Δε κέ μβριος 2015
Νίκος Σταδιάτης Ο ακορντεονίστας από τα Καμίνια
Κατερίνα Ευαγγελάτου Ο Φάουστ κατεβαίνει Πειραιά
Αλέξανδρος Κτιστάκης Οι μαγικές μπαγκέτες εν δράσει
Σκανάρετε το QR Code στην αρχή των κειμένων και ανακαλύψτε έξτρα περιεχόμενο
Metropolis www.metropolispress.gr
Οι άνθρωποι του Funky Buddha Ο Νίκος και ο Κώστας Αλεξίου, τα δύο αδέλφια πίσω από την επιτυχημένη ελληνική φίρμα
Index Υδροπονία...8
Στάθης Καλύβας...28
Οι Urban Hydroponics και οι καλλιέργειες στο μπαλκόνι
Γιατί μας απασχολεί ακόμα ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος;
Funky Buddha...10 Η ελληνική εταιρεία που κοιτάει στα μάτια τον διεθνή ανταγωνισμό
Patari Project...40 Ανεβάζουν μία παράσταση με τη Σταχτοπούτα πάνω σε ένα... πιάνο
Πλάτωνας...14 Το νέο Ψηφιακό Μουσείο γίνεται η καλύτερη αφορμή για να μελετήσουμε τη φιλοσοφία
Κόκκινο τετράδιο...44 Ο Στάθης Δρογώσης επιστρέφει στη δισκογραφία
Τζέσικα Τζόουνς...16
Τ(ρ)όποι λατρείας...46
Μία ευάλωτη υπερηρωίδα
Περιήγηση στους χώρους προσευχής των πιστών διαφορετικών θρησκειών
Σταδιάτης...18 Ο νεαρός ακορντεονίστας μάς συστήνεται
Φάουστ...56 Η Κατερίνα Ευαγγελάτου σκηνοθετεί τον αντιήρωα του Γκαίτε
Απ’ το μηδέν...20 Ο Ζαχαρίας Καρούνης τραγουδά Σπύρο Παρασκευάκο
Βουλγαράκη...62 Βουτσικάκης...26 Μελωδικές βόλτες στην Πλάκα
Μία παράσταση-στοχασμός πάνω στα αίτια της μισαλλοδοξίας
Ζαούσης... 68 Στο... backstage της βιτρίνας
METROPOLIS
19/1072
www.metropolispress.gr / metropolis@metropolisnews.gr / Facebook: MetropolisPress / YouTube: MetropolisPress Ιδιοκτησία - Εκδοση: Μ media Α.Ε. / Εδρα: Πραξιτέλους 26, Τ.Κ. 105 61 - Αθήνα, τηλ.: 210 4823977, φαξ: 210 4832887 Διεύθυνση: Κώστας Τσαούσης Project Manager: Βίκτωρας Δήμας Συντονισμός: Νατάσα Μαστοράκου, Χρήστος Τσαπακίδης Σύνταξη: Ανδρέας Γιαννόπουλος, Νικήτας Καραγιάννης, Βούλα Σουρίλα, Δημήτρης Χαλιώτης Υποστήριξη: Βασίλης Λουκανίδης Εκτύπωση: «Καθημερινές Εκδόσεις» ΑΕ
Edito
4
Οι δικοί μας νοικοκυραίοι Κώστας Τσαούσης kt@m-media.gr Αυτή τη φορά προτιμώ να γράψω για τη Βενέτσια. Tην πολυφωτογραφημένη γάτα. Τη γάτα-οικοδέσποινα σε ένα από τα πιο φιλόξενα βιβλιοπωλεία της Αθήνας, τις Πλειάδες στην οδό Σπύρου Μερκούρη, στο Παγκράτι. Η εμβληματική παρουσία της Βενέτσιας δίχως άλλο προσδίδει μια επιπλέον νότα ζεστασιάς και φιλικότητας σε αυτό το βιβλιοφιλικό στέκι που έχει καταφέρει να σταθεί στα πόδια του σε πολύ δύσκολους καιρούς και να προσφέρει υψηλής ποιότητας υπηρεσίες σε όλα τα επίπεδα των δραστηριοτήτων του: από τις εκδηλώσεις με συγγραφείς μέχρι τις ταχύτατες και πληρέστερες ενημερώσεις του πάγκου με τις νέες εκδόσεις. Ολα είναι στη θέση τους, με πολλή φροντίδα, επιμέλεια και μεράκι. Ο Αλκης και η Αλεξάνδρα -οι ένοικοι, όπως λένε και οι δύο τους, του σπιτιού της Βενέτσιας- γνωρίζουν καλά τα μονοπάτια των διαπροσωπικών σχέσεων, των σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους και πορεύονται με οδηγό την αλήθεια της ματιάς τους, της χειραψίας τους…
Απαθανατίζοντας τη Βενέτσια το μεσημέρι του περασμένου Σαββάτου στην κυκλική σκάλα που οδηγεί από το ισόγειο του βιβλιοπωλείου στο μικρό πατάρι με την προνομιακή θέα στη Μερκούρη, μου ήρθε το μυαλό μια σκέψη για τους παλιούς μαγαζάτορες της πόλης στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα και τα πρώτα του 20ού αιώνα - μια νοσταλγική σκέψη κατ’ ευθείαν από το βιβλίο «Οι νοικοκυραίοι: Μαγαζάτορες και βιοτέχνες στην Αθήνα 1880-1925» του Νίκου Ποταμιάνου από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
και η Χριστίνα Χαραλαμποπούλου του μικρού βιβλιοπωλείου «Ο Μωβ Σκίουρος», που μετακόμισε στο διπλανό κατάστημα και μεγάλωσε σε τετραγωνικά.
Ο Αλκης και η Αλεξάνδρα (ο Αλκης Τεμπονέρας και η Αλεξάνδρα Μπίζη) είναι δίχως άλλο οι νοικοκυραίοι της εποχής μας. Με μόνη διαφορά από το «τότε», ότι οι δικοί μας νοικοκυραίοι έχουν και Πρόσωπο (το Π είναι πάντα κεφαλαίο) και είναι απαλλαγμένοι από ιδεολογικές και άλλες φορτίσεις που κουβαλά ο όρος στην διαδρομή του χρόνου. Στα βήματα τους προχωρούν και άλλοι δύο φίλοι, οι νοικοκυραίοι (νέας γενιάς) της Πλατείας Καρύτση: Ο Σπύρος Παπαϊωάννου
Το δεύτερο, πάλι από τις εκδόσεις Πόλις, είναι «μια προσπάθεια συστηματικής αποτίμησης των εξελίξεων στην ελληνική κοινωνία στη λεγόμενη ‘μακρά’ δεκαετία του εξήντα και κυρίως στον χώρο των νέων, επισημαίνοντας τις συνέχειες και τις ασυνέχειες στην κουλτούρα της διαμαρτυρίας». Πρόκειται για το βιβλίο του Κωστή Κορνέτη, «Τα παιδιά της δικτατορίας».
Υ.Γ: Ακολούθησα τα πατήματα της Βενέτσιας. Με έφεραν κοντά σε δύο βιβλία που αγάπησα, αν και για διαφορετικούς λόγους το καθένα. Το πρώτο είναι η βιογραφία του Κορνήλιου Καστοριάδη: Francois Dosse, «Καστοριάδης: μια ζωή», σε μετάφραση Ανδρέα Παππά, από τις εκδόσεις Πόλις.
Κείμενο: Χρήστος Τσαπακίδης
6
Η επιστροφή
«Ο ‘Πόλεμος των άστρων’ χωρίς τον Τζον Γουίλιαμς θα ήταν όπως η οικογένεια Σκάιγουοκερ χωρίς τη Δύναμη», είναι το απόλυτα εύστοχο σχόλιο του Τιμ Γκράιβινγκ των “Los Angeles Times” για τη μουσική επένδυση του σύμπαντος του Τζορτζ Λούκας από τον Αμερικανό συνθέτη. Και για να αντιληφθείς πόσο ισχύει το παραπάνω, απλά σκέψου πόσο συχνά σου έρχεται στο μυαλό το κεντρικό μουσικό θέμα ή το θέμα του Νταρθ Βέιντερ όταν ακούς τις λέξεις “Star wars”. Ωστόσο, αυτό που έκανε ο Γουίλιαμς αρχής γενομένης με τη δουλειά του στο «Μία νέα ελπίδα» (η μουσική του κέρδισε Βραβείο Οσκαρ και χαρακτηρίστηκε από το American Film Institute ως το καλύτερο μουσικό σκορ της Αμερικής) είχε ευρύτερες προεκτάσεις, καθώς κατάφερε να αναδείξει τη σημασία της συμφωνικής μουσικής στα μουσικά σκορ, απενοχοποιώντας την ποπ κουλτούρα στα μάτια των κλασικών και καθιστώντας παράλληλα προσιτή τη συμφωνική μουσική στο ευρύ κοινό. Θέλετε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα; Πέρυσι, σε ένα αφιέρωμα της Φιλαρμονικής του Λος Αντζελες στον Τζον Γουίλιαμς και ενώ ο ίδιος βρισκόταν στο πόντιουμ και διηύθυνε στο “Imperial march”, «μπούκαραν» πάνω στη σκηνή μία ομάδα Stormtroopers και ο Νταρθ Βέιντερ κραδαίνοντας το φωτόσπαθό του! Δεδομένης, λοιπόν, της συμβολής του πολυβραβευμένου συνθέτη (έχει κερδίσει 22 Γκράμι, πέντε Οσκαρ και έχει προταθεί συνολικά 49 φορές, όντας το άτο-
μο με τις περισσότερες υποψηφιότητες στον θεσμό, πίσω μόνο από τον Ουόλτ Ντίσνεϊ) στην επιτυχία του franchise, η ανάθεση της μουσικής επένδυσης για το νέο επεισόδιο του «Πολέμου», «Η Δύναμη ξυπνά» ήταν απλά μία τυπική διαδικασία. Ο Γουίλιαμς άρχισε να δουλεύει πάνω στη μουσική τον Δεκέμβριο του 2014 και μέχρι τον περασμένο Ιούνιο είχε ολοκληρώσει το πρότζεκτ του. Οπως ήταν αναμενόμενο, υπάρχουν εξαιρετικά μουσικά θέματα, όπως τα λάιτ-μοτίφ της Ρέι (από την πλευρά των καλών) και του Κάιλο Ρεν (από την πλευρά των κακών). Ο συνθέτης είχε μία πολύ καλή συνεργασία με τον Τζ. Τζ. Ειμπραμς, τον σκηνοθέτη της νέας ταινίας: «Είχαμε λίγες προκαταρκτικές συναντήσεις και του έπαιξα λίγη μουσική στο πιάνο, που φάνηκε ότι του άρεσε πολύ. Η τελευταία του οδηγία ήταν ‘Απλά κάνε ό,τι κάνεις’. Μου έδωσε ένα μεγάλο βαθμό ελευθερίας. Δεν ξέρω πόσα ξέρετε για αυτόν, αλλά είναι ένα πολύ ευχάριστο άτομο. Εξαιρετικά έξυπνος», σχολιάζει σχετικά σε συνέντευξή του στο “Variety”. Οσο για την καινούργια μουσική, η οποία κυκλοφορεί ήδη στις ψηφιακές πλατφόρμες μουσικής από το Spotify έως το iTunes, ο Γουίλιαμς πήρε συνειδητά την απόφαση να χρησιμοποιήσει ως επί το πλείστον νέες θεματικές ιδέες. «Το έργο μου και η πρόκλησή μου ήταν να την κάνω [σσ. τη μουσική επένδυση] να μοιάζει φιλική και συνδεδεμένη με τα υπόλοιπα μουσικά σκορ προκειμένου να έχει την αίσθηση του ‘Πολέμου
των άστρων’», επισημαίνει σχετικά ο συνθέτης στον Γκράιβινγκ. Στην ίδια συνέντευξη, ο Γουίλιαμς δεν παρέλειψε να μιλήσει γενικά για την απήχηση, αλλά και τον αντίκτυπο που είχε η μουσική του για όλη τη σειρά του «Πολέμου των άστρων», η διάρκεια της οποίας ξεπερνά αθροιστικά τις 15 ώρες: «Είμαι εξαιρετικά ευγνώμων που ο κόσμος αγκάλιασε αυτή τη μουσική και που ήλθε -ιδίως οι νέοι- χάρη σε αυτή πιο κοντά στην ορχηστρική μουσική. Δεν κάνω κάποια ιδιαίτερη διάκριση ανάμεσα στην ‘υψηλή’ και τη ‘χαμηλή τέχνη’. Η μουσική είναι εκεί για όλους. Είναι ένα ποτάμι, όπου όλοι μπορούμε να βάλουμε μέσα του την κούπα μας και να πιούμε από αυτό και να ζήσουμε από αυτό». Ο 83χρονος συνθέτης συνεχίζει να δουλεύει με ρυθμούς ακούραστου νέου. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της μουσικής για το «Η Δύναμη ξυπνά», άρχισε αμέσως να δουλεύει πάνω στη νέα ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ, “The BFG”. Πρόκειται για την 27η συνεργασία μεταξύ των δύο θρύλων του Χόλιγουντ. «Το να συνεχίζεις να δουλεύεις, να συνεχίζεις να αγαπάς αυτό που κάνεις συμβάλλει σίγουρα στη μακροζωία και την υγεία», καταλήγει ο Γουίλιαμς. «Και είμαι πολύ τυχερός που δουλεύω σε ένα πεδίο όπου δεν κουράζεσαι ποτέ». Εμείς ελπίζουμε να μας χαρίζει υπέροχες μουσικές για πολλά χρόνια ακόμα!
8
Κείμενο: Ανδρέας Γιαννόπουλος
9
Δε κέ μβριος 2015
Ενα έξυπνο θερμοκήπιο σπιτιού
Το πτυχίο του 30χρονου Γιάννη Παναγιωτάκη δεν έχει καμία σχέση με την καλλιέργεια της γης. Συγκεκριμένα τελείωσε το Τμήμα Εφαρμοσμένων Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης. Αυτό, ωστόσο, δεν τον εμπόδισε καθόλου να εμπνευστεί την Urban Hydroponics, μία πρωτοβουλία που αναπτύσσει ένα καινοτόμο σύστημα αστικής καλλιέργειας. Τι ακριβώς κάνει; Σου δίνει τη δυνατότητα να καλλιεργείς τα δικά σου ποιοτικά λαχανικά στο μπαλκόνι σου, αξιοποιώντας ταυτόχρονα τη δύναμη της τεχνολογίας. Για να υλοποιήσει το σχέδιό του, συστράτευσε τον αδερφό του και επίσης μαθηματικό, Στέλιο, καθώς και τη δρ. Γεωργία Ντάτση, γεωπόνο, που τα τελευταία δύο χρόνια εργάζεται ως μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Εργαστήριο Κηπευτικών Καλλιεργειών του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών. «Το σύστημά μας», εξηγεί ο Γιάννης, «φτιάχτηκε εξαρχής με σκοπό να αντισταθμίσει τον χώρο, τον χρόνο και τις γνώσεις στην καλλιέργεια, που λείπουν από τους περισσότερους από εμάς. Στόχος μας είναι η παραγωγή από κάθε εγκατεστημένο σύστημα να παρέχει αυτάρκεια στο νοικοκυριό, ως προς τα καλλιεργούμενα είδη». Η ομάδα τους απευθύνεται σε διατροφικά και οικολογικά ευαισθητοποιημένους καταναλωτές. Ολους εκείνους δηλαδή, όπως λένε, που γνωρίζοντας τις βλαβερές συνέπειες της αλόγιστης και ανεξέλεγκτης χρήσης γεωργικών φυτοφαρμάκων, θέλουν να διασφαλίσουν την ποιότητα των λαχανικών που καταναλώνουν με μόνες προϋποθέσεις την καλή διάθεση και λίγο χώρο στο μπαλκόνι τους. «Προσφέρουμε ένα ολοκληρωμένο σύστημα αστικής και βιολογικής διαχείρισης καλλιέργειας, δεν χρησιμοποιούμε δηλαδή απολύτως κανένα φυτοφάρμακο σε κανένα στάδιο της παραγωγικής διαδικασίας», συμπληρώνει. Η ανάπτυξη της ιδέας βασίζεται στην απλοποίηση των διαδικασιών της υδροπονίας. Χρησιμοποιώντας αποδοτικά τις εδραιωμένες τεχνολογίες του χώρου και
υιοθετώντας στρατηγικά τις νέες (Internet of Things, cloud storage κά.), ανέπτυξαν έναν «έξυπνο» κηπουρό. Αυτός εκτελεί τους απαραίτητους ελέγχους και ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε φυτού, αναπληρώνει νερό και θρεπτικά συστατικά σε ένα θρεπτικό διάλυμα που τρέφει τα φυτά όταν είναι απαραίτητο. Το πρωτότυπο μάλιστα σύστημα δοκιμάστηκε με επιτυχία για περισσότερους από έξι μήνες. Οπως συνήθως συμβαίνει με κάθε καινοτομία, η ιδέα τους δημιουργήθηκε από μια πολύ απλή σκέψη: γιατί να μη φυτέψω τα δικά μου λαχανικά για τη σαλάτα μου; «Εχοντας συνειδητοποιήσει πως η ποιότητα των τροφών που καταναλώνουμε συνεχώς φθίνει προς όφελος της μαζικής φθηνής παραγωγής, καθώς και ότι υπάρχει έλλειψη ικανοποιητικών γευστικών λύσεων, στραφήκαμε προς την ιδιοκαλλιέργεια», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γιάννης και συνεχίζει: «Απογοητευτήκαμε όμως από τις χαμηλές αποδόσεις της παραγωγής στο χώμα, καθώς και τον χρόνο που απαιτούσε και έτσι καταλήξαμε στην υδροπονία». Αρχικά πειραματίστηκαν στο μπαλκόνι τους με φυτά, σωλήνες, νερό, θρεπτικά διαλύματα και... κώδικες και τελικά κατέληξαν στη δημιουργία ενός εναλλακτικού και πλήρως αυτοματοποιημένου συστήματος υδροπονίας. «Κινούμαστε με την ιδέα μας σε έναν πολύ καινοτόμο χώρο με μεγάλες ευκαιρίες και μεγάλη εμπορική αξία, διότι οι τάσεις της ζήτησης και ο τρόπος κατανάλωσης οδηγούν ξεκάθαρα στην κατεύθυνση της καλλιέργειας σε αστικό περιβάλλον. Αυτό σημαίνει ταυτόχρονα ότι πρέπει να εκπαιδεύσουμε τον ερασιτέχνη κηπουρό σχετικά με τις δυνατότητες και τα οφέλη της λύσης μας, εφόσον είναι πιθανώς η πρώτη φορά που έρχεται σε επαφή με ένα σύστημα αστικής υδροπονίας». Το γεγονός αυτό, βέβαια, δεν τους τρομάζει, όπως υποστηρίζουν. Αντιθέτως, τους κάνει υπερήφανους που έχουν τη δυνατότητα να μεταδώσουν τις γνώσεις τους ώστε να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής στις πόλεις. Παράλληλα, έχουν συνειδητοποιήσει ότι ο χώρος έχει μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης συνεργασιών, τόσο
με ανθρώπους που είναι ήδη στον χώρο, όσο και με εκείνους που θα βοηθήσουν την εξέλιξή του με νέες ιδέες και προτάσεις. «Η λύση μας είναι πολύ ευέλικτη σε σχέση με το μέγεθος και τη μορφή. Μαθαίνοντας τις πραγματικές ανάγκες, απαιτήσεις και απορίες των πελατών μας, είμαστε σε θέση να τις εφαρμόζουμε στο προϊόν μας και να το βελτιώνουμε συνεχώς». Συνεχίζοντας την κουβέντα μας με τον Γιάννη, μου εξηγεί ότι τον περασμένο Ιούλιο μπήκαν στον επιχειρηματικό επιταχυντή Innovathens του Δήμου Αθηναίων, όπου άρχισαν να αναπτύσσουν το επιχειρηματικό τους σχέδιο και να δικτυώνονται - πλέον ως startup. Εκεί έμαθαν πώς να μετατρέψουν την καινοτομία τους σε μια επιτυχημένη επιχείρηση, ενώ οι σκέψεις και οι ιδέες τους ωρίμασαν σε μεγάλο βαθμό. Ετσι σήμερα νιώθουν έτοιμοι να προχωρήσουν με σταθερά, αλλά σημαντικά βήματα. Χρηματοδότηση δεν έχουν δεχθεί, αν και δεν είναι αρνητικοί σε χρηματοδοτικές προτάσεις και επενδύσεις, καθώς τις θεωρούν σημαντικό κομμάτι για την εξέλιξή τους. «Αυτή τη στιγμή όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές και σχεδιάζουμε μια καμπάνια crowdfunding, η οποία θα μας έδινε τη δυνατότητα να προχωρήσουμε με πιο γρήγορα και μεγάλα βήματα». Το επόμενο διάστημα, εξάλλου, προβλέπεται να είναι καθοριστικό για την εξέλιξη της ομάδας. Σχεδιάζουν καινούργιες πιλοτικές εγκαταστάσεις, συνεργασίες, καθώς και στρατηγικές προβολής. Το σημαντικότερο όμως για το επόμενο διάστημα θεωρούν ότι είναι να συστηθούν σε ένα ευρύτερο κοινό. «Γι’ αυτό τον λόγο έχουμε εγκαταστήσει το σύστημά μας στον εξωτερικό χώρο του Innovathens στο Γκάζι, όπου μπορεί κανείς να μας επισκεφτεί και να το γνωρίσει από κοντά», λέει ο Γιάννης και κλείνει κάνοντας τη σημαντικότερη παρατήρηση: «Οποιος έχει δοκιμάσει λαχανικά από τον δικό του κήπο, καταλαβαίνει τη διαφορά στη γεύση - ένα στοιχείο που δυστυχώς έχει σχεδόν εξαφανιστεί στην αστική καθημερινότητα μας». Τους ευχόμαστε ολόψυχα να το βρουν και πάλι!
10
Κείμενο: Kώστας Τσαούσης / Φωτογραφίες: Στέφανος Καστρινάκης
11
Δε κέ μβριος 2015
Οι άνθρωποι, το πιο πολύτιμο asset
Ο Κώστας και ο Νίκος Αλεξίου είναι τα δύο αδέλφια που «τρέχουν» σε καθημερινή βάση την κερδοφόρα ελληνική επιχείρηση με τα ρούχα, τα παπούτσια και τα αξεσουάρ που κυκλοφορούν στην Ελλάδα και το εξωτερικό κάτω από την ευρηματική επωνυμία Funky Buddha. Η εταιρεία ιδρύθηκε από τον πατέρα τους, Γιάννη Αλεξίου, που εξακολουθεί να παραμένει μάχιμος και ενεργός στην επιχειρηματική σκηνή. Λειτουργεί, μάλιστα, ως ακοίμητος φρουρός της συνέχειας και της προοπτικής της εταιρείας που κατάφερε μέσα στα 12 χρόνια λειτουργίας της να κοιτά ίσια στα μάτια τις διεθνείς φίρμες με τις οποίες «συγκατοικεί» σε πολυκαταστήματα και εμπορικά κέντρα στην Αθήνα και αλλού.
βάνει σωματική ή ψυχική κακοποίηση ή οποιαδήποτε μορφή σωματικής τιμωρίας.
Ο Κώστας είναι ο μεγαλύτερος από τους δύο αδελφούς. Είναι πια 38 ετών και έχει την ευθύνη για το μάρκετινγκ και τις πωλήσεις. Ο αδελφός του, ο Νίκος, είναι λίγα χρόνια νεότερος -στα 35- και ως creative director έχει την ευθύνη της επιτελικής ομάδας που ασχολείται με τη δημιουργία και την παραγωγή των συλλογών, οι οποίες ράβονται σε όλα τα μέρη του κόσμου σε παραγωγικές μονάδες που ανταποκρίνονται σε έναν αυστηρό κώδικα δεοντολογίας που αποκλείει για παράδειγμα την παιδική εργασία, αλλά και οποιαδήποτε μορφής καταναγκαστική εργασία ή εργασία που περιλαμ-
Σήμερα, η εταιρεία διατηρεί ένα δίκτυο σημείων πώλησης που φέρουν από την αρχή έως το τέλος τη σφραγίδα της Funky Buddha και των ανθρώπων της - ένα δίκτυο που αριθμεί 28 σημεία αυτού του είδους στην Ελλάδα και την Κύπρο. Σε αυτά χρειάζεται να συνυπολογιστούν άλλα πέντε σημεία πώλησης (με τη μορφή shop in shop) που φιλοξενούνται στα πολυκαταστήματα Topshelf Megastores στην Ολλανδία.
Η εταιρεία που βρίσκεται πίσω από τη φίρμα Funky Buddha είναι μια από τις λίγες εταιρείες που στην εποχή της παγκοσμιοποίησης δεν έχει συμφιλιωθεί με τον «άδικο κόσμο», αλλά πολεμά ακόμη για τα «ανθρώπινα κεκτημένα». Στην ίδια γραμμή, η εταιρεία (Altex SA) υποχρεώνει τους προμηθευτές της να διασφαλίζουν ότι τα προϊόντα (υφάσματα, ενδύματα, γαρνιτούρες, συσκευασία, κρεμάστρες κλπ.) δεν περιέχουν επικίνδυνα υλικά (συμπεριλαμβανομένων των αζωχρωστικών ουσιών, του PCP, του καδμίου, του χρωμίου, του χαλκού, της φορμαλδεΰδης, του μόλυβδου και του νικελίου) σε υψηλότερες συγκεντρώσεις από τα διεθνώς επιτρεπόμενα όρια.
Τα 12 χρόνια λειτουργίας και δράσης της εταιρείας έχουν δημιουργήσει απόθεμα τεχνογνωσίας που επι-
τρέπει στην επιτελική ομάδα της Funky Buddha να διαχειρίζεται μεγάλες συλλογές. Ενα και μόνο νούμερο είναι αποκαλυπτικό: Κάθε συλλογή έχει 260 κωδικούς που απευθύνονται σε ένα ευρύ ακροατήριο νεανικών συμπεριφορών ανεξαρτήτως ηλικίας, το οποίο είναι κατά πλειοψηφία ανδρικό (σε ποσοστό 70%). Σε μια από τις τελευταίες συναντήσεις μας ζήτησα από τον Κώστα Αλεξίου να μου πει ένα ή και περισσότερα επιχειρήματα που θα ανέφερε face to face σε έναν υποψήφιο πελάτη μπροστά στον πάγκο με τα ρούχα που βρίσκεται στο κέντρο ενός σημείου πώλησης για να προτιμήσει να αγοράσει προϊόν με το σήμα Funky Buddha - ειδικά αν εκείνος ο υποψήφιος πελάτης ήταν ένας νέος που σίγουρα δεν τον βαραίνει καθόλου το πορτοφόλι του… Εναν νέο που ζει στην επισφάλεια και την αβεβαιότητα και που δυσκολεύεται ακόμη και να πάρει ένα t-shirt των 15 ευρώ. Ο Κώστας το σκέφτηκε και αποφάσισε να μην απαντήσει εκείνη τη στιγμή. Το βράδυ μέσω Messenger στο Facebook έλαβα ένα μικρό σε έκταση κείμενο. Ηταν η απάντηση που μου… «χρωστούσε». Το κείμενο είναι μια ανοιχτόκαρδη ομολογία προσωπικών προθέσεων, αλλά και δημόσιων συμπεριφορών και καταχωρείται εδώ -ίδιο και απαράλλακτο- όπως ήλθε στο Facebook: «Οι άνθρωποι που δουλεύουν στη Funky Buddha είναι
12
13
μια ενθουσιώδης ομάδα που δουλεύει σκληρά με στόχο τη δημιουργία ενός ιδιαίτερου customer & shopping experience. Η Funky Buddha εμπνέεται τις συλλογές της απο την indie και urban pop κουλτούρα. Το στυλ είναι ζωντανό και χαλαρό και τα σημεία αναφοράς προκύπτουν από οτιδήποτε επηρεάζει τις τελευταίες τάσεις. Συνεπώς είμαστε τολμηροί και εφευρετικοί και δεν φοβόμαστε να ξεχωρίσουμε. Το σήμα προσφέρει μοντέρνα, υψηλής ποιότητας προϊόντα σε ευρεία παλέτα χρωμάτων και κωδικών, δίνοντας στον καταναλωτή πολλές επιλογές για να δημιουργήσει το προσωπικό του look. Επιπλέον, προσπαθούμε να πλαισιώσουμε το brand από θεματικά καταστήματα που δημιουργούν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα και ολοκληρώνουν την εμπειρία καταναλωτή, με τελική έκπληξη τις πολύ ανταγωνιστικές τιμές μας που μας καθιστούν ως μια εταιρεία value for money». Μετά την απάντηση επέστρεψα στη συνομιλία μας - μια συνομιλία που την είχαμε αφήσει στη μέση. Τη συνεχίσαμε. Από αυτή συγκράτησα τα εξής: α) «Στόχος της εταιρείας είναι η προώθηση με τον καλύτερο δυνατό τρόπο του σύγχρονου στυλ της μάρκας, προκειμένου να διασφαλιστεί η υψηλή της εικόνα και να μεταδοθεί η εταιρική της ταυτότητα στον πελάτη».
β) «Σημαντικά 'oχήματα' της επικοινωνίας μεταξύ του σήματος και του τελικού πελάτη είναι το εκτεταμένο δίκτυο και η στρατηγική τοποθέτηση των καταστημάτων, οι εντυπωσιακές βιτρίνες, η μοναδική αρχιτεκτονική και ο σχεδιασμός των καταστημάτων, καθώς και το επαγγελματικό merchandising σε συνδυασμό με ένα καλά μελετημένο VM (visual merchandising)». γ) «Κάθε κατάστημα που φέρει το εταιρικό σήμα πληροί όλες τις απαραίτητες τεχνικές προδιαγραφές οι οποίες συνδέονται άμεσα με τη στρατηγική επιλογή της κατάλληλης τοποθεσίας, το σωστό μέγεθος, την έκθεση, τη γειτονιά και άλλους κρίσιμους παράγοντες που είναι μέρος του συστήματος αξιολόγησης της Funky Buddha». δ) «Η εταιρεία δίνει μεγάλη έμφαση στην αρχιτεκτονική, τα υλικά που χρησιμοποιούνται, τον σωστό φωτισμό και τη διακόσμηση των καταστημάτων, προκειμένου να βεβαιωθούμε ότι όλα τα καταστήματα Funky Buddha εκφράζουν τον ίδιο σύγχρονο χαρακτήρα, τη στάση και την κουλτούρα του σήματος. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται επίσης σχετικά με τις βιτρίνες των καταστημάτων που είναι άμεσα συνδεδεμένα με τη φιλοσοφία της Funky Buddha και εστιάζουν στην προώθηση τόσο της εικόνας, όσο και της ενιαίας εταιρικής ταυτότητας».
Δε κέ μβριος 2015
ε) «Η Funky Buddha πιστεύει και επενδύει στη δημιουργία ενός μοναδικού shopping experience για τους πελάτες σε ένα νέο, σύγχρονο, μοντέρνο και φιλικό περιβάλλον». στ) «Σε όλα αυτά ας προσμετρηθεί και η εξαιρετική ομάδα του προϊόντος που δημιουργεί και εκτελεί συλλογές που ξεχειλίζουν από φρέσκιες ιδέες και χρωματικές παλέτες, με ιδιαίτερη έμφαση στη λεπτομέρεια, αλλά και την ανταγωνιστική τελική τιμή προσφοράς του προϊόντος». Κράτησα για το τέλος μια απάντηση για τον ανταγωνισμό, μια και η οικογενειακή εταιρεία -που δεν χρωστά στις τράπεζες και έχει τακτοποιημένες τις υποχρεώσεις της με την εφορία, τα ταμεία κλπ.- είναι μια από τις λίγες ελληνικής καταγωγής και συμφερόντων εταιρείες που συνεχίζουν να επενδύουν στην εγχώρια αγορά. Η απάντηση του έχει ως εξής: «Ακόμα ένας λόγος που πιστεύουμε ότι προσθέτει στην επιτυχία μας και τη διαφοροποίηση από τον ανταγωνισμό είναι ότι βασίζουμε τις συνεργασίες μας στις εξής αξίες: εμπιστοσύνη, συλλογικότητα, τιμιότητα. Φερόμαστε σε όλους τους συνεργάτες και στο προσωπικό μας σαν να ήταν οικογένεια και προσπαθούμε να καλλιεργούμε αυτό το κλίμα στο χώρο εργασίας, γιατί ως γνωστόν οι άνθρωποι είναι το πιο πολύτιμο asset μιας εταιρείας και το να εισπράττουν και αυτοί την επιτυχία της δουλειάς τους, τους προσδίδει ακόμα μεγαλύτερο κίνητρο να συνεχίσουν».
