1
Εξωφυλλο: Ανάγλυφη πρύμνη πολεμικού πλοίου (τριημιολίας) στο κάτω άνδηρο της ακρόπολης της Λίνδου Αρχές 2ου αι. π.Χ. Απαγορεύεται η εν όλω ή εν μέρει ανατύπωση, αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή των κειμένων και των φωτογραφιών του τόμου χωρίς την έγγραφη άδεια των συγγραφέων, των κατά τόπους Εφορειών Αρχαιοτήτων και των εκδοτών. © Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης – Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού (ΚΒ΄ ΕΠΚΑ – 4η ΕΒΑ)
ISBN: 978-960-7064-92-9
2
ΑΓΟΝΗ ΓΡΑΜΜΗ
Ένα αρχαιολογικό ταξίδι στο Καστελλόριζο, στη Σύμη, στη Χάλκη, στην Τήλο και τη Νίσυρο
Επιμeλεια Καταλoγου Νικόλαος Χρ. Σταμπολίδης – Γιώργος Τασούλας – Μελίνα Φιλήμονος-Τσοποτού
Αθήνα 2011
3
Οργανωτική Επιτροπή – Ομάδα Εργασίας Καθηγητής Νικόλαος Χρ. Σταμπολίδης Διευθυντής Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης Μαρία Λαγογιάννη Προϊσταμένη της Δ/νσης Μουσείων, Εκθέσεων και Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων, Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού Μελίνα Φιλήμονος Προϊσταμένη της ΚΒ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Μαρία Μιχαηλίδου Προϊσταμένη της 4ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Χαρίκλεια Λαναρά Αρχαιολόγος, Δ/νση Μουσείων, Εκθέσεων και Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων, Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού Γιώργος Τασούλας Αρχαιολόγος, Επιμελητής Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης Ευγενία Αλμπάνη Αρχιτέκτων, Δ/νση Μουσείων, Εκθέσεων και Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων, Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού
4
Τιμητική Επιτροπή Παύλος Γερουλάνος Υπουργός Πολιτισμού και Τουρισμού Λίνα Μενδώνη Γενική Γραμματέας Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού Σάντρα Μαρινοπούλου Πρόεδρος του Δ.Σ., Ίδρυμα Νικολάου και Ντόλλης Γουλανδρή Μαρία Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη Γενική Διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς Πάνος Δ. Μαρινόπουλος Μέλος του Δ.Σ., Ίδρυμα Νικολάου και Ντόλλης Γουλανδρή
5
ΕΚΘΕΣΗ
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
Ιδεα – Συντονισμος Καθηγητής Νικόλαος Χρ. Σταμπολίδης Διευθυντής Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης
Γενικh Επιμeλεια Καθηγητής Νικόλαος Χρ. Σταμπολίδης Διευθυντής Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης
Γενικη Επιμελεια Καθηγητής Νικόλαος Χρ. Σταμπολίδης Διευθυντής Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης
Γιώργος Τασούλας Επιμελητής Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης
Δρ Μελίνα Φιλήμονος-Τσοποτού Διευθύντρια της ΚΒ΄ ΕΠΚΑ Γιώργος Τασούλας Επιμελητής Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης Μουσειογραφικη Μελετη Νίκος Σταμπολίδης – Γιώργος Τασούλας Αρχιτεκτονικη Υλοποιηση - Καλλιτεχνικη Επιμελεια Μπέσσυ Δρούγκα – Αντώνης Δραγώνας Οικονομικη Διαχειριση Αθανάσιος Μασούρας Διευθυντής Οικονομικών Υπηρεσιών Δημήτρης Βορβολάκος Επικοινωνια Ευγενία Χριστοδουλάκου Διευθύντρια Επικοινωνίας και Ανάπτυξης Μαρία Μπασαγιάννη, Αλέξια Βασιλικού, Στέλλα Τσαγκαράκη, Χριστίνα Κορατζάνη Σε συνεργασία με Σοφία Δοξιάδη-Ζαββού, Τιτίνα Πατέρα, Γλυκερία Τσέρνου Συντηρηση Αντικειμενων Μιχάλης Κώστας, Δημήτρης Κουγιός, Νεκταρία Δασακλή Αναρτηση - Στηριξη Αντικειμενων Χρήστος Στεφανίδης Γραφιστικα Άλκης Κιουρκτσόγλου - Think Beauty Οπτικοακουστικο Υλικο Ελιάνα Αμπραβανέλ Κατασκευες Προθηκων Α. Λελεδάκης – Αφοί Βενετίδη Ο.Ε. Φωτισμοι Νίκος Βράιλας, Τάσος Κωστής Φροντιδα – Φυλαξη Δ. Γαλλής, Χ. Κοντραφούρης, Τ. Κωστής, Ι. Λουρεντζάτου, Χρ. Ντούνης, Δ. Πανουργιάς, Στ. Παπούλιας, Γ. Πισκοπάνης, Β. Ροδόπουλος, Β. Φυλακτόπουλος Μεταφορες Αρχαιοτητων Ορφεύς Βεϊνόγλου Ασφαλιση Εργων Eurolife
6
Δρ Μελίνα Φιλήμονος-Τσοποτού Διευθύντρια της ΚΒ΄ ΕΠΚΑ Καλλιτεχνικh Επιμeλεια Άλκης Κιουρκτσόγλου - Think Beauty Παραγωγh - Εκτyπωση - Βιβλιοδεσiα UP PRESS Ε.Π.Ε.
Συγγραφείς Εισαγωγικών Κειμένων Χαριστούλα Γιακουμάκη Φωτεινή Ζερβάκη Εριφύλη Κανίνια Αγγελική Κατσιώτη Τούλα Μαρκέτου Μαρία Μιχαλάκη-Κόλλια Καλλιόπη Μπαϊράμη Ελένη K. Παπαβασιλείου Ελένη Φαρμακίδου Μελίνα Φιλήμονος-Τσοποτού
Συγγραφείς Λημμάτων Καταλόγου Γιώργος Γαβαλάς Χαριστούλα Γιακουμάκη Αναστασία Δρελιώση-Ηρακλείδου Φωτεινή Ζερβάκη Γιώργος Καββαδίας Ευθύμιος Κακαβογιάννης Εριφύλη Κανίνια Άννα-Μαρία Κάσδαγλη Αγγελική Κατσιώτη Κωνσταντία Κεφαλά Τούλα Μαρκέτου Νικόλαος Μαστροχρήστος Μαρία Μιχαηλίδου Καλλιόπη Μπαϊράμη Ειρήνη Νικολακοπούλου Στέλλα Παλαιολόγου Ελένη Κ. Παπαβασιλείου Ιωάννης Χ. Παπαχριστοδούλου Βασιλική Στεφανάκη Παύλος Τριανταφυλλίδης Καλλιόπη-Μαρία Φαρμακίδη Ελένη Φαρμακίδου Μελίνα Φιλήμονος-Τσοποτού
Φωτογραφίες
© Οι φωτογραφίες των Εισαγωγικών Κειμένων προέρχονται από τα Φωτογραφικά αρχεία της ΚΒ΄ ΕΠΚΑ, της 4ης ΕΒΑ και του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης. Θερμές ευχαριστίες εκφράζονται στην Εφορεία Αρχαιοτήτων της Τοσκάνης (Φλωρεντία) για την παραχώρηση της φωτογραφίας στην εικ. 5 του Εισαγωγικού Κειμένου της Χάλκης, καθώς και στο Βρετανικό Μουσείο για την παραχώρηση των φωτογραφιών στην εικ. 7α-ε του Εισαγωγικού Κειμένου της Τήλου. Οι φωτογραφίες των αντικειμένων του Καταλόγου προέρχονται από τα Φωτογραφικά αρχεία της ΚΒ΄ ΕΠΚΑ και της 4ης ΕΒΑ. Θερμές ευχαριστίες εκφράζονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο για την παραχώρηση των φωτογραφιών των υπ’ αρ. 13 και 14 αντικειμένων από το Καστελλόριζο (αρ. ευρ. Χρ 1058 και Χ 14607), και στην Ζ΄ ΕΠΚΑ (Μουσείο Ολυμπίας) για την παραχώρηση των φωτογραφιών του υπ’ αρ. 21 αντικειμένου από την Χάλκη (αρ. ευρ. 13876). Επίσης, ευχαριστούμε την κ. Καλλιόπη-Μαρία Φαρμακίδη για την ασπρόμαυρη φωτογραφία του θραύσματος του αναγλύφου στο Μουσείο Ashmolean της Οξφόρδης, που χρησιμοποιείται στο λήμμα αρ. 15 της Σύμης.
7
Χρυσός χορηγός
Χορηγοί
Χορηγός μεταφοράς
Χορηγοί φιλοξενίας
Επίσημος χορηγός αερομεταφορών
Υποστηρικτές εκδηλώσεων
Χορηγοί επικοινωνίας
8
Με τη συνεργασία
Για τη χορηγία του καταλόγου και σημαντικού μέρους της έκθεσης, το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης ευχαριστεί θερμά τους: Αθηνά I. Μαρτίνου Αλέξανδρο και Μαριέττα Γουλανδρή Γιάννη Χανδρή και Μιχάλη Χανδρή Γιώργο και Λίτα Λιβανού Γιώργο και Σοφία Κουμάνταρου Γιώργο Οικονόμου Γρηγόρη Καλλιμανόπουλο Δημήτρη και Αρετή Δαλακούρα Δημήτρη Μελισσανίδη Θανάση και Μαρίνα Μαρτίνου Μελίνα Τραυλού Νικόλα και Ειρήνη Λαιμού Ντίνο και Λία Μαρτίνου Ίδρυμα Αντώνιος Εμμ. Κομνηνός Ίδρυμα Νικόλας Δ. Πατέρας Alpha Tankers and Freighters International Ltd. A.M. Nomikos Transworld Maritime Agencies S.A. Franco Compania Naviera S.A. Kassian Maritime Navigation Agency Ltd. Maria Tsakos Foundation Oceanbulk Maritime S.A.
