Editorial
Οι Ερωτες έφτασαν και στην «τρίτη εποχή» τους: την πιο απαιτητική. Γιατί πώς ερωτεύεσαι το καλοκαίρι στην Αθήνα; Πώς ερωτεύεσαι την ίδια την Αθήνα, με τους τόνους τσιμέντο να φλέγονται, πλακώνοντας τους εναπομείναντες κατοίκους, όσοι δεν κατάφεραν να αποδράσουν προς παραθαλάσσιους προορισμούς των καλοκαιρινών στερεοτύπων; Αν αναλογιστούμε και τις νέες δύσκολες συνθήκες των τελευταίων πολιτικοκοινωνικών εξελίξεων, με την κινδυνολογία και την απαισιοδοξία να πλανώνται στην ατμόσφαιρα, καταλαβαίνουμε πως οι 20 Αθηναίοι αυτού του τεύχους είχαν δύσκολη αποστολή: να μιλήσουν για Ερωτα στην πιο αντιερωτική εποχή της Αθήνας. Κι όμως, μας εξέπληξαν και τα κατάφεραν. Και οι 20 είχαν μία ενδιαφέρουσα ιστορία να μας πουν ή μία ανεπίδοτη επιστολή γι’ αυτήν την πόλη, που εκκρεμούσε. Ακόμα κι αν ένιωθαν τον ήλιο να καίει και τον ιδρώτα να κυλάει στα πρόσωπά τους, είχαν όλοι φυλαγμένη μία αγαπημένη γωνία-«καταφύγιο», καλά κρυμμένη μέσα στην πόλη, και αντίθετα στους φόβους μας, μέσα στα κείμενά τους φαίνεται να συγκλίνουν όλοι στο εξής: ότι η Αθήνα εξακολουθεί να είναι το ιδανικό σκηνικό για τις ερωτικές σεκάνς μας. Γιατί ο Ερωτας δεν έχει εποχή. Ή, για να είμαστε ακριβείς, έχει όλες τις εποχές. Κι ακόμα κι ανεκπλήρωτος ή πληγωμένος, εξακολουθεί να είναι μια πόρτα προς την αισιοδοξία, γιατί είναι ό,τι μας κρατάει ζωντανούς, δίνοντάς μας λόγο να συνεχίσουμε. Ακόμη κι αν μας πλακώνουν τόνοι πυρωμένων τσιμέντων κι ο ιδρώτας κυλάει καυτός στους κροτάφους μας. Και το ένα και το άλλο, άλλωστε, είναι απολύτως συνδεδεμένα με τον Ερωτα στην απόλυτη μορφή του. Να έχετε ένα όμορφο (υπόλοιπο) καλοκαιριού. Η πόλη αυτή την εποχή μένει βουβή και όμορφη. Τα βράδια λέει τα μυστικά της. Κάποια απ’ αυτά θα τα διαβάσετε στις σελίδες που ακολουθούν. Γεράσιμος Ευαγγελάτος
Ñ ß ô ôcôÊ Ü ô ô Ñ n Ü ôy ÛôÚ UUU KCRPMNMJGQLCUQ EP KCRPMNMJGQ KCRPMNMJGQLCUQ EP Ñ ôÆy Ü ô ô ô ô ô$?V ô ô ô ô
Î á © ©Ë ô Ð$31./.+(2©$Ï ÔÖÎÏÍ©É Ë © Ë ôË Ò ¡©Ð á ¡© © p á ¡© ß © © Ö Ï © © © ©Ó © Ò ä © © àp ô Ïä{ ¡© É©Ö Ï © © © ©Ð Ò ô
ßn ô# ô Ê ôÑ ß ô
Í ô Ä ô~ n Í ôÎÍ ô} ß
.PMHCARô+?L?ECP ô ÅÜ ô~Ûn
Ü ô ÅÍ ôÄ y ß
nÝ ô# ô Î Û ôÊ Í ô} Í n ôÆ Í
~ Ý Å Ü ôÓ Í
~ n Ý ô~ nÛ ô Ü ô Æny Ý ô~ Û ô Í ô Ü ô ~ Ûn ôÓ Û ôÑ ß ô Ænn Ú ôÓ Í Æ ßy ôÈôÊ n ÛôÄ Æ
6
10
.¤ ¶Ì ¡ 12
14 16
18 20
¡¬¬©´ ¡
Μανώλης Αναστασάκος
®¡²³¨± «©
Αννα Οικονόμου
.¤ ¶Ì ®¸³ ¤µ
Πάνος Σουρούνης
~¬¡³¥ ¡Ì ª¡±·¥ µ
Μαρία Χούχου
{¨²¥ ®
Αντώνης Φωνιαδάκης
Φοίβος Μπότσης
.¤ ¶Ì © ¬®¸
Κατερίνα Πασπαλιάρη
~¬¡³¥ ¡Ì ©«³µ± ¡¶
Αντώνης Μποσκοΐτης
¥³¶
Κωνσταντίνα Τασσοπούλου
4 8
22
~ «¡
26 28
30
¬©Ý®¶ 32
34
38
¥ ¯®¬¨
Κωνσταντίνος Νησίδης
.¤ ¶Ì ±©¯³®¬ Ý®¸
Κική Μαυρίδου
.¤ ¶Ì ¡±©¬ ®¸Ì ±©«® ¯¨
Γιάννης Φουντουλάκης
y« ¹©
Ομάδα «Τεχνικό»
Γιούλικα Σκαφιδά
.¤ ¶Ì ´¨ ¶
Φάνης Δαλέζιος
.¤ ¶Ì ¡¼Ý¨
Κόρα Καρβούνη
¡Ì Ý ±¨
Ηλίας Κυριαζής
Στέλιος Δάβαρης 24 36
42
¡Ì Ý ±¨
Ελίζα Μπακοπούλου
~¡²¡¬©Ý ©
Μαρία Καμακάρη
40 44
Κωνσταντίνα Τασσοπούλου
6
Η Αναπαύσεως κοιμάται. Το λέει και το όνομα, πλεονασμός. Διασχίζω τη Μουσούρου, φεγγάρι αδιευκρίνιστο, ανηφοριά κουραστική, αστέρια ετοιμοθάνατα, το σχολείο με τα γκράφιτι, κουφόβραση κολλημένη στο πετσί μου, το μπαλκόνι σου, σφαλισμένα ρολά, γλαστράκια απότιστα, μία σφουγγαρίστρα που κάνει κατακόρυφο, λείπεις. Μου λείπεις. Λείπετε. Διακοπές. Ολοι λείπουν κι εγώ παραμένω. Η πόλη μου σε μελωδία χωριού. Τα αυτοκίνητα μπορούν να μετρηθούν. Περιττώματα βουκαμβίλιας. Μία κατσαρίδα τρέχει μην την προλάβει το ξημέρωμα. Βιάζομαι να μπω στο ντους. Ολα, δεν ξεβγάζονται. Βρομάει πεπόνι στην κουζίνα. Αυτό που πριν μοσχοβολούσε. Με τον καιρό θα καταφέρω να αδειάσω κι εσένα σε σακούλα. Με τον καιρό, σαν φλούδι φρούτου που βρόμισε, μα είχα προλάβει να δαγκώσω και να γλυκαθώ για πάντα.
