Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΛΑΡΟΠΟΥΛΑΣ ΠΟΥ ΜΟΛΥΝΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΚΥΜΑ 15 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΗΣ Α΄ ΤΑΞΗΣ
Επιμέλεια: Λίλα Τρουλινού, φιλόλογος
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΠΛΑΤΑΝΙΑ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2013- 14
Περιεχόμενα Σημείωμα για τη συλλογή “Δεκαπέντε διηγήματα” ……………..…………..3 Στέλιος Αλέξιεβ, Οι συνέπειες της μόλυνσης της θάλασσας .…………..….…3 Μιλέν Γκεόργιεβ, Η γλαροπούλα και οι κάστορες ……………………..…...4 Σήφης Δουρουντάκης, Ο καθένας με τα γούστα του …………………..…....4 Αλέξανδρος Καλλιπολίτης, Το γλαρόνι της Κενγκά ………………….….…5 Έμιλυ Κλεμάν, Η γλαροπούλα και ο καλός ταβερνιάρης ……………..…….6 Αντώνης Κοντοκριθάκης, Η γλαροπούλα και ο μοχθηρός γάτος …….….…..7 Νεκταρία Λιγοψυχάκη, Η γλαροπούλα στα κεραμίδια ενός σπιτιού ….…...…8 Γιάγκος Μαράκης, Η γλαροπούλα στο δάσος με τους κυνηγούς ……………9 Λευτέρης Παγωνάκης, Μια γλαροπούλα στο μπαλκόνι μου ……………….10 Νίκη Περβολιανάκη, Η γλαροπούλα και ο ορειβάτης ………………….….11 Στέλιος Σαρρής, Η γλαροπούλα στο χωριό του Άι Βασίλη ………………..12 Γιώργος Σεργάκης, Η γλαροπούλα αποτρέπει μια οικολογική καταστροφή...13 Δημήτρης Σκουμπάκης, Η γλαροπούλα και η χαρούμενη γατοπαρέα ……..14 Αμαλία Τερεζάκη, Η γλαροπούλα και το κοριτσάκι ………………………15 Κατερίνα Τρουλάκη, Γλάροι και αλεπούδες ………………………………16
2
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ Οι μαθητές της Α΄ Τάξης στο μάθημα των Κειμένων της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας διδάσκονται ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Χιλιανού συγγραφέα Λουίς Σεπούλβεδα, «Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει». Στο απόσπασμα του σχολικού βιβλίου που έχει τον τίτλο «Το μαύρο κύμα», η γλαροπούλα Κενγκά, που πετάει με το σμήνος της, παρασύρεται από ένα τεράστιο μαύρο κύμα και εγκλωβίζεται στην πετρελαιοκηλίδα. Μετά από πολλές προσπάθειες καταφέρνει να ξεφύγει από το παχύρρευστο υγρό και να σωθεί. Με αφορμή το «Μαύρο Κύμα» οι μαθητές της Α΄ Τάξης έγραψαν το δικό τους διήγημα, τη δική τους ιστορία της γλαροπούλας που μολύνθηκε από το μαύρο κύμα. Σε αυτή τη συλλογή παρουσιάζονται δεκαπέντε διηγήματα των μαθητών με ισχυρό οικολογικό μήνυμα. Λίλα Τρουλινού, φιλόλογος *** ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΜΟΛΥΝΣΗΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ Του Στέλιου Αλέξιεβ Η γλαροπούλα μολύνθηκε από το μαύρο κύμα. Μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε να πετάξει ψηλά, αλλά ο ήλιος δεν της έλιωσε το πετρέλαιο. Το φτερούγισμά της γινόταν όλο και πιο βαρύ. Έχανε δυνάμεις. Έπεφτε. Η γλαροπούλα έπεσε στην πολυσύχναστη παραλία του Ρίο ντε Τζανέιρο. Ένα κορίτσι την είδε και την πήγε αμέσως σε κτηνίατρο. Ο κτηνίατρος της έβγαλε το πετρέλαιο και την έβαλε σε ένα κλουβί για να ξεκουραστεί. Όταν ξύπνησε, την πήραν και της έκαναν εξετάσεις και είδαν ότι για 15 μέρες δεν θα έπρεπε να μετακινηθεί. Το πρόβλημα ήταν πως μερικά κόκκαλα του θώρακα είχαν σπάσει, γι’ αυτό της έκαναν πολλές εγχειρήσεις. Μετά από 15 μέρες η κατάστασή της είχε βελτιωθεί. Τότε αποφάσισαν να την αφήσουν ελεύθερη. Η Κενγκά αμέσως πήγε στην παραλία για να δει αν έρχεται κάποια από τις φίλες της, όμως τίποτα. Εκεί γέννησε ένα αυγό. Όταν το αυγό έσπασε, η μαμά του άρχισε να το παρατηρεί. Αυτό που βγήκε δεν ήταν πουλάκι, αλλά ένα μικρό δρακάκι. Η Κενγκά τρόμαξε, καταράστηκε τη μαύρη μάστιγα, το πετρέλαιο που μολύνει τη θάλασσα, και απομακρύνθηκε, αλλά εκείνο άρχισε να τη φωνάζει «μαμά, μαμά!» Η Κενγκά δεν μπόρεσε να το αφήσει να πεθάνει γι’ αυτό και το μεγάλωσε ώσπου να μπορέσει να πετάξει. Πέρασε ένας χρόνος και το δρακάκι είχε
3
