2019-2020
ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΜΑΘΗΤΩΝ Α’ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
ΕΜΠΝΕΟΜΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
Επιμέλεια : Μαρία Μαγουλά
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Εμπνέομαι από την Αρχαία Ιστορία Δημιουργική γραφή και εικαστική δημιουργία Οι μαθητές της Α΄ τάξης (Α1, Α2, Α4) του Γυμνασίου Πλατανιά αφού συγκέντρωσαν πληροφορίες που αφορούν την ελληνική μυθολογία και την Αρχαία Ιστορία (άθλοι του Ηρακλή, Μινωικός πολιτισμός, Μυκηναϊκός πολιτισμός, η ζωή στην αρχαία Σπάρτη, περσικοί πόλεμοι, Μέγας Αλέξανδρος κ.ά.) δημιούργησαν κείμενο (διήγημα, παραμύθι) εμπνεόμενοι από τα συγκεκριμένα στοιχεία και ιστορικά γεγονότα ή την ανάπτυξη πολιτισμών. Στη συνέχεια αρκετοί μαθητές απέδωσαν τα θέματα που τους δόθηκαν δημιουργώντας καλλιτεχνικά έργα. Οι μαθητές εργάστηκαν σε ομάδες. Περιεχόμενα Η καθημερινότητα ενός ανθρώπου της Παλαιολιθικής εποχής, Α1
Ο Φιλόθεος και η ζωή στη μινωική Κρήτη, Α1
Κροίσος, ο Λυδός βασιλιάς που έγινε δούλος, Α1
Ο Ηρακλής και τα βόδια του Γηρυόνη και Ο Ηρακλής και ο Κέρβερος του Άδη, Α1
Γόρδιος δεσμός, Α1
Διαγωνισμός κοσμήματος στις Μυκήνες, Α2
Παγκράτιο στην αρχαία Ολυμπία, Α2
Μια ζωή χωρίς αξία, Α2
Τρέξιμο… μέχρι θανάτου, Α2
Σόλωνας, ένας σοφός νομοθέτης, Α2
Ο Πυθαγόρας, ένας επιμελής μαθητής στην αρχαία Αθήνα, Α2
Το παιδί που έγινε καλλιτέχνης, Α4
Ο βασιλιάς που έγινε… ζητιάνος, Α4
Κλεισθένης, ένας σοφός πολιτικός. Α4
Παναθήναια, μια γιορτή χαράς και διασκέδασης, Α4
Η προδοσία που οδήγησε… σε προδοσία, Α4
Βιβλιογραφία Αρχαία Ιστορία Α΄ Γυμνασίου
Internet
Η … φαντασία των μαθητών
Παλαιολιθική εποχή Αλεξάνδρα Βοτζάκη, Ασπασία Βουρδουμπά, Ανίσα Καλάρι, Λίντα Καλάρι Α1 Η καθημερινότητα ενός ανθρώπου της Παλαιολιθικής εποχής Είμαι ένας άντρας που ζω με την οικογένειά μου στην Παλαιολιθική εποχή το 98.000 π. Χ. Με την οικογένειά μου ζούμε σε σκηνές που έχουμε φτιάξει εμείς οι ίδιοι και μας παίρνει πάρα πολύ χρόνο και κουραζόμαστε όλοι μας. Το κακό είναι ότι δεν έχουμε μια σταθερή κατοικία για να φτιάξουμε κι εμείς ολόκληρο το σπίτι μας. Με το που ξημερώνει σηκωνόμαστε όλοι οι άντρες του χωριού και πάμε για κυνήγι, συνήθως δεν έχουμε πάντα καλά αποτελέσματα, όμως, άμα έχουμε πιάνουμε μαμούθ, ταράνδους, βόδια και μερικά ελάφια που τα βρίσκουμε στο δάσος και είναι επικίνδυνο κάθε φορά που πάμε. Τα ζώα αυτά που πιάνουμε στο κυνήγι, τα μαγειρεύουν οι γυναίκες μας που ζουν στο χωριό. Από τα ζώα που σκοτώνουμε, παίρνουμε το δέρμα τους και το χρησιμοποιούμε για να ντυθούμε και για να φτιάξουμε τις σκηνές μας με πολύ κόπο και χρόνο. