Οικοτριβές #11

Page 1

περιβάλλον και ενέργεια στην ΕΕ

η Ευρώπη σε μεταίχμιο; Οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ουκρανία με τη μεγαλύτερη ή μικρότερη εμπλοκή της ΕΕ αλλά και η κοινωνική εξέγερση στη Βοσνία επαναφέρουν στο προσκήνιο για την Αριστερά μια στρατηγική συζήτηση περί Ευρώπης και του πυρήνα των πολιτικών της. Πολιτικές που έχουν να κάνουν με τις δυνατότητες διεύρυνσης, με την επέκταση της ευρωπαϊκής αγοράς, με την (άνιση) ανάπτυξη Βορρά-Νότου και με τα μέτρα (λιτότητας) για την «αντιμετώπιση» της κρίσης. Κατά τη γνώμη μας η συζήτηση αυτή δεν είναι τελειωμένη αλλά συνεχώς επικαιροποιείται, ειδικά σε περιβάλλον καπιταλιστικής κρίσης.

O

ικοτριβές

Δεν ισχυριζόμαστε ότι τα ζητήματα οικολογίας βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των πρόσφατων εξελίξεων. Ισχυριζόμαστε όμως ότι σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν παρεμπίπτοντα ζητήματα. Η απάντηση ερωτημάτων όπως «πώς διεκδικείται ένας νέος οικολογικός/παραγωγικός μετασχηματισμός;», «ποιες οι νέες προτεραιότητες σε κομβικούς τομείς όπως π.χ. η ενέργεια;», «με ποιους όρους δομείται η ρητορεία περί γεωστρατηγικής αναβάθμισης» και κυρίως «ποια ανάπτυξη;», αποτελεί κριτήριο για τη χάραξη οποιασδήποτε εναλλακτικής στρατηγικής. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι η κρίση έχει επαναφέρει ουσιαστικά στο τραπέζι

Αχελώος1986

Μάρτιος 2014, τ. 11

της διαπραγμάτευσης το σύνολο των πολιτικών που μέχρι σήμερα εφαρμόζονταν σε ευρωπαϊκό επίπεδο και οι ρευστές συμμαχίες οικονομικών και πολιτικών δυνάμεων ανασυγκροτούνται μέσα ένα διαρκές περιβάλλον οικονομικής ύφεσης για την πλειοψηφία των κρατών-μελών της ΕΕ. Η τροποποίηση της οδηγίας για την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, η ολοκλήρωση της ενοποίηση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, η νέα κοινή αγροτική πολιτική και πολύ περισσότερο ο αποδυναμωμένος ρόλος της ΕΕ ως προς την πρόθεση ανάληψης πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής αποτελούν

Αχελώος2014

όψεις αυτού του νέου χάρτη ανασυγκρότησης και ανταγωνισμού των ευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων σε ζητήματα ανάπτυξης και περιβάλλοντος. Σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική προεδρία της ΕΕ αναλαμβάνει πολύ περισσότερο ρόλο διαμεσολαβητή για επενδυτικές ευκαιρίες που ανοίγονται στο διεθνές κεφάλαιο, παρά παίρνει πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση με κοινωνικό και περιβαλλοντικό πρόσημο ζητημάτων που αποτελούν «καυτές πατάτες», όπως είναι οι εξορύξεις, η διαχείριση των απορριμμάτων και οι ενεργεισυνέχεια στη σελ. 2


O

02

ικοτριβές

ακές υποδομές. Σε αυτή τη συγκυρία ευτυχώς διαφαίνονται προοπτικές σημαντικής ανόδου των αριστερών δυνάμεων στις επικείμενες Ευρωεκλογές, με το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ να αποτελεί το βασικό σημείο αναφοράς

Μάρτιος 2014 - τ. 11

που πυροδοτεί πολιτικές εξελίξεις σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Πρόκειται για την πρώτη εκλογική μάχη κλίμακας εν μέσω λιτότητας και μνημονίων από τη μία και κοινωνικό αναβρασμό από την άλλη. Συνεπώς η μάχη που έρχεται μπορεί να αποτε-

λέσει τομή, εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ και η Ευρωπαϊκή Αριστερά μπορέσουν πριν από όλα να θέσουν πολιτικό και κινηματικό φρένο στις όλο και πιο νεοφιλελεύθερες πολιτικές επιλογές, αν καταφέρουν να αλλάξουν την ατζέντα των προτεραιοτήτων προς πιο

κοινωνικούς και οικολογικούς άξονες πολιτικής και αν τελικά επανακαθορίσουν το παιχνίδι συγκρουόμενοι με τον πυρήνα της κυρίαρχης ευρωπαϊκής στρατηγικής.

συριακού οπλοστασίου προς καταστροφή. Οι συνέπειες από την ενδεχόμενη απόρριψη (ακούσια ή εσκεμμένη) από στερεά ή υγρά απόβλητα που παράγονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προκαλούν επίσης μεγάλη ανησυχία, ιδιαίτερα λόγω του κινδύνου διασποράς μέσα στη Μεσόγειο, μέσω ισχυρών θαλάσσιων ρευμάτων. Η συγκεκριμένη μέθοδος βασίζεται στην υδρόλυση, δηλαδή στη διάσπαση των αερίων αυτών μέσα στο νερό. Όμως η υδρόλυση των στοιχείων αυτών θα παραγάγει μεταξύ άλλων και μεγάλες ποσότητες άλλων τοξικών ουσιών αλλά και νέα υγρά απόβλητα μέσω των χημικών αντιδράσεων. Η πιθανή παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις είσοδος αυτών των ουσιών στο θαλάσσιο περιβάλλον θα δημιουργήσει τεράστιο πρόβλημα στους ζώντες οργανισμούς, με αποτελέσματα που θα διαρκέσουν για πολλά χρόνια. Ο κίνδυνος όμως

είναι συνολικότερος για τη θαλάσσια ζωή και μάλιστα σε μια κλειστή θάλασσα όπως η Μεσόγειος. Ποιος μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο ψάρια να δηλητηριαστούν με κίνδυνο μόλυνσης του πληθυσμού που θα τα καταναλώσει. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το περασμένο φθινόπωρο ο ίδιος ο Οργανισμός είχε τονίσει πως δεν συνιστάται η καταστροφή τέτοιων ουσιών εν πλω. Η συγκεκριμένη ζώνη στην οποία σχεδιάζεται η καταστροφή του Συριακού χημικού οπλοστασίου είχε γίνει «νεκροταφείο χημικών» από την ιταλική μαφία, η οποία βύθισε μέσα σε μία εικοσαετία στην Αδριατική περίπου 30 πλοία με διαφόρου τύπων απόβλητα χημικών βιομηχανιών, όπως αποκαλύφθηκε τα τελευταία χρόνια. Η διαδικασία της καταστροφής εν πλω πρέπει να ακυρωθεί και μία κατάλληλη

ασφαλής εναλλακτική λύση σε χερσαίες εγκαταστάσεις πρέπει να βρεθεί αμέσως – κάπου όπου η παρακολούθηση πιθανών ρυπάνσεων θα καταστεί εφικτή και ο κίνδυνος θα είναι ελεγχόμενος. Η καταστροφή των ιδιαίτερα ευαίσθητων οικοσυστημάτων της Μεσογείου και των πόρων της, που βρίσκονται ήδη υπό απειλή, θα πρέπει να αποφευχθεί με κάθε τρόπο. Εφόσον δεν επιλεχθεί μια πιο ελεγχόμενη επεξεργασία, θα μπορούσαν τουλάχιστον να αποτεθούν σε πιο ανοιχτές θάλασσες, όπως ο Ατλαντικός ή ο Ειρηνικός Ωκεανός. Δεν σημαίνει ότι δεν θα υπήρχε και εκεί πρόβλημα, αλλά σε μια ανοιχτή θάλασσα οι συγκεντρώσεις των ουσιών αυτών θα μπορούσαν πιο εύκολα να διασκορπιστούν και να έχουν έστω μικρότερες επιπτώσεις.

Η συντακτική ομάδα

το σχόλιο του μήνα Στην πολιτική, στη διπλωματία και στις συνθήκες πολέμου τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Πολλές φορές το παράλογο βαφτίζεται ως λογικό και αυτονόητο, πολλές φορές το αδιανόητο μεταμφιέζεται σε ρεαλιστικό. Τη στιγμή που απαιτείται εκπόνηση περιβαλλοντικής μελέτης και δημόσια διαβούλευση για την κατασκευή ενός απλού βιολογικού καθαρισμού, η διαδικασία επεξεργασίας εξουδετέρωσης επικίνδυνων αποβλήτων του χημικού οπλοστασίου της Συρίας παραμένει σε ομιχλώδες τοπίο. Χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Νορβηγία, το Βέλγιο και η Αλβανία –οι οποίες διαθέτουν εγκαταστάσεις για την αντιμετώπιση τέτοιων επικίνδυνων αποβλήτων– έχουν ήδη αρνηθεί την καταστροφή των χημικών όπλων εντός των συνόρων τους, επικαλούμενες «έλλειψη υποδομών». Παρά τις διαβεβαιώσεις για την ασφάλεια της μεθόδου καταστροφής από τον ΟΗΕ και τον Οργανισμό για την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων (OPCW), πολλοί εμπειρογνώμονες από τη Μεσόγειο και την ΕΕ ανησυχούν εξαιρετικά. Αυτό οφείλεται στους πιθανούς κινδύνους μίας τόσο περίπλοκης διαδικασίας καταστροφής που λαμβάνει χώρα πιλοτικά σε ασταθείς θαλάσσιες συνθήκες. Πάραυτα, ο Οργανισμός ισχυρίζεται ότι κανένα κατάλοιπο δεν θα απελευθερωθεί στη θάλασσα. Η μέθοδος και ο εξοπλισμός που εγκαθίστανται στο πολεμικό πλοίο των ΗΠΑ MV Cape Ray έχει δοκιμαστεί μόνο μία φορά εν πλω, και για την εξουδετέρωση μιας μικρής ποσότητας χημικών όπλων. Αυτό ξεπερνιέται κατά πολύ από το μέγεθος του

Κ.Ζ.

περιεχόμενα μηνιαίο ένθετο στην «Αυγή» της Κυριακής Συντακτική ομάδα: Φερενίκη Βαταβάλη, Γιώργος Βελεγράκης, Παναγιώτης Δήμας, Κώστας Ζαχαριάδης, Ιωάννα Θεοδοσίου, Ορέστης Κολοκούρης, Χάρης Κωνσταντάτος, Γιάννης Μάργαρης, Πέτρος Μαρκόπουλος, Ινώ Σιώζιου, Δήμητρα Σπαθαρίδου, Δημήτρης Τσούχλης, Αλέξης Χαρίτσης, Τάσος Χοβαρδάς, Μαίρη Χριστιανού, Πέτρος Ψαρρέας Σχεδιασμός, σελιδοποίηση: Μυρτώ Μπολώτα email: oikotrives@gmail.com oikotrives.wordpress.com

3 οριστικό τέλος στην εκτροπή του Αχελώου από το ΣτΕ 4 ας μην αρχίσουμε να μετράμε τα 150 δις 5 να διεκδικήσουμε τα σκουπίδια μας 6 κλιματική αλλαγή και υδάτινοι πόροι 7 επαναδημοτικοποίηση του νερού 8 ΕΥΑΘ: αυτή τη μάχη μπορούμε να την κερδίσουμε 9-16 ΑΦΙΕΡΩΜΑ: περιβάλλον και ενέργεια στην ΕυρωπαΪκή Ενωση 17 το Flok Society Project του Εκουαδόρ 18 κτηματολόγιο και δασικοί χάρτες 19 φράγματα, νερά και επενδύσεις στην Πάτρα 20 η σκοτεινή πλευρά των ζωολογικών κήπων 21 Καμπανία: η χωματερή της Ιταλίας 22 ιδέες και θεωρία: Alyssa Battistoni - προς έναν cyborg σοσιαλισμό 23 Derek Wall - ένα οικολογικό μανιφέστο 23 είδαμε...


O

03

ικοτριβές

Μάρτιος 2014 - τ. 11

ΟΡΙΣΤΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΑΧΕΛΩΟΥ Η απόφαση 26/2014 του ΣτΕ για την εκτροπή του Αχελώου είναι η σημαντικότερη από όλες όσες προηγήθηκαν μέχρι σήμερα, και ήταν ήδη έξι. Είναι απόφαση σταθμός. Κυρίως γιατί για πρώτη φορά το Συμβούλιο μπαίνει στην ουσία της υπόθεσης, δηλαδή αποφαίνεται τόσο για τη σκοπιμότητα του έργου όσο και για τις οικονομικές και περιβαλλοντικές του διαστάσεις. Μελετώντας με προσοχή την απόφαση γίνεται φανερό ότι η διοίκηση δεν έχει περιθώρια να επαναφέρει τη συζήτηση για την ολοκλήρωση της καταστροφικής αυτής ιδέας η οποία για δεκαετίες κατασπαταλά τεράστιους οικονομικούς πόρους, τραυματίζει το περιβάλλον και απειλεί με αφανισμό χωριά, οικισμούς και ένα ποτάμιο οικοσύστημα, τροφοδοτεί τη διαπλοκή και αναπαράγει το τοπικό πολιτικό προσωπικό στη Θεσσαλία. Η απόφαση 26/2014 της Ολομέλειας του ΣτΕ αποδέχεται όλους τους λόγους ένστασης που είχαν προβάλει οι περιβαλλοντικές οργανώσεις και οι φορείς που αντιτίθενται στην εκτροπή του Αχελώου, λόγω των παραβιάσεων • του αρθ. 24 του Συντάγματος για την προστασία του περιβάλλοντος • της κοινοτικής Οδηγίας 2000/60/ΕΚ για τα ύδατα • της Οδηγίας 85/337/ΕΟΚ για την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων • της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ για τους οικοτόπους και τα είδη • της Σύμβασης της Γρανάδας για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς Και συνεπώς αποφαίνεται ότι τα έργα της εκτροπής του ποταμού δεν είναι συμβατά με την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης. Αυτή δε η σαφής θέση είναι και η φράση κλειδί που καθιστά την απόφαση αυτή καθαυτή, ιστορική. Παίρνει όμως θέση και στα μελλοντικά σχέδια της διοίκησης και αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Γνωρίζουμε όλοι μας ότι η εκτροπή αφορούσε αρχικά 1,1 δις κυβικά μέτρα νερού, στη συνέχεια και μετά από ακυρωτικές αποφάσεις του ΣτΕ, περάσαμε στη «μικρή εκτροπή» των 600 εκ. κυβικών μέτρων, ενώ σήμερα με τα υπό έγκριση σχέδια διαχείρισης υδάτων Δυτικής Στερεάς Ελλάδας και Θεσσαλίας, προβλέπονται 250 εκ. κυβικών μέτρων. Παρόλο που η διοίκηση με τα υπό έγκριση σχέδια επιχειρεί να παρακάμψει τις αποφάσεις του ΣτΕ, το δικαστήριο ήδη με την απόφαση 16/2014 θέτει σοβαρά ζητήματα νομιμότητας των σχεδίων αυτών. Κυρίως αμφισβητεί τη δυνατότητα της, εκ των υστέρων «νομιμοποίησης» περιβαλλοντικών όρων, προσαρμογής δηλαδή των σχεδίων διαχείρισης στα ήδη προγραμματισμένα και κατασκευασμέ-

να έργα της εκτροπής. Δεν μπορεί δηλαδή το έργο να διολισθαίνει από αρδευτικό σε ενεργειακό, και από εκεί σε υδρευτικό περιβαλλοντικό. Και όλα αυτά τη στιγμή που όλα τα τεχνικά χαρακτηριστικά του σχεδίου παραμένουν αναλλοίωτα, δηλαδή τα ύψη φραγμάτων, διατομές σηράγγων κ.λπ. είναι στα μεγέθη της εκτροπής 1,1 δις κυβ μέτρων νερού! Η απόφαση παίρνει επίσης θέση και στη μελλοντική απεμπλοκή –μέσω των σχεδίων διαχείρισης νερών– του φράγματος Μεσοχώρας και της λειτουργίας του ως αμιγώς ενεργειακού έργου (παρ 14, σελ. 31,32 ), ακυρώνοντας επί της ουσίας αυτή την προοπτική. Ας δούμε όμως μια σειρά από πολιτικές πλευρές αυτού του έργου, έτσι όπως επισημαίνονται και στην απόφαση του ΣτΕ. Κατ’ αρχήν επιβεβαιώνεται πανηγυρικά η άποψη του κινήματος, των περιβαλλοντικών οργανώσεων και του πολιτικού μας χώρου, το γεγονός ότι τόσο για την περιβαλλοντική υποβάθμιση –λειψυδρία, υπεράντληση υδάτινων αποθεμάτων–, όσο και για τα προβλήματα της αγροτικής παραγωγής, κύρια ευθύνη έχει η διοίκηση και οι κυβερνήσεις οι οποίες προσηλωμένες δογματικά στο ατελέσφορο και καταστροφικό έργο της εκτροπής, δεν αναζήτησαν εναλλακτικές λύσεις συμβατές περιβαλλοντικά και οικονομικά. Σαν να μην έφτανε μόνον αυτό. Χρησιμοποιούν αυτόν το λάθος σχεδιασμό ως βασικό επιχείρημα για τη συνέχιση των έργων, για την ολοκλήρωση δηλαδή του λάθους και της καταστροφής. Επικαλούνται κυρίως τους τεράστιους οικονομικούς πόρους που δαπανήθηκαν μέχρι σήμερα για να «πιέσουν» να δαπανηθούν αναποτελεσματικά ακόμη περισσότεροι! Αυτό αποκαλύπτει με τον πιο διάφανο τρόπο και το βασικό σκοπό του έργου. Να τροφοδοτήσει με δημόσια κεφάλαια το εργολαβικό κατεστημένο μέσω του οποίου αναπαράγεται και το πολιτικό προσωπικό της Θεσσαλίας. Ένα πολιτικό προσωπικό που είναι έτοιμο να δώσει ακόμη μια προεκλογική μάχη βασισμένη στο «μύθο» της εκτροπής εξαργυρώνοντας τα γραμμάτιά της. Οφείλουν όμως πριν απ’ αυτό να απαντήσουν σε μερικά πολύ κρίσιμα ερωτήματα: Πόσο κόστισε μέχρι σήμερα το παράνομο αυτό σχέδιο; Ποιος ευθύνεται για τις τεράστιες υπερβάσεις στους προϋπολογισμούς των έργων; Γιατί μέχρι σήμερα δεν μελετήθηκε και δεν υλοποιήθηκε καμία εναλλακτική λύση; Γιατί λειτουργούν ακόμη ανεξέλεγκτα χιλιάδες νόμιμες και παράνομες γεωτρήσεις στη Θεσσαλία; Γιατί ακόμη το σύστημα και οι τεχνικές άρδευσης σπαταλούν το μεγαλύτερο μέρος –κάποιες μελέτες το ανεβάζουν στο 80% και πλέον– του

από το ΣτΕ

διαθέσιμου νερού άρδευσης; Ποιος θα πληρώσει το περίπου 1 δις ευρώ που απαιτείται για την κατασκευή του αρδευτικού συστήματος στην Θεσσαλία; ( Ευρωπαϊκή οδηγία προβλέπει ρητά ότι αυτό το κόστος αφορά τους αγρότες. Τους το είπε κανείς;). Είναι σαφές ότι στη Θεσσαλία έχουμε σοβαρό πρόβλημα λειψυδρίας αλλά και γενικότερης περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Πρόβλημα που προκλήθηκε και εντάθηκε από τις δράσεις και τις παραλείψεις διαχρονικά των κυβερνήσεων. Από ένα στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης και αγροτικής παραγωγής που δεν έπαιρνε υπόψη του ούτε τις συνθήκες και τις δυνατότητες καλλιέργειας της περιοχής αλλά ούτε και τις πραγματικές ανάγκες των τοπικών κοινωνιών και της χώρας. Από ένα μοντέλο που εφάρμοζε με στρεβλό τρόπο τις έτσι κι αλλιώς λάθος πολιτικές της ΕΕ στον αγροτικό τομέα. Εκεί ακριβώς βρίσκεται και η λύση του προβλήματος. Ο πολιτικός μας χώρος, έγκαιρα και διαχρονικά, χωρίς να υπολογίζει το κακώς νοούμενο πολιτικό κόστος στη Θεσσαλία, πρότεινε μαζί με το περιβαλλοντικό κίνημα την ακύρωση των έργων εκτροπής και την ταυτόχρονη υλοποίηση βιώσιμων εναλλακτικών λύσεων, τόσο στο ζήτημα της αγροτικής παραγωγής όσο και στο θέμα της διαχείρισης των διαθέσιμων υδατικών πόρων. Η πρότασή μας είναι σαφής: Παραγωγικό μοντέλο συμβατό με τις δυνατότητες της Θεσσαλίας και με στόχευση την εξασφάλιση διατροφικής επάρκειας των κατοίκων της περιοχής και της χώρας. Αναδιάρθρωση των καλλιεργειών που εκτός από την παραπάνω βασική στόχευση θα παίρνει υπόψη της τα υδατικά διαθέσιμα της Θεσσαλίας και θα τα διαχειρίζεται από

την πλευρά της προσφοράς και όχι από τη σκοπιά της ζήτησης. Μοντέλο αγροτικής και κτηνοτροφικής δραστηριότητας, βιώσιμο οικονομικά, κοινωνικά αποδεκτό, με αυτάρκεια και αξιοπρέπεια. Άρα, μικρά τεχνικά έργα (φράγματα, λιμνοδεξαμενές, εμπλουτισμός υδροφορέων και άλλα.. ) που θα αποθηκεύουν τα πραγματικά υδατικά διαθέσιμα και πλεονάσματα της περιοχής, θα προστατεύουν καλλιεργήσιμες γαίες από πλημμυρικά φαινόμενα και θα εξασφαλίζουν βιώσιμη διαχείριση των αποθεμάτων τόσο του νερού όσο και του περιβάλλοντος συνολικότερα. Η βαθιά οικονομική κρίση της περιόδου κάνει την πρότασή μας ακόμη πιο επιτακτική, γιατί εξοικονομεί και οικονομικούς πόρους οι οποίοι μπορούν να διοχετευθούν στις μεγάλες ανάγκες των πολλών, αντί να καταλήγουν στις τσέπες των λίγων μεγαλοκατασκευαστών. Η αναλυτική μας πρόταση για την παραγωγική ανασυγκρότηση που θα καταθέσουμε εν όψει των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών αλλά και ως κυβερνητική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, ΔΕΝ χωράει φαραωνικών διαστάσεων σχέδια όπως η εκτροπή του Αχελώου, αλλά ούτε και φράγματα τεραστίου ύψους (150μ.), όπως είναι της Μεσοχώρας και της Συκιάς. Με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα γυρίσουμε σελίδα και στα ζητήματα προστασίας του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων, προτάσσοντας την αρχή της βιωσιμότητας και όχι της υπερεκμετάλλευσης των φυσικών πόρων η οποία δεν παίρνει υπόψη της ούτε την περιβαλλοντική ισορροπία αλλά ούτε τις μελλοντικές ανάγκες των κοινωνιών. ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΧΟΝΔΡΟΣ

Συντονιστής τμήματος Οικολογίας και Περιβάλλοντος ΣΥΡΙΖΑ, Πρόεδρος Τ. Κοινότητας Μεσοχώρας*


04

O

ικοτριβές

Μάρτιος 2014 - τ. 11

ας μην αρχίσουμε να μετράμε τα 150 δις Mε πρόσφατες δηλώσεις του πρωθυπουργού της χώρας επανήλθε στην επικαιρότητα το ζήτημα των προσδοκιών από την εξόρυξη υδρογονανθράκων. Ο κύριος Σαμαράς δήλωσε ότι τα έσοδα του δημοσίου θα ανέλθουν στα 150 δις. Τα όποια έσοδα, αν και όταν υπάρξουν, δεν μπορεί προφανώς να υπολογιστούν τώρα, χωρίς σεβασμό σε κάποιους ελάχιστους χρόνους που προϋποθέτει η πολύπλοκη και πολυδιάστατη έρευνα που απαιτείται. Γι’ αυτό άλλωστε ακόμη και τα πιο αισιόδοξα μέλη της επιστημονικής κοινότητας κρατούν αποστάσεις από καλοπροαίρετες ή κακοπροαίρετες απλουστεύσεις ως προς το χρόνο που θα απαιτηθεί για να ολοκληρωθεί ένας ευρύς αριθμός απαιτητικών μελετών, οι οποίες θα πρέπει να συνεκτιμηθούν στο πλαίσιο ενός πολυπαραμετρικού υπολογισμού κόστους-οφέλους. Τα ΜΜΕ παρατήρησαν ότι το ποσό που ανέφερε ο πρωθυπουργός μετά ένα πρώτο κύκλο σεισμολογικής έρευνας (150 δις) συμπίπτει με αυτό που ανέφερε υπουργός πριν τη σεισμολογική έρευνα. Τέτοιες συμπτώσεις μπορεί να τραυματίσουν στην αφετηρία της την έρευνα για να παραχθούν και εκτιμηθούν δεδομένα με τρόπο κατά το δυνατόν αντικειμενικότερο. Στο σημείωμα αυτό αφήνουμε στην άκρη τα ζητήματα που απασχολούν όσους δικαιολογημένα εκτιμούν ότι θα χρειαστούν χρόνοι τάξης μεγέθους δεκαετιών και όχι ετών (πόσο μάλλον μηνών ή εβδομάδων) πριν υπάρξουν ασφαλείς εκτιμήσεις για έσοδα από τυχόν εκμετάλλευση κοιτασμάτων. Θα εισάγουμε εδώ επιγραμματικά σε κάποια άλλα ζητήματα, εξίσου ενδεχομένως σημαντικά. Το πρώτο από αυτά έχει να κάνει με το εύρος και τη σύνθεση της έρευνας που θα απαιτηθεί. Ακόμη και τα πιο απλά θέματα σε σχέση με έρευνα για κοιτάσματα και εξορύξεις πετρελαίου χρειάζονται ένα μικρό στρατό μηχανικών και επιστημόνων από ένα δαίδαλο θετικών επιστημών αλλά και επιστημών της φύσης (π.χ. βιολογία θαλάσσιων οικοσυστημάτων) μαζί με έναν αντίστοιχο στρατό από οικονομολόγους διαφόρων ειδικοτήτων, πολιτικούς επιστήμονες και δικηγόρους με απαιτητικές εξειδικεύσεις. Και προφανώς θα απαιτηθεί και η έρευνα ειδικών σε διεπιστημονικά πεδία που στέκονται στην διεπιφάνεια των παραπάνω πεδίων, ώστε να μεταφράζονται τα επιστημονικά-τεχνικά διακυβεύματα σε ένα λεξιλόγιο κατανοητό από τους πολίτες της χώρας, που είναι και αυτοί που θα πρέπει να αποφασίσουν. Μπορεί να μην χρειάστηκαν

όλα τα παραπάνω στη Νιγηρία, κρίθηκαν όμως απαραίτητα στη Νορβηγία. Ας αναφερθούμε ενδεικτικά σε μια κατηγορία επιστημονικής έρευνας που θεωρείται πλέον αυτονόητη διεθνώς σε αντίστοιχα εγχειρήματα, αυτή που στοχεύει στην εκτίμηση των εμπλεκόμενων διακινδυνεύσεων από μεγάλης κλίμακας τεχνικές υποδομές (όπως είναι οι πλατφόρμες εξόρυξης και τα συνοδευτικά έργα). Όπως έχει επισημάνει ο διακεκριμένος αμερικανός καθηγητής Charles Perrow (Πανεπιστήμιο Γιέιλ), η εκμετάλλευση του πετρελαίου απαιτεί πολύπλοκα τεχνικά συστήματα, με πολλές ανατροφοδοσίες και συναφείς βρόγχους, που αντιστοιχούν σε διατάξεις που είναι εγγενώς επιρρεπείς σε καταστροφικά ατυχήματα μεγάλης κλίμακας. Ειδικά όταν οι χρόνοι και τα κόστη συμπιέζονται λόγω τυχόν κρίσης, πόσο μάλλον όταν εμπλέκονται αξιόλογες φυσικές προκλήσεις (π.χ. αξιόλογα βάθη). Έχοντας μελετήσει τις διάφορες πολιτικές αποφυγής κινδύνων από τέτοια ατυχήματα, ο ευρωπαίος συνάδελφός του Wiebe Bijker (Πανεπιστήμιο Μάαστριχτ) εστιάζεται στην αναγκαιότητα συμμετοχής της κοινωνίας σε όλα τα στάδια της έρευνας. Όχι μόνο στην εκ των υστέρων αξιολόγησή της. Έτσι ώστε η ασφάλεια μιας μεγάλης τεχνικής υποδομής να είναι υπόθεση ενός σχεδίου που παράχθηκε με την ενεργό και διαρκή συμμετοχή ενημερωμένων πολιτών, οι οποίοι συμμετέχουν εξαρχής στην αξιολόγηση των κινδύνων και στο σχέδιο περιορισμού τους. Ακόμη και τα πιο απλά ζητήματα για έρευνα σχετική με κοιτάσματα και εξορύξεις απαιτούν ανεπτυγμένη και διάχυτη ειδική γνώση, καθώς και κρίση με βάση τη μέγιστη δημοκρατική συμμετοχή. Ας πάρουμε το ζήτημα του μοντέλου που θα πρέπει να αξιοποιηθεί ως βάση των υπολογισμών αξιοποίησης κοιτασμάτων στην Ελλάδα. Προφανώς δεν υπάρχει κανένα έτοιμο μοντέλο. Ακόμη και αυτό που προωθείται ως οικείο μπορεί να αποδειχθεί δυσάρεστα απρόσιτο. Η φύση και η κοινωνία της Νορβηγίας απέχει αρκετά από αυτή της Ελλάδας. Η τεχνολογία, ειδικά η πολυπλοκότερη, δεν μεταφέρεται απλά από ένα φυσικό-κοινωνικό πλαίσιο σε άλλο. Χιλιάδες άρθρα ειδικών στην τεχνολογική, επιστημονική, ερευνητική, βιομηχανική, καινοτομική (κτλ) πολιτική των τελευταίων δεκαετιών δεν αποδέχονται το αυτόματο ‘technology transfer’. Κάθε τεχνολογία απαιτεί μια ενορχηστρωμένη και πολυδιάστατη προσπάθεια για να τροποποιηθεί ώστε να προσαρμοσθεί σε τοπικές

ιδιαιτερότητες. Και χρειάζεται συστηματική προσπάθεια, επί μακρόν, ώστε να μπορεί να υποστηριχθεί τοπικά από την ανάπτυξη ενός πλήθους κοινοτήτων εργαζομένων με ειδικές δεξιότητες και γνώσεις. Εκτός αν μας ενδιαφέρει κάποιο από τα γνωστά αποικιοκρατικά πλαίσιο μεταφοράς τεχνολογίας, για να αρπαχτούν πολύτιμοι πόροι ενώ με την ακατάλληλη τεχνολογία θα λεηλατηθεί το περιβάλλον και η κοινωνία. Η έρευνα, ως γνωστόν, κοστίζει. Κοστίζει τόσο πολύ που η Ελλάδα δεν έχει εδώ και δεκαετίες βρει τον τρόπο να ξεφύγει από τον πάτο του καταλόγου των ευρωπαϊκών χωρών ως προς τα κονδύλια που διατίθενται για την έρευνα (δημόσια ή ιδιωτικά). Με την κρίση έπεσε ακόμη πιο χαμηλά. Γι’ αυτό και μια μονοδιάστατη έρευνα μεγάλης κλίμακας μπορεί να υποθηκεύσει γενιές ερευνητών σε εσφαλμένες στοχεύσεις και δεσμεύσεις. Η σοβαρή έρευνα για κοιτάσματα πετρελαίου και ενδεχόμενη αξιοποίησή τους θα κοστίσει πολύ. Πρέπει λοιπόν να εκτιμηθούν έγκαιρα και προσεκτικά οι εναλλακτικές δυνατότητες ως προς την έρευνα στα ενεργειακά και να ιεραρχηθούν σωστά οι πραγματικές προτεραιότητες. Και μόνο η απόφαση για την υλοποίηση ενός εκτεταμένου προγράμματος ερευνών για υδρογονάνθρακες (πρόγραμμα αμφίβολου αποτελέσματος και σε κάθε περίπτωση μακροχρόνιου προσανατολισμού), μπορεί να καταλήξει ταχύτατα σε αναντίστρεπτη δέσμευση αξιολογότατων πόρων που δεν περισσεύουν, πόρων που θα μπορούσαν να

