Μια ανάσα πριν

Page 1



Μια ανάσα πριν


Aπαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσίευση ή αναμετάδοση ή διασκευή και αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή ηχογραφικό του παρόντος έργου ή μέρος αυτού, χωρίς την ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ έγγραφη άδεια του ΕΚΔΟΤΗ και της ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ. Νόμος 2121/1993 και Κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

«Μια ανάσα πριν» © Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας Ο.Ε., Αθήνα 2015 © Όλγα Μπακοπούλου e-book ISBN: 978-960-9796-59-0

Επιμέλεια κειμένου: Αγγέλα Γαβρίλη Φωτογραφία εξωφύλλου: Δήμητρα Μηλαίου Φωτογραφία συγγραφέως: Antonis Delta

Εκδόσεις Momentum Κηφισίας 5, 11523 Αθήνα τ: 2103315186, 2130229425, f: 2103315186 Πελοπίδου 5, 32200 Θήβα τ: 2262100795, f: 2262027275 url: www.momentumbooks.gr e: info@momentumbooks.gr


ΟΛΓΑ ΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Μια ανάσα πριν

MB Momentum Ο



Στους γονείς μου Βασίλη και Αριστέα που με μεγάλωσαν με αγάπη και αξιοπρέπεια.



Οι εκρήξεις από τους όλμους, οι φωνές του Άρη, οι κραυγές των θυμάτων σβήστηκαν. Στήριξε τη φωτογραφική μηχανή με το αριστερό της χέρι και κοίταξε μέσα από το σκόπευτρο. Η θολή φιγούρα της γυναίκας που τρέκλιζε απέναντί της, καθάρισε. Εστίασε στο βρόμικο πρόσωπό της. Έψαξε τα έντρομα μάτια της. Άνοιξε το κάδρο και την κεντράρισε με το μωρό στην αγκαλιά. Κύματα σκόνης υψώθηκαν ανάμεσα στο φακό και το θέμα της. Χαμήλωσε τη μηχανή για να ελέγξει το χώρο καλύτερα με γυμνό μάτι. Η γυναίκα παραπατούσε προς το μέρος της κρατώντας το μωρό της με το ένα χέρι, το άλλο τεντωμένο μπροστά σαν παράκληση. Έσκυψε πίσω από το σκόπευτρο και ζύγιασε τη σύνθεση. ∆υνατή, ισορροπημένη, αληθινή. Η γυναίκα έσφιξε το μωρό στις χούφτες της και το σήκωσε σαν να της το πρόσφερε. Άγγιξε το κλείστρο. Ένα κλικ τη χώριζε από την πιο εντυπωσιακή φωτογραφία της καριέρας της.

9



1.

«Σ

κύψε!» Ο Άρης την τράβηξε δυνατά από το γιλέκο. Ο συριγμός της σφαίρας που πέρασε ξυστά σχεδόν από το αφτί της, την ανατρίχιασε. Πίσω της, το μοναδικό τζάμι που βρισκόταν ακόμα άθικτο στο παράθυρο, θρυμματίστηκε σε χιλιάδες κομμάτια. Κοίταξε τις κάμερες που κρέμονταν από το λαιμό της. Ευτυχώς δεν είχαν πάθει τίποτα. Μία οβίδα έσκασε με κρότο, διαλύοντας ένα σπίτι, λίγα μέτρα μακριά. Ένα άρμα μάχης κατέβαινε το δρόμο στριγκλίζοντας. Τσαλάκωσε τις λαμαρίνες ενός παλιού αυτοκινήτου κάτω από τις ερπύστριές του και συνέχισε ακάθεκτο την πορεία του μέσα στους καπνούς. Στρατιώτες βάδιζαν δίπλα του, σκυφτά, με τα όπλα τους προτεταμένα, όταν σφαίρες γάζωσαν το κύτος του άρματος. ∆ύο στρατιώτες έπεσαν νεκροί και οι υπόλοιποι έτρεξαν να καλυφθούν στα χαλάσματα. Ο πυργίσκος έστριψε αριστερά και το πολυβόλο ανταπέδωσε τα πυρά. Το σώμα ενός άντρα έπεσε θεαματικά από την ταράτσα ενός μισοκατεστραμμένου σπιτιού. «Να πάρει…», μουρμούρισε η Μάγδα. «Το ’χασα. Από ’δω δεν βλέπω καλά», φώναξε νευρικά στον Άρη. 11


Όλγα Μπακοπούλου

Καλυμμένοι πίσω από το φράχτη μίας αυλής παρακολουθούσαν την εισβολή των στρατευμάτων στην πόλη. Η Μάγδα σήκωσε την κάμερα. Φωτομέτρησε γρήγορα και επιχείρησε να φωτογραφίσει μέσα από τα σύννεφα σκόνης. Αναγκάστηκε να σηκωθεί όρθια ξανά για να έχει καλύτερη λήψη. ∆ίπλα τους, στην άλλη άκρη του μικρού τους καταλύματος, τρεις άντρες με όπλα πήδηξαν πάνω από το φράκτη και άνοιξαν πυρ κατά των στρατιωτών. «Πρέπει να φύγουμε από ’δω!» Ο Άρης ούρλιαξε και άρχισε να τρέχει πίσω από το σπίτι. Η φλέβα στο λαιμό της συσπάστηκε απότομα. ∆εν τον ακολούθησε. Ο εκκωφαντικός θόρυβος του πολέμου μπλέχτηκε με τους χτύπους της καρδιάς της. Αντικαταστάθηκε από αυτούς. Άκουγε μόνο τον ξέφρενο ρυθμό του αίματός της, που την πλημμύριζε. Στράφηκε προς τη μεριά των αντρών και η φωτογραφική μηχανή γλίστρησε στην ιδρωμένη της παλάμη. Γονάτισε και σκούπισε το χέρι της στο σκονισμένο τζιν. Ο Άρης είχε χαθεί πίσω από τον τοίχο του σπιτιού. Οι στρατιώτες και οι άντρες αντάλλαξαν πυροβολισμούς. Κράτησε τη μηχανή στο ύψος του ματιού της, μα τα δάχτυλά της έτρεμαν. Καμία φωτογραφία δεν θα έβγαινε ευκρινής. Ή θα έφευγε εκείνη τη στιγμή ή… Στήριξε τον αγκώνα της πάνω στο γόνατό της. Κράτησε την ανάσα της και καδράρισε τους άντρες. Ήταν μία μοναδική ευκαιρία. ∆εν θα την άφηνε να πάει χαμένη. Ο ένας από αυτούς τινάχτηκε βίαια πίσω. Το όπλο τού έπεσε από τα χέρια. Η Μάγδα πάτησε το κλείστρο καθώς η σφαίρα διαπέρασε το κρανίο του. «Πρέπει να το ’χω!», ψιθύρισε μέσα από τα δόντια της θριαμβευτικά. Τη στιγμή που βρισκόταν στον αέρα… «Είναι σίγουρα φοβερή!» της ξέφυγε, ενώ οι ήχοι γύρω της ανακτούσαν σταδιακά την αρχική τους 12


Μια ανάσα πριν

ένταση. Μια ριπή πολυβόλου προστέθηκε στο πανδαιμόνιο και σημάδια από σφαίρες σχημάτισαν μία νοητή ευθεία στον τοίχο, πίσω της. Ένας μεταλλικός τενεκές κύλισε στον χωμάτινο δρόμο λίγα μέτρα πιο κάτω, αφήνοντας μίαν άσπρη γραμμή από γάλα. Η Μάγδα σκυφτή, ακολούθησε τη γραμμή και το ένστικτό της. Μπροστά της πεσμένο ένα σώμα μπρούμυτα, σε μια λίμνη αίματος. Όχι μεγαλύτερο από την κατσίκα που βρισκόταν δίπλα του, νεκρή κι αυτή. Της κόπηκε η ανάσα. «Γαμώτο!» Ένα παιδί! Πατούσε μέσα στα αίματα. Έκανε ένα βήμα πίσω. Με υπερένταση για να αποφύγει το αίμα, πήδηξε σε ένα μικρό πεζούλι και πάτησε σε μία καρέκλα που βρέθηκε πεταμένη. Ξανακοίταξε το άψυχο σώμα του παιδιού και δίστασε. Οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν στα μελαχρινά του μαλλιά κάνοντάς τα να γυαλίζουν. Τα χέρια του ανοιχτά σαν σταυρός. «Ένας μάρτυρας», ψιθύρισε. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έλεγξε τις γωνίες και ισορρόπησε τις γραμμές. Κλικ. Ήταν σίγουρη. Αυτή τη φορά ήταν σίγουρη. Η πρώτη σελίδα θα ήταν μόνο η αρχή.

«Μα καλά, μπορεί να είσαι τόσο ηλίθια, τόσο άσχετη;» Ο Άρης άρπαξε τη Μάγδα από το μπράτσο και την έσπρωξε στα κάγκελα, ένα στενό πριν από την είσοδο του ξενοδοχείου. «Το ξέρεις ότι μπορεί να είχες σκοτωθεί, ε;» Η θυμωμένη του φωνή την ξάφνιασε, μα κράτησε την ψυχραιμία της. Τον κεραυνοβόλησε μ’ ένα άγριο βλέμμα και τράβηξε απότομα το χέρι της από το κράτημά του. 13


Όλγα Μπακοπούλου

«Για να σου πω! ∆εν έχεις κανένα δικαίωμα να μου μιλάς έτσι, εντάξει; Ούτε κόρη σου είμαι, ούτε γκόμενά σου». Αυτό το τελευταίο το τόνισε λιγάκι παραπάνω. Ο Άρης δαγκώθηκε, αλλά δεν πτοήθηκε. Τα αισθήματά του για εκείνη ήταν άλλωστε γνωστά. «Είσαι όμως δημοσιογράφος, και θα έπρεπε να ξέρεις, ότι πρέπει να αποφεύγεις τα διασταυρούμενα πυρά. Κατάλαβες; Ούτε είναι δυνατόν να στέκεσαι στη μέση της μάχης χωρίς καμία κάλυψη». «Χαλάρωσε, Άρη. ∆εν είναι η πρώτη μου φορά. Ξέρω πολύ καλά τι κάνω. Σήμερα έβγαλα μερικές φωτογραφίες που ούτε στον ύπνο σου δεν θα μπορούσες να βγάλεις. Άλλωστε, στον πόλεμο είμαστε. Τι περιμένεις; Να μην έχει κινδύνους; Εσύ μου το έμαθες». Του γύρισε την πλάτη και κατευθύνθηκε προς το ξενοδοχείο. «Ακριβώς επειδή είμαστε στον πόλεμο, πρέπει ν’ ακολουθείς τους κανόνες αν θέλεις να ζήσεις. Αλλιώς…. θα γίνεις εσύ το θέμα της ημέρας». Η Μάγδα στράφηκε και έριξε μία ειρωνική ματιά στους γκρίζους κροτάφους και τα σκληρά του χαρακτηριστικά. Προχώρησε στο πεζοδρόμιο νευρικά. Ένιωθε το βλέμμα του καρφωμένο απάνω της. Ανήσυχο, διερευνητικό, καυτό από τον πόθο του για εκείνη. Και την ενοχλούσε, την εκνεύριζε. Η μόνιμη προσπάθειά του να τη φροντίζει, να την προστατεύει. Σαν να λαχταρούσε να την παρασύρει στην απραξία της σιγουριάς. Να την ξεγελάσει να του δοθεί και μετά… Θα την έβαζε τρόπαιο στη βιτρίνα με τ’ ασημικά, να την καμαρώνει. Θα την κλείδωνε με λουκέτο, πίσω από ένα παράθυρο. Το πρόσωπό της ν’ αποτυπώνεται στις κουρτίνες που θ’ άνοιγε κάθε πρωί, όταν θ’ αναρωτιόταν για την αθόρυβη κι αόρατη ζωή της. 14


2.

εν κρατιόταν η Μάγδα. Τα φιλμ έπρεπε να εμφανιστούν αμέσως. Μπήκε στην είσοδο του ξενοδοχείου αποφασιστικά, σήκωσε τη σκονισμένη φράντζα που έκρυβε το μέτωπό της και πλησίασε τη ρεσεψιόν. Καθισμένοι στους καναπέδες Αμερικάνοι δημοσιογράφοι αστειεύονταν, φωνάζοντας δυνατά. Τα τρανταχτά τους γέλια τράβηξαν την προσοχή της. Μειδίασε ειρωνικά, αλλά σοβάρεψε απότομα όταν η ματιά της διασταυρώθηκε με το συνοφρυωμένο πρόσωπο του Πέρκινς, που διέσχιζε την αίθουσα σιωπηλός. Ο Ρόμπερτ Πέρκινς, φίλος και συνεργάτης του Πίτερ Αρνέττ, δεν ήταν απλά ένας διάσημος δημοσιογράφος με Πούλιντζερ και αμέτρητες διακρίσεις, ήταν η ίδια η είδηση. Τα άρθρα του, τα θέματα με τα οποία ασχολούταν, ήταν γνωστά για τις πρωτότυπες προσεγγίσεις και τη διεισδυτική του ικανότητα. Πάντα έβρισκαν την καλύτερη ανταπόκριση σε παγκόσμιο επίπεδο. Το περιοδικό Time τον είχε συμπεριλάβει πολλές φορές ανάμεσα στα πρόσωπα με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο, σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80. Του χαμογέλασε συγκρατημένα, και τον χαιρέτησε, δειλά σχεδόν, μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού. Παρότι της τον 15


Όλγα Μπακοπούλου

είχαν συστήσει λίγες μέρες πριν, τον γνώριζε ελάχιστα. Το δέος που ένιωθε κοντά σε έναν τόσο καταξιωμένο δημοσιογράφο επηρέαζε τις αντιδράσεις, την έκφρασή της. Ο Ρόμπερτ ανταπέδωσε το χαιρετισμό ανέκφραστα και πλησίασε το ασανσέρ. Η Μάγδα κρέμασε την τσάντα με τα φωτογραφικά στον ώμο της και κινήθηκε στην ίδια κατεύθυνση. Προσπέρασε τον Ρόμπερτ και με ένα «γεια», στάθηκε μπροστά από την κλειστή πόρτα του ανελκυστήρα. Επικεντρώθηκε στα νούμερα των ορόφων που αναβόσβηναν αργά, το ένα μετά το άλλο. Έβαλε τα χέρια στη μέση. Ο ανελκυστήρας αργούσε. Κοίταξε το ρολόι της. Αδημονούσε να εμφανίσει τις φωτογραφίες. Έσφιξε το λουρί της τσάντας και με ζωηρό βήμα προχώρησε προς τη σκάλα. Ο Ρόμπερτ κάρφωσε τα γαλανά, ξεθωριασμένα μάτια του πάνω της. Παρατήρησε τα ζωηρά της βήματα. Την ταχύτητά της. Το δυνατό κράτημα της τσάντας. Στράφηκε προβληματισμένος στην κλειστή πόρτα του ασανσέρ. Χάθηκε στις σκέψεις του περιμένοντάς το υπομονετικά να κατέβει.