9
10
Περιεχομενα Χαιρετισμοί ……………………………………………………………………………………..………..…………….…….. 13 Πρόλογος ……………………………………………………………………………………………………………………...... 17
Καστελλόριζο – Ρω – Στρογγυλή Εισαγωγικά κείμενα ………………………………………………………………………………………….….................…….. 24 Κατάλογος αντικειμένων ………………………………………………………………………...................……………….. 50
Σύμη Εισαγωγικό κείμενο ……………………………………………………………………………................…………...….…..…. 84 Κατάλογος αντικειμένων ………………………………………………………………………................…………….…. 108
Χάλκη – Αλιμνιά Εισαγωγικά κείμενα ……………………………………………………………………………………................….…….…. 166 Κατάλογος αντικειμένων …………………………………………………………………………................……….……. 190
Τήλος Εισαγωγικό κείμενο ……………………………………………………………………………….................…………….…. 230 Κατάλογος αντικειμένων ……………………………………………………………………................……………….…. 252
Νίσυρος – Γυαλί – Πυργούσα Εισαγωγικά κείμενα …………………………………………………………………………................…….…………….…. 306 Κατάλογος αντικειμένων …………………………………………………………………………................….…………. 338
Βραχυγραφίες – Βιβλιογραφία …………………………………………………………. 420
11
12
Καστελόριζο, Σύμη, Χάλκη, Τήλος, Νίσυρος. Νησιά που γνώρισαν μέρες ακμής και πλούτου, αλλά βίωσαν και τη σκληρή πραγματικότητα της περιθωριοποίησης και της εγκατάλειψης. Απομακρυσμένες και δυσπρόσιτες περιοχές της πατρίδας μας που δεν παύουν να μας εκπλήσσουν με την εξαιρετική φυσική τους ομορφιά και τον τεράστιο πολιτιστικό τους πλούτο. Αν θέλουμε κάποτε ο άχαρος όρος «Άγονη Γραμμή» να εκλείψει από το εθνικό μας λεξιλόγιο, πρέπει επιτέλους να γνωρίσουμε αυτούς τους υπέροχους «αγνώστους» και να αναδείξουμε τον πλούτο τους τόσο για τους Έλληνες όσο και για τους ξένους επισκέπτες. Η σειρά Εκθέσεων με τον τίτλο «Άγονη Γραμμή», καρπός της συνεργασίας του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης και του Υπουργείου μας, έχει ακριβώς αυτό τον σκοπό. Χάρη σ’ αυτή, Έλληνες και ξένοι θα έχουν την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με τον Πολιτισμό αυτών των νησιών από την προϊστορική εποχή έως τα βυζαντινά χρόνια, αλλά και με ό,τι συμβαίνει σήμερα εκεί. Γιατί τα νησιά αυτά, παρά τις αντίξοες συνθήκες, δεν έπαψαν ποτέ να είναι τόποι έμπνευσης και δημιουργίας. Θέλω να ευχαριστήσω όλους τους ανθρώπους που δούλεψαν για την πραγματοποίηση αυτής της σειράς Εκθέσεων και να ευχηθώ να αποτελέσει την απαρχή μιας νέας σχέσης όλων μας με τα νησιά της «άγονης γραμμής». Παύλος Γερουλάνος Υπουργός Πολιτισμού και Τουρισμού
13
Ξεκινήσαμε αυτό το πρώτο μας ταξίδι στην Άγονη Γραμμή από αγάπη και ευαισθησία για τα νησιά αυτά, την ιστορία τους, τις αρχαιότητές τους. Ένα ταξίδι πολιτισμού στο χώρο και στο χρόνο, στα απομακρυσμένα νησιά της Δωδεκανήσου· στο Καστελλόριζο, στη Σύμη, στη Χάλκη, στην Τήλο και τη Νίσυρο. Η έκθεση αυτή είναι η πρώτη μιας σειράς εκθέσεων που θα αφορούν στα πιο μικρά νησιά του Αιγαίου, ο πολιτισμός των οποίων, μολονότι μεγάλος και σημαντικός, είναι αφανής και άγνωστος στο ευρύ κοινό. Ξεκινάμε, λοιπόν, το ταξίδι του πολιτισμού από τα ανατολικότερα νησιά του Αιγαίου που ταυτόχρονα οριοθετούν τα σύνορα της χώρας μας προς την Ασία. Από τον πλούτο των ευρημάτων ένα μικρό μόνο μέρος είναι δυνατόν να χωρέσει σε μια έκθεση. Τριακόσια ενενήντα επιλεγμένα αντικείμενα φιλοξενούνται στις αίθουσές μας, που είναι όμως δηλωτικά του μακραίωνου παρελθόντος των νησιών. Αγγεία και αντικείμενα καθημερινής χρήσης, κοσμήματα, γλυπτά και εικόνες, από την νεολιθική εποχή έως τα νεώτερα χρόνια, θα ανοίξουν στον επισκέπτη ένα παράθυρο στη διαχρονική ιστορία. Η ιδέα ξεκίνησε από την πρόθεσή μας να αναδείξουμε τις αρχαιότητες των απομακρυσμένων αυτών νησιών αλλά τελικά μας οδήγησε σε μια όμορφη διαδρομή από το χθες στο σήμερα. Ταξιδεύοντας στα Δωδεκάνησα συναντήσαμε τους ανθρώπους που φυλάσσουν και διαχειρίζονται τους θησαυρούς αυτούς της αρχαιότητας, αλλά αντιμετωπίζουν μια σειρά καθημερινών, μικρών και μεγαλύτερων προβλημάτων· η λειψυδρία, η δυσκολία περίθαλψης, η δυσκολία μετακίνησης και μεταφοράς. Θεωρήσαμε, λοιπόν, ότι αυτή η πλευρά της σύγχρονης πραγματικότητας θα πρέπει να αναδειχθεί, και έτσι στην έκθεση ενσωματώσαμε μια σειρά μικρών ταινιών που προβάλλουν την σημερινή εικόνα των νησιών. Στο ταξίδι μας αυτό, στην πρώτη Άγονη Γραμμή μας, βρήκαμε πολλούς πρόθυμους συνοδοιπόρους. Κατ’ αρχήν το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού που αγκάλιασε την ιδέα ως συνδιοργανωτής της έκθεσης. Θερμά ευχαριστούμε για αυτό, τον Υπουργό κύριο Παύλο Γερουλάνο και την Γενική Γραμματέα. Δρα Λίνα Μενδώνη. Ευχαριστούμε επίσης την ΚΒ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και την 4η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων της Δωδεκανήσου, και ιδιαίτερα τις προϊσταμένες των υπηρεσιών αυτών, Μελίνα ΦιλήμονοςΤσοποτού και Μάνια Μιχαηλίδου αντίστοιχα, αλλά και όλο το προσωπικό τους για την αμέριστη βοήθεια και εργασία για την συγκέντρωση του υλικού και την συγγραφή των κειμένων του καταλόγου. Οι ταινίες που προβάλλονται στην έκθεση είναι της Ελιάνας Αμπραβανέλ, ενώ οι φωτογραφίες των νησιών του Γιάννου Κουράγιου, που ταξίδεψαν μαζί μας και συγκέντρωσαν το υλικό αυτό· τους ευχαριστούμε και τους δύο θερμά για την πολύτιμη βοήθεια. Την έκθεση επιμελήθηκε ο διευθυντής του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης καθηγητής Νίκος Σταμπολίδης, που μαζί με τον Επιμελητή Γιώργο Τασούλα ανέλαβαν τον συντονισμό και την οργάνωση της υλοποίησής της αλλά και την επιμέλεια του Καταλόγου. Στα πρόσωπά τους ευχαριστούμε και όλο το προσωπικό του Μουσείου που εργάστηκε φιλότιμα εδώ και πολλούς μήνες. Ωστόσο, κάθε προσπάθειά μας, όσο σημαντική και εάν είναι, θα έμενε απραγματοποίητη χωρίς την απαραίτητη συνδρομή χορηγών, που παρά τη δύσκολη οικονομική συγκυρία, στάθηκαν για άλλη μια φορά στο πλευρό μας. Ευχαριστούμε τις εταιρίες Vodafone, Dior και ΔΕΠΑ για τη χορηγία της έκθεσης και την Aegean Airlines για την μόνιμη υποστήριξή της. Την Blue Star Ferries για την συνεισφορά της στη μεταφορά των αντικειμένων, τα ξενοδοχεία Athens Lotus στην Αθήνα και Best Western Plaza στη Ρόδο για τη φιλοξενία, τις εταιρείες Μπεγνής, Παπαγιαννάκος, Steficon και Samsung για την υποστήριξη, καθώς και τους χορηγούς επικοινωνίας Mega, ΣΚΑΪ, Καθημερινή, Athens Voice, City Press και Free Sunday, Εν Λευκώ, ελculture.gr, clickatlife.gr και protagon.gr. Νοιώθω συγκίνηση και υπερηφάνεια γιατί στις δύσκολες αυτές στιγμές της χώρας, το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης με τη συμβολή όλων των «Φίλων» του, που είναι η σπονδυλική του στήλη, στηρίζει την Ελλάδα και προβάλλει τον πολιτισμό της. Άφησα για το τέλος ένα μεγάλο ευχαριστώ για την άμεση ανταπόκριση που είχαμε από τους φίλους υποστηρικτές μας από τον κλάδο της ναυτιλίας. Η αγάπη τους για την θάλασσα, τα νησιά μας και τον πολιτισμό τους είναι ανεκτίμητη. Τα ονόματά τους αναγράφονται στις πρώτες σελίδες του καταλόγου, μικρή τιμή συγκριτικά με την έμπρακτη αγάπη και υποστήριξή τους προς εμάς. Ο κατάλογος αυτός, αποκλειστικά με την δική τους συμβολή, θα παραμείνει ένα κινητό διαχρονικό Μουσείο, ένα δώρο γνώσης, μικρό δείγμα ενός μεγάλου πολιτισμού. Ευχόμαστε, το ταξίδι μας αυτό να συνεπάρει κάθε επισκέπτη της έκθεσης και κάθε αναγνώστη του Καταλόγου, ώστε να ταξιδέψουμε στο μέλλον και σε άλλες Άγονες Γραμμές, αναδεικνύοντας την γόνιμη πλευρά τους. Σάντρα Μαρινοπούλου Πρόεδρος Ίδρυμα Νικολάου και Ντόλλης Γουλανδρή Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης
14
Στη χώρα αυτή, στην Ελλάδα, τα βουνά, οι λίμνες, τα ποτάμια και οι θάλασσες, οι θεοί και οι άνθρωποι, έχουν την αρχή τους στον μύθο. Στη μάχη των θεών του Ολύμπου εναντίον των Γιγάντων, για παράδειγμα, ο Ποσειδώνας αποκόπτει τμήμα της Κω και μ’ αυτό καταπλακώνει τον γίγαντα Πολυβότη, που από τότε και μετά βρυχάται ως ηφαίστειο στα έγκατα της γης, δημιουργώντας τη Νίσυρο, τον πλούτο και την γονιμότητα της γης, τον κίνδυνο και συνάμα τη γοητεία της. Κι απ’ τα ξεφτίδια της πέτρας γεννήθηκε το Γυαλί, ανάμεσα στην Κω και τη Νίσυρο, με την αρχαιότερη ανθρώπινη παρουσία στη Νεολιθική εποχή, τότε που ο οψιδιανός, το ηφαιστειακό γυαλί, ήταν η κορυφή της τεχνολογίας. Η κλασική Νίσυρος με τα ψηλά τα τείχη, αγέρωχα στημένα στην κορυφή του λόφου, στο πλάι της θάλασσας, με τις φαρδειές της πύλες και την μαρτυρία χαραγμένη με γράμματα μεγάλα, απόδειξη για το αδιάκοπο της παραβίασης των κανόνων, που με τη σειρά του φανερώνει την κοινότητα της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας παντού σ’ αυτή τη χώρα: «ΔΑΜΟΣΙΟΝ ΤΟ ΧΩΡΙΟΝ ΠΕΝΤΕ ΠΟΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟΥ ΤΕΙΧΕΟΣ», δηλαδή ο χώρος γύρω από το τείχος είναι δημόσιος … και δεν πρέπει να καταπατείται. Περιοικίς νήσος στα δυτικά της Νισύρου η Περγούσα, παραφθορά του ονόματος Πυργούσα, από τους πύργους του αρχαίου οικισμού που αγναντεύουν ασάλευτοι όχι μόνον το πέλαγος αλλά και τον χρόνο. Κι ακόμα πιο δυτικά, σαν κανδήλι να αχνοφέγγει στο ήρεμο ή τρικυμισμένο Αιγαίο, η Κανδηλούσα, σημάδι γης στο άφατο του κυανού Ποσειδώνα. Μακρύτερα προς τον νοτιά, ένα νησί, η Τήλος, που λες και ξέφυγε από την μοίρα της θάλασσας, με όρμους που σε δέχονται χωρίς να θέλουν να σ’ αφήσουν να φύγεις, που θέλουν να σε κρατήσουν εκεί, καθώς είναι το μόνο από τα γύρω νησιά με άφθονο νερό και γη για καλλιέργεια, βουνά για βοσκοτόπια… Και κάστρα ψηλά κι απόρθητα, χτισμένα πεισματικά πάνω στην ίδια θέση, με πολεμίστρες και δώματα, και τον ναό του Υψίστου στο πιο ψηλό σημείο να ’ναι πιο κοντινός προς τον Θεό. Χτισμένος πάνω και με την αρχαία πέτρα, με ψηφίσματα και ονόματα χαραγμένα σαν από χθες, μορφές που πέρασαν και φύγαν κι ακόμα στέκουν απρόσβλητες κι ατάραχες. Παλίμψηστο η ιστορία της Τήλου, σαν το βυζαντινό κονίαμα πάνω στους αρχαίους λίθους και το υπόστρωμα περασμένο από ενός ζωγράφου χέρι στιβαρό, με μια γραμμή που δεν λέει να σβήσει στο διάβα των αιώνων, όπως ο ίδιος ο Χριστός, περιβαλλόμενος από την άφθαρτη δόξα του με πλήθος κάτω τα πολυόμματα Χερουβείμ και τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ που τον περιτριγυρίζουν στο τόξο της καμπύλης του Ιερού, στα Άγια των Αγίων. Στην ίδια νήσο, στο σπήλαιο του Χαρκαδιού, τα λείψανα των νάνων ελεφάντων ειν’ η απόδειξη ότι το νησί αποκόπηκε από γεωλογικά φαινόμενα από τον όγκο της Ασίας, έτσι που τα τεράστια ζώα έμειναν να φυτοζωούν μαραίνοντας τον όγκο τους ωσότου ξεφτίσουν τελείως. Κι αν η Σαπφώ υπήρξε φύτρα ξακουστή της Λέσβου ποιήτρια, η Τήλος επαίρεται για την δική της, την Ήριννα των κλασικών αιώνων σε τούτο το απίστευτο νησί· εδώ που και οι νεκροί του σήμερα δυναστεύονται από το παρελθόν καθώς αρχαίοι βωμοί και κίονες κι ανάγλυφα βρίσκονται διάσπαρτα ανάμεσα στους σύγχρονους τάφους στο κοιμητήριο της εκκλησίας του Αγίου Κωνσταντίνου. Εγγύτερα στην επικράτεια της ροδίτικης Καμίρου βρίσκεται η Χάλκη. Πάνω στο φρύδι του λόφου, το μεσαιωνικό κάστρο χτισμένο πάνω στην αρχαία οχύρωση με ισόδομα τείχη και υπαίθριες λατρείες του Δία του ουρανού μα και της Εκάτης του σκότους, αρχιτεκτονικά μέλη κι επιγραφές και ερειπωμένα βυζαντινά σπίτια και τοιχογραφημένες εκκλησιές, κρατήθηκε έως αργά στον 19ο αιώνα, όταν η πόλη ξεχύθηκε από τους πρόποδες του κάστρου για ν’ απλωθεί ευρύχωρα μεσ’ το λιμάνι. Άνυδρη γη με κύφες ελλειψοειδείς για τους αγρότες στα λίγα πεδινά εδάφη και την λεπτή βλάστηση των βράχων να στηρίζει όσο μπορεί τα σμήνη από τις μέλισσες μέσ’ τις κυψέλες. Παραπλέοντας την ερημωμένη Αλιμνιά, με τα νεολιθικά κατάλοιπα στον λόφο, τα λαξευτά νεώρια στον γιαλό και τους εγκαταλελειμμένους στρατώνες της Ιταλοκρατίας, το ταξίδι συνεχίζεται στη Σύμη, νησί ακουμπισμένο μέσ’ τη βαθύκολπη Δωρίδα, απέναντι από τις ακτές της Καρίας, μια πολυνησία από μόνη της: Σεσκλιό, Κουλουνδρός, Τρομπέτα, Νίμος, Πλάτη, Μεγαλονήσι, Καραβαλονήσι, Μαρμαράς. Σε πολλές απ’ αυτές τις νησίδες είναι, ορατά και σήμερα τα αρχαία κατάλοιπα. Με το γενουάτικο κάστρο της να δεσπόζει στη Χώρα, χτισμένο πάνω και πλάι στο ισόδομο τείχος, με τα διώροφα και τριώροφα νεοκλασικά της σπίτια στο λιμάνι, χάρμα ειδέσθαι πρωινά και δειλινά, και το παρελθόν της να στέκει μετέωρο σε σπαράγματα συναγμένα από διάφορες εποχές και τα μνημεία της να περιμένουν ακόμα μιαν επίσημη εκδοχή, μια ταυτότητα. Μα, ωστόσο, ακατάλυτο θεμέλιο του νησιού, η μονή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, του Πανορμίτη, μνημείο με ιστορία που ίσως ξεκινά από μια παλαιοχριστιανική βασιλική και με δράση έως και τα χρόνια της αντίστασης, με τα περίφημα δωδεκανησιακά λιθόστρωτα μέσ’ τις αυλές, σύμβολα βυζαντινά, και το αέναο κύμα της θάλασσας να
