Νοέ μβριος 2015
Chevalier Ο Μάκης Παπαδημητρίου και ο Γιώργος Πυρπασόπουλος, μέρος του παιχνιδιού
Δημήτρης Λιγνάδης Με την πανοπλία του Ριχάρδου Γ’ στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού
Κλειώ Καραμπελιά Αυτοσχεδιασμοί με άρπα και επιρροές από την Ινδία
Metropolis www.metropolispress.gr
Η τρίτη εποχή της Γκάμπυ Ο Αγγελος Παπαδημητρίου αποκαλύπτεται!
Σκανάρετε το QR Code στην αρχή των κειμένων και ανακαλύψτε έξτρα περιεχόμενο
Index Κυκλαδικό κεφάλι...8
Λιγνάδης...34
Μια έκθεση για τα παιδιά από τα... ίδια τα παιδιά
Από το “Billy Elliot” στο «Ριχάρδος Γ’» και το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα»
Hopwave...14 Η startup που θέλει να οργανώσει τις μετακινήσεις σου ανάμεσα στα νησιά
Καλλιθέα...38 Ο Φοίβος Δεληβοριάς γράφει έναν δίσκο για την παλιά γειτονιά του
Chevalier...16 Η Αθηνά Τσαγγάρη σκηνοθετεί μία ταινία διεθνών προδιαγραφών
Εθνικό Θέατρο...40 Ο Ανέστης Αζάς και ο Πρόδρομος Τσινικόρης στο τιμόνι της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού
Nimbata...20
Χατζιδάκις...42
Μία φρέσκια προσέγγιση στο ψηφιακό μάρκετινγκ και την ανάλυση δεδομένων
Μία πολυσέλιδη έκδοση ρίχνει φως σε άγνωστες πτυχές της ζωής του
The last kingdom...22 Οι δημιουργοί του «Πύργου του Ντάουντον» μας μεταφέρουν στην Αγγλία του 9ου αιώνα
The Republic...46 Εντυπωσιακό ντεμπούτο για την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Δημήτρη Τζέτζα
Γκάμπυ...24 Ο Αγγελος Παπαδημητρίου υποδύεται μία από τις όψεις της πιο διάσημης πόρνης των Αθηνών
Στοά Μπολάνη...48 Passport...30 Μετακόμισε από τον Πειραιά στον Κεραμεικό και ετοιμάζει ένα δυνατό πρόγραμμα
Τετρακόσια μέτρα από το μετρό Συντάγματος χτυπάει η καρδιά της πόλης
Καραμπελιά...66 Μία αρπίστρια που λατρεύει τους αυτοσχεδιασμούς
METROPOLIS
18/1071
www.metropolispress.gr / metropolis@metropolisnews.gr / Facebook: MetropolisPress / YouTube: MetropolisPress Ιδιοκτησία - Εκδοση: Μ media Α.Ε. / Εδρα: Πραξιτέλους 26, Τ.Κ. 105 61 - Αθήνα, τηλ.: 210 4823977, φαξ: 210 4832887 Διεύθυνση: Κώστας Τσαούσης Project Manager: Βίκτωρας Δήμας Συντονισμός: Νατάσα Μαστοράκου, Χρήστος Τσαπακίδης Σύνταξη: Ανδρέας Γιαννόπουλος, Νικήτας Καραγιάννης, Βούλα Σουρίλα, Δημήτρης Χαλιώτης Υποστήριξη: Βασίλης Λουκανίδης Εκτύπωση: «Καθημερινές Εκδόσεις» ΑΕ
Edito
4
H γενιά του Μπατακλάν Κώστας Τσαούσης kt@m-media.gr Το πρωτοσέλιδο της “Liberation”. Ο τίτλος: “Generation Bataclan”. Μια φωτογραφία με αίσθημα Μεγάλης Παρασκευής και με το αεράκι του Επιταφίου να τη διαπερνά από τη μια άκρη ως την άλλη. Η γενιά του Μπατακλάν: μια γενιά που βαπτίζεται στο αίμα στο πεδίο της σφαγής, εκεί όπου άλλοτε κατοικούσε η ελεύθερη επιλογή, η επιθυμία, η χαρά, η ξεγνοιασιά. Από εδώ και πέρα τίποτα δεν θα είναι το ίδιο. Το προσωπικό, το ιδιωτικό, το δημόσιο. Ενα άλλο, διαφορετικό σύνορο έρχεται στις ζωές μας - στις ζωές όλων μας. Τέτοιες στιγμές τα λόγια λιγοστεύουν μαζί με τα φωνήεντα της αισιοδοξίας. Από εδώ και πέρα τον λόγο έχει η ανθρώπινη δύναμη και ο πλούτος του Αλεξανδρινού ποιητή.
6
Κείμενο: Χρήστος Τσαπακίδης
7
Νοέ μβριος 2015
Το εφιαλτικό σενάριο του Φίλιπ Ντικ Ας μιλήσουμε λίγο για εναλλακτική ιστορία. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν τελείωσε το 1945. Στις ΗΠΑ, η δολοφονία του Φράνκλιν Ρούζβελτ το 1933 ακολουθήθηκε από την εγκατάσταση αδύναμων κυβερνήσεων που απέτυχαν να βγάλουν τη χώρα από τη Μεγάλη Υφεση και που διατήρησαν την πολιτική απομονωτισμού. Χωρίς τη βοήθεια του υπερατλαντικού γίγαντα, η Βρετανία και η Σοβιετική Ενωση δεν είχαν αρκετούς πόρους για να αμυνθούν απέναντι στη Ναζιστική Γερμανία και την Αυτοκρατορική Ιαπωνία. Στη συνέχεια, οι χώρες του Αξονα επιτέθηκαν ταυτόχρονα στις ΗΠΑ και από τις δύο πλευρές. Η ατομική βόμβα ισοπέδωσε την Ουάσινγκτον. Ο πόλεμος χάθηκε το 1947. Γερμανία, Ιταλία και Ιαπωνία χωρίζουν τον κόσμο στα τρία. Αυτό το εφιαλτικό σενάριο είναι και ο βασικός καμβάς πάνω στον οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία του “The man in the high castle” («Ο άνθρωπος στο ψηλό κάστρο»), της σειράς με την οποία η Amazon προσπαθεί να κάνει το δικό της δυναμικό μπάσιμο στην αγορά των υπηρεσιών video streaming, όπου δραστηριοποιούνται εταιρείες όπως το Netflix και το Hulu. Το επεισόδιο-πιλότος προβλήθηκε τον περασμένο Ιανουάριο. Η θετική υποδοχή ενθάρρυνε την Amazon Studios (τον βραχίονα του διαδικτυακού κολοσσού που ασχολείται με την παραγωγή βίντεο) να ανακοινώσει ένα μήνα μετά ότι ο πρώτος κύκλος 10 επεισοδίων πήρε το πράσινο φως. Ολόκληρος ο κύκλος θα αναρτηθεί στο site της Amazon την Παρασκευή 20 Νοεμβρίου. Η ιστορία μάς βρίσκει στο όχι τόσο σωτήριο έτος 1962, στις Ηνωμένες Πολιτείες που δεν είναι πλέον και τόσο… ενωμένες, καθώς έχουν τριχοτομηθεί: μία ζώνη στα δυτικά για την Ιαπωνία, μία στα ανατολικά για το Γ’ Ράιχ και μία στη μέση που λειτουργεί ως buffer zone. Ο τηλεθεατής μπορεί να κατατοπιστεί για τη… γεωγραφία της σειράς με τους τίτλους έναρξης, όπου παρουσιάζεται ένας διαφωτιστικός χάρτης. Η σειρά εστιάζει σε δύο βασικές ιστορίες: η πρώτη αφορά την αμερικανική εθνική αφύπνιση και την ανάδυση του αντιστασιακού κινήματος ενάντια στους κατακτητές. Η δεύτερη αφορά την υποβόσκουσα ένταση μεταξύ των δύο μεγάλων νικητριών του πολέμου, της Γερμανίας και της Ιαπωνίας, η οποία κινδυνεύει να οδηγήσει σε πόλεμο μετά τον αναμενόμενο θάνατο του σοβαρά ασθενούς Χίτλερ. Στο μέτωπο της αντίστασης πρωταγωνιστούν δύο νέοι. Ο μυστηριώδης Τζο Μπλέικ (Λουκ Κλάιντανκ) ξεκινά από τη Νέα Υόρκη για το Κάνον Σίτι της ουδέτερης ζώ-
νης οδηγώντας ένα φορτηγό με ύποπτο για τις αρχές φορτίο. Από την άλλη άκρη της χώρας, η πανέμορφη Τζουλιάνα Κρέιν (Αλέξα Ντάβαλος) ξεκινά από το Σαν Φρανσίσκο για τον ίδιο προορισμό, κουβαλώντας και αυτή ένα πακέτο που αποτελεί εν δυνάμει απειλή για τους κατακτητές. Στα χνάρια τους βρίσκεται ο δαιμόνιος ανώτερος αξιωματικός των SS Τζον Σμιθ, τον ρόλο του οποίου έχει αναλάβει ο… ειδικός σε χαρακτήρες «κακών», Ρούφους Σίγουελ. Από την πλευρά των Ιαπώνων, της έρευνας ηγείται ο επιθεωρητής Κίντο (Τζόελ ντε λα Φουέντε), ο οποίος αν και φαινομενικά αδίστακτος δείχνει πως κρύβει μία εσωτερική πάλη μεταξύ των αρχών του και του καθήκοντός του. Εν τω μεταξύ, στα υψηλότερα κλιμάκια της διοίκησης πραγματοποιούνται εντατικές ζυμώσεις. Ο Φύρερ βρίσκεται στα τελευταία του. Και οι δύο διεκδικητές της διαδοχής (Γκέμπελς και Χίμλερ) είναι υπέρ του πολέμου με την Ιαπωνία - και μάλιστα δεν φαίνονται διστακτικοί να χρησιμοποιήσουν και πάλι την ατομική βόμβα. Ο Νόμπουσκε Ταγκόμι (Κάρι-Χιρογιούκι Ταγκάουα), υπουργός Εμπορίου των Ιαπωνικών Πολιτειών του Ειρηνικού, επικοινωνεί κρυφά με Γερμανούς αξιωματούχους για να αποτρέψει αυτό το ενδεχόμενο. Βασικός πρωταγωνιστής, ωστόσο, είναι και η ίδια η ιστορία. Και αυτό γιατί πέραν του προβοκατόρικου θέματος που από μόνο του μπορεί να γίνει επίκεντρο συζήτησης, οι μικρές λεπτομέρειες κλέβουν την παράσταση. Στην αρχή του πρώτου επεισοδίου μία προπαγανδιστική διαφήμιση υπέρ του καθεστώτος που προβάλλεται σε έναν κινηματογράφο δείχνει τον μέσο Αμερικανό να οδηγεί σκαραβαίο και όχι κάποιο μοντέλο της Φορντ. Σε μία εναέρια λήψη της εμβληματικής Γέφυρας Γκόλντεν Γκέιτ του Σαν Φρανσίσκο έχει αναρτηθεί μία τεράστια σημαία της Αυτοκρατορικής Ιαπωνίας. Οι ιαπωνικές αρχές έχουν απαγορεύσει την κυκλοφορία της Βίβλου. Και οι στάχτες που πέφτουν σε μία σκηνή σε έναν επαρχιακό δρόμο προέρχονται από το κρεματόριο του τοπικού νοσοκομείου, όπου «τις Τρίτες καίνε τους ανάπηρους και τους ετοιμοθάνατους, όσους επιβαρύνουν το κράτος». Ακόμα και η αφίσα της σειράς είναι προσεγμένη στην εντέλεια, με το Αγαλμα της Ελευθερίας σε ναζιστικό χαιρετισμό! Ανατριχιαστικό δεν είναι; Σημαντικό ρόλο παίζουν επίσης τα σκηνικά και τα κοστούμια, που αναδεικνύουν πλήρως τον αέρα των ‘60s. Οι δημιουργοί έχουν καταφέρει να σχηματίσουν μία νουάρ ατμόσφαιρα, ενώ αυτή η αίσθηση της δυστοπίας πολλαπλασιάζεται με πολλές σκοτεινές και νυχτερινές λήψεις.
Η σειρά βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Φίλιπ Ντικ, το οποίο κυκλοφόρησε τη χρονιά που υποτίθεται ότι εξελίσσονται τα γεγονότα, το 1962. Πρόκειται για τη δεύτερη σειρά που κάνει πρεμιέρα αυτή τη σεζόν και που βασίζεται στο έργο του μεγάλου συγγραφέα επιστημονικής φαντασίας. Προηγήθηκε το “Minority report”, μία ιδιαίτερα αποτυχημένη δουλειά που μάλλον δεν θα συνεχιστεί για δεύτερη χρονιά. Ο Ντικ φαίνεται πως είναι ένας από τους αγαπημένους συγγραφείς του Χόλιγουντ, καθώς πολλές ιστορίες του πέρασαν στη μεγάλη οθόνη - και μάλιστα σε παραγωγές υψηλού μπάτζετ. Ορισμένες από τις πιο γνωστές ταινίες είναι το “Blade runner” (εμπνευσμένο από το μυθιστόρημα «Το ηλεκτρικό πρόβατο»), η «Ολική επαναφορά», το οποίο έγινε μάλιστα δύο φορές ταινία (1990 και 2012), το “Minority report”, με σκηνοθέτη τον Στίβεν Σπίλμπεργκ και πρωταγωνιστή τον Τομ Κρουζ, και η «Αποζημίωση» του Τζον Γου με πρωταγωνιστή τον Μπεν Αφλεκ. Πίσω από την παραγωγή βλέπουμε πολύ ηχηρά ονόματα. Ο δημιουργός, Φρανκ Σπότνιτζ, ήταν ο παραγωγός του “The X-Files”, της σειράς που γνώρισε μεγάλες δόξες τη δεκαετία του 1990. Ο ίδιος σε μία συνέντευξή του στο The Wrap σχολιάζει: «Σε αυτό το σόου ασχολούμαι με το μίσος και τη σκληρότητα. Δυστυχώς αυτά εξακολουθούν να είναι επίκαιρα όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτό είναι που κάνει και τη σειρά τόσο επίκαιρη˙ σημαίνει, ωστόσο, ότι πρέπει να είμαι πολύ, πολύ προσεκτικός». Παρ’ όλα αυτά, το μεγάλο όνομα της σειράς δεν είναι άλλο από τον Ρίντλεϊ Σκοτ, ο οποίος δεσπόζει στη μικρή λίστα των παραγωγών της σειράς. Ο Σκοτ δεν είναι καινούργιος στη βιβλιογραφία του Ντικ. Είναι αυτός που δημιούργησε το “Blade runner” το 1982, αυτόν τον ύμνο στην επιστημονική φαντασία. Είναι, μάλιστα, και ο άνθρωπος που γνώρισε προσωπικά τον Ντικ λίγο πριν από τον θάνατό του με αφορμή το γύρισμα της ταινίας. Ο Σκοτ θυμάται σχετικά στο Entertainment Weekly: «Πίστευα ότι [η παραγωγή] πήγαινε πολύ καλά και τον κάλεσα να δει από κοντά τη διαδικασία [...] και ο ίδιος είπε ότι εξεπλάγη. Δεν νομίζω να περίμενε κάτι τέτοιο. Είπε: ‘Εχεις διαβάσει το “The man in the high castle”;’. Του απάντησα: ‘Οχι, δεν το έχω διαβάσει’. Είπε: ‘Θεέ μου, νομίζω ότι αυτό προέρχεται από το “High castle”. Και κάπως έτσι, διάβασα το βιβλίο». Τέλος, ανάμεσα στους παραγωγούς βρίσκεται και η κόρη του συγγραφέα, η Ισα Ντικ Χάκετ, η οποία ελπίζει ότι «η σειρά θα είναι για την τηλεόραση ό,τι ήταν το “Blade runner” για τον κινηματογράφο».
Κείμενο: Νατάσα Μαστοράκου
8
Υπερήρωες, τέρατα και Ινδιάνοι
Η έκθεση που φιλοξενείται αυτές τις ημέρες -και μέχρι το τέλος του χρόνου- στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης με τίτλο «5.000 ζωγραφιές, ένα κυκλαδικό κεφάλι» είναι σίγουρα ό,τι πιο πολύχρωμο έχουμε δει ποτέ στον χώρο των εικαστικών. Και αυτό γιατί η φαντασία των παιδιών ξεπερνάει πάντα αυτή των διάσημων ζωγράφων και των έμπειρων καλλιτεχνών. Ολα ξεκίνησαν πριν από τρία χρόνια, όταν οι άνθρωποι του μουσείου αποφάσισαν να δώσουν στα παιδιά τον πρώτο λόγο. Η Μαρίνα Πλατή, υπεύθυνη για τα εκπαιδευτικά προγράμματα του μουσείου, μου εξηγεί ότι «η ιδέα της έκθεσης με όλα αυτά τα κεφάλια που βλέπετε σήμερα εδώ ξεκίνησε στην ουσία πριν από τρία χρόνια, όταν σκεφτήκαμε πως ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσουμε οτιδήποτε κάνουμε για τα παιδιά -και κυρίως τα σαββατοκύριακα- θα ήταν με ένα έργο που θα έχουν φτιάξει τα ίδια τα παιδιά». Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε ο πρώτος διαγωνισμός με 800 έργα να φτάνουν στα γραφεία του μουσείου, ενώ πέρυσι ο αριθμός ξεπέρασε τα 1.200. Βέβαια το φετινό ρεκόρ των 5.500 συμμετοχών ήταν πέρα από τη φαντασία των διοργανωτών. Η ιδιαιτερότητα του φετινού διαγωνισμού που ολοκληρώθηκε στα τέλη Ιουλίου είναι ότι με αφορμή τα 30 χρόνια που γιορτάζει το μουσείο το 2016 αποφασίστηκε να μην είναι ένας ο νικητής, αλλά τριάντα. Τα 30 έργα που επιλέχθηκαν πρωταγωνιστούν και στη φετι-
νή αφίσα των εκπαιδευτικών προγραμμάτων του μουσείου, τα οποία ξεκίνησαν τον περασμένο Οκτώβριο. H διαδικασία ήταν απλή. Το μουσείο ανέβασε στην ιστοσελίδα του ένα κυκλαδικό κεφάλι -μια και θα έπρεπε να γιορτάσει την επέτειό του με θέμα εμπνευσμένο από την κυκλαδική τέχνη- και παιδιά από όλες τις περιοχές της Ελλάδας, αλλά και από το εξωτερικό, μπορούσαν να το κατεβάσουν, να το ζωγραφίσουν με όποιο τρόπο θέλουν και να το στείλουν πίσω στο μουσείο. «Το σχέδιο το δώσαμε επίσης σε όσα παιδιά έρχονταν με το σχολείο τους σε κάποιο από τα προγράμματά μας και τελικά μαζεύτηκαν πάρα πολλές ζωγραφιές. Ολο αυτό το υλικό πέρασε από μια επιτροπή, επιλέχθηκαν τα 30 καλύτερα και είναι αυτά που έχουμε εκθέσει σε ξεχωριστό τοίχο», μου εξηγεί η κυρία Πλατή. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι οι ζωγραφιές τοποθετήθηκαν σε όποιον τοίχο του μουσείου ήταν ελεύθερος και κυρίως στον ισόγειο χώρο και τις αίθουσες που γίνονται τα εκπαιδευτικά προγράμματα. «Οσα έργα δεν μπορέσαμε να εκθέσουμε στους τοίχους τα έχουμε βάλει σε folder και οι επισκέπτες μπορούν να τα δουν», προσθέτει. Συζητώντας με την κυρία Πλατή, αλλά και τους ανθρώπους που τρέχουν τα προγράμματα του Μουσείου, καταλήξαμε ότι όσες φορές και να δει κάποιος την έκθεση, θα ανακαλύψει ζωγραφιές που δεν είχε προσέξει με την πρώτη επίσκεψη. Τα 30 καλύτερα έργα δεν είναι για όλους τα καλύτερα, καθώς καθένας τα κρίνει διαφορετικά - όπως συμβαίνει, άλλωστε, και με κάθε έργο τέχνης. Με την πρώτη ματιά βλέπεις κολάζ, ζωγραφική
και άλλες τεχνικές που δημιούργησαν χιλιάδες κεφάλια, αλλά το ενδιαφέρον έρχεται όταν τα αντικρίσεις από κοντά. Τα περισσότερα παιδιά αντιμετώπισαν το κεφάλι σαν ένα κανονικό κεφάλι. Του έδωσαν μορφή ανθρώπινη, του έβαλαν μαλλιά, μάτια, στόμα και αυτιά και έφτιαξαν κάτι που είναι πολύ κοντά στο πραγματικό. Κεφάλια με γυαλιά, νότες, φτερά,εφημερίδεςκαι μουστάκια. Κεφάλια με δύο στόματα, πολλά μάτια και περίεργα αυτιά - αλλά πάντα κεφάλια. Υπήρχαν όμως και οι εξαιρέσεις που δίνουν πιο διασκεδαστική νότα. Πολλά παιδιά είδαν το κυκλαδίτικο κεφάλι ως αφορμή για να ζωγραφίσουν τον αγαπημένο τους υπερήρωα, με τα minions να έχουν την τιμητική τους, αλλά και τον Spiderman να κρατάει δίκαια τη δεύτερη θέση. Κάποιοι μικροί καλλιτέχνες είδαν απλώς ένα περίγραμμα το οποίο δεν αντιμετώπισαν καθόλου σαν κεφάλι. Το έκαναν νησί, χάρτη της Ελλάδας, αλλά και στεφάνι με λουλούδια, λιβάδι, σπίτι και ό,τι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί. Οι μαθητές μεγαλύτερων τάξεων δημιούργησαν εξαιρετικά έργα εμπνευσμένα από διάφορες σχολές ζωγραφικής, καθώς και προσεγμένα κολάζ, ενώ παιδιά μικρότερων ηλικιών αρκέστηκαν σε πολλά χρώματα, σχέδια και λουλούδια, χωρίς να τους νοιάζει πολύ το αποτέλεσμα. Το δικό μου αγαπημένο είναι ίσως και το πιο λιτό σχέδιο από όλα. Ενας μαθητής δημοτικού αποφάσισε ότι το κεφάλι θα ήταν τέλειο να κοιμάται. Ετσι, στο περίγραμμα με τη μύτη συμπλήρωσε απλώς δύο κλειστά μάτια και ένα «ζζζζζ» για διευκρίνιση.
10
Πάντα θα έχουμε το Παρίσι Κείμενο: Γιώργος Γλυκοφρύδης
Ηταν εκεί στο εστιατόριο, δυο δρόμους δεξιά από το κανάλι του Σηκουάνα, κοντά στο σπίτι της φίλης μου, φωτεινά και όμορφα. Και γλυκός ο καιρός. Κρύος, αλλά γλυκός. Περίμεναν τους καφέδες και τα γλυκά, Παρασκευή βράδυ. Παρασκευή βράδυ, είμαι ερωτευμένος την Παρασκευή το βράδυ. Πυροβολισμοί, όμως, κραυγές, ποδοβολητά, πολυβολισμοί συγχρονισμένοι. Ριπές. Αγκώνες στην άσφαλτο και σερνάμενα μέλη πάνω σε αυλάκια αίματος του διπλανού, κι άλλες κραυγές, τζάμια μέταλλα από ανάποδα τραπέζια, καθίσματα να συρίζουν πάνω στο πεζοδρόμιο, στον πανικό. Κάλυκες στο ρείθρο ένας ένας μαζί με ψυχές. Δεν ακούγονταν αυτές αλλά οι κάλυκες ακούγονταν όπως κυλούσαν. Δαχτυλήθρες για ουρλιαχτά πόνου. Τελικά, ησυχία λίγο. Μόνο αγκομαχητά και ρόγχοι. Λίγο μετά, συνήθως με αίμα και σάλιο να βουλώνουν τη μύτη και εμετό, συχνό εμετό από το διάτρητο στομάχι, οι σειρήνες. Πιθανόν ασθενοφόρα. Ο θάνατος σίγουρα. Ο θάνατος, σίγουρα. Δοξασμένος, υπέροχος, ψηλός, κοκάλινος, αγέρωχος, δρεπανοφόρος πάνω απ’ όλα, Θεός. «Ο Θεός είναι μεγάλος!» Αλλά εγώ αύριο θα είμαι εκεί, που είπε και ο Γιάννης, με τον καφέ μου και τα τσιγάρα μου, κι ας με φαντάζονται κρεμασμένο ανάποδα στην κολόνα μιας πλατείας της Μέσης Ανατολής. Μετά, στο κινητό τηλέφωνο, μίλησα με τη φίλη μου. Μίλησα… Δηλαδή, στο messenger, εννοώ. Μου έστελνε φωτογραφίες του Σαββάτου μεσημέρι, αργά. Κεράκια, λουλούδια, δάκρυα, ανθοδέσμες μεγάλες, δάκρυα, λεπτά μαύρα κορδονάκια πένθους, δάκρυα κι άλλα, κάρτες με λόγια, σφιγμένα χείλη μην κλάψουν, λευκός ή γκρι ουρανός, το ψιλόβροχο στην κλειστή πόρτα, τέτοια πράγματα μου έστελνε, και δάκρυα. Οπότε και της έγραψα:
-Τι να σχολιάσω… -Τίποτα να μη σχολιάσεις. Εγώ έχω να πω πως σημαδεύτηκε η ζωή μου στο Παρίσι. Η καθημερινότητά μου, τα στέκια του σαββατοκύριακού μου, γέμισαν νεκρούς. Θα 'χει φαντάσματα δηλαδή εκεί νομίζω. Εκανα όλη τη διαδρομή, με έπιασε ζαλάδα, έχει γεμίσει κόσμο και κανάλια. -Θα έχει φαντάσματα, ναι σίγουρα. Αυτό σίγουρα. -Εχω γυρίσει σπίτι με διάθεση για εμετό. Ευτυχώς που φιλοξενώ δύο φίλους και μιλάω. -Ναι, ναι... δεν έχω λόγια καλή μου… -Ούτε εγώ. -Θα ήθελα να ήμουν εκεί να μιλάμε, να σου πάρω όσα μπορώ, αλλά μάλλον δεν θα τα κατάφερνα. -Πώς καμιά φορά κοιμάσαι και βλέπεις άσχημο όνειρο και λες θα περάσει, θα ξυπνήσω - κάπως έτσι. Μόνο που τώρα δεν θα περάσει.
ρεί και να μην είπα τίποτε. Πάντως το τηλεφώνημα το λήξαμε με λίγα γέλια και φιλιά.
Της τηλεφώνησα δέκα λεπτά μετά. Σαν κηδεία ήταν. Οπως σε μια κηδεία. Αλλά από εκείνες που δεν παρίστασαι ως κοινωνικό πρέπει, αλλά επειδή ο νεκρός ήταν αγαπημένος σου άνθρωπος. Και άρα θέλεις να αποφεύγεις τον εαυτό σου. Τον θρήνο. Την καταβύθιση. Το πηγάδι κραυγής που δεν βγαίνει από τον πόνο. Θέλεις να τα αποφύγεις όλα αυτά και μιλάς. Και συζητάς. Το πώς και το γιατί του χαμού του. Ετσι ήταν. Δευτερόλεπτα βουβά κι έλεγα μέσα μου: «Ελα τώρα, συνέφερέ τη. Θα συνεχίσει να ζει στα τρία στενά από τα φαντάσματα, μην της το κάνεις αυτό, πες κάτι». Δεν θυμάμαι τι είπα. Μπο-
Κι αμέσως είπα στα φαντάσματα πως ναι, βεβαίως, και άναψα εκατό τόσα κεράκια, μάλλον, σιγά μη και θυμάμαι, και γονάτισα κι άρχισα να κλαίω. Με λυγμούς και κόμπους. Αλλά δεν την πήρα τηλέφωνο. Είχε αποκοιμηθεί. Ησυχη, χαμογελαστή, πανέμορφη.
Μετά, τα φαντάσματα, στέκονταν ευθυτενή και ασθμαίνοντα, με κουρελιασμένα ρούχα και αίματα στο πρόσωπο, αλλά γεμάτα καλοσύνη. Δεν ζητούσαν ούτε εκδίκηση ούτε τίποτε. Μόνο έβγαζαν μία μία τις σφαίρες και τα θραύσματα από τα εντόσθιά τους, κι αφού τα εναπόθεταν κάτω εκεί μπροστά, στο δάπεδο, λες και παρέδιδαν το τυχαίο της συνεύρεσής τους με τον Χάρο, μ’ έβαζαν ν’ ανάψω ένα κεράκι να υψωθεί η ψυχή τους στο θερμό αέρα της φλόγας να πάει στον ουρανό να παραληφθεί να ησυχάσουν. Να πάψει κι ο άθλιος με το δρεπάνι να κομπάζει. Να πάψουν κι οι απεσταλμένοι του να λένε ψευτιές για τον Θεό. Πως είναι του Θεού. Πως ο Θεός είναι μεγάλος. Κι άλλα μαύρα του έξω από εδώ.
Την Κυριακή έχω σκοπό να της πω να πάμε για καφέ και ζεστά κρουασάν στο κέντρο της μεγάλης πλατείας της πόλης. Και θα έχω και τα τσιγάρα μου. Πάντα θα έχουμε το Παρίσι.
