Ο Μάγος

Page 1



Ο Μάγος


Aπαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσίευση ή αναμετάδοση ή διασκευή και αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή ηχογραφικό του παρόντος έργου ή μέρος αυτού, χωρίς την ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ έγγραφη άδεια του ΕΚΔΟΤΗ και του ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ. Νόμος 2121/1993 και Κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

«Ο Μάγος» © Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας Ο.Ε., Αθήνα 2014 © Νικόλας Παπακώστας e-book ISBN: 978-960-9796-64-4

Επιμέλεια: Αγγέλα Γαβρίλη Σχεδιασμός Εξώφυλλου: Κώστας Ξυλάς

Εκδόσεις Momentum Κηφισίας 5, 11523 Αθήνα, τ: 2103315186, 2130229425 Πελοπίδου 5, 32200 Θήβα, τ: 2262100795 url: www.momentumbooks.gr e: info@momentumbooks.gr


ΝΙΚΟΛΑΣ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ

Ο Μάγος

MB Momentum Ο



Για την Ελεάνα. Σε ευχαριστώ που κοίταξες πέρα από τον καθρέφτη μου.



Ο ΑΝΤΡΑΣ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΦΥΡΑ ΡΑΣΑ



1.

Α

ν έχεις δουλέψει για χρόνια σε καταγώγια στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, είναι σίγουρο πως θα έχεις δει πολλούς περίεργους τύπους. Ο συγκεκριμένος όμως έπαιρνε βραβείο.Ο άντρας που καθόταν απέναντί της, με μακριά καστανά μαλλιά και προσεγμένο μουστάκι κονκισταδόρου, ήταν ντυμένος για τα καρναβάλια-, στη μέση του καλοκαιριού… Φορούσε ένα πορφυρό ράσο, περίπου όπως αυτά που φοράνε οι καρδινάλιοι, έδειχνε τρομοκρατημένος, και κατέβαζε τις βαρελίσιες τη μία μετά την άλλη, με τον ίδιο εκνευριστικό ρυθμό, σαν ρομποτάκι. Έπιανε την μπίρα από το χερούλι, την έφερνε στο ύψος του στήθους, αναστέναζε και την έπινε μονορούφι. Ύστερα έπιανε με το άλλο του χέρι το σφηνάκι που είχε ζητήσει να του γεμίσουν με το πιο ακριβό ουίσκι του μαγαζιού, ενώ άφηνε το ποτήρι της μπίρας στο μπαρ. Όταν το μεγάλο ποτήρι έφτανε στη μέση της απόστασης, έπινε γρήγορα το σφηνάκι και το κατέβαζε πιο γρήγορα, ώστε τα δυο ποτήρια να ακουμπήσουν μαζί στη μπάρα. Μετά, σήκωνε τα μάτια του για να την κοιτάξει και της έκανε νόημα να του φέρει μία από τα ίδια. Χωρίς να μιλάει. ∆εν της είχε πει λέξη από την ώρα που ήρθε κι όμως εκείνη καταλάβαινε ακριβώς τι ήθελε ο παράξενος πελάτης της. Επίσης δεν της την είχε πέσει, πράγμα σχεδόν ανήκουστο για το συγκεκριμένο μπαρ. Λένε ότι ο μπάρμαν είναι ο ψυχολόγος του φτωχού κι έτσι η Ρόζα –που ήταν το μόνο όνομα που χρησιμοποιούσε 11


Νικόλας Παπακώστας

από όταν ήρθε στη Θεσσαλονίκη κι ούτε που δίσταζε πια να το λέει κάθε που συστηνόταν– αποφάσισε να δει τι κουμάσι ήταν ο σιωπηλός πότης με το κόκκινο ράσο. Πήρε ένα ποτήρι, το γέμισε με Οban και πήγε μπροστά του. Έσκυψε στο μπαρ επιδεικνύοντας το μπούστο της, με μια μηχανική πια κίνηση που της εξασφάλιζε περισσότερα φιλοδωρήματα και του χαμογέλασε. «Πολύ δεν πίνεις για ιερέας, πάτερ;» του είπε με ένα χαμόγελο, με φωνή που θύμιζε αεροσυνοδό. Κι αυτή την είχε δουλέψει πολύ τα τελευταία χρόνια. Ο άντρας έδειχνε να μην την καταλαβαίνει. Γύρισε λίγο το κεφάλι του προς τα αριστερά και συνοφρυώθηκε απορημένος. Είχε γαλαζοπράσινα μάτια, σχεδόν όπως τα δικά της και φαινόταν πολύ νέος για ιερέας, γύρω στα είκοσι τρία, αλλά πώς αλλιώς να αναφερθείς σε έναν τύπο που κυκλοφορεί με ράσο καλοκαιριάτικα; ∆εν της απάντησε. Αντ’ αυτού της έκανε νόημα να του φέρει μια από τα ίδια. Τον σέρβιρε ελαφρώς ενοχλημένη αυτή τη φορά. Ήπιε μια γουλιά από το ποτό της και του ξαναμίλησε. «∆εν είναι και πολύ ευγενικό να σου μιλάνε και να μην απαντάς». Αυτήν τη φορά τον κοίταξε όχι τόσο με το ύφος της καλής μπαργούμαν, αλλά με αυτό ανθρώπου έτοιμου να τσακωθεί. Ο άντρας αναστέναξε και ψιθύρισε κάτι μέσα από τα δόντια του, κάνοντας μια μικρή κυκλική κίνηση με τα δάχτυλά του. Ύστερα την κοίταξε, της χαμογέλασε –είχε ωραίο χαμόγελο– και της απάντησε. Η προφορά του ήταν ελαφρώς ξενική, αλλά η Ρόζα δεν μπορούσε να καταλάβει από πού ακριβώς ήταν. «Σας ζήτω συγνώμη αν φέρθηκα με αγένεια. ∆εν το συνηθίζω. Απλώς, είμαι χαμένος». «Και ποιος δεν είναι, φίλε μου;» είπε συγκαταβατικά η Ρόζα, με την ικανοποίηση ότι επιτέλους ο ξένος έλεγε κάτι στο οποίο μπορούσε να απαντήσει.

12


Ο Μάγος

«∆εν εννοώ χαμένος στις σκέψεις μου, δέσποινα». Η Ρόζα τον κοίταξε περίεργα. Πρώτη φορά την προσφωνούσαν με τέτοιο τρόπο. Κι ο τύπος συνέχισε: «Εννοώ έχω χαθεί: δεν ξέρω πώς να πάω σπίτι μου». Ο άντρας ήπιε τον καινούριο του γύρο, πρώτα την μπίρα, μετά το σφηνάκι, κατέβασε μαζί τα ποτήρια με τον ίδιο μηχανικό τρόπο, σήκωσε το κεφάλι του και για πρώτη φορά την κοίταξε: «∆εν ξέρω καν πού είμαι» της είπε. Κατέβασε ξανά το βλέμμα και της έκανε νόημα να του φέρει να πιει κι άλλο. Είχε ήδη πιει δώδεκα μπίρες, άλλα τόσα σφηνάκια κι ωστόσο έμοιαζε εντελώς νηφάλιος. Λες και το ποτό δεν είχε καμιά απολύτως επίδραση πάνω του. Η Ρόζα του σέρβιρε πάλι. Και καθώς του γέμιζε το ποτήρι, συνειδητοποιούσε τι ακριβώς της είχε πει ο άντρας. Και μαζί με αυτό τη σκληρή αλήθεια ότι είχε ήδη κάνει λογαριασμό πάνω από εξήντα ευρώ. Σταμάτησε να γεμίζει το ποτήρι, το ακούμπησε στο μπαρ, σοβάρεψε απότομα και τον στραβοκοίταξε. «Το καλό που σου θέλω, φίλε, να ’χεις να πληρώσεις. Αλλιώς το ότι είσαι χαμένος θα είναι το μικρότερο απ’ τα προβλήματά σου». Ο άντρας έδειξε τρομερά προσβεβλημένος. Σαν να του είχε βρίσει τη μάνα. Έβγαλε ένα μικρό πουγκί και της το πέταξε. Η Ρόζα το άνοιξε και έμεινε άφωνη. Το πουγκί ήταν γεμάτο χρυσές λίρες. Ο τύπος είχε τουλάχιστον τριάντα χιλιάδες ευρώ στην τσέπη του. «Πάρε όσα χρειάζεσαι. Μόνο συνέχισε να γεμίζεις. Και άφησε με ήσυχο». «Πώς ξέρω ότι είναι αληθινές;», του είπε. «Συνεχίζεις να με προσβάλλεις, ενώ δεν έχω δώσει δικαίωμα. Ο χρυσός μου είναι αληθινός. Θα το εκτιμούσα, αν με πίστευες». Ήταν τέτοιος ο τόνος που το είπε που την έκανε να τον πιστέψει. Άφησε στο ταμείο χρήματα από το δικό της πορτοφόλι και πήρε δέκα λίρες από το δερμάτινο πουγκί του

13


Νικόλας Παπακώστας

άντρα. Ύστερα πήρε το μπουκάλι από το οποίο του γέμιζε σφηνάκια και το άφησε δίπλα του. «Στην υγειά σου, φίλε μου. Ελπίζω να βρεις τον δρόμο σου» του είπε και του χαμογέλασε με καλοσύνη. «Πολύ αμφιβάλλω. Αλλά σε ευχαριστώ». ∆εν της ξαναμίλησε σε όλη την υπόλοιπη βάρδια της.

Περίπου στις πέντε το πρωί, την ώρα που έπρεπε να κλείσει, ο άντρας ήταν ακόμα εκεί. Το μαγαζί είχε γεμίσει και είχε αδειάσει πάλι μερικές φορές, εκείνη είχε κάνει το συνηθισμένο της κόρτε με τους πελάτες, αλλά εκείνος δεν γύρισε ούτε να την κοιτάξει ξανά. Είχε πιει όλο το μπουκάλι και εξακολουθούσε να μοιάζει νηφάλιος. Πριν του πει ότι έπρεπε να φύγει, αυτός σηκώθηκε μόνος του, της έκανε μια ελαφριά υπόκλιση και βγήκε από το μαγαζί. Η Ρόζα καθάρισε, μάζεψε, ήπιε δυο τελευταίες γουλιές, και αναλογίστηκε ότι αν ο τύπος την είχε πληρώσει όντως με χρυσό, είχε μόλις βγάλει δυόμιση χιλιάδες ευρώ. Της είχε κάνει μεγάλη εντύπωση και είχε παρατηρήσει ότι ακόμα και την ώρα που το μαγαζί ήταν γεμάτο και εκείνη έτρεχε και δεν έφτανε, τα μάτια της έπεφταν συνέχεια πάνω του. ∆εν ήξερε γιατί είχε αυτήν την αίσθηση, αλλά δεν μπορούσες να της βγάλεις από το μυαλό ότι, από την ώρα που του είχε μιλήσει, κάτι στην ατμόσφαιρα είχε αλλάξει. Έδιωξε τον παράξενο τύπο από τη σκέψη της, έκλεισε τα φώτα και βγήκε από το μαγαζί κλειδώνοντας την πόρτα πίσω της. Η Ρόζα πήρε το δρόμο της επιστροφής. Τη χτύπησε ο κρύος αέρας και –όπως συνήθως γίνεται όταν βρίσκεσαι μόνος μετά από νυχτερινή δουλειά– άρχισε να σκέφτεται την κατάστασή της. Κακά τα ψέματα: δε ζούσε τη ζωή που ήθελε. Όταν είχε πρωτοέρθει στην Θεσσαλονίκη, είχε σκοπό να κάνει πολλά πράγματα. Είχε τελειώσει τις σπουδές της ως

14


Ο Μάγος

νοσηλεύτρια κι ήλπιζε να έβρισκε μια δουλειά με την οποία θα μπορούσε να βοηθάει ανθρώπους να γίνουν καλά, όχι να καταστρέψουν το συκώτι τους. Ακόμα και όταν είδε ότι δεν μπορούσε να βρει τέτοια δουλειά και αποφάσισε να εργαστεί ως σερβιτόρα, μιας και το είχε ξανακάνει στο παρελθόν, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα κατέληγε σε ένα τέτοιο κωλομάγαζο. Μπορεί να είχε μεγαλώσει στην επαρχία και να ήξερε πώς θα αντιμετωπίσει τους εκάστοτε μεθυσμένους που της την έπεφταν άγαρμπα, αλλά οι άνθρωποι που μάζευε αυτό το μπαρ δεν ήταν τα χωριατόπαιδα που δεν ήξεραν να μιλήσουν ή ντρέπονταν γιατί ίσως ξέρεις τη μάνα τους. Ήταν αγροίκοι, ζώα της πόλης και καθάρματα μέχρι το κόκαλο. Φοβόταν κάθε φορά που έκλεινε το μαγαζί μόνη της. Το αφεντικό της, μπάσταρδος ολκής, που τον ενδιέφερε μόνο να δέρνει τη γυναίκα του και να το χώνει σε όποια τρύπα έβρισκε, δεν πατούσε σχεδόν ποτέ στο μαγαζί. Κι όταν πατούσε, ήταν πολύ απασχολημένος με όποιο κοριτσάκι έσερνε μαζί του, πάντα με σκοπό να το βοηθήσει. Έτσι, η Ρόζα είχε το μαγαζί σχεδόν δικό της και όσο κατάφερνε να παραδώσει μια τυπική καθημερινή είσπραξη, το αφεντικό της ήταν ικανοποιημένο. Συνέχιζε να προχωράει μες στο σκοτάδι κι έριχνε γύρω της ματιές. Πάντα ένιωθε άβολα όταν πέρναγε τέτοια ώρα από εκείνη την περιοχή, τουλάχιστον μέχρι να βγει από τα στενά και να φτάσει στην Εγνατία. ∆εν ήταν λίγες οι φορές που είχε νιώσει μάτια να την ακολουθούν. Επειδή ήξερε κάπως να υπερασπίζεται τον εαυτό της, τις περισσότερες φορές τα αγνοούσε και άνοιγε το βήμα της. Όμως εκείνη την ημέρα αισθανόταν σαν κάποιος να την κυνηγούσε, ίσως λόγω των χρημάτων που είχε πάνω της. Άνοιξε κι άλλο το βήμα της, αλλά όσο πιο γρήγορα περπατούσε, τόσο πιο άβολα αισθανόταν. ∆υο δρόμοι ακόμα, σκέφτηκε. Μετά θα έβγαινε στον κεντρικό.