Προαπαιτούμενα της έρευνας για κοιτάσματαεξορύξεις πετρελαίου διατεθούν σε καταλληλότερη (και αμεσότερα ανταποδοτική) κοινωνικά και περιβαλλοντικά έρευνα (π.χ. κατάλληλης κλίμακας ΑΠΕ, ανάπτυξη προγραμμάτων ενεργειακής εξοικονόμησης σε κτίρια και μεταφορές, ηλεκτρικά οχήματα με βάση συσσωρευτές από ΑΠΕ). Οι ειδικοί σε τεχνολογική πολιτική έχουν καταγράψει αμέτρητα παραδείγματα εγκλωβισμού αξιόλογων δημόσιων πόρων για έρευνα σε μια επιλογή που δεν ήταν η βέλτιστη. Ας κλείσουμε την εισαγωγή αυτή διευκρινίζοντας ότι το ζήτημα δεν είναι μόνο στενά οικονομικό. Όπως επιμένει ο καθηγητής Terry Lynn Karl (Πανεπιστήμιο Στάνφορντ), όταν μια κοινωνία προσανατολίζεται στην προσμονή εισοδήματος από το πετρέλαιο τείνει να παρακμάσει η δημιουργικότητά της σε πολλά κρίσιμα πεδία. Το ιδεολογικό κεφάλαιο που επενδύεται στην προώθηση της έρευνας για πετρέλαιο μπορεί από μόνο του να αποδειχθεί ικανό στο να εγκλωβίσει μια κοινωνία στο χειρότερο (πόσο μάλλον μια κοινωνία σε ακραία κρίση). Έτσι ώστε να καταστεί εκ των υστέρων μονόδρομος αυτό στην αρχή δεν ήταν ούτε το μοναδικό αλλά ούτε και το καλύτερο. ΤΕΛΗΣ ΤΥΜΠΑΣ Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλος της Γραμματείας του Τμήματος Ενέργειας ΣΥΡΙΖΑ


Μάρτιος 2014 - τ. 11

O

ικοτριβές

05

να διεκδικήσουμε τα σκουπίδια μας Πανελλαδικός συντονισμός συλλογικοτήτων για τη διαχείριση των απορριμμάτων

Στις 22 και 23 Φλεβάρη, έγινε στο αυτοδιαχειριζόμενο θέατρο ΕΜΠΡΟΣ στην Αθήνα, μια πανελλαδική συνάντηση συλλογικοτήτων, που αγωνίζονται τα τελευταία χρόνια για ένα διαφορετικό μοντέλο στη διαχείριση των απορριμμάτων. Είχε προηγηθεί μια αντίστοιχη συνάντηση στις 25 Γενάρη στη Θεσσαλονίκη, για τις συλλογικότητες από τη Β. Ελλάδα. Ο κύκλος αυτός των συναντήσεων κατάφερε –σε εποχές μάλλον χαλεπές για τα περιβαλλοντικά κινήματα (και όχι μόνο)– να συσπειρώσει ένα μεγάλο και ποικιλόμορφο φάσμα κινηματικών, κυρίως, πρωτοβουλιών γύρω από ένα διπλό κατά βάση στόχο: A. Να ανατρέψουμε τις κυοφορούμενες εξελίξεις για την κατασκευή φαραωνικών εργοστασίων «επεξεργασίας» και καύσης σκουπιδιών σε όλη την Ελλάδα, κατά παραγγελία της τρόικας και των μεγάλων εργολαβικών ομίλων B. Να ανοίξουμε το δρόμο για ένα εντελώς διαφορετικό μοντέλο, που βασίζεται στην πρόληψη και στην ανακύκλωση, μέσα από την αποκέντρωση, τον κοινωνικό έλεγχο και το δημόσιο σχεδιασμό. Ένα μοντέλο που εξασφαλίζει πολλαπλές ωφέλειες: τις περισσότερες θέσεις εργασίας, το χαμηλότερο κόστος για τους πολίτες, το μέγιστο όφελος για το περιβάλλον, την εξοικονόμηση ενέργειας και πρώτων υλών. Δεν είναι κάτι νέο, ούτε κάτι καινοτόμο. Στην πραγματικότητα, είναι τόσο αυτονόητο αυτό, που θεωρητικά το υποστηρίζουν όλοι: η ΕΕ μέσα από τις οδηγίες της, η ελληνική πολιτεία μέσα από τους σχεδιασμούς που εξαγγέλλει, η αυτοδιοίκηση και οι ΜΚΟ. Στην πράξη, όμως, η επίκληση του «αυτονόητου» γίνεται –όπως πολύ συχνά άλλωστε– το προπέτασμα καπνού για ολωσδιόλου αντίθετες μεθοδεύσεις. Σήμερα, ενώ η διαχείριση των απορριμμάτων στη χώρα διατηρείται σε τριτοκοσμική κατάσταση, τα μεγαλοεργολαβικά σχέδια βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη. Είμαστε μάρτυρες μιας πραγματικότητας που χαρακτηρίζεται: • Από ελάχιστα ποσοστά ανακύκλωσης (θεωρητικά 15%, στην πράξη πολύ λιγότερο). • Από ανεξέλεγκτη διάθεση σε παράνομους χώρους αστικών και βιομηχανικών αποβλήτων. • Από ημι-ελεγχόμενη διάθεση στους περισσότερους Χώρους Υγειονομικής (υποτίθεται) Ταφής Απορριμμάτων της χώρας, με χαρακτηριστικότερη την τοξική βόμβα στη Φυλή. • Από ελάχιστες περιπτώσεις πιο οργανωμένης διάθεσηςδιαχείρισης, που, ωστόσο, απέχει πολύ από την περιβαλλοντικά ασφαλή και κοινωνικά ορθολογική διαχείριση. Είναι φανερό ότι πρόκειται για μια κατάσταση που διαιωνίζεται σκόπιμα και που οδηγεί σε αδιέξοδο, προκειμένου κάποιοι να μας «σώσουν», με το αζημίωτο φυσικά, προτείνοντας λύσεις που κάθε άλλο παρά λύνουν το πρόβλημα. Αντίθετα, το μεγεθύνουν, προσθέτοντας στην ήδη προβληματική κατάσταση τη μελλοντική δραματική αύξηση του κόστους που θα κληθούμε να καταβάλουμε στους συνήθεις «σωτήρες». Σήμερα, σχεδόν σε όλη τη χώρα, βρίσκονται σε εξέλιξη δημοπρατήσεις φαραωνικών έργων με τη μέθοδο σύμπραξης Δημόσιου - Ιδιωτικού Τομέα, που στην πραγμα-

Ανεξάρτητα από το πώς θα βαφτίζονται τα παραγόμενα προϊόντα των σχεδιαζόμενων μονάδων επεξεργασίας σύμμεικτων απορριμμάτων, έχουμε να κάνουμε, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, με την «πρώτη ύλη» των μελλοντικών εργοστασίων καύσης.

τικότητα αφορά στους γνωστούς μνηστήρες του δημόσιου χρήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ποσότητες των απορριμμάτων που σχεδιάζεται να «επεξεργαστούν» αυτές οι μονάδες είναι τόσο μεγάλες, ώστε να αγνοούνται όχι μόνο οι στόχοι που η ίδια η πολιτεία θέτει για την ανακύκλωση, αλλά και τα στοιχεία που ανακοινώνουν για την παρούσα κατάσταση. Έτσι, ενώ σήμερα ανακοινώνουν ότι το 82% των απορριμμάτων οδηγείται στην ταφή, ο σχεδιασμός της δυναμικότητας των μονάδων επεξεργασίας σύμμεικτων απορριμμάτων αφορά στο 93% του συνόλου των παραγόμενων απορριμμάτων της χώρας. Και, μάλιστα, χωρίς να συνυπολογίζουν τη δραστική μείωση των απορριμμάτων λόγω της κρίσης. Μέχρι τώρα έχει ανακηρυχθεί προσωρινός ανάδοχος: • η ΤΕΡΝΑ στην περιφέρεια Πελοποννήσου • η ΑΚΤΩΡ - ΗΛΕΚΤΩΡ στην περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας • η κοινοπραξία ARCHIRODON - ΙΝΤΡΑΚΑΤ - ENVITEC στο ν. Σερρών • η κοινοπραξία ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ - J&P ΑΒΑΞ - ΑΑΓΗΣ στο ν. Ηλείας Ενώ οι διαγωνισμοί σε εξέλιξη αφορούν στις 4 μονάδες στην Αττική, καθώς και στην Ήπειρο, στην Αν. Μακεδονία - Θράκη, στην Αιτωλοακαρνανία, στην Αχαΐα και στην Κέρκυρα. Τι θα παράγουν όμως αυτές οι τεράστιες και πανάκριβες, τόσο στην κατασκευή όσο και στη λειτουργία, μονάδες; Αν κρίνουμε από τα αποτελέσματα της υφιστάμενης μονάδας μηχανικής επεξεργασίας (ΕΜΑΚ) στη Φυλή και από τα (ωραιοποιημένα) στοιχεία της ΜΠΕ των μονάδων επεξεργασίας της Πελοποννήσου (τα μόνα διαθέσιμα), διαπιστώνουμε ότι: • Η ανάκτηση ανακυκλώσιμων υλικών θα φτάνει, το πολύ, το 15%. • Το 40% θα αφορά ζυμώσιμη-οργανική ύλη, πιθανότατα επιμολυσμένη, από την οποία το μόνο που δεν περιμένουμε είναι την παραγωγή εδαφοβελτιωτικού-κόμποστ. • Το υπόλοιπο 45% θα αφορά σε ένα μείγμα, αποτελούμενο, κυρίως, από χαρτί, πλαστικό και μη διαχωρισμένη οργανική ύλη. Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το πώς θα βαφτίζονται τα παραγόμενα προϊόντα των σχεδιαζόμενων μονάδων επεξεργασίας σύμμεικτων απορριμμάτων (κομπόστ - CLO, υπόλειμμα ή δευτερογενές καύσιμο - RDF), έχουμε να κά-

νουμε, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, με την «πρώτη ύλη» των μελλοντικών εργοστασίων καύσης. Που σε μια επόμενη φάση, αν επιτρέψουμε την κατασκευή των μεγάλων μονάδων επεξεργασίας σύμμεικτων, θα μας «σερβιριστούν» σαν ένα αναγκαίο κακό. Προσθέτοντας νέα υπέρογκα κόστη στη διαχείριση των απορριμμάτων. Και αν κάποιος/α αναρωτιέται τι σημαίνει «καύση απορριμμάτων», ας αναφέρουμε επιγραμματικά πως σημαίνει τεράστιο κόστος, σοβαρούς περιβαλλοντικούς κινδύνους, σπατάλη πολύτιμων πόρων και μηδαμινή ανάκτηση ενέργειας. Θα αναρωτηθεί κάποιος: γιατί σχεδιάζονται τόσο μεγάλες μονάδες αφού δεν υπάρχουν τόσα πολλά σκουπίδια; Οι εναλλακτικές απαντήσεις είναι, σχεδόν, προφανείς: είτε στοχεύουν στο όφελος από την κατασκευή και λειτουργία των υπερδιαστασιολογημένων εγκαταστάσεων, είτε έχουν σκοπό να υποδέχονται και βιομηχανικά απόβλητα –γιατί όχι– και απόβλητα εισαγωγής. Είναι μια πρακτική που έχει υιοθετηθεί και από άλλες χώρες στο παρελθόν, ενώ πρόσφατο είναι το παράδειγμα με την προσπάθεια αδειοδότησης μονάδας καύσης εισαγόμενων αποβλήτων στο Βόλο. Αυτοί οι σχεδιασμοί από την πλευρά κεφαλαίου - πολιτείας - τρόικας δεν έχουν μείνει αναπάντητοι. Τα τελευταία χρόνια, κινήσεις πολιτών, από τη Λευκίμη της Κέρκυρας, το Καρβουνάρι Θεσπρωτίας, τη Μαυροράχη Θεσσαλονίκης και τη Φυλή, μέχρι το Γραμματικό, την Κερατέα και την Ευκαρπία, επιχειρούν όχι μόνο να φρενάρουν τέτοια σχέδια και να αναδείξουν το πρόβλημα, αλλά και να διατυπώσουν ένα τεκμηριωμένο και συγκροτημένο εναλλακτικό σχέδιο σε κεντρικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Η «Πρωτοβουλία συνεννόησης για τη διαχείριση των απορριμμάτων», που συμπλήρωσε τρία χρόνια λειτουργίας, αλλά και το υπό διαμόρφωση «Δίκτυο συντονισμού συλλογικοτήτων» εκφράζουν αυτήν ακριβώς τη στάση: την οργανωμένη κινηματική δράση των κοινωνικών δυνάμεων, που διεκδικούν κεντρικό ρόλο στις αποφάσεις για τη διαχείριση των απορριμμάτων. ΤΑΣΟΣ ΚΕΦΑΛΑΣ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΣΠΑΝΟΥΔΗ


06 Το νερό είναι ένα πολύτιμο και απαραίτητο αγαθό για όλες τις μορφές ζωής και όλες σχεδόν τις δραστηριότητες του ανθρώπου. Οι διαθέσιμες ποσότητες νερού στον πλανήτη ανακυκλώνονται μέσα από ένα σύστημα αλληλεπίδρασης μεταξύ γης και ατμόσφαιρας, που ονομάζεται «υδρολογικός κύκλος». Αυτό σημαίνει ότι, παρά την αύξηση του πληθυσμού στον πλανήτη, οι ποσότητες των διαθέσιμων και προσβάσιμων ποσοτήτων γλυκού νερού παραμένουν ίδιες. Επομένως, η τροφοδοσία του διαρκώς αυξανόμενου πληθυσμού με επαρκούς ποιότητας νερό εξαρτάται από την ικανότητα και τη βούληση για ορθή διαχείριση των υδάτινων πόρων με τρόπο τέτοιο ώστε να μπορεί να φθάσει σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους με κατάλληλα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Αυτό άλλωστε συνιστά και η φιλοσοφία πίσω από την έκδοση και υιοθέτηση από την ΕΕ της Οδηγίας Πλαίσιο για το Νερό (2000/60/ΕΚ) η οποία αποσκοπεί στην ολοκληρωμένη προσέγγιση στη διαχείριση του νερού και η οποία στην Ελλάδα έχει καθυστερήσει στην εφαρμογή της με αποτέλεσμα όχι μόνο σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις αλλά και σοβαρές οικονομικές συνέπειες. Την ίδια ώρα, η κλιματική αλλαγή αποτελεί μια σημαντική πίεση στους επιφανειακούς και υπόγειους υδάτινους πόρους και φυσικά στα οικοσυστήματα. Αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό στις ημέρες μας αν αναλογιστεί κανείς το πόσο έχουν επηρεαστεί οι διαθέσιμες ποσότητες νερού και πόσο αναμένεται να επηρεαστούν στο μέλλον λόγω του μεταβολών, και κυρίως του περιορισμού, του ύψους των βροχοπτώσεων σε πολλές περιοχές του πλανήτη, όπως η λεκάνη της Μεσογείου. Παράλληλα, η άνιση χρονική κατανομή των βροχοπτώσεων έχει οδηγήσει σε μια όλο και μεγαλύτερη αύξηση της συχνότητας εμφάνισης ακραίων φαινομένων όπως είναι οι ξηρασίες και οι πλημμύρες. Πρόσφατο παράδειγμα τα πλημμυρικά επεισόδια στις Φιλιππίνες οι οποίες στοίχισαν τη ζωή σε παραπάνω από 6000 ανθρώπους με συνολικές ζημιές πάνω 10 δις δολλάρια. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, η παρατεταμένη ξηρασία του 2012 έφερε αντιμέτωπους με τον εφιάλτη της πείνας εκατομμύρια ανθρώπους -ανάμεσά τους και τουλάχιστον 1.500.000 παιδιά- σε χώρες όπως η Μαυριτανία, ο Νίγηρας, το Μάλι. Σύμφωνα με τον Intergovernmental Panel on Climate Change (IPCC) (2007) η μέση θερμοκρασία στον πλανήτη αναμένεται να αυξηθεί μέχρι το 2100 κατά 1.8 με 4.0 oC. Τα μοντέλα πρόγνωσης της θέρμανσης του πλανήτη δείχνουν ότι η αύξηση της θερμοκρασίας αναμένεται να είναι εντονότερη κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες στις ηπειρωτικές περιοχές που απαντούν στα μεγαλύτερα γεωγραφικά πλάτη (π.χ. Αρκτική). Αυτό θα έχει ως άμεσο αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη τήξη των πάγων και την

O

ικοτριβές

Μάρτιος 2014 - τ. 11

ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ και ΥΔΑΤΙΝΟΙ ΠΟΡΟΙ

παγκόσμια αύξηση της θαλάσσιας στάθμης κατά 0.2-0.6 m μέχρι το 2100, τη στιγμή που για τη δεκαετία 1993-2003 έχει ήδη καταγραφεί μια αύξηση της παγκόσμιας στάθμης κατά 3.3 mm/έτος. Το υπόγειο νερό αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο του υδρολογικού κύκλου το οποίο εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα των υδάτινων πόρων, ιδιαίτερα των υγροτόπων και των παράκτιων οικοσυστημάτων, και σε μεγάλο βαθμό επάρκεια για την κάλυψη αναγκών, κυρίως υδρευτικών και αρδευτικών. Η αναπλήρωση των υπόγειων υδάτων εξαρτάται άμεσα από την ποσότητα των βροχών, ειδικά κατά τη χειμερινή περίοδο. Μελέτες δείχνουν ότι η στάθμη των υπόγειων υδάτων μειώνεται, εν μέρει λόγω της κλιματικής, και φυσικά λόγω των αυξημένων απολήψεων. Περαιτέρω μείωση της στάθμης των υπόγειων υδάτων αναμένεται κυρίως λόγω της συρρίκνωσης των βροχοπτώσεων και του περιορισμού της χιονοκάλυψης. Την ίδια στιγμή στις παράκτιες περιοχές όπου οι ανάγκες σε νερό είναι αυξημένες, κυρίως λόγω τουριστικών δραστηριοτήτων, η μειωμένη, λόγω της κλιματικής αλλαγής, αναπλήρωσης των ήδη εβρισκόμενων σε υπερεκμετάλλευση υδροφόρων οριζόντων έχει ως αποτέλεσμα την διείσδυση του θαλασσινού νερού στην ενδοχώρα προκαλώντας υφαλμύρινση του υπόγειου νερού καθιστώντας το ακατάλληλο για μια σειρά χρήσεων. Η κλιματική αλλαγή εκτιμάται ότι μπορεί να έχει επιπτώσεις και στην ποιότητα του νερού οφειλόμενες κυρίως στη μεταβολή των φυσικο-χημικών και βιολογικών χαρακτηριστικών των υδάτων, κυρίως των επιφανειακών (λίμνες και ποτάμια), λόγω

της αύξησης της θερμοκρασίας καθώς και στην εντατικοποίηση των ανθρωπογενών πιέσεων. Έτσι, οι υψηλότερες θερμοκρασίες του αέρα αναμένεται να οδηγήσουν σε υψηλότερες θερμοκρασίες του νερού, κάτι που ήδη έχει καταγραφεί κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα, όπου η θερμοκρασία του νερού των ποταμών και λιμνών αυξήθηκε κατά 1-3°C. Η αύξηση της θερμοκρασίας λόγω της κλιματικής αλλαγής εκτιμάται ότι δύναται να οδηγήσει σε μείωση της περιεκτικότητας του νερού σε διαλυμένο οξυγόνο, κυρίως κατά τη θερινή περίοδο, επηρεάζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τη βιοποικιλότητα και τον κύκλο του αζώτου, οδηγώντας δυνητικά σε εξαφάνιση ειδών. Οι αλλαγές των φυσικο-χημικών και βιολογικών χαρακτηριστικών των υδάτινων πόρων αναμένεται να έχει συνέπειες σε πολλούς τομείς της οικονομίας. Ειδικότερα, η μικρότερη διαθεσιμότητα σε νερό και η ξηρασία εκτιμάται ότι θα έχουν σοβαρές επιπτώσεις στους περισσότερους τομείς της παραγωγικής δραστηριότητας όπως η γεωργία, η ενέργεια και ο τουρισμός. Ήδη οι συνολικές οικονομικές επιπτώσεις της ξηρασίας τα τελευταία 30 χρόνια εκτιμάται ότι ανέρχονται σε 85 δισ. ευρώ στην ΕΕ , με μέσο όρο 5,3 δισ. ευρώ / έτος. Ειδικότερα στη γεωργία, η κλιματική αλλαγή αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση των αρδευόμενων εκτάσεων και κατά συνέπεια σε αύξηση των απολήψεων νερού. Αρδευόμενες περιοχές που σήμερα βρίσκονται υπό εκμετάλλευση πιθανώς να εγκαταλειφθούν λόγω μειωμένης διαθεσιμότητας νερού. Την ίδια στιγμή οι απολήψεις νερού για άρδευση στη ΝΑ

Μεσόγειο είναι υψηλές λόγω της υψηλής εξατμισοδιαπνοής. Οι ποσότητες αυτές είναι συχνά μεγαλύτερες από την κατανάλωση με αποτέλεσμα, η ασφάλεια των τροφίμων, η οποία εξαρτάται άμεσα από την άρδευση, να αποκτά ιδιαίτερη σημασία για την περιοχή. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στους υδάτινους πόρους της Ευρώπης είναι ένα κρίσιμο ζήτημα για τη ζωή των ανθρώπων και την οικονομία. Ακόμη και αν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου φαίνεται να έχουν σταθεροποιηθεί, η αύξηση της θερμοκρασίας και οι σχετικές επιπτώσεις αυτής, συμπεριλαμβανομένης και της μείωσης των διαθέσιμων ποσοτήτων νερού και των πλημμυρών, αναμένεται να συνεχιστούν για πολλές δεκαετίες ακόμη. Επομένως, η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή είναι ιδιαίτερα σημαντική. Σήμερα, υπάρχουν αρκετά εργαλεία και νομοθετήματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο τα οποία μπορούν να παρέχουν την απαραίτητη καθοδήγηση και ευαισθητοποίηση των ηγεσιών αλλά και των απλών πολιτών στο θέμα της κλιματικής αλλαγής. Η Πράσινη Βίβλος για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή, που δημοσιεύτηκε το 2007, δημιούργησε ένα πανευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο, με την ταυτόχρονη προκήρυξη χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, όπως το Ταμείο Συνοχής και Αλληλεγγύης και το LIFE. Οι στρατηγικές για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή πρέπει επίσης να ενταχθούν στο πλαίσιο των υφιστάμενων ευρωπαϊκών και εθνικών πολιτικών και θεσμικών πλαισίων. Η ένταξή τους μπορεί να διευκολυνθεί εάν συμπίπτει με άλλους στόχους και win-win λύσεις με πολλαπλά οφέλη. Για παράδειγμα, η προσαρμογή θα μπορούσε να ενσωματωθεί ρητά στην εφαρμογή της Οδηγίας Πλαίσιο 2000/60/EΚ με διάφορους τρόπους, όπως για παράδειγμα μέσω μιας αξιολόγησης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής για κάθε λεκάνη απορροής ποταμού και την ένταξη των σχετικών δράσεων στα προγράμματα των προτεινόμενων μέτρων. Η Οδηγία 2007/60/ΕΚ, η οποία συμπληρώνει την ήδη υπάρχουσα Οδηγία 2000/60/ΕΚ για τα νερά μέσα από την αξιολόγηση και διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας, κινείται προς την κατεύθυνση αυτή καθώς συνδέεται άμεσα με την κλιματική αλλαγή. Παράλληλα, η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή θα πρέπει να περνάει μέσα από την αρχή της αειφορίας σε σχέση με τους υδάτινους πόρους, με δράσεις όπως η προστασία και η αποκατάσταση οικοσυστημάτων και η μείωση του χάσματος μεταξύ προσφοράς και ζήτησης του νερού με την ενίσχυση δράσεων που μειώνουν τη ζήτηση. ΜΑΤΙΑΤΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Δρ. Υδρογεωλόγος

ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Β’Αθήνας


O

ικοτριβές

Μάρτιος 2014 - τ. 11

Τον Νοέμβριο του 2013, η Βαρκελώνη φιλοξένησε σεμινάριο που διοργανώθηκε από την οργάνωση “Ανακτώντας το Δημόσιο Νερό” (Reclaiming Public Water RPW), ένα διεθνές δίκτυο που φέρνει σε επαφή ακτιβιστές, συνδικαλιστικές οργανώσεις, ακαδημαϊκούς και φορείς δημόσιας ύδρευσης που εργάζονται για την προώθηση δημόσιων και δημοκρατικών μοντέλων ως εναλλακτική λύση στην ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση του νερού. Το δίκτυο βασίζεται στην αρχή ότι το νερό δεν είναι εμπόρευμα, αλλά δημόσιος πόρος και θεμελιώδες δικαίωμα, καθώς αποτελεί βασικό πόρο για τη ζωή, και κατά συνέπεια δεν μπορεί να εντάσσεται στη λειτουργία και τους κανόνες της αγοράς. Τα τελευταία 20 χρόνια, παγκόσμια κινήματα, όπως η RPW, αντιστέκονται στην παγκόσμια νεοφιλελεύθερη προσπάθεια ιδιωτικοποίησης και εμπορευματοποίησης δημοσίων υπηρεσιών και αγαθών, συμπεριλαμβανομένου του νερού, και εργάζονται για τη εύρεση και εφαρμογή εναλλακτικών λύσεων. Για δύο ημέρες οι συμμετέχοντες συζήτησαν ερωτήματα όπως: Τι ακριβώς σημαίνει δημόσιο αγαθό; Ισοδυναμεί το δημόσιο με το δημοκρατικό; Πώς μπορούμε να αναπτύξουμε υπηρεσίες που είναι δημοκρατικές, περιβαλλοντικά βιώσιμες, και ανταποκρίνονται στις ανάγκες των ανθρώπων; Πώς μπορούν να ενισχυθούν οι αγώνες ενάντια στην ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών νερού και την εμπορευματοποίηση των υδάτινων πόρων; Ποιες εναλλακτικές λύσεις είναι αποτελεσματικές; Στο πλαίσιο των εναλλακτικών λύσεων, οι συμμετέχοντες υπογράμμισαν τη σημασία των λεγόμενων «συμπράξεων μεταξύ δημόσιων φορέων». Πρόκειται για συμπράξεις μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα μεταξύ δημόσιων φορέων εκμετάλλευσης νερού που επιδιώκουν να ενισχύσουν τις τεχνικές και διαχειριστικές ικανότητες τους. Οι «συμπράξεις μεταξύ δημόσιων φορέων» είναι ένα καινοτόμο και συγκεκριμένο εργαλείο για την ανταλλαγή γνώσεων και εμπειριών μεταξύ των δημόσιων φορέων, καθώς και για την προώθηση των βέλτιστων πρακτικών και τη βελτίωση των επιδόσεων των υπηρεσιών. Παρέχουν επίσης την κοινωνικο - πολιτική υποστήριξη που είναι αναγκαία ώστε να αναπτυχθεί αυτό το είδος της συνεργασίας. Μια άλλη εναλλακτική λύση που κερδίζει έδαφος είναι η επαναδημοτικοποίηση των υπηρεσιών. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι τοπικές αρχές επαναφέρουν - συνήθως μετά από μια κακή εμπειρία με τον ιδιωτικό τομέα – τα δημόσια αγαθά υπό δημόσια διοίκηση. Σύμφωνα με μελέτη της Public Services International Research Unit, από τον Νοέμβριο του 2013 υπήρξαν 86 τεκμηριωμένες περιπτώσεις επαναδημοτικοποίησης του νερού σε όλο τον κόσμο. Από αυτές τις περιπτώσεις, όλες εκτός από τρεις έλαβαν

ΕΠΑΝΑΔΗΜΟΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ

μια αυξανόμενη τάση σ’ όλο τον κόσμο χώρα μεταξύ 2000 και 2013, και ο ρυθμός έχει σχεδόν τριπλασιαστεί από το 2009. Η επαναδημοτικοποίηση αναδύεται ως μια ισχυρή και αυξανόμενη τάση, τόσο στο παγκόσμιο Βορρά και όσο και το Νότο. Με σκοπό την ανταλλαγή συγκεκριμένων εμπειριών επαναδημοτικοποίησης και μερικών από τα συμπεράσματα του σεμιναρίου, το δίκτυο RPW και η Aigua és Vida - μια καταλανική πλατφόρμα αποτελούμενη από κοινωνικές ομάδες, οργανώσεις γειτονιάς, συνδικαλιστικές οργανώσεις, περιβαλλοντικές ομάδες και δομές αλληλεγγύης - οι οποίες υποστηρίζουν τη δημόσια διαχείριση του νερού - οργάνωσε μια δημόσια εκδήλωση ώστε να αναλυθούν συγκεκριμένες περιπτώσεις στην Ευρώπη. Στην εκδήλωση συμμετείχε ο David McDonald - καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Queens του Καναδά, συν-διευθυντής του

Προγράμματος Δημοτικών Υπηρεσιών και συν-συγγραφέας της μελέτης “Eπαναδημοτικοποίηση: Επιστρέφοντας το νερό σε δημόσια χέρια. Ο David McDonald κλείνοντας την εκδήλωση ανέφερε: “Η μελέτη μας, δείχνει ότι ένας αυξανόμενος αριθμός πόλεων σε όλο τον κόσμο επαναδημοτικοποιεί τις υπηρεσίες νερού. Από το Χάμιλτον του Καναδά, στην Dar Es Salaam της Τανζανίας, και από το Μπουένος Άιρες στην Αργεντινή μέχρι τη Μαλαισία” Πρόσθεσε ότι “αυτό δεν είναι μια ακαδημαϊκή εφεύρεση. Εμείς οι ακαδημαϊκοί απλώς ακολουθήσαμε τους καθημερινούς ανθρώπους, οι οποίοι γνωρίζουν καλύτερα. [...] Η επαναδημοτικοποίηση είναι μια εναλλακτική λύση, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης τάσης να επανεξεταστεί ο δημόσιος χώρος, όχι μόνο στην περίπτωση του νερού, αλλά και σε άλλους