14
Κείμενο: Νατάσα Μαστοράκου
15
Δε κέ μβριος 2015
«Βουτιά» στη φιλοσοφία Το Ψηφιακό Μουσείο Ακαδημίας Πλάτωνος είναι για μένα η μεγάλη έκπληξη του φετινού Δεκεμβρίου. Ενας χώρος φιλόξενος, εξαιρετικά φωτεινός, που έχει σκοπό να σε ψυχαγωγήσει εκτός από το να σε διδάξει. Ενας χώρος όπου μπορείς να παίξεις, να δεις animation, να συμμετάσχεις σε κουίζ και φυσικά να θαυμάσεις το μεγαλείο του Πλάτωνα. Το μουσείο είναι καρπός της συνεργασίας του Δήμου Αθηναίων με το Ιδρυμα Μείζονος Ελληνισμού και βρίσκεται -πού αλλού;- στην Ακαδημία Πλάτωνος. Πίσω από το δύσκολο εγχείρημα βρίσκονται τρεις νέες κοπέλες, πρόθυμες να μου εξηγήσουν τη φιλοσοφία του μουσείου. Και δεν λέω να με ξεναγήσουν, γιατί σε αυτό τον χώρο δεν χρειάζεσαι ξεναγούς και ειδικούς να σε κατευθύνουν. Η βόλτα είναι προσωπική, διασκεδαστική και τελικά άκρως διδακτική. Η μουσειολόγος Ευγενία Σταυράκη και οι αρχιτέκτονες Αγγελική Κωνσταντινίδη και Τίνα Ζούμπου με περίμεναν στο τέλος της διαδρομής και εκεί, στο άπλετο φως, δέχτηκαν με χαρά να απαντήσουν στις ερωτήσεις μου. «Αρχικά να αναφέρουμε ότι το μουσείο αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος, που ονομάζεται 'Οι δρόμοι της γνώσης'. Το έργο αυτό επιχειρεί να συνδέσει το σήμερα με το πνεύμα και τη σημασία της περιοχής Ακαδημίας Πλάτωνος ως χώρου έρευνας και παιδείας, στον οποίο όχι μόνο φιλόσοφοι, ρήτορες, πολιτικοί, αλλά και απλοί άνθρωποι συμμετείχαν για να μάθουν, να συζητήσουν και να πειραματιστούν», άρχισαν να μου λένε. Στα πολύ σημαντικά στοιχεία του χώρου είναι η περιοχή που επιλέχθηκε για να κατασκευαστεί: «Είναι προφανές ότι ένα τέτοιο μουσείο δεν θα μπορούσε να γίνει σε σωστότερη περιοχή από τη γειτονιά που έζησε, έδρασε και ίδρυσε την σχολή του ο μεγάλος φιλόσοφος. Τέτοια δύναμη έχουν οι τόποι, να ξυπνούν την μνήμη», συνεχίζουν. Πώς, όμως, κατάφεραν να φτιάξουν ένα μουσείο σε έναν χώρο που μπορεί να μην είναι ακριβώς μέσα στο πάρκο της Ακαδημίας, αλλά έχει χαρακτηριστεί ως αρχαιολογικός; «Οι προδιαγραφές του κτιρίου προέβλεπαν να είναι μια ελαφριά, αναστρέψιμη κατασκευή, που να τονίζει το εφήμερο του χαρακτήρα της, μεγέθους 150 τετ.μ. Επιπλέον, έπρεπε να εδράζεται χωρίς θεμέλια, καθώς ο τόπος που φιλοξενείται είναι χαρα-
κτηρισμένος αρχαιολογικός χώρος», φροντίζουν να με διαφωτίσουν για τα πρακτικά, προσθέτοντας: «Με αυτά τα δεδομένα σχεδιάστηκε ένα μεταλλικό κτίριο που μοιάζει με μακρόστενο κουτί, το οποίο επενδύθηκε εξωτερικά με λαμαρίνα και εσωτερικά με ξύλο. Το κτίριο φέρει ανοίγματα μόνο στις δύο στενές πλευρές του καθώς ανοίγει, χρησιμοποιείται και ξανακλείνει, αφήνοντας τον γύρω χώρο ελεύθερο, χωρίς να χρειάζεται οποιουδήποτε είδους περίφραξη στην περίμετρό του. Βασικός στόχος τόσο της αρχιτεκτονικής, όσο και της μουσειολογικής μελέτης ήταν το κτίριο να συμμετέχει στην εμπειρία που καλεί τον επισκέπτη να ζήσει. Αντίστοιχα οι προδιαγραφές της έκθεσης όριζαν ένα χώρο μη τυπικής εκπαίδευσης, με κυρίαρχο στοιχείο τη χρήση ψηφιακής τεχνολογίας. Ο συγκερασμός των κτιριολογικών και των μουσειολογικών δεδομένων, καθώς και του οράματος της επιστημονικής ομάδας έδωσαν το συγκεκριμένο αποτέλεσμα». Μια κάψουλα, λοιπόν, που σε μεταφέρει από το σήμερα στο χθες και αντίστροφα με έναν ιδιαίτερα ευχάριστο τρόπο. Μια βουτιά στον χρόνο που ξεκινάει από τη σημερινή αθηναϊκή γειτονιά γνωστή ως Ακαδημία Πλάτωνος. Σε μία διαδρομή, στον εξωτερικό χώρο του κτιρίου, ο χρόνος κυλάει προς τα πίσω και εμείς προετοιμαζόμαστε για τη «γνωριμία» με τον Πλάτωνα. Στην πρώτη αίθουσα του μουσείου γνωρίζουμε τον Πλάτωνα ως ιστορικό πρόσωπο που έδρασε στην Αθήνα του 4ου αιώνα πΧ., ενώ ταυτόχρονα γνωρίζουμε τον αρχαιολογικό χώρο της Ακαδημίας Πλάτωνος ως τον τόπο όπου έδρασε ο Πλάτωνας. Η δεύτερη αίθουσα αφιερώνεται στο έργο και τις μεθόδους του Πλάτωνα. Εκεί δίνεται η ευκαιρία στον επισκέπτη να «φιλοσοφήσει» και να συνειδητοποιήσει κατά πόσο η σκέψη του Πλάτωνα τον αφορά. Στην τρίτη αίθουσα βλέπουμε τους τρόπους που η μορφή και το έργο του Πλάτωνα ταξίδεψε μέσα στον χρόνο, ξεκινώντας από τους άμεσους συνεχιστές της Ακαδημίας και φτάνοντας στο σήμερα. Πώς οι θέσεις του επηρέασαν τη φιλοσοφική σκέψη και ενέπνευσαν την ανθρωπότητα. Η έκθεση καταλήγει στο σήμερα με την έξοδο στη σημερινή γειτονιά. Τι σημαίνει άραγε να ζει κανείς σήμερα στη «γειτονιά του Πλάτωνα»; Αυτό που βρήκα περισσότερο ενδιαφέρον είναι το πώς καταφέρνει η έκθεση με την προσέγγισή της να σε κάνει να καταλάβεις τον αντίκτυπο της φιλοσοφίας στο σήμερα. «Η σκέψη του Πλάτωνα επηρέασε βαθιά τους
συνεχιστές του και σήμερα το έργο του αποτελεί κληρονομιά ολόκληρης της ανθρωπότητας. Οπως είπε χαρακτηριστικά ο Α. Ν. Γουάιτχεντ (1929) 'η ευρωπαϊκή φιλοσοφία δεν είναι τίποτα άλλο παρά υποσημειώσεις στον Πλάτωνα'», αναφέρουν τα κορίτσια και συνεχίζουν: «Περιδιαβαίνοντας κανείς την έκθεση του μουσείου ανακαλύπτει ότι τελικά η φιλοσοφία δεν βρίσκεται μόνο μέσα στα βαριά και μεγάλα συγγράμματα των βιβλιοθηκών. Καθημερινά καλούμαστε να πάρουμε θέσεις σε φιλοσοφικά διλήμματα που αφορούν τη ζωή μας, την εργασία μας, τις σχέσεις μας με τους άλλους. Θυμηθείτε ότι πριν από λίγο καιρό η 'Πολιτεία' του Πλάτωνα κατατάχθηκε ανάμεσα στα πέντε σπουδαιότερα βιβλία όλων των εποχών!». Η έκθεση είναι έτσι δομημένη ώστε να μην έχει χαρακτήρα διδακτικό και πληροφοριακό. Αντίθετα, είναι μια έκθεση που καλεί τον επισκέπτη να είναι ενεργός απέναντι στην πληροφορία που κρύβεται μέσα στα ψηφιακά και τα φυσικά εκθέματα. Ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να «ξυπνήσει» τον Πλάτωνα και να γίνει συμπρωταγωνιστής του σε αυτή την εμπειρία. Καλείται να πάρει τη θέση του δεσμώτη στο περίφημο πλατωνικό σπήλαιο, να συμμετέχει σε διάλογο για μεγάλα ερωτήματα της ζωής, να απαντήσει σε φιλοσοφικά κουίζ και να επιλέξει τον προσωπικό του δρόμο προς τη γνώση. Παρατηρώντας το πάθος και την ενέργεια των κοριτσιών, αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που πρέπει οπωσδήποτε να μάθει κάποιος φεύγοντας από την έκθεση. «Ο ίδιος ο Πλάτωνας ποτέ δεν εμφανίζεται σε ρόλο συνομιλητή στα έργα του, ούτε εκφέρει συγκεκριμένη άποψη. Στηριζόμενοι σε αυτό, κάθε επισκέπτης αξίζει να θυμάται οτιδήποτε νιώσει ότι τον αφορά. Ουσιαστικά, η απάντηση στην ερώτησή σας είναι η φράση-κατακλείδα από το βίντεο του πλατωνικού σπηλαίου: 'Και τώρα που ξέρεις... θα συνεχίσεις να ζεις όπως πριν;'». Και όσο για το δικό τους αγαπημένο γνωμικό, αυτό αποδίδεται στον μεγάλο δάσκαλο και σημαντικότερη φιλοσοφική επιρροή του Πλάτωνα, τον Σωκράτη: «Τη ζωή που δεν εξετάζει κανείς δεν αξίζει να τη ζει».
16
Κείμενο: Χρήστος Τσαπακίδης
17
Δε κέ μβριος 2015
Η ενηλικίωση της Marvel «Οι πελάτες με προσλαμβάνουν για να βρω τη βρομιά. […] Αφού δουν την πραγματικότητα, πρέπει να πάρουν μια απόφαση. Πρώτον να κάνουν κάτι για αυτό. Ή δεύτερον να συνεχίσουν να το αρνούνται». Με αυτόν τον τρόπο ξεκινά να περιγράφει η Τζέσικα Τζόουνς το περιεχόμενο της νέας της καριέρας ως ιδιωτικής ντετέκτιβ. Αυτό, όμως, είναι και το δίλημμα που αντιμετωπίζει η ίδια στη ζωή της από εδώ και πέρα. Βλέπετε, είναι μία υπερηρωίδα που εγκατέλειψε τη μάχη ενάντια στο κακό, όταν η ίδια έπεσε θύμα του. Ο σατανικός Κίλγκρεϊβ/Purple Man, ο οποίος έχει τη δύναμη να ελέγχει το μυαλό των στόχων του (σκεφτείτε δηλαδή μία ικανότητα των Τζεντάι, η οποία έχει πέσει σε λιγότερο καλοκάγαθα χέρια), έμπλεξε στον ιστό του την Τζέσικα και τη διατήρησε ως υποχείριό του για αρκετούς μήνες, αναγκάζοντάς τη να κάνει φριχτά πράγματα. Ενα ατύχημα, το οποίο υποτίθεται ότι άφησε νεκρό τον Κίλγκρεϊβ, οδήγησε την Τζέσικα στην ελευθερία. Η μετάβαση, ωστόσο, στα νέα δεδομένα δεν ήταν απροβλημάτιστη. Η κεντρική ηρωίδα μας πάσχει από μετατραυματικό στρες, το έχει ρίξει στο αλκοόλ για να ξορκίσει τους δαίμονές της, εξακολουθεί να έχει φριχτούς εφιάλτες και αποφεύγει τις στενές σχέσεις, προτιμώντας μία μοναχική ζωή. Τώρα, ένα έτος μετά το ατύχημα, η Τζέσικα έχει την υποψία ότι ο Κίλγκρεϊβ κατάφερε με κάποιο τρόπο να επιβιώσει. Τι θα κάνει η ίδια; Θα συνεχίσει να το αρνείται και θα το βάλει στα πόδια ή θα «κάνει κάτι για αυτό»; Αν γνωρίζατε μόνο τα παραπάνω, δύσκολα θα φτάνατε στο συμπέρασμα ότι η Τζέσικα Τζόουνς είναι η νέα τηλεοπτική ηρωίδα της Marvel. Πώς θα ήταν δυνατόν να υπάρχει ένας τόσο σακατεμένος ήρωας στο σύμπαν των κόμικς; Και πώς γίνεται να θίγονται ευαίσθητα ζητήματα, όπως ο βιασμός, η κακοποίηση, ο αλκοολισμός και η άμβλωση σε ένα τέτοιο είδος σειράς; Και όμως, η Marvel με τη νέα της παραγωγή για το Netflix δείχνει ότι «ενηλικιώνεται», αποκαλύπτοντας την προθυμία της να διηγηθεί ιστορίες με μεγαλύτερο βάθος και έκταση. Οι τηλεοπτικές σειρές, οι οποίες -σε σύγκριση με τις ταινίες- προσφέρουν άφθονο χρόνο, αποτελούν πρόσφορο έδαφος για αυτή τη στροφή, κάτι που έχει δοκιμαστεί ήδη με επιτυχία με το “Agent Carter” και κυρίως με το “Daredevil”. Το “Jessica Jones” είναι μία σειρά σκοτεινή, δυσοίωνη και πολλές φορές σου δίνει την εντύπωση ότι η σωτηρία δεν θα φτάσει ποτέ - και πώς θα μπορούσε, άλ-
λωστε, όταν η ίδια η ηρωίδα με τις υπερδυνάμεις της αδυνατεί να νικήσει τη Νέμεσή της; Αυτό το μείγμα φαντάζει εκ πρώτης όψεως ελάχιστα ελκυστικό στο ευρύ κοινό. Και όμως, η σειρά καταφέρνει να σου κεντρίσει αμέσως το ενδιαφέρον, να σε κάνει να συμπαθήσεις ακόμα περισσότερο την ευάλωτη Τζέσικα και να θέλεις να δεις πού θα καταλήξει τελικά αυτό το δύσβατο μονοπάτι που ακολουθεί. Είναι επίσης η πρώτη σειρά που έχει βάλει στον κεντρικό ρόλο μία υπερηρωίδα (αν και η Marvel κυκλοφόρησε στις αρχές της χρονιάς το “Agent Carter”, η βασική ηρωίδα δεν διαθέτει υπερδυνάμεις). Συνολικά, η γυναικεία παρουσία είναι ιδιαίτερα έντονη. Τρεις βασικοί ρόλοι ανήκουν σε γυναίκες: εκτός από την Τζέσικα (Κρίστεν Ρίτερ), συναντάμε την κολλητή της, Τρις Γουόκερ (Ρέιτσελ Τέιλορ), και τη δικηγόρο Τζέρι Χόγκαρθ (Κάρι Αν Μος, aka Trinity από το “Matrix”), ένας χαρακτήρας που στο κόμικ είναι ανδρικός. Πίσω από τις κάμερες, δε, στον ρόλο της δημιουργού συναντάμε τη Μελίσα Ρόζενμπεργκ, η οποία υπέγραψε το σενάριο των ταινιών “Twilight”, αλλά και την παραγωγή της σειράς “Dexter”. Η Κρίστεν Ρίτερ είναι εξαιρετική στον ρόλο της Τζέσικα, δίνοντας μία γεμάτη ένταση ερμηνεία, η οποία εμπλουτίζεται με στιγμές ειρωνείας, αλλά και αυτοσαρκασμού. Για παράδειγμα, η Τζέσικα αρέσκεται να κάνει καζούρα στους «κοινούς θνητούς» που έχουν καλλιεργήσει συγκεκριμένα στερεότυπα για τους υπερήρωες (η σειρά εκτυλίσσεται μέσα στο κινηματογραφικό σύμπαν της Marvel, μετά τα γεγονότα της πρώτης ταινίας των “Avengers” που είχαν ως αποτέλεσμα το γκρέμισμα μεγάλου μέρους της Νέας Υόρκης), εντείνοντας τις φοβίες τους και απειλώντας τους ότι θα χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις της για να τους καταστρέψει - κάτι βέβαια που δεν θα κάνει ποτέ. Η Ρίτερ απάντησε σε ερώτηση του Ειμπραχαμ Ρίσμαν του “Vulture” για το εάν θεωρεί τη σειρά φεμινιστική: «Σίγουρα! Θεωρώ τη σειρά αξιόλογη […]. Είναι πρωτοποριακή σε τόσα πολλά επίπεδα εξαιτίας της θηλυκής σκοπιάς, όλων των γυναικών που απασχολήσαμε μπροστά και πίσω από τις κάμερες. Το μεγαλύτερο κομπλιμέντο για μένα είναι όταν οι γυναίκες βλέπουν τη σειρά και τη λατρεύουν και έρχονται σε αυτή όχι ως fans της Marvel». Μεγάλο σημείο αναφοράς είναι και ο κακός της σειράς, ο Κίλγκρεϊβ. Στην ουσία, η ιστορία επικεντρώνεται γύρω από το δίπολο που σχηματίζει με την Τζέσικα, με
ορισμένες παράλληλες ιστορίες (περιορισμένης έκτασης), όπως αυτή της Χόγκαρθ που θέλει να χωρίσει τη σύζυγό της (το γένος είναι σωστό, μην απορείτε) ή του ειδυλλίου της Τζέσικα με τον -επίσης υπερήρωαΛουκ Κέιτζ, να χρησιμοποιούνται για να γεμίσουν χρόνο. Στον ρόλο του βλέπουμε τον Ντέιβιντ Τέναντ, ένα από τα αγαπημένα παιδιά της geek κουλτούρας, κυρίως χάρη στη συμμετοχή του στο “Doctor Who”. Ο Σκωτσέζος ηθοποιός φαίνεται να παίρνει τη σκυτάλη από τον Βίνσεντ Ντ’ Ονόφριο που υποδύθηκε τον Γουίλσον Φισκ στην άλλη σειρά που προβλήθηκε φέτος στο Netflix και στηρίχτηκε στο υλικό της Marvel, το “Daredevil” (χωρίς ωστόσο ο Τέναντ να φτάσει την ερμηνεία του επιβλητικού Ντ’ Ονόφριο), για να δημιουργήσει παράδοση στην παρουσίαση πολυδιάστατων κακών, ικανών να κλέψουν την παράσταση. Ο Κίλγκρεϊβ παρουσιάζεται ως ένας εγωπαθής σαδιστής που χρησιμοποιεί τη δύναμη του ελέγχου του μυαλού για να παίξει με τους ανθρώπους που συναντά, όπως ένα παιδί που παίζει με τα μυρμήγκια. Ο ίδιος δεν έχει κάποιο μεγάλο σχέδιο να κατακτήσει τον κόσμο· αρκείται να προκαλεί δεινά στους γύρω του, έναν άνθρωπο κάθε φορά, γιατί αυτό είναι κάτι που τον «γεμίζει». Στα κόμικς ο χαρακτήρας εκτέθηκε σε μία χημική ουσία που του έδωσε τη δύναμη του ελέγχου του νου και χρωμάτισε μοβ όλο του το σώμα, εξού και η ονομασία Purple Man. Ευτυχώς, οι παραγωγοί της σειράς επέλεξαν να αφήσουν απ’ έξω αυτή τη λεπτομέρεια, η οποία πιθανότατα θα υποβάθμιζε τον χαρακτήρα σε καρικατούρα. Ο Τέναντ σχολιάζει για την υπερδύναμη του Κίλγκρεϊβ: «Είναι κάτι που όλοι μας κατά καιρό έχουμε φαντασιωθεί. Για αυτόν τον λόγο [ο Κίλγκρεϊβ] είναι ιδιαίτερα τρομακτικός στον κόσμο». Ο πρώτος κύκλος 13 επεισοδίων έχει ήδη ανέβει στο Netflix από τις 20 Νοεμβρίου. Η σειρά διατηρεί το momentum που δημιούργησε το “Daredevil” πριν από λίγους μήνες και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την πλατφόρμα video streaming που έχει επενδύσει πολλά στο σύμπαν της Marvel. Ηδη το “Daredevil” έχει ανανεωθεί για δεύτερη σεζόν, η οποία θα προβληθεί μέσα στην ερχόμενη χρονιά, ενώ ακολουθούν το “Luke Cage” (βασισμένο στον ομώνυμο ήρωα-αμόρε της Τζέσικα) και το “Iron Fist”. Αυτές οι τέσσερις σειρές θα μας οδηγήσουν στην καταληκτική μίνι σειρά “Defenders”, στην οποία θα πρωταγωνιστήσουν οι ήρωες που θα έχουμε δει ως τότε (ένα είδος μίνι “Avengers”).
18
Κείμενο: Νατάσα Μαστοράκου / Φωτογραφία: Δώρα Καλακίδου
19
Δε κέ μβριος 2015
Μια αγκαλιά με νότες
Οι πρόσφατες εμφανίσεις της Μαρίζας Ρίζου στο Passport Κεραμεικός μας επιβεβαίωσαν το αστείρευτο ταλέντο της και μας σύστησαν έναν νέο μουσικό που θα μας απασχολήσει στο μέλλον. Ο Νίκος Σταδιάτης, ο 21χρονος ακορντεονίστας που επέλεξε η τραγουδοποιός να έχει στην μπάντα της, έκλεψε τις εντυπώσεις τόσο για το νεαρό της ηλικίας του όσο και για τη δεξιοτεχνία του. Στα χνάρια του Παναγιώτη Τσεβά, ο Νίκος παίζει μουσική, τραγουδάει, χαμογελάει και γεμίζει θετική ενέργεια τη σκηνή. Ο βενιαμίν της παρέας νιώθει ακόμα αμήχανα με τις συνεντεύξεις. Σπουδάζει στο Τμήμα Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πειραιά και προτιμάει να εκφράζεται μέσα από τη μουσική του. Οταν τον ρωτάω για την επιλογή του να παίζει ακορντεόν, με παραπέμπει στα μαθητικά του χρόνια, το Λύκειο Καμινίων και τις ανάγκες της σχολικής χορωδίας. Είπαμε, ο Νίκος είναι μόλις 21 ετών και παρόλο που παίζει ακορντεόν επαγγελματικά, μέχρι να βρεθεί η κατάλληλη αφορμή εκφραζόταν μέσα από τις μελωδίες που βγάζουν τα πλήκτρα του πιάνου. «Ηταν μια απόφαση στην οποία συνέβαλαν πολύ και οι γονείς μου», αρχίζει να μου διηγείται την πρώτη του επαφή με το ακορντεόν. «Μου δόθηκε η ευκαιρία να το γνωρίσω μέσα από τη χορωδία του σχολείου αφού δεν υπήρχε κανείς να ασχολείται με ακορντεόν. Μια μέρα, λοιπόν, η καθηγήτρια με παρότρυνε να προσπαθήσω να παίξω σε μια σχολική γιορτή... και έτσι ξεκίνησαν όλα!». Η γιορτή αφορούσε ένα αφιέρωμα στη Μελίνα Ασλανίδου με την παρουσία της ίδιας, οπότε ο Νίκος ξεκινάει να μετράει σημαντικές εμπειρίες από τότε. Μερικά χρόνια αργότερα ο Νίκος έχει ταυτίσει τη ζωή
του με το ακορντεόν. Αν και βαρύ, όπως μου εξομολογείται, σου δίνει τη μοναδική αίσθηση της αγκαλιάς που δεν μπορεί να σου δώσει το πιάνο. Αναρωτιέμαι πώς πήρε την απόφαση να μεταπηδήσει από ένα όργανο που απαιτεί κλασικές σπουδές και αφοσίωση σε ένα άλλο που μπορεί να εκτελέσει τελείως διαφορετικού ύφους κομμάτια. «Εχοντας φτάσει σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο στο πιάνο, ήθελα κάτι ακόμη το οποίο μου έλειπε πέρα από τις χορδές του», μου εξηγεί ο Νίκος. «Το ακορντεόν, λοιπόν, συνδύαζε πλήκτρα, που πλέον γνώριζα, και παράλληλα ένα τελείως διαφορετικό ηχόχρωμα που με βοηθούσε να εκφραστώ καλύτερα». Την αγάπη του για το συγκεκριμένο όργανο την οφείλει φυσικά και στον δάσκαλο του, τον Ηρακλή Βαβάτσικα, που όπως λέει ο ίδιος: «Είναι ο άνθρωπος που άλλαξε την έννοια του ακορντεόν στην Ελλάδα και το έφερε σε μεγάλες σκηνές. Ενας υπέροχος μουσικός και άνθρωπος που το παίξιμό του ήταν και θα είναι πρότυπο για κάθε ακορντεονίστα». Εκτός από τον δάσκαλο του, ο Νίκος λατρεύει τον Αστορ Πιατσόλα και ένα κίνητρο για να μάθει ακορντεόν ήταν το “Libertango”. Η συζήτησή μας στέκεται για ώρα στις ιδιαιτερότητες του ενός και του άλλου οργάνου. Στις δυσκολίες, αλλά και την ομορφιά τους. Το ακορντεόν είναι, άλλωστε, ένα όργανο πολύ διαδεδομένο στη λαϊκή και παραδοσιακή μουσική πολλών ευρωπαϊκών και αμερικανικών χωρών. Εξαιτίας του μικρού μεγέθους του μπορεί εύκολα να συνδυάζει μελωδία, αρμονία και ρυθμό και στην Ευρώπη συνδέθηκε άρρηκτα με τη γαλλική λαϊκή μουσική του 20ού αιώνα, όπως επίσης και με το ρεπερτόριο του τάνγκο. Για τον Νίκο είναι κατ' αρχάς ένα όργανο που αγκαλιάζεις και νιώθεις κάθε νότα που βγαίνει σαν να την τραγουδάς. «Ολη η μαγεία του είναι η φυσούνα, αφού μέσα από τον αέρα της και ανάλογα με το πώς τη διαχειρίζεσαι εκφράζεις αυτό που θέλεις και αισθάνεσαι. Επίσης είναι ένα όργανο που τα
έχει όλα συνδυάζοντας μελωδία, αρμονία και ρυθμό ταυτόχρονα. Το ακορντεόν αποτελεί έναν μπαλαντέρ. Μπορείς να παίξεις από αργεντίνικα τάνγκο και παραδοσιακή μουσική μέχρι λαϊκά και τζαζ κομμάτια». Ο Νίκος παίζει επαγγελματικά μουσική από όταν ήταν 17 χρονών. Στην αρχή συμμετείχε σε ένα σχήμα που έπαιζε ρεμπέτικα και παλιά λαϊκά τραγούδια. Αυτό τον βοήθησε πολύ να «λυθεί» απέναντι στον κόσμο, δίνοντάς του την απαραίτητη ώθηση για τη συνέχεια. Σήμερα εκτός από τη συνεργασία με τη Μαρίζα τον βρίσκουμε μαζί με την κολεκτίβα Πλέγμα, μια ιδέα του Παντελή Κυραμαργιού που εμπλέκει μουσική, λογοτεχνία και ζωγραφική. «Η κολεκτίβα είναι μια πολύ πρωτότυπη ιδέα που αποτελείται από ένα βιβλίο, μία θεατρική παράσταση, 10 τραγούδια, 10 πίνακες ζωγραφικής και 10 βίντεο-κλιπ, που συνδέονται μεταξύ τους και τα οποία έχει αναλάβει να κυκλοφορήσει η Feelgood Records. Είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος που είμαι μέλος αυτής της οικογένειας και που υπάρχουν άνθρωποι όπως η Γλυκερία, ο Θοδωρής Κοτονιάς και η Σοφία Κουρτίδου που συμμετέχουν στην επερχόμενη δουλειά μας». Η κουβέντα μας κλείνει ακριβώς με τον τρόπο που ξεκίνησε. Με τις εμφανίσεις της Μαρίζας Ρίζου και τη συνεργασία τους που όπως φαίνεται θα έχει μέλλον. «Σε αυτά τα λίγα χρόνια της ταπεινής μου επαγγελματικής παρουσίας είχα την τιμή να μοιραστώ τη σκηνή με αρκετούς αξιόλογους μουσικούς και να ηχογραφήσω σε κομμάτια τους. Με τη Μαρίζα νιώθω ότι κάνω την υπέρβαση και πάω ένα σκαλί πιο πάνω», μου εξομολογείται ο ίδιος. «Με εμπιστεύτηκε παρά τα 21 μου χρόνια, δίνοντάς μου βήμα να σταθώ, αρχικά πλάι της, αλλά και πλάι στους τρομερούς μουσικούς της, παίζοντας και τραγουδώντας. Ενας ακόμα λόγος λοιπόν να τη σέβομαι και να την αγαπώ».