Τa κείμενa δημοσιεύτηκaν στο dimartblog.com.
11
Νοέ μβριος 2015
Μήνυμα από το Παρίσι Μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου Ο Βρετανός συγγραφέας Ιαν ΜακΓιούαν, που αυτήν την περίοδο ζει στο Παρίσι, έστειλε στο Edge το ακόλουθο μέιλ σχετικά με τα τρομοκρατικά χτυπήματα στη γαλλική πρωτεύουσα. Η αίρεση του θανάτου διάλεξε την πόλη της σωστά το Παρίσι, την κοσμική πρωτεύουσα της υφηλίου, την πιο φιλόξενη και πολύχρωμη και σαγηνευτική μητρόπολη που φτιάχτηκε ποτέ. Και διάλεξε η αίρεση του θανάτου τους στόχους της στην πόλη με δαιμονική, αυτοκαταστροφική ακρίβεια - όλα όσα μισούσαν βρίσκονταν μπροστά στα μάτια τους εκείνη τη βραδιά της Παρασκευής: άνδρες και γυναίκες παρέα χαλαρά, κρασί, ελεύθερη σκέψη, γέλιο, ανεκτικότητα, μουσική - άγριες και σατιρικές ροκιές και μπλουζ. Οι οπαδοί της αίρεσης ήρθαν εξοπλισμένοι με έναν πρωτόγονο μηδενισμό και ένα μίσος πέρα από οτιδήποτε μπορούμε να κατανοήσουμε. Πανοπλία τους, η ζώνη αυτοκτονίας, άποψή τους περί ιδανικής κρυψώνας, μια ενάρετη μετέπειτα ζωή, όπου δεν θα μπορεί να πάει η αστυνομία. (Ο παράδεισος των τζιχαντιστών αποδεικνύεται μια από τις χειρότερες επινοήσεις στην ιστορία του ανθρώπου: να σφάζεις και να καις σε αυτή τη ζωή, να αναπαύεσαι μες στο κιτς στην άλλη.) Το Παρίσι, κατάπληκτο και παραζαλισμένο, ξύπνησε σήμερα για να αναλογιστεί τις νέες συνθήκες. Οσοι χτες το βράδυ είχαμε βγει, δεν μπορούμε παρά να αναρωτιόμαστε για τα καπρίτσια της τύχης που άφησε εμάς να ζήσουμε και άλλους να πεθάνουν. Οταν ξεκινούσε το μακελειό, η γυναίκα μου και εγώ βρισκόμασταν σε ένα αξιοπρεπές παριζιάνικο κατάστημα - μια από τις κοινοτοπίες της σχετικά καλής ζωής, από το 1845 και μετά. Στο γοητευτικό αυτό εστιατόριο στο έκτο διαμέρισμα οι πελάτες μοιράζονται τα τραπέζια με καλοπροαίρετους αγνώστους, ντόπιους και επισκέπτες σε έναν φιλικό συνωστισμό. Κι εμείς με τα Pouilly Fume και τα filets d’hareng μας, ήμασταν μια χαρά στόχος. Η αίρεση απλώς επέλεξε το δέκατο και το ενδέκατο διαμέρισμα, ούτε δύο χιλιόμετρα πιο πέρα, κι εμείς δεν καταλάβαμε το παραμικρό. Τώρα όμως ξέρουμε. Ποιες είναι αυτές οι διαφορετικές συνθήκες; Τα μέτρα ασφαλείας θα γίνουν πιο αυστηρά και το Παρίσι λιγότερο σαγηνευτικό. Η αναγκαστική διάσταση ανάμεσα στην ασφάλεια και την ελευθερία θα παραμένει πρόκληση. Οι σφαίρες και οι βόμβες της αίρεσης του θανάτου θα ξανάρθουν, μπορεί εδώ, μπορεί κάπου αλλού, αυτό είναι βέβαιο. Οι πολίτες του Λονδίνου, της Νέας Υόρκης, του Βερολίνου παρακολουθούν στενά, με προσοχή και ανησυχία. Τον Ιανουάριο ήμασταν όλοι μας Charlie Hebdo. Τώρα, είμαστε όλοι Παριζιάνοι, κι αυτό τουλάχιστον σε μια τόσο σκοτεινή εποχή, είναι παράγοντας περηφάνιας. Σχέδιο: Εύη Τσακνιά
21ος Αιώνας
Επιμέλεια: Χρήστος Τσαπακίδης
Θανατηφόρα βάφλα
12
Φως παντοτινό
Αυτή η βαφλιέρα δεν φτιάχνει απλά βάφλες. Μπορεί να καταστρέψει ολόκληρο πλανήτη - κάτι που δεν θα το κάνει παχαίνοντας όλον τον κόσμο που κατοικεί σε αυτόν, αλλά εκπέμποντας μία πανίσχυρη δέσμη λέιζερ που θα τον ανατινάξει στη λήθη. Ή ίσως απλά να φτιάχνει βάφλες... Η συσκευή μπορεί να ψήσει μία στρογγυλή βάφλα διαμέτρου 18 εκατοστών στη μορφή του Death Star (πρόκειται για προϊόν που έχει την επίσημη άδεια χρήσης
του σήματος “Star Wars”) και είναι 100% σίγουρο ότι θα ενθουσιάσει μικρά και μεγάλα παιδιά. Οσο για τις καταστροφές που μπορεί να προκαλέσει; Μάλλον ο πλανήτης είναι ασφαλής, αλλά για καλό και για κακό φρόντισε να μην το ξεχάσεις στην πρίζα!
Τις καπακώνει!
Τσάντα-σύντροφος
Πολύτιμος συνεπιβάτης
Στο Kickstarter μπορείς να δεις κάθε λογής μικρά θαύματα. Οπως αυτό το καπάκι κατσαρόλας, το οποίο κατάφερε να συγκεντρώσει περισσότερα από 130.000 δολάρια! Αν κοιτάξεις, βέβαια, τα χαρακτηριστικά του, δεν θα εκπλαγείς πολύ για αυτή την εξέλιξη. Το Onelid είναι ένα universal καπάκι που εφαρμόζει στη συντριπτική πλειονότητα των κατσαρολών (και στο σύνολο αυτών που έχουν χωρητικότητα έως 3,5 λίτρων). Οι αυλακώσεις στην κάτω πλευρά του χρησιμεύουν στη σταδιακή αποδέσμευση ατμού, προκειμένου να γλιτώσεις αυτές τις εξάρσεις ατμού κάθε φορά που σηκώνεις το καπάκι. Οι αυλακώσεις αυτές μπορούν να χρησιμεύσουν και ως στραγγιστήρι, για την περίπτωση που θέλεις να μειώσεις την ποσότητα νερού που βρίσκεται στην κατσαρόλα (ιδιαίτερα βολικό όταν βράζεις πχ. μακαρόνια). Οι πρώτες αποστολές ξεκινούν τον επόμενο Μάιο.
Είτε ταξιδεύεις είτε πας απλά στη δουλειά σου, μία τσάντα που θα χρησιμεύει σαν ένας μικρός βοηθός έχει ιδιαίτερη αξία σήμερα. Η G-RO κινείται σε ένα δοκιμασμένο τετράπτυχο: ντιζάιν, αντοχή, άνεση και έξυπνες λειτουργίες. Πρώτη έμφαση δόθηκε στα ροδάκια, τα οποία αυξήθηκαν σε μέγεθος προκειμένου να κινούνται άνετα σε κάθε τερέν και εντάχθηκαν στο πλαίσιο, έτσι ώστε να καταλαμβάνουν όσο το δυνατόν λιγγότερο χώρο. Οι δημοφιλέστερες λειτουργίες για τους high-tech καταναλωτές περιλαμβάνουν ενσωματωμένο σταντ για το τάμπλετ σου, καθώς και σταθμό φόρτισης με δύο θύρες USB. Στην premium έκδοση της τσάντας θα βρεις επίσης μία θηριώδη μπαταρία 23.000 mAh για να φορτίσεις ταυτόχρονα το smartphone, το tablet και το laptop (ή απλά να τη χρησιμοποιήσεις για να φορτίσεις το κινητό σου έως 10 φορές). Η G-RO περιέχει επίσης αισθητήρα εγγύτητας (με τη χρήση Bluetooth Low Energy) και προσφέρει λειτουργία εντοπισμού (με τη χρήση GSM-GPRS), για να μην τη χάσεις ποτέ.
Μέσα στην πόλη, ποδήλατο και τεχνολογία πάνε χέρι-χέρι. Και αυτό γιατί μπορεί να είσαι πρόθυμος να ακολουθήσεις έναν υγιεινό τρόπο ζωής, αλλά παράλληλα θέλεις να έχεις πρόσβαση σε χρήσιμα δεδομένα. Το SpeedForce προσαρμόζεται πάνω στο τιμόνι του ποδηλάτου σου. Αποτελείται από μία έγχρωμη οθόνη 1,6 ιντσών και είναι αδιάβροχο. Με πρόσθετους αισθητήρες στα πετάλια και τις ρόδες, η συσκευή μπορεί να υπολογίσει όλα τα δεδομένα που έχουν σχέση με τη βόλτα σου: ταχύτητα, χρόνος, διανυθείσα απόσταση, καρδιακοί παλμοί, υψόμετρο και θερμοκρασία. Το ενσωματωμένο GPS σού δείχνει οδηγίες πλοήγησης. Η αποσπώμενη μπαταρία του γκάτζετ έχει αυτονομία έως 40 ώρες. Παράλληλα, η συσκευή διαθέτει ενσωματωμένο φως πορείας, για να κάνεις βόλτες και μέσα στα μαύρα σκοτάδια. Επιπρόσθετα, λειτουργεί και ως χρήσιμος συνεπιβάτης, καθώς σε ενημερώνει πχ. πότε θα πρέπει να αλλάξεις ταχύτητα και πότε μπορείς να επιταχύνεις χωρίς να επιβαρύνεις υπερβολικά το σώμα σου. Συνεργάζεται, ακόμα, με το κινητό σου και σε ειδοποιεί για σημαντικές κλήσεις και μηνύματα.
http://kck.st/1O3gmjD
http://kck.st/1GIxBl8
http://bit.ly/1M697XD
Αν δεν έχεις βάλει ακόμα φως πορείας στο ποδήλατό σου, η σκανδιναβική Reelight σου έχει μία high-tech πρόταση: το Neo αντλεί ισχύ από μία μονάδα που είναι εγκατεστημένη στον τροχό, όμως αντί να λειτουργεί με τριβή όπως τα συμβατικά δυναμό, μετατρέπει τη μαγνητική ενέργεια σε ηλεκτρική. Η τιμή του ανέρχεται στα 28 ευρώ και θα το βρεις στο Kickstarter.
http://bit.ly/1NeYZcQ http://kck.st/1LPb9uY
13
Νοέμβριος 2015
Χριστουγεννιάτικα εργαστήρια και Οικογενειακά προγράμματα στο Μουσείο Τηλεπικοινωνιών Ομίλου ΟΤΕ, τον Δεκέμβριο
Κατοικίδιο και φύλακας
Αυτά τα Χριστούγεννα τα εκπαιδευτικά προγράμματα του Μουσείου είναι ακόμα πιο πολλά, πιο διαφορετικά, πιο συναρπαστικά! Οχι ένα, όχι δύο, αλλά τρία προγράμματα ετοίμασε και υλοποιεί το Μουσείο Τηλεπικοινωνιών Ομίλου ΟΤΕ για τον Δεκέμβριο, το σαββατοκύριακο 12 και 13 του μήνα. Με ξεχωριστή θεματολογία και περιεχόμενο για διαφορετικές ηλικίες, τα προγράμματα του Δεκεμβρίου μπορούν να ικανοποιήσουν όλα τα γούστα και τις απαιτήσεις των συμμετεχόντων, γονέων και παιδιών μαζί, που θα κάνουν την κράτησή τους.
Θέλεις να εγκαταστήσεις μία κάμερα για να μπορείς να τσεκάρεις το σπίτι σου τις ώρες που λείπεις, αλλά δεν σου αρέσουν τα συμβατικά σχέδια που κυκλοφορούν στο εμπόριο. Γνώρισε το Ulo, που θυμίζει κάτι από Furby και μοιάζει με κουκουβάγια. Επικοινωνεί μαζί σου μέσω των εκφράσεων των ματιών του. Για παράδειγμα, όταν η μπαταρία του είναι κάτω από το 10%, το Ulo θα έχει μισόκλειστα τα μάτια του, σαν να είναι κουρασμένο. Το Ulo προσφέρει επίσης μία σειρά από χρήσιμες λειτουργίες που βοηθούν στον έλεγχο τους σπιτιού σου. Δύο αγγίγματα στο μέτωπο της κουκουβάγιας τη θέτουν σε alert mode, τερματίζοντας τις κινήσεις των ματιών. Μόλις το smartphone σου αποσυνδεθεί από το οικιακό δίκτυο Wi-Fi, η κάμερα αρχίζει εντοπίζει και καταγράφει κάθε κίνηση στον χώρο, στέλνοντας στο mail σου αρχεία gif. Μόλις το smartphone σου ξαναμπεί στο οικιακό Wi-Fi, το alert mode απενεργοποιείται. Το Ulo μπορεί να τραβήξει βίντεο και φωτογραφίες, υλικό που μπορεί να στείλει σε ασφαλή ιστοσελίδα για τα μάτια σου μόνο.
«Το πλοίο θα σαλπάρει» και... «χαράσσει» την πορεία του Θαλής ο Μιλήσιος… ήταν κάποτε ένα πλοίο από την Αμερική. Ενα πλοίο που θα ποντίσει καλώδια σε όλο το Αιγαίο. Ψάχνουμε στο αυθεντικό ημερολόγιο του πλοίου και συνθέτουμε την ιστορία του. Μέσα από ένα παιχνίδι γεωγραφίας, χαράσσουμε δρόμους και τους τυπώνουμε σε συνεργασία με το Κέντρο Χαρακτικής Αθηνών PandolfiniΣιατερλή. 4-6 ετών (Σάββατο και Κυριακή, ώρα 10.00-11.00) – 7-12 ετών (Σάββατο και Κυριακή, ώρα 11.30-13.00)
http://kck.st/1P0Yf0X
«Ενας δορυφόρος……αλλιώτικος! Εκτοξευτής κομφετί από ρολό χαρτιού σε σχήμα δορυφόρου. Μετά από ένα σύντομο πέρασμα στη Συλλογή του ΜΤ για τις δορυφορικές επικοινωνίες, ανεβαίνουμε στο εικαστικό εργαστήρι για να φτιάξουμε έναν εκτοξευτή κομφετί σε σχήμα δορυφόρου. Κατασκευάζουμε, κόβουμε, χρωματίζουμε σε χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα! 6-12 ετών (Σάββατο, ώρα 13:30-14:30)
Φτιάξε μόνος σου drone Φαντάζει πλέον με αξίωμα, οτιδήποτε έχει φτερά και ελέγχεται ασύρματα να πηγαίνει «σφαίρα» στις πλατφόρμες crowdfunding. Το PowerUp FPV δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση - αν και για να είμαστε ακριβείς δεν αποτελεί από μόνο του drone. Στην ουσία, πρόκειται για ένα kit το οποίο πρόκειται να μετατρέψει σε drone ένα από τα αγαπημένα αντικείμενα της παιδικής σου ηλικίας: τη σαΐτα. Το σετ αποτελείται από ένα πλαίσιο από νάιλον και ανθρακονήματα (το οποίο θα χρησιμοποιήσεις για να κατασκευάσεις τη σαΐτα σου), δίδυμους έλικες και ένα σύστημα με ηλεκτρονικά. Το τελευταίο περιλαμβάνει μία μπαταρία 550 mAh, επιταχυνσιόμετρο, γυροσκόπιο, πυξίδα, βαρόμετρο, κάρτα SD, μικρόφωνο και κάμερα. Οταν το θέσεις σε πτήση, υπάρχουν τρεις τρόποι πλοήγησης. Ο κλασικός είναι είναι μέσω του app στο κινητό σου (για Android και iOS). Ο δεύτερος είναι η λειτουργία αυτόματου πιλότου και ο τρίτος είναι μέσω του Cardboard viewer που συμπεριλαμβάνεται στο σετ. http://kck.st/1ROsu97
Και το γούρι μας... Φτιάχνω το δικό μου γούρι για το 2016. Τα παιδιά με υλικά όπως χαρτόνι, κορδέλες, glitter φτιάχνουν το δικό τους μοναδικό γούρι για το 2016. Εμπνευσή τους; Τα αυθεντικά νομίσματα της Συλλογής του Μουσείου. 6-12 ετών (Κυριακή, ώρα: 13:30-14:30)
Σας περιμένουμε Η συμμετοχή είναι δωρεάν Κλείστε έγκαιρα θέση
Πρωτέως 25, 14564, Νέα Κηφισιά Τηλ: 2106201999 -2106201899 Fax:2108078119 www.cosmote.gr/museum ote-museum@ote.gr
Κείμενο: Ανδρέας Γιαννόπουλος / Φωτογραφία: Greek Travel Pages
14
Επόμενο λιμάνι: hopwave
Εάν κάποιος αυτή τη στιγμή θελήσει να κλείσει εισιτήρια για να μετακινηθεί με πλοίο, πχ. από τον Πειραιά στην Πάτμο, το μόνο που χρειάζεται είναι να μπει σε μία σελίδα με ακτοπλοϊκά εισιτήρια και να κάνει την κράτησή του. Τι γίνεται όμως αν θέλει να μεταβεί από την Πάτμο στους Φούρνους ή στη Λέρο και από εκεί στην Αστυπάλαια; Οσοι έχουν επιχειρήσει παρόμοιες μετακινήσεις ανάμεσα σε μικρότερα νησιά γνωρίζουν από πρώτο χέρι το χάος που επικρατεί: τα δρομολόγια εξυπηρετούνται από πολύ μικρές εταιρείες ή μεμονωμένα άτομα, που τις περισσότερες φορές δεν έχουν καν παρουσία στο ίντερνετ. Το κενό αυτό διαπίστωσαν τέσσερις νέοι συνεργάτες, η Γεωργία Τζιβιτζίδου, ο Βασίλης Αρκομάνης, ο Γιώργος Πιλπιλίδης και ο Γιώργος Σιάτρας και αποφάσισαν να δημιουργήσουν το hopwave. «Το hopwave είναι ένα εργαλείο στα χέρια του ταξιδιώτη, με το οποίο μπορεί να βρει online πληροφορίες για όλους τους δυνατούς τρόπους μετακίνησης μέσω θαλάσσης, όπως τουριστικά σκάφη αναψυχής, ferry boats, καταμαράν, πλοία ακτοπλοϊκών γραμμών, ακόμη και υδροπλάνα», μου λέει ο Γιώργος Σιάτρας. Στόχος τους είναι ο ταξιδιώτης
να μπορεί να κινηθεί μεταξύ των νησιών και να ανακαλύψει τις ομορφιές των προορισμών γύρω από το νησί που βρίσκεται. «Μέσα από το hopwave έχει πλέον τη δυνατότητα να σχεδιάσει το πρόγραμμα διακοπών του και να κλείσει τα εισιτήριά του σε πραγματικό χρόνο», προσθέτει. Η ιδέα της δημιουργίας της πλατφόρμας τους ήλθε όταν, ως ταξιδιώτες και οι ίδιοι, παρατήρησαν την έλλειψη πληροφοριών σχετικά με τα δρομολόγια των διαθέσιμων μέσων μεταφοράς μεταξύ των νησιών. «Το καλοκαίρι που πέρασε είχαμε την ευκαιρία να συμμετάσχουμε στον επιχειρηματικό διαγωνισμό Get CruiseInn, όπου αναδείξαμε το πρόβλημα. Στο πλαίσιο του διαγωνισμού, μάλιστα, ήλθαμε σε επαφή τόσο με τουρίστες όσο και ιδιόκτητες των μικρών καραβιών, οι οποίοι μας επιβεβαίωσαν την ύπαρξη του προβλήματος», αναφέρει η Γεωργία. Μετά το τέλος του διαγωνισμού ξεκίνησαν να υλοποιούν την υπηρεσία τους και τον περασμένο Αύγουστο το hopwave έτρεξε σε πιλοτική μορφή στο νησί της Κω με έναν στοχευμένο αριθμό τουριστών και ιδιοκτητών μικρών καραβιών. «Σε αυτό το διάστημα είχαμε τη δυνατότητα να μελετήσουμε καλύτερα τις ανάγκες των πελα-
τών μας, όπως και να γνωρίσουμε καλύτερα αυτόν τον κλάδο του τουρισμού», υποστηρίζει ο έτερος Γιώργος. Ετσι, αυτή την περίοδο επεξεργάζονται τα σχόλια, τις παρατηρήσεις και τις εντυπώσεις των χρηστών και προχωρούν με την ολοκληρωμένη έκδοση της υπηρεσίας. Ηδη βρίσκονται σε επαφή με ιδιοκτήτες μικρών καραβιών σε κομβικά νησιά του Αιγαίου, όπως η Ρόδος και η Σαντορίνη, με στόχο να παρέχουν περισσότερους προορισμούς στον ταξιδιώτη. «Παράλληλα, ολοκληρώνουμε την πλατφόρμα μας σε web και mobile περιβάλλον, ώστε να είμαστε έτοιμοι για τη νέα καλοκαιρινή σεζόν», συμπληρώνει ο Βασίλης. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους, με το πέρας της σεζόν του 2016 θα έχει ολοκληρωθεί και η μελέτη εφαρμογής του μοντέλου της υπηρεσίας σε άλλες χώρες που παρουσιάζουν παρόμοια γεωγραφικά χαρακτηριστικά με την Ελλάδα, όπως η Ιταλία και η Κροατία. «Η βασικότερη πρόκληση που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε», λέει κλείνοντας ο Γιώργος Σιάτρας, «είναι η έλλειψη εξοικείωσης των ιδιοκτήτων μικρών καραβιών με την τεχνολογία. Και φυσικά το φαινόμενο της παραοικονομίας που παρατηρείται σε όλο τον τουριστικό τομέα».
16
Ενα παιχνί δι ονόματι… Chevalier Εχοντας κερδίσει το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο πρόσφατο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λονδίνου, η νέα ταινία της Αθηνάς Τσαγγάρη “Chevalier” μετράει αντίστροφα για την ελληνική της πρεμιέρα στις 26 Νοεμβρίου. Ενα παιχνίδι που ζητάει νικητή, ένα αντρικό καστ που εντυπωσιάζει και μία… καυστική και τρυφερή σάτιρα για τον ανδρικό ανταγωνισμό και όχι μόνο. Τι είναι όμως το Chevalier; Φαινομενικά πρόκειται για ένα απλό παιχνίδι. Ενα παιχνίδι που αποφασίζουν να παίξουν έξι άνδρες εγκλωβισμένοι σε ένα σκάφος μεσοπέλαγα. Ενα παιχνίδι διασκεδαστικό, αλλά και βαθιά ανταγωνιστικό. Ενα παιχνίδι που δεν θα επιτρέψει σε κανέναν να αφήσει το σκάφος αν δεν ανακηρυχτεί κάποιος νικητής. «Εξαρχής ήθελα να κάνω μια ταινία μόνο με διάλογο, που δεν είχα ξανακάνει, για να καταλάβω πώς να δουλέψω τα πρόσωπα με τον διάλογο. Ηταν μια πρόκληση σε σχέση με τη φόρμα και την ενέργεια που αναπτυσσόταν ανάμεσα στους ηθοποιούς. Με την προσοχή στραμμένη συνεχώς στο θέμα της εξουσίας και πώς αυτή εκδηλώνεται, τι σημαίνει να είσαι νικητής ή χαμένος, πόσο αυθαίρετο είναι αυτό, πόσο έχει να κάνει με τις επιδόσεις και τη συμπεριφορά του καθένα», εξηγεί η Αθηνά Τσαγγάρη, που μετά το “Attenberg” συναντιέται ξανά ίσως με τον πιο πολυσυζητημένο Ελληνα σεναριογράφο, τον Ευθύμη Φιλίππου («Κυνόδοντας», «Αστακός» κά.). Ο Μάκης Παπαδημητρίου, ο Γιώργος Πυρπασόπουλος, ο Γιώργος Κέντρος, ο Βαγγέλης Μουρίκης, ο Πάνος Κορώνης και ο Σάκης Ρουβάς αποτελούν το βασικό καστ της ταινίας. «H ταινία διαμορφώθηκε πολύ έντονα από τους ίδιους τους ηθοποιούς. Κάναμε πολλές πρόβες πάνω στο σενάριο, μέσα από τις οποίες ανακαλύπταμε καινούριες σχέσεις, κόντρες και δυναμικές μεταξύ των χαρακτήρων, όπως διαμορφώνονταν από τις προσωπικότητες των συγκεκριμένων ηθοποιών», επισημαίνει η σκηνοθέτρια. Η παρουσία του Σάκη Ρουβά, που αποτέλεσε έκπληξη για πολλούς, δεν λειτουργεί απλά ως guest star στην ταινία. Ο ίδιος υποδύεται έναν από τους κεντρικούς ήρωες,
Κείμενο: Δημήτρης Χαλιώτης
τον Χρήστο, έναν άντρα γύρω στα 40, χαμηλού προφίλ, αλλά εντυπωσιακής εμφάνισης, γεγονός που θα πυροδοτήσει εντάσεις στην παρέα. «Είναι κάπως αμήχανο να πρέπει να απαντάω στην ερώτηση γιατί το “Chevalier” είναι μια ταινία μόνο με άντρες ηθοποιούς. Το 99% των ταινιών στην ιστορία του σινεμά είναι άντρες που παρακολουθούν γυναίκες, που παρατηρούν γυναίκες. Θα προτιμούσα το “Chevalier” να μην κατηγοριοποιείται ως μια ταινία με άντρες που φτιάχτηκε από μία γυναίκα, είναι όμως αναπόφευκτο», σχολιάζει η Αθηνά Τσαγγάρη, μία από τις πλέον ικανές και διακεκριμένες Ελληνίδες σκηνοθέτριες, η οποία εκτός από κινηματογραφική έχει και ακαδημαϊκή παρουσία πάνω στο αντικείμενό της, αφού το 2014 δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ για ένα ακαδημαϊκό έτος ως visiting lecturer. Τη γνωρίσαμε ως συνεργάτιδα του Γιώργου Λάνθιμου, αλλά γρήγορα χάραξε δική της πορεία. Το “Attenberg” έστρεψε τα βλέμματα πάνω της. Το “Capsule” επιβεβαίωσε το ταλέντο της, ενώ η διεθνής επιτυχία του “Chevalier” μοιάζει πλέον να την καθιερώνει και στο εξωτερικό. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το επόμενο σενάριό της με τίτλο “White knuckles” προορίζεται για μία αγγλόφωνη ταινία που δουλεύεται στο πλαίσιο του Filmmaker in Residence 2015 του κορυφαίου Film Society of Lincoln Center. Τα πρώτα στοιχεία που ξέρουμε για την εν λόγω ταινία είναι ότι πρόκειται για ένα αστυνομικό θρίλερ-κωμωδία, στο οποίο δύο αδελφές, μία λογίστρια και μία διαρρήκτρια μπλέκουν με παράνομες δραστηριότητες. «Προσπαθώ να αλλάζω είδη, μου αρέσει με κάθε ταινία να μαθαίνω, να εκτίθεμαι σε καινούργιες προκλήσεις και σε νέες μεθόδους και καταστάσεις», παρατηρεί η ίδια για τον εαυτό της. Από το “Attenberg” στο “Chevalier” κι από εκεί στο “White knuckles”, ένα είναι σίγουρο, κάθε ταινία της Αθηνάς Τσαγγάρη είναι must see για κάθε σινεφίλ που σέβεται τον εαυτό του.
