Κάθε ήχος πηγάζει από μία διαταραχή – ένα γυαλί που σπάει. Η διαταραχή κάνει τα «μόρια» να αναπηδάνε έναντι σε άλλα «μόρια». Αυτή η αλυσιδωτή κίνηση παίρνει την μορφή ενός κύματος, που απλώνεται έξω από την πρώτη διαταραχή μέσα σε ένα παλμικό μοτίβο εναλλασσόμενης συμπίεσης και αποσυμπίεσης. Το κύμα αυτό κινείται μέσω του αέρα, του νερού, του ξύλου, του γυαλιού, μέσα από την σάρκα και τα οστά, μέσα από την γη και την πέτρα (Lupton & Lipps, 2018). Όταν το κύμα προκαλεί τους μηχανισμούς μέσα στο αυτί ενός ατόμου να δονούνται, ο εγκέφαλος το λαμβάνει ως ήχο.
Ο ήχος δεν είναι το ίδιο πράγμα με την ακοή. Η ακοή συμβαίνει αφού το ηχητικό κύμα μεταφέρει τα δεδομένα του στο ακουστικό νεύρο και τον εγκέφαλο. Η ακοή όμως δεν είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο κάποιος μπορεί να βιώσει τον ήχο - σε έναν δρόμο, το πεζοδρόμιο σείεται όταν περνάει ένα φορτηγό και σε μία συναυλία, ο ρυθμός των οργάνων μουσικής χτυπά πάνω στο στήθος και δίνει παλμό στα πόδια (Lupton & Lipps, 2018). Γίνεται έτσι ένα με τον χώρο - αλλά είναι δυνατόν ο ήχος να είναι χωρικός; Ο ήχος μπορεί να εισέρχεται στα αυτιά σε ένα ενιαίο κύμα, όμως, η κατεύθυνση του ήχου σε ένα περιβάλλον, έρχεται από διαφορετικές πηγές. Αυτή η διεύθυνση, βοηθά τους δέκτες να ξεμπλέκουν τους διαφορετικούς πομπούς και να χτίζουν μία εικόνα τόπων και γεγονότων
Εικόνα 21: Γλυπτό κινητικού νήματος που οπτικοποιεί τον ήχο, LABoral Art and Industrial Creation Centre
Εικόνα 22: «Faraday waves», «φωτογραφία» ήχου Linden Gledhill
Όπως η διόφθαλμη όραση δημιουργεί την αίσθηση του βάθους αφού ενώνει δύο εικόνες, η διφωνική ακοή δημιουργεί βάθος συνδυάζοντας εισαγόμενη δύναμη από το δεξί και το αριστερό αυτί. Έτσι, προκύπτει το αντιληπτό ηχητικό τοπίο ή αλλιώς το ηχοτοπίο, το οποίο, συνδυάζει ήχους που προκύπτουν από το περιβάλλον. Τα ηχοτοπία αυτά ταυτίζονται στη συνέχεια με εικόνες, εμπειρίες και αναμνήσεις, όπου προκαλούν διάφορες σωματικές και συναισθηματικές αντιδράσεις. Ο ήχος θυμίζει την ζωντάνια του κόσμου και επικοινωνεί για το τι συμβαίνει μέσα και έξω από το σώμα. Άρα ο ήχος είναι από μόνο του ένα όργανο επικοινωνίας που συνδέει έμμεσα το άτομο με το περιβάλλον. Θα μπορούσε, επομένως, να θεωρηθεί, ως μία έμμεση απτική επαφή, δίνοντας την δυνατότητα στον σχεδιασμό να μεταφράζει τον ήχο σε απτικές δονήσεις και γραφικές εικόνες δημιουργώντας στο άτομο μία πολύπλευρη κατανόηση.