07 τομείς όπως η ενέργεια και η υγειονομική περίθαλψη” Σε κάθε περίπτωση, έχει έρθει η ώρα να προβληθούν σοβαρές εναλλακτικές λύσεις απέναντι στην ιδιωτικοποίηση. “Γιατί;” αναρωτήθηκε ο κ. McDonald. “Απλώς και μόνο επειδή η ιδιωτικοποίηση έχει αποτύχει. Οι εταιρείες έχουν αποτύχει όχι μόνο να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις, όπου δεν είχαν τα αναμενόμενα κέρδη, έφυγαν. Αυτό συνέβη στο Μπουένος Άιρες. Η ιδιωτική εταιρεία τα μάζεψε κι έφυγε” Οι περιπτώσεων που μελετήθηκαν από τον κ. McDonald, αποκαλύπτουν ότι η διαδικασία επαναδημοτικοποίησης δεν είναι συνήθως καθόλου εύκολη - υπάρχουν πολλά εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν και δεν υπάρχουν συνταγές που δουλεύουν σε όλες τις περιπτώσεις. Για παράδειγμα, συχνά αναδύονται εσωτερικές αντιστάσεις. Οι δημόσιες εταιρείες πρέπει να μάθουν από την αρχή πώς να λειτουργούν και ένα δημόσιο ήθος δεν μπορεί να οικοδομηθεί μια μέρα στην άλλη. Για παράδειγμα, στην Κοτσαμπάμπα της Βολιβίας, η οποία το 2000 ήταν το επίκεντρο των λεγόμενων «πολέμων για το νερό», εργάζονται εδώ και 10 χρόνια για να δημιουργήσουν μια νέα δημόσια υπηρεσία. Ωστόσο, οι ίδιες μελέτες δείχνουν ότι η επαναδημοτικοποίηση μπορεί κάλλιστα να λειτουργήσει. «Μπορεί να μην είναι τέλεια », σημείωσε ο κ. McDonald, “ αλλά μάλλον καμία υπηρεσία δεν μπορεί να είναι τέλεια, ανεξάρτητα από το μοντέλο διαχείρισης”. Σε κάθε περίπτωση, ο κ. McDonald ήταν σαφής: “Όταν λένε ότι ο δημόσιος τομέας δεν λειτουργεί, δεν πρέπει αναγκαστικά να τους πιστέψουμε”. Η έρευνά του αποδεικνύει σαφώς ότι η επαναδημοτικοποίηση είναι μια παγκόσμια και αυξανόμενη τάση. Ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε συντηρητικές κοινότητες, βλέπουμε ότι οι υπηρεσίες αποκεντρώνονται όλο και περισσότερο, επειδή υπάρχει αυξανόμενη συνειδητοποίηση ότι ο ιδιωτικός τομέας είναι πολύ ακριβός και καθιστά δύσκολη την παρακολούθηση των υπηρεσιών και των συμβάσεων. Δεν είναι, επομένως, μόνο θέμα ιδεολογίας. Ο κ. McDonald έκλεισε την παρέμβασή του εξηγώντας ότι “σε αυτές τις τελευταίες δύο ημέρες, έχουμε τεκμηριώσει 86 περιπτώσεις επαναδημοτικοποίησης σε όλο τον κόσμο. Επιμένω ότι δεν πρόκειται για τέλειες εταιρείες, αλλά είναι καινοτόμες, και να επιδιώκουν να βασίζονται στις αρχές της δικαιοσύνης, διαφάνειας, δημοκρατίας και βιωσιμότητας. Η επαναδημοτικοποίηση είναι ένα ασταμάτητο κύμα και είμαι βέβαιος ότι ο κατάλογος θα φτάσει πολύ σύντομα τις εκατό περιπτώσεις και θα συνεχίσει να αυξάνεται” μετάφραση: ΜΑΙΡΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ

Πηγή: Water Justice (http://www.tni.org/article/ remunicipalisation-water-sector-unstoppablewave)


O

08

ικοτριβές

Μάρτιος 2014 - τ. 11

ΕΥΑΘ: ΑΥΤΗ ΤΗ ΜΑΧΗ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΤΗΝ ΚΕΡΔΙΣΟΥΜΕ Ένα σχεδόν χρόνο σε μια μεγάλη ανοικτή συνέλευση γεννήθηκε το Συντονιστικό Πολιτών και Φορέων της Θεσσαλονίκης “SOSτε το ΝΕΡΟ”, όπου πολίτες, εκπρόσωποι φορέων, κομμάτων, συλλογικοτήτων και πρωτοβουλιών, αυτοδιοικητικών κινήσεων και δημοτικών συμβουλίων, ενωθήκαμε σε μια κοινή προσπάθεια που εκφράζεται από το τρίπτυχο: • να μην ιδιωτικοποιηθεί το νερό • να μην πουληθεί η ΕΥΑΘ • να εξαιρεθεί η ΕΥΑΘ από το ΤΑΙΠΕΔ. Για να πετύχουμε στην κοινή μας αυτή προσπάθεια προσπαθήσαμε και προσπαθούμε να αξιοποιήσουμε την πλούσια διεθνή εμπειρία των αγώνων που δόθηκαν για την μη ιδιωτικοποίηση του νερού, τόσο θεσμικά (π.χ. Παρίσι) όσο και κινηματικά (π.χ. Ιταλία, Βολιβία), και σε όλες τις δράσεις του “SOSΤε το ΝΕΡΟ” αναδεικνύουμε την αντίφαση ότι: Ενώ σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο διαπιστώνεται η αποτυχία της ιδιωτικοποίησης της ύδρευσης και αποχέτευσης και μεγάλες πόλεις ανακτούν ξανά τη διαχείριση του νερού από τις ιδιωτικές εταιρείες στις οποίες την είχαν παραχωρήσει ή και με συνταγματικές ρυθμίσεις απαγορεύουν την ιδιωτικοποίηση του νερού, η ελληνική κυβέρνηση, αφού παραχώρησε το σύνολο σχεδόν των μετοχών της ΕΥΑΘ στο ΤΑΙΠΕΔ, έχει δρομολογήσει τη διαδικασία πώλησής της. Και αυτό παρά τις αντιδράσεις πολιτών, κομμάτων και φορέων και παρά το γεγονός ότι η ΕΥΑΘ είναι μια κερδοφόρα κοινωφελής επιχείρηση, με αποθεματικά και χωρίς δανειακές υποχρεώσεις. Και βέβαια είναι γνωστό γιατί η ιδιωτικοποίηση του νερού και η διαχείριση των εταιρειών ύδρευσης και αποχέτευσης από ιδιώτες απέτυχε. Γιατί το νερό ακρίβυνε, οι διαρροές μεγάλωσαν, επενδύσεις δεν έγιναν, η ποιότητα του πόσιμου νερού και του περιβάλλοντος υποβαθμίστηκε, τα σκάνδαλα διαχείρισης δεν εξαφανίστηκαν. Η πορεία όμως της απομάκρυνσης των ιδιωτικών ομίλων από τη διαχείριση του νερού δεν ήταν εύκολη και απαίτησε σημαντικούς αγώνες, που σε κάποιες περιπτώσεις είχαν και νεκρούς (π.χ. στη Βολιβία). Στη Θεσσαλονίκη είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε τον υπουργό των Πολιτισμών της Βολιβίας, αλλά και την αντιδήμαρχο Παρισιού και τον Δήμαρχο Δικελί για τα αποτυχημένα πειράματα ιδιωτικοποίησης του νερού στις χώρες τους αλλά και να διαπιστώσουμε ότι τα πειράματα αυτά μπορούν να ανατραπούν όταν υπάρχει λαϊκή κινητοποίηση και πολιτική βούληση. Το «SOSτε το ΝΕΡΟ» από τις πρώτες ημέρες εμφάνισής του, έχει διατυπώσει τη θέση,

που είναι και στόχος της επικοινωνιακής μας προσπάθειας, ότι, «στον αγώνα κατά της ιδιωτικοποίησης του νερού και κατά της πώλησης της ΕΥΑΘ, είμαστε η πλειοψηφία και αυτό πρέπει να το δείξουμε». Για το λόγο αυτό διεκδικήσαμε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το θέμα της ιδιωτικοποίησης του νερού και της πώλησης της ΕΥΑΘ. Γιατί η πορεία προς το δημοψήφισμα θα ήταν και μια πορεία ενημέρωσης της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης αλλά και γιατί το δημοψήφισμα θα είναι ένα ακόμη εφόδιο νομιμοποίησης της διεκδίκησης για τη μη πώληση της ΕΥΑΘ. Το πρώτο βήμα αυτής της διεκδίκησης ήταν επιτυχές και μάλιστα από πολύ νωρίς, αφού τα Δημοτικά Συμβούλια όλων των Δήμων της Θεσσαλονίκης αλλά και η Περιφερειακή Ένωση Δήμων Κεντρικής Μακεδονίας τάχθηκαν με αποφάσεις τους κατά της ιδιωτικοποίησης της ΕΥΑΘ και υπέρ της διεξαγωγής δημοψηφίσματος, γεγονός που χαιρετίστηκε ως σημαντικό, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζεται και η πιθανότητα παρελκυστικής τακτικής από μέρους κάποιων από τις διοικήσεις των Δήμων. Παρά τη μερική αυτή επιτυχή έκβαση, ήταν και είναι κατανοητό ότι η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος δεν είναι εύκολη υπόθεση και βέβαια η προκήρυξή του δεν σημαίνει ότι η υπόθεση της μη ιδιωτικοποίησης του νερού έχει κερδηθεί, αφού η πώληση της ΕΥΑΘ είναι βασική πολιτική επιλογή της κυβέρνησης. Αυτό ήρθε πολύ γρήγορα να το ξαναθυμίσει και ο γενικός γραμματέας της αποκεντρωμένης διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης με απόφασή του, επιβεβαιώνοντας ότι στόχος δεν είναι η αποδοτικότερη διαχείριση της ύδρευσης και αποχέτευσης της Θεσσαλονίκης, αλλά η πώληση του κοινού αγαθού, του νερού. Και για την επίτευξη αυτής της πολιτικής και η άποψη των πολιτών δεν χρειάζεται να ζητηθεί ή και όταν αυτή εκφράζεται μπορεί να αγνοείται. Υπάρχει θεσμικός αντίλογος σε αυτή την πολιτική που έχει υιοθετήσει η ελληνική κυβέρνηση; Ναι υπάρχει: 1. Η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ που λέει ότι η πρόσβαση στο καθαρό πόσιμο νερό και στην αποχέτευση είναι ανθρώπινο δικαίωμα το οποίο είναι απαραίτητο για την πλήρη απόλαυση της ζωής και όλων των ανθρώπινων δικαιωμάτων. 2. Η απόφαση του Επιτρόπου Barnier, ως αποτέλεσμα της Ευρωπαϊκής Πρωτοβουλίας Πολιτών για το νερό και την συγκέντρωση υπογραφών που έφτασαν τα 2 εκατομμύρια, που πρότεινε την εξαίρεση των υπηρεσιών νερού από τις συμβάσεις

παραχώρησης. 3. Η απάντηση του Επιτρόπου Όλι Ρεν σε ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Νίκου Χουντή, ότι «η Κομισιόν δεν έχει πολιτική που να υποχρεώνει τα κράτη μέλη να ιδιωτικοποιούν τις υπηρεσίες ύδρευσης», και ότι «η διαχείριση των υδάτινων πόρων αποτελεί ευθύνη των κρατών μελών», και ότι «η κατάρτιση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και η επιλογή των περιουσιακών στοιχείων, αποτελεί αποκλειστική ευθύνη των κρατών μελών». Σε τελείως άλλο δρόμο το ΤΑΙΠΕΔ συνεχίζει τη διαδικασία για να πωληθεί η ΕΥΑΘ, και παρά το γεγονός ότι εκκρεμεί απόφαση του ΣτΕ, που μαθαίνουμε ότι θεωρεί ότι το νερό είναι δημόσιο αγαθό, οργανώνει τις συναντήσεις των ιδιωτικών ομίλων με την ΕΥΑΘ και επίσης δεν γνωστοποιεί τη σύμβαση παραχώρησης της ΕΥΑΘ στους ιδιώτες παρά το γεγονός ότι αυτό το ζητούν πολίτες, βουλευτές, κόμματα αλλά και ο ίδιος ο εισαγγελέας όπως πρόσφατα έχει δημοσιευτεί. Το τελευταίο διάστημα, γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστεί ότι η πώληση της ΕΥΑΘ δεν αποτελεί πράξη ιδιωτικοποίησης του νερού, αλλά ότι παραχωρείται σε ιδιώτες η διαχείριση ύδρευσης-αποχέτευσης και ότι αυτό θα οδηγήσει σε καλύτερες και οικονομικότερες για τους πολίτες υπηρεσίες, σε επενδύσεις για νέα έργα και νέες θέσεις εργασίας. Είναι πράγματι σωστό ότι αυτό που θέλουν να πουλήσουν είναι η ΕΥΑΘ Α.Ε. που έχει τη διαχείριση της ύδρευσης και της αποχέτευσης της Θεσσαλονίκης. Αλλά αυτή η εταιρία, που σήμερα είναι υπό δημόσιο έλεγχο και αύριο θα πωληθεί σε ιδιώτες είναι μονοπώλιο και δεν είναι δυνατόν να υπάρξει άλλος πάροχος νερού ή αποχέτευσης αφού ένα είναι το δίκτυο ύδρευσης και ένα το δίκτυο αποχέτευσης. Και ο μονοπωλιακός διαχειριστής, η ΕΥΑΘ, ελέγχει τα πάντα.

Εξάλλου τα πολλά παραδείγματα για το τι έχει συμβεί σε άλλες χώρες, οι οποίες είχαν κάνει ακριβώς το ίδιο, δηλαδή είχαν πουλήσει τη διαχείριση, ταυτόχρονα με την πλήρη αποτυχία για το δημόσιο συμφέρον των ιδιωτικοποιήσεων των εταιρειών ύδρευσης-αποχέτευσης, είναι αδιάψευστες μαρτυρίες αυτού που επιχειρείται και που δεν μπορεί δυστυχώς για τους οπαδούς της ιδιωτικοποίησης να συγκαλυφθεί. Το ερώτημα λοιπόν που έχουμε να απαντήσουμε σήμερα είναι πώς θα προχωρήσουμε. Η απάντηση είναι: Να οργανώσουμε το Δημοψήφισμα, πράγμα που σημαίνει: 1. Τα Δημοτικά Συμβούλια και οι Δήμαρχοι να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους και τις αποφάσεις τους και να υλοποιήσουν το δημοψήφισμα, ακόμη και χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της κυβέρνησης. 2. Να οργανώσουμε σε κάθε Δήμο και σε κάθε δημοτικό διαμέρισμα της Θεσσαλονίκης τοπικές επιτροπές του “SOSτε το νερό” που θα αναλάβουν την υλοποίηση του δημοψηφίσματος, που σημαίνει επικοινωνία με τους πολίτες και επιτροπές υλοποίησης της εκλογικής διαδικασίας. 3. Να οργανώσουμε σε κάθε δήμο και δημοτικό διαμέρισμα εκδηλώσεις ενημέρωσης για την επιχειρούμενη πώληση της ΕΥΑΘ και τη διαδικασία του δημοψηφίσματος. 4. Να ζητήσουμε από τους Δημάρχους, τα δημοτικά συμβούλια, τις δημοτικές παρατάξεις, τους συλλόγους, τους φορείς και τις άλλες συλλογικότητες της πόλης να συνεργαστούν με το “SOSτε το ΝΕΡΟ” για να ενημερωθούν οι πολίτες, να οργανωθεί και να υλοποιηθεί το δημοψήφισμα. 5. Να καταλήξουμε σήμερα στην ημέρα του δημοψηφίσματος και να ζητήσουμε και από τα δημοτικά συμβούλια να την επικυρώσουν. ΓΙΑΝΝΗΣ Ν. ΚΡΕΣΤΕΝΙΤΗΣ Καθηγητής ΑΠΘ, μέλος της γραμματείας του “SOSτε το ΝΕΡΟ”


Μάρτιος 2014 - τ. 11

O

ικοτριβές

09

περιβάλλον και ενέργεια στην Ευρωπαϊκή Ενωση ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΑΛΕΞΗΣ ΧΑΡΙΤΣΗΣ

«ΓΑΛΑΖΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗ» και ΠΡΑΣΙΝΑ ΑΛΟΓΑΚΙΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ Η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη θάλασσα και τις ακτές, που παρουσιάστηκε πρόσφατα (Σεπτέμβρης 2012), ονομάστηκε «Γαλάζια Ανάπτυξη». Έτσι, πλέον, εκτός από τη βιώσιμη και την πράσινη ανάπτυξη, προστέθηκε άλλο ένα χρώμα στην γκάμα των επιλογών μας. Όλοι οι επιθετικοί προσδιορισμοί της ανάπτυξης έχουν περιεχόμενο και πάντα συμπεριλαμβάνουν, εκτός από την οικονομία, την κοινωνία και το περιβάλλον. Δυστυχώς όμως, πλέον γνωρίζουμε πολύ καλά ότι οι όροι αυτοί συνειδητά αλλοιώνονται και χάνουν το νόημά τους, μιας και η έννοια της ανάπτυξης δεν είναι ουδέτερη, ούτε αυτοδίκαια συνδεδεμένη με το κοινωνικό καλό. Όπως αναφέρει η σχετική ανακοίνωση, μια σειρά από στοιχεία (τεχνολογική πρόοδος, πεπερασμένοι πόροι –γη και γλυκό νερό–, η κλιματική αλλαγή και η ανάγκη μείωσης των εκπομπών) «δημιούργησαν ευνοϊκές συνθήκες για μια γαλάζια ανάπτυξη –μια πρωτοβουλία για εκμετάλλευση του αναξιοποίητου δυναμικού των ωκεανών, των θαλασσών και των ακτών της Ευρώπης με σκοπό τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την ανάπτυξη». Οι ωκεανοί καλύπτουν το 71% της επιφάνειας του πλανήτη, άρα δεν μπορεί να μείνει αναξιοποίητος ο πλούτος που κρύβουν. Και συνεχίζει η σχετική ανακοίνωση: «Τα νομοθετικά μέτρα που αποσκοπούν στο να καθησυχάσουν τους επενδυτές ότι δεν θα υπάρξουν απρόβλεπτες καθυστερήσεις στις διαδικασίες σχεδιασμού ή στις συνδέσεις υποδομής μπορεί να προσφέρουν στις επενδύσεις τόση ώθηση όση και η οικονομική στήριξη». Έτσι και η Γαλάζια Ανάπτυξη κινείται στην ίδια λογική που διέπει πλέον όλες τις πολιτικές της ΕΕ, θέτοντας ως στόχο την αξιοποίηση των «αναξιοποίητων» θαλάσσιων φυσικών πόρων, την «ανάπτυξη» και την εξασφάλιση «καλού επενδυτικού κλίματος», περιλαμβάνοντας βέβαια, τουλάχιστον στα λόγια, την προστασία του περιβάλλοντος και την ευημερία της κοινωνίας των πολιτών. Ως απώτερος στόχος αναφέρεται φυσικά η δημιουργία θέσεων εργασίας και η έξοδος από την κρίση… Στην Ελλάδα η συζήτηση στην πραγματικότητα ξεκινά τώρα, μιας και η προώθηση της Γαλάζιας Ανάπτυξης έχει αναδειχθεί σε σημαία του υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής στη διάρκεια της Ελληνικής Προεδρίας. Επιπρόσθετα, καθώς αντιπροσωπεύει τη θαλάσσια διάσταση της στρατηγικής «Ευρώπη 2020», καλύπτει όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης και της κατάρτισης, και θα συμβάλλει στον «καλύτερο εντοπισμό των αναγκών της αγοράς όσον αφορά τις δεξιότητες και το εργατικό δυναμικό». Η έρευνα και η εκπαίδευση λοιπόν στην υπηρεσία των αγορών. Τέλος, σε αυτό το επίπεδο, θα πρέπει να σημειώσουμε και το σχέδιο δράσης: «ευρωπαϊκός χώρος θαλάσσιων μεταφορών χωρίς σύνορα». Σχέδιο που αναφέρεται βέβαια στη «Γαλάζια Ζώνη» ελεύθερης θαλάσσιας κυκλοφορίας εντός και εκτός της Ευρώπης», για την ελεύθερη μετακίνηση εμπορευμάτων. Οι άνθρωποι θα εξακολουθήσουν να πνίγονται στις Λαμπεντούζες και τα Φαρμακονήσια.

Σαφής ο προσανατολισμός και αυτής της στρατηγικής της ΕΕ: η κρίση αποτελεί και σε αυτόν τον τομέα το πρόσχημα για να ενταθεί ακόμα περισσότερο η εκμετάλλευση του φυσικού κεφαλαίου που και πεπερασμένο είναι και ήδη πολύ επιβαρυμένο. Ακόμα όμως και αν επικεντρωθούμε στα περιβαλλοντικά ζητήματα, μεγάλες ευρωπαϊκές περιβαλλοντικές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (πΜΚΟ ) έχουν ήδη καταθέσει τις ενστάσεις τους ως προς τα όρια που θα πρέπει να έχει η «Γαλάζια Ανάπτυξη». Τα κεντρικά ζητήματα που αναδεικνύονται σε αυτή τη φάση βάσει της σχετικής ανακοίνωσης της ΕΕ, χωρίς να αποκλείεται να προστεθούν και άλλα, αφορούν τη γαλάζια ενέργεια, το θαλάσσιο, παράκτιο τουρισμό και εκείνον με κρουαζιερόπλοια, τη γαλάζια βιοτεχνολογία, τους θαλάσσιους ορυκτούς πόρους και τις υδατοκαλλιέργειες. Και σε όλα αυτά, συνολικά, αλλά και εξειδικευμένα, αναδεικνύονται μια σειρά από ανοιχτά ζητήματα. Όπως σημειώνουν οι πΜΚΟ, τα θαλάσσια οικοσυστήματα ήδη υφίστανται υπερεκμετάλλευση, οπότε και η όποια ανάπτυξη θα πρέπει να υπόκειται στην Οδηγία Πλαίσιο για τη Θαλάσσια Στρατηγική. Η αρχή της πρόληψης, προσθέτουν, θα πρέπει να διέπει όλους τους τομείς, αποφεύγοντας την υπερ-συσσώρευση δραστηριοτήτων, μιας και οι θαλάσσιοι πόροι είναι επίσης πεπερασμένοι, ενώ ο κίνδυνος να προκληθούν ανεπανόρθωτες βλάβες στα οικοσυστήματα είναι υπαρκτός παρά την όποια εξέλιξη της τεχνολογίας (π.χ. εξορύξεις ορυκτών σε μεγάλα βάθη). Επισημαίνουν

επίσης ότι δεν θα πρέπει να επικεντρωθεί στην ανάπτυξη για την ανάπτυξη, αλλά οι οικονομικές δραστηριότητες που θα αναπτυχθούν να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των σημερινών και μελλοντικών γενεών και να παράγουν ευημερία για την κοινωνία. Ταυτόχρονα, απαιτούν όλες οι αναπτυξιακές δραστηριότητες να λαμβάνουν υπόψη το θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό, τις προστατευόμενες περιοχές και να μην υπάρξουν επιδοτήσεις σε επιβλαβείς για το περιβάλλον επενδύσεις. Τονίζουν ακόμα ότι για τους πέντε αναπτυξιακούς τομείς που αναλύονται στην ανακοίνωση, το μέγεθος των πιθανών περιβαλλοντικών επιπτώσεων (και κατ’ επέκταση οικονομικών και κοινωνικών) είναι εξαιρετικά αβέβαιο και εν μέρει άγνωστο. Και δεν είναι μόνο οι περιβαλλοντικές οργανώσεις. Ακόμα και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Όπως σημειώνει, οι θαλάσσιες μεταφορές, η αλιεία, οι υπεράκτιες εξορύξεις και ο τουρισμός, έχουν σωρευτικές επιπτώσεις στο θαλάσσιο περιβάλλον. Η έκδοση του ΕΟΠ υπογραμμίζει ότι τα ευάλωτα θαλάσσια οικοσυστήματα της Ευρώπης ενδέχεται να υποστούν ανεπανόρθωτες βλάβες εάν παραμείνουμε στον ίδιο δρόμο της χωρίς όρια εκμετάλλευσης. Είναι σαφής λοιπόν ο προσανατολισμός και αυτής της στρατηγικής της ΕΕ. Η κρίση αποτελεί και σε αυτόν τον τομέα το πρόσχημα για να ενταθεί ακόμα περισσότερο η εκμετάλλευση (ή αξιοποίηση, αν προτιμάτε κάτι πιο εξευγενισμένο) του φυσικού κεφαλαίου που και πεπερασμένο είναι και ήδη πολύ επιβαρυμένο. Η όποια αναπτυξιακή στρατηγική θα πρέπει να απαντά πρώτα και πάνω από όλα στο ερώτημα: ανάπτυξη για ποιους και με τι κόστος; ΕΡΜΙΟΝΗ ΦΡΕΖΟΥΛΗ MSc Διαχείρισης Ενέργειας και Προστασίας Περιβάλλοντος, μέλος “Χιακής Συυμπολιτείας”


10

O

ικοτριβές

Μάρτιος 2014 - τ. 11

θεσπίζοντας ευρωπαϊκούς κανόνες

για την προστασία του περιβάλλοντος

Η θέση σε εφαρμογή της Συνθήκης της Λισσαβώνας με την συνεπαγόμενη αύξηση των συναφών αρμοδιοτήτων του Ευρωπαικού Κοινοβουλίου και την αναδιάταξη των περιβαλλοντικών και άλλων κοινωνικών ρητρών θεωρήθηκε από πολλούς ως ο προάγγελος καινοτόμων πρωτοβουλιών που θα σηματοδοτούσαν μία επωφελή για τις ευρωπαικές κοινωνίες αλλαγή παραδείγματος στον τρόπο θέσπισης αλλά και στο το ίδιο το περιεχόμενο των παραγόμενων νομικών ρυθμίσεων. Έχοντας συμπληρώσει μια πενταετία σχεδόν από την θέσπιση του νέου καταστατικού χάρτη της Ευρωπαικής Ένωσης και καθώς οδεύουμε προς την ολοκλήρωση της θητείας των νυν μελών τόσο του Ευρωπαικού Κοινοβουλίου όσο και του Κολεγίου Επιτρόπων, οι προσδοκίες που δημιουργήθηκαν για την ενίσχυση της περιβαλλοντικής διάστασης των ενωσιακών πολιτικών έχουν προ πολλού διαψευσθεί ενώ τα νομικά απότυπώματα των κατα καιρούς συμφωνιών ανάμεσα στην Ευρωπαική Επιτροπή, το Ευρωπαικό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο Υπουργών με όρους πραγματικής αναβάθμισης και προστασίας των δημόσιων περιβαλλοντικών και πλουτοπαραγωγικών αγαθών είναι ισχνά και ιδιαιτέρως αναιμικά. Οι πολυδαίδαλες διαδικασίες υιοθέτησης και σε εναν δεύτερο βαθμό εξειδίκευσης των κανόνων εκείνων που καθορίζουν ή επηρεάζουν το ευρωπαικό πλάισιο διαχείρισης του περιβαλλοντικού και ενεργειακού πλούτου της Ευρώπης πολλές φορές συνθλιβουν και περιθωριοποιηθούν κάθε

Απαιτούνται ριζικές τομές στον τρόπο προσέγγισης των σύγχρονων περιβαλλοντικών προβλημάτων και μια ευρύτερη αλλαγή παραδείγματος που θα επικαιροποίησει τις πράσινες πολιτικές και θα τις αποδεσμεύσει από την υπέρμετρη προσήλωση στην τεχνοκρατική λογική της εκτίμησης των επιπτώσεων επί της αγοράς και των κρατικών δαπανών που ενδεχομένως να προκύψουν από την υιοθέτηση περιβαλλοντικών μέτρων.

εναλλακτική και μη επιδεχόμενη κοστολόγησης και οικονομικού προσδιορισμού μορφή επιχειρηματολογίας. Σκοπός της παρούσας παρέμβασης δεν είναι η περιγραφή και ανάλυση των επιμέρους νομοθετημάτων που θεσπίστηκαν σε ενωσιακό επίπεδο τα τελευταία χρόνια αλλά η προβολή και ανάδειξη των σύγχρονων εκείνων τάσεων που έχουν αποβεί καθοριστικές για τον τρόπο που θεσπίζεται και διαμορφώνεται το περιεχόμενο Οδηγιών και Κανονισμών περιβαλλοντικού χαρακτήρα. Η σημαντικότερη τάση αναφέρεται κυρίως στον ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν οι επιστημονικές μελετες καθώς και στην τεράστια επιρροή και άκριτη χρήση οικονομικών εργαλείων και πρακτικών στο πλαίσιο της διαμόρφωσης των ευρωπαικών κανόνων προστασίας και διαχείρισης του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, των όρων κοινωνικά βιώσιμης αξιοποίησης των ενεργειακών πόρων και αποθεμάτων και των προτύπων

διατροφικής ασφάλειας. Η θεμελίωση και τεκμηρίωση των προτάσεων και νομοθετικών πρωτοβουλιών της Επιτροπής επί κανονιστικά «κατασκευασμένων» και πολλές φορές θεσμικά προκαθορισμένων επιστημονικών ισχυρισμών εχει καταστεί τα τελευταία χρόνια μια κοινώς αποδεκτή πολιτική πρακτική προκειμένου να διασφαλίσει κατά κάποιο τρόπο οτι η νομοθεσία που θα προκύψει θα είναι συμβατή με το σύστημα κανόνων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου που αποδίδουν ιδιαίτερη έμφαση στην στην ποσοτικοποιημένη προσέγγιση των εννοιών του κινδύνου και της επικινδυνότητας και στην μεταφορά του βάρους της απόδειξης στο πλαίσιο της επίκλησης της αρχής της προφύλαξης. Αυτή ακριβώς η προσέγγιση έχει μάλιστα οδηγήσει στην καταδίκη της Ευρωπαικής Ένωσης από τον ΠΟΕ σε μια σειρά θεματικών πεδίων όπως η καλλιέργεια και εμπορία γενετικά τροποποιημένων προιόντων και σε μια σειρά αντίστοιχων αποφάσεων

του Δικαστηρίου της Ευρωπαικής Ένωσης που καταδεικνύουν μια έντονη τεχνοκρατική στροφή που εντάσσεται στο πλαίσιο της επίτευξης του στόχου της πλήρους εναρμόνισης της αγοράς προιόντων αμφιβόλου ποιότητας και διατροφικλης ασφάλειας που στερούνται θετικό κοινωνικό πρόσημο και αποδοχή. Η θεσμική ανάγκη για μελέτες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την ενίσχυση της γνωσιολογικής βάσης των νομοθετικών προτάσεων της Επιτροπής σε συνδυασμό με την αδυναμία των ίδιων των κοινοτικών υπηρεσιών να δημιουργήσουν επιστημονική πρώτη ύλη και να προβούν σε ενδελεχεις αξιολογήσεις των πιθανων κοινωνικών και περιβαλλοντικών επιπτώσεων έχουν οδηγήσει στην αναζήτηση και χρηματοδότηση ιδιωτικών φορέων για την παραγωγή εξωτερικών μελετών. Οι φορείς αυτοί συντάσσουν τεχνοκρατικά κέιμενα και αναλύσεις οι οποίες με την σειρά τους αδυνατουν να εκφύγουν μιας ρασιοναλιστικής και επιστημολογικά θετικιστικής προσέγγισης τόσο της διαχείρισης της τεχνολογικής επικινδυνότητας όσο και των ίδιων των περιβαλλοντικά επώδυνων και πολλές φορές μη αναστρέψιμων επιπτώσεων των ανθρωπογενών δραστηριοτήτων. Στην πλειονότητά τους οι μελέτες αυτές αναπαράγουν και αντανακλούν μια οικονομικοκεντρική θεώρηση των περιβαλλοντικών αγαθών και κοινόχρηστων πόρων και τα όποια πορίσματα τους είναι μεταπρατικής φύσεως και αποτέλεσμα παβλοφικών αντανακλαστικών. Η ολοένα και πιο συχνή


O

ικοτριβές

Μάρτιος 2014 - τ. 11

προσφυγή της Επιτροπής σε μελέτες τεχνικοοικονομικού χαρακτήρα που διακρίνονται από μια έντονη ρασιοναλιστική και καθαρά «τεχνική» ανάγνωση της περιβαλλοντικής πραγματικότητας έχει περιθωριοποιήσει και στην ουσία ακυρώσει κάθε προσπάθεια να ληφθούν και να συνυπολογιστούν οι σχετικές ηθικοκοινωνικές διαστάσεις και ενστάσεις ειδικά στο πεδίο εφαρμογής νέων και ανερχόμενων τεχνολογιών που δύνανται να επιφέρουν μη αναστρέψιμες βλάβες στο φυσικό περιβάλλον και στην ανθρώπινη υγεία. Κατ’ επέκταση, η μαζική καταφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην άντληση επιχειρημάτων και στοιχείων για την θεμελίωση και επένδυση των νομοθετικών και εν γένει πολιτικών προτάσεων και πρωτοβουλιών της σε επιστημονικοφανείς μελέτες προκαθορισμένης στόχευσης και υποκειμενικών ορίων που διέπονται και αναπαραγούν ακραίες μορφές τεχνολογικού ντετερμινισμού έχει οδηγήσει εν τοις πράγμασι στην δημιουργία ενός νέου παράκεντρου γνωσιολογικής εξουσίας που εκφεύγει κάθε μορφής κοινωνικού ελέγχου και δημοκρατικής νομιμοποίησης και στην απονομιμοποίηση κάθε «ανάγνωσης» που διαφοροποιείται από την θεώρηση του ενωσιακού εγχειρήματος ως φορέα υλοποίησης στόχων διεθνούς ανταγωνιστικότητας και απορρύθμισης ολιγοπωλιακών κατα βάση τομεακών αγορών. Ο ραγδαίος ρυθμός με τον οποίο η Επιτροπή συστήνει αυτόνομες αρχές σε μια σειρά θεματικών πεδίων και η θεσμική ενδυνάμωση της στο πεδίο της εκπόνησης λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του ενωσιακού συστήματος κανόνων έχουν ενισχύσει τον συγκεντρωτισμό και εγκιβωτισμό της παραγόμενης «ειδικής γνώσης» και την επιλεκτική χρήση της για την ενδυνάμωση του αφηγήματος μιας Ευρώπης που προτάσσει την επίτευξη δημοσιονομικών στόχων έναντι οποιουδήποτε κοινωνικού τιμήματος. Η οικονομοκεντρική λογική που διαπνέει τον τρόπο θεσμικής προστασίας και νομικής διαχείρισης δημοσίων αγαθών όπως ο αέρας, οι υδάτινοι πόροι και η βιοποικιλότητα λειτουργεί πολλές φορές εις βάρος ακόμα και των αποτελεσμάτων των σχετικών δημοσίων διαβουλεύσεων καθώς οι μελέτες πιθανών επιπτώσεων που συνοδεύουν πλέον κάθε νομοθετική πρόταση της Επιτροπής επικεντρώνονται σε μια ποσοτικοποιημένη και κοστολογημένη προσέγγιση μιας πλειάδας στοιχείων του περιβάλλοντος και των φυσικών οικοσυστημάτων. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται επίσης μια έντονη ρυθμιστική κόπωση σε ότι αφορά την διαμόρφωση ή την θέσπιση νέων νομοθετικών προτάσεων και μια στροφή στην απλοποίηση, κωδικοποίηση και ενίσχυση της εφαρμοσιμότητας του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου. Οι εξωδικαστικές και δικαστικές προσπάθειες της Επιτροπής να

Οι ευρωπαίοι πολίτες καλούνται να καθορίσουν τους συσχετισμούς εκείνους που θα καταστήσουν το ευρωπαϊκό θεσμικό οπλοστάσιο είτε ένα εξωστρεφές μέσο διαμόρφωσης και εμπέδωσης κοινωνικά αποδεκτών περιβαλλοντικών πολιτικών είτε θα το βυθίσουν ακόμα περισσότερο στην έντονα εσωστρεφή γραφειοκρατική αναζήτηση μαγικών λύσεων και οραμάτων για πράσινη ανάπτυξη.