20
Κείμενο: Βάσια Ρούσσου / Φωτογραφία: Δώρα Καλακίδου
21
Δε κέ μβριος 2015
Απ' το μηδέν αρχίζουν όλα Ο Ζαχαρίας Καρούνης υποδέχτηκε με ένα τεράστιο χαμόγελο πριν από λίγες ημέρες τους φίλους του στον Ιανό. Και ήταν πάρα πολλοί αυτοί, από τον καλλιτεχνικό χώρο και όχι μόνο, που πήγαν με χαρά να γιορτάσουν μαζί του την κυκλοφορία του δίσκου «Απ΄ το μηδέν». Μια δουλειά που ο Ζαχαρίας πιστεύει πολύ και ανυπομονούσε για την ολοκλήρωσή της. Συνοδοιπόρος σε αυτή την προσπάθεια είναι ο Σπύρος Παρασκευάκος, ο οποίος υπογράφει τη μουσική και τους στίχους στα περισσότερα τραγούδια. Και οι δύο έχουν ξεχωρίσει από δουλειές της Μικρής Αρκτου, που είναι και η εταιρεία που κυκλοφορεί αυτή τη δουλειά. Τα καλά λόγια του Παρασκευά Καρασούλου και του Γιώργου Ανδρέου -υπεύθυνων για την παραγωγή και την υλοποίηση του δίσκου- και για τους δύο νέους δημιουργούς αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα της καλής ατμόσφαιρας που επικρατούσε τόσο στην παρουσίαση του δίσκου, όσο και κατά τη διάρκεια προετοιμασίας του. Τα στοιχεία που ενώνουν τον Ζαχαρία και τον Σπύρο είναι πολλά και μέσα σε αυτά σίγουρα συμπεριλαμβάνεται και το ότι μεγάλωσαν και οι δύο στην επαρχία και ότι αγαπούν πολύ αυτό που κάνουν. Ο Ζαχαρίας Καρούνης είναι από τους καλλιτέχνες που επιδιώκουν να ανακαλύπτουν διαρκώς νέα μονοπάτια είτε αυτά οδηγούν σε κάποια μουσική σκηνή είτε στο θεατρικό σανίδι. Εχοντας στο ενεργητικό του πολύ σημαντικές συνεργασίες, όπως με τη Μαρία Φαραντούρη, τον Γιώργο Νταλάρα, τον Σταύρο Ξαρχάκο, τη Μαριώ και την Ορχήστρα των Χρωμάτων του Μάνου Χατζιδάκι, καθώς και ερμηνείες σπουδαίων έργων, αυτή την περίοδο παρουσιάζει τα τραγούδια του άλμπουμ «Απ' το μηδέν» και πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Ο Ιάσονας και το Χρυσόμαλλο Δέρας». «Απ' το μηδέν» δεν είναι μόνο ο τίτλος του άλμπουμ και ενός εκ των τραγουδιών· είναι και ο τρόπος με τον οποίο ο Ζαχαρίας προσεγγίζει κάθε νέο τραγούδι. «Κάθε νέο τραγούδι είναι και μια 'καινούργια' γνωριμία. Σίγουρα η προσέγγιση ξεκινάει απ' το μηδέν, έχο-
ντας, όμως, πάντα μαζί μου όλες μου τις εμπειρίες από το μέχρι τώρα ταξίδι μου στη μουσική», λέει ο ίδιος. Ποιο είναι το ύφος αυτής της δισκογραφικής δουλειάς; «Δεν θα ήταν σωστό να κατατάξω αυτή τη δουλειά σε κάποιο μουσικό ύφος και για να είμαι ειλικρινής μου είναι και πολύ δύσκολο. Θεωρώ ότι ο δίσκος αυτός έχει τον ήχο της εποχής μας, χωρίς να του λείπουν και επιρροές από την λαϊκοδημοτική μας παράδοση. Θα έλεγα πως θα ακούσετε μέσα από αυτόν τον δίσκο την καθημερινότητα ενός πολύ νέου ανθρώπου που είναι ο δημιουργός του, ο Σπύρος Παρασκευάκος», απαντάει. Η συνεργασία του με τον Σπύρο Παρασκευάκο, ο οποίος ξεχώρισε από την 4η Ακρόαση της Μικρής Αρκτου, προέκυψε ύστερα από πρόταση του παραγωγού τους, Παρασκευά Καρασούλου. Από την 4η Ακρόαση ξεχώρισε και η ταλαντούχα ερμηνεύτρια Πολυξένη Καράκογλου, με την οποία τραγουδάει το «Ο άνθρωπος μπορεί». «Και εγώ και ο Σπύρος και ο Παρασκευάς θέλαμε την Πολυξένη. Της ταιριάζει πολύ αυτό το τραγούδι, είναι παιδί της Μικρής Αρκτου και μία εξαιρετική νέα ερμηνεύτρια», τονίζει ο Ζαχαρίας. Στην παρέα του «Απ’ το μηδέν» ανήκουν επίσης ο Χρίστος Γ. Παπαδόπουλος, ο Μάνος Ελευθερίου και ο Γιώργος Ανδρέου, οι οποίοι άφησαν το δικό τους στίγμα, οι δύο πρώτοι με τους στίχους τους και ο τελευταίος με την ενορχηστρωτική του επιμέλεια. Παρόλο που το άλμπουμ φέρει περισσότερες από μία υπογραφές, δεν δημιουργήθηκαν προβλήματα κατά τη διαδικασία της υλοποίησης του. «Στη συνεργασία μας υπήρχε οργάνωση και διακριτοί ρόλοι, οπότε πέρα από εποικοδομητικές μικροδιαφωνίες, όλα λειτούργησαν άψογα», επισημαίνει. Ο Ζαχαρίας έχει ερμηνεύσει τραγούδια συνθετών και στιχουργών που έχουν γράψει ιστορία στην ελληνική και όχι μόνο μουσική. Αυτή τη φορά συνεργάζεται με έναν νέο και πολύ ταλαντούχο τραγουδοποιό. Τι «κέρδισε» ως ερμηνευτής από αυτή τη συνεργασία; «Το πιο σημαντικό στη συνεργασία μου με τον Σπύρο είναι ότι
πρώτη φορά στη μέχρι τώρα πορεία μου ένας συνθέτης γράφει τραγούδια για μένα. Το πρώτο πράγμα που κέρδισα ήταν η αποκλειστικότητα. Είχα όσο χρόνο ήθελα να δουλέψω τα τραγούδια μαζί με τον δημιουργό τους. Επίσης, είχα την ευκαιρία να δοκιμαστώ σε νέους ήχους, σε νέους στίχους και παράλληλα θα έλεγα πως μέσα από τον αυθόρμητο μουσικό χαρακτήρα του Σπύρου ξαναθυμήθηκα και εγώ έναν λίγο ξεχασμένο μουσικό παιδικό εαυτό», αποκρίνεται. Στο συγκεκριμένο άλμπουμ, μάλιστα, η ερμηνεία του είναι αρκετά διαφορετική από παλαιότερα. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πιο συναισθηματική. «Οταν ερμηνεύω ένα τραγούδι, είναι για μένα μονόδρομος να ενδυθώ τον ρόλο που το κάθε τραγούδι μού επιτάσσει. Οι μουσικές και οι στίχοι μού έδειξαν το δρόμο», εξηγεί. Αν και δεν θεωρεί τον εαυτό του συνθέτη, ούτε σε αυτόν τον δίσκο περιορίστηκε στην ερμηνεία των τραγουδιών, καθώς έγραψε τη μουσική δύο εξ αυτών, ενός σε στίχους του Χρίστου Γ. Παπαδόπουλου κι ενός σε στίχους του Σπύρου Παρασκευάκου. «Είναι αλήθεια πως τα τελευταία χρόνια έχω γράψει τη μουσική σε κάποια τραγούδια, μερικά εκ των οποίων εμπεριέχονται και στον προηγούμενο δίσκο μου ‘Τα υλικά των μυστικών’. Μερικές φορές νιώθω την ανάγκη διαβάζοντας κάποιους στίχους να τους 'ντύσω' με μουσική χωρίς να μπορώ, όμως, αυτό να το κάνω κατά παραγγελία. Δεν είμαι συνθέτης», υπογραμμίζει. Ο Ζαχαρίας αυτή την περίοδο ενσαρκώνει τον Ορφέα στην παράσταση «Ο Ιάσονας και το Χρυσόμαλλο Δέρας» και σκέφτεται το επόμενο καλλιτεχνικό του βήμα που θα συνδυάζει θέατρο και μουσική. «Πρωταγωνιστώ στην παράσταση ‘Ο Ιάσονας και το Χρυσόμαλλο Δέρας’ στο θέατρο Badminton μαζί με τη Σαβίνα Γιαννάτου και τον Γιάννη Στάνκογλου. Η μουσική είναι του Νίκου Κυπουργού, τα κείμενα του Παρασκευά Καρασούλου και η σκηνοθεσία της Σοφίας Σπυράτου. Το επόμενο σχέδιό μου είναι μαζί με τον Σπύρο να κάνουμε μια μουσική παράσταση βασισμένη στον δίσκο και να ανέβει σε κάποια θεατρική σκηνή».
Κείμενο: Νατάσα Μαστοράκου
22
Κείμενο: Νατάσα Μαστοράκου
23
Δε κέ μβριος 2015
Και τώρα, τζαζ!
Με δύο μπαγκέτες στα χέρια -στην αρχή αυτοσχέδιες και στη συνέχεια κανονικές- θυμάται ο Αλέξανδρος Δράκος Κτιστάκης τον εαυτό του. Η ενάσχολησή του με τη μουσική ξεκίνησε από το δημοτικό μαθαίνοντας κλασική κιθάρα και αργότερα ηλεκτρική, αλλά ο ίδιος δεν μπορεί να θυμηθεί πότε ακριβώς επέλεξε τα ντραμς. Εδώ και 20 χρόνια η μουσική είναι το μεγαλύτερο μέλημα στη ζωή του και σήμερα θεωρείται από τους καλύτερους ντράμερ που έχουμε στην Ελλάδα με εξειδίκευση στην τζαζ μουσική. Μετά από σημαντικές συνεργασίες με Ελληνες και ξένους μουσικούς, δεκάδες ώρες διδασκαλίας και ατελείωτα σόλο, ο Αλέξανδρος παρουσιάζει στις 28 Δεκεμβρίου στο Gazarte την πρώτη προσωπική δουλειά με τίτλο “Tora”. Αν δεν ήταν μουσικός, δεν ξέρει τι άλλο θα μπορούσε να ήταν. «Δυσκολεύομαι να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση, καθώς αγαπώ τόσο πολύ τη δουλειά μου που δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να κάνει κάτι άλλο και να νιώθει τόσο πλήρης. Οσο περνάνε τα χρόνια συνειδητοποιώ ότι στην ουσία δεν επέλεξα να γίνω μουσικός. Εγινα γιατί δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά», μου λέει. Το ίδιο ισχύει, μάλιστα, και για τα ντραμς. Μπορεί να μη θυμάται πότε ακριβώς αποφάσισε ότι θα ασχοληθεί με πιατίνια και μπαγκέτες, αλλά αναφέρει: «Παράλληλα με την εκμάθηση κιθάρας, όποτε άκουγα μουσική είχα την τάση να δίνω ιδιαίτερη προσοχή στα ντραμς και να προσπαθώ να τα κατανοήσω, σε τέτοιο βαθμό που μπορούσα να παίξω τα μέρη των τυμπάνων σε διάφορες επιφάνειες στο σπίτι μου, καθώς δεν είχα προφανώς ντραμς, και με ό,τι μέσο μπορούσε να υποκαταστήσει τις μπαγκέτες. Το συνήθειο αυτό κράτησε τόσο πολύ, που όταν κάθισα για πρώτη φορά σε ντραμς έπαιξα από την πρώτη στιγμή».
Αυτόν τον καιρό ο Αλέξανδρος παίζει μαζί με την Ελευθερία Αρβανιτάκη και τον Νίκο Πορτοκάλογλου στο Βοτανικό, ετοιμάζεται πυρετωδώς για το live στο Gazarte και διδάσκει αποκλειστικά στο Lab Music Education της Αθήνας, ένα χώρο γεμάτο μουσική και νέους ανθρώπους. Εκεί ο Αλέξανδρος εργάζεται ως υπεύθυνος σπουδών όλου του δικτύου, ενώ είναι και συνιδιοκτήτης του παραρτήματος στο Ηράκλειο Κρήτης. Πώς αποφάσισε, όμως, ένα δεξιοτέχνης μουσικός να ασχοληθεί τόσο εντατικά με τη διδασκαλία; «Εκτός από οικονομικός ο λόγος συνδέεται άμεσα και με την εξέλιξη μου στη μουσική», αναφέρει ο ίδιος και εξηγεί: «Στην παιδαγωγική επιστήμη έχει αποδειχθεί ότι ο καλύτερος τρόπος να μάθεις και να εμπεδώσεις μια πληροφορία ή μια επιδεξιότητα, είναι η διδασκαλία αυτής. Διδάσκοντας εδώ και αρκετά χρόνια γίνομαι πολύ καλύτερος μουσικός και εμβαθύνω στην τέχνη μου». Οι μαθητές του τον αγαπούν ιδιαίτερα, τον ακολουθούν στα live που συμμετέχει και προσπαθούν να κερδίσουν όσα περισσότερα μπορούν από τη γνώση, αλλά και την εμπειρία του. Αναρωτιέμαι τι απαντά σε ένα παιδί όταν το ρωτάει πώς είναι η ζωή ενός επαγγελματία μουσικού και ο Αλέξανδρος με διαφωτίζει: «Γενικότερα αυτό που πρέπει να γνωρίζει κάποιος που επιθυμεί να γίνει μουσικός είναι ότι η ζωή του επαγγελματία μουσικού είναι ιδιαίτερη. Είναι ένα ταξίδι προς τα έσω, κατ' αρχάς. Η μουσική μάς φέρνει αντιμέτωπους πρώτα με τον εαυτό μας και μετά με τον κόσμο. Από εκεί και πέρα, ο συνεπής μουσικός είναι διά βίου μαθητής. Η μουσική είναι ένα πεδίο ατέρμονης εξερεύνησης. Πραγματικά, δεν τελειώνει ποτέ αυτό το ταξίδι. Η ζωή του μουσικού απαιτεί μεγάλες θυσίες και έχει πολλές δυσκολίες. Προσφέρει, όμως, μοναδικές χαρές και εμπειρίες που είναι δύσκολο να περιγραφούν». Ο δίσκος του με τίτλο “Tora” είναι μια δουλειά που έχει κάνει ο ντράμερ μαζί με τους άλλους δύο μουσι-
κούς που συμπληρώνουν το τρίο του, τον Γιάννη Παπαδόπουλο στο πιάνο και τον Ντίνο Μάνο στο μπάσο. Και οι δύο είναι απόφοιτοι του τμήματος μουσικών σπουδών του Ιονίου πανεπιστημίου, στο οποίο ο Αλέξανδρος δίδασκε έξι χρόνια. Η ανάγκη του ίδιου για να δημιουργήσει κάτι δικό του συνέπεσε χρονικά με την αποφοίτηση των παιδιών και έτσι μετά από πολλούς μήνες λεπτομερούς προετοιμασίας και μέσα από πολλή δουλειά κατάφεραν να φτιάξουν τη μουσική που ήθελαν για το τρίο. Η αφετηρία του “Tora” είναι η τζαζ. Ομως όπως μου εξηγεί ο ίδιος «προτεραιότητα έχει η ανάγκη ειλικρινούς έκφρασης, ανεξαρτήτως στυλιστικής προσέγγισης. Ετσι, στοιχεία από άλλα είδη μουσικής όπως ροκ, ποπ, electro και παραδοσιακή μουσική συνδυάζονται με προηχογραφημένη ποίηση, αφήγηση και προφορικό λόγο. Ολα τα παραπάνω συνδυάζονται με τρόπο που ο ακροατής διαισθάνεται ότι πίσω από τη μουσική υπάρχει μια ιστορία, μια αφήγηση. Οι συνθέσεις είναι ως επί το πλείστον πρωτότυπες». Πάνω από όλα τζαζ, λοιπόν, με τον Αλέξανδρο να γοητεύεται τόσο από τη «μυρωδιά» που αφήνει αυτή η μουσική όσο και από τις δυνατότητες αυτοσχεδιασμού που σου δίνει. «Ο αυτοσχεδιασμός στην τζαζ στην ουσία είναι η εξομολόγηση του σολίστα. Δεν είναι δύσκολο να αισθανθούμε ακούγοντας έναν ειλικρινή αυτοσχεδιασμό, τις βαθύτερες αγωνίες που εκφράζονται πίσω απ' τις νότες. Παράλληλα είναι μια μουσική ως επί το πλείστον διαδραστική. Σαν εκτελεστής νιώθω ότι εξαρτώμαι απόλυτα από τον συνάδελφο με τον οποίο μοιράζομαι τη σκηνή. Η βαθιά επίγνωση και ο σεβασμός αυτής της κατάστασης καλλιεργεί ένα κλίμα αγάπης ανάμεσα στους μουσικούς την ώρα του live, που είναι δύσκολο να περιγραφεί με απλά λόγια».
21ος Αιώνας
Επιμέλεια: Χρήστος Τσαπακίδης
Για μερακλήδες
24
Καμερούλα μια σταλιά
Νομίζεις ότι έχεις ανάγει την κατανάλωση ουίσκι σε επιστήμη. Κάνεις μέγα λάθος. Η ομάδα που εμπεύστηκε το Norlan Whisky Glass έχει καταφέρει κάτι τέτοιο. Και αυτό γιατί συνδύασε τη δυναμική των ρευστών με τη βιομίμηση για να κατασκευάσει το ιδανικό ποτήρι με το οποίο μπορείς να απολαύσεις το ουίσκι σου με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Το διπλό τοίχωμα, καθώς και μία καμπύλη βάση στο εσωτερικό του ποτηριού είναι τα
δύο χαρακτηριστικά που διαχωρίζουν το Norlan από τα συμβατικά ποτήρια. Ο νέος σχεδιασμός επιτρέπει την καλύτερη αναπνοή του ποτού και την καλύτερη κυκλοφορία του αρώματός του, τουλάχιστον βάσει όσων υποστηρίζουν οι δημιουργοί του νέου ποτηριού.
Ο τρόμος αναβιώνει
Σαν φάρος
Υβρίδιο-γυμναστής
Μπορεί το αγαλματίδιο των Βραβείων World Fantasy να μην είναι από φέτος η προτομή του Χ. Φ. Λάβκραφτ, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι ο μεγάλος συγγραφέας ιστοριών τρόμου δεν παύει να είναι επίκαιρος. Κατά τους τελευταίους μήνες και έχοντας συγκεντρώσει πέρυσι περισσότερα από 130.000 δολάρια για να ξεκινήσει το πρότζεκτ της, η Warpo παρουσιάζει παιχνίδια της σειράς Legends of Cthulu. Αφησε όμως το καλύτερο για το τέλος, παρουσιάζοντας στο κοινό τον ίδιο «Μεγάλο Παλαιό», τον Κθούλου, με την τρομακτική εμφάνιση με τα φτερά, τα πλοκάμια και τα κόκκινα, μοχθηρά μάτια. Η νέα μινιατούρα έχει ύψος 30 εκατοστά και διαθέτει επτά σημεία άρθρωσης, προκειμένου να πάρει τη στάση που θες εσύ. Τα χέρια αποτελούνται από μαλακό πλαστικό και μπορούν να κρατήσουν οποιαδήποτε άλλη φιγούρα.
Υπάρχει ένα έξυπνο φωτιστικό που θυμίζει λίγο... λάμπα ανάκρισης. Αντί να αυξομειώνει μόνο την ένταση του φωτός, όπως το συνηθίζουν άλλα φωτιστικά, το Fluxo κατευθύνει τη δέσμη φωτός προς την κατεύθυνση που θέλεις, χρησιμοποιώντας απλά ένα app στη φορητή συσκευή σου. Παράλληλα μπορεί να κάνει αυτό που κάνουν και οι άλλες λάμπες, να «παίζει» με την ένταση (στο 100% της έντασης φτάνει στα 2800 lumen), αλλά και να αλλάξει χρώμα στον φωτισμό, ανάλογα με τη διάθεσή σου. Το Fluxo αναλύει τη συμπεριφορά σου καταγράφοντας τι είδους φωτισμό επιλέγεις κατά τη διάρκεια της ημέρας και προσπαθεί να επαναλαμβάνει αυτό το μοτίβο για να σε διευκολύνει ακόμα περισσότερο. Τέλος, μπορεί να ανιχνεύσει την παρουσία σου και να φωτίσει τον χώρο, για να μη φας τα μούτρα σου στο μαύρο σκοτάδι. Η καμπάνια τρέχει στο Kickstarter και ήδη έχει καλύψει σχεδόν τέσσερις φορές το αρχικό ζητούμενο κεφάλαιο των 50 χιλιάδων ευρώ.
Κοίτα! Είναι ποδήλατο, είναι στεπ, είναι το FIT! Οι Σκανδιναβοί έκαναν πάλι το θαύμα τους και εμπνεύστηκαν μία τρίτροχη συσκευή που μπορεί να γυμνάσει ταυτόχρονα τις έξι από τις οκτώ κύριες μυϊκές ομάδες του σώματός μας. Το FIT μετατρέπει τα πετάλια του ποδηλάτου σε στεπ, το οποίο μάλιστα μπορεί να ρυθμιστεί ως προς την έντασή του (κατ’ αντιστοιχία με τις ταχύτητες). Το πλεονέκτημα του νέου μέσου είναι ότι καταμερίζει τον φόρτο άσκησης σε πολλές διαφορετικές μυϊκές ομάδες (πόδια, γλουτοί, κορμός, μέση, στήθος, αλλά και χέρια), μειώνοντας έτσι τον χρόνο ξεκούρασης που χρειάζεσαι και ελαχιστοποιώντας την επιβάρυνση των αρθρώσεών σου. Το FIT μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε σε εσωτερικούς χώρους (ως στατικό μηχάνημα) είτε σε εξωτερικούς, καθώς μπορεί να πατήσει πάνω σε διαφορετικά τερέν. Επιπλέον, το τρίκυκλο μπορεί να σπάσει σε δύο κομμάτια ή να διπλώσει, προκειμένου να πιάσει όσο το δυνατόν λιγότερο χώρο και να μπορεί να μεταφερθεί ευκολότερα. Η μέγιστη ταχύτητά του μπορεί να ξεπεράσει τα 30 χλμ. ανά ώρα.
http://bit.ly/1RNWjqq
http://kck.st/1jYe0I8
http://kck.st/227FFcd
Με μέγεθος που δεν ξεπερνά αυτό μίας μπάλας μπιλιάρδου, η Luna είναι η μικρότερη κάμερα 360o που κυκλοφορεί αυτή τη στιγμή στην αγορά. Είναι αδιάβροχη και περιέχει μνήμη 32GB, ενσωματωμένο μικρόφωνο για να τραβά και βίντεο, μία μπαταρία που έχει αυτονομία 30 λεπτών, καθώς και δυνατότητα σύνδεσης Wi-Fi. Εχει επίσης μαγνήτη, για να την κολλάς σε όλες τις μεταλλικές επιφάνειες.
http://kck.st/1ODXnzv http://bit.ly/1OUSMWZ
25
Sci-fi αλκοόλ Πιες το ποτό σου και νιώσε σαν να βρίσκεσαι στο Enterprise, δίπλα στον Κερκ και στον Σποκ. Τα νέα σουβέρ μπορεί να μη σε τηλεμεταφέρουν σε άλλο πλανήτη, όμως χάρη στον LED φωτισμό και το logo του Star Trek στο πλάι σίγουρα θα μπεις σε κλίμα sci-fi. Θα βοηθήσει και το ποτό, βέβαια! Κοστίζει 27 ευρώ η τετράδα.
Δεκέμβριος 2015
Οπως παλιά! Μία όμορφη παιχνιδομηχανή μπορεί όχι μόνο να σε ταξιδέψει στους κόσμους των video games, αλλά και σε παλαιότερες εποχές της πραγματικής ζωής. Ο Σουηδός ντιζάινερ Λόβε Χουλτέν κατασκεύασε το Pixel Vision, μία υπέροχη χειροποίητη κονσόλα που θυμίζει Game Boy με πλαίσιο από ξύλο καρυδιάς. Αποτελείται από ένα σύστημα emulators που μπορεί να αναπαράγει παιχνίδια από θρυλικές κονσόλες, όπως το NES, το Atari 2600, το Master System της SEGA και φυσικά το Game Boy. Συνολικά μπορεί να αποθηκεύσει περισσότερα από 10.000 παιχνίδια, τα οποία εγκαθιστάς μέσω USB. Η αυτονομία που προσφέρει η μπαταρία του φτάνει τις οκτώ ώρες. http://kck.st/1O6wwpS
http://bit.ly/1m7KpO6
Βελάκια online
Σερφ στο γραφείο
Μη χάνεσαι
Κάποιοι μπορεί να έχουν την εντύπωση ότι ορισμένα πράγματα, όπως ο στόχος και τα βελάκια, θα παραμείνουν για πάντα στην παραδοσιακή μορφή τους, αρνούμενα να εισέλθουν στην ψηφιακή εποχή. Κακώς. Το Darts Connect είναι ο πρώτος έξυπνος στόχος που μπορεί να συνδεθεί με φορητές συσκευές. Μέσω αυτών και χάρη στην ειδική ψηφιακή πλατφόρμα που έχουν αναπτύξει οι δημιουργοί, μπορείς να παίξεις βελάκια με χρήστες από κάθε γωνιά του πλανήτη, οι οποίοι διαθέτουν επίσης από ένα Darts Connect. Παράλληλα με το παιχνίδι, μπορείς να στέλνεις γραπτά και ηχητικά μηνύματα στους αντιπάλους σου, αν και έχω την εντύπωση ότι το trash-talking με αυτή τη μέθοδο δεν θα καταφέρει να τους αποσυντονίσει. Το Darts Connect υποστηρίζει διαφορετικές μορφές παιχνιδιού, αλλά και ατομική προπόνηση, ενώ έχει και ενσωματωμένη κάμερα, προκειμένου να σε καμαρώνουν από απόσταση οι συμπαίκτες και οι αντίπαλοί σου (μην το παρακάνεις μόνο με τις χειρονομίες). Το πρότζεκτ κατάφερε να συγκεντρώσει το ποσό που είχε θέσει ως στόχο στο Kickstarter.
Η καθιστική δουλειά στο γραφείο δεν είναι ό,τι πιο υγιεινό. Η έλλειψη άσκησης προσθέτει κιλά και αποτελεί εστία μυοσκελετικών παθήσεων. Για αυτό πάρε τη σανίδα σου και κάνε κάτι για αυτό! Το Wurf Board είναι μία επιφάνεια που ενθαρρύνει τον χρήστη να κάνει μικρο-κινήσεις ενώ πατάει πάνω σε αυτή. Οι κινήσεις αυτές βοηθούν να βελτιώσεις τη στάση του σώματός σου και να ενδυναμώσεις τα πόδια, τον κορμό και τη μέση σου, αυξάνοντας παράλληλα την προσοχή και την παραγωγικότητά σου. Η σανίδα έχει στο εσωτερικό της ελατήρια αέρα, τα οποία της επιτρέπουν να γίνεται περισσότερο ή λιγότερο εύκαμπτη, ανάλογα με το βάρος σου, αλλά και τις προτιμήσεις σου ως προς την ένταση της άσκησης. Σύμφωνα με τους δημιουργούς, μπορείς να χρησιμοποιήσεις το Wurf Board στο γραφείο, στην κουζίνα ή ακόμα και βλέποντας τηλεόραση. Η καμπάνια τρέχει για λίγες ακόμα ημέρες στο Kickstarter.
Τρέφεις μοναδική αγάπη για το κατοικίδιό σου και δεν θέλεις να το χάσεις ποτέ; Το Nuzzle είναι ένα κολάρο με ενσωματωμένο GPS που χρησιμοποιεί Bluetooth ή το δίκτυο κινητής τηλεφωνίας για μεγαλύτερη εμβέλεια (έχει ενσωματωμένη κάρτα SIM), χωρίς μάλιστα να χρειάζεται να πληρώνεις κάποια τακτική συνδρομή. Το Nuzzle συνδέεται με ένα app στο κινητό σου που σου δείχνει ανά πάσα στιγμή πού βρίσκεται το φιλαράκι σου. Στη συγκεκριμένη εφαρμογή μπορείς να βλέπεις και άλλες πληροφορίες σχετικά με τον τετράποδο φίλο σου: εάν κοιμάται ή εάν είναι ξύπνιος, τι διαδρομές έχει ακολουθήσει, ακόμα και τη θερμοκρασία του. Η μπαταρία του είναι επαναφορτιζόμενη και διαρκεί πέντε ημέρες με μία πλήρη φόρτιση, ενώ η συσκευή είναι και αδιάβροχη.
http://kck.st/1RQnYZY
http://bit.ly/1MLiFee
http://kck.st/1O3TJcg
26
Κείμενο: Νικόλαος Μπάρδης / Φωτογραφία: Νικηφόρος Βιδάλης
27
Δε κέ μβριος 2015
Η Αθήνα ενός Σαλονικιού
«Ο,τι και να αντιμετωπίζεις στη ζωή σου, θα πρέπει να δώσεις προσοχή και να ανακαλύψεις ποια είναι η πραγματική ζωή που έχεις στα χέρια σου, ποιος είναι ο προορισμός σου, και αφού το αντιληφθείς, να χαράξεις τη δική σου μοναδική πορεία», λέει με πλήρη αυτοσυνειδησία ο Θοδωρής Βουτσικάκης σε κουβέντα που είχαμε λίγο πριν ανέβει στη σκηνή και τραγουδήσει στο πλευρό του Σταύρου Ξαρχάκου στην πλατεία Συντάγματος. Παρότι είναι γέννημα-θρέμμα Θεσσαλονικιός, ο Θοδωρής αγαπάει πολύ την Αθήνα και έχει αποκτήσει τους δικούς του δεσμούς με την πόλη και τα δικά του αγαπημένα στέκια. «Η έκδηλη ιστορικότητα των χρόνων του περασμένου αιώνα» στο Λεκανοπέδιο κάνει ξεχωριστή την Αθήνα στα μάτια του. Μιλώντας, μάλιστα, για τα προτερήματα της πόλης, στην οποία εντοπίζει τα καλλιτεχνικά του βήματα, προσθέτει ότι, «καλώς ή κακώς η Ελλάδα είναι ένα αθηνοκεντρικό κράτος, κάτι που συνεπάγεται την ύπαρξη περισσότερων ευκαιριών όχι μόνο στη δουλειά, αλλά σε πολλά πράγματα. Ακόμη, στην Αθήνα τα τελευταία χρόνια έδρασαν σπουδαία ονόματα της μουσικής σκηνής, αφήνοντας έντονο το αποτύπωμά τους στον τόπο». Συζητώντας με έναν ρομαντικό καλλιτέχνη, που στα τραγούδια του ερμηνεύει τον ίδιο τον έρωτα, πέφτει στο τραπέζι -όπως ήταν αναμενόμενο- και το θέμα του έρωτα με την πρώτη ματιά. «Τον έρωτα ο καθένας τον αντιλαμβάνεται διαφορετικά», λέει ο νεαρός τραγουδιστής, για να προσθέσει: «Αν υποθέσουμε ότι έρωτας με την πρώτη ματιά είναι μία σπίθα, ένα ενδιαφέρον που αναπτύσσεται μέσα μας για έναν άνθρωπο που δεν έχουμε ξανασυναντήσει ποτέ στη ζωή μας, και υπάρχει μία ανεξήγητη χημεία που μας κάνει να θέλουμε να τον γνωρίσουμε καλύτερα, τότε πιστεύω σε αυτόν. Ωστόσο, ο έρωτας με την πρώτη ματιά δεν αποδίδει τη δύναμη των συναισθημάτων που αποδίδει ο έρωτας που καλλιεργείται με το πέρας του χρόνου. Αποτελεί μία πιο απλουστευμένη μορφή του».
Αγαπημένο μέρος του για εξορμήσεις στην καρδιά της πρωτεύουσας είναι η Πλάκα, γιατί εκεί αισθάνεται «όμορφα και οικεία, με την τοποθεσία να συνδυάζει πολύ θετική ενέργεια και φως». Μας εκμυστηρεύεται επίσης, πως μια και είναι ένα μέρος που αγαπάει πολύ, θα το διάλεγε για να βγει εκεί πρώτο ραντεβού. Η γαλήνη και η αποφασιστικότητα που συνοδεύουν τις εξωτερικεύσεις του αντικατοπτρίζονται και στις δεύτερες ευκαιρίες που δίνει στη ζωή τουσ. «Δίνω δεύτερες ευκαιρίες και χώρο στη ζωή μου, γιατί έχω υπομονή, αλλά μέχρι ένα όριο», λέει ο ίδιος. Οταν γίνει κατάχρηση αυτής της δυνατότητας για επανόρθωση, τότε δεν δίνει συνέχεια. Μιλώντας στη συνέχεια για το παρελθόν του, ο Θοδωρής ανακαλεί στη μνήμη του στιγμές της παιδικής του ηλικίας και μερικές από τις αταξίες που έκανε ως παιδί. «Ημασταν ζωηρά παιδιά», αποκαλύπτει ενθυμούμενος την παρέα του στη φτωχομάνα του Βορρά. «Μια φορά, μάλιστα, στη γειτονιά μου, με έναν φίλο μου που μέναμε σε αντικριστές πολυκατοικίες, έχοντας εξαντλήσει κάθε ιδέα για παιχνίδι, και μην ξέροντας τι να κάνουμε για να περάσει η ώρα, αρχίσαμε να πετάμε ο ένας στο μπαλκόνι του άλλου αντικείμενα κάθε λογής που είχαμε σπίτια μας. Πολλά από αυτά έπεφταν στον δρόμο που μεσολαβούσε μεταξύ των κατοικιών και κάποια άλλα πάνω σε αυτοκίνητα. Οι τελευταίες ρίψεις που περιλάμβαναν αυγά, σταμάτησαν απότομα, όταν αντιληφθήκαμε τους γονείς μας να στρίβουν στο δρόμο. Οι αντιδράσεις μας τα λεπτά που ακολούθησαν, μέχρι να μαζέψουμε τα ασυμμάζευτα, καθώς και η αγωνία για την αντίδραση των γονιών μας, δεν περιγράφονται». Από παιδί ακόμη, ο Θοδωρής θυμάται να περνάει ξέγνοιαστα καλοκαίρια στη Χαλκιδική, που μαζί με τις Κυκλάδες αποτελούν τους αγαπημένους προορισμούς του στην Ελλάδα. «Είναι ένα από τα πιο φωτεινά μέρη που έχω επισκεφτεί», υποστηρίζει ο νεαρός τραγουδιστής για τα νησιά στην καρδιά του αρχιπελάγους, και συνεχίζει λέγοντας ότι «στη ζωή μου επιλέγω μέρη και ανθρώπους που με κάνουν να αισθάνομαι όμορφα.