Το δωμάτιό της, στο τέλος του διαδρόμου, ήταν από τα πιο απομονωμένα. Καλύτερα έτσι. Μπορούσε να κάνει τη δουλειά της με ηρεμία και συγκέντρωση. Σήκωσε το σεντόνι από το πάτωμα και το πέταξε μαζί με τις φωτογραφικές μηχανές και την τσάντα, στο κρεβάτι. Έβγαλε το αλεξίσφαιρο γιλέκο και τ’ άφησε να πέσει στη γωνία, δίπλα στις κονσέρβες. Άνοιξε την πόρτα του λουτρού. Ο πρόχειρος σκοτεινός θάλαμος ήταν τακτοποιημένος και έτοιμος για την επόμενη εμ16


Μια ανάσα πριν

φάνιση. Τα χημικά, το χαρτί, ο μαύρος σάκος. Ξεκρέμασε τις προηγούμενες φωτογραφίες από το σκοινί και έφερε τα καινούργια φιλμ.

Τα μάτια της έκλειναν από την κούραση. Ένας οξύς, διαπεραστικός πόνος τρύπησε το στομάχι της, που είχε μείνει άδειο όλη μέρα. Ο ιδρώτας της κολλούσε και το φανελάκι είχε γίνει ένα με το δέρμα της. Χρειάζομαι επειγόντως ένα μπάνιο, αλλά πρώτα πρέπει να τελειώσω. Έσυρε τη γραφομηχανή στο τραπέζι. Τράβηξε ένα τσιγάρο από το πακέτο και το στήριξε στα ξεραμένα της χείλη. Τακτοποίησε το αυτοκόλλητο χαρτί για την κειμενολεζάντα και άναψε το τσιγάρο. ∆ίπλα της, οι φωτογραφίες της ημέρας. Ανάμεσά τους, το παιδίμάρτυρας και ο άντρας στον αέρα με μία σφαίρα στο κρανίο. Τις σήκωσε για να τις παρατηρήσει καλύτερα. Εκπληκτικές! Ρούφηξε τον καπνό ικανοποιημένη. Με τέτοια δουλειά, σύντομα θα δούλευε για τα καλύτερα ξένα πρακτορεία. Κοίταξε το ρολόι της για πολλοστή φορά. Πρέπει να προλάβω. Τίναξε τη στάχτη στο τασάκι και ξεκίνησε να πληκτρολογεί. Ένας ξερός ήχος την έκανε να παγώσει. Η γραφομηχανή κόλλησε. «Όχι τώρα!», φώναξε εκνευρισμένη. Έπρεπε να την έχει κοιτάξει από χτες, που ξεκίνησαν τα προβλήματα. Ας το γράψω με το χέρι καλύτερα, σκέφτηκε. Άνοιξε το συρτάρι, αλλά το στιλό που ήταν συνήθως εκεί, είχε εξαφανιστεί. Χτύπησε με δύναμη το χέρι στο τραπέζι και πετάχτηκε από την καρέκλα. Έψαξε στις τσέπες της, στο πάτωμα, ανάμεσα από τα 17


Όλγα Μπακοπούλου

σεντόνια. Πουθενά. Τώρα; Στριφογύρισε στο δωμάτιο προσπαθώντας να βρει μια λύση. Οι φωτογραφίες έπρεπε να φύγουν το συντομότερο. Άρπαξε το τηλέφωνο και κάλεσε το δωμάτιο του Άρη. Τα δευτερόλεπτα κυλούσαν, μα ο Άρης δεν απαντούσε. «Έλα ρε Άρη, πού είσαι τώρα που είναι ανάγκη;» Έκλεισε το τηλέφωνο χτυπώντας το ακουστικό. Βημάτισε εκνευρισμένα προς το παράθυρο. Μία καινούρια ιδέα φώτισε το πρόσωπό της. ∆εν τον γνώριζε βέβαια καλά, αλλά άξιζε να το δοκιμάσει. Άλλωστε, έμενε στο διπλανό δωμάτιο. Χτύπησε την πόρτα του Ρόμπερτ Πέρκινς διστακτικά. Είχε καταλάβει πως ήταν ένας κλειστός άνθρωπος που δεν του άρεσαν οι πολλές συναναστροφές, όμως η ανάγκη να στείλει τις φωτογραφίες όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, ήταν μεγαλύτερη από οποιονδήποτε ενδοιασμό. Από τη μισάνοιχτη πόρτα εμφανίστηκε, ψιλόλιγνος, με γκρίζες τούφες στο μέτωπο και στο μούσι. Την κοίταξε με έκπληξη πίσω από τον μεταλλικό σκελετό των γυαλιών του. «Α! Η ωραία Ελληνίδα από δίπλα. Τι μπορώ να κάνω για σένα, λοιπόν;» Ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το ποτήρι με το ουίσκι που κρατούσε και σκουπίστηκε με το μανίκι. Η ανάσα του μύριζε αλκοόλ, και το μισό του πουκάμισο κρεμόταν έξω από το παντελόνι. Η Μάγδα σάστισε. «Ε… σκέφτηκα… μήπως θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω τη γραφομηχανή σου για λίγο». Εκείνος άνοιξε την πόρτα του διάπλατα και την προσκάλεσε μέσα μ’ ένα νεύμα. Το κρεβάτι στρωμένο, ρούχα τακτικά τυλιγμένα σε μια καρέκλα, φύλλα Α4 στοιβαγμένα με τάξη δίπλα από τη γραφομηχανή. Στον 18


Μια ανάσα πριν

τοίχο κολλημένη μια αφίσα με μερικά άγρια άλογα σε ένα ράντζο. Η επιγραφή Welcome to Montana την έκανε να χαμογελάσει. Έμεινε έκπληκτη. Σίγουρα αυτό το δωμάτιο δεν έμοιαζε με κανένα άλλο στο ξενοδοχείο. Ήταν φυσιολογικό, απόρησε. Μια πιο προσεκτική ματιά την καθησύχασε. Πάνω στο κομοδίνο, τοποθετημένα στη σειρά, υπήρχαν αντιβιοτικά, κολλύρια, Imodium, γάζες, ωτασπίδες και αντισηπτικό - ένα πλήρες φαρμακείο. Κάτω από το τραπέζι μία μικρή γεννήτρια, μπόλικες μπαταρίες, φακοί, ένα δορυφορικό τηλέφωνο. «Τι έγινε, βρήκες κανένα καλό θέμα;», τη ρώτησε διερευνητικά καθώς της έβαζε ένα ποτήρι με ουίσκι στο χέρι. Η Μάγδα ξαφνιάστηκε με το δυσεύρετο ποτό. Ο Ρόμπερτ σαν να διάβασε τη σκέψη της, πρόσθεσε κλείνοντας το μάτι με νόημα: «Έχω έναν πολύ ψαγμένο μάιντερ, όχι μόνο με συνοδεύει, αλλά έχει και τις κατάλληλες διασυνδέσεις» και συμπλήρωσε: «Με την ευγενική χορηγία της αμερικανικής πρεσβείας». Σήκωσε το ποτήρι του σε μια άτυπη πρόποση και το άδειασε με μια γουλιά. «∆εν θα τη χρειαστώ για πολύ, θα στη φέρω σύντομα», είπε η Μάγδα ακουμπώντας το ποτήρι στο τραπέζι. «Πήγε καλά σήμερα, ε;» Την πλησίασε με ειρωνικό ύφος. «Ναι, πολύ καλά», του απάντησε, νιώθοντας άβολα από την ελάχιστη πλέον απόσταση μεταξύ τους. «Τίποτα από αυτά που πουλάνε;», ψιθύρισε σκύβοντας στον ώμο της. «Παιδάκια χωρίς χέρια, με πονεμένο βλέμμα;» «Πώς τολμάς;» Τον έσπρωξε και τον κοίταξε προσβεβλημένη. Κατευθύνθηκε προς την πόρτα νευριασμένα. 19


Όλγα Μπακοπούλου

«Έλα, καλά, δεν ήθελα να σε θίξω. Μερικές φορές είμαι λίγο κάθαρμα το λέει και η γυναίκα μου». Στάθηκε μπροστά της κλείνοντάς της το δρόμο. «Παρ’ την. Σίγουρα θα έχεις κάτι σημαντικό να γράψεις». Της έδειξε τη γραφομηχανή και συνέχισε: «Εγώ σήμερα…» Κατέρρευσε στο κρεβάτι. «Ξέρεις, είναι κάποιες μέρες που... δεν πρέπει να το παλεύεις… αν δεν σου κάθεται». Έκρυψε το πρόσωπό του με τα χέρια του. Η Μάγδα πήρε τη γραφομηχανή και βημάτισε βιαστικά. «Στάσου», της φώναξε. «Πάρε κι ένα από αυτά». Της πέταξε ένα κουτί Κάμελ. Η Μάγδα το άφησε να πέσει στο πάτωμα. «Μήπως θέλεις κάτι τέτοιο;» Της πέταξε ένα σακουλάκι με καραμέλες που κι αυτό κατέληξε στο πάτωμα. «Τι είναι όλα αυτά, επιτέλους;», του φώναξε φανερά εκνευρισμένη. «Α, ώστε δεν ξέρεις λοιπόν; Ποια είναι αυτή, η πρώτη, η δεύτερη αποστολή σου;» Έσκυψε και σήκωσε το πακέτο με τα τσιγάρα. «Αυτά είναι κλειδιά. Μαζί με ένα 20δόλαρο μπορούν να σου εξασφαλίσουν τις πιο έγκυρες πληροφορίες, ν’ ανοίξουν πόρτες και στόματα, να σου βρουν ακόμα και στρατηγούς». «Αυτά…», είπε και πήρε τις καραμέλες, «…είναι για την ψυχή σου…» Η Μάγδα βγήκε στο διάδρομο απογοητευμένη. Αυτός ήταν λοιπόν ο θρυλικός Ρόμπερτ Πέρκινς; Πλησίαζε το δωμάτιό της, όταν ένας δυνατός κρότος τράνταξε το ξενοδοχείο. Το ωστικό κύμα της έκρηξης 20


Μια ανάσα πριν

την έριξε πάνω στον τοίχο. Η γραφομηχανή της έπεσε στο πάτωμα του διαδρόμου. Ζαλίστηκε, τα αφτιά της βούιζαν, και το στομάχι της σφίχτηκε. Τα περισσότερα τζάμια έσπασαν σχεδόν ταυτόχρονα. Φωνές κι ουρλιαχτά ακούστηκαν ανακατεμένα με ποδοβολητά ανθρώπων που βγήκαν τρέχοντας από τα δωμάτιά τους, δημιουργώντας πανδαιμόνιο. Χτυπήθηκε το ξενοδοχείο; Η Μάγδα όρμησε στο δωμάτιό της. Πέρασε τη μία φωτογραφική μηχανή γύρω από το λαιμό της και κράτησε την άλλη, έτοιμη για χρήση. Έριξε στην τσέπη της δύο ακόμα φιλμ από το κομοδίνο και ξεχύθηκε στο διάδρομο για να δει τι είχε συμβεί. Ο Ρόμπερτ πετάχτηκε από το δωμάτιό του και βρέθηκε μπροστά της. Ζαλισμένος από το ποτό παραπάτησε και χτύπησε στον τοίχο. «Από ’δω», κατάφερε να της πει, ξεπερνώντας το αρχικό σοκ και δείχνοντας τη σκάλα προς τα πάνω. Η Μάγδα τον προσπέρασε τρέχοντας. Ανέβαινε δύο-δύο τα σκαλιά. Ο Ρόμπερτ ακολουθούσε ασθμαίνοντας. Είχε μείνει αρκετά πιο πίσω. Στις σκάλες και στους διαδρόμους, συνάδελφοι έτρεχαν φωνάζοντας. Κάποιοι επιβεβαίωναν ότι είχε χτυπηθεί το ξενοδοχείο, άλλοι μιλούσαν για μία βόμβα ισχύος που είχε πέσει ακριβώς δίπλα. Η Μάγδα, βιαστική, σκόνταψε στο σκαλοπάτι. Παραπάτησε και χτύπησε στην κόχη. Μια σουβλιά τρύπησε το γόνατό της. «Είσαι καλά;», ακούστηκε ανήσυχος ο Ρόμπερτ. «Ναι», του φώναξε και έλεγξε τη μηχανή και το φακό της. Σηκώθηκε, νιώθοντας το βάρος της να πιέζει την κλείδωση ενοχλητικά. Πονούσε, αλλά δεν σταμάτησε. Θα τα κατάφερνε να φτάσει άραγε πρώτη; Τα μηλίγγια της χτύ21


