Όλα τα τρώει η σκουριά

Page 1



Όλα τα τρώει η σκουριά


Aπαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσίευση ή αναμετάδοση ή διασκευή και αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή ηχογραφικό του παρόντος έργου ή μέρος αυτού, χωρίς την ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ έγγραφη άδεια του ΕΚ∆ΟΤΗ και του ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ. Νόμος 2121/1993 και Κανόνες ∆ιεθνούς ∆ικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

«Όλα τα τρώει η σκουριά» © Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας Ο.Ε., Αθήνα 2014 © Νικήτας Παρίσης e-book ISBN: 978-960-9796-46-0

Επιμέλεια: Αγγέλα Γαβρίλη Φωτογραφία εξωφύλλου Ρ. Παρίση

Εκδόσεις Momentum Κηφισίας 5, 11523 Αθήνα τ: 2103315186, 2130229425, f: 2103315186 Πελοπίδου 5, 32200 Θήβα τ: 2262100795, f: 2262027275 url: www.momentumbooks.gr e: info@momentumbooks.gr


ΝΙΚΗΤΑΣ ΠΑΡΙΣΗΣ

Όλα τα τρώει η σκουριά Μυθιστόρημα

MB Momentum Ο



Στην αδελφή μου την Κική για τα πολλά ανεξόφλητα “χρέη”



α΄ το γλυκό τέλος

Ό

ταν έσβηνε η μέρα, έρχονταν κάτι χρώματα απ’ τη μεριά της δύσης. Έπαιζαν για λίγο στα τζάμια και μετά χάνονταν. Ήταν όμορφα. Αυτός δε σήκωνε κεφάλι. Σκυμμένος με τις ώρες πάνω στο γραφείο, πάνω σε κόλλες και σε μικρά λευκά χαρτάκια, κρατούσε σημειώσεις κι όλο έγραφε. Τρία χρόνια τώρα, κάθε πρωί και κάθε απόγευμα, μέχρι αργά το βράδυ, στην ίδια πάντα θέση, στο γραφείο του και στα χαρτιά του· στο δυτικό δωμάτιο του σπιτιού του. Έγραφε ασταμάτητα. Αργά τη νύχτα, τα κλείδωνε – τα χαρτιά του – στο συρτάρι, έτρωγε ένα φρούτο, έμενε για λίγο ακόμη, τακτοποιώντας μικροπράγματα, και μετά χανόταν στο βάθος του διαδρόμου. Πήγαινε για ύπνο. Οι δικοί του τον φρόντιζαν. Τα είχε σχεδόν όλα, αυτός που ήταν υπερβολικά λιτοδίαιτος. ∆εν ήταν πλούσιος ούτε φτωχός. Είχε μια καλή σύνταξη, δικό του διαμέρισμα και τα δύο του παιδιά. Μεγάλα πια, σπουδαγμένα, δούλευαν – ευτυχώς! – και τα δύο. Μέναν όλοι μαζί. Η γυναίκα του είχε χαθεί χρόνια τώρα. Η κακιά αρρώστια τη βρήκε ξαφνικά. Βασανίστηκε.