Δεν μένω στα αρνητικά και τις δυσκολίες». Οντας, φυσικά, γεννημένος μέσα στην αλμυρή γοητεία της παραθαλάσσιας Θεσσαλονίκης, ο Θοδωρής όποτε θέλει να ηρεμήσει καταφεύγει στη θάλασσα. Του αρέσει ακόμη να κάνει περιπάτους και να σιγοτραγουδάει μελωδίες για να αποφορτίσει το μυαλό από τα άγχη της καθημερινότητας. Σε ηλικία μόλις 27 ετών, με το μέλλον του να προμηνύεται λαμπρό, δεν αποκλείει και το ενδεχόμενο να δοκιμάσει την τύχη του στο εξωτερικό. «Θα ήθελα να κάνω κάτι εκτός συνόρων, αλλά πάντα ως Ελληνας, και πάνω στο είδος της μουσικής που αντιπροσωπεύω - αν και ένα τέτοιο εγχείρημα είναι δύσκολο», μας εμπιστεύεται ο ίδιος. «Δεν θα συμμετείχα σε κάποιο talent show, με τον τρόπο που εμφανίστηκαν αυτά στην Ελλάδα. Ενδεχομένως ανάλογα πρότζεκτ στο εξωτερικό να προσφέρουν περισσότερες και αξιόλογες ευκαιρίες στους νέους καλλιτέχνες». Εν κατακλείδι, ο Θοδωρής τονίζει «την αναγκαιότητα να παραβλέπουμε το ενδεχόμενο της αποτυχίας όταν ξεκινάμε κάτι που μας αρέσει», και εκφράζει με δημιουργική πνοή και αισιόδοξη σαφήνεια την άποψη ότι, «η μουσική, παρ' όλα τα προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίζουμε, μπορεί να μας γαληνέψει και να μας βοηθήσει να τα ξεπεράσουμε». Και η αλήθεια είναι πως οι παραμυθένιες και μεστές ερμηνείες του, μας συστήνουν τη ζωή από την αρχή και μας ωθούν να ανακαλύψουμε τις χαρές που κρύβει η ίδια, όπως και τους δικούς μας απολεσθέντες εσώτερους παραδείσους.
28
Κείμενο: Κώστας Τσαούσης
29
Δε κέ μβριος 2015
Η ιστορία δεν είναι... Εχουν περάσει χρόνια. Πάνω από μια δεκαετία. Η αφορμή για τη γνωριμία μου με τον Στάθη Καλύβα ήταν μια συνομιλία μαζί του που έγινε στην Αρχαία Ολυμπία το 2005 στο περιθώριο ενός κύκλου σεμιναρίων (Balkan Studies Seminars, με οργανωτή το Ιδρυμα Κόκκαλη). Η συνομιλία καταγράφηκε και τα βασικά της σημεία φιλοξενήθηκαν σε ένα τεύχος του περιοδικού «Επίκεντρα», μια έκδοση του Κέντρου Πολιτικής Ερευνας και Επικοινωνίας (ΚΠΕΕ) - επικεφαλής του περιοδικού εκείνη την περίοδο ήταν ο καθηγητής Χρήστος Χατζηεμμανουήλ (Πανεπιστήμιο Πειραιώς, LSE), που στη συνέχεια ανέλαβε και την ευθύνη του φιλελεύθερου think tank. Τον Καλύβα -καθηγητής στο Γέιλ από το 2003- τον γνώρισα μέσω του Νίκου Μαραντζίδη, παλιού φίλου και συντρόφου στον «Ρήγα» της Θεσσαλονίκης στις αρχές της δεκαετίας του ΄80. Οι δυο τους ήταν μαζί στο Δίκτυο για τη Μελέτη των Εμφυλίων Πολέμων, «μία άτυπη ομάδα επιστημόνων από διαφορετικά επιστημονικά πεδία των κοινωνικών επιστημών (ιστορία, πολιτική επιστήμη, κοινωνιολογία, ανθρωπολογία) που δημιουργήθηκε το καλοκαίρι του 2000 με σκοπό την ανάπτυξη της συνεργασίας των μελετητών του ελληνικού εμφυλίου πολέμου είτε άλλων εμφυλίων και επομένως την προώθηση της έρευνας πάνω στο αντικείμενο αυτό». Η σχέση των δύο ακαδημαϊκών δασκάλων, δραστήριων ερευνητών, μαχητικών συγγραφέων και ενεργών πολιτών κρατάει χρόνια και παραμένει ισχυρή και δυναμική. Αλλωστε, τροφοδοτείται από τις κοινές εκδοτικές πρωτοβουλίες με πιο χαρακτηριστική όλων την τελευταία: το βιβλίο τους, «Εμφύλια πάθη» (εκδόσεις Μεταίχμιο, 2015). Οι δύο φίλοι με τα «Εμφύλια πάθη» προσεγγίζουν τον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο μέσα από 23 κρίσιμες ερωτήσεις και απαντήσεις, ξεκινώντας από το τι είναι εμφύλιος πόλεμος και καταλήγοντας στην κληρονομιά που μας άφησε. Το βιβλίο λειτουργεί ούτε λίγο ούτε πολύ ως ένα εγχειρίδιο ιστορικής γνώσης, αλλά και ως όχημα αυτογνωσίας για όλους μας. Και αυτό γιατί ακόμη και αν διαφωνεί κανείς με την προσέγγιση ή και με τις απαντήσεις που δίνουν οι δύο καθηγητές, εκείνο που μένει είναι ένα γερό ερέθισμα για να κοιτάξουμε στο βάθος του καθρέφτη που φιλοξενεί τη συλλογική μνήμη.
Πριν από λίγο καιρό έστειλα μέσω του Messenger του Facebook μια σειρά από ερωτήσεις στον Καλύβα. Τον είχα δει δύο φορές με αφορμή τις παρουσιάσεις των βιβλίων «Εμφύλια πάθη» και «Καταστροφές και θρίαμβοι», αλλά το μόνο που είχαμε προλάβει να πούμε στα όρθια ήταν για τις διαδικτυακές μαγειρικές προτάσεις μου… Αυτή τη φορά, καταφέραμε να εμπλακούμε σε μία συζήτηση με μεγαλύτερο βάθος. Ποιοι γράφουν ιστορία; Γράφουμε για ποιους και με ποιο τρόπο; Για παράδειγμα, με τον ίδιο τρόπο γράφεται ιστορία την εποχή της ψηφιακής επικοινωνίας και ενημέρωσης σε σχέση με το παρελθόν; Η γραφή της ιστορίας απαιτεί εκπαίδευση, εξειδίκευση και χρόνο. Επομένως δεν είναι κάτι που μπορεί να κάνει ο οποιοσδήποτε, οποτεδήποτε. Αυτό δεν σημαίνει πως οι «μη ειδικοί» (δημοσιογράφοι, ερασιτέχνες) δεν μπορούν να γράψουν ιστορία ή πως οι «ειδικοί» πάντοτε γράφουν καλή ιστορία. Η διάχυση όμως (κυρίως μέσω του διαδικτύου) της αίσθησης πως ιστορία είναι απλά η εκφορά κάποιας -της οποιασδήποτε- γνώμης για το παρελθόν σε καμία περίπτωση δεν ακυρώνει την ύπαρξη επιστημονικών προϋποθέσεων για τη συγγραφή της ιστορίας. Η συγγραφή της ιστορίας απευθύνεται κατ' αρχάς σε ειδικούς καθώς είναι συχνά εξειδικευμένη και δύσκολη στην ανάγνωση. Πάνω, όμως, στην πρώτη αυτή επεξεργασία χτίζεται η σύνθεση που συχνά απευθύνεται στο ευρύτερο κοινό. Χωρίς πχ. την έκρηξη της οικονομικής ιστορίας της περιόδου 1970-2000, δύσκολα θα μπορούσε να έχει γραφτεί ένα έργο σαν «Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας». Η ψηφιακή επικοινωνία αναμφίβολα συμβάλλει στη διάδοση των πορισμάτων της ιστορικής έρευνας, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να την υποκαταστήσει. Εβδομήντα χρόνια και πλέον μετά από τα δραματικά γεγονότα του 1944 συζητούμε ακόμη -και με έντονα φορτισμένο τρόπο και ενώπιον ενός μαζικού ακροατηρίου- για 30 τόσες μέρες που κράτησαν τα Δεκεμβριανά, αλλά και για τα τρία χρόνια του οργανωμένου εμφυλίου πολέμου στα βουνά της Πίνδου. Γιατί; Τι δεν έχουμε λύσει; Μήπως θα έπρεπε να ασχοληθούν με το ζήτημα και οι… ψυχαναλυτές; Θα συζητάμε για τα ίδια θέματα μετά από 140 χρόνια, όπως οι Γάλλοι εξακολουθούν να γράφουν και να συζητούν σήμερα για τη Γαλλική Επανάσταση. Αυτό
συμβαίνει για πολλούς λόγους και δεν αφορά την ψυχανάλυση. Ενας πρώτος λόγος είναι πως πρόκειται για συναρπαστικά γεγονότα που τραβούν την προσοχή μας. Ενας δεύτερος λόγος είναι πως αποτελούν ένα πολυδιάστατο φαινόμενο με πλήθος πτυχών, σχεδόν ανεξάντλητο θα έλεγε κανείς. Ενας τρίτος λόγος είναι πως όταν γράφουμε για το παρελθόν συχνά προσπαθούμε να φωτίσουμε και το παρόν και να αναρωτηθούμε για το μέλλον. Επομένως κάθε εποχή συνεισφέρει αναπόφευκτα στη γραφή του παρελθόντος από την σκοπιά του παρόντος. Τι λες σε έναν έφηβο -μαθητή του λυκείου- για όλα αυτά; Πώς του μιλάς για τον Εμφύλιο και τα πάθη του; Εγώ θα του (ή της) έλεγα πως πρόκειται για μια μεγάλη ανθρώπινη τραγωδία και θα εξηγούσα το γιατί. Θα πρόσθετα πως πρέπει να προσεγγίζουμε τις ανθρώπινες τραγωδίες με μέτρο και σύνεση, αλλά συγχρόνως πως τα γεγονότα αυτά κρύβουν μέσα τους πτυχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς που κάτω από διαφορετικές προϋποθέσεις παραμένουν καλυμμένες και πως γι’ αυτό αξίζει να σκύβουμε πάνω τους. Θα κατέληγα λέγοντας πως η πόλωση και η βία είναι μια ανθρώπινη αρρώστια και πως η γνώση γι’ αυτές μπορεί να μας προστατεύσει στο μέλλον. Μένουμε στο '44 για παράδειγμα την ίδια ώρα που υπάρχει σχετική άρνηση ενασχόλησης για τις μεταπολεμικές δεκαετίες, το ΄67, το Κυπριακό (Μακάριος, χούντα, πραξικόπημα κλπ.). Η κληρονομιά του Εμφύλιου είναι εν τέλει το πληθωριστικό απόθεμα βίας που μας ακολουθεί σε κάθε βήμα μας; Η ιστορία δεν είναι παίγνιο μηδενικού αθροίσματος. Ο λόγος που δεν υπάρχει ικανή ενασχόληση με τα άλλα θέματα δεν είναι η ενασχόληση με τον Εμφύλιο. Αντίθετα θα έλεγα, η ενασχόληση με τον Εμφύλιο εγείρει νέα και γόνιμα ερωτήματα για άλλες περιόδους και άλλα ζητήματα. Η ιστορία είναι ένα δυναμικό πεδίο που εξελίσσεται συνέχεια.
Κείμενο: Νατάσα Μαστοράκου
30
Αγαπηθείτε γιατί χανόμαστε
Ποτέ δεν είναι εύκολο να μιλήσεις αντικειμενικά για δουλειές φίλων και αγαπημένων συνεργατών. Αλλά όταν πρόκειται για τον Δημήτρη Χαλιώτη και τις παραστάσεις που ετοιμάζει, δεν μπορείς να μην αναφέρεις ότι είναι πάντα ιδιαίτερα προσεγμένες δουλειές, με χιούμορ, αλλά και συναίσθημα. Οπως ακριβώς είναι και ο ίδιος. Πριν από λίγες ημέρες συνάντησα τον Δημήρη με τη θεατρική -και όχι μόνο- παρέα του στην Αθηναΐδα και αφού κρυφοκοίταξα λίγο στην πρόβα τους, μίλησα μαζί τους για τους «Σωσμένους» που ανεβαίνουν στις 30 Δεκεμβρίου. Πρόκειται για μια σατιρική μουσική παράσταση με τέσσερις ηθοποιούς-τραγουδιστές που έχει ένα βασικό στόχο: να μας κάνει να γελάσουμε. Χωρίς φυσικά να λείπουν τα μελαγχολικά σημεία και η τροφή για σκέψη. Για αυτά που ζήσαμε, αλλά κυρίως για αυτά που ζούμε. Η Ελένη Καρακάση, η Χαρά Τσιτομενέα και ο Αλέξης Βιδαλάκης που συνεργάστηκαν και στην περσινή παράσταση του Δημήτρη «Ωρα Ελλάδος ό,τι να ναι» είναι και πάλι εδώ μαζί με τον Απόστολο Ψυχράμη, τον Ανδρέα Καρανίκα στο πιάνο και τον Δημήτρη Πράσινο στα κρουστά. Και αυτό είναι το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της δουλειάς. Ακούγονται ζωντανά σχεδόν είκοσι τραγούδια, από Δήμο Μούτση μέχρι Κραουνάκη και Μηλιώκα, όλα στην αρχική τους εκδοχή. «Σε κάποια σημεία έχω αλλάξει λίγο την ενορχήστρωση για να εξυπηρετεί τον ρυθμό της παράστασης», μου λέει ο
Απόστολος Ψυχράμης, που έχει τη μουσική επίβλεψη του όλου εγχειρήματος. Για να πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή, ρωτάω τον Δημήτρη πώς αποφάσισε να ασχοληθεί με τους «Σωσμένους». «Μετά την περσινή επιθεώρηση δεν είχα σκοπό να κάνω ξανά μια νέα μουσική σατιρική παράσταση. Δεν ήξερα τι ήθελα να κάνω τον χείμωνα. Το καλοκαίρι, όμως, που πέρασε ήταν περίεργο και για εμένα και για όλο τον κόσμο και ένιωσα ότι θέλω να κάνω κάτι που θα με ανεβάζει ψυχολογικά. Ενιωσα ότι ήθελα να ξαναβρω το χιούμορ μου σε μια περίοδο που είχα χάσει. Ετσι, ξεκίνησα να γράφω τα κείμενα, που δεν έχουν καμία σχέση με αυτά που τελικά μπήκαν στην παράσταση. Στην αρχή ήμουν τελείως εκτός φόρμας, δεν μπορούσα να βρω το σωστό χιούμορ, να βρω το γέλιο μου. Ελπίζω να το ξαναβρήκα», καταλήγει γελώντας, για να σχολιάσει η Ελένη Καρακάση ότι «θα φανεί στο χειροκρότημα». Μια και πήρε τον λόγο, τη ρωτάω πώς εκείνη υποδέχθηκε την πρόταση για αυτή τη συνεργασία. «Εχω απόλυτη εμπιστοσύνη στον Δημήτρη. Είναι η τέταρτη φορά που συνεργαζόμαστε και δεν έχω καμία αμφιβολία για ό,τι κάνει. Το σημαντικό όμως είναι ότι για να κάνεις αυτή τη δουλειά πρέπει να περνάς ωραία. Οπου πέφτει πια πολύς επαγγελματισμός, χάνεται αυτή η μαγεία. Ερχομαι στις πρόβες και φτιάχνει η διάθεσή μου και θυμάμαι γιατί έγινα ηθοποιός», μου απαντάει η Ελένη για να συμφωνήσει απόλυτα μαζί της η Χαρά. «Οταν
με πήρε ο Δημήτρης ήμουν στην παραλία, το κατάλληλο σημείο για να ακούσω τέτοια νέα. Του είπα αμέσως 'ναι', δεν με ενδιέφερε τίποτα άλλο, αν και εμένα δεν με πείραζει καθόλου να είναι κάτι ανεβαστικό. Είμαι λίγο μαζόχα σε αυτό». Ενα δημοψήφισμα, δύο εκλογές και τρία Μνημόνια προηγήθηκαν λοιπόν των «Σωσμένων» και αναρωτιέμαι από τι σωθήκαμε τελικά. «Μιλάει καθαρά για το ναυάγιο της Ελλάδας», με πληροφορεί ο Αλέξης. «Σωθήκαμε, αλλά δεν έχουμε καταλάβει από τι», συμπληρώνει ο Απόστολος και όλοι συμφωνούν ότι το μήνυμα της παράστασης έρχεται κάποια στιγμή στο τέλος από την Ελένη, που λέει: «Δώστε χώρο στην αγάπη γιατί χανόμαστε». «Το σωσίβιό μας σήμερα είναι να μπορούμε να ακουμπήσουμε σε κάποιον άλλο. Ενα αποκούμπι, μια αφορμή να πάμε λίγο παρακάτω», λέει ο Αλέξης και όλοι χαμογελούν. Στο μουσικό κομμάτι, τώρα, οι δύο μουσικοί της παρέας κατάφεραν να ενσωματωθούν αμέσως. Ο Δημήτρης και ο Ανδρέας μπορεί να μη γνώριζαν όλα τα τραγούδια της παράστασης, αλλά δούλεψαν πολύ με τον Απόστολο και το αποτέλεσμα είναι μια δεμένη παρέα που τραγουδάει, χορεύει, παίζει και κυρίως χαμογελάει. Γιατί στο «Ούγκα γκα γκα μπουμ», στο νούμερο της Αντζελας Δημητρίου, αλλά και στις ατάκες του δημοψηφίσματος τόσο οι έξι που είναι στη σκηνή όσο και οι θεατές είναι αδύνατον να μη γελάσουν με την ψυχή τους.
Κείμενο / Φωτογραφίες: Νικήτας Καραγιάννης
31
Δυτικά της διασκέδασης Η οδός Αιμιλίου Βεάκη στο Περιστέρι, δίπλα σχεδόν στη στάση Περιστέρι του μετρό, έγινε πεζόδρομος πριν από ένα χρόνο και σήμερα είναι ένας από τους πιο ζωντανούς δρόμους της Αθήνας, γεμάτος με πανέμορφα στέκια, όπου η νεολαία, όχι μόνο των δυτικών πραστίων, αλλά και ολόκληρης της πόλης, έχει πολλές επιλογές. Προς έκπληξή μου, πρώτο ρόλο εδώ παίζει η ποιότητα στη διασκέδαση και όχι ένα κέφι ψυχαναγκασμού. Στη διάρκεια του οδοιπορικού μου δεν βρήκα ούτε ένα μπαρ που να μην έχει κάτι ιδιαίτερο. Ακουσα από τις καλύτερες μουσικές της Αθήνας, γεύτηκα μοναδικά κοκτέιλ και καφέδες, διαλεγμένα κρα-
σιά και -βασικότατο- αντίκρισα αληθινά χαμόγελα από ξεχωριστούς ανθρώπους. Τα μπαρ κυριαρχούν, χωρίς όμως να λείπουν και μικρά ρεστοράν και «φαγάδικα». Με λίγα λόγια, η Βεάκη είναι ένας δρόμος στον οποίο αποκλείεται ακόμα και ο πιο απαιτητικός να μη βρει κάτι που να τον κρατήσει, να τον κερδίσει. Χαρακτηριστικοί είναι και οι εξωτερικοί χώροι των μαγαζιών, σκεπασμένοι τώρα λόγω εποχής, όλοι τους μιας ενιαίας προσεγμένης αισθητικής που θυμίζει, χωρίς υπερβολή, γαλλικό δρόμο.
Δε κέ μβριος 2015
32
Αρχισα, λοιπόν, το μικρό αστικό μου ταξίδι από το Sempre Cafe Cocktail Bar στο νούμερο 51 του δρόμου. Είναι το πρώτο που άνοιξε εδώ και λειτουργεί τα τελευταία εννέα χρόνια από τις 8 το πρωί, μέχρι «όσο πάει», όπως λέει ο υπεύθυνος του χώρου, ο Σωτήρης. Οι djs εναλλάσσονται καθημερινά παίζοντας lounge, jazz, pop, rock, funk και '80s, ακούσματα για διαφορετικές ηλικίες «σε ένταση που δεν ενοχλεί». Ο μοντέρνος χώρος είναι διακοσμημένος με ξύλο, μαύρες επιφάνειες και μέταλλο, ενώ ο εξωτερικός χώρος του έχει καλυμμένο με πλακάκι πάτωμα. Ο Σωτήρης μού επισημαίνει ότι εδώ και χρόνια το Περιστέρι, με τις πολλές επιλογές του, «έχει καταφέρει όχι μόνο να κρατήσει τον κόσμο του αλλά να φέρει και πολλούς από άλλες περιοχές της Αθήνας». Η κουζίνα προσφέρει κρύα πιάτα, σαλάτες, μακαρονοσαλάτα, μπαγκέτες, κλαμπ σάντουιτς, ποικιλίες αλλαντικών. Στο μπαρ, ο κατάλογος των κοκτέιλ ανανεώνεται κάθε πέντε μήνες, ενώ υπάρχει και μεγάλη ποικιλία κρασιών. Τιμές: καφές από 2,7 ευρώ, μπίρα και κρασί από πέντε, ποτό από επτά και κοκτέιλ από οκτώ ευρώ.
Λίγο πιο κάτω και απέναντι, στο Νο 70, το Μακαρούνες είναι ένα κουκλίστικο νέο ρεστοράν, που άνοιξε πριν από έξι μήνες «μετά από ώριμη σκέψη πολλών ετών», όπως πληροφορούμαι. Ο διάκοσμος που διάλεξαν οι ιδιοκτήτες του, Βίλεμ, Βαγγέλης και Κωνσταντίνος, είναι μίνιμαλ, με καλόγουστο και ζεστό design, παστέλ χρώματα, ξανθό ξύλο και μεγάλες τζαμαρίες στον δρόμο. Προσφέρει μεσογειακή κουζίνα με έμφαση στο ιταλικό φαγητό, φρέσκα ζυμαρικά, μπέργκερ, μπρουσκέτες, κρεατικά, αλλά και πιάτα vegetarian. Από γλυκά βρίσκουμε σουφλέ σοκολάτας, αμερικάνικο τσιζκέικ και σορμπέ. Κάπου στο μενού αναγράφεται διακριτικά “Food is Memories”! Τα πιάτα ημέρας αλλάζουν, όπως και γενικότερα ο κατάλογος του μαγαζιού. Η μουσική είναι διακριτική lounge. Η κουζίνα του σεφ Βασίλη Τσάνου ανοίγει στη 1:30 μμ. και κλείνει στις 12:30 το βράδυ. Τιμές: ορεκτικά και σαλάτες από 6,5 ευρώ, φρέσκα ζυμαρικά από εννέα ευρώ, ριζότο από οκτώ, κρασιά (κυρίως ελληνικά) και μπίρες από 3,5 ευρώ.
33
Δε κέ μβριος 2015
Για όσους θέλουν να δροσιστούν χωρίς αλκοόλ, λίγα μέτρα παρακάτω, το γεμάτο χρώμα Bubbleicious tea bar λειτουργεί εδώ και τρεισήμισι χρόνια (από τις 10:00 πμ. έως τα μεσάνυχτα) με ροφήματα που έχουν ως βάση τους το τσάι, ενώ διαθέτει και πολλές γεύσεις παγωτών. Ο ιδιοκτήτης, Μιχάλης Μακρής, χαρακτηρίζει τον δρόμο ως hot-spot και γι' αυτό και τον επέλεξε. Τιμές: καφές από 0,9 ευρώ, bubbletea από 2,6.
Επιστροφή στα μπαράκια με το 45 st., στο ίδιο νούμερο της Βεάκη. Συμπληρώνει φέτος πέντε χρόνια λειτουργίας, διαμορφώνοντας και αυτό το δικό του κοινό. Ξεκινάει το πρωί στις 8:00 μέχρι τις 2:00 το βράδυ, ενώ το Σάββατο δεν κλείνει πριν από τις 7:00 το πρωί «επειδή γίνεται πιο κλαμπ», όπως λέει ο Φώτης στο μπαρ. Ιδιοκτήτες του οι Δημήτρης Καπίτσας μαζί με τους συνεργάτες του, Βασίλη και Σταύρο. «Η γειτονιά αυτή βρίσκεται σε συνεχή άνοδο», μου λένε. «Συγκεντρώνει όλες τις ηλικίες, κάτι θετικό, αφού στους καιρούς που ζούμε είναι καλό να σταθείς τη νύχτα». Πιστεύουν στη σημασία της επικοινωνίας με τον κόσμο, οργανώνουν συχνά πάρτι με χορευτική μουσική και φροντίζουν να προσφέρουν, εκτός των άλλων, και καλό καφέ. «Η ευρηματικότητα είναι ο τρόπος για να πετύχεις», μου τονίζουν. «Η περίοδος που ζούμε είναι σίγουρα μεταβατική, οπότε και η διασκέδαση αλλάζει μορφή και αρχίζει πιο νωρίς». Τιμές: μπίρα από τρία ευρώ, κρασί από τέσσερα, ποτό από επτά και κοκτέιλ από οκτώ ευρώ.
34
Στο Garaz (συμβολή Μιλτιάδου 2 και Δελφών), που δικαιώνει το όνομά του με διακριτικές αναφορές στην ατμόσφαιρα ενός αμερικάνικου γκαράζ, αλλά και ξύλο, με υποδέχεται ο Δημοσθένης Γκέρτσος. Κάνει λόγο για την αισιοδοξία του όταν αποφάσισε να ανοίξει το μαγαζί πριν από δύο χρόνια. «Είχα ήδη πείρα 14 ετών στον χώρο, οπότε και μεγάλη αγάπη για τη δουλειά», μου λέει. «Το σημείο είναι σωστό και το επίπεδο του κόσμου παραπάνω από ικανοποιητικό. Ωστόσο, γενικά οι νέοι δεν έχουν καλή ψυχολογία εξαιτίας των συγκυριών. Δεν έχουν όρεξη. Πρέπει όμως, όσο είναι δυνατό, να 'ξυπνήσουν'», συμπληρώνει. Λειτουργεί από τις 7:30 το πρωί έως τις 2:30 το βράδυ, ενώ τα σαββατοκύριακα παραμένει ανοικτό μέχρι τις 5:00 το πρωί. Οι djs παίζουν funky, jazz και beach house. Τιμές: μπίρα από 3,5 ευρώ, κρασί από τέσσερα, ποτό από 6,5 και κοκτέιλ από οκτώ ευρώ. Για φαγητό (12:00 μμ. - 1:00 πμ.) υπάρχουν μπέργκερ, κρεατικά, σαλάτες και μπαγκέτες.
Το Circle βρίσκεται στο Νο 62 και άνοιξε πριν από τεσσερισήμισι χρόνια. Λειτουργεί από τις 8:00 το πρωί «έως όσο πάει», με ενημερώνει ο υπεύθυνος του χώρου, ο Νίκος. Κυριαρχεί το ξανθό και σκούρο ξύλο, μαύρες επιφάνειες και άνετοι καναπέδες. Τα Σάββατα γίνονται πάρτι που διαρκούν έως το πρωί με mainstream χορευτικές επιτυχίες, ενώ καθημερινά οι djs επιλέγουν soul, funk, jazz, αλλά και deep-house και tech. Το μενού του διαθέτει και μπαγκέτες, τσιαπάτα, κλαμπ σάντουιτς, σαλάτες, γλυκά, πορτοκαλόπιτες και σοκολατόπιτες ενώ μετά τις 9:00 το βράδυ συνοδεύουν τα ποτά ποικιλίες με καναπεδάκια. Στο μπαρ κάθε Τρίτη δημιουργεί ιδιαίτερα κοκτέιλ ο Βαγγέλης Γρηγορόπουλος. Πριν φύγω ρώτησα για το όνομα, και η Ασημίνα Πασπαλά, από την «οικογένεια» του μαγαζιού, μου απάντησε χαμογελώντας ότι «πρόκειται για τον ορισμό του κύκλου, δηλαδή χωρίς τέλος και αρχή».
35
Δε κέ μβριος 2015
Το Cafe-Cafe, καλύπτει τη μία γωνία στο Νο 60. Συμπληρώνει φέτος εννιάμισι χρόνια στη γειτονιά και λειτουργεί από τις 8:00 το πρωί έως τις 3:00 τα ξημερώματα, ενώ και αυτό το μαγαζί μένει ανοικτό πιο αργά τα σαββατοκύριακα. Στα decks του παίζονται κυρίως soul, funk και ροκ «για διάφορες ηλικίες», όπως λέει ο Ανδρέας Τασούλας. Μιλώντας για την εποχή και τη διασκέδαση, σχολιάζει ότι «όταν ο κόσμος βγαίνει έξω βελτιώνεται και η ψυχολογία του. Ξεχνιέται λίγο». Ο διάκοσμος του άνετου χώρου χαρακτηρίζεται από μικρές κλασικές λεπτομέρειες σε ένα fusion με πιο μοντέρνα στοιχεία. Ο ιδιοκτήτης, Αλέξανδρος Τσατσάνης τονίζει ότι «το μαγαζί δουλεύει κυρίως με μόνιμους πελάτες και σε αυτό βοηθάει και το μετρό που είναι κοντά και φέρνει εύκολα τον κόσμο», ενώ συμβουλεύει όσους βγαίνουν έξω «να είναι πιο χαλαροί». Τιμές: μπίρα από τέσσερα ευρώ, κρασί από 4,5, ποτό από 6,5 και κοκτέιλ από οκτώ ευρώ.
Το Butler (No 37) άνοιξε από τον Γιώργο Τζανέτο πριν από ένα μήνα και χαρακτηρίζεται από δύο γειτονικούς χώρους υψηλής αισθητικής με ξύλινη επένδυση, εκ των οποίων ο ένας είναι περισσότερο αφιερωμένος στα ποτά. Μετά από χρόνια στον χώρο, την απόφαση την πήρε και αυτός μέσα στην κρίση, επειδή πιστεύει ότι τότε υπάρχουν πάντα ευκαιρίες. «Να γίνονται επενδύσεις και αν προσφέρεις ποιοτικές υπηρεσίες, τότε θα έχεις καλό αποτέλεσμα», μου λέει. Λειτουργεί από τις 8:30 το πρωί έως τις 3:00 τα ξημερώματα. Στο κοκτέιλ μπαρ ο Γιάννης Πετρής, ειδικός στα κοκτέιλ και βραβευμένος στον χώρο, έφτιαξε τον κατάλογο ειδικά για το μαγαζί. Τιμές: μπίρα και καλά επιλεγμένα κρασιά από τέσσερα ευρώ, ποτό από εξίμισι (διαθέτει πολλά ακριβά ρούμια, βότκες, κά.) και κοκτέιλ από οκτώ ευρώ. Αυτή την εποχή ετοιμάζεται και η κουζίνα για κρύα και ζεστά πιάτα, ενώ σερβίρονται συνοδευτικές ποικιλίες για τα ποτά. Η μουσική εδώ είναι jazz, funky soul και '80s. Οι djs παίζουν καθημερινά, ενώ τις Κυριακές ξεκινούν από το απόγευμα. Τον ρωτάω για την ψυχολογία του κόσμου. «Γενικά είναι καλή και ειδικά μια μερίδα του διασκεδάζει πραγματικά. Προσωπικά είμαι αισιόδοξος ότι όλα θα πάνε καλά. Oσο για την περιοχή, είναι από τις καλύτερες!».
36
Το μικρό γωνιακό Kika cafe aperitivo στο No 35 ακολουθεί ξεκάθαρα τη φιλοσοφία των ευρωπαϊκών μπαρ, με εκτενή κατάλογο κοκτέιλ, διάκοσμο στον οποίο ξεχωρίζει το κλασικό μπαρ του, ρομαντικά ασπρόμαυρα πλακάκια στο πάτωμα, ξύλινη τεράστια βιτρίνα ρετρό στο μπαρ και μικρές νοσταλγικές λεπτομέρειες από αντίκες, αφίσες και έργα τέχνης, ενώ ιδιαίτερα προσεγμένη είναι και η εξωτερική του αυλή. Ακουσα πολύ ψαγμένη μουσική που καλύπτει διαφορετικά είδη, τόσο νοσταλγικά όσο και λίγο νεότερα. Είναι από τα πιο γνωστά εντός και εκτός συνόρων της συνοικίας. Οπως μου λέει ο μπάρμαν, Πέτρος Μπακής, η λίστα τους ανανεώνεται τουλάχιστον δύο φορές τον χρόνο με νέες και κλασικές ετικέτες, «ώστε να μπορούμε να προσφέρουμε στους πελάτες μας το καλύτερο δυνατό από απλά και signature cocktails». Η προετοιμασία ακολουθεί τα πρότυπα του σωστού bartending, όπως αυτά υπαγορεύονται σε διεθνές επίπεδο. Ο Κυριάκος Τσαπέπας, είναι εδώ ο ειδικός στους καφέδες. Οι djs εναλλάσσονται καθημερινά και απευθύνονται σε απαιτητικό κοινό, παίζοντας ιδιαίτερες εκδόσεις από κινηματογραφικά soundtracks και σπάνιες ηχογραφήσεις. Οι καφέδες ξεκινούν από τα 2,8 ευρώ, τα ποτά από επτά ευρώ, η μπίρα από 4,5 ευρώ και τα κρασιά από πέντε, ενώ τα κοκτέιλ από οκτώ ευρώ. Από τις 8:00 το πρωί έως τις 2:00 το βράδυ, ενώ τα σαββατοκύριακα παραμένει ανοικτό και αργότερα.
