Διαβάτες της σκιάς
Aπαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσίευση ή αναμετάδοση ή διασκευή και αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή ηχογραφικό του παρόντος έργου ή μέρος αυτού, χωρίς την ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ έγγραφη άδεια του ΕΚΔΟΤΗ και του ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ. Νόμος 2121/1993 και Κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
«Διαβάτες της σκιάς» © Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας Ο.Ε., Αθήνα 2014 © Ανδρέας Μ. Σουσουρής e-book ISBN: 978-960-9796-44-6
Επιμέλεια: Νατάσα Μπελεζάκη
Εκδόσεις Momentum Κηφισίας 5, 11523 Αθήνα τ: 2103315186, 2130229425, f: 2103315186 Πελοπίδου 5, 32200 Θήβα τ: 2262100795, f: 2262027275 url: www.momentumbooks.gr e: info@momentumbooks.gr
ΑΝ∆ΡΕΑΣ Μ. ΣΟΥΣΟΥΡΗΣ
Διαβάτες της σκιάς Συλλογή διηγημάτων
MB Momentum Ο
Στους γονείς μου.
Περιεχόμενα Ο Ταξιδιώτης Ο Μικρός Βασιλιάς Κουρελήδες Το Παγκάκι στην Άμμο Μυρίζοντας τη Ζωή Μακιγιάζ Ένας Καλός Άνθρωπος Μάθημα απ’ Έξω
11 27 34 106 113 145 179 187
Ο Ταξιδιώτης
Ο
ταξιδιώτης σταμάτησε το αργόσυρτο βήμα του και ίσιωσε τους γερμένους του ώμους. Στερέωσε το φθαρμένο του σακίδιο στην πλάτη του κι αφαίρεσε την κουκούλα του με τον αριστερό του δείκτη. Άφησε τις διάφανες αχτίδες του χαράματος να λαξέψουν το μέτωπό του. Η ελλειπτική κοιλάδα του νοτιoανατολικού δρόμου είχε απομείνει πίσω του, χιλιόμετρα μακριά, μπολιάζοντας με τα ώριμα ψηλά της στάχυα μιαν ακόμα ανάμνηση απ’ τα μερόνυχτα της διαδρομής του. Εκείνη η κίτρινη θάλασσα, η σπαρμένη από τον αέρα, που κούρσεψε με τις φτέρνες του και θέρισε με τους μηρούς του. Τώρα η θάλασσα εμπρός του είχε το βαθύ πράσινο περίβλημα της άγριας χλόης κι ήταν γεμάτη από τα πορφυροκόκκινα στίγματα ενός ανέγγιχτου λιβαδιού από ενήλικες παπαρούνες και τα μεγάλα γκρίζα μάτια του ταξιδιώτη φάνηκαν ευχαριστημένα από το θέαμα. Ήξερε πως θα ήταν μια μέρα ζεστή στην καρδιά της άνοιξης, όπως υπήρξαν κι οι προηγούμενες απ’ αυτήν ημέρες. Τα γκρίζα πυκνά του γένια θα μούσκευαν από τα υγρά του σκαμμένου προσώπου του κι οι γεμάτες από φουσκάλες πατούσες του θ’ αναζητούσαν τον ανακουφιστικό ίσκιο. Ίσως εκεί πέρα, στον στιλπνό 11
Ανδρέας Μ. Σουσουρής
ορίζοντα που σχημάτιζε με την άριστη όρασή του, να έβρισκε την απάντηση στη φοβερή του ανάγκη. Τη γενικότερη γκρίζα του όψη ενίσχυαν τα πλούσια, σπαστά του μαλλιά, οι ρίζες των οποίων γεννιόντουσαν σε δύο παράλληλες συστάδες στη μέση του κρανίου του κι έπειτα χύνονταν ως τους ώμους του κι από τις δύο πλευρές. Ήταν μια βιβλική μορφή αδιευκρίνιστης ηλικίας και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του συντελούσαν σε αυτό με τον ιδανικότερο συνδυασμό. Το δέρμα του ήταν κοκκινωπό, σχεδόν μπρούτζινο, ομοιόμορφα ηλιοδαρμένο από την έκθεση σε πάμπολλα μεσημέρια ασυννέφιαστων ουρανών. Η γαμψή, μεσαίου μεγέθους μύτη του παρέπεμπε στους προγόνους μιας μείξης των πιο αντιφατικών φυλών, ενώ τα γουβωτά, ελαφρώς σχιστά μάτια του σχηματίζονταν ολοκάθαρα και δίχως σακούλες στο ύψος των βλεφάρων. Και πίσω από τα μικρά, σχεδόν άχρωμα ροζ χείλη με τις κρεμάμενες αγκαθωτές τρίχες, αχνοφαίνονταν δυο κατάλευκες σειρές από τέλεια δόντια, μέσα από τα οποία ο ταξιδιώτης συνέλεγε με πραότητα τις κοφτές, καθάριες ανάσες που του επέβαλαν τα κατάλοιπα της εξάντλησης ενός πολύωρου πηγαιμού. Πράγματι, εκεί μακριά ορθώνονταν δέντρα, πανέμορφα και ριζωμένα στο καφετί χώμα, φορείς φιλεύσπλαχνων ίσκιων και χρωματικής πανδαισίας. Κι εκείνες οι μυρωδιές που θα τριγυρνούσαν ανάμεσά τους, γνώριμες και μεθυστικές, όπως μονάχα η άνοιξη μπορεί να τις συνθέσει… Εκεί, μακριά, στις άκρες των μισάνοιχτων ματιών του που δε λάθευαν ποτέ, η καταπράσινη θάλασσα με τα πορφυροκόκκινα στίγματα ξεβράζονταν στην άμπωτη του μωβ και του λευκού, στην ακτή με τις δεκάδες των ανθισμένων αμυγδαλιών με τα περίτεχνα πλεγμένα 12
Ο Ταξιδιώτης