υποχρεώσει τα κράτη μέλη σε απόλυτη συμμόρφωση με την υπάρχουσα κοινοτική νομοθεσία στον τομέα της διατροφικής ασφάλειας, ενεργειακής ασφάλειας και διαμόρφωσης ενός θετικού περιβαλλοντικού ισοζυγίου έχει πέσει εν πολλοίς στο κενό καθώς η οικονομική κρίση έχει οδηγήσει σε αδυναμία καταβολής των σχετικών προστίμων και κατ’ επέκταση σε συμβιβασμούς, αναβολές και υπαναχωρήσεις. Η θεματική αποδυνάμωση της Γενικής Διεύθυνσης Περιβάλλοντος της Ευρωπαικής Επιτροπής αλλά και εν γένει της Επιτροπής και οι εγγενείς δυσκολίες που παρουσιάζει η επεξεργασία και εφαρμογή νομοθετημάτων όπως η Οδηγία NATURA για τους βιοτόπους, η Οδηγία-Πλαίσιο για τους Υδάτινους Πόρους και το νομοθετικό πλαίσιο για την εύρυθμη λειτουργία του Συστήματος Εμπορίας Αερίων Ρύπων έχουν με την σειρά τους συντελέσει σε μια σταδιακή υποχώρηση των περιβαλλοντικών θεμάτων στην νομοθετική ατζέντα τόσο του Συμβουλίου Υπουργών όσο και της Επιτροπής. Άχρωμες προσεγγίσεις, μονοτομεακες αναγνώσεις και πολλές φορές ανεδαφικές στοχεύσεις υπονομεύουν διαρκώς την περίφημη ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής διάστασης στις υπόλοιπες τομεακές πολιτικές. Υπό το φώς αυτών των νέων αυτών δεδομένων και της γενικότερης προσήλωσης της ευρωπαϊκής θεσμικής αρχιτεκτονικής σε ζητήματα που άπτονται της οικονομικής κρίσης, το 2014 αποτελεί μια κρίσιμη χρονιά για την κλιμάκωση των προσπαθειών για την ενίσχυση των προσπαθειών συγκεκριμενοποίησης και ενδυνάμωσης της εφαρμοσιμότητας και της κοινωνικής διάστασης της ενωσιακής περιβαλλοντικής πολιτικής. Απαιτούνται ριζικές τομές στον τρόπο προσέγγισης των σύγχρονων περιβαλλοντικών προβλημάτων και μια ευρύτερη αλλαγή παραδείγματος που θα επικαιροποίησει τις πράσινες πολιτικές και θα τις αποδεσμεύσει από την υπέρμετρη προσήλωση στην τεχνοκρατική λογική της εκτίμησης των επιπτώσεων επί της αγοράς και των κρατικών δαπανών που ενδεχομένως να προκύψουν από την υιοθέτηση περιβαλλοντικών μέτρων.

Αυτες ειναι ταυτόχρονα και οι προκλήσεις που αναμένεται να αντιμετωπίσει τόσο η νέα Επιτροπή όσο και το νεο Κοινοβούλιο στους επόμενους μήνες. Το διακύβευμα ειναι εξαιρετικά κρίσιμο τόσο γιατι η ανάγκη για να περάσουμε απο την παρούσα μηχανιστική και λογιστική διαχείριση των περιβαλλοντικών πόρων και αγαθών σε φιλόδοξες και στοχοθετημένες στρατηγικές ανάδειξης του δημόσιου χαρακτήρα τους είναι πλεόν αδήριτη όσο και γιατί η άκριτη ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής διάστασης σε πολλές τομεακές πολιτικές της Ευρωπαικής ένωσης έχει αποδειχθεί εν τοις πράγμασι γράμμα κενό. Εν έτει 2014, το κοινοτικό οικοδόμημα βρίσκεται αντιμέτωπο με την χειρότερη θεσμική, πολιτική και οικονομική κρίση της βραχύβιας ιστορίας του που απειλεί να το αποδυναμώσει, να ενισχύσει διχαστικές και εσωστρεφείς λογικές και να το οδηγήσει σε κεντρόφυγες και σπασμωδικές λύσεις. Ταυτόχρονα όμως, η συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία αποτελεί μία πρώτης τάξεως θεσμική ευκαιρία συσπείρωσης και συστράτευσης των κοινωνικών και πολιτικών εκείνων δυνάμεων που θεωρούν το υπάρχον ενωσιακό εγχείρημα ως ένα εν δυνάμει πολυεπίπεδο εργαλείο εμπεδωσης των βασικών αρχών ευρωπαικής αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας και δημιουργίας ενός πλεονασματικού περιβαλλοντικού και κοινωνικού ισοζυγίου υπερεθνικού χαρακτήρα. Οι ευρωπαίοι πολίτες θα κληθούν σε λιγότερες απο 100 μέρες όχι μόνο να επιλέξουν συγκεκριμένα πρόσωπα και πολιτικές δυνάμεις που θα τους εκπροσωπήσουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αλλά και να καθορίσουν τους συσχετισμούς εκείνους που θα καταστήσουν το ευρωπαϊκό θεσμικό οπλοστάσιο είτε ένα εξωστρεφές μέσο διαμόρφωσης και εμπέδωσης κοινωνικά αποδεκτών περιβαλλοντικών πολιτικών είτε θα το βυθίσουν ακόμα περισσότερο στην έντονα εσωστρεφή γραφειοκρατική αναζήτηση μαγικών λύσεων και οραμάτων για πράσινη ανάπτυξη που εν τέλει αποδεικνύονται στερούμενα εσωτερικής συγκρότησης και κοινωνικής λογικής. Μια τέτοια διαπίστωση δεν αποτελεί ανα-

11 παράγωγή μανιχαιστικών προτύπων ούτε αποσκοπεί στο να θέσει τεχνητά διλήμματα, το αντίθετο μάλιστα: σκοπό έχει να τονίσει τον πολυδιάστατο χαρακτήρα των τάσεων και προκλήσεων που θα κλήθει να αντιμετωπίσει τόσο το νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβουλιο όσο και η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπη. Οι θεσμικοί αυτοί φορείς πολύ σύντομα θα κληθούν να απαντήσουν σε θεμελιώδη και κρίσιμα για την ίδια την βιωσιμότητα του ενωσιακού εγχειρήματος ερώτηματα που αναφέρονται στο ποσο περιβαλλοντικά βιώσιμο είναι το παρόν παραγωγικό μοντέλο στην Ευρώπη, στον ακριβή ρόλο του κράτους στην νέα εποχή στο πως θα διαμορφωθούν νέες κοινωνικές συμμαχίες και συνέργειες αλλά και πως οι πρόσπαθειες αναζωογόνησης της ασθμαίνουσας ευρωπαικής οικονομίας δεν θα αποβούν μοίραιες για την επίτευξη κοινωνικά αποδεκτών όρων βιώσιμης ανάπτυξης. Λαμβάνοντας υπόψη οτι τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής που ακολουθούνται σε αρκετές χώρες δεν καλύπτονται από την νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη στρατηγική και περιβαλλοντική εκτίμηση των επιπτώσεών τους, την αδυναμία του υπάρχοντος πολιτικού προσωπικού να προσδώσει την δυναμική εκείνη που είναι απαραίτητη για να καταστεί η οικολογική καινοτομία εργαλείο αντιμετώπισης της δημοσιονομικής κρίσης καθώς και τα χρόνια προβλήματα εφαρμογής των ενωσιακών περιβαλλοντικών κανόνων που απειλούν να αποδομήσουν το υπάρχον ευρωπαϊκό κοινωνικό και περιβαλλοντικό κεκτημένο, οι επερχόμενες θεσμικές αλλαγές αποτελούν ιστορική ευκαιρία ριζοσπαστικής αλλαγής πολιτικών συσχετισμών και πρακτικών. Ως εκ τούτου, οι επερχόμενες εκλογικές διαδικασίες συνιστούν μια ιστορική μορφή αναδιάταξης του παραδοσικού πολιτικού μωσαικού και ανάδειξης του ευρωπαίου πολίτη σε βασικού υποκειμένου της ευρωπαικής ολοκλήρωσης και άμεσου παραλήπτη των ωφελημάτων που προκύπτουν απο την αδιάλλειπτη διαθεσμική διαβούλευση και την συνεπαγόμενη παραγωγή κανόνων και νομικά δεσμευτικών προτύπων κυρίως στο πεδίο των δημόσιων κοινωνικών πολιτικών. Ο δρ Μιχάλης Κρητικός είναι Λέκτορας Ευρωπαικού Δικαίου και Project Leader στο Ευρωπαικό Ινστιτούτο Δημόσιας Διοίκησης (European Institute of Public Administration-EIPA) και Προιστάμενος της Μονάδας Βιώσιμης Ανάπτυξης, Διατροφικής Ασφάλειας και Διαχείρισης Κρίσεων στο Global Governance Institute (GGI). email: mihail.kritikos@gmail.com Δρ. ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΡΗΤΙΚΟΣ Λέκτορας Ευρωπαϊκού Δικαίου και Project Leader στο European Institute of Public Administration-EIPA και Προϊστάμενος της Μονάδας Δικαίου Περιβάλλοντος, Διατροφικής Ασφάλειας και Διαχείρισης Κρίσεων στο Global Governance Institute.


12

O

ικοτριβές

Μάρτιος 2014 - τ. 11

ΜΑΧΗ ΓΙΓΑΝΤΩΝ ΣΕ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΥΡΩΠΗΣ ο ενεργειακός τομέας σε συνθήκες οικονομικής και πολιτικής σύγκρουσης

Το 2014 μπορεί, εκτός από χρονιά συνεχιζόμενης ύφεσης και λιτότητας για τους Ευρωπαϊκούς λαούς, να σηματοδοτήσει επιπλέον μια ριζική υποχώρηση ως προς το ρόλο της Ευρώπης στις διεθνείς εξελίξεις σχετικά με τις μειώσεις ρύπων και την αλλαγή του ενεργειακού μείγματος. Πλησιάζοντας προς το 2020, έτος λήξης του προγράμματος 20-20-20 για μείωση ρύπων του θερμοκηπίου, αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ και εξοικονόμησης ενέργειας, οι διαπραγματεύσεις στο εσωτερικό της ΕΕ για την επόμενη σειρά δεσμευτικών στόχων αναδεικνύουν ένα σύνθετο περιβάλλον εσωτερικών αντιφάσεων και συγκρούσεων μεταξύ οικονομικών και πολιτικών δυνάμεων που ενδέχεται να αδρανοποιήσουν, αν όχι να καταστείλουν σημαντικά, το ρόλο που είχε μέχρι σήμερα η Ευρώπη στο παγκόσμιο χάρτη ως προς την πρόθεση ανάληψης πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Οι αντιφάσεις αυτές παίρνουν προς το παρόν τη μορφή σύγκρουσης ανάμεσα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με τους στόχους για το 2030. Πριν λίγο καιρό, οκτώ υπουργοί περιβάλλοντος και ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (συμπεριλαμβανομένων των υπουργών περιβάλλοντος Γερμανίας και Γαλλίας) ζήτησαν με επιστολή τους προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή 1 την επιβολή αυστηρών δεσμευτικών στόχων για το 2030 σχετικά με τη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα των ευρωπαϊκών χωρών 2. Σε κοινή συνάντηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και επιτροπών βιομηχανίας στηρίχθηκε η πρόταση μείωσης κατά 40% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και αύξησης κατά 30% για τις ανανεώσιμες έως το 2030. Τις ίδιες μέρες που λαμβανόταν η παραπάνω πρωτοβουλία, ο (σοσιαλδημοκράτης) Γερμανός υπουργός Οικονομικών και Ενέργειας Σίγκμαρ Γκάμπριελ υποστήριζε σε δηλώσεις του ότι η ανταγωνιστικότητα της γερμανικής βιομηχανίας τίθεται εν αμφιβόλω εξαιτίας του αυξημένου κόστος της ενίσχυσης των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα της χώρας 3. Οι αντιφάσεις που εκφράζονται σε κεντρικό ευρωπαϊκό επίπεδο αντικατοπτρίζουν με τη σειρά τους τις εσωτερικές συγκρούσεις

που διεξάγονται στα κράτη-μέλη ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες συμφερόντων όπως για παράδειγμα λόμπι ενεργοβόρων βιομηχανιών, βιομηχανίες συμβατικών μορφών ενέργειας, βιομηχανίες ΑΠΕ κ.ο.κ. με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίπτωση της Γερμανίας όπου έχει εδώ και καιρό ξεκινήσει ο πόλεμος ανάμεσα στο πράσινο υπουργείο περιβάλλοντος από τη μία και το συμμαχικό προς τη βιομηχανία υπουργείο ενέργειας από την άλλη. Η ένταση στο εσωτερικό της Γερμανικής κυβέρνησης συνασπισμού έχει μεταφερθεί πλέον στις Βρυξέλλες συγκροτώντας αντίστοιχα στρατόπεδα πολιτικής.

Αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και το φάντασμα της ανταγωνιστικότητας Η οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008 έχει επαναφέρει ουσιαστικά στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης το σύνολο των πολιτικών που μέχρι σήμερα εφαρμόζονταν σε Ευρωπαϊκό επίπεδο και οι ρευστές συμμαχίες οικονομικών και πολιτικών δυνάμεων ανασυγκροτούνται μέσα ένα διαρκές περιβάλλον οικονομικής ύφεσης για την πλειοψηφία των κρατών-μελών της ΕΕ. Οι επιμέρους ομαδοποιήσεις των ενεργειακών παικτών επανατοποθετούνται ως προς τις πολιτικές σε διακρατικό επίπεδο, σε επιμέρους ατζέντες διαλόγου όχι μόνο ως προς τους στόχους μείωσης αερίων του θερμοκηπίου, αλλά και ευρύτερα σε θέματα ενεργειακής πολιτικής4, όπως για παράδειγμα συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα, συμβατικά καύσιμα και νέες εξορύξεις, αναβίωση της συζήτησης για την πυρηνική ενέργεια, πολιτικές ιδιωτικοποιήσεων και απόπειρες επαναδημοτικοποίησης συστημάτων διανομής ηλεκτρικής ενέργειας κ.ο.κ. Τον περασμένο Μάιο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που είχε ως πρώτο θέμα στην ατζέντα την ενεργειακή πολιτική, έθεσε ως κεντρική προτεραιότητα τη μείωση του ενεργειακού κόστους για να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας έναντι τρίτων 5. Σημαντικό ρόλο στην ατζέντα της ανταγωνιστικότητας έχει παίξει η ραγδαία μείωση της τιμής Φυσικού Αερίου στις ΗΠΑ μετά την ανάδειξη του σχιστολιθικού αερίου ως βασικό πόρο για την άλλη πλευρά του Ατλαντικού - μείωση έως και στο 1/4 της τιμής του ΦΑ στην Ευρώπη - με αποτέλεσμα οι κινήσεις στο ενεργειακό πολιτικό πεδίο να θεωρούν ως πρωταρχικό στόχο τα ζητήματα ανταγωνισμού μεταξύ ΕΕ

και ΗΠΑ. Μετά το τέλος της δεκαετίας του 1980 η εισαγωγή φθηνού ΦΑ στην Ευρώπη αποτέλεσε άλλωστε και το οικονομικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο σχεδιάστηκε η λεγόμενη απελευθέρωση των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και η είσοδος πολυεθνικών κολοσσών στις εσωτερικές αγορές των κρατών-μελών. Η ιστορία του σχιστολιθικού αερίου κερδίζει σημαντικό έδαφος και στην πλευρά της Ευρώπης, με την Πολωνία να παρουσιάζεται ως προνομιακή περίπτωση σημαντικών αποθεμάτων. Η γενικότερη περιοχή της Ανατ. Ευρώπης, μετά τις τελευταίες εξελίξεις στην Ουκρανία και λόγω της σημασίας της ως προς τον ενδιάμεσο κρίκο μεταξύ κεντρικής Ευρώπης και Ρωσίας στους τομείς προμήθειας ΦΑ, αναμένεται να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στο κατά πόσο το λόμπι των συμβατικών καυσίμων ΦΑ και πετρελαίου θα επιχειρήσουν μια αντεπίθεση σε επίπεδο κεντρικών ευρωπαϊκών πολιτικών. Η ρευστότητα του συσχετισμού δυνάμεων - τόσο μεταξύ διαφορετικών κρατικών σχηματισμών, μεταξύ διαφορετικών ομάδων συμφερόντων στο ενεργειακό πεδίο αλλά και μεταξύ διαφορετικών πολιτικών σχεδίων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο - δημιουργεί μια αυξανόμενη αβεβαιότητα για τη δυνατότητα της Ευρώπης να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάληψη πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Όπως άλλωστε προκύπτει από τη λίστα των 250 έργων Κοινού Ενδιαφέροντος (PCI) που ανακοίνωσε πρόσφατα η Ε.Ε.6, η έμφαση δίνεται σε επενδυτικά έργα διασυνδέσεων φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας που δεν απαντούν στις επείγουσες ανάγκες περιβαλλοντικής και κλιματικής πολιτικής. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής 7, οι δαπάνες της ΕΕ για εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου έχουν αυξηθεί κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια, φτάνοντας το 2011 στα 406 δις. ευρώ που ισοδυναμεί με το 3,2% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Επιπλέον, η κατάρρευση του ευρωπαϊκού μηχανισμού εμπορίας ρύπων (ETS) αναδεικνύει τα δομικά αδιέξοδα ενός συστήματος που στο επίκεντρό του έχει τη χρηματιστηριακή αξιοποίηση της κλιματικής αλλαγής και όχι την προώθηση ουσιαστικών πολιτικών ανάσχεσής της. Μαζί με τις πολιτικές για μία οικονομία ‘χωρίς άνθρακα’ συμβαδίζει πλέον η ‘στήριξη της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας’. Αυτό σημαίνει ότι οι

‘πράσινες πολιτικές’ δεν αποτελούν πλέον μονόδρομο και ότι πιθανόν τα ορυκτά καύσιμα να αυξήσουν την συμμετοχή τους στο Ευρωπαϊκό ισοζύγιο.

Η ελληνική προεδρία Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι ενεργειακές προτεραιότητες που θέτει η Ελληνική προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ αντικατοπτρίζουν πλήρως τις κυρίαρχες επιλογές 8: α) Ολοκλήρωση της ενιαιοποίησης της Εσωτερικής Αγοράς Ενέργειας το 2014 (target model), σύμφωνα με τις προβλέψεις του Τρίτου Ενεργειακού Πακέτου της ΕΕ 9. Οι ρυθμοί εντατικοποίησης των πολιτικών ενίσχυσης του ανταγωνισμού μεταξύ των αγορών ενέργειας αυξάνονται και οι ιδιωτικοποιήσεις υποδομών ενέργειας παρουσιάζονται στο πλαίσιο αυτό ως εργαλείο μείωσης του ενεργειακού κόστους για τους καταναλωτές και τις βιομηχανίες την ίδια στιγμή που η εμπειρία σε διεθνές αλλά και ευρωπαϊκό επίπεδο συνηγορούν για το αντίθετο 10. β) Άρση αποκλεισμού κρατών-μελών από διευρωπαϊκά δίκτυα ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου - ενίσχυση των σχεδίων διασύνδεσης μεταξύ κρατών αλλά και στο εσωτερικό των κρατών-μελών με σκοπό τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού χώρου εμπορίας και προμήθειας ενέργειας. Η ελληνική κυβέρνηση στο πλαίσιο της προεδρίας εμφανίζεται ως τυπικός ρυθμιστής ενός διαλόγου που διεξάγεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο χωρίς να μπορεί να αναλάβει σημαντικές πρωτοβουλίες - σε συζητήσεις αυτής της περιόδου για την ενέργεια η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται ότι έχει αναλάβει το ρόλο διαμεσολαβητή για τις «επενδυτικές ευκαιρίες» που ανοίγονται στο διεθνές κεφάλαιο μέσω της ιδιωτικοποίησης των ενεργειακών υποδομών (ΑΔΜΗΕ, «μικρή ΔΕΗ», κ.ο.κ.) και προπαγανδιστή μαγικών ευκαιριών στον ευρωπαϊκό Νότο για τις πολυεθνικές εξορύξεων (υδρογονάνθρακες στο Αιγαίο, διασυνδέσεις με Ισραήλ και Κύπρο κ.ο.κ.).

Η στάση της Αριστεράς Σε ένα τέτοιο εθνικό και διεθνές περιβάλλον, ο ρόλος της Αριστεράς στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, εν όψει των επερχόμενων Ευρωεκλογών που αναμένεται να εγκαινιάσουν μια νέα περίοδο για την Ευρωπαϊκή Αριστερά, είναι να αντιστρέψει την ατζέντα, να συσπειρώσεις κοινωνικές δυνάμεις που


O

ικοτριβές

Μάρτιος 2014 - τ. 11

σχετίζονται με τις διεργασίες στον ενεργειακό κλάδο (κινήματα στο χώρο της ενέργειας, εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις προς ιδιωτικοποίηση, άνεργοι και φτωχοποιημένα στρώματα χωρίς πρόσβαση στο αγαθό της ενέργειας κ.ο.κ) και να ιεραρχήσει τις προτεραιότητες όσον αφορά τους τρεις πυλώνες που καθορίζουν την ενεργειακή πολιτική: οικονομία και ταξικές διαστάσεις του ενεργειακού τομέα, ανάληψη πρωτοβουλιών για την πολιτική της κλιματικής αλλαγής και ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού. Από την άλλη πλευρά, ενδεχόμενες αντιφάσεις στο εσωτερικό των κυρίαρχων πολιτικών και οικονομικών κέντρων εξουσίας θα πρέπει να είναι αντικείμενο ανάλυσης για κάθε αριστερό κόμμα που επιδιώκει την ανατροπή στο πολιτικό επίπεδο, χωρίς αυτό να σημαίνει όμως υιοθέτηση των εργαλείων πολιτικής του αντιπάλου: η στρατηγική για την Αριστερά δεν πρέπει να βασίζεται στη λογική της «ενεργειακής διπλωματίας». Αυτό είναι το σχέδιο της κυβέρνησης, επικοινωνιακά τουλάχιστον, γύρω από το οποίο προσπαθεί να χτίσει το success story (Helios, διακρατικοί αγωγοί, εξορύξεις υδρογονανθράκων). Αυτή η στρατηγική είναι όχι μόνο αδιέξοδη πολιτικά αλλά ενδεχομένως και επικίνδυνη. Το ιδεολόγημα περί αυτόματης αναβάθμισης της γεωστρατηγικής/ενεργειακής θέσης της χώρας με τη συμμετοχή σε διακρατικά, γεωστρατηγικού χαρακτήρα ενεργειακά έργα πρέπει να επερωτηθεί, καθώς ενδεχομένως να μην αναβαθμίζεται αλλά αντιθέτως να εγκλωβίζεται η χώρα σε πολύ συγκεκριμένες γεωστρατηγικές, τεχνολογικές και αναπτυξιακές επιλογές. Η πρόσφατη κρίση στην Ουκρανία, που σε μεγάλο βαθμό συνδέεται με τον ρόλο της χώρας στον ενεργειακό χάρτη της περιοχής, αποτελεί την καλύτερη απόδειξη του παραπάνω επιχειρήματος.

Συμπέρασμα – Στόχος Η νεοφιλελεύθερη πολιτική της Ε.Ε. στην ενέργεια δεν παροξύνει μόνο την ενεργειακή φτώχεια στις χώρες της Ε.Ε. αλλά επιπλέον δεν ανταποκρίνεται στις πιεστικές ανάγκες για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Αντιλαμβανόμενοι τις έντονες ταξικές διαστάσεις που ενυπάρχουν σε κάθε επιμέρους ζήτημα της συζήτησης για την ενεργειακή πολιτική, η ριζοσπαστική πολιτική από την πλευρά της αριστεράς καλείται να διαμορφώσει τους βασικούς στόχους για το σχέδιο για την παραγωγική ανασυγκρότηση με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης και συμμετοχής της κοινωνίας σε οποιοδήποτε επίπεδο σχεδιασμού. Αναγνωρίζοντας τη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής και το μετασχηματισμό της παραγωγικής διαδικασίας με κοινωνικο-οικολογικά χαρακτηριστικά ως συμπληρωματικές όψεις του ίδιου πολιτικού σχεδίου, η προοπτική αριστερής κυβέρνησης στην Ελλάδα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης για μια διαφορετική πολιτική για την ενέργεια και την κλιματική αλλαγή σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος στην Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει την απαρχή ευρύτερων διεργασιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ένας λόγος παραπάνω για να αποτελεί κεντρική προτεραιότητα για την κυβέρνηση της αριστεράς. Αλέξης Χαρίτσης Γιάννης Μάργαρης

1. http://goo.gl/Qg1Xhd 2. Σ.σ. Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα, από τους τρεις στόχους για το 2020 σχετικά με την κλιματική αλλαγή και την ενεργειακή πολιτική (περιορισμός εκπομπών ρύπων, εξοικονόμηση ενέργειας και προώθηση ΑΠΕ), οι σχεδιασμοί της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2030 περιορίζουν τους δεσμευτικούς στόχους μόνο στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. 3. http://goo.gl/sjmV99 4. http://bit.ly/1fgnlBv και http://bit.ly/1le2GGo 5. http://www.consilium.europa.eu/uedocs/cms_Data/docs/pressdata/en/ ec/137197.pdf 6. http://ec.europa.eu/energy/infrastructure/pci/doc/2013_pci_projects_ country.pdf 7. http://ec.europa.eu/europe2020/pdf/energy2_en.pdf 8. http://gr2014.eu/sites/default/files/PROGRAMME%28EN%2928012014. pdf 9. http://ec.europa.eu/energy/gas_electricity/legislation/third_legislative_ package_en.htm 10. Steve Thomas, “Recent evidence on the impact of electricity liberalisation on consumer prices”, PSIRU, 2006, http://bit.ly/1cGD3t1

13

ΓΕΝΝΑΙΕΣ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΙΣ ΣΕ ΟΡΥΚΤΑ ΚΑΥΣΙΜΑ για ένα μη βιώσιμο ενεργειακό σύστημα Είναι γενικά δύσκολο να εξακριβωθεί το ακριβές κόστος των παγκόσμιων επιδοτήσεων στα ορυκτά καύσιμα. Δεν υπάρχουν κοινοί ορισμοί για τις επιδοτήσεις ή για το πώς θα πρέπει να υπολογίζονται, με αποτέλεσμα οι εκτιμήσεις για την παγκόσμια υποστήριξη των ορυκτών καυσίμων μέσω επιδοτήσεων να διαφέρουν πολύ. Σύμφωνα με μία νέα μελέτη του Ινστιτούτου Worldwatch, αυτές οι εκτιμήσεις κυμαίνονται από 523 δισ. δολάρια σε πάνω από 1,9 τρισεκατομύρια, ανάλογα με το τι θεωρείται επιδοτήση και πώς ακριβώς υπολογίζονται. Σύμφωνα με τον ερευνητή του Ινστιτούτου Worldwatch Philipp Tagwerker [1], παρά τις διαφορές στους τρόπους υπολογισμού, είναι φανερό ότι οι επιδοτήσεις των ορυκτών καυσίμων μειώθηκαν το 2009, αυξήθηκαν το 2010 και το 2011 έφτασαν στο ίδιο περίπου επίπεδο με το 2008. Η μείωση στις επιδοτήσεις οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στις διακυμάνσεις των τιμών των καυσίμων παρά σε αλλαγές πολιτικής. Η δυσκολία στον υπολογισμό των επιδοτήσεων οφείλεται σε αρκετούς παράγοντες. Καταρχάς υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες: επιδοτήσεις στην παραγωγή και στην κατανάλωση. Οι επιδοτήσεις παραγωγής περιλαμβάνουν οτιδήποτε μειώνει το κόστος παραγωγής ενέργειας όπως για παράδειγμα τα ειδικά ποσοστά στη φορολόγηση εταιρειών πετρελαίου ή χορηγίες ή εγγυήσεις δανείων για προγράμματα «καθαρού άνθρακα». Οι επιδοτήσεις στην κατανάλωση αφορούν σε οποιονδήποτε χρηματοδοτικό μηχανισμό μειώνει το κόστος της ενέργειας για τους καταναλωτές (π.χ. επίδομα για πετρέλαιο θέρμανσης). Οι επιδοτήσεις στην κατανάλωση προτιμούνται στις αναπτυσσόμενες χώρες προκειμένου να μειωθεί το κόστος των φτωχών νοικοκυριών, που δίνουν ένα μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους για την αγορά προϊόντων ορυκτών καυσίμων. Το κάτω όριο στο εύρος των παγκόσμιων επιδοτήσεων των ορυκτών καυσίμων (523 δισεκατομμύρια δολάρια) αφορά μόνο τις επιδοτήσεις στην κατανάλωση για κάρβουνο, ηλεκτρισμό, πετρέλαιο και φυσικό αέριο σε 38 αναπτυσσόμενες χώρες, όπως εκτιμάται από το Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (International Energy Agency, IEA). Στις αναπτυσσόμενες χώρες, περίπου 285 δισ. δολάρια (πάνω από 50% όλων των επιδοτήσεων για κατανάλωση ορυκτών καυσίμων) πήγαν στο πετρέλαιο το 2011, ενώ η κατανάλωση του φυσικού αέριου επιδοτήθηκε με 104 δισ. δολάρια (βλ. Σχήμα 1). Το κάρβουνο έλαβε μόνο 3 δισ. σε απευθείας επιδοτήσεις κατανάλωσης σε αυτές τις χώρες, όμως άλλα 131 δισ. πήγαν σε μείωση της τιμής της ηλεκτικής ενέργειας, μεγάλο ποσοστό της οποίας παράγεται καίγοντας κάρβουνο. Η συνολική ενίσχυση των ανανεώσιμων είναι ακόμα σχετικά μικρή (88 δισ. το 2011, με βάση εκτιμήσεις από ΙΕΑ και ΟΟΣΑ). Αυξήθηκε όμως κατά 33% το 2011, ενώ οι επιδοτήσεις για τα ορυκτά καύσιμα αυξήθηκαν κατά 28%. Από τα 88 δισ. για τις ανανεώσιμες, τα δύο τρίτα πήγαν στην ηλεκτρική ενέργεια και το ένα τρίτο στα βιοκαύσιμα. Επίσης, υπάρχει το θέμα του εξωτερικού κόστους. Όπως υποστηρίζει και ο Tagwerker, εξωτερικά κόστη, όπως αυτά που σχετίζονται με την σπανιότητα των πόρων, την υποβάθμιση του περιΣχήμα 1. Εκτιμώμενες παγκόσμιες επιδοτήσεις κατανάλωσης ενέργειας για ορυκτά καύσιμα σε βιομηχανικές και αναπτυσσόμενες χώρες και για ανανεβάλλοντος και την ανθρώπινη υγεία, θα ώσιμες, 2008-2010. έπρεπε να υπολογίζονται στους υπολογισμούς των επιδοτήσεων, καθώς η απουσία τους μειώνει τεχνητά το πραγματικό κόστος της ενέργειας από ορυκτά καύσιμα. «Χωρίς να συνυπολογίζονται τέτοιοι παράγοντες, το κόστος επιδότησης των ανανεώσιμων είναι μεταξύ 1,7 – 15 ¢/kWh (σεντς δολαρίου/κιλοβατώρα), υψηλότερο δηλαδή από τα 0,1 – 0, 7 ¢/kWh για τα ορυκτά καύσιμα» γράφει ο Tagwerker. «Αν συμπεριλαμβάνονταν όμως τα εξωτερικά κόστη, εκτιμάται ότι το επιπλέον κόστος για τα ορυκτά καύσιμα θα ήταν 23,8 ¢/kWh, ενώ για τις ανανεώσιμες θα ήταν 0,5 ¢/kWh». Τέλος, σε σχέση με τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου αναφέρει ότι «15% των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα λαμβάνει ενισχύσεις 110 δισ. δολάρια ανά τόνο, ενώ μόνο 8% ύποκειται σε τιμή στο πλαίσιο της εμπορίας ρύπων, με αποτέλεσμα να ακυρώνεται ουσιαστικά η συνεισφοράς της εμπορίας ρύπων ως μέτρο για τη μείωση των εκπομπών». Γ.Τ.