Το Baroom βρίσκεται απέναντι, στο Νο 54, και λειτουργεί τρεισήμισι χρόνια, από τις 8:00 το πρωί έως τη 1:30 πμ. τις καθημερινές και τις 4:00 πμ. τα σαββατοκύριακα. Ενας μεγάλος εντυπωσιακός χώρος, με τεράστιο μαρμάρινης επιφάνειας μπαρ, μεγάλες τζαμαρίες και έντονο «αγγλικό» χρώμα σε μαύρο ξύλο, δέρμα, αλλά και σίδερο. Στο μπαρ, ο Γιώργος δίνει μεγάλη σημασία στα κοκτέιλ που ετοιμάζει με θρησκευτική ευλάβεια, τόσο τα ζεστά που αυτή την εποχή είναι δημοφιλή, όσο και τα δροσιστικά. «Η ποιότητα είναι πάνω απ' όλα», μου λέει ενώ ετοιμάζει δεξιοτεχνικά ένα σχέδιο σε καφέ. «Οι άνθρωποι του χώρου πρέπει να διαθέτουν εξειδίκευση και γνώση του αντικειμένου. Σκοπός μας εδώ δεν είναι εδώ η ταχύτητα, αλλά η προσοχή στη λεπτομέρεια». Η κουζίνα διαθέτει συνοδευτικά πιάτα, τορτίγιες, κλαμπ σάντουιτς, πίτσα, γλυκά, πιάτα με ταρτάκια, «μαύρο» σάντουιτς με σαλάτα, πιάτα αλλαντικών και τυριών. Σερβίρονται επίσης ιδιαίτεροι μονοποικιλιακοί φρεσκοκαβουρδισμένοι καφέδες. Τιμές: καφές από 2 ευρώ, μπίρα από 3,5, κρασί από τέσσερα, ποτό από 6,50 και κοκτέιλ από οκτώ ευρώ. House, rock, soul, funk ακούγονται καθημερινά από djs.
37
Δε κέ μβριος 2015
To Dalu, στο Νο 52, άνοιξε στη Βεάκη πριν από τέσσερα χρόνια. Ξεκινάει το πρωί στις 8:30 και κλείνει στις 2:00 πμ. -και αργότερα την Παρασκευή και το Σάββατο- με διαλεγμένα soul, funk, jazz κομμάτια από διαφορετικούς djs. Ξύλινες επενδύσεις, δέρμα, κλασικές πινελιές με vintage διάθεση και ένα υπέροχο παλιό σερβάν/βιτρίνα πίσω από το μπαρ, που ανήκει στην οικογένεια των ιδιοκτητών, τραβάει αμέσως την προσοχή μου. O έμπειρος και γνωστός στον χώρο μπάρμαν, Δημήτρης Σουγγέρης, πιστεύει πως η φιλοσοφία που πρέπει να υπάρχει είναι ένας συνδυασμός καλών προϊόντων και χαμηλών τιμών με έμφαση στην ποιότητα. «Το προσωπικό πρέπει να προέρχεται από σχολές και πολλά σεμινάρια», αναφέρει. «Είναι πολύ σημαντικό. Οπως και η ευγένεια στη δουλειά μας. Ο κόσμος είναι πλέον πολύ απαιτητικός, ο ανταγωνισμός μεγάλος και γι' αυτό δεν αφήνεται τίποτα στην τύχη. Η διασκέδαση είναι κάτι πολύ σχετικό, όμως, για τον καθένα. Μερικοί θέλουν πιο δυνατή μουσική και χορό. Αλλοι είναι πιο χαλαροί. Πάντως, ο κόσμος έχει ανάγκη να βγει και σκοπός μας είναι να ξεχάσει για λίγο τα προβλήματά του. Ο πελάτης δεν είναι ευρώ και μόνο αν τον σεβαστείς θα έρθει ξανά». Το μαγαζί διαθέτει κατάλογο δικών του κοκτέιλ «πέρα από τα κλασικά», με συνδυασμούς μπαχαρικών, ο οποίος ανανεώνεται κάθε έξι μήνες. Το Grenade που δοκίμασα από τον Δημήτρη ήταν πραγματικά απολαυστικό!
Το μικρό Old Times bistro espresso bar, είναι σχεδόν ολόκληρο φτιαγμένο δια χειρός του ιδιοκτήτη του, Κώστα Τσώλη, που δίνει ιδιαίτερη σημασία και στα προϊόντα του, τον καφέ, το τσάι, ενώ διαθέτει 15 ετικέτες μπίρας από μικρές ελληνικές ζυθοποιίες. Μουσική από '80s, '50s, swing, easy listening. Κάθε μήνα φιλοξενεί 2-3 events και live, βραδιές καραόκε και έντεχνου, σεμινάρια για κοκτέιλ και λειτουργεί από 8:00 το πρωί έως τη 1:00 το βράδυ. Και ο Κώστας τονίζει ότι «το κοινό επιλέγει πλέον πολύ προσεχτικά πού θα αφήσει τα χρήματά του».
38
Λίγο πιο κάτω, To Mind the Cup (No 29), είναι το «παιδί» των Παναγιώτη Αγγελακόπουλου, Χρήστου Καβράκου και Νίκου Γερανάκη που προστέθηκε στο δρόμο πριν από τέσσερα χρόνια. Η επιλογή, μάλιστα, του σημείου έγινε για τον όμορφο πλάτανο που ορθώνεται μπροστά στο μαγαζί. Ηταν όνειρο των τριών φίλων να φτιάξουν ένα στέκι για καλό καφέ και ποτό σε ένα οικείο περιβάλλον - και το κατάφεραν απόλυτα. Εδώ συγκεντρώνεται κοινό ηλικίας 20-35 ετών από τις 8:00 το πρωί έως τις 2:00 πμ. τις καθημερινές και μέχρι τις 4:00 πμ. τα σαββατοκύριακα. Γνωστό για τους εξαιρετικούς καφέδες του, που καβουρδίζονται στο πατάρι (η ιστοσελίδα Buzzfeed το κατέταξε ανάμεσα στα 25 καλύτερα στον κόσμο για τους καφέδες του!), ρίχνει επίσης βάρος στα ποτά, τη μουσική και τα κοκτέιλ. Οι ποικιλίες του καφέ αλλάζουν συχνα ώστε να υπάρχει πάντα μια νέα γεύση ανά εποχή. Η διακόσμηση είναι ένας ωραίος συνδυασμός βιομηχανικής αισθητικής σε μέταλλο και ξύλο με γήινες λεπτομέρειες. Ο Χρήστος μού εξηγεί πώς ο κόσμος έχει αλλάξει με την κρίση, που όπως λέει «έγινε πιο απαιτητικός, αναπτύσσοντας άλλη φιλοσοφία στη διασκέδαση. Να είμαστε άνθρωποι και να περνάμε καλά κι εμείς στη δουλειά είναι το ζητούμενο», συμπληρώνει. Εδώ ακούγονται διάφορα είδη καλά επιλεγμένης μουσικής από djs που παίζουν καθημερινά. Τιμές: καφές από 1,8 ευρώ, μπίρα και κρασί από τέσσερα, ποτό από έξι και κοκτέιλ από 8,5 ευρώ σε μια πολύ ενημερωμένη λίστα, ενώ στα συνοδευτικά σερβίρονται επίσης τοστ και τσιαπάτα.
Λίγα βήματα παραδίπλα, το νεότερο απόκτημα της Βεάκη είναι το La Cle, που έφτιαξαν ο Ανδρέας Τρυπαρόλης με τον Νίκο Αργυρό. Ανοιξε μόλις πριν από λίγες ημέρες, έχοντας ένα πολύ γερό χαρτί στο μανίκι του: τη μουσική παιδεία του Ανδρέα που είναι καταξιωμένος dj με τεράστιες γνώσεις και λεπτό γούστο. Δηλαδή, ένα σίγουρο «κλειδί» για να ανοίξει η πόρτα της επιτυχίας. Απέριττο, μοντέρνο design που συμπληρώνεται όπως γράφονται αυτές οι γραμμές. «Είχαμε πίστη στον εαυτό μας και στις ικανότητές μας», λέει ο Ανδρέας για την απόφασή τους να το ανοίξουν. «Το κάναμε ενστικτωδώς σε αυτή τη γειτονιά διότι έχει ζωή. Πιστεύω στο ρίσκο, στη γροθιά στο μαχαίρι». Ενιωσα τυχερός που λόγω και της δικής μου αγάπης στη μουσική βρέθηκα να του μιλάω. Εχει αμέτρητες εμπειρίες από «το σχολείο των decks» και μιλήσαμε για το πώς άλλαξε η διασκέδαση στο πέρασμα των χρόνων. Ο Ανδρέας παίζει και αυτός, φυσικά, μουσική στο μαγαζί του, soul, funk, rock '80s και νέα πολύ ψαγμένα κομμάτια. Ο,τι άκουσα στο La Cle ήταν εξαιρετικό! Ρωτάω αν η κρίση ωφέλησε τη μουσική. «Μάλλον όχι, επειδή δεν γίνονται πολλές παραγωγές στην Ελλάδα», απαντάει. «Ανθίζουν όμως και νέοι καλλιτέχνες που αποφεύγουν το κατεστημένο». Ο Ανδρέας, φανερά ευγενική φύση, δεν δίνει συμβουλές, παρά μόνο ευχές. «Εύχομαι οι νέοι να βρουν πάλι αισιοδοξία και χαρά επειδή αυτά φέρνουν και τα άλλα». Ηταν το καλύτερο φινάλε σε ένα ρεπορτάζ γεμάτο αρώματα, γεύσεις, μουσική και ωραία πρόσωπα.
Κείμενο: Δημήτρης Χαλιώτης
39
Δε κέ μβριος 2015
Διαρκώς σε κίνηση
Τα τελευταία χρόνια ο Γιώργος Καραμίχος μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στις ΗΠΑ, όπου διδάσκει αρχαία ελληνική τραγωδία στην περίφημη σχολή της Stella Adler στο Λος Αντζελες, και την Ελλάδα. Αυτή την περίοδο, ωστόσο, βρίσκεται στο Λονδίνο εξαιτίας των γυρισμάτων μίας νέας βρετανικής σειράς στην οποία συμμετέχει. Πρόκειται για το “The Durells”, που βασίζεται στην αυτοβιογραφική κερκυραϊκή τριλογία που έχει γράψει ο Τζέραλντ Ντάρελ. «Τα γυρίσματα έγιναν στην Κέρκυρα και στο Λονδίνο. Η σειρά θα διαδεχτεί το “Downton Abbey” από τον Απρίλιο στο ITV της Αγγλίας και διεθνώς θα διανεμηθεί από το BBC International», με ενημερώνει σχετικώς ο Γιώργος. «Παρουσιάζει μια αγγλική οικογένεια που αποφασίζει να μετακομίσει στην Κέρκυρα τη δεκαετία του 1930. Στη σειρά παίζω τον πολυεπιστήμονα και ποιητή Θεόδωρο Στεφανίδη, ο οποίος γίνεται ο μέντορας του μικρού Τζέρι (ο ίδιος ο συγγραφέας) και τον μυεί στα μυστικά και μυστήρια της φύσης και της επιστήμης». Την ίδια στιγμή δίνει το «παρών» και στο θεατρικό γίγνεσθαι εντός Ελλάδος, υπογράφοντας τη σκηνοθεσία στη βιτριολική μαύρη κωμωδία του Ρεμί Ντε Βος
«Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος», που παρουσιάζεται στο Μικρό Γκλόρια με τους Τζέσυ Παπουτσή, Δημήτρη Λιακόπουλο και Μαρλέν Σαΐτη. «Πρόκειται για την ιστορία του Σιμόν, ο οποίος επιστρέφει μετά από δέκα χρόνια στην πόλη όπου μεγάλωσε. Αφορμή αποτελεί η κηδεία της γιαγιάς του. Εμπόδιο είναι η σχέση του με τη μητέρα του. Υποσυνείδητη ανάγκη του να ξαναδεί την Αν, τον παιδικό του έρωτα», μου λέει ο Γιώργος για να με βάλει στο κλίμα. «Τι είναι αυτό που ενώνει και χαρακτηρίζει τους τρεις κεντρικούς ήρωες του έργου;» τον ρωτάω. «Θέλουν να αγαπήσουν και να αγαπηθούν. Το πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρουν πώς και γι' αυτό ασχολούνται περισσότερο με το πρόβλημα παρά με τη λύση. Και όπως κάνουμε όλοι μας, προσπαθούν να βάλουν τάξη στη μνήμη τους προκειμένου να βρουν τι έφταιξε και έχουν καταντήσει έτσι», μου απαντά ο Γιώργος. Στο «Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος» ο Ερωτας και ο Θάνατος χορεύουν τανγκό. Δίπλα στην τεφροδόχο με τις στάχτες της γιαγιάς τα βλέμματα του Σιμόν και της Αν πετάνε σπίθες. «Ο Ερωτας και ο Θάνατος είναι σα να κινούνται ταυτόχρονα μέσα στην ίδια σπείρα. Γνωρίζει ο ένας την ύπαρξη του άλλου, αλλά πάντα ο ένας
έρχεται μετά τον άλλο, όπως η νύχτα μετά τη μέρα ή η μέρα μετά τη νύχτα. Κι όλο το ενδιάμεσο είναι ζωή» σχολιάζει ο Γιώργος. «Οταν βρισκόμαστε στα δίχτυα του Ερωτα ή του Θανάτου ο χρόνος παύει να ισχύει με τα δεδομένα που ξέρουμε. Γι' αυτό τους φοβόμαστε και τους δύο». Η ανάγκη για δημιουργία σε συνδυασμό με αυτό το φλερτ με το άγνωστο ήταν τα στοιχεία που ώθησαν τον Γιώργο να πάρει τη μεγάλη απόφαση να αναζητήσει νέες προκλήσεις στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. «Κάποιες φορές με κουράζει που δεν έχω κοντά μου όλα τα αγαπημένα μου πλάσματα και τοπία σε φυσικό σώμα μαζί ταυτόχρονα. Κατά βάθος, όμως, ξέρω και νιώθω ότι όπου και να πάω οι αγάπες μου είναι στην καρδιά μου. Φύλακες-άγγελοι και δαίμονες μαζί που με κάνουν να είμαι αυτό που είμαι και να κάνω αυτό που κάνω. Δεν γίνεται αλλιώς προς το παρόν. Ισως κάποια στιγμή και μάλιστα σύντομα να σταματήσω τη μετακίνηση και να αράξω το φυσικό μου σώμα κάπου (εύχομαι στη Νίσυρο) και να αφήσω να με επισκέπτονται όλα εκεί εκ των έσω αντί να τρέχω εγώ να τα βρω ανά τον κόσμο», μου εξομολογείται.
40
Κείμενο: Δημήτρης Χαλιώτης
41
Δε κέ μβριος 2015
Το γοβάκι και το πιάνο «Ηρθε μια μέρα ο Θωμάς Μοσχόπουλος στο θέατρο Πόρτα και μου λέει: 'Θα σε ενδιέφερε να κάνεις τη 'Σταχτοπούτα' με μουσική του Προκόφιεφ;'. Εγώ στην αρχή πάγωσα. Του λέω: 'Ναι, αλλά θα ήθελα να το κάνω με τους Patari Project'. Με εμπιστεύτηκε και αποφασίσαμε να το κάνουμε πάνω σε ένα πιάνο με ουρά», μου αποκαλύπτει η Σοφία Πάσχου, η ψυχή των Patari Project, μιας θεατρικής ομάδας που δουλεύει με βάση την τεχνική της πλατφόρμας και κάθε της δουλειά είναι ένα κομψοτέχνημα. Κάπως έτσι γεννήθηκε το «Πιάνω παπούτσι πάνω στο πιάνο», ίσως η καλύτερη παράσταση παιδικού θεάτρου (καλά, μια χαρά θα την απολαύσουν και οι μεγάλοι!) που έχω δει ποτέ. Μια παράσταση που διηγείται την ιστορία της Σταχτοπούτας με τον πιο ευρηματικό τρόπο... Πάνω σε ένα πιάνο. Συναντάω τη Σοφία μαζί με την Κατερίνα Μαυρογεώργη και τον Αλέξανδρο Χρυσανθόπουλο, που υποδύονται τη Σταχτοπούτα και τον Πρίγκιπα αντίστοιχα, και η πρώτη ερώτηση που τους κάνω έχει να κάνει με το ίδιο το παραμύθι: «Ηταν το αγαπημένο σας ως παιδιά;». Η Κατερίνα παίρνει πρώτη τον λόγο. «Οχι. Το αγαπημένο μου παραμύθι με διαφορά ήταν η 'Μικρή Γοργόνα'. Στη 'Σταχτοπούτα' δεν καταλάβαινα γιατί η κοπέλα αυτή τα τραβάει όλα αυτά. Γιατί είναι τόσο καλή και ευγενική», σχολιάζει. «Εγώ άλλο δεν καταλάβαινα», παρεμβαίνει η Σοφία. «Πάει η Σταχτοπούτα στον χορό, της πέφτει το γοβάκι, το βρίσκει ο Πρίγκιπας, την ψάχνει, τη βρίσκει, της βάζει το γοβάκι και παντρεύονται. Πώς βγάζει νόημα αυτό; Τι ερωτεύτηκε; Το πόδι της; Το γοβάκι; Εκεί κάπου αποσυντονιζόμουν». Ο Αλέξανδρος, πάλι, ποτέ δεν γοητεύτηκε από τη Σταχτοπούτα, γιατί ποτέ δεν τρελαινόταν για τα παραμύθια. «Τα έβρισκα πολύ γλυκανάλατα. Αδύναμοι κεντρικοί χαρακτήρες με πεθαμένους γονείς και μία λύση μη ρεαλιστική στα μάτια μου. Στη δική μας όμως παράσταση βρήκα άλλο νόημα», μου λέει. Στη δική τους παράσταση το παραμύθι βγαίνει από το αποστειρωμένο του πλαίσιο και μας αφορά. Οι χαρακτήρες του μας κλείνουν το μάτι, έχουν κάτι από εμάς, θα μπορούσαν να είναι φίλοι μας. «Φωτίσαμε κάποια σημεία στα οποία δεν εστιάζει το κλασικό παραμύθι. Τα βλέπουμε με μία διαφορετική οπτική. Τη διαφορά άλλωστε την κάνουν οι λεπτομέρειες», μου υπενθυμί-
ζει η Σοφία και ο Αλέξανδρος προσθέτει με εμφανή την ικανοποίηση στο πρόσωπό του: «Μας λένε συνέχεια: 'Πώς καταφέρατε αυτό το παραμύθι να είναι τόσο ζωντανό και διαφορετικό από αυτό που ξέρουμε;'». Η πρωτοτυπία της παράστασης δεν εξαντλείται στο παραστασιακό αποτέλεσμα. Ακούγοντας τον τίτλο της, «Πιάνω παπούτσι πάνω στο πιάνο», το τελευταίο που σου έρχεται στο μυαλό είναι η Σταχτοπούτα. « Δεν θέλαμε να το ονομάσουμε 'Σταχτοπούτα' και είπαμε να βρούμε κάτι άλλο. Τον περασμένο Μάιο μού λέει ο Θωμάς: 'Σοφία, πρέπει σε πέντε μέρες να έχεις τίτλο για την παράσταση!'. Αρχίσαμε να ψάχνουμε. Ελεγα εγώ 'πιάνο'. 'Παπούτσι', πετιόταν η Κλερ Μπρέσγουελ, που μας έκανε τα κοστούμια. 'Παπούτσι πάνω στο πιάνο', έρχεται νέα ιδέα. Τελικά καταλήξαμε στο 'Πιάνω παπούτσι πάνω στο πιάνο' και το στέλνω στα υπόλοιπα παιδιά των Patari σε ένα κλειστό γκρουπ που έχουμε στο Facebook, ρωτώντας τους τη γνώμη τους. Κι εκεί έγινε το έλα να δεις», μου εξομολογείται η Σοφία. Οι τίτλοι που έπεσαν στο τραπέζι προκαλούν γέλιο μέχρι δακρύων! «Παπουτσάκι» έγραφε ο ένας. «Πού είναι το παπούτσι, το πιάνο μου μέσα;!» έγραφε ο άλλος. «Ψάξε το παπούτσι στο πατάρι του πιάνου», πεταγόταν ένας τρίτος. Μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό το «Πιάνω παπούτσι πάνω στο πιάνο» μοιάζει ως ο πιο political correct τίτλος του κόσμου! Η φαντασία των Patari Project δούλεψε με οργιώδη τρόπο σε όλα τα επίπεδα. Το «Πιάνω παπούτσι πάνω στο πιάνο» είναι η πιο πλήρης και απολαυστική παράστασή τους. Ενας κόσμος μαγικός που ζωντανεύει μπροστά σου με μόνο όπλο τα σώματα και τις φωνές των έξι υπερταλαντούχων ηθοποιών της ομάδας και ένα πιάνο. Η τεχνική της πλατφόρμας σε όλο της το μεγαλείο! «Εγώ με την κίνηση και τη σωματικότητα έχω τρέλα. Ο κώδικας των Patari Project μού προξενεί μία πρωτοφανή ευφορία και δημιουργικότητα», μου εξομολογείται η Κατερίνα, που συνεργάζεται πρώτη φορά με τους Patari, αν και γνωρίζει τη Σοφία από τα χρόνια της Δραματικής Σχολής. «Πρέπει να συνεργαστείς εσύ πολύ καλά με τον εαυτό σου και με τους άλλους, γιατί αλλιώς θα χτυπήσεις. Πρέπει να είσαι εκεί, μαζί, τώρα. Αυτό είναι απελευθερωτικό», συμπληρώνει.
42
Ο Αλέξανδρος ανήκει κι αυτός στα νέα μέλη των Patari. Πέρασε από οντισιόν για να ενταχθεί στο καστ. «Κάτι μου έκανε από την αρχή. Δεν είναι ότι ήταν καλός ηθοποιός. Ολοι τους είναι καλοί ηθοποιοί. Εγώ τους ηθοποιούς τους κοιτάω στα μάτια. Θέλω θετικούς ανθρώπους. Ο Αλέξανδρος, λοιπόν, ενώ έπαιζε ήδη στο Πόρτα και θα μπορούσε να μην έρθει στην ακρόαση, ήρθε και πέρασε όλη τη φάση», μου εξηγεί η Σοφία. «Είναι φοβερό αυτό που συμβαίνει στο Patari. Μπαίνεις μέσα και ό,τι βγει. Με τη βοήθεια της Σοφίας κρατάγαμε αυτό που είχε ουσία και χτίστηκε κάτι χωρίς να το πολυκαταλάβουμε», παρατηρεί ο Αλέξανδρος, που στις πρόβες πέρασε από όλα τα στάδια: τρέλα, ενθουσιασμό, αδιέξοδο. «Ολα στο μυαλό μου, γιατί το σώμα πάντα ξέρει!» μου λέει χαμογελαστός, κοιτώντας με νόημα τη Σοφία. Το σώμα πάντα ξέρει. Αυτό θα μπορούσε να είναι και το μότο των Patari Project. «Πώς είναι η Σοφία ως σκηνοθέτης;» ρωτάω την Κατερίνα και τον Αλέξανδρο. «Είναι ο ίδιος άνθρωπος. Αυτό για μένα είναι το μεγαλύτερο χάρισμα που μπορεί να έχει ένας σκηνοθέτης. Σου προκαλεί φοβερή
εμπιστοσύνη. Μπορεί να έχεις κολλήματα ή αδιέξοδα και με έναν τρόπο το αφήνεις πάνω της και εκείνη είναι σαν να έχει ένα φως και να σου δείχνει τον δρόμο», μου απαντά η Κατερίνα. «Εχει την τέλεια ισορροπία. Σου δίνει οδηγίες ως σκηνοθέτης και παράλληλα σε αφήνει ελεύθερο να δημιουργήσεις μόνος σου πάνω στη σκηνή. Γουστάρεις να κάνεις πράγματα και παράλληλα σε βοηθάει να πας παρακάτω», συμπληρώνει ο Αλέξανδρος. Η σχέση τους είναι αυτό που λέμε αγαπησιάρικη. Η Σοφία, ούσα ηθοποιός, αγαπάει τους ηθοποιούς της. Και αυτό το εκπέμπει. Το «Πιάνω παπούτσι πάνω στο πιάνο» απευθύνεται σε μικρούς και μεγάλους. Μπορούν να το δουν όλοι εξίσου ευχάριστα. Απλά ίσως να εστιάσουν αλλού. «Την περασμένη εβδομάδα κάναμε μία παράσταση για παιδάκια από τριών μέχρι τεσσάρων ετών. Στην αρχή ανησυχήσαμε πώς θα αντιδρούσαν και σκεφτήκαμε μήπως έπρεπε να αλλάξουμε κάτι. Δεν χρειάστηκε τελικά να κάνουμε τίποτα. Τα κατάλαβαν όλα», μου λέει η Κατερίνα και συνεχίζει: «Ακολούθησαν κανονικά τη συναισθηματική γραμμή της παράστασης. Συμμε-
τείχανε με ατάκες πολύ καίριες. 'Είσαι κακιά!', 'Είσαι άδικος!', 'Μπράβο!', 'Μη φοβάσαι, Σταχτοπούτα, είσαι καλή και δυνατή!' φώναζαν. Ο Αλέξανδρος λέει σε μια σκηνή στην παράσταση για τη Σταχτοπούτα: 'Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Μετράω προβατάκια. Βλέπω το πρόσωπό της το βράδυ'. Και του λέει ένα κοριτσάκι από κάτω: 'Αφού την αγαπάς!'. Και λες: 'Σ’ ευχαριστώ, μικρέ άνθρωπε!'». «Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι κάνουμε μια παράσταση για παιδιά», σχολιάζει η Σοφία. «Δεν μου έλεγε κάτι αυτό. Δηλαδή, άντε και το σκέφτηκα, τι να κάνω; Να βάλω παραπάνω φώτα; Ηθελα απλά να πούμε την ιστορία με την αλήθεια που έχει. Είναι μια ιστορία που έχει να κάνει πολύ και με το bullying. Οι δύο αδερφές της Σταχτοπούτας καταπιέζονται απίστευτα από τη μαμά τους. Ηταν λοιπόν ένα κοριτσάκι μετά την παράσταση, που το ρώτησα αν του άρεσε και μου απάντησε: 'Μου άρεσε πάρα πολύ! Και η κακιά μαμά μοιάζει με τη μαμά μου!' Μπροστά η μαμά της. Ε, αυτό δείχνει ότι κάτι έχουμε πετύχει».
43
«Πρέπει να εμπιστευτούμε τα παιδιά. Είναι πανέξυπνα. Καταλαβαίνουν πολλά περισσότερα απ’ ό,τι νομίζουμε», μου επισημαίνει ο Αλέξανδρος. Τα λόγια του Αλέξανδρου μου θυμίζουν την Ξένια Καλογεροπούλου. Τον άνθρωπο που άλλαξε μια για πάντα το παιδικό θέατρο στην Ελλάδα. Την ψυχή του θεάτρου Πόρτα, που είχε τη σοφία να παραδώσει τη σκυτάλη στον Θωμά Μοσχόπουλο, ανοίγοντας νέους ορίζοντες για το ιστορικό αυτό θέατρο. «Ηταν το πρώτο θέατρο που δούλεψα τελειώνοντας τη σχολή. Η Ξένια ήταν η πρώτη που με πήρε κάτω από τις φτερούγες της. Εμεινα εκεί για τρία χρόνια. Οταν έμαθα ότι θα κλείσει είχα στεναχωρηθεί πάρα πολύ. Οταν έμαθα ότι άνοιξε είχα χαρεί πάρα πολύ. Οταν έμαθα ότι θα ξαναπαίξω εκεί ήμουν τρισευτυχισμένη! Νομίζω ότι έκανε έναν κύκλο όλο αυτό και τώρα το Πόρτα έχει επιστρέψει με πολύ διαφορετικούς όρους. Είναι πολύ πιο συνειδητά τα πράγματα και είναι πολύ σπουδαίο αυτό που καταφέρνουν όλοι οι άνθρωποι εκεί. Δουλεύουν ασταμάτητα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Είναι πολύ συγκινητικό», μου λέει η Κατερίνα.
«Αυτό που θεωρώ εγώ πολύτιμο είναι ότι υπάρχει μία αλυσίδα εμπιστοσύνης. Η Ξένια Καλογεροπούλου που αφήνει το θέατρο στα χέρια του Θωμά Μοσχόπουλου, ο Θωμάς που αφήνει την παιδική σκηνή στους Patari Project… Δεν υπάρχει κανένας εγωισμός. Υπάρχει εμπιστοσύνη και εκτίμηση. Αυτό είναι σπάνιο. Μακάρι να πάει καλά. Πρέπει να πάει καλά», προσθέτει η Σοφία. «Εγώ για το πώς ήρθα στο Πόρτα οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Αργύρη Ξάφη, τον οποίο είχα καθηγητή για τρία χρόνια στη Δραματική Σχολή και εκτός από καλύτερους ηθοποιούς είχε πάντα στο μυαλό του να μας κάνει και καλύτερους ανθρώπους», μου εξομολογείται ο Αλέξανδρος. «Αυτό που ζω στο Πόρτα είναι ένα όνειρο. Οταν έπαιζα στο 'Νησί των Θησαυρών', σε σκηνοθεσία του Θωμά Μοσχόπουλου, ήθελα να ξυπνάω το πρωί για να πάω να παίξω. Ετσι αγάπησα εγώ το παιδικό θέατρο. Είχα μία προσμονή να πάω εκεί, να δω φίλους, να κάτσουμε είκοσι λεπτά το πρωί να πιούμε έναν καφέ, να γελάσουμε και μετά να συναντήσουμε 200-300 παιδάκια και να περάσουμε καλά.
Δε κέ μβριος 2015
Μου αρέσει πολύ να δουλεύω με ανθρώπους που αγαπώ μέσα σε μία ομάδα». Και για το τέλος σας κράτησα το καλύτερο. Ετοιμαστείτε για μία διαφορετική εκδοχή του «Πιάνω παπούτσι πάνω στο πιάνο». Πιο... queer! Και σίγουρα, αυστηρώς ακατάλληλη για ανηλίκους! «Υπάρχει μια σκέψη να γίνει και drag show σε μεταμεσονύχτια παράσταση την άνοιξη», μου αποκαλύπτει η Σοφία. Ναι, καλά διαβάσατε! Μία παιδική παράσταση γίνεται... drag show! «Οταν στις πρόβες μας έβγαιναν στους αυτοσχεδιασμούς κακές λέξεις, λέγαμε 'αυτό άσ' το για το drag!'» με ενημερώνει σχετικά η Κατερίνα. «Με το καστ που έχουμε, ένα κλικ θέλουμε. Δεν θέλει τρομερή δουλειά!» πετάγεται η Σοφία και μας πιάνουν τα γέλια.
