Φε βρουάριος 2015
Ηρώ Σαΐα Στη σκηνή του Κακογιάννης
Β.Μαυρογεωργίου-Λ.Δροσάκη Μια συνομιλία στο... υπόγειο
Χρήστος Κουνάβης Ενα από τα παιδιά του egg
Σκανάρετε το QR Code στην αρχή των κειμένων και ανακαλύψτε έξτρα περιεχόμενο
Metropolis www.metropolispress.gr
Oταν ο Καραγκιόζης συνάντησε το hip hop Ο σκηνοθέτης Hλίας Καρελλάς επιστρέφει στην παράδοση για να συναντηθεί με τους νέους
Edito
2
Ο πύραυλος και τα… μπουκάλια γάλα Κώστας Τσαούσης kt@m-media.gr Η μεταπολίτευση του ΄74 με βρήκε μαθητή γυμνασίου. Για την ακρίβεια, μαθητή της τρίτης τάξης σε ένα από τα γυμνάσια της Καλλιθέας. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ στο ρεύμα της εποχής και η (εθελοντική) στράτευση στις τάξεις της πληθυντικής σε εκδοχές Αριστεράς ήρθε ως ένα φυσικό επακόλουθο. Μία από τις μνήμες που κουβαλάω από την πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης είναι η φιγούρα του καθοδηγητή (ένας νεαρός σπουδαστής του Πολυτεχνείου), αλλά και ο τρόπος που οι βεβαιότητες που έβγαιναν σχεδόν στοιχισμένες από το στόμα του περνούσαν δίχως αντίρρηση στο ακροατήριο του. Ενα από τα προσφιλή θέματα του συντρόφου καθοδηγητή το ήταν Κίνημα Ειρήνης. Αν και μου διαφεύγουν λόγω του διαρρεύσαντος χρόνου μεγέθη και αριθμοί, εντούτοις θυμάμαι καλά τα απλοϊκά σχήματα που έφτιαχνε για τη σχέση που μπορεί να είχε η
καταστροφή ενός πυραύλου με τα… μπουκάλια γάλα που θα μπορούσαν να εξασφαλιστούν για τα παιδιά. Από τότε έχουν περάσει πάνω από 40 χρόνια. Τίποτα στις μέρες μας δεν είναι απλό, τίποτα δεν είναι «άσπρο-μαύρο». Παρόλα αυτά, τα σχήματα του καθοδηγητή για τους πυραύλους και τα μπουκάλια γάλα μου λείπουν. Για παράδειγμα, θα ήθελα να μάθω -στο νέο σκηνικό που διαμορφώνεται στην εποχή των... Θεσμών- τι θα μπορούσε να αποδώσει το κλείσιμο ενός στρατοπέδου στην Αττική (στην οδό Πειραιώς, στη Λεωφόρο Μεσογείων, στις συνοικίες της Δυτικής Αθήνας) για τις συντάξεις και τα φάρμακα των γερόντων ή το λουκέτο μιας από τις δεκάδες δημοτικές επιχειρήσεις του Λεκανοπεδίου για το καθημερινό φαγητό στους παιδικούς σταθμούς. Αρωμα λαϊκισμού; Καθόλου. Το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι να φτιάξουμε ευκολοχώνευτα σχήματα για τον «απλό λαό», αλλά να ψάξουμε κάτω και πίσω από
τους κωδικούς του προϋπολογισμού και όχι μόνο τα όρια μιας ώριμης και καλά σχεδιασμένης κοινωνικής πολιτικής που να απαντά σε υπαρκτές ανάγκες των πιο αδύναμων πληθυσμιακών ομάδων. Αυτό είναι -πέρα από τις μεγαλοστομίες- και το βασικό καθήκον της νέας κυβέρνησης, η οποία είναι αναγκασμένη πάνω στο έδαφος της πραγματικότητας (η σχέση μας με τους... Θεσμούς) να επιλέξει τις δικές της προτεραιότητες για δημόσιες πολιτικές οι οποίες θα αναφέρονται και θα υπηρετούν τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών που επισκέπτονται τακτικά την εφορία της περιοχής τους και όχι τους κάθε λογής εκπροσώπους της αριστοκρατίας του πελατειακού κράτους. Με άλλα λόγια, η αριστερή πρόταση για μια νέα, σύγχρονη και αποτελεσματική κοινωνική πολιτική είναι και παραμένει ζητούμενο.
Index Better call Saul... 12
PORTOKALi... 40
Το spin-off του “Breaking bad” είναι στον αέρα!
Ο Σωτήρης Καστάνης ανάμεσα στο ηλεκτρικό swing και τη latin pop
Egg... 14
Θεοχάρης... 44
Εξι πολλά υποσχόμενες startups που φιλοξενούνται στη θερμοκοιτίδα επιχειρηματικότητας
Ο... Μανόλης του Κάτω Παρταλιού μας διασκεδάζει «Εδώ και τώρα»
Δρουμπούκη... 20 Μνημεία της λήθης από τη νεαρή ιστορικό
Σtella... 50 Η ντίσκο και η ποπ συναγωνίζονται για τις πιο ωραίες φιγούρες
Popaganda... 22 Μαθαίνοντας τη συνταγή της επιτυχίας της από τα... μέσα
Καρελλάς... 28 Συνεχίζοντας την παράδοση του θεάτρου σκιών
Τσαμάτης... 52 Παγιδευμένος στο... νησί των σκλάβων
Συνοικία το όνειρο...54 Οταν η τέχνη συναντά την πραγματικότητα
Η Λίλα λέει... 32 Ενα ασυνήθιστο δίδυμο στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης
Τετάρτη 4:45... 55 Ο Αλέξης Αλεξίου σκηνοθετεί έναν ήρωα σε αδιέξοδο
Καραντζάς... 36 Από τον «Κυκλισμό του Τετραγώνου» στον «Φαέθοντα»
METROPOLIS
11/1063
www.metropolispress.gr / metropolis@metropolisnews.gr / Facebook: MetropolisPress / YouTube: MetropolisPress Ιδιοκτησία - Εκδοση: Μ media Α.Ε. / Εδρα: Κύπρου 12Α, Τ.Κ. 183 46 - Μοσχάτο, τηλ. 210 4823977, φαξ 210 4832887 Διεύθυνση: Κώστας Τσαούσης Project Manager: Βίκτωρας Δήμας Ειδικός Σύμβουλος: Θάνος Τριανταφύλλου Συντονισμός: Νατάσα Μαστοράκου, Χρήστος Τσαπακίδης Σύνταξη: Ανδρέας Γιαννόπουλος, Νικήτας Καραγιάννης, Βούλα Σουρίλα, Δημήτρης Χαλιώτης Υποστήριξη: Βασίλης Λουκανίδης Εκτύπωση: «Καθημερινές Εκδόσεις» Α.Ε.
Κουκάκι... 59 Μία βόλτα στα νέα στέκια που φιλοξενούνται στους πεζόδρομούς του
Publi
5
Φε βρουάριος 2015
Η ΕΥΔΑΠ κοντά στις ευπαθείς ομάδες Το τρίπτυχο κοινωνία, άνθρωπος και φυσικό περιβάλλον αποτελεί διαχρονικά τον κατευθυντήριο άξονα στον οποίο αναπτύσσει και διευρύνει η ΕΥΔΑΠ τη δράση της, εντάσσοντας τις αρχές της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης στο σύνολο των ενεργειών της. Κύριος στόχος είναι η προαγωγή της κοινωνικής συνοχής και η προστασία του περιβάλλοντος. Η ΕΥΔΑΠ επιδεικνύει κοινωνική υπευθυνότητα μέσα από την υλοποίηση οργανωμένων δράσεων με γνώμονα τη συνεισφορά της στη δοκιμαζόμενη κοινωνία. Στο πλαίσιο αυτό παρέχει ειδικά τιμολόγια χαμηλής χρέωσης σε ευαίσθητες κοινωνικά ομάδες, όπως φιλανθρωπικά ιδρύματα, πολύτεκνες και μονογονεϊκές οικογένειες με τρία παιδιά, καθώς και σε υπερήλικες άνω των 75 ετών με χαμηλό εισόδημα. Επίσης, η ΕΥΔΑΠ έχει θέσει σε εφαρμογή νέο πρόγραμμα διακανονισμού οφειλών καταναλωτών. Αυτό που περιλαμβάνει ειδικές ρυθμίσεις κοινωνικού χαρακτήρα για την καλύτερη εξυπηρέτηση του ελληνικού νοικοκυριού το οποίο πλήττεται από την κρίση. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται: rç ËÇÊ»ÎÏÀÔÎÃç ÏÃÒç ¿Ä¼¿ÄƼθ¼Òç ¿Ä¼Æ¼ÉÊÉÄÎàÊ»ç ƼÄç ÂÍ·γορη έγκριση των αιτημάτων χωρίς την υποχρέωση υποβολής πλήθους δικαιολογητικών. Το πρόγραμμα των διακανονισμών γίνεται ευνοϊκότερο για τον πελάτη με αποδεδειγμένη οικονομική δυσκολία με αύξηση των δόσεων μέχρι και 100. rç ÍÊÎÑÍÄÉ·ç¼É¼ÎÏÊÇ·çÏÑÉçà¶ÏÍÑÉç¼É¼ÂƼÎÏÄÆ·ÒçÀ¸ÎËͼξης, βάσει του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων και μέχρι ποσού 3.000 ευρώ, υπό την προϋπόθεση της έγκαιρης προσέλευσης των οφειλετών για τον διακανονισμό της αποπληρωμής των χρεών τους σε δόσεις, σύμφωνα με την ισχύουσα πολιτική της Εταιρείας.
Επεκτείνοντας την κοινωνική της δράση η ΕΥΔΑΠ προβαίνει επίσης και στη διαγραφή χρεών σε κοινωφελή ιδρύματα, όπως το Ασυλο Ανιάτων και στηρίζει συστηματικά κοινωφελή ιδρύματα, φιλανθρωπικές οργανώσεις, υπηρεσίες υγείας και παιδείας με αναγνωρισμένη κοινωνική προσφορά. Για τους λόγους αυτούς, η Επιχείρηση εφαρμόζει σύγχρονες τεχνικές διαχείρισης στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων των εργαζομένων, επενδύοντας διαρκώς στο ανθρώπινο δυναμικό, την παραγωγικότητα, όπως και σε θέματα υγιεινής και ασφάλειας. Στόχος της ΕΥΔΑΠ είναι η συνεχής πρόοδος και ανάπτυξή της με σεβασμό στον άνθρωπο και στο περιβάλλον.
Σκίτσο: Πέτρος Χριστούλιας
6
7
Φωτογραφία: Στέφανος Καστρινάκης
Πάνος Κοκκινόπουλος Ο σκηνοθέτης της εμβληματικής σειράς «10η εντολή»
Φε βρουάριος 2015
8
Γιώργος Νανούρης Από την «Κατερίνα» του Κορτώ στο Φεστιβάλ Αθηνών
Αυτή την περίοδο ο Δημήτρης Πασσάς κάνει επτά μέρες την εβδομάδα θέατρ
Φωτογραφία: Στέφανος Καστρινάκης
9
Φε βρουάριος 2015
Μαρίζα Ρίζου Η ιέρεια του κεφιού
Φωτογραφία: Νατάσα Βαρβεροπούλου
10
Φωτογραφία: Στέφανος Καστρινάκης
Χάρης Αττώνης - Αντώνης Γκρίτσης Οι Ηρωίδες και τα αγόρια τους
11
Φωτογραφία: Ευαγγελία Θωμάκου
Μαριέττα Φαφούτη Το αγγλόφωνο αλά ελληνικά
Φε βρουάριος 2015
12
Κείμενο: Χρήστος Τσαπακίδης
13
Φε βρουάριος 2015
Ο συνήγορος του… διαβόλου
Οδηγούσες υπό την επήρεια αλκοόλ και σε σταμάτησαν σε μπλόκο; Βρήκαν πάνω σου ποσότητα ναρκωτικών; Σε έπιασαν να κάνεις «τρελίτσες» στο νεκροτομείο με το κεφάλι ενός πτώματος; Ηρθε η ώρα να καλέσεις τον Σολ. Ο καιρός της αναμονής πέρασε. Το πολυαναμενόμενο “Better call Saul” έκανε πρεμιέρα στις 8 Φεβρουαρίου. Πρόκειται για το spin-off ή prequel (μας τελείωσαν οι ψαρωτικοί χαρακτηρισμοί, μην ανησυχείτε) του εξαιρετικού “Breaking bad”, το οποίο έριξε αυλαία πέρυσι, και υπογράφεται μάλιστα από τους ίδιους δημιουργούς, Βινς Γκίλιγκαν και Πίτερ Γκουλντ. Η σειρά μας μεταφέρει πίσω στον χρόνο, πριν από τα γεγονότα του “Bb” και εστιάζει στον βίο και την πολιτεία του Σολ Γκούντμαν (τον υποδύεται και πάλι ο Μπομπ Οντενκιρκ, στον ρόλο της ζωής του), του καπάτσου δικηγόρου του Γουόλτερ Γουάιτ και του συνεργού του, Τζέσε Πίνκμαν. Το σίριαλ ξεκινά όταν ο -όχι τόσο- αξιότιμος συνήγορος είχε ακόμα το αρχικό του όνομα, Τζίμι ΜακΓκίλ, σε μία περίοδο που προσπαθούσε να καθιερωθεί ενώ στέγαζε το γραφείο του -και το σπίτι του- σε ένα δωματιάκι στο πίσω μέρος ενός σπα. Το κίνητρο πίσω από την απόφαση του ΜακΓκίλ να αλλάξει brand είχε ήδη αποκαλυφθεί στο “Breaking bad”, όταν ο ήρωας συστήνεται για πρώτη φορά στον Γουόλτερ: «Το πραγματικό μου όνομα είναι ΜακΓκίλ. Το εβραϊκό είναι για τους συμμορίτες. Ολοι τους γυρεύουν έναν δικό τους, ας πούμε». Και επειδή ο ήρωάς μας τα πάντα εν σοφία εποίησε, το Σολ Γκούντμαν ακούγεται όπως η φράση “It’s all good, man” («όλα είναι καλά, δικέ μου»). Ο,τι πρέπει δηλαδή για να καθησυχάσεις ένα κακοποιό στοιχείο που κινδυνεύει με ταξίδι στη «στενή» (προφανώς όχι Ευβοίας). Το “Better call Saul” μπορείς να το προσεγγίσεις είτε σαν μία σειρά που έχει σχέση με το “Breaking bad”, είτε σαν κάτι τελείως αυτοτελές και αυτό γιατί δεν χρει-
άζεται να είσαι εξοικειωμένος με τον κόσμο του Γουόλτερ Γουάιτ για να το παρακολουθήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρώτο του επεισόδιο έχει ουσιαστικά δύο αρχές. Η πρώτη δείχνει σε ασπρόμαυρες σκηνές τον βασικό ήρωα μετά τα γεγονότα του “Bb”, να το έχει σκάσει σε μία άλλη πόλη, να έχει αφήσει μουστάκι για να μην τον αναγνωρίζουν και να δουλεύει σε ένα κατάστημα Cinnabon, φοβούμενος τη σκιά του και αναπολώντας τις παλιές ένδοξες μέρες του. Η δεύτερη τον δείχνει (σε έγχρωμες πια σκηνές) πολύ πιο πριν, σε μία αίθουσα δικαστηρίου να αγορεύει υπέρ τριών 19χρονων λέγοντας για το πόσες τρέλες έχουμε κάνει όλοι σε αυτή την ηλικία (spoiler: αμέσως μετά ο κατήγορος βάζει μία κασέτα στο βίντεο, η οποία δείχνει τους κατηγορούμενους σε ένα αποτρόπαιο νεκροφιλικό όργιο). Οι αναφορές, πάντως, στη μαμά σειρά είναι πλούσιες. Εκτός από τον Γκούντμαν/ΜακΓκίλ συναντάμε επίσης στα πρώτα επεισόδια τον Μάικ Ερμαντράουτ (Τζόναθαν Μπανκς), ο οποίος εργάζεται ως φύλακας σε πάρκινγκ και πρόκειται να εξελιχθεί σε έναν από τους βασικούς ήρωες, ως συνεργάτης του Τζίμι. Πολλοί αναρωτήθηκαν εάν πρόκειται να κάνουν ένα πέρασμα στη νέα σειρά ο Γουόλτερ Γουάιτ (Μπράιαν Κράνστον) και ο Τζέσε Πίνκμαν (Ααρον Πολ). Ο Γκίλιγκαν έχει απορρίψει αυτό το ενδεχόμενο τουλάχιστον για αυτή τη σεζόν. Παρόλα αυτά, ο Οντενκιρκ δήλωσε πρόσφατα σε συνέντευξή του ότι σε αυτόν τον κύκλο μπορούμε να δούμε «τέσσερις με πέντε» μικρότερους χαρακτήρες του “Bb”. Ο ένας, μάλιστα, από αυτούς έσκασε μύτη στα δύο πρώτα επεισόδια, κάνοντας τεράστια εντύπωση. Ο λόγος για τον Τούκο Σαλαμάνκα (Ρέιμοντ Κρουζ), έναν παλαβιάρη έμπορο ναρκωτικών που δεν το έχει σε τίποτα να σου φυτέψει μία σφαίρα στο κεφάλι ή να σου σπάσει τα πόδια εάν πεις κακή κουβέντα για τη γιαγιά του. Για την παρουσία του στη σειρά κρατήθηκε απόλυτη μυστικότητα μέχρι το τέλος, με τον ίδιο τον Κρουζ να σχολιάζει ότι όταν εμφανιζόταν στα γυρίσματα τον
έκρυβαν με ομπρέλα! Η ευχάριστη έκπληξη άξιζε τον κόπο στον οποίο μπήκαν οι παραγωγοί. Εκτός, όμως, από γνώριμες φυσιογνωμίες, το “Better call Saul” φαίνεται πως έχει την ίδια «υφή», την ίδια αίσθηση με το “Breaking bad”. Η σειρά λαμβάνει χώρα στο ίδιο σκηνικό, στην Αλμπουκέρκη, μία επαρχιακή πόλη στην πολιτεία του Νέου Μεξικού, αν και υπάρχουν ορισμένα flashbacks από τη ζωή του ήρωα στο Σικάγο, όπου μεγάλωσε. Επίσης, τα δύο σίριαλ φαίνεται να ακολουθούν ένα κοινό μοτίβο, τη σταδιακή ηθική κατάπτωση του κεντρικού ήρωα. Σύμφωνοι, στην περίπτωση του Τζίμι έχουμε έναν τύπο που έχει μεγαλώσει κάνοντας απατεωνιές και έχει καταλήξει ουκ ολίγες φορές στη φυλακή. Ωστόσο, στα πρώτα επεισόδια τον βλέπουμε να προσπαθεί να ορθοποδήσει κάνοντας το σωστό. Σε αυτή την κατεύθυνση τον οδηγεί και η ηθική του πυξίδα, ο αδελφός του Τσακ (Μάικλ ΜακΚίν), ένας καταξιωμένος δικηγόρος που έχει πάθει meltdown και έχει κλειστεί πλέον στο σπίτι του ζώντας σαν Αμις, χωρίς ρεύμα και τηλέφωνο. Η υποδοχή του “Better call Saul” από το αμερικανικό κοινό ήταν παραπάνω από θερμή. Ηταν καυτή. Στο πρώτο του επεισόδιο κατάφερε να προσελκύσει 6,9 εκατ. τηλεθεατές, κάνοντας ρεκόρ για τα δεδομένα της καλωδιακής τηλεόρασης όσον αφορά στις πρεμιέρες σειρών. Αναλογιστείτε μόνο ότι η αντίστοιχη επίδοση για το “Breaking bad” ήταν μόλις 1,4 εκατ. θεατές! Αντίστοιχη ανταπόκριση βλέπουμε και στο IMDb, όπου η σειρά μαζεύει βαθμολογία 9,3 με άριστα το 10. Το κανάλι AMC λοιπόν κατάφερε να βρει έναν επάξιο διάδοχο του “Breaking bad” και να εντάξει στο χαρτοφυλάκιό του μία blockbuster σειρά στην οποία δεν πρωταγωνιστούν… ζόμπι (λέγε με και “Walking dead”). Οχι και άσχημα για έναν δικηγόρο που οδηγεί ένα στραπατσαρισμένο Suzuki Esteem.
14
Εκκολαπτόμενοι Στον αριθμό 190 της λεωφόρου Συγγρού, ανάμεσα σε γραφεία τραπεζών και ¼ÎÁ¼ÇÄÎÏÄÆÌÉçÀϼÄÍÀÄÌÉ ç½Í¸ÎÆÀϼÄçÊçÓÌÍÊÒçÏÊÔçBDDç çBKQBOrDOLTrDL® ç ļç ÐÀÍàÊÆÊÄϸ¿¼çÀËÄÓÀÄÍÃà¼ÏÄƹÏÃϼÒçËÊÔç¿ÃàÄÊÔÍ·ÐÃÆÀç¼Ë¹çÏÃç"ROL?>KH çÇÀÄÏÊÔÍÂÀ¸ç ÎÀçÎÔÉÀͼθ¼çàÀçÏÊç LO>IIF>çƼÄçÎÏÀ ÕÀÄçÎÔÉÊÇÄÆ ç çÀÇËÄ¿ÊÁÊÍÀÒçPQ>OQRMP ç ÔÏ·ç ÏÃÉçËÀ͸ʿÊçÏÊçBDDçÀÏÊÄà ÕÀϼÄçËÔÍÀÏÑ¿ÌÒçÂļçÏÊÉç ÊçÆ»ÆÇÊçÏÊÔçËÍÊÂÍ àà¼ÏÊÒ ç àÀçÏÃÉçÔËʽÊÇ·çÎÔààÀÏÊÓÌÉçɼçÇ·ÂÀÄçÎÏÄÒç ç ¼ÍϸÊÔ ç ÎÀÒçÀËÄÓÀÄÍÃà¼ÏÄƶÒçÊà ¿ÀÒçÀËÄÇÀÂÊ»Éç мçÁÄÇÊÅÀÉÃÐÊ»ÉçÂļç¶É¼çÓ͹ÉÊçÎÀç¶É¼çËÇ·ÍÑÒçÀÅÊËÇÄÎà¶ÉÊçÆϸÍÄÊçƼÄçмç¼ËÊǼའÉÊÔÉç ÔËÊÎÏÃÍÄÆÏÄƶÒçÔËÃÍÀθÀÒ çÊÔÎļÎÏÄÆ·çÀËÄÓÀÄÍÃà¼ÏÄÆ·çÆ¼Ï ÍÏÄÎÃçƼÄçË͹ν¼ÎÃçÎÀç¶É¼ç¿¸ÆÏÔÊç ¿Ä¼ÆÀÆÍÄà¶ÉÑÉçàÀÉϹÍÑÉ çàÀçÎÆÊ˹çɼçÀËÄϼӻÉÊÔÉçÏÃÉçÀËÄÓÀÄÍÃà¼ÏÄÆ·çÏÊÔÒç¿Í¼ÎÏÃÍĹÏÃϼ ç ÏÄç¼ÆÍĽÌÒç¼ËÊǼའÉÊÔÉçƼÄçÊÄçFP*,,! ç,TFTF ç0FJMIB MMP ç FQVç1>IBP ç QEBKPç&KPFABOPçƼÄç *BAFQBOO>KB>Kç4BIIKBPPç >JMçËÊÔç¼ÆÊÇÊÔÐÊ»ÉçÎÏÃçÎÔɶÓÀļ ç ÒçÏÄÒçÂÉÑ͸ÎÊÔàÀçƼǻÏÀͼ
,TFTF Η εταιρεία με το… περίεργο όνομα δραστηριοποιείται, με τη σειρά της, στον χώρο του gaming, αλλά με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Η Owiwi, όπως λέγεται, συνδυάζει τις επιστήμες της ψυχολογίας, του management και των analytics για να κατασκευάσει “serious games”. Η καινοτομία που εισάγει, όπως εξηγούν οι ιδρυτές της, Ηλίας Βαρθολομαίος και Αθηνά-Πωλίνα Ντόβα, είναι να φτιάχνει τέτοια παιχνίδια που θα χρησιμοποιηθούν στις σύγχρονες επιχειρήσεις για την επιλογή και αξιολόγηση του ανθρώπινου δυναμικού τους - και όχι μόνο. «Με απλά λόγια», υποστηρίζει η Αθηνά-Πωλίνα, «ο υποψήφιος εργαζόμενος ή και ο ήδη υπάλληλος μιας εταιρείας καλείται να παίξει ένα online παιχνίδι στρατηγικής. Ενώ ο παίκτης παίζει και παίρνει αποφάσεις μέσα στο παιχνίδι, αυτές καταγράφονται και αναλύονται ούτως ώστε στο τέλος να βγαίνει ένα πλήρες report για όλες τις δεξιότητες του ατόμου, το εργασιακό του προφίλ και περαιτέρω εάν αυτό ταιριάζει με κάποια συγκεκριμένη θέση μιας εταιρείας». Το παιχνίδι, που αναμένεται να βγει στην αγορά στο τέλος Μαρτίου, εξελίσσεται δυναμικά και διαδραστικά, ανάλογα με τις επιλογές του παίκτη. Εχει ποικίλες δυνατότητες, ανάμεσα στις οποίες ειναι και η χρήση του σαν εργαλείο επαγγελματικού προσανατολισμού βάσει δεξιοτήτων. Οπως τονίζει βέβαια η Αθηνά-Πωλίνα, «όλα αυτά δεν θα τα είχαμε καταφέρει χωρίς τους Χριστόφορο Λουτζάκη, δρ. Κωνσταντίνο Περρώτη, Γιώργο Σκόνδρα και Ξανθή Ανυφαντή, οι οποίοι δουλεύουν πυρετωδώς για την πρώτη έκδοση του παιχνιδιού».
Κείμενο: Ανδρέας Γιαννόπουλος / Φωτογραφίες: Στέφανος Καστρινάκης
15
Φε βρουάριος 2015
επιχειρηματίες
City Tales Η City Tales ιδρύθηκε πριν από περίπου έναν χρόνο στην Αθήνα από πέντε νέους αρχιτέκτονες και συγκεκριμένα τους Ιωσήφ Δακορώνια–Μαρίνα, Ηρακλή Παπαθεοδώρου, Δημήτρη Σαγώνα, Μιχάλη Στουπάκη και Γιούλη Φραδέλου. Ολοι τους απόφοιτοι της Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ, δηλώνουν λάτρεις των περιπλανήσεων στην πόλη και… υποψήφιοι δημιουργοί νέων αφηγήσεων για το αστικό τοπίο. «Στόχος μας είναι να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση κατοίκων και επισκεπτών με τον αστικό ιστό και να αναζωπυρώσουμε τον διάλογο για τη ζωντανή ιστορία. Κύριος στόχος της επιχείρησης αποτελεί η ανάπτυξη ενός εξειδικευμένου οδηγού πόλης για 'έξυπνες' φορητές συσκευές, με άξονα ενδιαφέροντος την αρχιτεκτονική», αναφέρει η Γιούλη Φραδέλου. Η εφαρμογή απευθύνεται σε φίλους της αρχιτεκτονικής, επισκέπτες και μόνιμους κατοίκους, αστικούς εξερευνητές που ενδιαφέρονται για κάτι πέρα από τις τουριστικές καμπάνιες ή τους μύθους της σύγχρονης εποχής. Ερχεται να εξυπηρετήσει το διαρκώς αυξανόμενο ενδιαφέρον για το αστικό περιβάλλον και ταυτόχρονα να εξοικειώσει το ευρύ κοινό με την έννοια της αρχιτεκτονικής, προωθώντας τον πολιτισμό μέσα από την επαφή με την αρχιτεκτονική δημιουργία της κάθε πόλης. Χρησιμοποιώντας την εφαρμογή και έχοντας ως αφετηρία τη θέση τους στον χάρτη, οι χρήστες έχουν τη δυνατότητα να περιηγηθούν στην πόλη και να ακολουθήσουν προσωποποιημένες διαδρομές με διαδοχικά σημεία ενδιαφέροντος, ενώ παράλληλα τους αποκαλύπτονται ιστορίες πίσω από τα κτίρια και τους ανθρώπους που έζησαν σε αυτά. Εναλλακτικά, η εφαρμογή επιτρέπει τη διαμόρφωση σύντομων ελεύθερων διαδρομών προσωπικής ξενάγησης, προκαλώντας τον χρήστη να παρεκκλίνει ελάχιστα από τη συνηθισμένη του πορεία, με στόχο να περιπλανηθεί, να εξερευνήσει, να ανακαλύψει εκ νέου την πόλη του.
16
Athens Insiders Η ιδέα των Athens Insiders γεννήθηκε το 2012 από τέσσερις συνταξιδιώτες, τους Ανθία Βλασσοπούλου, Δάφνη Τραγάκη, Νάταλι Κόντου και Κωνσταντίνο Κουκούλη. Εμπνευση αποτέλεσε η προσωπική ανάγκη των ιδρυτών να γνωρίζουν «εκ των έσω» τα μέρη τα οποία επισκέπτονταν, ακόμη κι αν δεν είχαν εκεί κάποιο φίλο ή γνωστό. Οπως λένε, εξάλλου, έχουν ταξιδέψει μαζί με αυτοκίνητα, πλοία, τρένα και αεροπλάνα -αλλά και με άλλα περίεργα μέσα, όπως βάρκες, γαϊδουράκια, αγροτικά αυτοκίνητα, ποδήλατα, ακόμα και με τα πόδια- στην Ελλάδα, την Τουρκία, τη Συρία, την Ιορδανία, το Βιετνάμ, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη Μολδαβία και την Ουκρανία. «Ετσι ήρθε η απόφαση», εξηγεί η Ανθία, «να δημιουργήσουμε μια υπηρεσία που θα παρουσιάζει την αληθινή, τη δική μας Ελλάδα, στους επισκέπτες της. Μία υπηρεσία που δίνει τη δυνατότητα να προσφέρουμε αυτό που θα ήθελαν και οι ίδιοι να λάβουν όταν ταξιδεύουν». Μετά λοιπόν από πολλή σκέψη, επαφές, συζητήσεις και πειραματισμούς, ξεκίνησαν επίσημα το καλοκαίρι του 2013. Τον Μάιο του ίδιου χρόνου δήλωσαν και πήραν συμμετοχή στον πρώτο κύκλο του egg, για να παραμείνουν τελικά και στον δεύτερο κύκλο, έχοντας -μεταξύ άλλων- συμβουλευτικό ρόλο προς τις νέες εταιρείες. Στην πορεία βέβαια ο Κωνσταντίνος Κουκούλης και η Δάφνη Τραγάκη αποχώρησαν και στην ομάδα ήρθε ο Αλέξης Φρυδάς. Η εταιρεία αποτελείται σήμερρα από την Ανθία Βλασσοπούλου, τη Νάταλι Κόντου, τον Αλέξη Φρυδά και μια ομάδα εξειδικευμένων συνεργατών. «Θεωρούμε ότι κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός, και έτσι τον αντιμετωπίζουμε, 'κόβοντας και ράβοντας' τις ιδέες μας πάνω στο προφίλ και τη διάθεση του. Ετσι καμιά δραστηριότητα δεν είναι ίδια με την άλλη, αλλά είναι ιδανική για αυτόν για τον οποίο σχεδιάστηκε, καθώς λειτουργούμε απόλυτα ανθρωποκεντρικά», καταλήγει η Ανθία.