15
καταγράφεται ως τεθλασμένη, μαύρο για το βαθύ, λευκό για τον αφρό. Το τοιχογραφημένο εσωτερικό του ώς και στα σταυροθόλια, με τάματα και πολυκάνδηλα ακριβά μιας πίστης αρχέγονης, που θέλει στα Δωδεκάνησα τον Ταξιάρχη σωτήρα όχι μόνο των ψυχών μα και των σωμάτων στη θάλασσα, αντίθετα με την παράδοση που θέλει γι’ αυτό τον Άη Νικόλα στο υπόλοιπο Αιγαίο. Κι από τη Σύμη στο ανοιχτό πέλαγο, πέρα από τη Ρόδο, που το Αιγαίο μεγαλώνει και γίνεται Μεσόγειος, στη μακρόστενη Ρω, μια ανάσα πριν το Καστελλόριζο, με τους γαλήνιους όρμους της, τα τείχη και τους αρχαίους πύργους της, νησί της Κυράς του, της Δέσποινας Αχλαδιώτη, μιας Παναγιάς, επίγειας προστάτιδας των συνόρων του. Και τέλος, το Καστελλόριζο, η νοτιοανατολική εσχατιά της ελληνικής επικράτειας, με την αρχαία ονομασία Μεγίστη, δηλαδή η μεγίστη των παρακείμενων νήσων, απέναντι στις νότιες ακτές της Μικράς Ασίας, με τον λυκιακό τάφο να σε καλωσορίζει λαξευμένος στον βράχο όπου στέκει το Castello Rosso, το Καστελλόριζο, με τον Άη Γιώργη ψηλά στα ανατολικά και στην κορυφή του βουνού στα δυτικά, το Παλαιόκαστρο με τα ισόδομα τείχη και τις πύλες του, την σειρά των αρχαίων λίθων και τις σε σημεία κρυφά χαραγμένες επιγραφές του· όλα να αγναντεύουν την ανοιχτή θάλασσα. Ο τελευταίος σταθμός. Κάτι σαν την Cava dei Tirreni του Σεφέρη, πριν ξανοιχτεί κανείς να συναντήσει το νησί της Κύπριδας Αφροδίτης. Το παραπάνω ταξίδι είναι το πρώτο δρομολόγιο μιας σειράς άλλων που θα ακολουθήσουν από τη γόνιμη συνεργασία του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού με το Μουσείο μας. Ξεκινώντας από την ανατολικότερη εσχατιά της ελληνικής επικράτειας, το Καστελλόριζο, τόσο επίκαιρο σήμερα, φθάνει έως τα νησιά της αγκαλιάς που σχηματίζουν η Ρόδος και η Κως. Μέσα από τα 390 αντικείμενα κάθε λογής και υλικού, ενδεικτικά επιλεγμένων από την προϊστορική και κλασική αρχαιότητα έως και τους μεταβυζαντινούς χρόνους, η έκθεση «Άγονη Γραμμή» φιλοδοξεί να δώσει τα μηνύματα της γονιμότητας της ανθρώπινης παρουσίας, της ζωής και της δράσης σε μικρά νησιά που κάποτε υπήρξαν κοιτίδες πολιτισμού και που – στο πείσμα των καιρών – εξακολουθούν να αντιστέκονται και σήμερα που οι ρότες των πλοίων δεν ακολουθούν πια τα φυσικά ρεύματα της Μεσογείου, όπως γινόταν άλλοτε, ακόμα και έως τις αρχές του 20ού αιώνα. Στο στενό περιθώριο ενός προλόγου, όπως αυτός, προτίμησα να μη χρησιμοποιήσω τη γραφίδα του επιστήμονα. Άλλωστε το πράττουν παρακάτω αγαπητοί συνάδελφοι, με πολλούς από τους οποίους συνεργάζομαι στα Δωδεκάνησα δεκάδες χρόνια τώρα. Κι εξ άλλου, όσα κι αν γράψουμε εμείς οι αρχαιολόγοι, η έκθεση έχει την δική της δυναμική, τις δικές της πολλαπλές αναγνώσεις, ίσως τόσες όσοι και οι επισκέπτες της καθώς ο καθείς θα τη δει με τα δικά του μάτια. Γι’ αυτό ανοίξτε τα διάπλατα και χαρείτε τη. Θα είναι το μεγάλο ευχαριστώ για όλους αυτούς που τη δημιούργησαν. Κι εγώ θα ευχαριστήσω με τη σειρά μου για μιαν ακόμη φορά το Υπουργείο Πολιτισμού, τους συναδέλφους της ΚΒ΄ ΕΠΚΑ και 4ης ΕΒΑ Δωδεκανήσου, τον Γιώργο Τασούλα και τη Σταυρούλα Οικονόμου. Καθηγητής Νικόλαος Χρ. Σταμπολίδης Διευθυντής Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης
16
Πρόλογος Τα νησιά της Δωδεκανήσου ήταν τα τελευταία κομμάτια ελληνικής γης που ενώθηκαν με την Ελλάδα το 1948. Οι κάτοικοί τους γνώρισαν την πιο μακρόχρονη ξένη κατοχή: από το 1309 με τους Ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννου, από το 1522 με τους Οθωμανούς και, τέλος, από το 1912 με τους Ιταλούς. Οι Δωδεκανήσιοι, οι οποίοι είχαν μείνει έξω από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, ήταν πάντα περήφανοι για τα «ιερά κειμήλια» που τούς ένωναν με την πατρίδα. Από τις λαθρανασκαφές και την αρχαιοκαπηλική δραστηριότητα που άνθησαν κατά τα τελευταία χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας στη Δωδεκάνησο – σε αντίθεση με την ελεύθερη Ελλάδα, όπου είχαν ληφθεί σημαντικά νομοθετικά μέτρα για την προστασία των αρχαιοτήτων – δεν ξέφυγαν τα μικρά νησιά. Έτσι, δεν είναι λίγα τα αντικείμενα που πήραν εκείνα τα χρόνια τον δρόμο για τα μεγάλα μουσεία της Ευρώπης και για το Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης. Χαρακτηριστική είναι η διήγηση του νισύριου Λάζαρου Κοντοβερού για την εύρεση της ανάγλυφης στήλης του αθλητή το 1897 στη Νίσυρο, την απόκρυψή της στον περίβολο της Παναγιάς της Ποταμίτισσας, και την προδοσία του μυστικού που οδήγησε στην φόρτωση του γλυπτού σε τελωνοφυλακίδα με προορισμό την πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η οικονομική ευημερία της Σύμης, της Χάλκης και της Μεγίστης στον 19ο αιώνα, βασισμένη στην σπογγαλιεία, τη ναυπηγική και τη ναυτιλία, φέρνουν τους εύπορους νησιώτες σε επαφή με την Ευρώπη, όπου ανθούν οι κλασικές σπουδές. Έτσι αναπτύσσεται μία αστική τάξη, που μορφώνεται και ενδιαφέρεται για τη μελέτη και διάσωση των υλικών καταλοίπων του παρελθόντος. Εμπνευσμένοι εκπαιδευτικοί επιδίδονται στο έργο της περισυλλογής των αρχαίων που βρίσκονται διάσπαρτα στην ύπαιθρο και της συγκέντρωσής τους στο Σχολείο. Οι μικρές αυτές Συλλογές ήταν και ο αρχικός πυρήνας των μετέπειτα Αρχαιολογικών Συλλογών και Μουσείων στα μικρά νησιά. Στο Καστελλόριζο, στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ού αιώνα, ο εκπαιδευτικός, λόγιος και συγγραφέας Αχιλλέας Διαμαντάρας επιδίδεται στο έργο της συλλογής και μελέτης των μνημείων και της ιστορίας του νησιού. Ένας άλλος Καστελλοριζιός, της διασποράς αυτή τη φορά, ο Μιχαήλ Κομνηνός, συλλέγει αρχαιότητες και αντικείμενα του λαϊκού πολιτισμού, δωρίζει τη συλλογή του στο κράτος και έτσι ιδρύεται το 1966 το πρώτο Μουσείο στη Μεγίστη, που στεγάζεται στο οθωμανικό τέμενος. Στη Σύμη, την ίδια περίοδο, εμβληματική φυσιογνωμία είναι ο αρχαιοδίφης Δημοσθένης Χαβιαράς, σημαντική πνευματική προσωπικότητα, ο οποίος συγκέντρωσε αρχαιότητες και δημοσίευσε αρχαιολογικές μελέτες. Σημαντικό συλλεκτικό έργο έγινε στο ίδιο νησί κατά τον 19ο αιώνα από το Αναγνωστήριο «Η Αίγλη» και από τον έμπορο Αλέξανδρο Μιλιοράτη (για τις Συλλογές στη Σύμη, βλ. παρακάτω το Εισαγωγικό κείμενο για το νησί). Η πρώτη «νόμιμη» ανασκαφική δραστηριότητα που μαρτυρείται στα νησιά είναι η έρευνα που διενήργησε στο Καστελλόριζο, με απαίτηση των κατοίκων του, ο αρχαιολόγος Νικόλαος Κυπαρίσσης, σταλμένος από την ελληνική διοίκηση, λίγο μετά την πρώτη απελευθέρωση του νησιού το 1913. Ο Κυπαρίσσης περιηγήθηκε το νησί και ανέσκαψε αρχαίους τάφους, από τους οποίους προέρχεται το χρυσό στεφάνι (βλ. Καστελλόριζο, αρ. κατ. 13) και η ρωμαϊκή σαρκοφάγος που σήμερα βρίσκονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Την στρατιωτική κατάληψη των νησιών από την Ιταλία ακολούθησε η δραστηριοποίηση των ιταλών αρχαιολόγων στα Δωδεκάνησα. Στις 20 Μαΐου του 1912, δηλαδή έναν αιώνα πριν, απεστάλη στη Ρόδο ο Giuseppe Gerola προκειμένου να συντάξει έναν πρώτο κατάλογο για τα μνημεία των νησιών. Ο διάσημος μελετητής των ενετικών μνημείων της Κρήτης, γύρισε μέσα σε 80 μέρες όλη τη Δωδεκάνησο. Έτσι το 1913 συντάχθηκε και δημοσιεύθηκε
17
ο πρώτος κατάλογος των μνημείων της Δωδεκανήσου1, ενώ παράλληλα ο Gerola εκπόνησε μια συνθετική μελέτη για τα μεσαιωνικά μνημεία των νησιών στους δύο πρώτους τόμους του νεοεκδοθέντος περιοδικού της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής2. Οι μόνες συστηματικές ανασκαφικές έρευνες στα νησιά, τα οποία περιλαμβάνονται στην παρούσα έκθεση, έγιναν από τον Giulio Jacopi στη Χάλκη και τη Νίσυρο, κατά τα έτη 1931-32. Την ίδια περίοδο ιδρύθηκαν από τους Ιταλούς Αρχαιολογικά Μουσεία στα δύο μεγαλύτερα νησιά, στη Ρόδο και την Κω. Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ρόδου εγκαινιάστηκε την 1η Ιανουαρίου του 1915 και στεγάστηκε στο μεσαιωνικό κτήριο του μεγάλου Νοσοκομείου των Ιπποτών, όπου και λειτουργεί μέχρι σήμερα. Μάλιστα πρόσφατα ανακαινίστηκε και επεκτάθηκε με νέες Συλλογές, με χρηματοδότηση από το Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Για την έκθεση των ευρημάτων από τις εκτεταμένες ανασκαφές στην Κω κτίστηκε το 1936 νέο κτήριο, στο κέντρο της πόλης. Η αποκατάσταση του διατηρητέου κτηρίου και η επανέκθεση των αρχαίων, με την προσθήκη νέων σημαντικών ευρημάτων, έχει ενταχθεί στο ΕΣΠΑ και προβλέπεται να ολοκληρωθεί το 2015. Μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, το 1948, πρώτη μέριμνα της νεοσύστατης Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου – η οποία ευτύχησε να έχει ως πρώτο Έφορο τον αρχαιολόγο Ιωάννη Κοντή – ήταν η άμεση κήρυξη όλων των διατηρητέων μνημείων, αρχαίων, βυζαντινών, μεσαιωνικών και νεώτερων, στη Ρόδο και στα υπόλοιπα νησιά, με Αποφάσεις της Γενικής Διοίκησης Δωδεκανήσου. Επείγουσα υποχρέωση ήταν και η αποκατάσταση των ζημιών που είχαν υποστεί τα μνημεία της μεσαιωνικής πόλης της Ρόδου μαζί με το Αρχαιολογικό της Μουσείο από τους βομβαρδισμούς του πολέμου, ενώ παράλληλα η Εφορεία όφειλε να συντηρήσει τους επισκέψιμους αρχαιολογικούς χώρους και τα προβεβλημένα μνημεία που είχαν ανασκαφεί και, σε μεγάλο βαθμό, αναστηλωθεί από τους Ιταλούς. Η προάσπιση των εκτεταμένων αρχαιολογικών ζωνών προστασίας, που είχαν θεσπιστεί κατά την Ιταλοκρατία, αλλά και ο προσανατολισμός της αρχαιολογικής έρευνας σε συγκεκριμένους τομείς, ήταν επίσης πρώτης προτεραιότητας. Η τουριστική άνθηση, που σε λίγα χρόνια γνώρισε η Ρόδος και στη συνέχεια η Κως, οδήγησε σε μία πρωτοφανή οικοδομική δραστηριότητα, κυρίως στα αστικά κέντρα των νησιών. Έτσι ξεκίνησε και εντάθηκε η σωστική ανασκαφική έρευνα της πόλης της Ρόδου από τη δεκαετία του ’60 και της πόλης της Κω από την επόμενη δεκαετία. Οι σωστικές ανασκαφές μονοπώλησαν για μεγάλο διάστημα την δραστηριότητα του πάντα ανεπαρκούς προσωπικού της Εφορείας Αρχαιοτήτων, ενώ τα επιστημονικά αποτελέσματα της συστηματικής αρχαιολογικής έρευνας στην πόλη της Ρόδου παρουσιάστηκαν στο κοινό με τις δύο μόνιμες εκθέσεις που οργανώθηκαν το 1993 στο Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου, μαζί με ένα διεθνές Συνέδριο, για τον εορτασμό των 2.400 χρόνων από την ίδρυση της πόλης της Ρόδου. Πρόκειται για τις εκθέσεις «Αρχαία Ρόδος: 2.400 χρόνια» και «Η Ρόδος από τον 4ο αι. μ.Χ. μέχρι την κατάληψή της από τους
1. G. Gerola – G.G. Porro, Elenco degli edifici monumentali. LXXI, Le tredici Sporadi, Ministero della Pubblica Istruzione, Roma 1913. 2. G. Gerola, “I monumenti medioevali delle tredici Sporadi”, ASAtene I (1914), 169-356, και ΙΙ (1916), 1-101.