44
Κείμενο: Βάσια Ρούσσου / Φωτογραφία: Στέφανος Καστρινάκης
45
Δε κέ μβριος 2015
Ενα γεμάτο τετράδιο Εχοντας στο ενεργητικό του επτά δίσκους (δύο με το συγκρότημα Τα Φώτα που Σβήνουν και πέντε προσωπικούς), συμμετοχές ως συνθέτης σε δίσκους άλλων καλλιτεχνών, αλλά και όντας ενεργός πολίτης, ο Στάθης Δρογώσης δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Με αφορμή την κυκλοφορία του καινούργιου του δίσκου «Το κόκκινο τετράδιο» από τη MINOS EMI, τον συνάντησα στην πλατεία Νέας Σμύρνης για να μιλήσουμε για την επιστροφή του στη δισκογραφία. Αναφερθήκαμε, φυσικά, και στην ενασχόλησή του με την πολιτική (μεταξύ άλλων είναι δημοτικός σύμβουλος στον δήμο Αθηναίων), αλλά η μουσική ήταν αυτή που κυριάρχησε στη συζήτησή μας. Τι έκανε ο Στάθης το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τον προηγούμενο δίσκο του; «Μεσολάβησαν πέντε χρόνια χωρίς να βγάλω προσωπικό δίσκο. Ενδιάμεσα, όμως, έγραψα τη μουσική σε τέσσερα τραγούδια για τη Χαρούλα Αλεξίου, δύο τραγούδια για την Ελευθερία Αρβανιτάκη και για τα τραγούδια της συλλογής του in.gr 'Ιχνογραφίες', που είναι πάρα πολύ όμορφα. Κακά τα ψέματα, όντως είχα μπλοκάρει. Επίσης, πήρα πτυχίο Φυσικής, έκανα οικογένεια, μπλέχτηκα με τα κοινά και μετάνιωσα κιόλας - και σιγά σιγά θα φύγω. Ασχολήθηκα και με το Κοινωνικό Ωδείο, μια πολύ ωραία προσπάθεια. Ηταν γεμάτα πέντε χρόνια, αλλά ήταν μια μάταιη αναζήτηση για κάτι άλλο. Τελικά, γύρισα ξανά στη μουσική και δεν θα ξαναφύγω», απαντάει. Η συνεργασία του με τη Χαρούλα Αλεξίου έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στη δημιουργία του δίσκου του. «Ο δίσκος της Χαρούλας με ξεμπλόκαρε, γιατί σκέφτηκα ενστικτωδώς: 'Αφού σε εμπιστεύεται η Χαρούλα Αλεξίου, κάτι γράφεις κι εσύ'», υποστηρίζει. Αν και συνήθως τα άλμπουμ παίρνουν το όνομά τους από ένα από τα τραγούδια που τα αποτελούν, στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέβη το αντίστροφο. «Το άλμπουμ τώρα έχει 11 τραγούδια. Ενα μήνα πριν βγει είχε δέκα. Κι επειδή δεν έβρισκα τίτλο, το έδωσα στον φίλο μου, τον Μανώλη Φάμελλο, να το ακούσει. Ο Μανώλης είχε δει ένα κόκκινο τετράδιο στο σπίτι όπου κάναμε πρόβες και μου είπε: 'Βγάλ’ το, κόκκινο τετράδιο'. Σκέφτηκα ότι είναι πολύ ωραία ιδέα. Κι έγραψα κι ένα τραγούδι που να λέγεται 'Κόκκινο τετράδιο'», εξηγεί. Το «Κόκκινο τετράδιο» χαρακτηρίζεται από πυκνές ενορχηστρώσεις, τις οποίες έκανε ο Ηλίας Βαμβακούσης με τη βοήθεια του Στάθη. «Είναι καταπληκτικό ότι έγινε σ’ ένα δωματιάκι όλο αυτό, στο home studio
του Ηλία, ο οποίος είναι εξαιρετικός. Πάντα ήθελα να βάλω τέτοια όργανα στους δίσκους μου. Δεν το τολμούσα, γιατί είναι δύσκολο να το κάνεις και να μη γίνεις πολύ έντεχνος. Είναι πολύ ενδιαφέρον να παντρέψεις τη ροκ μουσική, την οποία πιστεύω ότι υπηρετώ ακόμα και τώρα, με το τσέλο και την τρομπέτα και ο Ηλίας τα κατάφερε μια χαρά», υπογραμμίζει και του ζητάω να μου μιλήσει για το ύφος του δίσκου. «Το ύφος του δίσκου είναι post rock, post pop. Οταν κάναμε τον δίσκο ακούγαμε πολύ Edward Sharpe and the Magnetic Zeros, πράγματα αμερικάνικα. Φαίνεται στον δίσκο και ιδίως στο 'Ματωμένος ουρανός'». Ο Στάθης είναι ο συνθέτης και των 11 τραγουδιών του δίσκου και ο στιχουργός των εννέα εξ αυτών. Το τραγούδι «Λιοσίων» βασίζεται σε ένα διήγημα του silentcrossing.wordpress.com, ενώ τα τραγούδια «Πλατεία Ναυαρίνου» και «Γιατί δεν ησυχάζω» είναι σε στίχους του Ισαάκ Σούση. «Ο Ισαάκ είναι κατά τη γνώμη μου από τους πιο σπουδαίους Ελληνες στιχουργούς. Καταφέρνει να γράψει, απλά, όχι απλοϊκά, αλλά ταυτόχρονα με πάρα πολλά νοήματα μέσα. Ηθελα πάρα πολλά χρόνια να συνεργαστώ μαζί του. Με το που πήρα το 'Πλατεία Ναυαρίνου' στα χέρια μου, κάθισα στο πιάνο και το έγραψα κυριολεκτικά μέσα σε πέντε λεπτά. Ημουν τόσο πολύ ενθουσιασμένος, γιατί μιλάει και για ένα αγαπημένο μέρος. Μιλάει για το πάρκο Ναυαρίνου στα Εξάρχεια και ταυτόχρονα είναι μια ερωτική ιστορία. Από την πρώτη στιγμή σκέφτηκα τη Νατάσσα για να το πούμε ντουέτο», θυμάται. Σε αντίθεση με τους περισσότερους δίσκους του, στο «Κόκκινο τετράδιο» θίγονται και κοινωνικά θέματα, όπως το προσφυγικό και η ανεργία, χωρίς, όμως, ο Στάθης να κουνάει το δάχτυλο. Δύο από αυτά, εκ πρώτης ακρόασης, φαντάζουν οξύμωρο σχήμα, αλλά αποτυπώνουν διαφορετικές φάσεις. «Εχει το εξής παλαβό αυτός ο δίσκος: από τη μία το 'Να βγούμε μπροστά', το οποίο ήταν σε μια φάση της ζωής μας που ελπίζαμε πολλά σε αυτή τη χώρα και από την άλλη το 'Χαμένη γενιά', στο οποίο παίρνω τον ρόλο ενός πολύ απελπισμένου ανθρώπου. Το 'Να βγούμε μπροστά' συμπυκνώνει την πολιτική μου σκέψη. Αυτά που ήλπιζα από το 20122015. Υπήρχε μία ανάταση, μία ελπίδα ότι μπορούσαμε, αλλά διαψευσθήκαμε», παραδέχεται. Η νοσταλγία είναι διάχυτη σε πολλά τραγούδια του Στάθη, όπως στο τραγούδι «Φολέγανδρος». «Εκείνο το καλοκαίρι παίζαμε μουσική για χαρτζιλίκι με Τα Φώτα που Σβήνουν και γνωρίσαμε τον Μανώλη και βγάλαμε δίσκο. Από εκεί ξεκίνησαν όλα. Το τραγούδι είναι αληθινή ιστορία. Είχα γνωρίσει ένα κορίτσι και ήταν όλα πολύ
όμορφα. Χαθήκαμε. Μετά από 17 χρόνια πήγα στο νησί ξανά, πέρυσι το καλοκαίρι, να παίξω με τον Ηλία και με έπιασαν τα κλάματα. Είχα να πάω πολύ καιρό στη Φολέγανδρο. Είχε αλλάξει λίγο, το κορίτσι δεν ήταν εκεί και βγήκε αυτό το τραγούδι που στην ουσία μιλάει για εμάς. Μεγαλώσαμε στο μεταίχμιο. Είχαμε μια ελπίδα ότι όλα θα πάνε πιο καλά απ’ ό,τι στους γονείς μας. Ισως νοσταλγώ τη φάση που ήμαστε προστατευμένοι σε ένα κέλυφος αγάπης και φροντίδας», εξομολογείται. Στη συνέχεια ρωτάω τον Στάθη πώς γεννήθηκε η ιδέα για τη συμμετοχή της παιδικής χορωδίας Polyphonica στο τραγούδι «Αγάπη». «Υπάρχει ένας φοβερός δίσκος με τίτλο “The Langley Schools Music Project, Innocence & Despair”, όπου ο Καναδός καθηγητής μουσικής, Χανς Φένγκερ, έχει δώσει στα παιδιά του σχολείου να τραγουδήσουν Πολ ΜακΚάρτνεϊ, Ντέιβιντ Μπάουι κά. και ήθελα κάποια στιγμή να βάλω κι εγώ παιδική χορωδία. Πάλι ο Φάμελλος μου ανέφερε τον ομώνυμο δίσκο των Dead Man's Bones (Ράιαν Γκόσλινγκ και Ζακ Σιλντς), που έχει παιδική χορωδία και μου είπε: 'Σ΄ αυτό το τραγούδι βάλε παιδική χορωδία'. Ηταν πολύ δύσκολο να γίνει. Ηταν Σεπτέμβριος. Είμαι τυχερός, επειδή μια καθηγήτρια από το Κοινωνικό Ωδείο, η Μαρίζα Βαμβουκλή, είναι και στην παιδική χορωδία Polyphonica, μια χορωδία με παιδιά πρόσφυγες και παιδιά από υποβαθμισμένα προάστια της Αθήνας», αποκρίνεται. Τα σχέδια του Στάθη είναι πολλά. «Γράφω καινούργια τραγούδια. Νιώθω ότι ξαναβρίσκω τον δρόμο μου. Υπάρχουν κάποια τραγούδια που δεν μπήκαν στον δίσκο της Χαρούλας, στα οποία έχουμε συνεργαστεί με τον Νίκο Μωραΐτη. Υπάρχει ο Ισαάκ Σούσης που μου δίνει συνεχώς στίχους. Αυτά τα πρότζεκτ είναι με στίχους άλλων για να απελευθερωθώ λίγο ως συνθέτης. Στα δικά μου είναι με στίχους δικούς μου. Σκέφτομαι κιόλας να επισκεφτώ ξανά παλιά μου τραγούδια και από Τα Φώτα που Σβήνουν, αλλά και από παλιούς προσωπικούς μου δίσκους, να τα διασκευάσω και να τα παρουσιάσω. Θέλω να γράψω για θέατρο ξανά. Θέλω να ασχοληθώ μόνο με τη μουσική και την οικογένειά μου. Και το Κοινωνικό Ωδείο το λατρεύω και θα είμαι κι εκεί όσο μπορώ. Τα άλλα τα πολιτικά δεν τα μπορώ καθόλου. Εχω νευριάσει. Δεν με χωράει αυτός ο χώρος. Δεν σημαίνει ότι αυτοί είναι σάπιοι, ενώ εγώ ο ηθικός, απλώς δεν έχω την υπομονή, δεν έχω την προσαρμοστικότητα. Αυτός ο χώρος είναι πολύ δύσκολος», επισημαίνει. Παράλληλα, ο Στάθης και ο συνταξιδιώτης του Μανώλης Φάμελλος τραγουδούν ιστορίες από το «Κόκκινο τετράδιο» και από άλλες δισκογραφικές τους δουλειές σε Αθήνα και επαρχία.
46
Κείμενο: Νατάσα Μαστοράκου
47
Δε κέ μβριος 2015
Οι άγνωστοι ναοί της πόλης
Το Μουσείο Μπενάκη στην οδό Πειραιώς έχει μετατραπεί εδώ και περίπου ένα μήνα σε έναν ιδιόμορφο τόπο λατρείας. Υπεύθυνος για αυτό είναι ο Τάσος Βρεττός και η έρευνα που έχει κάνει στους χώρους λατρείας μεταναστών και προσφύγων στο κέντρο και τα περίχωρα της Αθήνας. Η έκθεση «Τ(ρ)όποι λατρείας» παρουσιάζεται για πρώτη φορά και στην ουσία αποτελεί μια δουλειά σε εξέλιξη. Στο μουσείο παρουσιάζονται ήδη 44 τόποι λατρείας, όμως ο Τάσος Βρεττός δεν έχει σταματήσει να ασχολείται με το συγκεκριμένο θέμα. Υπόγεια και ενοικιαζόμενα διαμερίσματα, πολυκατοικίες και γκαράζ, γήπεδα και υπαίθριοι, δημόσιοι χώροι, πλατείες και αυλές, πρόχειρα καταλύματα, ιδιοκατασκευές σε προσωρινές, αλλά και μόνιμες διευθύνσεις. Ομάδες βουδιστών, μουσουλμάνων, ινδουιστών, σπιριτσουαλιστών και χριστιανών διαφορετικών δογμάτων και πολλαπλών εθνικών προελεύσεων (Αιθίοπες, Αφγανοί, Αιγύπτιοι, Πακιστανοί, Νιγηριανοί, Σενεγαλέζοι, Φιλιππινέζοι, Ινδονήσιοι, Ιρακινοί κά.), όλοι μαζί προσεύχονται σε μια αίθουσα, ο καθένας στον δικό του θεό. Το ιδιαίτερο αυτό ανθρωπολογικό υλικό, με τις εύγλωττες κοινωνικές, πολιτικές και αισθητικές προεκτάσεις του, είναι πρωτότυπο αλλά και συνεργατικό, με την έννοια των πολλαπλών σχέσεων που αναζητήθηκαν και καλλιεργήθηκαν για τη φωτογραφική καταγραφή του. Το έργο αυτό δεν περιορίζεται στην προβληματική της άφιξης, της απαραίτητης επιβίωσης και της «προώθησης» των ξένων (μεταναστών και προσφύγων), αλλά την προεκτείνει ριζοσπαστικά, επιχει-
ρώντας στην περιοχή ενός πρωταρχικού βιώματος, το οποίο παραμένει αόρατο, συνδέοντας ανθρώπους διαφορετικών καταγωγών και αναφορών, όταν αυτοί αναγκάζονται να μετατρέψουν τα ελάχιστα και επισφαλή που βρίσκουν και συλλέγουν, σε τόπους και τρόπους λατρείας. Ο μουσικός Μιχάλης Καλκάνης, ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση του Βρεττού, κατέγραψε ηχητικά ένα ενδεικτικό τμήμα όσων μαρτυρεί η κάμερα του φωτογράφου και στη συνέχεια, επεξεργάστηκε μουσικά το υλικό, ώστε αυτό να παρουσιαστεί στην έκθεση σε ειδικά διαμορφωμένες ηχητικές εγκαταστάσεις. «Κάθε μου επίσκεψη, έστω κι αν δεν ήταν η πρώτη φορά, ακόμη κι αν είχα πάει ξανά και ξανά, ήταν σαν να άνοιγα μια πόρτα και έμπαινα σε ένα χώρο που είχε μυστήριο, συγκίνηση, σεβασμό και δέος. Ολοι οι χώροι έχουν μια εντελώς δική τους ταυτότητα και αύρα. Από τις πολύχρωμες εικόνες των Ινδών μέχρι το απόλυτο τίποτα, ή μόνο ένα ρολόι κρεμασμένο σε έναν τοίχο κάπου σε ένα υπόγειο ενός σενεγαλέζικου τζαμιού», αναφέρει ο φωτογράφος στην έκδοση που συνοδεύει την έκθεση. Οταν ολοκληρώνεις την περιήγηση στην έκθεση, νιώθεις ότι έχεις περπατήσει στα άδυτα ενός ολόκληρου κόσμου που υπάρχει δίπλα μας αλλά δεν γίνεται σχεδόν ποτέ αντιληπτός. Πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε και ο τρόπος που οι επιμελητές της έκθεσης εκμεταλλεύτηκαν τις εκθεσιακές δομές της προγενέστερης «Ameτριας» που πραγματοποιήθηκε στην ίδια αίθουσα από το Iδρυμα ΔΕΣΤΕ και το Μουσείο Μπε-
νάκη. Ετσι, με οδηγό τον χάρτη που υπάρχει στην είσοδο κάνεις τη δική σου βόλτα στους τόπους λατρείας που έχει συγκεντρώσει ο Βρεττός. Ακολουθείς ή όχι τη δική του διαδρομή. Στέκεσαι παραπάνω σε μερικά σημεία, ξαναγυρίζεις και προχωράς. Αλλά κυρίως θαυμάζεις. Τη δουλειά του φωτογράφου, την εμπιστοσύνη που κατάφερε να κερδίσει από όλους αυτούς τους ανθρώπους, την ανάγκη τους για δημιουργία χώρων λατρείας, ακόμα και αν πρόκειται για ένα πολύ μικρό δωμάτιο με δύο πίνακες και ένα γραφείο. «Νομίζω ότι οι συγκεκριμένες φωτογραφίες του Τάσου Βρεττού είναι σημαντικές ακριβώς επειδή διαψεύδουν αυτή την προσδοκία του θεατή, τη συγκεκριμένη ελπίδα του αθηναϊκού βλέμματος. Η ματιά του, στο μεταίχμιο συμμετοχικής και μη συμμετοχικής παρατήρησης, νικήτρια στον αγώνα της εμπιστοσύνης με τους ανθρώπους που προσεύχονται, ισορροπεί εντυπωσιακά ανάμεσα στην οργανικότητα της βύθισης μέσα στο ιερό μυστήριο, από τη μία, και τη χρωματισμένη απόσταση που διακρίνει εν γένει τη δουλειά του, από την άλλη. Δεν αποκαλύπτει και δεν φανερώνει κάτι ξένο. Δεν οδηγεί στην εξοικείωση με το άγνωστο, δεν χαρίζει γνώση ετερότητας», σημειώνει στην έκδοση ο Παναγής Παναγιωτόπουλος, κοινωνιολόγος, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
48
49
Δε κέ μβριος 2015
50
51
Δε κέ μβριος 2015
52
53
Δε κέ μβριος 2015
54
55
Δε κέ μβριος 2015
56
Κείμενο: Δημήτρης Χαλιώτης / Φωτογραφία: Κώστας Δρίμτζιας
57
Δε κέ μβριος 2015
Τόλμα να μη φοβάσαι! Η Κατερίνα Ευαγγελάτου ανήκει στους σκηνοθέτες που δεν διακρίνονται μόνο για το ταλέντο τους, αλλά και για την ευρύτερη παιδεία τους, τη βαθιά θεωρητική γνώση του αντικειμένου τους και την «εμμονή» τους να διαβάζουν εξαντλητικά γύρω από το κάθε έργο με το οποίο καταπιάνονται. Φέτος αναμετράται με ένα έργο-ορόσημο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, τον «Φάουστ» του Γκαίτε. Και ενώ η πρεμιέρα έχει γίνει ήδη στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, εκείνη συνεχίζει να διαβάζει βιβλία σχετικά με τον Γκαίτε και το έργο του και να δουλεύει πάνω στην παράσταση με τους ηθοποιούς της. Σε αντίθεση με τους πατέρες της Εκκλησίας που χρησιμοποίησαν τον θρύλο του Φάουστ για καθαρά ηθικοδιδακτικούς λόγους, προειδοποιώντας τον κόσμο ότι όποιος μπλέκεται με τον Διάβολο θα έχει κακό τέλος, ο Γκαίτε διαβάζει τον μύθο από μία εντελώς αντίθετη οπτική. «Τοποθετεί τον Φάουστ σε ένα σύμπαν ενός αμέτοχου Θεού», μου εξηγεί η Κατερίνα. «Είναι παράξενο πώς ο Φάουστ έχει γίνει ήρωας. Στην πραγματικότητα είναι ένας αντιήρωας, δεν είναι ένας άγιος. Είναι ένας άνθρωπος που στη δίψα του να αποκτήσει την απόλυτη γνώση ή την ευτυχία μίας απόλυτης στιγμής καταστρέφει στο πέρασμά του τα πάντα», συνεχίζει. Ο Φάουστ, δια χειρός Γκαίτε, είναι όμως παράλληλα ένας μεγάλος νους. «Είναι ένας πανεπιστήμων, που έχει σπουδάσει και τα τέσσερα πεδία της εποχής του: φιλοσοφία, ιατρική, νομικά και θεολογία. Δεν μιλάμε λοιπόν για έναν ηλίθιο εγωιστή. Ο Γκαίτε μιλάει για την αιώνια δίψα του σκεπτόμενου ανθρώπου να κατανοήσει τον κόσμο και να γευτεί απολαύσεις και γνώσεις χωρίς όριο. Κι εκεί είναι που αρχίζει να σκουραίνει το πράγμα», σχολιάζει η Κατερίνα. «Πόσο μάταιο είναι για τον ίδιο τον άνθρωπο να κατανοήσει την ύπαρξή του;» αναρωτιέμαι. «Είναι αδύνατον να αγγίξει το απόλυτο. Από την άλλη, ένας σκεπτόμενος άνθρωπος δεν είναι σε θέση να ηρεμήσει και να θεωρήσει ότι απαντήθηκαν τα μεγάλα του ερωτήματα ως προς την καταγωγή του κόσμου, το νόημα της ύπαρξης», μου απαντά η Κατερίνα και προσθέτει: «Ισως πλησιάζοντας προς το τέλος της ζωής του κα-
νείς να βρίσκει κάποιες απαντήσεις που τον κάνουν να αισθάνεται καλύτερα ως προς τον επερχόμενο θάνατο. Γι’ αυτό και το έργο μας ξεκινάει με τον Φάουστ μεγάλο πια, με τον θάνατο να ανασαίνει στον σβέρκο του, να επιχειρεί να αυτοκτονήσει νιώθοντας ότι δεν έχει κάνει τίποτα τόσα χρόνια χωμένος μες στα βιβλία του».
τους χώρους. Χρησιμοποιούμε τα τραμπουκέτα του θεάτρου για πρώτη φορά, το orchestra peak που ανεβοκατεβαίνει, τα θεωρεία του θεάτρου. Επειδή το έργο είναι και μια αναφορά στη θεατρική ιστορία, έχουμε επιλέξει να χρησιμοποιούμε κανονικά και φανερά τους μηχανισμούς του θεάτρου», μου εξηγεί.
Κάπου εκεί ο Μεφιστοφελής θα καλέσει τον Φάουστ να τα παρατήσει όλα και «να βγει μαζί του μες στον κόσμο να χορέψει!». «Δεν πρόκειται για τον αγώνα του Καλού με το Κακό. Στην παράστασή μας ο Φάουστ και ο Μεφιστοφελής είναι το ίδιο πρόσωπο. Ουσιαστικά ο Φάουστ σε αυτή την ακραία στιγμή της ζωής του καλεί ο ίδιος τον μαύρο σκύλο, που είναι ο Μεφιστοφελής, να έρθει κοντά του», μου εξηγεί η Κατερίνα. Ο Μεφιστοφελής παίρνει από το χέρι τον Φάουστ και τον παραδίδει στη ζωή. Του γνωρίζει τον κόσμο έξω από τα βιβλία. Τον οδηγεί σε μπαρ, φοιτητικά στέκια, χώρους που γίνονται όργια, καταγώγια… Τον φέρνει σε επαφή με ανθρώπους που νομίζουν ότι την έχουν βρει με τον Θεό! «Πρόκειται για μία κοινωνία εντελώς απελπισμένη, μια κοινωνία ανθρώπων που κι αυτοί αναζητούν το νόημα γιατί κάτι τους λείπει, αλλά δεν βρίσκουν απαντήσεις. Βλέπουμε όντα να πλέουν μέσα στην αβεβαιότητα, τη ματαιότητα και την αυτοκαταστροφή». Μια κοινωνία που μοιάζει ανατριχιαστικά με τη δική μας.
Λίγο πριν το τέλος της κουβέντας μας τη ρωτάω πόσο την επηρέασαν ως επαγγελματία, αλλά και συνολικότερα ως άνθρωπο, οι δύο πρώτες διεθνείς σκηνοθεσίες της στη Γερμανία και τη Ρωσία το 2014 και το 2015 αντίστοιχα. «Ηταν δύο εντελώς διαφορετικές συνθήκες. Η κάθε μία ήταν εξαιρετικά σημαντική και με άλλαξε με διαφορετικό τρόπο» μου λέει. Στη Γερμανία παρουσίασε μία νέα σκηνοθεσία του «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν» του Μπρεχτ λίγους μόλις μήνες μετά την παράστασή της εδώ στην Ελλάδα, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. «Δούλεψα με το ensemble των ηθοποιών του θεάτρου του Αουγκσμπουργκ, ηθοποιούς και μουσικούς όλων των γενεών, πάνω σε ένα έργο που το ήξερα απ' έξω και ανακατωτά, αλλά που ήταν πολύ δύσκολο και προκλητικό να το δω μέσα από μία εντελώς νέα σκηνοθετική ματιά μέσα σε μόλις έξι μήνες από την προηγούμενη παράσταση», μου αποκαλύπτει.
Ο «Φάουστ» αποτελεί έργο ζωής για τον Γκαίτε. Και τα δύο μέρη του έργου τα έγραφε επί 60 χρόνια. Ουσιαστικά σε όλη την ενήλικη ζωή του. «Διαπερνά όλα τα είδη θεάτρου. Εμπεριέχει σκηνές επηρεασμένες σαφώς από τον Σαίξπηρ, τον Μολιέρο, την αρχαία κωμωδία, τα σατιρικά δράματα, τα εκκλησιαστικά δράματα… Είναι συγκινητικό το πόσο πονούσε ο Γκαίτε τον Φάουστ. Σκέφτεσαι, σε αυτόν πήρε 60 χρόνια να το γράψει και εγώ σε έξι μήνες θέλω να το παρουσιάσω. Σε πιάνει μια τρέλα! Είναι τέτοιος ο πλούτος απ’ όπου και να το πιάσεις. Αυτό όμως είναι και το γοητευτικό. Αυτό που σε κάνει να επιστρέφεις», μου λέει η Κατερίνα. Παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες, η παράστασή της έχει μία συναρπαστική δύναμη τόσο στο υποκριτικό όσο και στο εικαστικό κομμάτι. «Ηθελα εξαρχής ένα σκηνικό που να μετατρέπεται συνέχεια και να αλλάζει. Ετσι φτιάξαμε μαζί με τη σκηνογράφο μου, Εύα Μανιδάκη, αυτό το σκηνικό που ίπταται και αλλάζει όλους
Στη Ρωσία πάλι σκηνοθέτησε στις αρχές του ’15 για πρώτη φορά όπερα, «Τα παραμύθια του Χόφμαν» του Οφενμπαχ. «Εκεί η ατμόσφαιρα που έχει δημιουργήσει ο Θοδωρής Κουρεντζής είναι μια ατμόσφαιρα δημιουργικού ενθουσιασμού. Τα πράγματα ψυχικά είναι πιο κοντά στα ελληνικά δεδομένα. Η συγκίνηση που ένιωσα ακούγοντας αυτές τις φωνές και βλέποντας την παράσταση με γύρισε στα παιδικά μου χρόνια, όταν έβλεπα τη θεία μου, τη Δάφνη Ευαγγελάτου, στη σκηνή της όπερας ή τον πατέρα μου να σκηνοθετεί στη Λυρική. Εχω μεγάλο κέφι να ξαναγυρίσω στην όπερα», μου ομολογεί. Κλείνοντας, επιστρέφω στον Φάουστ. «Θέλω να βυθιστώ στον ίλιγγο, στις απολαύσεις που χαρίζει η οδύνη, στο μίσος που αγαπά, στην πυρκαγιά που δροσιά δίνει…» φωνάζει ο ήρωας του Γκαίτε. Ολο αυτό στο μυαλό μου γεννάει μόνο μία λέξη. Ζωή. «Πώς μεταφράζεις εσύ την προτροπή: 'Ζήσε!';» τη ρωτάω. Χαμογελάει, σκέφτεται λίγο κι ύστερα μου λέει: «Τόλμα να μη φοβάσαι!».
58
Κείμενο: Χρήστος Τσαπακίδης
59
Δε κέ μβριος 2015
Θάνατος στη δυστοπία Η Αμερική σε διαφορετικές εκδοχές της είναι το αγαπημένο σκηνικό αρκετών επιτυχημένων σειρών τώρα τελευταία. Στη σειρά “The man in the high castle” η ιστορία εκτυλίσσεται στο εναλλακτικό παρελθόν της χώρας - και συγκεκριμένα στις ηττημένες από τον Αξονα ΗΠΑ του 1962. Στις σειρές “The walking dead” και “Fear the walking dead” το στόρι ξεδιπλώνεται σε ένα εναλλακτικό παρόν, στις ΗΠΑ που επλήγησαν από έναν ιό που μετέτρεψε τη συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων σε αιμοδιψή ζόμπι. Τώρα, ήρθε η ώρα να ταξιδέψουμε μακριά στο μέλλον -και πάλι- της Αμερικής, για να δούμε τι απέγινε η ανθρωπότητα. Enter “Into the badlands”. Ο τίτλος κιόλας της σειράς σε προϊδεάζει ότι σε αυτό το σύμπαν τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά (στα ελληνικά θα τον αποδίδαμε «Στους ερημότοπους»). Και αυτό ισχύει ακριβώς. Η ανθρωπότητα έχει κάνει ένα σημαντικό πισωγύρισμα. Μία σειρά από φονικούς πολέμους «κατάπιε» αιώνες εξέλιξης. Το σκοτάδι και η ανασφάλεια κυρίευσαν τη ζωή όσων επέζησαν. Το κενό εξουσίας ήλθαν να καλύψουν επτά άνδρες και γυναίκες, οι βαρόνοι. Ο κόσμος τούς ακολούθησε για να προστατευτεί. Ομως το κόστος της ασφάλειας ήταν βαρύ, μια και οι βαρόνοι μετέτρεψαν την ασφάλεια σε σκλαβιά. Το φεουδαρχικό σύστημα κοινωνικής οργάνωσης επέστρεψε δριμύτερο, ενώ έγιναν πολλά βήματα πίσω και στον τομέα της τεχνολογίας: δεν υπάρχουν υπολογιστές, ενώ έχουν απαγορευτεί τα πυροβόλα όπλα. Παρ’ όλα αυτά, βλέπουμε ορισμένα οχήματα και ακούμε και για τη λειτουργία ενός εργοστασίου οπίου που λειτουργεί με πετρέλαιο. Για να διατηρήσει ανενόχλητος την εξουσία του, κάθε βαρόνος διαθέτει ένα επίλεκτο σώμα μαχητών, τους κλίπερ. Οι υπόλοιποι (οι κογκς) αποτελούν την τάξη των σκλάβων, που βρίσκονται στη δούλεψη του βαρόνου. Και κάπως έτσι φτάνουμε στον κεντρικό ήρωα, τον Σάνι (Ντάνιελ Γου), ο οποίος είναι ο… κλίπερ των κλίπερ· μία θανάσιμη μηχανή που δείχνει τα διαπιστευτήριά του με το καλημέρα του πρώτου επεισοδίου, καθώς εξοντώνει άοπλος μία ντουζίνα κακοποιών. Και αφού τελειώνει το έργο του χωρίς μία γρατζουνιά, ανακαλύπτει τη λεία τους: έναν πιτσιρικά ονόματι MΚ με ιδιαίτερες ικανότητες (ο «εκλεκτός», ας πούμε), ο οποί-
ος θα κάνει τον Σάνι να αναθεωρήσει ολόκληρη την κοσμοθεωρία του ως τώρα και ειδικά την αφοσίωσή του στον βαρόνο του, Κουίν (Μάρτον Τσόκας). Αυτό, βέβαια, δεν γίνεται και στο καλύτερο timing, μια και ο Κουίν απειλείται τόσο από μία άλλη βαρόνη, τη Χήρα, όσο και από τον ίδιο του τον γιο που επιβουλεύεται τη θέση του. Το “Into the badlands” είναι η πρώτη αμερικανική σειρά μετά από πάρα πολλά χρόνια που βασίζεται στις πολεμικές τέχνες. Το προηγούμενο αντίστοιχό της ήταν το «Κουνγκ φου» στη δεκαετία του 1970, με πρωταγωνιστή τον Ντέιβιντ Κάρανταϊν. Δικαίως, λοιπόν, η κύρια ατραξιόν της σειράς είναι οι σκηνές μάχης. Οι χορογραφίες είναι απολύτως εντυπωσιακές, φτάνοντας σε υπερβολές που συναντάμε σε αρκετές κινεζικές ταινίες (χωρίς, βέβαια, αυτό να ξενίζει τον τηλεθεατή). Για να καταφέρουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, οι παραγωγοί απευθύνθηκαν στον κορυφαίο του είδους του, τον Χουάν Τσίου Κου, ο οποίος στο παρελθόν προσέφερε την καθοδήγησή του στην Ούμα Θέρμαν (για το “Kill Bill”) και στον Κίανου Ριβς (για το “Matrix”) για τις σκηνές μάχης τους. Ιδιαίτερα κατατοπισμένος στις πολεμικές τέχνες είναι, άλλωστε, και ο πρωταγωνιστής Ντάνιελ Γου, ο οποίος αν και γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καλιφόρνια, έκανε πλούσια καριέρα στην Κίνα, συμμετέχοντας σε ταινίες του είδους. Προτού επιλεχθεί για τον ρόλο, ο Γου είχε ήδη προσληφθεί ως παραγωγός της σειράς. Βασικό μέλημα του AMC -του καναλιού πίσω από το “Into the badlands”- με αυτές τις κινήσεις (πολεμικές τέχνες, Αμερικανοκινέζος πρωταγωνιστής) ήταν να «κλείσει το μάτι» στην ασιατική αγορά, χωρίς ωστόσο να αποξενώσει το αμερικανικό κοινό. Ο ίδιος ο Γου σχολίασε σχετικά σε συνέντευξή του στο "Vanity Fair": «Το AMC δημιούργησε ένα υβρίδιο που απευθύνεται και στις δύο κουλτούρες. […] Το ασιατικό κοινό παρακολουθεί εδώ και καιρό σειρές όπως το “Mad men”, το “Breaking bad” και το “Walking dead”, επομένως έχει εξοικειωθεί με αυτό το είδος δράματος. Ενας από τους στόχους μας ήταν να προσεγγίσουμε ακόμα ευρύτερο κοινό». Και τελικά τα κατάφεραν, καθώς η σειρά βρήκε διανομή και στην Ασία, κάνοντας πρεμιέρα ταυτόχρονα με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αν και η κυριαρχία της Marvel και της DC είναι αδιαμφισβήτητη ανάμεσα στις νέες σειρές δράσης, το “Into
the badlands” δεν στηρίζεται σε κάποιο κόμικ. Αντιθέτως, είναι πολύ χαλαρά βασισμένο στο κινεζικό βιβλίο του 16ου αιώνα, “Journey to the West”, το οποίο έχει εμπνεύσει και άλλες δουλειές, όπως την ταινία «Το απαγορευμένο βασίλειο» με τους Τζάκι Τσαν και Τζετ Λι. Αυτή η σύνδεση μας προϊδεάζει ότι η πλοκή δεν πρόκειται να περιοριστεί μέσα στα όρια της βαρονίας του Κουίν. Ηδη στο πρώτο επεισόδιο έχει γίνει γνωστή η ύπαρξη μίας «Γης της επαγγελίας» πέραν από τους Ερημότοπους και ο Σάνι φλερτάρει με την ιδέα να τη βρει. Η σειρά έχει ακολουθήσει μία αντίστροφη πορεία, καθώς μεταφέρθηκε η ίδια σε κόμικ. Αλλωστε, έχει πάρα πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία. Κατ’ αρχάς, έχει ήρωες με μοναδικές μαχητικές ικανότητες. Εκτός από τον Σάνι, ο οποίος όπως μαθαίνουμε έχει σκοτώσει 404 ανθρώπους (καθένας συμβολίζεται και από μία γραμμή στο τεράστιο τατουάζ που καλύπτει την πλάτη του), ιδιαίτερα απειλητική είναι και η «Χήρα» (Εμιλι Μπίτσαμ), η βαρόνη που αναζητά τον ΜΚ. Ο τελευταίος είναι το μεγάλο ερωτηματικό για την ώρα, καθώς κατά διαστήματα μεταμορφώνεται άθελά του σε φονική μηχανή και όταν ανακτά τις αισθήσεις του βλέπει γύρω του τραυματίες και νεκρούς, θύματα της οργής του (εντάσσοντας έτσι ένα ισχυρό στοιχείο fantasy στη σειρά). Ιδιαίτερα γοητευτικό είναι και το σκηνικό, το οποίο έχει πολλά στοιχεία που παραπέμπουν στον Αμερικανικό Νότο - φυτείες, σκλάβοι, αρχοντικά σπίτια. Για τις σκηνές μάχης είπαμε; Ας το ξαναπούμε! Φοβερές, απίστευτες χορογραφίες, ήχοι από κόκκαλα που σπάνε, σπαθιά, φρικτοί θάνατοι και άφθονο αίμα. Μόνο τα αστεράκια νίντζα λείπουν! Ο πρώτος κύκλος του “Into the badlands” αποτελείται από έξι μόλις επεισόδια - έναν «σούπερ πιλότο», όπως τον χαρακτηρίζουν οι ίδιοι οι δημιουργοί του. Το καλωδιακό κανάλι έδωσε μία σημαντική «προίκα» στη νεοφώτιστη παραγωγή του, καθώς το τοποθέτησε στο πρόγραμμά του αμέσως μετά το “The walking dead” τις Κυριακές. Και δεν διαψεύστηκε. Το “Into the badlands” έκανε την τρίτη πιο επιτυχημένη πρεμιέρα σειράς στην αμερικανική καλωδιακή τηλεόραση, προσελκύοντας συνολικά 8,2 εκατ. τηλεθεατές στο τριήμερο από την προβολή του και μετά. Βρίσκεται δηλαδή πίσω από το “Fear the walking dead” και το “Better call Saul”.