¥³¶
Ξυπνώ αλαφιασμένη απ’ όνειρο παράξενο. Ολο πήγαινα να σε φτάσω κι όλο μου ’φευγες. Πραγματικότητα. Τέσσερις, είπε το ραδιόφωνο. Χαράζει. Και τότε χάραξε, όταν μας πήρε ο ύπνος. Δυόμισι χρόνια και δεν στέγνωσε ο ιδρώτας μας. Νοτισμένο μαξιλάρι. Τι να σου κάνει το ανοιχτό παράθυρο τον Αύγουστο; Ολόδροσο αργίτικο πεπόνι. Κουκούτσια σε κοπάδι τρέχουν στο νεροχύτη. Λιγώθηκα. Δεν λες να φύγεις κι ας ήσουν όνειρο. Βάζω σαγιονάρες, σορτσάκι, το t-shirt που φορούσα χθες. Οσο ροχαλίζει η πόλη, θα περπατήσω ως το σπίτι σου με ασφάλεια.
Η Κωνσταντίνα Τασσοπούλου είναι συγγραφέας. Το πρώτο της μυθιστόρημα «Τα κοινόχρηστα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
8
Ακούω τη διαχειρίστρια της πολυκατοικίας να μου λέει με ύφος «περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις» για το πώς ήταν κάποτε η πλατεία Βικτωρίας: εδώ έπιναν τον καφέ τους όλοι οι αστέρες του κινηματόγραφου, ηθοποιοί, σκηνοθέτες κλπ., αγνοώντας βέβαια πως η ίδια εκείνη την ώρα ομιλούσε όχι σαν σταρ, αλλά σαν καρικατούρα του παλιού ελληνικού κινηματόγραφου. Κι αυτήν, όπως και την πλειοψηφία των ομοεθνών μου της περιοχής, τους ενοχλούν, ως φαίνεται, οι Πακιστανοί που την αράζουν με τις φτηνές βερμούδες και τις σαγιονάρες τους στο πεζοδρόμιο, προκειμένου να παρακολουθήσουν το ματς απ’ την απέναντι γιγαντοοθόνη. Εμένα, πάλι, καθόλου. Εχω συνηθίσει μάλλον το ζεστό αέρα που φέρνει καθημερινά μυρωδιές από σκουπίδια, βαριές κολόνιες και ινδικά μπαχάρια. Τη θέα από το παράθυρό μου μιας ολόκληρης οικογένειας Ασιατών που προσεύχονται στο πάτωμα την ίδια πάντα ώρα, σαν να βγήκαν από ταινία του Μοσέν Μαχμαλμπάφ. Το ζευγάρι με τις πολύχρωμες φορεσιές που κρύβεται στις γωνίες, για να ανταλλάξει ένα φιλί, φοβούμενο μην εμφανιστεί από πουθενά ο κακός πατέρας του κοριτσιού -τον φαντάζομαι με πυκνό μουστάκι- και με ένα μαχαίρι τους κόψει επί τόπου τα ερωτευμένα κεφάλια τους. Οι «Εμιγκρέδες της Ρουμανίας» της Λένας Πλάτωνος αποτέλεσαν το σύντομο σάουντρακ για όσον καιρό έζησα στην πλατεία Βικτωρίας. Ακόμη δεν τους άκουσα να παίζουν πιάνο, αλλά να καβγαδίζουν τα βράδια με Ρώσους και Πολωνούς, όταν τα μπουκάλια της μπίρας σχηματίζουν βουναλάκια και το αλκοόλ κάνει τον ήδη σκοτεινιασμένο νου να καλπάζει άγρια. Η δική μου τάξη αποκαθίσταται, πάντως, όποτε βλέπω τα πυρόξανθα παιδάκια τους να παίζουν και πού και πού με κοιτούν με μάτια πελώρια-χοάνες, μέσα από τα οποία διακηρύττει κανείς τα ανθρώπινα δικαιώματα.
~¬¡³¥ ¡Ì ©«³µ± ¡¶
Αντώνης Μποσκοΐτης
Ο Αντώνης Μποσκοΐτης είναι σκηνοθέτης και δημοσιογράφος. Η ταινία του «Οδύσσειες Σωμάτων Μπαλάντα για τον Νίκο Κούνδουρο» προβλήθηκε στο 12ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
10
Μέχρι το Μάρτιο του 2008, η Αθήνα για ένα παιδί της επαρχίας ήταν εκδρομή με το σχολείο ή εξετάσεις κάποιου δικού σου σε κάποιο ψυχρό νοσοκομείο. Υστερα, σε μια ανάσα, φεύγεις σαν πουλί απ’ τη φωλιά. Και η Αθήνα είναι εκεί να σε... καταβροχθίσει, ή να σε αγκαλιάσει ζεστά... Ερωτες που κουβάλησες μαζί σου σε τηλέφωνα, ημερολόγια, όλα σε ένα συρτάρι. Νέες παρέες, κλεισμένος στο καβούκι σου, νιώθεις μόνος. Οι παλιές φωτογραφίες μυρίζουν θάλασσα και νοσταλγείς, αλλά... Περπατώντας στο Κέντρο, κάπου χωμένος στη «μουντίλα», φτιάχνεις ιστορίες με τις εκφράσεις των προσώπων τους, όταν σε προσπερνούν. Σενάρια που ποτέ δεν θα γίνουν ταινίες. Στέκεσαι για λίγο εκεί που ο δικός σου χρόνος σταματάει: κάπου στην Αιόλου, δίπλα στα γνωστά καφέ, κοντά στα υγρά μπαρ με τα περίεργα κοκτέιλ, που ναι, δεν τα είχες και στο χωριό σου. Εκεί τον φαντάζεσαι, να στέκεται κάποια στιγμή, μια άλλη να περπατάει. Να γράφει στον τοίχο κάτι για σένα, να πέφτει το φως μέσα απ’ τα φύλλα, κατευθείαν στα χέρια του. Και κάπως έτσι φτιάχνεις την αγαπημένη σου φωτογραφία, που ποτέ ως τώρα δεν τράβηξες: το καλοκαίρι να δίνει τη σκυτάλη σ’ ένα φθινόπωρο που ομορφαίνει την οδό της Αιόλου, γεμίζοντάς την με κίτρινα φύλλα και ένα αεράκι που σ’ αγκαλιάζει όπως τίποτα άλλο σ’ αυτή την πόλη.