18
Τούρκους (1522)», οι οποίες παραμένουν ανοικτές για τους επισκέπτες. Στα μικρά νησιά που μετέχουν στην παρούσα έκθεση, στις πρώτες δεκαετίες μετά την απελευθέρωση, η οικοδομική δραστηριότητα ήταν περιορισμένη, τα δημόσια έργα ελάχιστα και ο τουρισμός σχεδόν άγνωστος. Η εικόνα των νησιών την περίοδο εκείνη αποτυπώθηκε ζωντανά στο πρωτοποριακό για την εποχή τρίτομο έργο «Δωδεκάνησα» της Αθηνάς Ταρσούλη, η οποία επισκέφθηκε τα Δωδεκάνησα τα πρώτα έτη μετά την ένωσή τους με την Ελλάδα. Τα μνημεία των νησιών ήταν ασφαλή χάρις στον πατριωτισμό των νησιωτών και τις φροντίδες του Έκτακτου Επιμελητή Αρχαιοτήτων, που ήταν συνήθως ο μοναδικός δάσκαλος ή ο καθηγητής που υπηρετούσε στο νησί και είχε επωμισθεί αμισθί το έργο της προστασίας των αρχαιοτήτων: στη Σύμη ο Νικήτας Χαβιαράς, γιός του Δημοσθένη, ο Γεώργιος Μοσχόβης και ο Κωνσταντίνος Φαρμακίδης· στην Τήλο ο Απόστολος Λογοθέτης· στη Νίσυρο ο Μάκης Κατσιματίδης και ο Νικήτας Μαστρογιάννης. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Μ. Κατσιματίδη, στις 203-1953 (εικ. 1), προς τον Έφορο Αρχαιοτήτων Ι. Κοντή, στην οποία εκφράζει την αγωνία του για τα αρχαία που βρίσκονται «ἐν τῷ ὑπαίθρῳ» και καταλήγει: «Παρακολουθῶ ἄγρυπνος καὶ δίδω συστάσεις, ὅπως μη θίγωσι τά ἐν τοῖς ἀγροῖς διεσκορπισμένα ἀρχαῖα. Ἐπεξηγῶ την ἀξίαν των, ὡς καί τάς προβλεπομένας κατά τῶν παραβατῶν βαρείας ποινάς». Η Χάλκη δεν ευτύχησε να έχει Έκτακτο Επιμελητή, παρά την προσπάθεια του τότε Επιμελητή Γρ. Κωνσταντινόπουλου (εικ. 2) να αναθέσει αυτό το καθήκον στον μοναδικό δημόσιο υπάλληλο, τον ταχυδρομικό διανομέα – μιας και το νησί δεν διέθετε μόνιμο δημοδιδάσκαλο – ο οποίος όμως αρνήθηκε λόγω φόρτου εργασίας! Αυτοί οι Έκτακτοι Επιμελητές, άνθρωποι με παιδεία και ενδιαφέρον, φρόντισαν για την περισυλλογή των διάσπαρτων αρχαιοτήτων και έτσι οργανώθηκαν οι πρώτες δημόσιες Αρχαιολογικές Συλλογές στα νησιά. Παράλληλα αποστέλλονται με εντολές μετακίνησης στα νησιά οι Επιμελητές της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου, οι οποίοι περιοδεύουν, καταγράφουν συστηματικά τα ορατά μνημεία και τις αρχαιότητες στα «Ημερολόγια Περιοδειών» και διενεργούν τις πρώτες αναγκαίες σωστικές ανασκαφές. Θα αναφέρουμε μόνον τους άξιους αρχαιολόγους Σεραφείμ Χαριτωνίδη, Γεώργιο Δοντά, Παύλο Λαζαρίδη, Μυρτάλη Αχειμάστου, Γρηγόριο Κωνσταντινόπουλο, Ιωάννη Παπαποστόλου, Ηώ Ζερβουδάκη, Χρίστο Ντούμα, Ηλία Κόλλια, Ιωάννη Παπαχριστοδούλου. Στα χρόνια του ’60 και του ’70 το Υπουργείο Πολιτισμού είχε την πρόνοια να τοποθετήσει μόνιμους αρχαιοφύλακες στα μικρά νησιά. Στο Καστελλόριζο τον Ηλία Διακάκη, στη Σύμη τον Βασίλη Χατζηστρατή και τον Κοκκιμίδη Πατατούκο, στην Χάλκη τον Πέτρο Αντώνογλου, στην Τήλο τον Παντελή Γιαννουράκη και στη Νίσυρο τον Γεώργιο Χαρτοφύλη και στη συνέχεια τον Νικόλαο Χαρίτο. Με ελάχιστα μέσα, αλλά με περισσή αγάπη και φιλότιμο, οι φύλακες αυτοί, μαζί με ντόπιους αρχαιόφιλους (αναφέρω μόνον τον Ντίνο Παπαδέλια στη Νίσυρο), συνέχισαν το έργο της διάσωσης και περισυλλογής των αρχαίων της υπαίθρου. Από το 1980 ξεκίνησε το πρόγραμμα της οργάνωσης Αρχαιολογικών Μουσείων στα νησιά με τη συνεργασία των δύο πλέον Εφορειών Αρχαιοτήτων. Πρώτο εγκαινιάστηκε το
19
Μουσείο της Μεγίστης, στις 13 Σεπτεμβρίου του 1984, επέτειο της απελευθέρωσης του Καστελλορίζου. Ακολούθησαν τα Μουσεία της Σύμης, της Λέρου, της Αστυπάλαιας και, πιο πρόσφατα, της Κάσου, ενώ τα Μουσεία της Καρπάθου, της Καλύμνου και της Νισύρου οργανώθηκαν την πενταετία 2003-2008, με τη χρηματοδότηση του Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράμματος Νοτίου Αιγαίου. Όλα σχεδόν τα Μουσεία στεγάζονται σε οικήματα που έχουν παραχωρηθεί στο Υπουργείο Πολιτισμού από δημόσιους φορείς, ιδρύματα ή ιδιώτες και έχουν χαρακτήρα διαχρονικό, καλύπτουν δηλαδή την πορεία της ανθρώπινης παρουσίας στα νησιά από την προϊστορική μέχρι και τη μεταβυζαντινή περίοδο, πολλές φορές μάλιστα μέχρι τον 20ο αιώνα. Τον βασικό πυρήνα των εκθεμάτων αποτέλεσαν τα αντικείμενα των παλαιών Συλλογών, εμπλουτισμένα με ανασκαφικά ευρήματα που φυλάσσονταν προσωρινά στη Ρόδο και επέστρεψαν στη γενέθλια γη. Οι σωστικές ανασκαφές που διενεργήθηκαν τις δύο τελευταίες δεκαετίες στα μικρά νησιά – τα οποία αναπτύσσονται τουριστικά, απαιτούν τις αναγκαίες κοινωφελείς και τουριστικές υποδομές, διεκδικούν χρηματοδοτικά προγράμματα και γεμίζουν με παραθεριστικές κατοικίες – πλούτισαν με νέα ευρήματα τα Μουσεία. Εξ άλλου, οι πρόσφατες κηρύξεις αρχαιολογικών χώρων και ζωνών προστασίας σε όλα τα νησιά επέβαλαν και νομοθετικά τον αρχαιολογικό έλεγχο. Η δημιουργία των νέων Μουσείων αποτέλεσε πρόκληση για πολλούς κατοίκους, οι οποίοι και παρέδωσαν αρχαία που πεισματικά φύλαγαν στο σπίτι τους μέχρι το άνοιγμά τους. Σήμερα, μόνον η Τήλος και η Χάλκη δεν διαθέτουν Αρχαιολογικό Μουσείο. Υπάρχουν όμως προγράμματα, μελέτες, σημαντικά ευρήματα που φιλοξενούνται στην παρούσα Έκθεση, αλλά κυρίως πάθος από τους αρχαιολόγους των Εφορειών, οι οποίοι διευρύνουν μέρα με τη μέρα τις δραστηριότητες και το έργο της προστασίας των αρχαιοτήτων σε κάθε μικρό νησί, σε όλους τους άνυδρους βράχους, στα σταθερά αυτά – κάποτε ζωντανά – πατήματα για την επικοινωνία ανάμεσα στις νησιωτικές κοινωνίες του Αιγαίου και την απέναντι μεγάλη στεριά. Η ευφυής ιδέα της παρούσας Έκθεσης οφείλεται στον αγαπητό συνάδελφο και φίλο, Καθηγητή Νικόλαο Σταμπολίδη, Διευθυντή του Μουσείου Κυκλαδικής και Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης, ενώ η υλοποίησή της έγινε δυνατή χάρις στην αμέριστη στήριξη και τις φροντίδες της Προέδρου του Μουσείου κυρίας Σάντρας Μαρινοπούλου. Η Έκθεση και ο ανά χείρας Κατάλογος πολλά οφείλουν στη συστηματική δουλειά του επιμελητή του Μουσείου και καλού συνεργάτη, αρχαιολόγου Γιώργου Τασούλα. Η συντήρηση όλων των αντικειμένων που εκτίθενται έγινε από τους συντηρητές της ΚΒ΄ ΕΠΚΑ Μιχάλη Κώστα, Δημήτρη Κουγιό και Νεκταρία Δασακλή, ενώ οι περισσότερες φωτογραφίες των αρχαιοτήτων του Καταλόγου από τον φωτογράφο μας Γιώργο Κασιώτη. Οι αρχαιολόγοι των Εφορειών Αρχαιοτήτων της Δωδεκανήσου, υπεύθυνοι για τα νησιά που περιλαμβάνονται στην Έκθεση, παράλληλα με τα υπόλοιπα υπηρεσιακά τους καθήκοντα, έφεραν το κύριο βάρος της επιλογής και μελέτης των αντικειμένων – τα περισσότερα από τα οποία ήταν αδημοσίευτα – για τη συγγραφή των λημμάτων του Καταλόγου. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να έρχονται στο κέντρο της Ελλάδας ταπεινά και πολύτιμα τέχνεργα, μάρτυρες της μακράς ανθρώπινης δραστηριότητας και της διόλου «άγονης» πολιτιστικής διαδρομής που διήνυσαν τα μικρά ακριτικά νησιά του Αρχιπελάγους, τα οποία μεγαλώνουν τα σύνορα της πατρίδας και επιμένουν να ζουν και να παράγουν, ακόμα και με τους λιγοστούς μόνιμους κατοίκους τους. Δρ. Μελίνα Φιλήμονος-Τσοποτού Διευθύντρια της ΚΒ΄ ΕΠΚΑ
20
21
Γυαλί
Σύμη Νίσυρος
Πυργούσα
Τήλος
Αλιμνιά
Χάλκη Ρόδος
22
Ρω
Καστελλόριζο Στρογγύλη
23
24
25
Ρω
Καστελλόριζο Στρογγύλη
Η
Μεγίστη – ή Καστελλόριζο, από το όνομα του μεσαιωνικού οικισμού – είναι
η μεγαλύτερη από ένα σύνολο περίπου τριάντα νησίδων, βραχονησίδων και σκοπέλων, που αποτελούν το πολύνησο του Καστελλορίζου (εικ. 1). Η οικονομία και η σημασία της
Εικ. 1: Μερική άποψη του Καστελλορίζου, των βραχονησίδων και της λυκιακής ακτής (φωτ. αρχείο ΜΚΤ).