15


Νικόλας Παπακώστας

∆εξιά στο πρώτο, καμιά τριανταριά μέτρα στην ευθεία, και μετά αριστερά. Μπροστά της, στα πενήντα μέτρα, ο δρόμος έβγαινε επιτέλους στην Εγνατία. Αναστέναξε με ανακούφιση. Ξαφνικά, ένιωσε ένα χέρι να την πιάνει από το λαιμό και να την πετάει στον κοντινότερο τοίχο. Ζαλίστηκε, έχασε την ισορροπία της και κοίταξε γύρω της να βρει τι την είχε χτυπήσει. Πριν προλάβει να καταλάβει, ένιωσε ένα δεύτερο χτύπημα στο μάγουλο, σαν χαστούκι, τόσο δυνατό που έκανε τα αφτιά της να βουίζουν. «Περνιέσαι για έξυπνη, βρωμοπούτανο;», άκουσε. Ένιωσε να τη χτυπάνε πάλι. Πήγε να φωνάξει αλλά ένα χέρι της έκλεινε το στόμα. «Ως πότε νομίζεις ότι μπορείς να μας κουνιέσαι κάθε βράδυ ντυμένη σαν ξέκωλο; Τόσον καιρό προκαλείς, απόψε θα πάρεις αυτό που σου αξίζει». Ένα δεύτερο χέρι την άρπαξε από το πουκάμισο και το τράβηξε δυνατά. Άκουσε έναν ήχο σκισίματος, ένιωσε τον νυχτερινό αέρα πάνω στη γύμνια της και κατάλαβε ότι το πουκάμισό της είχε σκιστεί εντελώς. Άρχισαν να τη χαϊδεύουν άγρια. Ο ένας την κράταγε από το λαιμό τόσο σφιχτά που της έκοβε την ανάσα και της έγλειφε το αφτί. Ο άλλος είχε σκίσει και το σουτιέν της και τώρα γράπωνε το στήθος της. Η Ρόζα προσπαθούσε να αντισταθεί, αλλά ο πρώτος άντρας τη χτύπησε πάλι στον τοίχο. Ζαλίστηκε ακόμα περισσότερο. Προσπάθησε ξανά να φωνάξει, αλλά το μόνο που κατάφερε να βγάλει ήταν ένας μικρός σφυριχτός ήχος. Ένιωσε τα χέρια του ενός στην κοιλιά της. Τα ένιωσε να κατεβαίνουν. «Αφήστε την ήσυχη» άκουσε μια τρίτη φωνή να λέει, όχι απειλητικά, αλλά με μια υπόκωφη ηρεμία, σαν να μην τον ενδιέφερε καθόλου αν θα το έκαναν ή όχι. Ένιωσε να ελευθερώνεται από τα χέρια που την κρατούσαν. ∆οκίμασε να τρέξει, αλλά ήταν πολύ ζαλισμένη. Έπεσε

16


Ο Μάγος

κάτω, με το ένα της χέρι στο κρύο πεζοδρόμιο, το άλλο κράταγε τα μαλλιά της πίσω από το κεφάλι της, και πάσχισε να εστιάσει τις σκέψεις της, να καταλάβει τι συνέβαινε. Από πάνω της στέκονταν δύο άντρες που ήξερε από το μαγαζί. Άξεστοι και οι δυο, ούτε καν τα ονόματά τους θυμόταν, της την είχαν πέσει πάνω από μια φορά. Στα δέκα μέτρα απ’ αυτούς στεκόταν ο άντρας με το ράσο αγέρωχος, σαν να μην ένιωθε φόβο. «∆ίνε του, μαντάμ» του είπε ο ένας και τράβηξε –μαχαίρι; πιστόλι;– κάτι, δεν μπορούσε να δει τι, αλλά ο άντρας δεν έδειχνε να τρομάζει εύκολα. Έγειρε λίγο το κεφάλι του αριστερά και χαμογέλασε κάπως διαφορετικά από πριν. Όταν καθόταν νωρίτερα στο μπαρ, ο τύπος έλεγες ότι δεν ήξερε τι του γινόταν. Τώρα φαινόταν εντελώς αλλαγμένος. Ο άντρας αντιδρούσε στον κίνδυνο που είχε μπροστά του, σαν να ήταν κάτι που έκανε κάθε μέρα. Τουλάχιστον έτσι έδειχνε. «∆εν γνωρίζω τι σημαίνει μαντάμ. Γνωρίζω μόνον ότι αν δεν πάρεις τον βρομερό υπάνθρωπο που στέκεται δίπλα σου και δεν αρχίσετε και οι δύο να τρέχετε να χωθείτε στην τρύπα απ’ όπου συρθήκατε, θα σας σκοτώσω και τους δυο». Οι δύο άντρες, που είχαν ξεχάσει τη Ρόζα, έβαλαν τα γέλια. Αυτός που είχε τραβήξει το όπλο όρμησε στον ξένο. Ο ρασοφόρος κινήθηκε ελάχιστα προς τα αριστερά, κι όπως έσκυβε για να αποφύγει το χτύπημα, σήκωσε το γόνατό του και χτύπησε τον αντίπαλό του στο στομάχι. Ενώ ο αγροίκος διπλωνόταν, ο άντρας του πήρε το όπλο –τώρα η Ρόζα έβλεπε καθαρά ότι ήταν μαχαίρι– και τον χτύπησε με τη λαβή στον κρόταφο. Ακούστηκε ένας γδούπος και ο τύπος έπεσε και κύλησε στο έδαφος. Ο δεύτερος προσπάθησε να πισωπατήσει, αλλά δεν πρόλαβε να κάνει ούτε βήμα. Ο άντρας με το ράσο, με μια γρήγορη κίνηση γύρισε το μαχαίρι στο χέρι του για να το πιάσει από την κόψη και το έστειλε σε ευθεία γραμμή, να καρφωθεί με δύναμη στην καρδιά του. Ο άντρας γούρλωσε τα μάτια και σωριάστηκε ακριβώς εκεί που στε-

17


Νικόλας Παπακώστας

κόταν λιγότερο από δέκα δευτερόλεπτα πριν με το φίλο του και κορόιδευαν τον ρασοφόρο. Η Ρόζα δοκίμασε να φωνάξει, αλλά δεν τα κατάφερε. Είδε τον άντρα να πλησιάζει, να σκύβει από πάνω της και να χαϊδεύει τα κόκκινα, ανακατεμένα μαλλιά της. «Είστε καλά, δέσποινα;» Προσπάθησε να καλύψει το γυμνό της στήθος, αλλά σταμάτησε όταν είδε ότι ο τύπος την κοιτούσε κατευθείαν μες στα μάτια. Έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπο κι έβαλε τα κλάματα. «Τον σκότωσες...», ψέλλισε. «∆εν καταλαβαίνω γιατί κάνεις έτσι. Να σε βιάσει ήθελε. Εξάλλου τους προειδοποίησα. Και σκότωσα μόνο τον έναν. Εντάξει, ξέρω, δεν είμαι και ο πιο ικανός πολεμιστής, αλλά είμαι σίγουρα καλύτερος από δύο άτσαλους, μεθυσμένους χωρικούς». H Ρόζα τώρα έκλαιγε με λυγμούς. Έπεσε πάνω στον ώμο του και συνέχισε. Ένα λεπτό μετά, τραβήχτηκε, πήρε μια βαθιά ανάσα και αποφάσισε να συνέλθει. Κοίταξε τον άντρα κι αναστέναξε βαριά. «Σε ευχαριστώ για ό,τι έκανες, αλλά αν δεν θέλουμε να μπλεχτούμε με την αστυνομία, πρέπει να φύγουμε από εδώ. Τώρα.» «Ναι» συμφώνησε ο άντρας. Χωρίς δεύτερη κουβέντα τράβηξε το μαχαίρι από το στήθος του επίδοξου βιαστή της και το έβαλε στις ρόμπες του. «Ξέρεις, όμως δεν έχω πού να πάω. Εδώ πιο πάνω έχει βγει για κυνήγι ένα τεράστιο κοπάδι από μεταλλικά τέρατα που δεν έχω ξαναδεί. Έχουν λαμπερά μάτια και τρώνε ανθρώπους». Έδειξε ένα μαύρο αμάξι που βρισκόταν δίπλα του. «Σαν και αυτό, αλλά ζωντανά. Και δεν ξέρω πώς να τα νικήσω σε μάχη. Στο είπα ότι δεν είμαι και πολύ καλός». Η Ρόζα προσπαθούσε να καταλάβει αν ήταν λόγω του σοκ που δεν τον καταλάβαινε ή αν ο σωτήρας της ήταν ηλίθιος. «Τα αυτοκίνητα εννοείς;»

18


Ο Μάγος

«∆εν καταλαβαίνω αυτήν τη λέξη.» Η Ρόζα τον κοίταξε απορημένα. Ο τύπος μάλλον ήταν λίγο «γεια σου», αλλά μόλις την είχε σώσει από βιασμό και αισθανόταν ότι όφειλε τουλάχιστον να προσπαθήσει να του το ξεπληρώσει. «Αν θες, μπορείς να μείνεις σε μένα σήμερα. Αλλά, φίλε μου, αύριο πρέπει να γυρίσεις στο τρελάδικο ή απ’ όπου αλλού ξέφυγες». Κατάφερε να του χαμογελάσει και της χαμογελούσε κι αυτός, με βλέμμα που πρόδιδε τον θαυμασμό του. Βιάστηκε να συνεχίσει: «Αλλά μόνο και μόνο επειδή με βοήθησες. Μη σου μπαίνουν ιδέες. Πώς είπαμε ότι σε λένε;» Ο άντρας τινάχτηκε όρθιος σαν να θυμήθηκε ότι είχε αφήσει ανοιχτό τον θερμοσίφωνα. «Είμαι απαράδεκτος» είπε και υποκλίθηκε. «Ισέλιαθ Νοξ, Μάγος. ∆εύτερης κλάσης». Το δεύτερης το είπε αισθητά πιο χαμηλόφωνα. Η Ρόζα έβαλε τα γέλια. Όχι τόσο γιατί της φάνηκε αστείο αυτό που άκουσε, αλλά γιατί το μυαλό της δεν βρήκε φυσιολογική αντίδραση σε αυτά που ζούσε εκείνο το βράδυ. «Μάγος ε;», συνέχισε να γελάει. Ο τύπος ήταν σίγουρα για τα σίδερα. ∆εν άργησε να ξεσπάσει σε γέλια κι αυτός, χωρίς να ξέρει γιατί, και τώρα γελούσαν μαζί. «Με κοροϊδεύεις;», τον ρώτησε. «Εντάξει... είπαμε, δεύτερης κλάσης. ∆εν με λες ακριβώς και μάγο...», είπε και ξαναγέλασαν. Το γέλιο τους διακόπηκε απότομα, όταν άκουσαν ένα βραχνό «πουτάνας γιε» να βγαίνει από το στόμα του άντρα που ο Ισέλιαθ είχε αφήσει πιο πριν αναίσθητο. Η Ρόζα είδε ότι ο πεσμένος άντρας είχε σηκωθεί κάπως κι είχε στο χέρι του ένα περίστροφο. Σημάδευε τον άνθρωπο που την έσωσε. Ο αγροίκος ήταν έτοιμος να πατήσει την σκανδάλη, όταν ο Ισέλιαθ τίναξε τη γροθιά του νευρικά προς το μέρος του άντρα. Από το εσωτερικό του μανικιού του ράσου του, ήρθε στο χέρι του και κούμπωσε μια μικρή βαλλίστρα. Πριν η Ρόζα προλάβει να ανασάνει, ο Ισέλιαθ πάτησε τη

19


Νικόλας Παπακώστας

μικρή σκανδάλη του ξύλινου τόξου τρεις φορές. Τρία μικρά –όχι μεγαλύτερα από μολύβια– βέλη εκσφενδονίστηκαν στον αέρα. Μετά από κάθε βέλος που έφευγε, ακουγόταν ένα μικρό κλικ, καθώς η βαλλίστρα κούμπωνε αυτόματα το επόμενο βέλος. Το πρώτο χτύπησε τον άντρα στο χέρι ακριβώς την ώρα που πατούσε την σκανδάλη. Τον έκανε να ρίξει το όπλο του στο έδαφος και να αστοχήσει. Η σφαίρα κατέληξε σε έναν κοντινό τοίχο. Ο κρότος του όπλου έσκισε τη νύχτα και η ελαφριά του αντήχηση σχεδόν έκρυψε το πρώτο ανεπαίσθητο... Κλικ. Το δεύτερο τον χτύπησε στο γόνατο και τον ανάγκασε να πέσει πάλι στο έδαφος. Κλικ. Το τρίτο τον πέτυχε στο αριστερό μάτι και πέρασε μέσα από το κεφάλι του. Κλικ. Η βαλλίστρα είχε ξαναγεμίσει, αλλά δεν υπήρχε πια απειλή. Η Ρόζα έμεινε με κομμένη την ανάσα να κοιτάει τον Ισέλιαθ. Αυτός ατάραχος τίναξε πάλι το χέρι του και εξαφάνισε το όπλο μέσα στο ράσο του. ∆εν είχαν περάσει ούτε δυο δευτερόλεπτα. Ο άντρας που είχε δίπλα της ήταν πιο γρήγορος από φίδι. «Ουάου» ήταν το μόνο που κατάφερε να πει.

Βοήθησε τον Ισέλιαθ να περπατήσει –να τον σύρει ήταν η πιο σωστή λέξη, γιατί όποτε έβλεπε ένα αυτοκίνητο, κρυβόταν πίσω από ό,τι έβρισκε– και όταν φτάσανε στο διαμέρισμά της του έφτιαξε έναν καφέ να ηρεμήσει. Αυτός ενθουσιάστηκε με το αλάτι και το πιπέρι που βρήκε στην κουζίνα της και ακόμα περισσότερο με τον καφέ και τη ζάχαρη. Μάλιστα, όταν της ζήτησε αν μπορούσε να

20


Ο Μάγος

πάρει λίγα κι αυτή του πρόσφερε ένα κουτί με μπαχαρικά όλων των ειδών, κόντεψε να λιποθυμήσει από τη χαρά του. Το έβαλε μέσα από το ράσο του –ήταν πράγματι αξιοθαύμαστο πόσες τσέπες είχε αυτό το πράγμα– και αποκοιμήθηκε όχι πολύ αργότερα στον καναπέ. Η ίδια κάθισε στην πολυθρόνα της και τον κοιτούσε σαν χαμένη. Καταλάβαινε ότι ο ξένος της είχε σώσει τη ζωή, αλλά δεν ήταν καθόλου σίγουρη αν της άρεσε ο τρόπος. ∆εν ήταν καν σίγουρη ότι είχε δει αυτό που είχε δει, καθώς το μυαλό της ήδη προσπαθούσε να απωθήσει τις λεπτομέρειες της αλλόκοτης και φρικιαστικής βραδιάς που ακόμα δεν είχε τελειώσει. Συνειδητοποιούσε ότι είχε στο σπίτι της έναν δολοφόνο. Έναν άνθρωπο που πριν λίγη ώρα είχε σκοτώσει δυο άλλους, αλλά εκείνη τη στιγμή κοιμόταν ήσυχος. Μπορεί να το είχε κάνει για να τη σώσει, και η ίδια να μην λυπόταν ιδιαιτέρως για τη μοίρα των ανθρώπων που πήγαν να τη βιάσουν, αλλά δεν έπαυε να την ενοχλεί απίστευτα η ηρεμία με την οποία ο Ισέλιαθ είχε αντιμετωπίσει την κατάσταση. Η Ρόζα δεν είχε πολλούς φίλους στην πόλη. Βασικά δεν είχε κανέναν. Από τότε που είχε αποφασίσει να αφήσει πίσω της τη ζωή της στην επαρχία, είχε κλειστεί πολύ στον εαυτό της. Η κίνηση του Ισέλιαθ ήταν ό,τι πιο ωραίο και ιπποτικό είχε κάνει κάποιος γι’ αυτήν εδώ και αρκετό καιρό. Ευχόταν μόνο να την είχε σώσει χωρίς να έχει αφήσει δυο πτώματα πίσω του. Ο ύπνος του ήταν γαλήνιος. Ήταν σχεδόν ακίνητος και αθόρυβος, κι αυτό την έκανε ακόμα πιο ανήσυχη. Ήθελε να μάθει κάτι γι’ αυτόν, οτιδήποτε κι ευχήθηκε ο ξένος να παραμιλούσε. Σηκώθηκε αργά, περπάτησε στις μύτες των ποδιών της κι άρχισε να ψάχνει τις αναρίθμητες τσέπες που είχε στο ράσο του. Ή τουλάχιστον προσπάθησε. Με το που τον ακούμπησε, ο Ισέλιαθ της έπιασε το χέρι και άνοιξε τα μάτια του. «Είμαι ευγνώμων για τη φιλοξενία, δέσποινα, αλλά θα προτιμούσα να μην ξαναδοκιμάσετε να με κλέψετε».

21


Νικόλας Παπακώστας

∆εν την κοιτούσε άγρια –ούτε εχθρικά–, η λαβή του ήταν όμως γερή και το βλέμμα του δεν της άρεσε καθόλου. «Άφησέ με, σε παρακαλώ» του είπε, χωρίς όμως να δείξει τον φόβο στη φωνή της. Το κατάφερε, παρόλο που ήταν τρομοκρατημένη, πράγμα που την εξέπληξε. «Όπως επιθυμείς, δέσποινα», είπε. Άφησε το χέρι της και τυλίχθηκε πάλι στο ράσο του. Μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα τον είχε ξαναπάρει ο ύπνος. Κάθισε πάλι στην πολυθρόνα αποφασισμένη να μην τον αφήσει από τα μάτια της όλο το βράδυ. Μπορεί να την είχε σώσει μια φορά, αλλά αυτό δεν της έδινε καμιά σιγουριά ότι δεν θα δοκίμαζε να της κόψει το λαρύγγι στον ύπνο της. Ο τύπος ήταν φονιάς στο κάτω-κάτω. Και τρελός, μην ξεχνάς, θεότρελος είναι: σου είπε ότι ήταν μάγος. Μπορεί να εννοούσε ταχυδακτυλουργός –είδες με τι ταχύτητα έβγαλε τη βαλλίστρα. Όχι, εννοούσε μάγος. Το είδες στο βλέμμα του. Το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να μείνεις ξύπνια. Μην τολμήσεις να κλείσεις τα μάτια σου. Είχε αποκοιμηθεί πριν περάσουν δέκα λεπτά.