[1] http://www.worldwatch.org/hefty-subsidies-prop-unsustainable-energy-system-0


14 Γιατί (πάλι) μεταρρύθμιση; Αν όπως ισχυρίζεται ο μηχανισμός της Επιτροπής, η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) είναι μια κατά βάση επιτυχημένη πολιτική, γιατί πρέπει να υφίσταται ο αγροτικός κόσμος τη διαδικασία επάλληλων αναθεωρήσεων εδώ και πάνω από 20 χρόνια; Η «απονομιμοποίηση» της ΚΑΠ στα μάτια πρώτα των πολιτικών, των λόμπυ και των ΜΜΕ αλλά τώρα πια και των πολιτών της ΕΕ, έχει πολλές αιτίες και οι επικρίσεις προέρχονται από πολλές πλευρές. Οι πιέσεις για ολοσχερή κατάργησή της (εκτός γραφικών περιπτώσεων) προέρχονται από πλευρές που θεωρούν ότι οποιαδήποτε παρέμβαση στην αγορά είναι μακροπρόθεσμα βλαπτική. Γι’ αυτούς, η ΚΑΠ αποτελεί αναχρονισμό, αντιπαραγωγική διαδικασία και προκαλεί στρεβλή κατανομή των περιορισμένων δημόσιων πόρων. Η δε αποδέσμευση των πόρων και μεταφορά τους στη στήριξη της καινοτομίας αλλά και η απελευθέρωση(!!!) εργατικού δυναμικού από τον αντιπαραγωγικό τελικά γεωργικό τομέα προς άλλους παραγωγικότερους, θα επέφερε τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ΕΕ. Η πίεση αυτή που βαίνει αυξανόμενη κάθε φορά που συζητείται αναθεώρηση, ήταν σημαντική στην πολύπλοκη και πρωτόγνωρη διαδικασία συναπόφασης όπου εμπλέκονταν η Επιτροπή, το Συμβούλιο Υπουργών και το Ευρωκοινοβούλιο. Στη διαπραγμάτευση παρενέβαιναν διαρκώς οι εθνικές/περιφερειακές διοικήσεις, αλλά και λόμπυ όπως γεωργικά (ποικίλων χρωμάτων και προελεύσεων), εταιρειών εφοδίων, περιβαλλοντικές οργανώσεις κ.α. Στη τρίχρονη διάρκεια της διαπραγμάτευσης οι συμμαχίες άλλαξαν, οι θέσεις μετατοπίστηκαν αλλά το κύριο επιχείρημα για τη συνέχιση της ΚΑΠ ήταν η παραγωγή δημοσίων αγαθών (κυρίως περιβαλλοντικών) μέσω της γεωργικής δραστηριότητας. Αν ήθελε να συνοψίσει κάποιος την όλη διαδικασία, η φράση του Τανκρέντι στον Γατόπαρδο, «για να διατηρηθούν τα πράγματα όπως είναι, πρέπει να αλλάξουν τα πάντα» νομίζω είναι η κατάλληλη. Η επιλογή της συμβολής της γεωργίας στην προστασία του περιβάλλοντος ως του νέου νομιμοποιητικού στοιχείου της ΚΑΠ, ίσως εξηγεί και την απορριπτική στάση της συντριπτικής πλειοψηφίας των περιβαλλοντικών οργανώσεων. Θεωρούν ότι το «πρασίνισμα» της ΚΑΠ ήταν προσχηματικό για να έχουν οι προτάσεις της Επιτροπής μια ευνοϊκή αρχική υποδοχή, στη δύσκολη αυτή διαδικασία. Σύμφωνα με τις περιβαλλοντικές ΜΚΟ, όταν το επικοινωνιακό παιχνίδι της Επιτροπής πέτυχε το στόχο του, η «πράσινη» εξαγγελία αφυδατώθηκε κυνικά μέσα από συνεχείς αμβλύνσεις και εξαιρέσεις, για να καταλήξει ένα χλωμό απείκασμα των αρχικών προτάσεων.

Μια συνοπτική περιγραφή της νέας ΚΑΠ Για να γίνουν κατανοητές οι μεταβολές είναι χρήσιμο να θυμηθούμε ότι η ΚΑΠ αποτελείται από δυο σκέλη (πυλώνες στη σχετική αργκό). Ο πρώτος πυλώνας αφορά στις άμεσες ενισχύσεις στους γεωργούς και σε μικρότερο βαθμό τη στήριξη των αγορών. Το δεύτερο σκέλος, αυτό της ανάπτυξης των αγροτικών περιοχών, περιλαμβάνει μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος, βελτίωσης παραγωγικών διαρθρώσεων και της ποιότητας ζωής. Η σχέση μεταξύ των δύο πυλώνων, ως προς τα ποσά που διατίθενται, 3/1 εις βάρος του δεύτερου πυλώνα, παραμένει εξαιρετικά άνιση παρά την εμφατική υποστήριξή του. Χαρακτηριστικό είναι το ότι ενώ οι περικοπές στην πρόταση της Επιτροπής ήταν 1,8% για τον πρώτο, για τον δεύτερο πυλώνα

O

ικοτριβές

Μάρτιος 2014 - τ. 11

Η ΔΙΑΡΚΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

ήταν 7,6%. Συνολικά υπήρξε μια μικρή μείωση για την ΚΑΠ που απορροφά όμως και στην επόμενη περίοδο το σημαντικότερο τμήμα (37,8%) του συνολικού προϋπολογισμού της ΕΕ. Η ενσωμάτωση του γεωργικού τομέα στην αγορά προωθείται και για τη νέα περίοδο με την ελαχιστοποίηση των επιδοτήσεων που συνδέονται με την παραγωγή και τη σταδιακή κατάργηση των περιορισμών που απομένουν. Από τον αυξανόμενο βαθμό ενσωμάτωσης στην αγορά όμως αναμένεται να δημιουργηθούν νέα προβλήματα. Όπως απότομες αυξομειώσεις των τιμών, που συνδυαζόμενες με την αβεβαιότητα στην παραγωγή, προκαλούν βίαιες μεταβολές των εισοδημάτων των παραγωγών. Γι’ αυτόν το λόγο προβλέπονται μηχανισμοί αυτασφάλισης. Ενώ για την έκθεση της παραγωγής σε αγορές με ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο συγκέντρωσης (π.χ. στη λιανική πώληση τροφίμων όπου οι μεγάλες αλυσίδες κατέχουν δεσπόζουσα θέση και οι τιμές παραγωγού συμπιέζονται διαρκώς) δίνονται θεσμικά και οικονομικά κίνητρα για τη δημιουργία συλλογικών οργανώσεων των παραγωγών. Τέλος για κάποια προϊόντα ή κλάδους που θα κρίνονταν ως κρίσιμοι από τα Κράτη Μέλη, επιτρέπεται η σύνδεση των ενισχύσεων με την παραγωγή. Το κυριότερο όμως χαρακτηριστικό της νέας ΚΑΠ είναι ότι ο πρώτος πυλώνας μπολιάζεται με στοιχεία αναδιανομής, προώθησης περιφερειακής συνοχής αλλά και προστασίας του περιβάλλοντος. Στα πρώτα περιλαμβάνονται οι απλοποιημένες διαδικασίες και η απαλλαγή από συγκεκριμένες υποχρεώσεις για τους μικρούς παραγωγούς, η δυνατότητα αναδιανομής μέρους των μεταβιβάσεων προς όφελος των μικρών και μεσαίων παραγωγών, η αυξημένη άμεση ενίσχυση για τους νέους γεωργούς αλλά και για τους παραγωγούς σε περιοχές με φυσικούς περιορισμούς. Μέτρα όμως που συνοδεύονται με τον υποχρεωτικό αποκλεισμό

από τις επιδοτήσεις των πολύ μικρών παραγωγών, λόγω «διοικητικού κόστους». Σημαντικότερη όμως (και συμβολική όπως είδαμε) όλων των αλλαγών είναι η εισαγωγή μιας πράσινης συνιστώσας (και εδώ!!!) στον πρώτο πυλώνα. Πέραν της ισχύουσας υποχρέωσης των παραγωγών να τηρούν κανόνες προστασίας του περιβάλλοντος, της δημόσιας υγείας και της ευημερίας των ζώων, ένα 30% της συνολικής επιδότησης συναρτάται με την εφαρμογή φιλοπεριβαλλοντικών μεθόδων. Βέβαια, μετά τη διαπραγμάτευση, πρέπει να ψάξει κάποιος για να βρει τέτοιες περιπτώσεις. Οι εξαιρέσεις και οι αναβολές αφθονούν. Ως προς τα μέτρα αγροτικής ανάπτυξης, θετικό αλλά όχι νέο στοιχείο θεωρείται το βάρος που δίνεται σε μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος όπως τα αγροπεριβαλλοντικά, η βιολογική γεωργία, η ενίσχυση παραγωγών που δραστηριοποιούνται σε περιοχές με φυσικούς περιορισμούς, που υφίστανται τις επιπτώσεις της εφαρμογής της οδηγίας πλαίσιο για τα νερά ή των προστατευόμενων περιοχών του δικτύου Natura, για τη δασοκομία αλλά και για επενδύσεις με στόχο την προστασία του περιβάλλοντος και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Είναι σίγουρα θετική η αύξηση του τμήματος που υποχρεωτικά προορίζεται για σχετικές δράσεις, όπως και η έμφαση που δίνεται στην παροχή συμβουλών στους γεωργούς και στη συνεργασία μεταξύ των παραγωγών και των άλλων εμπλεκομένων.

Τα επίδικα στην Ελλάδα Στην Ελλάδα, ο κάθε παραγωγός εισπράττει επιδότηση βάσει του τι εισέπραττε πριν τη μεταρρύθμιση του 2003, όταν το 20% των ελλήνων παραγωγών εισέπραττε το 80% των επιδοτήσεων. Επελέγη το ιστορικό μοντέλο στην κατανομή των επιδοτήσεων δηλαδή, και έτσι παγιώθηκαν οι ανισότη-


O

ικοτριβές

Μάρτιος 2014 - τ. 11

τες μεταξύ κλάδων και περιοχών, συνεχίστηκε η ενίσχυση εντατικών, υδροβόρων και επιβαρυντικών για το περιβάλλον καλλιεργειών και των περιοχών που αυτές κυριαρχούν. Επιβραβεύτηκαν ταυτόχρονα με «τακτοποίηση» πασίγνωστες αλλά ανομολόγητες (σε ποιους;) λαθροχειρίες. Άλλα, παράπλευρα, αποτελέσματα αυτής της επιλογής ήταν η χώρα να τεθεί στο στόχαστρο γιατί, βοηθούντων και των λανθασμένων στατιστικών στοιχείων, δινόταν η εντύπωση ότι εισπράττεται η μεγαλύτερη ανά εκτάριο ενίσχυση (υπερπενταπλάσια από τη Λεττονία) αλλά και οι αυξημένοι καταλογισμοί (πρόστιμα δηλαδή) αφού η, μετά από χρονοτριβή, υποχρεωτική εφαρμογή των διαθέσιμων τεχνολογιών κατέστησε αδύνατη τη συνέχιση της «τακτοποίησης». Η διακριτική ευχέρεια των εθνικών/περιφερειακών διοικήσεων αυξάνεται με την νέα ΚΑΠ. Ξεκινάει από τις κρίσιμες επιλογές που καλούνται να κάνουν και φτάνει ως τη δυνατότητα μεταφοράς πόρων ως 15% ή και 25% από τον ένα πυλώνα στον άλλο. Ποιες είναι οι κρίσιμες επιλογές; Κατά πρώτον, ενώ είναι υποχρεωτική η εφαρμογή του περιφερειακού μοντέλου, η ισόρροπη, δηλαδή, κατανομή των επιδοτήσεων εντός μιας περιφέρειας ανεξαρτήτως του τι εισέπραττε μέχρι τώρα ο κάθε παραγωγός, αφήνεται στην εθνική διακριτική ευχέρεια η οριοθέτηση των περιφερειών. Και αυτό ορίζει ουσιαστικά και το πρώτο μεγάλο ζήτημα για την Ελλάδα. Η απόφαση που θα ληφθεί μπορεί να συμβάλει στην άμβλυνση των ανισοτήτων, ενισχύοντας δραστηριότητες όπως π.χ. εκτατική κτηνοτροφία, επικεντρώνοντας στις περιοχές με φυσικά μειονεκτήματα (ορεινές, νησιωτικές) που συνήθως είναι λιγότερο εντατικές και ιδιαίτερα σημαντικές τόσο κοινωνικά όσο και περιβαλλοντικά. Εξίσου όμως δυνατόν είναι, να επιλέξει η κυβέρνηση την επίταση των ενδοαγροτικών αλλά και χωρικών ανισοτήτων με την συνέχιση της εύνοιας προς εντατικές και περιβαλλοντικά επιβαρυντικές καλλιέργειες και τις αντίστοιχες περιοχές. Το δεύτερο επίδικο, εδώ κυριολεκτικά, είναι το ζήτημα των βοσκοτόπων. Η έλλειψη κτηματολογίου και η έλλειψη πολιτικής χρήσεων γης δημιούργησαν εδώ και πολλά χρόνια ένα πρόβλημα το οποίο παρέμενε άλυτο αφού δεν δημιουργούσε σημαντικό πολιτικό πρόβλημα. Τώρα όμως που απειλείται με αποκλεισμό από τις επιδοτήσεις, μεγάλο μέρος της κτηνοτροφίας, ενός από τους πιο πιεσμένους αλλά και «αδικημένους» κλάδους και οι λιγότερο ευνοημένες περιοχές, τα ημίμετρα και ο στρουθοκαμηλισμός δεν είναι πια λύση. Αυτό που επιβαρύνει την κατάσταση είναι ότι η απόπειρα να ρυθμιστεί το πρόβλημα, στο νομοσχέδιο του ΥΠΕΚΑ, συνδέθηκε (τυχαία;) με άλλες στοχεύσεις όπως την παράδοση μεγάλων περιοχών στην οικοδόμηση, με αποτέλεσμα να είναι ιδιαίτερα αμφίβολη η λύση του. Στον πρώτο πυλώνα η διεύρυνση της διακριτικής ευχέρειας δημιουργεί αυξημένες υποχρεώσεις στη δημόσια διοίκηση, σε μια περίοδο που δεν έχει βρει ακόμα το βηματισμό της μετά από τη μεταρρύθμιση του 2010, ενώ η συμμετοχή και η διαφάνεια στο σχεδιασμό, εφαρμογή, παρακολούθηση αλλά και αξιολόγηση, πέραν του ότι αποτελεί προαπαιτούμενο βάσει των κανονισμών που διέπουν το δεύτερο πυλώνα, συντελεί καθοριστικά στην αποτελεσματική και τελικά επωφελή για τη χώρα εφαρμογή της πολιτικής. Το στοίχημα, τέλος, για τους γεωργούς και τις οργανώσεις τους έγκειται κυρίως στην επιτυχία των συλλογικών τους προσπαθειών αλλά και η διαχείριση της μεγάλης ευκαιρίας που συνιστά το σύστημα των γεωργικών συμβουλών. ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΛΑΧΟΣ Επ. Καθηγητής, Τμήμα Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Η μάχη για τους σπόρους (που δεν κερδήθηκε ακόμη) Η τελευταία χρονιά χαρακτηρίστηκε από σημαντικές διεργασίες για το μέλλον των σπόρων στην Ευρώπη. Η πρόταση για την αναθεώρηση της νομοθεσίας που κατατέθηκε από τη Κομισιόν τον περασμένο Μάιο, ουσιαστικά αποτέλεσε μια προσπάθεια κατάφωρης αφαίρεσης θεμελιωδών δικαιωμάτων των αγροτών λειτουργώντας υπέρ μιας συγκεντρωτικής αγοράς που ουσιαστικά ευνοεί τις μεγάλες εταιρείες του χώρου, με ολοφάνερες αρνητικές συνέπειες για την αγροτική βιοποικιλότητα και τους σπόρους ως δημόσιο αγαθό. Οι αντιδράσεις οργανώσεων και πολιτών κατάφεραν να φέρουν το θέμα στο προσκήνιο απαιτώντας από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ να έρθουν προ των πολιτικών ευθυνών τους. Τις πρώτες εβδομάδες του 2014 επιτεύχθηκε το να καταψηφιστεί η πρόταση από τις αρμόδιες Επιτροπές Περιβάλλοντος και Γεωργίας, οδηγώντας έτσι την πρόταση προς καταψήφιση από την Ολομέλεια της Ευρωβουλής και την επιστροφή προς αναθεώρηση στη Κομισιόν. Η μάχη ωστόσο δεν έχει ακόμη κερδηθεί, μιας και η σποροβιομηχανία με αυξημένες πιέσεις προς την Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθεί να επιβάλλει τα δικά της πρότυπα ως βάση για ολόκληρη την αγορά σπόρων και φυτών.

Το χρονικό – Οι αγρότες, τα κινήματα για τα δικαιώματα των σπόρων καθώς και οι εταιρείες ανέμεναν την πρόσφατη αναθεώρηση της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τους σπόρους από το 2008. Τα τελευταία χρόνια, το σχετικό νομικό πλαίσιο της ΕΕ καθορίζεται από οδηγίες τις οποίες τα κράτη μέλη είχανε προσαρμόσει στην εθνική τους νομοθεσία. Το ισχύον καθεστώς τέθηκε προς αναθεώρηση τον περασμένο Μάιο, όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε την πρόταση της για ένα νέο επίσημο κανονισμό που θα αντικαθιστούσε οποιονδήποτε προηγούμενο και θα κάλυπτε οτιδήποτε είχε να κάνει με του σπόρους, από την παραγωγή και εμπορία μέχρι την ανταλλαγή τους. Ωστόσο, το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό. Όπως συνέβαινε και με τις προηγούμενες οδηγίες, διαφάνηκε πως η νέα πρόταση αγνοεί ευρέως τη διασφάλιση περιβαλλοντικής βιωσιμότητάς, δίνοντας βάρος αυστηρά στην παραγωγικότητα και ομοιομορφία. Ταυτόχρονα, έδειχνε να μην λαμβάνει υπόψη την σοβαρή δουλειά αγροτών και οργανώσεων για την διατήρηση των τοπικών ποικιλιών, με το να υπόκεινται σε γραφειοκρατικούς περιορισμούς και αγκυλώσεις. Προαπαιτούμενα όπως η μη δυνατότητα παρέκκλισης από την κεντρική νομοθεσία, η υποχρεωτική εγγραφή σε καταλόγους και η (ακριβή) πιστοποίηση μέσω ελέγχων των ποικιλιών πριν εγγραφούν σε καταλόγους και βγουν στην αγορά θεωρούνται ότι θα αποτελέσουν τροχοπέδη για την χρήση της αγροτικής βιοποικιλότητας.

Λόμπι – Σε όλα αυτά, η επιρροή της βιομηχανίας σπόρων ήταν επίσης παραπάνω από εμφανής. Η τελική μορφή της πρότασης για τον νέο κανονισμό υπήρξε πεδίο επιρροής μέσω της αποκλειστικής γνωμοδότησης από ειδικούς που σχετίζονταν με το λόμπι των εταιρειών σπόρων και της βιομηχανικής γεωργίας. Χαρακτηριστικό ήταν επίσης ότι ένα από τους κύριους εισηγητές τους νέου κανονισμού, ο S. Silvestris, φάνηκε να έχει άμεσες σχέσεις με τον Ευρωπαϊκό λόμπι της Βιομηχανίας σπόρων (ESA). Οι λόγοι βέβαια είναι προφανείς. Η εμπορία και διάθεση φυτογενετικού υλικού, από μια υπόθεση μικρών εταιριών και δημόσιων προγραμμάτων που ήταν, έχει μεταλλαχθεί σε ένα βιομηχανοποιημένο κλάδο που κυριαρχείται από πολυεθνικές. Σήμερα 10 μόνο εταιρείες ελέγχουν σχεδόν τα 2/3 παγκόσμιας αγοράς, με την Ευρωπαϊκή αγορά να κατέχει το 20% αυτής το οποίο λογαριάζεται σε ένα μερίδιο 6,8 δις ευρώ. Οι περισσότερες δε από τις εταιρείες, προέρχονται από τον τομέα παραγωγής φυτοφαρμάκων

15 ενώ έχουν πρωτοστατήσει στην ανάπτυξη των γενετικά τροποποιημένων (γ.τ.) καλλιεργειών, που υποστηρίζουν την εντατική, βιομηχανικού τύπου γεωργία και ευνοούν τον έλεγχο των φυτογενετικών πόρων μέσω της προώθησης των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των πατεντών.

Αντιδράσεις – Η δημοσιοποίηση της πρότασης για τον νέο κανονισμό δημιούργησε μια μεγάλη κινητοποίηση από πλευράς οργανώσεων του αγροτικού και της κοινωνίας των πολιτών η οποία εκφράστηκε με την πίεση προς τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και μέλη του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου. Ένας πανευρωπαϊκός συντονισμός αγροτικών και περιβαλλοντικών οργανώσεων, δίκτυα διατήρησης σπόρων, αγροτών και πολιτών κατάφεραν να εντοπίσουν τις αδυναμίες της νομοθεσίας, να προτείνουν αλλαγές και να απαιτήσουν από τα θεσμικά όργανα και μέλη του Ευρωκοινοβουλίου να καταψηφίσουν την πρόταση αναθεώρησης. Τα αιτήματα δεκάδων οργανώσεων εκφράστηκαν μέσα μια κοινή διακήρυξη που πραγματοποιήθηκε στην Βιέννη τον περασμένο Νοέμβριο, με την συμμετοχή των Ελληνικών οργανώσεων Αιγίλοπας και Πελίτι. Απαιτώντας την ευρεία δημόσια διαβούλευση με βάση τα δικαιώματα των αγροτών και όχι τα συμφέροντα της αγοράς και βιομηχανίας σπόρων.

Και τελευταίες εξελίξεις – Με το ξεκίνημα του 2014 οι πιέσεις ενάντιας της πρότασης για τον νέο κανονισμό βρήκαν απήχηση. Μετά από διαβουλεύσεις, οι τροπολογίες για το κείμενο της πρότασης που είχαν κατατεθεί ξεπέρασαν τις 1400, ζητώντας ουσιαστικά την απόρριψη της. Η καταψήφιση της πρότασης επιτεύχθηκε τελικά μέσα από τις αποφάσεις των Επιτροπών Περιβάλλοντος στα τέλη Ιανουαρίου και Γεωργίας μόλις πριν μερικές μέρες, στα μέσα Φλεβάρη. Αυτό αποτέλεσε και μια νίκη και δικαίωση για το κίνημα που αγωνίζεται για τα δικαιώματα των σπόρων. Τα πράγμα όμως δεν είναι τόσο απλά. Το επόμενο, σύνθετο, βήμα για την πλήρη απόρριψη της πρότασης του κανονισμού είναι το να επικυρωθεί από την Ολομέλεια της βουλής και κατόπιν η απόφαση της να γίνει δεκτή από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ωστόσο οι πληροφορίες λένε πως η Επιτροπή, καθώς και το Συμβούλιο Υπουργών Γεωργίας, δεν θα δεχτούν την απόρριψη της. Κάτι τέτοιο θα οδηγήσει στο να χρειαστεί μια δεύτερη απόρριψη από την Ολομέλεια, και λογικά δεν θα μπορεί να πραγματοποιηθεί πριν τις επόμενες Ευρωεκλογές. Η καθυστέρηση αυτή καθιστά την απόρριψη του νέου κανονισμού ως ένα διακύβευμα για την επόμενη Ευρωβουλή ενώ δίνει πολύ χρόνο στο λόμπι της βιομηχανίας σπόρων να πιέσει για την τελική αποδοχή του νέου κανονισμού, με μερικές ίσως τροποποιήσεις. Η Επιτροπή δικαιολογεί την στάση της μιλώντας για ισοτιμία απέναντι στους κανονισμούς τους παιχνιδιού ώστε να μην ευνοείται κανένας. Η αγορά σπόρων όμως δεν είναι παιχνίδι, αλλά πόλεμος στον οποίο τα κριτήρια που προσπαθεί να θέσει ο νέος κανονισμός θα ευνοούν μόνο τις ισχυρότερες εταιρείες, εις βάρος της αγροτικής βιοποικιλότητας και εν τέλει της διατροφικής αυτάρκειας. Οι χιλιάδες καλλιεργητών και διατηρητών σπόρων, οι οποίοι διεκδικούν ενεργά μια άλλη μορφής γεωργίας καθώς και το δικαίωμα του να παραμείνει η παραγωγή σπόρων στα χέρια των αγροτών, όπως και να έχει, έδειξαν ότι δεν θα παραμείνουν αδρανείς. ΒΑΣΙΛΗΣ ΓΚΙΣΑΚΗΣ, BiotechWatch.gr Ενημερωθείτε σχετικά: Aegilops.gr, BiotechWatch.gr, Peliti.gr, seed-sovereignty.org/


16

O

ικοτριβές

η σημασία της αποτελεσματικής εφαρμογής της νομοθεσίας της Ε.Ε. για την προηγούμενη εκτίμηση των επιπτώσεων των έργων και δραστηριοτήτων στο περιβάλλον και τα νέα ευρωπαϊκά δεδομένα.