χέρια, που τον καλούσε κοντά της, τον πρόσταζε να τρέξει και να ξεκουραστεί, ν’ αφήσει τις επίγειες θάλασσες και ν’ ανοίξει πανιά για τους δασώδεις λόφους. Πίσω απ’ αυτούς, εξάλλου, τον περίμενε απροσπέλαστος μες στην τσιμεντένια του σιωπή ο επόμενος προορισμός του. Το μελαχρινό αγόρι σήκωσε το κεφάλι του και προστάτεψε τα μάτια του με τα δάκτυλά του. Μια αχτίδα εξοστρακίστηκε πάνω απ’ τη μύτη του κι έπειτα σκόρπισε στο μέτωπό του. Ένα μικρό πουλί, φωνακλάδικο κι απασχολημένο, είχε τυλίξει τα νύχια του σ’ ένα κλαδί της μεγάλης αμυγδαλιάς που θρόιζε εμπρός στο αγόρι και, ταρακουνώντας το με το μηδαμινό του βάρος, έδειχνε πρόθυμα τη ριγωτή του πλάτη στον φλεγόμενο ήλιο. Τα κλαδιά σάλεψαν απαλά, συνοδεύοντας με το άτονο ψιθύρισμά τους τα βήματα μιας σαύρας που κρύφτηκε αδέξια πίσω από κάποια πεσμένα φύλλα. Το μελαχρινό αγόρι άφησε το σπουργίτι στους ανόητους προβληματισμούς του και ξαναέθεσε τον εαυτό του σε κίνηση, παίρνοντας στο κατόπι τον συνοδοιπόρο του που είχε απομακρυνθεί αρκετά. Το ξανθό αγόρι προχωρούσε σε μια τέλεια νοητή χορταριασμένη γραμμή. Άθροιζε βήματα σταθερά, ευθύγραμμα κι υπολογισμένα, χαϊδεύοντας ράθυμα με τη δεξιά του παλάμη το μισοκοιμισμένο κουτάβι που κουβαλούσε στην αγκαλιά του. Έριξε μια φευγαλέα ματιά στο μελαχρινό αγόρι που βρέθηκε ξανά στ’ αριστερό του πλευρό με συγχρονισμένο πια βήμα και συνέχισε τον πηγαιμό του δίχως την παραμικρή έκπτωση στον στιβαρό του ρυθμό. Αν κάποιος παρατηρούσε από μακριά τα αγόρια, θα διαπίστωνε αμέσως την ομοιότητά τους. Αυτή δεν 13
Ανδρέας Μ. Σουσουρής
είχε να κάνει τόσο με τα νεανικά τους πρόσωπα, που πρόδιδαν πρόθυμα την ισόποση λυκειακή τους ηλικία, όσο με τις κοινές, μιμητικές σχεδόν κινήσεις τους, ιδιαίτερα εκείνες που εφάρμοζε το μελαχρινό αγόρι, αντιγράφοντας ουσιαστικά τη μηχανική, ευλαβικά αυστηρή κινησιολογία του ξανθού αγοριού, καθώς και το απαθές, αμέτοχο σε εκφράσεις και συναισθήματα πρόσωπό του, που έμοιαζε να μην συγκινείται στο ελάχιστο από την εξαίσια πολυχρωμία και καλαισθησία που ανέδιδε τριγύρω η φύση. Φορούσαν λευκά πουκάμισα, με τα κουμπιά ανοιχτά στο στέρνο κι ένα περίτεχνο έμβλημα από μαύρους και κόκκινους κύβους στο σημείο της καρδιάς. Τα παντελόνια τους ήταν μαύρα, από λινό εκλεκτό ύφασμα, ενώ τα λευκά σχολικά τους παπούτσια είχαν ήδη προλάβει να συλλέξουν τις πρώτες μπερδεμένες μασουριές χώματος και ξεραμένης χλόης. Αν κάποιος παρατηρούσε από μακριά τα αγόρια, δεν θα αργούσε να διαπιστώσει τις λεπτές, διάφανες γραμμές μεσημεριανού ιδρώτα που αυλάκωναν τα μάγουλά τους, κυλώντας ως τις κλειδώσεις του στήθους τους και μες στα πουκάμισά τους. Ο ταξιδιώτης ήταν ξαπλωμένος στο έδαφος, ξεκουράζοντας το κεφάλι του στο ανοιγμένο σακίδιό του. Κοίταζε ψηλά, στο ασυννέφιαστο κομμάτι του γαλανού ουρανού, με τον ήλιο κρυμμένο στα νώτα του, πίσω από τα μαβιά πλοκάμια της τεράστιας αμυγδαλιάς που μαλάκωνε το κορμί του. Έμοιαζε ν’ απολαμβάνει τη νηνεμία που απλωνόταν γύρω του από γωνιά σε γωνιά, τα κελαρύσματα των αθέατων μικροσκοπικών πλασμάτων που σέρνονταν κάτω απ’ το έδαφος, τα φευγαλέα από την ακοή του σαλπίσματα των φύλ14
Ο Ταξιδιώτης
λων που αναδεύονταν αργά στον αέρα, την ελλειπτική συγχορδία των ταλαντευόμενων ριζωμένων όγκων που σχημάτιζαν αυτό το πανέμορφο νεοσύστατο δάσος, στο οποίο κι είχε επιτέλους εισβάλει κατά την ειρηνική του μοναχική εκστρατεία. Κι ο πολιτισμός μακριά, στα αποξενωμένα και τραχιά βάθη της ανατολής και της δύσης, ακόμη απρόσιτος, ευλογημένα αχρείαστος από τις βουλές του παρόντος. ∆εν είχε ανάγκη από τους ανθρώπους. Ο εαυτός του του ήταν αρκετός, σαρδόνια συμφιλιωμένος με τ’ αναζωογονητικά ερεθίσματα των αποχαυνωμένων αισθήσεών του. ∆εν είχε ανάγκη από φωνές, μιμήσεις και λόγια. Ακόμη και το φωνακλάδικο, απασχολημένο από τους ανόητους προβληματισμούς του σπουργίτι εκεί ψηλά, πάνω στο δέντρο, είχε πράγματα πολύ σημαντικότερα να του πει απ’ ό,τι ο ίδιος κι οι όμοιοί του. Ο ταξιδιώτης μετέτρεψε τον εαυτό του σε αταλάντευτο ανθρώπινο σκιάχτρο, κι έγειρε τα βλέφαρά του προς τους σκοπούς του ύπνου. Το κουτάβι είχε ανοίξει τα μάτια κι υποδεχόταν στο κεφάλι του τις περιποιήσεις των δακτύλων ενός νεανικού χεριού, γουργουρίζοντας πρόσχαρα σαν ευχαριστημένη γάτα. Είχε εντρυφήσει αυτάρεσκα στον ομαλό ρυθμό της πίσω μπρος κίνησης τού πασπατέματός του και δεν έδειχνε το παραμικρό σημάδι βαριεστιμάρας από την εκδήλωση τρυφερότητας του μελαχρινού πλάσματος με τα μακρόστενα πόδια. Ένιωθε ασφαλές στα επιδέξια χέρια του, απρόσμενα τυχερό. Ίσως κάποια στιγμή αργότερα να έπαιρνε και τροφή. Το ξανθό αγόρι ήταν όρθιο. Κοίταζε το μελαχρινό αγόρι και το σκυλί καθώς μοιράζονταν την πρόσκαιρη 15