Με το που έκλεισε τα μάτια της, ο Ισέλιαθ άνοιξε τα δικά του. Είκοσι λεπτά ύπνος ήταν όσο ακριβώς χρειαζόταν για να μην αισθάνεται καθόλου κουρασμένος. Σηκώθηκε εντελώς αθόρυβα –γάτα θα έκανε περισσότερο θόρυβο– και σκέπασε τη Ρόζα με μια κουβέρτα που βρήκε δίπλα. Εξάλλου εκείνος ήταν συνηθισμένος σε πολύ περισσότερο κρύο. Προχώρησε στο σαλόνι της, επεξεργάστηκε τα αντικείμενα που του φαίνονταν περίεργα κι ύστερα πήγε προς το μπαλκόνι. Μετά από άλλα πέντε λεπτά περίπου, κατάφερε να βρει πώς άνοιγε χωρίς χερούλι η γυάλινη πόρτα και να βγει έξω. Για να μένει η οικοδέσποινά του σε πύργο και μά-

22


Ο Μάγος

λιστα τόσο ψηλό, πρέπει να ήταν κάποιου είδους ευγενής. Και πολύ πλούσια. Του είχε χαρίσει ένα ολόκληρο κουτί με μπαχαρικά. Στον τόπο του, τέτοια δώρα έκανες σε βασιλιάδες, όχι σε μάγους. Ακούμπησε στο κάγκελο του μπαλκονιού και κοίταξε την πόλη. Του φαινόταν τρομερά όμορφη με όλα τα φώτα της και τα ψηλά της κτήρια. Όμορφη, επικίνδυνη και αχανής. ∆εν είχε ξαναδεί ποτέ του κάτι τέτοιο κι ας είχε ταξιδέψει στα πέρατα του κόσμου για να γίνει μάγος. Κι αν είχε όντως ξαναδεί, δεν το θυμόταν. Αυτό το μέρος είχε κάτι το μοναδικό. Το είχε καταλάβει από την ώρα που βρέθηκε εκεί. Ακόμα δεν καταλάβαινε πώς ακριβώς είχε βρεθεί σε αυτόν τον περίεργο, τρομακτικό τόπο κι ήταν θολές οι σκέψεις του για τις πρώτες του ώρες εκεί. Όπως επίσης παρατήρησε ότι ήταν θολές και για το πού ακριβώς βρισκόταν πριν. Είχε κάποιες σκόρπιες αναμνήσεις από τη ζωή του, δεν είναι ότι είχε γεννηθεί χθες, αλλά δεν μπορούσε με τίποτα να τις βάλει σε σειρά. Σκόρπιες πληροφορίες και γνώσεις πετάγονταν στο μυαλό του, αλλά κάτι είχε σίγουρα ανακατέψει τα πράγματα στο κεφάλι του. Ίσως για το μπέρδεμα να φταίει και το ταξίδι από εκεί που ήταν πριν –όπου και να ήταν αυτό– μέχρι το μέρος που βρισκόταν τώρα –επίσης όπου και να ήταν. Προσπάθησε να πάρει τα πράγματα από την αρχή. Είχε βρεθεί στη μέση ενός μεγάλου δρόμου που ήταν γεμάτος με αυτά τα τέρατα που η δέσποινα Ρόζα είχε αποκαλέσει αμάξια. Τι αμάξια ήταν αυτά χωρίς άλογα δεν ήξερε, αλλά ίσως και να λειτουργούσαν με μαγεία. Είχε δει παλιά ένα τέτοιο όχημα, του είχαν δώσει ζωή μαγεύοντάς το, αλλά, πριν προλάβει να διανύσει τρία μέτρα, είχε εκραγεί και είχε σκοτώσει όσους είχαν πάει να το θαυμάσουν από πολύ κοντά. Πώς οι ντόπιοι τα εμπιστεύονταν, δεν μπορούσε να καταλάβει. Αμέσως μόλις κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τα αντιμετωπίσει –ήταν πολύ γρήγορα για να τα προλάβει– το είχε βάλει στα πόδια. ∆εν ήταν δειλός, αλλά δεν έμπαινε ποτέ σε μάχη, αν δεν είχε ετοιμαστεί κατάλληλα.

23


Νικόλας Παπακώστας

Ενώ έτρεχε μέσα στα στενά, όπως τα είχε πει η Ρόζα, παρόλο που σ ’ αυτόν δεν του φαίνονταν καθόλου στενά, είδε την πόρτα του καπηλειού, εκεί που γνώρισε την οικοδέσποινά του. Είχε νιώσει ότι εκεί θα μπορούσε να βρει βοήθεια και τα είχε όντως καταφέρει, αν και χρειάστηκε να πολεμήσει εκείνα τα δυο καθάρματα πρώτα. ∆εν τον πείραζε όμως. Γι’ αυτό είχε γίνει μάγος άλλωστε: για να βοηθάει αυτούς που τον χρειάζονταν. Επίσης, είχε αισθανθεί κάτι και από τη Ρόζα. Είχε σίγουρα ένα ιδιαίτερο χάρισμα, αλλά όχι κάτι που ο Ισέλιαθ μπορούσε να αναγνωρίσει. Αναρωτήθηκε αν η μαγεία του θα δούλευε σε αυτό το παράξενο μέρος. ∆εν ήθελε να δοκιμάσει όμως χωρίς να είναι πρώτα σίγουρος για τα αποτελέσματα. Η ιστορία ήταν γεμάτη από μάγους που βιάστηκαν να δοκιμάσουν να κάνουν μαγεία χωρίς να ελέγξουν το περιβάλλον τους πρώτα. Οι περισσότεροι βρήκαν τον θάνατο από τα ίδια τους τα ξόρκια. Έβγαλε από την τσέπη του ένα δερμάτινο πουγκί, το άνοιξε και το μύρισε. Ο καπνός που είχε μαζί του είχε μια έντονη, μεθυστική μυρωδιά και του άρεσε πάρα πολύ. Από μια άλλη τσέπη της ρόμπας έβγαλε μια μακριά φιλντισένια πίπα. Την γέμισε με το αγαπημένο του χαρμάνι και την άναψε με το τσακμάκι που πάντα κουβαλούσε στα πουγκιά του. Πήρε μερικές βαθιές ρουφηξιές και έμεινε να κοιτάει την πόλη μέχρι το ξημέρωμα.

Ήταν γαμημένη μέρα και το ήξερε από την ώρα που ξύπνησε. Για αρχή, τον είχε παρατήσει η γκόμενα του. Καθόλου παράλογο αν σκεφτείς ότι τους τελευταίους επτά μήνες δεν είχε μείνει χωρίς αλκοόλ στο αίμα του για περισσότερες από δυο ώρες σερί. Επιπλέον, είχε ξεμείνει από αλκοόλ και δεν είχε λεφτά να αγοράσει άλλο. Λογικό και αυτό, μιας και

24


Ο Μάγος

προχθές, πάνω σε μια ηλίθια παρόρμηση, αποφάσισε να πάει στο καζίνο. Αυτό το μπάσταρδο το δεκαεφτά δεν ήρθε ούτε μια φορά σε δεκαεννιά μπίλιες. Όχι πως αν είχε έρθει δεν θα συνέχιζε να παίζει. Και τώρα αυτό. Είχε υπηρετήσει ως αστυνομικός πολλά χρόνια, παλαιότερα στην Τούμπα και τώρα στο τμήμα στον Λευκό Πύργο και ήξερε ότι η Θεσσαλονίκη μπορεί να μην ήταν Σικάγο, όμως δεν την έλεγες και ήσυχη πόλη. Είχε δει αρκετούς φόνους στην καριέρα του, τέτοιο πράγμα όμως δεν είχε ξανασυναντήσει. Γνώριζε και τα δυο θύματα. Παλιοί γνώριμοι στο τμήμα, αλλά απ’ όσο ήξερε δεν ήταν μπλεγμένοι σε κάτι σοβαρό. Οι φάκελοί τους ανέφεραν ξυλοδαρμούς, βανδαλισμούς και τα ρέστα. Ο ένας από τους δύο είχε ένα θανάσιμο τραύμα από μαχαίρι στο στήθος. ∆εν ήταν αυτό το περίεργο όμως. Το περίεργο ήταν ότι το μαχαίρι είχε καρφωθεί ακριβώς στην καρδιά του. Όποιος το χρησιμοποίησε είχε πολύ καλό σημάδι και ψυχραιμία – δεν το έλεγες τυχαίο χτύπημα. Το φονικό όπλο δεν φαινόταν πουθενά τριγύρω. Ο δεύτερος είχε σκοτωθεί με βέλος. Βέλος! ∆εν το χώραγε το μυαλό του. Υπήρχε ένα περίστροφο δίπλα στο πτώμα. Η κάνη του έδειχνε τον διπλανό τοίχο. Η μοναδική σφαίρα που έλειπε από το όπλο βρέθηκε πάνω στον τοίχο, μαζί και λίγο αίμα. Ο άντρας είχε δεχτεί ένα χτύπημα στον κρόταφο με κάποιο αμβλύ αντικείμενο κι ύστερα είχε εκτελεστεί από τον Ρομπέν της Καμάρας, όπως άκουγε ήδη να λένε οι νεότεροι αστυνομικοί τον δολοφόνο. Τα βέλη έμοιαζαν πρωτόγονα. ∆εν είχαν μεταλλική μύτη, ήταν απλά κομμάτια ακονισμένου ξύλου με φτερά, με το μπροστινό τους μέρος λαξευμένο λίγο διαφορετικά, προφανώς για ισορροπία. Τα είχαν βρει περίπου πενήντα μέτρα μακριά από το πτώμα και ανάθεμα κι αν ήξερε πώς βρέθηκαν εκεί. Ωστόσο, δε χώραγε αμφιβολία ότι τα θανάσιμα τραύματα του δεύτερου θύματος είχαν προκληθεί από βέλη.

25


Νικόλας Παπακώστας

Ήταν σίγουρος ότι όποιος καβγάς έγινε εκεί είχε ξεκινήσει για γυναίκα: το σουτιέν και το σκισμένο ύφασμα γυναικείου πουκάμισου που βρισκόταν στον δρόμο δεν άφηναν αμφιβολίες. Επίσης ήταν σίγουρος, σαν από προαίσθημα, ότι τον είχαν ξεκινήσει τα δυο πτώματα που έβλεπε μπροστά του. «Αστυνόμε Μπέκα!» άκουσε να τον φωνάζουν με το παρατσούκλι που κουβάλαγε από τα πρώτα του χρόνια στο αστυνομικό σώμα. Το σιχαινόταν. «Για χιλιοστή φορά: το όνομα μου είναι ∆εληγιάννης. ∆εν μοιάζει καν με το Μπέκας. Σταμάτα λοιπόν μικρέ μ’ αυτό το ηλίθιο αστείο πριν σε πιάσω και στις βρέξω». Ο νεαρός που στεκόταν τώρα δίπλα του χαμογέλασε. Το παρατσούκλι του αστυνόμου δεν είχε να κάνει με το όνομα, αλλά με το ότι κατάφερνε πάντα να βρει την άκρη, ακόμα και στις πιο περίεργες υποθέσεις. Εικοσιπέντε χρόνια στο Ανθρωποκτονιών, έκανε πάντα ό,τι μπορούσε για να συλληφθεί ο ένοχος. ∆εν του είχε ξεφύγει κανένας. Με εξαίρεση εκείνη τη φριχτή υπόθεση πριν δύο χρόνια. Κούνησε λίγο το κεφάλι του για να διώξει τη σκέψη. Με την απότομη κίνηση τον έπιασε πονοκέφαλος. «Πες μου γρήγορα», είπε. «Έχουμε έναν αυτόπτη μάρτυρα, γείτονας, είδε τη σκηνή λέει. Αυτός έκανε το τηλεφώνημα και ειδοποίησε. Είναι γέρος, πρέπει να τα έχει λίγο χαμένα και λέει ότι θα μιλήσει μόνο στον υπεύθυνο της έρευνας». Ο ∆εληγιάννης χαμογέλασε. Ούτε ο Ρομπέν των ∆ασών δε γλιτώνει από τον κωλόγερο που στήνεται στο μπαλκόνι να κάνει μπανιστήρι τη γειτόνισσα που γδύνεται. Έσβησε το τσιγάρο που σιγόκαιγε στο χέρι του το τελευταίο δεκάλεπτο και κοίταξε τον πιτσιρικά. «Πάμε», του είπε και έκανε νόημα στο νεαρό να τον οδηγήσει.

26


Ο Μάγος

Το διαμέρισμα του γέρου ήταν τακτοποιημένο, όπως το περίμενε, και είχε εκείνη τη χαρακτηριστική μυρωδιά που μάλλον μυρίζουν όλοι οι ηλικιωμένοι. Ειδικά το δωμάτιο όπου τους δέχτηκε –ένα σαλόνι που μάλλον φύλαγε μόνο για επίσημες συγκεντρώσεις, δηλαδή μια-δυο φορές το χρόνο πλέον– είχε μια βαριά μυρωδιά κλεισούρας. Ήταν γεμάτο πίνακες, κυρίως πορτρέτα που νόμιζες ότι σε κοιτάζουν υποτιμητικά, αλλά και μερικά όμορφα τοπία. Όμως ούτε η κλεισούρα, ούτε τα πορτρέτα τον ενοχλούσαν όσο τον ενοχλούσε η εικόνα του ίδιου του γέρου. Αν τον έλεγες σάψαλο, του είχες κάνει κομπλιμέντο. Ήταν πολύ αδύνατος, σχεδόν σαν πουλί, με μακρύ πρόσωπο, άσπρα μαλλιά, γένια ψαρά και λαμπερά μάτια – με το που συνάντησε το κοίταγμά τους όμως, ο αστυνόμος κατάλαβε ότι ο γέρος μόνο χαμένα δεν τα είχε. Τα χέρια του έτρεμαν λες και κρύωνε, αλλά από τον τρόπο που τον κοιτούσε κατάλαβε ότι ήταν έξυπνος κι ότι μάλλον θα του έκανε τη ζωή δύσκολη μέχρι να του πει αυτό που ήθελε να του πει. Έκανε νόημα να τους αφήσουν μόνους κι ύστερα ρώτησε τον γέρο διακριτικά αν μπορούσε να βάλει ένα ποτό από την κάβα που είχε προσέξει ότι είχε στο σαλόνι. «Νόμιζα ότι δεν πίνετε εν ώρα υπηρεσίας», του είπε ο γέρος. «Εσύ δεν θα έπρεπε να πίνεις καθόλου, παππού» απάντησε. «Τι θα ’λεγες να σπάσουμε και οι δυο για λίγο τους κανόνες σήμερα;» Ο γέρος δεν είπε κάτι, μόνο του έδειξε με μια κίνηση πού βρίσκονταν τα ποτήρια. Ο ∆εληγιάννης έφερε δύο, τα ακούμπησε στο τραπέζι και έβαλε από μια γενναία μερίδα ποτού στο καθένα. Σήκωσε το δικό του και χτύπησε ελαφρά το ποτήρι του γέρου. Έφερε το ποτήρι στα χείλη του και αφού ήπιε μια βαθιά γουλιά, ένιωσε τον πονοκέφαλό του να υποχωρεί. «Για πες μου τώρα τι είδες. Μη λυπηθείς τις λεπτομέρειες. Ό,τι μπορέσεις να μου πεις θα είναι χρήσιμο». «Άκουσε να δεις, γιε μου», του είπε και με τα τρεμάμενα χέρια του σήκωσε το ποτήρι και ήπιε κι αυτός. «∆εν μιλάω ποτέ σε άτομα που δεν ξέρω». 27