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούμε για να φταίξουμε τις σκηνές μας είναι από λίθο, κόκαλο και κέρατα. Έπειτα έρχεται η ώρα του μεσημεριανού. Τρώμε τα ζώα από το κυνήγι ή ψάρια που τα πιάνουμε από τη θάλασσα ή από το κοντινότερο ποτάμι. Επίσης, τρώμε και καρπούς από τα δέντρα μας. Καμιά φορά με παρακαλούν τα παιδιά μου να πάμε στις σπηλιές όσο το μεσημεριανό ετοιμάζεται. Στις σπηλιές, μερικές φορές χαράζουμε στους τοίχους και περνάμε ωραία. Οι ζωγραφιές που κάνουμε μένουν εκεί μέρες. Πάντα αναρωτιόμουν γιατί να μην έχουμε μια σταθερή κατοικία, ένα καλό σπίτι και πιο εύκολη ζωή αφού προσπαθούμε κάθε μέρα για ένα
καλύτερο μέλλον για εμάς και για τα παιδιά μας. Όταν έρχεται η ώρα του μεσημεριανού τρώμε και μετά ξεκουραζόμαστε λιγάκι. Αμέσως μετά πάμε στο δάσος για να μαζέψουμε ξύλα. Μετά από ώρες, το απόγευμα πάμε στα πηγάδια μας και παίρνουμε νερό για να πίνουμε και για να πλενόμαστε. Όταν βραδιάζει, καθόμαστε γύρω από τη φωτιά που έχουμε φτιάξει και τρώμε, αν μας έχει περισσέψει κάποιο φαγητό από το μεσημεριανό μας. Τέλος, μπαίνουμε στις σπηλιές μας ή στις σκηνές μας και μερικές φορές τα παιδιά μου ζητάνε να τους πω κάποιο παραμύθι και μετά κοιμόμαστε όλοι μαζί.
Μινωικός πολιτισμός Βάγια Βομβολάκη, Παναγιώτης Βομβολάκης, Νίκη Δημητριάδη, Αντώνης Αυτζάγγελης Α1 Ο Φιλόθεος και η ζωή στη μινωική Κρήτη Γεια σας, είμαι ο Φιλόθεος, ένα δεκάχρονο αγόρι που ζει στη μινωική εποχή! Μαζί θα εξερευνήσουμε τον τρόπο ζωής των Μινωιτών! Λοιπόν, εμείς οι Μινωίτες είμαστε χαρούμενοι άνθρωποι. Χαιρόμαστε τη ζωή και αγαπάμε τη φύση. Εγώ μαζί με τους γονείς μου και την αδερφή μου ζούμε σε ένα καλοφτιαγμένο πέτρινο σπίτι που είναι διώροφο με μεγάλα παράθυρα και αποθήκη. Ο πατέρας μου, όπως κι όλοι οι άνδρες της οικογένειας εργάζονται ως έμποροι και ναυτικοί. Άλλοι άνθρωποι της περιοχής είναι τεχνίτες ή καλλιτέχνες και άλλοι άνδρες ασχολούνται με το ψάρεμα, τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Η πιο σπάνια εργασία είναι η μελισσοκομία βέβαια. Ο βασιλιάς μας είναι ο Μίνωας, γι’ αυτό πρέπει να του πληρώνουμε υποχρεωτικά φόρο. Τον φόρο μας όπως και τα προϊόντα μας τα φέρνουμε στο παλάτι και τα αποθηκεύουμε σε τεράστιες αποθήκες. Όλοι οι άνδρες ντυνόμαστε απλά, φοράμε μόνο ένα τυλιγμένο ύφασμα γύρω από τη μέση μας που λέγεται ζώμα. Αντίθετα, τα ρούχα των γυναικών είναι κομψά και πολυτελή. Φοράνε φανταχτερές φούστες, λεπτά πουκάμισα, πανωφόρια κι εσάρπες. Βάφονται και στολίζονται. Στο κεφάλι φοράνε καπέλα, κορδέλες και κοσμήματα. Οι γυναίκες ασχολούνται με τις δουλειές του σπιτιού και την υφαντική. Έχουν ίδιες ελευθερίες με τους άνδρες και παίρνουν μέρος σε όλες τις γιορτές. Στο σπίτι μας όπως και στα σπίτια όλων των κατοίκων υπάρχουν αργαλειοί. Υφαίνουν μάλλινα υφάσματα με ωραία σχέδια. Εμείς τα παιδιά έχουμε διαφορετική καθημερινότητα. Από τους ενήλικες φυσικά. Γυμναζόμαστε από μικρή ηλικία, παίζουμε κυνηγητό, πάλη αλλά και επιτραπέζια όπως πεσσούς, αστραγάλους και ζατρίκιο.