συνδέεται άμεσα με αυτά, όπως και με την απέναντι λυκιακή ακτή. Η Μεγίστη βρίσκεται 131 χλμ. (71 ναυτικά μίλια) ανατολικά της Ρόδου και 2,5 χλμ. από την απέναντι ακτή. Έχει εμβαδόν 8,88 τ.χλμ. και σχήμα περίπου τριγωνικό, με τη μεγάλη χερσόνησο
της
Μούντας
στη
βόρεια
πλευρά, που καταλήγει στο ακρωτήριο του Αγίου Στεφάνου. Η ακτογραμμή είναι παντού απόκρημνη με εξαίρεση τον βαθύ κόλπο στη ΒΑ πλευρά του νησιού, που σχηματίζει διπλό λιμάνι. Το νησί είναι ορεινό και βραχώδες. Οι ψηλότερες κορυφές Βίγλα (268 μ.), Παλαιόκαστρο (244 μ.), και Δίσκος (215 μ.) βρίσκονται στο βόρειο τμήμα. Το κεντρικό, ανατολικό και νότιο χαρακτηρίζονται από μικρά οροπέδια με μικρές καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Το νησί, αν και άνυδρο, κατοικήθηκε πιθανώς από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού εξαιτίας της θέσης του και του εξαιρετικού διπλού λιμένα στη ΒΑ ακτή του. Ο Κάβος, το ακρωτήριο ανάμεσα στα δύο λιμάνια του κόλπου όπου το σωζόμενο Κάστρο, υπήρξε διαχρονικά το κεντρικό σημείο της δραστηριότητας. Μετά το λιμάνι, η σημαντικότερη θέση είναι το Παλαιόκαστρο, το οποίο παρουσιάζει αλλεπάλληλες φάσεις κατοίκησης. Άλλες θέσεις εντοπίζονται κυρίως σε καλλιεργήσιμες περιοχές, και οι περισσότερες είναι μικρές οχυρωμένες αγροικίες με ελαιοπιεστήρια και ληνούς.
26
Το ενδιαφέρον των ερευνητών για τη Μεγίστη αρχίζει τον 18ο και εντείνεται τον 19ο αιώνα. Την περίοδο αυτή ευρωπαίοι περιηγητές περιδιαβαίνουν το νησί αναζητώντας αρχαία κι επιγραφές1. Παράλληλα, είναι σαφές ότι κατά τον 19ο αιώνα στο νησί γινόταν διακίνηση αρχαιοτήτων2. Θα πρέπει να επιδεικνύεται ιδιαίτερη προσοχή όσον αφορά στην ερμηνεία της προέλευσης όσων ευρημάτων δεν προέρχονται από ανασκαφές. Κάποιες από τις επιγραφές και τα άλλα ευρήματα που κατεγράφησαν κατά καιρούς στο νησί, αναφέρεται ότι είχαν μεταφερθεί εκεί από την απέναντι μικρασιατική ακτή3. Το νησί δεν έχει μελετηθεί συστηματικά από αρχαιολογική άποψη. Η έρευνα περιορίζεται σε επιφανειακές έρευνες4 και σε κάποιες πρόσφατες σωστικές ανασκαφές5. Το όνομα Μεγίστη ή Μεγίστα – που συναντάται σε όλες τις αρχαίες πηγές, από τον ΨευδοΣκύλακα στα μέσα του 4ου αι. π.Χ, μέχρι τον 12ο αι. μ.Χ.6 – αναφέρεται στο σχετικό μέγεθος της νήσου μεταξύ των μικρότερων νησίδων και βραχονησίδων στο νησιωτικό της σύμπλεγμα7. Το όνομα του νησιού κατά την αρχαιότητα επιβεβαιώνεται αφ’ ενός από τις επιγραφικές αναφορές στον Απόλλωνα Μεγιστέα, και αφ’ ετέρου από την επιβίωσή του με τη μορφή Mayas στην αραβική και Meis στην τουρκική, που αποτελούν παραφθορά του ονόματος Μεγίστη. Το όνομα Καστελλόριζο, το οποίο υιοθετήθηκε μετά τον 12ο αιώνα και χρησιμοποιείται πλέον παράλληλα με το αρχαίο όνομα Μεγίστη, αποδίδεται είτε στο κόκκινο χρώμα του βράχου από τον οποίο κατασκευάστηκε το Κάστρο στον Κάβο (castello rosso), είτε από τον οικισμό που αναπτύχθηκε στη ρίζα του καστέλου αυτού8.
Από την Εποχή του Λίθου και την Εποχή του Χαλκού Ελάχιστα είναι τα στοιχεία που μαρτυρούν την κατοίκηση στα προϊστορικά χρόνια. Προϊστορική θέση εντοπίζεται πιθανώς στην περιοχή του σημερινού κοιμητηρίου, στη μικρή χερσόνησο που κλείνει από ανατολικά το λιμάνι του Μανδρακιού9. Ωστόσο, η επίκαιρη θέση του νησιού στο θαλάσσιο δρόμο που ακολουθούσαν τα εμπορικά πλοία της Εποχής του Χαλκού επιβεβαιώνεται από τα ερευνηθέντα ναυάγια
1. Βλ. Savary 1788· Leake 1824· Fellows 1841· Ross 1846· Flandin 1871· Cockerell 1903. Αναφέρονται επίσης αλλεπάλληλες «επιδρομές» αρχαιοκαπήλων, οι οποίοι αποβίβαζαν πληρώματα και άδειαζαν μεμονωμένους τάφους· βλ. Κυπαρίσσης 1915, 64. 2. Ο Fellows (1841, 188-189) περιγράφει το Καστελλόριζο του 1840 ως σφύζουσα εμπορική μητρόπολη στην οποία μπορούσε κανείς να προμηθευτεί νομίσματα και κάθε είδους «θησαυρούς» που έβρισκαν οι χωρικοί στην απέναντι ακτή. Ο ίδιος αγόρασε νομίσματα που προέρχονταν από την κοιλάδα της Ξάνθου. 3. Βλ. Διαμαντάρας 1894, 331-333, αρ. 33· Διαμαντάρας 1899, 335-336. Αντίστοιχα, οι μονολιθικοί κίονες στον ναό του αγίου Κωνσταντίνου έχουν μεταφερθεί από τα Πάταρα· βλ. Διαμαντάρας χ.χ.έ., 8. 4. Οι R. Hope Simpson και J.F. Lazenby πραγματοποίησαν το 1967 περιορισμένη έρευνα σε ήδη γνωστές θέσεις (Hope Simpson – Lazenby 1970). Πολύτιμη στη μελέτη της αρχαίας Μεγίστης είναι η συμβολή του Ν. Ashton, o oποίος πραγματοποίησε εκτεταμένη επιφανειακή έρευνα στο νησί το 1993 και το 1994, και συγκέντρωσε πολλά από τα στοιχεία που αναφέρονται εδώ· βλ. Ashton 1995. 5. Το 1999 ολόκληρο το νησί μαζί με τη νησίδα Ρω θεσμοθετήθηκαν ως αρχαιολογικός χώρος. Έκτοτε παρακολουθούνται οι εργασίες εκσκαφής και, σε ορισμένες περιπτώσεις, διενεργούνται δοκιμαστικές τομές πριν την έγκριση οικοδόμησης. 6. Το συμπέρασμα ότι ένα από τα ονόματα της Μεγίστης στην αρχαιότητα ήταν Κισθήνη, οφείλεται σε παρερμηνεία του εδαφίου στο Στράβωνα (ΧΙV, 3, 7,) «μεταξὺ δ’ ἐν τῷ λεχθέντι παράπλῳ νησία πολλὰ καὶ λιμένες, ὧν καὶ Μεγίστη νῆσος καὶ πόλις ὁμώνυμος Κισθήνη»· βλ. Θωμόπουλος 1970. 7. «μεγάλη νῆσος ἡ τῶν Λυκίας» σύμφωνα με τον Στέφανο Βυζάντιο. Ο πρώτος που συνδέει ετυμολογικά το όνομα του νησιού με τον μυθικό ιδρυτή Μεγιστέα είναι ο Αλέξανδρος Πολυΐστωρ τον 1ου αι. π.Χ, τον οποίο αναπαράγει ο Στέφανος Βυζάντιος, Περὶ πόλεων, τον 6ο αι. μ.Χ. Βλ. επίσης RE XV.1, λ. Megiste, 331. 8. Pappas 1994, 46-47· Hederer 1924, 32. 9. Οι Hope Simpson – Lazenby 1970, 75 αναφέρουν δύο προϊστορικά όστρακα στην περιοχή του κοιμητηρίου.
27
του Ulu Βurun – 9 χλμ. ΝΑ του Kas, της αρχαίας Αντιφέλλου απέναντι από τη Μεγίστη, το οποίο χρονολογείται στο τέλος του 14ου αι. π.Χ. – και της Χελιδονίας Άκρας, 65 χλμ. ανατολικότερα, που χρονολογείται στον 12ο αι. π.Χ. Παρά την έλλειψη στοιχείων δεν θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ότι η Μεγίστη χρησιμοποιήθηκε ως σταθμός στον δρόμο ναυτικών και εμπόρων από και προς τα λιμάνια της Ανατολής, και αποίκων προς την Κύπρο, την Κιλικία και τη Συροπαλαιστινιακή ακτή κατά τις μετακινήσεις του 12ου και 11ου αι. π.Χ.
Από τη Γεωμετρική Περίοδο έως την Ύστερη Αρχαιότητα Λιγοστές παραμένουν οι ενδείξεις σχετικά με την κατοίκηση κατά τη Γεωμετρική και την Αρχαϊκή περίοδο στο νησί: θραύσματα κεραμικής της Γεωμετρικής περιόδου, που συλλέχθηκαν στο εσωτερικό της ακρόπολης του Παλαιοκάστρου, μαρτυρούν ότι υπήρχε κατοίκηση στη στρατηγική αυτή θέση. Ενδεχομένως, η στενή σχέση της Μεγίστης με τη Ρόδο χρονολογείται από την εποχή του αποικισμού. Η ίδρυση της Φασήλιδος, αποικίας της Ρόδου στη λυκιακή ακτή, χρονολογείται στον 7ο αι. π.Χ., ενώ στο Χρονικό της Λίνδου αναφέρεται νικηφόρος εκστρατεία του Κλεόβουλου, τυράννου της Λίνδου, εναντίον της Λυκίας, που πρέπει να τοποθετηθεί στον 6ο αι. π.Χ. Τα ονόματα ορισμένων πόλεων της Λυκίας, όπως η Ροδία και η Ροδιάπολης, αποτελούν πιθανώς ενδείξεις ενός ευρύτερου αποικισμού της ΝΑ Λυκίας από τις δωρικές πόλεις της Ρόδου, ο οποίος ωστόσο δεν είχε μόνιμο αποτέλεσμα πέραν της κτήσης της Μεγίστης, εφόσον οι πόλεις αυτές αναφέρονται αργότερα ως μέλη της Λυκιακής Συμμαχίας10. Το 411 π.Χ. η Ρόδος αποστάτησε από την Αθηναϊκή συμμαχία και το 408/7 π.Χ. ίδρυσε – με τον συνοικισμό των τριών πόλεων – τη νέα πόλη της Ρόδου, που σύντομα αναπτύχθηκε σε σημαντική ναυτική και εμπορική δύναμη. Δεν μπόρεσε, ωστόσο, να αποφύγει την κυριαρχία της δυναστείας των Εκατομνιδών σατραπών της Αλικαρνασσού (356 - 332 π.Χ.)11, ούτε τη συμμετοχή της στις δυνάμεις του Δαρείου του Γ΄ (340 - 335 π.Χ.). Κατά την περίοδο 332 - 323 π.Χ. στην περιοχή κυριάρχησαν οι δυνάμεις των Μακεδόνων12, ενώ μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου ξεκίνησαν οι διαμάχες μεταξύ των βασιλείων των Διαδόχων για τη στρατιωτική και οικονομική κυριαρχία στην ανατολική Μεσόγειο. Η Ρόδος απέκρουσε την πολιορκία του Δημητρίου (305 - 304 π.Χ), ενίσχυσε το ναυτικό της, πολεμικό και εμπορικό, και εξελίχθηκε στη διάρκεια του 3ου και τις αρχές του 2ου αι. π.Χ. σε κατ’ εξοχήν κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου στην ανατολική Μεσόγειο. Το ροδιακό κράτος σταδιακά περιέλαβε πολλά από τα νησιά της Δωδεκανήσου. Αυτά προστέθηκαν στις σημαντικές εκτάσεις που ήδη προ του συνοικισμού κατείχαν οι ροδιακές πόλεις στην απέναντι ακτή της Μικράς Ασίας, τη λεγόμενη «ενσωματωμένη» ροδιακή Περαία, η οποία περιελάμβανε τμήμα της Καρίας και ορισμένες παραθαλάσσιες θέσεις της Λυκίας, καθώς και τη νήσο Μεγίστη. Θεωρείται βέβαιο ότι η Μεγίστη, ενσωματώθηκε στο Ροδιακό κράτος πριν τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. και παρέμεινε σε αυτό τουλάχιστον μέχρι τον 1ο αι. μ.Χ.13: αυτό μαρτυρεί η αναφορά του Ψευδοσκύλακος, 99 (GGM I, 73… κατὰ ταῦτα νῆσός ἐστι Ῥοδίων… ), που χρονολογείται στα
10. Bresson 1999, 102· Blinkenberg 1941, αρ. 2, 170, XXIII. 11. Οι Εκατομνίδες προχώρησαν στην κατασκευή ενός εκτεταμένου δικτύου οχυρώσεων στις υπό τον έλεγχό τους περιοχές. Σχετικά, βλ. Εισαγωγικό κείμενο Νισύρου, στον παρόντα τόμο. 12. Σχετικά με το ροδιακό κράτος κατά την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου, βλ. Hauben 1977 και Berthold 1984, 33-37. 13. Fraser – Bean 1954, 57· Berthold 1984, 41.