17
Νοέ μβριος 2015
18
19
Νοέ μβριος 2015
20
Κείμενο: Ανδρέας Γιαννόπουλος
21
Νοέ μβριος 2015
Επάγγελμα: αναλυτές δεδομένων Πριν ξεκινήσω να γράφω για την ομάδα της Nimbata, το σκέφτηκα διπλά. Οχι γιατί δεν είναι αξιόλογη η προσπάθειά των τεσσάρων ιδρυτικών μελών της, αλλά για τον ακριβώς αντίθετο λόγο: το αντικείμενό της είναι τόσο εξειδικευμένο, που σε πρώτη ανάγνωση ξενίζει τον μη εξοικειωμένο χρήστη. Ζήτησα λοιπόν από τους Δημήτρη Πουρναράκη, Κωνσταντίνο Βολουδάκη, Νίκο Τσίχλα και Σπύρο Φωτόπουλο να είναι όσο το δυνατόν πιο επεξηγηματικοί γίνεται. Και, ευτυχώς, δεν μου χάλασαν χατίρι. Οντας και οι τέσσερείς τους προγραμματιστές και αναλυτές στον ιδιωτικό τομέα, βρίσκονταν συνεχώς αντιμέτωποι με προβλήματα αξιολόγησης διαφημιστικών καμπανιών μέσα από συναντήσεις που είχαν με πελάτες. «Μία ημέρα», μου εξηγεί ο Δημήτρης, «ένας από τους πελάτες της εταιρείας που εργαζόταν τότε ο Κώστας προσπαθούσε να αξιολογήσει τις διαφημιστικές του καμπάνιες και να προσδιορίσει αυτές που είχαν τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στις πωλήσεις. Δεν μπορούσε να το πετύχει όμως γιατί το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεων γινόταν από το τηλέφωνο». Τότε ο Σπύρος, με χρόνια προϋπηρεσίας στις εγκαταστάσεις τηλεπικοινωνιακών δικτύων, δεν άργησε να ζωγραφίσει ένα πρόχειρο σχέδιο στον πίνακα. Την επόμενη Παρασκευή το σχέδιο ήταν ακόμα εκεί, όπως και ο Νίκος με τον Δημήτρη. Κάπως έτσι ξεκίνησε στις αρχές του 2012 το ταξίδι των τεσσάρων. Γρήγορα πήραν την απόφαση και δημιούργησαν τη Nimbata, μία εταιρεία που δραστηριοποιείται στον χώρο του ψηφιακού μάρκετινγκ και της ανάλυσης δεδομένων. Οι υπηρεσίες της απευθύνονται κυρίως σε επιχειρήσεις, αλλά και σε ελεύθερους επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται σε διάφορους τομείς της οικονομίας. Τέτοιοι είναι για παράδειγμα ο τουρισμός, το ηλεκτρονικό εμπόριο, ο ασφαλιστικός κλάδος, οι αντιπροσωπείες αυτοκινήτων, καθώς και οι πάροχοι υπηρεσιών υγείας. Ουσιαστικά η πλατφόρμα τους προσφέρει στις επιχειρήσεις τα εργαλεία που θα τους επιτρέψουν να κατανοήσουν πλήρως τα βήματα που ακολούθησε ο τελικός
καταναλωτής πριν αποφασίσει τελικά να επικοινωνήσει με την επιχείρηση μέσω τηλεφώνου. «Για παράδειγμα, ήταν μια διαφήμιση στο Facebook, κάποιο banner σε μία ιστοσελίδα, μια καταχώρηση στον τύπο ή κάποια καμπάνια Google AdWords αυτή που προσέλκυσε το ενδιαφέρον του καταναλωτή;», αναφέρει ο Δημήτρης και συνεχίζει: «Και αν ήταν μια καμπάνια Google AdWords, ποια ήταν η λέξη-κλειδί που χρησιμοποιήθηκε κατά την αναζήτηση και πόσες φορές επισκέφτηκε την ιστοσελίδα της επιχείρησης ο ενδιαφερόμενος πριν αποφασίσει τελικά να επικοινωνήσει μαζί της;». Τα δεδομένα αυτά, τα οποία αναλύονται και παρουσιάζονται μέσω απλών γραφημάτων στην πλατφόρμα της Nimbata σε πραγματικό χρόνο, βοηθούν το τμήμα μάρκετινγκ να αποκτήσει μια συνολική εικόνα για την επιτυχία των διαφημιστικών του ενεργειών και να προσαρμόσει αναλόγως τη στρατηγική του. «Η πλατφόρμα της Nimbata έρχεται να καλύψει ακριβώς το κενό αυτό και να απαντήσει στο ερώτημα 'πώς έμαθε για την εταιρεία μας ο πελάτης που μόλις κάλεσε στο τηλεφωνικό μας κέντρο'. Η γνώση αυτή είναι απαραίτητη για τη χάραξη μιας επιτυχημένης στρατηγικής μάρκετινγκ». Συνεχίζοντας τη συζήτηση μαζί τους, μου εξηγούν πως η μεγαλύτερη πρόκληση που καλούνται να αντιμετωπίσουν, ειδικά στην ελληνική αγορά, είναι η έλλειψη ενημέρωσης γύρω από τα marketing analytics και τους τρόπους ενσωμάτωσής τους στην καθημερινή λειτουργία των επιχειρήσεων ως εργαλείο λήψης αποφάσεων. Η αλήθεια είναι πως -δυστυχώς- δεν μου προκαλεί εντύπωση κάτι τέτοιο. «Παρότι σε άλλες αγορές του κόσμου, όπως αυτή των ΗΠΑ, όλες οι αποφάσεις γύρω από τη στρατηγική μάρκετινγκ βασίζονται σε δεδομένα, στην Ελλάδα εξακολουθούμε να ακολουθούμε πιο παραδοσιακές στρατηγικές, στις οποίες ο ανθρώπινος παράγοντας (γνώση, εμπειρία, ένστικτο) παίζει κυρίαρχο ρόλο», λέει χαρακτηριστικά ο Δημήτρης. Οπως παραδέχεται βέβαια με μία δόση αισιοδοξίας, τα τελευταία ένα-δύο χρόνια έχουν γίνει μεγάλα βήματα προόδου για την αλλαγή αυτής της αντίληψης, «αφού αποδεδειγμένα η χάραξη μιας στρατηγικής μάρκετινγκ που είναι αποτέλεσμα ενδελεχούς μελέτης και ανάλυ-
σης δεδομένων είναι σαφώς πιο αποτελεσματική». Ετσι, ά στενά με τους πελάτες τους ώστε να κατανοήσουν τον τρόπο λειτουργίας της επιχείρησής τους και να υποδείξουν εύκολους και αποτελεσματικούς τρόπους ενσωμάτωσης των marketing analytics στην καθημερινή τους λειτουργία. Οταν η κουβέντα φτάνει στον ανταγωνισμό -προφανώς τον διεθνή-, δεν μασούν τα λόγια τους. Γνωρίζουν πως στις ΗΠΑ, αλλά και την Ευρώπη και ειδικά στο Ηνωμένο Βασίλειο υπάρχουν πολλές επιχειρήσεις που προσφέρουν αντίστοιχες υπηρεσίες call tracking. Φροντίζουν όμως να είναι η Nimbata η μοναδική πλατφόρμα που προσφέρει αντίστοιχες υπηρεσίες στην Ελλάδα με ιδία παρουσία. Επίσης, μέσω του δικτύου συνεργασιών που έχουν αναπτύξει στη Μέση Ανατολή, μπορούν πλέον να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και σε χώρες όπως η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ. Εκεί, μάλιστα, ενώ υπάρχει μεγάλη ζήτηση, οι περισσότεροι ανταγωνιστές τους δεν έχουν προς το παρόν επεκταθεί, κυρίως λόγω του δαιδαλώδους ρυθμιστικού πλαισίου. Το βασικότερο όμως σημείο διαφοροποίησής τους από τους ανταγωνιστές είναι η προσέγγισή τους όσoν αφορά το μοντέλο της συνεργασίας με τους πελάτες. Οι περισσότερες πλατφόρμες call tracking παγκοσμίως λειτουργούν με το μοντέλο SaaS (Software as a Service), που σημαίνει ότι ο πελάτης απλά γράφεται συνδρομητής και αρχίζει να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες χωρίς καμία ουσιαστική καθοδήγηση ή υποστήριξη από τον πάροχο των υπηρεσιών. «Αντίθετα, εμείς συνεργαζόμαστε στενά με τους πελάτες μας ώστε να κατανοήσουμε αρχικά το μοντέλο λειτουργίας τους αλλά και το πρόβλημα που θέλουν να επιλύσουν», προσθέτει και καταλήγει: «Στη συνέχεια προτείνουμε τον βέλτιστο τρόπο ώστε να επιτευχθεί αυτό μέσω της πλατφόρμας της Nimbata. Και προφανώς οι συμβουλευτικές αυτές υπηρεσίες έρχονται χωρίς κάποιο επιπλέον κόστος για τους πελάτες μας».
22
Κείμενο: Χρήστος Τσαπακίδης
23
Νοέ μβριος 2015
Το δίλημμα του Ούτρεντ «Είμαι ο Ούτρεντ, γιος του Ούτρεντ, και αυτή είναι μία ιστορία βεντέτας. Είναι μία ιστορία για το πώς θα πάρω από τον εχθρό μου αυτό που ο νόμος λέει ότι είναι δικό μου. Και είναι η ιστορία μίας γυναίκας και του πατέρα της, ενός βασιλιά». Κάπως έτσι ξεκινά το “The last kingdom”, το πρώτο βιβλίο της best-seller σειράς ιστορικών μυθιστορημάτων “The Saxon stories” του Μπέρναρντ Κόρνγουελ. Αυτή είναι και σε αδρές γραμμές η βασική ιστορία της νέας σειράς του BBC, επίσης με τίτλο “The last kingdom”, με την οποία το βρετανικό τηλεοπτικό δίκτυο θέλει να μπει και αυτό στα νερά του “Game of thrones”, δημιουργώντας όμως μία παραγωγή που είναι αρκετά διακριτή από την επιτυχημένη σειρά του HBO. Η σειρά έκανε πρεμιέρα στις 10 Οκτωβρίου στις ΗΠΑ και δύο εβδομάδες αργότερα στη Βρετανία. Προτού συνεχίσουμε όμως με την παρουσίασή της, θα πρέπει να σας προειδοποιήσουμε ότι υπάρχουν spoilers για το πρώτο επεισόδιο. Εάν δεν γνωρίζετε για την ιστορία και δεν θέλετε να σας στερήσουμε το στοιχείο του αιφνιδιασμού, παρακαλούμε να δείτε πρώτα το πρώτο επεισόδιο και μετά να επιστρέψετε. Θα σας περιμένουμε! Η ιστορία ξεκινά στην Αγγλία του 866 μΧ., όταν οι Βίκινγκς ξεκινούν μία μεγάλης κλίμακας εισβολή για να υποτάξουν το νησί. Ετσι θα ξεκινήσει και η οδύσσεια του μικρού Ούτρεντ, γιου ενός από τους τρεις ηγεμόνες της Νορθουμβρίας (του πρώτου αγγλικού βασιλείου που θα βιώσει την οργή των Βίκινγκς) ο οποίος αναβαπτίζεται με το όνομα του πατέρα του (αρχικά ονομαζόταν Οσμπερτ), όταν ο μεγάλος αδελφός του σκοτώθηκε από τους εισβολείς. Ο πιτσιρικάς θα δει τον πατέρα του να πέφτει στη μάχη και τον εαυτό του να αιχμαλωτίζεται από τους Δανούς. Ο Ούτρεντ θα μεγαλώσει με την οικογένεια του πολέμαρχου Ράγκναρ. Από σκλάβος, το 10χρονο αγόρι θα κερδίσει την εμπιστοσύνη του αφεντικού του, ο οποίος τελικά θα τον μεγαλώσει σαν γιο του. Αυτός ο ανέμελος οικογενειακός βίος θα διακοπεί επίσης βίαια, όταν ένας δυσαρεστημένος Δανός θα δολοφονήσει την οικογένειά του Ράγκναρ για να πάρει τη θέση του. Ο ενήλικος πια Ούτρεντ, ο οποίος έχασε τον τίτλο του από τον σφετεριστή θείο του και τώρα έχει ενοχοποιηθεί για τον θάνατο του Ράγκναρ καταφεύγει στον Νότο και το Βασίλειο του Ουέσεξ, το τελευταίο από τα αγγλικά βασίλεια που δεν έχει υποταχθεί στους Βίκινγκς. Εκεί θα αναδει-
χτεί το βασικό του δίλημμα: είναι Δανός ή Σάξονας, τη στιγμή που και οι Δανοί και οι Σάξονες του συμπεριφέρονται σαν να είναι ξένος; Στο Ουέσεξ θα συναντήσει τον Αλφρεντ, προσεχώς επικεφαλής του βασιλείου. Ιστορικά, ο Αλφρεντ θα παίξει μεγάλο ρόλο στο χτίσιμο του αγγλικού κράτους (για αυτό ονομάστηκε και «Μέγας»), φιλοδοξώντας να ενώσει όλα τα βασίλεια της χώρας σε ένα. Πιστός χριστιανός, ο Αλφρεντ θα αποκτήσει στην πραγματικότητα τη φήμη ενός καλλιεργημένου και ελεήμονα βασιλιά, ο οποίος υποστήριξε την εκπαίδευση και βελτίωσε το νομικό σύστημα, τη στρατιωτική δομή και την ποιότητα ζωής των υπηκόων του. Για να τα κάνει όλα αυτά, βέβαια, ο Αλφρεντ έπρεπε να αντιμετωπίσει πρώτα τους εισβολείς. Και ο Ούτρεντ, έχοντας μεγαλώσει μαζί τους, έχει το κλειδί για τη νίκη. Ανάμεσα σε όλα αυτά, βλέπουμε πάλι ένα γνώριμο δίπτυχο: βία και γυμνό. Ειδικά στο πρώτο επεισόδιο είναι σοκαριστική η μεταχείριση που επιφυλάσσουν οι Δανοί στους ηττημένους: βιασμοί, αποκεφαλισμοί και σταυρώσεις απεικονίζονται με έναν λιγότερο «καλογυαλισμένο» τρόπο όπως συνηθίζεται στη σειρά «Βίκινγκς». Το γυμνό προσφέρεται με πιο φειδωλό τρόπο. Αρκούν αυτά τα στοιχεία για να πούμε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα καινούργιο “Game of thrones”; Ο Μπέρναρντ Κόρνγουελ δίνει αρνητική απάντηση. Το “The last kingdom”, άλλωστε, δεν έχει δράκους και βασίζεται στην πραγματική ιστορία της Αγγλίας: «Εάν ήμουν υπεύθυνος προγράμματος του BBC, θα έλεγα: ‘Παίδες, θέλουμε ένα ‘Game of thrones’, ας βάλουμε δράκους και στήθη’», επισημαίνει ο 71χρονος συγγραφέας, για να συμπληρώσει: «Ομως όσο και εάν λατρεύω τα βιβλία του Τζορτζ [Μάρτιν], δεν έχουν αυτή τη βάση στην πραγματικότητα. Τα δικά μου αφορούν την πραγματική ιστορία: τη δημιουργία της Αγγλίας». Την ίδια άποψη φαίνεται να συμμερίζεται και ο Νικ Μέρφι, ο σκηνοθέτης των δύο πρώτων επεισοδίων του “The last kingdom”: «Ο λόγος που είπα ναι [στο πρότζεκτ] ήταν επειδή είπαν ότι θα μου επιτρεπόταν να την κάνω να φαίνεται διαφορετική. Σε κανένα από τα στάδια της παραγωγής δεν ήλθε κάποιος να μου πει: ‘Μπορείς σε παρακαλώ να το κάνεις αυτό έτσι, επειδή έτσι το έκαναν και στο ‘Game of thrones’;’. Εχω την αυτοπεποίθηση ότι θα νιώσουμε ότι βρισκόμαστε σε μία δική μας περιοχή».
Αντ’ αυτού, η σειρά δείχνει πως κινείται περισσότερο ανάμεσα στις σειρές «Ο Πύργος του Ντάουντον» και «Βίκινγκς». Οι δημιουργοί του «Πύργου» είναι, εξάλλου, αυτοί που υπογράφουν τη νέα σειρά και οι επιρροές τους είναι εμφανείς σε ορισμένες λεπτομέρειες, όπως στους γλυκανάλατους διαλόγους μεταξύ των ζευγαριών. Το “The last kingdom” έχει δύο βασικά ατού: τη στιβαρή και γρήγορη πλοκή που δεν θα σε κάνει να βαρεθείς (τουλάχιστον στα πρώτα επεισόδια που παρακολουθήσαμε) και το εξαιρετικό καστ. Πώς είναι, δηλαδή, το “The bastard executioner” που επίσης ξεκίνησε φέτος; Καμία σχέση! Ο Τομ Τέιλορ μας δίνει έναν νευρώδη πιτσιρικά Ούτρεντ που κερδίζει αμέσως τη συμπάθεια. Τη σκυτάλη παίρνει ο Αλεξάντερ Ντρέιμον, ο οποίος υποδύεται τον ενήλικα Ούτρεντ. Στο πρώτο επεισόδιο φαίνεται λίγο μαλθακός για τον ρόλο. Στο δεύτερο και το τρίτο επεισόδιο βελτιώνεται, ωστόσο, αρκετά για να σε κερδίσει. Το υποστηρικτικό καστ είναι επίσης ιδανικά επιλεγμένο. Σίγουρα την παράσταση κλέβει ο Ρούτγκερ Χάουερ, στον ρόλο του πατέρα του Ράγκναρ, Ραβν. «Ανέκαθεν ήθελα να παίξω έναν Βίκινγκ», λέει ο ηθοποιός για τον ρόλο του. «Για μένα [το “The last kingdom”] ήταν σαν την 'Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων' μαζί με μία σκοτεινή πλευρά». Ιδιαίτερη εντύπωση αφήνει και ο πατέρας του μικρού Ούτρεντ, ο βασιλιάς Ούτρεντ (Μάθιου Μακφάντιεν), ένας ικανός ηγεμόνας που αποτελεί τη μοναδική πηγή ανησυχίας για τους Βίκινγκς. Ο Μακφάντιεν έχει ωστόσο τη μοίρα του Σον Μπιν στο “Game of thrones”: ενώ φαίνεται πως θα είναι ένας από τους βασικούς ήρωες, τελικά σκοτώνεται στη μάχη, 20 μόλις λεπτά από την εμφάνισή του (ένα ρεκόρ που θα ζήλευε και ο Σον Μπιν). Πίσω στην πλευρά των Δανών, ιδιαίτερα επιβλητικός είναι ο Ράγκναρ (Πίτερ Γκάντζλερ), αλλά και ο πολέμαρχος Ούμπα (Ρούνε Τέμτε). Τέλος, ο Ντέιβιντ Ντόουσον μας δίνει έναν ορθολογιστή Αλφρεντ, την τελευταία ελπίδα των Σαξόνων. Μέχρι στιγμής και εν αναμονή των “Jessica Jones” και “The man in the high castle”, το “The last kingdom” είναι ίσως η καλύτερη σειρά που κυκλοφόρησε φέτος μετά το “Narcos” του Netflix. Και δεδομένου ότι όσο περνούν τα επεισόδια, τόσο καλύτερη γίνεται και η σειρά, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα παραμείνει σε υψηλή θέση στις προτιμήσεις μας.
24
Κείμενο: Δημήτρης Χαλιώτης / Φωτογραφίες: Στέφανος Καστρινάκης
25
Νοέ μβριος 2015
Ερωτας και ελευθερία
Τον έχω δει σε αρκετές παραστάσεις. Πάντα θαύμαζα αυτό που εκπέμπει, μια αγάπη για τη ζωή και τη δημιουργία. Βλέποντας όμως φέτος τον Αγγελο Παπαδημητρίου να υποδύεται μία από τις όψεις της περίφημης πόρνης Γαβριέλας στην παράσταση της Κίρκης Καραλή «Γκάμπυ» στο Νέο Θέατρο Βασιλάκου, ένιωσα πραγματικά ότι για πρώτη φορά ανθίζει ολοκληρωτικά. «Οταν με πήρε τηλέφωνο η Κίρκη ήμουν έτοιμος να της πω όχι. Και ξαφνικά μου λέει: 'Θέλω να κάνετε τη Γαβριέλα'. Το βρήκα τόσο πρωτότυπο, έξυπνο και μαγικό που δεν μπόρεσα να πω όχι. Της λέω 'κανονικά θα έλεγα όχι, αλλά εδώ θα πω ναι'», μου εξομολογείται για το πώς βρέθηκε να υποδύεται στη σκηνή (μαζί με τη Γωγώ Μπρέμπου και τη Λίλα Μπακλέση) τη γυναίκα-σύμβολο, που όταν ήταν παιδί έπαιρνε τηλέφωνο μαζί με τους φίλους του για να ακούσει τη φωνή της. Ενιωθε ανέκαθεν μία αλλόκοτη έλξη απέναντί της. «Σε μία συνέντευξή μου στο 'Βήμα' πριν από μερικά χρόνια όταν ρωτήθηκα γιατί είμαι καλλιτέχνης, απάντησα ότι θα ήθελα να παραφράσω τη φράση της Γαβριέλας 'Εγινα πόρνη γιατί έτσι γεννήθηκα' και να πω 'Εγινα καλλιτέχνης γιατί έτσι γεννήθηκα'. Τότε δεν είχα ιδέα φυσικά ότι θα υποδυθώ τη Γαβριέλα», μου αποκαλύπτει. Η Γαβριέλα υπήρξε η πιο διάσημη πόρνη των Αθηνών και η μοναδική που τιμήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για την αντίστασή της κατά τη γερμανική κατοχή. Δεν ντράπηκε ποτέ γι’ αυτό που είναι. «Οι περισσότερες το κρύβουν. Αυτή το έκανε φλάμπουρο. Ηθε-
λε να κόψει οποιαδήποτε σύνδεση με αυτό που εκπροσωπούσε η γυναίκα της εποχής της. Μετέτρεψε η ίδια τον εαυτό της σε installation και αυτοπροτάθηκε ως έργο τέχνης», παρατηρεί ο Αγγελος. «Τι συμβολίζει για εσένα η Γαβριέλα;» τον ρωτάω. «Εναν ζωντανό άνθρωπο, που σε μία εποχή πολύ δύσκολη διαφοροποιήθηκε από μία φυσική πορεία που ήταν προορισμένος να ακολουθήσει. Και μόνο που διαφοροποιήθηκε με τέτοια αποφασιστικότητα, σκληρότητα και κομψότητα ταυτόχρονα αποκαλύπτει έναν άνθρωπο που διαμαρτύρεται, που αρνείται να ενταχθεί σε ένα 'θετικό' σύνολο», μου απαντά. Ολόκληρες γενιές αντρών πέρασαν από το κρεβάτι της Γαβριέλας. Τη λάτρεψαν, την προσκύνησαν, την αγκάλιασαν όπως και οι γείτονές της. «Αραγε ήταν ευτυχισμένη;» αναρωτιέμαι. «Νομίζω πως ναι. Αυτή η διαφοροποίησή της και η ανεξαρτησία της από ένα σύνολο ανθρώπων την έκανε ευτυχισμένη. Ηταν αυτό που ζητούσε», σχολιάζει ο Αγγελος. Η νεαρή σκηνοθέτιδα Κίρκη Καραλή έστησε μία εμπνευσμένη παράσταση γύρω από τη ζωή αυτής της γυναίκας, μυώντας τον θεατή στο αξεδιάλυτο μυστήριό της. Τριχοτόμησε την ηρωίδα της, βάζοντας τρεις ηθοποιούς να την υποδυθούν: τη Γωγώ, τη Λίλα και τον Αγγελο. «Το ότι διάλεξε έναν άντρα για να υποδυθεί ένα κομμάτι του χαρακτήρα της Γαβριέλας το βρήκα έως και μεγαλοφυές από την πλευρά της Κίρκης», μου λέει ο Αγγελος. «Αυτή η σκληρότητα της Γαβριέλας δεν μπορεί εξηγηθεί από μία γυναίκα. Είναι αντρικό χαρακτηριστικό αυτή η παντελής έλλειψη φόβου.
Ολες οι γυναίκες σκέφτονται κάτι πολλές φορές πριν το κάνουν. Τον τρόπο που δινόταν με πάθος η Γαβριέλα τον συναντάμε μόνο σε ρεμπέτες και σε ρεμπέτισσες», προσθέτει και σπεύδει να διευκρινίσει: «Οταν μιλάω για αντρικό χαρακτηριστικό δεν σημαίνει ότι αφορά μόνο τους άντρες. Κανείς άνθρωπος δεν είναι μόνο άντρας ή μόνο γυναίκα. Μπορεί και μια γυναίκα να καλύπτει την ανδρική πλευρά της Γκάμπυ ή ένας άνδρας τη γυναικεία. Πάντως σίγουρο είναι ότι δεν φτάνει ένα πρόσωπο να υποδυθεί τη Γαβριέλα. Στην παράσταση ανά πάσα στιγμή η μία της πλευρά μπαίνει στην άλλη. Λειτουργούμε σαν ένα πρόσωπο». Η Γαβριέλα υπήρξε ανέκαθεν ακατάταχτη. Φόρεσε μόνη της το κοστούμι της πόρνης, αλλά και σε αυτό φρόντισε να είναι ξεχωριστή, να μην κατηγοριοποιηθεί. Αυτό η κοινωνία μας σπάνια το συγχωρεί. «Νομίζω ότι ησυχάζουμε όταν βάζουμε τους άλλους σε καλούπια. Δεν θα έπρεπε. Εκεί είναι που θα έπρεπε να ανησυχούμε. Οτιδήποτε σπάει μία σταθερότητα και μία 'φυσικότητα' είναι θετικό. Παρουσιάζουμε την τάξη με τη μορφή της φύσης. Δεν είναι φύση η τάξη. Το πολυπρόσωπο είναι αυτό που αντιπροσωπεύει τη φύση», μου τονίζει ο Αγγελος. «Θα μπορούσε σήμερα να υπάρξει μία νέα Γαβριέλα;» τον ρωτάω. «Ηταν γέννημα-θρέμμα της εποχής της. Σήμερα θα μπορούσε να υπάρξει μόνο με έναν άλλον μανδύα. Ισως σαν μία καλλιτεχνική οντότητα ή μία πολιτική θέση. Θέλω να πω, η σεξουαλικότητα είναι πια ένας ανοιχτός χώρος. Την πρακτική της Γαβριέλας θα τη δεις πια σε ένα κορίτσι της τρίτης λυκείου», μου εξηγεί.
26
27
«Μείνατε ευαίσθητοι» ήταν τα λόγια-παρακαταθήκη της Γαβριέλας. Αραγε μείναμε ευαίσθητοι; «Νομίζω ότι εκ των πραγμάτων δεν γίνεται να μην είμαστε ευαίσθητοι. Και να μη θέλουμε, θα γίνουμε. Η ζωή θα μας οδηγήσει όλους αργά ή γρήγορα στον τόπο της ευαισθησίας. Δεν γίνεται αλλιώς», μου απαντά ο Αγγελος και συνεχίζει: «Δεν είναι μονοπώλιο των καλλιτεχνών η ευαισθησία. Ισα ίσα οι περισσότερο ευαίσθητοι άνθρωποι είναι άνθρωποι που δεν έχουν καμία σχέση με την τέχνη. Ευαισθησία είναι να δέχεσαι την πραγματικότητα του άλλου. Εκεί έγκειται η ευαισθησία, στην κατανόηση του άλλου». Ο Αγγελος είναι ένας άνθρωπος πλήρης, απενοχοποιημένος, ελεύθερος. Γι’ αυτόν ο έρωτας είναι βασικό στοιχείο ελευθερίας. «Πιστεύω ότι μία από τις μεγαλύτερες χαρές της ζωής που έχουμε διδαχτεί κι από τους αρχαίους Ελληνες είναι να αγαπάμε το σώμα μας. Δεν πρέπει να πιέζουμε κανέναν. Εχω δει ανθρώπους ευτυχισμένους στη μονογαμία τους και άλλους δυστυχισμένους. Εχω δει ανθρώπους ευτυχισμένους στην πολυγαμία τους και άλλους όχι», μου λέει. Η συνάντησή του με νέους ανθρώπους και καλλιτέχνες στην «Γκάμπυ» μοιάζει να τον αναζωογονεί. «Είναι μία ομάδα από υπερταλαντούχα παιδιά. Κι ενώ μου λένε ότι είναι περήφανα που συνεργάζονται μαζί μου, πρέπει να πω ότι εγώ είμαι ευτυχισμένος που συνεργάζομαι μαζί τους», ομολογεί και κρατάει τα καλύτερα λόγια για την Κίρκη: «Ηταν τόσο ευγενής, που απόρησα κάποια στιγμή μαζί της που δεν ύψωνε καθόλου τον τόνο της φωνής της. Στο τέλος όμως έκανε πάντα αυτά που ήθελε με τον τρόπο της. Δεν υποχώρησε σε τίποτα. Αυτό μου άρεσε πάρα πολύ. Είναι μία ήρεμη δύναμη». Η «Γκάμπυ» έχει ευτυχήσει χάρη στο ταλέντο των συντελεστών της να είναι μία πραγματικά πολύ καλή παράσταση. Στη θεατρικά πληθωριστική Αθήνα με τις άπειρες ομάδες και τις σχεδόν 1.000 παραστάσεις αυτό είναι μία εξαίρεση. Ο Αγγελος ωστόσο πιστεύει ότι πρέπει να αφήσουμε όλα τα λουλούδια να ανθίσουν. «Είναι καλύτερο να βγουν 100 σαχλαμάρες και ένα καλό, από το να κοπούν οι 100 σαχλαμάρες και να μη βγει ούτε το ένα καλό. Το καλό θα έρθει από εκεί που δεν το περιμένουμε. Δεν είναι η εκπαίδευση που κάνει το θέατρο ή την τέχνη γενικότερα. Γι’ αυτό και πλησιάζω τα νέα παιδιά, μήπως γίνει το θαύμα. Και πηγαίνω εκεί που το θαύ-
Νοέ μβριος 2015
μα έχει τις λιγότερες πιθανότητες να προκύψει. Οταν δω σιγουριά, φεύγω», μου εξομολογείται. Λίγο πριν το τέλος, τη συζήτησή μας μονοπωλούν η μουσική και ο έρωτας. Η παράσταση της Κίρκης είναι πλούσια και από τα δύο. «Η Κίρκη το είδε όλο αυτό και σαν μία εκδοχή μουσικής παράστασης. Θέλησε να υπάρχει παντού μουσική. Δεν ξέρω πόσο συνειδητά ή ασυνείδητα το έκανε, αλλά έπραξε σοφά. Στην ουσία τι κάνουμε; Κάνουμε ένα γλέντι για τη Γαβριέλα. Ενα πάρτι για να την τιμήσουμε, από το οποίο δεν θα μπορούσε να λείπει η μουσική της», μου λέει ο Αγγελος. Για τον ίδιο η μουσική είναι μία γλώσσα. «Αμα δεν έχεις μουσική είναι σαν να σου λείπουν λέξεις. Υπάρχουν πράγματα που δεν λέγονται με λέξεις, μόνο με μουσική. Εγώ εμπλούτισα τα ελληνικά μου μέσα από τα τραγούδια του ελαφρού τραγουδιού και τα ρεμπέτικα». Και ο έρωτας; Τι είναι ο έρωτας; «Εφτασα κάποια στιγμή να καταλάβω ότι ο έρωτας αφορά πάντα μόνο έναν. Είναι λάθος να λέμε ότι αφορά δύο. Αυτά που αισθανόμαστε μέσα μας αφορούν μόνο εμάς. Απλά πάνω στην αγωνία μας εμπλέκουμε κι άλλους ανθρώπους», μου λέει. «Μα δεν μπορούν να συντονιστούν δύο έρωτες;» αναρωτιέμαι. «Μόνο από μακριά. Ο έρωτας είναι υπέροχος μέχρι να τον εφαρμόσουμε. Μόλις μετατραπεί σε σχέση και σε αυτά τα -πολύ ωραία- πεζά πράγματα της ζωής, αμέσως ξεθυμαίνει», μου απαντά. «Ναι, αλλά μπορεί να μετατραπεί σε αγάπη», διαμαρτύρομαι. «Αυτά είναι παρηγοριά για τους παντρεμένους!» μου λέει και βάζω τα γέλια. «Μείνατε ευαίσθητοι» ήταν το μότο της Γαβριέλας. Αναρωτιέμαι ποιο είναι το δικό του μότο. «Δεν μου αρέσει γενικά να συμβουλεύω. Σίγουρα δεν μου αρέσουν οι μεγάλες κουβέντες. Προτιμώ να σιωπώ. Εκείνο όμως που θα πρότεινα στα νεότερα παιδιά είναι να αποκτήσουν όσο το δυνατόν αργότερα σχήμα. Να κοιτάνε οι ιδέες τους να είναι εύπλαστες και όχι μασίφ. Να φροντίσουν η προσωπικότητά τους μέσα στα χρόνια να κολυμπάει μέσα στο νερό. Να μη γίνουν πυραμίδες ακίνητες. Να αποφεύγουν τον εγκλωβισμό», μου λέει και καταλήγει: «Εγώ αρνήθηκα τον εγκλωβισμό. Κάθε πρωί που ξυπνάω ψάχνω από την αρχή να δω ποιος είμαι. Δεν θέλω να είμαι σίγουρος ότι είμαι κάτι».