μεγαλώσει. Ένα πρωί η Κενγκά, που είχε κουραστεί από τη ζωή, ξεψύχησε, ενώ ο δράκος πέταξε προς τον ουρανό. Η ΓΛΑΡΟΠΟΥΛΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΣΤΟΡΕΣ Του Μιλέν Γκεόργκιεβ Η γλαροπούλα Κενγκά μολύνθηκε από το μαύρο κύμα. Κατάφερε να ξεφύγει και πέταξε ψηλά για να της λιώσει ο ήλιος το πετρέλαιο. Όμως ο ήλιος δεν της έκανε το χατήρι. Το πέταγμά της γινόταν όλο και πιο βαρύ, όλο και αργό. Έχανε δυνάμεις και άρχισε να πέφτει πολύ γρήγορα προς μια μεγάλη πόλη, το χιονισμένο και όμορφο Λονδίνο. Η γλαροπουλα έπεσε σε ένα μεγάλο πάρκο με δέντρα και μια λιμνούλα και, καθώς κυλίστηκε πάνω στο μαλακό χιόνι, από κατάμαυρη που ήταν έγινε λευκή. Τότε την είδαν δυο κάστορες, που πήγαιναν αργά προς το μέρος της και τη ρώτησαν αν είναι καλά. Η γλαροπούλα τους απάντησε ότι έσπασε το φτερό της και ότι πονούσε πολύ. Αμέσως οι κάστορες την πήγαν στις όχθες της λίμνης όπου ήταν η φωλιά τους. Έμοιαζε με καλύβα και ήταν ζεστή, γιατί είχαν κάνει καλή μόνωση με λάσπη και άχυρα και δεν έμπαινε το κρύο. Η γλαροπούλα τους ρώτησε αν μπορεί να μείνει εκεί μέχρι να γεννήσει ένα αυγό και να το επωάσει. Οι κάστορες της είπαν πως ασφαλώς και μπορεί να μείνει, μπορεί να μείνει όσο θελει. Η γλαροπούλα χάρηκε πάρα πολύ και από τότε έμεναν μαζί. Πέρασαν τρεις μέρες. Το τρίτο πρωί η Κενγκά γέννησε ένα αυγό. Η νεαρή μητέρα ενθουσιάστηκε που τα κατάφερε και αμέσως άρχισε να φτιάχνει μια φωλιά για το αυγό της. Το έβαλε στα άχυρα και άρχισε να το επωάζει. Έπειτα από 20 μέρες, ξαφνικά το αυγό άρχισε να κουνιέται και να σπάει. Από μέσα βγήκε ένα όμορφο άσπρο πουλάκι. Το μικρό γλαρόπουλο μεγάλωνε και μεγάλωνε, ώσπου μια μέρα πέταξε μακριά από τη μητέρα του. Ο ΚΑΘΕΝΑΣ ΜΕ ΤΑ ΓΟΥΣΤΑ ΤΟΥ Του Σήφη Δουρουντουδάκη Η γλαροπούλα Κενγκά μολύνθηκε από το μαύρο κύμα. Κατάφερε να ξεφύγει και πέταξε ψηλά για να της λιώσει ο ήλιος το πετρέλαιο. Όμως ο ήλιος δεν της έκανε το χατήρι. Το πέταγμα της γινόταν όλο και πιο βαρύ και έπεσε. Προσγειώθηκε στον Πλατανιά. Εκεί πέρα συνάντησε ένα σκύλο, ο οποίος ήταν άνετος και καθόταν και έκανε ηλιοθεραπεία σε μία ξαπλώστρα. Ήταν λίγο χοντρούλης και τον λέγανε Μπούλη. Αυτός είχε ένα ελάττωμα: δεν του άρεσαν τα μωρά όλων των ειδών, σκύλων, γατών, γενικά τα μωρά, επειδή συνέχεια γκρινιάζουνε και αυτουνού του άρεσε η ησυχία.
4
Η γλαροπούλα που έπεσε από τον ουράνο ήταν πολύ άρρωστη, είχε παντού πετρέλαιο, σε όλο της το σώμα. Με το που την είδε ο Μπούλης, που ήτανε πολύξερος, είπε «Σιγά, μωρέ, συνέχεια πέφτουνε πουλιά από τον ουρανό». Την πλησίασε λιγάκι, μετά λίγο πιο κοντά και είδε με έκπληξη ότι ήταν σκεπασμένη με πετρέλαιο. Αποφάσισε λοιπόν να δείξει λίγο ενδιαφέρον και τη ρώτησε: «Τι έχεις, γλαροπούλα, τι είναι αυτό το απαίσιο πράγμα που βρομάει τόσο πολύ πάνω στο δέρμα σου;» Και αυτή του απάντησε: «Άσε με, σκυλάκι μου, έχω περάσει μια φοβερή περιπέτεια. Με παρέσυρε ένα μαύρο κύμα γεμάτο με απαίσιο πετρέλαιο και βρωμερή πίσα. Ήταν απαίσιο, νομίζω ότι θα πεθάνω». Και της λέει ο Μπούλης: «Μην ανησυχείς, γλαροπούλα μου, θα φωνάξω τον γιατρό, τον Παπουτσωμένο Σκύλο, αυτός θα σε σώσει.» Τελικά μετά από πολλά ζόρια, ο σκύλος - γιατρός κατάφερε και την έσωσε. Τότε της λέει ο Μπούλης: «Είδες τι πράγματα μπορεί να κάνει ο γιατρός! Ο Παπουτσωμένος Σκύλος ξέρει καλά τη δουλειά του». «Ουφ!» του απαντάει εκείνη «έχω κουραστεί πολύ, αλλά νομίζω ότι ένα αυγουλάκι υπάρχει μέσα μου, νομίζω ότι θα γεννήσω». Και φωνάζει ο Μπούλης «ωχ, όχιιι!!!», κι αυτή του κάνει «Τι έπαθες;». «Δεν μου αρέσουν τα παιδιά» λέει εκείνος «αλλά νομίζω, γλαροπούλα, ότι σε έχω ερωτευτεί. Κι αν θέλεις, μπορούμε να κρατήσουμε μαζί το μωρό». Αυτή με χαρά του απαντάει «ευχαρίστως, Μπούλη». Κι έτσι έφτιαξαν μια οικογένεια που αποτελείται από μια γλαροπούλα, ένα σκύλακι και ένα γλαροπουλάκι. Τι να πεις, πολύ περίεργα πράγματα συμβαίνουν στον κόσμο, αλλά ο καθένας έχει τα δικά του γούστα. ΤΟ ΓΛΑΡΟΝΙ ΤΗΣ ΚΕΝΓΚΑ Του Αλέξανδρου Καλλιπολίτη Η γλαροπούλα Κενγκά μολύνθηκε από το μαύρο κύμα. Κατάφερε να ξεφύγει και πέταξε ψηλά για να της λιώσει ο ήλιος το πετρέλαιο. Όμως ο ήλιος δεν της έκανε το χατίρι. Το πέταγμα της γινόταν όλο και πιο βαρύ όλο και πιο αργό. Έχανε δυνάμεις, έπεφτε. Μετά από λίγη ώρα προσγειώθηκε άτσαλα σε μία αυλή πλακόστρωτη, η οποία βρισκόταν μπροστά από ένα διώροφο σπίτι. Στο μεταξύ μέσα στο σπίτι έμενε μία τριμελής οικογένεια που έκανε διακοπές στο νησί. Άκουσαν ένα θόρυβο και έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει. Βρήκαν τη γλαροπούλα πεσμένη και τραυματισμένη.