Όλγα Μπακοπούλου

πησαν δυνατά. Οι φιγούρες μέσα στο μισοσκόταδο έγιναν πιο ευκρινείς, οι ήχοι πιο ξεκάθαροι, η μυρωδιά της εκρηκτικής ύλης ανυπόφορη. Πιάστηκε από την κουπαστή και ρίχνοντας το βάρος στο άλλο πόδι συνέχισε να ανεβαίνει. Ο Ρόμπερτ τράβηξε από το μανίκι έναν γνωστό του συνάδελφο που κατέβαινε ταραγμένος τις σκάλες. «Ένας είναι νεκρός», του φώναξε εκείνος πριν χαθεί στο διάδρομο. Έσφιξε τα χείλη και συνέχισε να ανεβαίνει πίσω από τη Μάγδα που είχε αναγκαστικά ελαττώσει ταχύτητα. Παρατήρησε το πόδι της που λύγιζε με δυσκολία, το πείσμα της έτσι όπως ανέβαινε τα σκαλιά. Η Μάγδα έφτασε στον όγδοο όροφο σφίγγοντας τα δόντια. Πάτησε με ανακούφιση στον σκοτεινό διάδρομο. Έβηξε από τη σκόνη που είχε σηκωθεί. Μπροστά από τη διαλυμένη πόρτα είχαν ήδη μαζευτεί αρκετοί. Θα έχανε την πρωτιά, αλλά είχε ακόμα χρόνο για καλές λήψεις. Από το δωμάτιο έλειπε ο μισός τοίχος. Το μπαλκόνι κρεμόταν μισογκρεμισμένο και τα σίδερα πρόβαλαν λυγισμένα στο κενό. Στο πάτωμα, ένας άντρας νεκρός. Λίγο πιο πέρα, μία κινηματογραφική κάμερα κατεστραμμένη κάτω από τα συντρίμμια. Ένας Πολωνός ανταποκριτής έβγαλε τη Μάγδα, βιαστικά από το δωμάτιο. Τρεις δημοσιογράφοι μετέφεραν σ’ ένα σεντόνι, έναν τραυματία που βογκούσε από τον πόνο. Το δεξί του πόδι έλειπε και παρά τους πρόχειρους επιδέσμους, έχανε πολύ αίμα. Η Μάγδα κράτησε τη μηχανή και άρχισε να φωτογραφίζει. Ακολούθησε τους μεταφορείς και προσπάθησε να εκμεταλλευτεί όσο καλύτερα μπορούσε τον ελάχιστο φωτισμό. Στάθηκε στην κορυφή της σκάλας διακριτικά και τους άφησε να κατέβουν. ∆εν υπήρχε κανένας άλλος φωτορεπόρτερ κοντά. Ρίγησε στη σκέ22


Μια ανάσα πριν

ψη της αποκλειστικότητας και αμέσως επέστρεψε στο δωμάτιο το οποίο ήταν πια σχεδόν γεμάτο από κόσμο. Ο Ρόμπερτ στριμωγμένος δίπλα στον γκρεμισμένο τοίχο, προσπαθούσε να μαζέψει πληροφορίες από τους υπόλοιπους συναδέλφους. Οι γνώμες ήταν αντικρουόμενες. Κανείς δεν φαινόταν να γνωρίζει τι ακριβώς είχε συμβεί. Με την άκρη του ματιού του είδε τη Μάγδα να σπρώχνει για να ανοίξει δρόμο. Πλησίασε το διαλυμένο μπαλκόνι και παρατήρησε τις ζημιές. Κάποιος τη φώναξε από την άλλη άκρη του δωματίου, μα εκείνη δεν έδωσε καμία σημασία. Ήταν σαν να μην άκουγε, σαν να μην βρισκόταν εκεί. Ο Ρόμπερτ την περιεργάστηκε καθώς σήκωσε τη μηχανή και προσπάθησε να εστιάσει. ∆εν τα κατάφερε. Προσπάθησε ξανά, αλλά το πλήθος που είχε μαζευτεί στο δωμάτιο την εμπόδιζε. Κρατώντας τη μηχανή της σφιχτά, αναζήτησε την έξοδο. Πέρασε από δίπλα του χωρίς να τον αντιληφθεί. Άπλωσε το χέρι του και την έπιασε από τον ώμο. Στεκόταν εκεί, με το πιγούνι του να τρεμουλιάζει, το πρόσωπό του σφιγμένο. Η Μάγδα αναψοκοκκινισμένη, με τις φλέβες της να χτυπάνε ανεξέλεγκτα και τα μάτια της φλογισμένα από την ένταση, τον κοίταξε με απορία. «Τι είδος είσαι, μπορείς να μου πεις;» Ίσα που ακούστηκε η φωνή του μέσα στη φασαρία και τις φωνές. «Τι λες τώρα;», απάντησε η Μάγδα μέσα από τα δόντια της, καθώς τον προσπέρασε για να βγει στο διάδρομο.

Η αναστάτωση στο ξενοδοχείο δεν είχε ακόμα κοπάσει, όταν η Μάγδα κρατώντας τη γραφομηχανή, βρέ23


Όλγα Μπακοπούλου

θηκε να χτυπάει την πόρτα του Ρόμπερτ για δεύτερη φορά. Της άνοιξε με μάτια κόκκινα από την κούραση. «Σου έφερα τη γραφομηχανή», του είπε καθώς του την έδωσε για να την κρατήσει. «Πέρασε», της απάντησε, χωρίς να την πάρει. Η Μάγδα ακούμπησε τη γραφομηχανή στο τραπέζι και γύρισε για να φύγει. «Κάτσε…» Της πρόσφερε ένα ποτήρι ουίσκι γεμάτο μέχρι το χείλος. «Όχι, ευχαριστώ. Βιάζομαι. Κάποια άλλη φορά». Προχώρησε προς την πόρτα βιαστικά. «Ξέρεις σε πόσους πολέμους έχω πάει;», ρώτησε ακολουθώντας την κίνησή της. «Ξέρεις τι έχω δει;» Της πρόσφερε ξανά το ποτό που έσταξε στο χαλί. «Τι θέλεις, ακριβώς, μου λες;» «Απλά… να… υπάρχει πάντα αυτή η φορά…», συνέχισε σαν να μην την άκουσε, «που εύχεσαι να μην είχες δει τίποτα, να μην ξέρεις τίποτα. Να πηγαίνεις κάθε μέρα στη βαρετή σου δουλειά». Ήπιε μια μεγάλη γουλιά. «Να σου πω, δεν ξέρω τι συμβαίνει, αλλά σίγουρα κάτι δεν πάει καλά, έτσι;» Ένα απότομο κύμα γέλιου από τον Ρόμπερτ την αφόπλισε εντελώς. «Και τι περιμένεις να πηγαίνει καλά σ’ έναν πόλεμο, δηλαδή;» Κούνησε το κεφάλι της απογοητευμένα και άνοιξε την πόρτα. «Τι είδος είσαι, μπορείς να μου πεις;», φώναξε ο Ρόμπερτ. «Τι είδος δημοσιογράφου είσαι;» επανέλαβε πιο δυνατά, ακολουθώντας την στο διάδρομο. «Το είδος που ενδιαφέρεται για την αλήθεια. Αυτό 24


Μια ανάσα πριν

είμαι», αποκρίθηκε έντονα. Στη συνέχεια άνοιξε το βήμα της και κατέβηκε μερικά σκαλοπάτια κουτσαίνοντας. «Θέλω να δείχνω την αλήθεια μέσα από τις εικόνες…» «Άσε την αλήθεια έξω από αυτό. Στον πόλεμο, το πρώτο που πεθαίνει είναι πάντα η αλήθεια». Ο Ρόμπερτ την πρόλαβε στη σκάλα. Τα τηλεοπτικά συνεργεία που είχαν καταφθάσει για να καλύψουν το χτύπημα, τους στρίμωξαν στον τοίχο «Τι θέλεις, μου λες;» Γύρισε θυμωμένη προς το μέρος του. «Μη θυμώνεις. Έχω δει πολλούς δημοσιογράφους να καίγονται», είπε με πιο ήπιο τόνο στη φωνή του. «Να σου πω κάτι, δεν με ενδιαφέρει». Την έπιασε από τον ώμο. «Το βλέπω. Είναι γύρω σου, μέσα σου, παντού. Στον τρόπο που κινείσαι, που κρατάς την κάμερα, που αναπνέεις». «Και;» Μια δυνατή σπρωξιά την έριξε στην αγκαλιά του. «Υπάρχει μία αόρατη γραμμή. Πρέπει να προσέχεις», της ψιθύρισε τονίζοντας την τελευταία πρόταση. Της θύμισε τον Άρη. Όλοι έτσι είναι. Κατέβηκε τις σκάλες ενοχλημένη. Ο Ρόμπερτ έβαλε τα χέρια του γύρω από το στόμα του σχηματίζοντας ένα χωνί. «Αν την περάσεις, δεν έχει επιστροφή…» φώναξε, ελπίζοντας πως ο θόρυβος δεν θα έσβηνε τα λόγια του. Η Μάγδα χάθηκε μέσα σε σπρωξίματα και φωνές.

25


3. Είκοσι χρόνια μετά.

Κ

οιμόταν, αλλά το κορμί της βρισκόταν σε υπερένταση. Στριφογύρισε νευρικά στο στρώμα. Ο Φώτης ανάσανε βαριά. Μισοκοιμισμένος όπως ήταν, άπλωσε το χέρι του και ψαχούλεψε να βρει την κοιλιά της. Ν’ ακουμπήσει την ανοιχτή του παλάμη. Να την ηρεμήσει. Εκείνη τραντάχτηκε απότομα. Τον σκούντηξε. Το πόδι της συσπάστηκε. «Μάγδα», ψιθύρισε ο Φώτης τρυφερά. «Μάγδα…» Γύρισε το κεφάλι της από την άλλη μεριά. Τα μαλλιά της βεντάλια πάνω στο μαξιλάρι και τα φρύδια της σμιχτά, κολλημένα κάτω από τις βαθιές γραμμές στο μέτωπό της. Ο Φώτης ανασηκώθηκε ανήσυχος. Άλλος ένας εφιάλτης… Χάιδεψε τις μπούκλες της, ένιωσε την υγρασία του ιδρώτα της. Ξεφύσησε. Η αποπνικτική ζέστη του Αυγούστου έπεσε απάνω του. Τον βάρυνε. Τον βούλιαξε στο κρεβάτι. ∆ίπλα της. Γιατί; Γιατί πάλι; ∆εν μπορούσε να το καταλάβει. ∆εν το χωρούσε ο νους του. Μετά από τόσο καιρό. Ξανά. Να πεις ότι τους έλειπε κάτι; Να πεις ότι δεν την αγαπούσε; Κι εκείνη ξεγλιστρούσε. Μέρα με τη μέρα, μέσα από τα δάχτυλά του. 26


Μια ανάσα πριν

Ξεθώριαζε. Κι όμως, είναι ακόμα τόσο όμορφη. Είναι ακόμα τόσο… Τα χείλη της. Όταν είναι μισάνοιχτα. Να, όπως τώρα. Θα ’θελε να σύρει την παλάμη του, να δαγκώσει το στήθος της. Ό,τι θέλει, το έχει. Αυτό της υποσχέθηκε. Και το έκανε. Όλα αυτά τα χρόνια, η μόνη του έγνοια ήταν αυτή. Να μην της λείπει τίποτα. Να μην τους λείπει τίποτα. Η Μάγδα μουρμούρισε κάτι μέσα στον βαθύ ταραγμένο ύπνο της. Συλλαβές ασύνδετες, ασυνάρτητες. ∆εν έβγαζαν νόημα. Ο Φώτης τραβήχτηκε στη μεριά του. Έμπλεξε τα δάχτυλά του σφιχτά πίσω από το κεφάλι και ακούμπησε στις παλάμες του, όπως συνήθιζε κάθε φορά που έπρεπε να πάρει μιαν απόφαση. ∆εν πάει άλλο. Θα πρέπει να συζητήσουμε. Αρκετά περίμενα. Ίσως να είναι όπως τότε, μετά την έκρηξη. Να χρειαστεί τη βοήθεια κάποιου ειδικού. Σούφρωσε τα χείλη του προβληματισμένος. Από τώρα άκουγε τις φωνές και τις αντιδράσεις της. Ούτε κουβέντα δεν σήκωνε για να ξαναπάει σε ψυχολόγο. Έτριξε τα δόντια του εκνευρισμένος. Την τελευταία φορά είχε υποχωρήσει. Τώρα όμως η κατάσταση ήταν διαφορετική. Έφερε στο μυαλό του τη χθεσινή της εικόνα στο σαλόνι με το μπουκάλι στο χέρι. Τ’ απογεύματα που την έβρισκε μπροστά από την τηλεόραση με ένα άδειο βλέμμα. Αυτή την φορά θα επιμείνω. Θα το τελειώσω εδώ. Είτε θέλει είτε όχι. «Άλλωστε», του ξέφυγε δυνατά, αν πάθει κάτι… Ούτε τη σκέψη δεν άντεχε. Ακούμπησε την ανοιχτή του παλάμη στη σφιγμένη κοιλιά της. Την τύλιξε με την αγκαλιά του. Η Μάγδα χαλάρωσε. Για λίγο. Από πότε αλήθεια, είχαν να κάνουν έρωτα; «Καιρός να τ’ αλλάξουμε αυτό», της ψιθύρισε αποφασιστικά και συγχρόνισε την ανάσα του με 27


Όλγα Μπακοπούλου

τη δική της. Ήρθε η ώρα να τα πούμε οι δυο μας. Έμεινε ξάγρυπνος μερικά λεπτά με τη σκέψη της συζήτησης που έπρεπε να γίνει, το πότε, το πού, το πώς. Καλύτερα μετά τις διακοπές, σκέφτηκε κι ηρέμησε. Το χέρι του ξεσφίχτηκε. Παραδόθηκε στον ίδιο ρυθμό. Άλλαξε πλευρό και της γύρισε την πλάτη.