Ι. Η προστασία του περιβάλλοντος στην ΕΕ. Το περιβάλλον αποτελεί έναν από τους τομείς στους οποίους η Ένωση έχει από κοινού αρμοδιότητα με τα κράτη μέλη. Όταν η Ένωση παρεμβαίνει στον τομέα αυτόν, πρέπει να συνεισφέρει στην επίτευξη ξεκάθαρων στόχων: διαφύλαξη, προστασία και βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος, προστασία της ανθρώπινης υγείας, προώθηση της συνετής και ορθολογικής χρήσης των φυσικών πόρων και προώθηση, σε διεθνές επίπεδο, μέτρων για την

αντιμετώπιση περιφερειακών ή παγκόσμιων περιβαλλοντικών προβλημάτων. Σύμφωνα με το άρθρο 3 της Συνθήκης ΕΕ, η Ένωση .. «Εργάζεται για την αειφόρο ανάπτυξη της Ευρώπης … με στόχο .. το υψηλό επίπεδο προστασίας και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος…» Προσθέτως, το άρθρο 37 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προβλέπει : «Το υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και η βελτίωση της ποιότητάς του πρέπει να ενσωματώνονται στις πολιτικές της Ένωσης και να διασφαλίζονται σύμφωνα με την αρχή της αειφόρου ανάπτυξης», το οποίο ισχύει από κοινού με το άρθρο 3, παράγραφος 3 της Συνθήκης ΕΕ, και τα άρθρα 11 και 191-193 της Συνθήκης ΛΕΕ. ΙΙ. Η Οδηγία 85/337/ΕΟΚ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΕΠΕ). Η οδηγία 85/337/ΕΟΚ θεσπίστηκε το έτος 1985. Η οδηγία, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, εντάσσεται στο πλαίσιο των προγραμμάτων δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος, σύμφωνα με τα οποία σημασία έχει να αποφεύγεται εξ αρχής η δημιουργία ρυπάνσεων ή οχλήσεων και όχι η καταπολέμηση των επιδράσεών τους εκ των υστέρων. Η εν λόγω οδηγία ως σκοπό έχει να επιτευχθεί η χορήγηση άδειας για σχέδια δημοσίων ή ιδιωτικών έργων που μπορεί λόγω της φύσης, του µεγέθους ή της θέσης τους, να έχουν σηµαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, μόνο μετά από προηγούμενη εκτίμηση των σημαντικών επιπτώσεων που ενδέχεται να έχουν σε αυτό. Σκοπό έχει επίσης, η εκτίμηση αυτή να γίνεται με βάση τις κατάλληλες πληροφορίες που παρέχει ο κύριος του έργου και ενδεχομένως να συμπληρώνεται από τις αρχές και το κοινό που μπορεί να αφορά το σχέδιο. Η οδηγία θεσπίζει ελάχιστες απαιτήσεις, ιδίως όσον αφορά τον τύπο των έργων τα οποία υπόκεινται σε εκτίµηση, τις κύριες υποχρεώσεις των κυρίων του έργου, το περιεχόµενο της εκτίµησης και τη συµµετοχή των αρµόδιων αρχών και του κοινού. Η οδηγία τροποποιήθηκε με τις οδηγίες 97/11, 2003/35 και 2009/31/ ΕΚ και τελικά κωδικοποιήθηκε με την οδηγία 2011/92/ΕΕ. Κατά την εκτίμηση της Επιτροπής, οι αρχές της περιβαλλοντικής εκτίμησης έχουν

Μάρτιος 2014 - τ. 11

εναρμονισθεί σε όλη την ΕΕ. Το πρόβλημα ωστόσο που παραμένει, όπως άλλωστε γενικά για την περιβαλλοντική νομοθεσία, είναι η ορθή εφαρμογή της. ΙΙΙ. Πρόταση τροποποίησης της οδηγίας. Στις 26.10.2012, η Επιτροπή της ΕΕ πρότεινε την τροποποίηση της οδηγίας 2011/92/ΕΕ καθώς κρίθηκε απαραίτητο να βελτιωθεί η εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε εθνικό επίπεδο και να εξασφαλισθεί η εφαρμογή της. Ο γενικός στόχος της πρότασης είναι να προσαρμοσθούν οι διατάξεις της κωδικοποιημένης οδηγίας ώστε να αποκατασταθούν οι ελλείψεις και να ενσωματωθούν οι επιτελούμενες περιβαλλοντικές και κοινωνικοοικονομικές μεταβολές και προσκλήσεις. Ιδιαίτερα αναφορικά με τις ελλείψεις η Επιτροπή επισημαίνει ότι αφορούν τη διαδικασία ελέγχου, την ποιότητα και την ανάλυση της ΕΠΕ και τους κινδύνους ανακολουθιών στην ίδια διαδικασία και σε σχέση με άλλα νομοθετήματα. Σε αυτά τα σημεία η Επιτροπή εστιάζεται και στην πρότασή της (COM 2012 628 final), ενώ ιδιαίτερη μνεία γίνεται, μεταξύ άλλων, στη σημασία της πληροφόρησης του κοινού καθώς πλέον απαιτείται στις πληροφορίες που του παρέχονται να προστίθενται περιγραφή των ρυθμίσεων παρακολούθησης. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στην πρόταση οδηγίας αξιοποιείται η συναφής νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η διαδικασία ψήφισης της τροποποιημένης οδηγίας βρίσκεται σε τελικό στάδιο καθώς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει ήδη υποβάλλει από τον Οκτώβριο του 2013 τροπολογίες στην πρόταση της Επιτροπής και αναμένεται η ψήφισή της εντός μηνός Μαρτίου. ΙV. Η εφαρμογή της οδηγίας στην Ελλάδα. Η διαδικασία της προηγούμενης εκτίμησης των επιπτώσεων των έργων και δραστηριοτήτων στο περιβάλλον αποτελεί την πιο σημαντική έκφραση των αρχών της πρόληψης και της προφύλαξης που έχει καθιερώσει εδώ και τριάντα (30) σχεδόν χρόνια ο νομοθέτης της Ένωσης και έχει ενισχύσει τόσο ο δικαστής του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και ο εθνικός δικαστής, δημιουργώντας μια πάγια νομολογία προκειμένου να εξασφαλίζεται η προστασία του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας. Στην Ελλάδα, η εφαρμογή της οδηγίας έχει απασχολήσει ήδη από πολύ νωρίς το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο με σειρά αποφάσεών του έχει επισημάνει εδώ και χρόνια τα προβλήματα της Διοίκησης όπως αποτυπώνονται στις αποφάσεις εγκρίσεων περιβαλλοντικών όρων για έργα και δραστηριότητες, χωρίς όμως η Διοίκηση να συμμορφώνεται καθώς ο νομοθέτης έρχεται σε «δεύτερο» χρόνο να θεσπίσει μια νομοθεσία που ανατρέπει τις ακυρωτικές αποφάσεις. Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση είναι η νομοθεσία για τις κεραίες κινητής τηλεφωνίας, με την οποία συστηματικά παραβιάζονται οι αρχές της πρόληψης και της προφύλαξης καθώς επιτρέπεται η λειτουργία των κεραιών χωρίς την τήρηση της διαδικασίας ΕΠΕ και προβλέπεται η εκ των υστέρων «περιβαλλοντική» νομιμοποίησή τους. Οι συνεχείς παρατάσεις που δόθηκαν από τον νομοθέτη για την περιβαλλοντική αδειοδότηση – νομιμοποίηση των κεραιών κινητής τηλεφωνίας, μετά τη θέσπιση του ν.3431/2006 ως αποτέλεσμα είχαν τελικά οι κεραίες να λειτουργούν χωρίς εγκρίσεις περιβαλλοντικών όρων σε βάρος του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης υγείας, κατά παράβαση της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που απαιτεί όταν σημειώνεται μια παρανομία – εν προκειμένω η παραβίαση της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ - εκ μέρους του κράτους, να θεραπεύεται το συντομότερο δυνατό (απόφαση ΔΕΕ, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, C-215/2008). Οι νεότερες δε ρυθμίσεις, όπως ο νόμος 4070/12 και η ΚΥΑ 198015/ΕΥΠΕ/ΥΠΕΚΑ/2012 για τον τρόπο καθιέρωσης των Πρότυπων Περιβαλλοντικών Δεσμεύσεων για τους σταθμούς βάσης κινητής τηλεφωνίας, που απαιτεί ως μόνη προϋπόθεση την άκρως περιεκτική ως ανύπαρκτη δήλωση της κάθε ενδιαφερόμενης εταιρείας για περιβαλλοντικές δεσμεύσεις που δεν προσδιορίζονται καν, χωρίς την απαίτηση για προηγούμενη εξέταση εναλλακτικών λύσεων, χωρίς δημοσιότητα και χωρίς τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη των αποφάσεων αδειοδότησης, σε συνδυασμό με την άμεση εγκατάσταση και λειτουργία των κεραιών με μόνη τη χορήγηση του πιστοποιητικού Πληρότητας του φακέλου αίτησης χορήγησης άδειας κατασκευής από την ΕΕΤΤ, τελικά αναιρούν τον προληπτικό έλεγχο, που επιτυγχάνεται μόνο με την εκ των προτέρων αξιολόγηση των απειλών στο περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία και παραβιάζουν τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προηγούμενη εκτίμηση των έργων και των δραστηριοτήτων. Προσθέτως, για μια ακόμη φορά ο νομοθέτης φαίνεται να «παρεμβαίνει» ανεπίτρεπτα στο έργο της δικαστικής εξουσίας αφού τελικά ανατρέπει με νομοθετικές ρυθμίσεις τόσο την 1264/2005 απόφαση της Ολομέλειας, που για πρώτη φορά έθεσε το ζήτημα της απαίτησης της έγκρισης περιβαλλοντικών όρων ως προϋπόθεση για τη νόμιμη εγκατάσταση και λειτουργία των κεραιών κινητής τηλεφωνίας, όσο και τη νομολογία που ακολούθησε παγίως μέχρι και σήμερα (ενδεικτικά ΣτΕ 2004/2013, 1056/12, 1718/12, 4638/2011), με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προβλήματα στον τομέα των σχέσεων της δικαστικής με τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία, η διάκριση των οποίων αποτελεί θεμέλιο της λειτουργίας του πολιτεύματος και του κράτους δικαίου. ΙΩΑΝΝΑ ΚΟΥΦΑΚΗ, Δρ. Νομικής


O

ικοτριβές

Μάρτιος 2014 - τ. 11

ΤΟ FLOK SOCIETY PRΟJECT ΤΟΥ ΕΚΟΥΑΔΟΡ

Μια παραγωγική ανασυγκρότηση..αλλιώς! Φανταστείτε μια κοινωνία σε κλίμακα κράτους στην οποία η πρόσβαση στην πληροφορία, τη γνώση και την τεχνική είναι ανοιχτή και ελεύθερη, όπου η παραγωγή, η διανομή και η κυκλοφορία των εμπορευμάτων συντονίζονται από δίκτυα παραγωγών και καταναλωτών, όπου η «ανάπτυξη» σχεδιάζεται και προκύπτει ως διάδραση πολιτών, κινημάτων, θεσμών, και πολιτικών φορέων σε ένα παγκόσμιο χωριό των Κοινών (Commons) –μια κοινωνία που στηρίζεται στην πρακτική της ελεύθερης ανταλλαγής γνώσης, η οποία συντηρείται και ενισχύεται από μια καινοτόμα και, κυρίως, ανατρεπτική χρήση των δικαιωμάτων πνευματικής χρήσης, μια κοινωνία που καθοδηγείται από το θεσμό της κοινότητας και αξιοποιεί το διαδίκτυο με σκοπό τη διανεμημένη συνεργασία. Αυτή η εικόνα από το μέλλον αποτελεί το αντικείμενο ενός διεθνούς ερευνητικού προγράμματος που ξεκίνησε με πρωτοβουλία της κυβέρνησης Κορέα στο Εκουαδόρ και συντονίζει τις εργασίες πανεπιστημίων, ακτιβιστών, κοινωνικών κινημάτων, θεσμών, φορέων και υπουργείων του Εκουαδόρ με τη συμβολή ενός παγκόσμιου κινήματος: όσων επιδιώκουν την ανάπτυξη του τρίτου πόλου που αναπτύσσεται ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο και αναφέρεται στην έννοια του Κοινού. Σκοπός του προγράμματος είναι ο μετασχηματισμός του παραγωγικού μοντέλου μέσα από προτάσεις για επεμβάσεις σε επιμέρους τομείς της οικονομίας, τις μεταφορές, την ενέργεια, τα δίκτυα παραγωγής και ανταλλαγής τροφίμων, τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα, τους τομείς υγείας και περίθαλψης, δομές στέγασης με αξιοποίηση άδειων ακινήτων, την αξιοποίηση 3D εκτυπωτών σε τομείς της βιομηχανίας και βιοτεχνίας κ.ο.κ., όπως κατατέθηκε στο Εθνικό Σχέδιο για την Καλή Διαβίωση 2013-2017 του Εκουαδόρ (el Plan Nacional para el Buen Vivir). Το σχέδιο στηρίζεται και προϋποθέτει κατ’ αρχάς μια ριζική τομή στις συνθήκες παραγωγής της γνώσης, τους μηχανισμούς διάχυσης της στην κοινωνία στο σύνολο της ως μια δεξαμενή γνώσης Κοινών, την καινοτομία, τις

το πρώτο πρόγραμμα μετάβασης προς μία κοινωνία των κοινών επιστημονικές και τεχνολογικές διεργασίες που στοχεύουν στην απεξάρτηση της οικονομίας του Εκουαδόρ από πεπερασμένες πηγές πλούτου που αναπτύχθηκαν με βάση το νεοαποικιακό πρότυπο ανάπτυξης. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται από την ομάδα του FLOK Society Project προσπαθεί να συνδυάσει τις ιθαγενικές παραδόσεις παραγωγής γνώσης από τις κοινότητες με τις νέες μορφές ψηφιακής συνεργασίες που ορίζονται από την ηθική και κουλτούρα του χάκινγκ. Οι αρχές της αμοιβαιότητας και η οργάνωση της εργασίας στην κοινότητα συντονίζονται με αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε Μητέρα Γη (Pachamama) της ψηφιακής γνώσης –τα κοινά δηλαδή της γενικής διάνοιας. Στην πορεία αυτή οργανώνονται εργαστήρια σε περιφέρειες του Εκουαδόρ και σεμινάρια σε δημόσιους υπαλλήλους ώστε να εξοικειωθούν σε μηχανισμούς συμμετοχικού σχεδιασμού και συλλογικών τρόπων λήψης αποφάσεων.

Οικολογία Ανοιχτού Κώδικα - OSE Ένας από τους τομείς στους οποίους το έργο του FLOK στοχεύει είναι η πρωτογενής αγροτική παραγωγή και ο μετασχηματισμός των αλυσίδων τροφίμων. Για το σκοπό αυτό σχεδιάστηκε η συσκευή ανοιχτού κώδικα Open Source Ecology - OSE (Οικολογία Ανοιχτού Κώδικα) με σκοπό την παραγωγή ενός συνόλου από πενήντα βιομηχανικές μηχανές, το λεγόμενο «Σύνολο Κατασκευής Παγκόσμιου Χωριού» (Global Village Construction Set - GVCS). Η ομάδα σχεδιασμού θεωρεί ότι το σύνολο αυτό μηχανών είναι ικανό να δημιουργήσει ένα μικρό πολιτισμό σύγχρονου εξοπλισμού από πόρους και πηγές που είναι διαθέσιμες τοπικά. Η ανάπτυξη του εξοπλισμού αυτού γίνεται διανεμημένα από ένα παγκόσμιο δίκτυο αυτορυθμιζόμενων συλλογικοτήτων ερευνητών, χάκερς και ερασιτεχνών

που ανταλάσσουν πληροφορίες σχεδιασμού μέσω του διαδικτύου κατασκευάζοντας πρωτότυπα μηχανών τα οποία δοκιμάζονται στη συνέχεια σε μια φάρμα στο Μισούρι των ΗΠΑ. Ο κυρίαρχος τρόπος παραγωγής αγροτικών μηχανημάτων αναπαράγει την οικονομική εξάρτηση αγροτικών πληθυσμών από εταιρείες κατασκευής και σε αρκετές περιπτώσεις μικροακτήμονες δεν έχουν πρόσβαση σε κατάλληλο τεχνολογικό εξοπλισμού χαμηλού κόστους. Εκκινώντας από τη φιλοσοφία του DIY (Do It Yourself - κάντο μόνος σου), με έμφαση στις τοπικά διαθέσιμες πρώτες ύλες και στο χαμηλό οικονομικό κόστος, σχεδιάστηκε αρχικά ένα νέο σχέδιο τρακτέρ, το οποίο διακινήθηκε μέσω διαδικτύου και στο οποίο συνέβαλαν με τροποποιήσεις και προτάσεις τεχνικοί και ερευνητές από όλο τον κόσμο. Έτσι γεννήθηκε το 2003 το διεθνές δίκτυο OSE, το οποίο κατέληξε στο σχεδιασμό και την κατασκευή 50 αγροτικών μηχανημάτων για την ικανοποίηση βασικών αναγκών στην αγροτική παραγωγή –αξιοποιώντας σε σημαντικό βαθμό τρισδιάστατους εκτυπωτές. Η δομή της συνεργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο έχει πετύχει τη μείωση του κόστους του εξοπλισμού έως και οκτώ φορές σε σύγκριση με τη συμβατική παραγωγή. Για παράδειγμα το τρακτέρ του δικτύου Οικολογίας Ανοιχτού Κώδικα κοστίζει 5000 δολ., σε αντίθεση με περίπου 50.000 δολ. στη συμβατική βιομηχανική παραγωγή. Το μοντέλο του OSE επεκτείνεται πέρα από το μοντέλο λειτουργίας του: μας προσφέρει με ένα παράδειγμα για το πώς η αγροτική παραγωγή –και η κατασκευή αγροτικών μηχανημάτων– μπορεί να μετασχηματιστεί με τρόπο όχι μόνο παραγωγικό αλλά και περιβαλλοντικά βιώσιμο. Για παράδειγμα η κατασκευή εξοπλισμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας με τεχνολογίες τύπου OSE αποτελεί επίσης μέρος του συνολικού σχεδί-

ου ανασυγκρότησης του αγροτικού τομέα. Ο σχεδιασμός θέτει επίσης ως προτεραιτότητα τις αρχές της μακροβιότητας του εξοπλισμού και των εύκολων τρόπων επισκευής από τον τελικό χρήστη καθώς και την εξοικονόμηση ενέργειας και τη δυνατότητα ανακύκλωσης των υλικών. Στο ίδιο πλαίσιο μπορεί να αναφερθεί και το μοντέλο βιώσιμης αγροτικής παραγωγής με κοινοτική διαχείριση που εφαρμόζεται από εκατομμύρια αγρότες στην Ινδία χωρίς τη χρήση φυτοφαρμάκων (περίπτωση Punukula στην επαρχία Andhra Pradesh) και με δίκτυα ανταλλαγής τεχνογνωσίας και σπόρων στη βάση αγροτικών συνεταιρισμών. Η νέα αυτή μορφή γεωργίας στηρίζεται στην ίδρυση συνεταιρισμών παραγωγών και καταναλωτών που αναπτύσσουν τις δικές τους τράπεζες σπόρων και ανταλλαγής υλικών ελεύθερης πρόσβασης. Ανταγωνιστικά προς το κυρίαρχο μοντέλο της μονοκαλλιέργειας, των χημικών φυτοφαρμάκων και αγοράς σπόρων, το μοντέλο οργανικής καλλιέργειας δεν είναι πλέον μόνο περιβαλλοντικά βιώσιμο αλλά και λειτουργικά βιώσιμο για πολύ μεγαλύτερες κλίμακες πληθυσμού από αυτές που έχουμε συνηθίσει σε πολλά μέρη του κόσμου μέχρι σήμερα.

17 πλέον με το μέσο-μακροπρόθεσμο στόχο αλλαγής του παραγωγικού προτύπου, μετασχηματισμού των κοινωνικών και οικολογικών συνθηκών παραγωγής δίνοντας περιεχόμενο στο σοσιαλισμό του 21ου αιώνα. Η ομότιμη παραγωγή, η αμοιβαία συνεργασία και ανταλλαγή γνώσης, η καινοτομία και η δημιουργικότητα των κοινοτήτων αποτελούν τους λίθους πάνω στους οποίους οικοδομείται η οικονομία των αναγκών, η οικονομία που αναπτύσσεται ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο καλώντας μας να αναζητήσουμε νέους δρόμους συλλογικής παραγωγής και αναπαραγωγής μέσα στη βίαιη πραγματικότητα της καπιταλιστικής κρίσης. Στην Ελλάδα λειτουργούν ήδη δομές ομότιμης παραγωγής σε αρκετούς τομείς της παραγωγής, ανταλλαγής και κυκλοφορίας, ενώ σε ερευνητικό επίπεδο λειτουργούν πολλές ομάδες ερευνητών που αναζητούν νέους δρόμους ανάδυσης των Κοινών ως απάντηση στη μονομέρεια της αγοράς. Κάθε σχέδιο παραγωγικού μετασχηματισμού οφείλει να αναζητήσει περιοχές σύγκλισης με τα παγκόσμια δίκτυα που αγωνίζονται διεθνώς σε αυτό τον τομέα. Δεν έχουμε παρά να μιλήσουμε τη γλώσσα τους, τη γλώσσα των Κοινών. ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΓΑΡΗΣ

Σκέψεις για Ομότιμη (P2P) Παραγωγική Ανασυγκρότηση Στο Εκουαδόρ, παρά τις όποιες αντιφάσεις που ενδεχομένων αναπτύσσονται σε τομείς όπως στην περίπτωση του νεοεξορυκτισμού, έχει εγκαινιαστεί ένα ιστορικό πρότζεκτ για τη συγκρότηση μιας κοινωνίας ομότιμης παραγωγής γνώσης και αξίας μέσα από την αυτοοργάνωση των δικτύων σε συνεργασία με το παγκόσμιο χωριό των κινημάτων. Ο βασικός στόχος της κυβέρνησης Κορέα, η καταπολέμηση της φτώχιας και η εξασφάλιση συνθηκών καλής διαβίωσης για το σύνολο του πληθυσμού, συνδέεται

Περισσότερες πληροφορίες: 1. Κεντρική σελίδια του FLOK Society Project εδώ: http://en.wiki.floksociety. org/w/Main_Page 2. Προτάσεις Προγράμματος Μετάβασης εδώ: http://en.wiki.floksociety.org/ w/Transition_Proposals_Towards_ a_Commons-Oriented_Economy_ and_Society 3. Το ερευνητικό εργαστήριο στα Ιωάννινα που αποτελεί κέντρο αντίστοιχων ερευνών ομότιμης παραγωγής: http://p2plab.gr/el/ 4. Ομάδα κατασκευής ανεμογεννητριών και εγκαταστάσεων ΑΠΕ από φθηνά υλικά εδώ: http://bit.ly/1cdpm1h


O

18

ικοτριβές

Μάρτιος 2014 - τ. 11

ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ και ΔΑΣΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ αναπτυξιακά εργαλεία υπέρ ή εις βάρος της δημόσιας γης;

Ένα απ’ τα προβλήματα βάσης για τα ζητήματα της προστασίας και της ανάπτυξης του χώρου στην Ελλάδα είναι η χρόνια έλλειψη Εθνικού Κτηματολογίου. Η έλλειψη αυτή λειτουργεί επιβαρυντικά κυρίως για την οριοθέτηση και προστασία της δημόσιας ακίνητης περιουσίας. Το ζήτημα της ακίνητης περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου είναι εξαιρετικά πολύπλοκο παρ’ όλο που πρακτικά το ιστορικό βάθος χρόνου που μπορεί κανείς να εξετάσει συνεκτικά το ελληνικό κράτος κι επομένως την περιουσία του δεν είναι ούτε καν δύο αιώνες. Η πολυπλοκότητα ξεκινά κι απ’ το πώς, κατά τα επιμέρους στάδια ανεξαρτητοποίησης και ενσωμάτωσης σε ενιαίο κράτος, περιήλθε γη στο ελληνικό δημόσιο. Στην περιουσία αυτή περιλαμβάνονται αδιαφοροποίητα από δάση, αιγιαλοί και ποτάμια μέχρι αστικά ακίνητα. Αν κάτι συνέχει ιστορικά την στάση του ελληνικού κράτους έναντι της περιουσίας του είναι μάλλον η ανοχή στις καταπατήσεις, κυρίως σε αυτές που προέρχονται από ισχυρά συμφέροντα και μεγαλοϊδιοκτήτες, και οι δωρεάν παραχωρήσεις, πάντα σε συνάρτηση με τις σχέσεις εξουσίας κάθε περιόδου και τα πελατειακά κομματικά συμφέροντα (λ.χ. κατά καιρούς σε σημαίνοντα πολιτικά πρόσωπα, σε μεγαλοεπενδυτές, σε επιμέρους ΝΠΔΔ ή ΔΕΚΟ που αποκτούν κατά καιρούς πολιτική «προτεραιότητα» και, πολύ λιγότερο για κοινωνικούς σκοπούς, όπως π.χ. σε ακτήμονες). Η προστασία της δημόσιας ακίνητης περιουσίας ως προς το ιδιοκτησιακό της καθεστώς βασίστηκε ιστορικά σε νομοθετήματα που την όριζαν ως «εκτός συναλλαγής» (εμπορικής δηλαδή), σε νο-

μοθετήματα που αφορούσαν τις προστατευτέες εκτάσεις με όρους απόλυτης προστασίας και στο περίφημο «τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου» για τις «αδέσποτες» και ιδιαίτερα για τις δασικές εκτάσεις. Από την άλλη μεριά, η μη-προστασία της δημόσιας ακίνητης περιουσίας βασίστηκε: α) στη συστηματική απουσία Δασολογίου και δασικών χαρτών, β) στις παλινωδίες της νομοθεσίας σχετικά με τον ορισμό του δάσους, γ) στην μέχρι το 1986 απουσία πρόβλεψης καν για σύνταξη Κτηματολογίου και στην έκτοτε (και μέχρι σήμερα) ανικανότητα κατάρτισής του παρ’ όλα τα διαχειριστικά πειράματα και τον πακτωλό χρηματοδοτικής στήριξης, δ) στην μέχρι και σήμερα μη οριστικοποιημένη οριοθέτηση της γραμμής αιγιαλού, ε) αλλά και σε άλλες παράλληλες βολικές «ασάφειες» όπως αυτή του καθεστώτος χρήσεων γης, προστασίας κλπ. Γενικά, η μη-προστασία βασίστηκε στην μη-καταγραφή και στον μη-χαρακτηρισμό, στο πιο βολικό άλλοθι δηλαδή για την κατά τα λοιπά απαγορευμένη «συναλλαγή». Το Ελληνικό Δημόσιο δεν επεδίωξε στην πραγματικότητα να καταγράψει την περιουσία του.

«Επίσπευση» του Κτηματολογίου και των Δασικών Χαρτών. Υπέρ τίνος; Με την εισδοχή της χώρας επισήμως στην «κρίση χρέους» από το 2010, το ίδιο το «χρέος» ανάγεται στην κύρια νομιμοποιητική ιδεολογική βάση για ένα πρωτοφανούς έκτασης εγχείρημα «αξιοποίησης» ή ξεπουλήματος κυρίως της δημόσιας ακίνητης περιουσίας. Τώρα λοιπόν, επισήμως, και στο όνομα

της εξυπηρέτησης του χρέους με έσοδα, είναι αυτή ακριβώς η δημόσια περιουσία που βρίσκεται στην αιχμή της «συναλλαγής» και μάλιστα με καθ’ όλα εμπορικούς όρους (και ασύμφορους για το Δημόσιο). Τώρα λοιπόν, κινητοποιείται εκ νέου και η διαδικασία άρονάρον καταγραφής της. Καταρχήν, με το ΤΑΙΠΕΔ που «ξεκαθαρίζει» το καθεστώς, κωδικοποιεί και εκπλειστηριάζει τα ιδιωτικά ακίνητα του Δημοσίου και, κατά δεύτερον, για όλα τα υπόλοιπα ακίνητα, με σπασμωδικές νομοθετικές κινήσεις ελεγχόμενης συνταγματικότητας υπό την στενή καθοδήγηση της Task Force. Η διαφορά αυτής της προσδοκίας «συναλλαγής» σε σχέση με την παραδοσιακή τακτική των «παραχωρήσεων» ή της αδιαφορίας στις καταπατήσεις σε καθεστώς βολικής «άγνοιας» ή «ασάφειας», είναι ότι το ενδιαφέρον των συναλλασσόμενων ξεπερνά την εγχώρια πελατεία - αγορά σπεκουλαδόρων και εγκατεστημένων καταπατητών. Και οι εκτός Ελλάδας «επενδυτές» θέλουν τίτλους και συμβόλαια. Εξ ου και κινητοποιείται όλος ο νομοθετικός μηχανισμός με γοργά και συστηματικά βήματα με βασικότερο άξονα την ολοκλήρωση του Κτηματολογίου και των Δασικών Χαρτών. Ένα από τα βασικότερα προβλήματα στη σύνταξη του Κτηματολογίου ήταν και είναι η μη προηγούμενη ύπαρξη Δασικών Χαρτών, η έλλειψη οριοθέτησης

πληθώρας οικισμών, η μη καταγραφή της γραμμής αιγιαλού κλπ (οριοθετήσεις αναγκαίες αν μη τι άλλο για να «κλείνουν» και οι τίτλοι των ιδιωτικών ακινήτων). Για το χρονικό μη κατάρτισης Κτηματολογίου από το 1986 (ν. 1647) μέχρι το 2013 (ν. 4164), μπορούν να αναζητηθούν ευθύνες και να σχολιαστούν πολλά. Γεγονός πάντως είναι πως η διαδικασία καθυστέρησε σε σημαντικό βαθμό από προσφυγές και ενστάσεις στις αναρτήσεις των δικαιωμάτων. Σε όλη αυτή την περίοδο, το Δημόσιο διατήρησε αν μη τι άλλο το δικαίωμα να μην υποβάλλει εγγραπτέα δικαιώματα στην κτηματογράφηση, στο βαθμό που τα δημόσια κτήματα προστατεύονταν από το τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου. Εν όψει του πρόσφατου νόμου για το Κτηματολόγιο η βασική αιτιολογική συζήτηση για την αναγκαιότητά του ήταν η «επίσπευση», δηλαδή η άρση των «εμποδίων» που δημιουργούν καθυστερήσεις. Ένα τέτοιο «εμπόδιο» ήταν η ανυπαρξία των Δασικών Χαρτών. Είναι φυσικά απορίας άξιο το γιατί πληθώρα Δασικών Χαρτών που έχουν προ πολλού ολοκληρωθεί (και αφορούν το 30% των δασικών μελετών ενώ καλύπτουν το 60% των δασικών οικοσυστημάτων) δεν αναρτώνται τόσα χρόνια, ούτε επικυρώνονται. Κι ενώ κανείς θα περίμενε, στο όνομα της επίσπευσης, την επιτέλους κατά προτεραιότητα κατάρτιση, θεώ-

ρηση και ανάρτηση των Δασικών Χαρτών από τις αρμόδιες δασικές υπηρεσίες -που αν δεν επαρκούσαν θα υποστηρίζονταν για τον «εθνικό» αυτό σκοπό-, η στρατηγική που ακολουθήθηκε ήταν άλλη, κραυγαλέα αντιφατική αλλά και αποκαλυπτική. Επιλέχθηκε, αυτή την κρίσιμη στιγμή της «επίσπευσης», να περιοριστεί ο ρόλος των δασικών υπηρεσιών αποκλειστικά στη «θεώρηση» των χαρτών, με ακόμα κι αυτή την αρμοδιότητα υπονομευμένη τόσο δια νόμου (με τις απαράδεκτα περιορισμένες προθεσμίες χωρίς εγγυήσεις παράτασης σε περιπτώσεις λαθών ή παραλείψεων των μελετητών), όσο και πρακτικά, λόγω της γενικευμένης αποψίλωσης των υπηρεσιών από προσωπικό στο πλαίσιο της γενικότερης «εξυγίανσης» του δημόσιου τομέα. Τυχόν «αδυναμία θεώρησης» των χαρτών απ’ αυτές τις αποδυναμωμένες υπηρεσίες, δεν συνιστά άλλωστε πρόβλημα, αφού προβλέπεται οι χάρτες να αναρτώνται υποχρεωτικά κι όποιος θέλει και προφταίνει ας υποβάλλει ένσταση. Ο ρόλος των δασικών υπηρεσιών όμως υπονομεύτηκε και απ’ το ότι ξαφνικά επιφορτίστηκαν με την υποχρέωση να δηλώνουν εξ ονόματος του δημοσίου εγγραπτέα δικαιώματα για κάθε δημόσια γωνιά της Ελλάδας (εκατομμύρια δικαιώματα δηλαδή σε μια επικράτεια για την οποία στο 99% της έκτασης δεν υπάρχουν έως σήμε-


O

ικοτριβές

Μάρτιος 2014 - τ. 11

ρα κυρωμένοι δασικοί χάρτες). Και φυσικά να αντιδικούν επί πολλών επ’ αυτών στα δικαστήρια με τυχόν «ενδιαφερόμενους», αν και εφόσον ενημερωθούν έγκαιρα. Στην πράξη δε, και παρ’ όλο που οι δασικές υπηρεσίες υποβάλλουν εγγραπτέα δικαιώματα ήδη πριν την ψήφιση αυτής της υποχρέωσης δια του ν. 4164/2013, ειδικά σε «διακεκαυμένες ζώνες» όπως οι δασικές περιοχές της Αττικής, βάσει σχετικής εγκυκλίου της ΕΚΧΑ Α.Ε. τα δικαιώματα αυτά καταγράφονται ως δημόσια γη μόνο στις περιπτώσεις που υπάρχει δασικός χάρτης (!) και όπου δεν εμφανίζεται άλλος ιδιοκτήτης! Για να δώσουμε ένα παράδειγμα του πως διακυβεύονται έτσι στα «βουβά» τα δικαιώματα του δημοσίου ας αναλογιστούμε τέτοιες περιοχές χωρίς δασικούς χάρτες όπως π.χ. Αγ. Στέφανος, Εκάλη, Ν. Ερυθραία, Σταμάτα, Διόνυσος, Ροδόπολη, Ανοιξη, Ανθούσα, Ραφήνα, Ν. Μάκρη, Πικέρμι και Παλλήνη (δηλαδή η μισή Πεντέλη).