5
Στην αρχή δεν κατάλαβαν ότι ήταν γλάρος επειδή ήταν καλυμμένη με πετρέλαιο. Πήραν αμέσως τηλέφωνο τον κτηνίατρο. Ο κτηνίατρος όμως ήταν στην Νάξο, ενώ η Κενγκά στην Πάρο. Έτσι ο κτηνίατρος άργησε να φτάσει. Στο μεταξύ η γλαροπούλα έκανε ένα αυγό. Οι άνθρωποι είχαν πανικοβληθεί. Δεν ήξεραν τι να κάνουν. Μετά από μερικά λεπτά η γλαροπούλα πέθανε. Ο γιατρός έφτασε μετά από λίγο. Όμως ήταν πια αργά. Η Κενγκά ήταν νεκρή. Ο κτηνίατρος, αφού βεβαιώθηκε ότι η γλαροπούλα ήταν νεκρή, πήρε μαζί του το αυγό και το πήγε στο εργαστήριο για να το εξετάσει. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων έδειξαν ότι ήταν αυγό γλάρου και ότι ήταν υγιές. Αμέσως το έβαλε σε ένα ειδικό θάλαμο ώστε να παραμείνει ζεστό. Είκοσι ημέρες το είχε εκεί το αυγό και το παρακολουθούσε. Το ξημέρωμα της 21ης ημέρας παρατήρησε ότι το αυγό είχε ραγίσει. Το μικρό γλαρόνι ήταν έτοιμο να βγει. Μετά από μερικά λεπτά εμφανίστηκε το πρώτο πόδι του πουλιού, μετά το δεύτερο και ύστερα βγήκε το ράμφος του. Σιγά σιγά λοιπόν το γλαρόνι έσπασε το αυγό και βγήκε. Ο κτηνίατρος κατευθείαν του έδωσε μια κονσέρβα για πτηνά. Το γλαρόνι την έφαγε πολύ λαίμαργα και μετά κοιμήθηκε. Έτσι πέρασαν οι επόμενοι δύο μήνες ώσπου ο γιατρός αποφάσισε να το διώξει. Ένα βράδυ λοιπόν καθώς το γλαρόνι κοιμόταν, ο γιατρός το πήρε και το άφησε στα βράχια. Μετά έφυγε. Μετά από μερικές ώρες το γλαρόνι ξύπνησε. Τρόμαξε. Ήταν σε ένα ξένο περιβάλλον και δεν ήξερε πώς να επιβιώσει. Προσπάθησε να πετάξει, αλλά δεν τα κατάφερε για πολύ. Έπεσε μέσα σε μια πετρελαιοκηλίδα, σαν τη μαμά του, μόνο που αυτό πνίγηκε. Πρέπει λοιπόν οι άνθρωποι να ευαισθητοποιηθούν, να σταματήσουν να μολύνουν τις θάλασσες και να εξοντώνουν τα ανυπεράσπιστα πουλιά σαν το μικρό γλαρόνι. Η ΓΛΑΡΟΠΟΥΛΑ ΚΑΙ Ο ΚΑΛΟΣ ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΗΣ Της Έμιλυ Κλεμάν Η γλαροπούλα μολύνθηκε από το μαύρο κύμα. Μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε να πετάξει ψηλά, αλλά ο ήλιος δεν της έλιωσε το πετρέλαιο. Το φτερούγισμά της γινόταν όλο και πιο βαρύ. Έχανε δυνάμεις. Έπεφτε. Η γλαροπούλα έπεσε μέσα στο δρόμο μιας πόλης που ήταν γεμάτος με αυτοκίνητα και καυσαέρια. Η γλαροπούλα κουρασμένη καθώς ήταν, μάζεψε την δύναμη που της είχε απομείνει και περπάτησε μέχρι που έφτασε δίπλα σε κάποιους κάδους. Εκεί ήταν μια έρημη και απομονωμένη ταβέρνα. Το βράδυ πέρασε αργά και βασανιστικά για τη γλαροπούλα, ώσπου ο ήλιος βγήκε πίσω από τις γκρίζες 6
πολυκατοικίες και ξημέρωσε. Η καημένη γλαροπούλα όχι μόνο δεν μπορούσε να πετάξει, αλλά και πεινούσε κιόλας. Το μεσημέρι έφτασε. Ένας άνθρωπος βγήκε από τη διπλανή ταβέρνα για να πετάξει τα σκουπίδια. Καθώς ο άντρας άνοιγε το καπάκι του κάδου, είδε την γλαροπούλα. Έτρεξε, τη μάζεψε και την πήγε μέσα στην ταβέρνα. Ο άνθρωπος πήγε τη γλαροπούλα στον κτηνίατρο που της έβγαλε όλο το πετρέλαιο. Το μόνο κακό ήταν ότι μαζί με το πετρέλαιο έφυγαν και τα μισά της πούπουλα. Η γλαροπούλα πέρασε περίπου δέκα μέρες στο κτηνίατρο και μετά έφυγε και πήγε στο σπίτι του άντρα που την έσωσε. Ο άντρας την φρόντισε όσο πιο καλά μπορούσε, αλλά αυτό δεν αρκούσε γιατί τα τραύματά της ήταν μεγάλα. Το μόνο που την ευχαριστούσε ήταν το φαγητό που της πρόσφερε ο καλός ταβερνιάρης. Μετά από ένα μήνα η γλαροπούλα έγινε καλά, μπορούσε και να πετάξει, αλλά δεν τολμούσε, γιατί ένιωθε ανασφάλεια. Άλλωστε αισθανόταν ευγνωμοσύνη για τον άντρα και δεν ήθελε να τον αφήσει. Ο άντρας την κράτησε, γιατί την αγαπούσε κι αυτός, δεν ήθελε να την αφήσει να φύγει. Την πήρε και στην ταβέρνα του όπου έγινε η mascot του μαγαζιού. Χάρη σε αυτήν, η έρημη ταβέρνα γέμισε με κόσμο. Τέλος η γλαροπούλα έζησε για πολλά χρόνια και άφησε πίσω της και απόγονο, τη μονάκριβη θυγατέρα της. Η ΓΛΑΡΟΠΟΥΛΑ ΚΑΙ Ο ΜΟΧΘΗΡΟΣ ΓΑΤΟΣ Του Αντώνη Κοντοκριθάκη Η γλαροπούλα μολύνθηκε από το μαύρο κύμα. Μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε να πετάξει αλλά ο ήλιος δεν της έλιωσε το πετρέλαιο. Το φτερούγισμα της γινόταν όλο και πιο βαρύ. Έχανε δυνάμεις. Έπεφτε. Η γλαροπούλα βρέθηκε φαρδιά πλατιά στο καπάκι ενός σκουπιδοτενεκέ έξω από μία αποθήκη. Ήταν στο παλιό λιμάνι της πόλης με τις ψαρόβαρκες. Ήξερε καλά το μέρος γιατί εκεί έβρισκε εύκολα τροφή και είχε πολλούς φίλους. Με το τράνταγμα του κάδου ταρακουνήθηκε ένας διπλανός κάδος, με αποτέλεσμα να τρομάξει ένας μοχθηρός και άσχημος γάτος. Μόλις συνήρθε από την τρομάρα του, ρώτησε τη γλαροπούλα πώς έγινε τόσο άσχημη και βρόμικη. Εκείνη του απάντησε πως την είχε παρασύρει το μαύρο, γεμάτο πετρέλαιο κύμα και πως από στιγμή σε στιγμή θα πεθάνει. Στο μεταξύ η γλαροπούλα γέννησε ένα αυγό σε μια παρατημένη φωλιά ενός χελιδονιού, που ήταν κάτω από τη στέγη της αποθήκης, και παρακάλεσε τον γάτο να φωνάξει τον γείτονα γλάρο για να το προσέχει. Αυτός δέχτηκε μετά χαράς γιατί είχει κατά νου να 7
