τον περικυκλώνουν, ώσπου ήρθε η άλλη γάτα «η εχθρός του» και τις έδιωξε. Από τότε σκύλος και γάτα έγιναν οι καλύτεροι φίλοι.
Ο ΠΙΓΚΟΥΙΝΟΣ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΠΕΤΑΞΕΙ
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας πιγκουίνος που ήθελε να πετάξει. ΄Ολοι του έλεγαν: «Δεν μπορείς να πετάξεις…». Εκείνος προσπαθούσε να πετάξει, αλλά δεν τα κατάφερνε. Μια μέρα ανέβηκε στη σκεπή του σπιτιού του νομίζοντας ότι θα πετάξει. Μια άλλη μέρα ανέβηκε σε μια κολόνα. Πάλι νόμιζε ότι θα πετάξει. Η κολόνα κουνιόταν, διαλύθηκε και ο πιγκουίνος έπεσε κάτω. ΄Ολοι νόμιζαν ότι θα πεθάνει, αλλά τον είχε πιάσει ευτυχώς η μαμά του. Ο πιγκουίνος και μετά απ’ αυτό, προσπαθούσε, προσπαθούσε, αλλά ποτέ δεν τα κατάφερνε. Συνέχιζε να πιστεύει ότι θα πετάξει, αλλά αυτό ποτέ δε γινόταν. Η μαμά του συνέχεια και συνέχεια του έλεγε: «Δεν μπορείς να πετάξεις…». Μια μέρα έπεσε για ύπνο και ονειρεύτηκε ότι ήταν πάνω σε ένα σύννεφο και πετούσε. ΄Εβλεπε τον καταγάλανο ουρανό και έλεγε: «΄Εχετε άδικο… Μπορώ να πετάξω!»
ΤΟ ΣΚΥΛΑΚΙ ΜΕ ΤΟ ΛΟΥΡΙ Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα σκυλάκι. Στο λαιμό του φορούσε ένα λουρί. Προσπαθούσε να το βγάλει, αλλά δεν τα κατάφερνε. Το έλεγε και στους γονείς του, αλλά αυτοί του έλεγαν: «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα…». Το σκυλάκι έκλαιγε, γιατί κανένας δεν μπορούσε να το βοηθήσει, να του βγάλει το λουρί. Μια μέρα, το σκυλάκι πήγε μόνο του στο δάσος. Εκεί είδε πολλά δέντρα και πολλά φυτά. Προσπάθησε να βγάλει το λουρί, αλλά δεν τα κατάφερνε. Τότε είδε στο λουρί ένα κουμπάκι. Το σκυλάκι έβγαλε το κεφαλάκι του από την τρύπα και το λουρί βγήκε από το λαιμό του.
Ο ΒΑΤΡΑΧΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΟΚΑΛΑΚΙ Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας βάτραχος σε μια λιμνούλα. Είδε να περνάει μπροστά από τη λίμνη ένα κοριτσάκι, αλλά του έπεσε ένα κοκαλάκι. Το πήρε ο βάτραχος και το πήγε στους γονείς του. Το κοίταξαν καλά καλά, αριστερά, δεξιά, δεν ’ξέραν καν πώς το ’λέγαν. Το έδειξε σε όλους όσους ζούσαν στη λίμνη. Κανένας δεν ήξερε τι ήταν και σε ποιον ανήκε. Τότε ο βάτραχος πήγε και περίμενε το κοριτσάκι έξω από τη λίμνη. Το κοριτσάκι ήρθε ανήσυχο ψάχνοντας για το κοκαλάκι του. Ο βάτραχος έδωσε το κοκαλάκι στο κοριτσάκι και από τότε έγιναν φίλοι.
Η ΜΕΓΑΛΟΣΩΜΗ ΚΟΤΑ Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μεγαλόσωμη κότα. ΄Ολοι τη φοβούνταν. Η κότα έκλαιγε γιατί δεν την πλησίαζε κανείς. Τη φοβούνταν όλοι επειδή ήταν μεγαλόσωμη και νόμιζαν ότι θα τους κάνει κακό. Η κότα πήγε μια μέρα στο δάσος, γνώρισε μεγαλόσωμα ζώα και έγιναν φίλοι της. ΄Ολοι μαζί πήγαν στο κοτέτσι και εξήγησαν στις κότες ότι δεν έχει σημασία πώς είναι η εξωτερική εμφάνιση κάποιου, αλλά πόσο ζεστή είναι η καρδιά του και έγιναν όλοι φίλοι.
ΤΟ ΠΑΠΑΚΙ ΠΟΥ ΚΟΡΟΪΔΕΥΕ Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα παπάκι. Συνέχεια τους κορόιδευε όλους όσους ζούσαν στη λίμνη. « Δεν πρέπει να κοροϊδεύεις κανέναν», του έλεγε η μαμά του, που μέχρι και αυτήν κορόιδευε. -Δε θα το έχουμε φίλο αυτό το παπί… -Συνέχεια με κοροϊδεύει… -Και ’μένα… -Και ’μένα…, έλεγαν τα άλλα παπάκια. Το παπάκι νόμιζε ότι τα υπόλοιπα παπάκια θα εξακολουθούσαν να τον έχουν φίλο. Μόλις όμως είδε ότι έμεινε μόνος του, σταμάτησε να κοροϊδεύει και από τότε που σταμάτησε να κοροϊδεύει τους άλλους, όλοι τον είχαν φίλο.
Η ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΔΑΡΟΥΣΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια σαρανταποδαρούσα. Είχε σαράντα παπούτσια με σαράντα κορδόνια. Σε κάθε βήμα της έπεφτε, γιατί λύνονταν τα κορδόνια της και τα πατούσε. Μια μέρα λέει: -Ε, δεν τα θέλω τα παπούτσια. Είναι άχρηστα για μένα. Σε κάθε βήμα πέφτω. Θα τα πετάξω στα σκουπίδια! - Όχι, όχι, της είπαν τα ζώα του δάσους. -Καλά θα τα δώσω στα σκυλάκια που κρυώνουν οι πατούσες τους. Αχ, τα καημένα! Όταν το άκουσαν αυτό τα σκυλάκια, πέταξαν από τη χαρά τους.