Επιμέλεια: Χχχχχχ Χχχχχχ / Photos: Χχχχχχ Χχχχχχ
28
Ο Αγγελος και… τα αγόρια του Στην παράσταση πρωταγωνιστούν και πέντε νέοι ηθοποιοί, όλοι απόφοιτοι του Θεάτρου Τέχνης. Για κάποιους η «Γκάμπυ» είναι η πρώτη τους επαγγελματική εμφάνιση στη σκηνή. Ας τους αφήσουμε να μας μιλήσουν για τους ίδιους και την Γκάμπυ…
29
Νοέ μβριος 2015
Αλεξ Τριανταφύλλου, 26 ετών
Βαγγέλης Αμπατζής, 27 ετών
«Πρώτη μου φορά στη σκηνή και έχω την τύχη να συνεργάζομαι όχι μόνο με δύο πολύ έμπειρους ηθοποιούς, όπως ο Αγγελος Παπαδημητρίου και η Γωγώ Μπρέμπου, αλλά και με μια εξαιρετικά ταλαντούχα νέα ηθοποιό, τη Λίλα Μπακλέση, καθώς και τέσσερις καλούς μου φίλους και συμμαθητές από τη σχολή του Τέχνης. Νιώθω πολύ τυχερός, γιατί λόγω της σχέσης που έχουμε το κλίμα ήταν οικείο εξαρχής. Ολη αυτή η θετική ενέργεια μας βοήθησε να γίνουμε ομάδα και να δημιουργήσουμε την παράσταση με τον πιο ευχάριστο τρόπο, χωρίς υπερβολική αυστηρότητα ή διαμάχες, κάτι που φοβόμουν πολύ ότι θα συναντήσω ως νέος ηθοποιός. Φυσικά ο βασικότερος παράγοντας ήταν η Κίρκη Καραλή, που συνέθεσε την ομάδα και μας έκανε να αγαπήσουμε την 'Γκάμπυ' και να τη δούμε με ρομαντική και ευαίσθητη ματιά, όπως νομίζω η ίδια την είδε εξαρχής. Ξέρω ότι τα πράγματα στο θέατρο πολύ σπάνια είναι ιδανικά, όμως χαίρομαι ιδιαίτερα που η πρώτη μου εμπειρία είναι αυτή και θέλω να το ευχαριστηθώ όσο μπορώ περισσότερο.»
«Πριν παίξω στην παράσταση είχα μία αρκετά εξιδανικευμένη εικόνα για την Γκάμπυ. Σχεδόν ηρωική. Φανταζόμουν την ατρόμητη πόρνη της Αθήνας να συγκρούεται με όλους τους άδικους για να υπερασπιστεί ανιδιοτελώς τους κολασμένους της γης... Ευτυχώς τώρα πια μπορώ να πω ότι αυτή η γραφικότητα έχει εκλείψει από την οπτική μου. Η Γκάμπυ είχε και πάθη και ψεγάδια και αυτά είναι που την κάνουν ανθρώπινη και γοητευτική. Για την κοινωνία της εποχής, αυτά ήταν ηθική έκπτωση· για την ίδια, απλώς ελευθερία. Ο φόρος της απελευθέρωσης πληρώνεται, λοιπόν, με μοναξιά. Γι’ αυτό και στην παράσταση η Γκάμπυ δεν είναι μία, αλλά τρεις. Τρεις διαφορετικές μορφές της ίδιας προσωπικότητας που συνδιαλέγονται άχρονα μεταξύ τους. Μια πολύ καθαρή έκφραση του μοναχικού. Για μένα δεν είναι η πρώτη φορά στη σκηνή, είναι όμως η πρώτη φορά εκτός Θεάτρου Τέχνης. Είμαι ευτυχής που σε αυτή την παράσταση συνεργάζομαι με τέσσερις συμμαθητές και φίλους από τη δραματική σχολή. Η χαρά του παιχνιδιού για μας καλά κρατεί.»
Γιώργος Σαββίδης, 28 ετών «Τυπικά θα μπορούσα να πω ότι δεν είναι η πρώτη μου φορά στη σκηνή, καθώς τη χρονιά που πέρασε κι ενόσω σπούδαζα στο Θεάτρο Τεχνης είχα την τύχη να δουλέψω σε δύο παραστάσεις της Λυρικής Σκηνής, στη «Σαλώμη» του Νίκου Καραθάνου και στο «Θέλω μια χώρα» της Μαριάννας Κάλμπαρη. Ουσιαστικά, όμως, η συμμετοχή μου στην «Γκάμπυ» αποτελεί την πρώτη φορά. Ο λόγος είναι ότι είναι η πρώτη φορά που βρίσκομαι στη σκηνή, αλλά μακριά από το Θέατρο Τέχνης και τους ανθρώπους του, δηλαδή, μακριά από αυτά που αποτέλεσαν το 'σπίτι' μου και την 'οικογένειά' μου τα τελευταία τρία χρόνια. Νιώθω πολύ τυχερός που μέρος αυτής της οικογένειας είναι μαζί μου στο 'Γκάμπυ' και αναφέρομαι φυσικά στους τέσσερις συμμαθητές μου, με τους οποίους μοιραζόμαστε -κατά κάποιον τρόπο- τους 'άντρες' της ζωής της Γκάμπυ επί σκηνής. Είναι μια πρωτόγνωρη εμπειρία, στην οποία προσθέτοντας τη Λίλα, τη Γωγώ και τον Αγγελο νομίζω θα τη θυμάμαι για πάντα.»
Μανώλης Κλωνάρης, 25 ετών «Είμαι ενθουσιασμενος με την Γκάμπυ. Νομίζω ότι την ερωτεύομαι. Ξυπνάω, κοιμάμαι και την έχω στο μυαλό μου συνέχεια. Τρέχω πίσω της σαν το σκυλί τέσσερις μήνες τώρα. Τι τα λεφτά μου της δείχνω, τι την καρδιά μου της ανοίγω, τίποτα αυτή. Μου είπε κάποια στιγμή: 'Αν θες να τα καταφέρεις να γίνω δική σου, πρέπει πρώτα να με εξερευνήσεις'. Κι εγώ προσπάθησα πολύ να την ψάξω, διάβασα, είδα, ό,τι μπόρεσα έκανα. Πάω, λοιπόν, σί-ί γουρος τώρα πια για να την κατακτήσω. 'Ξέρεις μόνο όσα ήθελα εγώ να μάθεις για μένα. Θες κι άλλη δουλειά', μου λέει. Πήγαινα και την έβρισκα κάθε μέρα, έβλεπα κάθε λεπτομέρεια: πώς έπαιζε με τα μαλλιά της, πώς πετούσε την τσάντα της, πώς μιλούσε στους πελάτες, πώς φύσαγε τον καπνό... Εφτασα να μπορώ να μαντέψω την επόμενή της κίνηση. Το παιχνίδι έγινε συναρπαστικό. Χωρίς να το καταλάβω, μου έδωσε το πράσινο φως και κάθε Δευτέρα και Τρίτη βρίσκομαι για 100 λεπτά στη ζωή της.»
Νίκος Λεκάκης, 22 ετών «Οσο πλησίαζε η στιγμή της αποφοίτησής μας, τόσο το πάθος και η λαχτάρα που είχαμε μπαίνοντας στη σχολή μετατρεπόταν σε άγχος και αγωνία για την εκπλήρωση του αρχικού στόχου: των πρώτων επαγγελματικών βημάτων. Ευτυχής συγκυρία, ώστε να μην παραταθεί αυτή η αγωνία επ’ άπειρον, ήταν η πρόταση της δασκάλας μου Μαριάννας Κάλμπαρη να συμμετέχω στο 'Θέλω μια χώρα', στο πλαίσιο του φεστιβάλ Αθηνών. Εκείνες τις ημέρες και με αφορμή τις εξετάσεις του έτους μου, ήρθε και μια άλλη πρόταση, από την Κίρκη Καραλή για την παράσταση 'Γκάμπυ'. Παράσταση εμπνευσμένη από το βιβλίο της θρυλικής Γαβριέλας, που είχε σκοπό να παρουσιάσει πτυχές μιας ιερόδουλης που ίσως δεν έχουμε σκεφτεί πως υπάρχουν. Νιώθω πολύ τυχερός για τη συμμετοχή μου, διότι βρίσκομαι σ’ ένα πολύ φιλικό περιβάλλον, καθώς τέσσερις από τους ηθοποιούς ήταν συμφοιτητές μου. Συγχρόνως, μου δόθηκε η ευκαιρία να συνεργαστώ με καταξιωμένους και πολύ ταλαντούχους ηθοποιούς, όπως o Αγγελος Παπαδημητρίου, η Λίλα Μπακλέση και η Γωγώ Μπρέμπου και να αποκομίσω πολλές εμπειρίες. Κατά τη διάρκεια των προβών, συνειδητοποίησα πόσο εργατική και γεμάτη όρεξη και φαντασία είναι η νέα γενιά καλλιτεχνών, πράγμα που με γεμίζει ελπίδα και πίστη για το επάγγελμα που επέλεξα.»
30
Κείμενο: Νατάσα Μαστοράκου / Φωτογραφία: Στέφανος Καστρινάκης
31
Νοέ μβριος 2015
Με το δεξί!
Δεν συμπαθώ τους αποχαιρετισμούς. Τα τελευταία live των συγκροτημάτων, την τελευταία συναυλία πριν σφραγιστεί ένας χώρος, τα δάκρυα για τις όμορφες στιγμές που περάσαμε κάπου, κάπως, κάποτε. Και δεν τα συμπαθώ γιατί μπορώ να γίνω τόσο μελό που να καταντήσω γραφική. Η περίπτωση του Passport όμως είναι τελείως διαφορετική. Ούτε αποχαιρετισμοί χρειάστηκαν ούτε μελοδραματικά μηνύματα αγάπης και συμπαράστασης. Και όσοι το αντιμετώπισαν έτσι, έκαναν λάθος. Το Passport αλλάζει χώρο, αλλάζει περιοχή, αλλά δεν αλλάζει αισθητική. Και αυτό είναι το πιο σημαντικό. Η τελευταία συναυλία που φιλοξένησε ο αγαπημένος χώρος στον Πειραιά ήταν το live με τον Παύλο Παυλίδη στις 31 Οκτωβρίου. Ετσι, μαζί με όλους τους φίλους του έκλεισε με τον καλύτερο τρόπο μια επιτυχημένη πενταετία. Από εδώ και πέρα οι άνθρωποι του Passport -ο βασικός πυρήνας της ομάδας παραμένει ίδιος- θα βρίσκονται στο Passport Κεραμεικός, το παλιό Cine Κεραμεικός στο κέντρο της Αθήνας. Συνάντησα τον Γιώργο και τον Κώστα Χουρδάκη πριν ακόμα ξεκινήσουν οι διαδικασίες ανακαίνισης του χώρου και έμαθα από πρώτο χέρι τα σχέδιά τους. «Ο χώρος στον Πειραιά έκλεισε με σκοπό να βρεθεί ένας χώρος που να έχει τις κατάλληλες προδιαγραφές για να σηκώσει τις δουλειές που θέλαμε πια να κάνουμε. Αρα χώρος μεγαλύτερος και εύκολα προσβάσιμος για όλο το κοινό». Και έτσι λύθηκαν αμέσως όλες οι απορίες μου για τους λόγους της μετακόμισης. «Θέλαμε να είμαστε το ίδιο κοντά σε όλους με δεδομένο ότι ούτως ή άλλως το κοινό το οποίο ακολουθούσε και παρακολουθούσε τα δρώμενα του Passport προερχόταν από όλες τις γειτονιές του λεκανοπεδίου. Οπότε ήταν μια προφανής επιλογή να βρούμε έναν χώρο που να μπορεί να εξυπηρετήσει το κοινό και έχοντας στο μυαλό μας ως πρώτο λόγο ο χώρος να έχει την αισθητική και τις προδιαγραφές τις οποίες θέλαμε», μου εξηγεί αναλυτικά ο Κώστας και διευκρινίζει ότι δεν θέλουν σε καμία περίπτωση να κόψουν δεσμούς με τον Πειραιά. «Κατ' αρχάς είμαστε Πειραιώτες», λέει ο ίδιος γελώντας, «οπότε δεν γίνεται να κόψουμε δεσμούς έτσι κι αλλιώς». Αλλά
ο πιο σημαντικός λόγος είναι η δραστηριοποίηση της ομάδας στο Passport Art, καθώς και οι παραγωγές της στο Κατράκειο και το Βεάκειο. Επανερχόμαστε στον Κεραμεικό και όση ώρα μιλάω με τα παιδιά δεν μπορώ να σταματήσω να χαζεύω τη σκηνή του κάτω χώρου. Ακούω τα σχέδια των παιδιών και φαντάζομαι στη σκηνή μουσικούς, χορευτές, ηθοποιούς να φτιάχνουν παραστάσεις για τις οποίες θα μιλάει όλη η Αθήνα. «Οι δυνατότητες που σου δίνει αυτός ο χώρος είναι τρομερές», συμπληρώνει τη σκέψη μου ο Γιώργος. «Μπορείς να κάνεις θεατρική παράσταση, μιούζικαλ, χορευτικές δράσεις. Ο χώρος έχει φτιαχτεί για να έχει πολυσχιδή δράση, να μην είναι μια ακόμα μουσική σκηνή στο κέντρο της Αθήνας. Εχουμε τη χαρά να μπαίνουμε σε ένα άρτια τεχνικά δομημένο χώρο και σε επίπεδο υποδομών δεν θα χρειαστεί καμία παρέμβαση. Το μόνο που θα κάνουμε είναι να επέμβουμε σε θέματα που έχουν να κάνουν με την αισθητική μας». Σε αντίθεση με τον κάτω χώρο, ο πάνω είναι αυτός που θα δεχθεί τις περισσότερες μετατροπές για να αποκτήσει την ταυτότητα του Passport. «Αυτό που θα δει ο κόσμος σε κάποια επίπεδα κατ' ευθείαν και σε κάποια άλλα σταδιακά μέσα στη σεζόν είναι κάποιες αισθητικές παρεμβάσεις, οι οποίες θα φέρουν τον χώρο πιο κοντά σε αυτό που ήξερε το κοινό σαν αισθητική του Passport», αναφέρει ο Κώστας και η συζήτηση αναπόφευκτα περνάει σε ονόματα, σχήματα, συναυλίες και άλλα πρότζεκτ. Δυστυχώς δεν μπορώ να αποκαλύψω ούτε τα ονόματα που άκουσα ούτε και τις φιλοδοξίες που έχουν τα δύο αδέλφια, όμως αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά ότι από τις 21 Νοεμβρίου ο Κεραμεικός θα αλλάξει εντελώς μορφή. Γιατί η επιτυχία ενός χώρου και η μεγάλη προσέλευση του κοινού δεν έχουν να κάνουν μόνο με τον χώρο, αλλά και με την ευρύτερη γειτονιά και τις αλλαγές που θα συμβούν σιγά σιγά μόλις ανάψουν τα φώτα στην μαρκίζα. Passport Κεραμεικός, λοιπόν, και η αρχή θα γίνει με τη Μαρίζα Ρίζου το Σάββατο 21 Νοεμβρίου και ένα πρόγραμμα με τον τίτλο «Μπελ Επόκ». Για την ιστορία, Belle Epoque (όμορφη εποχή) ονομάστηκε η περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας που διήρκησε από το 1871 έως την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου το 1914 και
χαρακτηρίστηκε για το αισιόδοξο πνεύμα της. Αυτή την αισιοδοξία που τόσο έχουμε ανάγκη θα εκφράσει στη σκηνή η Μαρίζα λίγο πριν την κυκλοφορία της δεύτερης δισκογραφικής της δουλειάς από την Feelgood Records. Για τέσσερα Σάββατα το κορίτσι με τη θετική αύρα παρουσιάζει ένα πρόγραμμα με διαφορετικό ήχο από ό,τι την έχουμε συνηθίσει, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Κωνσταντίνου Ασπιώτη. Το «Ζητάτε να σας πω», ο «Πασατέμπος» και η «Ταμπακιέρα» συναντούν το «Μια άλλη ευτυχία», το «Πετάω» και το promo single του επερχόμενου δεύτερου δίσκου «Είναι μικρή η ζωή». Και ενώ θα περίμενε κανείς η αισθητική της Μπελ Επόκ να κυριαρχεί στο live, καταλαβαίνει σύντομα ότι ο τίτλος είναι απλώς μια αλληγορία. Καμία ρετρό διάθεση από τη Μαρίζα και τους φίλους της, μόνο σχέδια και δρόμοι για μια νέα Μπελ Επόκ, αυτή του 2015. Εκτός όμως από το ποδαρικό, το δεύτερο σχήμα που θα φιλοξενηθεί στον πάνω χώρο είναι αυτό που φέρνει χαμόγελα στα δύο αδέρφια, αλλά και σε όλους εμάς. Ο Διονύσης Σαββόπουλος θα συναντηθεί με την Ελένη Βιτάλη σε ένα πρόγραμμα-έκπληξη που δεν θα θυμίζει σε πολλά την πρόσφατη συνεργασία τους στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων. Δύο καλλιτέχνες με τεράστια ιστορία, ένας τραγουδοποιός και μια ερμηνεύτρια που μετρούν δεκάδες χρόνια στον χώρο, θα ξεκινήσουν στις 18 Δεκεμβρίου τις εμφανίσεις τους στο Passport Κεραμεικός και οι περισσότεροι έχουμε ήδη κρατήσει στο ημερολόγιό μας ημερομηνίες για να τους απολαύσουμε. Αυτά είναι τα ονόματα που είναι μέχρι στιγμής ανακοινώσιμα, αλλά σύντομα θα ανακοινωθούν και οι δράσεις του κάτω χώρου με ονόματα και συνεργασίες που θα συζητηθούν. Για την ώρα η πόρτα του Passport Κεραμεικός κλείνει πίσω μου και βγαίνω στην Κεραμεικού γεμάτη εικόνες. Εικόνες από ένα χώρο στον οποίο έζησα όμορφες -επαγγελματικές και όχι μόνο- στιγμές, αλλά και εικόνες από ένα χώρο που θα αγαπήσω πολύ. Γιατί οι χώροι πολιτισμού δεν είναι μόνο οι τοίχοι, τα τραπέζια, οι σκηνές και τα μικρόφωνα, είναι κυρίως οι άνθρωποι. Και στην περίπτωση των αδερφών Χουρδάκη- αλλά και του πατέρα τους που τους στηρίζει πάντα- οι άνθρωποι είναι τόσο κεφάτοι και αγαπούν τόσο πολύ αυτό που κάνουν που θα το κάνουν καλά και αυτή τη φορά.
Κείμενο: Νικήτας Καραγιάννης
32
Ξεκλειδώνοντας το σώμα
Τους ανακάλυψα με αφορμή τη συμμετοχή τους στο νέο βίντεο κλιπ των String Demons. Και με εντυπωσίασαν με τον χορό τους που θυμίζει πολεμικές τέχνες, την απίστευτη κίνηση, τη θεατρικότητα και τα θεαματικά ακροβατικά που συνθέτουν τις χορογραφίες τους. Η ομάδα AcrOdance είναι μια απολύτως οικογενειακή υπόθεση των Ομηρίδηδων, αφού ιδρύθηκε από την Αννα Ομηρίδη, τους γονείς της, Δημήτρη και Βάγια, και τους αδελφούς της, Γιώργο και Τριαντάφυλλο. Θέλοντας να μάθω περισσότερα, κανονίσαμε ραντεβού με την Αννα και τον Γιώργο για να μου εξηγήσουν πώς ξεκίνησαν όλα αυτά τα υπέροχα πράγματα. «Βασικά, όλοι μας στην οικογένεια ασχολούμαστε με τη γυμναστική σε συνδυασμό με τον χορό, τα ακροβατικά και τις πολεμικές τέχνες», λέει η Αννα. «Τόσο η μητέρα μου, που είναι αισθητικός και γυμνάστρια, όσο και ο πατέρας μου ως γυμναστής, δάσκαλος πολεμικών τεχνών, χορογράφος και μουσικός, μας μύησαν από παιδιά ακόμη -είμαστε συνολικά έξι αδέλφια- σε αυτόν τον κόσμο». Οι γονείς τους γνωρίστηκαν στη διάρκεια ενός σόου στο οποίο συμμετείχαν και από τότε ταξίδεψαν μαζί σε πολλές χώρες του κόσμου δίνοντας μουσικοχορευτικές παραστάσεις με κομμάτια του πατέρα τους και θεατρικές φιγούρες ακροβατικών. Το ιδιαίτερο αυτό εί-
δος γυμναστικής που κάνουν και διδάσκουν το ονομάζουν OMIDO, από τα αρχικά του επωνύμου τους και μια λέξη που στα ιαπωνικά σημαίνει «σωστός δρόμος-σωστή επιλογή». Εκτός από το OMIDO, ο Γιώργος έχει ειδικευτεί επίσης στο tricking, επίσης έναν συνδυασμό χορού, πολεμικών τεχνών και ακροβατικών. Η Αννα μού λέει ότι η ομάδα βασικά ξεκίνησε το 2001 προσθέτοντας σε όλα τα παραπάνω θέατρο, αεροβική και ένα παιχνίδι που λειτουργεί και ως χοροθεραπεία. Διδάσκουν στο οικογενειακό γυμναστήριο που λειτουργεί εδώ και πολλά χρόνια στην οδό Γ' Σεπτεμβρίου 19Α, σε γκρουπ που δεν ξεπερνούν τα δέκα άτομα, επειδή όπως μου εξηγούν έτσι μπορούν να μεταδώσουν καλύτερα την τέχνη τους. «Διοργανώνουμε θεματικές εβδομάδες, που οι μαθητές μας βρίσκουν πολύ διασκεδαστικές - κάτι που επιδιώκουμε καθότι σε κάθε μάθημα κάνουμε και κάτι διαφορετικό, κάτι νέο», συμπληρώνει ο Γιώργος. «Κι εμείς πρέπει συνεχώς να βελτιωνόμαστε ώστε να μπορoύμε να διδάξουμε κάτι καλύτερο. Εκείνο επίσης που με χαροποιεί είναι το μεγάλο ενδιαφέρον που δείχνουν οι γυναίκες στα γκρουπ μας, κάτι που αποδεικνύει ότι αυτό που κάνουμε δεν απευθύνεται αποκλειστικά σε άντρες, όπως ίσως πολλοί νομίζουν». Οπως μου λένε, οι ηλικίες των μαθητών ποικίλλουν, από την εφηβεία έως και τα περα-
σμένα 40, κάτι που φαντάζει λογικό, αν κρίνω από την καταπληκτική φυσική κατάσταση του πατέρα τους που είναι σχεδόν στα 70 του! Ως το πιο δύσκολο κομμάτι της δουλειάς τους θεωρούν το σημείο στο οποίο ο μαθητής πρέπει να ξεπεράσει τους φόβους του ότι δεν θα τα καταφέρει. «Κάθε ηλικία έχει τις δικές της δυσκολίες και διαφορετικά ψυχολογικά μπλοκαρίσματα που πρέπει να λύσουμε», συνεχίζει η Αννα. «Γι' αυτό και όλοι αγαπούν το χοροθεραπευτικό κομμάτι. Μετά το μάθημα, όσο κουρασμένοι και να είναι αρχικά από τις δουλειές τους, αισθάνονται γεμάτοι ενέργεια και απόλυτα ήρεμοι. Αυτό τους ξαφνιάζει ευχάριστα επειδή δεν το περιμένουν». Ως το καλύτερο κομμάτι της δουλειάς τους θεωρούν το σημείο που βλέπουν τους μαθητές τους να χαίρονται επειδή κατάφεραν κάτι που νόμιζαν αδύνατον! Ο Γιώργος συμπληρώνει ότι σε αυτό παίζει ρόλο και το κομμάτι του αυτοσχεδιασμού που χαλαρώνει τους μαθητές, αφού καταλαβαίνουν ότι δεν υπάρχουν αναγκαστικά στενά όρια. Από την εμπειρία τους συμβουλεύουν όποιον σκέφεται να ασχοληθεί «να μη φοβάται και να μην αφήνεται στην ακινησία του καναπέ με διάφορες δικαιολογίες. Οταν το σώμα μας είναι καλά, τότε και η ψυχολογία μας απογειώνεται».
34
Κείμενο: Νατάσα Μαστοράκου / Φωτογραφίες: Στέφανος Καστρινάκης
35
Νοέ μβριος 2015
Τώρα είναι ο χειμώνας του... Δημήτρη
Ο Δημήτρης Λιγνάδης έχει μόλις τελειώσει την καθημερινή του πρόβα στο Εθνικό Θέατρο. Τον συναντώ στο μικρό καφέ δίπλα στο κτίριο Τσίλλερ και αντικρίζω απέναντι μου έναν... μαθητή. Με σακίδιο στην πλάτη και όρεξη μικρού παιδιού ο ηθοποιός και σκηνοθέτης παραγγέλνει και μου μιλάει για όλα. Για τον Μπίλι Ελιοτ, τον Ριχάρδο, τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα, την Ιθάκη, το Παρίσι, την Αγγλία, την Αθήνα. Η κουβέντα περνάει από το ένα θέμα στο άλλο με τρομερή ταχύτητα και με την οικειότητα που μου επιτρέπει η γνωριμία μας τον ρωτάω από πού αντλεί τόση ενέργεια. Αν και κουρασμένος από τις συνεχόμενες πρόβες και την προετοιμασία ουσιαστικά τριών παραστάσεων, ο Δημήτρης είναι χαμογελαστός και λαμπερός. Είναι έτοιμος να κινηθεί από το φως στο σκοτάδι -από το φως του μικρού χορευτή Μπίλι στο σκοτάδι του Ριχάρδου- και μέσα σε όλα αυτά να βρει χρόνο για τον έρωτα: αυτόν του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας (έργο που θα παρουσιάσει στο Πάνθεον τον Απρίλιο) αλλά και αυτόν που βιώνει ο ίδιος. «Είμαι κουρασμένος, αλλά είμαι πολύ καλά», λέει επιβεβαιώνοντας τις παρατηρήσεις μου και όταν τον ρωτάω αν οφείλεται για αυτό η επιτυχία στα προσωπικά του απαντάει γελώντας: «Δεν είναι κακά τα προσωπικά μου και αυτό είναι καλό στην ηλικία μου. Μου έκανε πολύ καλό που πήγα φέτος διακοπές μετά από χρόνια. Το Πάσχα με την Ελένη Κούρκουλα στο Παρίσι και το καλοκαίρι στην Ιθάκη. Διακοπές κανονικές κάτω από τον έναστρο ουρανό. Φυσικά, μου έδωσε τρομερή ώθηση ψυχολογικά και η ενασχόλησή μου με τα παιδιά». Δεν παραλείπω φυσικά να ρωτήσω αν είναι ερωτευμένος. «Ναι, αλλά ανεπίδοτος», διευκρινίζει.