SimpleApps Το tourismart -προϊόν της εταιρείας SimpleApps- πρωτοπαρουσιάστηκε ως φοιτητική ιδέα από τον Λεωνίδα Κανελλόπουλο και τη Μάγκυ Κοντού. Μέσα από τη συμμετοχή τους στον πρώτο κύκλο του προγράμματος egg το 2013, η ιδέα τους μετουσιώθηκε μέσα σε λίγους μήνες σε επιχειρηματική πράξη. Σήμερα η ομάδα έχει μεγαλώσει, έχει ήδη τους πρώτους της πελάτες, έχει κλείσει συνεργασίες με πολλές από τις ομάδες που συμμετέχουν στο πρόγραμμα και συμμετέχει στον δεύτερο κύκλο του egg ως “Resident” με στόχο να συμβάλει ενεργά και να μοιραστεί τις εμπειρίες της με τις ομάδες του δεύτερου κύκλου. Οσον αφορά στο πολυβραβευμένο -σε διαγωνισμούς νεανικής επιχειρηματικότητας και καινοτομίας- tourismart, πρόκειται για μία all-in-one mobile πλατφόρμα για ξενοδοχεία και ξενώνες. Ειδικότερα, ο λόγος γίνεται για μία mobile πλατφόρμα που βοηθά τους ξενοδόχους να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο smartphone των επισκεπτών και να διαχειριστούν τα αιτήματα τους από το tablet της επιχείρησης. Μόλις ο επισκέπτης φτάνει στο ξενοδοχείο, κατεβάζει την εφαρμογή στο smartphone του και αποκτά πρόσβαση σε όλες τις παρεχόμενες υπηρεσίες όπως room service και κρατήσεις εστιατορίου. Τα αιτήματα των πελατών εμφανίζονται αυτόματα στο tablet της επιχείρησης, επιτρέποντας στον ξενοδόχο να τα διαχειριστεί άμεσα, μαζί με ένα πλήθος από επιπλέον δυνατότητες όπως κρατήσεις δωματίων, πελατολόγιο και έξοδα. Οπως αναφέρει ο Λεωνίδας, «το tourismart έρχεται να φέρει το mobile επιχειρείν στις σύγχρονες επιχειρήσεις προσφέροντας ένα καθημερινό business development tool βασισμένο σε guests' insights». Η υπηρεσία είναι ήδη διαθέσιμη σε περισσότερα από 100 ξενοδοχεία και 25 χώρες.
17
Mediterranean Wellness Camp H Νάντια Μαρνέρου μαζί με την αδελφή της Ελισάβετ βρέθηκαν στον χώρο του egg τον Ιούνιο του 2014 με τον δεύτερο κύκλο συμμετεχόντων. Οχημά τους η εταιρεία Mediterranean Wellness Camp (MWC), η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα του Τουρισμού, της Ευεξίας και της Υγείας. «Το Mediterranean Wellness Camp προσφέρει υπηρεσίες ευεξίας και ολοκληρωμένα πακέτα διακοπών για ξενοδοχεία στην Ελλάδα, καθώς και εξειδικευμένα προγράμματα για corporate δραστηριότητες», λέει η Νάντια Μαρνέρου. Το πρόγραμμα του Mediterranean Wellness Camp δίνει τη δυνατότητα στους συμμετέχοντες να ανακαλύψουν τα μυστικά του ευ ζην μέσα από μία σειρά από διαφορετικές δραστηριότητες. Τέτοιες είναι για παράδειγμα η άσκηση μέσα από δημιουργικά παιχνίδια, οι εναλλακτικές μορφές ασκήσεων όπως γιόγκα, πιλάτες, και πεζοπορία, τα σεμινάρια life coaching, οι bonding activities, οι διατροφικές συμβουλές, τα cooking seminars καθώς και τα σεμινάρια οινογνωσίας. «Στόχος μας είναι να αναπτύξουμε μια οργανωμένη υπηρεσία για τον τουρισμό, που θα βοηθήσει στην επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, και να προσφέρουμε μία μοναδική εμπειρία διακοπών στην Ελλάδα. Την ίδια στιγμή», υποστηρίζει η Νάντια, «θέλουμε να αναδείξουμε τις αξίες του μεσογειακού τρόπου ζωής, τις φυσικές ομορφιές και την πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας, αλλά και να βελτιώσουμε την ποιότητα ζωής του συμμετέχοντα».
isMOOD Ενα από τα πιο λαμπρά παραδείγματα του egg είναι η ομάδα του Χρήστου Κουνάβη και της Αννας Κασιμάτη. Ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 2013, ένα μήνα αργότερα είχε τους πρώτους της πελάτες, ενώ στη θερμοκοιτίδα μπήκε τον Ιούνιο του 2014. Σήμερα η isMOOD απαρτίζεται από εννέα άτομα. «Ειδικευόμαστε στη συλλογή και ανάλυση δεδομένων από κοινωνικά δίκτυα σε πραγματικό χρόνο», εξηγεί ο Χρήστος Κουνάβης και συνεχίζει: «Οραμά μας είναι να μετατρέψουμε την ανάλυση κοινωνικών δικτύων σε ένα έξυπνο εργαλείο λήψης επιχειρηματικών αποφάσεων για τις σύγχρονες εταιρείες». Για τον σκοπό αυτό, χρησιμοποιώντας εργαλεία και αλγορίθμους αιχμής που έχουν σχεδιάσει οι ίδιοι, συγκεντρώνουν και αναλύουν δεδομένα. Αυτά μπορεί να προέρχονται από τα social media και το internet, με στόχο να εντοπίζουν σε πραγματικό χρόνο τι συζητούν οι χρήστες, ποια είναι η στάση και τα συναισθήματά τους απέναντι στα θέματα που συζητούν, πώς ερμηνεύονται τα δεδομένα αυτά σε επιχειρηματικούς όρους και τι νέα αξία μπορούν να προσφέρουν στις σύγχρονες επιχειρήσεις. Επιπλέον έχουν τη δυνατότητα να καταλαβαίνουν ποιες ανάγκες και τάσεις αναδύονται και πώς αυτές μεταφράζονται σε επιχειρηματικές ευκαιρίες, καθώς και ποιοι είναι οι χρήστες που έχουν επίδραση στο διαδίκτυο και πώς μπορούν αυτοί να μετατραπούν σε υποστηρικτές. Η γνώση αυτή συσχετίζει άμεσα επιχειρηματικές μετρικές και δείκτες και αποτελεί πολύτιμο επιχειρηματικό οδηγό για τους πελάτες της εταιρείας. «Η isMOOD απευθύνεται», καταλήγει ο Χρήστος, «σε μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά και σε μεμονωμένα άτομα και επαγγελματίες που επιθυμούν να αφουγκράζονται τις ανάγκες της αγοράς, να ανταποκρίνονται άμεσα σε αυτές και να επιτυγχάνουν τόσο στα social media, όσο και στη συνείδηση των πελατών τους».
Φε βρουάριος 2015
18
Κείμενο: Χχχχχ Χχχχχ / Φωτογραφία: Χχχχχ Χχχχχ
19
Φε βρουάριος 2015
20
Κείμενο: Κώστας Τσαούσης
21
Φε βρουάριος 2015
Η μνήμη εναντίον της λήθης Το καλοκαίρι του 2013 η ομάδα παραγωγής ψηφιακού περιεχομένου της M media -με οργανωτή τον καλό συνεργάτη Γιώργο Ρομπόλα- βάζει μπροστά ένα πρωτότυπο, φιλόδοξο και άκρως απαιτητικό εγχείρημα: τησυγκρότηση και παρουσίαση ιστοριών από το… παρελθόν με στόχο ένα νεανικό κατά βάση κοινό που έχει μια πολλαπλή εξοικείωση με τα social media και το YouT ube. Σε ένα κείμενό του στο “Metropolis”, ο Ρομπόλας εξηγεί το πώς και το γιατί του εγχειρήματος: « Ξεκινώντας την παραγωγή μίνι διαδικτυακών ντοκιμαντέρ που ονομάστηκε 'Ιστορίες από την κατεχόμενη Αθήνα', πρ οσεγγίσαμε νέους ιστορικούς με έργο πρωτότυπο, που εξερεύνησε περιοχές τις οποίες λίγοι είχαν μέχρι τότε αγγίξει. Σκοπός της προσπάθειας ήταν μια αφήγηση με ανθρώπινο στίγμα, αλλά και επιστημονική επικύρωση της πλέον ταραγμένης και αιματοβαμμένης δεκαετίας του αιώνα για τη χώρα και την πόλη. Αυτής του 1940. Ιστορίες ανθρώπινες και όχι χάρτινες, αφού οι πόλεις στέκονται όρθιες, μέσα στους τυφώνες των καιρών, πάνω στις πλάτες των ανθρώπων τους - ακόμη και όταν η Ιστορία τις αγκαλιάζει θανάσιμα. »Ο Ιάσων Χανδρινός περιέγραψε το φαινόμενο των συχνών διαδηλώσεων μέσα στο ζοφερό τοπίο που είχαν εγκαθιδρύσει οι ναζιστικές δυνάμεις κατοχής. Σε δεύτερο χρόνο ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης μάς υπενθύμισε τον τόπο μαρτυρίου που φέρει το όνομα Σκοπευτήριο Καισαριανής και πώς κατέληγαν εκεί άνθρωποι μελλοθάνατοι, πιασμένοι σαν θηράματα στα μπλόκα που έστηναν τα Ευζωνικά Τάγματα Ασφαλείας υπό την καθοδήγηση Γερμανών αξιωματικών». Αυτά τα μίνι ντοκιμαντέρ βρήκαν ανταπόκριση σε ένα ευρύ κοινό και η εξήγηση για την απήχησή τους δεν ήταν δύσκολη υπόθεση, καθώς σχετίζεται με τα συστατικά του μείγματος: τα νέα πρόσωπα των αφηγητών των ιστοριών, μια αφήγηση με σύγχρονο τρόπο μπροστά στο φακό, το δημοσιογραφικό στιλ της προσέγγισης, το ζωντανό περιβάλλον της πόλης όπου συμβαίνουν τα γεγονότα, τα κτίρια που αλλάζουν χρήση μέσα στον χρόνο αλλά παραμένουν στη θέση τους και έχουν τον δικό τους τρόπο να «μιλούν» στους σημερινούς Αθηναίους. Πριν από λίγο καιρό παρουσιάζοντας το τελευταίο βιβλίο του Μενέλαου Χαραλαμπίδη για τα Δεκεμβριανά («Δεκεμβριανά 1944 - Η μάχη της Αθήνας», εκδόσεις Αλεξάνδρεια) στο βιβλιοπωλείο Πλειάδες στο Παγκράτι διαπίστωσα -ομολογώ με έκπληξη- ότι μια συζήτηση για ένα βιβλίο για το τι συνέβη στην Αθήνα -την πόλη μας- πριν από 70 ολόκληρα χρόνια συνεχίζει να τροφοδοτεί με τρόπο εκδηλωτικά προκλητικό τη μάχη της μνήμης ενάντια στη λήθη.
Πριν από λίγες μέρες αποδέχθηκα την πρόσκληση της Αννας-Μαρίας Δρουμπούκη να παρουσιάσω και το δικό της βιβλίο σε μια ανάλογη εκδήλωση στου Ζωγράφου στα μέσα Μαρτίου. Η Δρουμπούκη είναι μια πολύ νέα σε ηλικία ιστορικός που το 2014 κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Μνημεία της λήθης - Ιχνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα και την Ευρώπη». Για μια γεύση από το περιεχόμενο του βιβλίου επέλεξα να δανειστώ το κείμενο που φιλοξενείται στο οπισθόφυλλο - το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις με πρόλογο του καθηγητή του Χάγκεν Φλάισερ. «Η μεταπολεμική πορεία της Ελλάδας βασίστηκε στις εμπειρίες του πολέμου και της Κατοχής. Μετά τον πόλεμο, όλες ανεξαιρέτως οι πολιτικές δυνάμεις επιζήτησαν να προσδιοριστούν μέσα από τη διαχείριση των εμπειριών της Κατοχής και της Αντίστασης. Το 1989, ειδικότερα, σηματοδότησε μια νέα περίοδο αυτοπροσδιορισμού για ολόκληρη την Ευρώπη. Ποτέ άλλοτε δεν είχαμε τόση προσφορά ιστορίας. Ωστόσο, στην Ελλάδα δεν έχουμε καταφέρει σε -αντίθεση με τη Γερμανία, που 'τακτοποίησε' τους λογαριασμούς της με το ένοχο παρελθόν της- να συγκροτήσουμε ενιαίο συναινετικό μνημονικό αφήγημα. Οι 'μάχες για την ιστορία' και η εκρηκτική δημόσια χρήση της ιστορίας καταδεικνύουν ότι η περίοδος της ναζιστικής Κατοχής βρίσκεται μονίμως πλέον στο επίκεντρο της συλλογικής μνήμης και των αναπαραστάσεών μας για τον 20ό αιώνα. »Συχνά γίνεται λόγος για τη μνήμη του πολέμου στην Ελλάδα, χωρίς όμως να έχει αναπτυχθεί, πέρα από τις σχετικές αναφορές, σοβαρός προβληματισμός γύρω από τις πολιτικές της μνήμης και τη διαχείριση του παρελθόντος. Ιδιαίτερα η μελέτη των τόπων μνήμης αποτελεί 'παρθένο' έδαφος στην πλούσια πλέον ελληνική ιστοριογραφία γύρω από τη δεκαετία του '40. Στο παρόν βιβλίο εγείρονται πολλά ζητήματα 'άβολα' και αδιερεύνητα - μεταξύ Ελλήνων και Γερμανών, μεταξύ Ελληνοεβραίων και υπόλοιπων Ελλήνων, καθώς και μεταξύ των δύο μεγάλων ενδοελληνικών παρατάξεων· αποδομούνται παγιωμένοι μύθοι και ανασυστήνεται η χρονική πορεία της δημιουργίας τους. Με κεντρική ιδέα ότι η κατανόηση του παρελθόντος είναι το κλειδί για τη νοηματοδότηση του παρόντος, στο παρόν βιβλίο διερευνάται το φαινόμενο της 'δεύτερης ζωής' των γεγονότων του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και ανιχνεύονται τα άγνωστα ίχνη των κατοχικών μνημονικών τόπων στην Ελλάδα, μέσα από μια συγκριτική ματιά με την υπόλοιπη Ευρώπη. Ενδεικτικά παραδείγμα-
τα αποτελούν το στρατόπεδο Χαϊδαρίου -το μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης στην κατεχόμενη Ελλάδα-, το στρατόπεδο Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη, αλλά και τόποι όπως το Σκοπευτήριο Καισαριανής -σύμβολο του αντιστασιακού αγώνα-, τα μνημεία Ολοκαυτώματος, τα γερμανικά στρατιωτικά νεκροταφεία, καθώς και τα Καλάβρυτα, με τη διαιρεμένη μνήμη που επικρατεί μέχρι σήμερα για τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του '43». Ο τίτλος του βιβλίου έχει καρφωθεί στη σκέψη μου από την πρώτη στιγμή που άρχισα να φυλλομετρώ τις σελίδες του. Ενας τίτλος που κρύβει πολλά και απελευθερώνει τη σκέψη για πολύ περισσότερα και κυρίως για τα πιο σύνθετα και τα πιο ουσιαστικά, για εκείνα ακριβώς που παρέχουν το νήμα της συνέχειας ανάμεσα στο ιστορικό γεγονός και τους νεότερους, ανάμεσα στους φορείς της βιωμένης εμπειρίας και τους αποδέκτες της. Σε κάθε περίπτωση, η μνήμη και η λήθη αποτελούν ένα πολιτικό δίπολο που το ένα συστατικό μέρος αντιμάχεται το άλλο. Διαρκώς, με ένταση, δίχως εκπτώσεις και αλλοιώσεις. Επιπλέον, ως πολιτικό δίπολο δεν «στέκεται» πάνω στο έδαφος της ουδέτερης στάσης, της απόστασης και της αδιαφορίας, δεν «κραυγάζει» την αντικειμενικότητα του. Αντίθετα, μιλά με το δικό του δίκιο και το δικό του δίκιο δεν το διαπραγματεύεται. Πάνω σε αυτή τη μάχη οικοδομεί και τις αφηγήσεις του την ίδια στιγμή που νοιάζεται για το πώς αυτή η αφήγηση θα φτάσει στους νεότερους, σε όλους και όλες που κάθονται ακόμη στα θρανία. Εντέλει η μάχη της μνήμης ενάντια στη λήθη έχει να κάνει και με τη σύγχρονη και προπαντός έξυπνη -σε μεθόδους, εργαλεία και μέσα- συστηματική εκμάθηση της Ιστορίας, με το πέρασμά της στην καθημερινή ζωή των επόμενων γενιών μέσα από τη δικαίωση και κόντρα στην άρνηση. Η μνήμη έχει να κάνει, δίχως άλλο, με τον τόπο του γεγονότος, αλλά και το κτίριο, τον δρόμο, τη γωνιά του δρόμου - εκεί, στον τόπο του συμβάντος, που έλαβε χώρα το γεγονός. Πρόκειται για ένα καθοριστικό στοιχείο που ενεργοποιεί τη μνήμη με ένα ξεχωριστό τρόπο και της επιτρέπει να κατανοήσει γιατί και στις μέρες μας η πανευρωπαϊκή καθολική αξία του αντιφασισμού -αποτέλεσμα και κατάκτηση της νίκης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και των κινημάτων αντίστασης των Ευρωπαίων- έχει τη θέση της και το μερτικό της.
22
Το μυστικό Φανταστείτε έναν καλοκουρδισμένο δημοσιογραφικό οργανισμό. Ελληνικό. Με τον ιδιοκτήτη/εκδότη/χρηματοδότη και ενδεχομένως τους συγχρηματοδότες του. Με την οικονομική και εμπορική διεύθυνσή του, τα business plans και τους προϋπολογισμούς του. Τις εκτελεστικές και εκδοτικές επιτροπές, την κάθετη οργάνωση, τη γραφειοκρατική λήψη αποφάσεων και τα πολλαπλά συμφέροντα - οικονομικά, πολιτικά, αλλά και προσωπικά που σε τελευταία ανάλυση καθορίζουν τη γραμμή μιας επιχείρησης. Τη δημοσιογραφική οργάνωση, τέλος, την ιεραρχία, τον διευθυντή, τον διευθυντή σύνταξης, τον αρχισυντάκτη, τους υπεύθυνους τμημάτων, τα τμήματα, τις συσκέψεις, τη συνεπαγόμενη ανάγκη για συμβιβασμούς, για διαρκή εύρεση κοινών παρονομαστών, άνωθεν εγκρίσεις. Για το αίσθημα ασφάλειας που δημιουργεί στους συντάκτες η ένταξη σε ένα πλαίσιο, αλλά και στον περιορισμό κάθε δημιουργικής φαντασίας όταν το πλαίσιο αυτό γίνεται άκαμπτο και στενό. Τώρα φανταστείτε ακριβώς το αντίθετο. Αυτό είναι η Popaganda. Οκέι, και αυτό είναι καλό ή κακό; Μου ζητήσατε να εξηγήσω τους λόγους της επιτυχίας της Popaganda. Νομίζω λοιπόν ότι ένας λόγος είναι αυτό που εξ αντιθέσεως περιέγραψα. Κάτι τέτοιο όμως μπορεί να πετύχει μόνο όταν συνοδεύεται από συνθήκες τέτοιες που θα επιτρέψουν η απόλυτη αυτή ελευθερία να μετατραπεί σε ένα ενδιαφέρον και πρωτοποριακό εγχείρημα και όχι σε μία αδιέξοδη δεξαμενή βλακείας και καινοφανούς κοινοτυπίας. Θα τα πούμε παρακάτω. Πολύ παλιά οι Γάλλοι είχαν λανσάρει ένα σύνθημα: «Δεν έχουμε πετρέλαιο, έχουμε όμως ιδέες». Μια ιδέα ήταν και η Popaganda. Δεν είχαμε χρήματα, ξέραμε όμως τι θέλουμε και πιστεύαμε ότι έχουμε τη δυνατότητα και την υπομονή να επενδύσουμε σε δουλειά, τρέλα και ταλέντο ώστε να εκμεταλλευτούμε όσο γίνεται περισσότερο το τεράστιο ευεργέτημα της ανεξαρτησίας του απένταρου. Δεν υπήρχε (και δεν υπάρχει) χρηματοδότης, υπήρχαν (και υπάρχουν) ξεχωριστές απόψεις, κυριαρχούσε όμως μία κοινή άποψη περί δημοσιογραφίας και αισθητικής και μία κοινή επιθυμία να δημιουργηθεί ένας χώρος εργασίας όπου ο καθένας να μπορεί να κάνει αυτό που γνωρίζει καλύτερα, όσο καλύτερα μπορεί να το κάνει, χωρίς παρεμβάσεις, λο-
γοκρισίες και καταναγκασμούς. Πολυφωνία. Αναρχία. Ας αφήσουμε όλα τα λουλούδια να ανθίσουν που έλεγε κι ο Μάο πριν τα θερίσει. Προσωπικά ομολογώ ότι (συνηθισμένος σε μοντέλα οργανωμένων δημοσιογραφικών επιχειρήσεων με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους) είχα σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσο είναι δυνατόν ένα τόσο χαλαρό σχήμα να πετύχει. Κυρίως στο πιο σημαντικό και πιο ευαίσθητο τμήμα του, το δημοσιογραφικό. Πέτυχε. Πέτυχε, γιατί οι άνθρωποι που κουβαλάνε στους ώμους τους όλο το δημοσιογραφικό προϊόν της Popaganda, που έχουν ποντάρει το μέλλον τους στην επιτυχία της, που δουλεύουν επτά ημέρες την εβδομάδα, 24 ώρες το 24ωρο χωρίς απολύτως καμία αμοιβή, δεν έχουν ούτε μια στιγμή παίξει το παραμικρό παιχνίδι εξουσίας, δεν έχουν προσπαθήσει ούτε κατά διάνοια να επιβληθούν ο ένας στον άλλον, αντιθέτως αλληλοσυμπληρώνονται, αλληλοβοηθούνται και σέβονται τις διαφορετικές απόψεις ακόμη και όταν διαφωνούν με αυτές. Πέτυχε επίσης γιατί οι ίδιοι άνθρωποι είχαν τη θέληση, αλλά και την ικανότητα να εκμεταλλευτούν την άνευ προηγουμένου ελευθερία που παρέχουν οι συνθήκες που οι ίδιοι δημιούργησαν ώστε να χρησιμοποιήσουν το τεράστιο ταλέντο και τη δημιουργικότητα τους με τον καλύτερο τρόπο και να χαράξουν μία εκδοτική γραμμή ποιότητας, ελευθερίας και κεφιού. Μη γελιέστε. Τα δημοσιογραφικά προϊόντα που έχουν ψυχή -κι αυτά είναι πρώτα και κύρια τα περιοδικά, έντυπα και ψηφιακάσφραγίζονται από το κλίμα μέσα στο οποίο παράγονται. Τα καλύτερα περιοδικά μέσα από παρέες κεφάτες ξεκίνησαν. Ετσι κι εμείς. Μια παρέα, σε καμία περίπτωση ένα κλειστό κλάμπ. Δεν αποκλείουμε (σχεδόν) κανένα. Ολα τα κείμενα, όταν δεν πάσχουν από ανυπόφορη μετριότητα, μπαναλιτέ, ασυναρτησία ή έλλειψη τεκμηρίωσης, δημοσιεύονται, είτε συμφωνούμε είτε διαφωνούμε με το περιεχόμενό τους (άλλωστε, σπάνια υπάρχει μεταξύ μας ομοφωνία, οπότε…). Είμαστε ανοιχτοί σε κάθε ιδέα, κάθε τρόπο γραφής, κάθε πειραματισμό που έχει ουσία και εί-
Κείμενο: Νίκος Αμανίτης
23
της επιτυχίας ναι αυθεντικός. Εν πάση περιπτώσει προσπαθούμε. Δεν λέω ότι δεν έχουμε προβάλει και κάποιες λαμπερές ασημαντότητες, ή ότι δεν έχουμε δημοσιεύσει και μέτρια κείμενα -ακόμη και κείμενα που επαναλαμβάνουν τη λέξη δυστοπία έχουμε δημοσιεύσει. Ομως οι αναγνώστες (οι οποίοι αυξάνονται όσο ξεπερνάμε κάποιες παιδικές ασθένειες και διευρύνουμε τους ορίζοντές μας) γνωρίζουν σιγά σιγά ότι στη διεύθυνση της Popaganda θα βρουν θέματα που δεν υπακούν σε κανενός είδους συμφέρον, που δεν υπάρχουν αλλού και που έχουν μία ματιά φρέσκια, εντελώς διαφορετική από αυτή των συμβατικών, κουρασμένων ΜΜΕ. Και αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά της Popaganda, η μεγάλη της δύναμη. Πρωτοτυπία, φρεσκάδα, διαφορετική ματιά. Δηλαδή πρωτογενές υλικό. Είναι ό,τι πιο δύσκολο. Αλλά (το πιστεύουμε απόλυτα) αυτό είναι που στο τέλος αποδίδει. Στο τέλος. Μέσα στον ωκεανό της ανεξέλεγκτης και ασταμάτητης κλοπής που είναι το διαδίκτυο, αυτό το «περιοδικό» έχει βασικό του κανόνα να παράγει πρωτογενές υλικό. Εμείς ανακαλύπτουμε τα θέματα. Εμείς τα καλύπτουμε δημοσιογραφικά. Εμείς τα φωτογραφίζουμε. Εμείς παράγουμε τα βίντεο, εμείς τα μοντάρουμε. Αλλά δεν αρκεί μόνο αυτό για μία επιτυχία. Στο site αυτό υπάρχουν άνθρωποι με εξαιρετικό ταλέντο, φαντασία, και θέληση για δουλειά, που σπάνια βρίσκεις σε δημοσιογραφικό team. Και πλαισιώνονται από μια χαρισματική ομάδα κινηματογραφιστών, φωτογράφων, web designers και γραφιστών. Ανθρώπων που αφιερώνουν εδώ το μεγαλύτερο, αν όχι το αποκλειστικό μερίδιο του χρόνου τους γιατί θεωρούν ότι βρήκαν επιτέλους μια ευκαιρία να κάνουν το κέφι τους, αυτό που τους αρέσει, χωρίς εμπόδια, υποχρεώσεις και συμβιβασμούς, τόσο όσον αφορά το περιεχόμενο, όσο και τη φόρμα. Και ότι αυτό μπορεί να αποδώσει κάποια στιγμή. Διάβαζα τις προάλλες στη “Liberation”, μια συνέντευξη του δημιουργού της, οραματιστή της δημοσιογραφίας, Σερζ Ζυλί. Ελεγε για τις αλλαγές που επέβαλε το ίντερνετ: «Πρόκειται για μια επανάσταση τεχνική, αλλά και πολιτισμική. Μέχρι πρόσφατα ο Τύπος λειτουργούσε με τρόπο κάθετο: οι δημοσιογράφοι επέλεγαν και επεξεργάζονταν την πληροφόρηση, οι αναγνώστες τη λάμβαναν μέσω των εντύπων, του ραδιοφώνου της τηλεόρα-
σης. Από πάνω προς τα κάτω. Εχουμε πια εισέλθει σε έναν κόσμο διαδραστικό, δεν υπάρχει κορυφή, δεν υπάρχει κέντρο και η πληροφορία είναι ο καρπός μιας μοιρασιάς με πολλούς διαμεσολαβητές […]. Το ψηφιακό περιβάλλον παράγει και προκαλεί μία μοιραζόμενη εξουσία. Πρέπει να συνηθίσουμε την οριζοντιότητα, αυτή είναι η μήτρα του Δικτύου, που την προέβλεψαν ο Ντελέζ και ο Γκαταρί τη δεκαετία του '70». Μήπως τελικά, αυτή η οριζοντιότητα, η μήτρα του Δικτύου, είναι που κάνει την Popaganda ένα τόσο επιτυχημένο διαδικτυακό πείραμα; (Και χωρίς να έχουμε εντρυφήσει ούτε στο Ντελέζ, ούτε καν στον Γκαταρί). Αυτή λοιπόν η οριζοντιότητα, η «ανοργανωσιά», η έλλειψη ιεραρχίας, είναι, πιστεύω, ένα από τα συστατικά της επιτυχίας. Αυτή όμως γίνεται συχνά και η αφορμή να μην έχει αποδώσει ακόμη η Popaganda όλα όσα μπορεί. Αλλά φοβάμαι ότι η ενηλικίωση, η εφαρμογή ενός πλαισίου -που έχουμε αρχίσει να αισθανόμαστε κάπως την ανάγκη του- θα μπορούσε να μας στερήσει μέρος της ζωντάνιας, της φρεσκάδας και του απρόβλεπτου. Μου ζητήσατε να εξηγήσω τους λόγους της επιτυχίας αυτού του site. Δεν είχα χρόνο και έγραψα πολλά -να με συμπαθάτε. Εγραψα πολλά, αλλά δεν θα τα είχα γράψει όλα αν παρέλειπα ένα σημαντικό κομμάτι της Popaganda, αναπόσπαστο μερίδιο αυτού που εσείς και άλλοι πολλοί ονομάζετε «επιτυχία»: γύρω από τον κορμό των founding fathers υπάρχει ένας κόσμος από συνεργάτες, φίλους και ανθρώπους που θέλουν να συμμετάσχουν στο μοναδικό αυτό πείραμα και δημιουργούν και αυτοί με την ποικιλότητα της σκέψης και της γραφής τους την ταυτότητα του site. Κυρίως όμως υπάρχουν τα πολλά νέα, ταλαντούχα παιδιά που, με καθημερινή παρουσία και κύρια -αν όχι μοναδική- ανταμοιβή τους τη συμμετοχή σε αυτή την περιπέτεια, την εκμάθηση και την εμπειρία, κάνουν την Popaganda να γίνεται -μαζί τους- όλο και καλύτερη. Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν αυτά τα παιδιά παίρνουν τα σωστά εφόδια ξεκινώντας σε ένα τέτοιο «ανορθόδοξο», «αναρχικό» περιβάλλον. Μετά λέω ότι μάλλον κάπως έτσι θα είναι το μέλλον. Και ησυχάζω. *Ο Νίκος Αμανίτης είναι ιδρυτικό μέλος της Popaganda.