Η αρχιτεκτονική με τη σειρά της σχηματίζει τον ήχο – και ο ήχος σχηματίζει την αρχιτεκτονική. Οι σχεδιαστές ασχολούνται με το βιωμένο, σωματικό φαινόμενο του ήχου - oι υφές, όπως υφάσματα, μοκέτες και ταπετσαρίες τοίχου απαλύνουν τους απόηχους ενός χώρου. Είτε ακούγεται από το αυτί είτε αισθάνεται με το σώμα, ο ήχος περιβάλλει το άτομο μέσα σε ένα πλούσιο μουρμουρητό της ύπαρξης.
Η ΟΣΦΡΗΣΗ & Η ΓΕΥΣΗ
Εικόνα
Εικόνα 25: «Ρόδα Αρώματος Drom (Drom Fragrance Wheel)», αναπτύχθηκε από την Drom, μία παγκόσμια εταιρία αρώματος που δημιουργήθηκε το 1911 στην Γερμανία
Η πιο επίμονη μνήμη κάθε τόπου είναι συνήθως η μυρωδιά του (Pallasma, 2005). Μία συγκεκριμένη μυρωδιά, μπορεί μη συνειδητά, να επαναφέρει το άτομο σε έναν, ξεχασμένο από την μνήμη του, χώρο. Η μυρωδιά ανακαλεί την ανάμνηση της όρασης. Όμως η όραση μεταφέρεται και στην γεύση. Συγκεκριμένα χρώματα και ευαίσθητες λεπτομέρειες προκαλούν στοματικές αισθήσεις.
Λόγω της θέσης της μύτης και του στόματος στο σώμα ορίζεται αυτή η αλληλοσυνδεσή τους - η μία αίσθηση ολοκληρώνει την άλλη. Όταν αναφέρεται κάποιος στις μυρωδιές και τις γεύσεις, ουσιαστικά μιλάει για ένα φάσμα μη απτών αισθήσεων. Σε αντίθεση με την απλή γλώσσα, η τέρμα εκλεπτυσμένη μύτη επικοινωνεί με τον οσφρητικό φλοιό και την εγκεφαλική δομή. Η αίσθηση της μυρωδιάς είναι ένα εργαλείο μεγάλης ακρίβειας, καθώς, δεν διδάσκει το άτομο τίποτα από το περιβάλλον, αλλά παράγει ευχάριστες ή μη ευχάριστες εντυπώσεις που καθορίζουν το τι επιθυμεί, παρά το τι γνωρίζει.
Η σχέση μεταξύ μυρωδιάς, μακροπρόθεσμης μνήμης και συναισθήματος δημιουργεί ένα συλλογικό σχήμα. Οι αισθήσεις που προκαλούνται από την οσφρητική αίσθηση μπορούν να ενσωματωθούν στην εφαρμογή. Το κλειδί αυτής της αισθητηριακής αντίληψης δεν βρίσκεται στο τι μυρίζει αλλά στο πώς κυκλοφορεί η μυρωδιά στον χώρο Η μυρωδιά δεν είναι υποκειμενική, είναι απλά πολύ περίπλοκο να επικοινωνήσει αντικειμενικά με σκοπό την επίτευξη κάποιας ομοφωνίας (Lupton & Lipps, 2018). Λόγω της πολυφωνίας των αισθήσεων της μυρωδιάς και της γεύσης είναι αδύνατον ο άνθρωπος να έχει τα ίδια «εμπειρικά σχήματα» με κάποιον άλλον - αυτό είναι που κάνει τον καθένα ξεχωριστό. Η γεύση με τη σειρά της ενώνει όλες τις αισθήσεις. Η ικανότητα του ατόμου να διαφοροποιεί μία τεράστια γκάμα από γεύσεις αντανακλά στις υψηλές ανθρώπινες δυνατότητες της σκέψης και της συνείδησης, οι οποίες βασίζονται στην αίσθηση της μυρωδιάς.