28
μέσα του 4ου αι. π.Χ.14, αλλά και του Στράβωνος (XIV, 3, 7). Η διοίκηση της «ενσωματωμένης» ροδιακής Περαίας δεν διέφερε από αυτή της Ρόδου15. Αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα του ροδιακού κράτους και συμμετείχε στο σύστημα των δήμων. Η Μεγίστη, όπως και περιοχή των Δαιδάλων, προκεχωρημένες κτήσεις του ροδιακού κράτους, δεν αποτελούσαν αυτοτελείς δήμους, αλλά μάλλον ανήκαν σε κάποιον άγνωστο δήμο της Ρόδου. Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι στις επιγραφές της Μεγίστης το όνομα των Ροδίων αξιωματούχων συνοδεύεται μερικές φορές από το δημοτικό τους, αλλά ποτέ από το εθνικό Ῥόδιος, πρακτική που συναντάται στις περιοχές της «ενσωματωμένης» Περαίας. Ωστόσο, το δημοτικό Μεγιστεύς εμφανίζεται μόνον ως επίθετο του Απόλλωνα και πιθανώς του Διός16. Νομίσματα του 4ου αι. π.Χ., τα οποία φέρουν στον εμπροσθότυπο την κεφαλή του Ηλίου και στον οπισθότυπο το ροδιακό ρόδο με τα γράμματα ΜΕ έχουν αποδοθεί στη Μεγίστη (αρ. κατ. 11 - 12)· η ερμηνεία αυτή, ωστόσο, αποτέλεσε θέμα διαφωνίας μεταξύ ειδικών και αμφισβητείται17. Την στρατιωτική εξουσία στην ενσωματωμένη και υποτελή ροδιακή Περαία ασκούσε ένας από τους δέκα στραταγοὺς, ο στραταγός ἐπὶ τό πέραν, με υφιστάμενους τουλάχιστον τρεις ἁγεμόνας – συγκεκριμένα αναφέρονται ἁγεμὼν ἐπὶ Kαρίας, ἁγεμὼν ἐπὶ Λυκίας και ἁγεμὼν ἐπὶ Kαύνου. Υφιστάμενοι των ἁγεμόνων ήταν οι ἐπιστάται, Ρόδιοι επικεφαλής μισθοφορικών φρουρών, διορισμένοι με ετήσια θητεία σε σημεία στρατηγικής σημασίας για το ροδιακό κράτος. H Μεγίστη ήταν ένα από τα σημεία αυτά, όπως επιβεβαιώνουν οι επιγραφικές μαρτυρίες: τέσσερις αναθηματικές επιγραφές επιστατών έχουν βρεθεί στην ακρόπολη του Παλαιοκάστρου και μία βρίσκεται χαραγμένη στο βράχο κάτω από το Κάστρο, τον αρχαίο πύργο του λιμένα18. Χρονολογούνται στο 2ο αι. π.Χ.19 Η εξαιρετική σημασία της Μεγίστης για το ροδιακό κράτος κατά τον 2ο αι. π.Χ. διαφαίνεται στην ενεπίγραφη βάση αναθηματικού αγάλματος που βρέθηκε στις Κεδρεές της Καρίας και αναφέρεται στον Τεισία Θευδάμου, … καὶ ἁγεμόνα γενόμενον ἐμ Mεγίστᾳ κατὰ πόλεμον…20. Η βάση φέρει την υπογραφή του γλύπτη Πυθόκριτου, ο οποίος εργάστηκε στη Ρόδο γύρω στο 170 π.X. Φαίνεται ότι στην προκειμένη περίπτωση ο διορισμός του συγκεκριμένου αξιωματούχου ως ἁγεμόνα ἐμ Mεγίστᾳ αποτελούσε έκτακτο αξίωμα, που υπαγορευόταν από την κρισιμότητα των γεγονότων του Γ΄ Συριακού πολέμου (190 π.Χ.), όταν η Μεγίστη διεδραμάτισε κύριο ρόλο21 στις επιχειρήσεις κατά του Αντιόχου Γ΄. Σχετική με τα γεγονότα του πολέμου αυτού είναι η εκτενέστερη σωζόμενη αναφορά της Μεγίστης στην αρχαία
14. Και οπωσδήποτε πριν το 330 π.Χ.· βλ. Bresson 104, σημ. 51 15. Για τη διοίκηση του ροδιακού κράτους βλ. Fraser – Bean 1954, 79-94· Berthold 1984, 38 κ.εξ.· van Gelder 1900. 16. SGDI 4331 και 4333. 17. Βλ. Head 1897, xcviii-xcix. Ο Cahn (1942, 92-94) επισημαίνει ότι τα νομίσματα είναι βαρύτερα από το καθιερωμένο ροδιακό σύστημα και είναι απίθανο να αποτελούν βραχύβια ροδιακή κοπή. Υποστηρίζει ότι πρόκειται πιθανώς για κοπή επιμέρους ροδιακού δήμου. Οι Fraser – Bean (1954, 97 σημ. 4, 98) θεωρούν ότι, εάν πρόκειται για ροδιακή κοπή, αυτή θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως ένδειξη είτε της αυτονομίας του νησιού είτε της ενσωμάτωσής του στο ροδιακό κράτος· επισημαίνουν δε ότι τα γράμματα ΜΕ πιθανώς δεν αντιπροσωπεύουν τοπωνύμιο, αλλά ονόματα αξιωματούχων. Ο R.H.J. Ashton (1990, 1-3) πρότεινε ότι πρόκειται για κοπή του Ροδίου στην καταγωγή στρατηγού Μέμνωνος, ο οποίος πολέμησε εναντίον του Αλέξανδρου, και όχι για νομίσματα της Μεγίστης. Συνοπτικά βλ. Στεφανάκη 2010, 417-419. 18. Βλ. αναλυτικότερα παρακάτω, σχετικά με το Κάστρο και την ακρόπολη Παλαιοκάστρου. 19. Fraser – Bean 1954, 87. 20. SEG IV, 178· Fraser – Bean 1954, 85. 21. Σχετικά με τα γεγονότα του Συριακού πολέμου βλ. Berthold 1984.
29
γραμματεία: ο Τίτος Λίβιος (Ab Urbe Condita, 37.22.5, 37.24.12, 37.45.2) αναφέρει την Μεγίστη τρεις φορές σε σχέση με τις πολεμικές επιχειρήσεις του 190 π.X. Στο κείμενο εξαίρεται η στρατηγική θέση της Μεγίστης, καθώς και η σημασία του λιμανιού της για το ροδιακό κράτος ως ναυστάθμου του ροδιακού στόλου. Τα παραπάνω αποσπάσματα μαρτυρούν ότι η Μεγίστη έπαιξε σημαντικό στρατηγικό ρόλο, κυρίως μάλιστα εφ’ όσον η υπόλοιπη Λυκία, με την εξαίρεση της Φασήλιδος, ήταν εχθρικά διακείμενη προς τη Ρόδο. Η συνθήκη της Απάμειας (188 π.Χ.), που επιβλήθηκε στη συνέχεια από τη Ρωμαϊκή σύγκλητο επί των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, ήταν εξαιρετικά ευνοϊκή για τους Ροδίους. Την αμέσως επόμενη περίοδο έως τη συμμαχία με τη Ρώμη - ουσιαστικά την υποταγή σε αυτή - το 164 π.Χ, το ροδιακό κράτος επεκτάθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της Καρίας και της Λυκίας. Οι περιοχές αυτές αποτέλεσαν τη λεγόμενη «υποτελή Περαία». Η Λυκία αντιστάθηκε στη ροδιακή κατοχή, και ακολούθησε σειρά πολεμικών συγκρούσεων, οι λεγόμενοι Λυκιακοί πόλεμοι22. Κατά την περίοδο αυτή (188 - 167 π.Χ.), η Μεγίστη εξακολούθησε να λειτουργεί ως βάση για τις ναυτικές επιχειρήσεις του ροδιακού στόλου. Η μόνιμη ροδιακή παρουσία στη Μεγίστη ερμηνεύει την επιρροή της Ρόδου στην κεντρική Λυκία κατά την ελληνιστική περίοδο, η οποία μαρτυρείται επιγραφικά23. Αντίστοιχη λυκιακή παρουσία ή επιρροή στη Μεγίστη δεν σημειώνεται, κρίνοντας από την έλλειψη μνημείων στο νησί. Ακόμη και κατά την περίοδο αναβίωσης της λυκιακής συμμαχίας, κατά τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο24, η Μεγίστη φαίνεται ότι παρέμεινε ανεπηρέαστη από τη λυκιακή επιρροή, παρά την εγγύτητά της στη λυκιακή ακτή. Αναπόφευκτα, η πολιτική ισχύς της Ρόδου μειωνόταν όσο αυξανόταν η επιρροή της Ρώμης. Έπειτα από την υπογραφή συνθήκης με τη Ρώμη το 164 π.Χ., παρότι τυπικά αυτόνομη, η Ρόδος ακολουθεί τις επιταγές του ρωμαϊκού κράτους. Η ίδρυση στη Δήλο αφορολόγητου εμπορείου ρωμαϊκών συμφερόντων συνετέλεσε στην οικονομική συρρίκνωση της Ρόδου. Στον ύστερο 1ο αι. π.Χ. ο Αντώνιος και ο Αύγουστος απέδωσαν ξανά κάποιες από τις νησιωτικές της κτήσεις, ενώ ο Αύγουστος επιβεβαίωσε τον παλαιότερο τίτλο της ως «ελεύθερης και συμμάχου πόλεως». Τον 1ο αι. μ.Χ. ο Στράβων (ΧΙV, 3, 7) αναφέρει και πάλι τη Μεγίστη ως ροδιακή κτήση. Εκτός από τον Στράβωνα, δύο ακόμη πηγές του 1ου και 2ου αι. μ.Χ. αναφέρονται στη Μεγίστη: ο Πτολεμαίος (V, III) και o Πλίνιος (Φυσική Ιστορία, V. 35.131), ο οποίος μάλιστα αναφέρει ότι η πόλις της Μεγίστης έχει εκλείψει (… Megista, cuius civitas interdiit.). Σύμφωνα, ωστόσο, με τις αρχαιολογικές ενδείξεις το νησί κατοικείτο κατά τον 1ο αι. μ.Χ., οπότε η δήλωση του Πλίνιου πιθανώς σημαίνει είτε ότι ο πληθυσμός του συρρικνώθηκε, είτε ότι η στρατηγική σημασία του μειώθηκε, είτε ότι ήταν πλέον υποτελές. Υπό τον αυτοκράτορα Βεσπασιανό (67 - 69 μ.Χ.) η Ρόδος ενσωματώθηκε επίσημα στο Ρωμαϊκό κράτος, ενώ από τον Διοκλητιανό (284 - 305 μ.Χ.) ορίστηκε ως πρωτεύουσα της Επαρχίας των Νήσων, η οποία υπαγόταν στη Διοίκηση της Ασίας. Στην αυτοκρατορική περίοδο η Μεγίστη εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ως ναύσταθμος, όπως μαρτυρούν οι επισκευές στα τείχη της ακρόπολης και επιφανειακά ευρήματα στο νησί, αλλά κυρίως οι λιμενικές εγκαταστάσεις. Στη ρωμαϊκή περίοδο χρονολογούνται
22. Bresson 1999, 106-111· Πολύβιος, 25.4.4. 23. Σχετικά με τα επιγραφικά στοιχεία που μαρτυρούν τη ροδιακή επιρροή στη Λυκία, την υιοθέτηση ροδιακών πρακτικών, τις αναθηματικές επιγραφές που τιμούν Ροδίους, την λατρεία του Διός Ατταβυρίου και του Ηλίου, βλ. Zimmermann 1992, 81, 156-158· Zimmermann 1993, 119-121· Bresson 1999,104-106. 24. Βλ. Τίτος Λίβιος, 41.25.8, 42.14.8, 44.15.1. Επίσης, βλ. Πολύβιος 30.5.12, 30.31.4-5, 31.4.1-3.