Φε βρουάριος 2015
Κείμενο: Μαρίλυ Αργυροκαστρίτη
24
Κατασκευάζοντας (ερωτική) συναίνεση
Ο Στρος Καν δήλωσε ότι δεν γνώριζε πως τα κορίτσια που λάμβαναν μέρος στις γυμναστικές επιδείξεις/σεξουαλικά όργια -στα οποία συμμετείχε κι ο ίδιος- ήταν πόρνες. Σκέφτηκε ότι ήταν απλά νεαρά κορίτσια με αυξημένη λίμπιντο κι απελευθερωμένα ήθη. Και βέβαια ο φαλλοκρατισμός του θάμπωνε το είδωλό του στον καθρέφτη και δεν διέκρινε το φαλακρό κεφάλι, τη στρογγυλή κοιλιά, το παραμορφωμένο από τη βαρύτητα περίγραμμα προσώπου. Εβλεπε ένα ποθητό σεξουαλικό παρτενέρ που μια νεαρή κοπέλα θα επιθυμούσε προφανώς χωρίς πληρωμή, αρκεί να είχε απελευθερωμένες ορμές. Και παίζει να το πίστευε κιόλας και να μην το είπε μόνο για να πείσει το δικαστήριο. Αν είχε διαβάσει τις «Πενήντα αποχρώσεις του γκρι», είναι πολύ πιθανό να είχε αυτή την άποψη. Ο ίδιος δεν είναι βέβαια ο ευειδής 27χρονος νεαρός επιχειρηματίας, αλλά η έτερη νεαρή του ζευγαριού στο βιβλίο, θα μπορούσε να είναι στη θέση της συντρόφου του στις ερωτικές περιπτύξεις. Aλλωστε, σύμφωνα με την πλοκή, η «τραβιάτα», η μικρή παραστρατημένη, υπέκυπτε στις ορέξεις του νεαρού light σαδιστή επειδή ήλπιζε κατά βάθος να τον κατακτήσει και να τον κάνει να
την ερωτευτεί και να έχει ένα χάπι έντινγκ που ξεκίνησε από τα αμαρτωλά σεντόνια, αλλά κατέληξε στην αγάπη και τον αλληλοσεβασμό. Στην αρχή λοιπόν, του έκανε τη «χάρη» αλλά μετά η vanilla φύση της ανακάλυψε τις χαρές του ερωτισμού και της εξερεύνησης των ορίων της. Ετσι, ο σεξουαλικός της σύντροφος έγινε ο μέντοράς της, έγινε το χέρι που την οδήγησε στην ηδονή και την έκανε να ξεπεράσει τις αρετές της αιδημοσύνης και της αυτοσυγκράτησης, φυσικές του φύλου της. Αρα διαβάζοντάς το κανείς, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αφού ήθελε αλλά δεν το ήξερε, γιατί να μη συμβαίνει το ίδιο με τον όποιο Στρος Καν, το αφεντικό στη δουλειά, τον επίμονο θαυμαστή που δεν καταλαβαίνει από όχι; «Δεν ξέρεις αν το θέλεις, κοπελιά, αφού δεν το έχεις δοκιμάσει», σωστά; Τις «Πενήντα αποχρώσεις του γκρι» δεν τις έχω διαβάσει, επειδή από κάποια αποσπάσματα αποφάσισα ότι είναι αδιανόητη τόσο κακή λογοτεχνία. Ειλικρινά μου έκανε εντύπωση πως τόσα εκατομμύρια γυναικών μπορούν να διαβάσουν ένα τόσο κακό σε όλα τα επίπεδα κείμενο, με τη γλυκερή (έως διαβητικού κώματος) φαντασίωση μιας μεσήλικης νοικοκυράς.
Αν είχα κόρη δεν θα την άφηνα να δει την ταινία. Αν ήθελε να διερευνήσει τα ζητήματα του ερωτισμού της θα την προέτρεπα να δει το “Nymphomaniac” καλύτερα, με τη στεγνή απεικόνιση της γυναικείας ερωτικής έξαρσης, τη φαλλική σχεδόν ερωτική αναζήτηση, την αναζήτηση του εαυτού. Τουλάχιστον έχει ανάλυση της ερωτικής επιθυμίας, μια τοποθέτηση προς την αντικομφορμιστική εξερεύνηση του φύλου πέρα από τα στερεότυπα και θεωρητικά ζητήματα που πάνε πέρα από το σεξ. Και αυτή την ταινία την έκανε άντρας. Οπως άντρας ήταν και ο συγγραφέας της «Ωραίας της ημέρας» παλιότερα. Ισως επειδή αγάπησαν περισσότερο τις γυναίκες από ό,τι εκείνες τον εαυτό τους.
*Το «Κατασκευάζοντας συναίνεση» είναι το γνωστό βιβλίο των Νόαμ Τσόμσκι και Εντουαρντ Χέρμαν σχετικά με τη χειραγώγηση που ασκούν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης προς τον αυτοπεριορισμό και την εσωτερίκευση των κανόνων.
Τa κείμενa δημοσιεύτηκaν στο dimartblog.com στις 13 και 16 Φεβρουαρίου αντίστοιχα
Κείμενο: Γιάννης Παπαθεοδώρου
25
Φε βρουάριος 2015
Τα πάντα γκρι Σίγουρα όταν η E. L. James έγραφε τις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος «Πενήντα αποχρώσεις του γκρι» δεν είχε φανταστεί πως το βιβλίο της θα αποτελούσε το κατεξοχήν «εκδοτικό γεγονός» των τελευταίων χρόνων. Αμήχανη και διχασμένη η κριτική έσπευσε τότε να χαρακτηρίσει το μυθιστόρημα είτε ως τολμηρό ερωτογράφημα είτε ως «πορνό της νοικοκυράς» (“mommy porn”). Στην εμπορευματική μαζική κουλτούρα, άλλωστε, και ειδικότερα στην περιοχή της παραλογοτεχνίας, οι αποχρώσεις του ύφους και τα όρια των ειδών «μπερδεύονται γλυκά». Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι το αμφιλεγόμενο βιβλίο βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος όχι για την αισθητική του αξία, αλλά για την ευρύτερη πολιτισμική του διαδρομή. Ξεκίνησε από αρχικές σημειώσεις για μυθιστόρημα, έγινε δωρεάν e-book σε συνέχειες και κατέληξε να γίνει διεθνές best-seller. Γρήγορα μεταφέρθηκε και στην κινηματογραφική οθόνη, με δικαιώματα που άγγιξαν, στην πρώτη φάση της διασκευής του, την τιμή των 5 εκατ. δολαρίων. Τη συνέχεια τη γνωρίζουμε όλοι και όλες. Το τρέιλερ της ταινίας ήδη έγινε viral στο YouTube, τα εισιτήρια της ταινίας «κλείστηκαν» με προπληρωμένες κρατήσεις σε πολλές πρωτεύουσες, τα νέα γυναικεία εσώρουχα -εμπνευσμένα από τις «Αποχρώσεις»- ήδη κυκλοφόρησαν στις βιτρίνες, ενώ στην πρεμιέρα της ταινίας η Πυροσβεστική του Λονδίνου τέθηκε σε «κόκκινο συναγερμό» για την αναμονή κλήσεων έκτακτης ανάγκης, λόγω πιθανής μίμησης των σεξουαλικών σκηνών από την ταινία· ιδιαίτερα στο ασανσέρ. Με επίσημη ανακοίνωση, «ο Ντέιβ Μπράουν από το Πυροσβεστικό Σώμα του Λονδίνου συνέστησε στους θεατές να αποφύγουν καταστάσεις που μπορεί να προκαλέσουν αμηχανία και ντροπή. Η Πυροσβεστική έφτασε, μάλιστα, στο σημείο να προειδοποιήσει τους επίδοξους μιμητές της ταινίας ότι «τα πιο ντροπιαστικά περιστατικά θα αναρτώνται στο Twitter» (η σχετική καμπάνια της λονδρέζικης Πυροσβεστικής τιτλοφορείται ευφυώς «Πενήντα αποχρώσεις του κόκκινου»). Βρισκόμαστε επομένως μπροστά σε ένα ενδιαφέρον ερώτημα που δεν αφορά τόσο τον πομπό (τη συγγραφέα) και στις προθέσεις του, αλλά το δέκτη (το αναγνωστικό κοινό, τους θεατές) και τις πρακτικές της πρόσληψης: συμπεριφορές, νοοτροπίες, και -γιατί όχι;- φαντασιώσεις και στερεότυπα. Στις «Πενήντα αποχρώσεις του γκρι» ο «κυρίαρχος» και η «υποτακτική» διαπραγματεύονται ένα «συμβόλαιο», που αφορά τον έλεγχο του σεξ, τη συχνότητά του, τους όρους της επιτέλεσής του. Ο Κρίστιαν και η Αναστάζια όμως δεν έχουν καμία σχέση με τη σαδική πρόκληση και την πειραματική διεύρυνση των σεξουαλικών οριζόντων, έτσι όπως περιγράφηκαν στα χειραφετητικά αφηγήματα του μακρινού Μαρκήσιου της Γαλλίας. Το ερωτικό παιχνίδι των άκρων «εξημερώνεται» και ταυτόχρονα απενοχοποιείται μέσα από την αφήγηση μιας, κατά τα άλλα, τόσο πεζής (και βαρετής) καθημερινότητας, με φόντο τη «χρυσή εποχή» της οικονομίας, πριν την εποχή της κρίσης. Ανώδυνες, όσο και
οι συμβουλές των νυχτερινών τηλε-σεξολόγων, οι ερωτικές συνταγές της E. L. James μετατρέπουν τον σεξουαλικό πειραματισμό σε μια νέα «κανονικότητα» της τρέχουσας ερωτικής ηθικής, στον καιρό ενός πλήρως ατομοκεντρικού μοντέλου ευμάρειας, ευδαιμονίας και απόλαυσης. Μόνο που αυτή τη φορά, ο πυρήνας της λιμπιντικής απόλαυσης βρίσκεται στα στερεότυπα. Οπως έχει επαρκώς εξηγήσει ο Μισέλ Φουκώ στην «Ιστορία της σεξουαλικότητας», πάντοτε ο «φορέας του κανόνα» όριζε και τον «κύκλο του απαγορευμένου» μέσα από πολλαπλές διαμεσολαβήσεις εξουσιαστικών λόγων στον «σχηματισμό της επιθυμίας» και την επένδυση στο ανθρώπινο σώμα. Στη σημερινή εποχή, η διαμεσολάβηση αυτή συνοδεύεται από τη μιντιακή έμφαση στο «βασίλειο του σεξ», πολλαπλασιάζοντας τον λόγο για τις ηδονές, έστω κι αν αυτές εμφανίζονται συμβατές με μια διαδικασία «εξοικείωσης του ακραίου». Οταν ο κύριος Γκρέι ξεναγεί τη νεαρή κυρία Στιλ στο «δωμάτιο των παιχνιδιών», η τελευταία εντυπωσιάζεται πρόσκαιρα με τα όργανα σαδισμού αλλά γρήγορα επιστρέφει στις βασικές απορίες της για το είδος της σχέσης που μπορούν να συνάψουν ως «ζευγάρι». Η Αναστάζια γίνεται «υποτακτική» του επειδή δηλώνει και νιώθει κατά βάθος «ερωτευμένη» μαζί του, επιδιώκοντας εντέλει μια «κανονική» σχέση. Στην πραγματικότητα παρακολουθούμε ένα κλασικό love story, με ένα μάλλον σεμνότυφο ηθικό κώδικα, ενισχυμένο με μερικές «πιπεράτες» σκηνές που παραπέμπουν σε αισθητική διαφημίσεων και σκηνοθεσία βίντεο-κλιπ. Η προώθηση της μυθοπλαστικής αφήγησης, άλλωστε, όπως και η μεταγενέστερη κινηματογραφική διασκευή βασίστηκε στην οργανική σύνδεσή τους με συνοδευτικά by-products από τον χώρο της διαφήμισης. Δεν είναι τυχαίο ότι η ταινία βγήκε στους κινηματογράφους την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, βουτυρωμένη με άφθονο ποπ κορν για ζευγαράκια, που είχαν στη τσάντα τους πλαστικά μαστίγια, μάσκες και χειροπέδες για να τα συνδυάσουν με τις Απόκριες. Το golden boy και η νεαρή φοιτήτρια δεν μοιράζονται πάθη, αλλά μιμούνται ρόλους. Τους ίδιους ρόλους μιμείται και το κοινό της ταινίας, που ειδικά στην Ελλάδα ήταν ήδη επαρκώς προετοιμασμένο για παρόμοιες ερωτικές ακροβασίες, εμπνευσμένες από το λαϊκό άσμα του Βαλάντη: «στο ασανσέρ που συναντιόμαστε / φανταζόμαστε να συμβαίνουνε τα πιο τρελά. Στο ασανσέρ που συναντιόμαστε / δεν κρατιόμαστε, και μια μέρα θα γίνουν πολλά». Ευτυχώς, η συνετή ελληνική Πυροσβεστική δεν έβγαλε ακόμη καμία ανακοίνωση, γνωρίζοντας ότι, κατά βάθος, στον έρωτα δεν υπάρχουν αποχρώσεις· γιατί απλώς τα πάντα είναι γκρι.
Κείμενο: Λευτέρης Χαραλαμπόπουλος
26
Φε βρουάριος 2015
Το τετράπτυχο της αλήθειας
Ο Αλμπέρ Καμύ, στο μανιφέστο για τον «ελεύθερο δημοσιογράφο», που συνέταξε τον Νοέμβριο του 1939 και ενώ ο τύπος τελούσε σχεδόν παντού σε καθεστώς λογοκρισίας, έγραφε: «Τα μέσα που έχουμε στα χέρια μας είναι η διαύγεια, η άρνηση, η ειρωνεία και η επιμονή». Ακόμη και σήμερα, επτά δεκαετίες αργότερα, όποιος θέλει να υπηρετήσει την αλήθεια, τα ίδια μέσα διαθέτει… Από το ξέσπασμα της κρίσης, ο τύπος στην Ελλάδα βρέθηκε σε ένα καθεστώς λογοκρισίας. Τα καθεστωτικά ΜΜΕ, ακόμη και πριν την κρίση, είχαν πάψει να κάνουν δημοσιογραφία, πρωτογενή έρευνα, είχαν πάψει να παρουσιάζουν πραγματική ειδησεογραφία. Δουλειά τους ήταν οι δημόσιες σχέσεις. Ως αντάλλαγμα έπαιρναν χαριστικά δάνεια σωτηρίας από τράπεζες ή κρυφές επιχορηγήσεις. Στη συγκυρία της κρίσης, όμως, η κατάσταση έγινε πολύ χειρότερη. Στα ΜΜΕ επιβλήθηκε μια ομοφωνία υπέρ του Μνημονίου και της τρόικας, μια ομερτά υπέρ της διατήρησης του κέρδους των μεγαλοεργολάβων και των τραπεζιτών, τη στιγμή που στη χώρα μας υπήρχαν οικογένειες χωρίς ρεύμα. Στη βάση αυτής της ανάγκης προέκυψε και το “UNFOLLOW”. Στα τρία του χρόνια, το “UNFOLLOW” κατάφερε να σταθεί στο «κέντρο» της ενημέρωσης, όχι στο περιθώριό της. Δεν πρόκειται για ένα «εναλλακτικό» έντυπο, αλλά για ένα επαγγελματικό, δημοσιογραφικό περιοδικό, με ευρεία απήχηση και μαχητική, ανεξάρτητη δημοσιογραφία.
Το πιο κρίσιμο για την ανεξαρτησία κάθε μέσου ενημέρωσης και πολύ περισσότερο ενός περιοδικού σαν το “UNFOLLOW”, που θέλει να αποφασίζουν γι’ αυτό οι δημοσιογράφοι, οι συνεργάτες του, και το αναγνωστικό κοινό που το εμπιστεύεται, είναι η χρηματοδότησή του. Ως εκ τούτου, επιλέγουμε να μην έχουμε «εξωτερικό» χρηματοδότη ή επενδυτή - είτε φανερό, είτε σκιώδη. Γι’ αυτό στηριζόμαστε μόνο στους αναγνώστες μας. Αν θέλουμε να υπάρχει δημοσιογραφία χωρίς «εργολάβους», θα πρέπει τα «αφεντικά» να είναι οι ίδιοι οι αναγνώστες. Στον «Εμπορο της Βενετίας» ο Σαίξπηρ γράφει: «Για να πετύχει τους σκοπούς του ο Διάβολος μπορεί να απαγγείλει ακόμη και την Αγία Γραφή». Το ίδιο κάνουν και οι δημοσιογράφοι των καθεστωτικών ΜΜΕ για να πετύχουν τους σκοπούς των αφεντικών τους. Πολιτική και δημοσιογραφία, ένα ζευγάρι που χορεύει αρμονικά τον χορό της εξουσίας. Σκοπός τους είναι να κατευθύνουν τους ψηφοφόρους σαν να είναι κοπάδι, καλλιεργώντας τους παράλληλα την ψευδαίσθηση ότι «οι ίδιοι το επιλέγουν». Οι δημοσιογράφοι είναι αυτοί που αναλαμβάνουν να εξωραΐσουν το ψέμα και την απάτη. Από μόνοι τους οι πολιτικοί δεν θα μπορούσαν να το κάνουν. Εχουν ανάγκη την τέταρτη εξουσία. Είναι χαρακτηριστικό ότι, με όποια εναλλαγή κυβερνήσεων, τα κυρίαρχα ΜΜΕ παραμένουν κυβερνητικά, ακόμη κι αν χρειάζεται σήμερα να λένε τα ανάποδα από αυτά που έλεγαν χτες. Για τον προσεκτικό παρατη-
ρητή και αναγνώστη, δεν προκαλεί εντύπωση η στροφή των περισσότερων ΜΜΕ στη στήριξη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ - ακόμη κι αυτών των μέσων που είχαν αφιερώσει ολόκληρα ρεπορτάζ στο να φιλοτεχνήσουν καταστροφικές εικόνες που θα συνέβαιναν σε περίπτωση που οι ψηφοφόροι δεν έδειχναν τη… δέουσα υπευθυνότητα. Στον αντίποδα, η μαχητική δημοσιογραφία δεν μπορεί παρά να είναι στην αντιπολίτευση, όποια κι αν είναι η κυβέρνηση. Στη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται θα κριθούν πολλά. Θα κριθεί το αν η Αριστερά είναι πράγματι υπέρμαχος της ελεύθερης δημοσιογραφίας, ή αν -από τη θέση της κυβέρνησης πια- θα αναπτύξει δυσανεξία στην κριτική. Θα κριθεί αν οι δημοσιογράφοι που έκαναν αντιπολίτευση στις κυβερνήσεις του Μνημονίου θα συνεχίσουν να ασκούν δημοσιογραφία ή θα πάρουν θέση στα σαλόνια της νέας εξουσίας. Το “UNFOLLOW” έχει ήδη ξεκαθαρίσει τη στάση του: ξεκίνησε να ελέγχει τη νέα κυβέρνηση από το πρώτο κιόλας τεύχος μετά τη συγκρότησή της. Και θα συνεχίσουμε, γιατί αυτή είναι η δουλειά των δημοσιογράφων και πιστεύουμε ότι είναι μια δουλειά ζωτική για τη δημοκρατία.
* Ο Λευτέρης Χαραλαμπόπουλος είναι δημοσιογράφος-εκδότης του περιοδικού Unfollow.
Publi
27
Φε βρουάριος 2015
31.03 στις 3:00μμ... προλαβαίνετε ακόμα!!
Διαθέτεις ηγετικές ικανότητες και θέλεις να πάρεις την τύχη σου στα χέρια σου; y Εχεις μία καινοτόμο ιδέα που πιστεύεις ότι μπορείς να μετατρέψεις σε κερδοφόρα επιχείρηση; Αν η απάντηση είναι «ναι», τότε θα πρέπει οπωσδήποτε να δηλώσεις συμμετοχή στον 3ο κύκλο του προÂÍ àà¼ÏÊÒçBDDç çBKQBOrDOLTrDL. Της πρωτοβουλίας, δηλαδή, Eταιρικής Kοινωνικής Eυθύνης της Eurobank, την οποία σχεδίασε και υλοποιεί με το Corallia με στόχο τη δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για την τόνωση της νεανικής καινοτόμου επιχειρηματικότητας. y
Το egg μετά από δύο χρόνια λειτουργίας είναι πλέον αναγνωρισμένο για: y την ποιότητά του y την ολοκληρωμένη προσφορά του y την αποτελεσματικότητά του Τι σημαίνει όμως στην πράξη το BKQBOrDOLTrDL®; H φάση BKQBO® δηλώνει πως στο Πρόγραμμα μπορούν να συμμετέχουν νέοι και νέες από όλη την Ελλάδα που έχουν δημιουργικές και καινοτόμες ιδέες, σε όλους τους τομείς της οικονομίας, και που διαθέτουν τον ζήλο να τις μετατρέψουν από «ιδέα» σε «πράξη». Οι ενδιαφερόμενοι θα υποβάλουν συνοπτικό επιχειρηματικό σχέδιο, το οποίο θα αξιολογηθεί βάσει της καινοτομίας, της προοπτικής και της βιωσιμότητάς του, από ανεξάρτητη επιτροπή αξιολόγησης με εμπειρία στη διαχείριση επενδύσεων για νεοσύστατες επιχειρήσεις.
Οι συντελεστές του Προγράμματος θα βοηθήσουν τις επιλεγμένες επιχειρηματικές ομάδες ώστε να ξεκινήσουν την επιχείρησή τους και να εγκατασταθούν στο κτήριο. Στο στάδιο DOLT®, για 12 μήνες οι νέες επιχειρήσεις εστιάζουν εντατικά στην ανάπτυξη της επιχειρηματικής τους ιδέας, αξιοποιώντας τις υποδομές, τις υπηρεσίες, την κατάρτιση και τη συμβουλευτική καθοδήγηση που τους προσφέρει το Πρόγραμμα. Χτίζουν συνεργασίες με άλλες επιχειρήσεις και αναπτύσσουν τις ικανότητες και δεξιότητες της ομάδας τους για να επιταχύνουν την ανάπτυξη του επιχειρηματικού τους σχεδίου προς ένα αξιοποιήσιμο προϊόν ή υπηρεσία. Μέσα από το Πρό-
Âͼàà¼çBDDç çBKQBOrDOLTrDLçÊÄçÀËÄÓÀÄÍÃà¼ÏÄƶÒçÊà δες βιώνουν την εμπειρία του επιχειρείν ως μέλη ενός δυναμικού οικοσυστήματος καινοτομίας. Οσο για το DL®, τo Πρόγραμμα επιδιώκει όλες οι επιÓÀÄÍ·ÎÀÄÒçËÊÔç¶ÓÊÔÉçÎÔààÀÏ ÎÓÀÄçÎÏÃçÁ ÎÃçDOLT®çɼç καταφέρουν την ωρίμανση του επιχειρηματικού τους σχεδίου και να είναι πλέον καθ’ όλα έτοιμες να πραγματοποιήσουν το επιχειρηματικό τους «άλμα». Δηλαδή, να προχωρήσουν στην κεφαλαιοποίηση της αξίας της ιδέας τους με δικούς τους πόρους ή μέσα από άντληση επενδυτικών ή άλλων κεφαλαίων. }ļçÎÔààÀÏÊÓ·çÎÏÊçË͹Âͼàà¼çàËÀÒçÎÏÊçTTT QEBBDD DOç και δήλωσε την υποψηφιότητά σου. Οπως θα διαπιστώσεις, δεν υφίσταται περιορισμός ως προς τους τομείς/ κλάδους δραστηριότητας, εφόσον βέβαια το υποβαλλόμενο επιχειρηματικό σχέδιο πληροί τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά επιχειρηματικής καινοτομίας, αριστείας και βιωσιμότητας στο πλαίσιο των τάσεων της ελληνικής, αλλά και της διεθνούς αγοράς. Σε κάθε περίπτωση πάντως ενθαρρύνονται ιδιαίτερα επιχειρηματικά σχέδια τα οποία συμβάλλουν στην εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας, κάνουν ευρεία χρήση καινοτομιών και νέων τεχνολογιών και διακρίνονται από σημαντικής έκτασης εφαρμογή στη καθημερινή ζωή. Θυμίζουμε ότι καταληκτική ημερομηνία είναι η 31η Μαρτίου 2015 στις 3:00 μμ.
TTT QEBBDD DO
28
Θα φάμε, θα πιούμε...
Kείμενο: Νατάσα Μαστοράκου / Φωτογραφίες: Στέφανος Καστρινάκης
Ο Ηλίας Καρελλάς είναι ένας διαφορετικός καλλιτέχνης. Αγαπάει το θέατρο, τη μουσική, την ελληνική παράδοση, αλλά υπηρετεί μια ιδιαίτερη τέχνη με μεράκι και πολλή αγάπη. Ο ίδιος είναι καραγκιοζοπαίχτης για σχεδόν 20 χρόνια και παρόλο που πίσω από το πανί δεν βλέπουμε συχνά ανθρώπους της ηλικίας του, εκείνος δεν βρίσκει κάποιο παράδοξο σε αυτό. Παίρνει στα χέρια του τους χάρτινους ήρωες και λέει παραμύθια, παλιά και καινούργια, κάνοντας μικρούς και μεγάλους να αγαπήσουν ξανά το θέατρο σκιών.
τοιος είναι και ο «Ερωτόκριτος», η παράσταση που ανεβαίνει τη σεζόν που διανύουμε στο Θέατρο Κάππα με την Αρετή Κετιμέ και έναν μεγάλο θίασο ηθοποιών και μουσικών. Επτά χρόνια μετά το πρώτο του ανέβασμα, ο Ηλίας επιστρέφει με το έργο του Βιτσέντζου Κορνάρου και επιλέγει να το παρουσιάσει με σκιές, κούκλες, ηθοποιούς και πολλή μουσική από το σαντούρι της Αρετής, αλλά και λύρα, λαούτο, μαντούρα, νταούλι, μαντολίνο, κιθάρα, βιολί, ούτι και βιολόλυρα. Για αυτή την παράσταση, αλλά και για τον αγαπημένο του Καραγκιόζη μίλησα με τον Ηλία και θυμήθηκα τους δικούς μου χάρτινους ήρωες και τις ιστορίες που έπλαθα παιδί.