¤ ¶Ì © ¬®¸
Κατερίνα Πασπαλιάρη
Η Κατερίνα Πασπαλιάρη είναι φωτογράφος. Συνεργάζεται με την Τεχνόπολη, ενώ τις Πέμπτες στις 10.00 μμ. την ακούμε στο offradio.gr μαζί με τον Κωνσταντίνο Πιλάβιο.
Φοίβος Μπότσης Μεταλλικά ηλιοτρόπια. Ετσι θα περάσει το φετινό καλοκαίρι. Κάθε βράδυ, εκεί γύρω στις 12, θ’ ακούγεται το τρίξιμο της πόρτας. Θα βγαίνουμε στην ταράτσα της πολυκατοικίας σου πατώντας στις άκρες των νυχιών μας. Δύο πρόσωπα θα φωτίζονται στιγμιαία.
Κλεφτές ματιές στην κυρία του απέναντι διαμερίσματος. Καθισμένη στη βεράντα της με τις λεπτές τιρκουάζ και ροζ νυχτικιές, δέρμα ρυζόχαρτο, σταυρός στο λαιμό, χέρια δεμένα κόμπος, μάτια κλειστά, μεγάλα ταξίδια. Σίγουρα μεγάλα ταξίδια.
12
Χιλιάδες κεραίες μπροστά μας, τεράστια μεταλλικά ηλιοτρόπια, θα χαζεύουν το φεγγάρι. Ενα ποτάμι φως θα κατεβαίνει ορμητικά την Αλεξάνδρας.
¤ ¶Ì ¡
Μετά θα γινόμαστε δύο καύτρες στο σκοτάδι.
Και θ’ ακουμπάω στον ώμο σου. Και θα νιώθω το δέρμα σου ζεστό και λίγο ιδρωμένο. Η πόλη θα λιγοστεύει και θα μεγαλώνει η θάλασσα. Και θα περνούν οι ώρες κι εσύ θα μου λες: κοίτα, σε λίγο ξημερώνει. Και κάθε φορά θα παρακαλάω να διαψευστείς. Και το χατίρι δεν θα μου γίνεται ποτέ. Και χρόνια μετά, όταν θα φέρνω αυτή την εικόνα στο μυαλό μου, θα νιώθω έναν οξύ πόνο αριστερά στο στήθος και θα μονολογώ: μπορεί και να σε αγαπούσα τότε τελικά.
Ο Φοίβος Μπότσης είναι συγγραφέας. Η πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Μοβ Εκόν» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι.
Αντώνης Φωνιαδάκης
14
Ετοιμάζω τη βαλίτσα μου αργά, βάζοντας τα απαραίτητα για τον επόμενο προορισμό και φροντίζω να ξεχάσω ένα t-shirt ή ένα ζευγάρι παπούτσια. Ετσι, θα είμαι «εδώ», όσο θα λείπω μακριά, λες και τα αντικείμενα που αφήνω πίσω συνεχίζουν να ζουν για μένα μια καθημερινότητα αναμονής, ως την επόμενη επίσκεψή μου, την επόμενη χρήση τους πάνω μου, στους δρόμους της πόλης... Πολλές φορές η επιστροφή στην Αθήνα γίνεται έπειτα από μήνες ή και χρόνο. Θα μπορούσε να μην υπάρχει επιστροφή... αλλά υπάρχει αυτός ο πομπός καρδιάς που εκπέμπει συνεχώς σήματα στο υποσυνείδητό μου, υπενθυμίζοντάς μου πως, όπου υπάρχει αγάπη, υπάρχει ζωή, επιθυμία, μα πάνω από όλα το όνειρο.
{¨²¥ ®
Κάθε φορά, δύο μέρες πριν φύγω, αλλάζει όλη μου η διάθεση. Οτιδήποτε βλέπω, μου λείπει ήδη. Προσπαθώ να ζήσω τις τελευταίες στιγμές κάπως κινηματογραφικά, προσφέροντάς μου πανοραμικά πλάνα της πόλης σε μοναχικούς περιπάτους, σε υπερυψωμένες περιοχές. Μιλάω λιγότερο και αφήνω τη σιωπή μου να πνιγεί στη βουή της πόλης, σε συζητήσεις περαστικών, στις ραδιοφωνικές εκπομπές που συνοδεύουν τις βόλτες μου με τα ταξί…
Η Αθήνα είναι ξεχασμένη μέσα σε ένα όνειρο και εκεί προς το παρόν μένει. Αλλού υπάρχει η πραγματικότητα και ένα πλαίσιο που με κάνει να συνεχίζω προς την ολοκλήρωση, αλλά εδώ υπάρχει η ουτοπία και η φαντασίωση μιας πόλης που πάντα θα πληγώνει, αλλά και πάντα θα μαγεύει με τις απεριόριστες πιθανότητες που έχει, ώστε να γίνει τελικά αυτό που πραγματικά της αξίζει. Μια διεθνής ανταγωνιστική μητρόπολη.
Ο Αντώνης Φωνιαδάκης είναι χορογράφος, ιδρυτής της ομάδας Apotosoma. H τελευταία του παράσταση “Do Us Aparth έκλεψε τις εντυπώσεις στο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού της Αθήνας.
Την Αθήνα πρέπει να την αφήσεις, για να την αγαπήσεις. Περπατάς στο δρόμο και βρίζεις τη βρομιά, τα σπασμένα στενά πεζοδρόμια, τη φασαρία, το καυσαέριο, την αφόρητη ζέστη που ανασαίνει από την άσφαλτο.
