ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ σε συνεργασία µε το Ιδρυµα Μιχάλης Κακο γιάννης παρουσιάζουν το project
Retropolis ΘΑΝΑΣΗΣ ΑΛΕΥΡΑΣ ΧΑΡΗΣ ΑΤΤΩΝΗΣ BELLEVILLE CYANNA FULL TATTOO ΚΩΣΤΑΣ ΔΑΛΑΚΟΥΡΑΣ/ΚΡΙΝΘΗ ΖΗΡΑ TAREQ ΔΑΡΝΑΚΕΣ ΣΤΑΘΗΣ ΔΡΟΓΩΣΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛΙΔΗΣ/ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΕΛΕΑΝΝΑ ΖΕΓΚΙΝΟΓΛΟΥ JAM DIFUSION ΣΟΦΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ ΤΙΑ ΜΕΝΟΥΤΗ MATISSE/ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΖΗΚΑ ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΟΥΣΤΑΚΑΣ/ΔΙΔΥΜΟ EMPTY FRAME
ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ/ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΣΗΜΑΚΗΣ
ΗΡΩ ΣΑΪΑ ΓΙΩΡΓΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Marietta Fafouti and Band
Ιδρυμα μΙχαλησ κακογΙαννησ, ΠειραΙωσ 206, ΤΡΙΤΗ 3 MAϊOY, 9:00 μμ., ΓΙα ΠερΙΣΣοτερεσ ΠληροφορΙΕΣ: www.metropolISnews.gr
ΦΥΛΛΟ 940
2
Retropolis
Editorial Τι ’30, τι 2011
Με την Υποστήριξη
Η δεκαετία του ’30 ρυθμίζεται στο μυαλό μας με την επιλογή sepia, όπως στις ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές, μια επιλογή που κάνει τα πράγματα να φαίνονται παλιά και ξεχασμένα. Οι περαστικοί φοράνε μουντά κοστούμια στο ύφος του μεσοπολέμου, οι γωνιές της πόλης είναι αγνώριστα ήσυχες, ο ρυθμός της ζωής έρχεται και χάνεται σε πολύ διαφορετικά μοτίβα. Αλλη η Αθήνα τότε, άλλη σήμερα, 80 χρόνια μετά. Απορρυθμίζοντας τη χρωματική αυτή διαβάθμιση, κρατώντας όμως την αίσθησή της, ζητήσαμε από τους συνεργάτες μας να εμπνευστούν από τα αστικά τραγούδια του ’30, από ένα στίχο τους έστω, και να γράψουν μια ιστορία που έρχεται πλέον και δένει στη σύγχρονη Αθήνα. Ως εκ τούτου, 11 συγγραφείς, άλλοι ήδη καταξιωμένοι και άλλοι στα πρώτα τους βήματα, μας έδωσαν από μία ιστορία για να συνθέσουμε το τεύχος αυτό των «Μητροπολιτικών Ιστοριών». Εκτάκτως, εμβόλιμα στις ιστορίες βρίσκεται και το φωτογραφικό κολάζ των μουσικών που επιμελήθηκαν μια αντίστοιχη έμπνευση διασκευάζοντας αυτά τα τραγούδια. Για να μην μπερδευτεί κανείς, εξηγώ ότι αυτό που κρατάτε είναι μια ειδικού χαρακτήρα έκδοση που αποτελείται από την ύλη του 9ου τεύχους των «Μητροπολιτικών Ιστοριών» και του 5ου τεύχους των «Ερώτων Αστικού Πολιτισμού», έτσι όπως παντρεύονται υπό την ιδέα του πρότζεκτ με τα τραγούδια του ’30 και που φέρει τον τίτλο Retropolis. Η κορύφωση όλων αυτών θα λάβει χώρα στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης την Τρίτη στις 3 Μαΐου, σε ένα βράδυ όπου θα προσαρμοστεί η δεκαετία του ’30 στον παλμό της σημερινής εποχής με τις ερμηνείες των τραγουδιών και τις αναγνώσεις αποσπασμάτων από τις ιστορίες. Το ραντεβού μας δίνεται εκεί, για να συστηθούμε με τη φετινή άνοιξη και με το πώς τέλος πάντων συνδυάζεται το αστικό τραγούδι του μεσοπολέμου με την ψηφιακή εποχή και τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Αλλά και τίποτα από όλα αυτά να μην συνέβαινε, ακόμα και αν αφαιρούσαμε ολοκληρωτικά το πέπλο της δεκαετίας του ’30, τόσο τα τραγούδια, όσο και τα διηγήματα που δημιουργήθηκαν επί τούτου διατηρούν ένα αυτόνομο καλλιτεχνικό επίπεδο, αρκετό για κάθε βιβλιοθήκη και για κάθε δισκοθήκη. Αθως Δημουλάς
Η παρούσα έκδοση εντάσσεται στο πλαίσιο του project Retropolis -μια πρωτοβουλία της εφημερίδας Metropolis- και ενσωματώνει το περιεχόμενο των εκδόσεων: «Μητροπολιτικές Ιστορίες» και «Ερωτες Αστικού Πολιτισμού».
metropolis@metropolisnews.gr
Ιδιοκτησία - Εκδοση: ΜETROPOLIS EΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε. Εδρα: Κύπρου 12Α Τ.Κ. 183 46 - Μοσχάτο, τηλ. 210 4823977 l Σύμβουλος Eκδοσης: Κώστας Τσαούσης l Διεύθυνση Εκδοσης: Αθως Δημουλάς, Νατάσα Μαστοράκου, Βίκτωρας Δήμας l Συντονισμός έκδοσης: Γιώργος Ρομπόλας, Ειρήνη Σουργιαδάκη l Διόρθωση: Μαρίνα Κατσάνου l Δημιουργικό: Μήτσος Στεργίου, Θάνος Κατσαΐτης l Διαφήμιση: Χρήστος Τσαούσης, Εμμανουέλα Χειρακάκη l Φωτογραφίες: AFP Εκτύπωση: «Η Καθημερινή» Α.Ε.
Τhe ’30s project
4
Retropolis
8
Ο Δημήτρης Σωτάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1973. Εχει εκδώσει 5 μυθιστορήματα και μια συλλογή διηγημάτων. Το βιβλίο του «Η πράσινη πόρτα» ήταν υποψήφιο για το βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω», ενώ το επόμενο μυθιστόρημά του «Η Παραφωνία» μεταφράστηκε και κυκλοφορεί στην Ολλανδία. To μυθιστόρημά του «Ο άνθρωπος καλαμπόκι» ήταν υποψήφιο για το βραβείο αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ για το 2007, καθώς και για το βραβείο του «Διαβάζω». Το τελευταίο του βιβλίο «Το θαύμα της αναπνοής» κέρδισε το βραβείο μυθιστορήματος Athens Prize for Literature του περιοδικού «Δέκατα».
16 45
Ο Αθως Δημουλάς και ο Γιώργος Ρομπόλας εκμεταλλεύονται φριχτά τις θέσεις τους, ως υπεύθυνος και επιμελητής των «Μητροπολιτικών Iστοριών» αντίστοιχα, για να βάζουν τα διηγηματάκια τους δίπλα σε αυτά ανερχόμενων, αλλά και καταξιωμένων συγγραφέων. Ικανοποιούν έτσι τις αχόρταγες λογοτεχνικές βλέψεις τους.
Η Ειρήνη Μαργαρίτη είναι μια αθεράπευτα ρομαντική ρεαλίστρια και επιμένει σε αυτό. Δεν ξεχνάει ποτέ ότι είναι σημαντικό, γι’ αυτό και κατεβάζει τα σκουπίδια κάθε βράδυ ή τουλάχιστον τα βγάζει στη βεράντα για να μην μυρίσουν. Της αρέσουν οι φράουλες και είναι ηθοποιός.
48
Η ταλαιπωρία της Χρύσας Μπαχά με τις λέξεις άρχισε στην Αθήνα κατά τα προνηπιακά χρόνια και συνεχίζεται εδώ και 3 δεκαετίες. Αγάπησε τον Ιούλιο Βερν και τον Βίκτωρα Ουγκό, οι οποίοι συνέβαλαν στη δημιουργία και την απελευθέρωση μιας αχαλίνωτης φαντασίας, που δεν θα έβρισκε ποτέ θέση σε τυπωμένες σελίδες αν δεν την παρότρυναν φιλικά πρόσωπα. Την πρώτη συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Το μονοπάτι προς την κρύπτη» ακολούθησε άλλη μία «γοτθική» συλλογή, τα «Σκοτεινά Μονοπάτια».
Η Κωνσταντίνα Τασσοπούλου έχει σπουδές Δημοσιογραφίας, πτυχίο Πιάνου, πτυχίο Αρμονίας, σερβίρει πίτσες, ποτά, στολίζει κρύα πιάτα, σηκώνει τηλέφωνα, αρχειοθετεί φαξ, στέλνει mail που μιλούν για διαφημίσεις, μα όταν τη ρωτάς με τι ασχολείται, σου λέει απλώς ότι είναι συγγραφέας. Για του λόγου το αληθές: www.tassopoulou.gr.
52
Η Βάσια Τζανακάρη γεννήθηκε στις Σέρρες θέλοντας να πραγματοποιήσει μερικά όνειρα: Να σπουδάσει στη Θεσσαλονίκη, να ζήσει στην Αθήνα, να γίνει αρχισυντάκτρια του «Ποπ+Ροκ», να γράψει το «Εντεκα Μικροί Φόνοι: Ιστορίες Εμπνευσμένες από Τραγούδια του Nick Cave», να αποκτήσει ένα χαδιάρη γάτο και να γεράσει μόνη. Τα δύο τελευταία δεν τα κατάφερε, καθώς το χέρι της πλέον στολίζουν πολλές γρατζουνιές και μία βέρα. Το καινούργιο της βιβλίο «Τζόνι & Λούλου» είναι ένα love story για τη γενιά που της έκλεψαν το μέλλον και που δεν σταματάει να ονειρεύεται.
Ο Ηλίας Κολοκούρης γεννήθηκε στην Αθήνα την ίδια μέρα με τον Πελέ και τον Χατζιδάκι. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να βγει τελείως άμπαλος και να μην μάθει ποτέ πιάνο. Γι’ αυτό γκρινιάζει συνεχώς έκτοτε. Είναι φιλόλογος, χοχλιομπουμπουριστής και ψυχανεμιστήρας σκύλων. Αν δεν ήταν, δεν θα κωλυσιεργούσε κοντά στις κούνιες του Αλσους Παγκρατίου, αλλά θα ψάρευε σαρδέλες στα ανοιχτά της Σαρδηνίας.
56
Η Ειρήνη Σουργιαδάκη γεννήθηκε στην Κρήτη, ζει στην Αθήνα και μπορεί να τη συναντήσετε οπουδήποτε. Της αρέσει να χορεύει και να γράφει και προσπαθεί να τα κάνει ταυτόχρονα, αλλά δεν τα καταφέρνει ποτέ. Δεν της αρέσουν τα μανταρίνια. Το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Το αγόρι με τα μαγικά δάχτυλα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελληνοεκδοτική.
60
50
Ο Γιάννης Πλιώτας γεννήθηκε το 1981 και ήταν συγγραφέας. Κάποια στιγμή έφυγε για ένα μακρύ ταξίδι στο βασίλειο της αράχνης και από τότε πολλοί καυχήθηκαν ότι άκουσαν μύθους για τα κατορθώματά του ή τον συνάντησαν να διαλογίζεται σε ένα ξέφωτο. Σύμφωνα με μία θεωρία, στις μέρες μας ζει στα βορειοδυτικά, γράφει, διαβάζει, διορθώνει και διορθώνεται.
12
The ’30s project Εντεκα από τα πιο χαρακτηριστικά τραγούδια που πριν από 80 χρόνια διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία του αστικού κόσμου της μεσοπολεμικής Αθήνας αποτελούν σήμερα την αφορμή για ισάριθμες ιστορίες αυτής της έκδοσης. Την αφορμή μόνο, καθώς τα διηγήματα που ακολουθούν δεν είναι καθόλου ρετρό, δεν είναι νοσταλγικά, δεν αναφέρονται στην πόλη όπως ήταν τότε. Αντιθέτως, είναι μοντέρνα, μας γνωρίζουν ήρωες της σύγχρονης Αθήνας και ζωντανεύουν μια μητρόπολη όπως την ξέρουμε και όπως πατάει πάνω στις μνήμες και τις επιρροές του τότε. Για μια ακόμα φορά λοιπόν, οι «Μητροπολιτικές Ιστορίες» συνεργάζονται με επαγγελματίες αλλά και ερασιτέχνες συγγραφείς και υπό το φάσμα του πρότζεκτ Retropolis δίνουν το παρόν στο ραντεβού τους με τη φετινή άνοιξη. Τότε καλύτερα ή τώρα; Η λογοτεχνία δεν δίνει καμία απάντηση. Καταγράφει απλώς με τον τρόπο της. Αθως Δημουλάς, Γιώργος Ρομπόλας metropolitanstories.blogspot.com
Τεύχος 9 – Ανοιξη 2011 Τριμηνιαία περιοδική έκδοση www.metropolisnews.gr metropolis@metropolisnews.gr Τηλ. Επικοινωνίας: 210 48.23.977 - 48.16.710 Fax: 210 - 48.32.887
54
58
Η Στέργια Κάββαλου γεννήθηκε το Μάρτη, αλλά δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι και ανοιξιάτικος τύπος. Από μικρή έβαζε στη σειρά τις λέξεις και τις κούκλες της. Γαλλική Φιλολογία τελείωσε, αλλά την καθηγήτρια δεν την έκανε ποτέ. Τώρα, που μάλλον μεγάλωσε, προσπαθεί να φέρει σε μεταφραστική ισορροπία λέξεις πιο λογοτεχνικές και να δελεάσει μικρούς και μεγάλους συνενόχους με παραμύθια-διηγήματα. Η «Κόκκινη Πινέζα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιπτάμενο Κάστρο και το «Αλτσχάιμερ Trance» από τις εκδόσεις Τετράγωνο.
6
Retropolis
Σε λυπάμαι
του
Δημήτρη Σωτάκη
Αγαπημένη μου, Αυτή τη στιγμή που σου γράφω, κάθομαι εδώ, στο ωραίο μπαλκόνι του ξενοδοχείου και αναλογίζομαι το θάνατό σου. Για την ακρίβεια, σκοπεύω -όσο πιο σύντομα- να σου ανοίξω το κεφάλι στα δύο, σαν παραγινωμένο καρπούζι˙ είναι μια ισχυρή επιθυμία μου, στην οποία δεν θα αντισταθώ, να είσαι σίγουρη. Πάει καιρός που δεν έχουμε συναντηθεί, αλλά αυτή είναι μια λεπτομέρεια που δεν θα με αποτρέψει από το να προχωρήσω στην άμεση εξολόθρευσή σου. Εγώ, απ’ όσο βλέπεις, προσπαθώ να είμαι τίμιος και συνεπής απέναντί σου, σου γράφω λοιπόν αυτό το γράμμα, θέλοντας να σε ενημερώσω ότι το τέλος σου πλησιάζει και πολύ σύντομα -αν θέλει και ο Θεός- όλα θα τελειώσουν ειρηνικά και γαλήνια. Για να γίνω σαφέστερος, αφού ξέρεις πόσο θαυμάζω την οργάνωση και την τάξη των πραγμάτων, μέσα στον επόμενο μήνα, τον Απρίλιο δηλαδή, θα τελειώσει μια και καλή το μαρτύριο και για τους δυο μας. Κανόνισε, λοιπόν, όσο είναι καιρός τις εκκρεμότητές σου, γιατί όπως πολύ γλαφυρά σου περιέγραψα ήδη, σύντομα θα ανακαλύψεις τα μυστήρια της μεταθανάτιας ζωής. Δεν θα χρειαστεί να με ικετεύσεις για οίκτο και συμπόνια, μην το κάνεις, θα είναι μάταιο και αναξιοπρεπές. Να συμπληρώσω ότι, όπου και να πας, να εξαφανιστείς και να βρεθείς -ας πούμε- στη μακρινή Βενεζουέλα για να γλιτώσεις, θα σε εντοπίσω εύκολα και εκεί, αφού ξέρεις ότι διαθέτω μια στρατιά κατασκόπων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου. Καλό θα ήταν, λοιπόν, να μην σκέφτεσαι τρόπους απόδρασης, αλλά όσος καιρός σού μένει να διατεθεί σε αποχαιρετισμούς αγαπημένων προσώπων και συγγενών. Σίγουρα θα τους λείψεις πολύ, όχι βέβαια όσο θα λείψεις σε μένα. Τι όμορφη που είσαι! Σε κοιτάζω
Retropolis
τώρα σε μια φωτογραφία που είχαμε τραβήξει στην Κεντρική Αφρική και βράζει το αίμα μου. Στέκεσαι δίπλα σε ένα ημιθανές λιοντάρι και καμαρώνεις φορώντας ψηλές γόβες και εκείνα τα σαχλά σκουλαρίκια που σου αγόρασα πριν φύγουμε για το ταξίδι. Αν σκεφτώ καλύτερα, τίποτα δεν έχει αλλάξει από εκείνη την εποχή. Εσύ παραμένεις μια αξιοθρήνητη πόρνη και εγώ ένας μεγαλοφυής κύριος. Με τη διαφορά ότι τότε ακόμη δεν είχα εκπονήσει το σχέδιο του αφανισμού σου. Σε παρακολουθώ. Σ’ το λέω για να μην νομίζεις ότι δεν το κάνω. Ξέρω τι κάνεις και πού βρίσκεσαι ανά πάσα στιγμή, ακόμη και τώρα που κάθομαι σε αυτή την αναπαυτική πολυθρόνα και παρατηρώ τους θλιβερούς περαστικούς, οι οποίοι βολτάρουν ξεδιάντροπα κάτω απ’ τον καυτό ήλιο της μεγάλης πολιτείας. Σε βλέπω τελευταία με εκείνον το γέρο. Είναι αδιανόητα αστείες αυτές οι σκηνές. Με δυσκολία συγκρατώ τα γέλια μου. Μα επιτέλους πού τον βρήκες αυτόν; Είναι πραγματικά καταπληκτικός, έχει όλες τις αρετές ενός κέρινου ομοιώματος και επιπλέον είναι αληθινός. Ο,τι πρέπει για σένα δηλαδή, αφού και εσύ σύντομα θα μοιάζεις κέρινη, χωρίς ψυχή μέσα στο λατρεμένο σου σώμα. Τέλος πάντων, όλα θα γίνουν στην ώρα τους. Στην αρχή, όταν ετοίμαζα την πρώτη εκδοχή του σχεδίου μου, ήμουν τόσο ευγενικός που ήθελα να σε ρωτήσω με ποιον τρόπο θα ήθελες να φύγεις απ’ αυτόν τον υπέροχο κόσμο. Αργότερα, ωστόσο, κατάλαβα ότι αυτή ήταν μια ανόητη εκλογίκευση της δολοφονίας σου, άτεχνη και φτηνή. Καλύτερα και ηδονικότερα να σου έρθει εκεί που δεν το περιμένεις -πάντα σου άρεσαν οι εκπλήξεις άλλωστε. Θέλω να σου κάνω και μια εξομολόγηση, μια που δεν θα έχεις άλλη ευκαιρία να με ακούσεις ή να με δεις. Οταν κατάλαβα ότι είσαι άρρωστη και το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι ένας υλικός οργασμός πάνω σε μισοπεθαμένους εραστές, ήθελα να σε βοηθήσω. Σου αγόρασα μάλιστα και μια μάσκα οξυγόνου, την οποία φοράω αυτήν τη στιγμή, αλλά ποτέ δεν σ’ τη χάρισα. Το μετάνιωσα. Δεν υπήρχε λόγος να σε σώσω. Γιατί να σώσει κανείς κάποιον που εκλιπαρεί για την κατάπτωσή του; Αν δεν σε τελείωνα εγώ, σύντομα θα τελείωνες εσύ τον εαυτό σου -πόσο μπορεί να αντέξει
7
Retropolis
ένας άνθρωπος αυτήν τη θλιβερή σήψη που βιώνεις; Επίσης, μπορεί να δηλητηριαζόσουν από τις θανατηφόρες οσμές που εκκρίνονται από τα πτώματα που κουβαλάς σπίτι σου, πόρνη της κακιάς ώρας. Τι γλυκιά που είσαι σ’ αυτή τη φωτογραφία. Και πολύ θελκτική, ακόμα και το θηρίο σε γλυκοκοιτάζει. Είσαι όμορφη σαν το διάβολο, όμως λίγο χειρότερή του. Πραγματικά λυπάμαι για όλα αυτά. Πραγματικά σε λυπάμαι. Σε σκέφτομαι βρέφος μέσα στη ζεστή σου κούνια και σχεδόν δακρύζω βλέποντας αυτό το μικροσκοπικό κορίτσι από πάνω σου δύο αθώοι γονείς να σε νταντεύουν και να παραληρούν από ευτυχία. Και σε κάθε σου ανάσα να αναδύεται ελπίδα και μια κοσμική ευδαιμονία. Ποιος μπορούσε να φανταστεί ότι το μέλλον σου θα ήταν τόσο σκοτεινό. Δεν ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ. Κάθε φορά που σε σκέφτομαι, σχεδόν μου κόβεται η ανάσα. Εχω χάσει τον ύπνο μου και τα κάνω όλα λάθος. Την προηγούμενη βδομάδα άφησα το θερμοσίφωνο ανοιχτό για δύο εικοσιτετράωρα και εξερράγη όλο το οικοδομικό τετράγωνο, δεν ξέρω αν τα ’μαθες. Από τη μέρα που χωριστήκαμε τρέφομαι αποκλειστικά με λάστιχα, καταβροχθίζω οποιοδήποτε υλικό περιέχει λάστιχο στη σύνθεσή του, με αποτέλεσμα να έχω γίνει πολύ ελαστικός. Δεν θα ησυχάσω όμως αν δεν σε ξεπαστρέψω. Αυτό είναι ένα όνειρο που αν μείνει απραγματοποίητο θα με φέρει στην απόλυτη κατάθλιψη. Δεν θέλω να υπάρχεις, η ανυπαρξία σου θα είναι μια νέα αφετηρία στη δική μου ζωή, ένα οριστικό τέλος στην εφιαλτική σύνθεση των καρδιακών μου χτύπων. Δεν γίνεται να υπάρχεις. Αν υπάρχεις, βραχυκυκλώνεις το χάρτη των αισθήσεών μας, είναι ένα έγκλημα που δεν έχει γυρισμό. Δεν σε λυπάμαι μόνο για το δρόμο που έχεις πάρει, σε λυπάμαι περισσότερο γιατί η καταδίκη σου αυτή ξεκινάει και τελειώνει σε σένα, κανείς δεν σε έριξε στον κρατήρα αυτού του ενεργού ηφαιστείου, εσύ, μόνη σου έπεσες μέσα, αγάπη μου.