Ανδρέας Μ. Σουσουρής
φιλία τους στο κρηπίδωμα του μεγάλου δέντρου. Στήριξε το σώμα του στα γόνατα και πλησίασε το αμούστακο πρόσωπό του σε ’κείνο του ζώου. Τα μάτια του ήταν τεράστια, υγρά και μαύρα. Η ανάσα του ρυθμική, ξέγνοιαστη, δίχως καμιά γεύση. Μικρά ρουθουνίσματα, σαν τα πνιχτά χλιμιντρίσματα ενός μικροσκοπικού αλόγου. Κι η ροζ μακριά γλώσσα να προεξέχει, αδύναμη να αρθρώσει λόγο, η κατώτερη ιστώδης μάζα στην εξέλιξη των ειδών. Χάιδεψε τη μύτη του ζώου με τη γροθιά του κι εκείνο ανταποκρίθηκε γλείφοντάς τη. Έπειτα έσκυψε ανάμεσα στα μάτια του και το φίλησε κι εκείνο του ’γλειψε το λαιμό. Τρανταζόταν απαλά χάρη στους χτύπους της νεογέννητης καρδιάς του και το ξανθό αγόρι ξαναέφερε το ζώο στη δική του αγκαλιά. Το σήκωσε ψηλά, κρατώντας το με τα δυο του χέρια κι εκείνο γαύγισε μία φορά. ∆υο σφραγισμένα μάτια στην απέναντι γωνιά του δάσους άνοιξαν. Τα αγόρια έμοιαζαν ξέγνοιαστα κι απομονωμένα, αν κι ο ιδρώτας κυλούσε τώρα πάνω τους περισσότερος από πριν. Το μελαχρινό αγόρι σηκώθηκε κι αυτό όρθιο και τράβηξε προς μερικούς ξερόθαμνους που φύτρωναν καμιά εικοσαριά βήματα βορειότερα από το δέντρο. Έσκυψε από πάνω τους, με τα άκαμπτα δάκτυλά του να πιέζουν τα γόνατά του σαν πρόθυμα να σκάψουν βαθιά μέσα τους και βάλθηκε να τα κοιτάζει σαν υπνωτισμένος. ∆ύο παχιές στρώσεις σάλιου, τρία διακεκομμένα ρεψίματα και μια χυλώδης μάζα πρωινού φαγητού ξεβράστηκαν από μέσα του και προσγειώθηκαν πάνω στους θάμνους. Το ξανθό αγόρι είχε χαμηλώσει και πάλι στο έδαφος με το κουτάβι στο 16
Ο Ταξιδιώτης
στήθος, περιμένοντας το μελαχρινό αγόρι να τελειώσει τη δουλειά. Ο χρόνος δεν τους πίεζε, μήτε και καμιά σκοτούρα, παρ’ όλα αυτά η αδρεναλίνη έκανε τα σωθικά του να στριφογυρίζουν από την προσμονή για την ιεροτελεστία του πρωτόγνωρου και τους πόρους του δέρματός του να παράγουν αδιάκοπους χυμούς. Ήταν προφανές πως το ξανθό αγόρι δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να επισκεφθεί τους γειτονικούς θάμνους. Ξάφνου το αεράκι φάνηκε να υποχωρεί. Ένας ερημίτης σταχτόγκριζος αετός απογειώθηκε από κάποιο μακρινό δέντρο και ξεκίνησε τον μεσημεριανό θερισμό προς τις ανοιχτές εκτάσεις της δύσης. Απλώθηκε σιωπή. Ήταν λες και όλα τα πλάσματα του τόπου έπαιρναν τον ύπνο τους ή ξόρκιζαν στα λαγούμια τους τούς κινδύνους της λαμπερής ημέρας. Το σκυλί σκέφτηκε πως το κολάρο γύρω από τον λαιμό του ήταν από παράξενο υλικό. Όχι, βέβαια, ότι είχε και καμιά ιδέα από τα υλικά που χρησιμοποιούσαν τα πλάσματα με τα μακρόστενα πόδια γι’ αυτούς τους σκοπούς, παρ’ όλα αυτά το ένστικτό του τού μήνυσε πως αυτό ήταν ένα υλικό παράξενο για να σε κρατάει καθηλωμένο στη θέση σου. Ήταν προφανές ότι δεν ήταν ώρα για βόλτες και παιχνίδια στα συναρπαστικά κρησφύγετα της πολύχρωμης έκτασης που απλωνόταν ολόγυρά του και που το κουτάβι μπορούσε να την εκτιμήσει ακόμη και με την γκρίζα, κατώτερη όρασή του. Έπρεπε να κάτσει ήσυχο και να κάνει ό,τι του λένε. Εξάλλου, αργά ή γρήγορα θα του ’διναν τροφή, θα το χάιδευαν κι ίσως μάλιστα να του πετούσαν και κάποιο όμορφο λυγερό ξύλο, ώστε να τρέξει και να τ’ αρπάξει με τα κάτασπρα ακιδωτά δόντια του κι έπειτα να το κάνει ξανά και ξανά, μέχρι που τα πνευμόνια 17
Ανδρέας Μ. Σουσουρής
του θ’ αποζητούσαν το μαλακό χώμα. Το πλάσμα με τα σκούρα μαλλιά φαινόταν αληθινά καλό μαζί του. Σίγουρα θα του άρεσαν κι εκείνου τα παιχνίδια. Είδε τα αγόρια ν’ απομακρύνονται μερικά μέτρα και χασμουρήθηκε. Για μια στιγμή σκέφτηκε να γαβγίσει, να τους υπενθυμίσει πως ήταν κι αυτό εκεί πέρα. Μα έκρινε σκόπιμο να κάτσει φρόνιμο και να περιμένει μέχρι που θα του έδιναν ξανά σημασία. Ίσως τα νεαρά αφεντικά να ήταν αδέρφια. Τα αδέρφια πολύ συχνά παίζουν χωρίς την παρουσία τρίτων, αυτό το ήξερε καλά. Κάπως έτσι έπαιζε κι εκείνο με τα αδέρφια του λίγο πριν τ’ αποχωριστεί από την τσιμεντένια καλύβα με τα μουχλιασμένα σανίδια. Βάλθηκε να ανασαίνει με τον γνώριμο ρυθμικό