Νικόλας Παπακώστας

«Αστυνόμος ∆εληγιάννης», του απάντησε ανυπόμονα και του έτεινε το χέρι του. Ο γέρος το κοίταξε και έκανε ένα μορφασμό αηδίας. «Αυτά να τα λες σε μπάτσους», είπε. «Πώς σε λένε;» «Πέτρο» απάντησε ο αστυνόμος και κοίταξε το ποτήρι του, πριν πιει άλλη μια γερή γουλιά. Όσο έπινε, τόσο καλύτερα αισθανόταν. «Άκουσέ με, Πέτρο…», είπε ο γέρος με φωνή σταθερή και βαριά –τα σύμφωνα τραχιά και τα φωνήεντα απαλά, η ομιλία του σαν τραγούδι–, «…μπορεί να είμαι ογδόντα φεύγα χρόνων κι ο κόσμος να νομίζει ότι δεν βλέπω πέρα από τη μύτη μου, αλλά κάνουν λάθος. Τα μάτια μου είναι καλύτερα από αετού και δεν ξεχνάω ποτέ κάτι που είδα». «Μάλιστα», απάντησε ο ∆εληγιάννης βγάζοντας από την τσέπη του ένα τσιγάρο. Ο γέρος είχε την προσοχή του. Αφού πήρε ένα νεύμα έγκρισης, το άναψε. «Επίσης δεν υπάρχει ψυχή στη γειτονιά που να μην ξέρω. Σε λέω λοιπόν με βεβαιότητα ότι αυτοί οι δυο που φύγανε περπατώντας από εδώ, δε μένουν ’δω γύρω». «∆ύο;» «Ναι, για, δυο. Ένα παλικάρι και μια κοπελιά. Αυτήν την έχω ξαναδεί, περνάει από εδώ συχνά-πυκνά, αλλά είμαι σίγουρος πως δεν μένει κοντά. Τώρα, να ’χει κάνα φιλαράκο; Να δουλεύει σε κάνα μαγαζί; Έχει αρκετά τριγύρω. Το παλικάρι όμως δεν το ήξερα σίγουρα. Κι ήταν και ντυμένο καρναβάλι. Ράσο φόραγε. Σαν να ντύθηκε καλόγερος, αλλά στα κόκκινα». «Πες μου τι είδες», τον διέκοψε ο αστυνόμος. «Οι δυο άντρες που μαζέψατε πήγαν να βιάσουν την κοπελιά. Την ώρα που βγήκα έξω, πέντε-δέκα λεπτά πριν εμφανιστεί αυτή, τους είδα να περιμένουν. Πολύ όμορφη κοπέλα σε λέω, παιδί μου, κόκκινα μαλλιά είχε. Ωραία κορμοστασιά, στολισμένη, σενιαρισμένη, και άγιο κόλαζε – πώς να μην γίνει σαματάς για χάρη της; Όταν την αρπάξανε, πήγα να φωνάξω να σταματήσουν, αλλά φοβήθηκα. ∆εν πρόλαβα, όλα γίναν μέσα σε δευτερόλεπτα. Οι δυο τους κάναν σα

28


Ο Μάγος

λυσσασμένοι, δεν πήραν πρέφα τον τρίτο να πλησιάζει. Εγώ όμως τον είδα. Στεκόταν στην άλλη άκρη του δρόμου, τουλάχιστον εκατό μέτρα μακριά. Άκου τώρα προσεκτικά…» Ήπιε ξανά από το ποτό του κι άρχισε με πιο σιγανή φωνή: «Το παλικάρι έκανε αυτά τα εκατό μέτρα πολύ γρήγορα. Λιγότερο από τέσσερα δευτερόλεπτα του πήρε. ∆εν έχω δει πιο γρήγορο άνθρωπο στη ζωή μου. Στο πρώτο μισό της απόστασης έτρεχε, σαν να ’παιρνε φόρα, και μετά… δεν ξέρω πώς αλλιώς να σου το πω, παιδί μου, αλλά… πήδηξε». Ο ∆εληγιάννης τον κοίταξε με τρομερή δυσπιστία, αλλά ο γερός δεν του έλεγε ψέματα. Έλεγε αυτό που νόμιζε ότι είχε δει. «Πήδηξε πενήντα μέτρα;» «Όχι ακριβώς… Όπως έτρεχε, έβαλε το χέρι του για στήριγμα σε ένα αυτοκίνητο και τινάχτηκε. Έκανε ένα άλμα σαν αυτά που βλέπεις να κάνουν αυτοί οι αθλητές, σαν να περπατάνε στον αέρα. Κάθε φορά που πήγαινε να πέσει, έβρισκε κάτι –τοίχος ήταν; άλλο αμάξι;– το ακουμπούσε ελάχιστα όμως, σα να το χάιδευε, και τιναζόταν πάλι. Έπεσε ακριβώς εκεί ξάπλωσε τον πρώτο και δεν έκανε τον παραμικρό θόρυβο. Σα φύλλο που το ’φερε ο αέρας». ∆εν του απάντησε σε αυτό το σχόλιο. Ο γέρος τον είχε μαγέψει με τη φωνή του κι ένιωθε σαν παιδί που του έλεγαν ιστορία. «Έχω δει πολλές ταινίες» συνέχισε ο γέρος. «Στην ηλικία μου κοιμάσαι όλο και λιγότερο και δεν είναι και πολλά τα πράγματα που σου μένουν να κάνεις. Ε, από τη μέρα που ο γιος μου με πήρε το μηχάνημα, όλο ταινίες βλέπω». Έδειξε ένα DVD player συνδεδεμένο με την τηλεόραση. «Κι αφού με βγήκε ο πάτος να μάθω πώς δουλεύει ο διάολος, βλέπω συνέχεια. Σου λέω λοιπόν πως ο τύπος ήταν πιο γρήγορος από ό,τι έχω δει, στη ζωή ή σε ταινία. Σαν αυτούς τους Κινέζους που πέταγαν σε κάτι ταινίες; Έχεις δει;» Φαντάστηκε ότι ο παππούς του έλεγε για το Τίγρης και ∆ράκος κι έγνεψε καταφατικά. 29


Νικόλας Παπακώστας

«Α, γεια σου. Έτσι κι αυτός, για! Γρήγορος, αθόρυβος, σα φύλλο σου λέω έπεσε. Τους είπε “αφήστε την ήσυχη”, αλλά ο ένας από τους δυο του όρμησε. Σα να τον περίμενε όμως το παλικάρι με την κόκκινη κελεμπία. Τον ξάπλωσε γρήγορα καταγής και σκότωσε τον άλλον με ένα μαχαίρι. Και πρόσεξε, ο δεύτερος ήταν στα δεκαπέντε μέτρα όταν τον πέταξε το μαχαίρι κι αυτό πήγε εντελώς ίσια. Ύστερα πήγε πάνω από την κοπέλα, τη βοήθησε, είπαν κάτι και μάζεψε το μαχαίρι. Ο πρώτος, λίγο μετά, σηκώθηκε και τράβηξε το πιστόλι. Τότε το παλικάρι έβγαλε από το μανίκι του ράσου ένα μικρό τόξο, βαλλίστρα νομίζω λέγεται, από εκείνα τα μηχανικά». Ο ∆εληγιάννης απόρησε. Το θύμα είχε τρία βέλη στο σώμα του κι απ’ όσο ήξερε η βαλλίστρα έπαιρνε μόνο ένα. «∆ηλαδή μου λες ότι όπλισε τρεις φορές μια βαλλίστρα πριν ο άλλος προλάβει να πυροβολήσει;» «Όχι, για!», είπε ο γέρος και γέλασε. «Σε λέω το τόξο του είχε πάνω κάτι σα μικρό γεμιστήρα με βέλη. ∆εν έχω ματαδεί τέτοιο. Επαναληπτικό; Πώς το λεν;» Ο ∆εληγιάννης είχε βγάλει ένα σημειωματάριο κι έγραφε. ∆εν του φαινόταν αδύνατο να υπάρχει τέτοιο όπλο, αλλά θα έπρεπε να το ψάξει. Μάλλον θα ήταν ειδική κατασκευή, όχι κάτι συνηθισμένο και αυτό ήταν σίγουρα καλό στοιχείο. ∆εν θα υπήρχαν και πολλοί που θα μπορούσαν να φτιάξουν κάτι τέτοιο. «Κάτι άλλο;» είπε αφού έγραψε τα τελευταία. Ο γέρος έδειξε να σκέφτεται, όχι για να θυμηθεί κάτι, αλλά για να σιγουρευτεί αν ήθελε να το πει ή όχι. Ήπιε μια γουλιά από το ποτό του, πήρε και μια ανάσα βαθιά. «Μ’ είδε» είπε. «Μ’ είδε που τον είδα. Λίγο πριν φύγουν με την κοπέλα, που σχεδόν τον τράβαγε για να φύγουν, γύρισε προς το μπαλκόνι μου και έτυχε να με δει που τους κοιτούσα». «Και; Έκανε κάποια κίνηση; Σε απείλησε με κάποιο τρόπο;» «Να σε πω την αλήθεια, όταν κατάλαβα ότι με είδε, ήμουν σίγουρος ότι θα βγάλει το τόξο του και θα με φυτέψει

30


Ο Μάγος

ένα βέλος στο δόξα πατρί. Και μπορεί να μένω στον τρίτο όροφο και να καθόμουν στα σκοτεινά, αλλά πίστεψέ με, αν ήθελε, με πετύχαινε. Σίγουρα πράματα». «Μπορώ να δω λίγο το μπαλκόνι σου;» είπε ο αστυνόμος. Ο γέρος του έκανε νόημα πού να πάει και ο ∆εληγιάννης σηκώθηκε να δει μόνος του. Όντως, ο δρόμος φαινόταν πεντακάθαρα. ∆εν ήταν τόσο ώστε να αποτρέπει επίδοξους βιαστές να στήσουν καρτέρι, αλλά ήταν αρκετά φωτισμένος για να πιστέψει τον παππού που του έτυχε για αυτόπτης μάρτυρας. Αμφέβαλε φυσικά για την ιστορία του γέρου, πώς δηλαδή ο άντρας πέταξε για πενήντα μέτρα, αλλά αυτό δεν μείωνε την αλήθεια της υπόλοιπης κατάθεσης. Αν ο γέρος στεκόταν εδώ στα σκοτάδια, δύσκολα θα μπορούσε να τον έχει δει κάποιος. Γύρισε πάλι μέσα. «Είσαι εντάξει» είπε στον γέρο. «∆ε νομίζω να σε είδε. Απλά θα κοίταξε προς το μέρος σου». «Μ’ είδε, σε λέω. Είμαι σίγουρος». «Πώς είσαι σίγουρος;» «Αφού μου υποκλίθηκε κιόλας. Πώς κάνουν από σέβας; Ή για να πει παρακαλώ». Αυτό του έκανε εντύπωση. Ποιος δολοφόνος καταλαβαίνει ότι τον είδαν και δεν νοιάζεται; Και μάλιστα υποκλίνεται κιόλας; Εκτός αν σκόπευε να γυρίσει σύντομα για να τελειώνει με τον μάρτυρα. «Θα ζητήσω να σου φέρουν κάποιον αστυνομικό για προστασία, σε περίπτωση που αποφασίσει να γυρίσει για να σιγουρευτεί ότι δεν θα μιλήσεις γι’ αυτά που είδες. Επίσης, αν μπορείς, θα ήθελα να περιγράψεις με λεπτομέρειες αυτόν και τη γυναίκα από τους σκιτσογράφους μας». «Αυτό ξέχασέ το!», είπε ο γέρος και σήκωσε την παλάμη του αρνητικά. «∆εν θέλω ένα παιδαρέλι μες τα πόδια μου να με ενοχλεί. Θα κλειδώσω την πόρτα μου και θα είμαι μια χαρά. Είναι ακριβή η πόρτα, ασφαλείας, ανοίγει μόνο με το κλειδί της. Όσο για την κατάθεση που λες, δεν είμαι καλός να λέω λεπτομέρειες. Αν θες όμως…»

31


Νικόλας Παπακώστας

Έδειξε με το τρεμάμενο, ροζιασμένο του χέρι τους πίνακες στους τοίχους. ∆εν ήταν και Βαν Γκογκ, αλλά ήταν αρκετά καθαρά για να διακρίνεις λεπτομέρειες και να αναγνωρίσεις όποιον απεικόνιζαν. «Μπορείς να τους ζωγραφίσεις;», ρώτησε ο ∆εληγιάννης. «Για το κορίτσι δεν ξέρω. Αλλά τον άντρα...» Έκλεισε τα μάτια και συγκεντρώθηκε. Το τρέμουλο στα χέρια, που δεν είχε σταματήσει από την πρώτη στιγμή της συνάντησής τους, κόπηκε απότομα. Ο γέρος χαμογέλασε και ο αστυνόμος ανατρίχιασε στη θέα αυτής της ζωντανής μούμιας με τα ψεύτικα δόντια. «Ναι, για. Τον άντρα μπορώ σίγουρα. Για κάποιο λόγο έχω τη φάτσα του στο μυαλό μου. Έλα σε δυο-τρεις μέρες, θα ’ναι έτοιμος. Και τώρα δρόμο. Πήγε έξι η ώρα, να κοιμηθώ λιγάκι». «Εντάξει, παππού» του είπε και από την τσέπη του έβγαλε μια κάρτα. «Αν θυμηθείς οτιδήποτε –οτιδήποτε όμως– όσο ασήμαντο και να σου φανεί, πάρε με τηλέφωνο». Ο γέρος πήρε την κάρτα και την έβαλε στην τσέπη της πιτζάμας του. Ύστερα σαν να θυμήθηκε κάτι, κοίταξε τον αστυνόμο σαν να ήθελε να τον ζυγίσει. «Στέργιος Κουτσός» είπε. «∆ε με ρώτησες πώς με λένε». «Πράγματι» απάντησε ο ∆εληγιάννης. Το όνομα δεν του ήταν άγνωστο. Είχε την εντύπωση ότι το είχε ξανακούσει κάπου, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί πού. «Πρέπει να μου το ανέφερε ο αστυνομικός που μίλησες πριν από εμένα». Έκανε μια κίνηση να φύγει, αλλά γύρισε πάλι προς τον γέρο. «Πριν φύγω, μια τελευταία ερώτηση. Αν, όπως λες, βλέπεις ταινίες τα βράδια, τι έκανες απόψε στο μπαλκόνι;» «∆εν ξέρω», είπε και σήκωσε τους ώμους του. Ο ∆εληγιάννης είδε ειλικρίνεια στα μάτια του γέρου. «Σαν να ένιωσα ότι έπρεπε να βγω έξω. ∆εν είναι ότι ξεροσταλιάζω στα μπαλκόνια μπας και δω κάνα βυζί από απέναντι. Και να το έβλεπα, δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι».

32


Ο Μάγος

Ξαφνικά αισθάνθηκε άσχημα που αυτή η σκέψη είχε περάσει από το μυαλό του νωρίτερα. Είχε ανεβεί στο σπίτι περιμένοντας να μιλήσει με κάποιον ξεμωραμένο πορνόγερο. Ο Στέργιος όμως, είχε μια αύρα αρχοντιάς. Κι ας έμοιαζε με ξεχαρβαλωμένο σκουπόξυλο. Γύρισε πάλι να φύγει. «Πέτρο…» άκουσε να του λέει και ξαναγύρισε. Ο Στέργιος κρατούσε το μπουκάλι που είχαν αρχίσει να πίνουν. «Παρ’ το» είπε και το πρόσφερε στον αστυνόμο. «Κάτι μου λέει ότι θα το χρειαστείς πολύ περισσότερο από εμένα».

«Λοιπόν;» τον ρώτησε ο πιτσιρικάς που τον είχε ανεβάσει επάνω. «Λοιπόν, τίποτα. Πρέπει να γυρίσουμε στο τμήμα, έχουμε να τσεκάρουμε διάφορα θέματα και να περιμένουμε τα αποτελέσματα από τη Σήμανση. Όταν ανοίξουν τα μαγαζιά θα πρέπει να βγούμε να κάνουμε μερικές ερωτήσεις. Μπορεί να ξημερώνει, αλλά εμείς έχουμε ακόμα δουλειά μπροστά μας». «∆εν θα ήταν καλύτερα να πάτε για ύπνο, αστυνόμε, και να συνεχίσουμε αργότερα; ∆εν μου φαίνεστε και πολύ καλά». «Καλά είμαι. Θα κοιμηθώ μόλις τελειώσω την προκαταρκτική». Το μπουκάλι που βρισκόταν ανάμεσα στα πόδια του τον καλούσε να πιει μια καλή γουλιά και να ηρεμήσει, αλλά δεν το έκανε. Τώρα που είχε κάτι σοβαρό να απασχολεί το μυαλό του, δε χρειαζόταν καθόλου το αλκοόλ. Ή ίσως απλά το χρειάζομαι λιγότερο. Ο μικρός έβαλε μπρος τη μηχανή του περιπολικού και πήραν τον δρόμο για το τμήμα.

33


2.