9


Νικήτας Παρίσης

∆εν παραπονιόταν σχεδόν ποτέ, δεν αποζητούσε φίλους και συντροφιές. Όσο δούλευε στην Εταιρεία, τον έτρωγε η δουλειά. Πάνε τώρα τρία χρόνια που σχεδόν κλείστηκε στο σπίτι. Έβγαινε μόνο για τα απαραίτητα, εδώ γύρω στη γειτονιά, να πάρει εφημερίδες, κάποια περιοδικά, κόλλες λευκές για το γράψιμο και λεπτούς μαύρους μαρκαδόρους. Ορισμένα βράδια χαιρόταν ευχάριστες μικροεξόδους, πότε με την Ελένη, πότε με τον Μάριο. Λιγομίλητος, σχεδόν μονόχνοτος, σπάνια σήκωνε το τηλέφωνο να πάρει κάποιον, να πουν δυο κουβέντες, να μιλήσουν έστω για την κατάσταση, για τα μέτρα λιτότητας που όλο και περισσότερο έσφιγγαν, ίδια μέγγενη που μας έλιωνε όλους. Τα παιδιά του ανησυχούσαν, τον πίεζαν διακριτικά, πήγαινε, πατέρα, μια βόλτα να ξεσκάσεις, να δεις δυο φίλους, σ’ έφαγε η μοναξιά. Τους χαμογελούσε, χωρίς να τους λέει τίποτα. Μόνο μια φορά τον άκουσαν να τους απαντάει στις επίμονες παρακινήσεις τους. − ∆ε μ’ έφαγε η μοναξιά, άλλα με φάγανε. Με στέγνωσαν λίγο λίγο. ∆εν είπε τίποτ’ άλλο. Άφηνε πάντα ερωτηματικά και απορίες στα παιδιά του, που τον κοιτούσαν αμίλητα. Τις Παρασκευές μόνο άφηνε τον εαυτό του να χαλαρώσει κάπως. Όχι ότι άλλαζε θέση. Στο γραφείο τον έβρισκε το σούρουπο, αλλά ήρεμο και χαλαρό, χωρίς βιασύνες και εντάσεις. Σχεδίαζε μόνο πάνω στα λευκά χαρτάκια τα όσα θα έγραφε την άλλη μέρα. Κρατούσε πυκνές σημειώσεις. Ύστερα, όταν έπεφτε πια το βράδυ και οι γωνιές στο δωμάτιο γέμιζαν σκιές, άφηνε το γραφείο. Πήγαινε στη μικρή πολυθρόνα, δίπλα στο χαμηλό στρογγυλό τραπεζάκι με το τηλέφωνο. Παλιά συσκευή, ολόμαυρη, 10


Όλα τα τρώει η σκουριά

βαριά και χορταστική. Το χαιρόσουν το τηλεφώνημα. ∆ε συμπαθούσε αυτός τα σύγχρονα και τα μοντέρνα, τα ασύρματα και τα κινητά. Για κάποια πράγματα είχε μείνει πίσω, σε άλλους καιρούς. Το ομολογούσε και ο ίδιος: Όλα ψεύτικα και ελαφριά! Τα ’καναν πούπουλο, να μην τα νιώθεις στο χέρι. Μας έπνιξε η ευτέλεια, μόνο χρώματα και θάμπωμα στα μάτια! Εκεί καθόταν τις Παρασκευές, στη μικρή πολυθρόνα, δίπλα στο χαμηλό τραπεζάκι με το παλιό τηλέφωνο. Έπαιρνε την Ελένη και μιλούσαν με τις ώρες. Στην Ελένη άρεσε το γύρισμα στα παλιά, εκεί την πήγαινε πάντα την κουβέντα. Και στον Αιμίλιο άρεσε αυτό το ταξίδι στα παλιά. Αρρώστια, έλεγε, είναι. Να σε πονάνε εκείνα τα ασήκωτα χρόνια, κι εσύ εκεί, να τα ξύνεις, όπως τις παλιές πληγές και να νιώθεις μέσα σου γλυκό, σχεδόν ηδονικό, τον πόνο. Πέσαν βέβαια βαριά τα χρόνια, το ένα πάνω στο άλλο, στοίβαξε πολλή σκόνη ο καιρός, όμως τα παλιά τα ’νιωθε ο Αιμίλιος να σαλεύουν ζωντανά μέσα του, όχι σβησμένα και αχνά. Ξετύλιγαν, λοιπόν, το κουβάρι μαζί με την Ελένη: Θυμούνταν, άφηνε ο ένας τον άλλο να λέει και να λέει κι η κουβέντα κυλούσε ωραία. Ο καιρός κάνει τα πράγματα να ξεθυμαίνουν, τους αλλάζει χρώμα και τα κάνει να φαίνονται αλλιώτικα. Όμως τότε εκείνες οι μέρες ήταν βαριές, σίδερο ασήκωτο στην πλάτη και ξυράφι κοφτερό στα σπλάχνα. Έτσι τις θυμάται ο Αιμίλιος. Ο καιρός δεν μπόρεσε να τις σβήσει. Σιγά σιγά όμως, η κουβέντα γλιστρούσε και στο τώρα. Τότε το τηλέφωνο έπαιρνε φωτιά, ο θυμός γέμιζε το δωμάτιο και οι φωνές του Αιμίλιου χτύπαγαν στα τζάμια και στους τοίχους. Ζητούσαν τρόπο να βρουν 11