τρόπο του είδους του, ξεκουράζοντας το στρογγυλό του κεφάλι στα μπροστινά του πόδια. Το σκοινί γύρω από τον λαιμό δεν το ενοχλούσε πια. Η συνήθεια μερικές φορές είναι υπόθεση λίγων λεπτών μονάχα. Τα αγόρια είχαν χαθεί πίσω από εκείνους τους θάμνους που το μελαχρινό αφεντικό είχε ποτίσει με τροφή πριν από λίγο. ∆εν μπορούσε να τα δει, μα τ’ άκουγε να ψαχουλεύουν τριγύρω, ψιθυρίζοντας μεταξύ τους με την ακαταλαβίστικη μιλιά τους. Χασμουρήθηκε ξανά και βάλθηκε να φαντάζεται ένα ολόασπρο κόκαλο ανάμεσα σε μπόλικα αποφάγια. Κουνούσε ασυναίσθητα την καφετιά του ουρά, αν κι η σιωπή του δάσους είχε αρχίσει να το προβληματίζει κομματάκι. Τουλάχιστον δεν ήταν μόνο του. Όχι αληθινά μόνο. Ήταν ένα κουτάβι τυχερό, σίγουρα πολύ πιο τυχερό από τη μητέρα και τα αδέρφια του που απόμειναν εκεί πίσω. Η πρώτη πέτρα βρήκε το κουτάβι πάνω από το δεξί του μάτι κι ένας υγρός πορφυρός χείμαρρος ξε18
Ο Ταξιδιώτης
χείλισε πίσω απ’ το δέρμα. Το ξανθό αγόρι έσπρωξε με τον ώμο του το μελαχρινό αγόρι και του υπέδειξε να μη στέκεται με σταυρωμένα τα χέρια. Εκείνο υπάκουσε, μα η βολή του τσακίστηκε πάνω στον κορμό του δέντρου, λίγο ψηλότερα από την αιμόφυρτη μάζα που τώρα ανάσαινε γρήγορα, δίχως ρυθμό, πάλλοντας ασυναίσθητα και βγάζοντας από το στομάχι της μια αποκρουστική, κλαψιάρικη φωνή που έμοιαζε με μωρού κι έκανε το μελαχρινό αγόρι να θέλει να ουρλιάξει. Έριξε μια δεύτερη, λυσσασμένη βολή για να κάνει τη φωνή να πάψει από τ’ αυτιά του κι αυτή πέτυχε το ζώο στο κέντρο του κεφαλιού του, ανάμεσα στα μάτια, εκεί όπου λίγο νωρίτερα είχε εισπράξει το τελευταίο φιλί της σύντομης ζωής του. Το κλαψούρισμα μετατράπηκε σε υπόκωφο ρόγχο και το δέρμα πάνω από την καρδιά του τώρα χτυπούσε αργά, ολοένα και πιο αδύναμα. Το ξανθό αγόρι άφησε την πέτρα που κρατούσε να πέσει στο έδαφος. Κοίταξε για μια στιγμή την εικόνα μπροστά του, τη γεύτηκε με τις εσωτερικότερες των αισθήσεών του. Αυτή ήταν λοιπόν η μετάβαση. Το οριοθετημένο τέντωμα της άυλης κλωστής. Το πέρασμα. Κίνησε προς το ζώο. Σε μερικά δευτερόλεπτα όλα θα είχαν τελειώσει. Έσκυψε για μια τελευταία φορά από πάνω του και βάλθηκε να το περιδιαβαίνει με δάκτυλα που γέμισαν από πηχτές κηλίδες. Τα δύο μεγάλα ολόμαυρα μάτια τον κοίταζαν γαλήνια. Αυτή τη φορά η ανάσα είχε γεύση κόκκινη, γεύση ατόφιας αλμύρας. Ένας τελικός σπασμός. Το ύστατο φύσημα του παγωμένου διοξειδίου. Η ζωή έγινε θάνατος. Το μελαχρινό αγόρι είχε απομακρυνθεί από ώρα, είχε χαθεί στην αναζήτηση ενός σφραγισμένου εβένινου τούνελ, όπου θα μπορούσε να ουρλιάξει ελεύθερο, 19
Ανδρέας Μ. Σουσουρής
δίχως να το ακούν. Το ξανθό αγόρι χάιδεψε την τριχωτή νεκρή επιφάνεια για μια τελευταία φορά. Σηκώθηκε όρθιο και σκούπισε τα χέρια στο παντελόνι. Τίναξε τα χώματα από τα γόνατά του. Βάλθηκε ν’ αθροίζει τα βήματά του στην αναζήτηση του αδελφικού του συνοδοιπόρου, με τον ανοιξιάτικο μεσημεριανό ήλιο να στρέφει το ενδιαφέρον του προς την αντίθετη πλευρά. Ο ταξιδιώτης στάθηκε όρθιος πάνω από το κουτάβι. Του φάνηκε παράξενο το πόσο γρήγορα είχε επέλθει η αλλαγή. ∆εν ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπε να συντελείται μπροστά του, κάθε φορά όμως τον κατέκλυζε η ίδια παράξενη σκέψη. Ήταν μια μάζα νεκρή, ακίνητη. Το σχήμα της μέχρι και πριν από λίγο ξεχώριζε, ήταν καθορισμένο και γεμάτο ζωή. Τώρα το μπροστινό της κομμάτι ήταν αλλοιωμένο, σχεδόν άμορφο, με υπολείμματα ιστών και σάρκας που δεν είχαν καμιά δουλειά να βρίσκονται σε μια τέτοια θέση. Τα δύο μεγάλα ολόμαυρα μάτια κοιτούσαν αυτόν τώρα. Παρατήρησε το μέρος τριγύρω. Το αίμα του ζώου είχε πιτσιλίσει τα περισσότερα από τα χορτάρια και τους θάμνους που περικύκλωναν την αμυγδαλιά, συνθέτοντας έναν ζωντανό πίνακα από αταίριαστο χρώμα. Έσκυψε πάνω από το κουφάρι κι αφαίρεσε το σκοινί από τον σπασμένο λαιμό. Έβγαλε από την τσέπη του έναν πολυχρησιμοποιημένο σουγιά με καλοτροχισμένα ημισέληνα δόντια κι έκοψε το σκοινί που ήταν τυλιγμένο γύρω από τον κορμό. Άφησε το σακίδιό του να πέσει στο έδαφος και το άνοιξε. Το μικρό εργαλείο και το σκοινί επιστράφηκαν στα πάνινά τους σκοτάδια. Μύρισε το αίμα που είχε κολλήσει στα δάκτυλά του από την επαφή με το ποτισμένο ξύλο. Το γεύτηκε με 20