φάει το αυγό της. Η γλαροπούλα ξεψύχησε με τη σιγουριά πως το αυγό της θα είναι σε καλά χέρια. Ο γάτος κατευθύνθηκε προς τη φωλιά όπου πάνω στα άχυρα ήταν ένα μικρό αυγό. Με ένα σάλτο και υπερδυνάμεις από τη λιγούρα, σκαρφάλωσε και κατάφερε να φτάσει το αυγό. Τη στιγμή που πήγε να το ανοίξει στα δύο, έρχεται από τον αέρα ένας ρωμαλέος και όμορφος γλάρος και με όλη του την δύναμη άρχισε να τον τσιμπάει με το ράμφος του. Ο μοχθηρός γάτος είχε πάρα πολλά τραύματα. Πήρε όμως ένα καλό μάθημα που του έμεινε αξέχαστο. Το αυγό εκκολάφθηκε ομαλά και ένα όμορφο γλαρόπουλο μεγάλωσε πλάι στον δυνατό γλάρο. Η ΓΛΑΡΟΠΟΥΛΑ ΣΤΑ ΚΕΡΑΜΙΔΙΑ ΕΝΟΣ ΣΠΙΤΙΟΥ Της Νεκταρίας Λιγοψυχάκη Η γλαροπούλα μολύνθηκε από το μαύρο κύμα. Μετά απο πολλές προσπάθειες κατάφερε να πετάξει, αλλά ο ήλιος δεν της έλιωσε το πετρέλαιο. Το φτερούγισμα της γινόταν όλο και πιο βαρύ. Έχανε δυνάμεις. Έπεφτε. Η γλαροπούλα έπεσε πάνω στα κεραμίδια ενός σπιτιού. Όταν έπεσε, ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος. Οι ιδιοκτήτες του σπιτιού έλειπαν, είχαν πάει να φάνε σ’ ένα εστιατόριο. Μέσα στο σπίτι είχε μείνει ένα θηλυκό γατάκι που κοιμόταν στο πανέρι με τη μάνα του. Οι γάτες άκουσαν τον κτύπο και φοβήθηκαν, κρύφτηκαν. Όμως η γατούλα ήταν θαρραλέα και από το παράθυρο της κουζίνας πήδηξε στα κεραμίδια. Δεν έκανε πολλή ώρα για να αντρικρύσει τη γλαροπούλα. Σε λίγο η μαμά γάτα ανέβηκε κι αυτή στα κεραμίδια για να δει τι συνέβη. Τα γατιά σκούντηξαν την γλαροπούλα για να δουν αν ζει. Η γλαροπούλα έβγαλε γοερές κραυγές. Τα γατιά τη ρώτησαν τι έχει κι αυτή τους διηγήθηκε την ιστορία της. Τα γατιά έτρεξαν αμέσως να φέρουν βοήθεια. Έφεραν κι άλλα πολλά πουλιά και γατιά. Η γατούλα, που την έλεγαν Ζιγάν, ρώτησε τη Κεγκά τι ήθελε να κάνουν για αυτή. Η Κεγκά ήταν σίγουρη πως με τίποτα δεν θα μπορούσαν να βγάλουν το πετρέλαιο από πάνω της, αλλά τους είπε: «Προσπαθείστε να βγάλετε το πετρέλαιο από πάνω μου». Τα ζώα ήταν έξυπνα, γι’ αυτό πήραν χλωριούχο νερό και την έβρεχαν για αρκετή ώρα. Το πετρέλαιο κάποια στιγμή ξεκόλλησε από τα φτερά της. Έτσι κατάφεραν να αφαιρέσουν από πάνω της αρκετή ποσότητα από την παχύρρευστη ουσία. Η γλαροπούλα είχε γίνει ήδη καλύτερα και ευχαρίστησε όλα τα ζώα. Τα ζώα έφυγαν. Η γλαροπούλα κάθισε στον ήλιο και της έφυγαν και τα τελευταία ίχνη 8
πετρελαίου. Μετά ευχαρίστησε τα γατιά του σπιτιού και πέταξε ψηλά στον ουρανό. Μέχρι να πάνε τα γατιά στο σπίτι, οι ιδιοκτήτες είχαν επιστρέψει. Μετά από λίγες μέρες η Κεγκά γέννησε ένα αυγό. Όταν το αυγό έσπασε, βγήκε ένα υπέροχο γλαρόπουλο. Η Κενγκά ήταν πολύ περήφανη και το πήγαινε καθημερινά στη Ζιγάν και στη μαμά της για να το δουν. Η ΓΛΑΡΟΠΟΥΛΑ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΥΝΗΓΟΥΣ Του Γιάγκου Μαράκη Η γλαροπούλα μολύνθηκε από το μαύρο κύμα. Μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε να πετάξει, αλλά ο ήλιος δεν της έλιωσε το πετρέλαιο από τα φτερά. Το φτερούγισμα άρχισε να γίνεται όλο και πιο βαρύ. Έχανε δυνάμεις. Έπεφτε. Ώσπου τελικά έπεσε σ’ ένα πυκνό και καταπράσινο δάσος. Όμως για κακή της τύχη, τότε ήταν εποχή κυνηγιού. Πολλοί κυνηγοί βρισκόντουσαν στο δάσος εκείνη την ημέρα. Η Κενγκά όμως δεν το ήξερε αυτό, ώσπου είδε δυο πάπιες να συζητάνε για πολλούς συγγενείς τους οι οποίοι είχαν σκοτωθεί την εποχή του κυνηγιού. Η Κενγκά τρόμαξε! Και φοβήθηκε ακόμα περισσότερο, όταν είδε μια ψόφια μπεκάτσα μπροστά της. Η Κενγκά πανικοβλημένη έτρεχε πέρα δώθε και δεν ήξερε τι να κάνει όσο τα φτερά της ήταν ακόμα μολυσμένα και βαριά. Μια στιγμή είδε μπροστά της μια κουφάλα βελανιδιάς και χώθηκε μέσα. Όμως αυτή η κουφάλα φιλοξενούσε και κάποιους άλλους. Μια οικογένεια σκίουρων! Οι σκίουροι μόλις την είδαν τρόμαξαν και πήδηξαν έξω από την κουφάλα. Ύστερα από λίγο, με μια μικρή ματιά κατάλαβαν ότι ήταν ένας γλάρος. Η Κενγκά ωστόσο δεν είχε αντιληφθεί ακόμα τίποτα. Οι σκίουροι διέδωσαν το νέο σ’ όλο το δάσος πως ένας καινούργιος φίλος ήρθε κοντά τους. Η Κενγκά ένιωσε μια βαβούρα και βγήκε από την κουφάλα, ενώ ο ήλιος είχε δύσει και οι κυνηγοί είχαν φύγει. Είδε λοιπόν όλα τα ζώα του δάσους να την κοιτάζουν. Μια στιγμή, μια κουκουβάγια πήρε πρωτοβουλία και μίλησε στην Κενγκά. Τη ρώτησε ποια είναι και γιατί ήταν τα φτερά της σ’ αυτά τα χάλια. Η Κενγκά της εξήγησε τι της είχε συμβεί και τα ζώα του δάσους της πρότειναν να μείνει μαζί τους και να τη βοηθήσουν με τα φτερά της. Η Κενγκά δέχτηκε να μείνει μαζί τους. Τα υπόλοιπα ζώα του δάσους την οδήγησαν σ’ έναν καταρράκτη και της είπαν ότι τα νερά αυτά είναι ιαματικά και ξεπλένουν τα πάντα. Η Κενγκά απελευθερώθηκε από το πετρέλαιο και ευχαρίστησε τα ζώα του δάσους για την πολύτιμη βοήθειά τους. Όμως μετά η Κενγκά έπρεπε να φύγει. Τους ευχαρίστησε, αλλά και τους απογοήτευσε με την απόφασή της να φύγει. Έτσι, με το πρώτο σμήνος που 9