30
πιθανώς οι βυθισμένοι μόλοι στη γλώσσα που χωρίζει τα δυο λιμάνια και γύρω από το απέναντι νησάκι Ψωραδιά, καθώς και κεραμική από ναυάγια στις θέσεις αυτές25. Το λιμάνι της Μεγίστης λειτουργούσε ακόμη ως εμπορικός λιμένας, αλλά και ως ναύσταθμος του ρωμαϊκού στόλου, μάλλον όμως ως βοηθητικός του ναυστάθμου στα Πάταρα της Λυκίας. Οπωσδήποτε η σημασία του νησιού δεν ήταν πλέον εξέχουσα σε μια Μεσόγειο που αποτελούσε «ρωμαϊκή λίμνη». Η ιστορία του νησιού αντικατοπτρίζει τη σημαντική γεωγραφική του θέση και την οικονομική και στρατηγική σημασία ολόκληρης της περιοχής. Την εξέχουσα θέση του ως σημαντικής κτήσης της Ρόδου ακολούθησαν αιώνες αφάνειας κατά τους οποίους σχεδόν εξαφανίστηκε από τις πηγές. Υπάρχουν μεγάλες περίοδοι που χαρακτηρίζονται από την πλήρη απουσία μνημείων και στοιχείων. Τα μέχρι τώρα στοιχεία δείχνουν ότι το νησί ήκμασε ως ναυτική βάση κυρίως σε περιόδους ανάγκης οργανωμένου ελέγχου των θαλάσσιων περασμάτων από μια κεντρική αρχή.
Τα αρχαία μνημεία Ο λιμένας και το Κάστρο Ο κόλπος δυτικά του Κάβου – πεταλόσχημος, βαθύς και καλά προστατευμένος από τον καιρό – ήταν ο κυρίως λιμένας, ενώ ο ανατολικός, στο Μανδράκι, μικρότερος και ρηχός26, Εικ. 2: Ο Κάβος: το Κάστρο και ο «Λυκιακός τάφος» (φωτ. αρχείο ΜΚΤ).
λειτουργούσε πιθανώς ως ναυπηγοεπισκευαστικός χώρος στην αρχαιότητα, όπως και κατά τον 19ο αιώνα. Ο κύριος, ωστόσο, ρόλος του διπλού λιμένα της Μεγίστης ήταν η τροφοδοσία των πολεμικών και εμπορικών πλοίων, ενώ πιθανώς συμμετείχε στο περιφερειακό εμπόριο. Το λιμάνι της Μεγίστης προστατευόταν ήδη κατά την αρχαιότητα από αρχαίο οχυρό, στη θέση του ιπποτικού Κάστρου (εικ. 2, 3). Η πυραμιδική βάση του σωζόμενου πύργου (εικ. 3) χρονολογείται στον β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ.27, όπως μαρτυρεί η λαξευμένη ταινία στις δύο όψεις της επικλινούς ακμής των γωνιόλιθων, ο λεγόμενος γωνιαίος οδηγός. Προφανώς, η ασυνήθιστη για τον χώρο κατασκευή έγινε προκειμένου να δοθεί πρόσθετο ύψος στον ορθογώνιο πύργο, ο οποίος δέσποζε στα δύο λιμάνια και ήλεγχε τη θαλάσσια περιοχή του διαύλου με τις διάσπαρτες νησίδες. Στο βράχο όπου εδράζεται ο πύργος του Κάστρου βρίσκεται εγχάρακτη η αναθηματική επιγραφή του Ρόδιου στρατιωτικού διοικητή Σωσικλή Νικαγόρα στον Ερμή Προπύλαιο (εικ. 4), που χρονολογείται τον 2ο αι. π.Χ.: Σωσικλῆς Nικαγόρα /Ἂμιος ἐπιστατήσας /ἒν τε Kαστάβῳ
Εικ. 3: Το Κάστρο: η πυραμιδική βάση του πύργου από ΝΑ (φωτ. αρχείο ΚΒ΄ ΕΠΚΑ).
καὶ ἐπὶ /τοῦ πύργου τοῦ ἐν Mε /γίστᾳ Ἑρμᾷ Προπυ /λαίῳ χαριστήριον28. Η αναθηματική επιγραφή του «επιστατήσαντος» Σωσικλέους, είναι οπωσδήποτε μεταγενέστερη της κατασκευής του πύργου, και συνοδεύεται από εντορμίες για τη στερέωση αναθήματος, πιθανώς ερμαϊκής στήλης. Ολόκληρη η βόρεια πλευρά του πύργου έχει καταρρεύσει, μαζί με τον βράχο έδρασης, πιθανώς εξ αιτίας σεισμού ή έπειτα από κάποιον από τους πολυάριθμους βομβαρδισμούς που έχει υποστεί το μνημείο σε νεότερες περιόδους. Ο βόρειος τοίχος του πύργου, κτισμένος σύρριζα στο φρύδι του βράχου, είναι κατακόρυφος και εμφανώς μεταγενέστερος.
Εικ. 4: Η αναθηματική επιγραφή του ρόδιου στρατιωτικού διοικητή Σωσικλέους (φωτ. αρχείο ΜΚΤ).
25. Βλ. Pirazzoli 1987. 26. Κατά την αρχαιότητα, η στάθμη της θάλασσας βρισκόταν αρκετά χαμηλότερα· βλ. Pirazzoli 1987. 27. Η κατασκευή βρίσκει παράλληλα στην περιοχή της Αργολίδας. Πυραμιδική βάση ορθογώνιου πύργου επάνω σε ορθογώνια κρηπίδα βρίσκεται στο Κεφαλάρι Ελληνικού στο Άργος (Πίκουλας 199697, Lord 1938, Scranton 1938). Βάσει των ευρημάτων χρονολογείται στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ., και λειτουργούσε ως φυλακείο για τον έλεγχο του άξονα Άργους-Κεγχρεών. Βλ. Πίκουλας 1995. 28. SGDI, 4332.
31
Το Παλαιόκαστρο Αποτελεί
την
καλύτερα
σωζόμενη
οχυρωμένη θέση της αρχαίας Mεγίστης στο εσωτερικό του νησιού, και πιθανώς το πλέον στρατηγικό σημείο (εικ. 5). Η ακρόπολη είχε πιθανώς κατασκευαστεί πριν τον ύστερο 4ο αι. π.Χ., επάνω σε αρχαιότερη προ-κλασική ακρόπολη, παρουσιάζει δε ίχνη διαρκούς κατοίκησης μέχρι τους βυζαντινούς χρόνους29. Ήλεγχε τον λιμένα και τον όρμο Λιμενάρι στα δυτικά, κυρίως όμως αποτελούσε κομβικό σημείο, από όπου ασκείτο ο έλεγχος των θαλάσσιων διόδων μέσω ενός δικτύου φρυκτωριών εγκατεστημένων σε διάφορα σημεία του νησιού, στις γειτονικές νησίδες Στρογγυλή και Pω, καθώς και στην απέναντι λυκιακή Εικ. 5: Η ακρόπολη του Παλαιοκάστρου από ΝΑ. Στο βάθος η Ρω (φωτ. αρχείο ΚΒ΄ ΕΠΚΑ).
ακτή. Η ακρόπολη του Παλαιοκάστρου καλύπτει έκταση περ. 6.000 τ.μ., και αποτελείται από εξωτερικό τείχος με τέσσερις - αρχικά - πύργους στη NA πλευρά, την πλέον προσβάσιμη, καθώς και εσωτερικό πύργο. Στον νοτιότερο πύργο σώζεται μία από τις αρχαίες εισόδους, αν και έχει υποστεί μεταγενέστερες επεμβάσεις. Εντοιχισμένες σε δεύτερη χρήση βρίσκονται εδώ δύο αναθηματικές επιγραφές επιστατών30. Ο κατεστραμμένος σήμερα τέταρτος πύργος, στην ανατολική γωνία του εξωτερικού τείχους, σε σημείο που δεσπόζει επάνω από τον οικισμό και το λιμάνι, ήταν πιθανώς η θέση εύρεσης της επιγραφής του επιστάτη Κρατιδάμου, ο οποίος κατασκεύασε πύλη και ανέθεσε τα αγάλματα του Απόλλωνος Πυλαίου και της Αρτέμιδος Σωτείρας31. Η επιγραφή, η οποία χρονολογείται πιθανώς στον 3ο ή 2ο αι. π.Χ.32, δηλώνει την ύπαρξη μιας δεύτερης πύλης στο σημείο αυτό. Μία τέταρτη επιγραφή – αυτή τη φορά από δύο επιστάτες – θα πρέπει να συσχετιστεί με την ακρόπολη του Παλαιοκάστρου33. O εσωτερικός πύργος, που σώζεται σε ύψος περίπου
29. Hope Simpson – Lazenby 1970, 73-74, εικ. 7· Wurster 1981, 226-231, πίν. 74-75, εικ. 8. Το 1943, οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής εγκατέστησαν στην κορυφή του υψώματος την αντιαεροπορική τους άμυνα, όπως φαίνεται από τα δύο πολυβολεία αλλά και από το άφθονο υλικό λατύπης που δημιουργήθηκε από τον βομβαρδισμό του μνημείου από τους συμμάχους. 30. Ἐπικρατίδας / Ἀναξικράτευς / ἐπιστατήσας/ καὶ τοὶ / συστρατευσάμενοι /[Δ]ιοσκόροις (SGDI, 4331 και Διαμαντάρας 1892, 304) και [B]ασίλων / Ἐξα[κ]-/ εστίωνος / Λέλιος ἐπιστα-/ τήσας (Διαμαντάρας 1892, 305). 31. Susini 1955· Michelier 1917. Δεν είναι σαφές ποια ακριβώς είναι η ΝΑ γωνία της ακρόπολης όπου, σύμφωνα με τον Michelier βρέθηκε η επιγραφή του Κρατιδάμου. Πιθανώς πρόκειται για τον κατεστραμμένο πλέον τέταρτο πύργο της ΝΑ πλευράς της ακρόπολης. Η ύπαρξη της συγκεκριμένης επιγραφής δηλώνει την ύπαρξη δεύτερης πύλης στο σημείο αυτό. Η επιγραφή βρίσκεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μυτιλήνης (αρ. ευρ. 40), μαζί με μια σειρά άλλων αναθηματικών ή επιτύμβιων αναθηματικών επιγραφών που χρονολογούνται από την ελληνιστική έως την ύστερη αυτοκρατορική περίοδο (αρ. ευρ. 13, 18, 25, 28, 40, 41, 42), καθώς και κάποιες επιγραφές που είχαν μεταφερθεί στη Μεγίστη από τα Πάταρα και τις Γάγες. Οι επιγραφές είχαν αποσταλεί με αρχικό προορισμό το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών, από την επαναστατική ελληνική διοίκηση της νήσου που ζητούσε την ένωση με την Ελλάδα κατά το σύντομο διάστημα 1913-1915. 32. Σύμφωνα με τον Susini 1955, καμμία επιγραφή με προέλευση από τη Μεγίστη δεν είναι δυνατόν να χρονολογηθεί με ακρίβεια. 33. Ἐπιστάται / Aἰσχίνας /Διάνδρου /Tιμόστρατος /Eὐκράτευς /Ἀπόλλωνι /Mεγιστεῖ. Η επιγραφή (SGDI, 4330) αναφέρεται από τον Ludwig Ross ως εντοιχισμένη στο ιερό της Μονής του Αγίου Παντελεήμονα. Ο Διαμαντάρας (1899, 333) δημοσίευσε μία έκτη επιγραφή επιστάτου, χωρίς να αναφέρει τόπο εύρεσης.
32
Εικ. 6: Παλαιόκαστρο. Ο εσωτερικός πύργος από ΝΑ (φωτ. αρχείο ΜΚΤ).
Εικ. 7: Λαξευτή δεξαμενή στο Παλαιόκαστρο (φωτ. αρχείο ΜΚΤ).
4μ., αποτελεί το καλύτερα σωζόμενο τμήμα της οχύρωσης (εικ. 6). Είναι χτισμένος με κυφωτές λιθοπλίνθους, σύμφωνα με το ισόδομο σύστημα, με λαξευμένο γωνιαίο οδηγό στους γωνιόλιθους. Τμήματα της ελληνιστικής φάσης διατηρούνται κατά τόπους στους κατώτερους δόμους του εξωτερικού τείχους34. Δύο μεγάλες λαξευτές ελλειψοειδείς δεξαμενές με λαξευμένες κλίμακες καθόδου, η μία στον εσωτερικό και η δεύτερη στον εξωτερικό περίβολο, εξασφάλιζαν νερό για μεγάλες περιόδους (εικ. 7). Η μεγαλύτερη από αυτές έχει διάμετρο περίπου 5,30μ. και βάθος 4μ. Οι δεξαμενές αυτές, στεγασμένες με θόλους στις νεότερες περιόδους, θα πρέπει κατά την αρχαιότητα να βρίσκονταν σε υπόγειους χώρους πύργων. Μικρές κόγχες λαξευμένες στο μέτωπο του βράχου στη νότια πλευρά του εσωτερικού, υπερυψωμένου, τμήματος της ακρόπολης, δηλώνουν την ύπαρξη ιερού στο σημείο αυτό.