Ο Ταξιδιώτης
την άκρη της γλώσσας του και κυριεύτηκε από ξαφνική λύπη. Έκλεισε τα μάτια του ζώου κι απόθεσε την παλάμη του στο τσακισμένο κεφάλι, εισπράττοντας τις τελευταίες ρανίδες θερμότητας πριν από τ’ οριστικό ψύχος. Το σπουργίτι έμοιαζε να τον παρατηρεί με απορία από τα κλαδιά της αμυγδαλιάς. Για κάποιον ανόητο λόγο είχε βαλθεί να τον ακολουθεί από δέντρο σε δέντρο, από κλαδί σε κλαδί. Ο ταξιδιώτης έβγαλε από το σακίδιο ένα τενεκεδένιο κουτί με το καλούπι μιας ταμπακέρας. Εμφάνισε μια γενναία χούφτα από κάτι που έμοιαζε με κάποιο αλλόκοτο μείγμα σκόνης από λευκούς και μαύρους κρυστάλλους, τους οποίους και ράντισε στο άψυχο πλάσμα που κείτονταν μπροστά του ψιθυρίζοντας μερικές λέξεις. ∆εν είχε δικαίωμα να θάψει αυτό το κουφάρι. Η φύση θα φρόντιζε με τους δικούς της όρους. Στη φύση τίποτα δεν πάει χαμένο. Αυτό το κουφάρι θα γινόταν η τροφή του χώματος και του ενστίκτου. Η φωτιά κατέκαιγε λαίμαργα έναν πολτό από ξερόκλαδα, χορτάρια κι ασήμαντους θάμνους, που είχαν ανακατευτεί με προσκοπική τέχνη μέσα σε μια τέλεια κυκλική γούρνα από φρεσκοσκαμμένο κοκκινόχωμα. Ανά διαστήματα πετάγονταν στον μαύρο αέρα λεπτές χρυσαφένιες σπίθες, συνοδευόμενες από τον χαρακτηριστικό αχό του φαγωμένου ξύλου, καθώς αυτό γίνεται θήραμα ώσπου να μετατραπεί σε νεογενές κάρβουνο. Η νύχτα δεν ήταν ζεστή όσο η μέρα που είχε διαδεχτεί, μήτε όμως και σαβάνωνε την ύπαιθρο με τις σουβλερές στριγκλιές μιας χειμωνιάτικης ραψωδίας. Παρ’ όλα αυτά, η φωτιά ήταν ποθητή, εξαίσια διατηρημένη. ∆ύο μακριά κλαδιά αμυγδαλιάς με τσουρουφλισμένες άκρες, σαν τις καλοδιατηρημένες καύτρες ενός τσιγάρου, φρόντι21
Ανδρέας Μ. Σουσουρής
ζαν με απαλές, επιδέξιες κινήσεις για τη διαιώνιση της αρχέγονης δύναμης προς όφελος των έμψυχων σιλουετών που κάθονταν ολόγυρά της. Τα αγόρια έμοιαζαν να κατέχουν καλά τη γνώση τού πώς να επιβιώνεις μέσα σ’ ένα σκοτεινό δάσος με ξάστερο ουρανό. Τα σοβαρά, ταλαιπωρημένα τους πρόσωπα, καθώς αναδύονταν διαστρεβλωμένα –σχεδόν φασματικά– πίσω από τον ημιδιάφανο καπνό που δραπέτευε εξασθενημένος προς το υπέργειο ασέληνο πέπλο, έμοιαζαν αποστραγγισμένα από κάθε διάθεση σύσπασης, επιφανειακού συναισθήματος ή μορφασμού. Η αντανάκλαση του καθισμένου ξένου λίγα μέτρα παράμερα, στην αντίπερα πλευρά της φωτιάς, τους φαίνονταν απρόσκλητη, περιττή, μα όχι απαραίτητα δυσάρεστη ή πληκτική. Η ατμόσφαιρα ήταν σιωπηλή, τα βλέμματα στεριωμένα στην τραχιά πορτοκαλιά ταλάντωση της ελεγχόμενης φλόγας που θώπευε τα σκοτάδια της νύχτας. Τα αγόρια ανασάλευαν την αυτοσχέδια στάχτη μπροστά τους μηχανικά, μετρώντας σκέψεις, προκλήσεις και μπόρες. Κι ο ξένος απέναντί τους, με το σακίδιό του στο πλάι του και το κεφάλι σκυφτό, την κάπα του ριγμένη στους ώμους και δυο μεγάλες πληγιασμένες παλάμες που γεύονταν την αναπνέουσα θερμότητα που του προσέφεραν ανοιχτόκαρδα οι δυο νεαροί νεοσύστατοι συνοδοιπόροι. «Πού πας;» ρώτησε το ξανθό αγόρι. «Στη χώρα», είπε ο ταξιδιώτης. «Οι δουλειές στέρεψαν». Εκείνος κατένευσε, δείχνοντας πως κατανοούσε. «Ίσως ο πατέρας μου να ’χει κάτι και για σένα στο εργοστάσιο. Τι ξέρεις να κάνεις;» «Τα πάντα». 22
Ο Ταξιδιώτης
«Τότε πες ότι σ’ έστειλα εγώ», είπε κοφτά το ξανθό αγόρι κι επέστρεψαν τα κεφάλια τους ταυτόχρονα στη φωτιά. Το μελαχρινό αγόρι κοίταξε με τα μεγάλα κόκκινα μάτια του τον ξένο μέσα από τον αιωρούμενο καπνισμένο ιστό. Ήταν βέβαιο πως αυτά τα αδιευκρίνιστα, δυσδιάκριτα μάτια μπορούσαν να δουν, μπορούσαν ν’ αντλήσουν κάθε κρυμμένη εικόνα και μυστικό μιας φευγαλέας πρωτόγονης μέρας. Η φωτιά είχε σχεδόν πεθάνει μέσα στη χωμάτινη παραγεμισμένη κοιλιά της κι η νύχτα έπιασε να πλανιέται πάνω από τα κεφάλια των τριών ανθρώπων λιγότερο σκοτεινή. Το δάσος πήρε μία διάφανη, ασημένια απόχρωση, με γκριζοπόρφυρες διάσπαρτες σκιές να κατακλύζουν τα νυσταγμένα του εδάφη. Τα δέντρα ήταν ακίνητα, τα ζώα εξαφανισμένα. Κάποια λίγα εναπομείναντα ζωύφια έπαιρναν τον δρόμο της διαφυγής, τρεκλίζοντας προς τις υπόγειες δαιδαλώδεις στοές τους. Ένας πλανήτης ώριμος, αποκομμένος από κάθε λογής πυξίδες, ξεντύνονταν το καύκαλο της επερχόμενης ιδρωμένης ημέρας, ξεφλούδιζε τους πόρους ενός απόμακρου νεκρού πολιτισμού. Ο ξένος δίπλωσε τα ρούχα των αγοριών το ένα πάνω στο άλλο και τα τακτοποίησε πλάι στη σβησμένη φωτιά σε μια ασπρόμαυρη στοίβα ευγενούς δομημένου υφάσματος. Η μυρωδιά του ιδρώτα είχε εξατμιστεί από το βαμβακερό υλικό, ο καθαρτήριος ύπνος του χλωροφόρμιου είχε αποβάλει από πάνω του όλες τις συγκινήσεις της περασμένης ημέρας. Και η δροσιά του χαράματος πλανιόταν απ’ άκρη σ’ άκρη σιωπηλή, αδύναμη να συνεχίσει για πολύ τον σκοπό της. 23