αντίκρισε χάθηκε μέσα στα σύννεφα. Τα ζώα του δάσους δεν τη ξαναείδαν. Η Κενγκά με τη νέα της ομάδα γύρισε στη μολυσμένη, όπως και πριν, θάλασσα. ΜΙΑ ΓΛΑΡΟΠΟΥΛΑ ΣΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΜΟΥ Του Λευτέρη Παγωνάκη Η γλαροπούλα Κενγκά μολύνθηκε από το μαύρο κύμα. Μετά απο πολλές προσπάθειες κατάφερε να πετάξει ψηλά, όμως ο ήλιος δεν της έλιωσε το πετρέλαιο. Το φτερούγισμά της γινόταν όλο και πιο βαρύ, όλο και πιο αργό. Έχανε δυνάμεις, έπεφτε. Ξαφνικά, ακούω ένα θόρυβο. Κοίταξα από το τζάμι και είδα μια γλαροπούλα τραυματισμένη στο μπαλκόνι μου. Στην αρχή φοβήθηκα γιατί είδα μια μαύρη ουσία πάνω της και νόμιζα πως ήταν άρρωστη. Μετά όμως που μπήκε μέσα στο δωμάτιο μια έντονη και δυσάρεστη μυρωδιά, βγήκα έξω να δω τι μυρίζει. Τελικά ήταν η γλαροπούλα που μύριζε πετρέλαιο. Την ακούμπησα στο λαιμό και οι παλμοί της χτυπούσαν αργά και κατάλαβα πως θα πέθαινε. Αποφάσισα να την πάρω μαζί μου και να τη γιατρέψω. Πρώτα γέμισα τη μπανιέρα με καυτό νερό και την έβαλα μέσα μήπως φύγει το πετρέλαιο. Φαίνεται ότι τα κατάφερα γιατί έφυγε πάρα πολύ πετρέλαιο σε σημείο που ξεκόλλησαν τα φτερά της. Μετά την έβαλα να κάτσει για να της κάνω πιστολάκι και με το πιστολάκι στέγνωσε. Έπειτα σκέφτηκα να επαναλάβω τη διαδικασία για δεύτερη φορά και πραγματικά αυτή τη φορά το πετρέλαιο έφυγε όλο. Τα φτερά της και το σώμα της καθάρισαν και μπορούσε να τα κουνήσει, να πετάξει. Εγώ όμως δεν την άφησα επειδή ήταν εξαντλημένη. Έτρεξα να την πάω στο κτηνιατρείο αλλά ήταν κλειστό λόγω Χριστουγέννων. Το βράδυ έκανε ένα αυγό και τα ξημερώματα ξεψύχησε. Εγώ λυπήθηκα πολύ, αλλά τουλάχιστον άφησε ένα αυγό να το φροντίζω μέχρι να γεννηθεί το γλαρόνι, να μεγαλώσει και να πετάξει να φύγει. Το έβαλα σε μια κλούβα με τριφύλλια και από πάνω μια θερμαινόμενη κουβέρτα για να είναι πιο ζεστά. Μετά από μέρες, κι ενώ κοιμόμουν δίπλα του, άκουσα έναν δυνατό κρότο στα αυτιά μου και ξύπνησα: το αυγό είχε σπάσει και το πουλί γεννήθηκε. Αλλά το πουλάκι πεινούσε πολύ, έτσι και εγώ άνοιξα το παράθυρο και έβαλα στο τραπέζι ένα πιάτο με κρέας. Τότε εκατοντάδες μύγες μπήκαν μέσα. Εγώ άρχισα με τη μυγοσκοτώστρα να τις σκοτώνω και κατάφερα να γεμίσω ένα μικρό βάζο. Κάθε μέρα του έδινα από δέκα μύγες και μετά κοιμότανε. Όλα αυτά για ένα χρόνο μέχρι που μεγάλωσε και μπορούσε να πετάξει. Πριν φύγει, του έδωσα ένα μπολ μύγες, τις έφαγε και μετά το άφησα να φύγει.
10
Η ΓΛΑΡΟΠΟΥΛΑ ΚΑΙ Ο ΟΡΕΙΒΑΤΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΟΥ ΕΒΕΡΕΣΤ Της Νίκης Περβολιανάκη Η γλαροπούλα Κενγκά μολύνθηκε από το μαύρο κύμα. Μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε να πετάξει ψηλά, όμως ο ήλιος δεν της έλιωσε το πετρέλαιο. Το φτερούγισμα της γίνονταν όλο και πιο βαρύ, όλο και πιο αργό. Έχανε δυνάμεις. Καθώς, η γλαροπούλα πετούσε, έπεσε ξαφνικά στην κορυφή του Έβερεστ. Όταν συνήλθε από το σοκ που είχε υποστεί, ήταν τρομοκρατημένη. Κρύωνε γιατί ήταν σε υψόμετρο 8.800 χιλιομέτρων. Τότε, είδε έναν ορειβάτη να περπατάει δίπλα της. Άρχισε να κρώζει, αλλά μάταια, ο ορειβάτης φορούσε ακουστικά και άκουγε μουσική στο MP3 του. Η γλαροπούλα έβαλε τα δυνατά της και έκρωξε με όλη τη δύναμη που της είχε απομείνει. Τελικά, ο ορειβάτης την άκουσε και της είπε: Καημένο, πουλάκι! Είσαι πολύ ταλαιπωρημένο! Ναι, είμαι! Θα με βοηθήσεις; έκρωξε δυνατά. Δεν καταλαβαίνω τι μου λες. Κρα, κρα, κρα, έκρωζε ξανά και ξανά η γλαροπούλα Τι κάνεις εδώ; Πώς βρέθηκες εδώ; Οι γλάροι δεν συχνάζουν σε υψόμετρο 8.800 χιλιομέτρων. Κρα, κρα, κρα, έκρωζε ξανά και ξανά θυμωμένη. Έλα κοντά μου! Θα σου δώσω φαγητό και στέγη. Έλα, 200 μέτρα πιο κάτω είναι η σκηνή μου. Τότε η γλαροπούλα πήγε μαζί με τον ορειβάτη στη σκηνή του. Εκεί γνωρίστηκαν, ο ορειβάτης έδωσε όνομα στην γλαροπούλα, την έπλυνε, την τάισε κονσέρβα ψάρι και την ζέστανε κάτω από μία κουβέρτα. Λοιπόν, σ’ αρέσει η σκηνή μου; Δεν είναι πολυτελείας, αλλά… εντάξει. Πώς, πώς, μ’ αρέσει! έκρωξε τρισευτυχισμένη η γλαροπούλα Λοιπόν, εμένα με λένε Louis και προέρχομαι από μια εξίσου κρύα χώρα, τη Σουηδία. Φαντάζομαι, εσύ θα έρχεσαι από μια πιο ζεστή περιοχή, είπε ο ορειβάτης. Εγώ δεν έχω όνομα! Και είμαι από την Ισπανία, έκρωξε με χαρά η γλαροπούλα. Λοιπόν, θα σε βγάλω Κενγκά! Έτσι έλεγαν την γιαγιά μου. Αχ! Τι θυμήθηκα τώρα! Θυμήθηκα πώς με φρόντιζε όταν ήμουν παιδί! και του κύλησε ένα δάκρυ ενώ μιλούσε.