«Οχι ενθουσιασμένος, αλλά ερωτευμένος με τη βαθιά αρχαιοελληνική έννοια του όρου». Λίγες ημέρες πριν τον συναντήσω είχε κάνει πρεμιέρα στο Παλλάς η παράσταση “Billy Elliot” που ο ίδιος σκηνοθέτησε. Η ιστορία του 11χρονου αγοριού που προσπαθεί να γίνει χορευτής στη συντηρητική Αγγλία της δεκαετίας του 1980 συγκινεί το κοινό σε κάθε της παρουσίαση. Από το 2000 που προβλήθηκε για πρώτη φορά η ταινία και ειδικά από το 2005 που ανέβηκε στο θέατρο, τόσο ο μικρός ήρωας, όσο και ο ανθρακωρύχος πατέρας του είναι σύμβολα ελευθερίας και ύμνος στην κάθε είδους διαφορετικότητα. Εν μέσω των μεγάλων απεργιακών κινητοποιήσεων ο χήρος Τζάκι γράφει τον Μπίλι σε μαθήματα μποξ, αλλά εκείνος σιχαίνεται το άθλημα και βρίσκει καταφύγιο σε μια ομάδα μπαλέτου που χρησιμοποιεί τον χώρο του γυμναστηρίου για πρόβες. Αγνοεί τις απαγορεύσεις της οικογένειας και συνεχίζει κρυφά τα μαθήματα όταν η σύλληψη του πατέρα του τον αναγκάζει να χάσει την οντισιόν για τη Βασιλική Σχολή Μπαλέτου στο Λονδίνο. Αν και φοβάται ότι θα στιγματιστεί κοινωνικά, ο Τζάκι πείθεται να βοηθήσει τον μικρό να πραγματοποιήσει το όνειρό του όταν τον βλέπει για πρώτη φορά να χορεύει. Σε αντίθεση με τις αρχικές τους φοβίες, συνάδελφοι του Τζάκι και φίλοι συγκεντρώνουν χρήματα, ο μικρός συνεχίζει τα μαθήματά του και λίγο αργότερα γίνεται δεκτός από την Ακαδημία. Πρόκειται για μια παράσταση πολύ απαιτητική, κυρίως γιατί τα παιδιά πρέπει να είναι εκτός από πειθαρχημένα και άρτια καταρτισμένα. «Δεν σε κούρασε η συνεργασία μαζί τους;» ρωτάω τον Δημήτρη προσπαθώντας να φανταστώ πώς είναι να πρέπει να προετοιμάσεις μικρά
παιδιά για μια τόσο μεγάλη παραγωγή. «Μου έδωσαν τρομερή ενέργεια παρ’ όλες τις τιτάνιες δυσκολίες. Και δεν είναι μόνο τα μικρά παιδιά, αλλά και τα μεγάλα», λέει γελώντας και απευθύνεται στον Αιμίλιο Χειλάκη, που κάνει τον πατέρα του Μπίλι, αλλά και στον Απόστολο Τότσικα που ενσαρκώνει τον ήρωα με μεγάλη ηλικία. Αλλωστε ο Δημήτρης έχει μεγάλη πείρα στη διδασκαλία, καθώς από το 1990 μέχρι το 2000 δίδασκε θέατρο σε παιδιά στο Αρσάκειο. «Αγαπώ πολύ τη δημιουργικότητα των παιδιών», αναφέρει και μου δίνει την ευκαιρία να τον ρωτήσω για τον τρόπο που προσέγγισε ένα τόσο αγαπημένο έργο. «Το υπέδαφος της Ελλάδας είναι πολύ δύσκολο να δεχθεί ένα τέτοιο έργο. Εμείς βασιστήκαμε στην αγγλική παράσταση και δεν μπήκα στην παγίδα να προσπαθήσω να ανακαλύψω τον ήρωα από την αρχή. Ηταν δύσκολο να βρούμε παιδιά τόσο καταρτισμένα. Κάναμε δύο οντισιόν, είδαμε πάνω από εκατό παιδιά και αυτά που επιλέξαμε δεν ήταν στη βαθμίδα ετοιμότητας που είναι τα παιδιά στην Αγγλία, αλλά έγινε τρομερή δουλειά. Στο εξωτερικό έχει γίνει φάμπρικα, υπάρχει ειδική σχολή που ετοιμάζει Μπίλι Ελιοτ. Εδώ διδάξαμε τα παιδιά κλασικό χορό, κλακέτες, υποκριτική, τραγούδι και κάναμε μια παράσταση-άθλο για τα ελληνικά δεδομένα. Και δεν μιλάω μόνο για το υπερθέαμα· εμένα αυτό από μόνο του δεν μου λέει και πολλά. Δεν μπήκαν απλώς λεφτά, αλλά μπήκε και πολύς κόπος και πολλή τέχνη σε όλο αυτό. Και αυτό με κάνει πάρα πολύ χαρούμενο, όπως με κάνει χαρούμενο η ευγνωμοσύνη που βλέπω στα παιδιά, παρόλο που τους φώναζα και ήμουν σκληρός. Αλλά και αυτά, όπως και εγώ, το χάρηκαν πολύ».
36
37
Και από το φως και την αισιοδοξία του “Billy Elliot” στο σκοτάδι του «Ριχάρδου Γ’». Εναν ρόλο που ο Δημήτρης ήθελε πολύ και πρότεινε στον Γιάννη Χουβαρδά σε μια νυχτερινή τους έξοδο. Σκηνοθέτης στο ένα, ηθοποιός στο άλλο. Και στα δύο οι πρόβες ήταν απαιτητικές και ξεπερνούσαν το δωδεκάωρο σε καθημερινή βάση. Δύσκολο έργο ο «Ριχάρδος» και του επισημαίνω αστειευόμενη ότι του ταιριάζει πολύ αυτός ο ρόλος. «Ολοι αυτό μου λένε, αλλά δεν εξακολουθώ να απαντάω: ‘Δεν καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό’. Δεν είμαι τόσο άγριος και κακός», λέει παίρνοντας την πάσα από το χιούμορ μου. Σοβαρεύει αμέσως για να μου διευκρινίσει ότι ο Χουβαρδάς δεν θα έκανε ποτέ μια παράσταση απλώς επειδή στον Δημήτρη ταιριάζει ο ρόλος. Φυσικά ο καθένας θέλει να παίζει ρόλους που νομίζει ότι του πάνε, αλλά αυτό έχει να κάνει περισσότερο με μια κατάσταση αισθητικής φύσης. Ο Ριχάρδος είναι αδελφός του βασιλιά Εδουάρδου (της δυναστείας των Γιορκ) και αν και πολύ πίσω στη σειρά διαδοχής του στέμματος επιθυμεί όσο τίποτα την εξουσία. Ενας άνδρας αδικημένος από τη φύση, καθώς είναι κουτσός και με σκολίωση, που διεκδικεί τον θρόνο όχι για να κερδίσει χρήματα, γυναίκες ή κάτι άλλο, αλλά για την κατάκτηση αυτή καθεαυτή. Δεν έχει ηθική και δεν διστάζει να εξαπατήσει και να σκοτώσει συγγενείς, γυναίκα και συνεργάτες για να απομείνει στο τέλος μόνος, να προσπαθεί να κυβερνήσει. «Ο Χουβαρδάς δεν αντιμετωπίζει καθόλου τραγικά και καθόλου δραματικά και τραγωδιακά το έργο. Το βλέπει σαν παιδικά ζοφερό ή ζοφερά παιδικό. Η τραγικότητα δεν βγαίνει από δεξιά, αλλά από αριστερά. Δηλαδή ο ήρωας είναι ένας ενήλικας σε έναν πολύ κακομαθημένο και αποτυχημένο παιδικό ψυχισμό», μου εξηγεί ο Δημήτρης και συνεχίζει: «Η φύση τον πρόδωσε, ηθική δεν έχει - και αυτές είναι οι δύο δυνάμεις στον κόσμο. Τον Ριχάρδο τον πρόδωσαν και οι δύο, για αυτό και δεν πιστεύει σε τίποτα και δρα σαν ζώο. Μια στάση στην οποία μένει πιστός μέχρι το τέλος». Από τους περισσότερους ήρωες του Σαίξπηρ, ο Ριχάρδος είναι ίσως ο πιο πραγματικός. Ενας αιμοδιψής άντρας που από τον πρόλογο του έργου συστήνεται στο κοινό και ξεκαθαρίζει τις προθέσεις του. «Είναι ένα direct έργο και εγώ το θεωρώ αριστούργημα. Από την αρχή λέει ‘εγώ θα πάρω την εξουσία ο κόσμος να χαλάσει’ και τελικά τα καταφέρνει. Αλλά επιθυμεί την εξουσία σαν ιδέα, όχι σαν υλικές απολαβές. Οπως ένα
Νοέ μβριος 2015
παιδί που θέλει να αγοράσει όλο το μαγαζί με τα παιχνίδια, όχι για να παίξει με όλα, αλλά για να τα έχει δικά του. Για αυτό και όταν τελικά κατακτά την εξουσία δεν ξέρει να εξουσιάσει και ούτε το θέλει. Ο Ριχάρδος -και αυτό είναι μια ταυτοσημία με εμένα- έχει μάθει να ζει και να επιβιώνει μέσα στο «δυσ-»: στη δυστυχία, στη δυσμορφία, στο δύσκαμπτο, στο δυσεπίλυτο. Αν του δώσεις κάτι εύκολο δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει, πρέπει να το κάνει δύσκολο, να το ακρωτηριάσει για να το διαχειριστεί».
ράλ τύπο η εξουσία είναι η μέγιστη ηθική αρετή. Αυτό που βλέπουμε όμως είναι ότι όλοι γύρω του γλείφουν, έρπουν, αναρριχώνται, προσπαθούν να ανέβουν στην εξουσία πολύ συνειδητά για να καρπωθούν τα οφέλη της, είτε αυτά λέγονται λεφτά είτε γυναίκες είτε οτιδήποτε άλλο. Εκείνος είναι ένας ευγενής, αιμοδιψής άνθρωπος και φυσικά πανέξυπνος. Για αυτό και μέσα στο χάος του γίνεται με κάποιο τρόπο ελκυστικός, αν όχι γοητευτικός. Στο τέλος του έργου λέει ότι θα αποδεχθεί ό,τι φέρει η τύχη και το αποδέχεται. Γίνεται ηρωικός».
Τον ακούω να μιλάει με τόσο ενθουσιασμό για το έργο και αναρωτιέμαι αν δυσκολεύτηκε να γίνει ξανά μαθητής και να υπακούσει στις σκηνοθετικές οδηγίες του Χουβαρδά. «Δεν είμαι απλώς μαθητής, είμαι φύτουλας», απαντάει με ευτυχία. «Από την αρχή βέβαια και ο Χουβαρδάς ήξερε ποιον ηθοποιό επέλεξε, αλλά στις πρόβες είμαι τρομερά υπάκουος και μάλιστα με μεγάλη ευκολία. Περίμενα ότι ασυνείδητα θα αντιδρούσα μέσα σε όλο αυτό, θα μου έβγαινε η σκηνοθετική ματιά, όμως αυτό δεν συνέβη. Εμπιστεύομαι τον Γιάννη [Χουβαρδά], αλλά και τον ηθοποιό Λιγνάδη για αυτό και το έκανα».
Ενα ακόμα κοινό σημείο του Δημήτρη με τον Ριχάρδο είναι όπως λέει ο ίδιος η αγάπη για το κάλλος. «Η ομορφιά με την κλασική έννοια είναι ωραίο πράγμα και εγώ είμαι σκλάβος της, δεν λέω ότι την κατακτώ, αλλά ούτε και ότι τη διαθέτω, αλλά μπορώ να την εκτιμήσω. Φαντάσου η ψυχή του Ριχάρδου που ξέρει να τη διακρίνει, αλλά ο θεός τον προίκισε με το άσχημο. Αναγκαστικά για αυτόν τον άνθρωπο ήταν όλα ένας μονόδρομος». Ο ίδιος δηλώνει ερωτευμένος αλλά προσδιορίζει με μεγάλη σαφήνεια την κατάσταση: «Δεν είμαι τόσο μικρός για να μην έχω συνείδηση του τι γίνεται γύρω μου, γιατί γύρω μου υπάρχει χάος, ούτε τόσο νέος για να μην ξέρω ότι ο κάθε έρωτας που μας συμβαίνει είναι ένας Ικαρος που πάει προς τον ήλιο, έχει μια φωτοτροπία, αλλά μπορεί να καεί. Αλλά δεν είμαι και τόσο μεγάλος για να μην το ζήσω».
Από τις 10 Δεκεμβρίου λοιπόν ο «Ριχάρδος Γ'» θα παρουσιάζεται στο Εθνικό Θέατρο, ενώ ο Δημήτρης θα ετοιμάσει μια ακόμα παράσταση στη σκηνή του Πάνθεον. Σαίξπηρ και εκεί - και μάλιστα δική του επιλογή και αυτό. Το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» σε ποιητική προσέγγιση. «Μιλάει για ένα δίπολο, για έναν κόσμο ανήλικο, απόλυτο, ρομαντικό και έναν κόσμο μεσότητας που είναι η ενηλικίωση. Ρομαντισμός και ρεαλισμός, αλλά αυτό διά της ποιήσεως. Θα κάνω διακειμενικότητα, θα μπούν στίχοι από άλλα ποιήματα, αλλά σε κάθε περίπτωση θα είναι ένα μεγάλο σόου. Δεν μου αρέσει ο όρος υπερθέαμα, αλλά μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για το Πάνθεον, έναν χώρο 2.000 θέσεων. Το μεγάλο μου στοίχημα είναι να μη θυσιάσω το βάθος για χάρη του εύρους». Η κουβέντα περνάει από το ένα έργο στο άλλο, βρίσκουμε ομοιότητες και διαφορές και προσπαθούμε όλα αυτά να τα χωρέσουμε στην Αθήνα του 2015. Το “Billy Elliot” είναι ένα έργο με άμεσες αναφορές στην κρίση και την οικονομική δυσχέρεια και ο «Ριχάρδος» ένα έργο που υμνεί την εξουσία, αλλά με έναν αξιοπρεπή τρόπο. «Ο ήρωας του Σαίξπηρ είναι ένας εγκληματίας με πολύ αίμα στα χέρια του, αλλά ιδωμένος από τη δική μας ηθική, την αμιγώς χριστιανική. Γιατί για έναν αμο-
38
Κείμενο: Νατάσα Μαστοράκου / Φωτογραφία: Πέτρος Κουμπλής
39
Νοέ μβριος 2015
Στη γειτονιά των παιδικών μας χρόνων Πάντα πιστεύω ότι κάθε καινούργιος δίσκος του Φοίβου Δεληβοριά είναι η πιο προσωπική του δουλειά. Και κάθε φορά πέφτω έξω. Ειδικά μετά τον «Αόρατο άνθρωπο» δεν μπορούσα να φανταστώ ότι κάτι τόσο εσωτερικό μπορούσε να ξεπεραστεί. Και όμως, η «Καλλιθέα» καταφέρνει κατ' αρχάς αυτό: να μας βάλει ακόμα πιο πολύ μέσα στη ζωή του, στην ψυχή του, στον τρόπο που εκείνος αποφασίζει να δει και να αντιμετωπίσει το παρελθόν του. Η Καλλιθέα είναι ο δικός του τρόπος να βλέπει τα πράγματα. Και παράλληλα ο τρόπος που μια ολόκληρη γενιά αντιμετωπίζει την παιδική της ηλικία μέσα από το πρίσμα του σήμερα. Δεν μπορώ να εξηγήσω ακριβώς πώς γίνεται, αλλά αυτός ο δίσκος είναι ο πιο εσωτερικός, ο μόνος που εμπεριέχει τόσο πολύ το θέμα του θανάτου και ο μόνος που πρέπει οπωσδήποτε να ακούσεις ολόκληρο. Τα πρώτα δείγματα που είχαμε ακούσει σε προηγούμενες εμφανίσεις του αποκτούν άλλη υπόσταση μέσα στο σύνολο. Ολα αυτά είχα στο μυαλό μου πριν τον συναντήσω στο αγαπημένο του καφέ στο Παγκράτι και μια ώρα μετά οι απορίες μου λύθηκαν και ο ενθουσιασμός μου μεγάλωσε. Γυρνώντας σπίτι άκουσα ακόμα μια φορά την «Καλλιθέα» και φαντάστηκα ότι θα μπορούσε να λέγεται «Πατήσια», «Περιστέρι», «Ιλίσια» και δεκάδες άλλα μέρη. Γιατί η Καλλιθέα του Φοίβου είναι η γειτονιά των παιδικών μας χρόνων. Οι φίλοι που χάσαμε, τα στέκια που δεν υπάρχουν πια, η παιδική μας ηλικία που τελείωσε εδώ και χρόνια. Χωρίς νοσταλγία, χωρίς μελοδραματισμούς, χωρίς δάκρυα. «Δύο χρόνια μετά τον 'Αόρατο άνθρωπο' δεν είχα γράψει τίποτα. Ξαφνικά την άνοιξη του 2013 ένιωσα τρομερά την επιθυμία να πάω βόλτα στο πατρικό μου. Είχα να πάω 3-4 χρόνια λόγω δουλειάς και επειδή οι γονείς μου δεν μένουν πια εκεί. Το έβλεπα όμως συνέχεια στον ύπνο μου, ένιωθα ότι θέλει κάτι να μου πει. Οταν μπήκα στο σπίτι, κάθισα στο γραφειάκι που έγραφα τα τραγούδια μου όταν ήμουν έφηβος, είχε δίπλα και ανοιχτό ένα τετραδιάκι, πήρα την παλιά κιθάρα και αμέσως έγραψα το 'Ερημιά στην Καλλιθέα'. Ενιωσα τις μυρωδιές του σπιτιού, άκουσα τους ήχους του - ακόμα και τα ωδικά πτη-
νά της γιαγιάς μου που δεν υπάρχουν πια. Το τραγούδι μού βγήκε σαν νεράκι και αμέσως ήξερα ότι ξεκίνησα. Εκεί θα με πήγαινε αυτό το ταξίδι. Την άλλη μέρα μετέφερα στο πατρικό το πιάνο μου, το πικάπ, τα βιβλία μου. Ξανάρχισα να βλέπω παλιούς συμμαθητές, να πηγαίνω στα παλιά μου στέκια, να ξαναζώ στη γειτονιά», λέει ο ίδιος. Η αφήγηση του Φοίβου προλαβαίνει την επόμενη ερώτησή μου, πώς καταφέρνει να μιλάει για το παρελθόν χωρίς να γίνεται μελό και νοσταλγικός. Μαθαίνω ότι από μικρός αντιπαθούσε τη νοσταλγία και αυτό που τον ενδιέφερε είναι να καταλάβει το παρελθόν μέσα από το παρόν. Θέλει να δει τα παιδικά του χρόνια μέσα από μια άλλη κάψουλα. Οχι νοσταλγική, αλλά ούτε και απαραίτητα φωτεινή. «Δεδομένου ότι υπάρχει και μια μόδα την τελευταία δεκαετία με την επιστροφή σε παλιές δεκαετίες -και όχι μόνο του '80, αλλά και πιο πίσω- ήθελα να κάνω ένα δίσκο για να αντιμετωπίσω αυτή την ανάγκη των ανθρώπων να κοιτάξουν προς τα πίσω», μου εξηγεί και συνεχίζει: «Πιστεύω ότι η ποπ κουλτούρα έχει μια σοφία κάθε φορά ως προς το πού απευθύνεται». Αυτή η απόφασή του για το ταξίδι στην Καλλιθέα έπρεπε με κάποιο τρόπο να δοθεί και μέσα από τη μουσική. Γιατί οι στίχοι μάς λένε όμορφες ιστορίες, αλλά η ιδιαιτερότητα με αυτό τον δίσκο είναι ότι ακούμε αυτές τις ιστορίες να τις αφηγείται ο πρωταγωνιστής και οι μουσικοί μέσα στο ίδιο το περιβάλλον που περιγράφουν. Για αυτό τον λόγο μεγάλο μέρος του υπέροχου αποτελέσματος οφείλεται στον παραγωγό Χρήστο Λαϊνά που πήρε το ρίσκο να στήσει ολόκληρο στούντιο ηχογράφησης στο σπίτι του Φοίβου στην Καλλιθέα και να χρησιμοποιήσει στις μίξεις όλους τους ήχους που σπιτιού και της γειτονιάς. «Ο Χρήστος είναι ένας παραγωγός πολύ περιπετειώδης και ταλαντούχος. Για να υλοποιήσει την ιδέα έκανε μεγάλη έρευνα για ηχογραφήσεις σε φυσικούς χώρους και το υπηρέτησε ακραία. Στον δίσκο υπάρχει η γιαγιά μου που μιλάει, τα παιδιά από το φροντιστήριο που λένε ένα τραγούδι, ακόμα και εγώ που ανεβαίνω από το κλιμακοστάσιο». Μοιάζει περίπλοκο και ριψοκίνδυνο. Αλλά στο τέλος ακούγεται πολύ όμορφο. Το μόνο όργανο που δεν ηχογραφήθηκε στο σπίτι ήταν τα ντραμς, όμως και αυτά έχουν στηθεί με τέτοιο τρόπο που δένουν τέλεια με τα
υπόλοιπα. «Και η φωνή;» ρωτάω πεπεισμένη ότι έχει γραφτεί στο στούντιο. «Η φωνή είναι και αυτή γραμμένη στο σπίτι», με διαψεύδει ο Φοίβος. «Εδώ μιλάμε για έναν δίσκο που υπηρετεί ένα συγκεκριμένο πράγμα, που είναι το σπίτι. Επρεπε να βρούμε κάτι που να υπηρετεί αυτή την ιδέα: ο άνθρωπος μέσα στο σπίτι, μέσα στα φαντάσματά του. Και το πετύχαμε. Δεν ξέρω πόσο δύσκολο ή εύκολο ήταν. Ξέρω ότι για να γίνει όλο αυτό σωστά χρειάζεται να υπάρχει ένας ταλαντούχος άνθρωπος από πίσω. Και αυτός είναι ο Χρήστος Λαϊνάς». Δεν αναφέρομαι επίτηδες σε συγκεκριμένα τραγούδια του δίσκου, γιατί όλα είναι πτυχές μιας συγκεκριμένης ιστορίας. Ωστόσο δεν μπορώ να μην αναφερθώ στην «Κική», το πρώτο τραγούδι του δίσκου που γράφτηκε όταν ο Φοίβος ήταν 22 ετών. Σε αυτή την εκδοχή το μισό είναι ηχογραφημένο ακριβώς όπως το πρωτότυπο, στο ίδιο πιάνο, στο ίδιο δωμάτιο και το υπόλοιπο έγινε γκόσπελ με κιθάρες και φωνητικά, όπως έγινε με τα χρόνια η «Κική», μια από τις καλύτερες στιγμές σε κάθε συναυλία του. Πάντως, τα τραγούδια που έχουμε ήδη γνωρίσει στις τελευταίες συναυλίες του έχουν αλλάξει εντελώς και αυτό ήταν συνειδητή απόφαση. Οπως μου λέει ο Φοίβος, ο ίδιος επέλεξε να εκθέσει τις πιο εξωστρεφείς στιγμές της «Καλλιθέας», όπως είναι ο «Μπάσταρδος γιος», παρόλο που ήξερε ότι έβγαινε κάτι πιο βαθύ στο τέλος. Ηθελε τα κρυφά φαντασματάκια, τις νύμφες και τις νεράιδες να τις ανακαλύψει ο καθένας μόνος του. Και όταν παρατηρώ ότι την «Καλλιθέα» πρέπει να την ακούσεις από την αρχή ως το τέλος για την καταλάβεις, τον βλέπω απέναντί μου να χαμογελά. «Εγώ ακόμα δουλεύω με πρώτη και δεύτερη πλευρά δίσκου», μου λέει και επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς μου. Οταν το κασετοφωνάκι κλείνει, συζητάμε για το πώς νιώθει όταν αποχωρίζεται έναν δίσκο, για τη ζωή του που πολλές φορές είναι εκτεθειμένη στα χέρια όλων μας, για την πολιτική κατάσταση, τον θάνατο που έχει μπει για τα καλά στη ζωή μας, αλλά και την ευτυχία του να μεγαλώνεις ένα παιδί. «Δεν μπορείς παρά να εκτίθεσαι αν θέλεις αυτό που κάνεις να είναι πραγματικά εμπειρία και να δώσεις το καλύτερο κομμάτι του εαυτού σου», μου λέει και ανανεώνουμε το ραντεβού μας για το Gagarin στις 28 του μήνα, όπου θα παίξει για πρώτη φορά όλο τον δίσκο ζωντανά και θα μας μυήσει στα μυστικά της δικής του Καλλιθέας.
40
«Πειραματικό» ή Την περασμένη άνοιξη ο Ανέστης Αζάς και ο Πρόδρομος Τσινικόρης είχαν σχεδιάσει τον φετινό χειμώνα σε πιο… κανονικούς ρυθμούς. Θα έκαναν στη Γερμανία το sequel του «Τηλέμαχος: Should I stay or should I go?», θα σκηνοθετούσαν μία ακόμα παράσταση στο Βερολίνο και θα παρουσίαζαν και την καινούργια τους δουλειά τον Φεβρουάριο στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Ολα ήταν τακτοποιημένα με τέτοιο τρόπο, που θα μπορούσαν παράλληλα να ζήσουν και τη ζωή τους σαν άνθρωποι. Και τότε ήρθε η πρόταση από το Εθνικό Θέατρο και τον Στάθη Λιβαθινό να αναλάβουν την καλλιτεχνική διεύθυνση της νέας Πειραματικής Σκηνής. Και αυτό το «θα μπορούσαν παράλληλα να ζήσουν και τη ζωή τους» μετατράπηκε σε όνειρο θερινής νυκτός. Η απόφαση του Λιβαθινού να αναθέσει την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού στον Πρόδρομο και τον Ανέστη ήταν η πιο εύστοχη που έχει πάρει μέχρι σήμερα ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού. Ο λόγος είναι απλός. Στο πρόσωπό του Ανέστη και του Πρόδρομου το «πειραματικό» -μία έννοια καθ’ όλα παρεξηγημένη στην Ελλάδα εδώ και πολλές δεκαετίες- αναβαπτίζεται αποκτώντας το ουσιαστικό της νόημα. «Εγώ δεν διαχωρίζω το θέατρο σε πειραματικό, ακαδημαϊκό ή κλασικό. Σημασία έχει να έχουμε μία καλή παράσταση», σχολιάζει ο Πρόδρομος, ενώ για τον Ανέστη το πειραματικό συνίσταται στο «ψάξιμο πέρα από την πεπατημένη: όταν ένας καλλιτέχνης βάζει την πρόκληση στον εαυτό του να πάει λίγο παραπέρα από τη μέχρι τώρα δουλειά του, αλλά και το πώς αυτό μπορεί να λειτουργήσει σωστά με το κοινό. Δεν κάνουμε θέατρο μόνο για τον εαυτό μας. Κάνουμε θέατρο και για τον κόσμο. Το βασικό στοιχείο είναι πάντα η επικοινωνία». Αν έχεις παρακολουθήσει παράσταση του Πρόδρομου και του Ανέστη, μπορείς να αντιληφθείς ότι ο πρωταρχικός τους στόχος είναι ένας: να σε εμπλέξουν με αυτό που βλέπεις ή βιώνεις και να σε μετακινήσουν εσωτερικά. Οι παραστάσεις τους δεν σου αφήνουν περιθώριο να μη σκεφτείς, να μείνεις αδιάφορος ή να κοιμηθείς. Ετσι αντιλαμβάνονται το θέατρο, ως μία διαδικασία επικοινωνίας και μετατόπισης. Στο όνομα αυτής της επικοινωνίας με το κοινό, το πρώτο πράγμα που έκαναν μπαίνοντας στην παλιά σκηνή «Κατίνα Παξινού» (το περίφημο -1 πια, όπου βρίσκεται και η στέγη της Νέας Πειραματικής) ήταν να αλλάξουν εκ βάθρων τον χώρο. «Η αρχιτεκτονική στο θέατρο είναι το άλφα και το ωμέγα. Σου καθορίζει τα πάντα», μου λέει ο Ανέστης. «Το Κατίνα Παξινού ήταν ένα θέατρο που είχε άλλη μία ιταλική σκηνή. Το έχουμε αντιστρέψει αυτό, δηλαδή η σκηνή πια είναι εκεί που ήταν ο χώρος των θεατών και εκεί που ήταν η σκηνή υπάρχει μια κερκίδα για τους θεατές. Ο στόχος είναι να έχουμε μία πιο άμεση σχέση θεατή-ηθοποιού. Δεν μας ενδιαφέρει τόσο το illusion, που
εξυπηρετεί μία ιταλική θεατρική σκηνή, αλλά ένα θέατρο λόγου και αμεσότητας, που θα έχει μεγαλύτερη ευθύτητα». Αμέσως μετά έκατσαν κάτω και κατάρτισαν ένα πρόγραμμα που συνδιαλέγεται με την κοινωνία. Οχι άλλος ένας Τσέχωφ, ένας Στρίντμπεργκ, ένας Ουίλιαμς με απλά λίγο πιο «ψαγμένη» (τι παρεξηγημένη κι αυτή η λέξη) σκηνοθεσία. Τα έργα να αποτελούν απλά αφορμή για κάτι που αφορά το σήμερα, μία πιο βαθιά βουτιά σε αυτό που είμαστε, σε αυτό που συμβαίνει γύρω μας και μας πνίγει. «Προσπαθήσαμε να πατήσουμε σε μοντέλα που έχουμε γνωρίσει στη Γερμανία. Ενας προγραμματισμός θέτει εξαρχής κάποιες βάσεις. Τι θέλουμε να δείξουμε, γιατί θέλουμε να το δείξουμε… Συζητούσαμε τώρα στο θέατρο Γκόρκι στη Γερμανία με τον αναπληρωτή διευθυντή του και μας έλεγε ότι για την επόμενη σεζόν το θέμα τους είναι “post democracy” και ό,τι ανεβαίνει πρέπει να ανεβαίνει υπό αυτό το πρίσμα», μου επισημαίνει ο Πρόδρομος. Και μπορεί η πρώτη αυτή χρονιά να είναι διερευνητική και ολίγον αυτοσχεδιαστική, αλλά φαίνεται ότι μία θεματική πάνω στην οποία κινούνται πολλές από τις νέες παραστάσεις της Πειραματικής είναι αυτή της δικαιοσύνης και του τρόπου που αποδίδεται. «Ενας άλλος άξονας είναι ότι οι σκηνοθέτες που παρουσιάζουν δουλειές τους δεν είναι καθιερωμένοι στο θεατρικό σκηνικό. Οι περισσότεροι είναι στο ξεκίνημά τους. Εχουν κάνει μία δύο δουλειές μόνο. Θεωρούμε ότι η Πειραματική μπορεί να είναι ένας χώρος για να δοθεί αυτό το βήμα σε νέους σκηνοθέτες», παρεμβαίνει ο Ανέστης και ο Πρόδρομος προσθέτει: «Αν παλιά η Πειραματική ήταν φυτώριο ηθοποιών, τώρα θέλουμε να λειτουργήσει ως φυτώριο σκηνοθετών και σκηνοθετικών τάσεων». Οι δυο τους ζητούν από τον κόσμο να δώσει στο θέατρο μία δεύτερη ευκαιρία. «Αυτοί οι άνθρωποι που λένε 'δεν με νοιάζει το θέατρο' είναι αυτοί που απλά έχουν δει κακές παραστάσεις. Ζητάμε μια ευκαιρία να έρθουν στο θέατρο άνθρωποι χωρίς προκατάληψη για το τι θα δουν, να είναι ανοιχτοί στην ελεύθερη έκφραση», μου λέει ο Πρόδρομος.