Η

Ρόζα ξύπνησε απότομα. Αναστέναξε με ανακούφιση όταν είδε ότι ο Ισέλιαθ δεν ήταν εκεί. Για λίγο πίστεψε ότι είχε ονειρευτεί το συμβάν, αλλά ο πόνος που ένιωσε όταν έπιασε το κεφάλι της κι η παρουσία του άντρα με το ράσο στο μπαλκόνι της –που κάπνιζε μια μακριά πίπα; μα ποιος καπνίζει πίπα;– την επανέφεραν στην πραγματικότητα. Άνοιξε την τηλεόραση και έψαξε τα κανάλια να δει αν μιλούσαν πουθενά για το χθεσινό συμβάν. Πέρα από μια μικρή αναφορά που πέτυχε σε ένα κανάλι, και κάποιες σύντομες δηλώσεις ενός αστυνομικού, Π. ∆εληγιάννης-Αστυνόμος, δεν είδε κάτι άλλο. Καλό αυτό. Άρα δεν άφησαν στοιχεία πίσω τους. Αναρωτήθηκε αν θα θεωρούταν συνένοχη στο έγκλημα επειδή τον κάλεσε να μείνει σπίτι της και δεν είχε ειδοποιήσει την αστυνομία. Όμως δεν μπορούσε να μην αισθάνεται ευγνωμοσύνη προς τον άντρα που την είχε σώσει από βιασμό, ίσως και θάνατο. Του έκανε νόημα να μπει μέσα και να κάτσει δίπλα της. Τον ρώτησε αν ήθελε καφέ κι αφού της είπε διστακτικά ναι, έφτιαξε δυο ζέστες κούπες και του πρόσφερε την μία. «∆εν κοιμήθηκες ε;», του είπε. Αν δεν είχε κοιμηθεί, ίσως να μην μπορούσε γιατί καταλάβαινε πόσο αποτρόπαια ήταν η χθεσινή του πράξη. 34


Ο Μάγος

«Κοιμήθηκα όσο χρειαζόμουν, δέσποινα, σας ευχαριστώ. Έπειτα βγήκα και διαλογίστηκα για λίγη ώρα. Είμαι μια χαρά, σαν να έχω κοιμηθεί ώρες». Ήπιε μια μεγάλη γουλιά από τον καφέ του και άφησε ένα επιφώνημα απόλαυσης. ∆εν έδειχνε να έχει συναίσθηση του τι είχε κάνει. Η Ρόζα δεν ήθελε να του πει κάτι που θα τον θύμωνε, αλλά δεν μπορούσε και να τον αφήσει να κυκλοφορεί έτσι έξω. Τι θα γινόταν αν σκότωνε κι άλλους; «Καταλαβαίνεις ότι θα σε ψάξουν έτσι; Γι’ αυτό που έκανες χθες, λέω». O Ισέλιαθ την κοίταξε και της χαμογέλασε ικανοποιημένος και ύστερα το βλέμμα του γύρισε πάλι στην κούπα του. Για μια στιγμή νόμιζε ότι τον είδε να ντρέπεται. «∆εν χρειάζεται, δέσποινα, να γνωρίσω τους τοπικούς άρχοντες, ούτε θέλω τιμές κι ευχαριστίες. Έκανα μόνον το καθήκον μου» της είπε, χωρίς να καταφέρει να κρύψει μια μικρή απογοήτευση. Ήταν ολοφάνερο στη Ρόζα ότι ο τύπος όχι μόνο δεν λυπόταν γι’ αυτό που είχε κάνει, αλλά θεωρούσε ότι τον έψαχναν για να τον βραβεύσουν κιόλας. Θα έλεγε κάνεις ότι στο μυαλό του είχε κάνει κάτι τρομερά ηρωικό και όχι διπλό φόνο. «∆εν ξέρω από πού σου ’ρχονται αυτά που λες, αλλά δεν σε ψάχνουν για αυτό. Σε ψάχνουν για να σε συλλάβουν». Γύρισε απότομα προς το μέρος της και την κοίταξε με απορία. Έμεινε εκεί απορημένος και λίγο μετά χτύπησε το κεφάλι του στο μέτωπο. «Φυσικά. Μα πόσο ηλίθιος είμαι! ∆εν έπρεπε να δεχτώ να κοιμηθώ στο σπίτι σας χωρίς να είμαστε λογοδοσμένοι. Θα πρέπει να τους εξηγήσετε ότι δεν σας ακούμπησα, ούτε ότι δοκίμασα να σας κάνω κακό. Σίγουρα οι φρουροί του βασιλείου θα καταλάβουν ότι πρόκειται για παρεξήγηση». Η Ρόζα τώρα ξέχασε ότι φοβόταν, ξέχασε ότι ο άντρας που είχε μπροστά της ήταν επικίνδυνος, τρελός και ότι

35


Νικόλας Παπακώστας

οπλοφορούσε. Σηκώθηκε πάνω εκνευρισμένη. Ο Ισέλιαθ μαζεύτηκε στην καρέκλα του. «Αγόρι μου είσαι ηλίθιος ή τον παριστάνεις; Σκότωσες δυο άτομα χθες. ∆ύο ανθρώπους. Σε ψάχνουν ως φονιά, όχι ως ήρωα. Για φόνο σε ψάχνουν!» Αποσβολωμένος την κοίταξε και με αργές κινήσεις, σα σκυλί που το μάλωσαν, βυθίστηκε στη θέση του και ήπιε μια γουλιά ακόμα. «Μα δεν έκανα κάτι κακό», ψιθύρισε. Η Ρόζα κάθισε πάλι κάτω και ξεφύσησε. «Έκανες. ∆εν μπορείς να σκοτώνεις ανθρώπους έτσι και να μην λογοδοτείς σε κανέναν. ∆εν πάει έτσι». «Από εκεί που είμαι, αν κάποιος πάει να κάνει κάποιο έγκλημα σαν κι αυτό, είναι δικαίωμα και υποχρέωσή μου να τον σταματήσω όπως μπορώ. Μην ξεχνάτε πως είμαι μάγος». «Ναι, κι εγώ είμαι η Κόμισσα της Φάμπρικας». «Έχω καταλάβει ότι έχετε ευγενική καταγωγή και τίτλο, δέσποινα, και θεωρώ ήδη πως σας αποδίδω τα δέοντα. ∆εν χρειάζεται να μου το υπενθυμίζετε». Η Ρόζα αναστέναξε πάλι. Αυτή τη φορά με αγανάκτηση. «Και από πού είσαι;» του είπε. «Από τη Νάρνια; Τη Μέση Γη; Μήπως είσαι ο Λούκι Λουκ; Καλόγερος με μεσαιωνικά τόξα και ράσα; Πώς το λένε αυτό το θαυμαστό μέρος απ’ όπου ήρθες; Πού δηλαδή είναι εντάξει να σκοτώνεις όποιον βρεθεί στο δρόμο σου και μετά να είσαι μια χαρά και μάλιστα περήφανος;» Ο Ισέλιαθ την κοίταγε χωρίς να καταλαβαίνει την ορδή από αναφορές που η Ρόζα έκανε. «Αυτό προσπαθώ να θυμηθώ από χθες. Έχω μερικές σκόρπιες αναμνήσεις στο μυαλό μου, αλλά δεν μπορώ να τις βάλω σε μια σειρά ακόμα. Όσο είμαι ήρεμος, μερικές εικόνες επιστρέφουν στο μυαλό μου, αλλά θα μου πάρει χρόνο μέχρι να καταλάβω τι σημαίνουν και να θυμηθώ τα πάντα. Ξέρω ότι δεν έχουμε τόσο μεγάλες πόλεις εκεί που είμαι, εκτός φυσικά από μια πόλη-κράτος αρκετά βόρεια, αλλά δεν έχω άλλες λεπτομέρειες», της είπε με το πιο φυσιολογικό ύφος του κόσμου. 36


Ο Μάγος

«Ούτε θυμάσαι πώς βρέθηκες εδώ;» Η αγανάκτηση είχε πλέον μετατραπεί σε περιέργεια και ήθελε να συνεχίσει τη συζήτηση, παρόλο που αυτή δεν ήταν δουλειά για σερβιτόρα, αλλά για ψυχολόγο. «Όχι. Η πρώτη μου καθαρή ανάμνηση είναι να βρίσκομαι στον δρόμο και να προσπαθώ να αποφύγω τα τέρατα». Τον λοξοκοίταξε. «Τα αυτοκίνητα, εννοείς», τον διόρθωσε. «Πριν από αυτό όλα είναι σκόρπια», συνέχισε ο Ισέλιαθ. Η Ρόζα σηκώθηκε και τον άφησε στον καναπέ. Έκλεισε την τηλεόραση, που μάλλον του αποσπούσε την προσοχή και προχώρησε στην κουζίνα. Έπρεπε να κάτσει για λίγο μόνη, να αποφασίσει τι θα κάνει. Ίσως ο άντρας στο σαλόνι της να ήταν ευγενέστατος και να μην έδειχνε επικίνδυνος, τουλάχιστον προς αυτήν, αλλά δεν έπαυε να είναι δολοφόνος. Όχι μόνο δεν έδειχνε να μετανιώνει, αλλά θα μπορούσε και να τη βάλει σε τρομερούς μπελάδες. Αργά ή γρήγορα, κάποιος μπορεί να έκανε τη σύνδεση με τα δυο πτώματα και το στέκι που δούλευε και να έφταναν σε αυτήν. Εξάλλου, αν η αστυνομία ερχόταν να τον πιάσει, αν η ίδια τους εξηγούσε πώς έγιναν τα πράγματα, αν έβλεπαν μόνοι τους ότι ο τύπος δεν πήγαινε καλά στα μυαλά του, πιθανώς θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν περισσότερο από αυτήν. Πριν αφήσει τα συναισθήματά της να την οδηγήσουν στη λάθος επιλογή, έπιασε το κινητό της και κάλεσε το 100. Ζήτησε κατευθείαν τον κύριο Π. ∆εληγιάννη, θυμόταν το όνομά του από την τηλεόραση. Το τηλέφωνο χτύπησε δυο φορές και άκουσε μετά μια αντρική φωνή από την άλλη μεριά του τηλεφώνου να λέει: «∆εληγιάννης». «Καλημέρα σας. Γνωρίζω για το χθεσινό διπλό φονικό». Άκουσε έναν ήχο σαν να πατήθηκε ένα κουμπί στην άλλη άκρη της γραμμής και κατάλαβε ότι η συνομιλία καταγραφόταν και ότι πιθανώς προσπαθούσαν να την εντοπίσουν. Χωρίς να ξέρει γιατί, ανακουφίστηκε που το κινητό ήταν σε 37


Νικόλας Παπακώστας

ψεύτικο όνομα –κάτι που είχε κάνει όταν είχε φύγει από το σπίτι της, για να μην μπορεί να την εντοπίσει κανείς. «Πώς λέγεστε, δεσποινίς;» της είπε ο αστυνόμος. Κατάλαβε ότι ο ∆εληγιάννης σκόπευε να κάνει και δεύτερη ερώτηση αλλά τελευταία στιγμή αποφάσισε να μην την κάνει. Γύρισε το κεφάλι της και είδε τον Ισέλιαθ να την κοιτάει. Για μια στιγμή νόμισε ότι θα έβγαζε το τόξο του και θα την έκανε σουρωτήρι, αλλά εκείνος απλώς κατέβασε το κεφάλι και γύρισε προς το σαλόνι. Συνειδητοποιούσε ότι αυτός ο άνθρωπος που την είχε σώσει από βέβαιο βιασμό, αν του το ζήταγε, θα καθόταν ακίνητος μέχρι να έρθουν να τον πιάσουν. Ο ίδιος μπορεί να μην πίστευε ότι είχε κάνει κάτι κακό, αλλά έμοιαζε διατεθειμένος να δεχτεί τις συνέπειες των νόμων του μέρους που βρέθηκε. Επίσης κατάλαβε ότι είχε ανάγκη τη βοήθεια της. Ότι με κάποιον τρόπο, η ευχή κι η επιθυμία της να βοηθήσει κάποιον είχε πραγματοποιηθεί. «Κυρία μου;», άκουσε τη φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής. «Με συγχωρείτε, λάθος», απάντησε η Ρόζα και έκλεισε το τηλέφωνο γρήγορα. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες και γύρισε στο σαλόνι. Ο Ισέλιαθ καθόταν στον καναπέ και κάπνιζε. «Θα έρθουν να με πάρουν;», ρώτησε μόνο. «Προλαβαίνω να καπνίσω την πίπα μου;» Τον πλησίασε και κάθισε δίπλα του. Τον ακούμπησε φιλικά στον ωμό. Αυτός γύρισε και την κοίταξε. «Όχι, δεν θα έρθουν. Ανάθεμα κι αν ξέρω γιατί, αλλά θα προσπαθήσω να σε γλιτώσω από αυτό. Θα μου υποσχεθείς όμως, ότι δεν θα πειράξεις κανέναν. Ποτέ ξανά. Σε καμιά περίπτωση». Ο Ισέλιαθ έδειξε να μην καταλαβαίνει ακριβώς τι του έλεγε. Πήγε να πει κάτι, αλλά η Ρόζα τον διέκοψε. «Αν θες να μείνεις εδώ και να σε βοηθήσω να θυμηθείς ποιος είσαι και από πού είσαι, θα πρέπει να μου το υποσχεθείς αυτό».

38


Ο Μάγος

«Είναι λίγο επικίνδυνο να δώσω όρκο. ∆εν ξέρω πώς δουλεύουν αυτά τα πράγματα εδώ. Είμαι μάγος, δεν μπορώ να το ρισκάρω». Έμοιαζε να ανησυχεί για κάτι πάρα πολύ, αλλά τη Ρόζα δεν την ένοιαζε ιδιαίτερα. Έβλεπε όμως ότι ο Ισέλιαθ δεν θα έκανε πίσω εύκολα. Αποφάσισε να δοκιμάσει να χρησιμοποιήσει για λίγο προς όφελός της την αίσθηση της τιμής του. Είπε τότε με προσποιητό στόμφο: «Ως οικοδέσποινα αυτού του οίκου, απαιτώ να ορκιστείς στην τιμή σου ότι δεν θα πειράξεις ποτέ και σε καμιά περίπτωση κανέναν άνθρωπο και ότι θα κάνεις αυτό που θα σου λέω. Αν δεν συμμορφωθείς, μπορείς να μαζέψεις τα πράγματά σου και να του δίνεις από το σπίτι μου από τώρα». Ο Ισέλιαθ αναστέναξε βαριά. Σηκώθηκε όρθιος και χωρίς να της πει κάτι προχώρησε προς την κουζίνα. Γύρισε με ένα πιατάκι του καφέ. Το άφησε στο τραπέζι. Κοίταξε τη Ρόζα ικετευτικά, για να μην τον αναγκάσει να κάνει αυτό που πήγαινε να κάνει, αλλά εκείνη δεν του έδωσε σημασία. Σήκωσε το αριστερό του μανίκι μέχρι τον ωμό και η Ρόζα παρατήρησε ότι η εξωτερική πλευρά του χεριού του, από τον καρπό και πάνω, ήταν γεμάτη περίεργα τατουάζ. Χωρίς προειδοποίηση, έβγαλε το μαχαίρι που είχε πάρει από τον άντρα που είχε σκοτώσει χθες. Μόλις το είδε, ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι, που πέρασε αμέσως όταν είδε ότι ακούμπησε τη λεπίδα στο μπράτσο του. Το βλέμμα του δεν έδειχνε να έχει σκοπό να την πειράξει. Μίλησε τότε με πραγματικό στόμφο: «Εγώ, ο Ισέλιαθ Νοξ, μάγος της δεύτερης κλάσης, ορκίζομαι στους θεούς, στην τιμή και στη μαγεία μου, να μην πειράξω κανέναν, σε καμιά περίπτωση. Ορκίζομαι να προστατεύω και να υπακούω χωρίς διαμαρτυρία σε ό,τι μου προστάζει η δέσποινα Ρόζα, Κόμισσα της Φάμπρικας». Ο άνθρωπος το ζούσε. Η Ρόζα κατάφερε να συγκρατήσει ένα γέλιο σ’ αυτή τη σκέψη, γιατί κατάλαβε ότι για εκείνον αυτά που έλεγε ήταν ιδιαιτέρως σημαντικά.

39


Νικόλας Παπακώστας

Έκοψε το χέρι του λίγο κάτω από τον αγκώνα και άφησε το αίμα να στάξει πάνω στο πιάτο που είχε τοποθετήσει από κάτω. Ύστερα άρχισε να μιλάει σε μια περίεργη, σπονδυλωτή γλώσσα, σα να έψελνε. Τα φώτα στο διαμέρισμα άναψαν μόνα τους, το ίδιο και η τηλεόραση και άρχισαν να τρεμοπαίζουν. Όσο έψελνε ο Ισέλιαθ, η Ρόζα ένιωσε στατικό ηλεκτρισμό να μαζεύεται γύρω του. Όλες οι τρίχες του κορμιού της είχαν σηκωθεί. Ο ψαλμός έφτασε ένα κρεσέντο, με τα φώτα και την τηλεόραση να αναβοσβήνουν όλο και πιο έντονα, μέχρι που σταμάτησε απότομα. Ο στατικός ηλεκτρισμός εξαφανίστηκε και το σπίτι ήταν πάλι όπως πριν. Ο άντρας με το ράσο έδειχνε εξουθενωμένος. Έσκυψε στο τραπέζι για να στηριχτεί και έπιασε το πιάτο. Το κράτησε με τα δυο χέρια. Το αίμα έμοιαζε να έχει ήδη ξεραθεί. «Αυτό το σκεύος», είπε γυρίζοντας, «είναι η απόδειξη του Όρκου μου. Όσο είναι ολόκληρο, δε θα σπάσω αυτό που είπα. Έχει ισχύ μόνο όσο είναι ακέραιο στα χέρια σου». Έπεσε στο ένα γόνατο μπροστά της, έσκυψε το κεφάλι του και της πρόσφερε το πιάτο. «Είμαι δικός σου, Κόμισσα», της είπε. Η Ρόζα δεν καταλάβαινε τι είχε μόλις συμβεί και κρατήθηκε για να μην βάλει τις φωνές. Πρόβλημα τάσης. Ήταν μόνο ένα πρόβλημα στην τάση. ∆εν ήταν και σίγουρη ότι έπεισε τον εαυτό της.