Το μονότονο ροχαλητό του εισέβαλε στον εφιάλτη της. Ψίθυροι, χτυπήματα, βοές, συριγμοί, σειρήνες. ∆εν ακούει καθαρά. Έχει κολλήσει πάνω στην τεράστια οθόνη, αλλά δεν ξεχωρίζει τα λόγια. Πατάει το κουμπί του ήχου. Την πονάει το δάχτυλο από την πίεση. «Ο Ρόμπερτ Πέρκινς … χθες τα ξημερώματα από ενέδρα ανταρτών όταν…» Ήχος χωρίς εικόνα. Η ένταση της φωνής δυναμώνει ενοχλητικά. «Σκοτώθηκε». Στην τεράστια οθόνη παράσιτα. Η φωνή, επαγγελματική, ψυχρή, ξεκουφαίνει. «ΣΚΟΤΩΘΗΚΕ». Πίσω της ο τοίχος σωριάζεται. Η Μάγδα βουλιάζει στην άμμο. Η άμμος κατακάθεται στο δέρμα, ανακατεύεται στα μαλλιά της. Την εμποδίζει να δει καθαρά. Μόνο το περίγραμμα ξεχωρίζει. Η θολή φιγούρα της γυναίκας, με το ένα χέρι απλωμένο προς το μέρος της. Το άλλο να κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά ένα μωρό. Η φωνή του εκφωνητή που ουρλιάζει. «Ο διάσημος δημοσιογράφος δεν πρόλαβε …» Η γυναίκα την πλησιάζει. Σχεδόν την αγγίζει. Η σκόνη της κρύβει το πρόσωπο.

Τινάχτηκε μέσα στον ιδρώτα, λαχανιασμένη. Ανακάθισε στο στρώμα και σκούπισε το πρόσωπό της. Το 28


Μια ανάσα πριν

στόμα της στεγνό, οι παλμοί της δυνατοί, άρρυθμοι. Ο Ρόμπερτ είναι νεκρός. Είναι; Τέντωσε το λαιμό και πάσχισε να πάρει λίγο αέρα. Σίγουρα είναι εφιάλτης. Πρέπει να είναι. Ο Ρόμπερτ νεκρός, η γυναίκα με το παιδί. Η ανέκφραστη φωνή του εκφωνητή αντηχούσε τώρα στο δωμάτιο. Χτυπούσε στους τοίχους και επέστρεφε στα αφτιά της αλλοιωμένη. Την τρυπούσε. «Ο Ρόμπερτ Πέρκινς…» Άγγιξε με τα πέλματα το ξύλο και προχώρησε μέχρι την πόρτα του μπάνιου. Το κρύο πλακάκι την ανακούφισε. Άνοιξε τη βρύση και άφησε το νερό να τρέξει. Ο ήχος του την ηρέμησε. Έσκυψε και ήπιε λαίμαργα με μεγάλες ρουφηξιές. Έβρεξε το πρόσωπο και το στέρνο της. Οι σφυγμοί της επανήλθαν. Ένιωσε τον αυχένα της να λύνεται. Η μεγάλη πίεση υποχώρησε. Ησυχία. Μόνος θόρυβος η βαριά ανάσα του Φώτη. Κοίταξε την πλάτη του έτσι όπως γυάλισε στο αχνό φως της αυγής. Παραδομένος στον ήσυχο, προστατευμένο ύπνο του, δεν την κατάλαβε. Τη Μάγδα που ξύπνησε τρέμοντας, με το όνομα του φίλου, θλιβερή ηχώ. Πάλεψε και τρόμαξε από την ίδια εφιαλτική φιγούρα. Για άλλο ένα βράδυ. Ο Φώτης γύρισε ανάσκελα. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε ήρεμα, ευτυχισμένα. Σε λίγες ώρες θα σηκωνόταν, θα ντυνόταν, θα πήγαινε στη δουλειά, θα… Φούντωσε, κοκκίνισε, θύμωσε. Θα ’θελε να του δώσει μια κλωτσιά, μια σπρωξιά, να κάνει ένα καβγά, να τους ακούσει η γειτονιά, να… Έγειρε στον τοίχο. Πώς μπορεί να είναι πάντα τόσο…; Πάνω στα μεταξωτά σεντόνια, στο κρεβάτι από κερασιά -ειδική παραγγελία-, στην κρεβατοκάμαρα που σχεδίαζε ένα μήνα για να είναι φωτεινή, ευάερη, λειτουργική, ευτυχισμένη. Αυτό της είχε πει, ευτυχισμένη. Και τον ζήλευε. Μόνο γι’ αυτό. 29


Όλγα Μπακοπούλου

Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Αναστέναξε. Τυλίχτηκε με το σεντόνι. Έμεινε ξάγρυπνη δίπλα του για αρκετή ώρα να αφουγκράζεται τη βαρετή του ανάσα.

Το ξυπνητήρι χτυπούσε ενοχλητικά. Εφτά. Πήγε κιόλας εφτά; Πίεσε τα μάτια της να παραμείνουν κλειστά. Ήθελε τόσο πολύ να το πετάξει στον τοίχο, να το σπάσει. Την τρέλαινε, μα το σώμα της δεν υπάκουε. Άνευρο, βυθιζόταν στο στρώμα. «Μπορείς να το κλείσεις; Το ξέχασα», φώναξε ο Φώτης από το λουτρό. Ανέπνευσε με δυσκολία, σύρθηκε στο σεντόνι κι άνοιξε τα μάτια. Τεντώθηκε και χτύπησε το διακόπτη με τη γροθιά της. Το ξυπνητήρι κατέληξε στο πάτωμα. Να πάρει! Τα πόδια της βαριά, σιδερένια την εμπόδιζαν να κινηθεί. Τόση κούραση. Κάθε πρωί. Κάθε βράδυ. Κοίταξε το ταβάνι. Τίποτα. ∆εν είχε όρεξη να κάνει τίποτα. Μόνο το ταβάνι ήθελε να κοιτάζει. Να περάσει μια μέρα ανάσκελα στο κρεβάτι, σκεπασμένη μ’ ένα κενό. «Πότε θα ετοιμάσεις τα πράγματα για το ταξίδι;» Ο Φώτης διάλεξε ένα από τα κρεμασμένα πουκάμισα στην ντουλάπα. «Σήμερα». ∆άγκωσε το χείλος της δυνατά η Μάγδα.

Άνοιξε πρώτα τη βαλίτσα του Φώτη. Όπως πάντα. Κάτω τα σκληρά υφάσματα, αυτά που τσαλακώνονται δύσκολα. Στην άκρη, τυλιγμένο προσεκτικά, το 30


Μια ανάσα πριν

μπουρνούζι του. Κυρίως αυτό. Ο Φώτης σιχαίνεται τις φτηνές πετσέτες των ξενοδοχείων. Από πάνω, τα λινά και τα πουκάμισα. «Είδες πουθενά την γκρίζα γραβάτα με τις ρίγες;» Ο Φώτης μπήκε στην κρεβατοκάμαρα βιαστικός, ψάχνοντας. «Ρίξε μια ματιά στην ντουλάπα. Προχθές τις έφτιαχνε η Ντόνα, μπορεί να την έβαλε εκεί κατά λάθος». Η Μάγδα απάντησε χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από τη βαλίτσα. Πίσω από τη δρύινη πόρτα της ντουλάπας κρεμόταν μαζί με άλλες, η γκρίζα γραβάτα. «Και το έχω πει χίλιες φορές ότι δεν θέλω να ανακατεύονται άλλοι με τα πράγματά μας». Ενοχλημένος πέρασε τη γραβάτα γύρω από το λαιμό του. Σήκωσε το φρύδι της ειρωνικά, αλλά δεν απάντησε. ∆ένοντας τον κόμπο, ο Φώτης στάθηκε πάνω από τη βαλίτσα. «Μμ, οι κάλτσες, για να δούμε. Πήρες και τις μπεζ, έτσι; Ζώνες, ωραία, πάρε και μία για το τζιν, εντάξει;» Χωρίς περιττές κινήσεις και λόγια έλεγξε, επιβεβαίωσε, ενέκρινε. Η Μάγδα δεν σχολίασε. «Πολύ ωραία, όπως πρέπει. Είδες πόσο πιο άνετα είναι όταν μπαίνουν με τάξη;» Χαμογέλασε ικανοποιημένος. Ένα φευγαλέο φιλί στο μάγουλο εξανεμίστηκε αδιάφορα. Ούτε που πρόσεξε τα βήματά του που απομακρύνθηκαν. Στο πλάι, τα εσώρουχα κι οι κάλτσες. Οι ζώνες τυλιγμένες στη σειρά, στηριγμένες στα τοιχώματα. Μία για κάθε παντελόνι. Φυσικά! Κοίταξε την τακτοποιημένη βαλίτσα και τράβηξε πίσω τα μαλλιά της που έπεφταν μπούκλες στο πρόσωπό της. Προχώρησε προς το 31


Όλγα Μπακοπούλου

παράθυρο και τράβηξε την κουρτίνα. Η αντανάκλασή της διαγράφηκε στο τζάμι. Ο κήπος άρτια οργανωμένος, σύμφωνα με τις οδηγίες του Φώτη. Οι τριανταφυλλιές στη σειρά, η μπουκαμβίλια κρεμασμένη στον πέτρινο τοίχο, οι καλλιστήμονες με τα γερμένα κλαδιά τους προς τη μεριά του δρόμου. Το γκαζόν γυαλιστερό, φρεσκοκουρεμένο, απλωνόταν γύρω από τη μονοκατοικία σχηματίζοντας έναν καταπράσινο διάδρομο. Απάνω του, άτακτα βαλμένες, τραχιές καφετιές πέτρες. Η παραφωνία στην ισορροπία του κήπου, σκέφτηκε. Το ατίθασο δρομάκι που οδηγούσε πίσω στο αίθριο, μπροστά από την πισίνα. Ένα στραβό χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό της. Πόσο πολύ είχε δυσκολευτεί να εξηγήσει στους εργάτες και στον Φώτη την ανάγκη γι’ αυτό το ασύμμετρο μονοπάτι. Νόμιζε ότι θα της έδινε κάποιο λόγο για να κατεβαίνει συχνότερα. Όμως… «Μαμά, έλα λίγο εδώ. Μαμά!» Η επιτακτική φωνή του Νικόλα την τράβηξε απότομα από τις σκέψεις της και την πέταξε απρόσεχτα στο πρεβάζι. «Τι είναι;» «Έλα!» Τον βρήκε να φοράει το μπλουζάκι του. Πάνω στο κρεβάτι μια μικρή στοίβα από ρούχα πεταμένα. «Λοιπόν, αυτά θα μου πάρεις και μην ξεχάσεις τα μαύρα μου παπούτσια. Τα αγαπημένα μου, έτσι; Α, και το καινούριο μου μαγιό». Σήκωσε το σακίδιο για το κολυμβητήριο και βιάστηκε να βγει από το δωμάτιο. «Ε, περίμενε», του φώναξε γλυκά, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. 32


Μια ανάσα πριν

Βγήκε στο διάδρομο να τον προλάβει, όμως ο Νικόλας είχε ήδη φτάσει στα μισά της σκάλας. «Είναι όλα εδώ;» «Ναι, έτσι νομίζω. Αν έχω ξεχάσει και κάτι, παρ’ το, εντάξει;» Μια μικρή αγκαλιά της έσφιξε τη μέση. Παραλίγο να τη ρίξει κάτω. «Καλημέρα, μαμά». Ο Χάρης αχτένιστος, με το σακίδιο του ανοιχτό, κρεμάστηκε από το λαιμό της για ένα γρήγορο φιλί κι έτρεξε να τους προλάβει. Τελευταίος, όπως κάθε μέρα. «Παιδιά, γρήγορα, έχω αργήσει». Ο Φώτης έβαλε τα πράγματα στη θέση τους. Σύντομα θα ήταν καθισμένοι στο τζιπ, στο δρόμο για το κολυμβητήριο και ο Φώτης θα κανόνιζε το πρόγραμμα της ημέρας. Η Μάγδα στράφηκε προς την κρεβατοκάμαρα, μα σταμάτησε μόλις αντίκρισε τις άδειες βαλίτσες. «Ντόνα, Ντόνα, έλα λίγο πάνω», φώναξε δυνατά, μα το μετάνιωσε αμέσως. Η Ντόνα εμφανίστηκε στην πόρτα κρατώντας μία πετσέτα. «Τι θέλετε ,κυρία;» «Τίποτα, τίποτα, σ’ ευχαριστώ». Με βήματα αργά, έφερε αγκαλιές τα ρούχα των παιδιών στο κρεβάτι. Τα ακούμπησε προσεκτικά σε στοίβες και άνοιξε τη βαλίτσα τους. Κάτω τα λεπτά μπουφάν, γιατί καμιά φορά το βράδυ κάνει ψύχρα στα νησιά. Οι μακρυμάνικες μπλούζες, μία για τον κάθε ένα. Στα δεξιά, τα ρούχα του Νικόλα. Το αγαπημένο του τζιν και τα μαύρα αθλητικά. Τα παντελόνια, οι μπλούζες, ακόμα και εκείνη η απαίσια μαύρη. ∆ίστασε για λίγο αν θα έπρεπε να την πάρει. Όμως την είχε διαλέξει ο ίδιος…. Ευτυχώς που ο Χάρης είναι ακόμα μικρός. Στην 33


Όλγα Μπακοπούλου

αριστερή πλευρά άρχισε να στοιβάζει με προσοχή τα μπλουζάκια και τις βερμούδες του, όταν η ματιά της έπεσε πάνω στη φωτογραφία της Ισμήνης. Ένιωσε τη ζεστασιά της. Η μπλε βερμούδα είναι μάλλον μικρή, ίσως η γκρίζα να είναι καλύτερη. Η Ισμήνη της χαμογέλασε. «Λοιπόν, ποια λες;» Σήκωσε και τις δύο βερμούδες μπροστά στη φωτογραφία σαν να περίμενε μιαν απάντηση. Τα χείλη δεν συσπάστηκαν, οι βλεφαρίδες δεν ανοιγόκλεισαν, καμία νέα ρυτίδα δεν είχε χαραχτεί εδώ και είκοσι χρόνια στο νεανικό πρόσωπο που την κοιτούσε τρυφερά, μα νοσταλγικά. Πόσο πολύ ήθελε η Μάγδα να θυμάται την Ισμήνη όπως ήταν στη συγκεκριμένη φωτογραφία, ανέμελη και χαρούμενη, γεμάτη ζωή. Την είχε τραβήξει ένα γλυκό απόγευμα στην Πλάκα. Ήταν η πρώτη φωτογραφία που έβαλε στην κορνίζα μετά το γάμο.