Κροίσος και Κύρος Έργκιτ Αμπτιάι, Αντώνης Παπιδάκης, Γιώργος Δερμιτζάκης Α1 Κροίσος, ο Λυδός βασιλιάς που έγινε δούλος «Σόλων, Σόλων», φώναξε ο βασιλιάς Κροίσος πάνω στην πυρά που έκαιγε. Την ιστορία αυτή την αφηγήθηκε ο Ηρόδοτος. Είναι η ιστορία του Κροίσου της Λυδίας, του πλουσιότερου βασιλιά του κόσμου καθώς και του Κύρου, του βασιλιά των Περσών και των Μήδων που τον αιχμαλώτισε. Ο γιος του ο Άτυς πέθανε σε κυνήγι. Ο Κροίσος ήταν ένας σοφός ηγέτης και στοργικός πατέρας. Αγαπούσε την εξουσία και θεωρούσε ότι είναι ο ισχυρότερος και πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου. Ήταν ευχαριστημένος με τον λαό του και με τα πλούτη του. Έκανε πολλές θυσίες στους θεούς όπως και στο μαντείο των Δελφών. Επίσης είχε κόψει και νόμισμα. Κάποτε είχε πει στο σοφό Έλληνα νομοθέτη Σόλωνα με τον οποίο είχε συναντηθεί ότι όποιος έχει πολλούς θησαυρούς είναι και ο πιο ευτυχισμένος. Ο Σόλωνας όμως του απάντησε: «Μηδένα προ του τέλους μακάριζε», δηλαδή «Να μην θεωρείς κανέναν ευτυχισμένο πριν τον θάνατό του». Το 547 π. Χ. ο Κροίσος έχασε το βασίλειό του από τον Κύρο ο οποίος τον πήρε για δούλο του. Ήταν υποχρεωμένος λοιπόν να δίνει συμβουλές για τους πολέμους τους οποίους μισούσε. Τουλάχιστον είχε γλιτώσει τον θάνατο αφού ο Κύρος ετοιμαζόταν να τον κάψει. Ο Κροίσος ενώ βρισκόταν στην πυρά θυμήθηκε τα σοφά λόγια του Σόλωνα και φώναξε το όνομά του. Ο Κύρος απόρησε και όταν έμαθε την ιστορία της συνάντησης Κροίσου-Σόλωνα προβληματίστηκε. Αποφάσισε να χαρίσει τη ζωή στον Κροίσο επειδή φοβήθηκε μήπως και ο
ίδιος πάθει στο μέλλον κάτι ανάλογο και σκέφτηκε ότι η δύναμη και τα πλούτη τελικά δεν κρατούν για πάντα. Ο Κροίσος λοιπόν σώθηκε. Είχε αλλάξει όμως πολύ. Δεν ήταν εύκολο να δέχεται εντολές αυτός που είχε ζήσει μέσα στα πλούτη. Είχε δίκιο ο μεγάλος Αθηναίος φιλόσοφος Σόλωνας. Τα πλούτη δεν φέρνουν την ευτυχία. Η ζωή μπορεί πολύ γρήγορα να αλλάξει είτε είσαι πλούσιος είτε φτωχός. Έτσι κι ο Κροίσος έγινε δούλος και πίστευε πως η ζωή του δεν είχε πια αξία. Είχε δύο φόβους: ο ένας ήταν να μην ξαναβρεθεί στην πυρά και ο δεύτερος η ταπείνωση, δηλαδή να βρίσκεται κάτω από τις διαταγές των άλλων!