Κείμενο: Δημήτρης Χαλιώτης / Φωτογραφία: Στέφανος Καστρινάκης
41
Νοέ μβριος 2015
απλά… καλό θέατρο Στο νέο πρόγραμμα της Πειραματικής συναντάμε μερικές πολύ ενδιαφέρουσες παραστάσεις που κινούνται πάνω στη λογική που προαναφέραμε. Το πρόγραμμα έχει ήδη δημοσιευτεί πολλάκις, όποτε θα μου επιτρέψετε να προτιμήσω να σταθώ σε δύο δράσεις που θεωρώ ότι ανοίγουν έναν άλλον διάλογο με την κοινωνία. Η πρώτη είναι οι Ανοιχτές Τετάρτες ή αλλιώς Open Stage. «Κάθε Τετάρτη θα παρουσιάζουμε στην Πειραματική και μια διαφορετική εκδήλωση με ελεύθερη είσοδο. Μπορεί να είναι από την παρουσίαση ενός καινούργιου συγγραφέα ή μίας νέας ομάδας ή ενός αφιερώματος… Θέλουμε να μάθει ο κόσμος ότι για μία ώρα κάθε Τετάρτη στην Πειραματική γίνεται κάτι διαφορετικό», μου εξηγεί ο Ανέστης. Η δεύτερη αφορά το φεστιβάλ με θέμα τον Εμφύλιο Πόλεμο, που θα γίνει την άνοιξη. «Θέλαμε να κάνουμε ένα ανοιχτό κάλεσμα στις ομάδες της πόλης, αλλά θέλαμε να βάλουμε ένα θέμα. Ο εμφύλιος πόλεμος ήταν μία ιδέα του Πρόδρομου, επειδή φέτος συμπληρώνονται 70 χρόνια από την έναρξή του και επειδή είναι ένα θέμα που διαρκώς επανέρχεται στη ρητορική της κρίσης. Πώς μπορεί το θέατρο να μας βοηθήσει να αντιληφθούμε και να ξεπεράσουμε αυτό το γεγονός;» μου λέει ο Ανέστης. Βρήκα την ιδέα συναρπαστική. Ο Εμφύλιος παραμένει ακόμα θέμα ταμπού για την ελληνική κοινωνία. «Θα έπρεπε επιτέλους να είμαστε έτοιμοι να μιλήσουμε! Εβδομήντα χρόνια είναι αυτά! Δεν είναι ένα και δύο!» εξανίσταται ο Ανέστης. «Τι σημαίνει αυτό το 'ξύνεις πληγές'; Ποιες πληγές 70 χρόνια μετά; Μία πληγή κάτω από το χαλί που την ξεχάσαμε. Από αυτή την πληγή όμως πηγάζουν πολλές παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας. Πάμε να την εξερευνήσουμε. Δεν θα πάθει κανένας κακό!» προσθέτει ο Πρόδρομος.
«Νομίζω ότι ο ρόλος του θεάτρου είναι να ξαναδώσει χώρο στη διαλεκτική», τονίζει ο Ανέστης. «Το πολιτικό στη χώρα μας πολλές φορές ταυτίζεται με το στρατευμένο κι εγώ αισθάνομαι την ανάγκη να το ξεκαθαρίσουμε αυτό. Εμάς μας ενδιαφέρει το πολιτικό όπως το είχε προσεγγίσει ο Γκοντάρ. Οχι το πώς κάνουμε μία πολιτική ταινία, αλλά το πώς κάνουμε μία ταινία πολιτικά. Ενας τρόπος που μπορεί να σε μετατοπίσει λίγο σε σχέση με το πώς σκέφτεσαι τα πράγματα». Η σεζόν πάντως για την Πειραματική άνοιξε με δύο παραστάσεις του Πρόδρομου και του Ανέστη, που έκαναν το ντεμπούτο τους στο περασμένο Φεστιβάλ Αθηνών. Και οι δύο αξίζουν κάτι παραπάνω από την προσοχή σας. Η μία, το «Στη μέση του δρόμου» του Πρόδρομου είναι μία audio tour παράσταση που επιτρέπει σε κάθε θεατή μία συζήτηση με έναν άστεγο. Μία εμπειρία που σε κάνει να βλέπεις τη ζωή αλλιώς και λειτουργεί θεραπευτικά και για τον άστεγο και για τον θεατή. Η δεύτερη, το «Φαρμακονήσι ή το δίκαιο του νερού» του Ανέστη μιλάει με αφορμή την πρώτη εκείνη δικαστική απόφαση για το πρώτο μεγάλο ναυάγιο με πρόσφυγες στις αρχές του 2014 στο Φαρμακονήσι για τον τρόπο που λειτουργεί μία ολόκληρη γραφειοκρατία στην Ελλάδα. «Δεν μας αφορά να επιβεβαιώσουμε το αυτονόητο, τον πόνο των προσφύγων. Ασχολούμαστε πολύ με το κομμάτι των θεσμών, πώς δηλαδή στο πλαίσιο μίας συντεταγμένης πολιτείας οι θεσμοί αντιμετωπίζουν ή δεν αντιμετωπίζουν αυτό το ζήτημα», σχολιάζει ο Ανέστης. Ο Ανέστης και ο Πρόδρομος δουλεύουν ασταμάτητα. Μόλις γύρισαν από το Βερολίνο, όπου παρουσίασαν το sequel του «Τηλέμαχος: Should I stay or should I go?» με τον Πρόδρομο και τον Κωστή Καλλιβρετάκη να προτείνουν έναν νέο τρόπο για να βγούμε από την κρίση δημοπρατώντας ενώπιον των Γερμανών το σώμα τους. «Ηταν μία υπερβολή για να δείξεις την αδυναμία που νιώθει ο καθένας μας για το τι μπορεί να κάνει σήμερα στην Ελλάδα για να βγει από το αδιέξοδο», παρατηρεί ο Πρόδρομος. Τώρα έχουν πέσει με τα μούτρα στην Πειραματική, ενώ παράλληλα κάνουν συνεντεύξεις με αλλοδαπές καθαρίστριες για να μαζέψουν ιστορίες που θα χρησιμοποιήσουν στη νέα τους παράσταση «Καθαρή πόλη» τον Φεβρουάριο. «Αυτό που μας ενδιαφέρει να δείξουμε είναι μια εικόνα της χώρας μας από την οπτική γωνία των άλλων», μου εξηγεί ο Ανέστης. «Μήπως δουλεύετε πιο πολύ απ’ όσο θα έπρεπε;» αναρωτιέμαι. «Εγώ ξέρω ότι χωρίς πολλή δουλειά δεν μπορεί να γίνει απολύτως τίποτα. Είμαστε σε μία φάση που πρέπει να τρέξουμε και να δουλέψουμε. Εχω όμως υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι από του χρόνου θα κάνω λιγότερα πράγματα. Χρειάζομαι και χρόνο για την προσωπική μου ζωή που αυτή τη στιγμή δεν τον έχω», μου απαντά ο Ανέστης. «Από του χρόνου θα μας ξαναδείτε στα μπαρ!» προσθέτει ο Πρόδρομος και μας πιάνουν τα γέλια.
42
Ανακαλύπτοντας
Μάνος Χατζιδάκις. Στο άκουσμα του ονόματός του οι περισσότεροι φέρνουμε στο μυαλό μας συγκεκριμένες θείες μελωδίες. Ο Χατζιδάκις όμως δεν ήταν απλά ένας σπουδαίος συνθέτης. Ηταν ένα πολιτικό ον - με την αριστοτελική έννοια του όρου. Ηταν ένας βαθιά σκεπτόμενος άνθρωπος με ισχυρή άποψη, με τις εμμονές του ενίοτε, αλλά κι εκείνη τη βαθιά ανάγκη να ψάχνεται, να αλλάζει, να ανακαλύπτει… Να μην κατατάσσεται εύκολα.
του, όπως ο Δημήτρης Βερνίκος, ο Μίνως Αργυράκης, ο Νίκος Κούνδουρος, η Ντένη Βαχλιώτη και ο Διονύσης Σαββόπουλος. Μπορεί κανείς να κλέψει κάτι από την αινιγματική, πολυσύνθετη προσωπικότητα αυτού του ανθρώπου, που αποθεώθηκε και λοιδορήθηκε, ενέπνευσε και στοχοποιήθηκε όσο λίγοι - ακριβώς, γιατί πέρα από το δαιμόνιο ταλέντο του, είχε πάντα και το θάρρος της γνώμης του.
«Ανήκω σε αυτούς που θα με ανακαλύψουν και θα με ανακαλύπτουν πάντα», είχε δηλώσει ο ίδιος. Και διαβάζοντας την υπέροχη αυτή έκδοση της Οδού Πανός που κυκλοφορεί εδώ και λίγες ημέρες στα βιβλιοπωλεία με αφορμή τα 90 χρόνια από τη γέννηση του Χατζιδάκι, ανακάλυψα ότι μπορεί να χάσεις μια ζωή ολόκληρη ανακαλύπτοντας και αποκρυπτογραφώντας τον Χατζιδάκι. Αυτή άλλωστε ήταν, είναι και θα είναι η γοητεία του.
Στις 441 σελίδες του βιβλίου παρακολουθούμε όλη τη διαδρομή του Μάνου. Από το Θέατρο Τέχνης, το ρεμπέτικο και το Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου μέχρι την περίοδο του ελαφρού τραγουδιού, τον ελληνικό κινηματογράφο, τη συνεργασία με την Αλίκη και τη Μελίνα και την «Οδό Ονείρων». Από τα χρόνια στην Αμερική και τις διεθνείς συνεργασίες μέχρι τον «Μεγάλο Ερωτικό» και το Τρίτο Πρόγραμμα. Από το «Πολύτροπον» και τα «Πέριξ» μέχρι τον πολιτικό Χατζιδάκι. Αδύνατον να χωρέσουν όλα σε ένα άρθρο. Μείναμε σε κάποιες στιγμές που ίσως φωτίσουν λίγο καλύτερα την προσωπικότητά του. Και σας προτείνουμε να σπεύσετε το συντομότερο να αγοράσετε το βιβλίο για να τον ανακαλύψετε μόνοι σας.
Στο πολυσέλιδο αυτό βιβλίο-λεύκωμα με τίτλο «Μάνος Χατζιδάκις: 90 χρόνια από τη γέννησή του» σε κείμενα και επιμέλεια του Νίκου Γκροσδάνη μπορεί κανείς να ανακαλύψει άγνωστες πτυχές του Χατζιδάκι μέσα από συνεντεύξεις του και κείμενα δικά του, αλλά και φίλων
Κείμενο: Δημήτρης Χαλιώτης
43
Νοέ μβριος 2015
τον Μάνο… Τα χρόνια του Τέχνης Λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’40 η Αθήνα αρχίζει να μαθαίνει τον πολύ νεαρό ακόμα Μάνο Χατζιδάκι μέσα από τη συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. «Γυάλινος Κόσμος», «Ματωμένος Γάμος», «Λεωφορείον ο Πόθος»… Ο ίδιος ο Χατζιδάκις θυμάται: «Την εποχή εκείνη ήθελα να ήμουν κάτι μέσα στο θέατρο. Χωνόμουν μέσα στο θέατρο και δεν έφευγα παρά πάρα πολύ αργά το βράδυ μεθυσμένος από δουλειά, από δοκιμές κι από παράσταση. Τότε δεν υπήρχαν μαγνητόφωνα και παίζανε ζωντανά τη μουσική κάθε βράδυ. Ηταν ο Τάτσης, ο Αποστολίδης, ο Ταχιάτης, ο Χρονόπουλος… Ολοι ήταν φίλοι μου και παίζαμε μαζί τη μουσική αυτή και ήταν απόλαυση να μετέχουμε στην παράσταση - να μην κουραζόμαστε από την επανάληψη, αλλά να σεβόμαστε κάθε θεατή που ερχόταν να δει την παράσταση, έστω κι αν ήταν δύο μήνες που παιζόταν το έργο, όπως για παράδειγμα με τον 'Ματωμένο Γάμο'. Εκεί στο Θέατρο Τέχνης είχαμε ζήσει πολύ ωραίες στιγμές και το τραγούδι αυτό που ήθελα να φτιάξω αναδυόταν δειλά δειλά. Το 1948, στην αποθέωση της μικροαστικής Αθήνας, η Μελίνα Μερκούρη ως Μπλανς Ντιμπουά τραγουδούσε στο Θέατρο Τέχνης: 'Χάρτινο το φεγγαράκι, ψεύτικη η ακρογιαλιά, αν με πίστευες λιγάκι, θα ’σαν όλα αληθινά'. Κανείς δεν πίστευε τότε, εκτός από δυο τρεις φίλους μας, ότι ετούτο το τραγούδι θα το τραγουδούσε όλος ο τόπος κάποτε».
την παγιωμένη αντίληψη. «Αυτά τα τραγούδια είναι τόσο κοντινά σε μας και σε τέτοιο σημείο δικά μας που δεν έχουμε νομίζω σήμερα τίποτα άλλο για να ισχυριστούμε το ίδιο. Το ρεμπέτικο -κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο- έχει επιβάλει πια τη δύναμή του λίγο πολύ σε όλους μας, είτε θετικά είτε αρνητικά, είτε δηλαδή το παραδεχόμαστε είτε όχι».
Οι έξι λαϊκές ζωγραφιές Το ρεμπέτικο και η περίφημη διάλεξη Εφηβος ακόμα ο Χατζιδάκις γνωρίζει και νιώθει μία ακαταμάχητη έλξη για το ρεμπέτικο. Μόνο που το ρεμπέτικο τότε έμοιαζε με… απαγορευμένο καρπό για κάθε καθωσπρέπει άνθρωπο. «Αυτό το είδος για τους αστούς -και όχι μόνο την εποχή εκείνη- ήταν συνώνυμο της πανούκλας. Ελεγες πανούκλα και ρεμπέτικο και ήταν το ίδιο. Οταν εγώ πρωτοπήγα σε κάποια στέκια όπου λειτουργούσε αυτό το είδος εντελώς απαγορευμένα, ο θείος μου φώναξε τη μητέρα μου και της είπε ότι πήρα τον κακό δρόμο. Ηταν αδύνατο να διανοηθεί κανείς τότε ότι θα άκουγε νόμιμα ένα τραγούδι του Μάρκου ή του Τσιτσάνη ή του Παπαϊωάννου. Και τι κρίμα! Εγινε μετά αυτό το τραγικό: από τη στιγμή που ανακαλύφθηκαν, συγχρόνως γελοιοποιήθηκαν (έμοιαζαν σαν τα ψάρια έξω από το νερό), ψόφησαν, ό,τι ήταν να γίνει υπήρχε μέσα στον καιρό που ήταν περιθωριακά», σχολιάζει ο Χατζιδάκις πολλά χρόνια μετά. Το 1949, την εποχή που το άστρο του ανατέλλει, ο Χατζιδάκις έχει την τόλμη να δώσει μία διάλεξη για το ρεμπέτικο τραγούδι με την οποία επιχειρεί να ανατρέψει
Η εν λόγω διάλεξη προκαλεί θύελλα αντιδράσεων. Διάφορες επιφανείς προσωπικότητες της εποχής επιτίθενται με άρθρα τους εναντίον του Χατζιδάκι, που τόλμησε να μιλήσει θετικά για το ρεμπέτικο. Ο ίδιος σιωπά. Και το 1950 δίνει τη δική του απάντηση με το νέο του έργο, τις «Εξι λαϊκές ζωγραφιές», έξι ρεμπέτικα τραγού-
δια διασκευασμένα και παιγμένα από τον ίδιο στο πιάνο. Ο συνθέτης Αργύρης Κουνάδης, από τους πρώτους που άκουσε τον Χατζιδάκι να παίζει στο πιάνο τις περίφημες «Εξι λαϊκές ζωγραφιές», λέει για το έργο: «Ηταν μία απόδοση του ρεμπέτικου για πιάνο, αλλά ο Χατζιδάκις είχε ένα φίλτρο, έπαιρνε κάτι και το διήθιζε, δεν έβγαινε απλώς μια επεξεργασία, δεν εμιμείτο στυλ, δεν έκανε κάτι που θα ήταν επίσης παραδεκτό, να χρησιμοποιήσει το ρεμπέτικο σαν σκίτσο. Η μουσική του ήταν μουσική που έβγαινε από κάποια ανάγκη, ήταν μουσική αφομοιωμένη με τρόπο αριστοτεχνικό». Στις «Εξι λαϊκές ζωγραφιές» βασίζεται και η δεύτερη παράσταση που κάνει το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου μετά τον «Μαρσύα». Η Ραλλού Μάνου αναφέρεται σε εκείνη τη συνεργασία: «Οταν κάθισε ο Μάνος στο πιάνο να μου παίξει τη 'Συννεφιασμένη Κυριακή', άρχισε να μου διηγείται πώς έβλεπε το θέμα του. 'Είναι μια αυγή μουντή κι η άσφαλτος βρεγμένη και γυαλίζει. Τα παλικάρια φέρουν όλο το βάρος μιας νύχτας αμαρτωλής. Κινούνται αργά, με κόπο, με θλίψη και νοσταλγία. Συννεφιασμένη Κυριακή / μοιάζεις με την καρδιά μου / που έχει πάντα συννεφιά / Χριστέ και Παναγιά μου'. Και η καρδιά μου συννέφιασε και η μυρωδιά της βροχής μπήκε στην κάμαρά μου. Ακουγα μαγεμένη το παίξιμο του Μάνου. Οταν όμως σταμάτησε και συνήλθα από τη γοητεία της μουσικής, σκέφτηκα αυτά που μου είχε πει για την αμαρτωλή νύχτα και τον ρωτάω ανήσυχη: 'Βρε Μάνο, μήπως φάμε ξύλο;'. Οχι μόνο δεν μας δείρανε, αλλά γεννήθηκε ένα έργο μοναδικό στο είδος του, λεπτό, ευαίσθητο, καλόγουστο».
44
Η συνέντευξη που ξεσήκωσε θύελλες Ιούλιος 1960. Περιοδικό «Ταχυδρόμος». Ο Χατζιδάκις τα βάζει με όλους και με όλα υποστηρίζοντας ότι «δεν υπάρχει πια λαϊκό τραγούδι», δικαιολογώντας τη στροφή του εκείνη την εποχή προς το ελαφρύ τραγούδι, με μούσα του την ανερχόμενη τότε Νάνα Μούσχουρη. «Ξαναγύρισα στο ελαφρύ τραγούδι με τη φιλοδοξία να το ενώσω με το έντεχνο σοβαρό τραγούδι, όπως έκανε ο Κουρτ Βάιλ στο γερμανικό τραγούδι». ισχυρίζεται και εξαπολύει τα βέλη του και προς τους συνθέτες του ελαφρού τραγουδιού. «Δεν νομίζω ότι οι συνθέτες του ελαφρού τραγουδιού έχουν τη σοβαρότητα και την ευθύνη της δουλειάς του. Υπάρχουν βέβαια ένας δύο αξιόλογοι και υπεύθυνοι συνθέτες ελαφρού τραγουδιού, που όμως δεν κατάφεραν να αλλάξουν την από χρόνια υπάρχουσα κατάσταση. Ολοι οι άλλοι είναι από ανεπαρκείς μέχρι κομπλεξικοί, τελείως ανίκανοι να αντιληφθούν τη σημασία που έχει για έναν τόπο η σωστή και συνεπής τοποθέτηση κάθε καλλιτέχνη απέναντι σε αυτό που υπηρετεί. Παράλληλα έχουν όλοι ένα κοινό χαρακτηριστικό: Δεν γνωρίζουν μουσική!».
Το κατηγορώ του Ντίνου Χριστιανόπουλου Η εν λόγω συνέντευξη του Χατζιδάκι προκαλεί για μία ακόμα φορά θύελλα αντιδράσεων. Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος με άρθρο του στην εφημερίδα «Δράση» κάνει ανοιχτή επίθεση στον Χατζιδάκι. Τίτλος του άρθρου, «Μάνος Χατζιδάκις, ο 'συμπαθής' νοθευτής του ρεμπέτικου τραγουδιού. 'Ρεμπετοποίησε' το ελαφρύ τραγούδι και 'ελαφροποίησε' το ρεμπέτικο». Ο Χριστιανόπουλος αναφέρει, μεταξύ άλλων: «Τον γνώρισα στην Αθήνα πριν από δέκα χρόνια. Ηταν χοντρός και είχε μεγάλο τουπέ. Είχε δώσει μια διάλεξη για το ρεμπέτικο και βαυκαλιζόταν ότι μόνο αυτός είχε ανακαλύψει το λαϊκό τραγούδι. Δεν μιλιόταν από το πολύ ύφος. Φυσικά δεν χρειαζόταν καμιά 'ανακάλυψη', μια και το ρεμπέτικο δεν είχε πάψει ποτέ να τραγουδιέται από τον λαό. Ο Χατζιδάκις όμως ήταν ο πρώτος που επεσήμανε την αξία του και έδωσε το σύνθημα για την 'αξιοποίησή' του. Ετσι στάθηκε ο πρώτος που άνοιξε τον δρόμο για τη διαφθορά του λαϊκού τραγουδιού». Στο ίδιο άρθρο δεν χάνει την ευκαιρία να θυμηθεί και
τις προ δεκαετίας γραμμένες «Εξι λαϊκές ζωγραφιές» και να τις βάλει στο στόχαστρό του. ««Τι ήταν αυτές οι 'Εξι λαϊκές ζωγραφιές' για τις οποίες τόσο πολύ κόπτεται ο Χατζιδάκις; Απλούστατα: Εξι αυτούσια τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, τα οποία με πολλή τέχνη ο Χατζιδάκις μετέφερε στο πιάνο. Γνωρίζοντας πόσο τραχύ όργανο είναι το μπουζούκι για τα αυτιά των καλλιεργημένων δεσποινίδων του καλού κόσμου, χρησιμοποίησε τη γλυκερή υγρότητα του πιάνου για να τα αποδώσει μετατρέποντας τα ωραιότατα αυτά τραγούδια σ’ ένα σύνολο μουσικού γλυκασμού».
μία γνήσια ελληνική έκδοση θεατρικού είδους που είναι γνωστό στην Αμερική με το όνομα 'μιούζικαλ'». Το συγκεκριμένο μιούζικαλ δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ, για άγνωστους λόγους. Στη θέση του μπαίνει το έργο «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» - πάντα με την Αλίκη και υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Μάνου. Η συγκεκριμένη παράσταση ανεβαίνει μεν, αλλά συνιστά παταγώδη εμπορική αποτυχία, αφού το φανατικό κοινό της Αλίκης δεν εγκρίνει τη μελαχρινή της κόμη ως Κλεοπάτρα. Ακολουθούν τα θεατρικά «Χτυποκάρδια στο θρανίο», με τον Χατζιδάκι να αποχωρεί από τη συνεργασία.
Το μιούζικαλ με την Αλίκη και το σημείωμα που έβαλε φωτιές
Πριν από το τέλος όμως της συνεργασίας με την Αλίκη, ένα σημείωμα του Χατζιδάκι στο πρόγραμμα της παράστασης «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» βάζει φωτιά στην καλλιτεχνική κοινότητα. Ο Μάνος, εκνευρισμένος από τις επιθέσεις που είχε δεχτεί από κάποιους γνωστούς Ελληνες συγγραφείς για την «Οδό Ονείρων», γράφει μεταξύ άλλων: «Η Κλεοπάτρα δεν ήτο μια συμπαθής κυρία, που ηρέσκετο να ακούει ελαφράν μουσική στις 'κοσμικές' ταβέρνες των Αθηνών, ούτε ηνοχλήθη από την 'Οδό Ονείρων', διότι δεν περιείχε κείμενα κάποιων ηλίθιων Ελλήνων συγγραφέων». Ξεσπάει πόλεμος!
Το καλοκαίρι του 1962 κι ενώ ακόμα παίζεται η «Οδός Ονείρων» στο θέατρο Μετροπόλιταν αναγγέλλεται η συνεργασία της βασικής δημιουργικής ομάδας της «Οδού Ονείρων» (Χατζιδάκις-Σολωμός-Αργυράκης) με την Αλίκη Βουγιουκλάκη σε ένα μουσικό έργο βασισμένο σε μια ιδέα των Νότη Περγιάλη και Νίκου Γκάτσου. Γίνεται λόγος για ένα «γνήσιο σύγχρονο μουσικό έργο,
Ο Δημήτρης Ψαθάς, που έχει ασκήσει έντονη κριτική στην «Οδό Ονείρων», απαντάει στον Χατζιδάκι με ένα άρθρο του με τίτλο «Ταλέντο και ήθος» στην εφημερίδα «Τα Νέα». Το άρθρο καταλήγει: «Μια φορά κι έναν καιρό ο πανάγαθος Θεός, αφού τέλειωσε τις άλλες δουλειές του, απεφάσισε να μοιράσει στον κόσμο και τα ταλέντα. Εδωσε σε συγγραφείς, σε ηθοποιούς, σε ζωγράφους, σε γλύπτες, σε μουσικούς και στο τέλος του έμεινε ένα. Δεν ήξερε τι να το κάνει και το πέταξε θυμωμένος στα σκουπίδια. Από εκεί λοιπόν γεννιούνται κάθε τόσο κάτι τέτοιοι άσεμνοι ταλαντούχοι κι από εκεί προφανώς γεννήθηκε και ο Χατζιδάκις - από τα σκουπίδια». «Οι ηλίθιοι είναι πάρα πολύ περισσότεροι», σχολιάζει ο Μάνος σε νέα του συνέντευξη. Μια ωραία ατμόσφαιρα!