16
Φεύγεις για λίγο και όλα αυτά σβήνουν. Ξεχνιούνται. Και τη θέση τους παίρνουν οι φίλοι: ο Κώστας, ο Αντώνης, ο άλλος Κώστας, η Αναστασία, η Αννυ, ο Νίκος, ο Μαρτέν. Τα βράδια με τις βόλτες και τις κουβέντες. Οι μουσικές. Η κυρία στο φούρνο που θα σου μιλήσει σε έναν απροσδόκητο και αφοπλιστικό ενικό. Οι βραδινές καλοκαιρινές μυρωδιές από τα γιασεμιά στα μπαλκόνια. Οι αναμνήσεις από έρωτες. Και πάνω απ’ όλα εκείνος ο τοίχος που ανακαλύπτεις πίσω από κάτι ταλαιπωρημένα δεντράκια, στρίβοντας στη γωνία, που γράφει με κόκκινο σπρέι: «Ηταν σαν να σε πρόσμενα, κυρά...». Και τότε χαμογελάς και λες: «Είμαι σπίτι μου...».
~¬¡³¥ ¡Ì ª¡±·¥ µ
Μαρία Χούχου
Η Μαρία Χούχου είναι ηθοποιός. Φέτος ολοκλήρωσε τις σπουδές της στην Υποκριτική και τη Σκηνοθεσία στο Λονδίνο και τη Μόσχα.
18
Το καρπούζι μου άρεσε πολύ! Δεν θυμάμαι τι φταίει που δεν μου αρέσει πια τόσο, τόσο που δεν ασχολούμαι πλέον με την παρουσία του στο ψυγείο μου. Τι να φταίει; Οτι έφαγα πολλά μικρός και τα βαρέθηκα; Οτι χάλασαν, ότι άλλαξε η γεύση τους; Οτι δεν τα φτιάχνουν όπως παλιά; Εγώ φταίω ή κάτι άλλο; Το καλοκαίρι μου άρεσε πολύ. Θυμάμαι τα καλοκαίρια με τους γονείς, τους θεωρώ ήρωες που τόσο νευρόσπαστο που ήμουν δεν με έδωσαν σε κάποιες διακοπές στους Ολλανδούς ή Γερμανούς γείτονες. Ολο «όχι» και «δεν θέλω» ο Πανούλης. Τον ήλιο να στεγνώνει τα μαγιό στην καρέκλα και εγώ να προσπαθώ να καταλάβω γιατί τα τζιτζίκια είναι τόσο προικισμένα φωνητικά και αφού σκάνε πού την βρίσκουν τη χαρά και τραγουδούν. Τώρα πια τα καλοκαίρια κάνει απλώς ζέστη και εγώ κολυμπώ και προσπαθώ να μην σκέφτομαι πως τελειώνει η άδειά μου. Δεν είναι ίδια πια τα καλοκαιρία. Τι να φταίει; Εγώ μεγάλωσα ή αυτά μίκρυναν; Εγώ φταίω ή κάτι άλλο; Οι παιδικοί μου έρωτες στην Αθήνα. Η Βάσω, η Χριστίνα και ένα κορίτσι που δεν πρόλαβα ποτέ να του πω να τα «φτιάξουμε», η Αννα! Μετά μεγάλωνα, ερωτευόμουν και τα επόμενα καλοκαίρια, αλλά όπως και το καρπούζι είχαν άλλη γεύση πια, άλλη ανάγκη, άλλο σκοπό. Ούτε τα «έφτιαχνα» και ούτε τα «χαλούσα» επίσης. Απλώς συνέβαιναν όλα. Εγώ να φταίω ή κάτι άλλο; Τελικά, ίσως αυτό να είναι το καλοκαίρι στην Αθήνα, η Αννα... Το καλοκαίρι που πέρασε και που ποτέ δεν του είπα αυτό που τόσο ήθελα. Ολα αυτά τα καλοκαίρια που πέρασαν και δεν με έκαψαν ή δεν με δρόσισαν αρκετά…
¤ ¶Ì ®¸³ ¤µ
Πάνος Σουρούνης
Τα καλοκαίρια στην Αθήνα ή όπου αλλού…
Ο Πάνος Σουρούνης είναι ραδιοφωνικός παραγωγός στο Δεύτερο Πρόγραμμα 103,7 και επιμελητής μουσικών προγραμμάτων.
Αννα Οικονόμου Ραντεβού Μοναστηράκι, 9 το βράδυ.
Hταν ευκαιρία να εξασκήσω τη γλώσσα, μιας και έμενα κάποτε στη Δανία. Αναγνωριστικό, η τσάντα μου με το λευκό πλαστικό λουλούδι. Καλός! Τον πήγα για ποτό(ά) στο “Baba au Rum” και στο “Key”. H ατέλειωτη αγάπη και ο θαυμασμός που είχε γι’ αυτήν την πόλη με εξέπληξε.
20
Αγάπησε και μένα. Με φίλησε. Και εγώ, σαν καλή «πρέσβειρα» του έδειξα την πόλη που ξέρω. Τον πήγα σε μέρη, γωνιές, δρόμους και είδα και εγώ την Αθήνα με άλλα μάτια. Τα δικά του.
Ì ®¡²³¨± «©
Δεν τον ήξερα. Μια φίλη είπε ότι είναι Δανός και αγαπάει την Αθήνα. Είναι τρεις μήνες εδώ. Διδάσκει σχέδιο στο πανεπιστήμιο, στο Aalborg. Εχει ζωγραφίσει όλα τα μνημεία και είναι Ακρόπολη όλη μέρα. Μένει Εξάρχεια. Ζωγραφίζει τα πρεζόνια, τους σκουπιδοντενεκέδες, το “Floral”.
«Τι όμορφη που είναι», είπα, «αυτή η πόλη, αν την δεις με τα μάτια ενός ‘ξένου’». Σε μια βδομάδα γύρισα την Αθήνα μαζί του και την ξαναγάπησα. Κι αυτός αγάπησε εμένα. Εφυγε. Και εγώ ξαναγύρισα στην καθημερινότητα. Κατεβασμένα μούτρα, βρομιά, ασχήμια παντού, βρισίδια... υπομονή! ...it's a thin line between love and hate THE PRETENDERS
Η Αννα Οικονόμου σχεδιάζει και κατασκευάζει τσάντες. Η συλλογή της διατίθεται στο WHITEBOX (Πραξιτέλους 26, 5ος όροφος).