Μη νομίζεις πως ζηλεύω, σε λυπαμαι
8
10
Retropolis
Μισιρλού «
Β
«
του Γιάννη
Πλιώτα
ροχή... Χμ, τελικά μπορεί και να μην ήταν βροχή...» Είχε βιαστεί, χωρίς λόγο, να θεωρήσει τη βροχή σωστή, αλλά όταν κάποιος βιάζεται, σκοντάφτει. Ετσι έλεγε πάντα η γιαγιά της. Η δεσποινίς Λέιλα είχε τα μαλλιά πιασμένα κότσο και στα δάχτυλά της στριφογύριζε νευρικά ένα μολύβι. Προσπάθησε να σκεφτεί εντονότερα, αλλά καμιά ιδέα δεν ερχόταν. Μερικές φορές, όταν το μυαλό προσπαθεί να θυμηθεί τετριμμένες πληροφορίες, αποτυγχάνει. Κατέβασε αργά μια γουλιά από το τσάι της και συνέχισε να μονολογεί: «Ισως χιόνι. Ναι, θα μπορούσε να είναι. Ταιριάζει καλύτερα. Αν ήταν χιόνι η καιρική συνθήκη, τότε στο πέντε καθέτως θα μπορούσε να είναι Τσίρκας ο πεζογράφος της μεταπολεμικής γενιάς με εφτά γράμματα. Ναι, ναι... Τσίρκας, αυτός πρέπει να ήταν, ωραίος τύπος». Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το πράσινο τηλέφωνο, με εκείνον το διαπεραστικό ήχο, που πρωταρχικό σκοπό έχει να εκνευρίζει όσους εκτελούν σοβαρή εργασία. Μέχρι το τρίτο κουδούνισμα δεν έκανε καμία κίνηση, προσπαθούσε απεγνωσμένα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα να ανακαλύψει το γιο του Πρίαμου από άλφα. Τελικά ξεφύσηξε σχεδόν αγανακτισμένη, τέντωσε το δεξί της χέρι και σήκωσε το ακουστικό. «Εμπρός», είπε πιο δύστροπα απ’ ό,τι συνήθως. «Καλημέρα σας! Η κυρία Σουλμίρη;» η γυναικεία φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν άκρως εύθυμη. «Ποια ζητάτε;» «Την κυρία Σουλμίρη. Ελένη Σουλμίρη». «Λυπάμαι, κάνετε λάθος. Δεν έχετε το σωστό νούμερο». Η γυναικεία φωνή έκλεισε κατευθείαν το τηλέφωνο, χωρίς καν ένα τυπικό συγγνώμη. Η δεσποινίς Λέιλα έσεισε το κεφάλι της επιτιμητικά και επέστρεψε στην προτελευταία σελίδα της εφημερίδας. «Μερικοί-μερικοί δεν έχουν καθόλου τρόπους. Λοιπόν... Χμ... Καταρράκτης της Βενεζουέλας. Αλλο πάλι και τούτο. Μα τι τους έρχεται και βάζουν τόσες γεωγραφικές ερωτήσεις; Πέρα απ’ τη βελγική πόλη με δύο γράμματα, δεν αξίζει να θυμάσαι τίποτα άλλο». Τότε ακριβώς, χτύπησε η πόρτα του δωματίου. Ενα διστακτικό, διπλό χτύπημα. Χαμένη στις ζούγκλες της Βενεζουέλας, να ανοίγει δρόμο με μία ματσέτα στο χέρι, η δεσποινίς Λέιλα δεν απάντησε, αλλά το χτύπημα επαναλήφθηκε. Νέο ξεφύσημα. Κοίταξε το φτηνιάρικο ρολόι στο κο-
Retropolis
μοδίνο -δώδεκα παρά δέκα. Ισως αργότερα να άκουγε στο ραδιόφωνο το διάγγελμα του βασιλέως. «Εμπρός». Η πόρτα άνοιξε αργά και εμφανίστηκε μία ψηλόλιγνη γυναίκα, αδιευκρίνιστης ηλικίας, αλλά αναμφίβολα όμορφη. Η δεσποινίς Λέιλα την έβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή της. Φορούσε ένα λευκό σύνολο και κρατούσε ένα βαλιτσάκι στα χέρια. Μαζί της από το διάδρομο ήρθαν και οι πρώτες νότες μιας μελωδίας. Δεν θυμόταν ποιο κομμάτι έπαιζε, αλλά ήταν γνωστό. Πολύ γνωστό. Η νεοφερμένη αμήχανα κοίταξε τα λουλούδια σε ένα βάζο. Μετά την εικόνα του Χριστού ψηλά στον τοίχο και ένα κιτρινισμένο ημερολόγιο, του οποίου τις σελίδες είχαν ξεχάσει να γυρίσουν. Η δεσποινίς Λέιλα με μια θεατρική κίνηση παραμέρισε την εφημερίδα, φροντίζοντας να φαίνεται πάνω πάνω η σελίδα με τις μετοχές και όχι αυτή με το σταυρόλεξο για έμπειρους λύτες. «Ορίστε, παρακαλώ». «Είστε η κυρία Σουλμίρη;» Ανεξήγητα, η φωνή της θύμιζε την προηγούμενη κυρία στο τηλέφωνο. «Τελικά όλες οι ευγενικές κυρίες που κάνουν λάθος έχουν ίδια φωνή», σκέφτηκε φευγαλέα η δεσποινίς Λέιλα. «Οχι, όχι. Κάποιο λάθος κάνετε. Δεν είμαι αυτή που ζητάτε. Και είναι περίεργο, γιατί απ’ το πρωί είστε η τρίτη ή η τέταρτη που κάνει λάθος». Με τις τελευταίες λέξεις ένας βήχας ανέβηκε στο λαιμό της και για λίγο ο ειρμός της διακόπηκε. «Μπορεί αυτή που ζητάτε να είναι σε διπλανό δωμάτιο. Υπάρχει πολύς κόσμος εδώ, αλλά οι περισσότεροι δεν πολυμιλάνε, έχουν κλειστεί στους εαυτούς τους», είπε τελικά. Ενώ η κυρία με τα λευκά ήταν έτοιμη να κάνει μεταβολή, φάνηκε σαν να πιάστηκε από τα τελευταία λόγια της δεσποινίδος Λέιλας και την πλησίασε με δύο βήματα. «Συγγνώμη αν σας απασχολώ», είπε, ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά στην ανοιχτή εφημερίδα, «αλλά ίσως εσείς να μπορούσατε να με βοηθήσετε. Εγώ, ξέρετε, είμαι φιλοξενούμενη στην πόλη σας, έρχομαι από μακριά». Η δεσποινίς Λέιλα μόλις τότε σκέφτηκε ότι η ψηλή γυναίκα είχε μια αδιόρατη ξενική προφορά στην ομιλία της. Η μελωδία συνέχιζε, ήταν τόσο όμορφη. Η άγνωστη κυρία συνέχισε, παίρνοντας θάρρος απ’ τη σιωπή. «Εφτασα πριν από βδομάδες με ένα βρετανικό ατμόπλοιο, το “Βασίλισσα Ελισάβετ”». Η δεσποινίς Λέιλα ανακάθισε στο κρεβάτι της· η ιστορία αποκτούσε ενδιαφέρον. Κάποια που έχει ταξιδέψει με το «Βασίλισσα Ελισάβετ» πιθανώς να γνώριζε πολλά πράγματα. Ακόμα και για τους καταρράκτες της Βενεζουέλας. «Τουλάχιστον, πείτε μου το όνομά σας. Εγώ είμαι η δεσποινίς Λέιλα», είπε, προτείνοντας το χέρι της. Η άλλη γυναίκα χαμογέλασε και το έσφιξε εγκάρδια. «Είμαι η Αδριανή Μιχαήλ. Ο πατέρας μου ήταν ο Φιλήμων Μιχαήλ. Κάποτε, ήταν αρχιεργάτης στο εργοστάσιο σαπωνοποιίας των Ματσου-
11
12
Retropolis
καίων, κοντά στη συνοικία του Αγίου Διονυσίου, αν έχετε ακουστά. Και παππούς μου ήταν ο Αδριανός Μιχαήλ, ένας απ’ τους Αλεξανδρινούς που είχαν ξεκινήσει το κίνημα των δεκαεννιά με τον Καβάφη τον ίδιο». Τα λόγια της ήταν μπουρδουμιστά, σαν να προσπαθούσε να τα πει γρήγορα πριν τα ξεχάσει. Η δεσποινίς Λέιλα κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι. «Χάρηκα πολύ για τη γνωριμία. Εγώ... αναγκαστικά βρίσκομαι εδώ μέχρι να ολοκληρωθεί η θεραπεία μου», είπε και κοίταξε απολογητικά την εφημερίδα. «Τα νέα με βοηθάνε να περάσω μερικές ώρες, αλλά όταν είσαι είκοσι πέντε και καταδικασμένη σε ακινησία -έστω και προσωρινή- αισθάνεσαι σαν θηρίο σε κλουβί. Και δεν έχει τίποτα να διαβάσεις, μόνο μαυρίλες». « Η Αδριανή έγνεψε ότι καταλαβαίνει. Πήρε το θάρρος και κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα απ’ το μοναδικό κρεβάτι του λιτού δωματίου. «Δεν μου είπατε όμως», ρώτησε η δεσποινίς Λέιλα, «τι δουλειές σάς φέρνουν στα μέρη μας;» Αναπάντεχα, η Αδριανή άνοιξε το βαλιτσάκι της και έβγαλε από μέσα ένα μεταξωτό μαντήλι. Ταυτόχρονα, τα φρύδια της έσμιξαν και οι γραμμές των χειλιών της σούφρωσαν, δάκρυα σχεδόν ανέβηκαν στα μάτια της. Φάνηκε να αναστατώνεται και απάντησε με σπασμένη φωνή. «Αχ, είστε τόσο καλή που θέλετε ν’ ακούσετε τα βάσανά μου, κυρία Λέιλα». «Δεσποινίς», διόρθωσε διακριτικά η δεσποινίς Λέιλα. «Αχ, δίκιο έχετε, δεν μου ’χει μείνει μυαλό. Εμένα που με βλέπετε έρχομαι από μακριά -θα θυμάστε βέβαια ότι ταξίδεψα με το “Βασίλισσα Ελισάβετ”. Απέπλευσα από την Αλεξάνδρεια με όνειρα στην καρδιά μου. Ενας αδερφικός φίλος του πατέρα μου, με τον οποίο είχαν πολεμήσει μαζί, του έστειλε μία επιστολή, με την οποία ζητούσε το χέρι μου για λογαριασμό του γιου του! Ο γιος του είχε δει μια φωτογραφία μου και είπε στον πατέρα του ότι η γλυκιά μου η ματιά φλόγα του έχει ανάψει μες στην καρδιά και ότι τον έχει μαγέψει η εξωτική ομορφιά μου, έτσι ακριβώς τα έγραψε, όπως σας τα λέω. »Να μην σας τα πολυλογώ, δεσποινίς Λέιλά μου, ο νεαρός αρρώστησε, έπεσε στα πατώματα, οι δικοί του φοβήθηκαν ότι θα τον χάσουν. Δεν είχε τι άλλο να κάνει ο πατέρας του και αποφάσισε να μας γράψει τα καθέκαστα. Ο πατέρας μου το ζύγισε από εδώ, το ζύγισε από εκεί, τελικά μου ’δειξε τη φωτογραφία που είχε εσωκλείσει ο νεαρός στο φάκελο. Δε λέω, νοστιμούλης ήταν και τα μαλλιά είχε στρωμένα με μπριγιαντίνη. Ετσι κι εγώ έδωσα τη συγκατάθεσή μου, να κάνω το ταξίδι και να τον γνωρίσω. Αλλωστε στο σπίτι ήμασταν ακόμα τέσσερα κορίτσια, έπρεπε σιγά σιγά να παίρνουμε σειρά. Οι δικοί μου μου παρέδωσαν μια δεσμίδα χάρτινες λίρες για τα πρώτα έξοδα και με αποχαιρέτισαν, γνωρίζοντας ότι μπορεί να κάναμε χρόνια να ειδωθούμε». Η δεσποινίς Λέιλα είχε αρχίσει να παρασύρεται από την ιστορία. Ολες οι ρομαντικές ιστορίες τη συγκινούσαν. Η Αδριανή, αφού σκούπισε με το μαντίλι τα μάτια της, συνέχισε. «Εμελλε όλα να πάνε στραβά κι ανάποδα, δεσποινίς Λέιλά μου. Ενώ
Retropolis
ήμασταν πάνω στο καράβι ξέσπασε η μεγάλη επανάσταση πίσω στην πατρίδα. Στην αρχή ήταν φήμες που κυκλοφόρησαν, αλλά όταν πιάσαμε λιμάνι οι περισσότεροι ήταν κατατρομαγμένοι. Αποβιβαστήκαμε μέσα σε μια απελπιστική αναστάτωση, ήταν σαν να είχε γυρίσει ο κόσμος ανάποδα. Αλλοι κλαίγανε, άλλοι γελούσαν, άλλοι ήταν ντυμένοι στα χακί. Φάνηκε ότι κανείς δεν με περίμενε μέσα σ’ εκείνο το χάος. Εσφιξα τη βαλίτσα στα χέρια μου και προσπάθησα να ανοίξω χώρο στο πλήθος. Τον πρώτο άνθρωπο με καπέλο που βρήκα μπροστά μου -“Πάντα να εμπιστεύεστε τους άντρες με καπέλο”, έλεγε η γιαγιά μου-, τον έπιασα απ’ το μανίκι και τον ρώτησα αν ήξερε τον μέλλοντα αρραβωνιαστικό μου. Ιωσήφ Σαμιώτης, με το όνομα. Ο άγνωστος με κοίταξε λες και ήμουν τρελή και έφυγε τρέχ-» Μπιπ. Μπιπ. Μπιπ. Το βαλιτσάκι της Αδριανής έβγαζε έναν οξύ ήχο. Η Αδριανή βιαστικά έβγαλε ένα παραλληλεπίπεδο αντικείμενο, τυλιγμένο σε λαστιχένια θήκη και αφού πάτησε τη φωτιζόμενη, διάφανη επιφάνειά του, το ξανάριξε μέσα και συνέχισε. «Να μην σας τα πολυλογώ. Οχι μόνο δεν βρήκα κανέναν να με περιμένει, αλλά σύντομα διαπίστωσα ότι τα λεφτά μου είχαν χάσει την αξία τους εξαιτίας της επανάστασης. Ημουν σ’ ένα λιμάνι μόνη, χωρίς δυνατότητα να επικοινωνήσω με τους δικούς μου, χωρίς κανέναν. Τα έβαλα κάτω και είπα: ένα κι ένα κάνουν δύο. Ηξερα να τραγουδάω λίγο κι έτσι έπιασα δουλειά σ’ ένα κουτούκι, τι άλλο να έκανα; Και επειδή ήξερα αραβικά, το αφεντικό τύπωσε αφίσες έξω από το μαγαζί που διαλαλούσαν: “Στο κέντρο μας η εξωτική Λέιλα, κατευθείαν απ’ το Μισίρι”. Ανεπανάληπτη επιτυχία. Ερχόταν κόσμος απ’ όλη την πρωτεύουσα να με ακούσει. Δηλαδή... να σε ακούσει. Γιαγιά...» Στην τελευταία πρόταση η Αδριανή χαμήλωσε τη φωνή της, ώσπου σταμάτησε τελείως. Δεν μπορούσε να συνεχίσει άλλο, ένιωθε να πνίγεται. Κοίταξε τη δεσποινίδα Λέιλα. Μια γυναίκα κοντά ενενήντα, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, ανήμπορη να σηκωθεί. Τις τελευταίες εβδομάδες είχε αρχίσει να μην θυμάται, είχε μπερδέψει τις εποχές. Κάθε μέρα η Αδριανή επαναλάμβανε την ίδια σκηνή, έμπαινε στο δωμάτιο και αφηγούνταν ιστορίες απ’ τη ζωή της γιαγιάς της, σε μια προσπάθεια να την κάνει να θυμηθεί. Τώρα την κοίταζε με προσμονή, όσο απ’ το σαλόνι επαναλαμβανόταν η μελωδία που είχε γράψει μία κομπανία για το κορίτσι από το Μισίρι. Η δεσποινίς Λέιλα για λίγο αναπόλησε ταξίδια με ατμόπλοια, τον Ιωσήφ Σαμιώτη που ποτέ δεν γνώρισε, τα μαρτύρια του βίου της, τα τραγούδια. Μετά έσφιξε το χέρι της Αδριανής και μόνο για μία στιγμή το βλέμμα της σπινθήρισε. Κοίταξε την εγγονή της στα μάτια και ρώτησε: «Αλήθεια, μήπως τυχαίνει να γνωρίζετε κάποιον καταρράκτη της Βενεζουέλας; Θα σας ήμουν υπόχρεη».
13
14
Retropolis
Κάτι με τραβά κ
Ο
Μηνάς ήταν για αρκετή ώρα ακίνητος. Σχεδόν ακίνητος. Κάθε τόσο μόνο έκανε ένα κλικ στο ποντίκι του υπολογιστή του. Κατά τα άλλα, θα έπρεπε να τον πλησιάσει πολύ κανείς για να ακούσει την ανάσα του και να διαπιστώσει ότι είναι ζωντανός. Τα μάτια του ήταν κόκκινα και στεγνά, σαν μουδιασμένα από την επίμονη επαφή με την οθόνη, ενώ τα χείλη του είχαν κι αυτά ξεραθεί από τη ζεστή του ανάσα. Μόνο κλικ. Κάθε ένα λεπτό περίπου, κλικ, χωρίς να κουνάει το χέρι του, μόνο ανεβοκατεβάζοντας το δείκτη του. Και έπειτα από ένα λεπτό, πάλι κλικ, στο ίδιο σημείο της οθόνης. Κάποτε σηκώθηκε, περπάτησε μέχρι την άλλη μεριά του δωματίου και ξαναγύρισε στο γραφείο του. Μετά πάλι το ίδιο. Πάνω κάτω. Περπατούσε σκυφτός, καθόλου περήφανος, καθόλου σίγουρος. Ζαρωμένος. Φοβισμένος. Χτύπησε η πόρτα. «Παρακαλώ;» φώναξε ο Μηνάς, που με το άκουσμα του ήχου των δαχτύλων πάνω στο ξύλο πετάχτηκε σαν να άκουγε κάτι τέτοιο για πρώτη φορά. Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ένας νεαρός, που έτεινε το πάνω μέρος του σώματός του προς τα μέσα του δωματίου, διατηρώντας όμως τη βάση του έξω, στο διάδρομο, από όπου ερχόταν ένας συνεχής θόρυβος, τον οποίο ανακουφιστικά συγκρατούσε μέχρι πριν από λίγο η κλειστή πόρτα. «Σας θέλει στο γραφείο του ο κύριος Ρηγόπουλος», είπε ο νεαρός. «Εντάξει». «Είπε το συντομότερο», πρόσθεσε ο νεαρός παίρνοντας ένα δυσάρεστο ύφος, γνωρίζοντας προφανώς ότι όταν δουλεύεις στην F&B και σε καλεί
στο γραφείο του ο κύριος Ρηγόπουλος, ακόμα και αν σε λένε Μηνά Αλεξίου, αυτό δεν μπορεί να είναι για καλό. «Εντάξει, εντάξει», απάντησε ο Μηνάς και, πριν προλάβει ο νεαρός να εξαφανίσει το υπόλοιπο μισό του σώμα από το δωμάτιο, του φώναξε: «Ε, συγγνώμη, χμ, μήπως έχεις ένα τσιγάρο;» Ο νεαρός τον κοίταξε στα μάτια με εμφανέστατη έκπληξη. Αυτή η ερώτηση ήταν πραγματικά μη αναμενόμενη. «Οχι, κύριε, δεν καπνίζω». Ούτε ο Μηνάς κάπνιζε. Ούτε επιτρεπόταν το κάπνισμα στο κτίριο της F&B. Αλλά αυτή ήταν η χειρότερη μέρα στη ζωή του. Από κινηματογραφικό ένστικτο περισσότερο, ένιωσε ότι ένα τσιγάρο θα τον βοηθούσε. Ο Μηνάς Αλεξίου δεν ήταν συνηθισμένος να βρίσκεται σε αδιέξοδο. Με υποτροφίες και διακρίσεις στα καλύτερα πανεπιστήμια σε Αγγλία και Αμερική, με προϋπηρεσία σε σπουδαίες εταιρείες στο εξωτερικό, πριν καλά καλά κλείσει τα τριάντα του, γύρισε στην Ελλάδα για να αναλάβει διευθυντής στο τμήμα εσωτερικών επιχειρήσεων της F&B, μιας σημαντικότατης χρηματιστηριακής διεθνούς εμβέλειας. Εκείνη την εποχή, πριν από δυο χρόνια περίπου, ήταν το νεότερο στέλεχος όλης της εταιρείας. Το χρυσό παιδί της. Εργασιομανής, αφοσιωμένος, ισχυρός στους επιχειρηματικούς κύκλους και με μηνιαία έσοδα που οι γονείς του, ένας ταξιτζής από το Πέραμα και μια γραμματέας, δεν τολμούσαν ούτε να ονειρευτούν όταν του εξηγούσαν κάποτε πόσο δύσκολο είναι να βγάζεις το ψωμί σου σ’ αυτό τον κόσμο. Στο μυαλό του Μηνά για χρόνια δεν υπήρχε τίποτα άλλο, εκτός από το πώς να πετύχει στον επιχειρηματικό κόσμο, πώς να βγάλει περισσότερα χρήματα, πώς να φέρει περισσότερα κέρδη στην εταιρεία του. Εργένης από τότε που θυμάται τον εαυτό του
Retropolis
ά κοντά σου του
Αθω Δημουλά
και σχετικά απομονωμένος από φίλους, τα βράδια που γύριζε σπίτι τα περνούσε χαζεύοντας τηλεόραση ή, καμιά φορά, συνεχίζοντας τη δουλειά από το λάπτοπ του. Απολάμβανε τον εαυτό του. Αγαπούσε τα ακριβά του κοστούμια, τις γραβάτες του, το χαρτοφύλακά του, το υπέροχο μαλακό του μπουρνούζι, την BMW του, το δερμάτινο καναπέ του, τα μανικετόκουμπά του. Αυτά ήθελε ο Μηνάς. Αυτά τον γέμιζαν. Ο μεγάλος λογαριασμός του στην τράπεζα, το αξιοζήλευτο γραφείο του στον 16ο όροφο της F&B και το όνειρό του ότι κάποτε θα γινόταν αφεντικό των σημερινών αφεντικών του. Ολα αυτά μέχρι πριν από δυο μήνες. Ηταν εκείνο το βράδυ Παρασκευής λοιπόν, που λόγω της αναβολής μιας προγραμματισμένης σύσκεψης, έχοντας γυρίσει σπίτι κατά τις οκτώ το βράδυ, εξαιρετικά νωρίς δηλαδή για τα δεδομένα του, ένιωσε για πρώτη φορά ίσως στη ζωή του αδρανής. Ανοιξε την τηλεόραση, αλλά δεν τον κράτησε τίποτα. Προσπάθησε να δει ακόμα και μπάλα που δεν έβλεπε ποτέ. Μπήκε στο ίντερνετ, διάβασε ένα δυο κείμενα που είχε σημειώσει να τσεκάρει, αλλά δεν είχε όρεξη. Ενιωθε μια νευρικότητα. Βαριόταν. Οταν ο οργανισμός είναι άμαθος στην απραξία, νικιέται πολύ εύκολα. Βγήκε από το σπίτι του, μπήκε στο γκαράζ, έβαλε μπροστά την BMW του αποφασισμένος να κάνει μια βόλτα να ξεσκάσει. Να οδηγήσει λίγο γρήγορα, να ανοίξει το παράθυρο να τον χτυπήσει ο αέρας, να ξεχαστεί, να μην αφήσει τον εαυτό του να νιώσει ότι βαριέται, να μην τον αφήσει να νιώσει μοναξιά, να μην τον αφήσει να αμφισβητήσει τις επιλογές του. Βγήκε στην Αμαλίας, κατέβηκε τη Συγγρού, επιτάχυνε, προσπέρασε διπλανά του ασήμαντα αυτοκίνητα, ένιωσε τον αέρα να του ξυπνάει τις αισθήσεις. Βγήκε στην παραλία, έφτασε μέχρι Γλυφάδα. Πέρασε ένα φανάρι με κόκκινο. Γέλασε δυνατά. Γιατί όχι; Ο Μηνάς Αλεξίου, ο πιο επιτυχημένος επιχειρηματί-
ας της γενιάς του, δικαιούται να κάνει και καμιά τρέλα πού και πού, ε; Γιατί όχι; Επιτάχυνε κι άλλο. Εκανε αναστροφή λίγο πριν από τη Βούλα και πάλι πίσω. Αλλαζε λωρίδες σαν τρελός, κόρναρε κιόλας αν κάποιος δεν του έκανε τη χάρη να παραμερίσει μπροστά στο μεγαλείο του. Ανεβαίνοντας τη Συγγρού κοίταξε το κοντέρ του: 160. «Μπορώ και καλύτερα», σκέφτηκε. Δεν τα κατάφερε όμως και παραλίγο να τρακάρει μάλιστα στο ύψος της Καλλιρόης, γιατί πολύ λογικά τις Παρασκευές το βράδυ η Συγγρού σε εκείνο το σημείο μαζεύει λίγη κίνηση. Τσατίστηκε. Με νευρικές κινήσεις μπήκε στην Πανεπιστημίου και έστριψε δεξιά να ανέβει προς Κολωνάκι να παρκάρει, να πάει σπίτι του, να τελειώνει. Και έτσι, ύστερα από υψηλές ταχύτητες και παραβάσεις, ύστερα από επικίνδυνη οδήγηση σε δρόμους ανοιχτούς και συνεπείς σε κάθε λογής ατυχήματα, ο Μηνάς βρήκε τη συμφορά στο στενάκι του σπιτιού του. Σε ένα δρόμο μια σταλιά, που ίσα που χωρούσε το αυτοκίνητό του. Επιτάχυνε παράλογα στρίβοντας να μπει στο γκαράζ, το αυτοκίνητο ανέβηκε στο πεζοδρόμιο σαν κήτος που ορμάει αυτοκτονικά στη στεριά και, πριν επαναφέρει τον έλεγχο, χωρίς να κοιτάει καλά καλά, σταμάτησε από μια απροσδόκητη σύγκρουση. Δεν κατάλαβε πού είχε σκουντήσει, μέχρι που βγήκε έξω και είδε στο πλάι του πεζοδρομίου πεσμένο άτσαλα και ακίνητο το σώμα ενός κοριτσιού. Ηταν μια 15χρονη κοπέλα που, όπως έμαθε αργότερα, έμενε στην ίδια πολυκατοικία με αυτόν και γυρνούσε σπίτι. Τους γονείς της τους γνώρισε στο νοσοκομείο το ίδιο βράδυ. Δεν ήταν επιθετικοί μαζί του. Ούτε καν του απευθύνθηκαν, αλλά κάποια στιγ-
15
16
Retropolis
μή η μητέρα του κοριτσιού, μέσα στην τραγικότητα της στιγμής, του έριξε ένα βλέμμα γεμάτο μίσος. Σαν να ήταν ο πιο αδίστακτος δολοφόνος. Ο Μηνάς Αλεξίου δολοφόνος. Ο Μηνάς Αλεξίου ο επιχειρηματίας, ο πετυχημένος, το παιδί θαύμα της F&B. Οι γιατροί είπαν ότι το κορίτσι δεν θα ξεπεράσει τον κίνδυνο για αρκετό καιρό, ότι είναι αρχικά αισιόδοξοι, αλλά ότι θα πρέπει να την κρατήσουν μέχρι να είναι σίγουροι. Το επόμενο πρωί ο Μηνάς δέχτηκε μια κλήση από έναν δικηγόρο. Οι γονείς τού είχαν κάνει μήνυση. Τον πρώτο καιρό πήγαινε στο νοσοκομείο καθημερινά. Ρωτούσε για την κοπέλα. Δεν υπήρχαν εξελίξεις. Μετά τον πρώτο μήνα, απλώς έπαιρνε τηλέφωνο στη γραμματεία του νοσοκομείο και ρωτούσε. Πριν από μια εβδομάδα, άφησε το τηλέφωνό του και ζήτησε να τον ενημερώσουν όταν το κορίτσι πάρει εξιτήριο. Τον πήραν σήμερα το πρωί. Και του είπαν ότι το κορίτσι δεν τα κατάφερε. Ο Μηνάς δέχτηκε το τηλεφώνημα στο γραφείο του, στον 16ο όροφο της F&B, μπροστά στον υπολογιστή του, μπροστά στα αρχεία του, μπροστά στα πολύτιμα έγγραφά του, μπροστά στο εσπρέσο του, μπροστά στην υπέροχη θέα σε Ακρόπολη και Λυκαβηττό. Επειτα σηκώθηκε και άρχισε να κόβει βόλτες πάνω κάτω στο γραφείο. Σκυφτός, με διστακτικά βήματα, φοβισμένα. Εκανε βόλτες για ώρα, μέχρι που το τηλέφωνο χτύπησε ξανά και του έκοψε την ανάσα. «Τι είναι πάλι;» σκέφτηκε, «Τι διάολο είναι πάλι;» Αν πρόσεχε καλύτερα, θα αναγνώριζε ότι είναι εσωτερική γραμμή, δεν θα μπορούσε να είναι από το νοσοκομείο, δεν θα μπορούσε να είναι ο δικηγόρος, δεν θα μπορούσε να είναι η μητέρα του παιδιού. Το σήκωσε με δισταγμό τη δέκατη
περίπου φορά. Αυτό θα έπρεπε να τον ανησυχήσει. Ενα χαρούμενο τηλεφώνημα δεν είναι ποτέ επίμονο. Ηταν ο Αντώνης, ο συνεργάτης του, ο βοηθός του από τον κάτω όροφο, ο άνθρωπος που εκτελεί τα πρότζεκτ που αναλαμβάνει ο Μηνάς. «Μηνά;» «Ελα, εσύ είσαι;» «Γιατί δεν το σηκώνεις; Τα έμαθες;» είπε ο Αντώνης και ακουγόταν τόσο ταραγμένος που ο Μηνάς δεν απάντησε τίποτα. «Μηνά; Εμαθες τα νέα της TERREL;» συνέχισε ο Αντώνης, και τότε ο Μηνάς κατάλαβε. Η TERREL ήταν το μεγάλο πρότζεκτ που είχε αναλάβει προσωπικά, που είχε εγγυηθεί για την επιτυχία του παρά τις ενστάσεις των ανωτέρων του. Είχε αποκλειστικές πληροφορίες και μια πολύ συγκεκριμένη λογική, σύμφωνα με την οποία η TERREL θα δεχόταν μια οικονομική βοήθεια από ένα γκρουπ Αράβων επενδυτών και οι μετοχές της θα πολλαπλασίαζαν την τιμή τους μέχρι το τέλος του χρόνου. Με την προτροπή του Μηνά, η F&B ξόδεψε ένα τεράστιο ποσό και απέκτησε το 38% της TERREL. «Με πήρε μόλις ο άνθρωπός μας από το συμβούλιο», συνέχισε ο Αντώνης γνωρίζοντας ότι μεταφέρει ένα καταστροφικό νέο, «Οι Αραβες έκαναν πίσω, Μηνά, η TERREL ανακοινώνει ότι βάζει λουκέτο από μέρα σε μέρα, ίσως και σήμερα». Και έπειτα από μια σιωπή λίγων δευτερολέπτων: «Λυπάμαι, Μηνά, ήταν στ’ αλήθεια μια καλή ιδέα». Μια καλή ιδέα που είχε κοστίσει στην F&B μια περιουσία. Ο κύριος Ρηγόπουλος δεν θα αργούσε να τον ζητήσει στο γραφείο του. Ετσι πέρασε η μέρα του Μηνά μέχρι το μεσημέρι, η χειρότερη μέρα της ζωής του, και τον βρήκε στον 16ο όροφο, στο υπέροχο γραφείο του με θέα σε Ακρόπολη και Λυκαβηττό, στο γραφείο όπου είχε κλείσει κάποιες από τις πιο σημαντικές συμφω-
Κάτι με τραβά
Retropolis
νίες της F&B, αντιμέτωπος με την απόλυτη αποτυχία. Συνέχισε να κόβει βόλτες. Από τη μια άκρη του γραφείου του στην άλλη. Τι σκεφτόταν; Τίποτα δεν σκεφτόταν. Δεν είχε τίποτα να λύσει, τίποτα να διορθώσει. Απλώς έπαιρνε μια παράταση, λίγο χρόνο. Φοβόταν. Στάθηκε μπροστά στο παράθυρο. Δεν κοίταζε τίποτα. Η όμορφη θέα δεν του έκανε εντύπωση. Την ήξερε καλά, την είχε συνηθίσει. Αυτό που δεν είχε συνηθίσει ήταν το ανοιχτό παράθυρο. Λόγω ύψους, τα παράθυρα στους επάνω ορόφους της F&B άνοιγαν δύσκολα και σπάνια. Εβαλε όμως λίγη δύναμη και το άνοιξε. Ο αέρας μπήκε δυνατά στο γραφείο, χτύπησε το πρόσωπό του. Ακούμπησε τους αγκώνες του στο περβάζι και κοίταξε κάτω. Κόλλησε το βλέμμα του στο πεζοδρόμιο. Κάτι τον τραβούσε σε εκείνο το σημείο. Εβρισκε κάτι ελκυστικό στην απόσταση, στην αιχμηρή διάθεση της τρέλας και της απελπισίας. Εκατσε αρκετή ώρα κοιτάζοντας εκείνο το συγκεκριμένο σημείο του πεζοδρομίου. Είκοσι λεπτά, ίσως και λίγο περισσότερο, μέχρι που τα μάτια του δάκρυσαν από τον αέρα. Επειτα έκατσε στο γραφείο του. Μπήκε στο YouTube και πληκτρολόγησε “twin towers suicide”. Είδε το βίντεο και μετά το ξαναείδε. Ηταν ακίνητος. Πατούσε μόνο το play ξανά και ξανά. Κλικ στο play κάθε που τελείωνε το βίντεο. Καμία άλλη κίνηση. Το είδε πάρα πολλές φορές. Κάποτε σηκώθηκε, περπάτησε μέχρι την άλλη μεριά του δωματίου και ξαναγύρισε στο γραφείο του. Μετά πάλι το ίδιο. Πάνω κάτω. Περπατούσε σκυφτός, καθόλου περήφανος, καθόλου σίγουρος. Ζαρωμένος. Φοβισμένος. Χτύπησε η πόρτα. «Παρακαλώ;» φώναξε ο Μηνάς, που με το άκουσμα του ήχου των δαχτύλων πάνω στο ξύλο πετάχτηκε σαν να άκουγε κάτι τέτοιο για πρώτη φορά. Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ένας νεαρός,
που έτεινε το πάνω μέρος του σώματός του προς τα μέσα του δωματίου, διατηρώντας όμως τη βάση του έξω, στο διάδρομο, από όπου ερχόταν ένας συνεχής θόρυβος, τον οποίο ανακουφιστικά συγκρατούσε μέχρι πριν από λίγο η κλειστή πόρτα. «Σας θέλει στο γραφείο του ο κύριος Ρηγόπουλος», είπε ο νεαρός. «Εντάξει». «Είπε το συντομότερο», πρόσθεσε ο νεαρός παίρνοντας ένα δυσάρεστο ύφος, γνωρίζοντας προφανώς ότι όταν δουλεύεις στην F&B και σε καλεί στο γραφείο του ο κύριος Ρηγόπουλος, ακόμα και αν σε λένε Μηνά Αλεξίου, αυτό δεν μπορεί να είναι για καλό. «Εντάξει, εντάξει», απάντησε ο Μηνάς και, πριν προλάβει ο νεαρός να εξαφανίσει το υπόλοιπο μισό του σώμα από το δωμάτιο, του φώναξε: «Ε, συγγνώμη, χμ, μήπως έχεις ένα τσιγάρο;» Ο νεαρός τον κοίταξε στα μάτια με εμφανέστατη έκπληξη. Αυτή η ερώτηση ήταν πραγματικά μη αναμενόμενη. «Οχι, κύριε, δεν καπνίζω». Ούτε ο Μηνάς κάπνιζε. Αλλά μέχρι εκείνη την ημέρα δεν είχε σκοτώσει ένα κοριτσάκι. Ούτε είχε κάνει οποιοδήποτε λάθος στη δουλειά του. Το χτύπημα, άνισης σημασίας βέβαια, παρέμενε διπλό. Συνέχισε να κάνει βόλτες. Πάνω κάτω, μέχρι που στάθηκε μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο. Κοίταξε το πεζοδρόμιο 16 ορόφους πιο κάτω. «Δολοφόνος», ψιθύρισε. Το πεζοδρόμιο πλέον του φαινόταν υπερβολικά μακρινό και θολό, σαν σύννεφο που τον τραβάει κοντά του. Και τότε έβαλε το κλάματα ο Μηνάς. Ο Μηνάς ο Αλεξίου, ο επιχειρηματίας, ο πετυχημένος, ο φιλόδοξος, ο αποφασιστικός.