Νικήτας Παρίσης

άνοιγμα, να βγουν έξω. Παρακαλούσε η Ελένη: Ήρεμα, μωρέ Αιμίλιε, θα κάνεις κακό στον εαυτό σου, μην ταράζεσαι. ∆εν αλλάζει τίποτα. Όχι, αυτό μας έφαγε, η μοιρολατρία, η αποδοχή της ήττας, το δεν αλλάζει τίποτα. Περνάμε άσχημο μάθημα στη νέα γενιά. Θα γίνουν όλοι υποζύγια, θα τους φορτώσουν κι άλλα ασήκωτα βάρη. Όχι, φώναζε ο Αιμίλιος, δεν το δέχομαι, η σιωπή είναι η αρχή της ήττας. Όταν έκλεισαν το τηλέφωνο, ένιωθε σακί άδειο. Σαν να είχε ξεφουσκώσει εντελώς. Του φαινόταν πηχτός ο αγέρας γύρω του. ∆υσκολευόταν να πάρει ανάσα και σαν να μην μπορούσε να σηκωθεί απ’ τη μικρή πολυθρόνα. Ύστερα, εντελώς ξαφνικά, ήρθε στο νου του εκείνο το δύσκολο απόγευμα στην Εταιρεία που δούλευε. Τον εμπιστεύονταν τριάντα τόσα χρόνια και τον εκτιμούσαν πολύ, στέλεχος απ’ τα πιο παλιά στην επιχείρηση. Ίσως και το πιο έμπειρο. Χρόνια και χρόνια δουλειάς στην πλάτη. Όμως εκείνο το απόγευμα τόλμησε να πει την αλήθεια κι όλα στράβωσαν μέσα σε μια στιγμή. Τον είχε καλέσει η ∆ιεύθυνση στο μεγάλο γραφείο· ο διευθύνων σύμβουλος και ο πρόεδρος της Εταιρείας. Είχαν μπροστά τους το business plan: σχεδιασμοί, πλάνα δράσης, στοχοδιαγράμματα, προγράμματα παραγωγικότητας κ.λπ. Το ξέρετε το πλάνο, είπε ο ένας απ’ τους δύο, το μελετήσατε γραμμή γραμμή. Λάβαμε υπόψη τις παρατηρήσεις σας πριν το θέσουμε σε εφαρμογή. Άκουγε προσεκτικά και περίμενε. Η ερώτηση όμως ήρθε ξαφνικά, σε στιγμή που δεν την περίμενε. Ούτε και μπορούσε να την προεικάσει: Γιατί δεν πάμε καλά; Η επιχείρηση, το ξέρετε, κλυδωνίζεται, έχουμε μεγάλο 12


Όλα τα τρώει η σκουριά

άνοιγμα στις τράπεζες, περνάμε μια περίοδο κάμψης. Φταίει κάτι; Θα θέλαμε να σας ακούσουμε. Απάντησε σχεδόν ακαριαία. Αυτό που χρόνια και χρόνια τον έπνιγε, χωρίς και να το πολυκαταλαβαίνει, το άφησε τώρα, έτσι εντελώς ξαφνικά, να βγει: Περιβάλλεσθε από μετριότητες, έχετε αποθεώσει το ασήμαντο. ∆εν ειπώθηκε τίποτ’ άλλο. Είχε πέσει – δεν το περίμενε, τον ξάφνιασε – βαριά σιωπή. Το μόνο που άκουσε ήταν ένα αχνό: Πηγαίνετε. Την άλλη μέρα τον ειδοποίησαν να περάσει απ’ το λογιστήριο. Του κοινοποίησαν την απόλυση κι όλα τα σχετικά. Ευτυχώς, μπορούσε να συνταξιοδοτηθεί με πλήρη σύνταξη. Τα συνολικά χρόνια δουλειάς ξεπερνούσαν την τριακονταπενταετία. Στα δυο του παιδιά είπε μόνο μια φράση: Η αλήθεια είναι ασήκωτο βάρος. Τίποτ’ άλλο. Πάνε σχεδόν οχτώ τόσα χρόνια από τότε. Τα θυμόταν όμως όλα, σαν να ήταν μόλις χτες. Μετριότητες, ψιθύρισε κι ένιωσε κάτι να σπάει μέσα του. Ταράχτηκε, μούσκεψαν οι παλάμες του, τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Το πρωί τον βρήκαν τα παιδιά του ξυλιασμένο, με γερμένο το κεφάλι στο πλάι της πολυθρόνας. Φαινόταν ήρεμος. Πρέπει να ήρθε γλυκά το τέλος.