Μανώλης Αναστασάκος Σε περίοδο που τα θαύματα θεωρούνται φαντασιώσεις.
Σε περίοδο που οι εποχές συνθλίβονται, η μία με την άλλη. Είναι θαύμα να δημιουργείς του κόσμου την εικόνα. Σε περίοδο της φοβερής εφόδου, δρασκελίζοντας εχθρούς και φίλους. Είναι θαύμα να αφουγκράζεσαι την άγνωστη εικόνα.
22
Σε περίοδο που τα λάθη «γεννούν» αδικία. Είναι θαύμα να νιώθεις ελεύθερος.
¡¬¬©´ ¡
Είναι θαύμα να παίρνεις κουράγιο από την ακίνητη εικόνα.
Κι αν δεν είναι θαύμα, είναι θαυμάσιο.
Ο Μανώλης Αναστασάκος είναι street graffiti artist. Εχει εργαστεί σε αρχαία θέατρα, σε τηλεοπτικούς σταθμούς, μικρού μήκους ταινίες, εκδοτικούς οίκους, καθώς και στην τελετή έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων.
Στέλιος Δάβαρης
Ο,τι γράφεται στο βιβλίο του κόσμου μένει λευκό.
24
Δεν θα διαβαστεί από εμάς. Για το αίμα σου ανάμεσα, άφησε το βιβλίο του κόσμου να πέσει στο κενό του οργασμού και οι ανείπωτες ευχές, άνεμός μου, θα ξαπλώσουν στην αυλή του θεού ό,τι αρρωσταίνει εντός μου.
~ «¡
Σε μια στιγμή της πόλης είδα τους λεπτοδείκτες τον έναν πάνω στον άλλο και τα δευτερόλεπτα παγωμένα κάπου στην άλλη μεριά. Εκεί που σταμάτησε ο χρόνος άκουσα τα χαμένα παιδιά του Ιούλη να τρέχουν πάνω στο στήθος σου. Ηταν σαν να κοιτάζω εμάς στην παιδική χαρά της λήθης. Εκεί ένιωσα να με γεννάει ξανά ο ουρανός και να με κάνει αστέρι που πέφτει, για να ευχηθείς εσύ.
στη Ν.
O Στέλιος Δάβαρης είναι τραγουδοποιός. Το πρώτο προσωπικό του άλμπουμ κυκλοφόρησε από την ΕΜΙ με τίτλο «Ολα είναι νερό».
Ηλίας Κυριαζής Σοβαρά τώρα, είναι τόσο ωραίο πια να μην μπορείς να κάτσεις πέντε λεπτά έξω χωρίς ν’ αρχίσουν να κολλάνε πάνω σου τα ρούχα από τον ιδρώτα; Ή να μην μπορείς να κάνεις τις δουλειές σου, γιατί όποιον και να χρειάζεσαι, αυτός θα «λείπει για καλοκαίρι». Και δεν το συζητάω να τρέχεις στα νησιά... Μια ταλαιπωρία... Και με λένε και γκρινιάρη κιόλας. Ακου τώρα!
26
Προτιμώ να κάθομαι στην Αθήνα, πάντως. Δεν θα έλεγα ότι «αγαπώ» την Αθήνα. Δεν μπορώ να κάνω τέτοιες δηλώσεις μην έχοντας μείνει για σοβαρό διάστημα σε άλλη πόλη. Θα είχε τόση βαρύτητα όσο οι εκδηλώσεις αγάπης για την πρώτη κοπέλα με την οποία κάνει σεξ κανείς. Δεν έχω μέτρο σύγκρισης, είναι ok σως πόλη. Υποθέτω. Θα υπάρχουν και χειρότερα και σίγουρα υπάρχουν καλύτερα. Τουλάχιστον είναι πόλη.
¡Ì Ý ±¨
Με λένε παράξενο που δεν μου αρέσει το καλοκαίρι.
Αμα έχει αιρ-κοντίσιον και πρόσβαση στο internet, είναι «γκουντ ινάφ». Ωρες-ώρες με τρομάζω, πόσο χειρότερος θα γίνω, όταν γεράσω. Μην δίνετε σημασία σε ό,τι λέω. Εχει χαλάσει ο κλιματισμός σήμερα.
Ο Ηλίας Κυριαζής είναι comic artist. Το 2001 του απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο Νέων Καλλιτεχνών στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Comics του «9» της Ελευθεροτυπίας κι από τότε συνεργάζεται σταθερά με το περιοδικό.
Κόρα Καρβούνη Ο Ερωτας.
Ισως γι’ αυτό είτε μας ανυψώνει, είτε μας καταβαραθρώνει... Αιωρούμαστε ερωτευμένοι, χάνουμε την ισορροπία... Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος γράφει ότι «ο έρωτας είναι σαν τη θάλασσα. Μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις. Αλίμονο, αν κόψουμε τα μπάνια μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πέντε-έξι.
28
Αλίμονο, αν προδώσουμε τη θάλασσα.
¤ ¶Ì ¡¼Ý¨
Γιος του Πύρρου, του γενναίου πολεμιστή, και της Πενίας, της φτώχειας.
Γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει...».
H Κόρα Καρβούνη είναι ηθοποιός. Αυτό το καλοκαίρι περιοδεύει ανά την Ελλάδα με το Εθνικό Θέατρο και τον Ορέστη του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά.
Εκατομμύρια τόνοι από μπετόν εκπέμπουν αμέτρητες ποσότητες ζέστης στο πρόσωπό μου, καθώς βλέπω δύο ή τρεις καμηλοπαρδάλεις (δεν είμαι σίγουρος) να ανταλλάσσουν τις βούλες τους, σε ένα παιχνίδι που μοιάζει με τάβλι. «Βαρεθήκαμε τα λόγια, τους αρχιτέκτονες και τις δροσερές free εκδόσεις» σχολιάζουν, ενώ ξεκολλούν από πάνω τους με αγανάκτηση, αλλά προσεκτικά, όλο και περισσότερες βούλες. Το είδος αυτό δεν είναι μεταναστευτικό κι έτσι, αν και το θέλουν, όπως λένε οι ίδιες, όσο τίποτε άλλο, νιώθουν τελείως ανίκανες να πάνε αλλού.