11
Ξαφνικά ακούστηκε ένας θόρυβος. Ο Louis παραξενεύτηκε. Βγήκε έξω να δει αν ήταν κανένα βόδι γιακ που, ως γνωστόν, αντέχει σε μεγάλα υψόμετρα. Όμως δεν είδε τίποτα. Μπήκε μέσα και δεν πίστευε στα ματιά του. Η γλαροπούλα είχε γεννήσει 3 αυγά. Ο Louis πήγε κοντά της αλλά η ανάσα της γινόταν όλο και πιο αχνή. Βγήκε έξω και έσκαψε ένα μικρό λάκο. Όταν μπήκε μέσα η γλαροπούλα είχε ήδη ξεψυχήσει. Την έθαψε και μετά από 20 ημέρες που γεννηθήκαν τα γλαρόνια, τα φρόντιζε συνεχώς. Η ΓΛΑΡΟΠΟΥΛΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΟΥ ΑΪ ΒΑΣΙΛΗ Του Στέλιου Σαρρή Η γλαροπούλα Κενγκά μολύνθηκε από το μαύρο κύμα. Ύστερα από πολλές προσπάθειες, κατάφερε να πετάξει ψηλά για να της λειώσει ο ήλιος το πετρέλαιο. Όμως ο ήλιος δεν της έκανε το χατίρι. Το φτερούγισμά της άρχισε να γίνεται όλο και πιο βαρύ, όλο και πιο αργό. Έχανε δυνάμεις, έπεφτε. Έπεσε στο χωριό του Άι Βασίλη, στη χιονισμένη Λαπωνία. Ήμουν και εγώ εκεί με την οικογένειά μου. Τη βρήκαμε μέσα στο χιόνι και κρύωνε. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Στην αρχή την πήραμε και την πλύναμε στο ξενοδοχείο όπου μέναμε. Έβγαλε πολύ πετρέλαιο από πάνω της. Όμως είχε τραυματιστεί στο αριστερό πόδι και έβγαζε αίμα. Το κακό ήταν ότι δεν την είδαμε μόνο εμείς! Την είδε κι ένας άνθρωπος που η προστασία των ζώων τού είχε γίνει έμμονη ιδέα και νόμιζε ότι θέλαμε να της κάνουμε κακό, να την κάνουμε τσάντα ή φαγητό, δεν ξέρω τι ακριβώς πίστευε. Αυτός λοιπόν τηλεφώνησε στην αστυνομία και για να τον πάρουν σοβαρά είπε ότι κρατούσαμε όμηρο έναν άνθρωπο. Η αστυνομία ήρθε πολύ γρήγορα με ελικόπτερα, στρατιώτες και περιπολικά. Με τις ντουντούκες μας φώναζαν ότι είμαστε περικυκλωμένοι και να βγούμε να παραδοθούμε. Βγήκαμε έκπληκτοι κι εγώ κρατούσα τη γλαροπούλα. Ο άνθρωπος που έκανε την καταγγελία, μου την άρπαξε και είπε στους αστυνομικούς ότι τελικά κρατούσαμε γλαροπούλα όμηρο και όχι άνθρωπο. Εμείς γελάσαμε, αλλά οι αστυνομικοί δεν είχανε την ίδια γνώμη και τον συλλάβανε για ψευδή καταγγελία. Εμείς συνεχίσαμε το πρόγραμμά μας και κάναμε επίσκεψη στον Άι Βασίλη. Φορούσε μια ζεστή γούνα και μάλλινο σκούφο. Του διηγήθηκα όλη αυτήν την ιστορία και μου είπε ότι έχω πλούσια φαντασία και μου έδωσε για δώρο ένα Playstation 4. Μάλλον δεν με πίστεψε, δεν ξέρω γιατί, αλλά ούτε που με ένοιαξε. Αυτό που με ένοιαζε εκείνη τη στιγμή ήταν το... Playstation 4. Ήμασταν όλοι καλά και συνεχίσαμε το ταξίδι μας πάνω στο έλκηθρο στις
12
απέραντες παγωμένες εκτάσεις. Όσο για τη γλαροπούλα, την παραδώσαμε στον ξενοδόχο που ήταν φιλόζωος. Η ΓΛΑΡΟΠΟΥΛΑ ΑΠΟΤΡΕΠΕΙ ΜΙΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
Του Γιώργου Σεργάκη
Η γλαροπούλα Κενγκά μολύνθηκε από το μαύρο κύμα. Ύστερα από πολλές προσπάθειες κατάφερε να πετάξει για να της λιώσει ο ήλιος το πετρέλαιο. Όμως ο ήλιος δεν της έκανε το χατίρι. Το φτερούγισμά της άρχισε να γίνεται όλο πιο βαρύ, όλο πιο αργό. Έχανε δυνάμεις, έπεφτε. Καθώς έπεφτε, προσευχήθηκε στον θεό των πτηνών για τη ζωή της. Με πολλή προσπάθεια άνοιξε τα γλιτσερά φτερά της και ανάκτησε τον έλεγχο της πτήσης της. Προσγειώθηκε ομαλά πάνω σε έναν αυτοκινητόδρομο, αλλά λίγο έλειψε να πέσει στο παρμπρίζ ενός κόκκινου σπορ αμαξιού που περνούσε. Αναρωτιόταν πού βρισκόταν. Με τα αδύναμα ποδαράκια της κατάφερε να καλύψει μεγάλη απόσταση. Βρήκε ένα πάρκο με μία λιμνούλα στην οποία ξεπλύθηκε από το πετρέλαιο. Έπειτα, άρχισε να ψάχνει κάποιον να μιλήσει, να του πει ότι έχει δημιουργηθεί πετρελαιοκηλίδα. Τελικά μίλησε σε έναν αετό που είχε γνωριμίες στην περιβαλλοντική οργάνωση Greenpeace και ο οποίος της είπε ότι θα έκανε ό,τι μπορούσε. Είχε ξεχάσει σχεδόν ότι ήταν εξαντλημένη, ότι πεινούσε