Πάντα, όταν αντίκριζε την παιδική της φίλη χανόταν σ’ εκείνη την τελευταία συζήτηση που είχε γίνει ένα άλλο απόγευμα, μήνες μετά από την ξέγνοιαστη βόλτα. Η υγρασία από την ξαφνική νεροποντή εκείνου του απογεύματος, ακόμα τη μούσκευε. «Έξω έχει ωραίο καιρό. Βρέχει». Η Ισμήνη γέλασε βεβιασμένα με το αστείο της Μάγδας, μα ο ξαφνικός βήχας την ανάγκασε ν’ ανασηκώσει ελαφρά το κεφάλι της από το μαξιλάρι. Η Μάγδα έσπευσε να της δώσει λίγο νερό. «Είσαι εντάξει;» «Μια χαρτοπετσέτα». 34


Μια ανάσα πριν

Ακούστηκε ξέπνοα, σαν συριγμός η παράκληση. Οι χαρτοπετσέτες είχαν τελειώσει. Η Μάγδα έτρεξε στην κουζίνα, στο μικρό ντουλαπάκι και γύρισε μ’ ένα κουτί. Τόσα χρόνια φίλες, ποτέ δεν χρειάστηκε να φέρει χαρτοπετσέτες ή να πλύνει τα πιάτα ή να βγάλει τα σκουπίδια. Εκείνες τις μέρες όμως, είχε κάνει τα πάντα. Είχε σχεδόν μετακομίσει στο σπίτι της φίλης της. Σαν να ήθελε να διαφυλάξει τις τελευταίες στιγμές μαζί της, παρέα για μετά. Της έδωσε τη χαρτοπετσέτα και πλησίασε πάλι το παράθυρο. Απέφευγε να την κοιτάζει κατάματα. ∆εν το άντεχε που μέρα με τη μέρα ξεγλιστρούσε όλο και πιο μακριά. Ήταν πια σχεδόν εξαϋλωμένη. Το δέρμα της είχε τραβηχτεί και διάφανο σχεδόν, κολλούσε στα ζυγωματικά. Τα μάτια της είχαν μία θλιβερή θολούρα και τίποτα δεν θύμιζε το ανέμελο κορίτσι της φωτογραφίας. «Μάγδα, ξέρεις τι με ενοχλεί πιο πολύ; ∆εν μπορώ να βραχώ. Έξω βρέχει κι εγώ δεν μπορώ να βραχώ». Η Μάγδα κοίταξε για μία στιγμή τη θλιβερή θολούρα κι άνοιξε απότομα το παράθυρο. Η κουρτίνα τινάχτηκε προς τα πίσω και ένας δυνατός άνεμος στροβίλισε τις χαρτοπετσέτες στο ταβάνι. Στάλες βροχής έπεσαν στα πρόσωπά τους. Μούσκεψαν τα σκεπάσματα και το πάτωμα. «Α, ρε Μάγδα…», ψιθύρισε ξεψυχισμένα η Ισμήνη προσπαθώντας ν’ αστειευτεί. Η Μάγδα έγειρε το φύλλο του παραθύρου χωρίς να το ασφαλίσει, ενώ η Ισμήνη τη φώναξε κοντά της. Με δυσκολία κατάφερε να αρθρώσει τις λέξεις. «Σ’ αγαπάει. Το ξέρεις, έτσι δεν είναι;» Η Μάγδα άπλωσε τη ματιά της στην πλεχτή άσπρη κουβέρτα, μα δεν αποκρίθηκε. «Και συ τον αγαπάς. Τι άλλο θες; Ε;» 35


Όλγα Μπακοπούλου

Ασάλευτη άκουγε τη φωνή που έβγαινε αδύναμα. «Έχεις μία ευκαιρία. Σκέψου. Μίαν επιλογή…» Ένας ξηρός βασανιστικός βήχας διέκοψε τη συζήτηση. Το απότομο χτύπημα του αέρα τίναξε το παράθυρο ορθάνοιχτο κι η Μάγδα έτρεξε για να το κλείσει. Επέστρεψε στην άκρη του κρεβατιού, μα η Ισμήνη είχε ήδη βυθιστεί σ’ έναν ακόμα λήθαργο.

Αναστέναξε και βρέθηκε πάλι μπροστά στις βαλίτσες της. Οι δύο είχαν τελειώσει, σειρά είχε τώρα η δική της. Την πήρε με προσοχή και την ακούμπησε στο κρεβάτι. Το καρό σχέδιο και τα δερμάτινα τελειώματα την έκαναν να ξεχωρίζει. Της την είχε φέρει ο Φώτης πέρυσι από το Παρίσι. Έβγαλε τα σιδερωμένα ρούχα από το συρτάρι κι άρχισε να τα τοποθετεί με την ίδια τάξη, όπως είχε κάνει προηγουμένως. Πρώτα τα παντελόνια, μετά οι μπλούζες, τα μαγιό…. Τα μαλλιά της συνέχιζαν να πέφτουν άτσαλα μπροστά της. Την ενοχλούσαν. Έκανε ένα βήμα πίσω. Έβαλε τα χέρια στη μέση και προχώρησε προς το παράθυρο. Το μετάνιωσε. Γύρισε και στάθηκε όρθια μπροστά από την τεράστια βαλίτσα. Μπορούσε να χωρέσει ολόκληρη μέσα της. Αυτή και όλα της τα ρούχα μαζί. Φούντωσε. Θύμωσε. Βούτηξε τη βαλίτσα και την πέταξε μέχρι την πόρτα, σχεδόν έξω μέχρι το διάδρομο. Τα ρούχα εκσφενδονίστηκαν στο πάτωμα. Ανακατεύτηκαν. Τσαλακώθηκαν. Έκανε μερικά βήματα ανάμεσά τους αμήχανα. Μετά έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε να πέσει στο κρεβάτι. Τράβηξε πίσω κολλητά τα μαλλιά της και κάθισε τελείως ακίνητη. Κράτησε την αναπνοή της για να μην 36


Μια ανάσα πριν

αλλοιώσει την εικόνα, να μην σχηματιστεί ούτε η παραμικρή ζάρα στην ανάμνηση. Να ξαναζήσει έστω και για λίγο την έξαψη της στιγμής. Προσπάθησε να συμπληρώσει όλες τις λεπτομέρειες, ακόμα και τις πιο μικρές.

Το λιτό δωματιάκι στην Κυψέλη δεν μπορούσε να το σκιαγραφήσει πια με λεπτομέρειες. Μόνο τη νεαρή γυναίκα έβλεπε ζωντανά μπροστά της. Νευρώδης, γρήγορη, ανέμελη, με τα μαλλιά της σφιχτά δεμένα σ’ ένα μοβ μαντήλι, περασμένο κορδέλα, μιλούσε στο τηλέφωνο ζωηρά. Με το ένα χέρι κρατούσε τ’ ακουστικό, και με το άλλο άρπαζε τα ρούχα, προσωπικά είδη, εσώρουχα και τα πέταγε ένα σωρό μέσα στο ολοκαίνουριο σακβουαγιάζ. Το αγαπημένο της! Η νεαρή γυναίκα βούτηξε πάνω στο κρεβάτι και με το χέρι της αναζήτησε τις μαύρες μπότες που ήταν πεταμένες από κάτω. Μπλέχτηκε στο καλώδιο του τηλεφώνου, αλλά δεν έδωσε σημασία. Μιλούσε δυνατά και με ενθουσιασμό. Ήταν άλλη μία καινούρια αποστολή, αλλά πολύ πιο σημαντική από τις προηγούμενες. Την είχαν επιλέξει ανάμεσα από πιο έμπειρους πολεμικούς ανταποκριτές και είχε πάρει την Ισμήνη να της πει τα νέα. Οι μπότες ήταν από την άλλη μεριά. Έκανε μια θεαματική στροφή, τις φόρεσε γρήγορα, έκλεισε το τηλέφωνο με ένα «γεια, τα λέμε», τράβηξε το φερμουάρ του σακβουαγιάζ, φόρεσε το δερμάτινο μπουφάν, σήκωσε την τσάντα με τα φωτογραφικά και βγήκε από την πόρτα, αφήνοντας πίσω της ένα ήδη βομβαρδισμένο τοπίο.

37


Όλγα Μπακοπούλου

Η Μάγδα άνοιξε τα μάτια. Έμεινε ακίνητη να κοιτάζει την καρό βαλίτσα, πεταμένη στο πάτωμα και τα ρούχα της σκορπισμένα γύρω της. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, όμως το σακβουαγιάζ, φθαρμένο, με χαλασμένο το φερμουάρ, βρισκόταν ήδη από χρόνια ξεχασμένο στο ντουλάπι. Σηκώθηκε. Άρχισε να μαζεύει τα πεταμένα ρούχα. Τύλιξε το λινό μπλουζάκι με τη δαντέλα, μα πριν προλάβει να το ακουμπήσει δίπλα της άκουσε ή μάλλον αισθάνθηκε, τα βήματα στο διάδρομο. Έτρεξε προς την πόρτα. Με την άκρη του ματιού της είδε μία γυναικεία σκιά να χάνεται στο βάθος, μέσα στον τοίχο. Είδε; Αμφέβαλλε. Ακολούθησε τη σκοτεινή μορφή. Στον τοίχο διέκρινε μόνο τη σκιά ενός δέντρου. Είχε διαγραφεί πάνω στην ανοιχτόχρωμη μπογιά και στο τζάμι από την κορνίζα. Καθησύχασε. Άπλωσε το χέρι πάνω στη σκιά, στην τραχύτητα του τοίχου. Το σκληρό υλικό θρυμματίστηκε. Άμμος κύλισε στην παλάμη της. Της έτσουξε τα μάτια. Μπήκε στα ρουθούνια, της γρατζούνησε το λαιμό. Ο ήχος από τα μαχητικά αεροσκάφη την ξεκούφανε. Κραυγές ανθρώπων. Έστρεψε το κεφάλι και βρέθηκε πάλι μπροστά της. Η άγνωστη γυναίκα. Μάτια ικετευτικά. Μία λάμψη. Ένα στιγμιαίο κενό. Η Μάγδα έκανε ένα βήμα πίσω. Η πλάτη της ακούμπησε στον τοίχο. Πάγωσε. Ο διάδρομος φωτίστηκε από τις ακτίνες του καλοκαιριάτικου ήλιου που τρύπωσαν από τις γρίλιες του παντζουριού. Το περίγραμμα του δέντρου κουνήθηκε. Ο λαιμός της καθάρισε. Χοντρές στάλες ιδρώτα κύλησαν στο μέτωπό της. Στην μπλούζα κάτω από τις μασχάλες, σχηματίστηκαν δύο υγροί κύκλοι. Μία στάμπα εμφανίστηκε στο στέρνο. Τα μάτια της υγρά. Με το ζόρι συγκράτησε τα δάκρυά της. Έλα, Μάγδα. Σύνελθε, Μάγδα. ∆ιέσχισε 38


Μια ανάσα πριν

το διάδρομο τρέχοντας. Να ηρεμήσει. Να ηρεμήσεις, Μάγδα. Το δωμάτιο του Νικόλα. Μπλε σκοτεινό. Όχι εδώ! Έτρεξε στην αντίθετη πλευρά του διαδρόμου. Να κρυφτεί. Να κρυφτείς, Μάγδα. Πράσινο ανοιχτό, κίτρινο ξεθωριασμένο. Το δωμάτιο του Χάρη. Μυρωδιά παιδική. Έχωσε το πρόσωπό της στα ξέστρωτα σεντόνια. Πήρε βαθιές ανάσες. Γέμισε από τη μυρωδιά του. Χαλάρωσε. Στα αφτιά της ο γνώριμος ήχος του σπιτιού. Οι δουλειές που έπρεπε να γίνουν πριν το ταξίδι. Το φαγητό για το μεσημέρι. Το γυμναστήριο. Καλύτερα να ειδοποιήσω τη Μίνα, να το αναβάλλω. Πολλές υποχρεώσεις. Αύριο φεύγουμε. Ένα τηλεφώνημα. Σημαντικό. Να μην ξεχάσω το τηλέφωνο. Κόμπιασε. Μια μικρή νευρικότητα. Να… Σηκώθηκε αργά. Πρώτα να τελειώσω με τις δουλειές.