30
Ξαφνικά, λίγο πριν ξηλώσουν ακόμα και τις κεραίες τους, τελείως παρασυρμένες από την οκνηρία, μια παρέα ελεφάντων -που εκείνη την ώρα έκανε διαγωνισμό ταχύτητας πάνω σε ασθμαίνουσες μπλε πάπιες- σταμάτησαν δίπλα τους, τους είπαν ότι αυτό που κάνουν δεν είναι σωστό και έφυγαν τόσο βιαστικά που τους έπεσαν όλες οι σακούλες με τα ψωμάκια, τα οποία έδιναν στις πάπιες ως ανταμοιβή για κάποια νίκη.
¤ ¶Ì ´¨ ¶
Φάνης Δαλέζιος
Τότε ακούστηκε ένας εκκωφαντικός θόρυβος, οι καμηλοπαρδάλεις και τα ψωμάκια εξαφανίστηκαν κι εγώ έφυγα γρήγορα, αφού πρώτα έκρυψα όσες βούλες μπορούσα, βαθιά μέσα στις τσέπες μου.
Ο Φάνης Δαλέζιος είναι τελειόφοιτος της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών στην Αθήνα.
Γιούλικα Σκαφιδά
32
Εδώ, που το κύμα θυμίζει αγκαλιά, που οι μυρωδιές λένε σ’ αγαπώ, εδώ που ο ζεστός αέρας μου θυμίζει να μην ξεχάσω. Πάλι εδώ. Οχτώ καλοκαίρια τώρα. Βαρκούλα εγκλωβισμένη νιώθω, αραγμένη στη δική σου μαρίνα και δεν ξέρω ποια Ιφιγένεια να θυσιάσω, ποιο θεό σου να ικετέψω. Δεν τους αγαπάς τους έρωτές σου, δεν τους προστατεύεις, δημιούργημα της δικής σου μοναξιάς του καλοκαιριού. Κακομαθημένο παιδί μοιάζεις, μου μοιάζεις. Δεν σου θυμώνω -και σένα σου ’χουν φύγει. Παραπονεμένη, εγκαταλελειμμένη κι όμως ήρεμη, ξέγνοιαστη μοιάζεις. Μην στενοχωριέσαι, θα ξανάρθουν. Και θα ’ρθουν κι άλλοι, καινούργιοι! Λόγια παρηγοριάς δέξου από μένα κι ας μην συμμάχησες ποτέ μαζί μου. Αθήνα μου καλοκαιρινή, κοίτα με! Είμαι ακόμα εδώ, σου γελώ! Δος μου τον έρωτα ξανά κι εγώ σου υπόσχομαι πίστη τεσσάρων εποχών.
¬©Ý®¶
Για τον έρωτα εγκατέλειψα το Νότο Για χάρη σου είμαι ακόμα εδώ
Η Γιούλικα Σκαφιδά είναι ηθοποιός. Το χειμώνα θα πρωταγωνιστεί στην πολυαναμενόμενη, βασισμένη στο μυθιστόρημα της Βικτόρια Χίσλοπ, σειρά του MEGA «Το νησί».
Ομάδα «Τεχνικό»*
34
Μέσα στην πόλη μας συναντηθήκαμε πρώτη μας φορά και μέσα στα σκοτεινά της υπόγεια ενώσαμε τις ψυχές μας και τις ακουμπήσαμε σε ένα μαρμάρινο πάτωμα. Βάλαμε κάτω και τα όνειρά μας, τα συγκρίναμε και είπαμε: «Παιδιά, ταιριάζουν. Να το προσπαθήσουμε;». Και τα καταφέραμε. Πάμε μπροστά φορώντας αλεξίσφαιρα σε ό,τι μπορεί να μας πληγώσει και το μεγάλο μας μυστικό είναι ότι ως τώρα μόνο αγάπη συναντήσαμε και τη μέρα αλλά και τη νύχτα στην Αθήνα.
y« ¹©
Τι να γράψεις για την πόλη που ζεις; Κάτι επίκαιρο; Κάτι που να θίγει τη σημερινή πραγματικότητα; Ή απλώς να αφήσει την καρδιά της ελεύθερη; Το τελευταίο μας ταιριάζει καλύτερα... Με την καρδιά, άλλωστε, ζούμε, δουλεύουμε και σ’ αυτήν εναποθέσαμε εμείς κάθε μας κρυφή και φανερή ελπίδα.
Η Αθήνα μας... Με τα φωτεινά και τα σκοτεινά της στενά... Πάντα όμως παραμένει η Αθήνα μας...
*
Ρομπέρτα Βέγκα, Μαίρη Κάλφα, Νέλλη Μποφίλιου, Εργίνα Παπαδάκη, Γιάννης Πήλιουρας, Γιάννης Σουλάκης.
Η θεατρική ομάδα «Τεχνικό» αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε πρόβες για το έργο «Κολπέρτ», που θα ανέβει στην Τεχνόπολη του δήμου Αθηναίων σε σκηνοθεσία Γιώργου Συμεωνίδη.
Βάζεις το κλειδί στο μηχανάκι και σε δεκαπέντε λεπτά είσαι στο Κέντρο της Αθήνας. Eνα Κέντρο που μοιάζει με παζάρι της Ανατολής. Eχει άρωμα καφέ Ιταλίας και lifestyle Νέας Υόρκης, μουσικές Αφρικής και πλανόδιους που έψαξαν για τον ήλιο που δεν είχαν στη χώρα τους.
36
Σε ένα Κέντρο που άλλοι κοιμούνται, άλλοι χορεύουν, άλλοι διασκεδάζουν και, σίγουρα, άλλοι ερωτεύονται. Στην Αθήνα που κάποιοι διαμαρτύρονται, κάποιοι τσακώνονται, κάποιοι εμπνέονται. Και σίγουρα κάποιοι ερωτεύονται.
¤ ¶Ì ¡±©¬ ®¸Ì ±©«® ¯¨
Γιάννης Φουντουλάκης
Με τα στραβά της και τα καλά της, την ανεχόμαστε, γιατί μας ανέχεται.
Ο Γιάννης Φουντουλάκης είναι λομογράφος και ιδρυτικό μέλος της Greek Lomographic Society.