Παράλληλη νομοθεσία Στην ίδια γραμμή άρον-άρον «τακτοποίησης» των τίτλων ανά την επικράτεια και δη εις βάρος του δημοσίου ακολούθησαν : α) ο, εξίσου αντισυνταγματικός με τον προηγούμενο ν.4014/2011, νέος νόμος «τακτοποίησης» των αυθαιρέτων ν. 4178/2013, ένας νόμοςτιμοκατάλογος με τιμές, εκπτώσεις, δόσεις και μοναδικά κριτήρια αξιολόγησης επί της ουσίας την κλίμακα και την «παλαιότητα», συν μια ασύστατη αοριστολογία περί «αναγκαιότητας σχεδιασμού» και Τράπεζας Γης για τα προσχήματα της συνταγματικότητας, β) το νομοσχέδιο για τα «δασικά οικοσυστήματα» που διαπραγματεύεται κυρίως το πώς ο δασικός χαρακτήρας μπορεί να μεταβληθεί ή απολεσθεί (ρύθμιση που εξασφαλίζει a priori μαζικούς αποχαρακτηρισμούς, που θα διευκολύνουν προφανώς και την μαζική κτηματογράφηση και μαζική κατάρτιση των δασικών χαρτών), μέχρι (κυρίως) τις «επιτρεπτές επεμβάσεις» στις δασικές εκτάσεις (σε όσες διασωθούν), γ) το νομοσχέδιο για την ιδιωτική πολεοδόμηση, τους οικοδομικούς συνεταιρισμούς (βασικούς «ενδιαφερόμενους» περί τις δασικές εκτάσεις) και την αναθεώρηση της κωδικοποίησης χρήσεων γης, δ) το νομοσχέδιο για

την κατάργηση των Οργανισμών Ρυθμιστικού Σχεδίου τη στιγμή που εκκρεμούν και τα ρυθμιστικά σχέδια και πολυάριθμες εγκρίσεις γενικών πολεοδομικών σχεδίων, ε) την ταυτόχρονη ένταξη στο σχέδιο χιλιάδων στρεμμάτων σε περιοχές αυθαιρέτων και παραθεριστικής κατοικίας, παρέχοντας έτσι -προεκλογικά- στους ιδιοκτήτες αυθαιρέτων όχι μόνο έκπτωση στο πρόστιμο (ως εντός σχεδίου πια) αλλά πιθανόν και περιθώριο για επιπλέον δόμηση -ως αποζημίωση ίσως για την ψυχική τους οδύνη. Κι η σειρά αυτών των ρυθμίσεων, πιθανόν, δεν έχει τέλος. Η συστηματική αυτή νομοθεσία περί την γη δεν στέκει μόνη της. Αρχής γενομένης από τον Εφαρμοστικό νόμο του Μεσοπρόθεσμου ν. 3986/2011, πλαισιώνεται από πληθώρα ρυθμίσεων που διασφαλίζουν την «κατ’ εξαίρεση» και «κατά παρέκκλιση» των ισχυόντων (σχεδιασμών, όρων δόμησης, καθεστώτων προστασίας) εκμετάλλευση της γης, στο όνομα συγκεκριμένων επενδύσεων, κλίμακας κυρίως.

Προτεραιότητα η υπεράσπιση της δημόσιας γης Οι υποδείξεις της Task Force μέχρι στιγμής για άρον-άρον «μικρό» Κτηματολόγιο (minimum cadastre) με χρονικό ορίζοντα το 2020, παράκαμψη των δασικών υπηρεσιών (minimum δημόσιος έλεγχος) και «τακτοποίηση» με οικονομικό αντάλλαγμα καταπατήσεων και αυθαιρέτων, υιοθετούνται κατά γράμμα. Στο βωμό αυτής της «ανάπτυξης» θα θυσιαστούν και ως ιδιοκτησία και ως χαρακτήρας όσες δημόσιες εκτάσεις χρειαστεί μάλλον. Το «κατ’ εξαίρεση» δεν φαίνεται να έχει όριο. Την αναπτυξιακή σκοπιμότητα και αναγκαιότητα του Κτηματολογίου δεν την αμφισβητεί κανείς. Την προστασία της δημόσιας γης και των φυσικών πόρων την αμφισβητούν όμως αρκετοί. Κατεξοχήν την αμφισβητεί το νεοφιλελεύθερο μοντέλο ανάπτυξης που εγκαθιστά πλέον όρους και ρυθμίσεις στην εξαρτημένη χώρα μας. Η αντίσταση σ’ αυτό μέσα απ’ την υπό όρους διαφάνειας και κοινωνικού ελέγχου υπεράσπιση του ρόλου, των δικαιωμάτων και της δημόσιας γης είναι τόσο επίκαιρη, όσο και επιτακτικά αναγκαία. ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ

19

Φράγματα, νερά και επενδύσεις… το success story συνεχίζεται στην Πάτρα Βρισκόμαστε στο σωτήριο έτος 2135μΧ ή 126μΜ (μετα Μνημονίου) και στον πλανήτη γη επικρατεί ησυχία τάξις και ασφάλεια. Σε μια μικρή χώρα της Μεσογείου, την Πειραιώς (έως και τις αρχες του προηγούμενου αιώνα ονομαζόταν Ελλάδα),τίποτα δεν μπορεί να ταράξει την ηρεμία των Πειραιωτών. Οι μισθοί είναι σταθεροί (περίπου στις 185 μονάδες Πειραιώς),τα ιδιωτικά σχολεία όπου φοιτά το 20% των παιδιών είναι πεντακάθαρα, χωρίς απεργίες, καταλήψεις ,ενισχυτικές διδασκαλίες και άλλα αντιπαιδαγωγικά δόγματα που ανήκουν στο παρελθόν και στα τεράστια ιδιωτικά νοσοκομεία δεν υπάρχει ράντσο ούτε για δείγμα αφού για να εισαχθείς θα πρέπει να έχεις εξοφλήσει προκαταβολικά τις εισφορές 5 ετών και να πληρώσεις εισητήριο 150 μ.Π. (σ.σ. μοναδες Πειραιώς), με το οποίο μπορείς να παρακολουθήσεις επιπλέον και δωρεάν μία παράσταση στις κινηματογραφικές αίθουσες του παρακείμενου Mall. Η ΕΚΤ (έτσι ονομάζεται πλέον η Ευρωπαική Ένωση) έχει θέσει πολύ συγκεκριμένες αρμοδιότητες στο διοικητικό συμβούλιο της χώρας (το οποίο διορίζεται με δημοκρατικό τρόπο κάθε τέσσερα χρόνια). Οι λογαριασμοί των πολιτών-πελατών εξοφλούνται αυτόματα σε μονάδες Πειραιώς και αφορούν όλες τις παροχές που μπορεί να έχει ανάγκη ένα νοικοκυριό δηλαδή φως,νερό και τηλέφωνο καθώς και τα ψώνια του σουπερ μαρκετ (υπάρχουν και κουπόνια Πειραιώς) ή τη βενζίνη, αφού όλα ανήκουν πλέον στην Πειραιώς(σ. σ.τελικά όλα κρατικά έγιναν!!!). Αν αυτό που διαβάσατε σας φαίνεται ως κακόγουστο σενάριο επιστημονικής φαντασίας αυτό που ακολουθεί δεν είναι καθόλου μα καθόλου σενάριο. Η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Έργων του Υπουργείου Ανάπτυξης,Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων κατασκευάζει στο Ν.Αχαϊας το έργο «Ύδρευση Πάτρας, Βιομηχανικής Περιοχής Πάτρας (ΒΙ.ΠΕ.) και Οικισμών Βορειοδυτικής Αχαΐας από τους Ποταμούς Πείρο και Παραπείρο». Το προαναφερόμενο έργο συγχρηματοδοτείται από το Ταμείο Συνοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ελληνικό κράτος ,έχει προυπολογισμό 130 εκατομμύρια ευρώ και προβλέπεται να ολοκληρωθεί εντός του 2014. Στους όρους της εγκριτικής απόφασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη χρηματοδότηση του έργου,υπάρχει η δέσμευση για τη δημιουργία ενός Φορέα Διαχείρισης και Λειτουργίας αυτού. Εδώ έρχεται λοιπόν, η Αποκεντρωμένη Διοίκηση-το μακρύ χέρι της κυβέρνησης στην τοπική αυτοδιοίκηση δηλαδή- να διαχειριστεί ένα έργο πνοής για τον τόπο και να προσδιορίσει τις μορφές εκμετάλλευσης και αξιοποίησης ενός τεράστιου υδάτινου πόρου. Με αμφισβητήσιμα δεδομένα και ‘’πανεπιστημιακές’’ μελέτες, και επικαλούμενη τα δυσβάσταχτα κόστη δημιουργίας-συντήρησης του έργου, που τόσο οι τρεις εμπλεκόμενοι δήμοι όσο και η ΠΔΕ δεν μπορούν να ανταποκριθούν, η Α.Δ. επιλέγει να δημιουργήσει μια Αναπτυξιακή Ανώνυμη Εταιρεία στην οποία θα συμμετέχει με ποσοστό 30% στον Φορέα διαχείρισης του έργου η ΒΙΠΕ-Πατρών. Όμως αυτή η εταιρεία που προτείνεται ως ‘’Φορέας Οικονομικών Συμφερόντων’’ –σύμφωνα με τον Καλλικράτη-δεν είναι άλλος από την ΕΤΒΑ ΒΙΠΕ που ανήκει στον Όμιλο Πειραιώς από το 2001! Το μετοχικό κεφάλαιο που προτείνεται στο ‘’μεγαλεπήβολο’’σχέδιο φθάνει στο υπέρογκο ποσό των 750.000€,και το ποσοστό συμμετοχής της από το 30% πολύ εύκολα μπορεί να μεγαλώσει, όταν οι άλλοι μέτοχοι (δηλαδή οι τρείς Δήμοι και η Περιφέρεια Δυτ.Ελλάδος) λόγω της μνημονιακής πολιτικής της κυβέρνησης δεν θα έχουν πόρους να συμβάλλουν σε επενδύσεις ή σε ενδεχόμενη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Η ιδέα ο Φορέας να μην είναι υπό δημόσιο έλεγχο είναι όχι μόνο επικίνδυνη για τη βιωσιμότητα των νοικοκυριών στο μέλλον, αλλά τίθενται και σοβαρά ζητήματα που αφορούν την υγεία του πληθυσμού αφού η διεθνής εμπειρία από αντίστοιχες ιδιωτικοποιήσεις (βλέπε Παρίσι-Σουέζ, Βερολίνο κλπ) έδειξε πως η διαχείριση της ποιότητας του αγαθού ήταν πλημμελής. Αυτά όμως είναι ψιλά γράμματα για την σημερινή κυβέρνηση. Η κατάσταση λοιπόν περνάει στα ψιλά των τοπικών εφημερίδων και ουσιαστικά η κερκόπορτα της ιδιωτικοποίησης του νερού στην Αχαία άχει ανοίξει. Σε ημερίδα που πρόσφατα οργάνωσαν μέλη κινημάτων (saveGreekwater ,ΠΡΩΣΥΝΑΤ κ.α.) κλήθηκαν να καταθέσουν τη γνώμη τους όλοι οι εμπλεκόμενοι αυτοδιοικητικοί φορείς – δια των αιρετών τους φυσικά-αλλά κανείς δεν είχε την στοιχειώδη ευαισθησία να καταθέσει τη γνώμη του για ένα τόσο σοβαρό θέμα εκτός των ανθρώπων των αριστερών Παρατάξεων (που όμως δεν διοικούν αυτή τη στιγμή). Με την μέθοδο της επικοινωνιακής σιγής η πολιτεία δρομολογεί μία ακόμα ζοφερή κατάσταση για το μέλλον των πολιτών οι οποίοι αρχίζουν να αισθάνονται πλέον ως πελάτες αφού ακόμα και τα στοιχειώδη κοινωνικά αγαθά αντιμετωπίζονται ως προιόντα που μπορούν να αποφέρουν κέρδος στους αδηφάγους τραπεζικούς ομίλους. Έχει περάσει πλέον στα χέρια του κόσμου να αντιληφθεί τη σπουδαιότητα της μάχης που θα κληθεί να δώσει για να διεκδικήσει αυτά που μέχρι χθές έμοιαζαν αυτονόητα. Η περιβαλλοντική ευαισθησία και η αειφορεία, η υποχρέωση μας δηλαδή να παραδώσουμε στα παιδιά μας τον πλανήτη όπως ακριβώς τον ‘’παραλάβαμε’’ δεν είναι αφηρημένες έννοιες που αφορούν λίγους ‘’ψαγμένους’’,είναι το εισητήριό μας για μια καλύτερη ποιότητα ζωής και πρέπει όλοι να δίνουμε μάχες καθημερινά για να την διεκδικήσουμε. Τα κινήματα ενάντια στην ιδιωτικοποίηση κοινωνικών αγαθών μας δείχνουν το δρόμο και μας καθοδηγούν. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ Α & Τ Μηχανικός ΕΜΠ\


20

O

ικοτριβές

Μάρτιος 2014 - τ. 11

Η ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΩΝ ΖΩΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΗΠΩΝ Δυσάρεστη έκπληξη αποτέλεσε το γεγονός της “δολοφονίας” για κάποιους ή “ευθανασίας” για άλλους της μικρής αρσενικής καμηλοπάρδαλης με το όνομα Μάριους σε ζωολογικό κήπο της Δανίας. Σύμφωνα με τους υπεύθυνους, το ζώο θανατώθηκε επειδή “τα γονίδιά του ήταν ικανοποιητικά εκπροσωπημένα στον πληθυσμό του είδους του στους Ευρωπαϊκούς ζωολογικούς κήπους”. Η πρόθεση θανάτωσης του ζώου οδήγησε σε διαμαρτυρίες που όμως δεν κατάφεραν να ανατρέψουν τη θανάτωσή του και τον μετέπειτα τεμαχισμό του, γεγονός που αποτέλεσε δημόσιο θέαμα ακόμη και για παιδιά. Το πρόσφατο συμβάν έφερε στην επιφάνεια πολλά θέματα σχετικά με τις πρακτικές των ζωολογικών κήπων αλλά και την ευθύνη από την πλευρά όσων αποδέχονται το ρόλο του ζώου - αντικειμένου. Η πραγματική εικόνα για τις πρακτικές αυτού του θεσμού διαφέρει πολύ από εκείνη που διαμορφώνουν οι επισκέπτες μέσα από ένα περίπατο στους χώρους ακόμη και των καλύτερων ζωολογικών κήπων της Ευρώπης. Για μεγάλο χρονικό διάστημα ο κύριος σκοπός των ζωολογικών κήπων ήταν η έκθεση ζώων για την ψυχαγωγία του κοινού, με την πάροδο του χρόνου όμως, προστέθηκαν η εκπαίδευση, η επιστημονική έρευνα και η προστασία των ειδών. Σήμερα πλέον, οι τρείς τελευταίοι σκοποί αποτελούν το επιχείρημα για να δικαιολογηθεί ο κύριος σκοπός που εξακολουθεί να είναι η ψυχαγωγία του κοινού. Κάτω από το μανδύα της έρευνας, εκπαίδευσης και “προστασίας” κρύβεται μια άλλη διάσταση. Αυτή της εμπορευματοποίησης της ζωής χάριν του κέρδους. Οι ζωολογικοί κήποι είναι επιχειρήσεις και τα ζώα αποτελούν το εμπόρευμα. Ως επιχειρήσεις πρέπει να είναι κερδοφόρες.

Στη σύγχρονη εποχή το ενδιαφέρον για τα ζώα δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία για την επίσκεψη σε ζωολογικούς κήπους. Η δημιουργία καταφυγίων και κέντρων περίθαλψης σε συνεργασία με μη κυβερνητικές οργανώσεις αποτελεί την απάντηση για μια πιο ειλικρινή επαφή με τη φύση που δεν εμπεριέχει βία και βλάβη προς τα ζώα.

Καθοριστικό ρόλο για τα κέρδη αυτών των επιχειρήσεων έχει το κοινό. Τα ζώα προέρχονται είτε από την ελεύθερη φύση μέσω ενός εμπορίου, η σκληρότητα του οποίου είναι παγκοσμίως γνωστή, είτε από προγράμματα αναπαραγωγής σε συνεργασία με άλλους ζωολογικούς κήπους. Τα ίδια προγράμματα προσπαθώντας να λύσουν προβλήματα ενδογαμίας επιβάλλουν λύσεις σαν αυτή της περίπτωσης του Μάριους για τον οποίο ευαισθητοποιήθηκε η διεθνής κοινότητα. Ο Μάριους αποτελούσε πλεόνασμα που θα δημιουργούσε επιπρόσθετα προβλήματα και έπρεπε να βρεθεί “λύση”. Βρέθηκε λοιπόν ένας τρόπος για να είναι χρήσιμος αφού η ίδια του η ζωή δεν είχε αυταξία. Είχε όμως το σώμα του το οποίο αποτέλεσε τελικά γεύμα για τα λιοντάρια. Η χρησιμότητα του ατόμου και όχι η αξία της ζωής είναι ο καθοριστικός παράγοντας που διέπει τη λειτουργία των ζωολογικών κήπων. Η δημόσια συζήτηση που ξεκίνησε με αφορμή τη θανάτωση του ζώου εύκολα μας οδηγεί σε μια εφ’ όλης της ύλης συζήτηση ως προς τη χρήση ζώων για την ψυχαγωγία του κοινού και τις ευθύνες της πολιτείας και του κοινού για τον ίδιο το θεσμό. Η ευθύνη της πολιτείας εναπόκειται στο νομοθετι-

κό της ρόλο και στην αποδοχή από την πλευρά της ενός πλαισίου λειτουργίας που διαιωνίζει το θεσμό της αιχμαλωσίας. Πέραν του νομοθετικού και διοικητικού της έργου όμως, η πολιτεία επιτρέπει και τις “εκπαιδευτικές” επισκέψεις σχολείων που λαμβάνουν χώρα με τη σύμφωνη γνώμη της και στέλνουν λανθασμένα μηνύματα στα παιδιά. Παράλληλα με την πολιτεία, και το κοινό ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό καθώς οι προτιμήσεις των επισκεπτών για χαριτωμένα, νεαρά, εξωτικά και σπάνια είδη διατηρούν το θεσμό και καθορίζουν ποιά ζώα θα ζήσουν. Ειδικότερα, τα νεογέννητα προσελκύουν επισκέπτες αλλά ταυτοχρόνως δημιουργούν και πρόβλημα μειώνοντας τον αριθμό των ζώων που μπορεί να διατηρήσει ο κάθε ζωολογικός κήπος. Πολλά ζώα, ιδιαίτερα αρσενικά, αποτελούν πλεόνασμα και είναι καταδικασμένα να θανατωθούν από τη στιγμή της γέννησής τους. Ενώ τα νεαρά άτομα προσελκύουν το ενδιαφέρον του κοινού, δεν συμβαίνει το ίδιο με τα άλλα ζώα στο χώρο, αυτά που πωλούνται ή όσα θανατώνονται για διάφορους λόγους. Ίσως τελικά αυτό το άσχημο γεγονός να αποτελέσει αφορμή να ενημερωθούν οι πολίτες για τις πρακτικές των ζωολογικών κήπων σχετικά με τα γέρικα, άρρωστα, ή ανεπιθύμητα ζώα, καθώς επίσης και για το παράνομο και “νόμιμο” εμπόριο άγριας ζωής, την καταστροφή των βιοτόπων, τα προβλήματα της αιχμαλωσίας, τις επιπτώσεις των αφύσικων συνθηκών διαβίωσης, τα αντιεκπαιδευτικά στοιχεία του θεσμού, κλπ. Το περιστατικό στη Δανία, δίνει την αφορμή για μια σειρά από ηθικούς προβληματισμούς αναφορικά με: – τη θεώρηση των ζώων ως αντικείμενα ψυχαγωγίας: οι επισκέψεις σε αυτούς τους χώρους καταστούν αυτές τις επιχειρήσεις κερδοφόρες και συμβάλλουν στη διατήρησή τους. – τη συμβολή του τρόπου ζωής μας και

των επιλογών μας, ακόμη και αυτών της διασκέδασης στη συνέχιση του θεσμού. – την άμεση ανάγκη προστασίας των βιοτόπων των ζώων και του φυσικού περιβάλλοντος σε συνεργασία με τις χώρες και τις τοπικές κοινότητες καθώς και τις οργανώσεις που ασχολούνται με την προστασία της ελεύθερης ζωής. – τις δυνατότητες που μας προσφέρει σήμερα η τεχνολογία και τις επιλογές για εμπειρίες και γνώση που ξεπερνούν κατά πολύ το θέαμα αιχμάλωτων ζώων σε ζωολογικούς κήπους. Οι δυνατότητες αυτές αξίζει να διερευνηθούν. Η λειτουργία ζωολογικών πάρκων και η εμπορευματοποίηση των ζώων, ο χρόνιος εγκλεισμός τους και οι αφύσικες συνθήκες διαβίωσης σε καθεστώς αιχμαλωσίας στέλνουν λανθασμένα μηνύματα ιδιαίτερα στις νεαρές ηλικίες και προωθούν το εμπόριο της “άγριας ή ελεύθερης” ζωής. Στη σύγχρονη εποχή το ενδιαφέρον για τα ζώα δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία για την επίσκεψη σε ζωολογικούς κήπους. Η δημιουργία καταφυγίων και κέντρων περίθαλψης σε συνεργασία με μη κυβερνητικές οργανώσεις αποτελεί την απάντηση για μια πιο ειλικρινή επαφή με τη φύση που δεν εμπεριέχει βία και βλάβη προς τα ζώα. Πρόσφατα, η Ελλάδα έκανε το πρώτο βήμα απαγορεύοντας τις παραστάσεις με ζώα. Είναι καιρός να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα και να απορρίψουμε παρωχημένες συνήθειες και θεσμούς, όπως τους ζωολογικούς κήπους, κάτι το οποίο δεν μπορεί να αφεθεί αποκλειστικά στην πολιτεία αλλά οι ίδιοι οι πολίτες πρέπει να αναλάβουν ένα πιο ενεργό ρόλο.

ΟΛΓΑ ΚΗΚΟΥ Συντονίστρια Θεματικής Ομάδας Δικαιωμάτων των Ζώων των Οικολόγων Πράσινων


O

ικοτριβές

Μάρτιος 2014 - τ. 11

Καμπανία: Η ΧΩΜΑΤΕΡΗ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ Ο Salvatore Paolo De Rosa είναι Ιταλός, διδακτορικός ερευνητής Πολιτικής Οικολογίας στο τμήμα Ανθρωπογεωγραφίας, του πανεπιστημίου του Λουντ της Σουηδίας, και μέλος του Ευρωπαϊκού Δικτύου Πολιτικής Οικολογίας – ENTITLE. Μαζί του συνομιλούμε για το τεράστιο και διαχρονικό θέμα της διαχείρισης των απορριμμάτων στην περιοχή της Καμπανίας της Ιταλίας καθώς και για τη χωροκοινωνική σύγκρουση στην περιοχή, τα οποία μελετά εδώ και πολύ καιρό.

Γνωρίζουμε ότι εδώ και πολλά χρόνια η περιοχή της Καμπανίας μετατράπηκε σε χωματερή της Ιταλίας. Πώς ξεκίνησε όλο αυτό; Η περιοχή της Καμπανίας είναι αυτή που υπέφερε περισσότερο από τη συσσώρευση των απορριμμάτων στην Ιταλία και ειδικά το βόρειο μέρος της: πρόκειται για μια πεδιάδα ανάμεσα στις επαρχίες της Νάπολι και της Καζέρτα, με έκταση 3.800 τετραγωνικά χιλιόμετρα και 4 εκατομμύρια κατοίκους. Η περιοχή αυτή ήταν γνωστή στο παρελθόν ως «Campania Felix», ευτυχισμένη Καμπανία, λόγω της γονιμότητας του εδάφους και της ποιότητας της σοδειάς. Η μετατροπή της περιοχής σε κάδο απορριμμάτων ήταν μια αργή διαδικασία, η σταδιακή δημιουργία ενός αποικισμού αποβλήτων, που υλοποιήθηκε μέσα από την «έκτακτη αντιμετώπιση των αστικών αποβλήτων» των ετών 1994-2009 και την παράνομη απόρριψη επικίνδυνων αποβλήτων, από τις αρχές της δεκαετίας του 90 μέχρι σήμερα. Ωστόσο οι ρίζες του προβλήματος εντοπίζονται πολύ βαθύτερα, στον τρόπο οικονομικής ανάπτυξης και αστικοποίησης της περιοχής τα τελευταία 60 χρόνια. Ο χωρικός σχεδιασμός διαμορφώθηκε ανεμπόδιστα από πρωτοβουλίες και επιλογές οικονομικών ελίτ με ισχυρούς πολιτικούς δεσμούς, ακόμα και με συμμορίες της μαφίας που παρουσιάζονται ως «ένοπλοι επιχειρηματίες». Σε αυτό το πλαίσιο, οι ροές σκουπιδιών προς την Καμπανία αποτέλεσαν όχι μόνο μια κοινωνική και περιβαλλοντική καταστροφή για τους πολλούς, αλλά και μια τεράστια ευκαιρία για κέρδη για τους λίγους. Ποιος ο το ρόλο του κράτους σε αυτή τη διαδικασία όλα αυτά τα χρόνια; Κατά τη διάρκεια της «έκτακτης αντιμε-

τώπισης των αποβλήτων», η κυβέρνηση ανέθεσε τον κύκλο αστικών αποβλήτων, σε μια ιδιωτική εταιρεία. Το πρόγραμμα αυτό προέβλεπε την επεξεργασία ολόκληρου του όγκου των αποβλήτων σε επτά εργοστάσια καύσης και την κατασκευή δύο εργοστασίων παραγωγής ενέργειας από απόβλητα. Στην εταιρεία δόθηκαν πολύ ευνοϊκοί όροι: το δικαίωμα να συσσωρεύει όγκο σκουπιδιών και η δυνατότητα να επιλέξει τις περιοχές που θα τοποθετηθούν οι εγκαταστάσεις επεξεργασίας χωρίς δημόσια διαβούλευση. Τα στοιχεία αυτά είναι μεγάλης σημασίας για την κατανόηση της συνεχιζόμενης πλημμύρας σκουπιδιών στους δρόμους και την κοινωνική αναταραχή ενάντια στην κυβέρνηση. Πράγματι το συμφέρον της εταιρείας να συσσωρεύσει όσο δυνατόν περισσότερα απορρίμματα είχε ως αποτέλεσμα να «μπουκώσει» ο κύκλος αποβλήτων και κατά συνέπεια την ανάγκη να δημιουργηθούν νέοι χώροι αποθήκευσης αποβλήτων. Για την εταιρεία, περισσότερα σκουπίδια προς καύση σήμαιναν περισσότερα κέρδη, χάρη στις κρατικές επιχορηγήσεις για την παραγωγή ενέργειας. Παράλληλα, ενώ οι σωροί απορριμμάτων διογκώνονταν, ένα δίκτυο βιομηχάνων, αξιωματούχων του κράτους και νονών της μαφίας γέμιζε ο,τι διαθέσιμο χώρο έβρισκε με επικίνδυνα υλικά. Σύμφωνα με έρευνες της αστυνομίας, από τη δεκαετία του 90, φτάνουν στην Καμπανία κάθε χρόνο εκατομμύρια τόνοι επικίνδυνων αποβλήτων από τη βόρεια Ιταλία και την Ευρώπη και πετιούνται χωρίς την παραμικρή περιβαλλοντική πρόβλεψη. Σε αυτή την παράνομη δραστηριότητα , η επιθυμία των βιομηχανιών να ξεφορτωθούν τα παραπροϊόντα των δραστηριοτήτων τους σε χαμηλότερο κόστος διαπλέχθηκε με την αρπακτική οικονομική συμπεριφορά εγκληματικών οργανώσεων. Αυτή η ανεξέλεγκτη απόθεση απορριμμά-

των είχε ως αποτέλεσμα τόσο νόμιμες όσο και παράνομες επιχειρήσεις να κοινωνικοποιήσουν τα κόστη της παραγωγής ενώ κρατούσαν ιδιωτικά τα κέρδη. Γνωρίζουμε επίσης ότι υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ της απόρριψης αστικών αποβλήτων και της παράνομης απόρριψης τοξικών. Αληθεύει; Οι έρευνες της αστυνομίας έδειξαν ότι η έκτακτη αντιμετώπιση των αστικών απορριμμάτων ευνόησε κάποιους από τους βασικούς «παίχτες» στην παράνομη διακίνηση τοξικών αποβλήτων. Νόμιμοι κάτοχοι ΧΥΤΑ μπορούσαν να δέχονται στις εγκαταστάσεις τους παράνομα επικίνδυνα υλικά ενώ είχαν συμφωνίες με την κυβέρνηση για την υποδοχή αστικών αποβλήτων σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης. Με αυτό τον τρόπο κερδοσκοπούσαν διπλά. Επομένως οι κρατικοί θεσμοί φέρουν μεγάλη ευθύνη για την υποβάθμιση του οικοσυστήματος της Καμπανία. Το βασικό τους μέλημα ήταν να ευνοούν ξεδιάντροπα τα ιδιωτικά συμφέροντα έναντι των συλλογικών. Η απόφαση να παρέχονται επιχορηγήσεις για την ενέργεια που παραγόταν από την καύση σκουπιδιών αποδείχτηκε πως ήταν ο βασικός λόγος για την προσπάθεια της εταιρείας να συσσωρεύσει όσο δυνατόν περισσότερα σκουπίδια ήταν δυνατόν. Από την άλλη, οι διαρκείς παρεκκλίσεις από το κοινό δίκαιο άνοιξαν το δρόμο για την υπόβάθμιση της Καμπανίας. Από την άλλη πλευρά όμως έχουμε ένα πολύ δυνατό κίνημα από τη βάση της κοινωνίας. Ποια είναι τα αιτήματα, οι πρακτικές του, οι κοινωνικές συμμαχίες του και πως τις έχτισε; Οι πολίτες σε επίπεδο βάσης οργανώθη-

21 καν σε επιτροπές και ενώσεις αρχικά ως τοπικές πρωτοβουλίες για να υπερασπιστούν τις ζωές τους. Αυτοί οι άνρθωποι προέρχονται από τους δήμους που βρέθηκαν στο επίκεντρο των κυβερνητικών σχεδίων για τη διαχείριση των απορριμμάτων και ζουν σε περιοχές που επηρεάζονται από την παράνομη απόρριψη. Σπάνια αποκαλούν τους εαυτούς τους οικολόγους: οι απειλές για το περιβάλλον γίνονται αντιληπτές περισσότερο ως προσωπικό ζήτημα που αφορά το δικαίωμα στην υγεία και την ασφαλή ζωή. Με το χρόνο, επιτροπές που δημιουργήθηκαν για μια απλή διαμαρτυρία έγιναν μόνιμα πολιτικά υποκείμενα, βελτιώνοντας τη σχέση τους με άλλα κινήματα που υπερασπίζονταν και αυτά τις περιοχές τους. Σήμερα όλα τα τοπικά κινήματα της Καμπανίας προσπαθούν να συνενωθούν σε ένα κοινωνικό κίνημα. Οι βασικές τους διεκδικήσεις είναι το αίτημα για πραγματική δημοκρατία, η συμμετοχή των κοινοτήτων στις διαπραγματεύσεις που αφορούν τη ζωή τους, μια πολιτική και οικονομική στροφή σε πολιτικές μείωσης των αποβλήτων και διάθεση οικονομικών πόρων για την παροχή πρωτοβάθμιας πρόληψης καθώς και η αποκατάσταση της γης κάτω από λαϊκό έλεγχο. Επομένως στην Καμπανία έχουμε αυτό που αποκαλούμε «πόλεμος για τα σκουπίδια». Αυτή η ιδιάζουσα κατάσταση και ιδιαίτερα οι πρωτοβουλίες από τα κάτω αλλάζουν το τοπίο στην πολιτική; Αν ναι, με ποιον τρόπο; Τα κοινωνικά κινήματα της Καμπανίας βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της παγκόσμιας σύγκρουσης μεταξύ της οικονομικής επεκτατικότητας και της κοινωνικήςπεριβαλλοντικής βιωσιμότητας. Πέρα από τη χρηση παραδοσιακών μέσων πολτικής δράσης, οι ακτιβιστές της Καμπανίας αναπτύσσουν μια νέα πολιτική που κινείται από την υπεράσπιση των ζωών τους μέχρι την υλική και συμβολική επανοικειοποίηση του εδάφους. Μαθαίνοντας την αλληλεπίδραση μεταξύ των οικολογικών, πολιτικών και οικονομικών διαστάσεων της κοινωνίας τα χρόνια του «πολέμου για τα σκουπίδια», τα κοινωνικά κινήματα αντιλήφθηκαν την ανάγκη να θέσουν υπό έλεγχο τη μορφή της ανάπτυξης της περιοχής τους σε αντίθεση με ότι επιβάλουν οι καπιταλιστικές σχέσεις στην τοπική κοινότητα. Τοποθετώντας τα κοινά αγαθά ως φράγμα στην περαιτέρω εκμετάλευση, παλέυουν ενάντια στη μόλυνση που προκαλούν τα απορρίμματα ιδρύοντας κοινωνικούς συνεταιρισμούς και κινηματικές πρωτοβουλίες, χτίζοντας θεσμούς που λειτουργούν από τα κάτω. Διαδικασίες που το κράτος δεν μπροεί πια να αγνοεί. Τη συνέντευξη πήρε ο Γιώργος Βελεγράκης. Μετάφραση: Πέτρος Μαρκόπουλος