βάει κοντά σου...
17
ΟΡΙΕΣ ΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤ Ο Π Ο Ρ Τ Η Μ ΟΙ ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ σία σε συνεργα σε συνεργασία ογιάννης ιχάλης Κακ Μ α µ υ ρ Ιδ µε το Ιδρυµα Μιχάλης µ Κακογιάννης ε το υν παρουσιάζο παρουσιάζουν t το projec το project
s i l o p o s i r l o p t o r Ret Re με την Υποστηριξή
Editorial Η εποχή του αισθήματος Σε λένε ρετρό γιατί έχεις μπολιάσει το ipod σου με χρατς βινυλίου, γιατί ανάμεσα στις ψηφιοποιημένες φωνές των σύγχρονων ηχογραφήσεων παρεμβάλλονται μπελκάντο ερμηνείες, γιατί ανάμεσα στα μπιτ και στις electro ατμόσφαιρες ξεπετάγονται βαλσάκια, τανγκό, slow fox ή χαμπανέρες άλλης εποχής. Εσύ όμως δεν νιώθεις το χρόνο σαν κάτι που υπάγεται σε αντικειμενικές συνθήκες. Τον μετράς στις δικές σου διαστάσεις: στη μελαγχολία ή τη χαρά σου. Για σένα δεν κάνει καμιά διαφορά το πότε και το πώς. Σου είναι αρκετό πως κάτι δηλώθηκε, ανοιχτό και ευπροσάρμοστο σε κάθε πιθανή κατάσταση στο διηνεκές. Κάποιος κάποτε αγάπησε, τραγούδησε, το ηχογράφησε. Κάποιοι κάποτε αγάπησαν, τον άκουσαν να τραγουδάει, ίσως τον χόρεψαν. Κάποιοι κάποτε αγάπησαν, τον ξέχασαν, χόρεψαν άλλα τραγούδια, και κάποιος κάποτε αγάπησε και συνάντησε τυχαία χαμένη στο χρόνο μια τραγουδισμένη αγάπη που έμοιαζε αφοπλιστικά με τη δική του. Και τη στιγμή που έπεσαν οι πρώτες στροφές, ένιωσε πως δεν είχε καμία σημασία αν αυτό το τραγούδι ο χρόνος το ξέχασε και το σκέπασε με τόνους σκόνης, στοιβάζοντας από πάνω του αμέτρητες άλλες μελωδίες και στιχάκια. Για εκείνον τίποτα δεν θα μπορούσε να μιλήσει με μεγαλύτερη σαφήνεια γι’ αυτό που νιώθει. Και το τραγούδι αυτό, το παλιό και ξεχασμένο, γίνεται ένας διαχρονικός ύμνος που γράφτηκε από την αρχή του κόσμου και θα παίζει ως το τέλος του. Το Retropolis είναι ένα πείραμα. Είναι δυνατόν να δούμε την αλήθεια μας αλλιώς; Τους έρωτες, τους εαυτούς μας και την πόλη; Οι συνοδοιπόροι μας, ορισμένοι από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νέας γενιάς. Επαιξαν με τραγούδια που όλοι έχουμε σιγοψιθυρίσει. Δεν τους βάλαμε περιορισμούς. Ζητούμενο ήταν το κομβικό σημείο που συναντιέται το τώρα με το τότε. Το αποτέλεσμα το χαρήκαμε όσο κι εκείνοι. Θέλουμε να πιστεύουμε όσο κι εσείς. Γιατί, τελικά, δεν υπάρχουν παλιά και νέα τραγούδια: η μόνη εποχή στην οποία υπάγονται τα τραγούδια είναι η εποχή του αισθήματος. Γεράσιμος Ευαγγελάτος
Οργάνωση, παραγωγή φωτογραφιών: Βάσια Αναγνωστοπούλου *Εκτός των φωτογραφιών των: Κρίνθη Ζήρα, Δάρνακες και Θανάση Αλευρά
Ευχαριστούμε: Τα ρούχα του βασιλιά, http://tarouxatouvasilia.com/ Τον κινηματογράφο Παλάς, Υμηττού 109, Παγκράτι Το Booze Cooperativa, www.boozecooperativa.com
Τεύχος 5 – Ανοιξη 2011 Τριμηνιαία περιοδική έκδοση www.metropolisnews.gr metropolis@metropolisnews.gr Τηλ. Επικοινωνίας: 210 48.23.977 - 48.16.710 Fax: 210 - 48.32.887
Τον hair stylist Αλέξανδρο Παρασκευαίδη για το χτένισμα εποχής. Το Ρακάδικο, Σολωμού 37, Αθήνα Τον Κυριάκο Αναγνωστόπουλο. Το Hellenic Motor Museum.
Matisse Οι Matisse δημιουργήθηκαν στις αρχές του 2000 και από τότε έχουν ξεχωρίσει με τους ιδιαίτερους ήχους τους, τις ευφάνταστες μελωδίες, αλλά και τη μεγάλη απήχηση που έχουν στο ελληνικό κοινό. Το νέο άλμπουμ των Matisse τιτλοφορείται "Rock ‘n' Roll Mafia" και χαρακτηρίζεται από καινούργιο ύφος, στιλ και ήχο. Οι Matisse είναι οι: Αρης Σιαφάς (Τραγούδι), Γιάννης Μασούρας (Μπάσο- Φωνητικά), Γρηγόρης Κόλλιας (Κιθάρα- Φωνητικά), Βασίλης Ζερβός (Κιθάρα), Νίκος Μανουσόπουλος (Drums).
1938
Μεταξύ μας
Στίχοι: Αιμίλιος Σαββίδης Μουσική: Μηνάς Πορτοκάλλης
Κι αν έχεις τώρα πουληθεί / κι αν κάποιος άλλος σε ποθεί και σ' αγκαλιάζει / να μη θαρρείς πως θα ντραπώ / μπροστά στον κόσμο να το πω / πως δε με νοιάζει Αφού το θέλησες εσύ / κάποιαν αγάπη μου χρυσή βαθειά να κάψω / γι' αυτή τη μαύρη συμφορά / σ' το λέω κι άλλη μια φορά πως δεν θα κλάψω Μεταξύ μας όλα έχουν πια τελειώσει / θα χαρούν σαν δε μας βλέπουνε μαζί / θα μπορεί να σ' αγαπά όποιος πληρώσει / αφού τώρα το ρομάντζο μας δεν ζει Μεταξύ μας όλα έχουν πια τελειώσει / είσαι ελεύθερη να ζήσεις, όπως θες / κι όταν κάποιος θα βρεθεί να σε πληγώσει θα γυρίζεις μες στους δρόμους και θα κλαις Κι αν δεν το θέλεις μια βραδιά / μέσα στην άστατη καρδιά παλμούς θα νιώσεις / για όσα μου 'κανες εσύ / νερό θα βάλεις στο κρασί θα μετανιώσεις Μα τότε σκέψου το καλά η ομορφιά / μη σε γελά πως τότε ίσως / στη θολωμένη μου ματιά αντί του έρωτα φωτιά / θα βρεις το μίσος
3
Belleville Οι Belleville σχηματίστηκαν στις αρχές του 2011 . Εμπνευση του ονόματος αποτέλεσε η ταινία του Sylvain Chomet "Les Triplettes de Belleville". Οι επιρροές τους ξεκινούν από την jazz και την blues, το swing του μεσοπολέμου και την μουσική για το θέατρο. Οι Belleville είναι oι: Δώρα Τσίγκα (Φωνή), Πάνος Μπίρμπας (Κιθάρα- φωνή), Λουκάς Γιαννακίτσας (Κόντρα μπάσο), Ειρήνη Αναστασίου (Tσέλο), Γιάννης Καφετζόπουλος (Πιάνο) , Χάρης Παπαεμμανουήλ (Tύμπανα).
1936
Κάτι με τραβά κοντά σου Στίχοι: Μιχάλης Γαϊτάνος Μουσική: Μιχάλης Σουγιούλ
Για σε τραγούδια ερωτικά / λέω τις νύχτες μυστικά με μια χαβάγια / με μιαν αρμόνικα τρελή / μ’ ένα τσιγγάνικο βιολί σου κάνω μάγια Αν μάθω που άλλον αγαπάς / όσο μακριά μου κι αν θα πας, θα σ’ έχω άχτι / από μια ψεύτρα σου ματιά / έπεσα μέσα στη φωτιά κι έγινα στάχτη Κάτι με τραβά κοντά σου / μα δεν ξέρω τι / Λαχταρώ τον έρωτα σου / πες μου το γιατί Ορκο παίρνω στ’ όνομά σου / πίνω και μεθώ / Κάτι με τραβά κοντά σου / όπου κι αν βρεθώ Σ’ αυτή τη σφαίρα που γυρνά / ο χρόνος πίκρες μας κερνά / αν θέλεις σκέψου / Πάψε τα λόγια τα πολλά / άσε τα σκέρτσα τα τρελά και συμμαζέψου Πρωτού κι εγώ σε βαρεθώ / έλα με βήμα πιο γοργό / έλα κοντά μου / Ελα στης νύχτας τη σιγή / Να μου γιατρέψεις μια πληγή απ’ την καρδιά μου Κάτι με τραβά κοντά σου / μα δεν ξέρω τι / Λαχταρώ τον έρωτά σου / πες μου το γιατί Ορκο παίρνω στ’ όνομά σου / πίνω και μεθώ / Κάτι με τραβά κοντά σου όπου κι αν βρεθώ
Ηρώ Σαΐα Σπούδασε φωνητική (σύγχρονο τραγούδι) στο Εθνικό Ωδείο.Είναι ένα από τα ιδρυτικά μέλη της μουσικοθεατρικής ομάδας Σπείρα-Σπείρα του Σταμάτη Κραουνάκη. Το 2010 παρουσίασε το ρεσιτάλ «Γυναίκα Τριαντάφυλλο», με την υπογραφή του Σταμάτη Κραουνάκη. Η παράσταση ηχογραφήθηκε και στα τέλη Ιουλίου κυκλοφόρησε στο εμπόριο αποτελώντας το πρώτο προσωπικό δισκογραφικό της βήμα.
5
Tareq Ο Tareq γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1983. Επηρεασμένος από την ηλεκτρονική μουσική σκηνή, άρχισε να ασχολείται με τη μουσική παραγωγή, το dj-ing και το τραγούδι. Το 2002 δημιούργησε τη nu-electro μπάντα TechSoir, στην οποία μέχρι το 2009 ήταν frontman. Το πρώτο προσωπικό άλμπουμ του , “Cocoon” κυκλοφορεί από την Undo Records.
1927 Μισιρλού
Στίχοι/Μουσική: Νίκος Ρουμπάνης Μισιρλού μου, η γλυκιά σου ματιά / φλόγα με ’χει ανάψει μες στην καρδιά / αχ γιαχαμπίμπι, αχ γιαλελέλι, αχ / τα δυο σου χείλη στάζουνε μέλι, αχ Αχ, Μισιρλού / τρέλα θα μ’ έρθει, δεν υποφέρω πια / αχ, θα σε κλέψω μέσ’ απ’ την Αραπιά / Αχ, Μισιρλού / τρέλα θα μ’ έρθει, δεν υποφέρω πια αχ, θα σε κλέψω μέσ’ απ’ την Αραπιά / Μαυρομάτα, Μισιρλού μου τρελή / η ζωή μου αλλάζει μ’ ένα φιλί / αχ γιαχαμπίμπι, μ’ ένα φιλάκι, αχ / απ’ το δικό σου το στοματάκι, αμάν Αχ, Μισιρλού / τρέλα θα μ’ έρθει, δεν υποφέρω πια / αχ, θα σε κλέψω μέσ’ απ’ την Αραπιά / Αχ, Μισιρλού, / τρέλα θα μ’ έρθει, δεν υποφέρω πια / αχ, θα σε κλέψω μέσ’ απ’ την Αραπιά / Αχ, Μισιρλού
Σόφι Κωνσταντινίδου Η Σόφι Κωνσταντινίδου κατάγεται από την Κύπρο, μεγάλωσε στο Λουτράκι Κορινθίας και πλέον ζει στην Αθήνα. Είναι μέλος της Spanish Dance Society ως χορεύτρια και δασκάλα flamenco. Τα τελευταία χρόνια σκηνοθετεί, χορογραφεί και τραγουδάει στο μουσικοχορευτικό ,με θεατρικά στοιχεία, σχήμα Sal.a.t.a.
1936 Σε λυπάμαι
Στίχοι: Κώστας Κιούσης, Σώτος Πετράς Μουσική: Κώστας Γιαννίδης
Δεν με νοιάζει / που σε βλέπω κάθε βράδυ / κι ένας άλλος σ’ αγκαλιάζει / δεν με νοιάζει Δεν πειράζει / που γυρίζω μοναχός μου / και με τρώει το μαράζι / δεν πειράζει Δεν αξίζει να πονά / κανείς για σένα / μη νομίζεις / πως ακόμα σ’ αγαπώ Αλλά πρέπει από συμπόνια / αφού κάποτ’ είχες κλάψει / και για μένα / να σου το πω Σε λυπάμαι / μη νομίζεις πως ζηλεύω / σε λυπάμαι / κι όπου να ’μαι / δυνατά θα σ’ το φωνάζω / σε λυπάμαι Σε λυπάμαι / για την τόση την κατάντια σου / για τα λούσα τα μπιζού / και τα διαμάντια σου Το κορμί σου να πουλάς / κι όποιον να ’ναι να φιλάς / σε λυπάμαι, / μη γελάς Μη νομίζεις / πως το παν είναι τα πλούτη / όπως σκέπτεσαι κι ελπίζεις / μη νομίζεις Για φαντάσου / ότι κάθε βράδυ θα ’χεις / κι έναν άλλονε κοντά σου / για φαντάσου Συλλογίσου / ότι μες στην αγκαλιά σου / θε’ να γέρνει ο καθένας μια βραδιά / και θα είσ’ αναγκασμένη δίχως κέφι / να του δίνεις τα φιλιά σου / χωρίς καρδιά Σε λυπάμαι...
7
Ελεάννα Ζεγκίνογλου Η Ελεάννα Ζεγκίνογλου γεννήθηκε το 1977 στην Αθήνα. Στα τελη του 2004 δημιούργησε το γυναικείο σύνολο εγχόρδων και κρουστών «Αρωμα Γυναίκας». Στις αρχες του Φεβρουαριου 2010, κυκλοφόρησε το πρώτο της ολοκληρωμένο δισκογραφικό πόνημα απο τη SONY music σε επιμέλεια Γιώργου Ανδρέου, φέροντας το γενικό τίτλο «Ενα ταξίδι που δεν έκανες ποτέ» με τραγούδια και μουσικές δικές της, του ίδιου και άλλων δημιουργών.
Δε σου πάει το πάχος Δημητράκη Στίχοι/Μουσική: Αττίκ
1930
Είχα ένα φίλο Δημητράκη, ξακουστό / στην πολυφαγία και στη λαιμαργία / Που όταν δεν πεινούσε έτρωγε μόνο ένα ψητό, / λίγα μακαρόνια και τριάμισι πεπόνια Ηταν μεν παχύς αλλά φαινόταν ευτυχής / με μια στρογγυλίτσα, όμορφη κoιλίτσα / Μέχρι τη στιγμή όπου παντρεύτηκε ο φτωχός / κι άρχισε η κυρά του να γκρινιάζει συνεχώς: Δε σου πάει το πάχος Δημητράκη / Κάνε πια και δίαιτα λιγάκι / Πρέπει να αποφεύγεις τα πολλά πιοτά, / σούπες, μακαρόνια και ζαχαρωτά Μην κοιμάσαι πια το μεσημέρι, / πήγαινε πεζή σ’ όλα τα μέρη, / τρώγε το βραδάκι μόνο γιαουρτάκι / Ακουσε κι εμέ που σου μιλώ / Για το καλό! Αρχισε να κόβει ό,τι του ’λεγε αυτή, / το ψωμί, το ρύζι για ν’ αδυνατίζει / Μπήκε σαν να λέμε σε μια δίαιτα σωστή / και σε δυο βδομάδες είχε χάσει ογδόντα οκάδες Οσο όμως αυτός δεν καταντούσε σκελετός / έμενε η καημένη παραπονεμένη / Ηθελε ακόμα να της γίνει πιο κομψός / κι έβαζε τους φίλους να του λένε διαρκώς: Δε σου πάει το πάχος Δημητράκη / Κάνε πια και δίαιτα λιγάκι / Πρέπει να αποφεύγεις τα πολλά πιοτά, / σούπες, μακαρόνια και ζαχαρωτά Μην κοιμάσαι πια το μεσημέρι, / πήγαινε πεζή σ’ όλα τα μέρη, / τρώγε το βραδάκι μόνο γιαουρτάκι / Ακουσε κι εμέ που σου μιλώ / Για το καλό! Πέρασε καιρός όταν λαμβάνω ένα πρωί / ένα μαύρο γράμμα μούσκεμα στο κλάμα / Που έγραφε πως πέθανε από καταρροή / κι η γλυκιά συμβία με καλούσε στην κηδεία Δεν είδα ποτέ μου να ’ναι τόσοι διευθυνταί / εστιατορίων στο νεκροταφείον / Τι φωνές, τι κλάματα στο «Δεύτε ασπασμόν!» / Μέχρι που ο παπάς του έψαλε ως χαιρετισμόν: Δε σου πάει το πάχος Δημητράκη / Κάνε πια και δίαιτα λιγάκι / Πρέπει να αποφεύγεις τα πολλά πιοτά, / σούπες, μακαρόνια και ζαχαρωτά Μην κοιμάσαι πια το μεσημέρι, / πήγαινε πεζή σ’ όλα τα μέρη, / τρώγε το βραδάκι μόνο γιαουρτάκι / Ακουσε κι εμέ που σου μιλώ / Για το καλό!
Το Δίδυμο
Χρήστος Μουστάκας O Χρήστος Μουστάκας γεννήθηκε και ζει στο Κερατσίνι. Μέλος της Ομάδας Ελληνικού Μουσικού Θεάτρου Σπείρα-Σπείρα από το 2001, έχει συμμετάσχει σε όλες σχεδόν τις παραγωγές της ομάδας μέχρι σήμερα.
Το Δίδυμο εμφανίστηκε στη δισκογραφία το 2005 με το δίσκο «Το φαινόμενο των Διδύμων». Μέχρι σήμερα έχουν συνεργαστεί με καλλιτέχνες όπως η Μελίνα Τανάγρη, ο Ρένος Χαραλαμπίδης, ο Κωστής Μαραβέγιας και το Τρίφωνο.
1938
Θα σ' εκδικηθώ
Στίχοι/Μουσική: Θόδωρος Παπαδόπουλος
Μην μου πεις πως μ' αγαπούσες / κάθε μέρα μ' απατούσες / στον καθένα μοίραζες φιλιά Με το ψέμα ήσουν πλασμένη / μες στο αίσχος βουτηγμένη / γλένταγες σε κάθε αγκαλιά Μη θαρρείς ότι δεν θα σ' εκδικηθώ / μια στερνή απονιά σου σαν θυμηθώ άπονη ήταν η καρδιά σου / ψεύτικα τα δάκριά σου / και η αγάπη σου θα 'ναι ψευτιά Θα σ' εκδικηθώ / με όποιον και να 'σαι / θα σ' εκδικηθώ / να το θυμάσαι Με πλήγωσες δεν το ξεχνάω / θα σ' εκδικηθώ γιατί πονάω
9
Κώστας Δαλακούρας
Κρίνθη Ζήρα
Ο Κώστας Δαλακούρας γεννήθηκε στο Ναύπλιο το 1967. Ασχολείται με βίντεο και μουσική σύνθεση, sound design, ψηφιακή επεξεργασία ήχου και remixes. Γράφει μουσική για ταινίες μικρού μήκους, video dances, video art και θεατρικές παραστάσεις. To 2010, ίδρυσε με τον συνεργάτη του Γιάννη Σκουρλέτη την ομάδα Βijoux de Κant.
1935
Η Κρίνθη Ζήρα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1984 και παρακολούθησε μαθήματα πιάνου, βυζαντινής μουσικής και κλασικού χορού. Κατά περιόδους έχει λάβει μέρος σε συναυλίες-αφιερώματα στους Mozart και Χατζιδάκι, αλλά και σε αρκετά νεανικά γκρουπ στην Αθήνα και στην Κέρκυρα.
Μαραμένα τα γιούλια Στίχοι/Μουσική: Αττίκ
Χτες αργά με ψυχή φορτωμένη / από θλίψη για σε περισσή / πήγα μόνος να δω τι απομένει / από τον κήπο που πότιζες εσύ. Την πορτούλα ο κισσός έχει κλείσει / μήπως ξένος κανείς την διαβεί / κι έχει ο χρόνος μ' αγκάθια στολίσει / τη βρυσούλα που μένει πια βουβή Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες / μαραμένα και τα γιασεμιά / μαραμένες κι οι ελπίδες μου όλες / στης καρδιάς μου τη μαύρη ερημιά Στη γωνίτσα που άλλοτε ανθούσε / μέσα στα άνθη η δική μας χαρά / ενώ ο κήπος τριγύρω πενθούσε / μέσα μ' ένιωσα τέτοια συμφορά. Ως το βράδυ μονάχος μιλούσα / σαν να σε είχα κοντά μου μαζί / κι όταν νύχτωσε εκεί που γυρνούσα / είπα: «Να ζει κανείς η να μη ζει»
Δάρνακες Οι Δάρνακες δημιουργήθηκαν το 2002 στη Θεσσαλονίκη. Το ύφος τους που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως Balkan Gypsy Post με στοιχεία punk ska, prog και indy rock και ethno. Το άλμπουμ “Libra, το προξενιό της Αντιγόνης” κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 2010 και έρχεται να εδραιώσει τους Δάρνακες ως ένα δυναμικό ελληνικό σχήμα με το δικό του ξεχωριστό ήχο.