38
Ο έρωτας κάθισε απέναντί μου. Τι θέλεις; Τον ρώτησα. Να πιω, μου λέει, μαζί σου… Η πόλη φορούσε πλέον κοντομάνικα και ξεχυνόταν στους δρόμους. Τα φεγγάρια εναλλάσσονταν με νωχελικούς ρυθμούς. Και γω μέσα στις φωνές, στα γρήγορα βήματα, στα λυσσαλέα βλέμματα του καλοκαιριού. Στάση Κεραμεικός. Γκάζι. Κάθομαι σ’ ένα τραπεζάκι. Δροσίζω το ανικανοποίητό μου. Τρέφω τα «γιατί» μου... Και τότε έρχεσαι. Κάθεσαι απέναντί μου. Πώς σε λένε; Ερωτα. Νομίζω πως πρέπει να γνωριζόμαστε. Δεν απαντάς, χαμογελάς μόνο. Παραγγέλνεις και πίνουμε. Με μεθάς. Με κάνεις και γελάω. Μιλάς για όνειρα. Για ταξίδια. Για τους άθλους σου. Πώς σκότωσες τη μοναξιά. Πώς κατατρόπωσες την ανία. Και γω αφήνομαι, αφήνομαι, αφήνομαι… Ποιος είσαι; Σήκω, μου λες, και σηκώνομαι. Πληρώνεις. Πάντα εσύ πληρώνεις στην αρχή... Με πιάνεις απ’ το χέρι. Πάμε να σου δείξω την Αθήνα, μου ψιθυρίζεις. Μα την έχω δει, σου λέω. Ετσι, δεν την έχεις ξαναδεί ποτέ. Με ρουφάς μέσα σου και τότε αχνά αρχίζω και σε θυμάμαι… Πώς είπαμε ότι λέγεσαι;
.¤ ¶Ì ±©¯³®¬ Ý®¸
Κική Μαυρίδου
Η Κική Μαυρίδου είναι ποιήτρια. Η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Ερωτας σε πρώτο πρόσωπο» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Απόπειρα.
Κωνσταντίνος Νησίδης
40
Αθήνα, ένας «απόπατος» Ολυμπιακών διαστάσεων για παντός είδους αφεδρώνες, κάθε διαμετρήματος, με γκέι «ιν» μαγαζιά, πολλούς μπάτσους και τραβεστί δημοσίους υπαλλήλους. Τη νύχτα αλλάζει και μεταμορφώνεται σε οικογενειακή ταβέρνα με επιγραφή το «μεγάλο σουτιέν» και το φως της πλημμυρίζει τον ουρανό από την Πεντέλη μέχρι τη Σαλαμίνα. Ο Τιέστο ζει και ο Πετρέλης, μόνο ο Καζαντζίδης έχει πεθάνει. Σε αυτές τις γωνιές, που κατουρούν μεθυσμένοι -τα Σαββατόβραδα- οι νεαροί φιλόδοξοι -πλην άτυχοι- επιβήτορες της μιας βραδιάς και της άλλης, εκεί βαριανασαίνει σχεδόν ασθμαίνοντας η παγωμένη σας συνείδηση. Ξημερώνει, αγκαλιάζοντας με κόπο καπό και πόρτες αυτοκινήτων που λαμποκοπούν κάτω από τις χρυσαφένιες λάμπες της πολυπαθούς πρωτεύουσας. Αγνοώντας επιδεικτικά τα απλωμένα -στα παρμπρίζ τους- χέρια που ζητούν το πάλαι ποτέ κατοστάρικο που ύμνησαν και οι τσοπάνα ρέιβ, ρουφούν μια τζούρα και «σιδερώνοντας» την πρώτη με το πόδι, εκτοξεύονται στις διαφημιστικές σας πινακίδες με το καλύτερο αύριο.
¥ ¯®¬¨
Οταν κοιτάζω τα μάτια μου στον καθρέφτη βλέπω το σβέρκο μου
Ο Κωνσταντίνος Νησίδης είναι τελειόφοιτος της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών στην Αθήνα.
Μια μικρή απόδραση...
42
Ενα παγωτό, το φεγγάρι, η μυρωδιά της θάλασσας και μια θέση δίπλα στα βραχάκια ολοκληρώνουν την ευτυχία. Εχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε, όμως τίποτα δεν έχει αλλάξει. Τα ίδια συναισθήματα κυριαρχούν ακόμα. Η χαρά, ο θυμός, το όνειρο, η απογοήτευση, η νοσταλγία και ο έρωτας περπατούν γενιές και γενιές ασταμάτητα αυτόν το δρόμο. Κάθονται μόνο, για να ξαποστάσουν στα ξύλινα παγκάκια με θέα το γαλάζιο και ταξιδεύουν.
~¡²¡¬©Ý ©
Μαρία Καμακάρη
Ξαναγυρνώντας λοιπόν εδώ, συναντώ πάλι την εφηβεία μου που χάθηκε μαζί με τις βαρκούλες με τα περίεργα γυναικεία ονόματα, εκεί στα ίδια βραχάκια, εκεί στη Μαρίνα Ζέας του Πασαλιμανιού.
Η Μαρία Καμακάρη είναι ηθοποιός και σχεδιάστρια κοσμημάτων, με τη δεύτερη μυστική της ταυτότητα: Petite Maro.
Ελίζα Μπακοπούλου Μια ομάδα μαθητών, παρέα με το «φευγάτο» μαθηματικό τους, έχουν αράξει σε κεντρική πλατεία μιας μεγαλούπολης και συζητούν για σύνολα, πιθανότητες κι άλλα ευφάνταστα τερτίπια της λογικής. Είναι σχεδόν βράδυ. Από τις ώρες που το σχεδόν είναι καθηλωτικό. Λίγο είναι το φως, λίγο και το σκοτάδι, καφάσια περισσότερες οι ελπίδες.
- Γιατί, κύριε, εκείνο το παλικάρι που στέκεται δίπλα της, δεν το βλέπετε; Πουλάει τροφή για τροπικά πουλιά, σ’ ένα μέρος όπου το πιο εξωτικό πουλί είναι ο μπούφος. - Τι σχέση έχει ο νεαρός με το μάθημά μας; - Είναι απλό. Αυτοί οι δύο, αν συνδυαστούν, δημιουργούν μια ευνοϊκή πιθανότητα να βρεθούν στα μέρη όπου θα ικανοποιούνται και των δύο οι επιθυμίες.