Ανδρέας Μ. Σουσουρής
Τα αγόρια ήταν δεμένα πισθάγκωνα σε δυο μεγάλους παράλληλους κορμούς από σκληρό ρετσινίσιο δέρμα. Ήταν γυμνά, αμίλητα και προγραμματισμένα σ’ ανόθευτο ύπνο. Τα κεφάλια τους παρουσίαζαν μια ελαφριά κλίση υπόκλισης προς τα στεγνωμένα τους στήθη κι αναδεύονταν ανεπαίσθητα από κούφιες αναπνοές. Κάποια δουλευταράδικα φρεσκοξυπνημένα μυρμήγκια έκοβαν βόλτες στις πατούσες τους, εξερευνώντας την ύλη που επρόκειτο να διασχίσουν. Ο ξένος ξέπλυνε το πρόσωπό του απ’ το ακάθαρτο στόμιο μιας αυτοσχέδιας τενεκεδένιας κανάτας. Το έστρεψε στα χείλη του και γεύτηκε μερικές σταγόνες. Πέταξε την κανάτα στη γούρνα με τ’ απομεινάρια των καμένων κλαδιών κι έκανε μερικά βήματα προς το σακίδιό του. Άδραξε με τη χούφτα του ένα βρόμικο πλαστικό μπουκάλι και το ’φερε στη θωριά του. Πλη-σίασε πάνω από τα αγόρια. Ράντισε με το ρευστό περιεχόμενο τα ακούνητα σώματά τους κι αυτό σχημάτισε αυλακιές, γραμμές και λακκούβες. Έριξε μπόλικο, πιέζοντας το αντικείμενο με τα μακριά του δάκτυλα μέχρι που αυτό άδειασε πάνω τους ολοσχερώς. Τα αγόρια παρέμειναν ακούνητα, αδιάφορα προς τα γεγονότα. Ο ξένος κάθισε στο αδειανό έδαφος με τους αγκώνες ακουμπισμένους στα γόνατα και τα χέρια πλεγμένα στους ώμους. Βάλθηκε να παρατηρεί τις, σε μια τέλεια ευθεία, στοιχισμένες σιλουέτες. Κάποτε είχε κι αυτός νιάτα. Το πρόσωπό του ήταν λείο κι αράβδωτο, το δέρμα λεπτό και λευκό. Μύες στρόγγυλοι κι αγγεία γεμάτα ισχύ. Κάποτε η ζωή τού φάνταζε αιώνια, η γνώση ο άτρομος μαγικός ασκός. Μα οι ρίζες του είχαν σκεβρώσει. Πάντα έτσι ήταν οι ρίζες του. Ήταν από πάντα ένας ταξιδιώτης, ένας λαθραίος περαστικός. 24
Ο Ταξιδιώτης
Φόρεσε τις αρβύλες του και φορτώθηκε το σακίδιό του. Ψαχούλεψε τις τσέπες του παντελονιού του κι ανακάλυψε το έσχατο υλικό. Άκουσε έναν ισχνό αδέξιο θόρυβο και κοίταξε προς τα πάνω. Με τις μαύρες κουμπότρυπές του, το σπουργίτι έμοιαζε να τον κοιτάζει για πρώτη φορά. Οι ανόητοι προβληματισμοί του είχαν αποδέκτη εκείνον τώρα. Ο ξένος έπιασε από χάμω μια μυτερή πέτρα και την έστειλε στο κλαδί που τεμπέλιαζε το πτηνό. Εκείνο τρεμόπαιξε τα φτερά του απογοητευμένο κι απογειώθηκε, χάθηκε προς μέρος λιγότερο παρακινδυνευμένο. Είχε διασχίσει περισσότερα από εκατό μέτρα αργόσυρτου πηγαιμού, καθώς τα δυο παράλληλα στοιχισμένα δέντρα με τους δυο αιώνιους ενοίκους είχαν γίνει παιδιά δύο τεράστιων φλεγόμενων λαμπάδων. Αλλά τα νώτα του δεν τον απασχολούσαν πια. Το αγροτόσπιτο ορθωνόταν στην ανατολική άκρη του λόφου έρημο κι εγκαταλελειμμένο. Η λευκή σανιδένια εξώπορτα έχασκε ανοιχτή, το ημισέληνο γυάλινο παράθυρο της σοφίτας θρυμματισμένο σαν ζαχαρένιος πάγος. Η ανθρώπινη μυρωδιά ήταν απούσα, το ίδιο η κίνηση κι η φωνή. Ο ταξιδιώτης απόθεσε τις παλάμες του στην ασύμμετρη συστοιχία από ξεχαρβαλωμένα ξύλα που περιτριγύριζε το κτήμα και βάλθηκε να παρατηρεί καμπουριασμένος. Η βαθυπράσινη θάλασσα του δάσους είχε απομείνει πίσω του εδώ και ώρες, παρέα με τα καρβουνιασμένα κουφάρια της ύστατης συγκομιδής, κι ο μεσημεριανός ήλιος έκοβε βόλτες στην πλάτη του σε μια άνιση μονομαχία μ’ ένα μοναχικό σύννεφο. Ένα σταχτόγκριζο γέρικο άλογο με υγρά τσιμπλιασμένα μάτια εμφανίστηκε πίσω απ’ το ετοιμόρρο25
Ανδρέας Μ. Σουσουρής
πο κτήριο. Τον ζύγωσε κουτσαίνοντας, ασθμαίνοντας ρυθμικά. Χλιμίντρισε αρρωστιάρικα, προτάσσοντας το μεγάλο κεφάλι του στο πρόσωπο του ταξιδιώτη. Εκείνος χάιδεψε τα μεγάλα μάγουλα, εισέπνευσε το σκληρό ξεφτισμένο δέρμα. Έστρεψε τα μάτια του στην ανατολή, στο βάθος του πνιγηρού ορίζοντα. Με την τέλεια όρασή του εντόπισε το ιλιγγιώδες περίγραμμα των δυο χαλύβδινων κυλινδρικών τεράτων που ξέρναγαν τον δηλητηριώδη καπνό τους στους πρόποδες του ερεβώδους του προορισμού.