Το ψητό στο φούρνο ροδοκοκκίνιζε γεμίζοντας με μια λαχταριστή μυρωδιά το σπίτι. Η Μάγδα καθισμένη στο γραφείο, σκέφτηκε τις πατάτες που μέλωναν, πασπαλισμένες με δεντρολίβανο. Κράτησε τις σημειώσεις που θα χρειαζόταν για την απογευματινή συνάντηση και πάτησε τα πλήκτρα του τηλεφώνου. «Καλημέρα, Μάγδα Κοσμάτου. Πήρα για να επιβεβαιώσω το ραντεβού με τον κύριο Άρη Μενδρινό στις 5». Πίεσε το στιλό που κρατούσε στο χέρι της. «Μισό λεπτό παρακαλώ, να κοιτάξω. Α, μάλιστα, η κυρία Κοσμάτου. Θα σας έπαιρνα σε λίγο. ∆υστυχώς, έτυχε κάτι έκτακτο στον κύριο Μενδρινό και δεν θα μπορέσει για σήμερα. Αν θέλετε μπορούμε να κλείσουμε ένα καινούριο ραντεβού για μετά τις 10 Σεπτεμβρίου». 39


Όλγα Μπακοπούλου

Άφησε το στιλό να πέσει πάνω στο άδειο γραφείο. Έγειρε μπροστά στην καρέκλα και προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή της, συμπλήρωσε: «Ξέρετε, είναι αρκετά σημαντικό. Μήπως θα μπορούσα να του μιλήσω για λίγο;» «Λυπάμαι. Είναι απασχολημένος αυτή τη στιγμή, θα τον ενημερώσω μόλις τελειώσει». «Ακούστε, πείτε του ότι είναι η Μάγδα. ∆εν θα τον απασχολήσω πολύ». Το μουσικό σήμα της αναμονής την υποδέχτηκε ψυχρά. Τι κάνω; «Ναι, με ακούτε;» Τη διέκοψε απότομα η ενοχλημένη φωνή της γραμματέως. «Όπως σας είπα, ο κ. Μενδρινός ζήτησε να μην τον ενοχλήσει κανείς. Καλή σας μέρα». Η Μάγδα έμεινε με το ακουστικό κρεμασμένο στο αφτί για μερικά δευτερόλεπτα. Ακούμπησε το τηλέφωνο στη βάση του και στήριξε το πρόσωπό της στη γροθιά της. «Αυτό ήταν, λοιπόν». Ο Άρης ήταν η τελευταία της ελπίδα. Αυτό το τηλεφώνημα ήταν η ταφόπλακα σ’ ένα επάγγελμα που εδώ και χρόνια ήταν νεκρό. Το ’ξερα. Ποιον προσπαθείς να κοροϊδέψεις; Με δύο παιδιά. Κι έπειτα ο χώρος, τα κυκλώματα, αν δεν έχεις τα μέσα…Α , ρε Μάγδα…Μα εσύ είχες τα μέσα. Ήσουν τα μέσα, γαμώτο! Χτύπησε δυνατά το χέρι στο γραφείο. Βούτηξε το αστυνομικό μυθιστόρημα που διάβαζε ο Φώτης και με δύναμη το εκσφενδόνισε στον τοίχο. Το βιβλίο έπεσε πάνω στο ράφι και όλοι οι φάκελοι με τους λογαριασμούς και τις αποδείξεις, που πάντα φρόντιζε με τόση 40


Μια ανάσα πριν

επιμέλεια ο Φώτης, σκορπίστηκαν. Το μεταλλικό πρες παπιέ αναποδογύρισε και κατέληξε στο πάτωμα μ’ έναν υπόκωφο γδούπο. Η Ντόνα ξαφνιασμένη έτρεξε στο γραφείο. «Τι συμβαίνει, κυρία;» «Μάζεψέ τα, σε παρακαλώ», ήρθε η θυμωμένη απάντηση της Μάγδας που βγήκε σαν σίφουνας από το δωμάτιο.

41


4.

Ο

ι κάβοι λύθηκαν και η μπουκαπόρτα ανέβηκε. Το πλοίο αναχώρησε από το λιμάνι του Πειραιά. Η Μάγδα, κρεμασμένη από τα κάγκελα, χάζευε την αφρισμένη γραμμή που σερνόταν πίσω του. ∆ίπλα της, στάθηκε ένα μικρό κοριτσάκι με κατάξανθες μπούκλες. Φορούσε ένα κίτρινο, ψάθινο καπέλο και έδειχνε γελώντας, τους γλάρους που πετούσαν αμέριμνοι. Ο Νικόλας, με μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή, τριγύριζε στο κατάστρωμα ψάχνοντας για ενδιαφέροντα θέματα. Πατούσε το κλείστρο διστακτικά και μετά από κάθε λήψη παρατηρούσε το αποτέλεσμα στην οθόνη. Η Μάγδα χαμογέλασε βλέποντας το γιο της, γονατιστό, μπροστά από ένα πορτοκαλί σωσίβιο. Γύρισε τη μηχανή στο πλάι και πάτησε το κλείστρο ξανά. Κοίταξε τη φωτογραφία και κούνησε το κεφάλι του απογοητευμένα. Προσπάθησε αρκετές φορές, αλλά δεν έμεινε ικανοποιημένος. Σκεπτικός, πλησίασε τη μητέρα του και της έδειξε τις αποτυχημένες προσπάθειες. Εκείνη του εξήγησε τη λάθος επιλογή διαφράγματος. Της έδωσε την κάμερα και η Μάγδα απρόθυμα άλλαξε τις ρυθμίσεις. Με το μάτι καρφωμένο στο σκόπευτρο, τρά42


Μια ανάσα πριν

βηξε ένα κουλουριασμένο καραβόσκοινο. Η ζωντάνια τής φωτογραφίας της τον εντυπωσίασε. «Και οι γλάροι με τις ίδιες ρυθμίσεις;», τη ρώτησε. «Εκεί, θα προσέξεις την ταχύτητα», του είπε εστιάζοντας στους γλάρους. Περίμενε για λίγο μέχρι να πετάξουν δίπλα από τη σημαία και πάτησε το κλείστρο. Ο Νικόλας θαύμασε το αποτέλεσμα. «Θέλεις να βγάλεις κι άλλη;», τη ρώτησε. «Όχι, άσε καλύτερα». Σήκωσε τους ώμους της αδιάφορα και του έδωσε την κάμερα. Τι νόημα θα είχε άραγε; Χαμογέλασε στο μικρό κοριτσάκι κι εκείνο έβγαλε το καπέλο του για να της το δώσει. Ο δυνατός αέρας της βούτηξε το καπέλο από το χέρι. Το στροβίλισε ψηλά, πάνω από μια οικογένεια τουριστών, ύστερα το κύλησε σαν ρόδα, ανάμεσα στα παγκάκια και τέλος το έσυρε μέχρι τη σκάλα. Λίγο πριν φύγει προς τη θάλασσα, ο Νικόλας το πρόφτασε και με μια θαρραλέα βουτιά το έχωσε στην αγκαλιά του. Η Μάγδα αναστατώθηκε. Ένιωσε μια ταραχή αδικαιολόγητη. Το δεξί της χέρι συσπάστηκε. Το έβαλε στη φαρδιά τσέπη του παντελονιού της και γύρισε προς τη μεριά της θάλασσας. Έκλεισε τα μάτια και καταπολέμησε την έντονη επιθυμία της να φωνάξει. Μπροστά της το καπέλο σταματημένο σε διάφορες πόζες, από διαφορετικές γωνίες, είχε μετατραπεί σε μια σειρά από νοητές φωτογραφίες. Ψηλά στον αέρα με αντίθεση το μπλε του ουρανού, αλλάζω τα στοπ, ανάμεσα από πόδια καθισμένων ανθρώπων, ευρυγώνιος σίγουρα, η βουτιά του Νικόλα, ταχύτητα, ίσως και όχι, το θέλω λίγο φλου για την κίνηση. 43


Όλγα Μπακοπούλου

Να…. Η θάλασσα όλη φούσκωσε μέσα της. Άδειασε το οξυγόνο, αφάνισε το μπλε. Την πλημμύρησε. Τη γύρισε πίσω στο λιμάνι του Πειραιά. Πόσα χρόνια; Είκοσι; Με ένα σακίδιο στον ώμο. Μια παρέα να την περιμένει. Είκοσι; Αντιστάθηκε. Να το πω του Νικόλα. Να του εξηγήσω, να του μιλήσω για το λόγο, για την ουσία, για…. Μα πού είναι τώρα; Έψαξε αναψοκοκκινισμένη να τον βρει. Να του εκφράσει την αλήθεια της εικόνας. Να του ομολογήσει την ένταση της στιγμής, που τόσο αναπάντεχα θυμήθηκε ξαφνικά. Είκοσι; Ο Νικόλας γονατιστός, απορροφημένος από την πρόκληση, νέταρε το σωσίβιο. Πείσμωσε. Ένας πορτοκαλί κύκλος αφημένος στο μπλε. Ένα σωσίβιο που δεν ήταν πια μόνο ένα σωσίβιο. Έγινε ένα δικό του κομμάτι, μια δική του αρχάρια ματιά. Ξαφνικά το πορτοκαλί ξεκόλλησε, στάθηκε μπροστά του και απαίτησε τη θέση του στον τοίχο. ∆εν περίμενε. Έτρεξε να της δείξει. Γεμάτος χαρά. Η Μάγδα κοίταξε τη φωτογραφία του. Σωστή. Ισορροπημένη. Όπως θα έπρεπε να είναι. Σύμφωνη με τους κανόνες. Είδε τα μάτια του να σπινθηρίζουν από ευτυχία. Ναι, ήταν σίγουρος ότι τα είχε καταφέρει. Είχε προσπαθήσει και τα είχε καταφέρει. «Καλή, πολύ καλή…. μπράβο», τράβηξε μακρόσυρτα τη φωνή της. Το πρόσωπό του φωτίστηκε. Πόσο πολύ μοιάζει του Φώτη. Επίμονος, αποφασιστικός, σίγουρος. «Αυτή, θα την κορνιζάρω», πρόσθεσε ενθουσιασμένος. «Όχι. Αυτή, εγώ θα την κορνιζάρω», του είπε η Μάγδα αργά και χάιδεψε τα σγουρά του μαλλιά. Πήρε τον ενθουσιασμό του και έφυγε για να βγάλει 44


Μια ανάσα πριν

κι άλλες φωτογραφίες. Καλή. Σωστή. Μα δεν μπόρεσε να του πει. Το σκέφτηκε, αλλά δεν άντεξε. Χάθηκε πάλι στην άσπρη γραμμή. Μάλλον δεν θα του το έλεγε ποτέ. Έπειτα, ακόμα κι αν τολμούσε να του πει, θα την καταλάβαινε; Θα την ένιωθε; Είναι τόσο ίδιος ο Φώτης. Πώς να νιώσει όλη αυτή την ορμή; Πώς να δώσει την ψυχή του και να τη βγάλει, να την εκθέσει πάνω στην εικόνα; Πώς θα μπορούσε να γίνει φωτιά, μέσα στη φωτιά, και να διαλύεται σε κάθε πάτημα του κλείστρου; Αναρρίγησε και μόνο που το σκέφτηκε. Έτσι ήταν λοιπόν όταν τολμούσε; Τότε που τολμούσε, που είχε νόημα να βρίσκεται πίσω από το φακό. Τα πόδια της τρεμούλιασαν. Σαν να μην είχαν τη δύναμη να τη βαστάξουν. Στήριξε το βάρος της στα κάγκελα. Γαντζώθηκε από αυτά. Πριν από πόσα γενέθλια είχε βγάλει την τελευταία φωτογραφία; Του Χάρη, στο σαλόνι. Πέντε; Είχε πια σταματήσει να διαλύεται με κάθε πάτημα του κλείστρου. Ήταν ήδη διαλυμένη. «Μαμά, το πάρτι του Γιώργου είναι σε δύο Σάββατα!» Έπεσε πάνω της τρέχοντας ο Χάρης. Ξαφνιάστηκε η Μάγδα καθώς ο μικρός της γιος εισέβαλε τόσο ορμητικά στο προσωπικό της σύμπαν. Την πήρε από το χέρι και άρχισε να την τραβάει προς το τραπέζι τους. «Ε, περίμενε», του είπε εκείνη απότομα. Ο Χάρης, συνεπαρμένος από τα χαρμόσυνα νέα, δεν υπάκουσε και συνέχισε να την τραβάει από το χέρι, με όλη του τη δύναμη. «Περίμενε!», του φώναξε έντονα και τον τράβηξε απότομα. Τον άρπαξε και η λαβή της αποτυπώθηκε, μελανιά, στο λεπτό του μπράτσο. Απορημένος, μα και ταραγμέ45


Όλγα Μπακοπούλου

νος συνάμα από την απροσδόκητη αντίδραση τής μητέρας του, ο Χάρης γούρλωσε τα μάτια του. «Με πονάς», της είπε, έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Η Μάγδα, σαν να βγήκε από όνειρο, τον άφησε και έμεινε αποσβολωμένη, ανίκανη ν’ αρθρώσει λέξη. «Σε 15 μέρες. Με το άνοιγμα των σχολείων. Με πήρε η Μίνα», είπε ο Φώτης με προσποιητή ψυχραιμία, δοκιμάζοντας να κατευνάσει τα πνεύματα και να μην δώσει συνέχεια στη σκηνή. «Μαμά, ο μπαμπάς λέει ότι δεν μπορεί. Θα με πας εσύ; Θα πάμε;», αναθάρρησε ο Χάρης. «Θα σε πάω, αφού το ξέρεις» του απάντησε μουδιασμένα, κοκκινίζοντας ελαφρά. «Έλα εδώ», του είπε και τον έχωσε στην αγκαλιά της. Ο Χάρης έτρεξε να πει τα νέα στον Νικόλα. Ο Φώτης κοίταξε τη γυναίκα του προβληματισμένα. Η συζήτηση μαζί της έπρεπε να γίνει σύντομα. ∆εν σήκωνε άλλη αναβολή. Με την πρώτη ευκαιρία. Η Μάγδα του γύρισε την πλάτη και γραπώθηκε από το κιγκλίδωμα. Τα μαλλιά της φούσκωσαν από τον απότομο αέρα. Ανέμισαν, ανασύροντας μία ξεχασμένη ανάμνηση, από ένα άλλο καράβι, μια άλλη Μάγδα. Πόσα χρόνια αλήθεια; Είκοσι;

46


5.