Άθλοι του Ηρακλή Μιχάλης Καλλιπολίτης, Αντώνης Ζαχαριουδάκης, Πέτρος Καλλιτσάκης, Έργκι Ζέκο Α1 1. Ο Ηρακλής και τα βόδια του Γηρυόνη -Λοιπόν Ηρακλή, δύο χρόνια ακόμα! Αυτή τη φορά η πορεία σου είναι δυτικά, πήγαινε πάρε τα βόδια του Γηρυόνη απ’ το νησί του, χωρίς να ρωτήσεις, χωρίς να πληρώσεις, τα θέλω δωρεάν, είπε ο Ευρυσθέας. Ο Γηρυόνης ήταν ένας γίγαντας με τρία σώματα που ενώνονταν στη μέση. Ο κορμός του ήταν μεγάλος και γύριζε σαν πεύκο. Τρία κεφάλια, έξι χέρια, έξι πόδια, ήταν το πιο ισχυρό πλάσμα στον κόσμο και το πιο άγριο. Μόλις είδε τον Ηρακλή, ήρθε τρέχοντας στην παραλία να τον κάνει κομμάτια. Ο Ηρακλής κατάλαβε πως δεν ήταν ώρα για πάλη. Τράβηξε το τόξο του και άφησε να φύγουν τρία δηλητηριώδη βέλη, ένα βέλος για κάθε λαιμό. Το δηλητήριο της Ύδρας ήταν θανατηφόρο. Έτσι, τώρα ο Ηρακλής μπορούσε να πάρει πίσω τα βόδια στην Ελλάδα. Μετά από πολλούς μήνες έφτασε τελικά στην Τίρυνθα, ικανοποιημένος που είχε ολοκληρώσει τον δέκατο και τελευταίο άθλο του. -Τέλειωσα Ευρυσθέα, σε υπηρέτησα δώδεκα χρόνια, ο χρόνος μου τελείωσε! -Α, εδώ κάνεις λάθος Ηρακλή, με ξεγέλασες! -Σε ξεγέλασα; -Ο ανιψιός σου σε βοήθησε να σκοτώσεις τη Λερναία Ύδρα, δεν θα τα κατάφερνες μόνη σου. Όσο για τον βασιλιά Αυγεία, δεν έκανες αυτή τη δοκιμασία στο όνομά μου. Την έκανες για δικό σου κέρδος! Ο Αυγείας σε βοήθησε για να καθαρίσεις τους στάβλους του. Ηρακλή, πρέπει να υποστείς
δύο ακόμα δοκιμασίες πριν σε ελευθερώσω. Θα σου μαυρίσουν το σώμα, θα σου σπάσουν τα κόκκαλα. Πίστεψέ με, θα είναι οι πιο δύσκολες από όλες τις δοκιμασίες!