Συνάντησα τον Ηλία για πρώτη φορά τα περασμένα Χριστούγεννα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Τότε ετοίμαζε την παράσταση «Ο Καραγκιόζης και το θαύμα των Χριστουγέννων» μαζί με τους μουσικούς από την Kompanía και τα Ημισκούμπρια επί σκηνής! Πρωτότυπος συνδυασμός, από αυτούς που ο Ηλίας αγαπάει να παρουσιάζει. Τέ-
Μπορεί ως παιδιά όλοι να λατρέψαμε τον Χατζηαβάτη, την Αγλαΐα και την υπόλοιπη παρέα, αλλά από εκεί μέχρι το να αποφασίσει κάποιος να ζει από αυτό υπάρχει πολύ μεγάλη απόσταση. Απόσταση που ο Ηλίας διήνυσε αρκετά εύκολα. «Αρχισα να παίζω με τις σκιές από πολύ μικρή ηλικία χωρίς να υπάρχει κάποια προϊστορία στην οικο-
29
Φε βρουάριος 2015
γένειά μου», αρχίζει να μου αφηγείται ο ίδιος και συνεχίζει: «Αργότερα μαθήτευσα στο πλευρό του καραγκιοζοπαίκτη Θανάση Σπυρόπουλου, ενώ γνώρισα και συνεργάστηκα και με άλλους κορυφαίους εκπροσώπους του θεάτρου σκιών στην Ελλάδα, όπως ο Ευγένιος Σπαθάρης, ο Μάνθος Αθηναίος και ο Γιάνναρος. Ετσι, η επαγγελματική μου πορεία ξεκινάει περίπου το 1996 με παραδοσιακές παραστάσεις Καραγκιόζη». Σχεδόν είκοσι χρόνια πίσω από το πανί και ο Ηλίας μετράει δεκάδες παραστάσεις, διαφορετικά θέατρα -αυτοσχέδια και μη-, ατάκες και γέλια παιδιών. Ποια ήταν όμως η πρώτη φορά που ο ίδιος είδε παράσταση του Καραγκιόζη; «Παρακολούθησα για πρώτη φορά θέατρο σκιών στο ιστορικό θέατρο του Γιώργου Χαρίδημου στο Φανάρι του Διογένη στην Πλάκα, σε ηλικία πέντε ετών. Ενας σπουδαίος καραγκιοζοπαίκτης, ένα κουκλίστικο θεατράκι, άρωμα μιας άλλης εποχής. Ακριβώς έξω από τον χώρο αυτό που πλέον είναι καφετέρια, στην πλατεία Λυσικράτους, συγκινήθηκα παί-
30
31
ζοντας σχεδόν τριάντα χρόνια μετά μια δική μου παράσταση έπειτα από πρόσκληση της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού». Μετά από οχτώ χρόνια στο επάγγελμα, ο Ηλίας αποφάσισε να αρχίζει να πειραματίζεται πάνω στο θέατρο σκιών παράλληλα με τις σπουδές του στη Σχολή Σταυράκου. Πειραματισμοί και παραδοσιακό θέατρο σκιών, μια πορεία από την οποία ο ίδιος δεν θα άλλαζε τίποτα. Κυρίως από τις παιδικές παραστάσεις που δημιούργησε, όπως ο «Ερωτόκριτος», οι «Αργοναύτες», «Το κουτί της Πανδώρας», «Η Πεντάμορφη και το Τέρας» και η «Χιονάτη». Ιδιαίτερα περήφανος νιώθει βέβαια και για το καινοτόμο φεστιβάλ “Karagiozis music project” που παρουσίασε σε συνεργασία με τον φίλο και συνάδελφό του Αθω Δανέλλη και τη συμμετοχή πολλών γνωστών μουσικών σχημάτων και ερμηνευτών, καθώς και για τη συμμετοχή του στην παράσταση «Μύθοι του Αισώπου» του Δημήτρη Παπαδημητρίου στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών και φυσικά για τις δύο παραγωγές που έκανε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, τον «Καραγκιόζη Καπετάνιο» με τη συμμετοχή της Αρετής Κετιμέ και των Burger Project και τον «Καραγκιόζη και το θαύμα των Χριστουγέννων». Και μαζί με όλα αυτά ο Ηλίας πάντα δραστηριοποιείται με παραστάσεις για παιδιά σε σχολεία, αλλά και για ενήλικο κοινό. «Δεν θα άλλαζα καμία από τις επιλογές μου», απαντάει με χαμόγελο στην προφανή ερώτηση μου. «Ολες συντέλεσαν καθοριστικά και θετικά στη μετέπειτα πορεία μου. Από μια οικογένεια με πατέρα δικηγόρο και μητέρα εκπαιδευτικό, αποφάσισα σχεδόν πριν από 20 χρόνια ότι αυτή θα είναι η δουλειά μου. Αν είχα τη δυνατότητα να αρχίσω από την αρχή πάλι το ίδιο θα διάλεγα». Συνέπεια λόγων και πράξεων από έναν νέο άνθρωπο που έμαθε να αγαπά μια δύσκολη τέχνη, τόσο στην παρουσίαση όσο και στην δημιουργία νέων κειμένων. Αλλά ο Ηλίας δεν έμεινε στην αγάπη και το ταλέντο του για το θέατρο σκιών· πήγε την τέχνη των παππούδων του ένα βήμα παραπάνω,
προσδίδοντάς της τον δικό του χαρακτήρα. «Μου αρέσει να αναζητώ νέες θεατρικές φόρμες με κύριο άξονα το παραδοσιακό θέατρο σκιών, χρησιμοποιώντας τη μαγεία της σκιάς. Ετσι, άρχισα να δημιουργώ παραστάσεις που στηρίζονται στον πλούτο της παράδοσης του θεάτρου σκιών και στη δυναμική του, αλλά ενσωματώνουν και μέσα δραματοποίησης όπως η κούκλα, η μάσκα και, φυσικά, η παρουσία του ηθοποιού», παραδέχεται ο ίδιος και συνεχίζει: «Βασική πηγή έμπνευσης υπήρξαν οι διαχρονικές μελωδίες και οι ρυθμοί της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, τα παραδοσιακά μουσικά όργανα, η μυθολογία, τα λαϊκά παραμύθια και τα αριστουργήματα της ελληνικής και παγκόσμιας δραματουργίας. Ετσι, τα παιδιά και οι θεατές του σήμερα έρχονται σε επαφή με ένα τόσο παλιό είδος θεάτρου δοσμένο στο σήμερα». Εκεί κάπου βρίσκεται και η συνταγή της επιτυχίας του. Και φυσικά στην αγάπη του για τον θρυλικό Καραγκιόζη και τους φίλους του. Ολοι τους ιδιαίτεροι και αξιαγάπητοι. Εχει άραγε εκείνος τον δικό του αγαπημένο; «Η κάθε φιγούρα και ο κάθε χαρακτήρας του ελληνικού θεάτρου σκιών είναι για μένα ξεχωριστός. Ολοι οι ήρωες μιας παράστασης είναι αγαπημένοι, μια και εγώ ο ίδιος τους δίνω κάθε φορά ζωή με μια διαφορετική φωνή και κίνηση. Σίγουρα, ο πρωταγωνιστής Καραγκιόζης ξεχωρίζει, αφού καθρεφτίζει την καρικατούρα του ελληνικού λαού και την ιδιοσυγκρασία του ίδιου του καραγκιοζοπαίκτη». Μιλήσαμε πριν για παιδικές παραστάσεις, για τη μεταφορά των κλασικών ιστοριών του Καραγκιόζη στο σήμερα, αλλά ένα σημαντικό ερώτημα είναι πώς αντιλαμβάνονται τα παιδιά του 2015 το θέατρο σκιών. «Ο Καραγκιόζης είναι ένα θέατρο λαϊκό και σαφώς επίκαιρο από τη γέννησή του», μου εξηγεί ο Ηλίας. «Ομως, αποτελεί και ένα σημαντικό εργαλείο για την εκπαίδευση. Τα παιδιά μαγεύονται από τις σκιές και ταυτίζονται άμεσα από τους χαρακτήρες του έργου. Οι καιροί μπορεί να αλλάζουν, παρόλα αυτά ο Καραγκιόζης είναι μια αξία σταθερή. Είναι όμως και ένα θέατρο
Φε βρουάριος 2015
που άλλαζε και αλλάζει στα χρόνια, ακολουθώντας την εποχή του, όπως κάθε μορφή τέχνης». Το στοίχημα ωστόσο παραμένει και για τον ίδιο να βγει αυτό το θέατρο από το μουσείο και να μην παρουσιάζεται απλώς ως παρωχημένη, αλλά ως ζωντανή διασκέδαση: «Θεωρώ ότι το στοίχημα είναι αυτό το υπέροχα στιλιζαρισμένο θέατρο, πατώντας γερά στην παράδοση, να βγει από το μουσείο και να έρθει στο σήμερα μέσα από φροντισμένες παραγωγές. Αυτό ακριβώς προσπαθώ μέσα από τις παραστάσεις μου για παιδικό και ενήλικο κοινό, να ενώνω το παλιό με το καινούργιο, μέσα από την ανανέωση της θεματολογίας, των κειμένων και του εικαστικού αποτελέσματος». Αυτή τη στιγμή εκτός από τον «Ερωτόκριτο» ο Ηλίας συνεχίζει την περιοδεία του στα σχολεία εντός και εκτός Αττικής με την παράσταση «Ενα σπίτι σκιές». Επίσης, δουλεύει με τους συνεργάτες του πάνω σε ένα υπέροχο κείμενο ενός εκ των κορυφαίων Ελλήνων λογοτεχνών, για πρώτη φορά σε ειδική προσαρμογή για παιδικό κοινό για την ερχόμενη θεατρική σεζόν. Κλείνοντας τον ρωτάω πώς θα χαρακτήριζε ο Καραγκιόζης τη σημερινή πολιτική κατάσταση. «Το θέατρο σκιών για το ενήλικο κοινό θα λέγαμε πως αποτελεί μια μικρή καλή επιθεώρηση. Εχει έντονο το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού, της επικαιρότητας και φυσικά της πολιτικής σάτιρας. Σήμερα, λοιπόν, το Μέγαρο Μαξίμου μοιάζει με το σαράι του Πασά και ο Καραγκιόζης πάντα έξω από αυτό φωνάζει: 'Θα φάμε, θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε'… στο υπέροχο έργο: 'Ο Μέγας Αλέξης και η καταραμένη τρόικα'».
32
Κείμενο: Δημήτρης Χαλιώτης / Φωτογραφίες: Μάριος Κουρουνιώτης
33
Φε βρουάριος 2015
Φως στο περιθώριο
Οταν τον περασμένο Σεπτέμβριο διάβασα στο πρόγραμμα του Θεάτρου Τέχνης ότι ο Βασίλης Μαυρογεωργίου και η Λένα Δροσάκη θα παίξουν μαζί στη σκηνή, σκέφτηκα ότι θα δέσουν τέλεια. Κι αυτό παρότι οι παραστάσεις που έχει παίξει ο καθένας τους μέχρι σήμερα είναι εκ διαμέτρου αντίθετες σε επίπεδο ύφους και φόρμας. Κι όμως, η ιδέα της Μαριάννας Κάλμπαρη να τους ενώσει σκηνικά με αφορμή το «Η Λίλα λέει» του Σιμώ, που κάνει πρεμιέρα στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης στις 2 Μαρτίου, αποδείχτηκε ευφυής. «Η αλήθεια είναι ότι δεν γνωριζόμασταν από πριν. Η Μαριάννα μας έφερε κοντά, αλλά επειδή στην αρχή των προβών εκείνη δεν μπορούσε να είναι παρούσα βρεθήκαμε ξαφνικά οι δυο μας, μόνοι μας, να κάνουμε πρόβες» μου εξομολογείται ο Βασίλης, που συνσκηνοθετεί το έργο με την Κάλμπαρη. «Ο Βασίλης και η Μαριάννα έχουν έναν τρόπο που δουλεύουν πάρα πολύ ωραίο και πολύ διαφορετικό φυσικά από αυτόν που είχα συνηθίσει ως τώρα με την Bijoux de Kant», σχολιάζει η Λένα και ο Βασίλης χαμογελά πονηρά. «Εγώ πάλι νομίζω ότι κατέστρεψα μία ηθοποιό. Στην αρχή ερχόταν πάντα στην ώρα της, μου ζητούσε εργασίες να της δώσω για το σπίτι… Τώρα όσο περνάει ο καιρός έρχεται καθυστερημένη, γυρίζει σπίτι της και βλέπει ταινίες! Νομίζω πραγματικά όταν ξαναδουλέψει με την Bijoux και τον Σκουρλέτη θα τα χάσει ο άνθρωπος! Δεν ξέρω αν θα την πάρει καν!» μου λέει και μας πιάνουν τα γέλια. Η αλήθεια είναι ότι -χωρίς να τους έχω δει ακόμα επί σκηνής- η χημεία τους μοιάζει εξαιρετική. Οι δυο τους υποδύονται τον Σιμώ και τη Λίλα, δύο νέους του περιθωρίου στα προάστια του Παρισιού της δεκαετίας του ’90. «Αυτό που τους ενώνει είναι ο κόσμος στον οποίο ζούνε. Ενας κόσμος χωρίς ελπίδα, χωρίς όνειρα, χωρίς καμία προοπτική για το μέλλον», παρατηρεί η Μαριάννα Κάλμπαρη και ο Βασίλης σπεύδει να προσθέσει: «Και η διαφορετικότητα τους ενώνει επίσης. Η διαφορετικότητα που η Λίλα την έχει αποδεχτεί και την κουβαλάει, ενώ εκείνος την κρύβει». Ο Σιμώ γεννιέται στη Γαλλία από Αραβες γονείς και μεγαλώνει στο γκέτο του Παρισιού. Ολα κυλούν ανούσια και μίζερα μέχρι που εισβάλλει στη ζωή του η Λίλα.
«Η Λίλα είναι διαφορετική άμα τη εμφανίσει. Είναι φυσική ξανθιά. Η μόνη στο προάστιο. Είναι ένα κορίτσι στις εργατικές συνοικίες του Παρισιού, που είναι σαν τη μύγα μέσα στο γάλα. Ξεχωρίζει και με την εμφάνισή της, αλλά και με τη συμπεριφορά της. Ο τρόπος που μιλάει είναι πάρα πολύ ακραίος», μου τονίζει ο Βασίλης. «Είναι μια ερωτική ιστορία ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, που είναι πολύ αθώες οι ψυχές τους παρότι είναι βουτηγμένες στη βρώμα αυτού του κόσμου», παρεμβαίνει η Μαριάννα. «Η Λίλα χρησιμοποιεί την ερωτική φαντασίωση, τον κόσμο του σεξ, σαν ένα παράθυρο διαφυγής από αυτόν τον κόσμο και ξαφνικά όλος αυτός ο κόσμος του σεξ γίνεται ποίηση. Μυώντας λοιπόν τον Σιμώ σε αυτή την ποίηση είναι σαν να του ξεκλειδώνει το μυαλό και τον κάνει να γράφει. Εκείνη του ανοίγει την πόρτα και ο Σιμώ καταφέρνει να ξεφύγει μέσα από τη δημιουργία». «Το ωραίο είναι ότι κανείς από τους δύο δεν ξέρει πραγματικά τι είναι ο άλλος. Αυτό το μυστήριο είναι που κρατάει ζωντανό και το παιχνίδι ανάμεσα στους δύο. Υπάρχει ένας μαγνητισμός, ένα έρωτας που δεν εξελίσσεται ποτέ», προσθέτει ο Βασίλης. «Τι είναι αυτό που έχει η Λίλα και το έχουμε χάσει όλοι μας;» αναρωτιέμαι. «Την ελπίδα», μου απαντά χωρίς σκέψη Λένα. «Στον κόσμο τους δεν υπάρχει καμία ελπίδα. Μόνο μία ρουτίνα που επαναλαμβάνεται φρικτά. Δεν κάνουν τίποτα. Είναι ένας κόσμος αποκλεισμένος. Δεν υπάρχει ούτε συγκοινωνία για να πας εκεί. Ζουν τελείως περιθωριοποιημένοι. Μέσα σ’ αυτόν είναι καταδικασμένοι», παρατηρεί ο Βασίλης. «Από αυτή την καταδίκη προσπαθεί να ξεφύγει η Λίλα. Και θέλει να πάρει μαζί της και τον Σιμώ», μου επισημαίνει η Λένα. Κάπως έτσι, με τη στάση της και τον τρόπο της, η Λίλα γίνεται προκλητική και ενοχλητική για τους άλλους. «Φοβόμαστε ανθρώπους σαν τη Λίλα. Το να διατηρήσεις τη διαφορετικότητα είναι δύσκολο. Ακόμα και ως διαφορετικός θες να ανήκεις σε μια ομάδα. Να είσαι τουλάχιστον με τους πολλούς διαφορετικούς. Η μοναχικότητα από την άλλη είναι δημιουργική. Το να καταφέρεις να ξεχωρίσεις από το σύνολο σε βάζει σε έναν δρόμο που κάτι πρέπει να κάνεις», μου εξηγεί ο Βασίλης.
Η Λίλα μιλάει απροκάλυπτα χυδαία. Είναι όμως οι λέξεις της χυδαίες, όχι ο τρόπος της. «Οπως λέει και μέσα στο έργο, είναι ένας άγγελος με γλώσσα πουτάνας. Τα πιο βρώμικα λόγια λέγονται απλά, απαλά σαν νεράκι. Τίποτα δεν σπάει, τίποτα δεν χαλάει», μου τονίζει η Μαριάννα, ενώ ο Βασίλης σκέφτεται ότι η Λίλα είναι λίγο σαν τη μύγα του Σωκράτη. «Είναι ενοχλητική. Τους προκαλεί όλους, αλλά στον καθένα προκαλεί άλλα πράγματα». Το «Η Λίλα λέει» υπογράφεται από τον Σιμώ, δηλαδή τον κεντρικό ήρωα του έργου. Με λίγα λόγια, είναι ένα έργο αγνώστου συγγραφέα που θα μπορούσε να είναι αυτοβιογραφικό ή να κρύβει από πίσω του και μία συγγραφική περσόνα. «Δεν ξέρουμε αν είναι αληθινός ο συγγραφέας. Στο βιβλίο γράφει ότι μια μέρα πήγε ένας τύπος σε έναν εκδοτικό οίκο, τους παρέδωσε έναν πάκο χαρτιά και τους είπε 'δείτε το αν σας ενδιαφέρει'», με ενημερώνει σχετικά ο Βασίλης προσθέτοντας: «Αν είναι πράγματι αληθινή ιστορία μιλάμε για ένα αρκετά φωτεινό πνεύμα. Και δεν αναφέρομαι στον Σιμώ, αλλά στη Λίλα. Μπορούμε να μιλάμε για ένα φως που οδήγησε έναν άνθρωπο να γράψει». Το τέλος της ιστορίας είναι απρόσμενα βίαιο και σκληρό. Αναρωτιέμαι αν άνθρωποι σαν τον Σιμώ και τη Λίλα μπορούν να επιβιώσουν στις σύγχρονες κοινωνίες ή είναι καταδικασμένοι να καταστραφούν. «Δυστυχώς, ο συγγραφέας δεν αφήνει χώρο για ελπίδα γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Κατά τη γνώμη του, από τη στιγμή που γεννιέσαι σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον είσαι καταδικασμένος. Κι αυτό είναι μία πραγματικότητα. Το έργο γράφτηκε το 1996. Είναι η εποχή που έχουμε τα πρώτα ξεσπάσματα από τα προάστια του Παρισιού. Πραγματικά, από έναν τέτοιο κόσμο, που πια δεν φαντάζει καθόλου μακρινός, είναι πάρα πολύ δύσκολο να ξεφύγεις», ομολογεί η Μαριάννα. Το φως όμως που αφήνει πίσω της η Λίλα και η κάθε Λίλα παραμένει. Αυτό δεν μπορεί να το θολώσει κανείς.
Κείμενο: Νίκος Μωραΐτης
34
Φε βρουάριος 2015
Από την πλευρά της Αριστεράς
Δεν ξέρω τι ψηφίζει ο Γιώργος Καπουτζίδης, ούτε τον έχω ρωτήσει ποτέ. Ξέρω όμως ότι αυτό που βλέπω κάθε Τρίτη βράδυ είναι το πρώτο αριστερό σίριαλ της ελληνικής τηλεόρασης, με την έννοια που εμείς που στηρίξαμε αυτή την επιλογή ονειρευόμαστε και προσδοκούμε μία νέου τύπου κοινωνία, μία νέου τύπου ανθρωπιά. Το σίριαλ του Καπουτζίδη «Εθνική Ελλάδος» φέρνει για πρώτη φορά το θέμα του νεοναζισμού και της Χρυσής Αυγής στην τηλεοπτική μυθοπλασία, όχι ως κερασάκι στην τούρτα, ούτε ως κάτι γραφικό ή περιθωριακό, αλλά ως κομμάτι της ζωής, ως τμήμα της γειτονιάς μας. Τόσο κοντά, για αυτό και τόσο αποκρουστικό και τρομακτικό. Η ομοφυλοφιλία, επίσης για πρώτη φορά, παρουσιάζεται με ένα τρόπο αφοπλιστικά καθημερινό. Τόσα χρόνια στα σίριαλ το θέμα μας ήταν αν ο γκέι παρουσιαζόταν αληθοφανής ή ως καρικατούρα. Εδώ το επίτευγ-
μα του Καπουτζίδη είναι άλλης κλάσης. Ο ήρωάς του είναι πρώτα Καναδός, προπονητής, ολιγόλογος, εσωστρεφής και μετά γκέι. Δεν είναι δηλαδή «ο γκέι ήρωας», αλλά ένας ήρωας που τυχαίνει να είναι γκέι. Το θέμα της αναπηρίας, της «ειδικής ανάγκης» είναι κι αυτό ενταγμένο σε μία άλλου τύπου καθημερινότητα, είναι κομμάτι μίας ζωής και όχι θλιβερό βαρίδι της. Ανθρωπιά δηλαδή, πρώτα απ' όλα. Τα ίδια ακριβώς ισχύουν για το ζήτημα των φυλετικών διαφορών. Ολες οι φυλές του κόσμου ίσες πάνω σε μια παρτίδα τράπουλας. Αυτό δεν είμαστε όλοι; Ενας άσος ή ένα «πάσο», μια ζαριά στην Ιστορία. Από το σίριαλ του Καπουτζίδη δεν λείπει η διαφθορά που μας έφερε εδώ - κι αυτή γενναία ειπωμένη. Το κωστοπουλικού τύπου σημιτικό λαμόγιο που κήρυξε χρεοκοπία, έφαγε τα χρήματα των υπαλλήλων του και πηγαίνει ακόμα διακοπές με ελικόπτερο στη Μύκονο. Ή
το κουτοπόνηρο, ανήθικο λαμόγιο των επιδοτήσεων, ο αστοιχείωτος που έγινε κοινωνικός παράγων στα πράσινα και μπλε χρόνια της διαφθοράς και της διαπλοκής. Για εμένα αυτό το σίριαλ του Καπουτζίδη είναι κάτι τόσο ακριβό και βαθιά πολιτικό όσο και το «πρώτη φορά Αριστερά», γι' αυτό και τα συνδέω. Και όσο συγκινούμαι, σωπαίνω, αιφνιδιάζομαι ή, έστω, ελπίζω με τη νέα κυβέρνηση άλλο τόσο το παθαίνω με το σίριαλ του Γιώργου. Είναι αυτό το πρωτόγνωρο συναίσθημα της δικαίωσης που την ήλπιζες μέσα σου και δεν πίστευες ότι θα τη ζήσεις ποτέ. Είναι αυτή η ανακούφιση που νιώθεις όταν καταλαβαίνεις ότι δεν είσαι ο μόνος που σκέφτεται έτσι. Οτι η μειοψηφία που ήσουν μια ζωή γίνεται βασικό ρεύμα. Στην τηλεόραση ή στην αληθινή ζωή. * Μια εκδοχή του κειμένου δημοσιεύτηκε στο site e-tetradio.gr.
Κείμενο: Νατάσα Μαστοράκου
35
Φε βρουάριος 2015
Το ρεπερτόριο μιας γυναίκας
Η παράσταση «Γυναίκα τριαντάφυλλο» που παρουσιάζει η Ηρώ Σαΐα στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης συνεχίζει να ενθουσιάζει το κοινό, κάθε φορά και περισσότερο. Και ας έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από την πρώτη της παρουσίαση στον ίδιο χώρο, η παράσταση που έχει σκηνοθετήσει ο Σταμάτης Κραουνάκης αγαπήθηκε από παλιούς και καινούργιους φίλους και παρουσιάζεται ξανά στις 6 και 13 Μαρτίου. Ερμηνεύτρια με μεγάλες φωνητικές ικανότητες, η Ηρώ δείχνει σε αυτό το ρεσιτάλ τι πραγματικά μπορεί να κάνει ένας καλλιτέχνης, ακόμα και αν στη σκηνή υπάρχει μόνο ένα πιάνο και ένα τσέλο. Ο Νεοκλής Νεοφυτίδης και η Αριάδνη Πόλκα συντροφεύουν την Ηρώ σε τραγούδια των Μάνου Χατζιδάκι, Γιάννη Σπανού, Σταμάτη Κραουνάκη, Θάνου Μικρούτσικου, Νίκου Αντύπα, Κώστα Καλδάρα, Λένας Πλάτωνος και Νίκου Μαμαγκάκη, καθώς και τραγούδια των Beatles, του Sergio Endrigo και πολλών ακόμα. Οι διαφορετικοί συνθέτες, τα τραγούδια διαφορετικού ύφους είναι αυτά που δίνουν πλεονέκτημα στην Ηρώ. Γιατί έχει τη δυνατότητα να τραγουδήσει τα πάντα με
την ίδια ευκολία. Ελληνικά και ξένα, μεγάλες επιτυχίες και πιο ιδιαίτερα κομμάτια. Να ταξιδέψει το κοινό από τη μια δεκαετία στην άλλη με τεράστια άνεση και να κινείται στη σκηνή σαν να έχει γεννηθεί για αυτό ακριβώς. Η Ηρώ δεν φοβάται να τσαλακωθεί, να ξαπλώσει, να ξανασηκωθεί. Και κυρίως δεν φοβάται να εκτεθεί και να συγκριθεί. Με τα ίδια τραγούδια, αλλά και με τις μεγάλες φωνές που τα έχουν ερμηνεύσει. Και η αλήθεια είναι πως αυτή η τόλμη της την αναδεικνύει πάντα νικήτρια. Η Ηρώ έχει το δικό της ύφος και δίνει το δικό της στίγμα. Και ο κόσμος το αντιλαμβάνεται και το εκτιμά. Η Ηρώ σπούδασε ηθοποιός, αλλά την κέρδισε το τραγούδι. Ηταν από τα ιδρυτικά μέλη της Σπείρα Σπείρα, προτίμησε όμως να συνεχίσει μόνη τη διαδρομή της στο ελληνικό τραγούδι. Εχει συμμετάσχει μεταξύ άλλων στις παραστάσεις «Ολοι μαύρα κι ένα πιάνο», “Sold out”, «Αυτή η νύχτα μένει», «Επεσε έρωτας», ενώ το 2011 συνεργάστηκε με τον Σταύρο Ξαρχάκο στο αφιέρωμα στον Μάνο Χατζιδάκι στη σκηνή του Gazarte. Λίγο αργότερα συμμετείχε στην παράσταση «Αμάν Αμήν» στο Θέατρο Ακροπόλ και στο «Μελίνα: όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα…», ενώ τον Νοέμβριο του 2013 κυκλοφόρησε ο δεύτερος δίσκος της με τίτ-
λο «Λευκό χαρτί», τη μουσική του οποίου υπογράφουν ο Αρης Βλάχος και ο Νεοκλής Νεοφυτίδης και τους στίχους ο Μάνος Ελευθερίου, ο Γιάννης Γούνας, ο Γιάννης Καστανάκης, ο Νεοκλής Νεοφυτίδης και η ίδια η Ηρώ. Οι αρχές του 2014 βρίσκουν την τραγουδίστρια να εμφανίζεται στο πλευρό της Ελένης Βιτάλη, στη σκηνή της Ιεράς Οδού στο αφιέρωμα «Νυν και αεί Τσιτσάνης» του Σταύρου Ξαρχάκου και το περασμένο καλοκαίρι στις συναυλίες με τίτλο «Μάνα μου Ελλάς», ερμηνεύοντας αποκλειστικά τραγούδια του συνθέτη υπό την μπαγκέτα του ίδιου, μαζί με τον Ζαχαρία Καρούνη και τον Νεοκλή Νεοφυτίδη, σε αρκετές πόλεις της Ελλάδας και στο Ηρώδειο. Κάθε συναυλία μια ξεχωριστή εμπειρία, κάθε φορά η Ηρώ να γίνεται ακόμα καλύτερη. Οπως και στις δύο συναυλίες του Μαρτίου στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Για αυτό να μην τις χάσετε!
36
Κείμενο: Δημήτρης Χαλιώτης / Φωτογραφίες: Μάριος Κουρουνιώτης
37
Φε βρουάριος 2015
Αναζητώντας νέες φόρμες Είχαμε περίπου δύο χρόνια να τα πούμε από κοντά. Χάρηκα που τον βρήκα στην πιο ώριμή του φάση. Την τελευταία φορά που είδα τον Δημήτρη Καραντζά τον θυμόμουν κάπως φοβισμένο υπό το βάρος της ταμπέλας του «νέου καλύτερου σκηνοθέτη» που του είχαν φορτώσει. Σήμερα μοιάζει πιο συνειδητοποιημένος και ήρεμος. Οι επαγγελματικές του φιλοδοξίες έχουν υπερκαλυφθεί μέχρι ώρας. Τώρα μπορεί να δουλέψει ελεύθερος. Τον συναντώ στο θρυλικό θεατράκι της Οδού Κυκλάδων. Βρίσκεται σε πυρετώδεις πρόβες για τον «Φαέθοντα», το νέο έργο του Δημήτρη Δημητριάδη. Κοιτάζω γύρω μου. Η αύρα του Λευτέρη Βογιατζή είναι παντού. «Πώς νιώθεις;» τον ρωτάω. «Είμαι πολύ συγκινημένος που σκηνοθετώ μία παράσταση εδώ. Εχω τεράστια αδυναμία σε αυτό το θέατρο», μου εξομολογείται, επισημαίνοντάς μου ότι έχει δει όλες τις παραστάσεις που παρουσιάστηκαν στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων από το 2002 και μετά. «Δεν μου έχει προξενήσει κανένας άλλος σκηνοθέτης αυτό το δέος που μου προκαλούσε ο Λευτέρης Βογιατζής. Και δεν το λέω καθόλου τυπικά», μου λέει και θυμάται μία σκηνή από το “Bella Venezia”, που τον στοιχειώνει ακόμα. «Ηταν ένας εφιάλτης στο έργο, που ακουγόταν ένα τραγούδι και εμφανίζονταν τα παιδιά που έπαιζαν στην παράσταση. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό». Τώρα ήρθε η σειρά του να σκηνοθετήσει μια παράσταση στο θέατρο που λάτρεψε. Και το κάνει με ένα έργο του Δημητριάδη. Για δεύτερη φορά μετά τον «Κυκλισμό του Τετραγώνου». Αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που τον εξιτάρει στον λόγο και τον τρόπο του. «Τα έργα του Δημητριάδη έχουν μία πολύ ιδιαίτερη κατασκευή. Ακόμα και σαν γραπτά. Σε κάποια σημεία είναι πολύ πυκνογραμμένα, μετά με κεφαλαία… Είναι λίγο σαν μία παρτιτούρα. Αυτό τον κάνει να ξεφεύγει από τον νατουραλισμό και σου αφήνει χώρο να ψάξεις περιοχές που δεν είναι αντιληπτές σε ένα πρώτο επίπεδο. Με ενδιαφέρει περισσότερο τι συμβαίνει στις παύσεις ή στις εναλλαγές των ρυθμών του ίδιου του κειμένου», μου επισημαίνει και προσθέτει: «Επίσης, ενώ φαντάζουν τρομερά ζοφερά, κατά τη γνώμη μου, κρύβουν όλα μέσα τους την ελπίδα. Ο Δημητριάδης βυθίζεται στο σκοτάδι για να προτείνει την αντίστροφη κίνηση».