26
Ο Μικρός Βασιλιάς Ο Γιόζι είχε απομακρυνθεί από το χέρι της αδερφής του αρκετή ώρα. Ήταν χαρούμενος γι’ αυτό γιατί μπορούσε να γεμίσει όλη τη θάλασσα με πέτρες και να τρέξει ξυπόλητος στην αμμουδιά, ώσπου να πατήσει κάποιο γυαλί με το μεγάλο του δάκτυλο και να βάλει τις φωνές απ’ το αίμα. «Θα βρω ένα κάστρο», έλεγε. «Θα φτιάξω ψηλά αναχώματα και μια μεγάλη τετράγωνη πύλη. Θα έχω κι ένα κανόνι που θα πετάει κοτρόνια στους πειρατές με τα τσιγκελωτά μουστάκια κι εγώ θα τους δείχνω που τόλμησαν να ’ρθουνε στο κάστρο μου!» και κουνούσε τις γροθιές του απειλητικά στον αέρα, με φρύδια σφιγμένα και μια διάφανη σταγόνα μύξας να κρέμεται από τα βουλωμένα ρουθούνια του. Ήταν αλήθεια τρομερό που το ’χε σκάσει απ’ την αδερφή του. Εξάλλου, ήταν αλήθεια χαζή η αδερφή του που, αντί να τον βοηθάει με την ιερή αποστολή του, σαλιάριζε πίσω από κείνη την κόκκινη βάρκα μ’ ένα κακάσχημο αγόρι με μεγάλα μπιμπίκια. ∆εν τον ένοιαζαν όμως αυτά. Είχε να χτίσει τη φήμη του και κανείς δεν έμελλε να τον εμποδίσει. «Θα ’χω το κάστρο μου κι εκατό στρατιώτες. Θα ’μαι καλός και δίκαιος, αν και λιγάκι αυστηρός όταν πρέπει». 27
Ανδρέας Μ. Σουσουρής
Και συνέχιζε να χοροπηδάει με τ’ ανοιχτά του σαντάλια πηγμένα στην άμμο και τα πλακουτσωτά χαλίκια. Ξάφνου σταμάτησε και κοίταξε το φεγγάρι. Έμοιαζε με μια φέτα από καρπούζι, άσπρη όμως και χωρίς κουκούτσια. Κάποιες φορές ήταν στρόγγυλο κι άλλες λεπτό σαν φέτα. Παράξενα πράγματα μ’ αυτό το φεγγάρι… Το κύμα τού έγλειψε τα πόδια χαδιάρικα κι αμέσως τραβήχτηκε μ’ ένα σάλτο. Τελικά όμως κατάλαβε πως του άρεσε κι άρχισε το τσαλαβούτημα επάνω στο νερό. Άρχισε να χαχανίζει, να κάνει τρελές στροφές και τώρα ένιωθε πιο βέβαιος από κάθε άλλη φορά για το μεγάλο του κάστρο. Μονάχα που έπρεπε να βρει έναν βράχο για να το φτιάξει. Ο μπαμπάς όλη την ώρα έλεγε πως τα θεμέλια ήταν το παν για ένα απόρθητο κάστρο. Έπιασε πάλι το περπάτημα. Τα φώτα του μεγάλου δρόμου ήταν τώρα μακριά, το ίδιο κι εκείνα τα κίτρινα των παραθαλάσσιων εστιατορίων, τα ειδικά για τα κουνούπια. Ο Γιόζι τα σιχαινόταν τα κουνούπια. Ήταν ύπουλα και πεινασμένα για αίμα. Η αδερφή του τα έλεγε αιμοδιξή, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, όταν ήθελε να το παίξει έξυπνη μπροστά στους γονείς τους. Έξυσε τη γάμπα του με το σαντάλι, αφήνοντας ένα μακρύ αποτύπωμα λάσπης να χαράξει το δέρμα του. Τουλάχιστον την είχε ξεφορτωθεί ανάμεσα απ’ τα δάκτυλά του. «∆ύσκολο να φτιάχνεις κάστρα», μουρμούρισε ξαφνικά. Ξεφύσησε προβληματισμένος. Σαν πολύ σκοτάδι να είχε μαζευτεί τριγύρω. ∆ε θα ’ταν άσχημη μια παρέα. Σούφρωσε τα χείλια του κι έκανε πως φιλούσε τον αέρα, αγκαλιάζοντας τους κοκκαλιάρικους ώμους του και κουνώντας τους πέρα δώθε. 28
Ο Μικρός Βασιλιάς
«Ματς μουτς, ματς μουτς», έκανε κοροϊδευτικά και πλατάγισε τη γλώσσα του πάνω κάτω. «Μπλιαχ!». Τελικά, ήταν όντως χαζή η αδερφή του… Έκανε να γυρίσει. Μπροστά δεν έβλεπε και πολλά. Μονάχα γκρίζες σκιές και την ουράνια φέτα. Πίσω από το αργοσάλεμα του κύματος άκουσε έναν ήχο. Τού φάνηκε πως ήρθε από κάπου κοντά κι έστησε το αυτί του για ν’ ακούσει καλύτερα. Ίσως ήταν ένα μεγάλο αρχαίο καράβι που έριχνε άγκυρα και ξέρναγε μπαούλα. Ίσως οι πειρατές τον είχαν προλάβει! Πολύ μικρός για να γίνει βασιλιάς. Πολύ δυνατός για ν’ αποφύγει τη μάχη. Προχώρησε διστακτικά μα δίχως τρεμούλα. Ο ήχος ήταν σύντομος, αδύναμος για καράβι. Ανοιγόκλεινε τα μάτια του με ένταση ενώ λευκές και μαύρες αράχνες στροβιλίζονταν στον ορίζοντα της περιορισμένης του όρασης κι εξαφανίζονταν στη στιγμή. Τώρα άκουγε κύμα κοφτό και αναβλύζουσα άμμο. Ένας κατάμαυρος βράχος υψώθηκε μπροστά του. Ένας τέλειος βράχος για να χτίσεις το κάστρο των ονείρων σου και ν’ αφεντέψεις τον κόσμο. Το βογκητό ήταν αδύναμο μα ακούστηκε καθαρά. Ένας απότομος γδούπος το έκανε να σταματήσει. Κι έπειτα, τη θέση του πήρε μια υπόκωφη, στεντόρεια ανάσα, που έμοιαζε ν’ αποστρέφει την ύπαρξή της σε κάθε της επανάληψη. Ο Γιόζι αμφιταλαντεύτηκε ώσπου έκανε την κίνησή του. Στάθηκε όρθιος στην άκρη του βράχου, ο οποίος χώριζε την αμμουδιά σε δυο κάθετους μεσημβρινούς. Εκτείνονταν για κάποια μέτρα έως και τα απάτητα σημεία της θάλασσας και το ύψος του ξεπερνούσε ακό29
Ανδρέας Μ. Σουσουρής