Εικόνα 27: Υπολογισμός Συνδυασμών, της Foodpairing, εργαλείο για να δημιουργεί και να αναλύει συνδυασμούς
Εικόνα 28: «Stroke», εγκατάσταση, Anya Gallaccio
Εικόνα 29: «Η Τέχνη της Μυρωδιάς (The Art of Scent)», εγκατάσταση, Μουσείο Τέχνης και Σχεδιασμού, Νέα Υόρκη
Εικόνα 30: «Teardrop», εγκατάσταση, Marije VogelzangΕικόνα 32: Οπτικοποίηση της Μυρωδιάς, εργαστηριακή μελέτη πάνω στην ρευστή μηχανική των αρωμάτων, στο πλαίσιο ενός πανεθνικού έργου για την κατασκευή ενός ρομπότ που μπορεί να μυρίζει, εικόνα του Brian Gill
Ο εγκέφαλος συγχωνεύει μαζί μυρωδιές, γεύσεις, υφές και άλλες ποιότητες. Η γεύση είναι ένα ενοποιημένο αισθητηριακό αντικείμενο – ένα Gestalt – που ξεδιπλώνεται στον χώρο και στον χρόνο (Lupton & Lipps, 2018). Η γεύση συνδέεται άμεσα και με την οπτική αντίληψη – όπως ένα χρώμα μπορεί να φέρει μία ανάμνηση και να κινήσει ένα αίσθημα.
Οι αισθήσεις αυτές βασίζονται στην προσωπική αντίληψη του καθενός επομένως εκλαμβάνονται διαφορετικά από τον καθένα. Το βασίλειο της όσφρησης έχει τη δύναμη να επαναφέρει αναμνήσεις εγκαθιδρύοντας συσχετισμούς με το παρελθόν (Jhamaria, n.d). Μια αρωματική ατμόσφαιρα βοηθά στην αφοσίωση του χρήστη και σε συνδυασμό με άλλες αισθήσεις βοηθά στη δημιουργία ενός καλοφτιαγμένου περιβάλλοντος. Η γεύση βέβαια δε σχετίζεται τόσο άμεσα με τον χώρο αυτό καθ’ αυτό, όσο με το περιβάλλον γενικότερα και συνεπώς με τις ιδιαιτερότητες κάθε τόπου (Σκορλέτου & Τζεβελέκου, 2014). Έτσι, κάθε τόπος, και αντίστοιχα η αρχιτεκτονική του, συνδέεται με μία ξεχωριστή γευστική εμπειρία, επιδρώντας ουσιαστικά στον τρόπο που εξελίσσεται, μεταβάλλεται και διαμορφώνεται.
Εικόνα
σαν «Υφές»
ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ ΤΟ ΑΟΡΑΤΟ | Η ΔΙΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Τι είναι το ορατό; Τι είναι αυτό που κάνει ορατό ένα πράγμα; Και ποια είναι η ορατότητα του πράγματος; (Merleau-Ponty, 1968) Αυτές είναι οι ερωτήσεις μιας φαινομενολογικής αντίληψης. Το άτομο έχει την έμφυτη ικανότητα να θυμάται και να φαντάζεται τόπους. Η αντίληψη, η μνήμη και η φαντασία βρίσκονται σε μία συνεχή αλληλεπίδραση (Pallasma, 2005). Η μνήμη έχει τον αναγκαίο ρόλο να λειτουργεί ως βάση ανάμνησης ενός χώρου ή τόπου.
Ακολουθώντας την σκέψη του Marleau-Ponty: το αισθητό πράγμα είναι το μέρος όπου το αόρατο αιχμαλωτίζεται από το ορατό. Επομένως θα ήταν λάθος να μιλάει κάποιος για το ορατό ως ορατό. Το αισθητό πράγμα δεν υπάρχει απλά στον χώρο, όμως λειτουργεί σαν μία διεύθυνση που προΐσταται των ορατών. Έτσι γίνεται ένας διάλογος μεταξύ της αντίληψης των στοιχείων σε έναν χώρο και της αντίληψης των πραγμάτων του – μια αισθητική ενότητα εμπειρίας Το αόρατο –αισθητό- πρακτικά είναι μία πολυεπίπεδη αντίληψη του ορατού. Το αόρατο πεδίο, που συσσωρεύεται πάνω όπου το ορατό βρίσκεται, δεν αποτελείται από μία συλλογή «αντικείμενων μνήμης», αλλά από ένα συνονθύλευμα από άξονες, επίπεδα και γραμμές, δηλαδή, μία συλλογική δύναμη του ορατού, από όπου το άτομο ορίζεται και κατέχεται από αυτά.