Λίγο μετά τις εννιά, ο Στέργιος σηκώθηκε. Τρεισήμισι ώρες ύπνος στην ηλικία του, που πλέον κάθε στιγμή έφευγε και δε γυρνούσε, ήταν παραπάνω από αρκετός. Σηκώθηκε αργά, πήγε στην τουαλέτα –μια διαδρομή βασανιστική από μόνη της–, και πολεμώντας το τρέμουλο των χεριών του, ξυρίστηκε. Έφτιαξε έναν ελληνικό καφέ σκέτο και κάθισε στο μικρό καθιστικό –όχι στο σαλόνι φυσικά, αυτό ήταν για γιορτές

40


Ο Μάγος

και για ταινίες– να τον απολαύσει. Άνοιξε για λίγο την παλιά τηλεόραση που είχε εκεί και χάζεψε. ∆ε βρήκε κάτι ενδιαφέρον. Ένιωθε ότι είχε δει σχεδόν τα πάντα. Βαριόταν εύκολα. Ήπιε τον καφέ του αργά, με μικρές, κοφτές ρουφηξιές κι έχυσε μπόλικο στο τραπεζάκι. Τα πόδια και η πλάτη του πονούσαν και τα χέρια του έτρεμαν ασταμάτητα. Αυτό το τρέμουλο... Ο καφές δε βοηθούσε, αλλά όπως λένε «Πρώτα φεύγει η ψυχή του ανθρώπου και μετά το χούι». Τι τον είχε πιάσει και είχε υποσχεθεί ότι θα ζωγράφιζε το παλικάρι από χθες; ∆εν καταλάβαινε γιατί προσφέρθηκε. Είχε να πιάσει πινέλο τριάντα χρόνια, από τον θάνατο της γυναίκας του. Και να ήθελε, τα χέρια του πια δεν τον βοηθούσαν. Οι πίνακές του ήταν που αρχικά την τράβηξαν σε αυτόν, τότε που είχε στήσει εκείνη τη μικρή έκθεση λίγο πιο πάνω από την Αριστοτέλους. Είχε εξαιρετική φήμη ως ζωγράφος πορτρέτων στις καλές οικογένειες της πόλης και η Λίτσα ήθελε ένα πορτρέτο της για το σπίτι. Ήταν όμορφη και τσαχπίνα για την εποχή και αν και δεν του άρεσε η αρχική της συμπεριφορά –γι’ αυτήν άντε να ήταν λίγο καλύτερος από μπογιατζής–, είχε δεχτεί να της κάνει το πορτρέτο. Άλλωστε, χρειαζόταν τη δουλειά και τα χρήματα. Όσο περνούσε ο καιρός, κατάλαβε ότι περίμενε με το ρολόι στο χέρι για το επόμενο ραντεβού τους και πολλές φορές καθυστερούσε επίτηδες τη διαδικασία για να περνάνε περισσότερη ώρα μαζί. Την ώρα που του πόζαρε, ήταν αμέτρητες οι φορές που έκλεβε βλέμματα πάνω από το καβαλέτο του, για να την αποτυπώσει καλύτερα, αλλά όταν επέστρεφε τα μάτια ίσα που ακουμπούσε το πινέλο στο μουσαμά. Και δώστου πάλι. Όταν τελικά ολοκλήρωσε τον πίνακα, αρνήθηκε να δεχτεί λεφτά. Της είχε πει ότι το θεωρούσε το πιο όμορφο έργο του και ότι θα μείωνε την αξία του αν έπαιρνε χρήματα γι’ αυτό. Από εκείνη τη μέρα, η Λίτσα πήγαινε στο ατελιέ του όλο και πιο συχνά, για να θαυμάσει τα έργα του. Κι έτσι ήρθαν κοντά. ∆εν έκανε μόνο πορτρέτα, αλλά και τοπία και άλλα πιο αφηρημένα, που αν και στον ίδιο δεν άρεσαν ιδιαίτερα,

41


Νικόλας Παπακώστας

ήταν αρκετοί αυτοί που έρχονταν για να τα αγοράσουν. Ευτυχώς δηλαδή. Όταν ήταν νέος, και τουλάχιστον μέχρι να πεθάνει η Λίτσα –ο γιατρός της είχε πει να προσέχει την καρδιά της, αλλά εκείνη δεν άκουγε κανέναν– πολλές φορές που καθόταν σε έναν λευκό καμβά για να ζωγραφίσει κάτι που αποφάσιζε ο ίδιος, τον κοιτούσε και έβλεπε από πίσω να αχνοφαίνεται η εικόνα αυτού που είχε σκεφτεί. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να πατήσει πάνω σε αυτό που έβλεπε με το μυαλό του για να του δώσει ζωή στον καμβά. Ωστόσο, μετά τον θάνατό της σταμάτησε να ζωγραφίζει. Ο Θεός δίνει και παίρνει, λένε. Το ταλέντο του δεν το έχασε, όμως η ανάμνηση της γυναίκας του και του πρώτου καιρού της γνωριμίας τους ήταν αβάσταχτη κάθε που έπιανε το πινέλο. Έτσι, σταμάτησε. Ξεπούλησε όσα έργα του είχαν μείνει, εκτός απ’ αυτά που απεικόνιζαν αγαπημένα του πρόσωπα και μέρη –αυτά τα κράτησε στο σαλόνι του– και αποσύρθηκε. Είχε βγάλει αρκετά χρήματα για να ζήσει μέχρι και τα εγγόνια του, τρία είχε από τον γιο του και δύο από την κόρη του – ζωή να ’χουν! ∆εν ήταν λίγοι αυτοί που θυμόνταν το όνομα που είχε φτιάξει ως ζωγράφος –από μια εποχή που του φαινόταν πλέον τόσο απομακρυσμένη και ξεχασμένη, σαν ιστορία από άλλη μια ταινία που είχε δει– και μάλιστα του ζητούσαν κάθε τόσο να κάνει μια καινούρια έκθεση, αλλά εκείνος δεν είχε καμία όρεξη. Γιατί λοιπόν είχε αποφασίσει και είχε επιμείνει να φτιάξει ο ίδιος το πορτρέτο του άντρα; Τη στιγμή που ο αστυνομικός του είπε ότι ήθελε λεπτομέρειες στην κατάθεσή του για να φτιάξουν σκίτσο, τον έπιασε μια περίεργη, γλυκιά ξιπασιά, ίσως ήταν η θύμηση της νιότης του κι αποφάσισε ότι καμιά κατάθεση, κανένας σκιτσογράφος, ούτε καν φωτογραφία δεν θα μπορούσαν να αποτυπώσουν όσες λεπτομέρειες μπορούσε να δώσει ο ίδιος με το πινέλο του. Όχι μόνο ήταν ο μόνος που τον είχε δει, αλλά κι ο μόνος που θα μπορούσε να το κάνει. Τουλάχιστον έτσι πίστευε χθες. Σήμερα του φαινόταν βουνό. Τίποτα. ∆εν ήθελε να δει καμβά

42


Ο Μάγος

ούτε παλέτα. ∆εν ήθελε να σηκωθεί από την καρέκλα μέχρι την ώρα του φαγητού. Η υπόσχεση είναι υπόσχεση, καλέ μου, άκουσε να λέει η φωνή της γυναίκας του. Όπως συμβαίνει σε πολλούς άντρες, έτσι και στον Στέργιο, με τα χρόνια, η συνείδησή του είχε πάρει τη φωνή της νεκρής γυναίκας του. «Ναι, το ξέρω. Τι μου ’ρθε εξαρχής δεν καταλαβαίνω! Τόσα χρόνια έχω να ζωγραφίσω!» Ίσως είναι ώρα να το ξεπεράσεις. Ποτέ δεν είναι αργά… Ο Στέργιος ξεφύσησε και συνέχισε τον καφέ του. Λίγο μετά σηκώθηκε και πήγε προς την αποθήκη, όπου είχε καταχωνιάσει εδώ και τριάντα χρόνια καμβάδες και πινέλα. Μπογιές δεν είχε. Και να είχαν ξεμείνει μερικές, θα είχαν ξεραθεί. Ζήτησε από τον γιο του να του φέρει όσα θα χρειαζόταν. ∆εν ήταν κακό όμως εν τω μεταξύ να στήσει έναν καμβά και να πιάσει το πινέλο, έτσι για να θυμηθεί την αίσθηση. Σχεδόν μηχανικά, αλλά και λίγο αμήχανα, έπιασε να στήσει ένα τρίποδο. Ξεδίπλωσε αργά έναν λευκό –κιτρινισμένο μάλλον τον έλεγες–, καμβά και τον άνοιξε μπροστά του. Έπιασε την κενή παλέτα με το αριστερό του χέρι, ένα πινέλο στο δεξί. Τα χέρια του έτρεμαν. Κοίταξε μια τα χέρια του και μια τον κενό καμβά. ∆ε θα ήταν καθόλου εύκολο.

Μια ώρα μετά, πέρασε ο γιος του κι έδειχνε πολύ χαρούμενος. Είχε φέρει τις μπογιές και μια ζωγραφιά του μικρότερου εγγονού του, που ήταν πέντε χρονών. Απεικόνιζε κάποιον που θα μπορούσε με λίγη φαντασία να είναι ο Στέργιος, να κρατάει ένα πινέλο μακρύ όσο το ύψος του κι από κάτω έγραφε «ΜΠΡΑΒΟ ΠΑΠΠΟΥ!» Ο Στέργιος πήρε τις μπογιές με μεγάλη ικανοποίηση και όταν είδε τη ζωγραφιά την έκανε χάζι κάμποση ώρα, χαμογέλασε περήφανος και είπε στον γιο του ότι ο μικρός έχει ταλέντο.

43


Νικόλας Παπακώστας

«Πολύ χαίρομαι που αποφάσισες επιτέλους να ζωγραφίσεις πάλι, πατέρα. Χρόνια προσπαθούμε να σε πείσουμε να φτιάξεις κάτι. Τόσο καιρό σου λένε οι γιατροί ότι θα σε αναζωογονήσει αν κάνεις κάτι που αγαπάς. Σπάνια βγαίνεις από το σπίτι πια. Και δεν είναι ότι είσαι και πολύ μεγάλος». «Ογδόντα τριών είμαι, γιε μου, δεν είμαι μεγάλος;», είπε και χαμογέλασε πριν συνεχίσει, «αλλά ναι, ήθελα να ζωγραφίσω πάλι κάτι. Έναν ή δυο πίνακες και μετά τέλος». Ο γιος του ήταν από τους λίγους που δεν τρόμαζαν με το χαμόγελό του. Έβλεπε στο πρόσωπό του τη σπίθα της παλιάς του νιότης. «Καλά, φτιάξε πρώτα αυτά που θες και να δεις, μετά θα σου έρθουν κι άλλες ιδέες», του απάντησε ο γιος του συγκαταβατικά. Μιλήσανε λίγο ακόμα για φάρμακα, για τα εγγόνια του και την υπόλοιπη οικογένεια και κανονίσανε να φάνε μαζί το σαββατοκύριακο. Πριν φύγει, ο γιος του στάθηκε λίγο στην πόρτα. «Και… πατέρα;» «Τι;» «∆εν φταις εσύ για τη μαμά. Χαίρομαι που το κατάλαβες επιτέλους». Ο Στέργιος καταλάβαινε ότι ο γιος του χαιρόταν που θα ξανάπιανε πινέλο, όχι τόσο γιατί όντως θα ζωγράφιζε, αλλά περισσότερο γιατί οι γιατροί τους είχαν πει ότι μια ελαφριά χειρωνακτική ενασχόληση θα τον βοηθούσε με το τρέμουλο. Χαιρόταν όμως πραγματικά κι αυτό ήταν που μετρούσε. Έβαλε στην παλέτα τα χρώματα που θα χρειαζόταν και έκατσε σε μια παλιά ξύλινη καρέκλα. Πλέον, φαντάστηκε ότι θα ήταν αδύνατο να ζωγραφίσει όρθιος όλη την ώρα. Όπως κοιτούσε τον καμβά, προσπάθησε να αποφασίσει ποιον θα φτιάξει πρώτα. Χωρίς ιδιαίτερο λόγο, έπιασε να δοκιμάσει την κοπέλα. Ήθελε πριν φτιάξει τον άντρα τα χέρια του να έχουν συνηθίσει κάπως πρώτα. Είχε σκοπό να τον πετύχει καλύτερα απ’ όσο θα τον αποτύπωνε φωτογρα-

44


Ο Μάγος

φική μηχανή. Έπρεπε να ξαναπάρει λίγο το κολάι για να το καταφέρει. Τι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είχε λοιπόν η κοπέλα; Τι πρόσεχες όταν την έβλεπες πρώτη φορά; Τα μαλλιά της. Είχε κόκκινα, κυματιστά μαλλιά. Χάλκινο κόκκινο ήταν. Βούτηξε το πινέλο στο χρώμα και ξεκίνησε με αργές κινήσεις. Μετά από λίγη ώρα κατάλαβε ότι τα χέρια του δεν έτρεμαν πια.

«Καταφέρατε να εντοπίσετε το τηλεφώνημα;» «Πήρε από κινητό. ∆εν προλάβαμε, λυπάμαι». «Καλά, δεν περίμενα και κάτι άλλο». Ο ∆εληγιάννης κατέβασε το ακουστικό και κάθισε πάλι στην αναπαυτική καρέκλα του γραφείου του. Είχε φανταστεί, ότι η κοπέλα που έσωσε χθες ο Ρομπέν θα τηλεφωνούσε. Αν όχι για να τον καταδώσει,, για να μιλήσει υπέρ του. Αλλά δεν είχε φανταστεί ότι θα το έκανε τόσο γρήγορα. Τα δύο θύματα δεν ήταν και τα καλύτερα παιδιά και σύμφωνα με την κατάθεση του Κουτσού αποπειράθηκαν να βιάσουν την κοπέλα. Όμως δεν είχε δικαίωμα κανένας περαστικός να πάρει τον νόμο στα χέρια του και να σκοτώσει, ούτε για να αποτρέψει ένα έγκλημα. Σίγουρα, ο δικηγόρος του Ρομπέν θα το χρησιμοποιούσε αυτό για ελαφρυντικό. Κι ο ίδιος ο ∆εληγιάννης δεν θα στεναχωριόταν ιδιαίτερα για τα θύματα, αλλά ήξερε ότι το καθήκον του ήταν να πιάσει τον άντρα και να τον οδηγήσει στο έδρανο του κατηγορούμενου. Σύμφωνα με την κατάθεση τού γέρου –που δεν ήταν βέβαια ακόμα επίσημη, θα έστελνε όμως έναν από τους καινούργιους αργότερα για να τους την υπογράψει–, ο ένας από τους δυο άντρες είχε επιτεθεί πρώτος στον Ρομπέν, αλλά ο γέρος δεν είχε ξεκαθαρίσει αν είχε ορμήσει οπλισμέ-