μα και τα τρία μέτρα σε κάποιες απ’ τις καμπυλωτές κορυφές του. Προς μεγάλη του απογοήτευση, ο Γιόζι, διαπίστωσε ότι ο βράχος ήταν μακρόστενος κι ότι το πλάτος του δεν ήταν και πολύ κατάλληλο για κάστρα. Παρόλα αυτά άρχισε να κλοτσάει την άμμο ντροπαλά και να σκαλίζει το δεξί του ρουθούνι. Η θέση του φεγγαριού ήταν τέτοια πια που του επέτρεπε να ξεχωρίζει φιγούρες. Ένα δυνατό κιτρινωπό φως τον χτύπησε στο πρόσωπο κι ο Γιόζι κάλυψε τα μάτια του με τις βρομερές του παλάμες. «Ε, μικρέ… Πώς κι απ’ τα μέρη μας;», ακούστηκε μια σιγανή φωνή. Ξέσφιξε τα δάκτυλά του απρόθυμα και είδε πως το φως τώρα ήταν στα πόδια του και πως μπορούσε να δει και πάλι. «Ήρθα να φτιάξω ένα κάστρο», αποκρίθηκε. «Α, μπα… Και γιατί το χρειάζεσαι το κάστρο;» «Για να είμαι ένας βασιλιάς, φυσικά». «Ένας βασιλιάς… Φυσικά…» Ο ξένος σηκώθηκε όρθιος και πλησίασε τον Γιόζι. Ήταν ψηλός. Είχε κι ένα μεγάλο μουστάκι με τσιγκελωτές άκρες. Στην πραγματικότητα ήταν πολύ ψηλός και κάπως αγριωπός. Ένας πειρατής ίσως… Έσκυψε πάνω από τον μικρό και του έτεινε το χέρι. Ήταν κι αυτό τεράστιο, με χοντρά τριχωτά δάκτυλα. Είχε και μεγάλα γαλάζια μάτια και πυκνά κατάμαυρα φρύδια. Ένα πρασινωπό σκουλαρίκι στο σχήμα μιας χελώνας κρεμόταν απ’ το αριστερό του αυτί. Χαμογελούσε. Ο Γιόζι ήταν ενθουσιασμένος. «Ένας αληθινός πειρατής!» 30
Ο Μικρός Βασιλιάς
«Είσαι…» «Φυσικά και είμαι, μικρέ. Έλα, όμως. Θέλω να σου δείξω κάτι…» Τον έπιασε από το μικρό του χέρι και προχώρησαν προς τη θάλασσα δίπλα δίπλα. Ο βράχος τους προστάτευε από κάθε απρόσκλητο μάτι και το κύμα έγλειφε τα πόδια τους απαλά. Ο Γιόζι δεν τραβήχτηκε αυτήν τη φορά. Μονάχα έσκαβε το ρουθούνι του και άκουγε τον ξένο. Έσκυψαν ταυτόχρονα και στηρίχτηκαν στα γόνατά τους. Του Γιόζι τού φάνηκε παράξενο το θέαμα. «Κοιμάται;» ρώτησε τον ξένο. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, με πρόσωπο λυπημένο. «Όχι, είναι πολύ άρρωστος. ∆εν του μένει πολύς καιρός. Βλέπεις αυτά τα αίματά γύρω του; Πολέμησε γενναία». «Θα ήταν καλός στρατιώτης», ψιθύρισε ο Γιόζι. «Έτσι είναι, μικρέ. Αλλά χτυπήθηκε…» Ο ξένος τέντωσε το δάκτυλό του κι έδειξε το σημείο στο μέτωπο του ανθρώπου, εκεί όπου ένα μεγάλο τραύμα έχασκε κόκκινο και ξέβραζε αίμα στο πανιασμένο δέρμα. «Πολύ άσχημο χτύπημα…» μονολόγησε και πήρε το χέρι του αγοριού και το ακούμπησε πάνω στο τραύμα. «Τη νιώθεις τη ζέστη; Τον πονάει πολύ. ∆εν του αξίζει να υποφέρει». Ο Γιόζι αλήθεια την ένιωθε τη ζέστη. Αλλά δεν ήξερε τι να κάνει γι’ αυτό. «Άκουσε, τώρα. Στα μέρη απ’ όπου έρχομαι, υπάρχει μια ειδική αποστολή. Μια πράξη ανδρείας και 31
Ανδρέας Μ. Σουσουρής
θάρρους, που μόνο ελάχιστοι μπορούν να την καταφέρουν. Μονάχα οι βασιλιάδες είναι γεννημένοι γι’ αυτό. Κι έτσι αποδείχνουν το έλεος και την ευσπλαχνία τους και την αξία τους να διοικούν τον κόσμο». Ο Γιόζι κοιτούσε μες στα μεγάλα μάτια συνεπαρμένος κι ας παραδεχόταν κρυφά από μέσα του πως δεν καταλάβαινε και πολλές από τις λέξεις που άκουγε. Σηκώθηκαν. Η ανάσα του άνδρα στην άμμο μετατράπηκε σε δυσοίωνο ρόγχο. Αίμα καφέ χύθηκε από την άκρη του στόματός του. «Πάρε αυτή την πέτρα...», είπε ο ξένος «…και γίνε ένας βασιλιάς». Ο Γιόζι κοίταξε την πέτρα για μια στιγμή και τη σήκωσε ψηλά με τα δυο του χέρια. Την κατέβασε με όλη τη δύναμη των πέντε του χρόνων στο κρανίο του ξαπλωμένου ανθρώπου. «Γιόζι! Γιόζι!» ακούστηκε η φωνή της αδερφής του από μακριά, καθώς το κεφάλι έσπαγε θριαμβευτικά και η αυλαία της ενθρόνισης του αδερφού της έκλεινε με επιτυχία. Ο ξένος τού ένευσε μ’ επιδοκιμασία. Χάιδεψε τα μαλλιά του πειραχτικά και ξέπλυνε τις ματωμένες του χούφτες. Υποκλίθηκε μπροστά του. «Άντε, πήγαινε τώρα. Είσαι ένας βασιλιάς πια». Ο Γιόζι κατένευσε σοβαρός και χαμογελαστός συνάμα. Ήταν περήφανος για τον καινούργιο του ρόλο. Ρούφηξε τη μύξα του αποφασιστικά και γύρισε την πλάτη του στον υπήκοό του. Το μυστικό ήταν ασφαλές μεταξύ τους. Σκεφτόταν μάλιστα να τον ορίσει και αρχηγό της προσωπικής του φρουράς όταν θα τον ξανάβλεπε. 32
Ο Μικρός Βασιλιάς
Άρχισε να περπατάει με το κεφάλι ψηλά, σαν καμαρωτό παγώνι. Κατά έναν ανεξήγητο τρόπο, ήταν χαρούμενος που θα ξανασυναντούσε την αδερφή του. Είχε απομακρυνθεί καμιά εικοσαριά μέτρα όταν την είδε να τον πλησιάζει ξυπόλητη, με τα σαντάλια στα χέρια. Ήταν λαχανιασμένη και έμοιαζε κωμική. «Πού ήσουν;» τον ρώτησε αυστηρά. «Έγινα βασιλιάς!» «Κοίτα, τσιμουδιά στη μαμά! Αν πεις ότι χάθηκες από κοντά μου, δεν θα σε ξαναβγάλω βόλτα!» Ο Γιόζι ανασήκωσε τους ώμους του επικριτικά. Αυτή δεν ήταν ενδεδειγμένη συμπεριφορά υπηκόου. «Ε, καλά. Να μιλάς καλύτερα σ’ έναν βασιλιά όμως…»
33