Εικόνα 45: Η Ιεραρχία των αισθήσεων, διάγραμμα κατά Heilig (1992)
σουρεαλιστικές αποτύπωσεις, Peter Verschoren
σουρεαλιστικές αποτύπωσεις, Peter Verschoren
Εικόνες 51-55: Αισθητικές
Η αίσθηση έχει άμεση σύνδεση με την αντίληψη του εαυτού, γι’ αυτό η αντίληψη του σώματος για την κίνηση και τον προσανατολισμό επεξεργάζεται συνεχώς αλλά υποσυνείδητα από τον εγκέφαλο. Μιλώντας όμως για πράγμα, όπως αναφέρθηκε, πως θα μπορούσε κάποιος να ορίσει αυτό το πράγμα; Γιατί το άτομο να δώσει το αίσθημα σε ένα πράγμα; Η μνήμη πυροδοτείται από την σκέψη. Η σκέψη είναι το οχυρωματικό έργο γύρω από το «πράγμα». Όπου υπάρχει σκέψη, υπάρχει και το «πράγμα» που την υπαγορεύει (Καγγελάρης, Τρόπος του Λέγειν, η μορφή των πραγμάτων στην τέχνη και τον βίο ιδιαίτερα στην αρχιτεκτονική, 2020). Εδώ αρχίζει η διαχρονική ανάγκη του ανθρώπου να δώσει μία σκοπιμότητα και υλική υπόσταση σε ένα προϊόν της σκέψης του - έχει την ανάγκη ο άνθρωπος να δώσει όγκο στο «κάτι», ακόμη και όταν δεν χρειάζεται. Αν ακολουθηθεί αυτός ο συλλογισμός, τότε η αίσθηση και η εμπειρία που λαμβάνει ο δέκτης προέρχεται μόνο από ένα υπαρκτό «είναι» ή ένα υλικό «κάτι» το οποίο απλά «υπάρχει».
Εικόνες 58 - 64: Οπτικό διάγραμμα, Mitch Sinclair, Jane Fulton Suri, Ingrid Fetell, Jeewon Jung, Michael Hendrix, & Gian Pangaro
Όμως η αίσθηση δεν βασίζεται μόνο σε ένα απτό πράγμα αλλά ένα πεδίο. Αυτό το πεδίο δεν προκαλεί μόνο τις μνήμες και τις εμπειρίες του ανθρώπου αλλά επηρεάζει την ψυχοσύνθεσή του – το «είναι» του. Με αυτή την βάση «κινείται» το άτομο και όταν παρατηρεί ένα έργο τέχνης. Η τέχνη προκαλεί συναισθήματα γιατί δημιουργείται με συναίσθημα. Η συζήτηση μεταξύ έργου και ανθρώπου δεν γίνεται με βάση την αισθητική απόλαυση αλλά μέσω μίας αμοιβαίας κατανόησης πομπού και δέκτη – όπου πομπός το αίσθημα του καλλιτέχνη το οποίο έχει περαστεί στον καμβά και δέκτης το άτομο που παρατηρεί το αποτέλεσμα και φέρνει νοητικά την πρόοδο που υπήρξε πριν το τέλος. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται αντιληπτό το αισθητό.
Επομένως το αόρατο παίρνει την μορφολογία του διαισθητικού καθώς συνδυάζεται με εμπειρίες και αναμνήσεις οπότε το άτομο αναγνωρίζει ανάλογα τα μοτίβα και τις αντιδράσεις του. Εδώ έχει και τις ρίζες της η διαισθητική αρχιτεκτονική. Αν και βασίζεται στις κύριες αισθήσεις, αυτό που την διαφοροποιεί είναι πως λειτουργεί με το πνεύμα, πάει δηλαδή ενάντια στους κανόνες και τα ιδανικά με σκοπό να φέρει μία ψυχική ολότητα.