44
Ο δάσκαλος χαμογελαστός αποφασίζει να κατευθυνθεί προς το μέρος των δύο νέων. - Πώς σε λένε, κοπελιά;
¡Ì Ý ±¨
- Πάρτε για παράδειγμα εκείνη την κοπέλα, παιδιά. Πουλάει καρτ ποστάλ από παραδεισένια μέρη με ήλιους, θάλασσες και νωχελικές γάτες, θέλοντας ενδεχομένως να ανήκει σε αυτά, αλλά ταυτόχρονα αποκλείει τον εαυτό της από το ενδεχόμενο.
- Το όνομά μου είναι Μια Φορά. - Κι εσένα, νεαρέ; - Το δικό μου όνομα είναι Εναν Καιρό. -Τι λέτε, παιδιά; Μήπως να τους μάθουμε την πρόσθεση;
Η Ελίζα Μπακοπούλου είναι συγγραφέας παιδικών βιβλίων. Το πρώτο της παραμύθι με τίτλο «Οι Μουσικούληδες και το Βασίλειο του Φάλτσου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τετράγωνο.
Η επιστροφή «Αυτό είναι για σένα, έχει τη μυρωδιά του καλοκαιριού» είπε, δίνοντάς του ένα μικρό φύλλο βασιλικού που έκοψε από τη γλάστρα. Ο άλλος βυθίστηκε στην πολυθρόνα, έκλεισε τα μάτια του και ρούφηξε το υπέροχο άρωμα αφήνοντας ένα μπάσο ήχο ικανοποίησης, που πήγαζε βαθιά μέσα από την ύπαρξή του. «Πω, πω, Αθήνα και καλοκαιράκι! Τι ευτυχία…» μουρμούρισε και αφέθηκε στο καλωσόρισμα της κυψελιώτικης νύχτας. Είχε μόλις επιστρέψει ύστερα από μια περιπλάνηση σε άλλο τόπο, κρύο και συννεφιασμένο, ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικούς, «πιο απόμακρους», όπως του είχε πει με παραπονεμένα λόγια, λίγες μέρες νωρίτερα, μέσα από την νοσταλγία ενός τηλεφωνήματος. Οταν του άνοιξε την πόρτα, η αλήθεια του ήταν εκεί, φανερά ζωγραφισμένη στο χαμόγελο και το βλέμμα του. Ενα βλέμμα ανακούφισης που είχε συναντήσει πάλι, παλιότερα, σε άλλους ταξιδιώτες και το οποίο του γεννούσε την απορία «πώς γίνεται να είναι τόσο χαρούμενοι που επιστρέφουν στην Αθήνα, μια πόλη από την οποία εμείς συνήθως θέλουμε να το βάλουμε στα πόδια;». Πέρασαν πολλά χρόνια και ταξιδιώτες έως ότου καταλάβει περί τίνος επρόκειτο. Ηταν το βλέμμα του έρωτα, όχι για ένα πρόσωπο, αλλά για μια κατάσταση, μια πόλη που μεταμορφώνεται από τέρας σε μεγαλόψυχη μητέρα συναισθημάτων. Σε πηγή που ξεδιψά όσους ψάχνουν εκείνο που φοβούνται, εκείνο που τους απογυμνώνει. Καλοκαίρι: η πλανεύτρα μητρόπολη μπαίνει στην τροχιά μιας αναζήτησης που φτάνει στα όρια της απελπισίας. Για γενναίες κουβέντες που μπορεί να κρύβουν μια νέα προσμονή, για ένα θρασύ άγγιγμα που θέλει να ξυπνήσει κοιμισμένους πόθους, για ένα δειλό φιλί που ελπίζει ν’ αναστήσει το κορμί, έστω και για μια στιγμή. Εδώ, που μόνο τα κουρασμένα μνημεία διαρκούν, έχουμε μάθει να εξαρτόμαστε από μια στιγμή, την οποία αυθαίρετα κάνουμε προσωπική μας αιωνιότητα.
46
Τώρα, ακούει στη φωνή εκείνου που με τόση ανυπομονησία επέστρεψε στο απάγγειο λιμάνι του αθηναϊκού ονείρου, τη χροιά μιας ερωτευμένης ψυχής. Θα την αναγνώριζε παντού, όπως η μνήμη ξέρει να ξεχωρίζει τα αρώματα, τις γεύσεις, τις νότες. «Εχει όμως ζέστη, πολλή ζέστη» τόλμησε να του σχολιάσει, μόνο και μόνο για να πει κάτι. «Δεν με νοιάζει καθόλου. Και 60 βαθμούς να είχε δεν θα μ’ ενοχλούσε. Μου έλειψε ακόμη και η ζέστη της Αθήνας!». Δεν τον αδικούσε. Καταλάβαινε ακριβώς τι ήθελε να πει, επειδή στα λίγα λεπτά που πέρασαν από το πρώτο αγκάλιασμα στην πόρτα ρίχτηκε, πάλι, τόσο βαθιά μέσα στην καρδιά του ώστε φοβήθηκε πως δεν θα κατάφερνε να αναδυθεί ποτέ. Παρόλα αυτά, δεν χάθηκε. Βγήκε στην επιφάνεια και πήρε μια γεμάτη ανάσα από τον ζεστό, υγρό αέρα της πόλης που τους ένωνε. Η νύχτα προχώρησε δίπλα στα λόγια και τα γέλια τους. Τα λιγοστά αστέρια που τρεμόπαιζαν ανάμεσα στις δορυφορικές κεραίες έστησαν τρελό χορό πάνω από τις δύο καρδιές, που κολυμπούσαν ξανά μαζί στον ίδιο απέραντο ωκεανό, στη γνωστή «καυτή»... θάλασσα της ασφάλτου, σε ένα ανταριασμένο πέλαγος κρυφών επιθυμιών, που πασχίζουν να ουρλιάξουν για να ελευθερώσουν την ύπαρξή τους. Το πρώτο φως της μέρας βρήκε τα ποτήρια τους στεγνά και τα μάτια τους θολά από το μεθύσι της επιστροφής. Τώρα, είχαν το υπόλοιπο καλοκαίρι δικό τους. Κάπου στην Κυψέλη. Δίπλα σ’ ένα βασιλικό. Νικήτας Καραγιάννης