45
Νοέ μβριος 2015
Ο Μεγάλος Ερωτικός και το ερωτικό τραγούδι Το 1972 ο Μάνος Χατζιδάκις επιστρέφει στην Ελλάδα μετά από πολύχρονη απουσία στην Αμερική, παρουσιάζοντας τη νέα δισκογραφική του δουλειά, τον «Μεγάλο Ερωτικό». Πολλοί είναι αυτοί που θα τον κατηγορήσουν ότι ασχολείται με το ερωτικό τραγούδι εν μέσω Χούντας. Ανάμεσα σε αυτούς και ο Μίκης Θεοδωράκης, που στέλνει επιστολή από το Παρίσι, όπου είναι εξόριστος, διαφωνώντας κάθετα με τους ερωτικούς προβληματισμούς του Μάνου Χατζιδάκι. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις απαντά σε συνέντευξη του στα «Νέα»: «Εγώ δεν γράφω ερωτικά τραγουδάκια, αλλά για τον Ερωτα. Και ο Ερωτας παραμένει πάντα ένα πρόβλημα όχι μόνο του καιρού μας, αλλά όλων των εποχών». Και λίγο πιο κάτω γίνεται ακόμα πιο δηκτικός προς τον Θεοδωράκη: «Εχω την ωριμότητα να μην επιδιώκω εύκολη συμφιλίωση με την πανίσχυρη 'νεολαία' προσφέροντας επιπόλαια συνθήματα». Το 1980 σε άλλη συνέντευξή του επανέρχεται επί του θέματος και γίνεται ακόμα πιο επεξηγηματικός: «Πολλοί απορήσανε που γύρισα κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας και έκανα τον 'Μεγάλο Ερωτικό'. Το έκανα από σκοπιμότητα, γιατί είδα ότι εκείνο που έλειπε από τον τόπο μας δεν ήταν το σύνθημα. Ηταν οι μεγάλες ανθρώπινες αξίες που είχαν καταρρακωθεί. Και δικαιώθηκα εκ των υστέρων, γιατί τα συνθήματα παρήλθαν, ενώ οι έννοιες του 'Μεγάλου Ερωτικού' παρέμειναν». Για τον Μάνο Χατζιδάκι, ερωτικό τραγούδι είναι κάθε μεγάλο τραγούδι. «Ο,τι είναι ατάλαντο είναι τίποτα. Δεν ελκύει ό,τι ετικέτες κι αν δει. Υπάρχει πιο ερωτικό τραγούδι από του Επιταφίου; Δεν θέλετε να γίνετε καλόγερος όταν ακούτε το 'Ω, γλυκύ μου έαρ!'. Αντιθέτως ελκύεσθε. Αυτό είναι ερωτικό τραγούδι. Αυτό του Μίκη Θεοδωράκη 'Στον άλλον κόσμο που θα πας...' είναι ερωτικό; Οχι, βέβαια! Κι όμως ας έρθει κάποιος που κάνει 'ερωτικό τραγούδι' να μου πει κάποιο άλλο που δημιουργεί τα ίδια συναισθήματα, την ίδια ομορφιά, τον ίδιο ερωτισμό».
Περί πολιτικής Ο Μάνος Χατζιδάκις έχει καταγραφεί στη συλλογική μνήμη ως δεξιός. Το τι σημαίνει όμως «δεξιός» και «αριστερός» για τον Χατζιδάκι χωράει πολύ νερό. Ηταν ένας από τους ελάχιστους -αν όχι ο μόνος του δικού του βεληνεκούς- που ύψωσε το ανάστημά του απέναντι στον λαϊκισμό και τον φασισμό του όχλου, που αναπτύχθηκε επί ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του ’80. Το πλήρωσε ακριβά με μία σειρά από φυλλάδες της εποχής με εξαιρετικά υψηλή κυκλοφορία να του επιτίθενται ανελέητα και με χτυπήματα κάτω από τη μέση. Το αν ο Χατζιδάκις ήταν δεξιός, όπως αντιλαμβανόμαστε τον όρο σήμερα, αρκεί να το σκεφτεί κανείς διαβάζοντας τα παρακάτω λόγια του από τη συμμετοχή σε δύο φεστιβάλ φοιτητικών νεολαίων το 1983. Το ένα της Νεολαίας του ΚΚΕ εσωτερικού και το άλλο της ΟΝΝΕΔ. «Εγώ δεν πήγα σε αυτές τις συναυλίες για να εισπράξω, πήγα για να επικοινωνή-
σω. Και το γεγονός ότι 10.000 κόσμος στη συγκέντρωση του ΚΚΕ εσωτερικού κάθισε για τρεις ώρες και με άκουγε και δεν με άφηνε να φύγω στο τέλος μου έδωσε μεγάλη ικανοποίηση. Αυτό δεν είναι επικοινωνία με μία κομματική παράταξη. Είναι επικοινωνία με ένα ευαίσθητο κοινό. Διότι δεν θα πω το ίδιο και για τη νεολαία της ΟΝΝΕΔ. Εκεί αναγκάστηκα να φύγω στα είκοσι λεπτά. Αλλά γιατί δεν κάθισα, αφού ανήκω στην ίδια παράταξη με την ΟΝΝΕΔ; Ας μην συγχέουμε τα πράγματα. Πήγα να αναζητήσω ΕΝΑ κοινό, όπως συμβαίνει σε κάθε συναυλία. Στη μία εκδήλωση υπήρχε εξολοκλήρου το κοινό μου, στην άλλη δεν υπήρχε. Γι’ αυτό έφυγα. Δεν αποδέχομαι τους νέους που έρχονται χρωματισμένοι από την παράταξή τους. Πιστεύω ότι η λαϊκίστικη πολιτική δημιουργεί σε ένα απροετοίμαστο και απληροφόρητο κοινό δικαιώματα επί της τέχνης, δημιουργεί ένα κοινό με θρασύτητα».
46
Κείμενο: Δημήτρης Χαλιώτης
47
Νοέ μβριος 2015
Πολιτικό θρίλερ made in Greece «Το μόνο που με ένοιαζε ήταν να φτιάξω μια καλή ταινία με ίντριγκα, δράση και σασπένς, όπως εγώ ήθελα να τη δω και να την απολαύσει ο κόσμος», μου λέει ο Δημήτρης Τζέτζας για το “The Republic”, την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, που κάνει πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες την Πέμπτη 19 Νοεμβρίου. Το “The Republic” δεν μοιάζει με τις ταινίες που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στο ελληνικό σινεμά. Είναι ένα καλογυρισμένο πολιτικό θρίλερ γεμάτο ανατροπές, βίαια ξεσπάσματα και ένα εξαιρετικό καστ (Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Γιάννης Στάνκογλου, Αλέξανδρος Λογοθέτης, Βίκυ Παπαδοπούλου, Τάκης Σπυριδάκης, Γιώργος Κιμούλης και άλλοι). Σπάνια βλέπεις μία τέτοια ταινία από έναν πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη. Ομως ο όρος «πρωτοεμφανιζόμενος» μάλλον δεν είναι αρκετά αντιπροσωπευτικός στην περίπτωση του Δημήτρη. Το βιογραφικό του μοιάζει αρκούντως εντυπωσιακό. Σπούδασε σκηνοθεσία και διεύθυνση φωτογραφίας στο Σαν Φρανσίσκο, εργάστηκε για χρόνια στο Χόλιγουντ και συγκεκριμένα στην Jerry Bruckheimer Films ως βοηθός μοντέρ και post production assistant σε blockbusters όπως οι «Πειρατές της Καραϊβικής» και το “G-Force” και δούλεψε στο πλευρό βραβευμένων με Οσκαρ μοντέρ και σκηνοθετών της αμερικάνικης κινηματογραφικής βιομηχανίας. «Είναι ωραίο να κάνεις σινεμά στο Χόλιγουντ, αλλά πρέπει και να το αντέχεις κιόλας», μου εξομολογείται. «Πολλές φορές δουλεύαμε 18ωρα επτά ημέρες την εβδομάδα για έναν μήνα σερί. Αλλες φορές δουλεύαμε τουλάχιστον 12ωρο, επτά ημέρες την εβδομάδα, για τρεις μήνες. Θυμάμαι ξεκάθαρα την πρώτη ημέρα που ξεκίνησα να δουλεύω εκεί. Ενας συνάδελφος που μου εξηγούσε τις πρώτες μου αρμοδιότητες, μου είπε την εξής φράση: “Υour life is over until the show is over’’ ['Η ζωή σου τελείωσε μέχρι να τελειώσει η παραγωγή']. Δεν έλεγε ψέματα». Η ιδέα να επιστρέψει στην Ελλάδα και να κάνει εδώ την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους άρχισε να στριφογυρίζει στο κεφάλι του 2010. «Η δουλειά στην Αμερική είχε αρχίσει να γίνεται πολύ προβλέψιμη, ο χρόνος περνούσε και εγώ δεν ήθελα τίποτε άλλο από το να σκηνοθετήσω μια δική μου ταινία. Η κρίση που ξεκινούσε να εκδηλώνεται στην Ελλάδα με είχε μαγνητίσει. Ως κι-
νηματογραφιστής ένιωθα ότι εδώ θα βρω έμπνευση να υλοποιήσω κάτι καλό, το οποίο δεν μπορούσα να το βρω στην Αμερική εκείνη την εποχή», μου εξηγεί. Κάπως έτσι ξεκίνησε η περιπέτεια του “The Republic”, μία ιστορία εκδίκησης με φόντο μία Ελλάδα βυθισμένη στη διαπλοκή και τη διαφθορά. Κεντρικός ήρωας της ταινίας του είναι ο Αχιλλέας, ένας φωτογράφος που πληρώνεται αδρά από έναν μεγαλοδημοσιογράφο για να βγάζει φωτογραφίες με τις οποίες ο τελευταίος εκβιάζει τα θύματά του, που τυγχάνει να είναι πολιτικοί, επιχειρηματίες κτλ. Οταν όμως ο Αχιλλέας θα βρεθεί μπροστά σε ένα σκηνικό που ξεπερνάει τα όρια της ηθικής του, παραιτείται. Αυτό τον μετατρέπει αυτόματα σε στόχο των ανθρώπων του μεγαλοδημοσιογράφου, γεγονός που θα έχει οδυνηρές συνέπειες για τον ίδιο. Κάπως έτσι αποφασίζει να εκδικηθεί γι’ αυτό που του έκαναν. «Ο Αχιλλέας συμβολίζει την εσωτερική δύναμη που έχουμε όλοι. Οταν χάσουμε ό,τι έχουμε, όταν δεν υπάρχουν πια υλικά πράγματα και συναισθηματικοί δεσμοί να μας κρατάνε πίσω, σταματάμε να φοβόμαστε. Προφανώς δεν μπορεί κάποιος που έχει οικογένεια να πάρει τον νόμο στα χέρια του, διότι θα εμπλακεί σε έναν βρόμικο πόλεμο που δεν έχει όρια και φραγμούς. Ο Αχιλλέας έχοντας χάσει τα πάντα εκτός από τη λιγοστή ηθική που του απέμεινε, ορμάει με σχέδιο, ninja skills και πολλή οργή. Το σύστημα όμως είναι σαν τη Λερναία Υδρα: του κόβεις ένα κεφάλι και έχουν ήδη φυτρώσει άλλα τρία. Εντέλει ίσως πρέπει να δεχτούμε ότι δεν υπάρχει κάποιο κακό σύστημα εκεί έξω, αλλά ότι η ίδια η κουλτούρα και η κοινωνία μας γεννάνε συστήματα διαφθοράς επειδή γεμίζουν ένα λειτουργικό κενό το οποίο από κάτι πρέπει να γεμίσει», μου λέει ο Δημήτρης. Ενα από τα δομικά στοιχεία του σεναρίου της ταινίας είναι το trafficking. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι και η πρώτη σεκάνς της ταινίας αφορά το trafficking. Ο Δημήτρης και οι συνεργάτες του έκαναν σχετική έρευνα πάνω στο θέμα. Διάβασαν βιβλία, είδαν ταινίες, ντοκιμαντέρ και ρεπορτάζ, επισκέφθηκαν μη κυβερνητικές οργανώσεις που ασχολούνται με την καταπολέμηση του trafficking, μίλησαν με ανθρώπους της νύχτας… «Γιατί πιστεύεις ότι δεν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά το trafficking από τη συντεταγμένη πολιτεία;» τον ρωτάω. «Το human trafficking δεν είναι εύκολο να καταπολεμη-
θεί στην Ελλάδα εξαιτίας της έλλειψης νόμων που προστατεύουν τα θύματα σωματεμπορίας. Αν για παράδειγμα γίνει μια αστυνομική έφοδος σε έναν παράνομο οίκο ανοχής, τα θύματα συλλαμβάνονται μαζί με τους διακινητές. Για να καταδικαστεί ο διακινητής πρέπει το θύμα να καταθέσει εναντίον του. Αυτό δεν συμβαίνει όμως, γιατί το θύμα ξέρει ότι αν καταθέσει κινδυνεύει σοβαρά το ίδιο ή και τα αγαπημένα του πρόσωπα στην πατρίδα του από το υπόλοιπο κύκλωμα. Επίσης το θύμα μπορεί να μη μιλάει ελληνικά και να βρίσκεται σε μια ακραία ψυχολογική κατάσταση λόγω της βίας που έχει υποστεί. Τις περισσότερες φορές οι γυναίκες αυτές απελαύνονται πίσω στις χώρες τους ως παράνομες μετανάστριες, μόνο και μόνο για να τις υποδεχτεί εκεί ο αρχικός τους διακινητής και να τις ξαναστείλει σε κάποια άλλη χώρα. Τουρκία, Ισπανία, Ολλανδία. Οπουδήποτε», μου εξηγεί ο Δημήτρης και συνεχίζει: «Το trafficking είναι δημιούργημα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Στην Ευρώπη μόνο κάνει τζίρο δύο δισ. ευρώ -μαύρα- τον χρόνο. Οσο ζούμε σε έναν κόσμο όπου το χρήμα έχει μεγαλύτερη αξία από τον άνθρωπο, το trafficking θα βρίσκει τρόπο να υπάρχει». Με το “The Republic” επιστρέφει μετά από 40 χρόνια στη μεγάλη οθόνη και η Ζωή Λάσκαρη. Η εμφάνισή της στην ταινία είναι σύντομη, αλλά χαρακτηριστική. «Ο ρόλος της Ζωής υπήρχε από την αρχή στο σενάριο. Είχα δει ένα ρεπορτάζ για μια μεγαλοαστή Ρωσίδα η οποία διακινούσε γυναίκες και είχα διαβάσει σε ένα βιβλίο για τα σκλαβοπάζαρα του Μεξικού. Αυτά τα δυο πράγματα ενέπνευσαν τη συγκεκριμένη σκηνή και τον ρόλο. Οταν κάναμε το casting, ο συνεργάτης μου στην παραγωγή, Στέλιος Χατζηπαυλίδης, πέταξε την ιδέα να παίξει η Ζωή Λάσκαρη τον ρόλο. Από εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να φανταστώ κανέναν άλλο να το κάνει», μου εξηγεί ο Δημήτρης. «Η επόμενη ταινία σου θα ήθελες να γυριστεί εδώ ή στο εξωτερικό;» τον ρωτάω στο τέλος της κουβέντας μας. «Θα εξαρτηθεί από το πώς θα πάει το “The Republic” στην Ελλάδα. Αν πάει από ικανοποιητικά έως καλά, θα μείνω και θα κάνω και άλλη. Και θα την κάνω ακόμα καλύτερη από την πρώτη. Αν όχι, μάλλον θα επιστρέψω στην Αμερική και θα κάνω μια καλή ταινία εκεί», μου λέει και καταλήγει: «Ιδανικά θα προτιμούσα να κάνω άλλη μια ταινία στην Ελλάδα και μετά στην Αμερική».
48
Κείμενο: Ανδρέας Γιαννόπουλος / Φωτογραφίες: Δώρα Καλακίδου
49
Νοέ μβριος 2015
Ο πληθωρικός κόσμος της...
Σε απόσταση αναπνοής από το Σύνταγμα, μόλις 400 μέτρα από τον ομώνυμο σταθμό του μετρό, βρίσκεται η Στοά Μπολάνη. Μπορεί να μην είναι από τις πιο γνωστές της πόλης, ούτε να μνημονεύεται σε τουριστικούς οδηγούς, όμως εδώ θα δεις να χτυπάει η καρδιά της πόλης. Μέσα, αλλά και γύρω από αυτήν υπάρχουν μερικά πραγματικά πρωτότυπα και αξιόλογα μαγαζιά - όχι απαραίτητα καινούργια, αλλά σίγουρα με φρέσκιες ιδέες. Ακριβώς πριν μπεις στη στοά από την οδό Κολοκοτρώνη, πάνω στον πεζόδρομο υπάρχουν δύο καταστήματα που τραβούν αμέσως την προσοχή σου. Το ένα είναι το Κεντρικόν και αξίζει να σταθεί κανείς λίγο σε αυτό, μια και πρόκειται για ένα λαμπρό παράδειγμα πώς ένα παραδοσιακό εστιατόριο μπορεί να δουλεύει μέχρι και σήμερα. Ξεκίνησε να λειτουργεί το 1935 ως καφενείο και το 1960 εξελίχθηκε σε εστιατόριο, κρατώντας τον χαρακτήρα του αναλλοίωτο. Το μυστικό του βρίσκεται στην εξυπηρέτηση και, φυσικά, στο φαγητό του - πόσα αξιόλογα εστιατόρια με μαγειρευτά μπορείς να σκεφτείς τριγύρω; Το δεύτερο βρίσκεται ακριβώς απέναντι και είναι το μπαρ 42. Με vintage στυλ, «τραβάει» εύκολα το βλέμμα και σε προδιαθέτει να καθίσεις στα τραπεζάκια του για να πιεις τον καφέ ή το ποτό σου. Στον εσωτερικό του χώρο κυριαρχεί το ξύλο και η μεγάλη μπάρα, ενώ η κάβα του περιλαμβάνει αρκετά ψαγμένα ποτά. Αν θέλεις να δοκιμάσεις ένα περίεργο κοκτέιλ ή ένα νέο ουίσκι χωρίς να κλαις τα χρήματά σου, ζήτα από τους μπάρμεν να σε συμβουλεύσουν - το κατέχουν καλά το άθλημα.
Μπαίνοντας στη στοά, στο αριστερό σου χέρι θα δεις το Wild in the city. Η αλήθεια είναι πως στην περιγραφή αυτού του καταστήματος δεν θα είμαστε και πολύ αντικειμενικοί, μια και βλέποντας τη βιτρίνα του μας έτρεξαν τα σάλια. Θα αρκεστούμε στο ότι προσφέρει αλμυρά και γλυκά σνακ με ανεπεξέργαστα συστατικά, ενώ διαθέτει και επιλογές χωρίς γαλακτοκομικά και λακτόζη. Οι ζύμες του έχουν ως βάση αλεσμένους ξηρούς καρπούς και ινδική καρύδα, τα αυγά του είναι ελευθέρας βοσκής και η γλουτένη… πανταχού απούσα. Δίπλα του βρίσκεται το Kaya. Το πιο εντυπωσιακό με αυτό το μαγαζί, που θυμίζει έντονα ιταλικό εσπρέσο μπαρ, είναι ο ρυθμός με τον οποίο γεμίζει και αδειάζει. Αν και μικροσκοπικό σε μέγεθος, θα δεις τους πελάτες του να συνωστίζονται όρθιοι στην εξωτερική μπάρα για να απολαύσουν τον καφέ τους. Σύμφωνα μάλιστα με τα λεγόμενά τους, εδώ θα πιεις έναν από τους καλύτερους καφέδες της πόλης. Λίγα μέτρα παρακάτω, ακριβώς στη γωνία της στοάς, είναι η βάση του Sir Barber. Καθαρόαιμο παραδοσιακό κουρείο, λειτουργεί εδώ και περίπου έναν χρόνο και θυμίζει με τη διακόσμησή του τα μπαρμπέρικα της παλιάς Αθήνας. Το ίδιο συμβαίνει και με τις υπηρεσίες του, αφού προσφέρει στους πελάτες του, πέρα από κλασικά και μοντέρνα κουρέματα, ξύρισμα με φαλτσέτα, περιποίηση μουσιού, αποτρίχωση αυτιών με κερί και θεραπείες μαλλιών. Μην εκπλαγείς αν δεις να κουρεύονται δίπλα σου περισσότεροι ξένοι τουρίστες απ’ ό,τι Ελληνες. Συνεχίζοντας προς την οδό Βουλής, δεν μπορείς να μην παρατηρήσεις στο δεξί σου χέρι το Low Profile Whisky
Bar. Οπως μαρτυρά και το όνομά του, απευθύνεται σε αυτούς που δεν θέλουν να πιουν απλά ένα ποτό, αλλά να το απολαύσουν. Η διακόσμησή του, με το ζεστό κόκκινο χρώμα στους τοίχους, τους δερμάτινους καναπέδες και τους ξύλινους πάγκους, σε βάζει απευθείας στο κλίμα. Πρόκειται για το ίδιο μαγαζί που λειτουργούσε για σχεδόν μία εικοσαετία στην οδό Λυκαβηττού στο Κολωνάκι, ενώ στα ράφια του θα βρεις δεκάδες διαφορετικά αποστάγματα με πολλές ξεχωριστές ετικέτες. Στο... χαρτοφυλάκιο του μπαρ υπάρχουν και αρκετά εντυπωσιακά κοκτέιλ. Βγαίνοντας, τέλος, από τη στοά, επί της οδού Βουλής, ακριβώς απέναντι από τη Στοά Εμπόρων, βρίσκεται το Metropolis Sandwich. Στο κατάστημα θα βρεις επιλεγμένα υλικά για να δημιουργήσεις ένα ξεχωριστό σάντουιτς, από παστράμι γαλοπούλας μέχρι καπνιστό τυρί Μετσόβου. Πάνω από το 80% των προϊόντων προέρχεται από Ελληνες παραγωγούς, και μάλιστα από μικρές βιομηχανικές μονάδες από όλη τη χώρα, ενώ υπάρχουν και δεκαπέντε διαφορετικά είδη ψωμιών για να επιλέξεις ως βάση. Επιβάλλεται να δοκιμάσεις το πρωινό που προτείνει ο σεφ, με βούτυρο Κερκύρας πάνω σε φρέσκο ζυμωτό ψωμί και χειροποίητες μαρμελάδες. Θα σου μείνει αξέχαστο.
50
51
Νοέ μβριος 2015
52
53
Νοέ μβριος 2015
54
55
Νοέ μβριος 2015
56
57
Νοέ μβριος 2015
58
59
Νοέ μβριος 2015
60
61
Νοέ μβριος 2015
62
63
Εάν το... ταξίδι σου στη Στοά Μπολάνη σού φανεί εντυπωσιακό, αλλά όχι χορταστικό, μπορείς να του δώσεις και συνέχεια. Φρόντισε πρώτα να κάνεις μία στάση στο Metropolis Sandwich, επί της οδού Βουλής, και αφού απολαύσεις τον καφέ σου συνεχίζεις περνώντας απέναντι στη Στοά Εμπόρων. Η άλλη άκρη της θα σε βγάλει σε έναν εξίσου εντυπωσιακό μικρόκοσμο, αυτόν της οδού Λέκκα. Τα μαγαζιά της αξίζουν τη βόλτα σου - θα βρεις ένα αναλυτικό αφιέρωμα σε αυτά στο προηγούμενο τεύχος μας (Οκτώβριος 2015).
Νοέ μβριος 2015
64
Κείμενο: Νικόλαος Μπάρδης / Φωτογραφίες: Νίκος Καρανικόλας
65
Νοέ μβριος 2015
Εγκλημα στην έπαυλη Κάθε Δευτέρα και Τρίτη, στο θέατρο Altera Pars στον Κεραμεικό, οι βραδιές δεν είναι συνηθισμένες. Και αυτό χάρη στην ανατρεπτική και αντισυμβατική για τα αθηναϊκά δεδομένα παράσταση Happy ΝτεθDay. Το μωσαϊκό του έργου συνθέτουν ένα πάρτι γενεθλίων, ένα πτώμα, μια εγκαταλειμμένη έπαυλη και ένα σαδιστικό παιχνίδι ενός πανέξυπνου «δολοφόνου», δημιουργώντας ένα σκηνικό απόλυτου τρόμου, στο οποίο το κοινό παίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο... Πόσο καλά τα πάτε με τους γρίφους; Πόσο εύκολα μπορείτε να διαβάζετε τους ανθρώπους; Η κρίση σας και η επιλογή σας μπορούν να κρίνουν τα πάντα. Οι έξι πρωταγωνιστές μας (Γιάννης Παπαευθυμίου, Ελενα Γραψοπούλου, Ανάργυρος Βαζαίος, Εβίτα Συρίγου, Διονύσης Μπάστας και Στράτος Λύκος) υπενθυμίζουν πόσο αστείοι μπορούμε να γίνουμε για τους άλλους όταν φτάνουμε στα όρια του απόλυτου «τρόμου». Συναντήσαμε τους έξι πρωταγωνιστές του έργου, οι οποίοι μας εκμυστηρεύτηκαν τους φόβους τους και όσα θα ήθελαν να αλλάξουν στην Αθήνα, ενώ έδωσαν συμβουλές για τους νέους που θέλουν να μυηθούν στον μαγικό κόσμο της ηθοποιίας. Στην ερώτηση για τον μεγαλύτερο φόβο τους υπήρξε ομοφωνία ως προς την απώλεια των αγαπημένων προσώπων, με εξαίρεση τον Στράτο και τον Ανάργυρο που έριξαν στο τραπέζι το θέμα του χρόνου. Στρέφοντας στη συνέχεια την κουβέντα στην πόλη μας, την Αθήνα, και τις πτυχές της εδώ πραγματικότητας, τα παιδιά μας μίλησαν για τις αλλαγές που θα ήθελαν να συντελεστούν στο αττικό τοπίο. Η Ελενα θα ήθελε περισσότερο πράσινο και ο Γιάννης ένα κέντρο χωρίς αυτοκίνητα, με πιο ήρεμους ρυθμούς και περισσότερη ευθυμία. Ο Ανάργυρος θα ήθελε να μην υπάρχει το πρόβλημα της ηχορρύπανσης, η Εβίτα θα ήθελε να αλλάξει τα άψυχα βλέμματα των ανθρώπων στον δρόμο και να δώσει ζωντάνια και ο Στράτος να εξαλειφθεί το άγχος και οι αιτίες που το προκαλούν, ενώ ο Διονύσης επικεντρώθηκε περισσότερο στη νοοτροπία του σύγχρονου Ελληνα, τον κοινωνικό σχολιασμό και την περιέργεια. Ακόμη, όσον αφορά στους νέους που βρίσκονται εκεί έξω αυτή τη στιγμή και ονειρεύονται κάποια μέρα να γίνουν ηθοποιοί, παρά τις δυσκολίες της καθημερινότητας και της αποθάρρυνσης που ενδεχομένως να βιώνουν, όλοι οι συνομιλητές μας τους παροτρύνουν να αγωνιστούν για τα όνειρά τους και να εξοπλιστούν με υπομονή και γερό στομάχι για να αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες του χώρου. Η Εβίτα τόνισε πως «πρέπει να έχεις πείσμα και να μπορείς να δεχτείς την απόρριψη», ενώ ο Στράτος επισήμανε την παραδοξότητα του επαγγέλματος, λέγοντας πως «κατά κάποιο τρόπο σε επιλέγει, και δεν το επιλέγεις. Αν κάποιος θέλει να το ακολουθήσει μελλοντικά, να αγωνιστεί γι’ αυτό σκληρά, αλλά η ίδια η δουλειά θα του δείξει αν είναι κατάλληλος γι’ αυτή και αν μπορεί όντως να την κάνει».
Πηγαίνοντας τη συζήτηση ένα βήμα παραπέρα, ο Στράτος Λύκος, πρωταγωνιστής, σεναριογράφος και σκηνοθέτης της παράστασης, μας μίλησε για τη μοναδικότητα του έργου και για το εγχείρημα να ξεκινάει ένας νέος τις δικές του παραστάσεις, για τη συμβολή του θεάτρου στη ζωή μας και για την καθημερινότητα ενός ηθοποιού. Τι σημαίνει να είσαι ηθοποιός στην Ελλάδα εν έτει 2015; Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίζει ένας επαγγελματίας σε αυτόν τον χώρο; Αναμφίβολα, κάθε εποχή έχει τις δυσκολίες της. Ισως όμως και να είναι καλύτερα τα πράγματα έτσι, γιατί έχεις ένα κίνητρο και αποκτάς νεύρο για να αγωνιστείς για κάτι καλύτερο. Στους καλούς μπορεί να μη δοθεί η δυνατότητα να ξεχωρίσουν σε τέτοιες εποχές οικονομικής κάμψης, αλλά σίγουρα θα έχουν μια ευκαιρία να δείξουν τι αξίζουν. Σε μία Ελλάδα που μέρα με τη μέρα μαγαζιά βάζουν λουκέτο, παραστάσεις ακυρώνονται και θέατρα κλείνουν και τίποτα δεν είναι σταθερό και σίγουρο, τι είναι αυτό που σου έδωσε το κίνητρο και τη δύναμη να προχωρήσεις στη δημιουργία και την εκτέλεση μιας θεατρικής παράστασης; Η άγνοια κινδύνου είναι ο παράγοντας που σε ωθεί σε κάτι τέτοιο. Ξεκινάς κάτι με αγάπη και αυθορμητισμό, χωρίς να προγραμματίζεις το μέλλον, και ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει. Αυτή την προσπάθεια την έχω ξεκινήσει ήδη εδώ και τρία χρόνια, οπότε δεν μου είναι κάτι ανοίκειο. Το κοινό συνήθως βαριέται εύκολα τα ίδια μοτίβα στα έργα και τις πανομοιότυπες υποθέσεις. Τι ξεχωριστό έχει η δική σας παράσταση που θα άξιζε να έρθει κάποιος να δει; Εκτός του ότι πρόκειται για μία παράσταση στην οποία μπορεί να συμμετέχει κάποιος, καθώς το κοινό είναι αυτό που καθορίζει την εξέλιξη και εν τέλει την έκβαση του έργου, μέχρι τη μέση σχεδόν κανείς δεν έχει πλήρη γνώση των όσων γίνονται, με αποτέλεσμα να μην ξέρει ποιο θα είναι το φινάλε και το μυστήριο να παραμένει ζωντανό μέχρι το τέλος. Αυτό που θέλουμε να πετύχουμε με την παράσταση είναι να έρθει ο κόσμος, να γελάσει και να ξεχαστεί από την καθημερινότητα. Κινηματογράφος vs θεάτρου: ποιο από τα δύο είδη προτιμάς, και ποιο πιστεύεις ότι συγκινεί περισσότερο τον κόσμο σήμερα; Το κάθε είδος έχει τη δική του γοητεία, ίσως όμως η αμεσότητα του θεάτρου και η επαφή πρόσωπο με πρόσωπο με τον κόσμο να του δίνει μία ξεχωριστή δυναμική. Αν η ζωή σου ήταν ταινία, σε ποιο είδος θα ήθελες να ανήκει ή ποια είδη θα ήθελες να συνδυάζει; Παρωδία σίγουρα, και θα είχε κουραστικές ταχύτητες σε όλα. Κατά βάθος θα ήθελα να είναι ταινία επιστημονικής φαντασίας.