Ο

τίτλος με έντονα μαύρα γράμματα. Από κάτω ακριβώς, η ασπρόμαυρη φωτογραφία του αγοριού μες το αίμα, με τα χέρια ανοιχτά σε σχήμα σταυρού. Από κάθε περίπτερο που περνούσε, έψαχνε με το βλέμμα τις κρεμασμένες εφημερίδες. Και σε κάθε περίπτερο, έφτανε ένα βήμα πιο κοντά στην κορυφή. Επιτέλους. Πρώτη σελίδα. Τώρα, τίποτα δεν θα μπορούσε να τη σταματήσει. Το ήξερε πολύ καλά. Το επιβεβαίωσε με το χθεσινό τηλεφώνημα από τη Herald Tribune και τα διθυραμβικά σχόλια για τις φωτογραφίες από το χτύπημα στο ξενοδοχείο. Έφτασε στο λιμάνι του Πειραιά αργοπορημένη. Το πλοίο για τη Σαμοθράκη θα έφευγε σε λίγα λεπτά. Αλλά δεν την ένοιαζε. Τίποτα δεν την ένοιαζε πια. Πέρασε το σακίδιο με τον υπνόσακο στην πλάτη και με βήματα που δεν πατούσαν στη γη, κατευθύνθηκε προς το πλοίο. Το ζεστό χρώμα της ανατολής της χάιδεψε απαλά το πρόσωπο. Σε λίγη ώρα το φως θα ήταν ιδανικό. Βιάστηκε. Η πρύμνη ορθώθηκε επιβλητικά μπροστά της. Οι γραμμές, θολές από το κόκκινο του ουρανού, έκρυψαν τον ήλιο που μόλις είχε αρχίσει να ανεβαίνει. Το σκούρο μπλε τη σταμάτησε. Με φίλτρο... πολαράιζερ. «Μάγδα!» 47


Όλγα Μπακοπούλου

Οι φίλοι που την περίμεναν στο κατάστρωμα της φώναξαν. Οι μηχανές ξεκίνησαν. Επιτάχυνε. Μπήκε μέσα τελευταία. Λίγο πριν ανέβει η άγκυρα.

Με τα μακριά σγουρά μαλλιά δεμένα σε μια κορδέλα, μαγνητισμένη πίσω από το φακό, η Μάγδα στηρίχτηκε στα κάγκελα της σκάλας που τραντάζονταν κάθε τόσο από το βοριά και το ανεβοκατέβασμα του πλοίου. Ακούμπησε προσεκτικά την πλάτη στο κρύο σίδερο και κρατώντας την ανάσα της, πάτησε το κλείστρο. Η στιγμή που το κύμα αφρίζοντας χτύπησε τις κρεμασμένες βάρκες, είχε πλέον καταγραφεί στην ευαίσθητη επιφάνεια του φιλμ. Κατέβηκε με αργές κινήσεις. Ο αέρας σφύριζε έντονα στα αφτιά της και η νοτισμένη αλμύρα είχε ποτίσει το δέρμα της. Πλησίασε με δυσκολία τους υγρούς σωλήνες απέναντι από τα μπροστινά παγκάκια. Η πρύμνη κατέβαινε μέσα στα κύματα και άσπροι αφροί τη χτυπούσαν στο πλάι. Στάθηκε να θαυμάσει το θέαμα. Στήριξε τον αγκώνα της στο κάγκελο και κράτησε την κάμερα προσεκτικά, αλλά το κάδρο δεν την ικανοποίησε. Χωρίς να το σκεφτεί, πιάστηκε από τον κεντρικό σωλήνα και σκαρφάλωσε πάνω στα κάγκελα. Το πλοίο βυθίστηκε απότομα. Το πόδι της έφυγε μερικά εκατοστά μπροστά. Γλίστρησε. Αγκάλιασε το σωλήνα με όλη της τη δύναμη. Ένα ακόμη εκατοστό και... Το απότομο φύσημα του αέρα έλυσε την κορδέλα της που τινάχτηκε σαν ξεφούσκωτο μπαλόνι και στριφογύρισε πάνω από τη σωσίβια λέμβο. Χωρίς να χάσει λεπτό, σταθεροποίησε τη μηχανή και εστίασε. Πάτησε το κλείστρο δυνατά, πολλές φορές, πριν η κορδέλα βουτήξει στο βυθό. 48


Μια ανάσα πριν

Γέμισε από την ίδια αίσθηση που την πλημμύριζε κάθε φορά που απέφευγε σφαίρες, που έτρεχε για να καλυφθεί, που έστρεφε το φακό της στην κάνη ενός όπλου. Από την πλαϊνή πόρτα, ένα ζευγάρι βγήκε στο κατάστρωμα. Ο άντρας με τα μαύρα μάτια και το θεληματικό πρόσωπο κρατούσε μια μικρή φωτογραφική μηχανή τσέπης. Οδήγησε την κοπέλα του στο κέντρο του άδειου καταστρώματος και την έβαλε να καθίσει σ’ ένα παγκάκι. Στάθηκε απέναντί της και άρχισε να τη φωτογραφίζει. Η κοπέλα καθόταν σταυροπόδι. Ο άνεμος της ανακάτευε τα μαλλιά, της χαλούσε τις πόζες. Ένιωθε άβολα, μα δεν έφυγε. Απρόθυμα ακολουθούσε τις υποδείξεις του. Τότε εκείνος αποφάσισε πως ήθελε να έχει μια φωτογραφία και με τους δύο μαζί. Στο βάθος είδε μία νεαρή γυναίκα που σκαρφάλωνε στο κιγκλίδωμα κρατώντας την επαγγελματική φωτογραφική της μηχανή. Εντυπωσιάστηκε από τις ριψοκίνδυνες κινήσεις της. Την πλησίαζε παραπατώντας από το κούνημα του πλοίου, όταν εκείνη γλίστρησε μπροστά. Επιτάχυνε το βήμα του ανήσυχος, όμως πριν προλάβει να της μιλήσει, η μοβ κορδέλα ξεμπλέχτηκε από τα μαλλιά της και στριφογύρισε μανιασμένα. Η κοπέλα άρπαξε τη φωτογραφική μηχανή και στόχευσε στο μοβ που χανόταν στον ορίζοντα. Ο Φώτης δίστασε, μούδιασε. Πρόσεξε πώς έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και σαν ακροβάτης, κατέβηκε μ’ ένα σάλτο από το σωλήνα. Γύρισε ξαφνικά προς το μέρος του και τα βελούδινα μάτια της στάθηκαν στα δικά του. Ο Φώτης έχασε την ανάσα του. Οι λέξεις μπλέχτηκαν μέσα του και το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει ήταν κάτι σαν «Αν μπορείτε, μόνο μια φωτογραφία» και «Αν δεν σας πειράζει…» Η Μάγδα διασκέδασε με την αμηχανία του. Ένευσε θετικά και άπλωσε το χέρι για να πάρει τη μηχανή. Η 49


Όλγα Μπακοπούλου

προσπάθεια που έκανε για να φανεί αδιάφορος, την κολάκευσε. Ο Φώτης τράβηξε την Άννα από το χέρι, για να στηθεί δίπλα του, μπροστά από την άγνωστη φωτογράφο. Μόλις ετοιμάστηκαν, εκείνη κράτησε την μικρή κόμπακτ μηχανή για να τους κεντράρει. Η Άννα έγειρε στον ώμο του, ανυπομονώντας να τελειώσουν γρήγορα. Έβαλε το χέρι της μέσα στο δικό του. Ο Φώτης σοβάρεψε. Παρατήρησε τη νεαρή γυναίκα. Τα μαλλιά της ατίθασα, έχοντας χάσει το μοναδικό τους στήριγμα, βολόδερναν στον άνεμο. Της έκρυβαν τα μάγουλα, το λαιμό, τους ώμους. Το δάχτυλό της γλίστρησε πάνω στην πλαστική επιφάνεια και στάθηκε στο κουμπί του κλείστρου. Σήκωσε το κεφάλι και έλεγξε ξανά. Ήταν κάτι… δεν μπορούσε να το προσδιορίσει, κάτι που δεν ταίριαζε. Γύρισε τη μηχανή στο πλάι και γονάτισε. Έψαχνε να το βρει, πριν αποφασίσει, πριν αποτυπώσει τη φωτογραφία. Τι όμως; Πάτησε το κλείστρο και κατάλαβε. Το βλέμμα του, αυτό δεν ταίριαζε. Έκανε ένα βήμα μπροστά. Ένιωσε την ανεπαίσθητη κίνηση τού κεφαλιού του, την ανεπαίσθητη σύσπαση του χείλους του. Τα χαρακτηριστικά του που σκλήρυναν. Άλλο ένα βήμα μπροστά. Η κοπέλα δίπλα του δυσανασχέτησε, όμως ο Φώτης δεν έδειξε να ενδιαφέρεται για την αντίδρασή της. Εντελώς ακίνητος, επικεντρώθηκε στη γυναίκα απέναντί του. Στα κάτασπρα δόντια της, στο φρύδι της που σηκώθηκε λίγο πριν πατήσει το κλείστρο. Τον ώμο, το στήθος, τα πόδια της. Το χείλος του συσπάστηκε. Έσφιξε το χέρι της Άννας σαν μια κίνηση ανακλαστική και μετά, απότομα την άφησε και έβαλε το χέρι του στην τσέπη. Η Μάγδα έψαξε το πρόσωπό του. Την ιδιαίτερη έκφρασή του. Την κοίταξε μέσα από τον φακό. Τα μάτια 50


Μια ανάσα πριν

του φωτίστηκαν. Τη διαπέρασαν. Κλικ. Ο αέρας την ανατρίχιασε. Ποιος ήταν άραγε; Του έδωσε την κόμπακτ μηχανή. Η Άννα της γύρισε την πλάτη. «Ουφ, επιτέλους», είπε στον Φώτη και τον άρπαξε από το χέρι για να πάνε μέσα. «Ξεπάγιασα. Φυσάει και μου χαλάσανε και τα μαλλιά, έλα πάμε να ζεσταθούμε». Εκείνος πήρε τη μηχανή χωρίς να πει ευχαριστώ. Χωρίς να πει τίποτα. Ακολούθησε την Άννα σκεφτικός. Γύρισε και η ματιά του φυλακίστηκε στη δική της.

51


6.

«Κ

αιρός ήταν», μουρμούρισε η Μάγδα μόλις έδεσε το πλοίο στο λιμάνι. Το ταξίδι είχε τελειώσει. Ο Φώτης με τον Χάρη κατέβηκαν στο γκαράζ. Η Μάγδα περιφέρθηκε στο κατάστρωμα. Χάζεψε τα κάτασπρα σπίτια και τους πέτρινους φράχτες του νησιού. Οι πέτρες άχνιζαν από τον ήλιο. Η ζέστη αλλοίωνε το τοπίο. Το έντονο φως την εμπόδιζε να δει καθαρά. Φόρεσε βιαστικά τα μαύρα γυαλιά και στράφηκε στις πυρωμένες παραλίες. Ο Νικόλας εστίασε και έβγαλε μια σειρά από φωτογραφίες. «Έχει πολύ σκληρό φως. Ίσως θα πρέπει να περιμένεις για λίγο», του είπε η Μάγδα στα πεταχτά καθώς κατέβαιναν από το κατάστρωμα.