1938
Ασε τον παλιόκοσμο να λέει Στίχοι: Αλέκος Σακελλάριος Μουσική: Μιχάλης Σουγιούλ
Δεν το ’χαμε καλοσκεφτεί, γιατί χωρίσαμε, γιατί / αφού, πώς θέλεις να σ’ το πω, και μ’ αγαπάς και σ’ αγαπώ / Λόγια του κόσμου μην ακούς, έχεις να κάνεις με κακούς / γύρνα και πάλι στα παλιά και μη συγχύζεσαι σταλιά Μη μου είσαι θυμωμένο, έλα που σε περιμένω / κι άσε τον παλιόκοσμο να λέει, να λέει, να λέει / Το φιλί σου είναι μέλι, φίλα με και μη σε μέλει / κι άσε τον παλιόκοσμο να λέει, να λέει ό,τι θέλει Δεν ήρθες χτες ούτε προχτές κι ήταν οι μέρες μου φριχτές / γιατί τα δάκρυα κι οι λυγμοί δεν με αφήσανε στιγμή / Να χωριστούμε δεν βαστώ, ούτε και θα ’τανε σωστό / ρίξε μου δυο ματιές γλυκές κι άσε τις γλώσσες τις κακές Μη μου είσαι θυμωμένο, έλα που σε περιμένω / κι άσε τον παλιόκοσμο να λέει, να λέει, να λέει / Το φιλί σου είναι μέλι, φίλα με και μη σε μέλει / κι άσε τον παλιόκοσμο να λέει, να λέει ό,τι θέλει
11
Marietta Fafouti and Band
Η Μαριέττα ήταν ήδη 15 χρόνων όταν ακούμπησε για πρώτη φορά τα χέρια της στο πιάνο. Τα τελευταία 6 χρόνια έχει γράψει μουσική για ταινίες, ντοκιμαντέρ, τηλεοπτικές παραγωγές, διαφημίσεις, θεατρικές παραστάσεις και μιούζικαλ και είχε την ευκαιρία να συνεργαστεί με πολλούς σκηνοθέτες, παραγωγούς μα, και άλλους καλλιτέχνες. Το φθινόπωρο του 2010 κυκλοφόρησε ο πρώτος της προσωπικός δίσκος "Try A Little Romance", από την Inner Ear, ένα ντεμπούτο με τραγούδια και στίχους που έχει γράψει και ερμηνεύει η ίδια, σε παραγωγή του Ottomo.
1938 Ζεχρά
Στίχοι: Αιμίλιος Σαββίδης Μουσική: Μιχάλης Σουγιούλ
Μες στους δρόμους της Βαγδάτης / είδαν την κορμοστασιά της / και ζηλέψανε / Και μια νύχτα δίχως άστρα / μπήκαν στα ψηλά τα κάστρα / και την κλέψανε Ετσι το ΄θελε η τύχη / και η Ζεχρά σε έναν σεΐχη / παραδόθηκε / και από τότε στο φεγγάρι / κλαίει κάποιο παλικάρι / που προδόθηκε Ζεχρά, / πίστεψε με, Ζεχρά, / πως πονώ κι υποφέρω / δε σε λησμονώ. Ζεχρά, / με δυο χείλη ωχρά / τ΄όνομά σου προφέρω / κλαίω και θρηνώ. Γύρω μου είν΄ όλα νεκρά / σου τ΄ορκίζομαι Ζεχρά.
Ζητάτε να σας πω
1930
Στίχοι/Μουσική: Αττίκ
Ζητάτε να σας πω / τον πρώτο μου σκοπό / τα περασμένα μου γινάτια / ζητάτε είδα μάτια / με σκίζετε κομμάτια Σε μια παλιά πληγή / που ακόμα αιμορραγεί / μη μου γυρνάτε το μαχαίρι / αφού ο καθένας ξέρει / τι πόνο θα μου φέρει Είναι πολύ σκληρό / να σου ζητούν να τραγουδήσεις / έναν παλιό σκοπό / που προσπαθείς να λησμονήσεις Στο γλέντι σας αυτό / δε θα 'τανε σωστό / αντί για άλλο πιοτό / να πιω εγώ φαρμάκι / μ' ένα τέτοιο τραγουδάκι Γελάτε ειρωνικά / και λέτε μυστικά / ίσως με κάποια καταφρόνια / μια και περάσαν χρόνια / εσύ τι κλαις αιώνια Γιατί βαρυγκωμείς / δεν είδαμε και 'μεις / μια ομορφιά σ' αυτή τη ζήση / δεν πήραμε απ' τη φύση / καρδιά για ν' αγαπήσει Αχ, δεν είν' οι καρδιές / όλες το ίδιο καμωμένες / ούτε κι οι ομορφιές / στον κόσμο δίκαια / μοιρασμένες Και εδώ στη συντροφιά / σε κάθε ρουφηξιά / ξεχνώ μιαν ομορφιά / που γέμιζε μεράκι / το παλιό μου τραγουδάκι
Γιώργης Χριστοδούλου
Ο Γιώργης Χριστοδούλου κατάγεται από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.Μεγάλωσε στο κέντρο της Αθήνας. Ξεκίνησε να τραγουδάει με την Αρλέτα και συνέχισε με συναυλίες του Νότη Μαυρουδή,της Ομαδικής Απόδρασης και άλλων συνθετων. Ο πρώτος γαλλόφωνος και ισπανόφωνος δίσκος του "Flaneur" κυκλοφόρησε το Μάρτιο του 2011 στην Ελλάδα και την Ισπανία και αναμένεται το καλοκαίρι να κυκλοφορήσει σε Αργεντινή, Βέλγιο και Γαλλία από την Espa/Sgae και την WTPL musique.
13
Στάθης Δρογώσης Ο Στάθης Δρογώσης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Υπήρξε τραγουδιστής και ένας από τους βασικούς συνθέτες του συγκροτήματος Τα φώτα που σβήνουν, ενώ από το 2001 και τη διάλυση του συγκροτήματος συνεχίζει αυτόνομα. Το 2010 δημιουργεί τη δική του δισκογραφική εταιρεία "ANTELMA MUSIC" και κυκλοφορεί τον τέταρτο προσωπικό του δίσκο με τίτλο «Ομορφη ζωή».
1918
Από μέσα πεθαμένος Στίχοι / Μουσική: Αττίκ
Τον καιρό που μ’ αγαπούσες με ρωτάς ένα πρωί / στην κουβέντα μας επάνω τι 'ναι άραγε η ζωή τότε γύρισα και σου ’πα γι’ άλλους είναι το κρασί / γι’ άλλους δόξα γι’ άλλους πλούτη μα για μένα είσαι εσύ Τώρα που άλλαξε η καρδιά σου κι έναν άλλο αγαπάς / απορείς μου λεν ακόμη η δική μου πως χτυπά / μήπως τάχα σαν κι εμένα δεν είν’ άνθρωποι πολλοί / από μέσα πεθαμένοι και απόξω ζωντανοί
Cyanna Οι Cyanna (προφέρεται σι-άνα) αποτελούν ένα ιδιαίτερα δραστήριο συγκρότημα με rock 'n roll ήχο και έντονα ηλεκτρονικά στοιχεία, αντλώντας επιρροές από τα '60ς μέχρι και σήμερα. To νέο τους άλμπουμ με τίτλο "End Is Near" κυκλοφορεί από τη Sony Music. Οι Cyanna είναι οι: Νick Sid: (Piano & Synth), Spyreas Sid (Vocals), Anthony (Guitars), Jason (Drums).
1933
Ο διαβάτης της ζωής μου
Στίχοι/Μουσική: Αττίκ
Ερημος βαρύς και μόνος / σέρνομαι μες στη ζωή / κάθε βήμα μου είναι πόνος / μα τον ξένο πόνο ποιος τον εννοεί Δίχως σπίτι, δίχως σόϊ / περπατώ εδώ κι εκεί / και χτυπώ το κομπολόϊ / που μου χάρισαν στον κόσμο οι κακοί Ορφάνεψα από μάνα και πατέρα / και λάτρεψα τον μόνο μ' αδελφό / που φρόντιζε κι εγώ ν' ανατραφώ Εζούσαμε ενωμένοι μα μια μέρα / το σπίτι μας πωλεί το πατρικό / τ' ολόχρυσο τ' αμπέλι το χωράφι που έβγαζε σταφύλι έτσι γλυκό Και φεύγει με μια βρόμα μ' ένα κουρέλι Κι από τότες ο καημένος / παντού βάρος / παντού ξένος
15
Θανάσης Αλευράς O Θανάσης Αλευράς είναι ηθοποιός, απόφοιτος του Θεάτρου Τέχνης. Το 2007 τιμήθηκε με το βραβείο Δημήτρης Χορν για την ερμηνεία του στους «Ηρωες» της Ελένης Γκασούκα.
Προκόπης Πολίτης O Προκόπης Πολίτης ασχολείται επαγγελματικά με το τραγούδι σε μεγάλα η μικρά προγράμματα σε μουσικές σκηνές, καθώς και στο θέατρο. Εχει συνεργαστεί με διάφορους καλλιτέχνες, όπως ο Μάριος Φραγκούλης, ο Μανώλης Μητσιάς, ο Μπάμπης Στόκας, ο Γιώργος Περαντακος, ο Dasho Kourti κά.
1936 Ξενομανία
Στίχοι: Κώστας Κοφινιώτης Μουσική: Μιχάλης Σουγιούλ
Oλες κι όλοι τώρα / έχουν πάρει φόρα / η ξενομανία τους τραβά Τρέλα που τους δέρνει / συζητούν σαν ξένοι / αγγλικά κουτσά στραβά Προφορά αλλάζουν / τι κι αν δε σκαμπάζουν / ούτ’ ελληνικά καλά καλά Κι όποιον συναντήσεις / είναι ν’ απορήσεις / τέτοια λόγια σου μιλούν Oh mile pardon, πώς είστε, καλά / Oh how do you do my dear / Καθένας τώρα έτσι μιλά / Oh how do you do my dear Κι ακούς στο δρόμο όλα τα θηλυκά / να συζητούνε ελληνοαγγλικά / Oh mile pardon, πώς είστε, καλά / Oh how do you do my dear Κάνουν τις καμπόσες / λεν πως ξέρουν γλώσσες / με δυο λέξεις ξένες που μιλούν Λεν πως έχουν ζήσει / χρόνια στο Παρίσι / κι όλο γαλλικά μιλούν Αλλαξαν κι οι τρόποι / γίναμε Ευρώπη / ξένοι όλοι να φαίνονται ζητούν Και τους Μενιδιάτες / σαν αριστοκράτες / τους ακούς να χαιρετούν Oh mile pardon, πώς είστε, καλά / Oh how do you do my dear / Καθένας τώρα έτσι μιλά / Oh how do you do my dear Κι ακούς στο δρόμο όλα τα θηλυκά / να συζητούνε ελληνοαγγλικά / Oh mile pardon, πώς είστε, καλά / Oh how do you do my dear
1939
Ακόμα ενα ποτηράκι Στίχοι/Μουσική: Σωτηρία Ιατρίδου
Βαγγέλης Ασημάκης Ο Βαγγέλης Ασημάκης γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου του 1974 στην Αθήνα και σε ηλικία 8 ετών ξεκίνησε μαθήματα κλασικής κιθάρας στο Ελληνικό Ωδείο. Η πρώτη του προσωπική δισκογραφική δουλειά «Οπου κι αν πήγα» έρχεται το 2008 και μας παρουσιάζει ο Μικρός Ηρως. To 2011 εμφανίζεται στο Σταυρό του Νότου με τον Γιώργο Περαντάκο και μαζί παρουσιάζουν ένα εντυπωσιακό και μη αναμενόμενο πρόγραμμα.
Μια κομψή μονταίν σαν κι εμένα / δεν μπορεί να τα ’χει χαμένα Δεν μπορεί να τρέχει στις ταβέρνες / και να πίνει κρασί Ομως μ’ ένα-δυο ποτηράκια / φεύγουν της καρδιάς τα φαρμάκια / και φωνάζω μέσα στη χαρά μου / αγάπη μου χρυσή Ακόμα ένα ποτηράκι / ακόμα ένα τραγουδάκι / στον κόσμο που βρέθηκα / τα πάντα βαρέθηκα / αγάπες και πίκρες και φαρμάκι Ακόμα λίγο κοκκινέλι / ακόμα λιγάκι / τι σας μέλει / μου φέρνει μια ζάλη μέσα στο μυαλό / και τότε ξέρω να χαμογελώ Ακόμα ένα ποτηράκι…
17
Full Tattoo Οι “Full Tattoo” είναι ένα ηλεκτροακουστικό, pop-rock, σχήμα που παίζει ελληνικές & ξένες διασκευές. Η πρώτη τους ζωντανή εμφάνιση έλαβε χώρα τον Νοέμβριο του 2008 στο Bourbon Bar και έκτοτε οι “Full Tattoo” έχουν συνεχή παρουσία σε νυχτερινά μαγαζιά και μουσικές σκηνές στην Αθήνα και την επαρχία. Τους Full Tattoo αποτελούν οι: Αλέξης Καζακόπουλος, Άλεξ Χρυσοστομίδης, Gary Frad και Στέφανος Γιωτίτσας.
1937
Είμαι ερωτευμένος με τα μάτια σου Στίχοι: Κώστας Κοφινιώτης Μουσική: Γιάννης Βέλλας
Για τα δυο σου μάτια τα γαλάζια / που ’ναι όλο χάδι κι όλο νάζια / κάθε μου αγάπη έδιωξα παλιά / και γυρνώ μες στα κρασοπουλειά Τι κι αν με ψευτιές με ξεγελούνε / τι κι αν άλλους μ’ έρωτα κοιτούνε / δεν μπορώ στιγμή εγώ να τ’ αρνηθώ / κι άλλα μάτια να ερωτευτώ Είμ’ ερωτευμένος με τα μάτια σου / σ’ το ’χα πει και πάντα θα σ’ το λέω / Κι αν τα χάσω μπρος στα σκαλοπάτια σου / νύχτες αξημέρωτες θα κλαίω Μπορώ να γίνω και φονιάς / κι ας γελά μαζί μου ο ντουνιάς, / είμ’ ερωτευμένος με τα μάτια σου / σ’ το ’χα πει και πάντα θα σ’ το λέω Σαν να έχουν φεύγει απ’ τα ουράνια / και κοιτούν με τόση περηφάνια / τα ματάκια αυτά που ανάβουνε φωτιές / και που λέν’ του κόσμου τις ψευτιές Μπρος της χαμηλώνουνε τ’ αστέρια / κι έρχονται οι βλάμηδες στα χέρια / μάτια που όποιος τα ’δε μόνο μια βραδιά / έπαθε ζημιά μες στην καρδιά Είμ’ ερωτευμένος με τα μάτια σου / σ’ το ’χα πει και πάντα θα σ’ το λέω / Κι αν τα χάσω μπρος στα σκαλοπάτια σου / νύχτες αξημέρωτες θα κλαίω Μπορώ να γίνω και φονιάς / κι ας γελά μαζί μου ο ντουνιάς, / είμ’ ερωτευμένος με τα μάτια σου / σ’ το ’χα πει και πάντα θα σ’ το λέω
Empty Frame Οι Empty Frame είναι ένα alternative rock συγκρότημα από την Αθήνα. Είναι μαζί από τον Νοέμβριο του 2005. Υστερα από εντατική δουλειά δύο ετών ολοκλήρωσαν μόλις το πρώτο τους δίσκο, ο οποίος αναμένεται να κυκλοφορήσει μέσα στο 2011. Οι Empty Frame είναι οι: Αντώνης Βαβαγιάννης (πιάνο, κιθάρα, φωνή), Καίτη Πάντζαρη (τσέλο), Χρήστος Καλλιμάνης (κιθάρα), Παναγιώτης Φέτσης (μπάσο, φωνή), Μπάμπης Βασιλειάδης (τύμπανα) και Νίκος Σολωμός (βιολί).
1938
Πόσο λυπάμαι
Στίχοι: Βασίλης Σπυρόπουλος, Πάνος Παπαδούκας Μουσική: Κώστας Γιαννίδης
Πολλές αγάπες γνώρισα, αγάπησα και χώρισα / μα όπου κι αν γυρνούσα, εσένα ζητούσα / Στα όνειρα τα χίλια μου, σε γύρευαν τα χείλια μου / σε γύρευε η ψυχή μου και πόθοι κρυφοί μου Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα / πριν να γνωρίσω εσένα, που πρόσμενα καιρό / μα πώς φοβάμαι πως ίσως μια μέρα σε χάσω / γιατί να σε ξεχάσω ποτέ δεν θα μπορώ... Γείρε κοντά μου, αγάπη γλυκιά μου / θέλω ακόμα ξανά να σου πω... Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα / πριν να γνωρίσω εσένα, που πρόσμενα καιρό / μα πως φοβάμαι πώς ίσως μια μέρα σε χάσω / γιατί να σε ξεχάσω ποτέ δεν θα μπορώ...
19
Χάρης Αττώνης Γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε media και performing arts στην Αγγλία, καθώς και υποκριτική και τραγούδι στην Αθήνα. Το 2010 δημιούργησε την ομάδα Degree Zero ανεβάζοντας την παράσταση "Rejected" σε σκηνοθεσία Γ. Σαρακατσάνη και μουσική Tareq, ενώ συμμετείχε στο πρώτο προσωπικό CD του Tareq "Cocoon" (στίχοι - ερμηνεία).
1938
Πέρσι τέτοιον καιρό Στίχοι: Κώστας Μάνεσης, Κρέοντας Ρηγόπουλος Μουσική: Κώστας Γιαννίδης
Το καινούργιο το φεγγάρι / πάλι μου θυμίζει πάλι / τότε που σ’ αγαπούσα και πάντα ζητούσα / κλεφτά να σου πάρω φιλί Μου θυμίζει τόσα βράδια / βράδια όλο φιλιά και χάδια / όλα τ’ άστρα γελούσαν / θαρρείς και μιλούσαν μαζί μας γι’ αγάπη τρελή Πέρσι τέτοιον καιρό / μ’ αγαπούσες, σ’ αγαπούσα / μας μεθούσε η ζωή / με του πόθου την πνοή Κι όμως ο χρόνος σαν δολοφόνος / σκότωσε όλα, τι τέλος σκληρό πέρσι τέτοιον καιρό / αγαπιόμαστε θαρρώ Τραγουδούσε η πλάση όλη / στης καρδιάς το περιβόλι / πέρσι που ήσουν κοντά μου / ελπίδα χαρά μου / σκοπός της ζωής μου εσύ Σε ένα βλέμμα σου και μόνο / λησμονούσα κάθε πόνο / η ψυχή μου μεθούσε / θαρρείς και πετούσε / το πλάνο του ονείρου νησί
Tία Μενούτη H Tία Μενούτη σπούδασε Θέατρο στις σχολές του Κώστα Καζάκου και του Γιώργου Κιμούλη ,σύγχρονο τραγούδι με τους Νίκο Παναγιωτόπουλο και Στέλλα Χροναίου και κλασσικό τραγούδι στο Ωδείο Athenaeum-Μαρία Κάλλας με τη Μαρίνα Κρίλοβιτς. Από το 2010 είναι μέλος της θεατρικής ομάδας Degree zero. Φέτος πρωταγωνιστεί στο ''REJECTED'' των Γιάννη Σαρακατσάνη και Degreezero, που αποτελεί την πρώτη της δουλειά στο θέατρο.
1921
Σαν όνειρο μαγευτικό
Στίχοι: Γιώργος Πρινέας Μουσική: Νίκος Χατζηαποστόλου
Οταν σε πρωταντίκρισα / όταν σε πρωτοείδα / μες στην ψυχή μου ένιωσα / κάποια κρυφή ελπίδα. Πως μια μέρα αγάπη μου / θα βρίσκομαι κοντά σου / να παίρνω τα φιλάκια σου / να ζω στην αγκαλιά σου. Σαν όνειρο μαγευτικό / που μια στιγμή γεννιέται / με κάποιο πόνο μυστικό / ποτέ δεν λησμονιέται. Μες στη φτωχή μου την καρδιά / αιώνια θα μένει / θα της κρατάει τα κλειδιά / και θα 'ναι σκλαβωμένη.
21
Jam difuSiOn Οι Jam difuSiOn σχηματίστηκαν την άνοιξη του 2010 σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν αφενός ζωντανές για τους ίδιους τις μουσικές τους κληρονομιές και αφετέρου μέσα από τη σύνθεση των διάφορων μουσικών κατευθύνσεών τους να δημιουργήσουν κάτι προσωπικό. Τους τελευταίους έξι μήνες εμφανίζονται αρκετά συχνά σε μουσικές σκηνές της Αθήνας και της επαρχίας. Η μουσική τους κινείται μεταξύ blues, jazz και rock με έντονη ροπή προς τον αυτοσχεδιασμό. Τους Jam difuSiOn αποτελούν οι: Πάνος Kατσικογιάννης (κιθάρες, φωνή), Λευτέρης Γοργοράπτης (πλήκτρα, πιάνο), Αντώνης Αδρακτάς (μπάσο) και Νικήτας Παρασκευόπουλος (τύμπανα, φωνή).
1921 Tι μάτια
Στίχοι/Μουσική: Νίκος Χατζηαποστόλου *Οι Jam difuSiOn έχουν αποδώσει το τραγούδι στα αγγλικά
Αυτά τα ωραία σου μάτια / χτίζουν γκρεμίζουν παλάτια / τα αστέρια μπροστά τους δειλιάζουν / και από φόβο χλομιάζουν Τι μάτια τι όμορφα μάτια / τι παιχνιδιάρικα μάτια / τη φλόγα τη λάμψη σκορπίζουν / και τον καθένα ζαλίζουν Μάτια με χάρη σαν το φεγγάρι / μάτια που τα 'χουν όλα / δε θα τολμήσει να τ' αντικρίσει / ούτε κι αυτή η Σπανιόλα Μάτια σμαράγδια σπάνια πετράδια / μάτια με τέτοια γλύκα / μάτια στα αλήθεια σαν παραμύθια / π' άλλα στη γη δεν βρήκα Τι μάτια τι όμορφα μάτια / καρδιές τις κάνουν κομμάτια / είναι τόσα τα κάλλη που έχουν / και οι φτωχές δεν αντέχουν Αχ μάτια τι όμορφα μάτια / στο κάθε φως μπρος αγνάντια / με κάνουν αυτά σαν κοιτάω / με πάθος να τραγουδάω
Μαρία Παπαγεωργίου Η Μαρία Παπαγεωργίου γεννήθηκε στα Γρεβενά το 1984. Από το 2002 ζει στην Αθήνα, όπου και εργάζεται επαγγελματικά ως τραγουδίστρια και μουσικός. Ο κοινός δίσκος της με τον Αλέξανδρο Εμμανουηλίδη «Ομορφοι και ηττημένοι» κυκλοφορεί από τη Λύρα.
Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης Ο Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης γεννήθηκε και μεγάλωσε στις Σέρρες. Τα πρώτα του δισκογραφικά βήματα τα έκανε μέσα από τη Δεύτερη Ακρόαση της Μικρής Αρκτου. Ο τελευταίος του δίσκος «Ομορφοι και ηττημένοι» κυκλοφορεί από τη Λύρα.
1940
Ο Πασατέμπος
Στίχοι: Γιώργος Γιαννακόπουλος Μουσική: Μανώλης Χιώτης
Αυτά που λες εγώ τ’ ακούω βερεσέ / τα παραμύθια σου τ’ ανθίστηκα πια τώρα / Και το κατάλαβα πως ήμουνα για σε / ο πασατέμπος σου για να περνά η ώρα Κάθε σου φίλημα το βρίσκω πια πικρό / και τον καημό μου δεν μπορείς να τον γλυκάνεις / Μαζί μου έρχεσαι μπαμπέσικο μικρό / γιατί γυρεύεις κόνξες σ’ άλλονε να κάνεις Φύγε λοιπόν αφού το θες αλλού να πας / κι άσ’ τις μουρμούρες και τις κλάψες και τις γκρίνιες / Κι όταν θα σμίξεις με τον μάγκα π’ αγαπάς / να μην του πεις ότι για πασατέμπο μ’ είχες.