Ο «Φαέθων» είναι ένα έργο που θυμίζει τραγωδία στη δομή του. «Τα πιο βάρβαρα πράγματα λαμβάνουν χώρα εκτός σκηνής κι εμείς ακούμε μόνο την επίδραση που έχουν σε αυτούς που είναι πάνω στη σκηνή», μου εξηγεί ο Δημήτρης. Είναι η ιστορία μίας οικογένειας. Μιας οικογένειας που ο πατέρας έχει επιβάλλει μέσα στα χρόνια ένα σύστημα μοναρχίας. Κανείς δεν έχει αντιταχθεί σε αυτό. Μέχρι εκείνη τη νύχτα… «Τη νύχτα που τους συναντάμε ο γιος θα δοκιμάσει για πρώτη φορά τα όρια της ανυπακοής προκαλώντας μία συνολική αντίδραση στο όλο σύστημα. Ενώ η ιστορία φαίνεται να αφορά μία οικογένεια, στην πραγματικότητα ο Δημητριάδης κάνει ένα ευρύτερο σχόλιο για το τι σημαίνει υποταγή και πραγματική ανυπακοή. Τι σημαίνει να αναλαμβάνεις να ξεριζώσεις το κακό με το ρίσκο να βρεθείς στο άγνωστο. Πολλές φορές οι άνθρωποι κλείνονται σε ένα πολύ συγκεκριμένο σύστημα εξαιτίας του τρόμου που τους προκαλεί το άγνωστο πέραν αυτού. Νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια αυτό το έχουμε βιώσει», παρατηρεί ο Δημήτρης. Το έργο εξελίσσεται μέσα σε μία νύχτα, αλλά παράλληλα ο Δημητριάδης κάνει κι ένα ιδιαίτερο παιχνίδι με τους χρόνους. «Είναι σαν να ξεκινάει από το τέλος. Εχει συμβεί η τραγωδία και είναι σαν να ξεκινά η αφήγησή της από την αρχή. Δεν είναι όμως σαν flashback. Δεν είσαι σίγουρος αν όλο αυτό που βλέπεις είναι αποκύημα της φαντασίας των δύο αδερφών που διηγούνται την ιστορία ή ένας ονειρικός τόπος από τον οποίο δεν μπορείς να ξεφύγεις», μου λέει. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η σκηνοθετική προσέγγισή του στο έργο. Η παράσταση παίζεται σε όλους τους χώρους του θεάτρου, αν και οι θεατές κάθονται μόνο στην πλατεία, στην τραπεζαρία του σπιτιού, όπου είναι και το επίκεντρο της δράσης. «Παράλληλα όμως έχουν πληροφορία για το τι συμβαίνει ανά πάσα στιγμή μέσα στο σπίτι. Γίνονται δέκτες διαφορετικών ηχητικών πηγών. Ουσιαστικά έχουν την ψευδαίσθηση ότι βρίσκονται σε ένα πραγματικό σπίτι», μου εξηγεί. Μέσα από τη συγκεκριμένη παράσταση ο Δημήτρης επιλέγει να αρχίσει να εξερευνά για πρώτη φορά το κεφάλαιο ρεαλισμός στο θέατρο. «Τώρα βέβαια ο ρεαλισμός είναι μία πολύ μεγάλη κουβέντα και είναι επίσης και πολύ παρεξηγημένος. Εγώ λοιπόν ψάχνω να
βρω εδώ τι σημαίνει για μένα ρεαλισμός», μου τονίζει, εξηγώντας ότι όλο το προηγούμενο διάστημα ψαχνόταν πάνω σε έναν τρόπο που είχε να κάνει με την διπλή ύπαρξη του ρόλου με τον ηθοποιό. Το πώς συνομιλεί ο ηθοποιός με τον ρόλο. «Σε αυτή την παράσταση δοκιμάζω κάτι άλλο, μία άλλη κατάσταση, μία άλλη αντιμετώπιση του σκηνικού χώρου. Ανοίγω έναν διάλογο με τον ρεαλισμό αναζητώντας τον. Με ενδιέφερε να έρθουν τα πρόσωπα και να δούμε τι δυναμικές δημιουργούνται ακολουθώντας τα πρόσωπα», μου υπογραμμίζει. Οσο για εκείνους που ισχυρίζονται ότι επαναλαμβάνεται και έχει εγκλωβιστεί σε ένα ολοένα και πιο φορμαλιστικό θέατρο, η απάντησή του είναι αποστομωτική. «Εχω καταλάβει ότι υπάρχει μία κοινότητα ανθρώπων που στην αρχή ενθουσιάζεται με κάτι και μετά θεωρεί ότι αυτό το είδε και το βαρέθηκε. Αυτό όμως δεν έχει να κάνει με το πώς ένας άνθρωπος σκηνοθετεί και στοχάζεται μέσα από τη δουλειά του. Υπό την ίδια έννοια, διαφωνώ πολύ και με τον ενθουσιασμό. Πρέπει πρώτα να δεις τι ψάχνει κάποιος και πού το πάει… Το αίτημα 'σε κάθε παράσταση θέλω να βλέπω και κάτι άλλο' νομίζω ότι δεν μπορεί να απευθύνεται σε σκηνοθέτες, αλλά σε εμπόρους». Συζητάμε για την εμπειρία της Επιδαύρου πέρυσι το καλοκαίρι και μου εξομολογείται ότι το διάστημα των γενικών δοκιμών εκεί ήταν μαγικό. Θα ήθελε να επιστρέψει σε αυτή. «Με τους 'Πέρσες' του Αισχύλου», μου λέει. Οχι όμως φέτος. Φέτος το καλοκαίρι θέλει να ξεκουραστεί. Το έχει ανάγκη. «Θέλω λίγο να κάτσω και να καταλάβω τι γίνεται. Μέχρι τώρα ήταν πολύ πυκνά τα πράγματα και καμιά φορά παρασύρεσαι και δεν μπορείς να τους αντισταθείς. Αισθάνομαι όμως ότι έχω αφήσει πολλά δικά μου 'θέλω' εκτός. Δεν με ενδιαφέρει να κάνω παραστάσεις και μόνο», μου λέει και χαμογελώ πλατιά. Είναι η πιο υγιής αντίδραση ενός νέου καλλιτέχνη κόντρα σε όλον αυτόν ιδρυματισμό των ανθρώπων του χώρου.
38
Kείμενο: Δημήτρης Βαρελάς
39
Φε βρουάριος 2015
Οι φανταστικοί (μας) φίλοι Η Νάντια Στασινού γεννήθηκε στην Αθήνα και θυμάται τον εαυτό της από το σχολείο να ζωγραφίζει χαρακτήρες. Η ζωγραφική υπήρξε ο τρόπος απόδρασής της και οι χαρακτήρες της έκαναν παρέα στο προσωπικό της κρησφύγετο, το οποίο δεν γνώριζε κανείς άλλος. Οταν μεγαλώνει σπουδάζει γραφιστική και βρίσκεται σχεδόν αμέσως να δουλεύει στον χώρο των περιοδικών και των εκδοτικών οίκων, όπου όχι μόνο καλλιεργεί την αγάπη της για την εικονογράφηση, αλλά ανακαλύπτει και τη μαγεία που κρύβει η σελιδοποίηση -το δημιουργικό κομμάτι του «μαγειρέματος» και της τοποθέτησης κειμένων και εικόνων-, με προτίμηση στο απλό, λιτό και όμορφο. Παράλληλα, παρακολουθεί διαφόρων ειδών σεμινάρια σε αντικείμενα που την τραβούν, όπως η φωτογραφία, η επεξεργασία εικόνας, η συγγραφή και το character design. Εντεκα χρόνια στον χώρο των media που συνοδεύονται από κούραση, ένταση και πιέσεις μαζί με ατελείωτο ρετουσάρισμα για τέλειο πλαστικό αποτέλεσμα φωτογραφιών, την κάνουν να αναρωτηθεί αν αυτό που κάνει τη βοηθά να αισθάνεται δημιουργική και παραγωγική, καθώς και ποιο μπορεί να είναι το επόμενο βήμα. Και κάπου εκεί γνωρίζει τον Μανώλη... Ο Μανώλης Ηλιόπουλος γεννήθηκε στο Ναύπλιο και ενώ δεν ήταν αντικοινωνικός, δεν συμμετείχε σε αθλήματα και ομαδικές δραστηριότητες. Αγαπάει τα κόμικς και τις βόλτες με το ποδήλατό του και έρχεται σε επαφή με τον κόσμο του γκραφίτι που τον τραβάει. Στο γυμνάσιο κάνει το πρώτο του γκραφίτι και κάπου εκεί γεννιέται ο rtmone. Σπουδάζει αρχιτεκτονική στον Βόλο και αμέσως μετά θέλει να γευτεί το αστικό περιβάλλον που τον κάνει να νιώθει πιο άνετα. Ετσι αποφασίζει να μετακομίσει στην Αθήνα. Η περίοδος είναι δύσκολη
και οι αποστολές βιογραφικών μένουν χωρίς απάντηση. Σε αυτό το σημείο συνειδητοποιεί πως δεν θα ασχοληθεί επαγγελματικά με την αρχιτεκτονική, γεγονός που τον ωθεί να απαντήσει σε κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με το τι θέλει να κάνει, ποια είναι η ταυτότητά του και πώς μπορεί να εντάξει τη ζωγραφική και το street art σε αυτό. Και κάπου εκεί γνωρίζει τη Νάντια... Η γνωριμία της Νάντιας και του Μανώλη έγινε μέσω κοινών φίλων πριν από τέσσερα χρόνια. Το κατάλληλο timing φέρνει και τους δυο σε παρόμοια φάση: τι είναι αυτό που μπορούμε να κάνουμε που να είναι δικό μας, να έχει να κάνει με την εικονογράφηση και να είναι δημιουργικό; Επίσης τίθενται και ορισμένα ηθικά ερωτήματα σχετικά με το αν θεωρείται ξεπούλημα της τέχνης η ενασχόληση με άλλα μέσα. Ο Μανώλης συνειδητοποιεί πως αυτό το κομμάτι πρέπει να απενοχοποιηθεί, και πως είτε καταπιάνεσαι με μια διαφήμιση είτε με μια φιλανθρωπική δράση, πάντα υπάρχει δυνατότητα θεμιτής χρήσης της δημιουργικότητάς σου. Χωρίς να στερηθεί ο καθένας την προσωπική του ελευθερία, δημιουργείται μια πλατφόρμα συνεργασίας και κάπως έτσι γεννιέται το Imaginary Rooms, που κάτω από την ομπρέλα του περιλαμβάνει εικονογραφήσεις, τοιχογραφίες, εγκαταστάσεις για σπίτια, events, εκθέσεις και εξωτερικούς χώρους, workshops και μια γενικότερη στάση αλληλεπίδρασης με τη ζωή και την καθημερινότητα. Παράλληλα όλο και περισσότερα πρότζεκτ και στόχοι προκύπτουν που οι δυο τους προσπαθούν να εξερευνήσουν, όπως δικές τους εκδόσεις και κάποια φανζινάκια. Είναι εκπληκτικό το πόσο αλληλοσυμπληρώνει ο ένας τον άλλον και πώς με αυτόν τον τρόπο πηγαίνουν και οι δύο μπροστά. Ενα από τα κομμάτια που ξεπήδησε άμεσα και αυθόρμητα ήταν η τοιχογράφηση παιδικών δωματί-
ων. Το γκραφίτι παρελθόν του Μανώλη σε συνεργασία με ένα ξεχωριστό και διαφορετικό σενάριο που προκύπτει κατόπιν συζητήσεων και αλληλεπίδρασης με τους γονείς -και τα ίδια τα παιδιά αν είναι δυνατόν- μεταφράζεται σε ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα που διαθέτει σύγχρονη αισθητική με εμφανείς επιρροές από κόμικς και street art, αλλά ταυτόχρονα είναι μοναδικό και προσωπικό, μετατρέποντας έτσι ένα δωμάτιο σε ένα φανταστικό κόσμο. Η Νάντια και ο Μανώλης αναφέρουν πόσο σημαντική είναι η επικοινωνία στη δημιουργική αυτή διαδικασία και πόσο δένεσαι με αυτά τα άτομα, καθώς υπάρχει μια σχέση δούναι και λαβείν. Τι είναι το doodling που είναι τόσο σημαντικό γι΄ αυτούς; Η αυθόρμητη ζωγραφική, τα σχέδια που κάνεις ασυναίσθητα χωρίς να το σκέφτεσαι, όταν μιλάς στο τηλέφωνο ή όταν κάνεις κάτι άλλο. Ολοι μας το κάνουμε, σε εφημερίδες, περιοδικά, post-it, όταν είμαστε στο γραφείο ή στην αίθουσα αναμονής ενός ιατρείου με ένα στυλό στο χέρι. Η Νάντια μας εξηγεί πως αυτή η φαινομενικά απλή και ακούσια πράξη μπορεί να καταγράφει το ασυνείδητο και πως μπορεί να αποδειχθεί ένα μαγικό και θαυματουργικό ταξίδι αν το εξασκήσεις. Υπάρχει απόλυτη ελευθερία, χωρίς κανόνες και πρέπει, και δεν υπάρχει κανένας λόγος να αισθάνεται κάποιος φόβο για το αν κάνει κάτι λάθος. Ξεκινάς με μια τελεία, οι τελείες γίνονται γραμμές και τα μονοπάτια οδηγούν σε χαρακτήρες. Επίσης η Νάντια διαθέτει τη μαγική ιδιότητα να βλέπει παντού χαρακτήρες και είναι κάτι που προσπαθεί να το μοιραστεί και να σε κάνει να μη νιώθεις ποτέ μόνος, καθώς όλα τριγύρω σου μπορούν να αποκτήσουν μια καινούργια οντότητα. Εκεί που οι υπόλοιποι βλέπουμε μια πρίζα, ένα φωτιστικό, ένα ράφι με κάποια αντικείμενα, η Νάντια ανακαλύπτει μια ολόκληρη παρέα χαρακτήρων που αλληλεπιδρούν...
40
Κείμενο: Βάσια Ρούσσου / Φωτογραφία: Λαμπρινή Σωτηρίου
41
Φε βρουάριος 2015
Χρώματος... πορτοκαλί Ο κιθαρίστας και συνθέτης Σωτήρης Καστάνης αντιμετωπίζει τη μουσική σαν ένα καθαρό τοπίο, στο οποίο δεν θέλει να βάζει διαχωριστικές γραμμές. Εχει σημαντικές συνεργασίες στην ελληνική μουσική σκηνή, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζει και η συμμετοχή του από το 2010 στο μόνιμο σχήμα της Νατάσσας Μποφίλιου, τόσο στις ηχογραφήσεις, όσο και στις συναυλίες. Τα πρώτα μουσικά βήματα του Σωτήρη έγιναν στη γειτονιά του. «Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. Κοντά στα Κάτω Πατήσια, πιο συγκεκριμένα, όπου και βρισκόταν το ωδείο στο οποίο πήρα τα πρώτα μου μαθήματα κλασικής κιθάρας. Αυτό μέχρι να μπλέξω με τα πρώτα μου γκρουπ, πάλι στην ίδια γειτονιά». Η επαγγελματική του πορεία στη μουσική, η οποία ξεκίνησε λίγα χρόνια αργότερα, έχει ορισμένους πολύ σημαντικούς σταθμούς. «Είκοσι χρόνια πριν, όταν μπήκα μετά από αγγελία που ζητούσε κιθαρίστα στο γκρουπ Λευκή Συμφωνία, ξεκινά η μουσική επαγγελματική πορεία. Μεγάλος σταθμός και αφετηρία. Δεύτερος είναι το Ενοχο Λα και ο ομότιτλος δίσκος. Μεγάλος σταθμός και η ενασχόλησή μου με τη μουσική επένδυση διαφημιστικών σποτ και σίγουρα από τους πιο μεγάλους η συνεργασία μου με τη Νατάσσα Μποφίλιου και την καλλιτεχνική της παρέα», υπογραμμίζει. Τον Ιούνιο του 2014 κυκλοφόρησε από τη δισκογραφική εταιρεία Protasis η πρώτη του προσωπική δισκογραφική δουλειά, η οποία αποτελείται από εννέα τραγούδια - κατά κύριο λόγο ορχηστικά. Το όνομα αυτής: “PORTOKALi”. «Αποφάσισα να δώσω αυτόν τον τίτλο στο άλμπουμ όταν ολοκληρώθηκε το ομότιτλο κομμάτι (σε στίχους Μεταξία Δρογώση). Αυτό το τραγούδι έχει ύφος 'ελληνικού ροκ', οπότε ηχητικά κάνει μια σύνδεση στο μουσικό μου παρελθόν με το σήμερα. Επίσης, το πορτοκαλί είναι ένα από τα αγαπημένα μου χρώματα», εξηγεί. Εκτός από “PORTOKALi”, πώς
αλλιώς συστήνει τη δουλειά του; «Ως πολύ καλή κατ’ αρχάς! Ως προς το ύφος τώρα, θα έλεγα ότι είναι μια πολυσυλλεκτική ορχηστρική κυρίως δουλειά με άξονα την κιθάρα και κινείται από ηλεκτρικό swing μέχρι latin pop ήχο. Μια ακρόαση θα σας τα εξηγήσει καλύτερα!», απαντάει και προσθέτει: «Χωρίς να θέλω να ακουστεί υπεροπτικό, θεωρώ ότι ο ήχος της δουλειάς μου διαφέρει λίγο από τον μέσο όρο των ελληνικών παραγωγών. Εχει θα έλεγα έναν πιο 'διεθνή' αέρα. Σίγουρα με ικανοποιεί και με αντιπροσωπεύει, άλλα ελπίζω να φανεί και στην πορεία, βέβαια, ότι είμαι και άλλα χρώματα πέρα από… πορτοκαλί!». Αναμενόμενο, λοιπόν, είναι να του αρέσουν αρκετά οι μουσικοί πειραματισμοί. «Και πιο πολύ με την έννοια ότι προσπαθεί ο καλλιτέχνης να μην επαναλαμβάνεται και να βρίσκει καινούργια εκφραστικά μονοπάτια», διευκρινίζει. Ο πειραματισμός και η έμπνευση πολύ συχνά συνδέονται με τα ακούσματα του καλλιτέχνη. Στην περίπτωση του Σωτήρη τα ακούσματά του δεν περιορίζονται σε ένα είδος. «Οι επιρροές μου είναι καλές μουσικές! Τα ακούσματά μου, που σίγουρα είναι και οι βασικές μου επιρροές, πιάνουν ένα ευρύ μουσικό φάσμα. Κλασική μουσική, ηλεκτρονικοί ήχοι, κιθαριστικά blues, λαϊκές μουσικές και πολλά άλλα στιλ. Ηχητική πολυχρωμία δηλαδή!». Αν και έχει γράψει τους στίχους του τραγουδιού -ή σκαριφήματος, όπως το αποκαλεί- «Πεταλουδίτσες», ξεκαθαρίζει ότι δεν είναι στιχουργός. «Δεν δηλώνω σε καμία περίπτωση στιχουργός. Είναι άλλη τέχνη αυτή. Οσο για τις 'Πεταλουδίτσες' που υπογράφω και στιχουργικά στο CD, πιο πολύ σκαρίφημα το λες παρά τραγούδι. Τώρα, για τους στίχους που μπορεί να μελοποιήσω δεν αναζητώ συγκεκριμένη θεματολογία. Αρκεί να με αγγίξουν». Το άλμπουμ του, πάντως, έχει αγγίξει κοινό και κριτικούς. Ο Σωτήρης είναι ευχαριστημένος από αυτή την ανταπόκριση. «Είναι πολύ θετική θα έλεγα, πράγμα που φάνηκε και στην παρουσίαση του
CD κι ελπίζω να επαναληφθεί και στην επόμενη εμφάνιση μου». Τα live και τα σχέδιά του δεν σταματούν εδώ. «Τα βραχυπρόθεσμα σχέδιά μου είναι κάποιες ακόμα εμφανίσεις και πιθανόν κάποιο κλιπ ακόμα. Τα μακροπρόθεσμα είναι η προετοιμασία και η κυκλοφορία της επόμενης δουλειάς». Η γνώμη του για την εγχώρια μουσική σκηνή είναι θετική. «Εχουμε πολύ καλή μουσική και πολύ καλούς μουσικούς. Θέλει, όμως, λίγο ψάξιμο για να τους ανακαλύψεις». Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν θα ήθελε να αλλάξει κάτι σε αυτή, εκτός από τον τρόπο με τον οποίον την αντιμετωπίζει το κοινό. «Η σκηνή μια χαρά νομίζω ότι είναι. Θα ήθελα να αλλάξει λίγο το κοινό που παρακολουθεί και να γίνει πιο διερευνητικό, πιο δεκτικό και περισσότερο υποστηρικτικό σε νέες προσπάθειες». Ο ταλαντούχος μουσικός έχει συνεργαστεί με πολλά μουσικά σχήματα και γνωστούς τραγουδιστές της ελληνικής μουσικής σκηνής. «Ολες οι συνεργασίες είχαν κάτι να μου δώσουν και να μου μάθουν. Καλό ή κακό, γι’ αυτό και θα μου επιτρέψετε να μην τις αξιολογήσω». Για τον Σωτήρη η αμοιβαία εκτίμηση μεταξύ των καλλιτεχνών είναι απαραίτητη προϋπόθεση για μια συνεργασία. «Θα ήθελα να συνεργαστώ με αυτούς που θα εκτιμήσουν το ταλέντο και την αισθητική μου», εξομολογείται. Η μουσική παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή του, επομένως δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από την ιδανική για εκείνον ημέρα. «Ως επαγγελματίας μουσικός ευνόητο είναι ότι η μουσική καταλαμβάνει μεγάλο μέρος του εικοσιτετραώρου μου. Ιδανική μέρα είναι ίσως αυτή που είμαι συγκεντρωμένος και μπορώ να δουλέψω και να αποτυπώσω μια μουσική μου ιδέα. Κι αν η μέρα αυτή κλείσει και με ένα καλό live, ακόμα καλύτερα!», καταλήγει. Μετά την επιτυχημένη του εμφάνιση στον Σταυρό του Νότου Plus στις 26 Φεβρουαρίου, ο Σωτήρης Καστάνης θα επιστρέψει στον Σταυρό του Νότου, στο Club αυτή τη φορά, την Τρίτη 24 Μαρτίου.
21ος Αιώνας
Επιμέλεια: Χρήστος Τσαπακίδης
42
Yes, (View) Master Η Διεθνής Εκθεση Παιχνιδιού της Νέας Υόρκης έκρυβε μία ευχάριστη έκπληξη για τους νοσταλγούς του View-Master, το οποίο αξίζει να σημειωθεί ότι παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1939 στον ίδιο θεσμό. Η Mattel ανακοίνωσε μία συνεργασία με την Google για τη ριζική αναβάθμιση του δημοφιλούς παιχνιδιού. Το νέο View-Master θα χρησιμοποιεί την πλατφόρμα Google Cardboard για να προσφέρει περιεχόμενο εικονικής και
επαυξημένης πραγματικότητας στα παιδιά και σε ολόκληρη την οικογένεια. Το νέο View-Master θα υποδέχεται το Android και το iOS smartphone σου και σε συνδυασμό με τα συνοδευόμενα δισκάκια θα προσφέρει αυτή την εμπειρία. Η συσκευή θα πωλείται προς 27 περίπου ευρώ και τα δισκάκια προς 13 ευρώ η τετράδα.
Αλάτι και γκολ! Δεν υπάρχει περίπτωση να έχεις πάει σε λούνα παρκ και να μην έχεις παίξει air hockey. Και να μην έχεις κολλήσει με αυτό. Το e-shop Fred&Friends φέρνει το δημοφιλές παιχνίδι σπίτι σου και συγκεκριμένα στην τραπεζαρία σου. Η αλατοπιπεριέρα GAME ON! σε άσπρο και μαύρο μοιάζει με τα χερούλια που χρησιμοποιούν οι παίκτες air hockey και κοστίζει περίπου 13 ευρώ.
www.mattel.com http://bit.ly/1apCFRT
Σαν videogame
Μικρός αδελφός
Μελισσοκομία για όλους
Καλά νέα για όσους είναι κολλημένοι με το Halo και οδηγούν μηχανή. Η NECA ανακοίνωσε την πρόθεσή της να κατασκευάσει ένα κράνος που θα μοιάζει σε αυτό που έχουμε δει στο δημοφιλές videogame. Το νέο κράνος θα είναι full-face και θα ικανοποιεί τα αμερικανικά πρότυπα ασφαλείας. Θα διαθέτει αεραγωγούς εμπρός και πίσω για να αερίζεται επαρκώς το κεφάλι σου, λουράκι double-D ring, ενώ η ζελατίνα του θα είναι φιμέ και θα παρέχει προστασία από την ακτινοβολία UV. Η εσωτερική επένδυση είναι αποσπώμενη για να μπορείς να την πλύνεις άνετα, ενώ είναι κατάλληλα διαμορφωμένη για να φοράς χωρίς πρόβλημα τα γυαλιά σου. Αναμένεται να κυκλοφορήσει μέσα στον Ιούλιο και το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι: σκοπεύεις να αγοράσεις κράνος από εταιρεία παιχνιδιών;
Αν θέλεις να ξέρεις ανά πάσα στιγμή πού βρίσκεται η αποσκευή, το όχημα ή και το παιδί σου, μία ομάδα εφευρετών στο Indiegogo σου έχει έτοιμη τη λύση. Το iTraq είναι μία συσκευή εντοπισμού σε διαστάσεις πιστωτικής κάρτας που δεν χρησιμοποιεί ούτε Bluetooth, ούτε GPS. Αντιθέτως ορίζει την τοποθεσία του χρησιμοποιώντας τις κεραίες κινητής τηλεφωνίας, αυξάνοντας ουσιαστικά την εμβέλειά του σε παγκόσμιο επίπεδο. Η αυτονομία του δεν θα σε απογοητεύσει ποτέ, καθώς η μπαταρία 2.400 mAh που διαθέτει θα του επιτρέψει να λειτουργεί έως και τρία χρόνια, στέλνοντας σήμα με την τοποθεσία του μία φορά ημερησίως (η συχνότητα αλλάζει ανάλογα με τις επιθυμίες σου). Η λειτουργία του είναι πολύ απλή. Αυτό που κάνει είναι να στέλνει σήμα στο smartphone σου, στο οποίο θα έχεις εγκαταστήσει το σχετικό app, προκειμένου να βλέπεις την τοποθεσία του στον χάρτη. Και το σημαντικότερο; Η υπηρεσία παρέχεται δωρεάν εφ’ όρου ζωής! Η τιμή του ξεκινά από τα 43 ευρώ.
Οι μελισσοκόμοι ανά τον κόσμο θα πρέπει να μάθουν από την αρχή την τέχνη τους, καθώς στο Indiegogo κυκλοφορεί μία εφεύρεση που καθιστά απαρχαιωμένα όλα όσα ξέρουν για την παραγωγή μελιού. Το Flow Hive επιτρέπει να εξάγεις το μέλι μέσα από την κυψέλη χωρίς να την ανοίγεις, ελαχιστοποιώντας έτσι και την όχληση που μπορείς να προκαλέσεις στις μέλισσες. Το νέο προϊόν μπορεί να προσαρμοστεί είτε στην κυψέλη που διαθέτεις ήδη (μπορείς να έχεις στην ίδια κυψέλη παλιά πλαίσια και πλαίσια Flow Hive) είτε να χρησιμοποιηθεί για να αντικαταστήσεις εντελώς την παλιά σου κυψέλη. Το Flow Hive είναι, μάλιστα, διαφανές, επιτρέποντάς σου να βλέπεις ανά πάσα στιγμή τι συμβαίνει μέσα στο σπίτι των αγαπημένων σου εντόμων. Κάθε πλαίσιο συνδέεται με ένα σωληνάκι, το οποίο θα χρησιμοποιήσεις για να αντλήσεις το μέλι χωρίς να ανοίξεις καν την κυψέλη. Οι εφευρέτες έθεσαν ως στόχο χρηματοδότησης τα 70.000 δολάρια και μόλις σε μία ημέρα από την έναρξη της καμπάνιας απέσπασαν 1,8 εκατ.
http://bit.ly/1A79yfz
www.honeyflow.com https://www.itraqtag.com
43
Ιανουάριος 2015
Παίζουμε μπουγέλο; Πού θα πάει, κάποια στιγμή θα έλθει το καλοκαίρι. Μέχρι τότε, θα πρέπει να είσαι έτοιμος. Τα μπαλόνια της Zorbz σφραγίζουν μόνα τους μόλις τα γεμίσεις νερό, προκειμένου να μη χάσεις ούτε ένα πολύτιμο δευτερόλεπτο στο μπουγέλο που θα παίξεις. Είναι διαθέσιμα σε σακουλάκια των 50 και των 100 τεμαχίων. Τι είπες; Δεν είσαι εννιάχρονο; Κακό του κεφαλιού σου! www.zorbzwaterballoons.com
Για πάντα μαζί Τις τελευταίες ημέρες σαπίσαμε στη βροχή. Και για τον λόγο αυτό αρχίσαμε πάλι να κουβαλάμε ένα συγκεκριμένο αξεσουάρ, με το οποίο έχουμε αναπτύξει μία σχέση αγάπης-μίσους. Από τη μία πλευρά η ομπρέλα μάς προστατεύει από τη βροχή, από την άλλη πολλαπλασιάζει τα πέρα-δώθε μας, καθώς την ξεχνάμε από εδώ και από εκεί. H Davek σκέφτηκε ένα απλό τέχνασμα για να σταματήσεις να σπαταλάς χρόνο ψάχνοντας άσκοπα την προστασία σου από τη βροχή: εξόπλισε τις ομπρέλες της με Bluetooth! Το ειδικό τσιπ που εγκατέστησε η εταιρεία στη λαβή χρησιμοποιεί τη συγκεκριμένη τεχνολογία για να ειδοποιεί το smartphone σου στις περιπτώσεις που απομακρύνεσαι από την ομπρέλα σου. Η μπαταρία διαρκεί 1-2 χρόνια www.davekny.com
Ξεκούραστο ποδήλατο
R.I.P. ΑΙΒΟ
Φορτίστε!
Ο βιομηχανικός σχεδιαστής Στορμ Σόντορς κατάφερε να ξανακάνει σέξι την ιδέα του ηλεκτρικού ποδηλάτου. Το Storm Electric Bike που λάνσαρε στο Indiegogo έχει εξαιρετικά χαρακτηριστικά και τιμή που… σπάει κόκαλα. Ο κινητήρας του -ισχύος 350 watt- εξασφαλίζει αυτονομία 5080 χλμ., με ταχύτητες έως 32 χλμ. ανά ώρα. Η αδιάβροχη μπαταρία του μπορεί να φορτίσει πλήρως μέσα σε μιάμιση ώρα (μπορεί να φορτίσει και με ηλιακή ενέργεια), ενώ χάρη στο μειωμένο βάρος της, μπορείς να έχεις μία δεύτερη μαζί σου, προκειμένου να εξασφαλίσεις διπλάσια αυτονομία για το ποδήλατό σου. Τα μεγαλύτερα και παχύτερα λάστιχα της αγοράς εξασφαλίζουν ότι το Storm Electric Bike θα περάσει πάνω και από τις πιο δύσκολες επιφάνειες και υπό τις πιο δύσκολες καιρικές συνθήκες - τουλάχιστον στον βαθμό που το επιτρέπει και το κορμί σου. Τέλος, αν και το υλικό του πλαισίου του ποδηλάτου αποτελείται από ατσάλι, το δίκυκλο ζυγίζει μόλις 20,5 κιλά.
Αχ αυτοί οι Γιαπωνέζοι. Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, όταν σπάει ένα παιχνίδι, ο ιδιοκτήτης το πετάει με συνοπτικές διαδικασίες. Αλλά όχι στην Ιαπωνία. Εκεί οργανώνονται κηδείες (κυριολεκτικά!) για να αποχαιρετήσει ο ιδιοκτήτης τον ρομποτικό σκύλο AIBO της Sony που έχασε είτε εξαιτίας εγκεφαλικού (έτρεξαν οι μπαταρίες) είτε εξαιτίας τραγικού ατυχήματος (πτώση από το παράθυρο). Μία μαζική κηδεία έγινε πριν από λίγες εβδομάδες σε έναν βουδιστικό ναό (ηλικίας 450 ετών, παρακαλώ) στο Ισούμι, έξω από το Τόκυο. Εκεί, ορισμένοι απαρηγόρητοι ιδιοκτήτες αποχαιρέτησαν για πάντα τους πιστούς τους φίλους. Δεν επιβεβαιώνεται εάν τα AIBO αποτεφρώθηκαν για να σκορπιστούν οι στάχτες τους στη θάλασσα ή εάν απλά ετάφησαν. Το καλύτερο στην ιστορία είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις τα νεκρά AIBO γίνονται δωρητές οργάνων προκειμένου να σώσουν άλλα σκυλάκια που έχουν ανάγκη, καθώς τα ανταλλακτικά είναι πια ελάχιστα.