και ότι διψούσε μέχρι θανάτου. Έτσι, βρέθηκε να ζητιανεύει σε ένα κοντινό εστιατόριο. Όταν πια είχε χορτάσει, πέταξε σε μία απελπισμένη προσπάθεια να εντοπίσει το σμήνος της. Ήξερε ότι είχαν φύγει, αλλά η ελπίδα να ξαναγυρίσει τη ζωή της εκεί που ήταν, δεν είχε σβήσει. Είδε ελικόπτερα και αεροπλάνα να περνούν, ξένα σμήνη, ακόμα κι ένα διαστημόπλοιο που έπεφτε, αλλά δεν την ένοιαζε διόλου. Τότε είδε τον ουρανό να σκοτεινιάζει στα ξαφνικά. Κάτι κακό θα συνέβαινε. Χιλιάδες αεροπλάνα εμφανίστηκαν και κάτι μαύρα πράγματα έπεφταν από αυτά. Ακολούθησαν εκρήξεις, και η Κενγκά, που τώρα πια είχε ανακτήσει τις δυνάμεις της, έκανε μεταβολή και πήγε προς το μέρος που βρισκόταν η κατάρα των θαλασσών. Είδε εκεί βάρκες και ελικόπτερα, και το νερό πολύ πιο καθαρό. Σε μία από τις βάρκες βρισκόταν και ο αετός στον οποίο είχε μιλήσει πιο πριν. Εκείνος με το που την είδε, έκανε σήμα στον οδηγό να σταματήσει και να κατευθυνθεί προς εκείνη. Τότε ο αετός εξήγησε στον οδηγό, που από ό,τι καταλαβε η Κενγκά, ήταν ανώτατο στέλεχος της Greenpeace, ότι αυτή τον ειδοποίησε για την ύπαρξη της πετρελαιοκηλίδας. Ο άνθρωπος της έδωσε συγχαρητήρια. Μετά από λίγες ώρες, όταν πια η πετρελαιοκηλίδα ήταν υπό έλεγχο, μετέφεραν τη γλαροπούλα στα κεντρικά γραφεία της Greenpeace και την κράτησαν μέχρι να ξεπεράσει το σώμα της το πετρέλαιο. Τότε την απελευθέρωσαν.
13
Η ΓΛΑΡΟΠΟΥΛΑ ΚΕΝΓΚΑ ΚΑΙ Η ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ ΓΑΤΟΠΑΡΕΑ Του Δημήτρη Σκουμπάκη Η γλαροπούλα Κενγκά μολύνθηκε από το μαύρο κύμα. Ύστερα από πολλές προσπάθειες κατάφερε να πετάξει ψηλά για να της λειώσει ο ήλιος το πετρέλαιο. Όμως ο ήλιος δεν της έκανε το χατίρι, το φτερούγισμά της άρχισε να γίνεται όλο και πιο βαρύ, όλο και πιο αργό. Έχανε δυνάμεις, έπεφτε. Φοβήθηκε μην σκοτωθεί από την κακή προσγείωση και έβαλε όλη της τη δύναμη να συνεχίσει να πετάει. Μέσα της ένιωθε πως ήταν κοντά στο προορισμό που είχε βάλει με το σμήνος της. Όμως ήταν πια βράδυ, η γλαροπούλα ήταν πολύ κουρασμένη και δεν μπορούσε να αντέξει πια το βάρος του πετρελαίου κι έτσι έπεσε. Εκεί τώρα ήταν μια γατοπαρέα και είδαν κάτι να πέφτει από τον ουρανό. «Τι ήταν αυτό;» είπε ο Μπούλης. «Αστέρι έπεσε από τον ουρανό! πω πω!» πετάχτηκε η Τριχόμπαλα. «Τι λες μωρέ;», αντιμίλησε ο Ντούπης. «Πάμε να δούμε τι είναι» είπε ο Μαλλιάς. Τρέξαν όλοι προς τα εκεί και τι να δουν; «Μια γλαροπούλα!» είπε η Τριχόμπαλα και ο Μαλιάς του είπε «και τι γλαροπούλα, όμορφη, ψηλή, άντε σού ’φεξε, σού ’φεξε!». Η Τριχόμπαλα σκέφτηκε λίγο και του αντιμίλησε «τι λες μωρέ, εγώ είμαι γάτος κι αυτή είναι γλαροπούλα». «Ωχ, ναι, πάλι κοτσάνα πέταξα!» είπε ο Μαλλιάς. Ο Μπούλης, τώρα, που ήταν και ευαίσθητος, πήγε κοντά στη γλαροπούλα και τη ρώτησε «πώς σε λένε;» Η γλαροπούλα έκρωξε «με λένε Κε-κε-κενγκά, χρειάζομαι βοήθεια, σας παρακαλώ.» Οι γάτοι συνεδρίασαν και αποφάσισαν να βοηθήσουν την Κενγκά. «Τι θες να κάνουμε για σένα;» ρωτάει ο Ντούπης. Η γλαροπούλα του απάντησε «σας παρακαλώ πηγαίνετε να μου φέρετε φαγητό και λίγο καθαρό νερό να ξεπλυθώ, γιατί το παχύρρευστο κύμα με πήρε από κάτω». Όλοι οι γάτοι έτρεξαν γρήγορα να φέρουν αυτά που ζήτησε η Κενγκά. Ο Μπούλης και ο Ντούπης την τάισαν και η Τριχόμπαλα και ο Μαλλιάς την έπλυναν. Μετά από πολλή φροντίδα από τη γατοπαρέα η Κενγκά ανάρρωσε. Έκανε πολλές προσπάθειες να πετάξει, αλλά δεν μπορούσε. «Σαν να έχω ξεχάσει να πετάω» είπε η Κενγκά. Έκατσε να ξεκουραστεί και την επόμενη μέρα είδε στον ουρανό το σμήνος της. Από τη λαχτάρα της, ευχαρίστησε γρήγορα τους τέσσερις γάτους και είπε στην Τριχόμπαλα «θα ξαναγυρίσω». Μετά έτρεξε γρήγορα και απογειώθηκε. Έφτασε το σμήνος της και συνέχισε να πετάει μαζί του.