23
"Πέρσι τέτοιο καιρό" Tareq: ΠρογραμματισμόςΕνορχήστρωση
"Σε λυπάμαι" Δημήτρης Κάσσης: κιθάρα Λουκάς Γιαννακίτσας: κοντραμπάσο Αποστόλης Μπουρνιάς: cajon-κρουστά
"Δε σου πάει το πάχος Δημητράκη" Ελεάννα Ζεγκίνογλου: ενορχήστρωση και τραγούδι Σπύρος Κατριβάνος: τύμπανα Στέργιος Μητρούσης: μπάσο Λευκή Κολοβού: βιολοντσέλο
"Ο Πασατέμπος" Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης: ακουστική κιθάρα Μαρία Παπαγεωργίου: ακορντεόν Χρήστος Τόλης: πλήκτρα Θανάσης Αρχανιώτης: ντραμς Θάνος Κολοκύθας: μπάσο
"Ο διαβάτης της ζωής" Νick Sid: πιάνο και πλήκτρα Spyreas Sid: φωνητικά Anthony: κιθάρες Jason: ντραμς
"Ζεχρά" Μαριέττα Φαφούτη: ενορχήστρωση Ευαγγελία Ξυνοπούλου: φωνητικά- κρουστά Εύη Κουρτίδου: κιθάρες, φωνητικά Κωστής Καριτζής: βιολί, τρομπόνι Θοδωρής Ζευκιλής: μπάσο, φωνητικά Κώστας Χαλιώτης: τύμπανα
"Μεταξύ μας" Άρης Σιαφάς: τραγούδι Γιάννης Μασούρας: μπάσο - φωνητικά Γρηγόρης Κόλλιας: κιθάρα- φωνητικά Βασίλης Ζερβός: κιθάρα Νίκος Μανουσόπουλος: ντραμς
"Μισιρλού" "Ακόμη ένα ποτηράκι", "Ξενομανία" Tareq: Προγραμματισμός-Ενορχήστρωση Νίκος Ασημάκης: προγραμματισμός-ενορχήστρωση Γιώργος Σαρίκος: ντραμς Βασίλης Χαρδαλιάς: πλήκτρα Κώστας Καφετζόπουλος: πιάνο Κώστας Χαλντούπης: τρομπόνι Τέντυ Σεκεριάδης: μπάσο Λουκάς Γιαννακίτσας: κόντραμπάσο
"Σαν όνειρο μαγευτικό" Tareq: ΠρογραμματισμόςΕνορχήστρωση
"Τι μάτια" Πάνος Kατσικογιάννης: κιθάρες-φωνή, Λευτέρης Γοργοράπτης: πλήκτρα-πιάνο, Αντώνης Αδρακτάς: μπάσο Νικήτας Παρασκευόπουλος: τύμπανα-φωνή
"Θα σ’ εκδικηθώ" Δίδυμο (Ιάσων Γρηγορίου, Γιάννης Πετειναράς): προγραμματισμός-ενορχήστρωση
"Ζητάτε να σας πω" Alfred Rucci: κιθάρα Γρηγόρης Θεοδωρίδης: κοντραμπάσο Claude Asishai: τύμπανα
"Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες" Κωστής Δαλακούρας: προγραμματισμόςενορχήστρωση Κρίνθη Ζήρα: φωνή
"Πόσο λυπάμαι" Αντώνης Βαβαγιάννης: πιάνο, κιθάρα, φωνή Καίτη Πάντζαρη: τσέλο Χρήστος Καλλιμάνης: κιθάρα Παναγιώτης Φέτσης: μπάσο, φωνή Μπάμπης Βασιλειάδης: τύμπανα Νίκος Σολωμός: βιολί
"Είμαι ερωτευμένος με τα μάτια σου" Αλέξης Καζακόπουλος: κιθάρα-φωνητικά Αλεξ Χρυσοστομίδης: ηλεκτρική κιθάρα-φωνητικά Gary Frad: φωνητικά Στέφανος Γιωτίτσας: κρουστά-φωνητικά
"Από μέσα πεθαμένος" Νίκος Δρογώσης: πιάνο
"Κάτι με τραβά κοντά σου" Δώρα Τσίγκα: φωνή Πάνος Μπίρμπας: κιθάρα, φωνή Λουκάς Γιαννακίτσας: κόντραμπάσο Ειρήνη Αναστασίου: τσέλο Γιάννης Καφετζόπουλος: πιάνο Χάρης Παπαεμμανουήλ: τύμπανα
"Aσε τον παλιόκοσμο να λέει" Λίνα Σωπιάδου: φωνή Γιώργος Αγγελάκης: τρομπόνι Γιώργος Δούσος: κλαρίνο Φώτης Δούσος: λαούτο Λευτέρης Μουτσινάς: ηλεκτρική κιθάρα Γιάννης Αρτζόγλου: ηλεκτρικό μπάσο Αλέξανδρος Παναγόπουλος: κρουστά Γιώργος Παναγόπουλος: ντραμς Πάρης Φράγκος: ηχοληψία
Retropolis
Ασε τον παλιόκοσμο να λέει
«
Σ
την Αθήνα κάθε νύχτα βραδιάζει διαφορετικά. Και ακόμα και μέσα στο κρύο του χειμώνα, ο σκοτεινός της ουρανός μοιάζει κόκκινος από τα αστέρια. Το ξόρκι κάποιου ξεχασμένου πνεύματος την κρατάει ζωντανή. Δεν εξηγείται αλλιώς. Ο Κέκροπας, μισός φίδι, μισός άνθρωπος. Αρχοντας και προστάτης της πρωτεύουσας...» Για άλλη μια φορά παιδευόταν. Του ’χαν σπάσει τα νεύρα με το λιντάκι. Πάντα σε αυτό έδινε την περισσότερη προσοχή. Σε αυτό και στον τίτλο. Μόνο αυτά είχαν σημασία -για να κολλήσει ο αναγνώστης. Ενα ξεροβόρι από τις παγωμένες εσχατιές της γης βάραγε το τζάμι και εκείνο έτριζε ελαφρά. Και πάντα έγραφε τα κείμενά του εκείνος, δεν εμπιστευόταν τους πιτσιρικάδες του περιοδικού του. Ερασιτέχνες. Εκείνος ήξερε. Ο,τι και να του έλεγαν, εκείνος ήξερε. Βρέξει χιονίσει. 1η Δεκεμβρίου του 2019. Ακριβώς ένας χρόνος και εννιά μέρες πριν από σήμερα. Στην κηδεία της μάνας του, κάπου στη Χασιά. Ενα μικρό εκκλησάκι, γεμάτο βρύα, απειλητικό, γεμάτο ρωγμές, ίδιο θάνατος. Δίπλα στο γηροκομείο. Τη νίκησε το Αλτσχάιμερ. Εκείνος βουβός. Παγοκολόνα μες στο μαύρο κοστούμι του. Κουλ. Μόνος. Για μια μάνα που δεν του έδειξε στοργή ποτέ. Που δεν έπαψε να λατρεύει τον απόντα πατέρα -αυτόν που τους παράτησε. Που πνιγόταν στη ρετσίνα. Η μάνα του. Ακουσε κάτι ψίθυρους και γελάκια από τα κοράκια. «Ρε μαλάκα, η γριά είχε μείνει τριάντα κιλά, σκελετός». Ενιωσε ένα αίσθημα πείνας να τον κυριεύει. Γύρισε να
του Γιώργου
19
Ρομπόλα
φύγει - πάντα κουλ, άκουσε πάλι χαχανητά. Δεν άντεξε, το έχασε, άρχισε να στριγγλίζει. Να βρίζει σαν τελειωμένος αλήτης. Εχασε την ψυχραιμία του. Και εκείνοι γελούσαν. Μεγάλο μπλοκ γραφείων στο Μαρούσι. Είκοσι όροφοι πάνω από τη γη, πιο ψηλό και από το θεραπευτήριο «Υγεία». Στο ρετιρέ. Αναψε πουράκι. Κοίταξε μέσα από τα τεράστια τζάμια. Προς το Νότο, εκεί στο ρέμα της Αμφιθέας που γεννήθηκε. Ξανά στο μυαλό του το editorial του: «Για μια επιστροφή στην αρχαία αθηναϊκή μαγειρική: the Greek sushi». Σκατά. Είχε αρχίσει να βαριέται. Δέκα χρόνια πρώτο βιολί στη γαστρονομική δημοσιογραφία - τα είχε πει όλα. Οι χθεσινές εικόνες, ταινία στο μυαλό του. Δεν έπρεπε να τη χτυπήσει. Δεν έφταιγε εκείνη, δεν έκανε τίποτα. Εχασε την ψυχραιμία του - δεν έπρεπε. Απλά δεν άντεχε τα déjà vu. Οταν όλα κατέρρεαν, ο Τίτος Σκλαβούνος είχε σταθεί ζωντανός. Κατάφερε στην κρίση των αρχών της δεκαετίας να γίνει όνομα. Ενας φοίνικας που γεννήθηκε από τις στάχτες των άλλων. Περιοδικά και σταθμοί έκλειναν, αλλά εκείνος ήταν το next best thing. Ξεκίνησε απλός συντάκτης, μετά ραδιόφωνο, τηλεόραση. Εσπασε τα μηχανάκια της AGB με τη μεταμεσονύχτια εκπομπή του. Η ναυαρχίδα για το τότε νεογέννητο “Prime TV”. Μαγειρική με χιούμορ, με αναφορές στα κόμικς, με μουσικάρες, με sushi, κοψίδια, παράδοση και πολύ αλκοόλ. Εκπομπή για νέους δεκαεννιά έως ενενήντα εννιά ετών. Και μετά αρχισυντάκτης με δικό του περιοδικό. Απόλυτη επιτυχία. Ολα βαίνουν κακώς. Η ατάκα κολλούσε στα χείλη του, αλλά δεν τολμούσε να την ξεστομίσει. Μόνο χασκογελούσε πικρά. Τότε ήταν ο 27χρονος σταρ της τηλεόρασης. Τώρα τα πράγματα είχαν κολλήσει. Λιμνάζοντα νερά. Και έβλεπε την κατρακύλα να έρχεται. Οι τριγμοί είχαν αρχίσει. Και χτες το βράδυ την είχε χτυπήσει. Ωραία τα υπερμοντέρνα γραφεία του περιοδικού, ωραία τα Bang & Olufsen ηχοσυστήματα, αλλά κόστιζαν. Και δεν είχε κανέναν άλλο κρυμμένο λαγό στο καπέλο του. Και αυτή η πείνα να τον τυραννάει. Το απόγευμα τηλέφωνο από τον «Μεγάλο». Ο εκδότης του, ο Μαικήνας του. Σε απότομο τόνο: «Τίτο, οι πωλήσεις έχουν πέσει στα μισά. Δεν έρχονται διαφημίσεις». Σιωπή στην άλλη πλευρά. «Τίτο, περιμένω βελτίωση». Σκατά. Ποτέ πριν δεν του είχε
20
Retropolis
Δεν ήρθες χτες ούτε π κι ήταν
μιλήσει έτσι. Ποτέ. Ούτε όταν είχαν βγει paparazzi φωτογραφίες με τον Τίτο λιωμένο στην κόκα. Οποτε έμενε αργά στο γραφείο -σχεδόν κάθε μέρα- έπαιρνε gourmet delivery. Τηλεφωνούσε και ζήταγε: «Ενα μπουκάλι κρασί και δύο σάντουιτς με αστακό και εστραγκόν». Σήμερα όχι. Σήμερα πόναγε. Σήμερα ήθελε μόνο να καπνίζει συνέχεια. Κοίταξε το τηλέφωνο. Δεν είχε κανέναν να πάρει. Δεν έδειχνε ποτέ την ταραχή του. Ηταν κουλ. Περίμενε να φύγουν οι συντάκτες του, διατηρούσε πάντα το άψογο στιλ του. Στιλάκι και ας έτρωγε τον άμπακο. Τον χαιρετούσαν ένας ένας, εκείνος χαμογελούσε ευτυχισμένα. Ψεύτικα. Τελευταία έφυγε η Σάντρα. Η φωτογράφος, ένα ογδόντα, κοντό μαλλί, πρώην μοντέλο. Του την έπεφτε άγρια. «Είμαστε πίσω με το αφιέρωμα στα ‘‘Ινδικά’’», του είπε. Δεν απάντησε. «Θες να κάτσω κι άλλο ‘‘αφεντικό’’, θες βοήθεια;» του μίλησε αργόσυρτα, σκύβοντας μπροστά του, τον κοίταζε στα μάτια. Η ίδια ελπίδα κάθε βράδυ από το κορίτσι. «Οχι, Σάντρα μου, δεν χρειάζεται». «ΟK, ‘‘αφεντικό’’. Καληνύχτα!» Ο Τίτος χαμογέλασε. Σκέφτηκε: «Δε μας χέζεις και συ». Οταν ζοριζόταν τον έπιανε το στομάχι του. Μια αλλόκοτη πείνα. Ο,τι και να έτρωγε, το ένιωθε άδειο. Τελείως. Χρόνια τώρα αυτό το αχόρταγο αίσθημα, αχώριστος σύντροφός του στα δύσκολα. Και μόνο ένας τρόπος να το κορέσει. Το junk food. Οσο πιο βρόμικο, όσο πιο άψητο, τόσο καλύτερα. Δεν είχε φίλους. Μόνο γνωστούς. Τους έχασε όλους στο τρενάκι του τρόμου της επιτυχίας. Οταν μπήκε στην Πάντειο έδωσε όρκο. Θα πετύχαινε, θα κέρδιζε τα πάντα. Κανένας πια δεν θα τον πλήγωνε. Θα έκανε το χόμπι του επάγγελμα. Και θα έτρωγε σαν βασιλιάς. Το φαΐ, όσο ήταν πιτσιρικάς, ένας ξαναζεσταμένος εφιάλτης. Η μάνα του έδινε σημασία μόνο στο αλκοόλ.
Δεν έχανε την ψυχραιμία του. Μόνο σπάνια. Αλλά αυτό το σπάνια είχε γίνει συχνά τώρα. Φωνές στους υπαλλήλους, κακεντρεχή σχόλια στο blog, μεθυσμένα κλάματα. Πίεση. Σαν χορεύτρια μπαλέτου που γερνάει. Που την ξεπερνούν οι εξελίξεις. Και σιχαίνεται τους άλλους και τον εαυτό της. Αναψε κι άλλο πουράκι. Επρεπε να φύγει από το γραφείο του. Θα τρελαινόταν. Εκανε μια τελευταία προσπάθεια. Εβαλε να ακούσει μουσική, “Bitches Brew” και Miles Davis. Ακουγε μόνο ξένα. Δεν άντεχε τα ελληνικά, του έφερναν αναμνήσεις. Τίποτα, καμία βελτίωση. Μόνο το ωμό junk food τον έκανε καλά. Οπως η μορφίνη ηρεμούσε μια ηρωίδα του Τολστόι. Χθες το βράδυ. Τα νεύρα του διαλυμένα, δεν πίστευε αυτό που έκανε. Κοιμήθηκε μια ώρα. Πάλι εφιάλτες. Ενας εβένινος πύργος, εκεί τσουκάλια να βράζουν στα προπύργια και κόσμος πολύς. Ενας λευκός ινδουιστής έκανε κήρυγμα. Ενοχλούσε τους θαμώνες σαν άλλος Χριστός. Ο όχλος τον τσάκιζε στο ξύλο και ο ινδουιστής δεχόταν τα χτυπήματα στωικά. Σαν να τον σκότωναν στα αλήθεια και όχι στο ξύλο. Σαν να ήθελε να πεθάνει. Ξύπνησε με πόνους φριχτούς, ιδρωμένος. Με μια αχόρταγη πείνα και μυρωδιά από αίμα στα ρουθούνια. Κάθε μέρα, πιτσιρικάς, ευχόταν να έρθει η ώρα του σχολείου. Καταφύγιο. Μακριά από τη μέγαιρα. Για να έρθει πάλι το μεσημέρι. Θάνατος. Να κάθεται τσακισμένος μπροστά στη μονοκατοικία τους, η πόρτα τους ίδια με πύλη σκοτεινού γοτθικού πύργου. Και να μην τολμάει να μπει. Η μάνα του να τον σέρνει μέσα. Να τον καθίζει στο τραπέζι. Να τον ξεφτιλίζει. «Θα το φας; Θα το φας; Θα σ’ το πετάξω στη μούρη. Μ’ ακούς ρε; Στη μούρη!» Πρώτο στάδιο -το λιγότερο επώδυνο. Μετά μέθαγε. Και ούρλιαζε. Και γελούσε υστερικά. Και τον κλείδωνε στο δωμάτιο. Και οι γείτονες: «Σκάσε, μωρή τρελή, επιτέλους!» Και εκείνη έβαζε τραγούδια παλιά στη διαπασών. Και του έκλεινε το φως. Και τον άφηνε κλειδωμένο. Και έφτανε στο κρεσέντο της. Τραγουδούσε, με ένα τσιγάρο στο στόμα και χόρευε μόνη της. Κάθε βράδυ το ίδιο τραγούδι. Κάθε νύχτα. «Ασε τον παλιόκοσμο να λέει». Και σπαραχτικά φώναζε το όνομα του πατέρα του. Μετά -κάθε βράδυ- η μάνα του κατέρ-
Retropolis
21
ε προχτές
ν οι μέρες μου φριχτές
ρεε. Τον ξεκλείδωνε ανόρεχτα. Συχνά του έριχνε ένα χαστούκι. Δεν φοβόταν αυτό. Το στόμα της από τη ρετσίνα φοβόταν, μα πήγαινε κοντά της. Και κούρνιαζε στα πόδια της. Εκείνη δεν μπόρεσε. Ποτέ. Ούτε μία φορά να πάρει τον Τίτο αγκαλιά. Μόνο αποκοιμιόταν. Μεθυσμένη στην πολυθρόνα. Εκλεισε τα φώτα. Κατέβηκε είκοσι ορόφους. Από τον παράδεισό του στην κόλαση της πόλης. Θα πήγαινε στη Θηβών. Στο «βρόμικο» που τον ήξεραν. «Ασ’ το άψητο το κρέας και ας είναι σάπιο», τους έλεγε. Και εκείνοι υπάκουαν. Τους άφηνε είκοσι ευρώ. Και έφευγε να φάει την αμβροσία στο σαλόνι της παλιάς Πόρσε που οδηγούσε. Ηρεμούσε στην πρώτη μπουκιά. Οσο άθλιο κι αν ήταν, ήταν καλύτερο από τη θλιβερή τηγανιά που του σέρβιρε η μάνα του για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Ποτέ της δεν έπλενε το κρέας από το αίμα. Κάτω από το άρρωστο φως της λεωφόρου. Δάγκωσε την πρώτη μπουκιά από το «φάρμακο». Σκέφτηκε την ξεφτίλα στα blog, αν τυχόν ανακάλυπταν το πάθος του. Γέλασε με τον τίτλο που θα έβαζαν: «Σκλάβος του “βρομικου” ο gourmet Σκλαβούνος». Η λύτρωση δεν ήρθε . Η λύτρωση που ερχόταν κάθε φορά από το «φάρμακο» - όχι, δεν ήρθε απόψε. Ενιωσε τον κόσμο του να καταρρέει, έρμαιο στις ορέξεις της μοίρας. Το στομάχι του άδειο. Οπως πριν. Τρία φωνητικά μηνύματα στον τηλεφωνητή. «Τι ώρα θα έρθεις σπίτι, μωρό μου; Μίλα μου...» «Πάλι με τις πουτάνες του γραφείου είσαι; Γιατί δεν το σηκώνεις;» «Θα σηκωθώ και θα φύγω, ρε!» Η Λίζα τον έπρηζε τον τελευταίο καιρό. Συζούσαν ένα χρόνο. Εκείνη είκοσι χρόνων κοπέλα. Τη γνώρισε σερβιτόρα και φοιτήτρια σε ΤΕΙ, τα παράτησε όλα για χάρη του. Τον λάτρεψε. Την σπίτωσε και την έντυνε με τα πιο ακριβά ρούχα. Μα δεν μπορούσε να βάλει τίποτα πάνω από τη δουλειά του. Την παραμελούσε -και ας μην την κεράτωσε ποτέ. Και η Λίζα είχε αρχίσει να τρελαίνεται. Από τον έρωτα. Χθες βράδυ. Εβαλε τα κλειδιά στην πόρτα. Θα της έλεγε ξανά: «Ρε μανάρι μου, αφού το ξέρεις, όταν έχω σύσκεψη δεν το σηκώνω. Τι κάνεις έτσι;» Ακουσε μια γνωστή μελωδία στο σαλόνι. Και τα μάτια του θόλωσαν. Σαν να πήγαινε σε κάποιο
άσχημο και γνώριμο μέρος. Η Λίζα με ένα μπουκάλι βότκα στο χέρι, με μάτια κλαμένα. Του έστειλε ένα φιλί. Του γύρισε την πλάτη και άρχισε να συνοδεύει το CD. Τραγουδούσε τους στίχους του «Ασε τον παλιόκοσμο να λέει». Εκανε μια μεθυσμένη πιρουέτα και του χαμογέλασε. Ορμησε και της έριξε ένα χαστούκι. Σάστισε. Μετά την πέταξε κάτω. Αντί να κάνουν έρωτα της έριξε μια κλωτσιά. Εχασε τον έλεγχο. Μετά άλλη μια. Κι άλλη. Μέχρι που η κοπέλα -σχεδόν- λιποθύμησε. Οδηγούσε σαν τρελός όλο το βράδυ. Χωρίς λόγο. Διακόσια χιλιόμετρα στην Κηφισίας, διακόσια τριάντα στην Εθνική. Ξημέρωνε. Εκανε σαν αγρίμι. Πεινούσε. Φούσκωνε και ξεφούσκωνε. Αφροί στο στόμα. Η ζωή του ταινία μπροστά στα μάτια του. Πάτησε το γκάζι. Πλησίαζε σπίτι. Κανένας δεν θα τον περίμενε. Και έπρεπε να κλείσει διαφημίσεις. Και να χορτάσει -με οποιοδήποτε τρόπο. Τερμάτισε το γκάζι. Σε ένα σαμαράκι της Εκάλης έχασε τον έλεγχο. Η Πόρσε καρφώθηκε σε ένα δέντρο, έβγαλε καπνούς. Εκείνος ζούσε. Γερμανική ασφάλεια. Περπάταγε μέσα στις σκιές. Σαν τέρας. Βρικόλακας. Μισός ψυχή, μισός μανία. Ανοιξε τον πρώτο κάδο που βρήκε μπροστά του, έψαχνε μέσα σαν το σκυλί για ένα κομμάτι κρέας. Οσο πιο ωμό τόσο καλύτερα. Βρήκε τα λυτρωτικά υπολείμματα. Ξημέρωνε. Φοβισμένος, έσπρωξε ένα κομμάτι στο στόμα του. Μυρωδιά αποσύνθεσης. Το δάγκωσε -το έκοψε. Το κόκκινο φως της αυγής έσκαγε στα μάτια του, μέσα από τα δέντρα. Κατάπιε. Τους δικούς του αφρούς μαζί με το κρέας. Ενιωσε το κορμί του να ηρεμεί. Να χαλαρώνει. Συνέχισε να μασάει. Ακουσε στο μυαλό του μια γνώριμη μελωδία. Τη μελωδία των παιδικών του χρόνων. Μια νέα μέρα ξημέρωνε. Συνέχισε να καταπίνει. Ηρεμος. Λυτρωμένος -με τη φριχτή γεύση από το αίμα της αποτυχίας στα δόντια του.
22
Retropolis
K
αμιά φορά απλά δεν συμβαίνει. Ο Αλέξης την αγαπούσε νόμιζε, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει να καπνίζει μπάφους. Αυτή πάλι ήθελε να έχει ένα σπίτι, αλλά δεν ήξερε ακόμα να μαγειρεύει. Τα παιδιά είναι ευτυχία, αλλά θέλουν πολλή δουλειά. Οταν είναι μικρά, περνάνε μια φάση που ρωτούν συνέχεια «γιατί;» κι εσύ πρέπει να βρίσκεις απαντήσεις. Οι φίλοι τελειώνουν, όχι γιατί δεν τους αγαπάς πια, αλλά γιατί έχουν τις δουλειές τους. Μπορεί να υπάρχουν ημέρες με λεφτά που όλα μοιάζουν εύκολα, αλλά δεν έρχονται συχνά. Η συμβίωση είναι να μην τσακώνεσαι ή τουλάχιστον να υποκρίνεσαι ότι όλα πάνε καλά. Μάλλον έπρεπε να βάψει το δωμάτιο άλλο χρώμα. Ο Αλέξης έπρεπε να βρει κάποια δουλειά. Δεν μπορούσε να κάθεται άλλο στον καναπέ και να σκέφτεται βλακείες. Μάλλον απλά δεν έπρεπε να κάθεται άλλο στον καναπέ γενικά. Σηκώθηκε και αποφάσισε να πάει μια βόλτα. Εκανε κρύο έξω. Εβαλε ένα χοντρό μάλλινο πουλόβερ σε μπλε χρώμα και το πορτοκαλί του μπουφάν. Βγήκε και, όταν ένιωσε το κρύο στο πρόσωπό του, κατάλαβε ότι δεν θα πήγαινε πιο μακριά από το σπίτι του αδελφού του ένα στενό παρακάτω. Χτύπησε το κουδούνι και περίμενε. Ετριψε τα χέρια του και έβρισε από μέσα του τον αδελφό του που αργούσε να ανοίξει. «Ποιος είναι;» «Ποιος να είναι, ρε μαλάκα; Ανοιξε!» Ο ήχος. Η πόρτα ανοίγει. Ο Αλέξης μπαίνει. Κοιτάζει τα γράμματα. Παίρνει ένα με το όνομα του αδελφού του, μπαίνει στο ασανσέρ και κοιτάζεται στον καθρέφτη. Πλησιάζει και προσπαθεί ανακατεύοντας τα μαλλιά του να εξαφανίσει τις λευκές τρίχες που πολλαπλασιάζονται τους τελευταίους μήνες στο κεφάλι του, μέχρι που φτάνει στον τέταρτο. Η πόρτα ανοιχτή. Μπαίνει. Πηγαίνει στο καθιστικό, κάθεται στον καναπέ και φωνάζει τον αδελφό του. Αυτός του απαντάει ότι είναι στην τουαλέτα και αν έχει να στρίψει κανένα τσιγάρο γιατί αυτός έχει ξεμείνει. Η τηλεόραση ανοιχτή. Μια ταινία παίζει που μάλλον την έχει ξαναδεί, αλλά δεν θυμάται ποια είναι. Σκίζει ένα χαρτάκι και συγκεντρώνεται. Ο αδελφός του έρχεται και αρχίζει να του λέει πως έφαγε κάτι κεφτέδες με πιλάφι σε μια μαλακία μαγαζί που τον έσυρε η Ρίτα και πως του έχει κάνει το στομάχι σκατά. «Γαμώ τις μαλακίες που βάζουν μέσα», λέει και βρίζει λίγο ακόμα καθώς κουμπώνει το παντελόνι του. Νερό λέει τον έχει πάει ξανά κι ότι είναι η τρίτη φορά που πάει σε μια ώρα. «Οι Πειρατές της Καραϊβικής», φωνάζει ο Αλέξης που μόλις είδε τον Τζόνι Ντεπ. «Ε;» λέει ο αδελφός του. «Τίποτα». Τώρα κάθονται κι οι δύο. Καπνίζουν. Βλέπουν την ταινία. Γελάνε πού και πού. Το τσιγάρο από χέρι σε χέρι. Οταν κολλάει κάποιος, απλά ο άλλος του λέει «ξεκόλλα» και του το παίρνει από το χέρι.