Αν το καλοσκεφτείς, οι φορτιστές είναι οι άρχοντες του hi-tech σύμπαντός σου. Χωρίς αυτούς, οι φορητές σου συσκευές καθίστανται άχρηστες αφού στερέψουν από ενέργεια. Ο Πίτερ Φίσερ και η ομάδα του δημιούργησαν το Flexcharger για να κάνουν τη ζωή σου ευκολότερη (ναι, κάποιοι Γερμανοί δουλεύουν προς αυτή την κατεύθυνση). Ο νέος πολυφορτιστής μπορεί να δώσει ενέργεια σε έως πέντε συσκευές, προσφέροντας δυνατότητες από απλή έως ασύρματη φόρτιση. Διαθέτει ανασυρόμενα καλώδια, τα οποία μπορείς να μαζεύεις κάθε φορά που δεν τα χρησιμοποιείς, προκειμένου να μην μπλέκονται μεταξύ τους και να μην υπάρχει η αίσθηση αταξίας στον χώρο. Το νέο gadget λειτουργεί παράλληλα ως ενισχυτής σήματος Wi-Fi, για να έχεις ασύρματο ίντερνετ-«καμπάνα», ακόμα και στα πιο «δύσκολα» δωμάτια του σπιτιού.
http://bit.ly/1LLX5A8
http://bit.ly/185wsc6
http://bit.ly/19d3I2k
44
Κείμενο: Νατάσα Μαστοράκου / Φωτογραφίες: Στέφανος Καστρινάκης
45
Φε βρουάριος 2015
Εδώ και τώρα... επί σκηνής
O Μίνως Θεοχάρης αφήνει για λίγο μόνο του τον Μανόλη στο «Κάτω Παρτάλι» και ασχολείται με την αθηναϊκή διασκέδαση. Για την ακρίβεια, μεταμορφώνεται για ακόμη φορά. Ο 30χρονος ηθοποιός -που το ευρύ κοινό έμαθε μέσα από την τηλεοπτική σειρά- μοιάζει να είναι περισσότερο ο εαυτός του στην παράσταση «Εδώ και τώρα» που σκηνοθετεί και παίζει. Ο Μανόλης είναι ένα χαρούμενο παιδί που δέχεται με τη δική ιδιαίτερη αισιόδοξη ματιά τα δεινά που του τυχαίνουν και ενώ συνήθιζε να ζει στην Αθήνα βρέθηκε ξαφνικά παντρεμένος στο Κάτω Παρτάλι και μάλιστα να περιμένει παιδί! Αλλαγές που ακούγονται συγκλονιστικές, αλλά στο ανατρεπτικό σενάριο της σειράς -που συνεχίζει να σημειώνει υψηλά νούμερα τηλεθέασης και στον δεύτερο κύκλο της- φαντάζουν απόλυτα φυσιολογικές. Από το χωριό, λοιπόν, ο Μίνως βρίσκεται στη Συγγρού. Στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο πιο συγκεκριμέ-
να, για να δείξει στο κοινό τις σκηνοθετικές, υποκριτικές και φωνητικές του ικανότητες. Τον ρωτάω τι είναι το «Εδώ και τώρα». «Η απάντηση της γενιάς μου για το τι σημαίνει διασκέδαση, έκφραση, αλήθεια», μου απαντάει και έχοντας δει την παράσταση συμφωνώ απόλυτα μαζί του. Γιατί οι σημερινοί 30άρηδες, όπως είναι ο Μίνως, όπως είμαι και εγώ, θέλουν να διασκεδάσουν - και όχι απαραίτητα στα μπουζούκια. Θέλουν να ακούν καλή ελληνική μουσική χωρίς τύψεις, χωρίς ταμπού. Και σίγουρα αυτή η παράσταση δεν έχει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Μαζί με τον Μίνωα εμφανίζεται στη σκηνή η Αντιγόνη Ψυχράμη, ο Φοίβος Ριμενέας, η Μαρίνα Σάττι, ο Ιάσονας Μανδήλας, η Αννα Φιλλιπάκη, ο Γιάννης Νιάρρος, η Κόνι Μεταξά και ο Τάσος Ξιαρχογιαννόπουλος. Οι οχτώ ηθοποιοί χορεύουν, τραγουδούν παρουσιάζουν τον εαυτό τους και κυρίως μοιράζονται την τρέλα του Μίνωα σε αυτό το νεανικό και διασκεδαστικό σόου. «Τα περισσότερα παιδιά τα είχα θαυμάσει σε δουλειές
άλλων ή είχα ο ίδιος συνεργαστεί με κάποιους. Κάποιους δε τους γνώριζα καθόλου! Διάλεξα καλλιτέχνες που είναι ξεχωριστοί, που είναι δυνατοί σολίστες. Ηθελα να έχουν αίσθηση του συνόλου και να ξέρουν να μοιράζονται τη σκηνή με σεβασμό ο ένας στο ταλέντο του άλλου. Το τελευταίο είναι το πιο σπάνιο και είμαι πολύ περήφανος που το πετύχαμε». Πώς ξεκίνησε όμως όλο αυτό; Ο ίδιος δηλώνει: «Δεν το αποφάσισα. Δεν γινόταν απλά να κάνω αλλιώς. Θα έσκαγα. Βαριόμουν τα πάντα και τους πάντες και βρήκα την καλύτερη διέξοδο δημιουργώντας μια συνθήκη πολύπλευρη, που αλλάζει μορφή κάθε λεπτό που περνάει!» Και έτσι έγινε. Μαζί με τον Στάμο Σέμση και τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο που υπογράφουν κάποια από τα τραγούδια της παράστασης, έφτιαξε τη δική του απάντηση στο τι σημαίνει διασκέδαση. Ο Μίνως ήρθε σε επαφή με τους δύο δημιουργούς μέσω της Νάντιας Κοντογεώργη, που είναι κοινή φίλη
46
47
όλων και κολλητή του, τόσο στη ζωή, όσο και στο «Κάτω Παρτάλι». Οταν μάλιστα τον είχαν ρωτήσει τι κοινά έχει ο ίδιος με τον Μανόλη του σίριαλ, είχε απαντήσει μεταξύ άλλων: «Εχουμε την ίδια κολλητή!». Η Νάντια έκανε, λοιπόν, το «προξενιό» και όπως λέει ο Μίνωας: «Ακολούθησε αμοιβαία καλλιτεχνική έλξη που μας οδήγησε σε αυτή τη σύμπραξη την οποία τώρα απολαμβάνουμε και οι τρεις πολύ!». Εκτός από τα πρωτότυπα τραγούδια υπάρχουν και ήδη γνωστά, αλλά σημερινά και άλλα λίγο παλαιότερα. Ολα τους είναι κομμάτια που έχουμε αγαπήσει και συνεχίζουμε να σιγοτραγουδάμε είτε στις παρέες μας είτε στις... μοναξιές μας. Βλέποντας τον Μίνωα πάνω στη σκηνή καταλαβαίνεις ότι αυτό το παιδί είναι γεννημένο για να κάνει live. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι σε ηλικία μόλις 16 ετών ο γνωστός παραγωγός μιούζικαλ Κάμερον Μάκιντος και ο casting director Τρέβορ Τζάκσον, μετά από την ακρόαση ενός demo, τον προέτρεψαν να παρακολουθήσει το θερινό τμήμα στο Guildford School of Acting (GSA) με θέμα το μιούζικαλ, σχολή που ολοκλήρωσε με επιτυχία. Λίγα χρόνια αργότερα, το 2002, συνεργάστηκε με τη Μικρή Αρκτο, όπου και συμμετείχε στη δισκογραφική δουλειά «Πρώτη ακρόαση», καθώς και στα μουσικά προγράμματα «Πρώτη ακρόαση» και «Το πικραμύγδαλο του κόσμου» στο θέατρο Ροές. Στη συνέ-
χεια έλαβε μέρος στη θεατρική παράσταση “Grease” σε σκηνοθεσία Θέμιδας Μαρσέλλου και Βασιλικής Ανδρίτσου πρώτα στον Ζυγό και έπειτα στο θέατρο Σμαρούλα το καλοκαίρι του 2004, ενώ συνεργάστηκε για δεύτερη φορά με τη Μικρή Αρκτο τραγουδώντας πέντε σονέτα σε μουσική Δημήτρη Μαραμή που συνόδευσαν το βιβλίο «Τα σονέτα του σκοτεινού έρωτα» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα σε μετάφραση Σωτήρη Τριβιζά. Το 2005 βρίσκει τον Μίνωα απόφοιτο του Εθνικού Θεάτρου, ενώ συμμετείχε στην παράσταση «Ορέστεια» στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη και το καλοκαίρι στην παράσταση «Εξοδος», που παρουσιάστηκε στο μικρό θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου στο πλαίσιο των πτυχιακών εξετάσεων. Από τότε μέχρι σήμερα έχει συνεργαστεί σε παραγωγές όπως το «Φάουστους» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη, «Ηλέκτρα» σε σκηνοθεσία Εφης Θεοδώρου, «Ιούλιος Καίσαρας» σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου, «Πολύ κακό και τίποτα» σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου. Παρουσία έχει και στη δισκογραφία, με το τραγούδι «Το μισό του εμείς», στο οποίο έγραψε μουσική και στίχους και το οποίο ερμήνευσε η Ελεονώρα Ζουγανέλη.
Φε βρουάριος 2015
Αν ρωτήσεις τον Μίνωα αν τον ενδιαφέρει περισσότερο η σκηνοθεσία από την ηθοποιία και το τραγούδι, απαντά: «Ισως στο μέλλον ναι. Προς το παρόν μού αρέσει το live με ό,τι αυτό περιλαμβάνει. Σίγουρα προτιμώ να έχω άποψη επάνω σε ό,τι κάνω και θεωρώ πως είναι απαραίτητο στοιχείο για ένα καλλιτέχνη η αίσθηση του συνόλου μιας δουλειάς». Οσο για το μέλλον; Ο Μίνωας δεν κάνει μακροχρόνια σχέδια και πλάνα. «Θα ήθελα να έχω μία πορεία που να αποτελείται από δουλειές που θα με εκφράζουν και θα με αντιπροσωπεύουν σε κάθε μου περίοδο», εξομολογείται και του το ευχόμαστε ολόψυχα.
48
Κείμενο: Νατάσα Μαστοράκου
49
Φε βρουάριος 2015
Η φωτεινή πλευρά του δρόμου Δύο πράγματα είναι σίγουρα για τον Γιώργο Μουχταρίδη: ξέρει να κάνει καλό ραδιόφωνο και καλές συλλογές. Ο άνθρωπος πίσω από την επιτυχία του Pepper 96.6 δεν είναι απλά ένας λάτρης του ραδιοφώνου, αλλά και της μουσικής γενικότερα. Γεννημένος στην Αθήνα, δεν σταμάτησε ποτέ να αγαπά την πόλη του και να απολαμβάνει τις δημιουργίες του. Γιατί μπορεί ο Γιώργος Μουχταρίδης να αγαπάει την ξένη μουσική, δεν σταματάει ωστόσο να θαυμάζει ανθρώπους που με μεράκι και ταλέντο ζουν μέσα από τις μελωδίες τους. Σπούδασε στο τμήμα Διοίκησης και Οικονομίας στο ΤΕΙ, αλλά ακολούθησε διαφορετική κατεύθυνση από πολύ νωρίς. Μπήκε στον χώρο της δημοσιογραφίας το 1983 και αποτέλεσε μέλος της βασικής ομάδας του περιοδικού «Ηχος & Hi-Fi» μέχρι και το 1994. Παράλληλα εργαζόταν στα περιοδικά «Επτάμιση» και «Εικόνες», ενώ συνεργάστηκε και με τα ραδιόφωνα ΕΡΑ 4 και Σκάι, ως ραδιοφωνικός παραγωγός και μουσικός επιμελητής. Συνεργάστηκε ακόμη με τα ραδιόφωνα Pop FM και Ρυθμός, ως μουσικός παραγωγός, και εργάζονταν και ως διευθυντής παραγωγής σε μεγάλα φεστιβάλ της Αθήνας. Από το 2003 μέχρι και το 2011 διετέλεσε διευθυντής προγράμματος του πλέον επιτυχημένου ραδιοφώνου της ΕΡΤ τα τελευταία 20 χρόνια, του Kosmos 93.6, στο οποίο έδωσε ύφος και χαρακτήρα. Ολα αυτά πριν έρθει στη ζωή του -και στη δική μαςο Pepper. Κάθε πρωί ο Γιώργος από τις 10.00 μέχρι τις 12.00 αναλαμβάνει να μας ξυπνήσει με τον καλύτερο τρόπο και φυσικά έχει την επιμέλεια όλου του προγράμματος. Είναι ο άνθρωπος που έστησε τον σταθμό και που πραγματικά δίνει πνοή σε όλες τις δραστηριότητές του. Μιλώντας μαζί του αναρωτιέμαι τι σημαίνει για αυτόν καλό ραδιόφωνο. Και η γνώμη του έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, μια και έχει καταφέρει να το υπηρετεί εδώ και χρόνια, πόσο μάλλον τώρα που η κρίση έχει αλλοιώσει πολλά συστατικά του. «Το καλό ραδιόφωνο για εμένα σήμερα πρέπει να αποπνέει φρεσκάδα, πολυφωνία, σωστές μουσικές επιλογές -ανάλογα με τις διαθέσεις της κάθε ζώνης- και να μπορεί να ακολουθεί τους ακροατές του μέσα στη μέρα», απαντάει ο ίδιος και συνεχίζει: «Εχουμε όλοι πια μια μεγάλη βάση δεδομένων τραγουδιών και μουσικής για να διαλέγουμε τις καλύτερες από αυτές, αλλά και την περιέργεια ενός μικρού παιδιού για να ανακαλύπτουμε τις σπουδαίες και μεγάλες δημιουργικές φωνές του μέλλοντος».
Αυτό το τελευταίο είναι για εμένα και το βασικό στοιχείο της επιτυχίας του σταθμού. Οι ενδιαφέρουσες προτάσεις και η εμπιστοσύνη που δείχνουν οι ακροατές του για κάθε μια από αυτές. Τι πιστεύει όμως ο Γιώργος ότι τους έχει οδηγήσει στην επιτυχία; «Νομίζω ότι αυτό που κάνει τον Pepper ξεχωριστό είναι ότι από την αρχή ήταν ένα ραδιόφωνο με δικό του ξεχωριστό ήχο. Ενα ραδιόφωνο που απευθύνθηκε σε ένα κοινό που εκείνη τη χρονική περίοδο αναζητούσε να ανακαλύψει και να απολαύσει καινούργιους μουσικούς και συγκροτήματα. Καινούργιες τάσεις... Ηταν προϊόν μιας ανάγκης που είχαμε όλοι στην κοινωνία για το καινούργιο, το φρέσκο, αυτό που δεν είχε 'κακό' παρελθόν, που δεν ήταν στιγματισμένο». Και με ποιο τρόπο αυτό το μη στιγματισμένο ραδιόφωνο καταφέρνει να συνδυάζει παλιά και καινούργια τραγούδια; Αγαπημένα και νεότερα; Κλασικές αξίες και νέες τάσεις; «Με τον τρόπο του Duke Ellington που έλεγε “Τhere are two kinds of music. good music and the other kind”» μου λέει ο ίδιος και δεν ξαφνιάζομαι καθόλου. «Ολες οι καλές μουσικές χωράνε, αλλά δίνουμε έμφαση πάντα στα καινούργια τραγούδια», συμπληρώνει και επιβεβαιώνει απολύτως τις υποψίες μου. Αλλωστε όποιος ακούει κάθε πρωί την εκπομπή θα συμφωνήσει μαζί του. Από το τέλος του 2013 λειτουργεί ένας ακόμα σταθμός, αδελφάκι του Pepper. Περισσότερο έντεχνος και κυρίως με ελληνικό ρεπερτόριο, ο Μέντα φιλοξενεί όλα εκείνα που αγαπάμε αλλά δεν χωρούν στο ύφος του Pepper. «Ο Μέντα όπως και ο Up είναι αρκετά διαφορετικά ραδιόφωνα οπότε το κοινό δεν μπερδεύεται με τον αρχικό σταθμό. Μοναδικό κοινό των τριών είναι η ποιότητα», αναφέρει ο Γιώργος. Αυτή η ποιότητα που διαχωρίζει την καλή από την κακή μουσική. Το καλό από το κακό ραδιόφωνο. Αυτό που πίσω του έχει ανθρώπους που το νοιάζονται, που δεν σταματάνε λεπτό να ψάχνουν, που είναι δραστήριοι. Και το άλλο. Το ανούσιο, το συνηθισμένο, το παρωχημένο. Ρωτάω τον Γιώργο πώς βλέπει την εξέλιξη του μέσου: «Οσο πάει γίνεται και πιο πλούσιο, πιο εξειδικευμένο, πιο ζωντανό και άμεσο. Τα ραδιόφωνα πια έχουν και sites που τα συμπληρώνουν, μπορούν να έχουν και ιντερνετικά ξαδερφάκια που τα συμπληρώνουν, ταξιδεύουν σε ολόκληρο τον κόσμο μέσω του web. Ο κόσμος θα είναι πιο ανταγωνιστικός σίγουρα, αλλά το ίδιο συναρπαστικός».
Αφήνουμε λίγο πίσω το ραδιόφωνο και περνάμε στη δισκογραφία και πιο συγκεκριμένα στις συλλογές “The bright side of life” που ο Γιώργος Μουχταρίδης επιμελείται. Πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε ο τρίτος δίσκος και το κοινό δείχνει κάθε φορά πιο ενθουσιασμένο από πριν. Πώς ξεκίνησε αυτή η ιδέα; «Από την επιθυμία μου να περιγράψω την κατάσταση του μυαλού μου κάθε πρωί, αλλά και την ατμόσφαιρα που υπάρχει στο στούντιο. Η συλλογή είναι αυτό θέλω να ακούω σαν ακροατής και αυτό θέλω να δίνω. Τη φωτεινή πλευρά του δρόμου, ένα τραγούδι του Βαν Μόρισον από τη δεκαετία του '70, αλλά και μια σταθερά στη ζωή μου σαν άποψη και τρόπο ζωής», μου εξομολογείται ο Γιώργος, ο οποίος δυσκολεύεται λίγο στις επιλογές. Οχι τόσο γιατί δεν μπορεί ο ίδιος να αποφασίσει, αλλά γιατί πολλοί καλλιτέχνες δεν δίνουν άδεια για να συμπεριληφθούν τα τραγούδια τους σε συλλογές. Ο Γιώργος κατανοεί απόλυτα την επιθυμία τους, αλλά πολλές φορές αναγκάζεται να ψάξει για «ισοδύναμα». Ευτυχώς πάντα τα καταφέρνει! «Ψάχνω πάντα για τραγούδια καινούργια ή παλιά που να με εκφράζουν αισθητικά, να μου δίνουν την αίσθηση του δρόμου, του ταξιδιού και ταυτόχρονα να αποτελούν πρόταση έξω από τα συνηθισμένα. Νομίζω ότι σε γενικές γραμμές τα έχω καταφέρει» λέει ο ίδιος και από ό,τι φαίνεται συμφωνεί και μεγάλο μέρος των ακροατών μαζί του, μια και οι τρεις συλλογές έχουν γίνει χρυσές. «Είναι κάτι που δεν περίμενα, αλλά χάρηκα και χαίρομαι γιατί και οι τρεις συλλογές έχουν γίνει χρυσές παρότι αφορούν τραγούδια που θεωρητικά είναι για λίγους (ίσως να μην είμαστε τόσο λίγοι τελικά). Το χαίρομαι επίσης γιατί έχουν πολύ, μα πολύ κόπο από την πλευρά όλων όσοι δουλεύουν για αυτές στις δισκογραφικές. Νομίζω ότι δεν μπορείς να κοροϊδέψεις τον άνθρωπο που πληρώνει και οι συλλογές “The bright side of the road” είναι good value for money. Αξίζουν περισσότερο από όσο κοστίζουν», συμπληρώνει ο Γιώργος. Κλείνοντας την κουβέντα μας τον ρωτάω ποια μουσική ταιριάζει στην Αθήνα και ποια τραγούδια δεν θα άφηνε έξω από καμία εκπομπή του. «Στην Αθήνα ταιριάζει οποιαδήποτε μουσική σε ταξιδεύει και σου θυμίζει ότι στη ζωή υπάρχουν και άλλα πράγματα», μου απαντά και προσθέτει ότι αν μπορούσε, δεν θα παρέλειπε από κανένα του πρόγραμμα το “As time goes by”, με τη φωνή του Dooley Wilson. Και όταν κλείνει τα μάτια, ποια μελωδία του έρχεται πρώτη στο μυαλό; Το “The rip tide” από τους Beirut.
50
Κείμενο: Γιώργος Νάστος / Φωτογραφία: Τακης Σπυρόπουλος
51
Φε βρουάριος 2015
Ενα πιάνο χωρίς σεμεδάκι
Λένε να μην κρίνουμε ένα βιβλίο από το εξώφυλλό του, κανείς όμως δεν έχει πει το ίδιο πράγμα για τα μουσικά άλμπουμ. Και στο ντεμπούτο άλμπουμ «Σtella» της (μαντέψτε) Σtella το εξώφυλλο προδιαθέτει (ορθώς) για κάτι εξαιρετικό. Μάλιστα, δεν πρόκειται για εικόνα φτιαγμένη σε υπολογιστή, αλλά για κανονική φωτογραφία, σχεδόν απείραχτη, η οποία δημιουργήθηκε με ένα ζελέ (πορτοκάλι/λεμόνι) σε σχήμα πυραμίδας και μερικά γυαλιστερά, πολύχρωμα χαρτιά για φόντο. Το λες δικαίωση του DIY, αλλά και γιορτή της φαντασίας. Η Σtella δεν είναι μια φωνή άγνωστη σε όσους παρακολουθούν την εγχώρια electro-pop σκηνή. Μετά από πολλές συνεργασίες και συμμετοχές (My Wet Calvin, Sillyboy, Coti K., Expert Medicine, Nteibint, Sad Disco) και δύο side projects (Fever Kids, Chest) αποφάσισε να μας ξεναγήσει στον προσωπικό της κόσμο μέσα από 10 τραγούδια επηρεασμένα από τον ήχο των ‘80s με συνθεσάιζερ, funky κιθάρες και μπάσο - νιώθεις κάποιες στιγμές ακούγοντάς τα σαν να βρίσκονται η ντίσκο και η ποπ σε ένα ξεχασμένο κλαμπ και να συναγωνίζονται ποια θα κάνει τις πιο ωραίες φιγούρες. Η Σtella μεγάλωσε στη Γλυφάδα και θυμάται στη μουσική συλλογή του σπιτιού της πολλούς ετερόκλητους δίσκους. Οι γονείς της είχαν ζήσει κάποια χρόνια στη Λιβύη (εξ ου και το κομμάτι "Libya" που κλείνει το άλμπουμ της) και κάποιες από τις επιλογές τους ήταν πραγματικά πρωτότυπες. Μικρό κορίτσι άρχισε τα μαθήματα πιάνου. «Ο πατέρας μου αγόρασε αμέσως ένα πιάνο, η μητέρα μου τον βρήκε υπερβολικό. Του είπε ‘άσε να δούμε πρώτα αν της αρέσει’ προσπαθώντας να τον λογικέψει, όμως εκείνος το ήθελε: ‘Στη χειρότερη περίπτωση θα του βάλουμε ένα σεμεδάκι και θα το έχουμε
για έπιπλο’, της απάντησε και για χρόνια τη λέγαμε αυτή την ατάκα σαν αστείο», θυμάται. Οι νότες και οι παρτιτούρες της άρεσαν μόνο από αισθητική άποψη. Από τη δασκάλα της, την κυρία Βαρβάρα, ζητούσε κάθε φορά να ακούσει το κομμάτι και μετά το αναπαρήγαγε εξ ακοής, παριστάνοντας ότι κοιτάζει την παρτιτούρα. Το κορίτσι είχε δηλαδή μουσικό αυτί. Μέχρι που η κυρία Βαρβάρα της έπαιξε άλλο κομμάτι από αυτό που είχε στην παρτιτούρα καταλαβαίνοντας ότι μέχρι τότε την ξεγελούσε. Ο πρώτος σταρ της μουσικής που αγάπησε ήταν ο Μάικλ Τζάκσον: «Είχα αγοράσει το “Bad” θυμάμαι και το άκουγα συνέχεια. Δεν πιάναμε και MTV στη Γλυφάδα κι αυτό με στεναχωρούσε». Λίγο καιρό μετά άρχισε να μαθαίνει κιθάρα (και λίγο μπουζούκι) και στη συνέχεια την καρδιά της έκλεψαν οι Nirvana. «Ακουγα όμως και Guns ‘n’ Roses, Σέριλ Κρόου, Σουζάν Βέγκα...», συμπληρώνει. Στα 19 της μπήκε στην Καλών Τεχνών, αφιερώθηκε για λίγα χρόνια στη ζωγραφική και πρόλαβε μάλιστα ως καθηγητή τον Δημήτρη Μυταρά. «Είναι μεγάλη η χαρά μου που τον συνάντησα», σχολιάζει. Τη ρωτάω τι κράτησε από τις σπουδές της εκεί και καταλαβαίνω από την απάντησή της ότι φιλοσοφία της στη ζωή είναι πως καθένας πρέπει να παίρνει ό,τι καλύτερο μπορεί από καθετί που του συμβαίνει: «Να ξεζουμίζει την εμπειρία, που λέμε». «Οταν τελείωνα τη σχολή μπήκα σε μια μπάντα που έπαιζε διασκευές, αλλά δεν ήθελα καθόλου να βγω να τραγουδήσω μπροστά σε κοινό, ντρεπόμουν, φοβόμουν, το είχα μεγαλοποιήσει τρομερά μέσα στο κεφάλι μου». Επρεπε να φτάσει στα 29 της για να βρει το κουράγιο να τραγουδήσει σε live. «Είχα ξεκινήσει να συνεργάζομαι με τους Expert Medicine και γράψαμε μαζί ένα κομμάτι, το “Useless”. Μου ζητάνε να το προωθήσουμε με συναυλίες, αλλά πάλι αρνούμαι να βγω να τραγου-
δήσω. Βγαίνω με μια φίλη μου, τη Θεοδώρα, της λέω ότι τα παιδιά με πιέζουν να κάνουμε συναυλίες μαζί κι εκείνη με ρωτάει: ‘Εχετε γράψει μαζί τραγούδι;’. Της απαντάω πως ναι. ‘Τότε νομίζω πως είναι υποχρέωσή σου να βγεις να το τραγουδήσεις’. Μόλις άκουσα τη λέξη 'υποχρέωση', ήταν σαν να με διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. Το αστείο, δε, ήταν ότι δεν επρόκειτο τελικά για τραυματική εμπειρία. Είχα βέβαια πολύ άγχος, αλλά μόλις έκανα το τελευταίο βήμα για τη σκηνή, αυτό ήταν, όλα στη συνέχεια πήγαν καλά». Τα τραγούδια του άλμπουμ έχουν γραφτεί από το 2011 και μετά. «Εγραφα πολύ, έγραφα συνέχεια, για τρία χρόνια ήμουν σε μια πολύ έντονη κατάσταση», εξηγεί η Σtella. Είναι τελειομανής; «Το μόνο πράγμα για το οποίο είμαι σίγουρη είναι το πώς θέλω να βγουν τα τραγούδια μου. Γι’ αυτό και δίνω μεγάλη σημασία στις λεπτομέρειες». Ισως γι’ αυτό να την ενοχλούν τα σαρδάμ στο θέατρο. Τα μουσικά blogs την έχουν αγκαλιάσει, ακόμη και στο εξωτερικό: «Μου είπε κάποιος ότι σε ένα ραδιόφωνο κολεγίου στη Μασαχουσέτη έχουν βάλει στην playlist ένα τραγούδι μου, δεν είναι απίστευτο αυτό;». Της ζητάω να μου αναφέρει μουσικά σχήματα που παρακολουθεί πολύ τελευταία και μου αναφέρει τους Washed Out και τους Blue Alpaca, όμως δεν θεωρεί ότι παρακολουθεί πολύ σχολαστικά τις μουσικές εξελίξεις εσχάτως. Ούτε είναι σίγουρη ότι κυκλοφορούν monumental πράγματα. «Με την Ειμι Γουάινχαουζ είχα πάθει μεγάλη πλάκα και δυστυχώς επιβεβαιώθηκε το χειρότερο δυνατό σενάριο. Αυτή ήταν μια περίπτωση πραγματικά ξεχωριστή». Τραγούδια για το επόμενο άλμπουμ της έχει ήδη έτοιμα. «Το μόνο που μένει είναι να μπω στο στούντιο και να τα ηχογραφήσω».