45


Νικόλας Παπακώστας

νος. Άρα ο Ρομπέν ίσως κουβαλούσε μαζί του το μαχαίρι που χρησιμοποίησε για να σκοτώσει τον έναν από τους δυο. Είχε τόξο, όμως. Γιατί δεν χρησιμοποίησε το τόξο από την αρχή, αλλά το τράβηξε μόνο όταν ο άλλος τον απείλησε με περίστροφο; Έβγαλε το μπλοκ του και σημείωσε την ερώτηση, για να τη μεταφέρει στο γέρο όποιος θα πήγαινε για να πάρει υπογραφή της κατάθεσής του. ∆εν φαινόταν σημαντικό, αλλά η εμπειρία τού είχε διδάξει ότι συχνά τέτοιες λεπτομέρειες έδιναν απαντήσεις σε άλλα ερωτήματα, που σίγουρα θα προέκυπταν όσο προχωρούσε η υπόθεση. Μάζεψε μπροστά του τα στοιχεία που είχε συγκεντρώσει από το πρωί. Έβαλε στην άκρη ό,τι είχε βρει για τον Κουτσό, ότι δηλαδή ήταν αρκετά γνωστός πριν από κάποια χρόνια και ότι το όνομά του αναφερόταν σε ένα ντοκιμαντέρ με Έλληνες ζωγράφους και εστίασε την προσοχή του σε αυτά που είχε τυπώσει από το διαδίκτυο για τις βαλλίστρες. Οι επαναληπτικές βαλλίστρες χρησιμοποιήθηκαν πρώτη φορά στην Κίνα, γύρω στο 400 π.Χ. ∆εν ήταν βέβαια ακριβώς αυτόματες, αλλά είχαν ένα μηχανισμό που επέτρεπε με το τράβηγμα ενός μοχλού να τραβηχτεί η χορδή και ταυτόχρονα να κουμπώσει το επόμενο βέλος. Αυτό μείωνε κατά πολύ το χρόνο επαναγέμισης τής επαναληπτικής βαλλίστρας σε σχέση με την κανονική. Όμως σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία είχαν ίδιο μέγεθος. ∆ηλαδή η χρήση τους απαιτούσε δυο χέρια. Το τόξο από την περιγραφή του γέρου έμοιαζε πιο πολύ με πιστόλι, παρά με βαλλίστρα. Μια κατασκευή που θα κούμπωνε βέλη αυτόματα και τόσο γρήγορα του φαινόταν ακατόρθωτη. Στα αυτόματα όπλα, η επαναγέμιση γίνεται την ώρα που φεύγει η κάθε σφαίρα, καθώς η ώθησή της είναι αρκετή για να στείλει το κλείστρο πίσω και να φέρει στη θαλάμη την επόμενη. Ένα βέλος δεν μπορεί να έχει τόση δύναμη ώθησης. Αν όμως είχε πάνω στην κατασκευή κάτι σαν μικρό μοχλό –πολύ μικρό για να το πιάσει το μάτι του Κουτσού από το 46


Ο Μάγος

μπαλκόνι– ίσως λίγο πάνω από τη σκανδάλη, ώστε να είναι εύκολο να την πατήσεις και να ξαναγεμίσεις με το ένα χέρι... Η ίδια του η σκέψη του φάνηκε τραβηγμένη, γιατί καταλάβαινε ότι θα ήταν μηχανικά δύσκολο να επιτευχθεί. Ωστόσο, τη σημείωσε κι αυτή. Είχε ραντεβού αργότερα με έναν πρωταθλητή τοξοβόλο που ήταν και κατασκευαστής. Αυτός θα είχε κάτι να του πει. Ήταν σημαντικό να καταλάβει πώς ακριβώς ήταν το όπλο που χρησιμοποιήθηκε. Βρες το όπλο κι αυτό θα σε οδηγήσει σε αυτόν που το κρατούσε, όπως έλεγε ένας καθηγητής του στη σχολή. Περίμενε στο γραφείο του και η σκέψη του για μια στιγμή πήγε στο μπουκάλι ουίσκι που φύλαγε ακόμα στο κλειστό συρτάρι, αλλά έδιωξε την παρόρμησή του να πιει. Αυτή η υπόθεση είχε πολύ ενδιαφέρον –δεν είχε κοιμηθεί καθόλου από χθες– και δεν ήθελε να θολώσει άλλο το μυαλό του με αλκοόλ. Έπρεπε να είναι σε εγρήγορση, ώστε να μπορέσει να εξετάσει τα αποτελέσματα της Σήμανσης, που θα έρχονταν από στιγμή σε στιγμή. Ξανακοίταξε τον φάκελο με όσα στοιχεία είχε μαζέψει. Προσπάθησε να ανακατασκευάσει στο μυαλό του τη σκηνή σύμφωνα με ό,τι γνώριζε και όσα υπέθετε. Η κοπέλα επιστρέφει από τη δουλειά, τον φίλο της, ή από όπου ήταν μέσα στα στενά, μάλλον για να βγει στον κεντρικό, άρα δεν θα μένει κοντά. Τα θύματά της την έχουν στημένη, άρα ήξεραν το δρομολόγιό της. Για να το προβλέψουν οι δυο άντρες, πιθανώς πρόκειται για δρομολόγιο που ακολουθεί συχνά. Την περιμένουν εκεί και όχι σε κάποιο πιο σκοτεινό στενό, ίσως γιατί είναι το μόνο σίγουρο σημείο που θα περάσει. Για να γνωρίζουν τόσες λεπτομέρειες, μάλλον το είχαν στο μυαλό τους καιρό και δεν το αποφάσισαν απλά εκείνο το βράδυ. Άρα την ήξεραν, και το πιο πιθανό είναι ότι αυτή κάπου εκεί δουλεύει, κι ότι δεν βρέθηκε εκεί για να δει κάποιο σύντροφο, φίλο ή παρέα. Ίσως βέβαια αυτοί να ήταν η παρέα της. Του φάνηκε απίθανο.

47


Νικόλας Παπακώστας

Όσο απίθανο ήταν να είχε πάει εκεί για γκόμενο. Σιγά μην την άφηνε μόνη της τέτοια ώρα να βγει στον κεντρικό, θα ’πρεπε να είναι ηλίθιος. Εκτός κι αν ο Ρομπέν είναι ο γκόμενός της και την ακολουθούσε από απόσταση ασφαλείας… Μπορεί να είχαν μαλώσει πριν κι εκείνη να απομακρύνθηκε ή να έφυγε μόνη της, αλλά εκείνος να ανησυχούσε και να την ακολούθησε. Γιατί όμως μεταμφιεσμένος; Γιατί να κουβαλάει όπλα; Και μάλιστα τέτοια όπλα; Σημείωσε στο μπλοκ του ότι θεωρούσε πιο πιθανό η κοπέλα και ο ρασοφόρος να μην γνωρίζονταν μέχρι εκείνη τη στιγμή και συνέχισε τη σκηνή στο μυαλό του. Οι δυο επίδοξοι βιαστές ορμάνε στην κοπέλα ακριβώς την ώρα που αυτή στρίβει και ο ένας τη σπρώχνει με δύναμη και χτυπάει το κεφάλι της στον τοίχο. Γι’ αυτό στέκονταν στη γωνία. Άρα η κοπέλα πρέπει να ήρθε από εδώ. Σημείωσε σε ένα χάρτη της περιοχής μια κόκκινη κουκκίδα. Αν είχε βγει στον δρόμο που την περίμεναν από άλλο σημείο, θα τους έβλεπε. Αν είχε βγει πιο πάνω, δεν θα την έβλεπαν αυτοί. Ύστερα προσπαθούν να τη βιάσουν. Ο Ρομπέν πιθανώς στέκεται κάπου εκεί ήδη. Άγνωστο γιατί. ∆εν μπορεί να δεχτεί ότι ο τύπος πήδηξε από εκατό μέτρα μακριά. Ίσως γιατί περιμένει κάτι, ίσως γιατί είναι θεότρελος και την έχει δει Μπάτμαν –αυτή η θεωρία, αν και «θεότρελος» δεν ήταν ο δόκιμος επιστημονικός όρος, ταιριάζει με τη μεταμφίεση του ρασοφόρου–, πλησιάζει προς τα εκεί. Τους δίνει μια ευκαιρία να φύγουν. Μετά τους σκοτώνει. Όχι δεν είναι σωστό αυτό, σκέφτεται και συνεχίζει. Ρίχνει πρώτα τον έναν κάτω. Ύστερα πετάει το μαχαίρι στον άλλον, ίσως γιατί φοβήθηκε ότι ήταν οπλισμένος. Πάει πάνω από την κοπέλα, παίρνει το μαχαίρι του, αλλά ο 48


Ο Μάγος

άλλος που έχει σηκωθεί, τραβάει πιστόλι και ο Ρομπέν τον σκοτώνει με το τόξο του. Ύστερα παίρνει την κοπέλα και φεύγουν –σύμφωνα με τον Κουτσό, η κοπέλα τον παίρνει και φεύγουν– ίσως για να αποφύγουν τα βλέμματα. Αλλά αυτός όταν βλέπει τον Κουτσό, του υποκλίνεται. Σαν να του λέει «παρακαλώ». Γιατί δεν πιστεύει ότι έκανε κάτι κακό. Πιστεύει ότι καθάρισε τον τόπο από δύο αποβράσματα. Μήπως είναι ψυχοπαθής και νομίζει ότι κάνει το θέλημα του Θεού; Κι αν η κοπέλα αν δεν τον ήξερε καθόλου, γιατί τον πήρε να φύγουν; Γιατί να μην το βάλει στα πόδια με την πρώτη ευκαιρία ή τουλάχιστον αφού είδε ότι ο σωτήρας της δεν ήθελε να φύγει; Γιατί να τον σύρει μαζί της; Φώναξε έναν αστυνομικό, τον πιτσιρικά που ήταν μαζί του από χθες και δεν έλεγε να πάει σπίτι του αν δεν έφευγε εκείνος πρώτα. ∆ίστασε λίγο προσπαθώντας να θυμηθεί το όνομά του. Είχε την εντύπωση ότι τον έλεγαν Ζέρβα. Ο μικρός μπήκε μέσα. «Ζέρβας;», είπε μισοκλείνοντας τα μάτια. «∆ιατάξτε», τον επιβεβαίωσε ο νεαρός. «Θέλω να μου βρεις τα μαγαζιά από όπου η πιο σύντομη διαδρομή για να βγεις στην Εγνατία είναι να περάσεις από τον δρόμο που έχω σημειώσει, ώστε να καταλήγει στο σημείο που έγινε το συμβάν». «Γιατί;», ρώτησε ο μικρός. ∆εν ήταν από ανυπακοή ή περιέργεια. Ήταν φανερό ότι ο νεαρός τον θαύμαζε και ρώταγε διερευνητικά, για να μαθαίνει τη λογική της δουλειάς. Άρεσε αυτό στον ∆εληγιάννη. «Γιατί μια κοπέλα μόνη της δεν θα προχωρούσε αμέριμνη σε σκοτεινούς δρόμους, θα ήθελε να βγει στον κεντρικό γρήγορα. Συνεπώς, ο δρόμος που πήρε ήταν ο πιο σύντομος. Βρες λοιπόν για ποια μαγαζιά ο συγκεκριμένος είναι ο καλύτερος δρόμος για να βγεις στην Εγνατία και θα έχουμε βρει τα πιθανά μέρη που η κοπέλα δούλευε χτες βράδυ».

49


Νικόλας Παπακώστας

Ο Ζέρβας προσπάθησε να κρύψει ένα χαμόγελο ενθουσιασμού χωρίς μεγάλη επιτυχία. «Θα τα έχω σε πέντε λεπτά!», είπε. «∆εν το θέλω σε πέντε λεπτά. ∆εν θέλω να το τσεκάρεις σε χάρτη με κλίμακα, θεωρητικά, με υποθέσεις και ρεαλιστικές αποστάσεις. Θέλω να πας εκεί ο ίδιος, να περπατήσεις τους δρόμους, να δεις τα μαγαζιά. Μόνο έτσι μπορούμε να είμαστε σίγουροι ποιος δρόμος έχει φώτα και ποιος όχι. Το να βρεις ένα μαγαζί που έχει έναν σύντομο αλλά σκοτεινό δρόμο, δεν θα βοηθήσει». Ο Ζέρβας κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. ∆εν είχαν δουλέψει ποτέ μαζί και ο αστυνόμος καταλάβαινε ότι ο μικρός βρισκόταν σε τρομερή υπερένταση. Ήταν η πρώτη του σοβαρή υπόθεση. Ευτυχώς δεν τον είχα μαζί μου πριν δυο χρόνια. Αν έδειχνε τέτοιο ενθουσιασμό και με εκείνο το συμβάν τότε, θα τον έπνιγα. «Αστυνόμε;», είπε πριν φύγει. «Πες το», είπε ο αστυνόμος κοιτώντας πάλι τα χαρτιά μπροστά του. «Πώς ξέρετε ότι η κοπέλα θα πάει πάλι εκεί;», ρώτησε ο νεαρός. Ο ∆εληγιάννης ξανασήκωσε το κεφάλι του. «Όταν σου συμβαίνει κάτι άσχημο που σε σοκάρει, θέλεις να γυρίσεις σε γνώριμα μέρη, για να αισθάνεσαι ασφαλής. Αν είχε πάει εκεί για διασκέδαση, θα μας δυσκολέψει περισσότερο. Πιστεύω όμως ότι δούλευε εκεί κοντά, γιατί επέστρεφε μόνη της», είπε με βεβαιότητα. «Βρες λοιπόν εσύ τα μαγαζιά και τα θέλω μέχρι το βράδυ. Ύστερα, πάνε κοιμήσου λίγο κι έλα να με πάρεις από το σπίτι μου στις έντεκα. Κάτω Τούμπα μένω, αυτή είναι η διεύθυνση.» Έγραψε σε ένα χαρτί από το σημειωματάριό του τη διεύθυνσή του, το έσκισε και του το έδωσε. «Έφυγες». «Μάλιστα!», είπε με ενθουσιασμό ο νεαρός και τον χαιρέτησε.

50


Ο Μάγος

Ο αστυνόμος ανταπέδωσε τον χαιρετισμό κι ο πιτσιρικάς βγήκε σχεδόν τρέχοντας από το γραφείο. Την ώρα που ο μικρός έκλεινε την πόρτα, χτύπησε το τηλέφωνο του γραφείου. Ήταν από τη Σήμανση, για να του δώσουν τα πρώτα αποτελέσματα. Στα βέλη είχαν βρεθεί δακτυλικά αποτυπώματα, για τα οποία όμως δεν είχαν εντοπιστεί αντιστοιχίες στα αρχεία τους. ∆εν του έκανε εντύπωση: ήταν βέβαιος ότι ο Ρομπέν δεν θα είχε βεβαρημένο ποινικό μητρώο. Επίσης, το αίμα που βρήκαν δεν ανήκε σε κανένα από τα δύο θύματα. Κι αυτό λογικό. Πιθανώς ήταν της κοπέλας που είχαν χτυπήσει στον τοίχο. Ο συνάδελφος στο ακουστικό συνέχισε να μιλάει, ο ∆εληγιάννης όμως δεν άκουγε. Το βλέμμα του έτρεχε για άλλη μια φορά στις σημειώσεις που είχε σκορπίσει μπροστά του. Είχε προσπαθήσει να φτιάξει το προφίλ του δολοφόνου, βασισμένος στις υποθέσεις που είχε κάνει μέχρι τώρα. Έπιασε το μέτωπό του και διάβασε από μέσα του: Ο δολοφόνος είναι 20 με 27 χρονών. Η μεταμφίεση, ο οπλισμός και η υπόκλιση που έκανε στον μάρτυρα φεύγοντας δηλώνουν ότι πιστεύει για τον εαυτό του πως είναι ήρωας. Ίσως διαβάζει πολλά κόμικς, βιβλία φαντασίας, ίσως του συνέβη κάτι στην παιδική του ηλικία που έμεινε ατιμώρητο, κάτι όμως τον οδήγησε να θεωρεί ότι μπορεί να πάρει τον νόμο στο χέρια του. (Να θυμηθώ να τσεκάρω άλυτες υποθέσεις των τελευταίων ετών, που άφησαν άντρες επιζώντες κοντά στην ηλικία του Ρομπέν. Η πιθανότητα να σχετίζεται με την προ διετίας υπόθεση είναι –ευτυχώς– μηδαμινή.) Αν το φονικό όπλο ήταν περίστροφο ή μαχαίρι, η θεωρία μου για σύμπλεγμα ηρωισμού δε θα ήταν βάσιμη. Εδώ όμως μιλάμε πιθανότατα για ψυχοπαθή: για ρασοφόρο με τόξο, και μάλιστα ειδικής κατασκευής. Άρα, μακάρι να βγω ψεύτης, αλλά δεν θα έμπαινε σε τέτοιο κόπο για να τα χρησιμοποιήσει μόνο μια φορά. Συνεπώς δεν έχουμε να κάνουμε με μεμονωμένο περιστατικό, αλλά ίσως με το πρώτο θύμα ενός ψυχοπαθούς κατά συρροή τιμωρού. Σύμφωνα με 51