13


β΄ το κόκκινο ντοσιέ

Τ

α δυο παιδιά – ο Πέτρος και η Μάγδα – ένιωθαν το κενό μέσα στο άδειο, τώρα πια, σπίτι. Τα βασάνιζε η απουσία του πατέρα, το κακό που ήρθε τόσο ξαφνικά και τους μαύρισε την ψυχή. Σκοτάδι μαύρο στα δωμάτια. Την αβάσταχτη πίκρα την ένιωθαν πιο πολύ στο άδειο γραφείο, εκεί που καθόταν όλη σχεδόν τη μέρα και γέμιζε τις άσπρες κόλλες. Το συρτάρι τού γραφείου το βρήκαν ανοιχτό. ∆εν είχε προλάβει, εκείνο το βράδυ, να κλειδώσει τα χαρτιά του. Πήραν στα χέρια τους το κόκκινο ντοσιέ και το ακούμπησαν στο γραφείο. Ένιωθαν ταραχή. Όταν το άνοιξαν, ο γιος και η κόρη, έμειναν έκπληκτοι. Σελίδες και σελίδες γραμμένες με ξεχωριστή φροντίδα, με ωραία καλλιγραφικά γράμματα, ολόισιες γραμμές, όλα ευανάγνωστα και φροντισμένα. Κανένα σβήσιμο και καμιά μουτζούρα. Χωρίς να έχουν διαβάσει ούτε μια γραμμή, Θα τα εκδώσουμε είπε η κόρη, και φίλησε στοργικά το φάκελο με τα ωραία χειρόγραφα. Ο πατέρας τους, μια Παρασκευή απόγευμα, τους είχε μιλήσει γι’ αυτά που έγραφε. Έδειχνε να καμαρώνει πολύ. Έτσι, εξάλλου, κάνουν όλοι οι συγγραφείς. 14


γ΄ ο Αιμίλιος Ν.

Ο

ι σελίδες που ακολουθούν είναι γραμμένες απ’ τον Αιμίλιο Ν…, τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του. Ο θάνατος τον βρήκε ξαφνικά στα 72 του χρόνια, νύχτα, πάνω στη μικρή πολυθρόνα, δίπλα στο στρογγυλό τραπεζάκι με το τηλέφωνο. Είχε δουλέψει 36 ολόκληρα χρόνια στην ίδια Εταιρεία. Τον απέλυσαν, για μια τοσηδά φράση που είπε, για εφτά λεξούλες. Τον απέλυσαν λίγο πριν βγει στη σύνταξη. Είχε σπουδάσει, εδώ στην Ελλάδα, οικονομικά και πολύ αργότερα, στα 42 του χρόνια, παρακολούθησε πολύμηνα σεμινάρια για διοίκηση επιχειρήσεων και κάτι λίγα για διαχείριση ενδοεταιρικών κρίσεων. Φρέσκα πράγματα, έλεγε ειρωνικά ο ίδιος, με αμερικάνικη λογική και πατέντα. Απ’ το γάμο του είχε δυο παιδιά, τον Πέτρο και τη Μάγδα. Τα αγαπούσε πολύ, δεν το έδειχνε όμως. Κι αυτά τον αγαπούσαν και τον πρόσεχαν πολύ από τότε που χάθηκε η μάνα τους. Καταγόταν από νησί. Τον πατέρα του τον εκτέλεσαν οι Γερμανοί, τον Αύγουστο του 1944 – ο Αιμίλιος έκλεινε τότε τα έξι του χρόνια. Τον μεγάλωσε και τον σπούδασε η μάνα του με χίλιες στερήσεις και αβάστα15


Νικήτας Παρίσης

χτα βάσανα. Τη λέγανε Ελένη. Το αγαπούσε αυτό το όνομα ο Αιμίλιος. Το περίεργο είναι ότι οι σελίδες είναι γραμμένες σε τρίτο πρόσωπο και δίνουν την εντύπωση ότι ο Αιμίλιος Ν… γράφει για κάποιον άλλο, που του έδωσε το δικό του μικρό όνομα. Όμως το βέβαιο είναι μόνο ένα: οι σελίδες μιλάνε για τη ζωή του Αιμίλιου, που είναι ίδια με τη ζωή χιλιάδων άλλων ανθρώπων.

16


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.