60
Κείμενο: Νατάσα Μαστοράκου
61
Δε κέ μβριος 2015
Τα κλαρινοτράγουδα των Klezmer Yunan Οι Klezmer Yunan μετρούν μόλις λίγους μήνες ζωής, αλλά έχουν καταφέρει να τραβήξουν το ενδιαφέρον του μουσικόφιλου κοινού. Το όνομα τους σημαίνει «ο Eλληνας που παίζει klezmer», δηλαδή τραγούδια που προέρχονται από τη μουσική παράδοση των Εβραίων Ασκενάζι που αναπτύχθηκε στα Βαλκάνια και στη βορειοανατολική Ευρώπη. Τους συνάντησα πρώτη φορά στο μπαρ Ο Μπαμπάς στο Κουκάκι και λίγες ημέρες αργότερα επιδίωξα να τους γνωρίσω καλύτερα πριν από ένα live τους στο Six d.o.g.s. Ο Λεονάρδος Μπατής, frontman του σχήματος, μου σύστησε την παρέα του και μου εξήγησε τι είναι αυτό το τόσο γοητευτικό είδος μουσικής που παίζουν. Ο ίδιος είναι ηθοποιός, αλλά από μικρός μαγευόταν από όλες τις τέχνες. Ξεκίνησε την κουβέντα μας με μια -όπως είπε ο ίδιος- εξυπνάδα. «Το ξέρετε ότι μουσική στην αρχαιότητα ονόμαζαν αυτό που σήμερα ονομάζουμε τέχνη; Αυτό που ονομάζουμε σήμερα μουσική λεγόταν αρμονία. Αυτό το λέω γιατί από μικρός μαγευόμουν από όλες τις τέχνες. Είχα μεγάλη αδυναμία στα χρώματα και στα μαγικά κόλπα που μου έκανε ο θείος μου ο Χοσέ. Η μουσική όμως ήταν πάντα ό,τι πιο ηδονικό». Από την υποκριτική στη μουσική, λοιπόν, και αν ρωτήσεις τον ίδιο πώς έγινε η μετάβαση θα απαντήσει: «Με το θέατρο και την υποκριτική ασχολήθηκα όταν με απασχόλησε η σχέση μου με την κοινωνία. Αλλά και στο θέατρο έχω παίξει πολλή μουσική. Θεωρώ πως η μουσική είναι πολύ βασικό μέσο για να προσεγγίσεις τη θεατρική έκφραση και σε υποκριτικό, αλλά και σε σκηνοθετικό επίπεδο. Πάντα μου έκανε εντύπωση που στις δραματικές σχολές η μουσική δεν διδάσκεται παρά ελάχιστα. Οι περισσότεροι ηθοποιοί και σκηνοθέτες στην Ελλάδα, με μια τόσο πλούσια μουσική παράδοση, γνωρίζουν από τα πολύ βασικά έως απολύτως τίποτα. Πολλοί έχουν μουσικότητα, αλλά λίγοι γνωρίζουν τη γλώσσα για να μπορέσουν να δημιουργήσουν ομαδικά πιο σύνθετες μορφές». Αναλύοντας το πρόβλημα της παιδείας στο θέατρο, ο Λεονάρδος παραδέχεται ότι η κατάσταση στον χώρο σήμερα μας έχει κάνει να ξεχνάμε ότι κατά βάση είναι ένα παιχνίδι. «Στο θέατρο (αλλά και στη μουσική) έρχεσαι να παίξεις για να αποκαλυφθεί το μυστήριο. Να
μοιραστείς με τους συμπαίκτες σου και το κοινό το μυστήριο της ζωής παίζοντας με τα φαινόμενα. Να συγκινηθείς με το 'τραγικό' της ύπαρξης. Ακούγεται μεγαλεπίβολο, αλλά εγώ αυτό καταλαβαίνω όταν κλαίμε ή όταν γελάμε ή ακόμα καλύτερα όταν συμβαίνουν και τα δύο μαζί».
θέλω κι άλλο», λέει χαρακτηριστικά και συμπληρώνει: «Ο κόσμος παλιά χόρευε και τραγουδούσε πιο πολύ. Αυτό με πονάει πολύ και θέλω να αλλάξει. Psychedelic τσάμικο, trip hop σούστα, blues πωγωνίσιο και balkan ska χορούς. Αφού αυτό είμαστε. Εχουμε και τις ρομάντζες μας».
Με αυτό το παράπονο -όπως αναφέρει ο ίδιος- και με ολίγη κούραση αποφάσισε να συγκεντρωθεί περισσότερο στη μουσική και να δημιουργήσει τους Klezmer Yunan. Απώτερος σκοπός του εγχειρήματος είναι ένα θέατρο φτιαγμένο από ανθρώπους με μουσικές γνώσεις και παιχνιδιάρικη διάθεση σε έναν κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο. Πρώτη στην παρέα ήρθε η Justine Gussot, στο πιάνο, μετά ο Θοδωρής Καπετανάκος στο ηλεκτρικό μπάσο, ο κιθαρίστας Κώστας Νικολόπουλος που ανέλαβε τις ενορχηστρώσεις και αργότερα ο Δημήτρης Χαϊδεμενάκης στα κρουστά, ο Βασίλης Σοφιάς στην ηλεκτρική κιθάρα και ο Διονύσης (Dio) Κώνστας στα τύμπανα.
Ο Λεονάρδος ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τη μουσική παίζοντας στην αρχή αρμόνιο, για να συνεχίσει με κιθάρα. Το κλαρινέτο το έπιασε μεγάλος, γύρω στα 30, από ζήλια, αλλά και από ένα ένστικτο που τώρα πια μπορεί να εξηγήσει και που του έδωσε τη δυνατότητα να προσεγγίσει διαφορετικά στοιχεία της ταυτότητας του. Πιστεύει, όμως, ο ίδιος ότι το κλαρίνο είναι ένα παρεξηγημένο όργανο; «Ακούγεται κλισέ, αλλά ναι», απαντάει και εξηγεί: «Στην πόλη βέβαια. Αστικόν το φαινόμενον, αλλά η αστική κουλτούρα εξαπλώνεται. Το κλαρινέτο (κλαρίνο έχει επικρατήσει να λέγεται όταν παίζεται στη δημοτική μας μουσική) ως όργανο έχει πολύ μεγάλο εκφραστικό εύρος και γι’ αυτό έχει χρησιμοποιηθεί, πέρα από την κλασική μουσική, σε τόσες παραδόσεις από την Ινδία μέχρι τη Λατινική Αμερική. Τώρα, ως προς την παρεξήγηση, έχω διάφορες απαντήσεις σε αυτό το φαινόμενο. Η παραδοσιακή μουσική και ειδικά τα 'κλαρίνα' δυστυχώς νομίζω συνδέθηκαν αισθητικά με τη Χούντα και τη βαθιά συντήρηση - ίσως εξαιτίας του σήματος της ΥΕΝΕΔ με τον τσοπανάκο! Η αλήθεια είναι βέβαια πως η τεχνολογία και τα ρεύματα που έδωσαν άλλες δυνατότητες στον ήχο, ικανοποιώντας τις απαιτήσεις της εποχής για τα μεγάλα πανηγύρια, οδήγησαν το 'ηλεκτρικό' κλαρίνο πολύ συχνά σε έναν λίγο mucho κακό διαπεραστικό ήχο με μεγάλες αισθητικές απώλειες. Με τα δίκια τους, λοιπόν, κατ’ εμέ οι 'ευγενείς' αστοί δεν αντέχουν».
Οι Klezmer Yunan παίζουν klezmer και ελληνικά παραδοσιακά κλαρινοτράγουδα διασκευασμένα. «Klezmer είναι η μουσική παράδοση των Εβραίων Ασκενάζι που αναπτύχθηκε στα Βαλκάνια και στη βορειοανατολική Ευρώπη», μου εξηγεί ο Λεονάρδος και συνεχίζει: «Λόγω Βαλκανίων υπάρχει κοινό ρεπερτόριο με τα ελληνικά παραδοσιακά. Υπάρχουν διάφορα κομμάτια όπως το γνωστό 'Μισιρλού' ή το “Papirosen” ή ακόμα και το θέμα του Καραγκιόζη (ταυταλιανό) που τα βρίσκεις σε παλιές ηχογραφήσεις και από τις δύο παραδόσεις. Επίσης, και οι δύο παραδόσεις έχουν υιοθετήσει με παρόμοιο τρόπο το κλαρινέτο ως πολύ βασικό όργανο». Οι επιρροές τους είναι όπως φαίνεται και από τον ήχο τους πολλές. «Ακριβώς επειδή οι επιρροές έχουν να κάνουν με το θέμα της 'ταυτότητας', είμαστε πολύ ανοιχτοί σε αυτό. Μας αρέσει η funk, η art rock, η jazz, η trip hop, τα balkan, αλλά και η κλασική μουσική. Προσπαθούμε να κρατήσουμε τη σταθερά του ρεπερτορίου και από εκεί και πέρα πειραματιζόμαστε ψάχνοντας την ταυτότητά μας», μου εξηγεί ο ίδιος. Στις συναυλίες του συγκροτήματος ο κόσμος φαίνεται να το διασκεδάζει. Ο Λεονάρδος ήθελε από την αρχή το live τους να είναι χορευτικά και το έχει καταφέρει σε ένα μεγάλο βαθμό. «Ο κόσμος χορεύει, αλλά εγώ
Και καταλήγει ο ίδιος για αυτό το παρεξηγημένο μουσικό όργανο: «Η αστυφιλία και τα κόμπλεξ του επαρχιωτισμού, αλλά και η ταυτόχρονη παγκοσμιοποίηση με τη μουσική βιομηχανία να εισβάλλει δημιουργούν ένα μεγάλο πολιτισμικό σοκ, το οποίο καλούμαστε να διαχειριστούμε. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια στροφή στην παράδοση λόγω κρίσης ταυτότητας. Εγώ μπόρεσα να εκτιμήσω το άκουσμα του κλαρίνου γύρω στα 30 ακούγοντας jazz και ινδικά. Στην οικογένειά μου δεν άκουσα ποτέ παραδοσιακά. Ο πατέρας μου άκουγε ελαφρολαϊκά και η μάνα μου rock και ethnic. Γύρισα, λοιπόν, όλο τον πλανήτη για να καταλήξω από την ηλεκτρική κιθάρα στο κλαρινάκι με 'πετάλια', προσπαθώντας να τα χωρέσω όλα».
62
Κείμενο: Δημήτρης Χαλιώτης / Φωτογραφίες: Θανάσης Κρίκης
63
Δε κέ μβριος 2015
Εμείς ή οι άλλοι, πάντα. Γιατί πάντα;
Δεν ξέρω αν θα είναι η παράσταση του χειμώνα. Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι έχουμε να κάνουμε με το μεγαλύτερο θεατρικό στοίχημα της φετινής σεζόν και ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πρότζεκτ των τελευταίων ετών. Η Ιώ Βουλγαράκη, μία από τις νέες και πιο ξεχωριστές φωνές του θεατρικού μας σύμπαντος, μεταφέρει από τις 20 Ιανουαρίου στη σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών τη «Μισαλλοδοξία» του Ντέιβιντ Γουόρκ Γκρίφιθ. Πρόκειται για τη μία εκ των δύο σπουδαιότερων ταινιών ενός δημιουργού που όρισε σε πολύ μεγάλο βαθμό την ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου. Ο Ντ. Γ. Γκρίφιθ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο πατέρας του Χόλιγουντ. Ολοι οι υπόλοιποι μεγάλοι που ακολούθησαν του χρωστούν την ύπαρξή τους. Με τη «Γέννηση ενός έθνους» το 1915 και τη «Μισαλλοδοξία» το 1916 μας σύστησε αυτό που ονομάζουμε κινηματογραφική υπερπαραγωγή, μυώντας μας στο μεγαλείο της έβδομης τέχνης. Τίποτα μετά τις δύο αυτές ταινίες δεν θα είναι ίδιο στο σινεμά…
τύχει να δει την ταινία. Της την πρότεινε ο φίλος και συνεργάτης της, Αργύρης Ξάφης. Μέχρι τότε είχε στρέψει το ενδιαφέρον της περισσότερο στη «Γέννηση ενός έθνους» -μία ταινία που μιλάει για τον Αμερικάνικο Εμφύλιο- θέλοντας μέσα από αυτή να μιλήσει για τον δικό μας Εμφύλιο.
Οταν την περασμένη άνοιξη διάβασα ότι η Ιώ προτίθεται να μεταφέρει στη σκηνή τη «Μισαλλοδοξία», σάστισα. Σκέφτηκα, πώς μπορείς να μεταφέρεις στη σκηνή μία βωβή κινηματογραφική υπερπαραγωγή που σε ταξιδεύει από την αρχαία Βαβυλώνα μέχρι τη Σταύρωση του Ιησού και τη Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου; Λίγο αργότερα έμαθα ότι δεν πρόκειται να παρουσιάσει θεατρικά το σύνολο της «Μισαλλοδοξίας», αλλά την τελευταία μόνο ιστορία της, που διαδραματίζεται στην πουριτανική Αμερική του 1915 με κεντρικό ήρωα έναν αθώο που καταδικάζεται για ένα έγκλημα που δεν έκανε ποτέ. Και πάλι, όμως, τα ερωτήματα που μου έμεναν αναπάντητα ήταν πολλά.
«Γιατί διάλεξες να διηγηθείς θεατρικά την τελευταία;» ρωτάω την Ιώ. «Είναι η λιγότερο προφανής. Η σφαγή τη Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου είναι μία πολύ αναγνωρίσιμη έκφραση μισαλλοδοξίας. Είναι ό,τι συνέβη στο Παρίσι πριν από λίγο καιρό. Το θέμα είναι πώς εκφράζεται η μισαλλοδοξία υπό συνθήκες φαινομενικής ομαλότητας. Πού φωλιάζει στην καθημερινότητά μας;» μου αναφέρει, εξηγώντας ότι επίσης θεωρεί την τελευταία ιστορία ως την πιο θεατρική από την ταινία. «Σου αφήνει χώρο να τη διαχειριστείς θεατρικά και ποιητικά. Δεν έχει να κάνει μόνο με το εντυπωσιακό, που ενυπάρχει στις άλλες ιστορίες της ταινίας».
Οπως παραδέχεται η Ιώ, μέχρι να αποφασίσει να ασχοληθεί θεατρικά με τη «Μισαλλοδοξία» δεν είχε
«Βλέποντας τη 'Μισαλλοδοξία' κατάλαβα ότι δεν θέλω να μιλήσω για τον Εμφύλιο σαν ιστορικό γεγονός, αλλά για την υπαρξιακή του διάσταση. Γιατί είμαστε διαρκώς σε πόλεμο ο ένας με τον άλλον;» μου εξηγεί. Η «Μισαλλοδοξία» είναι η απάντηση του Γκρίφιθ στην έντονη κριτική που δέχτηκε ότι στην προηγούμενη ταινία του «Η γέννηση ενός έθνους» δικαιολόγησε εν μέρει τη δράση της Κου Κλουξ Κλαν, η οποία τότε σκότωνε και έσπερνε τον τρόμο σε οποιονδήποτε θεωρούσε έξω από τα δικά της πρότυπα. Με τη «Μισαλλοδοξία» ο Γκρίφιθ κάνει, κατά κάποιο τρόπο, ένα δημόσιο statement κατά του μίσους απ' όπου κι αν αυτό προέρχεται. Η ταινία εξετάζει τις διαφορετικές μορφές μισαλλοδοξίας -εθνική, πολιτική, θρησκευτική και ταξική- μέσα από τέσσερις ιστορίες.
Ο ήρωας της τελευταίας ιστορίας παλεύει να αποδείξει την αθωότητά του με φόντο τον άγριο καπιταλισμό και τον ακραίο συντηρητισμό της Αμερικής του 1915.
Εναν αιώνα μετά τα πράγματα λίγο έχουν αλλάξει στην ουσία τους. «Αυτό προσπαθούσε να φωτίσει και ο Γκρίφιθ με την ταινία του. Η ιστορία επαναλαμβάνεται», παρατηρεί η Ιώ. «Εμείς ή οι άλλοι, πάντα. Γιατί πάντα;» Αυτό είναι το ερώτημα που θέτει στο επίκεντρό της η παράσταση. Ο Γκρίφιθ γράφει στο ημερολόγιό του που κρατάει από παιδί: «Τελικά η πλειοψηφία των ανθρώπων προτιμά οτιδήποτε άλλο εκτός από την ειρήνη». «Φαίνεται ότι είναι μέσα μας η επιθυμία για μία γερή μάχη με τον άλλον», σχολιάζει η Ιώ. «Αναρωτιέμαι όμως, είναι πράγματι αυτή η φύση μας ή υπάρχει κάποιος τρόπος να δουλέψεις με τον εαυτό σου ώστε να κάνεις ένα βήμα προς τον άλλον και να μην καταλήγεις πάντα σε αυτό το 'ή εκείνος ή εγώ'; Πολλές φορές στις πρόβες της παράστασης αναρωτιέμαι πότε γίνομαι εγώ μισαλλόδοξη. Αυτό είναι το ερώτημα που πρέπει να θέσεις στον εαυτό σου. Ολοι σίγουρα έχουμε τέτοιες στιγμές». Σύμφωνα με την Ιώ, «το πρόβλημα ξεκινάει όταν κάποιοι άνθρωποι θεωρούν ότι έχουν δικαιοδοσία να σώσουν κάποιους άλλους, ότι αυτοί ξέρουν πώς πρέπει να ζουν οι άλλοι». Το σημαντικό όμως δεν είναι να περιγράψουμε ή να καταδείξουμε τη μισαλλοδοξία και το πώς αυτή εκφράζεται ατομικά ή κοινωνικά, αλλά να αναρωτηθούμε τα αίτια που την προκαλούν και τη διαμορφώνουν. «Η μισαλλοδοξία είναι το αποτέλεσμα μίας σειράς αθέατων πραγμάτων. Εχει να κάνει πολύ με τον φόβο νομίζω. Και με την απουσία αγάπης. Δεν έχει εισπράξει ο άλλος αγάπη. Υπάρχει ένα έλλειμμα εκεί», επισημαίνει η Ιώ προσθέτοντας με νόημα: «Νομίζω όμως ότι πάνω απ’ όλα έχει να κάνει με μία μη ειλικρινή σχέση με τον εαυτό μου. Για να αντιμετωπίσω τον άλλον πρέπει πρώτα να αντιμετωπίσω τον εαυτό μου. Αυτό δεν είναι απλό. Σπανίως το αντέχουμε».
64
65
Αφήνοντας λίγο στην άκρη τη θεωρητική συζήτηση περί μισαλλοδοξίας, τη ρωτάω περισσότερα πράγματα για το παραστασιακό αποτέλεσμα. Τι θα δούμε από τις 20 Ιανουαρίου στη Στέγη; Πώς μεταφέρεις ένα βωβό κινηματογραφικό έπος στη σκηνή; «Ειλικρινά νιώθω ότι δεν έχω κάνει κάτι πιο ενδιαφέρον και κάτι πιο προσωπικό», μου εξομολογείται η Ιώ. «Το να βρεις πώς θα υπάρξεις με τον άλλον χωρίς να μιλήσεις, αλλά χωρίς αυτό να γίνει παντομίμα και χωρίς να γίνεις περιγραφικός είναι τρομερό στοίχημα». Αυτό είναι που την απασχολεί κομβικά και στις πρόβες: πώς μπορείς να αφηγηθείς μια ιστορία παραμένοντας απλός και ποιητικός. «Μέσα από αυτή τη διαδικασία μαθαίνεις πολλά πράγματα. Χρειάστηκε να βρούμε ασκήσεις και να δημιουργήσουμε μία μέθοδο εργασίας ειδικά για αυτό το υλικό. Πολύ συχνά καταλαβαίνουμε στην πρόβα ότι με έναν τρόπο πρέπει να ξεχάσουμε ό,τι αναφορές έχουμε. Γιατί όλοι έχουμε αναφορές και κλισέ. Πρέπει να απομακρυνθούμε από τα καταφύγιά μας και να αρχίσει μετά μια διαδικασία ανακάλυψης του τρόπου ύπαρξης αυτού του σκηνικού», σημειώνει. Σοφά παίρνει σκηνοθετικά τις αποστάσεις της από την ταινία αποφεύγοντας οποιαδήποτε σύγκριση με αυτή, αλλά και με οτιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί κινηματογραφικό μέσο. «Αν και υπάρχει κάποιο κείμενο -εν είδει μεσότιτλων- το οποίο προβάλλεται στην παράσταση, ο στόχος είναι να μην είναι ένα κείμενο που στέκεται από μόνο του, ώστε να θεωρεί ο θεατής πως ό,τι και να γίνει θα καταλάβει από το κείμενο τα πάντα. Η χρήση του κειμένου είναι πολύ πιο ελλειπτική και σύγχρονη απ’ ό,τι συνέβαινε στον βωβό κινηματογράφο», μου εξηγεί η Ιώ. Ο κόσμος που καλείται να δημιουργήσει στη σκηνή είναι ένας κόσμος χωρίς λέξεις, όχι όμως και άηχος. «Οταν πατάς, όταν αναστενάζεις, ακούγεσαι», μου τονίζει και πάνω σε αυτή την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του ήχου βασίζει εν μέρει και την προσέγγισή της όσον αφορά στο γκρο πλαν, το κατεξοχήν εργαλείο του κινηματογράφου -και δη του βωβού- που στη θεατρική συνθήκη εξαφανίζεται. «Πώς μπορείς να κάνεις στο θέατρο ζουμ;». Η ανάγκη να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα ουσιαστικά διαμόρφωσε όλη τη σκηνοθεσία της παράστασης. «Εχουμε ανακαλύψει μία σειρά από τρόπους. Οταν ας πούμε έχεις δέκα ανθρώπους πάνω στη σκηνή που κινούνται σε κοινό χρόνο και ξαφνικά κάποιος από αυτούς κάνει κάτι τελείως διαφορετικό, αυτομάτως ο θεατής εστιάζει σε αυτόν. Ή αν έχεις μία μουσική που ντύνει όλη τη σκηνή και ξαφνικά ακούς μόνο τον ήχο από τα βήματα ενός από τους ηθοποιούς, πάλι τον ξεχωρίζεις. Λειτουργούμε με όλους τους τρόπους της θεατρικής διαχείρισης του κοντινού πλάνου.
Σε αυτό βοηθάει αφενός το ότι είμαστε μεγάλη ομάδα και σχεδόν σε όλη την παράσταση όλοι είναι επί σκηνής κι αφετέρου η μεγάλη φόρμα, η μεγάλη σκηνή, όσο παράξενο κι αν ακούγεται αυτό. Μέσα από μία μεγάλη φόρμα μπορείς να αναδείξεις αυτό στο οποίο κάνεις focus. Αλλάζει πια ο όρος του κοντινού. Δεν έχει να κάνει με το πρόσωπο, αλλά με το τι συμβαίνει σε έναν άνθρωπο. Σε μια σκηνή συλλογικής μοίρας, τι συμβαίνει σε ένα συγκεκριμένο κορίτσι…». Oλα αυτά ακούγονται πραγματικά εξαιρετικά απαιτητικά. Χρειάζονται από τη μία ένα σύνολο ηθοποιών που να λειτουργούν ουσιαστικά σαν ομάδα ή ακόμα καλύτερα σαν χορός, και από την άλλη έναν σκηνοθέτη που να έχει την απαραίτητη εκπαίδευση να το διαχειριστεί όλο αυτό. Η Ιώ, αν και μόλις 30 χρονών και με μόνο τέσσερις παραστάσεις στο βιογραφικό της, έχει την ικανότητα να το κάνει για τον πολύ απλό λόγο ότι έχει μαθητεύσει για πέντε χρόνια στην περίφημη Σχολή Σκηνοθεσίας του Ρωσικού Πανεπιστημίου Θεατρικής Τέχνης GITIS στη Μόσχα. Και αυτό δεν είναι λίγο. «Ηταν η πιο σπουδαία εμπειρία της μέχρι τώρα ζωής μου», μου εξομολογείται. Τελειώνοντας εδώ τη Φιλοσοφική και τη Δραματική του Εθνικού, η Ιώ είχε μία έντονη επιθυμία να συνεχίσει να μαθαίνει και να εκπαιδεύεται πάνω στο αντικείμενό της. Δεν βιαζόταν να μπει στον χώρο απλά για να υπάρξει. «Είχα ανάγκη να σπουδάσω. Βρέθηκα λοιπόν σε ένα περιβάλλον που οι άνθρωποι πιστεύουν σε αυτό. Εκεί βρήκα αυτό που λέμε σχολή και συναντήθηκα με αυτό. Με τη ματιά πάνω στο θέατρο και στη ζωή, αλλά και με τα συγκεκριμένα εργαλεία που έχουν να σου δώσουν για τη δουλειά σου αυτοί οι άνθρωποι. Εχουν δασκάλους που είναι καλλιτέχνες, αλλά είναι και παιδαγωγοί. Πιστεύουν -και συμφωνώ απόλυτα μαζί τους- ότι η εκπαίδευση δημιουργεί εκείνο τον μέσο όρο από τον οποίο μπορούν να ξεχωρίσουν οι απίθανες περιπτώσεις». Η θεατρική εκπαίδευση στη Ρωσία αποκτά εντελώς διαφορετικές διαστάσεις από ό,τι γίνεται εδώ. «Σε μία τεράστια αγορά βγαίνουν ελάχιστοι άνθρωποι, γιατί ακριβώς σπουδάζουν όσοι χρειάζεται για να απορροφούνται στην αγορά εργασίας», μου λέει η Ιώ. Οι σπουδές δεν είναι χαμένος χρόνος. Είναι το άλφα και το ωμέγα. Ενα ολόκληρο σύστημα επενδύει στην κατάλληλη εκπαίδευση. «Πώς ήταν στην αρχή;» τη ρωτάω. «Οταν πήγα εκεί είχα κάνει δύο χρόνια ρώσικα εδώ, αλλά δεν καταλάβαινα τίποτα. Θεώρησα ότι υπερεκτίμησα τις δυνάμεις μου. Ομως επειδή κανείς δεν σου φέρεται διαφορετικά και κανείς δεν μιλάει αγγλικά, πολύ γρήγορα προσαρμόστηκα. Μετά δούλεψα εκεί, επέστρεψα να σκηνοθετήσω, έχω έναν ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας με τη Ρωσία. Εχω πολύ αγαπημένους μου ανθρώπους εκεί. Ηταν η εμπειρία που με άλ-
Δε κέ μβριος 2015
λαξε συνολικά. Σκεφτόμουν ότι μετά και να μην κάνω θέατρο και να πάω στο Πήλιο να μαζεύω ελιές θα το κάνω καλύτερα!» μου λέει. Αναρωτιέμαι σε τι συνίσταται η ρωσική σχολή θεάτρου, αφού εδώ ελάχιστα ξέρουμε για αυτή. «Είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο το ρώσικο θέατρο. Καθόρισε το παγκόσμιο θέατρο στον 20ό αιώνα. Στην ουσία η ρώσικη σχολή έφερε στη σκηνή το θέατρο ensemble, το θέατρο ομάδας και όχι πρωταγωνιστών. Μίας ομάδας που ζει και ερευνά και δουλεύει μαζί. Επίσης, είναι μια σχολή που τοποθετεί ξεκάθαρα στο κέντρο του θεατρικού σύμπαντος τον ηθοποιό. Και ο ίδιος ο σκηνοθέτης πρέπει να είναι και ηθοποιός. Τώρα, από εκεί και πέρα μέσα σε αυτή τη σχολή υπάρχουν πολλές διαφορετικοί διάλεκτοι της ίδιας γλώσσας», μου εξηγεί η Ιώ. «Τι είναι αυτό που κάνει τη ρωσική κοινωνία συντηρητική και μισαλλόδοξη σε μεγάλο μέρος της, την ίδια στιγμή που της παρέχεται η δυνατότητα για υψηλή παιδεία και εκπαίδευση;» τη ρωτάω. «Μάλλον οι Ρώσοι είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση. Επειδή έχουμε να κάνουμε με μία αχανή χώρα, πάντοτε είχαν μορφές εξουσίας πολύ συγκεντρωτικές και συντηρητικές για να υπάρξει αυτό το αχανές βασίλειο. Αυτό σήμαινε ανελευθερία με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Εχω την εντύπωση ότι όλο αυτό δημιουργούσε ένα πολύ γόνιμο εμπόδιο στον καλλιτέχνη. Για εκείνους η τέχνη ήταν και είναι στον πυρήνα της μία πράξη υπέρβασης και αντίστασης. Αυτός ο συντηρητισμός της εξουσίας γεννούσε καλλιτέχνες που είχαν 'εχθρό', είχαν σε κάποιον να απαντήσουν. Ακόμα και σήμερα η πολιτική εξουσία στη Ρωσία εμπεριέχει μία αντίφαση, από τη μία δίνονται χρήματα για τον πολιτισμό κι από την άλλη θέλει και να ελέγχει την τέχνη», μου απαντά. Κλείνοντας, τη ρωτάω για τις δικές της σταθερές στη ζωή. Αν η μισαλλοδοξία είναι για κάποιους η σταθερά της ζωής τους, ποια είναι η δική της σταθερά; «Είμαι ένας άνθρωπος που εξαρτώμαι πολύ από τις σχέσεις μου», παραδέχεται. «Υπάρχουν άνθρωποι στη ζωή μου που αποτελούν σταθερές και η αρμονία μου και η ευτυχία μου έχει να κάνει με την ύπαρξή τους. Προσπαθώ λοιπόν να προστατεύω αυτές τις σχέσεις, γιατί όλα τα άλλα έρχονται και παρέρχονται».