Νικόλας Παπακώστας

το προφίλ, τα θύματα αυτά, κατά τη γνώμη του Ρομπέν, θα έχουν διαπράξει ή θα ετοιμάζονται να διαπράξουν… Τη σκέψη του αστυνόμου διέκοψε κάτι που νόμιζε ότι άκουσε στο ακουστικό. «∆ημητρίου, μπάστα λίγο, μπορείς να ξαναπείς μία το τελευταίο που μου ’πες;» «Τα βέλη δεν είναι φτιαγμένα από κανένα γνωστό είδος ξύλου», απάντησε ο συνάδελφός του από τη Σήμανση. «Τι εννοείς;», ρώτησε ο αστυνόμος που είχε βγει για τα καλά από τον ειρμό της προηγούμενης σκέψης του. «Εννοώ ότι όλες οι αναλύσεις δείχνουν ότι είναι ξύλινα. Ως προς τη φωτιά, το νερό, τον ηλεκτρισμό – κανονικά, στα πάντα αντιδρούν σαν να είναι από ξύλο…» «Αλλά;», τον διέκοψε βιαστικά ο ∆εληγιάννης. «Αλλά είναι πιο σκληρά από ατσάλι. ∆εν έχουμε ξαναδεί τέτοιο υλικό. Εγώ σίγουρα όχι. Ίσως είναι κάποιο είδος χημικού παρασκευάσματος; Αυτό που μπορώ να σου πω –το πιο περίεργο και ανησυχητικό– είναι ότι φτιάξαμε μια αυτοσχέδια βαλλίστρα και το ρίξαμε πάνω σε ένα αλεξίσφαιρο». «Και;» «Πέρασε το αλεξίσφαιρο σα να ήταν χαρτί, και μπήκε 20 πόντους στον τοίχο πίσω απ’ αυτό.» «Αν είναι ποτέ δυνατόν... Τουλάχιστον αυτό εξηγεί γιατί τα βρήκαμε τόσο μακριά από το πτώμα. Αν δεν κώλωσε στο αλεξίσφαιρο, γιατί να το σταματήσει ένα τραύμα…» «Όπως τα λες ακριβώς. Όταν τελικά το ξεκαρφώσαμε από τον τοίχο, δεν είχε πάθει τίποτα το μπουρδέλο. Ούτε γρατσουνιά. ∆εν ξέρω πού τα βρήκε ο Ρομπέν σου, αλλά είναι σίγουρα το πιο σκληρό υλικό που έχω συναντήσει». «Τα έχουμε και τα τρία;» «∆υστυχώς, όχι. Όταν καταλάβαμε πόσο σκληρά ήταν, ρίξαμε το ένα στην φωτιά για να δούμε αν καίγεται σαν ξύλο. Όπως σου ’πα ήδη, το υλικό αντιδρά σαν ξύλο, άρα είμαστε μείον ένα». «Μπορεί να γίνει περαιτέρω ανάλυση;» «Θα πρέπει να πάει σε ειδικό, σε χημικό εργαστήριο». 52


Ο Μάγος

«Στείλε το ένα σε κάποιον που ξέρεις προσωπικά και φύλαξε το άλλο σαν τα μάτια σου. Αν είναι μοναδικό, όπως λες, είναι στοιχείο που μπορεί να μας βοηθήσει και θα το χρειαστώ σήμερα που θα μιλήσω σε κάποιον σύμβουλο», είπε και χωρίς να το πολυσκεφτεί, γύρισε σελίδα στο σημειωματάριό του και πρόσθεσε: Ο δολοφόνος έχει γνώσεις θετικών επιστημών. Πιθανότατα χημικός επιστήμονας. «Είναι μοναδικό, σίγουρα. Ή τόσο σπάνιο που εγώ και κανείς άλλος εδώ δεν έχει ξαναδεί», του επιβεβαίωσε ο συνάδελφός του. «Καταλαβαίνεις, δεν μπορώ να σε αφήσω να το πάρεις από εδώ». «Καλά, άσε τις μαλακίες, με μένα μιλάς, με ξέρεις. Άσε που δεν έχεις να ανησυχείς για κάτι αν είναι τόσο ανθεκτικό όσο λες. Τι να πάθει; Τα αποτυπώματα τα περάσατε;» «Ναι». «Ωραία, θα έρθω να το πάρω σε λίγο». «Καλώς», είπε μόνο ο ∆ημητρίου από την άλλη άκρη της γραμμής και έκλεισε το τηλέφωνο. Ο ∆εληγιάννης ήθελε χρόνο να επεξεργαστεί τις καινούργιες πληροφορίες, αλλά η ώρα ήταν περασμένη και αν καθόταν κι άλλο θα καθυστερούσε στη συνάντηση με τον τοξοβόλο. Βγήκε από το γραφείο του. Μετά από δυο βήματα ξαναγύρισε. Άνοιξε το συρτάρι που είχε βάλει το μπουκάλι και ήπιε μια καλή γουλιά από το ουίσκι του γέρου. Αισθάνθηκε καλύτερα. Ξανάβαλε το μπουκάλι στη θέση του και βγήκε πάλι έξω.

Περίπου μια ώρα μετά, ο αστυνόμος έφτανε στο κτήμα λίγο έξω από την Περαία που ανήκε στον ειδικό που θα συναντούσε. Το βιογραφικό του έλεγε ότι είχε κερδίσει μερικά ευρωπαϊκά πρωταθλήματα τοξοβολίας. Ο ίδιος, όταν μίλησαν το πρωί στο τηλέφωνο, έλεγε ότι έχει εμπειρία και στην 53


Νικόλας Παπακώστας

κατασκευή τόξων και βαλλιστρών κι ότι αναλαμβάνει κάθε τόσο να κατασκευάσει κομμάτια κατά παραγγελία. ∆εδομένου ότι ήταν ο μόνος που έκανε κάτι τέτοιο σε ακτίνα τουλάχιστον διακοσίων χιλιόμετρων, ο ∆εληγιάννης ήλπιζε να βρει απαντήσεις, κι αν ήταν τυχερός στοιχεία, που θα τον βοηθούσαν στην αναζήτηση του άντρα. Σε τρεις μέρες θα είχε τα πορτρέτα που του είχε υποσχεθεί ο Κουτσός. Και τρεις μέρες μπορεί να ήταν λίγος χρόνος για τον γέρο που ίσως κλάταρε από το άγχος του για να τα τελειώσει, αλλά ήταν παραπάνω από αρκετός για να ανακαλύψουν τον επόμενο λεχρίτη που ο Ρομπέν θα τιμωρούσε. Οι ψυχοπαθείς δεν περιμένουν. Κι αυτός δεν θα έμενε με σταυρωμένα χέρια. Ο Φέρτης τον περίμενε στην είσοδο του κτήματος. Τον συνόδευσε στο πίσω μέρος του σπιτιού του, στην αρχή μιας μεγάλης έκτασης με γρασίδι. Στο τέλος της έκτασης υπήρχαν στόχοι για εξάσκηση, ενώ κάπου στα μισά της, από την αριστερή πλευρά, υπήρχε ένα μικρό κτίσμα σαν καλύβι, που μάλλον θα χρησιμοποιούσε για εργαστήριο. Τον οδήγησε στο μικρό υπόστεγο του εργαστηρίου και κάθισαν σε δυο μπαμπού καρέκλες. Ίσως επειδή νύσταζε και το ήσυχο μέρος αισθανόταν ότι θα τον κοίμιζε εντελώς, ο αστυνόμος μπήκε κατευθείαν στο θέμα. «Ξέρω ότι ο χρόνος σας είναι πολύτιμος, κύριε Φέρτη, γι’ αυτό και δεν θα σας απασχολήσω πολύ. Μου είπατε στο τηλέφωνο ότι κατασκευάζετε παραδοσιακά τόξα και βαλλίστρες κατά παραγγελία, σωστά;» «Μάλιστα. Λατρεύω τα παραδοσιακά τόξα. Είναι πιο δύσκολο να μάθεις να ρίχνεις με αυτά, αλλά αν το καταφέρεις, είναι μακράν καλύτερα από τα μοντέρνα. Αλλά δεν φτιάχνω για τον πρώτο τυχόντα. Καταλαβαίνω ότι ένα τόξο είναι όπλο κι ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αφαιρέσει τη ζωή κάποιου. Θέλω να γνωρίζω τον άνθρωπο πριν του κατασκευάσω κάτι». «Πολύ συνετό απ’ την πλευρά σας», του είπε τυπικά. «Φτιάχνετε και βαλλίστρες;»

54


Ο Μάγος

«Γνωρίζω την τεχνική και έχω φτιάξει μερικές, αλλά ο μηχανισμός τους είναι μπελάς. Πρέπει να έχεις καλές γνώσεις μηχανικής για να κατασκευάσεις μία που δεν θα διαλυθεί μετά τα πρώτα δύο ή τρία τραβήγματα του μοχλού». Ο ∆εληγιάννης το σημείωσε αυτό. «Άρα να φανταστώ ότι δεν έχετε κατασκευάσει ποτέ επαναληπτική βαλλίστρα». «Όχι. Γνωρίζω ότι υπάρχουν και ξέρω ότι πριν κάποια χρόνια κάποιος Τσαντ Χάουσενεχτ είχε κατασκευάσει μια μοντέρνα επαναληπτική βαλλίστρα. Εκείνος όμως ήταν οπλουργός του Ντισκάβερι Τσάνελ, με δική του εκπομπή και πολύ πιο εκτενείς γνώσεις από τις δικές μου. Λόγω της πολυπλοκότητας της κατασκευής τους, δεν έγιναν ποτέ ιδιαίτερα δημοφιλές είδος όπλου όπως τα τόξα. Τα τόξα ήταν πολύ πιο διαδεδομένα ως εξοπλισμός, γιατί είχαν πολύ μικρότερο κόστος κατασκευής και μεγάλη απόσταση βολής. Επίσης μπορούσαν να πραγματοποιήσουν καμπυλωτές βολές για να ξεπερνούν φυσικά ή τεχνητά εμπόδια, αλλά και να χρησιμοποιηθούν ως ευθύβολα όπλα. Μόνο πολύ μετά, κι αφού τελειοποιήθηκε η τεχνική της κατασκευής τους, χρησιμοποιήθηκαν οι βαλλίστρες σε μεγάλες μάχες, αλλά ποτέ αποκλειστικά, γιατί έπαιρνε αρκετό χρόνο να ξαναγεμίσουν». «Πολύ ενδιαφέρον», απάντησε ο αστυνόμος χωρίς να το εννοεί. «Και πιστεύετε, βασισμένος στις γνώσεις σας, ότι είναι δυνατόν να επιτευχθεί μια κατασκευή παρόμοια με την επαναληπτική βαλλίστρα, αλλά σε μέγεθος πιστολιού ή έστω λίγο μεγαλύτερη;» «Η κατασκευή δεν είναι απίθανη, θα ήταν όμως χρονοβόρα, δύσκολη και σίγουρα θα απαιτούσε πολύ περισσότερες γνώσεις για να κατασκευαστεί αποτελεσματικά». Ο Φέρτης είδε ότι ο αστυνόμος τον κοίταγε με βλέμμα απορίας και βιάστηκε να εξηγήσει: «Όσο μικρότερο είναι το όπλο, τόσο λιγότερος ο διαθέσιμος χώρος για να τεντωθεί η χορδή. Άρα μειώνεται η αρχική ορμή του βέλους, η απόσταση που

55


Νικόλας Παπακώστας

θα διανύσει και μαζί η συνολική αποτελεσματικότητα του όπλου. Αν μια κανονική βαλλίστρα έχει δραστικό βεληνεκές 30-40 μέτρα, ένα τέτοιο όπλο θα είχε δέκα με δεκαπέντε. Εξαρτάται πάντα από την κατασκευή». Ο ∆εληγιάννης τώρα σκεφτόταν γρήγορα. Τα βέλη είχαν βρεθεί περίπου 50 μέτρα μακριά από το πτώμα. Σίγουρα είχαν διανύσει άλλα 15 για να πετύχουν το θύμα. Σύνολο πάνω από 60 μέτρα, στα οποία είχαν βρει και εμπόδιο. Κι όχι απλό εμπόδιο, άνθρωπο διαπέρασαν. «Τι θα απαιτούσε, υποθετικά μιλώντας, η κατασκευή μιας επαναληπτικής βαλλίστρας, στο μέγεθος που λέμε, αλλά –ας πούμε– με πενταπλάσιο ωφέλιμο βεληνεκές;», ρώτησε ο αστυνόμος κι ο Φέρτης άφησε να φανεί μια στιγμιαία έκπληξη. Ο πρωταθλητής σκέφτηκε πριν απαντήσει. «∆εν ξέρω αν είναι δυνατόν να κατασκευαστεί τέτοιο όπλο. Ξέρω σίγουρα ότι εγώ δεν θα μπορούσα να το φτιάξω. Υποθετικά, θα έπρεπε να είναι κατασκευασμένο από πολύ στιβαρό, αλλά σχετικά ελαστικό υλικό – όσο χρειάζεται ώστε να στέλνει το βέλος με μεγάλη ώθηση μπροστά, ενώ παίρνει την αρχική του θέση. Θα έπρεπε να έχει τουλάχιστον τρεις χορδές, κι αυτές από πολύ γερό υλικό, ώστε να μπορούν να λυγίζουν το συγκεκριμένο σκληρό μα ελαστικό ξύλο και να αντέχουν την πίεση. Κι έναν εξαιρετικά πολύπλοκο μηχανισμό, που θα μπορεί να μαζεύει πίσω τις χορδές και να κουμπώνει το επόμενο βέλος εύκολα και γρήγορα. Αυτό όμως είναι και το δύσκολο: όσο πιο γερό είναι ένα υλικό, τόσο πιο δυνατά εκτοξεύει το βέλος, αλλά και τόσο πιο δύσκολα λυγίζει. Ο μηχανισμός που θα χρειαζόταν για να λυγίσει ένα υλικό ικανό να στείλει βέλη 60 μέτρα μακριά θα απαιτούσε εξειδικευμένες γνώσεις μηχανικής». Όση ώρα ο πρωταθλητής μιλούσε, ο ∆εληγιάννης σημείωνε. Ύστερα έβγαλε το βέλος που είχε πάρει από τη Σήμανση και το έδωσε στον συνομιλητή του. «Αναγνωρίζετε αυτό το υλικό;» Ο Φέρτης το πήρε στα χέρια του και το επεξεργάστηκε.

56


Ο Μάγος

«Είναι ξύλο. Μάλλον οξιά. Φαίνεται σαν παλιά κατασκευή, αλλά είναι καλοφτιαγμένο. Κι αρκετά μυτερό». «Μοιάζει με ξύλο, αλλά δεν είναι. ∆οκιμάστε να το σπάσετε». Ο Φέρτης προσπάθησε. Στον αέρα. Στο πόδι του. Στην μπαμπού την πολυθρόνα που καθόταν. Σηκώθηκε και το πίεσε στον τοίχο της καλύβας. Πέντε λεπτά μετά, είχε κοκκινίσει και ανάσαινε βάρια. Το βέλος δεν πάθαινε τίποτα. Αλλά ο πρωταθλητής είχε χάσει το ήρεμο ύφος του και ο ∆εληγιάννης είχε πάρει μια μικρή ικανοποίηση. «∆εν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα», του είπε ανάμεσα σε κοφτές ανάσες, «αλλά αν κάποιος κατάφερνε να λυγίσει αυτό, τότε ίσως έχετε το υλικό που χρειάζεστε για την υποθετική βαλλίστρα που συζητάγαμε πιο πριν», κατέληξε ο Φέρτης ηττημένος. «Κατά τη γνώμη σας, τι υλικό μπορεί να είναι;», ρώτησε ο αστυνόμος. «Κύριε αστυνόμε, σας το είπα και πριν: δουλεύω με ξύλο κοντά είκοσι χρόνια τώρα. Έχω πιάσει υλικά που μοιάζουν με ξύλο. Θα πόνταρα όλα μου τα μετάλλια, το σπίτι και τα τόξα μου, ότι αυτό που κρατάω στα χέρια μου είναι ξύλο από οξιά. ∆εν έχω την παραμικρή ιδέα ποιο εργαστήριο θα μπορούσε να κατασκευάσει κάτι τέτοιο», είπε και του έδωσε το βέλος πίσω. Ο ∆εληγιάννης το πήρε και το έβαλε ξανά στη σακούλα των στοιχείων. Τη δίπλωσε προσεκτικά και την τοποθέτησε πάλι στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του. Χαμογέλασε ευγενικά. «Ευχαριστούμε για την πολύτιμη βοήθειά σας, κύριε Φέρτη. Αν χρειαστούμε κάτι άλλο για την έρευνα, θα επικοινωνήσουμε μαζί σας. Καλό σας απόγευμα», είπε και του έδωσε το χέρι. Μια ώρα μετά, ο Φέρτης θα ξαναέφερνε στο μυαλό του σαστισμένος το περίεργο υλικό που είχε πιάσει με τα χέρια του, την ώρα που ο ∆εληγιάννης αποκοιμιόταν με τα ρούχα στον καναπέ του σπιτιού του.

57


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.