Ο Πασατέμπος της
Ειρήνης Μαργαρίτη
Κάθονται στον καναπέ. «Τι νέα;» ρωτάει ο Αλέξης. Ο αδελφός του πετάγεται και τρέχει πάλι στην τουαλέτα. Τον ακούει να λέει: «Την πουτάνα πού με πήγε». Η ταινία τελειώνει. Το τσιγάρο τελειώνει. Διαφημίσεις. Περιμένει δυο λεπτά ακίνητος και αποφασίζει να στρίψει κι άλλο. Ο αδελφός του γυρίζει. «Μαλάκα, νερό σού λέω! Γάμησέ με. Η Χριστίνα τι κάνει;» ρωτάει. «Εφυγε». «Πάλι;» «Πάλι, ρε μαλάκα, έχεις πρόβλημα;» Καπνίζουν. «Α, καλά», λέει ο αδελφός του και βουλιάζει πιο βαθιά στον καναπέ βάζοντας τα πόδια πάνω στο τραπεζάκι που είναι μπροστά. Κάθονται λίγο ακόμα. Ο Αλέξης σκέφτεται ότι είναι καλύτερα έτσι. Βασικά δεν το σκέφτεται με αυτές τις λέξεις, απλά κολλάει το βλέμμα του σ’ ένα σημείο, και όταν αντί για το σημείο βλέπει το πρόσωπο της Χριστίνας, αισθάνεται έναν τρόμο ανεξήγητο για όλα αυτά που πρέπει να κάνει. Αναστενάζει και πιέζει τον εαυτό του να βλέπει μόνο το σημείο χωρίς το πρόσωπο. Είναι καλύτερα έτσι. Ο αδελφός του έχει αποκοιμηθεί με το τασάκι πάνω στην κοιλιά και ροχαλίζει ελαφρά. Ο Αλέξης σβήνει το τσιγάρο χωρίς να μετακινήσει το τασάκι. Το τσιγάρο αντιστέκεται και συνεχίζει να βγάζει καπνό. Ο Αλέξης σηκώνεται, βάζει το μπουφάν και φεύγει, αφήνοντας τον αδελφό του να δει τα υπολείμματα ενός ευτυχισμένου ονείρου επηρεασμένα απ’ τον καπνό. Στο δρόμο. Το μόνο που ξέρει είναι ότι περπατάει... Διανύει χρονικά διαστήματα με τα πόδια. Βήματα μικρά, γρήγορα και ιδρωμένα. Βήματα το ένα πίσω από το άλλο. Χωρίς να έχει κάπου να πάει. Βήματα σκέτα. Ομως βήματα πάνω απ’ όλα. Από μεγάλη αγάπη για τον εαυτό του περπατάει. Από απλή, καθαρή, παιδική αγάπη. Και για να μην κάθεται άλλο. Σκέφτεται... Κάτι πρέπει να κάνει. Υπάρχει στον πεζόδρομο κοντά στο σπίτι του ένας τύπος που πουλάει ξηρούς καρπούς. Φουντούκια, φιστίκια αράπικα, φιστίκια Αιγίνης, ηλιόσπορο, πασατέμπο, σύκα, απ’ όλα. Ενας τύπος χωρίς δόντια και με πολλά βρόμικα ρούχα πάνω του. Δεν ξεκουράζεται ποτέ. Οταν δεν γεμίζει το σακουλάκι για κάποιον πελάτη, τα ανακατεύει. Λες και το κάνει για να μην κρυώνουν αυτά που είναι πάνω ή λες και όλα είναι όμορφα και πρέπει να φανούν κι αυτός δεν κάνει διακρίσεις γιατί είναι όλα σαν παιδιά του. Κάτι του θυμίζει. Στο σπίτι βάζει το κλειδί και συνειδητοποιεί ότι είναι ξεκλείδωτα. Ή που δεν κλείδωσε, προλαβαίνει να σκεφτεί, ή... Η Χριστίνα είναι στον καναπέ. Παρακολουθεί τηλεόραση. Η βαλίτσα της είναι δίπλα στο τραπέζι. Του λέει γεια... Αυτός κάθεται. Του λέει ότι αποφάσισε να μην φύγει και ότι είναι δικό της σπίτι
Και το κατάλαβα πως ή o πασατέμπος σου
Retropolis
όσο και δικό του. Οτι έχει βαρεθεί να φεύγει σαν κυνηγημένη. Αυτή το έφτιαξε το σπίτι, δεν μπορεί να της φέρεται σαν φιλοξενούμενη. Κλαίει ξαφνικά. Τον αγαπάει λέει και αν είχε προσπαθήσει λίγο τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά. Είναι δικό της λάθος που επέμεινε να μείνουν τόσο γρήγορα μαζί, το ξέρει αυτό πολύ καλά. Σταματάει και τον κοιτάει. «Γιατί δεν μιλάς;» τον ρωτάει. Ο Αλέξης χαμογελάει, αλλά έχει αρχίσει να ιδρώνει. Δεν θα φύγει, ξαναλέει. Δεν θα φύγει μέχρι να βρει κάπου να μείνει. Ο Αλέξης δεν έχει κάτι να πει. Το μόνο που τον απασχολεί είναι αυτή η αλλαγή θερμοκρασίας. «Κάνε ό,τι θες!» μουρμουρίζει. Αυτή αλλάζει κανάλι κι αυτός βγάζει το μπουφάν. Κάθονται δίπλα στον καναπέ. Αυτή με μια κουβέρτα στα πόδια κι αυτός με το βλέμμα κολλημένο στην οθόνη. Ξαφνικά πετάγεται και κάθεται πάνω στα πόδια του. Τον κοιτάει στα μάτια. Ο Αλέξης γέρνει το κεφάλι πίσω σαν να φοβάται. Αυτή τον πλησιάζει κι αρχίζει να τον φιλάει. Τον φιλάει έντονα με μικρά «α» να της ξεφεύγουν. Δεν καταλαβαίνει αν είναι ερεθισμένη ή σε απόγνωση, αλλά την αφήνει να κάνει ό,τι θέλει. Αυτή βγάζει την μπλούζα της και κολλάει το στήθος της πάνω του. Ο Αλέξης δεν σκέφτεται πια. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Σκύβει, του ξεκουμπώνει το παντελόνι και αυτός απλά δεν μπορεί να ξεκολλήσει το βλέμμα του απ’ την οθόνη. Στον καναπέ όλα μοιάζουν σαν να μην πρόκειται να αλλάξει κάτι ποτέ. Θα τα καταφέρουν, του λέει. Να μην φοβάται τίποτα. Απλά πρέπει να της μιλήσει λίγο. Να ξέρει πώς αισθάνεται. Ολα καλά θα πάνε, αρκεί να σταματήσει να κάθεται έτσι. Να κόψει τα πολλά τσιγάρα. Είναι απλά μια φάση. Θα βρει κάποια δουλειά. Να μην φοβάται. Τον αγαπάει πολύ, λέει, και ξαναβάζει τα κλάματα. Ο Αλέξης αναστενάζει. Ολα αυτά που πρέπει να κάνει. Τα παιδιά με τις ερωτήσεις, το δωμάτιο που πρέπει να αλλάξει χρώμα, αυτός που πρέπει επιτέλους να σηκωθεί. Προσπαθεί να καταλάβει γιατί πρέπει να τα κάνει όλα αυτά. Και τότε απλά θυμάται. Θυμάται τον παππού του. Εναν άντρα ψηλό με δυνατά χέρια, μόνιμα μαυρισμένο μάλλον απ’ τις ταλαιπωρίες. Οταν πια είχε φτάσει τα ογδόντα και, αφού έπεσε και έσπασε το πόδι του και δεν μπορούσε πια να βγαίνει να πίνει τα κρασάκια του, φυλακισμένο στο σπίτι με όλη την όρεξη ακόμα στην καρδιά. Φώναζε, γκρίνιαζε και πάντα έβρισκε να κάνει κάτι για να ασχολούνται μαζί του. Ενα απόγευμα, λίγες ημέρες πριν πεθάνει στον ύπνο του, καθόταν στη βεράντα. Πρώτη φορά σιωπηλός και ήσυχος, λες και ήταν κουρασμένος απ’ το να βρίσκει πάντα κάτι να κάνει. Απλά κοιτούσε τη θάλασσα. Μέχρι που δεν άντεξε αυτό το τίποτα και έβγαλε από την τσέπη του κάτι. Και τον είδε εκεί, καθισμένο, χωρίς δόντια να προσπαθεί να φάει πασατέμπο. Του είχε φανεί τόσο αστείο τότε. Ο παππούς καθισμένος στη βεράντα να κοιτάει τη θάλασσα και με τα λίγα εναπομείναντα πλαϊνά του δόντια να επιμένει να σπάει ένα ένα τα σπόρια. Ολόκληρο το απόγευμα πάλευε. Και έτσι απλά κατάλαβε. Είναι τόσο δύσκολο να γεμίσεις όλον αυτόν το χρόνο. Τόσο δύσκολο που μερικές φορές απλά δεν συμβαίνει.
23
ς ήμουνα για σε σου για να περνά η ώρα
24
Retropolis
Κ
Ξενομανία
άπου σ’ ένα καφενείο της Αθήνας, από τα λίγα που έχουν απομείνει, από εκείνα που τηρούν τις παραδόσεις, όχι γυναίκες και ο ελληνικός πάντα στο γκαζάκι, εκεί όπου οι εσπρέσο και οι καπουτσίνο δεν έχουν θέση, που μόνο το τάβλι και οι εφημερίδες αλλάζουν χέρια και οι θαμώνες έχουν άσπρα μαλλιά και τόνους από χρόνια και εμπειρίες στις πλάτες τους, εκεί, σε ένα από αυτά τα ξεχασμένα μαγαζιά, κάθονταν δύο ηλικιωμένοι και συζητούσαν για εκείνα που μονοπωλούσαν πλέον στη ζωή τους. Τα εγγόνια. «Και που λες, Σωτήρη, φεύγει ο Δημητράκης μας». «Και πού πάει;» «Στην Αγγλία. Εκεί που πάνε όλοι σήμερα για τούτο το... το...» «Ντοκτοράτο, ντε! Αυτό το χαρτί που είναι σα δεύτερο πτυχίο... ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων». «Ναι, ναι... έτσι!» «Εκεί ’ναι και το δικό μας το εγγόνι, το μεγάλο του Σπύρου. Και μάλιστα είναι στο Λονδίνο... Ωραία πόλη το Λονδίνο». «Πήγες στο Λονδίνο;» «Οχι». «Και πώς ξέρεις ότι ’ναι ωραίο;» «Οχ, βρε Αγγελε! Αφού έτσι λέει το παιδί!» «Α! Και γω νόμιζα ότι πήγες...» «Μπα, δεν είμαι για τέτοια, πονάει και το πόδι μου, έχει και υγρασία πολύ εκεί. Εχει, που λες, εκεί κι ένα μεγάλο ρολόι, το Μπιγκ Μπιν!» «Μπιγκ Μπεν», ακούστηκε μια φωνή από το διπλανό τραπέζι, «Δηλαδή, ο μεγάλος Μπεν», συμπλήρωσε». Οι δύο άντρες γύρισαν ταυτόχρονα και κοίταξαν τον τρίτο που μπήκε έτσι αυθαίρετα στη συζήτησή τους. «Και πού το ξέρεις εσύ ότι ’ναι Μπιγκ Μπεν, βρε Γιάννη;» ρώτησε ειρωνικά ο Σωτήρης. «Αφού έτσι το λένε», απάντησε εκείνος και γύρισε στην εφημερίδα του. Με μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας, οι γέροντες επέστρεψαν στο θέμα τους. «Και πόσο καιρό είναι εκεί;» ρώτησε ο Αγγελος. «Εναν ολόκληρο χρόνο. Τελειώνει όπου να
της
Χρύσας Μπαχά
’ναι και λέει να βρει δουλειά εκεί». «Δε θα γυρίσει;» «Ε, και να γυρίσει τι πιθανότητες έχει έτσι που ’ν’ εδώ τα πράματα;» «Και μιλάς συχνά μαζί του;» «Βέβαια! Εχω και αυτό το... εντερνέ». «Το ποιο;» «Το ίντερνετ», πετάχτηκε πάλι ο Γιάννης από το διπλανό τραπέζι, σηκώνοντας γρήγορα ψηλά την εφημερίδα του, αποκόπτοντας έτσι το βλέμμα του από τα τέσσερα ενοχλημένα μάτια που στράφηκαν προς το μέρος του. «Λοιπόν, αυτό το... ίντερνετ έχει και τηλέφωνο και παίρνω και μιλάμε χωρίς να πληρώνω». «Αντε! Να μου πεις και μένα από πού τ’ αγόρασες, να πάρω κι εγώ ένα για να μιλάω με τον Δημητράκη». «Παίρνω, που λες, τηλέφωνο και απαντάει “Χχχχελό...”» «Το “χ” δεν ακούγεται τόσο πολύ και...» πετάχτηκε πάλι η φωνή του Γιάννη. «Ακου να σου πω», άρχισε να λέει εκνευρισμένος ο Σωτήρης, «Ξέρουμε πως μιλάς ξένα, δε χρειάζεται να μας διακόπτεις συνέχεια». «Και πότε ήρθε εδώ τελευταία φορά;» ρώτησε αμέσως ο Αγγελος, θέλοντας να αποσπάσει την προσοχή του φίλου του από τον ενοχλητικό γείτονα. «Ηρθε τα Χριστούγεννα και μου ’φερε και δώρο». «Τι;» «Ενα μπλιτζέν» «Μπλουτζίν», ακούστηκε από δίπλα. Ο Σωτήρης άρχισε να κοκκινίζει από θυμό και ο Αγγελος του έπιασε το χέρι γελώντας, για να τον ηρεμήσει. «Και σου άρεσε;» «Τι να σου πω... “Βρε παιδάκι μου”, του λέω, “αυτά δεν είναι για μένα. Είναι για σας τα παιδιά. Εμείς οι μεγάλοι φοράμε τα βαμβακερά μας, τα μάλλινά μας”. Αγριο πανί αυτό το...» δεν τόλμησε να επαναλάβει το όνομα του παντελονιού και αρκέστηκε σε ένα νόημα παραίτησης. «Η Κικίτσα πώς τον είδε;» «Α! Η Κικίτσα ένα μήνα τον είχε μη στάξει και μη βρέξει! Και τώρα με ταλαιπωρεί».
Retropolis
«Γιατί σε ταλαιπωρεί;» «Γιατί, βρε Σωτήρη, όλο χχχχελό και οκέι είναι! Τώρα τελευταία λέει και ένα παρντόνε, κάπως έτσι». «Παρντόν, και είναι γαλλικό. Πάρντον είναι στα αγγλικά και σημαίνει συγγνώμη». «Να σου πω, μήπως θες να κάτσεις εδώ πιο κοντά να μας κάνεις και μάθημα;» ξέσπασε ο Σωτήρης και, προς έκπληξή του, ο Γιάννης δίπλωσε την εφημερίδα του, την τοποθέτησε ήρεμα πάνω στο τραπεζάκι, πήρε το φλιτζάνι με τον καφέ του και ήρθε να κάτσει σε μία από τις άδειες καρέκλες του τραπεζιού τους. Οι δύο φίλοι τον κοίταζαν έκπληκτοι, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν και κάτι! Αλλωστε, έστω και υπονοώντας κάτι διαφορετικό, ο Σωτήρης τον είχε προσκαλέσει. «Αγαπητοί μου φίλοι, με αυτά και με τ’ άλλα, οι ξένοι έχουν εισβάλει στις ζωές μας». «Τι εννοείς;» ρώτησε ο Αγγελος, μια και ο Σωτήρης απλά καθόταν με τα χέρια διπλωμένα πεισματικά στο στήθος του, αρνούμενος να συμμετάσχει. «Οι συνήθειές τους, οι προτιμήσεις τους, τα έθιμά τους, έχουν γίνει δικά μας. Δες, μπλουτζίν, δε λείπει από καμία ντουλάπα! Ουίσκι, αν το αντέχεις, είσαι μάγκας!» «Χα! Για να δοκιμάσουν κάνα τσίπουρο, κάνα ουζάκι, καμιά τσικουδιά», πετάχτηκε ο Αγγελος, εισπράττοντας ένα επιτιμητικό βλέμμα από τον Σωτήρη. «Το χριστουγεννιάτικο δέντρο», συνέχισε απτόητος ο Γιάννης, «που αντικατέστησε το καραβάκι μας. Δηλαδή, τι είχε το καραβάκι; Και να ’ταν μόνο αυτά! Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η γλώσσα». «Γιαννάκη, δε μας αφήνεις στην ησυχία μας;» παραπονέθηκε ο Σωτήρης ξεφυσώντας. «Γιατί; Δεν είναι αλήθεια; Δε βλέπεις οι νέοι μας πώς μιλάνε;» Ο Σωτήρης κοίταξε σκεπτικά κάπου στο βάθος, ενώ ο Αγγελος ένευσε καταφατικά. «Δεν έχεις άδικο, αλλά δεν πρέπει να μάθουν και ξένες γλώσσες; Σήμερα όλοι μιλάνε εγγλέζικα, γαλλικά, γερμανικά...» «Και λησμόνησαν τα ελληνικά», απάντησε με φωνή γεμάτη πίκρα ο Γιάννης. «Και όταν γράφουν, εκεί στο εντερνέ...» είπε διστακτικά ο Σωτήρης. «Στο ίντερνετ, ναι. Τα γκρικίνγκλις, δηλαδή ελληνικά γραμμένα με το αγγλικό αλφάβητο. Τόσο καιρό προσπαθούν να καταργήσουν το
αλφάβητό μας και να που έμμεσα κατάφεραν να κάνουν την αρχή». «Δεν μπορώ να φανταστώ πώς δείχνει!» αναφώνησε ο Αγγελος. «Γιατί δεν ξέρεις εγγλέζικα!» του απάντησε ο φίλος του. «Γιατί ξέρεις εσύ;» του αντιγύρισε εκείνος. «Φίλε μου, στα χρόνια μας, λίγοι ήξεραν ξένες γλώσσες κι αυτοί μιλούσαν και την καθαρεύουσα και τ’ αρχαία φαρσί. Εμείς δεν είχαμε λεφτά για τέτοια, ήμασταν φτωχιά οικογένεια, όλη μέρα στα χωράφια γυρνούσαμε, μέχρι που ήρθαμε στην Αθήνα, και άντε μια στην οικοδομή, μια στη βιοτεχνία». «Εσύ, όμως, Γιάννη, τα μιλάς τα εγγλέζικα» «Και τι κατάλαβα; Τότε που τα έμαθα όλοι τα μιλούσαν! Εστω κι έτσι, χωρίς να ξέρουν τι σημαίνουν». «Α! Το τραγούδι που λέει ο Νίκος Γούναρης... Πώς το λένε, πώς το λένε;» είπε ο Σωτήρης και άρχισε να τρίβει το πηγούνι του σκεπτικά. «Ξενομανία!» φώναξε ο Αγγελος, «Το τραγουδούσε ο Νίκος Γούναρης». «Αχ! Τι μου θύμισες!» απάντησε ο φίλος του και άρχισε να σιγοτραγουδάει: «Ολες κι όλοι τώρα, έχουν πάρει φόρα, η ξενομανία τους τραβά...» παρακινώντας και τους άλλους δύο να ενώσουν τις φωνές τους μαζί του, «Τρέλα που τους δέρνει, συζητούν σαν ξένοι, αγγλικά κουτσά στραβά...» Το τραγούδι τελείωσε με τους τρεις ηλικιωμένους να γελάνε με όλη τους την καρδιά, ενθυμούμενοι τις παλιές εκείνες καλές εποχές. Οταν πλέον κατάφεραν να ηρεμήσουν, ο Σωτήρης ρώτησε το Γιάννη: «Εχεις και συ ένα εγγόνι, σωστά;» «Ναι, ναι», απάντησε ο άλλος με καμάρι. «Και τι κάνει τώρα;» «Α! Σπουδάζει Νεοελληνική Φιλολογία!» Άλλαξαν «Εδώ στην Αθήνα ή στη Θεσσαλοκι οι τρόποι νίκη;» γίναμε Ευρώπη Ο Γιάννης με ένα γελάκι, μείγμα ειρωνείας και λύπης, απάντησε: «Στη Γερμανία...»
25
Retropolis
Κ
δε σο
α Μ
ό
Δε σου πάει το π
όκορας κρασάτος. Σάλτσα τομάτας, παχιά. Στροφές του πιρουνιού γύρω από τον άξονά του. Να τυλιχτούν σφιχτά τα μακαρόνια. Σαν στριπτιζέζ σε κολόνα, που πέταξε τα κόκκινα εσώρουχα τριγύρω. Οπως φτερά νεράιδας δάσους, που τίναξαν δροσοσταλίδες στον αέρα. Τινάχτηκε κεφαλοτύρι έξω από το πιάτο και βάφτηκε η χαρτοπετσέτα με λαδομπογιά. Λάδι ελιάς από το Λεωνίδιο. Με τέτοιο μαγειρεύει η κυρα-Λένη. Μπουκώνομαι λαίμαργα. Φρεσκοτριμμένο σούρουπο πέφτει στα κεραμίδια. Κι εγώ ακόμα, η ακατάσχετη πολυλογού, μπορώ να περιγράψω ολόκληρη τη γειτονιά με τρεις μονάχα λέξεις: φαΐ, ζωή και θάνατος. Σερβίρει ο Δημητράκης αγχωμένος, χτίζει το δείπνο με τούβλα μουσακά, με πλάκες φέτας, με τσιμεντόλιθους γραβιέρας και σφαίρες γιουβαρλάκια, με ράβδους κολοκύθια γεμιστά. Ψωμιά καψαλισμένα. Μπίρες παγωμένες. Λόγια που κρατάνε το ίσο. Ταξιτζήδες πριν από το λιμάνι, μετά το αεροδρόμιο. Ο Λέλος με προβλέψεις για τη Γ΄ Εθνική. Κοράκια που ξέχασαν κιόλας τους μακαρίτες και θυμήθηκαν το ούζο. Τσίπουρο σε μπουκάλια ατομικά. Ο Λευτέρης. Δεν είναι πολλοί που κάνουν τη δουλειά του. Δύο, τρεις, άντε τέσσερις, σε όλη την Αθήνα. Εχει τη δυσκολία του το ντύσιμο, το χτένισμα, το βάψιμο. «Αλλο ο ζωντανός, άλλο ο νεκρός, μανούλα μου. Είναι διαφορετικό». «Είναι;» «Εμ, δεν είναι; Θέλει τέχνη». «Καλοπληρώνεσαι γι’ αυτό;» «Με κοροϊδεύεις;» «Οχι». «Τριάντα ευρώ τη φορά. Και αν τα δώσει». «Τι εννοείς “αν”;» «Εννοώ “αν”. Αν έρθει ο εργολάβος να κανονίσει το λογαριασμό. Φορές εξαφανίζεται και δεν δίνει τίποτα. Τον ψάχνουμε. «Πώς δεν δίνει τίποτα;» «Τίποτα, παιδάκι μου, κρύβεται. Τον παίρνεις τηλέφωνο και δε σηκώνει». «Ντύνεται παπάς να μην τονε γνωρίσουμε». «Παπάς ντύνεται;» «Παπάς με ράσο και γενειάδα και θυμιατό. Ερχεται στην κηδεία, να δει ότι όλα πήγανε καλά, αλλά να μην τον πάρει και χαμπάρι κανείς. Μετά μην τον είδατε, φεύγει». «Και γιατί έρχεται και ριψοκινδυνεύει; Αν δεν έρθει καθόλου, τι έγινε;» «Θέλει να σιγουρευτεί ότι έγινε η δουλειά σωστά». «Οτι μπήκε ο συγχωρεμένος στο χώμα». «Αμα γεια σου. Οτι δεν τον αφήσαμε απ’ έξω». «Κι έρχεται σαν παπάς;» «Και σαν διάκος και σαν ψάλτης και σαν ροκάς με μαλλούρα μακριά και σκουλαρίκια στη μύτη». «Πλάκα κάνεις!» «Εγώ κάνω πλάκα; Να ’ρθεις από κοντά, να δεις πλάκα». «Από κοντά αν θα έρθω, θα δω και μάρμαρο και πλάκα». «Ο,τι θέλεις ντύνονται. Και Εβραίοι της Συναγωγής. Αλλά τους κάνω εγώ χουνέρια που είναι όλα δικά τους». «Δηλαδή;» «Δηλαδή του λέω, “Εργολάβε, κατέβαινε τα τριάντα να αρχίσω να τον ντύνω”. “Οχι”, λέει, “δεν τα κατεβαίνω”. “Δεν τα κατεβαίνεις; Τώρα θα δεις”. Κι εκεί που έχει γυρίσει το κεφάλι και κοιτάζει από την άλλη, αλλάζω τα καρτελάκια στους νεκρούς». «Τα ποια;» «Τα καρτελάκια με το όνομα. Πάει αλλού ο ένας, αλλού ο άλλος. Ανοίγουνε να δουν την κυ-
ε σ αυτ ύ ο ός εκαταντ
λ ε σκ
ε τ ό ς
26
Retropolis
ο πάχος Δημητράκη Κωνσταντίνας Τασσοπούλου
ε ν έ ν ε εμ η ν κ α απο η ρ μ α έ π ν η
ρα-Κούλα και πέφτουνε στον Μπάμπη. Καλός ο κόκορας;» «Καλός». «Τρώγε εσύ και θα σου λέω εγώ». «Τρώω». «Μια φορά ένας δεν πλήρωνε. Ακόμα τρέχει». «Τρέχει;» «Ηταν να θάψουμε μια γριά Κολωνακιώτισσα και πήρα και της κόλλησα ψεύτικο μουστάκι. Ανοίξανε το φέρετρο, κι έγινε το σώσε. Φωνάζανε οι συγγενείς, βρίζανε, ακόμα τον κυνηγάνε. Τι γελάς; Αλήθεια». «Σε πιστεύω». «Αστείο σού φαίνεται;» «Δεν είναι;» «Πες στην κοπέλα και το άλλο, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας». «Α, ναι, περίμενε... Μήτσο, μπίρα! Ανοίγει, που λες, η πόρτα και παίρνει ο νεκρός το δρόμο. Πετάγονται οι αστυνομικοί από το τμήμα, τρέχουνε να βγάλουν άκρη. Ρε, νεκρό τον είχαμε, τι ψάχνετε, δεν πέθανε εδώ». «Και δε μου λες...» «Ναι...» «Ασ’ τηνε να φάει, της κόβεις την όρεξη». «Καλέ, μου την ανοίγει...» «Ιστορίες είναι αυτές που λες στην κοπέλα;» «Αμέ, ιστορίες, γιατί;» «Αστε τον, μου αρέσει. Για λέγε κάνα άλλο καλό. Εχω και σαλάτα να φάω. Δημητράκο, λίγο ψωμί». «Ητανε ένας μια φορά στον Πύργο Ηλείας. Τετράγωνος». «Τι τετράγωνος;» «Τετράγωνος, παιδί μου. Οσο το ύψος, τόσο το πλάτος. Δεν τονε σήκωνες». «Τον σήκωσες;» «Δεν τον σήκωσα, τον έσπρωξα. Ημουνα εγώ κι ένας άλλος. Του είπα του άλλου: “Κράτα, να του δώσουμε μια να μπει στο αυτοκίνητο”». «Και μπήκε;» «Οτι μπήκε, μπήκε, αλλά τρομάξαμε να βγει». «Γιατί την άλλη τη χοντρή δεν είδες κι έπαθες να την κουμαντάρεις;» «“Ρε παιδιά”, τους είπα, “άμα τη βλέπετε και πάει για να πεθάνει, μην την ταΐζετε, λυπηθείτε κι εμάς. Πώς θα τη σηκώσουμε;” Τι γελάς, ποιος είμαι; Ο γιος του Σαμψών;» Ξεροκόμματα, αποσύρθηκαν νωρίς νωρίς για ύπνο. Συλλέγει ο Δημητράκης ό,τι βρει. Οδοντωτές μπουκιές τυριού, ημισέληνα από διάφανο κρεμμύδι, υποδιαιρέσεις του ευρώ για τον κόπο του. Υπολείμματα. Υπόλοιπα. Γλυκάκι για το τέλος. Ρυζόγαλα χορεύουνε στο βάθος της κουζίνας. Κρέμα καραμελέ σε πρώτο πλάνο. Μια καμαρωτή μπάλα καϊμάκι και δύο ελληνικοί χωρίς πιατάκι. Θόρυβος αναψυκτικού. Κάποιοι αδυνατούν να χωνέψουν τη μέρα τους. Βήματα κούρασης σέρνονται ως την πόρτα. Ενας πιτσιρικάς φιλάει στο στόμα το κορίτσι του. Πάνω από ενάμισι λεπτό. Η ώρα πέρασε. Δένω σφιχτά τη ζώνη του μπουφάν. Κρύο υγιές και πάγωμα στα μάγουλα. Στιγμή που καταψύχθηκε αιώνια στο χρόνο. Χειρονομίες του Λευτέρη ζωγράφισαν το τζάμι. Η πύλη του νεκροταφείου μπροστά. Υπενθύμιση. Η μόνη βεβαιότητα στον κόσμο. Αυτή. Κυπαρίσσια μυτερά. Επίτηδες δεν είναι στρογγυλά αυτά τα δέντρα. Να δείχνουνε Εκείνον με το δάχτυλο. Οσμή τηγανιτής πατάτας και μαντζόρε πιάνο, μέσα από κλειστό παντζούρι. Ρυθμός τσαχπίνικος, Σουγιούλ, Αττίκ... Στέκω με προσοχή ν’ αναγνωρίσω. Αττίκ, με στοίχημα. Τους έχω ξανακούσει αυτούς τους στίχους. Αστέρια πασπαλίζουνε απαλά τις τέντες. Το συλλογίζομαι βαθιά όσο βαθιά νυχτώνει, κι εγώ ακόμα, η ακατάσχετη πολυλογού, μπορώ να περιγράψω ολόκληρη τη γειτονιά με τρεις μονάχα λέξεις: φαΐ, ζωή και θάνατος. Αυτές δεν αλατίσανε διακριτικά και το τραγούδι;