52
Κείμενο: Δημήτρης Χαλιώτης / Φωτογραφία: Μάριος Κουρουνιώτης
53
Φε βρουάριος 2015
Περί εξουσίας και επανάστασης Ο Αινείας Τσαμάτης δεν είναι από τα παιδιά που ονειρεύονταν από μικρά να γίνουν ηθοποιοί. «Ηρθα στην Αθήνα το 2004», μου λέει. «Μέχρι τότε έμενα στην Κόρινθο. Πέρασα στο ΤΕΙ Λαμίας, αλλά δεν πήγα ποτέ. Ηρθα στην Αθήνα και γράφτηκα στο Ωδείο». Τελειώνοντας το Ωδείο τού γεννήθηκε η ανάγκη να δουλέψει περισσότερο με το σώμα του και τη φωνή του. «Από θέμα κόστους όμως μού ήταν πολύ πιο δαπανηρό να ασχοληθώ με το καθένα από αυτά ξεχωριστά και τα συμπύκνωσα όλα πηγαίνοντας σε μια δραματική σχολή. Και μου άρεσε», μου εξηγεί. Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα. Με το «Στέλλα travel» της Bijoux de Kant το 2013 είναι η πρώτη φορά που ξεχωρίζει, κάνοντας αισθητή την παρουσία του στους καλλιτεχνικούς κύκλους. «Ηταν μία νέα εκκίνηση για μένα», μου εξομολογείται. Ακολουθεί ο «Ματωμένος γάμος» δια χειρός Λένας Κιτσοπούλου στο Φεστιβάλ Αθηνών, τα γυρίσματα για την πολυαναμενόμενη πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Γιώργου Ζώη “Stage fright” και το «Σλάντεκ» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά στο θέατρο Πόρτα. Τώρα πρωταγωνιστεί στο «Νησί των σκλάβων» του Μαριβό, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες της Μαριάννας Κάλμπαρη στο Υπόγειο του Τέχνης, ενώ παράλληλα κάνει πρόβες για τους «Αδελφούς Καραμάζοφ» του Ντοστογιέφσκι, το οποίο θα δούμε μετά το Πάσχα πάλι στο Υπόγειο. Ας μείνουμε όμως στο «Νησί των σκλάβων», ένα έργο, που αν και γραμμένο το 1725, διαπραγματεύεται το τρίπτυχο ανθρώπινη φύση-εξουσία-ελευθερία με έναν τρόπο διαχρονικό. Ενα ζευγάρι αριστοκρατών και οι υπηρέτες τους ναυαγούν σε ένα νησί που διοικείται από εξεγερμένους σκλάβους. Σύντομα οι ρόλοι θα αλλάξουν. Οι δύο σκλάβοι θα πάρουν την εξουσία στα χέρια τους. «Πιστεύεις ότι η εξουσία πάντα αλλοτριώνει;» τον ρωτάω. «Νομίζω ότι θέλει εξαιρετικά στέρεα ηθική βάση για να μην αλλοτριωθείς, την οποία και δεν νομίζω ότι έχουμε. Πρέπει να είσαι πολύ συνειδητοποιημένος για να μην χαθείς σε όλο αυτό το παραμύθι», μου απαντά. «Και ο έρωτας; Είναι κι αυτός ένα παιχνίδι εξουσίας και επιβολής;» συνεχίζω. Χαμογελά. «Είναι ΤΟ παι-
χνίδι εξουσίας. Μελετώντας το έργο στις πρόβες ανέκυψαν πολλά ζητήματα για το τι σημαίνει έρωτας, τι σημαίνει σχέση, τι σημαίνει πάνω χέρι σε μία σχέση, πώς ελέγχεις τον άλλον», σχολιάζει. Το έτερο ζήτημα που θίγει ο Μαριβό στο «Νησί των σκλάβων» αφορά τη νοηματοδότηση και τη διαχείριση της ελευθερίας μας. «Δεν ξέρω αν έχουμε κατανοήσει τι σημαίνει προσωπική ελευθερία σαν λαός. Νομίζω ότι έχουμε σταθεί στην ελευθερία που μας δίνουν και όχι στην ελευθερία που έχουμε εμείς, μέσα μας», παρατηρεί ο Αινείας και προσθέτει: «Η ελευθερία του καθενός εξαρτάται από το πόσο χρόνο παίρνει για να ανασάνει. Θα πάρει ολόκληρη την ανάσα του ή θα ανασάνει απλά όσο χρειάζεται για να πει την επόμενη κουβέντα του;». Εξήντα τέσσερα χρόνια πριν από το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης, ο Μαριβό μοιάζει μέσα από αυτό το έργο του να προειδοποιεί τη γαλλική αριστοκρατία για αυτά που έρχονται. «Τους λέει να προσέχουν, γιατί υπάρχει και η αντίδραση. Ο πεινασμένος όταν θα αντιδράσει δεν θα αντιδράσει με τα γάντι. Υπάρχει αυτό που λέμε “angry hungry!”», μου επισημαίνει ο Αινείας. Κι αυτό ισχύει και στις σύγχρονες δημοκρατίες. «Αν έρθουν τα δύσκολα, αν βρεθούμε αντιμέτωποι με αυτό που λέμε πείνα, δεν νομίζω ότι κάποιος άνθρωπος είναι διατεθειμένος να πεινάσει με όλους μαζί. Θα προσπαθήσει να χορτάσει ο ίδιος κι από εκεί και πέρα διαλύεται κάθε έννοια δημοκρατίας. Νομίζω ότι η δημοκρατία απευθύνεται σε γεμάτα στομάχια. Χρειάζεται γεμάτο στομάχι για να υπάρξει χώρος για σκέψη και διάθεση συνεργατική», υπογραμμίζει ο Αινείας. Φυσικά το γεμάτο στομάχι μπορεί να ξυπνήσει και άλλα ζωώδη ένστικτα στον άνθρωπο. Το «οφθαλμός αντί οφθαλμού» έχει αποδειχθεί ότι ισχύει περίτρανα και σε εποχές ευημερίας. Αναρωτιέμαι αν πράγματι υπάρχει κάτι που μπορεί να τιθασεύσει τη ζωώδη φύση του ανθρώπου. «Η αγάπη», μου λέει ο Αινείας και με αιφνιδιάζει. Περίμενα ομολογουμένως μία πιο συμβατική απάντηση τύπου παιδεία, πολιτισμός και λοιπά… Ο Αινείας όμως πηγαίνει ευφυώς κατευθείαν στον πυρήνα. «Πρέπει να είμαστε λίγο πιο ανοιχτοί στον απέναντί μας. Αυτό δεν έχει να κάνει με τον πολιτισμό. Δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι αυτό που μας κάνει
να είμαστε εχθρικοί απέναντι σε άλλους πολιτισμούς, ανθρώπους και τάξεις. Στη βάση του πράγματος είμαστε όλοι ανθρώπινα όντα. Δεν μας χωρίζει τίποτα. Κάποιος αποφάσισε κάποτε να βάλει ένα παλούκι και να πει 'εδώ είναι το σύνορό μου!'. Κι είναι σαν να γιγαντώθηκε όλο αυτό και να έγιναν τα κράτη, τα έθνη, οι φυλές, η Αριστερά, η Δεξιά… Από ένα παλούκι ξεκίνησαν όλα. Κι αυτό το παλούκι κρύβει από πίσω φοβερή αλαζονεία και μίσος», μου εξηγεί. Ισως να φταίει και ότι τις περισσότερες φορές λειτουργούμε λίγο σαν τηλεκατευθυνόμενα. Μισούμε, αγαπάμε, ενθουσιαζόμαστε, φοβόμαστε, θυμώνουμε ως αποτέλεσμα της βούλησης κάποιων άλλων. «Είμαστε όμηροι του θεάματος», όπως εύστοχα σημείωσε και ο Γιώργος Ζώης, σκηνοθέτης του “Stage fright”, που θα κάνει πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες μέσα στο 2015. Ο Αινείας είναι ένας από τους πρωταγωνιστές της ταινίας, η οποία εμπνέεται (και μόνο) από την εισβολή 50 οπλισμένων Τσετσένων σε κεντρικό θέατρο της Μόσχας τον Οκτώβριο του 2002 για να κάνει ένα πολύ πιο βαθύ πολιτικό σχόλιο. «Στην ταινία του Γιώργου ο θεατής δεν ξέρει τι είναι αλήθεια και τι θέαμα», μου εξηγεί. Στο τέλος της κουβέντας μας τον ρωτάω αν ελπίζει ότι κάτι μπορεί να αλλάξει. Ως μόνιμος κάτοικος Εξαρχείων τα τελευταία δέκα χρόνια δηλώνει μάλλον συγκρατημένα αισιόδοξος. «Δεν ξέρω αν θα αλλάξει κάτι δραματικά, που θα ανατρέψει από τη μία μέρα στην άλλη την καθημερινότητά μας, αλλά από τη στιγμή που ξαφνικά εδώ στα Εξάρχεια δεν βλέπουμε γύρω μας τις δυνάμεις καταστολής είναι σαν να μας προσφέρουν 10 mg αέρα ακόμα. Ξεκινώντας από τέτοια μικρά πράγματα θέλω να ελπίζω ότι κάτι θα αλλάξει στις σχέσεις μας, στα όρια της ελευθερίας μας, αν θέλουμε να το βαφτίζουμε έτσι», μου εξομολογείται και καταλήγει: «Μου αρέσει να ελπίζω».
Κείμενο / Επιμέλεια: Χάρης Σαββίδης
54
Συνοικία το Ονειρο Είναι γνωστό πως η «Συνοικία το όνειρο» αποτελούσε μέχρι το ’60 μια από τις τελευταίες φαβέλες των Αθηνών και μάλιστα σε ένα πολύ κεντρικό σημείο. Στη βόρεια κλιτύ του λόφου των Μουσών, εκεί πίσω από το Αστεροσκοπείο, δίπλα στον Ασύρματο του Ναυτικού, ήταν για πολλά χρόνια ένα κομμάτι αναστάτωσης μέσα σε έναν αστικό ιστό που έπρεπε σώνει και καλά να γίνει ιπποδάμειος. Εγιναν πολλές προσπάθειες για να σβηστεί από τον χάρτη η... παρακατιανή αυτή συνοικία - το ψεγάδι της τουριστικής Αθήνας. Ο Ιωάννης Μεταξάς θέλησε να αναθέσει στον Δοξιάδη να κατασκευάσει ένα αρχαίο θέατρο, η βασίλισσα Φρειδερίκη κατασκεύασε ωραία πέτρινα σπίτια, ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας (υπό την καθοδήγηση του Αρη Κωνσταντινίδη) μία μεγάλη πολυκατοικία για να χωρέσει ολόκληρη τη συνοικία και η Μελίνα Μερκούρη και ο Αντώνης Τρίτσης ένα περιφερειακό βουλεβάρτο που θα συγκρατούσε την ορμή του αστικού ιστού. Τέλος ήρθαν οι αρχαιολόγοι και ο Κώστας Σημίτης, οι οποίοι με τις τελετές της Ενωμένης Ευρώπης, και λίγο πριν η χώρα γιορτάσει τους δεύτερους Ολυμπιακούς της Αγώνες, διέγραψαν από τον χάρτη όλα όσα είχαν απομείνει, θέλοντας να ξαναγράψουν την ιστορία μεμιάς, όπως αυτοί ξέρουν. Ολα; Ε, όχι και όλα. Γιατί όπως σε κάθε Ρώμη υπάρχει ένα γαλατικό χωριό, έτσι και στη σημερινή μας Ελλάδα, θα βρείτε μια συστάδα μερικών σπιτιών που αντιστέκονται στον Ελληνα κατακτητή του σήμερα. Αυτή τη συστάδα πρέπει να τη διατηρήσουμε ως κόρη οφθαλμού. Είναι μια από τις πολυτιμότερες διαμαντόπετρες της Αθήνας μας.
Κείμενο: Δημήτρης Χαλιώτης / Φωτογραφία: Μάριος Κουρουνιώτης
55
Φε βρουάριος 2015
Μετρώντας αντίστροφα
«Υπάρχει κάποια στιγμή στη ζωή σου που νομίζεις ότι θα καταφέρεις», Αθήνα, 1993. Ο Στέλιος κάνει το όνειρό του πραγματικότητα. Ανοίγει το δικό του jazz club. 17 χρόνια μετά βρίσκεται πνιγμένος στα χρέη και αντιμέτωπος με τη ρουμάνικη μαφία, από την οποία έκανε το λάθος να δανειστεί ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Ο χρόνος πιέζει. Εχει 32 ώρες πριν χάσει τα πάντα. Αυτός είναι ο κεντρικός ήρωας της νέας ταινίας του Αλέξη Αλεξίου «Τετάρτη 4:45», που θα κάνει πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες από τη Feelgood Entertainment στις 12 Μαρτίου. «Ο Στέλιος έχει βασίσει την ύπαρξή του σε αυτό το μαγαζί. Δεν είναι όμως μόνο αυτό το μαγαζί. Εκεί που νόμιζε ότι έχει τα πάντα, συνειδητοποιεί ξαφνικά ότι δεν έχει τίποτα. Στο τέλος έχει μία και μοναδική επιλογή. Να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του», μου εξηγεί ο Αλέξης για τον ήρωά του, τον οποίο ερμηνεύει εξαιρετικά ο Στέλιος Μάινας. «Υπάρχει κάποια στιγμή στη ζωή σου που νομίζεις ότι θα τα καταφέρεις»: με αυτή τη φράση αρχίζει η ταινία. Μία φράση, που θα μπορούσε να είναι και μότο της. «Είναι μια παραδοχή. Είμαστε καταδικασμένοι να αποτύχουμε. Eχει όμως σημασία το πώς αποτυγχάνεις τελικά. Αν αποτυγχάνεις με το κεφάλι ψηλά ή γονατιστός.
Ο Στέλιος πίστεψε ότι θα κάνει πολύ περισσότερα από αυτά που ήταν ικανός. Η στάση του όμως στο φινάλε της ταινίας είναι μία κατάκτηση», παρατηρεί ο Αλέξης. «Eχετε ευθύνη!» λέει και ξαναλέει εκτός εαυτού ένας άλλος κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας. Μία ατάκα που σύντομα θα αρχίσει να στροβιλίζεται στο μυαλό του Στέλιου τώρα που ολόκληρο το σύμπαν του καταρρέει κι εκείνος βρίσκεται αντιμέτωπος με την ηθική του. «Τα τελευταία πέντε χρόνια όλοι αναζητάμε τις ευθύνες για το τι πήγε στραβά. Συνήθως όμως αναζητάμε τις ευθύνες στους άλλους. Απευθυνόμενοι διαρκώς στους άλλους αποποιούμαστε τις δικές μας ευθύνες. Για μένα λειτουργεί καθαρά ειρωνικά αυτή η ατάκα», σχολιάζει ο Αλέξης. Oπως ειρωνικά λειτουργεί και η μουσική επιμέλεια της ταινίας, που έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με τη δράση. «Ακούγοντας τα τραγούδια ο θεατής προσπαθεί να καταλάβει αν αυτό που βλέπει είναι κωμικό ή τραγικό», παραδέχεται. «Ηθελα κατ' αρχάς η ταινία να έχει πολύ έντονο ελληνικό στοιχείο. Μου φάνηκε καλή ιδέα να χρησιμοποιήσω παλιά τραγούδια της δεκαετίας του ’50 και του ’60, που έχουν jazz στοιχεία με την ευρύτερη έννοια του όρου. Αυτά τα κομμάτια με έναν τρόπο -ακριβώς επειδή προέρχονται από το παρελθόν
και είναι μοντέρνα τραγούδια εκείνης της εποχής- κρύβουν μία αναφορά σε μία άλλη Ελλάδα, η οποία θα μπορούσε ίσως να είναι κομμάτι του δυτικού κόσμου. Τελικά τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ διαφορετικά». Χωρισμένο σε κεφάλαια με διάτιτλους, την απαραίτητη σκοτεινή ατμόσφαιρα και ένα σφιχτοδεμένο μοντάζ, το «Τετάρτη 4:45» παραπέμπει σε ένα σύγχρονο φιλμ νουάρ, που μέσα στο σκοτάδι του κρύβει ένα σαρδόνιο χιούμορ. «Ολο αυτό που ζούμε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα είναι μία κατάσταση παραλογισμού που είναι αδύνατο να την αποδώσεις χωρίς χιούμορ. Ηθελα να κάνω μία ταινία που δεν παίρνει 100% τον εαυτό της στα σοβαρά, ώστε να αφήσει τον θεατή να κρίνει λίγο τα πράγματα από απόσταση», μου επισημαίνει ο Αλέξης. Κι όταν τον ρωτάω σε τι σινεμά πιστεύει, μου απαντά: «Οι ταινίες που μας μένουν είναι αυτές που κάτι θέλουν να μας πουν, που σε αφήνουν μετά να σκεφτείς και να προβληματιστείς. Οι ταινίες οφείλουν να επικοινωνούν με το κοινό. Οχι απαραίτητα με το πολύ ευρύ κοινό, αλλά δεν χρειάζεται να πάμε και στο άλλο άκρο που φτιάχνονται ταινίες για να συνομιλήσουν μόνο με μία πολύ συγκεκριμένη ελίτ ανθρώπων».
56
Κείμενο: Ανδρέας Γιαννόπουλος
57
Φε βρουάριος 2015
Ο αρύβαλλος με το λάδι
Ο 28χρονος Πάνος και ο 26χρονος Θάνος Κλουτσινιώτης είναι δύο αδέρφια που μοιράζονται ένα κοινό πάθος, όπως οι ίδιοι λένε: «Να αναδείξουμε στην παγκόσμια αγορά τα εκλεκτά ελληνικά αγροτικά προϊόντα και την πλούσια ιστορία του τόπου μέσω της διαμόρφωσης προϊόντων με αυθεντική ελληνική ταυτότητα». Αφορμή για τον στόχο τους αυτό στάθηκε μια επίσκεψη, πριν από περίπου τριάμισι χρόνια, στον τόπο καταγωγής τους, το Μελίσσι Κορινθίας, την εποχή που μαζεύονταν οι ελιές. Εκεί πήραν τη μεγάλη απόφαση και ίδρυσαν την εταιρεία Melissi&Co, η οποία σήμερα παράγει τα δύο υψηλής ποιότητας κορινθιακά εξαιρετικά παρθένα ελαιόλαδα Ladolea, σε μοναδικά χειροποίητα κεραμικά αγγεία. Σύμφωνα με τον Πάνο, «η επαφή με τη φύση, και η παραγωγή αυτού του εκλεκτού προϊόντος μας κέρδισε απο την αρχή. Μετά από ένα διάστημα αρκετής μελέτης και πληροφόρησης σχετικά με τις κατάλληλες μεθόδους παραγωγής ελαιολάδου ξεκινήσαμε να κάνουμε πειράματα με τις δύο ποικιλίες ελιάς που καλλιεργούνται στη συγκεκριμένη τοποθεσία (Πατρινιά/Κουτσουρελιά και Μεγαρίτικη)». Ειδικότερα, το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο (μαύρο μπουκάλι) που καλλιεργείται στις ορεινές περιοχές της Κορινθίας είναι ποικιλίας Μεγαρίτικης και το βιολογικό εξαιρετικό
παρθένο ελαιόλαδο (λευκό μπουκάλι) που καλλιεργείται στις παραθαλάσσιες περιοχές τις Κορινθίας είναι ποικιλίας Πατρινιάς/Κουτσουρελιά. Οι συγκεκριμένες ποικιλίες ελίας, που καλλιεργούνται στα μέρη καταγωγής των δύο αδελφών, δεν είναι γνωστές ούτε στην αγορά του εξωτερικού, ούτε στην αγορά της Ελλάδας. Αφού κατέληξαν στα επιθυμητά αποτελέσματα, ξεκίνησε η αναζήτηση της συσκευασίας. «Η ιδέα της κεραμικής συσκευασίας προήλθε από την πλούσια ιστορία της αρχαίας Κορίνθου», τονίζει ο Πάνος. Ο αρύβαλλος ήταν ένα κεραμικό αγγείο του 700 π.Χ., το οποίο περιείχε ελαιόλαδο με το οποίο αλείφονταν οι αθλητές της εποχής κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων, πριν το αγώνισμα της πάλης. Επίσης, η αριστοκρατία διατηρούσε στον αρύβαλλο πολύτιμα αρωματικά έλαια με βάση το ελαιόλαδο. Αφού επιλέχθηκε η συσκευασία, επανασχεδιάστηκε από νέους Ελληνες σχεδιαστές ώστε να καλύψει τις σύγχρονες καταναλωτικές ανάγκες. «Ελληνες παραδοσιακοί αγγειοπλάστες», συνεχίζει, «πραγματοποιούν τη διαδικασία κατασκευής των αγγείων μας αποκλειστικά στο χέρι, κάνοντας κάθε μπουκάλι Ladolea μοναδικό. Αυτή τη χρονιά κερδίσαμε δύο βραβεία design συσκευασίας παγκοσμίου φημης. Το red dot award: communication design 2014 στο Βερολίνο και τη 2η θέση στο Pentaward στο Τόκυο».
Στην προσπάθειά τους, βέβαια, δεν τα βρήκαν όλα έτοιμα. Αντιθέτως, σύντομα κατάλαβαν πως όταν ξεκινάς να δημιουργείς μια νέα ιδέα - επιχείρηση σε νεαρή ηλικία η θεωρία να απέχει πολύ απο την πράξη. Επρεπε λοιπόν να αντιμετωπίσουν την έλλειψη γνώσεων διαχείρισης, διοίκησης, αλλά και στησίματος της εταιρείας. «Επίσης, άλλες χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία έχουν ορίσει κατά κάποιο τρόπο την παγκόσμια αγορά με τις εξαγωγές σε μεσογειακά προϊόντα που πραγματοποιούν εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να είναι δύσκολη η είσοδος ελληνικών ποιοτικών προϊόντων. Απαιτεί αρκετή εκπαίδευση και διαφήμιση προς στους ξένους καταναλωτές ώστε να αρχίσουν να αποδέχονται τα ελληνικά προϊόντα ως ποιοτικά ανώτερα και να τα προτιμούν». Εχοντας ωστόσο κατανοήσει τις παραπάνω δυσκολίες, στοχεύουν πλέον στο παρακάτω βήμα. Αυτή τη στιγμή βρίσκονται στο στάδιο έρευνας και πειραμάτων για δύο νέα προϊόντα, με βασικό συστατικό την ελιά, ενώ μακροπρόθεσμα στοχεύουν στην παραγωγή και ανάδειξη και άλλων ελληνικών προιόντων υψηλής ποιότητας με εξίσου υψηλή αισθητική. «Eπίσης σύντομα», καταλήγει ο Πάνος, «θα παρουσιάσουμε και έναν μοναδικό τρόπο χρήσης του ελληνικού ελαιολάδου Ladolea, δημιουργώντας το πρώτο ελληνικό Bloody Mary με ανάμειξη ελαιολάδου και βότκας. To all time classic κοκτέιλ στην ελληνική του εκδοχή».
Κείμενο: Χρήστος Τσαπακίδης
58
Το χρέος του Τζόι
«Θεέ μου, θα είναι τόσο παράξενο όταν θα έρχομαι σπίτι και δεν θα είσαι εδώ. Καταλαβαίνεις; Ο Τζόι και ο Τσαν δεν θα υπάρχουν πια. 'Θέλεις να πας στο σπίτι του Τζόι και του Τσάντλερ;'. 'Δεν μπορείς, δεν υπάρχει πια'». Κάπως έτσι αντέδρασε ο Τζόι όταν έμαθε από τον Τσάντλερ ότι θα μετακομίσει στο μακρινό... απέναντι διαμέρισμα για να συγκατοικήσει με τη Μόνικα στον έκτο κύκλο της σειράς «Φιλαράκια». Η φιλία του ηθοποιού και του τύπου που ασχολείται με νούμερα για να βγάλει το ψωμί του είναι μία από τις μεγαλύτερες που έχουν περάσει από τη μικρή οθόνη. Οι δυο τους έχουν περάσει, άλλωστε, τόσα πολλά μαζί, στα δέκα χρόνια που διήρκεσε η σειρά. Ανάμεσά τους μπήκαν ψυχοπαθείς συγκάτοικοι (ο θεόμουρλος Κιπ), χρυσά ρολόγια, γυναίκες (σαν την Κάθι, την ηθοποιό που τα είχε με τον Τζόι και τα έφτιαξε με τον Τσάντλερ), πολυθρόνες (τσακώθηκαν για μία θέση στο σπίτι της Μόνικα, ενώ ο Ρος φώναζε για το πόσο έχουν αργήσει), σύνθετα, σπίτια (κέρδισαν σε στοίχημα το σπίτι της Μόνικα και της Ρέιτσελ, για να επιστρέψουν λίγα επεισόδια αργότερα στη βάση τους), αλλά τελικά τίποτα δεν κατάφερε να τους χωρίσει. Ακόμα και όταν ο Τσάντλερ έκανε μελλοντικά σχέδια με τη Μόνικα, σκεφτόταν ότι το σπίτι τους χρειάζεται ένα έξτρα δωμάτιο για τον Τζόι, για όταν γεράσει. Και όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι ο Τζόι είχε ξεζουμίσει οικονομικά τον Τσάντλερ! Για τον λόγο αυτό, δεν προκαλεί έκπληξη ότι ένα από τα μεγαλύτερα ερωτήματα σχετικά με τα «Φιλαράκια» είναι: «Τελικά πόσα χρωστάει ο Τζόι στον Τσάντλερ από την περίοδο που δεν είχε δουλειά;» Η ερώτηση
τέθηκε στο site του Reddit και ένας χρήστης ονόματι ASmileThatKills ανέλαβε το δύσκολο έργο να υπολογίσει το συγκεκριμένο ποσό. Θυμίζουμε ότι στις πρώτες σεζόν ο Τζόι είτε δεν είχε δουλειά, είτε βολόδερνε ανάμεσα σε λιλιπούτειους ρόλους (μία φορά κλήθηκε να ντουμπλάρει τον πισινό του Πατσίνο -και απέτυχε!-, ενώ μία άλλη φορά πόζαρε για μία διαφημιστική αφίσα σχετικά με τα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα), μέχρι επιτέλους να πιάσει την καλή στον ρόλο του Ντρέικ Ραμόρε στο “Days of our lives”. Ολο αυτόν τον καιρό, ο Τσάντλερ ήταν ο «μέγας χορηγός», δίνοντας στον φίλο του δανεικά για να καλύψει τις ανάγκες που είχε σε καθημερινή βάση. Ξεκινάμε με δύο φωτογραφήσεις του Τζόι που πλήρωσε ο Τσάντλερ, κόστους 500 δολαρίων έκαστη, άρα 1.000 δολάρια σύνολο. Κατά μέσο όρο, τα μαθήματα υποκριτικής, χορού και ορθοφωνίας στοίχισαν 1.000. Αρα προς το παρόν είμαστε στα τέσσερα χιλιάρικα. Επειτα έχουμε την κάλυψη του ενοικίου, των λογαριασμών και του φαγητού για μία τριετία. Οι δύο φίλοι ζουν σε ένα ευρύχωρο τριάρι σε μία καλή περιοχή του Μανχάταν, με το ενοίκιο να εκτιμάται σήμερα σε 5.000 δολάρια. Οι δύο φίλοι όμως ζούσαν εκεί πριν από 18 χρόνια - μετά ο ένας μετακόμισε με τη Μόνικα και ο άλλος τράβηξε για Λος Αντζελες. Ο χρήστης του Reddit υπολόγισε λοιπόν την αξία του ενοικίου σε τιμές 1997, το οποίο εκτίμησε τελικά στα 3.500 δολάρια. Από αυτό, το μερίδιο του Τζόι ανέρχεται σε 1.750 δολάρια. Για την τριετία το ποσό μόνο για το ενοίκιο ανέρχεται σε 63.000 δολάρια (ο ερευνητής μας εδώ μπερδεύτηκε και υπολόγισε το μερίδιο σε 1.250 δολάρια και το συνολικό ποσό σε 45.000).