Το ξενοδοχείο βρισκόταν από την άλλη πλευρά του νησιού. ∆ιέσχισαν τη Χώρα και ανηφόρησαν τον ελικοειδή δρόμο. Οι κατάξανθες παραλίες εναλλάσσονταν με απότομους βραχώδεις κόλπους, απροσπέλαστους κατά κανόνα από την ξηρά. Άσπρο και μπλε. Πολύ άσπρο, πολύ μπλε. 52


Μια ανάσα πριν

«Να, μαμά, εδώ να κάνουμε μπάνιο!», έδειξε ο Χάρης γεμάτος ενθουσιασμό ένα μικρό κολπίσκο με διάφανο τυρκουάζ βυθό. Ο Φώτης έριξε μια γρήγορη ματιά. «∆εν βλέπω να έχει δρόμο. ∆εν μου φαίνεται και πολύ εύκολο να πάμε». «Κι όμως, μπορούμε», συνέχισε ο μικρός χωρίς να χάσει καθόλου τον αρχικό του ενθουσιασμό. «Να πάρουμε ένα ιστιοφόρο σαν κι αυτό». Τέντωσε το χέρι του δείχνοντας το βάθος του ορίζοντα. Ένα σκάφος με ορθάνοιχτα πανιά έπλεε, σκίζοντας τα νερά. «Ναι, καλά», συμπλήρωσε ο Νικόλας. «Σιγά μην πάρουμε και αεροπλάνο!» «Είναι ωραία η ιδέα σου, Χάρη, αλλά μάλλον θα το κάνουμε κάποια άλλη στιγμή», πρόσθεσε η Μάγδα, πριν τα σχόλια οδηγήσουν σε τσακωμό. Το ιστιοφόρο άλλαξε πορεία. Ξύλινο. Γύρω στα 20 μέτρα. Βολεύτηκε στην καρέκλα του αυτοκινήτου. Τα ρούχα τους τα φαντάστηκε να φουσκώνουν από τον άνεμο. Θα γυρίζουν τα πανιά, θα υπολογίζουν την ταχύτητα. «Ίσως και να…» πήγε να πει, αλλά άφησε την πρόταση μετέωρη. Ίσως και να είναι ωραία ιδέα να πάμε με το ιστιοφόρο. ∆αγκώθηκε, πριν ολοκληρώσει. Θυμήθηκε. Ο Χάρης δεν είχε ακόμα γεννηθεί. Ξεκίνησε σαν έκπληξη. Όταν ο Φώτης αντίκρισε το ιστιοφόρο, είχαν όλα ήδη τακτοποιηθεί. Μπήκε μέσα μουδιασμένος. Χρειάστηκε μόνο μια μέρα για να καταλάβει η Μάγδα πόσο λάθος είχε κάνει. Ο Φώτης με δυσκολία στεκόταν όρθιος από τη ζαλάδα. Πέρασε τις μέρες του ξαπλωμένος στην κλειστοφοβική κουκέτα ή κρεμασμένος από τα κάγκελα. Η Μάγδα στην αρχή τον λυπήθηκε, μετά άρχισε να νιώθει ενοχές. 53


Όλγα Μπακοπούλου

Παρόλη την ταλαιπωρία του, ο Φώτης δεν παραπονέθηκε ούτε στιγμή. Υπέμενε χωρίς γκρίνια ή πικρόχολα σχόλια. Ήταν ακριβώς η συμπεριφορά που ενοχλούσε τη Μάγδα περισσότερο απ’ όλα. Περισσότερο ακόμα και από το ότι δεν μπορούσε να μοιραστεί μαζί του αυτή την εμπειρία. Το είχε σχεδιάσει πολύ καιρό πριν να τον παρασύρει σε έναν κόσμο διαφορετικό. Ήθελε να του δείξει. Να τον κάνει να γευτεί τη θάλασσα με έναν τρόπο πρωτόγνωρο. Σαν την δική της ανάγκη να βυθίζεται στα γαλανά νερά. Θα τον παρέσυρε στο βυθό, στα διάφανα χρώματα, στον αναλλοίωτο χρόνο. Κάπως έτσι θα γινόταν… Θα την ένιωθε, θα του εξηγούσε, θα την καταλάβαινε. Όμως, ο Φώτης σαν μικρός ήρωας, επέμεινε με στωικότητα. Νοιάστηκε μόνο για τη Μάγδα. Να περάσει εκείνη καλά. Από τότε, εκείνος προγραμματίζει τις διακοπές τους.

Το ξενοδοχειακό συγκρότημα πρόβαλλε επιβλητικό στο βάθος του δρόμου. Χωρισμένο σε τρία επίπεδα, δύσκολα περνούσε απαρατήρητο. Οι εγκαταστάσεις με τις λιτές, απέριττες γραμμές έμοιαζαν σαν μία φυσική προέκταση του τοπίου. Στη βάση του κυριαρχούσε μία πισίνα ολυμπιακών διαστάσεων και ένα σκεπαστό μπαρ. Από την πίσω μεριά, τα καταλύματα ανάμεσα σε κήπους και στο βάθος τα γήπεδα του τένις και του μπάσκετ. Πιο ψηλά, κρεμασμένες πάνω στο βράχο, οι βίλες. Απομονωμένες από τον υπόλοιπο χώρο με καταπράσινους φράχτες, ιδανικές για πιο διακριτικές και ήρεμες διακοπές. 54


Μια ανάσα πριν

Η αντανάκλαση από τα τζάμια και τους λευκούς τοίχους της φάνηκε αφόρητη. Μισόκλεισε τα βλέφαρα για να κοιτάξει. Είναι σίγουρο. Θα έχει διαλέξει μία από τις δύο ακριανές, σκέφτηκε κουρασμένα. Ο Φώτης θα είχε σίγουρα κλείσει την καλύτερη βίλα. ∆εν θα συμβιβαζόταν με τίποτε λιγότερο. «Λοιπόν, πώς σου φαίνεται;», τη ρώτησε καθώς πάρκαρε. «Ωραίο είναι, μια χαρά, όπως το περσινό». Έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου και φόρεσε ξανά τα μαύρα της γυαλιά. «Καλύτερο ακόμα. Θα δεις τώρα που θα πάμε μέσα. Σου έχω και μια έκπληξη». «Έλα μαμά, πάμε να δούμε την πισίνα. Ο μπαμπάς λέει ότι είναι τεράστια». Ο Χάρης την τράβηξε απότομα από το χέρι, σκορπίζοντας τις σκέψεις της πάνω στον γυάλινο πάγκο της ρεσεψιόν. «Περίμενε να ετοιμαστούμε και θα πάμε σε λίγο», του έκοψε τη φόρα βαριεστημένα. Άλλη μία τεράστια πισίνα. Για να δω… Το δάχτυλό της γλίστρησε στην ιλουστρασιόν επιφάνεια της διαφημιστικής μπροσούρας. Γυμναστήριο και φυσικά μασάζ. Α, και σπα. Να κάτι καινούργιο… «Βλέπω ότι βρήκες αμέσως την έκπληξή μου, έτσι;», της ψιθύρισε ο Φώτης στο αφτί. «Σκέφτηκα ότι θα χρειαστείς κάτι ξεκούραστο. Θα σου κάνει καλό. Να δεις που θα σε ηρεμήσει». Να με ηρεμήσει; Να με ηρεμήσει. Να με κοιμίσει. Μακάρι. «Αποφάσισα να κάνουμε κάτι διαφορετικό φέτος. Το έψαξα πολύ. Το σπα τους θεωρείται ένα από τα καλύτερα της Ευρώπης. Μου το συνέστησαν ανεπιφύλα55


Όλγα Μπακοπούλου

κτα». Την κοίταξε λοξά πάνω από τα γυαλιά του, όπως συνήθιζε. «Αυτές οι διακοπές θα μας μείνουν αξέχαστες», συμπλήρωσε κι έβαλε το κλειδί στην τσέπη του.

Στάθηκε στο σημείο του δωματίου απ’ όπου και οι τρεις επιφάνειες γίνονταν μια ευθεία χωρίς ευκρινή όρια. Το νερό της ιδιωτικής πισίνας, το νερό της θάλασσας, ο ορίζοντας. Η Μάγδα επιβεβαίωσε τη «μοναδική» θέα και αποφάσισε πως θέλει λίγο χρόνο για να ετοιμάσει τα πράγματα. Ο Χάρης χοροπηδούσε σαν καγκουρό εδώ κι εκεί, ενθουσιασμένος όχι με τη μία αλλά με τις δύο πισίνες, που ήταν μεγαλύτερες από την περσινή και μεγαλύτερες από τη δική τους και που η μία είχε και παιχνίδια και τσουλήθρα. ∆εν έβλεπε την ώρα να κατέβει για μια βουτιά. Ο Νικόλας που δεν ήθελε να συμμετέχει σε όλη αυτή τη φασαρία, έβαλε το μαγιό του και απλά ανακοίνωσε ότι θα είναι κάτω. Ο Φώτης πήρε τον Χάρη από το ένα χέρι και το λάπτοπ από το άλλο και κατευθύνθηκε προς την πολυπόθητη πισίνα. Η Μάγδα έμεινε στο δωμάτιο. Έκανε μια κίνηση ν’ ανοίξει τις βαλίτσες, αλλά το μετάνιωσε. Το γαλάζιο τη χαστούκισε. Κάθισε στην πολυθρόνα. Στριφογύρισε. Η κούραση από το ταξίδι την οδήγησε στο κρεβάτι. Ξάπλωσε. Άλλαξε πλευρό. Παντού ίδιο γαλάζιο. Ανασηκώθηκε. Ζέστη. Κουραστική ζέστη. Άνοιξε το κλιματιστικό. Γύρισε την πλάτη στο παράθυρο. Γύρισε την πλάτη στην πισίνα. Ξανασηκώθηκε. Έκανε δυο άσκοπα βήματα στο δωμάτιο ενώ ο βόμβος της θάλασ56


Μια ανάσα πριν

σας ήχησε στα αφτιά της. Η φωνή του εκφωνητή, που τη βασάνιζε τα τελευταία εικοσιτετράωρα με τη θλιβερή είδηση για τον θάνατο του Ρόμπερτ, επίσης ήχησε στα αφτιά της. Πήρε μία βαθιά ανάσα. Άλλη μία. Βγήκε στο μπαλκόνι. Να χαζέψει. Να ξεχάσει. Έναν καφέ. Κάτι γλυκό. Ίσως έναν φρέντο. Η θάλασσα κουνιόταν νωχελικά κάτω από τον ήλιο. Ήρεμη, μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Άλλη μια βαθιά ανάσα. Καταλάγιασε για λίγο. Οι φωνές του Χάρη ακούγονταν μέχρι απάνω. Η μία βουτιά μετά την άλλη. Περίπου δέκα παιδάκια έτρεχαν και φώναζαν γύρω από την πισίνα. ∆εν την άντεχε όλη αυτή τη φασαρία. Θα καθόταν μέσα. Γύρισε να μπει στο δωμάτιο, μα οι δυνατές του κινήσεις της τράβηξαν την προσοχή. Έμεινε να τον κοιτάζει για λίγο παραπάνω. Τους φαρδιούς ώμους, τους ανάγλυφους κοιλιακούς, τους δυνατους μηρούς. ∆εν ήταν πάνω από 25. Σκουπίστηκε με την πετσέτα. Ίσιωσε τα μαλλιά του και κατευθύνθηκε στο μπαρ. Ίσως ένα κοκτέιλ.

Με το παρεό δεμένο στη μέση και το ψάθινο καπέλο που της τόνιζε όμορφα τα ζυγωματικά, προχώρησε προς το μπαρ. Με μία γρήγορη ματιά διαπίστωσε πως ο νεαρός δεν ήταν πια εκεί. Παρήγγειλε το αγαπημένο της κοκτέιλ. Ο μπάρμαν φορούσε ένα διακριτικό σκουλαρίκι. Στο λαιμό του χαραγμένο ένα τατουάζ. Άλλαξε γνώμη. Θα δοκίμαζε κάτι διαφορετικό. Τον άφησε να την εκπλήξει, αν και δεν το συνήθιζε. Ο Χάρης ήρθε τρέχοντας. «Έλα μαμά, πάμε να βουτήξουμε». 57


Όλγα Μπακοπούλου

«Περίμενε, κάτσε να πιω το ποτό μου πρώτα και θα ’ρθω. Θέλεις τίποτα;» Έγνεψε αρνητικά και ξανάτρεξε προς την πισίνα. Σταμάτησε για ένα δευτερόλεπτο στην άκρη και βούτηξε με τα πόδια. Με το κοκτέιλ στο χέρι κάθισε στη σεζ λογκ που είχε κρατήσει για εκείνη δίπλα του ο Φώτης. Το δροσερό ποτό γλίστρησε προκλητικά στον ουρανίσκο της, παρασέρνοντας μαζί του τις αισθήσεις της που είχαν ξεραθεί από τον ήλιο. Ξάπλωσε λίγο πιο αναπαυτικά στη σεζ λογκ. Το βλέμμα της σάρωσε το χώρο με επιφανειακή αδιαφορία. Τη δεύτερη γουλιά την κράτησε στο στόμα, σαν να περίμενε. Τον είδε να βγαίνει από την πισίνα. Πέρασε από μπροστά της. Παρατήρησε το νερό που κυλούσε σε ρυάκια. Από το λαιμό του, στο στήθος, στη μέση. Κατάπιε το ποτό της ηδονικά και προστατευμένη πίσω από τα σκούρα γυαλιά, μελέτησε το ρυάκι που κατέβαινε από το μηρό του στον αστράγαλο και κατέληγε σε μια λιμνούλα στο πλακάκι. «Θα ’θελες να πάμε για καμιά βουτιά στην παραλία;» Η φωνή του Φώτη έπεσε σαν βότσαλο στη λιμνούλα, σχηματίζοντας πολλούς ομόκεντρους κύκλους. Η Μάγδα βιάστηκε να αφήσει το καλαμάκι. «∆εν ξέρω. Τα παιδιά περνάνε ωραία εδώ, λέω…» Ο ενοχλητικός ήχος από το κινητό του, διέκοψε απότομα την πρότασή της. «Ναι. Έλα, Αντώνη…» Στη θέση της λιμνούλας εμφανίστηκαν μία πολύχρωμη μπάλα και δύο τεράστιοι φουσκωτοί κροκόδειλοι. Ο Φώτης έκλεισε το τηλέφωνο βιαστικά. «Λοιπόν, πώς σου φαίνεται;» «Ωραία, και η θέα είναι όμορφη». 58


Μια ανάσα πριν

«Το ’ξερα ότι θα σου άρεσε. Ήθελα κάτι ξεχωριστό για φέτος». Της έπιασε το χέρι και έκλεισε τα μάτια του για να απολαύσει τον ήλιο. Είχε το ίδιο χαμόγελο, το ίδιο άγγιγμα. Μόνο λίγο πιο γκρίζος, πιο πλαδαρός. Η Μάγδα τράβηξε το χέρι της για να πιάσει το ποτήρι. Ήπιε μια γουλιά και το ξαναέβαλε στο τραπεζάκι. Πήρε την πετσέτα και την έκανε ένα αναπαυτικό μαξιλάρι. Μετά ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο της καρέκλας, περνώντας το με προσοχή πάνω από το χέρι του Φώτη. Κάποτε της αρκούσε μόνο να την αγγίζει. Έστω και μόνο με τα μάτια.

59


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.