έμ
της
η
27
28
Retropolis
Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πριν να γνωρίσω ε
Ο
μπάρμαν τίναξε αυτάρεσκα την κοτσίδα του. Στριφογύρισε ένα μπουκάλι τζιν στο χέρι του και γέμισε μισό ποτήρι. Ανοιξε ένα πλαστικό μπουκάλι και συμπλήρωσε με τόνικ. Το ανάδευσε ελαφρά με ένα καλαμάκι και το άφησε στην ξύλινη μπάρα μπροστά της. «Στην υγειά σου, Ελενα», είπε και σκούπισε τα χέρια του στο τζιν του. Σήκωσε ένα χαμηλό ποτήρι ουίσκι όπου δύο παγάκια προσπαθούσαν να κρατηθούν στην επιφάνεια και το έτεινε προς το μέρος της. «Στην υγειά σου, Διονύση», απάντησε η Ελενα και τσούγκρισαν τα ποτήρια τους. Ηπιε μια γουλιά κι έγλειψε τα βαμμένα χείλια της. Ακούμπησε το ποτήρι κάτω, άνοιξε την ταμπακέρα της κι έβγαλε ένα τσιγάρο. «Μπορώ να καπνίσω, έτσι;» «Ανετα, δεν έχουμε τέτοια προβλήματα εδώ». Η Ελενα χαμογέλασε στην αντανάκλασή της στην ασημένια ταμπακέρα. Ισα που την αναγνώριζε. Στο μυαλό της ακόμα είχε μια γυναίκα τριάντα ετών, με μακριά μαλλιά στο χρώμα του ανοιξιάτικου ήλιου, λαμπερή επιδερμίδα και μάτια που καίγανε σαν κάρβουνα. Από την ταμπακέρα ξεπηδούσε τώρα μια εξηντάρα με βλέμμα θολό, επιδερμίδα σαν εύθραυστο κέλυφος αυγού και μαλλιά άχρωμα σαν τον ήλιο του χειμώνα. Κάθε βράδυ την έβρισκε στο ίδιο μπαρ, δίπλα από το σπίτι της, σε ένα στενάκι κάθετο στην Πατησίων. Το μπαρ είχε απ’ έξω κουρτίνες και μια νέον επιγραφή ήταν το μόνο σημάδι ότι ήταν ανοιχτό. Μετά τις δώδεκα γινόταν από εκείνα τα μπαρ όπου αλλοδαπές κάνουν παρέα σε μοναχικούς εξηντάρηδες που αρνούνται να γεράσουν. Ο μπάρμαν, όμως, ερχόταν και το άνοιγε από τις εννιά. Εκείνη την ώρα, η Ελενα ντυνόταν, βαφόταν και κατέβαινε για να πιει το συνηθισμένο της τζιν με τόνικ. Εμενε μόνη στο δεύτερο όροφο μιας πολυκατοικίας της δεκαετίας του ’60, με στενά μπαλκόνια και ξύλινες μπαλκονόπορτες. Μόνη της συντροφιά δυο γάτες που είχε μαζέψει απ’ το δρόμο, η Χιονάτη και ο Καρβουνιάρης, ονόματα που είχαν προκύψει από τα χρώματά τους. Δεν περίμενε ποτέ ότι θα γινόταν από εκείνες τις γραφικές γεροντοκόρες που ταΐζουν τα γατιά της γειτονιάς και πίνουν μόνες σε μπαρ. Κι όμως, τώρα που είχε γίνει ακριβώς αυτό, δεν ένιωθε έτσι. Ολα αυτά της φαίνονταν απολύτως φυσιολογικά. Αν δεν ήταν εκ φύσεως ρομαντική, θα μπορούσε να έχει ήδη δυο-τρεις γάμους στο ενεργητικό της, να έχει χωρίσει, να έχει χηρέψει, να έχει κάνει παιδιά. Εκείνη όμως περίμενε τον έναν και μοναδικό. Πίστευε απόλυτα στη θεωρία του άλλου μισού και μ’ αυτή τη σκέψη στο πίσω μέρος του μυαλού της αρνήθηκε την πρόταση γάμου ενός φαφλατά ναυάρχου κι ενός συνεσταλμένου καθηγητή, συνάδελφού της στο γυμνάσιο. Οι συναδέλφισσές της τη φθονού-
Retropolis
29
που πήγαν χαμένα ω εσένα, που πρόσμενα καιρό Πόσο λυπάμαι της
σαν στην αρχή για τη φυσική ομορφιά της και τους κομψευόμενους νεαρούς που την άφηναν έξω απ’ την πόρτα του σχολείου και έφευγαν μαρσάροντας. Οσο όμως περνούσαν τα χρόνια, έβλεπαν το φθόνο τους να μετατρέπεται σε χαιρεκακία και τη χαιρεκακία τους σε οίκτο, θεωρώντας τη μοναξιά ως τη χειρότερη κατάρα για μια γυναίκα. Η Ελενα όμως ήταν πεπεισμένη ότι δεν θα κατέληγε μόνη. Ακόμα και τώρα, που είχε πατήσει τα εξήντα και περνούσε τα βράδια της παρέα με έναν μπλαζέ μπάρμαν και τις μέρες της με δύο παιχνιδιάρες γάτες, πίστευε ότι ο ένας και μοναδικός την περίμενε έξω από το μπαρ, έξω από την πόρτα της, κάπου στην Αθήνα. Απλώς δεν είχε τύχει ακόμα να τον συναντήσει. Ηταν όμως σίγουρη ότι υπήρχε κάποιος που έβλεπε τον αττικό ουρανό με μάτια ίδια με τα δικά της. Και όταν τον συναντούσε, θα το καταλάβαινε αμέσως. Θα υπήρχαν όλα τα σημάδια. «Δεν βλέπω να ’ρχεται κανείς, Ελενα», είπε ο Διονύσης σκουπίζοντας τη μπάρα με μια πετσέτα. «Δε βαριέσαι. Κι αύριο μέρα είναι. Ισως αύριο», απάντησε και ήπιε μια γερή γουλιά τζιν τόνικ. «Και πώς θα το καταλάβεις; Πώς θα είσαι σίγουρη;» «Θα είμαι. Γιατί το μυαλό του θα είναι ρυθμισμένο στις ίδιες συχνότητες με το δικό μου». «Συχνότητες, ε; Σαν τρανζιστοράκι;» γέλασε ο Διονύσης. «Κάπως έτσι». Ο Διονύσης μάζεψε το ποτήρι και πέρασε μπροστά από την μπάρα κουβαλώντας το παλτό της, μια φθαρμένη καφετιά γούνα. Τη βοήθησε να τη φορέσει, τη φίλησε στο μάγουλο και την καληνύχτισε. Εκείνη έβαλε ένα δεκάευρω στην τσέπη του παντελονιού του και δέχτηκε το φιλί του σαν φιλί ζωής στο αυλακωμένο δέρμα της. Εσπρωξε την τζαμένια πόρτα και βγήκε στο κρύο. Φυσούσε δυνατά, ο αέρας ανάδευε τις μυρωδιές και έφερε στα ρουθούνια της την ίδια της τη μυρωδιά, τη μυρωδιά του κορμιού που αρχίζει να γερνάει. Δεν μετέφερε όμως κανέναν ήχο. Η πόλη και οι άνθρωποι πενθούσαν τις απώλειές τους κρατώντας πολλών λεπτών σιγή. Τα πορτοκαλί φώτα έλουζαν την ερημωμένη πλατεία Αμερικής. Το μόνο σημάδι ζωής ήταν το περίπτερο της Μαργαρίτας, μιας παλιάς της μαθήτριας, που στεκόταν μες στη μέση της πλατείας σαν φάρος για ξεχασμένους ταξιδιώτες. Εσφιξε τη γούνα γύρω της και προχώρησε ως εκεί σέρνοντας τα κουρασμένα πόδια της. «Ενα Ασσο Κασετίνα άφιλτρο», είπε ψάχνοντας για ψιλά στην τσάντα της. Σήκωσε τα μάτια της και είδε ένα αντρικό χέρι να τείνει το πακέτο προς το μέρος της. «Πού είναι η Μαργαρίτα;» ρώτησε τόσο απότομα που ακού-
Βάσιας Τζανακάρη
στηκε σχεδόν αγενής. Ο άντρας στο περίπτερο πρέπει να ήταν συνομήλικός της. Στα χέρια του διακρίνονταν τα καφετιά σημάδια του χρόνου, τα μάτια του ήταν βαριά και κουρασμένα, τα μαλλιά του φούντωναν στο κεφάλι του σαν ασημένιες κατσαρές κλωστές. «Η Μαργαρίτα είναι έγκυος, δεν θα ’ρχεται για λίγους μήνες. Εγώ είμαι ο πατέρας της, ο Κλεάνθης». «Πώς δεν σας ξέρω;» ρώτησε δύσπιστα. «Θέλω να πω, η Μαργαρίτα ήταν μαθήτριά μου και μόνο η μητέρα της είχε έρθει μερικές φορές στο σχολείο». «Α ναι, η κυρία Μιράντα είχε τον έλεγχο σ’ όλα αυτά. Μας άφησε εδώ και καιρό, ξέρετε». «Ξέρω, ναι», απάντησε η Ελενα κι άφησε τα ψιλά στο πλαστικό πιατάκι μπροστά του. «Φοβερός καιρός σήμερα, ε;» είπε εκείνος ψάχνοντας για ρέστα. «Φοβερός». «Κι αυτός ο αέρας δεν φέρνει ήχους. Είναι τόσο πένθιμος». Η Ελενα σήκωσε τα μάτια της από τις τσίχλες, τις σοκολάτες, τα προφυλακτικά. Κοίταξε τα βυθισμένα γαλανά του μάτια, το τραχύ ροδαλό δέρμα, το πουλόβερ με τον παλιό λεκέ που δεν μπορούσε να βγάλει μόνος του. «Είναι πράγματι πένθιμος», συμφώνησε παίρνοντας τα ρέστα. Εσφιξε τα παγωμένα κέρματα στο χέρι της κι έμεινε ακίνητη να τον κοιτάζει. «Γι’ αυτό έχω το τρανζιστοράκι μου, για να σπάω την ησυχία. Δεν υποφέρω την ησυχία», αναστέναξε ο άντρας και τέντωσε το χέρι του ψηλά. Ανάμεσα σε παράσιτα και μηχανικά γουργουρητά, ο ήχος του βιολιού απλώθηκε στην πλατεία, και η φωνή της Σοφίας Βέμπο γέμισε τον άδειο αέρα. «Θα τα πούμε αύριο, ελπίζω», της χαμογέλασε. «Πόσο λυπάμαι», απάντησε εκείνη, σιγοντάροντας τη Βέμπο, μα... «Συγγνώμη, δεν...» ήταν η σειρά της να χαμογελάσει, «Δεν...» Ενα τρανζιστοράκι όμοιο με ταμπακέρα τη σημάδευε. «... τα χρόνια που πήγαν ... πριν να γνωρίσω εσένα ...» Δυο ψυχές στον αέρα. «... που πρόσμενα καιρό», έμεινε η φράση στο χαμόγελου του Κλεάνθη, λες κι έβλεπε εκείνα τα μακριά μαλλιά που φυσούσαν υποσχέσεις. «Τα χρόνια που πήγαν χαμένα», σιγοτραγούδησε ο Κλεάνθης. Η Ελενα ένιωσε σαν κάποιος να της είχε κάνει μια ένεση ζωής. Το αίμα άρχισε να ξανακυλάει στο κούφιο σώμα της, τα μάτια της να καίνε σαν κάρβουνα και τα μαλλιά της άφησαν πίσω το χειμώνα κι έβαλαν πλώρη για την άνοιξη.
30
Retropolis
Είμαι ερωτευμένος με τα μάτια σου
Β
του
Ηλία Κολοκούρη
ούτηξε το δάχτυλο στο στόμα κι άρχισε να μαζεύει τα σουσάμια από τα κουρέλια του. Είχε μόλις καταβροχθίσει ένα κουλούρι δανεικό. Πήρε τα πάνω του με το κουλούρι και σκέφτηκε να της μιλήσει. Ηταν η ώρα πια. Ο άστεγος πρίγκηψ της πλατείας Κλαυθμώνος, ο Μέγας Ιωάννης ο Μαγαζάτορας, γύρισε το βλέμμα του σε εκείνη. Θράσος όμως να κοιτάζει μια αρχόντισσα πασών των Ρωσιών έτσι κατάματα! Ανοιξε το στόμα του κι άρχισε να της λέει: «Κούκλα μου. Λουλούδι μου. Λουντμίλα μου εσύ. Σ’ αγαπάω, βρε. Αχου το, μωρέ μου! Καταλαβαίνεις; Νιώθεις; Ακατανόητο, αλλά για τα δυο σου μάτια τα γαλάζια που ’ναι όλο χάρη κι όλο νάζια, κάθε μου αγάπη έδιωξα παλιά και μόνο εσένα αγαπώ. Μας έχει τρελάνει το Aνατολικό Mπλοκ. Το είδα στην τηλεόραση, η Ζαχάρω έγινε Sugartown και γέμισε Ρωσίδες και Ουκρανές. Τα ίδια έχω πάθει κι εγώ με σένα, Ρωσιδάκι μου. Χάνω το νου μου. Ο κόσμος έγινε ρατσιστής, δεν πέτυχε, λέει, εκεί το πείραμα με το Aνατολικό Mπλοκ. Δε θέλουν πια τις Ρωσίδες. Κυρίως τις Ρωσοπόντιες, αλλά και τις Ρωσίδες. Σε κλοτσάνε οι άλλοι, σε πατάνε βιαστικοί και σε προσπερνάνε. Λίγο να παίξεις θέλεις μαζί τους, εκείνοι το καταλαβαίνουν τι μοιραίο θηλυκό είσαι, σε σπρώχνουν και φεύγουν το δρόμο τους και πάνε. Σπρώχνουν το σωματάκι σου, που φτιαγμένο μόνο για αγκαλιές είναι. Μα εγώ είμαι εδώ να σε σφίγγω δυνατά και να σε χαϊδεύω. Αφού σε ξέρω τι χαδιάρικο πλάσμα είσαι. »Δεν έχω και πολλά να σου προσφέρω, είναι η αλήθεια. Εσύ, μια αρχόντισσα, μια ευγενική κυρία. Κι εγώ; Σπίτι μου είναι ο δρόμος, που λέει και το άσμα. Δε θυμάμαι πώς βρέθηκα εδώ, είχα μαγαζί και νοικοκυριό κι εγώ κάποτε, μα τώρα ένα χαρτόκουτο είναι η στέγη μου κι ένα ποτηράκι πλαστικό το βιος μου όλο. Ναι, εγώ, να μένω στο πλάι της πλατείας Κλαυθμώνος, απέναντι από τον κοσμικό Ιανό. Μου άρεσαν κάποτε τα βιβλία, έχω βρει κι ένα τώρα πρόσφατα, θα σου το διαβάσω κάποια στιγμή, αν θέλεις, σαν παραμύθι. Θέλω να είσαι δίπλα μου όλη την ώρα, να σου λέω ιστοριούλες. Να ξέρω ότι έχω εσένα, όχι απλώς κάποιον να με ακούει, αλλά εσένα. Γαλανομάτα μου. Ματόνια μου εσύ. Ρωσιδούλα μου. Βλαδιβοστόκ σημαίνει: “Κατάκτησε την Ανατολή”. Εσύ έχεις κατακτήσει την καρδιά μου. Εχεις πατήσει πάνω της κι έχεις βάλει και σημαία. ‘Εδώ είναι γη της Λουντμίλα!’ φωνάζεις. Κι είναι αλήθεια. Ποιο αγιασμένο δρομολόγιο του Υπερσιβηρικού σε έφερε εδώ, Λουντμίλα μου; »Πώς με κοιτάς έτσι, δήθεν αθώα; Αφού το ξέρω, κι άλλους μ’ έρωτα κοιτάς, όλο με ψευτιές με ξεγελάς. Μα δεν μπορώ στιγμή εγώ να τ’ αρνηθώ κι άλλα μάτια να ερωτευτώ από τα δικά σου. Σ’ το ’χα πει και πριν. Πριν κλείσω το μαγαζί κι από μαγαζάτορας γίνω αυτό που είμαι τώρα. Περνούσα από εδώ, σε έβλεπα και πάθαινα. Ηθελα από πριν να τα παρατήσω όλα, να σε πάρω να φύγουμε από τούτη την πόλη. Αλλά μου αρέσει η Αθήνα, γιατί ζεις κι εσύ εδώ. Λουλουδάκι μου γαλανομάτικο εσύ. Με το βλεμματάκι σου το αθώο και το ειλικρινές. Το ξέρω, δεν είναι ειλικρινές, αλλά όταν είσαι ερωτευμένος δεν τα βλέπεις αυτά. Κι εγώ είμαι αυτό που λένε ερωτοχτυπημένος. Σε είδα να περιμένεις εκεί μπροστά στις σκάλες του μετρό κι έπαθα. Ποιον περίμενες και κοιτούσες με τόση απελπισία; Απελπισία και νάζι μαζί σ’ ένα βλέμμα.
Retropolis
Αμ, αν δεν την κούναγες κι εσύ την ουρά σου, κατεργάρα, δε θα την πάθαινα κι εγώ όπως την έπαθα. Είμ’ ερωτευμένος με τα μάτια σου, σ’ το ’χα πει και πάντα θα σ’ το λέω, Λουντμίλα μου. Μίλα μου, βρε Λουντμίλα μου! Εστω με τα μάτια, προσπάθησε, θα σε καταλάβω. »Τα χρειάστηκα τις προάλλες με τους βρομιάρηδες. Ανώμαλα όντα, δεν ξέρω πώς τους ήρθε κι αρχίσανε το φονικό. Περπατούσες στο Ζάππειο κι έβλεπες πτώματα. Στα παρτέρια μέσα, Ρωσιδούλες της Λεωφόρου Νιέφσκι σαν κι εσένα, Γερμανίδες της Θουριγγίας με τα σκοτεινά καπούλια. Φοβήθηκα, λουλούδι μου. «Η Λουντμίλα;» ρώτησα έναν παππού που τάιζε τα περιστέρια και το έβαλα στα πόδια. Τρόμαξα πως θα σε χάσω, κόντεψα να τρελαθώ μόλις είδα τα νεκρά σώματα μέσα στα χορτάρια. Αρχισα να τρέχω μπροστά στο Σύνταγμα, με είχε πιάσει πανικός. Θόλωσαν όλα, δεν έβλεπα μπροστά μου απ’ τα κλάματα. Επρεπε να φτάσω στο μετρό Πανεπιστήμιο, αχ και να ήσουν εκεί, να ήσουν καλά! Τα αυτοκίνητα παραλίγο να με κόψουν, δε θα μ’ ένοιαζε να με έκοβαν, αρκεί να μάθαινα ότι είσαι εσύ καλά, κι ας πέθαινα. Δε με ένοιαζε για μένα. Ενα ταξί μού πάτησε το έτσι κι αλλιώς διαλυμένο αριστερό παπούτσι. Σκίστηκε, αλλά εγώ συνέχισα να τρέχω στα τυφλά. Ησουν εκεί που είσαι πάντα, ζωντανή κι αρτιμελής. Πήγα να σε αγκαλιάσω κι άρχισες τις φωνές. Ναι, καταλαβαίνω, είμαι λίγο τρελός να θέλω να σε αγκαλιάσω έτσι στα καλά του καθουμένου. Αλλά κατάλαβέ με, αγχώθηκα τρομερά μην έχεις πάθει κάτι. Τι σου φταίει κι αρχίζεις να τσινάς όταν πάω να σε σφίξω στην αγκαλιά μου, καλό μου; Μήπως είναι ο τρόπος που τα λέω; Χαζομιλάω, το ξέρω, αλλά δεν μπορώ να σου μιλήσω σοβαρά... Μου βγαίνει αυτό το παιχνιδιάρικο, μωρέ μου, σαν να μιλάω σε μπέμπα! Τι να κάνω; »Είναι γελοίο αυτό που ένιωθα και νιώθω, αλλά ήμουν έτοιμος να σκοτώσω άνθρωπο. Θα τον καθάριζα, θα τον έπνιγα όποιον πήγαινε να σε πειράξει, λουλούδι μου. Με κάνεις να θέλω να γίνω καλύτερος. Να έχω τη δύναμη να σε προστατέψω. Αρχόντισσά μου. Βασίλισσα της ψυχής μου. Είσαι άλλη ράτσα εσύ. Ρωσίδα ευγενής. Λουντμίλα, κόρη του πρίγκιπα Βλαντιμίρ. Μονάκριβη αδηφάγα λύκαινα. Δε γνωρίζω τον οίκο σου με σιγουριά, αλλά τα πηγαίνατε καλά με τα σοβιέτ, όπως σε κόβω. Αλλιώτικα δε θα βρισκόσουν εδώ τώρα. Επεσε το καθεστώς και βρέθηκες στην Αθήνα. Συντρόφισσα και συντροφιά μου. Δε θες να σε εκμεταλλευτούν, κι έτσι βασανίζεις τη μυτούλα σου εδώ στο κρύο και την παγωνιά. Αλλά τι λέω, λιούμπα μου; Είσαι μαθημένη σε βαριά χιόνια εσύ. Σε σιβηρικό κρύο. Σε λυπάμαι όμως, έτσι αγέρωχα να στέκεσαι όλη μέρα. Με μια περηφάνια και μια αρχοντιά. Ενα σνομπισμό βαθύ. Δεν τρως ό,τι να ’ναι εσύ. Ξέρεις να διαλέγεις. Ούτε ζάχαρες, ούτε γλυκά. Κάνουν κακό στα ματάκια σου. Τα ματάκια αυτά που ανάβουνε φωτιές. Αγάπη μου. Πού να βρω μπαλαλάικες να σου τραγουδήσω; Ποιον Πούσκιν να σου ψάλλω; Κουκλίτσα μου εσύ. Ουράνιο πλάσμα. »Πονάει η καρδιά μου, Ρωσιδούλα μου. Ελα κοντά μου, Λουντμίλα. Μη με φοβάσαι. Πάω να σε πλησιάσω και βάζεις τις φωνές. Μα δεν μπορείς να το καταλάβεις ότι εγώ κι εσύ γεννηθήκαμε για να ζήσουμε μαζί; Ελα κοντά μου να χουχουλιάσουμε. Να ζεσταθούμε στις αγκαλίτσες. Ξέρω, έχεις δει κι έχεις δει τόσα χρόνια στην Αθήνα. Ισως να σου τάξανε σπίτια όμορφα και οικογένειες. Δεν ξέρω. Εγώ πάντως δράκοντες θα πολεμήσω, γέρους μάγους θα βουτήξω από τις γενειάδες, μη σε δηλητηριάσουν με βοτάνια, με σπαθιά και κοντάρια θα αντιπαλέψω τους αχρείους. Για σένα, Λουντμίλα μου. Ελα, έλα να σου πω ένα παραμύθι, έλα να δεις τη γλύκα». Πήρε σιγά σιγά να σκοτεινιάζει. Η Λουντμίλα ενέδωσε στις αδέξιες θωπείες του Ιωάννη του Μαγαζάτορα. Σταμάτησε τις φωνές και τα γαυγίσματα. Τον ακολούθησε στο σπιτικό του, στο ορθογώνιο χαρτόκουτό του. Εκείνος της έβαλε να φάει μια γωνία ψωμί μπαγιάτικο, ό,τι είχε. Επειτα της διάβασε ένα παραμύθι. Οταν πέρασα εγώ τους βρήκα αγκαλιά να κοιμούνται. Τον Ιωάννη το Μαγαζάτορα και το όμορφο σιβηρικό χάσκι του, τη Λουντμίλα. Στο χαρτόκουτο πάνω, το παραμύθι που της είχε διαβάσει “Que sais-je?”, της γνωστής σειράς τομίδιο, «Βιώσιμη Ανάπτυξη» στον τίτλο. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
31
Για τα δυο σου μάτια τα γαλάζια
32
Retropolis
Ο
Το πρωί με ξυπνάς με φιλιά της
Στέργιας Κάββαλου
νειρεύτηκα μια τεμαχισμένη Μπάρμπι. Αγνωστοι άντρες, λέει, περιεργάζονταν τα μέλη της. Ξετύλιγαν κουτιά -ίδια χριστουγεννιάτικα δώρα- κι έβρισκαν. Ενα πέλμα, τον ώμο της, μια μέση. Σε κανέναν δεν έτυχε το κεφάλι. Ολοι τους όμως χάρηκαν την έκπληξη. Δαγκωνιές, ξυλιές, σάλια. Πήγα να σου γρατζουνίσω την πλάτη, να σου ψιθυρίσω για το πλαστικό της σώμα που κομματιάστηκε. Ομως στο δέρμα μου πάνω τα δόντια, οι μελανιές κι η υγρασία τους. Σε άφησα να κοιμάσαι. Κατεβάζω μανίκια, μούτρα και τρέχω στο μπάνιο. Αν κάτι έμαθα από πιτσιρίκι είναι να πατάω στις μύτες. Ο καθρέφτης γυαλίζει. Το μάτι μου θολό. Δεν το έχω σε τίποτα να πετάξω όλο το Αζαξ πάνω μου, μήπως και δω καθαρά. Το νερό ευτυχώς καίει. Ποτέ δεν ξεχνάς να ανοίξεις το θερμοσίφωνα αποβραδίς για το πρωινό μου μπάνιο. Ποτέ δεν με ξεχνάς εσύ. Μισώ αυτό το σώμα. Που από λευκή σελίδα, κακώς κείμενο. Σαγρέ τοίχος είμαι, μόνο εσύ με λες απαλή. «Λουίζα!» φωνάζεις, Λουίζα σαπουνίζεσαι. Δεν μπαίνει άλλο αφρόλουτρο σπίτι μας. Ο,τι σου αρέσει φροντίζεις να το έχεις. Αμέτρητα εφεδρικά μπουκαλάκια κάτω από το νιπτήρα. Κι είναι φορές που θέλω εκεί να κρυφτώ. Πρώτη και δεύτερη επιλογή σου, εγώ. Υδρατμοί γεμίζουν το μπάνιο, θάλαμος αερίων. Κι αποσυμπίεσης; Παίζω με την ανάσα μου σαν παιδί σε πισίνα, μα μετράω ήδη ανάποδα τα δεύτερα. Τα κύτταρα έχουν μνήμη. Κανένα έλεος. Αν το σώμα θέλει χρόνο, φαντάσου η ψυχή. Βαφτίζομαι σε κολυμπήθρα. Κάθε μέρα την ίδια ώρα. Παίρνω το χρίσμα της μοναδικής. Αξημέρωτα. Δεν χρειάζονται γαμήλια στέφανα. Το password που ξεκλειδώνει τα πάρε-δώσε της αγάπης είναι ο εξαγνισμός. Και εγώ έχω ακόμα τόσους δρόμους να βγάλω από πάνω μου. Σπάνια βγαίνω από το σπίτι, μα διανύω κάτι αποστάσεις... Αν δεν ήσουν εδώ, δεν ξέρω τι θα έκανα. Και που είσαι όμως, πάλι δεν ξέρω τι να σε κάνω. Μπορείς να μιλάς και να αρχίσω να σε αποκωδικοποιώ. Μπορείς να με αγκαλιάζεις και να ελαφραίνουν λίγο λίγο τα τραύματα. Μπορείς να με φιλάς και να μου δίνεις το φιλί της ζωής. Μπορείς να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά, να μην τα τραβάω άλλο. Μπορείς; Σπατάλησα όλο το καυτό ντεπόζιτο και τώρα τρέχουν παγάκια. Κρυώνω και σκέφτομαι εσένα στο ζεστό μας πάπλωμα. Τραβάω τη μικρή κουρτίνα να δω πόσο θέλει να βγει η ανατολή. Εγώ πάω με τη φύση. Σκοτάδια. Τυλίγομαι στο μπουρνούζι και ακουμπάω το βλέμμα μου στο καλοριφέρ. Ακούνητο. Οι σωστές κόρες δεν διαστέλλονται στη θερμότητα. Οχι σαν κάτι άλλες. Τρέχει σχεδόν δάκρυ. Το πιάνω στο χέρι και το πετάω. Στη μπανιέρα με τα υπόλοιπα βρόμικα νερά. Φοράω το δικό σου T-shirt κοντό φόρεμα. Πατάω με τις μύτες, στο στρώμα αυτή τη φορά, ξαπλώνω αγκαλιά με το σώμα σου. Τα πόδια μου γυμνά. Αμέσως να τα ζεστάνεις -υγιή αντανακλαστικά. Κλείνω τα μάτια. Σε λιγότερο από μισή ώρα θα χτυπήσει το ξυπνητήρι. *** Μένεις πιστός. Στα φιλιά σου. Τυχερή. Τυχερή που είμαι. Κάθομαι ανυπεράσπιστο ζώο και σε απολαμβάνω. Τα χάδια είναι τα βελτιωμένα αντικαταθλιπτικά. Κοινός παρανομαστής, το αποτέλεσμα. Το βλέπεις εν καιρώ. Σκέφτομαι τα παιδιά που χαρίζουν free hugs στην πόλη. Και μου θυμίζω καχύποπτο περαστικό. Πρόσωπο μάρμαρο, βήμα ταχύδειλο. Λυσσασμένος σκύλος, κάποιος να τυλίξει ένα ζευγάρι χέρια γύρω του. Γάβγιζα κι εγώ στο mute, γιατί η πόλη δεν ανέχεται άλλο του καθενός τις φασαρίες. Τώρα γαβγίζω, για να σε πιστέψω. Δαγκώνω τον εαυτό μου να καταλάβω γιατί δεν απέκτησες ποτέ καλή σχέση με τη σπατάλη. Ποιος σου έμαθε τόσο καλό χαλινάρι; Με τι μυστικά βοτάνια μάγευε η μάνα σου τη φρουτόκρεμα που σε τάιζε; Και έγινες έτσι γερός, δυνατός και σίγουρος; Κι έγινες έτσι... διαρκείας. Κι εμείς οι άλλοι, παιδιά της ίδια πόλης, δεν σου μοιάσαμε ούτε στο στιλ. Εμείς κατουρήσαμε σε μπαζωμένα πηγάδια. Μολύναμε ο ένας τον άλλο. Σκυφτά κεφάλια και λιμνάζοντα τα νερά.