Η Βίγλα Στη θέση Βίγλα – το υψηλότερο σημείο του νησιού, που δεσπόζει πάνω από τον οικισμό σε υψόμετρο 220μ. – σώζεται αρχαίο οχυρωματικό τείχος σε μήκος 60μ. με κατεύθυνση Α-Δ. Η πολυγωνική του τοιχοδομία έχει χαρακτηριστεί «κυκλώπεια», και στο παρελθόν το τείχος είχε θεωρηθεί μυκηναϊκό35. Πρόκειται, ωστόσο, για τοιχοδομία αρκετά συνηθισμένη στην Καρία από τους κλασικούς χρόνους μέχρι τη ρωμαϊκή περίοδο και πιθανώς αποτελούσε τμήμα της ελληνιστικής οχύρωσης36. Σε συνδυασμό με το Παλαιόκαστρο χρησίμευε για την προστασία της ενδοχώρας. Εκτός από την ακρόπολη του Παλαιοκάστρου και τα παραθαλάσσια οχυρά του Κάστρου
34. Οι λιθόπλινθοι της νοτιοδυτικής γωνίας του εξωτερικού τείχους έχουν συστραφεί και μετατοπιστεί με αποτέλεσμα το σημείο αυτό του τείχους να κινδυνεύει με κατάρρευση. Έπειτα από την τοπογραφική αποτύπωση από την Ε. Βασιλειάδου, η ΚΒ΄ ΕΠΚΑ έχει αναλάβει το έργο της αποκατάστασης της νοτιοδυτικής γωνίας στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ, βάσει των μελετών των Γ. Αντωνίου, Κ. Ζάμπα και Ε. Παυλίδη. 35. Κυπαρίσσης 1915. 36. Hope Simpson – Lazenby 1970, 75· Wurster 1981, 231-232.
33
και των νησίδων Ρω και Στρογγυλής (βλ. παρακάτω σελ. 44 - 47)37, το αμυντικό δίκτυο της Μεγίστης συμπληρωνόταν από επί μέρους μικρές «ακροπόλεις» στο εσωτερικό του νησιού (όπως το Λαντωμένο ή τα Υψηλά, στο κτήμα Μιρικλή38, στη ΝΑ πλευρά του νησιού) και πύργους-φρυκτώρια (όπως ο μικρός πύργος με πυραμιδική βάση στο Καστρέλλι στην χερσόνησο της Μούντας, και το φρυκτώριο στη θέση Καρύδια, στο φρύδι της απόκρημνης ανατολικής ακτής), καθώς και στην απέναντι ηπειρωτική ακτή. Τειχισμένο παραθαλάσσιο αστικό κέντρο δεν φαίνεται να υπήρχε κατά την αρχαιότητα, ενώ ο οικισμός του λιμένα ήταν πιθανώς περιορισμένης έκτασης και εξυπηρετούσε τις ανάγκες τροφοδοσίας και επισκευής των πλοίων. Το κυρίως οχυρωματικό δίκτυο του συμπλέγματος της Μεγίστης κατασκευάστηκε βάσει κεντρικού αμυντικού σχεδιασμού του ροδιακού κράτους στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ., πιθανότατα την περίοδο μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αδιευκρίνιστη παραμένει η ακριβέστερη χρονολόγησή της κατασκευής του, ενώ δεν θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να ενσωμάτωσε προϋπάρχουσες κατασκευές και να συμπληρώθηκε στη διάρκεια του 3ου και 2ου αι. π.Χ. με πρόσθετες κατασκευές και μετασκευές. Οι οχυρώσεις αποτέλεσαν μέρος ενός ευρύτερου σχεδιασμού, με μακροπρόθεσμο στόχο την απρόσκοπτη ναυσιπλοΐα και τον ανεφοδιασμό του πολεμικού και εμπορικού στόλου παρακάμπτοντας τα λιμάνια της Λυκίας, με την οποία οι σχέσεις του ροδιακού κράτους ήταν μονίμως τεταμένες39.
Οχυρωμένες αγροικίες Εκτός από τα παραπάνω οχυρά, στο Καστελλόριζο έχει εντοπισθεί μεγάλος αριθμός μεμονωμένων οχυρών κτισμάτων, τα οποία μπορούν να ερμηνευθούν ως αγροτικοί πύργοι ή οχυρωμένες αγροικίες40. Στην πλειονότητά τους, οι αγροικίες αυτές είναι μεμονωμένες και αυτάρκεις, με εξαίρεση πιθανώς τις εγκαταστάσεις στην Αυλωνιά, που θα μπορούσαν να ανήκουν σε μικρό οικισμό ή κώμη από πυργόσπιτα. Ανάλογοι πύργοι κατασκευάζονται τον 4ο και 3ο αι. π.Χ. σε πολλές περιοχές κυρίως στο νησιωτικό χώρο41. Μερικές φορές συσχετίζονται με τις ανάγκες προστασίας κάποιας συγκεκριμένης παραγωγής42, συνήθως όμως πρόκειται για αγροτικές εγκαταστάσεις οι οποίες συγχρόνως εξυπηρετούν κάποιον ευρύτερο αμυντικό σχεδιασμό. Πιθανώς αποτελούσαν ιδιοκτησίες· ενδεχομένως, όμως, κάποιες από αυτές να παραχωρούνταν στη φρουρά και τις οικογένειές τους για χρήση και εκμετάλλευση, με αντάλλαγμα τη λειτουργία παρατηρητηρίου-φρυκτωρίας43. Αντίστοιχες κατασκευές οχυρωμένων αγροικιών των ελληνιστικών χρόνων και σε εξίσου
37. Μελετώντας τις ελληνιστικές οχυρώσεις στην ενσωματωμένη ροδιακή Περαία, η Pimouguet (1994) διέκρινε τρεις κατηγορίες αμυντικών εγκαταστάσεων: οχυρωμένες ακροπόλεις στην κορυφή υψώματος, οχυρωμένα παραθαλάσσια αστικά κέντρα, και παραθαλάσσια οχυρά και πύργους χτισμένους επάνω σε χερσόνησο ή στόμιο κόλπου. Κάθε μία από αυτές τις εγκαταστάσεις είχε τη δική της ιδιαίτερη επιχειρησιακή λειτουργία, η οργάνωσή τους όμως δείχνει την ύπαρξη ενός κεντρικού αμυντικού σχεδιασμού, που εξυπηρετούσε απευθείας τα συμφέροντα του ροδιακού κράτους. Έτσι ερμηνεύεται και η σχετική ομοιογένεια που χαρακτηρίζει όλες τις κατηγορίες των εγκαταστάσεων αυτών, ως προς τα λειτουργικά τους στοιχεία και τον τρόπο κατασκευής τους, χαρακτηριστικά τα οποία η Pimouguet θεωρεί ενδείξεις μιας «ηπειρωτικής ροδιακής αρχιτεκτονικής». 38. Ashton 1995, 80. 39. Bresson 1999· Bryce – Zahle 1986. 40. Ο Ashton (1995, 68-91, κυρίως 69) σημειώνει σαράντα πέντε περίπου οχυρωμένες θέσεις, οι περισσότερες από τις οποίες βρίσκονται σε συσχετισμό με πατητήρια και δεξαμενές. 41. Βλ. Μαραγκού 2005, 323-326· Young 1956α· Osborne 1986. 42. Βλ. για παράδειγμα τα ορυχεία αργύρου της Σίφνου (Young 1956β και Ashton – Pantazoglou 1991). 43. Σχετικά με την κυριότητα των μεμονωμένων οχυρών, δηλαδή εάν επρόκειτο για ιδιωτικά ή δημόσια οικοδομήματα, βλ. Μαραγκού 2009, 21.
34
μεγάλη πυκνότητα εντοπίζονται στη Λυκία44. Κάποιες από τις κτιστές κατασκευές που έχουν στο παρελθόν θεωρηθεί τάφοι45, θα πρέπει πιθανώς να ερμηνευθούν ως υπόγειοι χώροι πύργων, με χρήση αποθηκευτική ή ως δεξαμενής νερού, όπως η κτιστή κατασκευή που είναι σήμερα γνωστή ως «τάφος με το χρυσό στεφάνι» στο οροπέδιο του Άη Γιώργη του Βουνού46 και η υπόγεια κρύπτη του Aγ. Χαραλάμπους στο μοναστήρι του Άη Γιώργη του Bουνού. Χρήση αγροικίας είχε πιθανώς η οχυρωμένη εγκατάσταση, που περιβάλλεται από ισχυρό τείχος, στο κτήμα Σαρίνα, στη θέση Άχερες, δυτικά του λιμανιού, στη μοναδική εύκολα προσβάσιμη και καλλιεργήσιμη περιοχή στο νησί47. Εδώ, εκτός από στεγασμένη δεξαμενή, περιλαμβάνεται και ικανή καλλιεργήσιμη γη.
Διαχείριση υδάτων Η Μεγίστη είναι νησί άνυδρο. Πηγάδια με γλυκό νερό (υφάλμυρο για την ακρίβεια) εντοπίζονται μόνο στην περιοχή του μυχού του λιμανιού, όπου και η εκκλησία του Άη Γιώργη του Πηγαδιού. Κατά τις εργασίες για την κατασκευή λιμνοδεξαμενής στη θέση Κιόλια, στο κεντρικό τμήμα του νησιού, ΝΔ του αεροδρομίου, αποκαλύφθηκαν δύο κτιστές κυκλικές κατασκευές, διαμέτρου 5 και 6 μ. εγγεγραμμένες σε κτιστή κατασκευή από ισχυρούς τοίχους, οι οποίες ερμηνεύονται ως δεξαμενές νερού. Η κατασκευή τους χρονολογείται στην ελληνιστική περίοδο, συνέχισαν δε να χρησιμοποιούνται στα ρωμαϊκά χρόνια, σύμφωνα με την κεραμική που βρέθηκε κατά την ανασκαφή48. Σημειωτέον ότι το παλαιό όνομα της θέσης ήταν Φλετρά (φρεατερά)49. Στην ελληνιστική περίοδο κατασκευάστηκε πιθανώς το συγκρότημα εννέα μεγάλων κυκλικών δεξαμενών στη θέση Άχερες, επάνω από τον οικισμό του Καστελλορίζου, η κατασκευή του οποίου ανάγεται συνήθως στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ωστόσο, ένα τέτοιας κλίμακας έργο υποδομής μαρτυρεί έναν κεντρικό σχεδιασμό ο οποίος μόνον στην ελληνιστική περίοδο παρατηρείται στο νησί. Το συγκρότημα αυτό των δεξαμενών στις Άχερες θα έπρεπε να επαρκεί για τις ανάγκες όχι μόνον του οικισμού και των εγκαταστάσεων του λιμένα, αλλά και για τον ανεφοδιασμό του ροδιακού στόλου και των εμπορικών πλοίων που μετέφεραν σιτηρά, αμφορείς με κρασί και άλλα προϊόντα που διακινούσε το ροδιακό κράτος, καθώς και ξυλεία από τη Λυκία50. Παράλληλα, λαξευμένες ή κτιστές δεξαμενές μικρές και μεγάλες υπάρχουν σε όλες τις αρχαίες θέσεις εγκατάστασης στο νησί, από την ακρόπολη του Παλαιοκάστρου και το Κάστρο του λιμένα, έως τις διάσπαρτες στην ύπαιθρο οχυρωμένες αγροτικές εγκαταστάσεις, ενώ παρατηρείται η χρήση φυσικών ρηγμάτων ως δεξαμενών για τη συλλογή ομβρίων.
44. Πρόκειται για πυργοειδείς κατασκευές χωρίς ανοίγματα στο ισόγειο, εκτός της πόρτας, αλλά με παράθυρα στον όροφο. Έχουν προσεγμένη τοιχοδομία και συνδυάζονται πάντα με βοηθητικά κτίσματα, πατητήρια και αλώνια. Χαρακτηριστική τους λεπτομέρεια αποτελούν οι υπόγειοι χώροι. Βλ. Konecny 1994 και Konecny 1997. 45. Ashton 1995, 100-102. 46. Στην πραγματικότητα, το στεφάνι (αρ. κατ. 13) βρέθηκε σε λίθινη θήκη σφηνωμένη στο έδαφος· βλ. Κυπαρίσσης 1915, 63. 47. Βλ. Ashton 1995, 90. 48. Βλ. Κ. Μπαϊράμη στο ΑΔ 2000, Χρον., (υπό δημοσίευση). 49. Διαμαντάρας χ.χ.έ., 13. 50. Το συγκρότημα δεξαμενών στις Άχερες εξυπηρετούσε τις ανάγκες των κατοίκων του οικισμού μέχρι πρόσφατα, μαζί με μερικές κυκλικές λαξευμένες δεξαμενές εντός οικισμού, γνωστές ως Πασάδες.
35