14
Η ΓΛΑΡΟΠΟΥΛΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ Της Αμαλίας Τερεζάκη Η γλαροπούλα Κενγκά μολύνθηκε από το μαύρο κύμα. Ύστερα από πολλές προσπάθειες κατάφερε να πετάξει ψηλά για να της λιώσει ο ήλιος το πετρέλαιο, όμως αυτός δεν της έκανε το χατίρι. Το φτερούγισμά της άρχισε να γίνεται όλο και πιο βαρύ, όλο και πιο αργό. Έχανε δυνάμεις, έπεφτε. Κάποια στιγμή η Κενγκά είδε ένα μικρό λόφο και ένα δέντρο με μια τεράστια κουφάλα. Μόλις που κατάφερε να κουμαντάρει το φτερούγισμά της ώστε να μπει στην κουφάλα να ξαποστάσει. Μετά από λίγο μια παρέα παιδιών πήγε να παίξει εκεί κοντά. Καθώς τα παιδιά παίζανε κρυφτό, ένα μικρό κοριτσάκι πήγε να κρυφτεί την κουφάλα της Κενγκά. Το κοριτσάκι μόλις είδε την Κενγκά σε τέτοια χάλια, πήγε κατευθείαν στον μπαμπά της, που ήταν κτηνίατρος, και του είπε πως βρήκε μια γλαροπούλα σε άθλια κατάσταση. Ο πατέρας της έτρεξε και πήρε την Κενγκά στο ιατρείο του. Πίσω του η κόρη του ανήσυχη για το τι θα πάθει η νέα της φίλη. Παρόλο που δεν μπορούν οι άνθρωποι να μάθουν τις ιστορίες των ζώων, το κοριτσάκι μπορούσε να καταλάβει τι είχε γίνει στο περίπου. Ο πατέρας της ο κτηνίατρος της είπε πως η γλαροπούλα θα μπορέσει να πετάξει ξανά. Επίσης της είπε και πως θα πρέπει να τη φροντίζουν ιδιαίτερα, διότι όταν η γλαροπούλα καθάριζε την ουρά της για να μπορέσει να πετάξει μακριά από το μαύρο γεμάτο πετρέλαιο κύμα, έβγαλε όλα της τα πούπουλα με το ράμφος της και αυτό της έχει δημιουργήσει μια μικρή μόλυνση. Την ίδια μέρα η Κενγκά ευχαριστούσε με όλη τη δύναμη της καρδιάς και της ψυχής της το κοριτσάκι και τον πατέρα του. Μετά από ένα χρόνο η Κενγκά μπορούσε να ξαναπετάξει! Ήταν τόσο χαρούμενη, τόσο ευτυχισμένη! Λίγες μέρες μετά, την άφησαν να φύγει. Στον ουρανό είδαν τις συντρόφισσες της Κενγκά από τον Κόκκινο Φάρο να πηγαίνουν νότια και τη γλαροπούλα να τις ακολουθάει. Μόλις το σμήνος απομακρύνθηκε, ο πατέρας της μικρής έσκυψε και φίλησε την κόρη του στα μαλλιά συγκινημένος.
15
ΓΛΑΡΟΙ ΚΑΙ ΑΛΕΠΟΥΔΕΣ Της Κατερίνας Τρουλάκη Η γλαροπούλα Κενγκά μολύνθηκε από το μαύρο κύμα. Ύστερα από πολλές προσπάθειες κατάφερε να πετάξει ψηλά για να της λιώσει ο ήλιος το πετρέλαιο, όμως ο ήλιος δεν της έκανε το χατίρι. Το φτερούγισμά της γινόταν όλο και πιο βαρύ, όλο και πιο αργό. Έχανε δυνάμεις, έπεφτε. Καθώς έπεφτε, σκεφτόταν τι θα κάνει με τα παιδιά της, που είναι σε μια φωλιά κοντά στην ακτή, πώς θα ζήσουν αν αυτή πεθάνει. Προσγειώθηκε κοντά σε ένα βουνό, όπου ζούσε ένα ζευγάρι αλεπούδων με τα αλεπουδάκια τους. Μόλις έπεσε, η αλεπού που είχε χρώμα κανελί και την έλεγαν Κανέλα, έτρεξε προς το μέρος της. Σκόπευε να φάει τη γλαροπούλα, αλλά είδε το πετρέλαιο και άλλαξε γνώμη. Η Κενγκά καθώς ξεψυχούσε ψιθύρισε: «Στην ακτή... κάτω από το αλμυρίκι...σε παρακαλώ, πρόσεχέ τα!». Η αλεπού αναρωτήθηκε τι να εννοεί και έτσι πήγε στην ακτή και βρήκε τη φωλιά με τα γλαρόνια. Η αλεπού τα λυπήθηκε και έτσι πήρε μαζί της τη φωλιά με τα μικρά και τη μετέφερε στη δική της, σε μία κουφάλα δέντρου. Τα αλεπουδάκια της θέλοντας να παίξουν με τα δύο γλαρόνια έκαναν αλεπουδίσια πράγματα, όπως το να δαγκώνουν τις μικρές τους φτερούγες. Αλλά τα μικρά γλαρόνια δεν έβρισκαν αυτό το παιχνίδι διασκεδαστικό, αντιθέτως πονούσαν. Τα αλεπουδάκια το κατάλαβαν κι έτσι το σταμάτησαν. Η αλεπού κάλεσε τη Σκιά, τη φίλη της τη λύκαινα, από το βουνό, για βοήθεια. Η Σκιά της είπε ότι αυτή, που είχε ταξιδέψει σε πολλά μέρη, κατάφερε κάποτε να μεγαλώσει ένα γατάκι. Η αλεπού τη ρώτησε τι μπορεί να δώσει στα μικρά να φάνε και η Σκιά της είπε: «Άκου, εγώ, όταν απογαλακτίστηκε το γατάκι μου, του έδινα ψάρι, το οποίο ψάρευα από τον διπλανό καταρράκτη. Βέβαια, τα πτηνά δεν πίνουν γάλα, αλλά είναι πουλιά της θάλασσας. Εγώ πιστεύω, Κανέλα, ότι πρέπει να ψαρέψεις και να τα ταΐσεις ψαράκια», είπε η Σκιά και με αυτά τα λόγια έτρεξε σαν αστραπή προς το βουνό της. Η Κανέλα δεν ήξερε να ψαρεύει, αλλά τα καημένα τα γλαρόνια πεινούσαν τόσο πολύ που πείστηκε και πήγε να ψαρέψει. Τελικά έπιασε ένα σολομό που της φάνηκε αρκετός για δύο μικρά γλαρόνια. Πήγε στη φωλιά της και τι να δει! Τα αλεπουδάκια κοιμόντουσαν αγκαλιά με τα μικρά γλαρόνια. Έτσι αποφάσισε να αφήσει το ψάρι για μετά και κοιμήθηκε και αυτή. Την άλλη μέρα ξύπνησε και είδε τα ψαροκόκαλα πεταμένα. Ο καιρός περνούσε και τα γλαρόνια μεγάλωσαν και έγιναν γλάροι. Για ένα χρόνο παρακολουθούσαν έναν αετό και έμαθαν να πετάνε. Η Κανέλα ήταν περήφανη για τα γλαρόνια, που μεγάλωσαν φυσιολογικά, και για τα αλεπουδάκια, που έγιναν ολόκληρες αλεπούδες. Η Σκιά καμάρωνε κι αυτή τα γλαρόνια, όταν μια μέρα τα είδε να πετάνε ψηλά στον ουρανό.
16