όλη μέρα γελάς, λόγια λες τρυφερά
Retropolis
Apple martini για τη δεσποινίδα, ουίσκι σκέτο για τον νεαρό. Μπαλαρίνες χορού και υφασμάτινα πουά γέμισαν την αίθουσα. Στα black-lights φώτιζαν τα λευκά σοσόνια και οι τιράντες των αγοριών. Κανείς δεν ξέρει τέλεια τα βήματα. Στις ρετρό νύχτες ασχολείσαι κυρίως με το πώς θα ταιριάξεις κώμη και κραγιόν με την εποχή. Τέτοια κι η έγνοια μου. Σκόνταψα πάνω σου κι έπεσε. Η φέτα πράσινου μήλου στο Jameson ποτό σου. Εγώ, στην αντίληψή σου. Εν αρχήν ην η γεύση. Μετά ανακατεύτηκαν και οι ιστορίες μας. Συστηθήκαμε και άκουγα ήδη τη μηχανή του αυτοκινήτου να παίρνει μπρος. Συνοδηγός μου εσύ. Μιλούσες για το πάρτι, πως σφήνα σε έφεραν και ήμουν ήδη στη δεύτερη πράξη του έρωτα. Ζήτησες τον αριθμό μου. Μα αυτό δεν το είχα προβλέψει. Είπες ότι ήθελες να με ξαναδείς και τα γέλια μου κάλυψαν τα ηχεία και σκότωσαν κάθε καλή σου πρόθεση. Γεννημένη δολοφόνος. Εκείνη τη νύχτα το μόνο που έκανες ήταν να βάλεις την κάρτα σου στο χέρι μου. Κι έφυγες, γιατί οι φίλοι σου κουτουλούσαν σφηνάκια και έπρεπε να κάνεις διανομή. Το έργο αυτό πάει πολύ αργά. Stop the movie, να κατέβω. Πάτησα γκάζι κι έφυγα από το μαγαζί μόνη. Στη διαδρομή πήρα εκατό όρκους ότι εσύ εμένα αποκλείεται να με γουστάρεις. Πάντα πέφτω έξω. Η αρχή τελικά χτυπάει ανεξίτηλες στάμπες. Γιατί τα ραντεβού μας είχαν κάτι από την παλιομοδίτικη εσάνς της πρώτης τυχαίας συνάντησης. Μόνο που δεν ήταν αφιερωματικά, αλλά αμέτρητα. Στιγμή δεν κουράστηκες να παίζεις με τις αλχημείες. Είμαστε όλοι πολύτιμοι. Είμαστε όλοι φτηνοί. Συμφωνήσαμε, είμαστε όλοι τουλάχιστον ημιπολύτιμοι. Και έγινες το τρίτο πρόσωπο. Παρόντας εσύ -μετά τους γονείς- άνευ όρων κι ορίων. Πώς να μην γίνουν οι τέσσερις τοίχοι μου δικοί σου... Εξάλλου, μόνο εσένα τα χρώματα του δωματίου μου καλοδέχτηκαν απνευστί. Το σάπιο μήλο του ταβανιού σε νανούριζε τόσο γλυκά και μ’ έκανε, αντί να σε κλωτσάω να φύγεις, να σε παρατηρώ. Εξωγήινε, που ναυάγησες στον πλανήτη μου. Το κρεβάτι είναι υπέρδιπλο. Καλύτερα, είχες πει. Να χωράει πιο άνετα. Εμένα, εσένα και τους φόβους μας. Συρρικνώνομαι στη μεριά μου, σου κάνω χώρο. Ακόμα κι όταν δεν είσαι εδώ. Ακόμα και εδώ, που κάνει κρύο και λύπη. Με τα μούτρα πέφτω στο μαξιλάρι να πάρω μέσα μου κάτι από τη μυρωδιά που άφησαν τα μαλλιά σου. Κι ορκίζομαι να μην πλύνω ποτέ τα σεντόνια. Σε τέτοια σημεία ευγνωμοσύνης φτάνω. Μα δεν μου παίρνεις κουβέντα. Γιατί δικό μου χαλινάρι, τα ένστικτα. Να με μαζεύουν στις παλιές μέρες. Στρέφω το κεφάλι να μυρίσω τη θέα. Ηδονή μιας χρήσης. Και τρέχω μακριά της. Δεν ξέρω αν χόρτασα. Τα νέα -γενναία τα βάζουμε στο στόμα μέχρι σκασμού. Υπολογίζω όμως να σταματήσω σε σένα. Πώς αλλιώς; Μου βάζεις στο χέρι όσα ζήτησα στην πρώιμη εφηβεία μου. Υπάκουος στις προσευχές μου θεός. Ενωνα τα χέρια, σταύρωνα το μαξιλάρι μου και παρακαλούσα να βρεθεί κάποιος και για μένα. Και μαζί, λέει, θα ζούσαμε σε σπιτάκι παιδικής ζωγραφιάς. Με κόκκινη σκεπή, καπνιστή καπνοδόχο και τοξοτή πόρτα. Τώρα τις νύχτες παρακαλάω την κατώτατη περηφάνια μου να δώσει και σε σένα κάτι. Παρακαλάω την τρυφερή ανάμνηση του εαυτού μου να μπει στην κούρσα της ανταπόδοσης. Αχ, μη μ’ ακούσεις. Θα με νομίσεις τέρας. Μα εσύ δεν κρυφακούς, αφουγκράζεσαι μόνο το σώμα μου. Σχολαστικά. Και ξέρεις πως κάθε πρωί, πριν ξυπνήσεις, σηκώνομαι εγώ κι αρχίζω την κρυφή μου τελετουργία. Και περιμένεις να περάσουν οι μέρες. Μα αυτές καμιά φορά στο rewind. Δεν μου θυμώνεις. Ο χρόνος είναι έννοια και εσύ έχεις τη βαθύτατη κατανόησή της. *** Απόψε πήγαμε πάλι στο μαγαζί. Ενα χρόνο μετά. Επετειακά έβαλα τα παπούτσια του χορού και τα κόκκινα χείλη και είχα εσένα στην καρδιά, το κοκτέιλ στο χέρι μου. Τα αδέξια βήματα συγχρονίστηκαν σε φιγούρες. Μας χειροκρότησαν. Η επιβράβευση είναι ένα πιάτο που τρώγεται ζεστό. Ηρθε από τα μοναχικά party-boys. Η αγάπη έγινε αρκετά προφανής για να κάμψει επιτέλους την αντίσταση. Ζαλισμένη έπεσα στο κρεβάτι με τα ρούχα. Αμέσως ονειρεύτηκα μια τεμαχισμένη Μπάρμπι. Ομως αυτή τη φορά το χέρι που ξετύλιγε τα χριστουγεννιάτικα δώρα ήταν το δικό μου. Εβαλα το πέλμα στη θέση του τακούνι, τίναξα με αυταρέσκεια τον ώμο, ίσιωσα τη μέση κυρία. Μετά το διαμελισμό, η ολοκλήρωση. Το κεφάλι ήταν εξαρχής στα χέρια μου. Ανοιξα τα μάτια και αγκάλιασα το σώμα μου. Τώρα που ισορρόπησα τον εφιάλτη σε όνειρο, περνάω και στην πραγματικότητα. Σου γρατζουνίζω την πλάτη και, πριν προλάβεις να γυρίσεις στη μεριά μου, με τη μεγαλύτερη χαρά -πόσο παιδί- απαντώ για πρώτη φορά: «Κι εγώ σ’ αγαπώ!»
και γεμίζεις το σπίτι χαρά
33
34
Retropolis
θύματα χίλια λιώνουν στ
Δ
εν είχε πάει στο θέατρο για εκείνη, αυτό ήταν αλήθεια. Το όνομά της το γνώριζε από διάφορα περιοδικά και συνεντεύξεις στις εφημερίδες, συζητήσεις που άκουγε από δω κι από κει, αλλά ποτέ δεν είχε δώσει σημασία. Δεν την ήξερε, δεν είχε συνδυάσει το όνομα αυτό με κάποιο πρόσωπο. Ποτέ δεν είχε ασχοληθεί να μάθει ποια είναι. Απλώς δεν έτυχε. Ομως εκείνη τη νύχτα, λίγες ημέρες μετά την Πρωτοχρονιά του 1955, δεν άκουσε λέξη από το κείμενο του Πιραντέλο. Του Πιραντέλο που τόσο λάτρευε και που έσπευδε μόλις μάθαινε πως ανεβαίνει στην πόλη έργο δικό του. Εκείνη τη νύχτα βρέθηκε κρεμασμένος από δυο χείλη κατακόκκινα που ανοιγόκλειναν καθοδηγώντας τους χτύπους της καρδιάς του. Στο διάλειμμα κάπνισε, του φάνηκε πως διήρκεσε υπερβολικά πολύ, τόσο που ήταν έτοιμος να παραπονεθεί, αλλά το ρολόι του τον διέψευσε ως προς την εκτίμηση του χρόνου. Το έργο συνεχίστηκε, δεν κατάλαβε για πότε τελείωσε, ακολούθησε σαν υπνωτισμένος το χειροκρότημα γύρω του, την είδε να υποκλίνεται και συνειδητοποίησε πως κατά τη διάρκεια του έργου είχε ξεχάσει να αναπνέει. Σηκώθηκε τελευταίος σχεδόν, τα καθίσματα είχαν αδειάσει, ο κόσμος έβγαινε αργά από τους διαδρόμους, το βλέμμα του δεν μπορούσε να ξεκολλήσει απ’ την αυλαία. Προχώρησε προς την έξοδο γυρνώντας κάθε λίγα δευτερόλεπτα για να κοιτάξει την άδεια αίθουσα. Δεν είχε κάτι στο μυαλό του, ένα σχέδιο δράσης, ας πούμε. Δεν είχε τίποτα, εξάλλου δεν συνηθίζει να λειτουργεί έτσι. Δεν θυμάται καν πότε ήταν η τελευταία φορά που φλέρταρε. Μετά από τόσα χρόνια γάμου με την Αγγελική είχε ξεχάσει να ασχολείται με άλλες γυναίκες. Ακόμα περισ-
Το τανγκό της θεατρίνας της
Ειρήνης Σουργιαδάκη Τσόπανος
εικονογράφηση: Γιώργος
σότερο είχε ξεχάσει αυτό το ρίγος που ήρθε τώρα στα καλά καθούμενα από τη σκηνή κι εγκαταστάθηκε στο δέρμα του, στο στήθος, στο στομάχι του, παντού. Ακατανόητα πράγματα. Είχε ξεχάσει πώς είναι να μην ελέγχεις μια κατάσταση, για την ακρίβεια, πίστευε πως αυτό συμβαίνει μόνο αν είσαι επιπόλαιος ή έφηβος ή -ακόμα χειρότερα- και τα δύο μαζί. Μέσα σ’ αυτές τις σκέψεις, βρέθηκε να αιωρείται στην έξοδο του θεάτρου ανάμεσα σε κόσμο που αποχωρούσε συζητώντας χαμογελαστά, τυλιγμένος μέσα σε ζεστά παλτά και μακριές καπαρντίνες. Κρατούσε στα χέρια του το πρόγραμμα, το άνοιξε τυχαία στην τρίτη σελίδα, έπεσε στη διαφήμιση, αυτή με το ζωγραφισμένο αγόρι που στα μάτια του γράφει ΕΒΓΑ και διάβασε το σλόγκαν που το πλαισίωνε: «Οι επιθυμίες διαβάζονται στα μάτια. ΕΒΓΑ σοκολάτα-κακάοπαγωτά». Την είδε μέσα από το τζάμι να κατευθύνεται προς την πόρτα. Ντράπηκε που βρισκόταν ακόμα εκεί, ήθελε να εξαφανιστεί, όχι όμως να το βάλει στα πόδια -θα τραβούσε την προσοχή και θα φαινόταν τουλάχιστον γελοίος. Τελικά γύρισε την πλάτη του, η πόρτα άνοιξε. Λίγα δευτερόλεπτα μετά έστρεψε δειλά το κεφάλι του στα δεξιά και είδε τώρα τη δική της πλάτη, τυλιγμένη σ’ ένα αφράτο μάλλινο πανωφόρι, να απομακρύνεται στην κατηφόρα της Αγίου Κωνσταντίνου κρατώντας α λα μπρατσέτα έναν ψηλό τύπο με ρεπούμπλικα και γκρίζα καμπαρντίνα. Εκείνη έγειρε το κεφάλι της προς τον ώμο του κι έπειτα το σήκωσε να τον κοιτάξει. Το φως των αυτοκινήτων έκανε το προφίλ της να λάμψει, το κόκκινο κραγιόν της θα μπορούσε να βάψει ολόκληρο το σύμπαν. Πέρασε η Δευτέρα, η Τρίτη, πέρασαν σαν αιώνες οι ώρες του στη δουλειά, οι
ώρες του στο σπίτι ακόμα βραδύτερα. Από εκείνη την Κυριακή ο χρόνος είχε αρχίσει να κυλάει περίεργα, τόσο, που τον ένιωθε να συνωμοτεί εις βάρος του. Κι αυτές τις ατέλειωτες ημέρες την Αγγελική δεν την κοίταξε ούτε μια φορά στα μάτια. Την Τετάρτη ήταν πάλι στο θέατρο. Και την Πέμπτη και την Παρασκευή. Και τις τρεις φορές την παρακολούθησε από την ίδια θέση με την πλάτη του γυρισμένη στην πόρτα, να απομακρύνεται με διαφορετικούς άντρες. Οχι, δεν ήταν άντρες, ήταν όλοι τους σκιές. Οι σκιές της. Εκείνη περπατούσε στο πλάι τους και φώτιζε την κατηφόρα. Ελαμπε κάθε νύχτα. Το Σάββατο και την Κυριακή δεν πήγε στο θέατρο. Δεν σκόπευε να ξαναπάει. Εμεινε στο σπίτι με την Αγγελική, της χάιδεψε τα χέρια, το λαιμό, τη φίλησε στον ώμο, στα πλευρά και στη μέσα μεριά του μπράτσου, αλλά δεν μπορούσε να την κοιτάξει. Γιατί στα μάτια του δεν υπήρχε παρά μονάχα μια αυλαία. Σκούρα κόκκινη. Βαριά. Οι μέρες πέρασαν. Οι νύχτες πιο δύσκολα, αλλά πέρασαν κι αυτές. Κόντευαν δυο μήνες από την πρώτη φορά που πήγε στην παράσταση. Η σκέψη της δεν έλεγε να τον αφήσει. Τα μαλλιά της, οι κινήσεις της, τα χείλη της... ναι, τα χείλη της. Διάβασε στην εφημερίδα πως το έργο θα κατέβει την επόμενη εβδομάδα. Αποφάσισε να πάει για μία ακόμα φορά. Μια φορά τελευταία. Την Κυριακή. Μόλις έφτασε, κοντοστάθηκε λίγο και προσπάθησε να πάρει μια βαθιά ανάσα. Εβγαλε από την τσέπη του την ταμπακέρα και το τσακμάκι, άναψε τσιγάρο. Δεν ένιωθε και πολύ άνετα. Τι ήρθε να κάνει; Να τη δει να φεύγει πάλι με έναν άγνωστο; Κοίταξε γύρω του, ο κόσμος αρκετός, φαίνεται είχε μαθευτεί πως εί-
Retropolis
35
στη ζήλεια κι εσύ γελάς
ναι τελευταία παράσταση κι έσπευσαν όσοι δεν την είχαν δει ως τώρα. Κι αυτός μαζί τους. Ενας γνώστης ανάμεσα στους αδαείς, που δεν ήξεραν τι τους περίμενε μόλις θα άρχιζε το έργο και θα την αντίκριζαν. Γιατί αποκλείεται να είναι ο μοναδικός, λογικά όλοι οι άντρες θα πρέπει να είναι ερωτευμένοι μαζί της -τουλάχιστον όσοι την έχουν δει-, αν κάποιος ισχυριστεί το αντίθετο, θα είναι απλώς αφελής.
Το τρίτο κουδούνι διέκοψε τις σκέψεις του, έσβησε το τσιγάρο του, κάθισε, η πλατεία σκοτείνιασε, η αυλαία άνοιξε, η καρδιά του σαν τρελή, η ανάσα του κόπηκε, ίδρωσε, σηκώθηκε. «Συγγνώμη, με συγχωρείτε», προκάλεσε μια μικρή αναστάτωση, «Να περάσω, με συγχωρείτε και πάλι» Βγήκε έξω, προσπάθησε να αναπνεύσει, είχε ντραπεί πολύ. Το τέλος της παράστασης τον βρήκε στα σκαλοπάτια, αναμαλλιασμένο, χλομό, του φά-
νηκε πως κάποιοι τον αναγνώρισαν, πως τον κοίταξαν με υποτίμηση, μετά έφυγαν. Δεν τον ενδιέφερε και πολύ τελικά. Σηκώθηκε και στάθηκε στη γνωστή του θέση με την πλάτη στην πόρτα, περιμένοντάς τη να βγει με κάποιον από τους θαυμαστές της. Η πόρτα άνοιξε, περίμενε όπως πάντα λίγα δευτερόλεπτα κι έστρεψε το κεφάλι του δεξιά, την είδε. Είδε την όμορφη πλάτη της, τα μαλλιά της, τις γόβες της· ήταν μόνη. Περπατούσε αργά κατεβαίνοντας την Αγίου Κωνσταντίνου, ένα κορνάρισμα ακούστηκε από κάπου, εκείνη γύρισε και κοίταξε. Τον κοίταξε. Αυτό ήταν. Τώρα πια ήταν σίγουρος. Σίγουρος για τα αισθήματά της, σίγουρος πως τον ήθελε κι εκείνη, όπως το είχε φανταστεί, όπως το είχε υποψιαστεί. Της έλειψε. Χάρηκε που τον είδε. Τους βαρέθηκε τους θαυμαστές. Είναι μόνη της, γιατί περιμένει εκείνον, μόνο αυτόν, αυτόν που την αγάπησε πραγματικά, που τη λάτρεψε από την πρώτη κιόλας φορά που την αντίκρισε. Αυτόν που δεν ήξερε το όνομά της κι όμως αναγνώρισε στα χείλη της τη δημιουργία του κόσμου. Και στην τελευταία της παράσταση, που αυτός δεν άντεξε, που αυτός την πρόδωσε, που βγήκε έξω, στο διάφραγμά της γρατζουνούσε όλη την ώρα το δικό του όνομα, είναι σίγουρος, ακόμα κι αν δεν συστήθηκαν ποτέ. Την πλήγωσε πολύ, αλλά αυτή τον αγαπάει, τον συγχωρεί. Στέκεται εκεί ακίνητος, είναι ευτυχισμένος. «Σ’ ευχαριστώ». Εκείνη απομακρύνεται, στρίβει στη γωνία παίρνοντας μαζί της όλο το φως της νύχτας. Το βασιλικό θέατρο σκοτεινιάζει πίσω του, κι εκείνος για πρώτη φορά γυρνάει την πλάτη του στην κατηφόρα και το κοιτάζει. «Λουίτζι Πιραντέλο, ‘Οπως με θέλεις’ εις πράξεις τρεις».
36
Retropolis
ΟΙ
ΟΡ ΙΣΤ Σ Ε ς ΤΙΚ α νη ΟΛΙ Π ασί Ο ιάν γ γ Ρ ρ ο Τ ε ΜΗ Κακ συν σε ης λ ά Μιχ υν µα άζο υ ι ρ σ Ιδ ρου το ect πα roj p το
s i l o p o r t Re
µε
1. Σαν Όνειρο Μαγευτικό Διασκευή: Tareq Ερμηνεία: Τία Μενούτη Μουσική - Στίχοι: Νίκος Χατζηαποστόλου - Γιώργος Πρινέας 2. Άσε τον παλιόκοσμο να λέει Διασκευή - Ερμηνεία: Δάρνακες Μουσική - Στίχοι: Μιχάλης Σουγιούλ - Αλέκος Σακελλάριος 3. Δεν σου πάει το πάχος Δημητράκη Διασκευή - Ερμηνεία: Ελεάννα Ζεγκίνογλου Μουσική - Στίχοι: Αττίκ 4. Ξενομανία Διασκευή: Νίκος Ασημάκης Ερμηνεία: Θανάσης Αλευράς, Προκόπης Πολίτης, Βαγγέλης Ασημάκης Μουσική - Στίχοι: Μιχάλης Σουγιούλ - Κώστας Κοφινιώτης
12. Πόσο Λυπάμαι Διασκευή - Ερμηνεία: Empty Frame Μουσική - Στίχοι: Κώστας Γιαννίδης - Βασίλης Σπυρόπουλος, Πάνος Παπαδούκας 13. Μαραμένα τα γιούλια Διασκευή: Κώστας Δαλακούρας Ερμηνεία: Κρίνθη Ζήρα Μουσική - Στίχοι: Αττίκ 14. Πέρσι τέτοιο καιρό Διασκευή: Tareq Ερμηνεία: Χάρης Αττώνης Μουσική - Στίχοι: Κώστας Γιαννίδης - Κώστας Μάνεσης, Κρέοντας Ρηγόπουλος 15. Μισιρλού Ερμηνεία: Tareq Μουσική - Στίχοι: Νίκος Ρουμπάνης
5. Ζητάτε να σας πω Διασκευή - Ερμηνεία: Γιώργης Χριστοδούλου Μουσική - Στίχοι: Αττίκ
16. Μεταξύ μας Διασκευή: Mattisse Ερμηνεία: Mattisse, Αγγελική Ζήκα Μουσική - Στίχοι: Μηνάς Πορτοκάλλης - Αιμίλιος Σαββίδης
6. Σε λυπάμαι Διασκευή - Ερμηνεία: Σοφία Κωνσταντινίδου Μουσική - Στίχοι: Κώστας Γιαννίδης - Κώστας Κιούσης, Σώτος Πετράς
17. Ακόμα ένα ποτηράκι Διασκευή: Νίκος Ασημάκης Ερμηνεία: Θανάσης Αλευράς, Προκόπης Πολίτης, Βαγγέλης Ασημάκης Μουσική - Στίχοι: Σωτηρία Ιατρίδου
7. Ζεχρά Διασκευή - Ερμηνεία: Marietta Fafouti and Band Μουσική - Στίχοι: Μιχάλης Σουγιούλ - Αιμίλιος Σαββίδης 8. Ο Διαβάτης της Ζωής Διασκευή - Ερμηνεία: Cyanna Μουσική - Στίχοι: Αττίκ 9. Τι μάτια Διασκευή - Ερμηνεία: Jam Difusion Μουσική - Στίχοι: Νίκος Χατζηαποστόλου 10. Κάτι με τραβάει κοντά σου Διασκευή - Ερμηνεία: Belleville Μουσική - Στίχοι: Μιχάλης Σουγιούλ - Μιχάλης Γαϊτάνος 11. Από μέσα πεθαμένος Διασκευή - Ερμηνεία: Στάθης Δρογώσης Μουσική - Στίχοι: Αττίκ
18. Είμαι ερωτευμένος με τα μάτια σου Διασκευή - Ερμηνεία: Full Tattoo Μουσική - Στίχοι: Γιάννης Βέλλας – Κώστας Κοφινιώτης 19. Θα σ’ εκδικηθώ Διασκευή: Δίδυμο Ερμηνεία: Χρήστος Μουστάκας Μουσική - Στίχοι: Θόδωρος Παπαδόπουλος (τραγούδι γέφυρα) 20. O Πασατέμπος Διασκευή - Ερμηνεία: Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης Μαρία Παπαγεωργίου Μουσική - Στίχοι: Μανώλης Χιώτης - Γιώργος Γιαννακόπουλος
Επιλογή τραγουδιών/καλλιτεχνική επιμέλεια: Γεράσιμος Ευαγγελάτος Οργάνωση - επιμέλεια παραγωγής: Νίκος Ασημάκης (Music Art Lab Studios), Γιάννης Καστανάκης Artwork: Αχιλλέας Τούμπας - Βίκτωρας Δήμας