Πάμε τώρα στους λογαριασμούς (ρεύμα, κοινόχρηστα κτλ.). Ανά έτος υπολογίζονται συνολικά σε 1.000 δολάρια (προφανώς οι ΗΠΑ είναι φθηνότερες, πολύ φθηνότερες από την Ελλάδα σε αυτόν τον τομέα), άρα το μερίδιο του Τζόι στα τρία χρόνια ανέρχεται σε 1.500 δολάρια. Ας προσθέσουμε το τηλέφωνο και την καλωδιακή. Περίπου 70 δολάρια και για τους δύο, άρα το σύνολο για τον καθένα επί 36 μήνες ίσον 1.260 δολάρια. Και τώρα τα δύσκολα… Ο Τζόι είναι από τους τύπους που συμφέρει περισσότερο να τους ντύνεις, παρά να τους ταΐζεις - θυμάσαι που έφαγε κοτζάμ γαλοπούλα μόνος του την Ημέρα των Ευχαριστιών; Ο ASmileThatKills υπολόγισε ότι το εβδομαδιαίο κόστος του Τζόι για σούπερ-μάρκετ ανερχόταν σε 100 δολάρια και προσέθεσε 100 δολάρια ανά εβδομάδα για πίτσες, καφέ και γενικά φαΐ από έξω, συν 50 δολάρια ανά εβδομάδα για τα ραντεβού του (είχε και μεγάλη πέραση ο αφιλότιμος). Σούμα: 39.000 δολάρια. Σε αυτά πρέπει να συνυπολογίσουμε και 5.500 δολάρια. Τόσα χρειάστηκε ο Τσάντλερ για να αγοράσει πάλι έπιπλα για το σπίτι, όταν τους το είχαν ξαφρίσει εξαιτίας του Τζόι (κλειδώθηκε στο σύνθετο που ήθελε να πουλήσει και ο υποψήφιος πελάτης το εκμεταλλεύτηκε αφήνοντας πίσω του μόνο τη μοκέτα). Το σύνολο όλων αυτών μαζί; 114.260 δολάρια ή περίπου 100.230 ευρώ. Και αυτό βέβαια είναι μία συντηρητική εκτίμηση, αφού δεν συμπεριλαμβάνεται το κόστος τροφής για την πάπια και το κοτόπουλο…
Αστική saga στο Κουκάκι
60
Μπελ Ρέυ
Κείμενο / Φωτογραφίες: Νικήτας Καραγιάννης
Τα καινούργια θαύματα των γειτονιών της Αθήνας που ανανεώνουν όχι μόνο τις ίδιες αλλά και την πόλη στο σύνολό της είναι αυτά που μετατρέπουν μια απλή περιήγηση σε «περιπέτεια» ντυμένη με ευχάριστες εκπλήξεις. Προορισμός αυτόν τον μήνα, το Κουκάκι. Η παλιά ιστορική γειτονιά στην ανατολική βάση της Ακρόπολης που τα τελευταία χρόνια θέλει να διεκδικήσει μια θέση στη ζωντανή πλευρά της πόλης με νέα μπαρ και προσεγμένα εστιατόρια. «Eνα τσιγάρο δρόμος» από τις παρυφές του περιφερειακού του Φιλοπάππου. Ουκ ολίγοι επισκέπτες το αποκαλούν ήδη «αντίπαλον δέος των Πετραλώνων». Πνευματικό, ρομαντικό και συνάμα μοντέρνο, είναι βασικά «καινούργιο» στο σκηνικό της διασκέδασης. Και αυτό είναι ίσως το πιο δυνατό χαρτί του και εκείνο που του δίνει την πολυτέλεια της συνέχειας στο μέλλον. Από τη στάση Φιξ του μετρό, στην οδό Δράκου, περνάμε στην οδό Φαλήρου και στη συνέχεια κατευθυνόμαστε νότια προς το τέλος της στον πεζόδρομο Γεωργίου Ολυμπίου για να βρούμε τους λόγους αυτής της «μεταμόρφωσης». Και, όντως, είναι όλοι εκεί. Ομως, πίσω από κάθε μας νέα ανακάλυψη βρίσκουμε ακόμη περισσότερες: τους ανθρώπους που κάνουν τη διαφορά. Στις ιδιαιτερότητές του Κουκακίου είναι η θέση του «κέντρου απόκεντρου», η προσβασιμότητά του, όπως και το γεγονός πως ακόμη και όσοι έρχονται
Μικρή Βενετία
για να κατοικήσουν δεν φεύγουν εύκολα. Μένουν πολλές δεκαετίες, «ρίχνουν ρίζες» όπως μας είπαν χαρακτηριστικά. Οι πελάτες των πρώτων μαγαζιών άνοιξαν τα δικά τους, συνεχίζοντας και ενισχύοντας το τοπικό σκηνικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο πεζόδρομος Γεωργίου Ολυμπίου που αριθμεί σχεδόν 20 επιχειρήσεις. Το εστιατόριο Μικρή Βενετία άνοιξε πριν από δύο χρόνια στο Νο 15 της Γ. Ολυμπίου και τραβάει το βλέμμα μας καθώς ανεβαίνουμε τον πεζόδρομο. Ενα ζεστό, άκρως δημιουργικό και φιλόξενο design, με μια μεγάλη επιγραφή στον ένα τοίχο με τον συλλογισμό του Andre Breton «Ο Ανθρωπος είναι η απάντηση, όποια κι αν είναι η ερώτηση», σε κάνει να σκεφτείς ότι «εδώ, κάτι ανθρώπινο συμβαίνει». Η ιδιοκτήτρια, η Βενετία Αυγερινού, μια όμορφη γυναίκα με έξυπνο, γεμάτο λόγο γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Κουκάκι. Ζητάμε να μας περιγράψει τη γειτονιά της. Μιλάει με αγάπη για τις μικρές όμορφες διαδρομές που το διασχίζουν, τις νεραντζιές που φύτεψε ο Αντώνης Τρίτσης. «Είναι φρέσκια, αλλά έχει την πατίνα του χρόνου. Είναι γεμάτη φοιτητόκοσμο που την επιλέγει επειδή είναι δύο βήματα από την Ακρόπολη». «Εχουμε μεγάλο μεράκι για τα υλικά που προμηθευόμαστε από όλη την Ελλάδα. Το στοιχείο της φαντα-
61
Φε βρουάριος 2015
σίας είναι έντονο», συνεχίζει η ιδιοκτήτρια για την κουζίνα του μαγαζιού. «Τα δοκιμάζουμε και μετά ο κόσμος δίνει την κατεύθυνση. Οταν κάτι γίνεται αγαπητό, τότε αποκτά μια πιο σταθερή θέση στο μενού, αλλά έχοντας πάντα στο νου ότι πρέπει να ανανεωνόμαστε». Σαν παράδειγμα αναφέρει το απάκι γιουβετσάδα και το συκώτι που το κάνει ξεχωριστό τόσο ο τρόπος παρασκευής του, όσο και η ποιότητα του υλικού. «Αλλάξαμε πολλούς χασάπηδες μέχρι να βρούμε τον κατάλληλο και στην συνέχεια τον… εκπαιδεύσαμε πώς να μας το κόβει. Το φαγητό δεν έχει στενά σύνορα γι' αυτό και έχουμε ακόμη και εξωτικό ταϊλανδέζικο πιάτο». Πάνω στην κουβέντα έφτασε και το ζεστό δείγμα, από τα ωραιότερα που έχουμε δοκιμάσει. «Με τις γεύσεις ταξιδεύουμε εντός και εκτός συνόρων. Βλέπετε η δική μας όρεξη δεν έχει στερέψει», μας λέει. Το χύμα κρασί είναι εξαιρετικό, βραβευμένο στα 100 καλύτερα της Ελλάδας (το κόκκινο έρχεται από το Μουλάκι Μεσσηνίας), ενώ η ρακή φτιάχνεται από δύο ποικιλίες σταφυλιών και τα τσίπουρα από μικρούς παραγωγούς και περιορισμένα αμπέλια της Καρδίτσας και του Παρνασσού. Βγαίνουμε έξω χορτασμένοι από τα αρώματα, τις γεύσεις και το κόκκινο κρασί της Βενετίας και διασχίζουμε τον πεζόδρομο. Μπαίνουμε στο Ασύμμε-
62
τρο, ένα από τα κουκλίστικα μικρά μπαράκια που είναι αραδιασμένα απέναντι. Μας καλωσορίζει ένα κομμάτι του Πολ Μακάρτνεϊ με τους Wings. Λεπτομέρειες λαμπερού πράσινου και πορτοκαλί χρώματος, διάκοσμος που ακτινοβολεί νεανική φρεσκάδα σε μπεζ φόντο, με σκούρους πάγκους και τραπεζοκαθίσματα. Τον Μακάρτνεϊ διαδέχεται ο Φιλ Κόλινς που τραγουδάει πάνω από ένα κέρασμα οινόμελου. Ο συνδυασμός μιλάει μόνος του για το μαγαζί που άνοιξε πριν από 14 μήνες. Ο Θοδωρής Παναγόπουλος είναι 29 ετών και συνιδιοκτήτης με τον εξάδελφό του. Χαμόγελα. «Παιδιά το οινόμελο είναι ό,τι πρέπει για το κρύο». Εξω, ο αθηναϊκός Φλεβάρης δείχνει τις παραξενιές του. Γεννήματα-θρέμματα του Κουκακίου με τον εξάδελφό του, ο Θοδωρής μας λέει κατ’ αρχάς πόσο αγαπούν την περιοχή. «Εδώ συμβαίνει μια ωραία αλλαγή τον τελευταίο καιρό. ‘Ανεβαίνει’ ο πεζόδρομός μας και τραβάει κόσμο. Το 70%-80% των επιχειρηματιών είναι Κουκακιώτες που δουλεύουν οι ίδιοι στα μαγαζιά τους. Το πολύ θετικό στη γειτονιά είναι η αλληλεγγύη μεταξύ μας. Βοηθούμε ο ένας τον άλλον». Δεν σκεφτόταν ποτέ ότι θα κάνει μαγαζί. «Μου αρέσει η συναναστροφή με τον κόσμο. Οι συνθήκες με ώθησαν πιο εύκολα στον χώρο της εστίασης. Στην αρχή με φόβισε, έχασα άλλες ευκαιρίες αλλά δεν πειράζει. Δεν είμαστε από πλούσιες οικογένειες. Το 70% του μαγαζιού το φτιάξαμε πουλώντας τα αυτοκίνητά μας, από βοήθεια συγγενών και φίλων. Τα πάντα πέρασαν από τα χέρια όλων μας». Ο διάκοσμος το μαρτυρά. Το μεράκι φαίνεται. «Η επιλογή μας ήταν μονόδρομος» συνεχίζει. «Επρεπε να ρισκάρουμε. Δεν σκεφτόμασταν να γίνουμε πλούσιοι, αλλά να δημιουργήσουμε. Παλαιότερα, στους καλούς καιρούς, με ενοχλούσε η σκέψη ‘να βγουν λεφτά’. Για παράδειγμα, το οινόμελο μπορεί να γίνει με ζάχαρη, αλλά γιατί να στο φτιάξουμε έτσι; Γιατί όχι με καλό κρασί, ώστε να βγει σωστό και ωραίο; Δεν θέλω το πιο εύκολο ή να δουλεύω λιγότερο. Επιδιώξαμε να φτιάξουμε ένα σημείο συνάντησης για τη δημιουργικότητα, το όνειρο και την πραγματικότητα». Ολοι οι επιχειρηματίες του κλάδου της εστίασης με τους οποίους μιλάμε στο πλαίσιο αυτής της σειράς ρεπορτάζ επισημαίνουν ότι η γραφειοκρατία αποτελεί ένα σοβαρό εμπόδιο για όποιον αποφασίζει να ξεκινήσει μια δουλειά. Παρόλα αυτά, ο συνομιλητής μας εκφράζει τη βεβαιότητα ότι οι νέοι πρέπει να τολμούν, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Το ρίσκο έχει ομορφιά, και είναι σαν μικρόβιο. Οταν μπεις στον χώρο της δημιουργίας εθίζεσαι. Το οικονομικό κομμάτι είναι σημαντικό, αλλά όχι περισσότερο από τα υπόλοιπα. Οι νέοι να κάνουν το βήμα επειδή συνήθως δεν έχουν υποχρεώσεις, που σημαίνει ότι ‘η σφαλιάρα, αν έρθει, θα είναι μόνο για μένα και όχι για άλλους’». Το Ασύμμετρο δεν φαίνεται να δίνει σφαλιάρες σε κανέναν. Αντιθέτως, μάλλον αγκαλιές χαρίζει. Οι παρέες δίπλα μας το διασκέδαζαν όσο κι εμείς. Τα φώτα του ανάβουν μαζί με τη μουσική από τις 10 το πρωί έως «όσο πάει».
Σπιρτόκουτο
Δίπλα, στο Νο 14, περνάμε στο παραδοσιακό καφενείο Πατρίδες, έναν χώρο που μέσα από έναν μικρό μαυροπίνακα κοντά στην είσοδο μας προτρέπει: «Επίτρεψε την τέχνη στη ζωή σου». Φωτογραφίες από διάσημους μουσικούς, σταρ του σινεμά, χορευτές, μουσικά όργα-
63
Φε βρουάριος 2015
Ο μπαμπάς
να που έχουν γίνει φωτιστικά ή απλώς κρέμονται από τους τοίχους δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για τις προθέσεις και τον προσανατολισμό. Βρισκόμαστε στη... δικαιοδοσία της Κυριακής Τσακιρίδου, που το άνοιξε πριν από πέντε χρόνια. Ξεχειλίζοντας ενέργεια η Κυριακή δηλώνει Κουκακιώτισσα «εδώ και 25 χρόνια». Είναι μουσικός, πιανίστρια αλλά και στα κρουστά ενός γκρουπ. Της ζητάμε να μας μιλήσει για το μαγαζί. «Κάποια στιγμή έμεινα μόνη μου, με κόστος, για να κάνω άλλα πράγματα. Είναι μια δέσμευση που έχω πάρει επάνω μου και μ’ αρέσει. Εφτιαξα αυτό τον χώρο ακριβώς όπως είναι το σπίτι μου, χωρίς αισθητική του ‘δήθεν’ και χωρίς να έχω στόχο τα λεφτά. Πιστεύω ότι πρέπει να είμαστε ο εαυτός μας, παντού. Γι αυτό και όσοι δουλεύουν εδώ είναι φίλοι, μουσικοί και ηθοποιοί».
νει την αίσθηση μιας γειτονιάς «με ωραίο ιδεολογικό υπόβαθρο και πολλά καλλιτεχνικά στοιχεία». Με το Σπιρτόκουτο έδωσε σάρκα και οστά στο όνειρό του να φτιάξει ένα χώρο με τα δικά του στοιχεία: «cozy, τρυφερό, ζεστό». Το έχει καταφέρει εντελώς! Τα πάσα έχουν επιφάνειες από παλιά πλακάκια παρμένα από παλιά αρχοντικά, ξύλο παντού, μικρά κομψά αμπαζούρ με διακριτικό φωτισμό και στον ένα μεγάλο τοίχο μια σειρά από φωτογραφίες ανθρώπων του πνεύματος αλλά και του οινοπνεύματος, όπως Εντγκαρ Αλαν Πόε, Τρούμαν Καπότε και Ερνεστ Χέμινγουεϊ, σε βάζουν σε ένα σωστό... χωροχρόνο για ποτά.
Το κοινό του μαγαζιού (κυρίως 27-40 ετών) αγαπά αυτό ακριβώς: το καλό ποτό, όπως και τη μουσική swing, jazz, classic rock και blues. Ο Χρήστος είναι ένας αισιόδοξος άνθρωπος ακόμα και σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς. «Βλέπω πολύ κόσμο να είναι πιο διστακτικός από πριν σε πολλά πράγματα, αλλά τους λέω ότι όλα θα πάνε καλά». Θεωρεί τον εαυτό του τυχερό επειδή ο κόσμος έχει κάνει στροφή στα μικρά μαγαζιά και συμβουλεύει όσους θέλουν να μπουν τώρα στον χώρο να μην το κάνουν αν προηγουμένως δεν έχουν δουλέψει σ’ αυτόν. «Να το έχουν ζυγίσει σωστά, να το αγαπούν και να μην έχουν στόχο το κέρδος. Το μπαρ
Διακόπτει την κουβέντα μας μόνο για να υποδεχτεί τους πελάτες και φίλους της, όπως θα έκανε και στο σπίτι της. «Πού είσαι εσύ; Πάρε τηλέφωνο». Η απόλυτη οικειότητα. «Εδώ είναι όλοι φίλοι. Και όσοι δεν είναι, γίνονται. Η κόρη μου, 19 ετών, τους ξέρει όλους με τα ονόματά τους. Από τον κόσμο εισπράττω και τα καλά και τα άσχημα», μας λέει μόλις τους τακτοποιεί σε ένα από τα ρομαντικά ξύλινα τραπέζια. Η Κυριακή εκτός από «ψυχανάλυση» προσφέρει καφέδες, βότανα, ροφήματα, ποτά, κρασί, ρακή, ρακόμελα «με συνταγή Αμοργού» και μεζέδες που φτιάχνει η ίδια. Οι τιμές και στις Πατρίδες είναι πολύ φιλικές (4 ευρώ το καραφάκι η ρακή και από 2,50 ευρώ οι μεζέδες). Η μικρή αστική saga μας συνεχίζεται στο διπλανό Σπιρτόκουτο του Χρήστου Δέδε, που συμπληρώνει έξι χρόνια λειτουργίας. Πριν από αυτό ο Χρήστος ήταν αθλητής. Ενας καλοσυνάτος, χαμογελαστός νέος με γερό παράστημα και πρόσωπο που θυμίζει αρχαία ελληνική προτομή, ασχολούνταν με τα μπαρ επειδή και σε αυτόν άρεσε η επικοινωνία με τον κόσμο, αλλά και να φτιάχνει κοκτέιλ. Μένει στον γειτονικό Νέο Κόσμο και συχνάζει στο Κουκάκι από μικρός, επειδή του δί-
Monsieur Barbu
64
Valparaiso
65
είναι μαγικό πράγμα, αφροδισιακό. Θέλει αγάπη. Εγώ δουλεύω εδώ 15 ώρες, αλλά βγαίνω χαρούμενος. Δεν θυμάμαι ποιος είπε ‘διάλεξε μια δουλειά που αγαπάς και δεν θα δουλέψεις ποτέ’, αλλά είχε δίκιο». Τον χαιρετάμε με τη σκέψη ότι το Σπιρτόκουτο έχει ό,τι χρειάζεται για να ανάψει τη νύχτα. Λίγο πιο πάνω, στο Νο 5-9 βρίσκουμε το Κουκί, που άνοιξε τον Μάιο του 2004. Εκεί συναντάμε τον Σπύρο Πρωτοψάλτη, ο οποίος έχει συνεταιρικά αυτό το μαγαζί με τον Παναγιώτη Τσαγκαράκη. Και αυτό το μικρό μπαρ έχει μια μεγάλη προσωπικότητα. Διακοσμημένο σε στιλ που θυμίζει έντονα ένα νησί που πλέει σε ένα πέλαγος ώχρας, με έναν επιβλητικό θόλο που αμβλύνει το οπτικό μας πεδίο, έχει απαλό φωτισμό από απλίκες που χάνονται στους τοίχους με το ξύλο και εδώ σε πρώτο πλάνο. «Ξεκινήσαμε για πλάκα», λέει ο Σπύρος, χαλαρός πίσω από το μικρό όμορφο μπαρ. Βρήκαμε την περιοχή μέσω μιας φίλης και είπαμε «οκέι, είναι όμορφα εδώ». Το μαγαζί ήταν παλιά καφενείο και θέλαμε να το μεταμορφώσουμε σε κάτι πιο νεανικό». Εργαζόταν στην οικογενειακή επιχείρηση υφασμάτων, η οποία έκλεισε το 2011, και αφού συνέχισε για λίγο στον ίδιο χώρο αποφάσισε να μπει στην εστίαση. «Οταν ανοίξαμε δεν υπήρχαν ‘στημένες’ περιοχές, όπως τα Πετράλωνα ή ο Βοτανικός, παρά
μόνο η οδός Ηρακλειδών. Να σας πω, δεν βρίσκω κάτι πολύ δύσκολο σε αυτό που κάναμε. Ξεκινήσαμε σαν ρακάδικο, αλλά το γυρίσαμε σε μπαρ. Αυτό με άγχωσε στην αρχή αλλά μ’ αρέσουν οι αλλαγές. Η διασκέδαση είναι να δίνεις events και μουσική». Εδώ ακούγονται funk, moody sounds και new wave, ενώ τα σαββατοκύριακα γνωστοί djs παίζουν indie, dance, '60s και '70s. Ο Σπύρος έχει μεγαλώσει στην Πεύκη από όπου «απέδρασε» το 2004. Νοίκιασε σπίτι δίπλα στο μπαρ αλλά τώρα μένει στην Ακαδημία Πλάτωνος. Για τη δουλειά του λέει ότι είναι η διασκέδασή του, ότι περνάει πολύ ωραία, αλλά εξακολουθεί να βγαίνει όταν μπορεί. Δεν συμβουλεύει άλλους να κάνουν αυτή τη δουλειά χωρίς να το σκεφτούν πολύ, επειδή «έχει μεγάλο λειτουργικό κόστος». «Το επάγγελμα έχει περισσότερη προσφορά από ζήτηση και γι' αυτό αν είναι να το κάνεις πρέπει να βρεις μια πολύ πρωτότυπη ιδέα. Αυτό είναι το πραγματικό σου κεφάλαιο». Οι τιμές είναι το ίδιο μικρές και χαριτωμένες όπως ο χώρος, με τις τιμές για τα ποτά να ξεκινούν από 5 ευρώ και για τις μπίρες από 2,70 ευρώ. Αποδεικνύοντας και αυτός τα περί επαγγελματικής αλληλεγγύης, μας συστήνει τον νέο γείτονά του, Μάριο Μπότσαρη -στο Νο 7 του πεζόδρομου- στο Cafe Valparaiso. Το όνομα του ολοκαίνουργιου μαγαζιού,
Φε βρουάριος 2015
όπως μας εξηγεί ο Μάριος, υποπλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού, παραπέμπει σε ένα λιμάνι της Χιλής. «Λιμάνι του Παραδείσου», λοιπόν, και λειτουργεί λίγες μόλις εβδομάδες. Ο ιδιοκτήτης του λατρεύει τα ταξίδια με μηχανή ή με άλλο μέσο. Είχε στο μυαλό του πολύ καιρό να φτιάξει ένα μαγαζί στη στεριά, πράγμα που συζητούσε με τον καλό του φίλο Γιάννη. «Είχα ξαναδουλέψει σε καφέ-μπαρ και ήξερα πώς είναι η δουλειά», μας λέει για την απόφασή του να αλλάξει… ρότα. «Λόγω συνθηκών στη θάλασσα η δουλειά μας έγινε πολύ πιεστική. Ετσι είπα ότι είναι καλύτερα να βγάζω λιγότερα χρήματα, παρά να μείνω σε εκείνο το περιβάλλον. Εχω ταξιδέψει πολύ, έχω δει την αρχή του Σινικού Τείχους σε ένα λιμάνι. Φτάνει». Χιλιάδες μίλια πιο μακριά, στο Κουκάκι, άνοιξε το μαγαζί που είναι πολύ μοντέρνο, σε industrial φόντο, με μία άνετη μακρόστενη μπάρα και στο πίσω μέρος του μαγαζιού μια κινέζικου τύπου τζαμαρία που αφήνει το φως να φτάνει παντού. Ο Μάριος λατρεύει τη μέρα και θέλει το μαγαζί να γίνει και στέκι για καφέ. Μεγάλωσε στο Κουκάκι και θέλει να βλέπει καθημερινά εδώ τους φίλους του, να παίζουν σκάκι και τάβλι χαζεύοντας τη λιακάδα του πεζόδρομου. Η μουσική είναι experimental-classic rock, ακουστική. Στα «δύσκολα» του στησίματος βάζει την επιλογή των αντικειμένων της
Μικρή Βενετία
66
Μπελ Ρέυ
67
Φε βρουάριος 2015
Ο μπαμπάς To Κουκί
διακόσμησης που τα έχει διαλέξει ένα ένα μαζί με μια φίλη του αρχιτέκτονα. «Τελικά έγιναν πολλά από όσα ήθελα. Χαίρομαι όπως βγήκε!» λέει με νόημα. Σε μια φράση του που είναι και μότο της ζωής του, ο Μάριος ίσως συνοψίζει και την ιδιαίτερη εμπειρία που είχαμε στο Κουκάκι. «Μου αρέσει να έχω ορίζοντα και ας μην μπορούν τα πάντα να ορίζονται».
«Το να ανοίξουμε ένα μαγαζί υπήρχε κάπου πίσω στις σκέψεις μας αλλά πήραμε την απόφαση όταν συνειδητοποιήσαμε πως θέλαμε κάτι δικό μας», λέει η Ναταλία, ενώ ο Χρήστος συμπληρώνει: «Ενιωθα πως θέλω να δημιουργήσω κάτι. Φυσικά ρόλο έπαιξε και η κρίση και ήθελα να έχω μια ασφάλεια, αλλά πάνω από όλα να είμαι εγώ υπόλογος στον εαυτό μου για ό,τι κάνω».
To Monsieur Barbu στο Νο 59 της Φαλήρου άνοιξε πριν από περίπου δύο χρόνια. Ιδιοκτήτες του είναι η Ναταλία και ο σύζυγός της Χρήστος. Φωτογράφος εκείνη και από τον χώρο του τύπου εκείνος, ερωτεύτηκαν τη γειτονιά όταν πήγαν ως πελάτες και κάπως έτσι πήραν την απόφαση να ανοίξουν το μαγαζί τους εδώ. Μέσα στον μικρό, αλλά ευχάριστο χώρο, ο οποίος συνδυάζει vintage με industrial διακόσμηση, χαζεύαμε την περατζάδα από τη μεγάλη τζαμαρία, ενώ το ζευγάρι μάς μιλούσε για το πώς ξεκίνησαν όλα, την ώρα που στο background ακουγόταν απαλή jazz, η οποία εναλλασσόταν με groovy, funk και soul ρυθμούς.
Τη συζήτησή μας διακόπτουν τα πρώτα πιάτα από την κουζίνα με ελαφριές μεξικάνικες και ινδικές επιρροές, ιδίως στις σάλτσες και στα μπαχαρικά που συνοδεύουν κάθε πιάτο. Από τα ατού του μαγαζιού τα κυριακάτικα brunch με ομελέτες, μπέικον, μανιτάρια, λουκάνικο, (ελαφρώς) γλυκά ψωμάκια, δύο είδη από τάρτες, τρία είδη γλυκών και pancakes! Λίγο πιο πάνω, στο Νο 53 συνεχίζουμε στον Mπαμπά, που πήρε το όνομά του από τον πατέρα του ιδιοκτήτη που συνέβαλε τα μέγιστα στη δημιουργία του, αλλά και από την αίσθηση της ζεστασιάς και της πατρικής
φροντίδας, όπως μας λέει ο χαμογελαστός ιδιοκτήτης του Ανδρέας. Στη διακόσμηση του χώρου κυριαρχεί το ξύλο και το σίδερο με φανερά βιομηχανική επιρροή στο design, ενώ δεσπόζει το ξύλινο coreo των Blues Brothers που προσθέτει μία pop πινελιά στο σύνολο. Ο Αντρέας έβαλε πολύ μεράκι στο στήσιμο του μαγαζιού και αγαπά την περιοχή και τη δουλειά του. «Δεν είμαι Κουκακιώτης, αλλά μου αρέσει πολύ αυτή η περιοχή και τη θεωρώ ανερχόμενη. Λατρεύω τη δουλειά μου και δεν βρίσκω τίποτα το δύσκολο. Οταν αγαπάς αυτό που κάνεις δεν υπάρχουν δυσκολίες», λέει ο ίδιος. Στο μενού του μαγαζιού περιλαμβάνονται μπέργκερ, αλλά κυρίως συνοδευτικά, από τα οποία ξεχωρίζει το τυρί πόσας, το οποίο είναι αρκετά δυσεύρετο καθώς προέρχεται κατ' ευθείαν από τους μικροπαραγωγούς της Κω. Στο μπαρ υπάρχει μια αρκετά μεγάλη ποικιλία από ελληνικές μπίρες, οι οποίες είναι η «ειδικότητα» του μαγαζιού, αποστάγματα και κοκτέιλ. Από τα κρασιά
68
Σπιρτόκουτο
ξεχωρίζει το Fare από την Καλαμάτα, το οποίο γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Πίσω από το Μπελ Ρέυ στο Νο 88 κρύβεται μια μεγάλη ιστορία. Για τους μη γνωρίζοντες, το Μπελ Ρέυ ήταν παλιά μάρκα λιπαντικών αυτοκινήτων και μηχανών και η ταμπέλα ήταν ό,τι απέμεινε από την προηγούμενη χρήση του μαγαζιού. Το μαγαζί άνοιξε πριν από τρεις μήνες από τον Πέτρο Κωστάκη και τέσσερις φίλους του, οι οποίοι ήθελαν να πραγματοποιήσουν το όνειρο τους. «Είχαμε τον ίδιο στόχο, αλλά διαφορετικό background ο καθένας. Αυτά όμως τα ενώσαμε ώστε να βγει αυτό το αποτέλεσμα». Γωνιακό μαγαζί που σαν πέταλο έχει τριγύρω τζαμαρία, σου δίνει αυτή την αίσθηση του οικείου και σε κάνει να θες να μείνεις όλη την ημέρα εκεί. Εκτός από καφέ σερβίρει και brunch, με τις επιλογές στο μενού να είναι πολλές: sandwich Croque Madame με καπνιστό ζαμπόν, ελβετικό τυρί, μπεσαμέλ, ντομάτα και τηγανητό αυγό, κρεμμυδόσουπα, τηγανητά αυγά με στάκα και απάκι, ενώ υπάρχει και μεγάλη πληθώρα σε σαλάτες. Ολα αυτά μέσα σε ένα κλίμα ευγένειας και περιποίησης, με τα παιδιά του καταστήματος να προσπαθούν για ό,τι καλύτερο, αφού όπως λένε χαρακτηριστικά: «Βάζουμε όλοι μας την αγάπη. Θέλουμε να βγαίνουν όλα τέλεια».
Μπελ Ρέυ
69
Πατρίδες
Φε βρουάριος 2015
Κείμενο: Πόπη Διαμαντάκου
70
Δάκρυσε ο πολιτισμός
Πρώτα ήταν τα βίντεο των αποκεφαλισμών. Πάγωσε η Δύση μπροστά στην αγριότητα. Ανήμπορη απέναντι στο τυφλό μίσος, τέτοιο που μόνον ο θρησκευτικός φανατισμός μπορεί να προκαλέσει. Αλλά δεν έφτανε πλέον ο «χολιγουντιανός» τρόμος των δολοφονιών on camera, η προσβολή έπρεπε να είναι πολύ πιο άγρια, πέρα από τον θάνατο, να φτάνει ως τον αφανισμό. Και αυτό ακριβώς, ο αφανισμός της ζωής, η ταπείνωσή της, ήταν το μήνυμα των βίντεο της καταστροφής υπέροχων και πολύτιμων μνημείων από τους τζιχαντιστές. Αγάλματα δεκάδων αιώνων θρυμματίζονται από τη μανία φανατικών. Χέρια βάρβαρα σπρώχνουν τα μαρμάρινα αριστουργήματα κι αυτά πέφτουν βαριά και γίνονται κομμάτια. Και όπου δεν αρκεί αυτό, επιστρατεύονται κομπρεσέρ για να διαλύσουν τη μνήμη και την ομορφιά της τέχνης.
ον για να κατανοήσει ο άνθρωπος το νόημα της ύπαρξής του. Αυτό κυνηγά με την τέχνη, αυτό προσπαθεί να συνθέσει με τις ψηφίδες που άφησαν μεγάλοι πολιτισμοί.
Εχουμε ακούσει για κόσμους που χάθηκαν μέσα στη ροή του χρόνου, για αυτοκρατορίες που κατέρρευσαν, ξαφνικά μαζί με όλους τους ανθρώπους και τις μηχανές τους. Και αναζητούνται τα ίχνη τους - πολύτιμα πλέ-
Εχουμε ακούσει για πολιτισμούς που καταστράφηκαν, άλλοι από εκφυλισμό και αυτοκαταστροφική μανία, άλλοι από τον φανατισμό εχθρών τους - και δη τον θρησκευτικό. Αυτό το τελευταίο, λοιπόν, η χειρότερη
Εχουμε ακούσει για πολιτισμούς που βυθίστηκαν στα ανεξερεύνητα βάθη των αιώνων, για τον πλούτο και το πνεύμα που ανέπτυξαν. Το Ελάμ, η Βαβυλώνα, τα Σούσα και η Περσέπολη και η αρχαία Νινευή, η Μοσούλη, εκεί που έπεσαν βαριά τα τσεκούρια των τζιχαντιστών να σβήσουν και τα τελευταία ίχνη ένδοξων καιρών. Και είναι η μανία του αφανισμού της ομορφιάς και της μνήμης που παγώνει το αίμα, γιατί δεν έχει τίποτε ανθρώπινο. Είναι η απόλυτη προσβολή της ζωής, η προσβολή στην ιστορία, η προσβολή στην μνήμη. Αλλά αυτός είναι ο στόχος των βέβηλων.
τύφλωση. Ο μεγαλύτερος τρόμος. Το γνωρίζει η Δύση καλά. Γι' αυτό το τρέμει περισσότερο απ’ όλα. Δακρύζει ο πολιτισμός μπροστά στην καταστροφή. Και φοβάται. Γιατί δεν κατανοεί πια την τρέλα. Οπως κάποτε, πριν μόλις μερικά χρόνια, δεν κατανοούσε από πού ξεφύτρωσε και θέριεψε, μια άλλη τρέλα, αυτή του φασισμού, που κόντεψε κι εκείνη να αφανίσει την Ευρώπη, τον κόσμο ολόκληρο. Είναι η ανισορροπία του κόσμου που γεννά αυτή την παράνοια. Και είναι η αδυναμία η δική μας, η υποχώρησή μας από την αρχιτεκτονική ενός πνεύματος -με ρίζες στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη και μετά στον Διαφωτισμό- που έβλεπε και έκανε τον κόσμο καλύτερο. Μόνο που όλα αυτά τα χρόνια της οικοδόμησης του υψηλού πολιτισμού μας ξεχαστήκαμε, οι ισχυροί και ευαίσθητοι, οι καλλιεργημένοι και φιλομαθείς, ότι η φτώχια και η αληθινή αδυναμία παραμένουν ο μεγαλύτερος εφιάλτης, ο μεγαλύτερος κίνδυνος, γιατί κάνουν τη ζωή να μοιάζει δίχως νόημα. Και εκεί ακριβώς ριζώνει ο φανατισμός.