66
Εικόνα: Μόντα, Καντίκιοϊ, παραλιακό κέντρο, c. 1940
Μάγειρας ή μαγείρισσα, όπως λέμε: άντρας ή γυναίκα; Εγκλημα στην Πόλη - από το Αστυνομικό Δελτίο της δεκαετίας του ’40. Η Σεβαστή Λιοναράκη-Χρηστίδου ανασύρει από τις τουρκικές εφημερίδες της δεκαετίας του ’40 πραγματικά εγκλήματα και με την αναδιήγησή τους φωτίζει την απρόβλεπτη ανθρώπινη φύση, αλλά και τη ζωή και την ιδιοσυγκρασία καθημερινών ανθρώπων της Πόλης της εποχής. *** Η ύπαρξη μάγειρα ή μαγείρισσας στα σπίτια των πλουσίων στην Πόλη ήταν θεσμός. Αλλο υπηρέτρια, άλλο πλύστρα, άλλο παραδουλεύτρα για τις βαριές δουλειές. Ξεκάθαροι οι ρόλοι τους. Και αν ακόμα έμπαινε κάποια από αυτές στον ρόλο της άλλης και τα καθήκοντά τους μπερδεύονταν, ο ρόλος της μαγείρισσας ήταν πάντα ξεχωριστός. Δεν έμπαινε κανείς άλλος στα χωράφια της. Εξάλλου, ήταν και ο μόνος ρόλος που αφορούσε εξίσου και στους άντρες. Τα καλύτερα, μάλιστα, σπίτια μάγειρες είχαν κι όχι μαγείρισσες. Οποιος κατείχε τα μυστικά της κουζίνας ήταν αναμφισβήτητος αρχηγός του οικιακού προσωπικού. Το να λάμπουν τα ασημικά και να μην υπάρχει ίχνος σκόνης στη βιενέζικης κατασκευής τραπεζαρία από μαόνι, να μην υπάρχει ούτε δαχτυλιά στον μεγάλο καθρέπτη πάνω από τον καρυδένιο μπουφέ, να μοιάζει ολοκαίνουργιο το μεταξωτό κάλυμμα του καναπέ ήταν βέβαια πολύ σημαντικό. Εξίσου σημαντικό ήταν να αστράφτουν από καθαριότητα τα λιμόζ σερβίτσια του τσαγιού, τα μαχαιροπίρουνα Κριστόφλ, όπως και τα μαχαιροπίρουνα από ασήμι και φίλντισι, τα βελούδινα τραπεζομάντιλα και τα κολλαριστά κεντημένα κλινοσκεπάσματα. Αλλά ο μάγειρας ή η μαγείρισσα κατείχαν το κλειδί της ευτυχίας κάθε αξιοπρεπούς και πλούσιας οικογένειας. Η επιλογή τους δεν γινόταν, βέβαια, με την ίδια ευκολία που μπορούσε να προσληφθεί μία πλύστρα. Χρειάζονταν συστάσεις και απτές αποδείξεις της μαεστρίας τους στην τέχνη της μαγειρικής. Εμπειρία και ετοιμότητα να φτιάξουν ανά πάσα στιγμή όποιο φαγητό ή γλυκό ζητούσε η κυρία του σπιτιού. Εχοντας όλα αυτά τα απαιτούμενα προσόντα είχε αναλάβει τη θέση του μάγειρα και ο Χαμπήτ στο πολυτελές διαμέρισμα της εύπορης οικογένειας που έμενε στο απαρτμάν στον αριθμό 2 της λεωφόρου Μόντα του Καντίκιοϊ. Δυο απαρτμάν πιο πέρα, σε μια αντιστοίχου πλούτου και εκλεπτυσμένης γεύσης οικογένεια, εργαζόταν ως μαγείρισσα η Τζεμιλέ. Μικρός είναι ο κόσμος και μικρότερος ο κόσμος της λεωφόρου Μόντα, στα αντικρινά ωραία μέρη του Βοσπόρου. Μάγειρας και μαγείρισσα γνωρίζονταν βέβαια - στα ίδια μανάβικα, χασάπικα και μπακάλικα ψώνιζαν τα απαιτούμενα για να
μεγαλουργήσει η τέχνη τους. Και με την ίδια πάντα αντιπάθεια συναντούσε ο ένας τον άλλον, λέγοντας με το ζόρι ένα Μέρχαμπα, σιγανό και κοφτό, με τον ήχο του στραμμένο προς τους ίδιους κι όχι προς τον άλλον. Αγνωστη η αιτία της αμοιβαίας αντιπάθειας. Οπως άγνωστη έμεινε και η αφορμή για τον μεγάλο καυγά που ξέσπασε μεταξύ τους το πρωί της 15ης Μαρτίου του 1945. Μπροστά στο μανάβικο στήθηκε το σκηνικό της φιλονικίας. Κανείς δεν άκουσε τι είχε ήδη ειπωθεί όταν οι φωνές τους άρχισαν να ανεβάζουν την έντασή τους και μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα να θυμίζουν βρυχηθμό άγριων θηρίων. Οι αυτόπτες μάρτυρες δήλωσαν αργότερα ότι δεν πίστευαν πως θα καταλήξει η φιλονικία σε σοβαρό ξυλοδαρμό. Για αυτό κι όταν άρχισε ο ανελέητος ξυλοδαρμός αιφνιδιάστηκαν, τα έχασαν τελείως και δεν μπόρεσαν εγκαίρως να παρέμβουν. Αιφνιδιάστηκαν κυρίως, γιατί αυτός που έδερνε με μανία και δύναμη φοβερή τον άλλον δεν ήταν αυτός που θα περίμεναν να είναι! Δεν έδερνε ο μάγειρας τη μαγείρισσα, όπως θα ανέμενε κάθε λογικός άνθρωπος την εποχή εκείνη, και ίσως όχι μόνο την εποχή εκείνη. Ξυλοκοπούσε αγρίως η μαγείρισσα τον μάγειρα. Ακόμα και η αστυνομία που κατέφθασε σε λίγο τον μάγειρα πήγε να συλλάβει, και μόνο μετά από τις απαιτούμενες διευκρινίσεις οδήγησε τη μαγείρισσα στο τμήμα. Την ώρα που επέβαινε στο αστυνομικό όχημα γελούσαν ακόμα και τα αυτιά της Τζεμιλέ, κι έτσι λαχανιασμένη και ιδρωμένη, παρά το χειμωνιάτικο ακόμα κρύο, κοίταξε έναν έναν τους παρευρισκόμενους στα μάτια και έμοιαζε με την αθλήτρια που νικήτρια κάνει τον γύρο του θριάμβου πριν αποχωρήσει. Οταν δημοσιεύτηκε την επόμενη μέρα το συμβάν, έγινε αμέσως το σοβαρότερο θέμα συζήτησης και ας είχαν μπόλικη ειρωνεία τα λόγια κυρίως των αντρών. Ο χρονογράφος της ρωμαίικης εφημερίδας «Απογευματινή», στην καθημερινή του στήλη με τίτλο «Στο φτερό», στις 17 Μαρτίου 1945 αφιέρωσε στον ξυλοδαρμό του Χαμπήτ από την Τζεμιλέ την έμπνευση της ημέρας:
Η γυναίκα αλλάζει τακτική. Δεν επιμένει στο όπλο των δακρύων, που απεδείχθη πανίσχυρος βόμβα των δέκα τόννων. Οταν της δοθή ευκαιρία δεν ξεχνά, ότι έχει χέρια, που εγνώρισαν ή όχι το μανικιούρ. Τα θέτει σε ενέργεια και τότε ξυλοκοπούνται, αλύπητα, κάποτε, διάφοροι άνδρες. Τελευταίως αρκετοί άνδρες ξυλοκοπήθηκαν από γυναίκες, όπως δεν παρέλειψε ν’ αναφέρη η γειτονική στήλη. Φυσικά, στην περίπτωσι αυτή δεν ενδιαφέρει αν οι γυναίκες αυτές, που εχειροτόνησαν άνδρας, είχαν ή δεν είχαν δίκαιο. Ενδιαφέρει ότι είχαν την διάθεσι και την δύναμι, κυρίως την δύναμι, να δείρουν άνδρα. Οι γυναίκες πάντοτε απειλούσαν άνδρας, ότι θα τους «τσουμαδιάσουν», ότι θα τους «βγάλουν τα μάτια», περιωρίζοντο όμως σε απειλή μόνον. Τώρα προχώρησαν περισσότερο. Δέρνουν, δεν αστειεύονται, ο άνδρας δε που εξυλοκοπήθη τις ημέρες αυτές από γυναίκα είν’ ένας μάγειρας σπιτιού στο Καδήκιοϊ, στην εκεί λεωφόρο Μόδα, όπως εγράφη. Οχι δε μόνον εδάρη και μάλιστα από συνάδελφο του, μαγείρισσα σπιτιού, αλλά και σε τέτοιο βαθμό που έτρεχαν να βρουν λαγοτόμαρο για να τον τυλίξουν και τον έβαλαν κρασόψυχα, ψύχα δηλαδή φραντζέλα βουτυγμένη σε κρασί. Ο μάγειρας αυτός έχασε τ’ αυγά και τα καλάθια, θα έχανε τον σκούφο του, που δεν αποκλείεται να ήτο φρεσκοπλυμένος και ασφαλώς για να υποβληθή σε θεραπεία, όπως εγράφη, η μαγείρισσα θα κατέφυγε σε μεγάλη κουτάλα, όχι βέβαια από αλουμίνιο, αλλά μάλλον χαλκίνη. Η μαγείρισσα του Καδήκιοϊ είνε κι’ αυτή ένα σύμβολο της χειραφετήσεως της γυναίκας, τύπος της συγχρόνου γυναίκας που δεν είνε πεια το «αδύνατο μέρος» αλλά δυνατό, όσο και ο άνδρας και ισχυρώτερο μάλιστα αυτού σ’ ωρισμένες περιπτώσεις, στο κρύο παραδείγματος χάρι, στο οποίο αντέχει περισσότερο, όπως αποδεικνύεται απ΄ το γεγονός ότι όλες των στον δρόμο, όταν τελευταίως το θερμόμετρο έδειχνε 3 και 4 βαθμούς κάτω του μηδενός, ήσαν με λεπτότατες μεταξωτές κάλτσες, ενώ άνδρες φόρεσαν μάλλινες κάλτσες και αν τοις ήτο δυνατόν θα έβαζαν και ποδήματα, τα οποία μόνον, ως του επισκόπου αναφέρονται.
Τa κείμενa δημοσιεύτηκaν στο dimartblog.com.
67
Δε κέ μβριος 2015
Δεν έχει τον θεό του Κείμενο: Ελένη Κεχαγιόγλου και Γιώργος Τσακνιάς
Στην Ελλάδα του ’50, παπάς, επίτροπος και χωροφύλακας έδιναν τις ντιρεκτίβες της εν Χριστώ κοινωνικής ζωής, εξουσίαζαν και κυριαρχούσαν, απομόνωναν και τιμωρούσαν. Η Εκκλησία -η οποία προφανώς καμιά σχέση δεν έχει με τους πιστούς, μεταξύ των οποίων, σχηματικά μιλώντας, υπάρχουν, όπως σε κάθε κοινωνική ομάδα, καλοί και κακοί άνθρωποι- στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, όπου ακόμη εκκρεμεί ως αίτημα, ενδεχομένως μειοψηφικό δυστυχώς, ο διαχωρισμός της από το κράτος - η ελληνική Εκκλησία λοιπόν, μέσω επιφανών εκπροσώπων της, συχνά-πυκνά ξεχνά το «κήρυγμα της αγάπης» και της αποδοχής του άλλου (ακόμη και στην εκδοχή του «ασώτου») και δείχνει το πρόσωπο της καταπιεστικής άρχουσας τάξης που την έχει η εποχή ξεπεράσει, αλλά επιμένει απελπισμένα, με την εμπάθεια της παρακμής, να επιδεικνύει εξουσιαστική πυγμή, δείχνοντας τα (χαλασμένα) δόντια της. Και τα δείχνει διότι παραμένει άρχουσα - ακόμα και επί πρώτης και δεύτερης φοράς αριστερά, όπως αποδεικνύεται σε κάθε επαφή της κοσμικής με την εκκλησιαστική εξουσία. Αξέχαστος μάλλον είναι, πχ., ο τρόπος με τον οποίο έκλεισε μονομερώς το ζήτημα της εξαίρεσης μαθητών από το ζήτημα των θρησκευτικών ο κατά κοινή ομολογία ήπιος, και προσεκτικός, Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, πριν από δυόμισι περίπου μήνες. «Δεν είναι [απόφαση] του Υπουργείου [Παιδείας], αλλά κάποιας κυρίας που έχει ορισμένες ιδέες στο μυαλό της». Με τη φράση αυτή, κάνοντας συνειδητά επίδειξη εξουσίας, ο Ιερώνυμος έβαλε τελεία και παύλα στο θέμα που τόλμησε να ανοίξει η εν λόγω «κάποια κυρία», η οποία τυγχάνει Αναπληρώτρια Υπουργός Παιδείας. Για την ιστορία, ας υπενθυμίσουμε ότι την επόμενη μέρα, ο Υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης επισκέφτηκε τον Αρχιεπίσκοπο και τον διαβεβαίωσε ότι «δεν θα υπάρξουν μονομερείς ενέργειες στο θέμα των θρησκευτικών», αδειάζοντας έτσι πανηγυρικά τη συντρόφισσα υφυπουργό. Πρόσφατα, ο μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιος εμφάνισε στο προσωπικό του ιστολόγιο κείμενο που επιγράφεται «ΑΣ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ», έχει υπέρτιτλο στο πνεύμα των Χριστουγέννων: «ΑΠΟΒΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΣΗΚΩΣΑΝ ΚΕΦΑΛΙ» και υπότιτλο «ΦΤΥΣΤΕ ΤΟΥΣ», προδήλως ταιριαστό στο κήρυγμα περί χριστιανικής αγάπης ως «των προφητών η διδάσκαλος, των αποστόλων η σύνδρομος, των μαρτύρων η δύναμις, των Πατέρων και Διδασκάλων η έμπνευσις» (Συμεών ο Νέος Θεολόγος). Κάτω, δε, από το κομψό αυτό «ΦΤΥΣΤΕ ΤΟΥΣ!» (με θαυμαστικό) παραληρηματικά γράφει ο άνθρωπος
που προσφωνείται «Αγιος Καλαβρύτων»: «Δεν έχουμε το δικαίωμα να κρίνουμε τους ανθρώπους! Κριτής όλων μας είναι ο Θεός»… Παραθέτοντας έπειτα τις πηγές του (από τον Απόστολο Παύλο έως το xairete. blogspot.gr) κατηγορεί τους ομοφυλόφιλους ως «αποβράσματα της Κοινωνίας». Είναι, επαναλαμβάνει, «οι κολασμένοι της Κοινωνίας» - μάλλον οι ομοφυλόφιλοι δεν εμπίπτουν στην κατηγορία «άνθρωποι» και, έτσι, επιτρέπεται ο διασυρμός τους. Το σκοταδιστικό κείμενο ολοκληρώνεται με την ανατριχιαστική προτροπή προς το (κυριολεκτικό) ποίμνιο: «Μή διστάζετε, λοιπόν! Οταν καί όπου τους συναντάτε, φτύστε τους! Μη τους αφήνετε να σηκώνουν κεφάλι! Είναι επικίνδυνοι!». Πρόκειται προφανώς για παράδειγμα hate speech, για λόγο μίσους που προτρέπει στη βιαιοπραγία. Είναι μάλλον η ώρα για τους άμεσα ενδιαφερόμενους, για τις ενώσεις ομοφυλοφίλων, με την έμπρακτη συμπαράσταση όλων ημών που πιστεύουμε στην ισότητα και δεν θεωρούμε τα ανθρώπινα δικαιώματα δύο ωραίες λέξεις, να πάνε τον Αμβρόσιο στα δικαστήρια βάσει του αντιρατσιστικού νόμου. Ας αναλάβει ο νομικός ακτιβισμός. Δεν έχει νόημα να (αυτό)οικτιρόμαστε ότι «είμαστε Ιράν». Νόημα έχει να κάνουμε μήνυση στον Αμβρόσιο. Πράγματι, ο εν λόγω νόμος είναι προβληματικός· προσφέρεται για κατάχρηση από συντηρητικούς και οπισθοδρομικούς κύκλους, που θεωρούν, πχ., ότι η ιστορία δεν είναι αντικείμενο των αρμόδιων
επιστημόνων, δηλαδή των ιστορικών, αλλά κάτι σαν «εθνική περιουσία» - με αποτέλεσμα την αδιανόητη δίκη που διεξάγεται αυτές τις μέρες στην Κρήτη με κατηγορούμενο τον γερμανό ιστορικό Χάιντς Ρίχτερ, στο πρώτο test drive του νόμου. Η δίωξη εναντίον του Ρίχτερ ασκήθηκε αυτεπάγγελτα από τον εισαγγελέα Ρεθύμνου· αφού τα ανατριχιαστικά παραληρήματα του Αγίου Καλαβρύτων δεν ευαισθητοποιούν αντίστοιχα κάποιον εισαγγελέα, ας αντιδράσουν οι άμεσα θιγόμενοι, που θα είναι και τα θύματα ενδεχόμενης βιαιοπραγίας (ή, έστω, αποδέκτες φτυσίματος), αν η προτροπή του Αμβρόσιου εισακουστεί από το ποίμνιό του. Παρεμπιπτόντως, ο Αμβρόσιος, όπως σωστά σημειώνει σε άρθρο του στο protagon ο Κώστας Γιαννακίδης, πληρώνεται από κονδύλια του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Αραγε ο υπουργός Νίκος Φίλης, που υπογράφει για τα κονδύλια αυτά, έχει λόγο για το τι λένε και πράττουν οι Ιεράρχες; Θέλει έστω να σχολιάσει κάπως το κείμενο του Αμβρόσιου ή θα θεωρηθεί κι αυτό «μονομερής ενέργεια»; Οσο για την Εκκλησία, ας θυμηθεί τα δικά της ιερά και όσια. Σύμφωνα με τον Μεγάλο Βασίλειο: «ώσπερ ουν ο την αγάπην έχων, τον Θεόν έχει» - ο Αμβρόσιος δεν έχει αγάπη, άρα δεν έχει Θεό. Ας πάει σπίτι του.
68
Κείμενο: Νικόλαος Μπάρδης / Φωτογραφία: Νίκος Παπαδόπουλος
69
Δε κέ μβριος 2015
Η ζωή πίσω από τις βιτρίνες
Καθημερινά περνάμε στον δρόμο μπροστά από πολλές βιτρίνες και ξεφυλλίζουμε αρκετά περιοδικά, με τη ματιά μας να αγκιστρώνεται για λίγο στην ομορφιά που ενίοτε παρουσιάζουν. Ποτέ όμως δεν σκεφτήκαμε την «πρακτική δουλειά και τη σκέψη» που υπάρχει πίσω από το στήσιμο και τη σωστή προώθηση της μόδας και των επιμέρους συστατικών της, όπως μας λέει ο Στέφανος Ζαούσης, που είναι ο πλέον ειδικός για να μας μιλήσει για θέματα που αφορούν στην ουσία της «βαριάς βιομηχανίας» της μόδας. Ως στυλίστας, φωτογράφος και window dresser στο εμπορικό κέντρο Attica, ο Στέφανος ξέρει τη δουλειά και από μέσα και από έξω. Αναμφίβολα, μία από τις πιο ενδιαφέρουσες ασχολίες του είναι η συμμετοχή στη διακόσμηση των βιτρινών, όπου έχει αναλάβει τις εμφανίσεις των ομοιωμάτων που στέκουν ακίνητα μπροστά στη μεταβαλλόμενη με ταχύτατους ρυθμούς ζωή μας. «Αποτελεί κατά κάποιο τρόπο συνέχεια της δουλειάς, με τη μόνη διαφορά ότι ντύνεις κούκλες αντί για μοντέλα. Αυτό έχει και τα καλά, αλλά και τα κακά του. Το καλό είναι ότι οι κούκλες δεν έχουν άποψη, οπότε δεν μπορούν να φέρουν αντίρρηση ως προς τις ενδυματολογικές επιλογές που κάνεις. Το κακό όμως είναι ότι κάθε κούκλα πρέπει να φορέσει ένα συγκεκριμένο ρούχο ανάλογα με τη στάση του σώματος που φέρει», λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος, θέλοντας να μας δώσει μια εικόνα για τη ζωή πίσω από τις βιτρίνες. Το αποτέλεσμα που μπορούμε να θαυμάσουμε στις βιτρίνες του καταστήματος στην καρδιά του Λεκανοπεδίου «συντελείται από μία ομάδα δέκα ατόμων». Σκοπός τους είναι να καταφέρουν «να κεντρίσουν την προσοχή
του κόσμου, έτσι ώστε να σταματήσει για να δει τα εκάστοτε προβαλλόμενα ρούχα, όλα όμως με μία δόση μαγείας». Για τον Στέφανο το μεγαλύτερο στοίχημα είναι ακριβώς αυτό, «η προσφορά μαγείας πέρα από την εμπορική διάσταση των πραγμάτων. Κάθε βιτρίνα έχει τη δική της ιστορία και μπορεί να διαφέρει από τις υπόλοιπες, αλλά ταυτόχρονα να εντάσσεται σε ένα ευρύτερο ενιαίο θεματολογικό πλαίσιο. Φυσικά, όπως στα έντυπα, έτσι και οι βιτρίνες επηρεάζονται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, όμως θα πρέπει να υπάρξει απενοχοποίηση του glamour. Γιατί κάπως πρέπει να ξεφεύγουμε από τα προβλήματα της καθημερινότητας και να χαλαρώνουμε, ταξιδεύοντας έστω και νοητικά. Ειδικά σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή που διανύουμε, οι βιτρίνες πρέπει να είναι πιο φωτεινές, σαν αντίδοτο για τη μιζέρια».
μία συνεκτικότητα», μας εξηγεί ο ίδιος. «Οσον αφορά βέβαια στην ουσία της φωτογραφίας και τι είναι αυτό που μπορεί να την καθορίσει ως ωραία ή μη, υπάρχουν δύο σχολές. Κάποιοι ξεκινούν από το μοντέλο, ενώ κάποιοι άλλοι από το concept». Η κλασική ομορφιά είναι ασυζητητί χάρισμα, «γιατί μπορεί εύκολα να προσαρμοστεί σε διαφορετικές καταστάσεις και θέματα, σαν χαμαιλέοντας». Ακόμη όμως και τα πιο προικισμένα μοντέλα, δεν μένουν ανέγγιχτα από την επίδραση του photoshop (ρετουσάρισμα εικόνας). Σύμφωνα με τον Στέφανο, «το πολύ Photoshop είναι εκτός μόδας εδώ και πολλά χρόνια. Γίνεται ακόμη, αλλά σε μικρότερη κλίμακα». Οπως και να 'χει πάντως, αλλοιώνει την πραγματικότητα και δημιουργεί αισθήματα άγχους και κατωτερότητας στον κόσμο, γεγονός που επιβάλλει και την κατάργησή του.
Σε εποχές όπως τα Χριστούγεννα «οι βιτρίνες περνούν το πνεύμα των γιορτών, γι' αυτό και παρουσιάζονται ρούχα ρεβεγιόν. Οταν όμως προβάλλονται οι τάσεις που θα επικρατήσουν για τις περιόδους φθινόπωρο-χειμώνα και άνοιξη-καλοκαίρι, συντελείται μια εξέλιξη και το concept γίνεται πιο μοντέρνο, για να ακολουθήσει τις επιταγές της μόδας», μας διευκρινίζει ο Στέφανος.
Εκτός του Photoshop όμως, στον χώρο της μόδας υπάρχουν και άλλα μελανά σημεία, τα οποία δεν φαίνεται να φθίνουν με το πέρασμα του χρόνου. Για τον Στέφανο Ζαούση, «η μεγάλη εξάρτηση του κόσμου από τις τάσεις και η έλλειψη κριτικής αφομοίωσης των όσων προβάλλονται, μαζί με απουσία τυπικότητας, από τους ανθρώπους που τη στελεχώνουν», είναι δύο στενάχωρα αστέρια στον μαγικό γαλαξία της ομορφιάς. Παρ' όλα αυτά, το στυλ παραμένει ένας μοναδικός τρόπος να πεις ποιος είσαι, χωρίς καν να μιλήσεις. Ολοι επομένως θα πρέπει να εξελίξουμε περαιτέρω αυτόν τον τρόπο επικοινωνίας με τους γύρω μας και να εντοπίσουμε την ομορφιά, όπου και αν κρύβεται, όσο δύσκολοι και να είναι οι καιροί.
Ενα άλλο μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία της μόδας, είναι η φωτογραφία. «Στις φωτογραφίσεις υπάρχει πάντοτε ένα concept και πρέπει να μπορούν να ενταχθούν σε αυτό οι διαφημίσεις. Για το τελικό αποτέλεσμα ευθύνονται εξίσου ο φωτογράφος και ο fashion editor. Στόχος τους είναι να βγει ωραίο όχι μόνο το μοντέλο, αλλά και τα ρούχα που διαφημίζει, όλα υπό
Κείμενο: Πόπη Διαμαντάκου
70
Καταφύγια για τις μνήμες της πόλης
Μου 'ρχονται οι μνήμες, καθώς στέκομαι για λίγο έξω από την τζαμαρία με τα διακριτικά, καλοφτιαγμένα γράμματα, πλέον καλοφωτισμένη, τόσο ώστε να αφήνει πίσω της να φανούν οι πινελιές μιας ατμοσφαιρικής πολυτέλειας που «φωνάζει» αναβίωση και κανέναν δεν ξεγελά ότι είναι ολοκαίνουργια. Αυτό που βλέπω, όμως, με συγκινεί για την προσπάθεια να συγκρατήσει ό,τι απέμεινε στη μνήμη όλων μας από το παλιό, ιστορικό Zonar’s. Κι ας μην το συγκρατεί ακριβώς. Καμιά φορά οι χώροι από μόνοι τους δεν γίνονται φωλιές, δεν μπορούν να υποσχεθούν ότι θα κρατήσουν τη συνέχεια της μνήμης που κουβαλούν, αν δεν συναινέσουν οι άνθρωποι που θα τους δώσουν καινούργια ζωή. Μπορεί η συνέχεια που αγωνίζονται να δώσουν να είναι πολύ διαφορετική από το παρελθόν τους, καθώς οι πόλεις αλλάζουν, οι άνθρωποι και οι ανάγκες τους αλλάζουν και τα «στέκια» μεταλλάσσονται σε μουσειακά περιβάλλοντα. Και εδώ που τα λέμε, η γενιά μου κάπως μουσειακό έβλεπε το παλιό «στέκι» της αστικής Αθήνας. Λέγαμε, μάλιστα, γελώντας ότι έτσι θα γινόμασταν κι εμείς μετά από χρόνια, στη σύνταξη, με μαλλί βαμμένο λουλακί, το μάλλινο ταγιέρ και ίσως μια γούνα ανάρριχτη στην καρέκλα - φιγούρες της τζαμαρίας του Zonar’s. Νεανικό στέκι δεν ήταν ποτέ. Μοναδικό δέλεαρ στα μικράτα μας, τα λιχούδικα γλυκά με την έξοχη σοκολάτα. Αυτό. Κάπου διάβασα ότι το ανακαινισμένο Zonar’s φιλοδοξεί να γίνει κάτι σαν το γαλλικό Deux Magots, το ιστορικό
καφέ της Σεν Ζερμέν, το στέκι των σουρεαλιστών όπου σύχναζε ο Ρεμπό και επισκεπτόταν αδιαλείπτως ο Πικάσο, το μέρος στο οποίο λίγο αργότερα σύχναζε και ο δικός μας Κώστας Αξελός, όπου κοντραριζόταν με τον Σαρτρ ώρες ατέλειωτες. Το παρισιάνικο καφέ παρέμεινε ακλόνητο από το χίλια οκτακόσια κάτι που πρωτολειτούργησε και είναι πλέον «μουσειακό» απομεινάρι της ιστορίας της Πόλης του Φωτός, αλλά και υποχρεωτικός προορισμός των κουλτουριάρηδων τουριστών. Δεν προλάβαμε τις δόξες του, αλλά προλάβαμε διηγήσεις εκείνων που τις βίωσαν. Ε, λοιπόν, τουλάχιστον το Zonar’s που σύχναζε ο Ελύτης, ο Χατζηδάκις και άλλοι, εμείς το προλάβαμε. Και με εκείνο το αίσθημα της ιδιοκτησίας της μνήμης σταθήκαμε και κάπως αυστηρά κριτικοί στην ανακαίνισή του. Κάπως αλλιώς το θυμόμαστε, κάπως αλλιώς το θέλαμε. Ξένισε ορισμένους ο κύριος «επί της υποδοχής» τις πρώτες ημέρες του Zonar’s. Ισως γιατί βιάστηκαν να ταυτίσουν την εικόνα του με μια μνήμη ενοχική της πόλης από την εποχή που αποθέωνε και χαρτζιλίκωνε τις «πόρτες» των τσιφτετελοναών του εκμαυλισμού της. Ενα μουρμουρητό δυσαρέσκειας απλώθηκε στα κοινωνικά δίκτυα. Το 'χουμε και αυτό συνήθεια, δυσκολευόμαστε να αποδεχτούμε, ειδικά σε σκληρούς καιρούς, την πρόσκληση της πολυτέλειας, λες και ο ασκητισμός θα μας ανοίξει τις πόρτες του παραδείσου που χάσαμε. Αλλά η αλήθεια είναι ότι σε αυτή εδώ την πόλη, είχαμε χάσει για τόσο καιρό την
ψυχή μας, που πρέπει να αναζητήσουμε στα βάθη της μνήμης ό,τι απόμεινε για να χτίσουμε απ’ την αρχή. Και απέμειναν τόσα λίγα! Η γενιά μου, για παράδειγμα, μόλις που πρόλαβε το όμορφο στέκι του Απότσου, στη στοά της Πανεπιστημίου 10. Αλήστου μνήμης η μάχη για το καπάρωμα των νοστιμότατων κεφτεδακίων του, ιδίως τέτοιες ημέρες, όταν παρέες των Αθηνών χωρίς διακρίσεις, φοιτητές και επιχειρηματίες της περιοχής, καθηγητές και συγγραφείς, ό,τι είχε η πόλη, κατέληγε εκεί, σε μια όμορφη, χαρούμενη συνάντηση. Αλλά δεν προλάβαμε τόσα άλλα, από το πατάρι του Λουμίδη μέχρι το ουζερί του Ορφανίδη, χώρους που έχει συντηρήσει σαν κομμάτια του αστικού μύθου η ελληνική λογοτεχνία. Αλίμονο, αυτή η πόλη με τις τόσο βαθιές ρίζες στον χρόνο μοιάζει σαν να τον μίσησε, σαν να της ήταν βάρος και ήθελε να τον αφανίσει, να δείξει κάθε φορά πως γεννήθηκε εκείνη τη στιγμή, σβήνοντας τα ίχνη κάθε εποχής γύρω από το μεγάλο, ιδανικό, αιώνιο μνημείο της μοναδικής ύπαρξής της, την Ακρόπολη. Ισως πια, αφού θρήνησε πάνω από αποκαΐδια (Μινιόν, Κατράτζος, Αττικόν), να συναισθάνθηκε ότι δεν έχει μέλλον χωρίς το παρελθόν της και ξαφνικά την έπιασε νοσταλγία, και μανία συντήρησης για ό,τι έχει απομείνει. Θα δούμε. Τι στ΄αλήθεια απέμεινε και τι καινούργιο μπορεί να φτιαχτεί.