22

O

ικοτριβές

Μάρτιος 2014 - τ. 11

ιδέες & θεωρία

Alyssa Battistoni Προς έναν cyborg σοσιαλισμό

Η αποτυχία της Αμερικανικής Αριστεράς να εμπλακεί πιο ουσιαστικά με τα περιβαλλοντικά ζητήματα στον τόπο της, έχει σημαντικές συνέπειες στην εξάπλωση του νεοφιλελευθερισμού σε παγκόσμιο επίπεδο.

https://www.jacobinmag. com/2014/01/towardcyborg-socialism/

Η πρώτη «Ημέρα της Γης» ήταν η 22η Απριλίου 1970. Ήταν επίσης τα εκατοστά γενέθλια του Λένιν. Η σύμπτωση δεν ήταν εσκεμμένη. Στην πραγματικότητα, μέρος του σκοπού της Ημέρας της Γης ήταν να απομακρύνει το εκκολαπτόμενο περιβαλλοντικό κίνημα από την κριτική της Νέας Αριστεράς για την καταναλωτική κοινωνία, την περιφερειακή ανάπτυξη, και τα πυρηνικά απόβλητα. Σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί η κατηγορία της πολιτικής «καρπούζι» - πράσινο στο εξωτερικό, με κόκκινο χρώμα στο εσωτερικό το μήνυμα από τις αρχές του πε-

ριβαλλοντικού κινήματος, όπως σε ένα σύνθημα της Greenpeace αναφέρεται ρητά, ήταν «δεν είμαι Κόκκινο, είμαι Πράσινο». Καθώς η οικολογία γινόταν κυρίαρχη τάση, πράσινοι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί πλούτιζαν και ισχυροποιούνταν από εταιρικές δωρεές και υιοθετούσαν συμβιβαστικές στρατηγικές που στόχευαν στο να «πρασινίσουν» τον κόσμο ανά ένα εμπορικό όνομα τη φορά. Αυτές τις μέρες, η οικολογία μπορεί να ανταγωνιστεί τον πολυσυλλεκτικό εκλεκτικισμό της Αριστεράς: φαντασιώσεις με την άγρια φύση, μυστικισμός της Νέας Εποχής και μικροαστικός ρομαντισμός υπάρχουν δίπλα-δίπλα με εγχώριες διαδηλώσεις κατά της πυρηνικής ενέργειας, εκστρατείες ενάντια στην αστική αιθαλομίχλη, νοσταλγία για την αγροτική ζωή στην ύπαιθρο και επιχειρηματική πράσινη τεχνολογία. Αλλά τον τελευταίο καιρό, η μαχητική οικολογία προετοιμάζει μια επιστροφή - όπως και η κρατική καταστολή. Και ακόμα και οι πιο κυρίαρχες ποικιλίες οικολογίας στριμώχνονται προς τα αριστερά. Η αλλαγή του κλίματος, ειδικότερα, έχει δυνατότητες ριζοσπαστικοποίησης, καθώς ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι αρχίζουν να επερωτούν την καταστροφική επίδραση του επικρατούντος οικονομικού συστήματος στο περιβάλλον. Αλλά οι κυρίαρχες περιβαλλοντικές ομάδες δεν πρόκειται να προσφέρουν μια συνεκτική κριτική των οικολογικών συνεπειών του καπιταλισμού ή να επεξεργαστούν εναλλακτικές θεωρίες. Είναι γελοίο ότι ακόμα στηρίζουμε την κλιματική αλλαγή και τις

προμήθειες νερού, ως ειδικά «περιβαλλοντικά» ζητήματα: τα ζητήματα που πραγματικά βρίσκονται μπροστά μας έχουν να κάνουν με την πολιτική οικονομία και τη συλλογική δράση. Δηλαδή, πράγματα για τα οποία η Αριστερά έχει να πει πολλά. Αλλά ενώ οι αριστεροί αναγνωρίζουν ολοένα και περισσότερο τη σημασία των θεμάτων, που κάποτε κατηγοριοποιούνταν ως «περιβαλλοντικά», οι αριστερές οπτικές για τα θέματα αυτά παραμένουν σε χαμηλό επίπεδο ανάλυσης και θεωρητικοποίησης και πολύ σπάνια συζητούνται. Αυτό πρέπει να αλλάξει, δεν μπορούμε απλώς να χρησιμοποιούμε τη Naomi Klein όποτε εμφανίζονται αυτά τα θέματα. Η Αριστερά χρειάζεται περισσότερες φωνές και πιο αιχμηρές κριτικές που θα τοποθετούν την ανάλυσή μας για την εξουσία και τη δικαιοσύνη στο επίκεντρο της περιβαλλοντικής συζήτησης, εκεί όπου θα έπρεπε να είναι. Μπορούμε να αρχίσουμε με τη στήριξη και ενίσχυση του έργου των περιβαλλοντικών δικηγόρων, που έχουν αγωνιστεί για πολύ καιρό ενάντια στις άνισες επιπτώσεις της καταστροφής του περιβάλλοντος στις κοινότητες που εργάζονται - βοηθώντας κυρίως τους «έγχρωμους» ανθρώπους της εργατικής τάξης και τους αυτόχθονες - και σε άλλες περιθωριοποιημένες ομάδες. Αλλά υπάρχουν πολλά περισσότερα να κάνουμε. Η αριστερή οικολογία τείνει να έχει μια αναρχική κλίση: πολέμιοι της παγκοσμιοποίησης, ακτιβιστές του κινήματος «Earth First!» που προσανατολίζονται στην «άμεση δράση», υπέρμαχοι των δικαιω-

μάτων των ζώων και συλλογικότητες ποδηλατών. Και επειδή τα περιβαλλοντικά προβλήματα εξειδικεύονται στο χώρο, συνήθως προτείνουν λύσεις με τη μορφή μικρής κλίμακας, τοπικών δράσεων. Ωστόσο, η κλιματική αλλαγή και άλλες παγκόσμιες περιβαλλοντικές προκλήσεις είναι συστημικά προβλήματα και απαιτούν περισσότερα από απλούς θύλακες εναλλακτικής πρακτικής. Ακόμη, αν ο οικοαναρχισμός δεν έχει την τάση να κλιμακώνεται καλά, οι σαρωτικές κριτικές του τύπου «είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε» , δεν είναι πολύ χρήσιμες όταν πρόκειται για τις λεπτομέρειες που αφορούν το τι ακριβώς πρέπει να κάνουμε για αυτό. Οι σοσιαλιστές, επίσης, συχνά αποφεύγουν ερωτήματα για το πώς να επιτύχουμε την παγκόσμια οικονομική δικαιοσύνη χωρίς να βασιζόμαστε στις υπάρχουσες μορφές παραγωγής ενέργειας ή την επιδείνωση της περιβαλλοντικής καταστροφής. Ακόμα κι αν αφήσουμε κατά μέρος την αναπόφευκτη ανταπάντηση, ότι η Σοβιετική Ένωση δεν ήταν επ ουδενί ένας οικολογικός παράδεισος, τα παλιά σοσιαλιστικά όνειρα για μεγιστοποίηση της παραγωγής κατά την επιδίωξη της αφθονίας και της ισότητας φαίνονται ολοένα και πιο αστήρικτα. Τι θα τα αντικαταστήσει; Δεν έχει να κάνει με το ότι πρέπει να επινοήσουμε μία σειρά πενταετών σχεδίων για το περιβάλλον. Η επιτακτικότητα της κλιματικής κρίσης μας δείχνει ότι δεν πρόκειται να μας δοθεί η ευκαιρία να χτίσουμε μια Οικοτοπία από την αρχή. Η κατάστασή μας απαιτεί έναν αγώνα για μη ρεφορμιστικές

μεταρρυθμίσεις - σχέδια που αγοράζουν χρόνο και επιτρέπουν στις κοινωνίες να προσαρμοστούν στην αλλαγή του κλίματος και να καλύψουν τις άμεσες ανάγκες τους, τοποθετώντας μας, παράλληλα, στο δρόμο για πιο θεμελιώδεις μετασχηματισμούς. Χωρίς ένα όραμα και μια σειρά από συγκεκριμένες ιδέες για το πώς να φτάσουμε εκεί, ενδέχεται να καταλήξουμε σε έναν καταπράσινο κεντρισμό που θα υποστηρίζει ταυτόχρονα ποδηλατόδρομους και περικοπές στον προϋπολογισμό, κινούμενα από ηλιακή ενέργεια αεροσκάφη και ηλεκτροδοτούμενες από αυτόνομα υβριδικά μικροδίκτυα φυλακές. Πράγμα που θυμίζει το κάποτε ελπιδοφόρο Πράσινο Κόμμα της Γερμανίας, που τώρα, από έναν απογοητευμένο συνιδρυτή του, περιγράφεται ως «νεοφιλελεύθεροι πάνω σε ποδήλατα». Έχουμε ήδη αρκετούς από αυτούς. Και ξεχάστε το σοσιαλισμό σε μία μόνο χώρα - ο οικοσοσιαλισμός σε μία χώρα είναι ακόμα λιγότερο εφικτός. Το γεγονός ότι τα οικολογικά προβλήματα δεν σέβονται τα εθνικά ή θεσμικά σύνορα χρησιμοποιείται συχνά ως άλλοθι για αδράνεια, που οδηγεί στη χρόνια κατάρρευση των παγκόσμιων διαπραγματεύσεων για το κλίμα. Αλλά αυτή η αλληλεξάρτηση θα πρέπει να αποτελέσει εφαλτήριο για την αναζωογόνηση της διεθνούς αριστεράς - μια υπενθύμιση ότι η βιωσιμότητα θα έρθει μόνο μέσα από την παγκόσμια αλληλεγγύη. Την ίδια στιγμή, οι συνέπειες των περιβαλλοντικών αγώνων εντός των ΗΠΑ είναι ζωτικής σημασίας υπό το φως της συνεχιζόμενης αμερικανικής ηγεμονίας - για να μην αναφέρουμε τη θέση μας ως ένας από τους κορυφαίους ρυπαντές του κόσμου. Οι ΗΠΑ όχι μόνο έχουν αποτύχει να δεσμευτούν από τις διεθνείς συμβάσεις και τα όρια εκπομπών, αλλά, επίσης, έχουν ασκήσει πιέσεις για να αντικατασταθούν οι αυστηρότερες ευθύνες και η ουσιαστική προτεινόμενη χρηματοδότηση από τις αναπτυσσόμενες χώρες με μηχανισμούς της αγοράς που προτιμώνται από επιχειρηματικά συμφέροντα και χρηματοδότες, οι οποίοι βλέπουν τις ευκαιρίες για εξοικονόμηση κόστους και συσσώρευση από τα αντισταθμιστικά οφέλη και το


O

ικοτριβές

Μάρτιος 2014 - τ. 11

εμπόριο του άνθρακα - συχνά με την υποστήριξη ΜΚΟ με έδρα τις ΗΠΑ, που έχουν παραδεχθεί τους όρους της διαμάχης. Η αποτυχία της Αμερικανικής Αριστεράς να εμπλακεί πιο ουσιαστικά με τα περιβαλλοντικά ζητήματα στον τόπο της, έχει σημαντικές συνέπειες στην εξάπλωση του νεοφιλελευθερισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ιστορία της οικολογίας είναι γεμάτη με μαλθουσιανισμό, οικολογικό ντετερμινισμό, βιολογική ουσιοκρατία και νεοαποικιακό συντηρητισμό. Ο αριστερός σκεπτικισμός - ή ίσως, ακριβέστερα, η αδιαφορία - σχετικά με την εμπλοκή με την οικολογική πολιτική είναι σίγουρα κατανοητός. Αλλά δεν μιλάμε για τη διατήρηση μιας εξιδανικευμένης αντίληψης της παρθένας, ανέγγιχτης φύσης - μιλάμε για τον κόσμο που επιλέγουμε να φτιάξουμε, και τον κόσμο στον οποίο θα πρέπει να ζήσουμε. Το πράσινο κυριαρχεί στο περιβαλλοντικό τοπίο, από το ελαφρύ πρασίνισμα του «βιώσιμου τρόπου ζωής», μέχρι το βαθύ πράσινο των αποφασισμένων οικολόγων. Αλλά οικολογία είναι επίσης η πνευμονοπάθεια σε πόλεις που έχουν ανθρακωρυχεία και οι τοξικές βιομηχανικές εκτάσεις σε αστικές γειτονιές, η ιριδίζουσα λάμψη μιας πετρελαιοκηλίδας και το ημιδιαφανές λευκό της τήξης των πολικών πάγων. Γι αυτό εγώ είμαι λίγο διστακτική με τον όρο οικοσοσιαλισμός - έχει μια υπερβολικά “γήινη” χροιά. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένας βιονικός σοσιαλισμός που δεν δείχνει την υπεροχή της οικολογίας, αλλά την ολοκλήρωση του φυσικού και του κοινωνικού, του βιολογικού και του βιομηχανικού, του οικολογικού και του τεχνολογικού. Ένας σοσιαλισμός που αναγνωρίζει τις μεταμορφώσεις του φυσικού κόσμου από τον ανθρώπινο παράγοντα, χωρίς απλά να διεκδικεί την κυριαρχία πάνω του. Η Αριστερά δεν χρειάζεται να γίνει πράσινη. Για να σώσουμε τον πλανήτη και τους ανθρώπους πάνω σε αυτόν, πρέπει να γίνουμε κόκκινοι. Μετάφραση / επιμέλεια: Γιάννης Μουστάκης Παναγιώτης Δήμας

23

Derek Wall - Ενα οικολογικό μανιφέστο Μια κριτική από τον Derek Wall στο “Οικολογική Επανάσταση” του John Bellamy Foster (Monthly Review Press, 2009). Πηγή: http://www.redpepper.org.uk/an-ecological-manifesto/

Αξιοποιώντας όσα έλεγαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς για την οικολογία, ο John Bellamy Foster βλέπει τον καπιταλισμό ως την βασική αιτία της κλιματικής αλλαγής - και μια οικολογική επανάσταση ως ζωτικής σημασίας για οποιαδήποτε λύση. Ο Derek Wall κάνει μια κριτική στο οικολογικό μανιφέστο του. Αποτελεί ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει για την κλιματική αλλαγή και την επιδείνωση της περιβαλλοντικής κρίσης. Ο John Bellamy Foster είναι καθηγητής κοινωνιολογίας, αλλά μην αποθαρρυνθείτε: γράφει με σαφήνεια και μεγάλο ταλέντο. Το βιβλίο αυτό, όπως και άλλα δικά του, είναι ένα προϊόν πολύ λεπτομερούς επιμέλειας. Θέτει την υπόθεση ότι αν δεν επιδιώξουμε μια οικολογική επανάσταση που να βασίζεται σε θεμελιώδεις αλλαγές, τα περιβαλλοντικά προβλήματα θα οδηγήσουν σε καταστροφή. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι τα περιβαλλοντικά προβλήματα έχουν κοινωνικά αίτια, πως η ολοένα αυξανόμενη οικονομική ανάπτυξη δεν είναι βιώσιμη στον πλανήτη μας και πως η απώτερη αιτία της κλιματικής αλλαγής είναι ο καπιταλισμός. Οι επικριτές αυτής της άποψης υποστηρίζουν ότι με την οικονομική ανάπτυξη, την ανάπτυξη καθαρότερων τεχνολογιών με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τα περιβαλλοντικά προβλήματα. Ο Foster απαντά σε αυτό το επιχείρημα με μια συζήτηση γύρω από το «παράδοξο Jevons». Ο Jevons, οικονομολόγος του 19ου αιώνα, δημιούργησε την οριακή ανάλυση την οποία οι οικονομολόγοι χρησιμοποιούν σήμερα κατά την περιγραφή

της προσφοράς και της ζήτησης εντός του μηχανισμού των τιμών. Ενδιαφερόταν επίσης για τον περιορισμό των πόρων. Το παράδοξό του βασίζεται στο γεγονός ότι όταν χρησιμοποιούμε έναν πόρο πιο αποτελεσματικά, αντί να χρησιμοποιούμε λιγότερο από αυτόν, συνολικά χρησιμοποιούμε περισσότερο. Για παράδειγμα, εάν τα αυτοκίνητα γίνονται περισσότερο αποδοτικά κάθε κέρδος για το περιβάλλον ακυρώνεται από το γεγονός ότι η χρήση του αυτοκινήτου τείνει να αυξηθεί. Η αντίληψη πως μέσα από την αγορά θα προκύψουν πιο αποδοτικές ενεργειακές λύσεις που με τη σειρά τους θα επιλύσουν την κρίση της κλιματικής αλλαγής, είναι επομένως άστοχη. Ο Foster υποστηρίζει με μεγάλη λεπτομέρεια ότι το υπάρχον παγκόσμιο πλαίσιο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής είναι σε μεγάλο βαθμό απατηλό. Οι παγκόσμιες συμφωνίες για την κλιματική αλλαγή, όπως αυτή στο Κιότο, έχουν διαμορφωθεί από ισχυρά βιομηχανικά συμφέροντα και δεν έχουν κανένα ουσιαστικό αντίκτυπο στη μείωση των εκπομπών. Είναι ιδιαίτερα επικριτικός για την εμπορία άνθρακα και άλλων περιβαλλοντικών πολιτικών φιλικών προς το κεφάλαιο, οι οποίες χρησιμοποιούνται για να επιτρέψουν την εξόρυξη άνθρακα, την εξόρυξη πετρελαίου και την κατασκευή νέων αεροδρομίων. Αυτό τον φέρνει πίσω στο κεντρικό θέμα του: “Η πρότασή μου σε αυτό το βιβλίο είναι ότι έχουμε φτάσει σε ένα σημείο καμπής στην ανθρώπινη σχέση με τη γη: κάθε ελπίδα για το μέλλον αυτής της σχέσης είναι τώρα είτε επαναστατική είτε ψευδής.” Το βιβλίο έχει παραχθεί για να ενθαρρύνει μια τέτοια οικολογική επανάσταση. Ο John Bellamy Foster, ο οποίος εκδίδει το περιοδικό Monthly Review, είναι περισσότερο γνωστός για το βιβλίο του “Η οικολογία του Μαρξ”. Σε αυτό υποστηρίζει ότι

αντίθετα από το να είναι εχθροί της φύσης, ο Μαρξ και ο Ένγκελς ήταν πρόθυμοι περιβαλλοντολόγοι. Αυτός ο ισχυρισμός, έκπληξη για πολλούς, ακόμη και στην αριστερά, βασίζεται σε διεξοδικά γραπτά τους για την ατμοσφαιρική ρύπανση, την αποψίλωση των δασών, τη διάβρωση του εδάφους και μια σειρά από άλλα σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα. Το ενδιαφέρον των Μαρξ και Ένγκελς για το περιβάλλον αποτελεί βασικό στοιχείο και του νέου αυτού βιβλίου. Ο Foster υποστηρίζει ότι όσα προέκυψαν από την εργασία τους, ιδιαίτερα η αντίληψη του Μαρξ για ένα «μεταβολικό ρήγμα» ανάμεσα στην ανθρωπότητα και την υπόλοιπη φύση, αποτελούν το κλειδί για την επίτευξη οικολογικής ευημερίας. Ο Foster αναπτύσσει το επιχείρημά του με πειστικό τρόπο και παράλληλα αποκαλύπτει πολύ συναρπαστικές λεπτομέρειες. Για παράδειγμα, ο ίδιος περιγράφει την ιστορία του ιμπεριαλισμού λιπασμάτων της Βρετανίας κατά τον 19ο αιώνα, όταν γκουανό (κουτσουλιές για να είμαστε ακριβείς) μεταφέρθηκαν από το Περού σε αγροκτήματα στη Βρετανία. Ο απολογισμός της ταινίας του Brando “Burn!” από τον σκηνοθέτη της “Μάχης του Αλγερίου” αποτελεί επίσης συναρπαστικό παράδειγμα του πράσινου αριστερού λαϊκού πολιτισμού. Ο Foster ολοκληρώνει με την αναγνώριση του πλεονεκτήματος των αριστερών κυβερνήσεων στη Λατινική Αμερική ως προς τη δέσμευση στις οικολογικές πολιτικές ως πηγή ελπίδας. Η δέσμευση της Κούβας για την μόνιμη καλλιέργεια και την ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, σε συνδυασμό με παρόμοιες πολιτικές της Βενεζουέλας, σημειώνονται ως αρκετά σημαντικές. Ωστόσο, ο Foster υποστηρίζει ότι η οικολογική επανάσταση πρέπει να γίνει στο κέντρο του παγκόσμιου συστήματος: σε χώρες στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη.

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει μικρή συζήτηση γύρω από τις πρακτικές προσπάθειες για τη δημιουργία οικολογικού σοσιαλισμού στην καρδιά του βιβλίου, αν και θα μπορούσε να υπάρξει πιο ανεπτυγμένα. Στην Αυστραλία στη δεκαετία του 1970, ο αντιπρόσωπος των συνδικάτων Jack Mundy έστρεψε τους εργαζόμενους των συνδικάτων στις κατασκευές σε πράσινες απαγορεύσεις, όπου προέβλεπαν την άρνηση στην κατασκευή καταστροφικών για το περιβάλλον έργων. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η απόρριψη πυρηνικών αποβλήτων στη θάλασσα σταμάτησε στη δεκαετία του 1980 από τη δράση των συνδικάτων, και πιο πρόσφατα οι εργαζόμενοι κατέλαβαν το εργοστάσιο ανεμογεννητριών Vestas που απειλούνταν με κλείσιμο στο Isle of Wight. Η ίδρυση ενός Διεθνούς Οικοσοσιαλιστικού Δικτύου είναι ένα σημάδι εναγκαλισμού του οικοσοσιαλισμού από τα παραδοσιακά σοσιαλιστικά κόμματα αλλά και από ρεύματα μέσα στα Πράσινα κόμματα. H Κατασκήνωση για το Κλίμα, στη Βρετανία και αλλού, έχει την κοινωνική δικαιοσύνη και την απόρριψη του καπιταλισμού ενσωματωμένα στην ανάλυσή της, ενώ παράλληλα έχουμε δει την πρόοδο των αγώνων των αυτοχθόνων σε παγκόσμιο επίπεδο, οι οποίοι είναι αφενός ριζοσπαστικά “πράσινοι”, αφετέρου προτάσσουν σοσιαλιστικά προτάγματα. Μεγαλύτερη και σε βάθος ανάλυση αυτού του είδους των εξελίξεων θα μπορούσαν να έχουν κάνει την “Οικολογική Επανάσταση” ισχυρότερη. Παρ ‘όλα αυτά αποτελεί ένα θαυμάσιο βιβλίο που θα πρέπει να αποτελεί κομμάτι αυτών που θα πρέπει να διαβαστούν με προσοχή όσον αφορά τη σχέση αριστεράς και οικολογίας Μετάφραση: Π. Δήμας


24

O

είδαμε... Νάντ: Επεισοδιακή διαδήλωση κατά της κατασκευής του αεροδρομίου Notre-Dame-des-Landes Χιλιάδες διαδηλωτές (20.000 σύμφωνα με την αστυνομία) συμμετείχαν σε μεγάλη συγκέντρωση στη Νάντ της Γαλλίας κατά της κατασκευής μεγάλου αεροδρομίου η οποία κατέληξε σε σοβαρά επεισόδια μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας. Σύμφωνα με τα κυβερνητικά σχέδια, το αεροδρόμιο (προϋπολογισμού €580 εκατ.) θα εξυπηρετεί μεγάλο μέρος της δυτικής πλευράς της χώρας. Περιβαλλοντικές οργανώσεις, τοπικά κινήματα και αγρότες της περιοχής αντιδρούν εδώ και περισσότερο από έναν χρόνο στο έργο. Μερικοί ακτιβιστές μάλιστα έχουν εδώ και καιρό καταλάβει την περιοχή στην οποία προβλέπεται να κατασκευαστεί το αεροδρόμιο, με τις αρχές να προσπαθούν μάταια να τους απομακρύνουν. Τα κινήματα που αντιδρούν στο σχέδιο υποστηρίζουν ότι το αεροδρόμιο θα προκαλέσει περιβαλλοντική υποβάθμιση ενώ εγείρουν και το ζήτημα της σπατάλης πολύτιμων, ειδικά σε περίοδο κρίσης, δημόσιων κονδυλίων σε ένα έργο αμφίβολης χρησιμότητας. Παρά τις εντεινόμενες αντιδράσεις, οι τοπικές αρχές έχουν δώσει το πράσινο φως για να προχωρήσει το έργο.

ικοτριβές

Μάρτιος 2014 - τ. 11

Δανία – Στόχος η πλήρης απεμπλοκή από τα ορυκτά καύσιμα μέχρι το 2030 Όπως επεσήμανε ο Δανός υπουργός ενέργειας και κλιματικής αλλαγής μετά το πρόγραμμα της ευρωπαϊκής επιτροπής για την ενέργεια υπό τον τίτλο «πακέτο 2030», βασικός στόχος της Δανίας είναι να «χτίσει» μια ενεργειακή οικονομία βασισμένη στις ανανεώσιμες πηγές (100% ως το 2050). Μάλιστα, τονίζει πως αυτός ο στόχος θέλουν να πραγματοποιηθεί ανεξάρτητα από τις κοινές δεσμεύσεις των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών, επισημαίνοντας ωστόσο την ανάγκη ενός κοινού προγράμματος ώστε οι ανανεώσιμες να αναπτύσσονται ομοιόμορφα σε όλη την ευρωπαϊκή ένωση και οι κοινές δεσμεύσεις να μην βασίζονται στην υπερανάπτυξη μεμονωμένων χωρών σε επιμέρους τομείς. Η Δανία έχοντας προχωρήσει στη βαθειά διείσδυση ανανεώσιμων ήδη από τώρα, θεωρεί το «πακέτο 2030» μια αναγκαία πολιτική ήδη από σήμερα, παρά την έντονα υφεσιακή κατάσταση στην αγορά ενέργειας στον κοινό ευρωπαϊκό χώρο.

Ρωσία – Το κρυμμένο περιβαλλοντικό κόστος των αγώνων του Σότσι Οι χειμερινοί ολυμπιακοί που ολοκληρώθηκαν πριν λίγες μέρες στο Σότσι της Ρωσίας, εκτός του υψηλού κόστους των έργων και της εργολαβικής διαφθοράς, κρύβουν και ένα τρομερό περιβαλλοντικό και ανθρωπιστικό έγκλημα. Αντίθετα στις δεσμεύσεις της, η ρώσικη κυβέρνηση όχι μόνο δεν προστάτεψε το περιβάλλον και τους κατοίκους, αλλά προκάλεσε πολλούς επιπλέον κινδύνους, με τα λατομεία ασβεστόλιθων να οδηγούν ολόκληρα χωριά σε ξηρασία, νέες περιβαλλοντικές διατάξεις να επιτρέπουν την κατασκευή αθλητικών εγκαταστάσεων σε προστατευόμενα πάρκα υψηλού φυσικού κάλους και ολόκληρους πληθυσμούς (ντόπιων μικροκαλλιεργητών και μικρών επιχειρηματιών που ασχολούνταν με τον τουρισμό) να μετακινούνται βίαια από τον τόπο κατοικίας τους . Επιπλέον, η περιοχή του Σότσι που φημίζεται για την εκτενή ακτογραμμή της - πάνω στη Μαύρη Θάλασσα - λόγω του θερμού κλίματός της και της ακαταλληλότητάς της για διεξαγωγή χειμερινών αγώνων θα «κληρονομήσει» ένα πακέτο έργων χωρίς καμία μελλοντική χρησιμότητα.

Κόντρα στην ιαπωνική κυβέρνηση, η Φουκουσίμα στρέφεται στις ΑΠΕ μετά την καταστροφή Μετά το πυρηνικό ατυχήμα, η επαρχία της Φουκουσίμα έχει βάλει πλέον στόχο μέχρι το 2040 το 100% της ενέργειάς της να είναι από Ανανεώσιμες Πηγές. Υπάρχει όμως ισχυρή αντίθεση από την κυβέρνηση που παραμένει υπέρμαχος της πυρηνικής ενέργειας. Ο πρωθυπουργός Shinzo Abe είναι αποφασισμένος να ξανανοίξει τους πυρηνικούς σταθμούς της χώρας που είχαν κλείσει μετά την καταστροφή του 2011, με αποτελέσμα την ενίσχυση της εξάρτησης της Ιαπωνίας από τα ορυκτά καύσιμα, όπως το κάρβουνο. Σήμερα στη Φουκουσίμα 22% της ενέργειας είναι από ΑΠΕ, ενώ ένα πειραματικό υπεράκτιο αιολικό πάρκο έχει ξεκινήσει να κατασκευάζεται με στόχο το 2020 να διαθέτει 143 ανεμογεννήτριες συνολικής ισχύος περίπου 1 γιγαβάτ (η Ιαπωνία είχε συνολική εγκατεστημένη ισχύ περίπου 282 γιγαβάτ το 2010).

Διαρροή πετρελαίου κλείνει τον Μισσισιπή Οι αρχές της Νέας Ορλεάνης διέκοψαν τη διέλευση κατά μήκος του ποταμού Μισσισιπή (σε μια διαδρομή μήκους 65 μιλίων) μετά τη σύγκρουση ποταμόπλοιου που μετέφερε πετρέλαιο με ρυμουλκό πλοίο. Σύμφωνα με την επίσημη ενημέρωση της Ακτοφυλακής, δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για το μέγεθος της διαρροής ούτε για το χρνικό διάστημα διακοπής της διέλευσης στον ποταμό. Για προληπτικούς λόγους, οι αρχές έκλεισαν τις παρακείμενες παροχές του συστήματος ύδρευσης της περιοχής. Δεν είναι πάντως η πρώτη φορά που συμβαίνουν αντίστοιχα περιστατικά διαρροής πετρελαίου μετά από σύγκρουση πλοίων στον Μισσισιπή. Πέρσι, ανάλογο ατύχημα προκάλεσε τη δημιουργία πετρελαιοκηλίδας μήκους 3 μιλίων, ενώ το μεγαλύτερο ατύχημα μετά από σύγκρουση πλοίων στον Μισσισιπή συνέβη το 2008 όταν ένα ποταμόπλοιο έσπασε στα δύο προκαλώντας τη διαρροή 283.000 γαλονιών πετρελαίου στον ποταμό.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.