Σε μία χώρα όπου τα ποσοστά της κατάθλιψης έχουν αυξηθεί κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια, όπως και οι αυτοκτονίες, μπορεί το θέατρο να αποτελέσει μία ώθηση για επιστροφή στις μικρές χαρές της ζωής; Τα έργα που δεν έχουν επικαιρικό χαρακτήρα και δεν αφορμώνται από περιστατικά της καθημερινότητας όντως μπορούν να σε ταξιδέψουν όση ώρα διαρκεί το έργο και να σε κάνουν να ξεχαστείς από τα προβλήματα και τη ρουτίνα των ρυθμών που ακολουθεί η ζωή μας. Ωστόσο, υπάρχουν και έργα που μέσω της υπόθεσής τους μπορούν να σου προκαλέσουν μεγαλύτερη κατάθλιψη, ακριβώς γιατί είναι βασισμένα σε αληθινά γεγονότα που ταλανίζουν αυτή τη στιγμή την κοινωνία και σου υπενθυμίζουν διαρκώς τι γίνεται. Σε γενικές γραμμές, όμως, το θέατρο σε βοηθάει όχι μόνο να καταλάβεις τη ζωή και την αξία της, αλλά και πώς να τη χειριστείς. Στα μάτια του απλού κόσμου, οι ηθοποιοί φαντάζουν μοναδικοί, ξεχωριστοί και ανώτεροι κατά κάποιο τρόπο από τους υπόλοιπους, ίσως λόγω της δημοσιότητας που τους παρέχει η δουλειά τους και της αδιάκοπης επαφής με τον κόσμο. Πώς είναι όμως στην πραγματικότητα η καθημερινότητα ενός ηθοποιού; Η καθημερινότητα ενός ηθοποιού είναι πολύ φυσιολογική και κοινότυπη, έως βαρετή. Οι περισσότεροι ηθοποιοί όταν δεν ασχολούνται με τη δουλειά τους δεν κάνουν τίποτα το ιδιαίτερο. Θα έφευγες ποτέ από την Ελλάδα για να κυνηγήσεις το όνειρό σου στο εξωτερικό ή θα έμενες εδώ, με κάθε τίμημα, να αγωνιστείς για ένα καλύτερο αύριο; Δεν θα ήθελα να φύγω στο εξωτερικό. Θα προτιμούσα να μείνω στην Ελλάδα. Γενικά, ακόμη και διακοπές να πάω κάπου, πάντα ανυπομονώ να επιστρέψω στη βάση μου. Θέλω λοιπόν να μείνω και να εργαστώ εδώ. Μέσα σε όλη αυτή την αστάθεια και τη σύγχυση που επικρατεί, μπορεί η χώρα μας και οι πτυχές της εδώ πραγματικότητας να αποτελέσουν έμπνευση για τη δημιουργία κάτι ξεχωριστού; Είτε αυτό είναι στοn χώρο του θεάτρου είτε στον κινηματογράφο είτε σε οποιαδήποτε άλλη καλλιτεχνική εξωτερίκευση. Μα, αυτές είναι οι κατεξοχήν εποχές που προσφέρονται για έμπνευση και δημιουργία. Oσο περισσότερο δύσκολα είναι τα πράγματα, τόσο πιο έντονα αναδύεται η ανάγκη να δημιουργήσεις. Σε εποχές κρίσης παρατηρείται συνήθως μία καλλιτεχνική έξαρση. Στις μέρες μας δεν είναι λίγοι οι ηθοποιοί που αποφασίζουν να αλλάξουν καριέρα, και παίρνουν μέρος στον πολιτικό στίβο. Μπορεί ένας καλός ηθοποιός να γίνει και καλός πολιτικός; Μπορεί ένας πολιτικός να γίνει καλός ηθοποιός.
66
Κείμενο: Βάσια Ρούσσου / Φωτογραφία: Αγγελος Καλοδούκας
67
Νοέ μβριος 2015
Ο μίτος της Κλειώς
Η αρπίστρια Κλειώ Καραμπελιά ετοιμάζει την παρουσίαση του πρώτου της προσωπικού άλμπουμ με τίτλο “Ariadne”, το οποίο κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2015 από την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία InRealTime Records. Η Κλειώ γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Παρίσι, όπου σπούδασε μουσικολογία και φιλοσοφία. Η μουσική εισχώρησε από πολύ νωρίς στη ζωή της. Μάλιστα, επέλεξε να μάθει άρπα όταν ήταν μόλις επτά χρονών. «Επέλεξα την άρπα γιατί μου θύμιζε τον ήχο της θάλασσας. Είχα ακούσει και το κομμάτι του Ντεμπυσσύ 'Η θάλασσα' (“La mer”) και είχα εντυπωσιαστεί πολύ», θυμάται. Οι δάσκαλοί της στη μουσική έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στην εξέλιξή της, όπως υπογραμμίζει. «Είχα δύο δασκάλες στην άρπα, οι οποίες έκαναν και κλασική μουσική και πιο μοντέρνα πράγματα και αυτοσχεδίαζαν και ήταν και αυτές σε ένα χώρο μη συμβατικό για την άρπα και νομίζω ότι αυτό ήταν η τύχη μου. Μετά σπούδασα και σάζι με τον Ταλίπ Οζκάν που ήταν κι αυτός ένας μεγάλος δάσκαλος για εμένα και ο οποίος μου έδειξε τι είναι η ζωντανή μουσική και το να μοιράζεσαι με την καρδιά σου πραγματικά ό,τι έχεις να δώσεις μουσικά». Τα ακούσματά της, που καλύπτουν ένα ευρύ μουσικό φάσμα, έχουν επηρεάσει το ύφος των συνθέσεών της. «Οι επιρροές μου είναι και από την κλασική μουσική, κυρίως από τον γαλλικό 20ό αιώνα, δηλαδή Ραβέλ, Ντεμπυσσύ, αλλά και Στραβίνσκι. Επίσης, μου αρέσει πάρα πολύ η τζαζ και πιο συγκεκριμένα o Κιθ Τζάρετ, ο Τζον και η Αλις Κολτρέιν. Επειδή μεγάλωσα στο Παρίσι έχω ακούσει πολλή αφρικάνικη μουσική, πολλή μουσική από τη Μαδαγασκάρη και από τις Γαλλικές Αντίλλες. Και βέβαια ελληνική και τούρκικη μουσική. Εχω ασχοληθεί με την παραδοσιακή μουσική αρκετά».
Οι μεταπτυχιακές σπουδές της την οδήγησαν στην Ινδία, όπου έζησε για πεντέμισι χρόνια και ήρθε σε επαφή με τη μουσική της χώρας. «Με επηρέασε σχετικά με τον ρυθμό και την αίσθηση του χρόνου. Τα κομμάτια στην Ινδία είναι πολύ πιο μεγάλα από αυτά στη Δύση. Είναι εύκολα επτά με δέκα λεπτά. Εχουν μια πολύ αυστηρή αίσθηση του ρυθμού και των ρυθμικών παιχνιδιών και αυτό μπορώ να πω ότι το ενσωμάτωσα στο δικό μου ύφος. Την αίσθηση στη φράση, σε αυτό που λέμε phrasing στη μουσική. Το πώς αρθρώνεις μια μελωδική φράση: αυτό πιστεύω ότι ήταν το δώρο της Ινδίας στο δικό μου ύφος», εξηγεί. Μετά την Ινδία, αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Ελλάδα. «Το αποφάσισα τον Δεκέμβριο του 2012 και μάλιστα ήρθα στην Ελλάδα την 1η Ιανουαρίου του 2013. Είχα αποφασίσει ότι ήθελα να είμαι σε ένα μέρος πιο ζεστό για εμένα. Για εμένα που είμαι μεγαλωμένη έξω, αλλά από Ελληνες γονείς, υπάρχει μια θαλπωρή στην ελληνική γλώσσα, με την οποία ήθελα να υπάρχω», εξομολογείται. Τον περασμένο Ιούνιο κυκλοφόρησε το πρώτο προσωπικό της άλμπουμ. «Από την ηχογράφηση και τη μουσική παραγωγή έως το μιξάρισμα είναι όλα τελείως ανεξάρτητα. Μπήκα στο Warehouse Studio του Βαγγέλη Ζήση και ηχογράφησα βασικά σόλο. Μετά ο Βαγγέλης το έντυσε ρυθμικά, ακριβώς όπως ήθελα. Με πάρα πολλούς ήχους κρουστών. Επειτα, ο μαέστρος Κώστας Παπαδούκας έβαλε patch και ήχους στο συνθεσάιζερ, αλλά με πάρα πολύ μεγάλη ευαισθησία και λεπτότητα. Νομίζω ότι δεν ακούγεται ότι υπάρχει συνθεσάιζερ στον δίσκο. Η μίξη και το mastering έγιναν στο στούντιο του Βαγγέλη και κυκλοφόρησε με το ανεξάρτητο label του Γιώργου Περού, το InRealTime Records», λέει και προσθέτει: «Το εξώφυλλο είναι έργο του Μιχάλη Κατζουράκη, ο οποίος είναι φίλος. Το όλο ντιζάιν του δίσκου έγινε από τον Δημήτρη Αρβανίτη, που έχει συνεργαστεί πολλές φορές με τον Μιχάλη και έτσι ήταν μια πολύ ευτυχής συγκυρία όλο αυτό».
Στην ερώτηση γιατί επέλεξε το όνομα “Ariadne” για τίτλο του δίσκου της, η Κλειώ μού απαντάει: «Εψαχνα ένα μυθολογικό όνομα μιας γυναίκας που έχει ταξιδέψει. Μου άρεσε αμέσως η Αριάδνη, επειδή είχα την εικόνα της Αριάδνης που είναι στο σταυροδρόμι της θάλασσας, στο σταυροδρόμι, δηλαδή των επιρροών, το οποίο με εκφράζει. Επίσης, μου άρεσε, επειδή συνδέεται με τον Διόνυσο. Ο Διόνυσος για μένα ήταν πάντα ένας συνδετικός κρίκος στη ζωή μου και έχει πολλά κοινά στοιχεία με την ινδική θεότητα του Σίβα». Ενα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία της μουσικής της Κλειώς είναι ο αυτοσχεδιασμός. «Αρχισα να αυτοσχεδιάζω με τις καθηγήτριες μου της άρπας, κυρίως με την τελευταία, την Ελέν Μπρεσάντ. Πολύς ελεύθερος αυτοσχεδιασμός και free jazz. Από τότε δεν σταμάτησα ποτέ. Εντρύφησα στους δύο τύπους αυτοσχεδιασμού της ινδικής μουσικής. Ο πρώτος, ένας πολύ ρουμπάτο αυτοσχεδιασμός, είναι πάντα μια εισαγωγή για κάποιο δομημένο κομμάτι και λέγεται ταξίμι στα ελληνικά και alaap στα ινδικά - ξετυλίγεται σιγά για να σε βάλει μέσα σε μια ατμόσφαιρα, σe ένα συγκεκριμένο χρώμα συναισθηματικό. Ο δεύτερος που είναι πάλι συνηθισμένος σe αυτές τις μουσικές, είναι μέσα στο κομμάτι το ρυθμικό». Η Κλειώ, που αυτές τις ημέρες βρίσκεται στην Ινδία για να παίξει με έναν τραγουδιστή του Μπόλιγουντ σε μια μεγάλη ορχήστρα, όταν επιστρέψει θα παρουσιάσει τον δίσκο της, ενώ ετοιμάζει και μια καινούργια συνεργασία. «Θα έχει άλλο χαρακτήρα τελείως. Με την “Ariadne” έκλεισε ένας κύκλος και ανοίγει ένας άλλος».
68
Κείμενο: Δημήτρης Χαλιώτης
69
Νοέ μβριος 2015
Το τέρας μέσα μας
Εχει τον τρόπο να σε συγκινεί χωρίς να εκβιάζει τη συγκίνηση. Οι παραστάσεις του μιλάνε στο χθες και στο σήμερα, ακουμπώντας κατ' ευθείαν στην καρδιά. Μετά τα εξαιρετικά «Γιοι και κόρες» και «Αβελάρδος και Ελοΐζα» ο Γιάννης Καλαβριανός -ένας από τους πιο σκεπτόμενους, προσγειωμένους και ικανούς σκηνοθέτες του σύγχρονου θεάτρου μας- συνεργάζεται φέτος με την Μπέτυ Αρβανίτη και το Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας στο έργο «Η Τσερλίνε και το σπίτι των κυνηγών», βασισμένο στο μυθιστόρημα του Χέρμαν Μπροχ. «Βρισκόμαστε σε μια γερμανική πόλη κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, λίγο μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου», μου εξηγεί ο Γιάννης βάζοντάς με στο θέμα. Η Γερμανία έχει μόλις υποστεί την πιο συντριπτική ήττα στην ιστορία της και βρίσκεται με έναν λαό εξαθλιωμένο και ταπεινωμένο. Το έργο εστιάζει σε ένα σπίτι στο οποίο μένουν μία βαρόνη, η κόρη της και η υπηρέτρια Τσερλίνε. «Ο πατέρας έχει πεθάνει εδώ και 30 χρόνια και οι τρεις γυναίκες ζουν σε αυτό το σπίτι χωρίς καμία επαφή με τον έξω κόσμο. Ουσιαστικά φτιάχνουν έναν μικρόκοσμο που τρέφεται από τις σάρκες του. Η Τσερλίνε απαιτεί από την οικογένεια να σταθεί στο ύψος της. Τους λέει ότι οφείλουν στο όνομα του βαρόνου να έχουν ένα άψογο πρόσωπο απέναντι στον κόσμο. Ουσιαστικά γίνεται βασιλικότερη του βασιλέως», παρατηρεί ο Γιάννης. Η Τσερλίνε υπήρξε υπηρέτρια και της μητέρας της βαρόνης. Μεγάλωσαν μαζί από παιδιά με τη βαρόνη και η Τσερλίνε πάντα επιβουλευόταν μυστικά τη ζωή της. «Η Τσερλίνε υφαίνει αργά έναν ιστό γύρω από το σπίτι περιμένοντας την τελική λύση, περιμένοντας να νικήσει με κάποιο τρόπο», σχολιάζει ο Γιάννης. Θα καταλήξει ένα τέρας. Μέσα και έξω. Προσωποποίηση του ίδιου του Κακού. «Νίκησε το Κακό έχοντας η ίδια επίγνωση της κακίας της. Λέει: 'Εκανα πολύ περίεργα πράγματα στη ζωή μου με μια κακία που ακόμα και τώρα δεν μπορώ να την εξηγήσω'», μου αναφέρει ο Γιάννης και προσθέτει: «Η Τσερλίνε προέρχεται από την εργατική τάξη. Εχει συμπεριφορά μικροαστής και παραδέχεται ότι έκανε πολύ κακά πράγματα, αλλά τα έκανε. Διηγείται τη ζωή της γνωρίζοντας πόσο κακό προκάλεσε, αλλά το κακό υπάρχει στον άνθρωπο. 'Η κόλαση παραμονεύει αν δεν γρηγορούμε', λέει. 'Και η κόλαση σε αρπάζει αμέσως. Τι παράξενο;'».
Η ιστορία της ζωντανεύει σαν εφιάλτης. Οπως συνέβη με τη γέννηση του ναζισμού. Ο Μπροχ παρακολουθεί τη μετεξέλιξη του φιλήσυχου, καθωσπρέπει μεσοαστού σε τέρας. Και έχει όλη τη σοφία να το κάνει εκμεταλλευόμενος την εμπειρία και την απόσταση που του χαρίζει ο χρόνος. Διότι το μυθιστόρημά του «Οι αθώοι» έχει μία συναρπαστική ιδιαιτερότητα. «Ο Μπροχ έγραψε αυτές τις νουβέλες πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρόκειται για κείμενα που γράφονται από το 1917 μέχρι το 1935. Δεν τα εκδίδει όμως. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κυνηγιέται, φυλακίζεται ως Αυστριακός Εβραίος και καταφέρνει να δραπετεύσει στην Αμερική. Το 1948 ο Αμερικανός εκδότης του τού προτείνει να συγκεντρώσει αυτές τις νουβέλες και να γράψει ένα μυθιστόρημα. Τις επεξεργάζεται λοιπόν εκ νέου μετά τον πόλεμο και γράφει καινούργιες, έχοντας πια την εικόνα του Β’ Παγκοσμίου. Δηλαδή στις αρχικές νουβέλες γράφει για ένα Κακό που κυοφορούνταν χωρίς να ξέρει πώς αυτό θα εξελιχθεί. Οταν αρχίζει μετά να τις ξαναδουλεύει, παρατηρεί εκ νέου τους σπόρους του Κακού και βάζει την Τσερλίνε να λειτουργήσει ως το πρότυπο του μέσου Γερμανού, του ανθρώπου δηλαδή εκείνου που στήριξε ακούσια ή εκούσια όλο αυτό το οικοδόμημα του εθνικοσοσιαλισμού», μου εξηγεί ο Γιάννης. «Ηταν και θέμα νοοτροπίας;» αναρωτιέμαι. «Σίγουρα» απαντά ο Γιάννης. «Οι εγκέφαλοι του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος εκμεταλλεύτηκαν πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της γερμανικής κουλτούρας. Μιλάμε για μία κοινωνία προτεσταντική, πολύ αυστηρή, με πολύ βαρύ το χέρι του Θεού από πάνω της και πολύ βαριά την ενοχή των ανθρώπων. Επίσης μιλάμε για μία κουλτούρα μη έκφρασης συναισθήματος, όπου όλα πρέπει να υπάρχουν μετρημένα. Σε όλα αυτά ήρθε και προστέθηκε η ηθική κατάπτωση και το καταρρακωμένο ηθικό ενός ολόκληρου λαού. Ο ναζισμός πάτησε πάνω στα συντρίμμια του. Οι ηττημένοι του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μεγάλωσαν τα παιδιά τους με στόχο να πάρουν εκδίκηση για την ταπείνωση των γονιών τους». Ο Χίτλερ και οι συνεργάτες του επένδυσαν με ιδιοφυή τρόπο πάνω σε αυτή την κουλτούρα της ντροπής. «Υπήρξαν και πολλοί Γερμανοί που επικαλέστηκαν μετά τον πόλεμο άγνοια όλου αυτού που συνέβαινε», του υπενθυμίζω. «Το καλοκαίρι πήγα στην Πολωνία και επισκέφθηκα το Αουσβιτς. Δεν υπάρχει περίπτωση να ζούσες στην περιοχή και να μην είχες πάρει χαμπάρι. Η άγνοια είναι μία κλασική έκφραση αποφυγής της ενοχής. Δεν
μπορεί να μην ήξεραν όταν εκτόπιζαν οικογένειες που έμεναν δίπλα τους. Απλώς επέτρεψαν να φτιαχτεί ένα τόσο δυνατό Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, που είχε παρεισφρήσει σε κάθε τομέα της ζωής τους. Με κάποιο τρόπο όλη η Γερμανία συμμετείχε σε αυτό», μου λέει. Η συζήτησή μας έρχεται στην Ελλάδα του σήμερα. «Υπάρχουν πράγματι ομοιότητες με την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, πιστεύεις;» τον ρωτάω. «Οι παρομοιώσεις είναι εύκολες να γίνουν και είναι πάντα άδικες. Υπάρχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Υπάρχει ένας κόσμος που έχει εξαθλιωθεί, οπότε είναι έτοιμος να ακολουθήσει τον οποιονδήποτε, αλλά και να κυνηγήσει οποιονδήποτε του υποδείξει ένα κέντρο εξουσίας ότι αυτός είναι υπεύθυνος για τα δεινά του. Νομίζω όμως ότι είναι λίγο εύκολο να πούμε ότι έχει αντιστοιχία. Ισως το αισθάνομαι αυτό γιατί έχουμε ένα ναζιστικό κόμμα στην Ελλάδα που αποτελείται από ηλίθιους. Αν ήταν λίγο πιο ικανοί, θα τους φοβόμουν», σχολιάζει ο Γιάννης. Τι γίνεται όμως με την αδιαφορία; Πόσο αυτή τρέφει τον φασισμό; «Πολύ. Και ξέρεις τι δεν μου αρέσει σήμερα… Το γεγονός ότι αλλάζει το συναίσθημά μας πολύ δραματικά. Δεν μπορεί πριν από έναν χρόνο να ουρλιάζαμε ότι πεθαίνει κόσμος από την πείνα και τώρα να μην πεθαίνει κανένας. Υπάρχει ένα συναισθηματικό τρενάκι, που μας πέταξε -προκειμένου να επιβιώσουμε συναισθηματικά- σε μία περιοχή όπου κανείς δεν ασχολείται ή θέλει να συζητήσει πολιτικά. Είναι πολύ επικίνδυνο να σε αφήνει αδιάφορο η δημόσια σφαίρα. Αν ο καθένας ασχολείται μόνο με τον δικό του χώρο, τον ενδιάμεσο δημόσιο χώρο ποιος τον ελέγχει; Αυτός ο χώρος είναι πολύ κρίσιμος για τη μεταξύ μας επικοινωνία. Αν μείνουμε απαθείς μπορεί κάποιος να τον εκμεταλλευτεί. Ολο αυτό εξυπηρετεί την εξουσία. Το να μην υπάρχει αντίδραση, να μην υπάρχει κριτική σκέψη, να ασχολείται ο καθένας μόνο με τα δικά του είναι μία άλλη έκφανση του ολοκληρωτισμού», μου επισημαίνει.
Κείμενο: Πόπη Διαμαντάκου
70
Τι είν’ αυτό που το λένε αγάπη;
Θα ήθελα εξαρχής να ξεκαθαρίσω σε όποιον διαβάσει αυτό το σημείωμα ότι σκοπός μου δεν είναι να γράψω κριτική κινηματογράφου. Με προκάλεσε όμως ο «Αστακός» του Γιώργου Λάνθιμου, το βραβείο του στις Κάννες, ο διχασμός κριτικών και θεατών, οι πρωταγωνιστές από εκείνους που θαυμάζουμε στις μεγάλες ξένες παραγωγές, ο Κόλιν Φάρελ, παχουλούλης να μοιάζει με τον αφελή -αλλά εντέλει πρωτόγονα επιβιωτικό- μικροαστό της διπλανής πόρτας, η Ρέιτσελ Βάις και η Λεά Σεϊντού. Με προκάλεσε ακόμη και η «λάθος» πληροφόρηση, από τον ίδιο τον Λάνθιμο, αλλά και πολλούς φίλους ότι πρόκειται για μια ιστορία αγάπης. Εγώ είδα το εντελώς αντίθετο, μια ιστορία για την πλήρη απουσία της, για τον κανιβαλικό κομφορμισμό των σχέσεων -ή και των μη σχέσεων- που πνίγει κάθε συναίσθημα. Ναι, είδα μια ταινία από όπου απουσιάζει πλήρως το συναίσθημα και αντικαθίσταται από ένα έξυπνο μαύρο χιούμορ - το πρώτο μέρος θα το χαρακτήριζα και μαύρη κωμωδία. Μία ταινία που πνίγεται στους πολλούς συμβολισμούς, αλλά δεν παύει να είναι ενδιαφέρουσα. Ακόμη και το τραγουδάκι του φινάλε από την ταινία το «Παιδί και το δελφίνι» μοιάζει με κάπως φολκλορική αναφορά στην ελληνικότητα του δημιουργού, αλλά αποφάσισα εκ των υστέρων ότι είναι ένα ακόμη κλείσιμο του ματιού στον γλυκανάλατο ρομαντισμό της μελωδίας του. Ναι, «Τι είν’ αυτό που το λένε αγάπη;». Προφανώς και δεν δίνει απάντηση η ταινία. Αλλωστε ξέρουν οι αστακοί από αγάπη; Και ο αστακός είναι το ιδανικό του πρωταγωνιστή, σε αυτόν επιλέγει να μεταμορφωθεί αν δεν καταφέρει να βρει ταίρι, στο ειδικό
ίδρυμα γι' αυτό τον σκοπό. Εκεί πάνε οι φανατικοί του ζευγαρώματος -σύμφωνα με το στόρι- για να αποδεχτούν κάθε βασανισμό προκειμένου να βρουν ταίρι. Αν δεν το πετύχουν, μεταμορφώνονται σε ζώο της αρεσκείας τους, για να έχουν δεύτερη ευκαιρία στη ζωή τους να ζευγαρώσουν.
Οι συντροφευμένοι αισθάνονται να απειλούνται από τους μοναχικούς -δεν είναι αλήθεια;- και τους κυνηγούν μέχρι θανάτου. Και οι μοναχικοί θεωρούν έγκλημα οποιαδήποτε εκδήλωση συντροφικότητας. Και οι δυο ομάδες θεωρούν επιβίωση την άρνηση του άλλου, την αποφυγή κάθε συγχρωτισμού...
Ναι, πολλοί συμβολισμοί, κυνισμός και χιούμορ σε μια ταινία, που ούτε αριστούργημα είναι, ούτε συγκλονιστικές ερμηνείες έχει, ούτε τομή στον κινηματογράφο αποτελεί, αλλά έχει κάτι πολύ αφοπλιστικό: ειλικρίνεια.
Ακριβώς γι' αυτό η «αγάπη» ή μάλλον το ζευγάρωμα είναι ταύτιση με το όμοιο για την ιστορία του Λάνθιμου. Το φτάνει, δε, στα άκρα, μέχρι τον αυτοτραυματισμό ή και στο φινάλε τον υπαινιγμό του ακρωτηριασμού· το θέμα μένει ανοιχτό για πολλές συζητήσεις, αλλά το πρόβλημα που τίθεται δεν είναι η πράξη, όσο η άποψη του δημιουργού ότι αγάπη και συντροφικότητα είναι μια μορφή ακρωτηριασμού.
Με ωμή ειλικρίνεια, ψυχρή θα την έλεγα, μιλάει για ένα θέμα «ταμπού» σχεδόν για τις κοινωνίες των «χαλαρών» με το ζευγάρωμα. Τις δείχνει να χωρίζονται σε δυο ομάδες με άσβεστο -μέχρι και δολοφονικό- μίσος μεταξύ τους. Από τη μια οι ζευγαρωμένοι, που ζουν στον «πολιτισμό» και από την άλλη οι μοναχικοί, που ζουν πρωτόγονα. Και οι δυο είναι παγιδευμένοι στον κομφορμισμό μέχρι πνιγμού κάθε ανθρώπινου στοιχείου τους. Οι ζευγαρωμένοι υπακούν με ρομποτικό μηχανισμό σε κλισέ συμπεριφορές για να έχουν σύντροφο, αλλά και οι μοναχικοί επίσης υπακούν σε έναν εξίσου σκληρό κώδικα συμπεριφοράς που αποκλείει μέχρι βασανισμού οποιαδήποτε έκφραση συντροφικότητας. Σκληρό; Μπορεί. Αλλά ο σουρεαλισμός στον οποίο καταφεύγει η ταινία και το υπόγειο χιούμορ σώζει κάπως ιστορία και θεατή.
Η σινεφιλική μου μνήμη έχει σφραγιστεί -όπως και όλης της γενιάς μου- έτσι κι αλλιώς από έναν κινηματογραφικό ακρωτηριασμό για λόγους έρωτα, του Ζεράρ Ντεπαρτιέ στο φινάλε της «Τελευταίας γυναίκας». Αλλά εκείνη η ταινία ήταν ελεγεία στο απόλυτο πάθος, συγκλόνιζε με την κορύφωση των συναισθημάτων, μιλούσε για τον έρωτα χωρίς όρια, που ναι, συμβολικά, μπορεί να σημαίνει μια μορφή ακρωτηριασμού, μια μορφή θανάτου. Αλλά είπαμε ο ήρωας του Λάνθιμου το ξεκαθαρίζει εξαρχής, έχει ιδανικό του τον αστακό. Ξέρουν οι αστακοί από αγάπη;
Ενα ένθετο για την urban culture σκηνή της Αθήνας, κάθε Δευτέρα και Παρασκευή στις 14:30 και στις 20:30 στην εκπομπή Lifεtime