2. Ο Ηρακλής και ο Κέρβερος του Άδη Ο Ευρυσθέας είπε στον Ηρακλή: -Θέλω τον σκύλο του Άδη. Ο Ηρακλής ρώτησε: -Τον Κέρβερο; -Ναι. Φέρε μου τον Κέρβερο, το τρικέφαλο λαγωνικό της Κόλασης. Και όχι άλλα δηλητηριώδη βέλη αυτή τη φορά. Πρέπει να χρησιμοποιήσεις μόνο του χέρια σου. Η Αθηνά οδήγησε τον Ηρακλή στις πύλες του Άδη και από κει πήρε μόνος τον δρόμο μόνος του για τον Κάτω Κόσμο. Έφτασε στο ποτάμι και Κέρωνας, ο βαρκάρης τον πέρασε απέναντι. Ο πρώτος ζωντανός άνθρωπος που έμπαινε στη χώρα των νεκρών. Στην άλλη πλευρά τα φαντάσματα λαμπύριζαν και στριφογύριζαν τον Ηρακλή και έριξε ένα βέλος σε κάποιο από αυτούς, μα το φάντασμα κούνησε το κεφάλι του λυπημένο. Το φάντασμα ρώτησε: -Τι έχεις εσύ να φοβηθείς από τους νεκρούς Ηρακλή και τι έχουμε εμείς να φοβηθούμε από εσένα;
Ο Ηρακλής αναγνώρισε τη φωνή και είπε -Γυναίκα μου, κάθε μέρα που περνάει, η ανάμνησή σου με κυνηγάει, με συγχωρείς Μεγάρα. -Ναι Ηρακλή, σε συγχωρώ, σε συγχωρώ είπε κι εξαφανίστηκε. Ο Ηρακλής προχώρησε μέσα στο σκοτάδι, ανάμεσα στις σκιές και τελικά κοντά σε μια συστάδα άσπρων δέντρων δίπλα σον ποταμό της λησμονιάς, βρήκε το παλάτι του Άδη, του άρχοντα της κόλασης κι εκεί στην πύλη ήταν ο Κέρβερος. Άλλη μια φορά ο Ηρακλής έφτυσε στα χέρια του, άρπαξε τον σβέρκο του Κέρβερου και πίεσε τον λαιμό του φύλακα-σκύλου κάτω ακριβώς από τα τρία κεφάλια. Το λαγωνικό έφτυνε καυτό φαρμάκι καθώς χτυπούσε τον Ηρακλή με την αγκαθωτή ουρά του. Χτύπαγε ξανά και ξανά αλλά ο Ηρακλής ακόμα έσφιγγε και ο Κέρβερος άρχισε να πνίγεται μέχρι που τελικά έγειρε στο πλάι και κλώτσησε αδύναμα στον αέρα. Τότε ο Ηρακλής τον έσυρε μακριά από το βασίλειο του Άδη, πάνω στο φως του κόσμου και τελικά έφτασε στην Τίρυνθα.
Ο Ευρυσθέας τους είδε να έρχονται και όταν ο Ηρακλής μπήκε στη μεγάλη σάλα με τον Κέρβερο ήταν άδεια. Υπήρχε μόνο το άδειο δοχείο κρασιού που ήταν το μισό χωμένο μέσα στο δάπεδο του παλατιού και ακουγόταν η τρομοκρατημένη φωνή που έβγαινε από μέσα. -Πάρτο μακριά Ηρακλή, πήγαινε πίσω το τέρας!
Μέγας Αλέξανδρος Αναστασία Αγιασμενάκη, Ριάνα Ιλέι, Κλάρα Γερασιμίδη, Ελισάβετ Βιτσίου Α1 Γόρδιος δεσμός Στην πόλη Γόρδιο υπήρχε μια άμαξα στο ζυγό της οποίας ήταν ένας δεσμός, δηλαδή ένας κόμπος. Την εποχή εκείνη ένας χρησμός έλεγε ότι όποιος κατάφερνε να λύσει τον δεσμό αυτό, ο ίδιος θα γινόταν αρχηγός της Ασίας. Όμως, ο δεσμός ήταν φτιαγμένος από φλοιό κρανιάς και δεν φαινόταν ούτε η αρχή ούτε το τέλος του. Όταν άκουσε ο Αλέξανδρος τον χρησμό αυτό, ο ίδιος θέλησε αμέσως να λύσει τον δεσμό. Αυτό το έκανε για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί ήθελε να γίνει αρχηγός της Ασίας και δεύτερον, γιατί δεν ήθελε να πιστέψει ο λαός ότι ήταν αδύναμος και ότι δεν μπορούσε να λύσει έναν απλό δεσμό. Τον έκοψε λοιπόν με το ξίφος του και είπε ότι λύθηκε. Όταν απομακρύνθηκε από το σημείο εκείνο με τους συντρόφους του, είχε την άποψη ότι είχε κάνει το σωστό και ότι είχε εκπληρώσει τον χρησμό. Το ίδιο βράδυ βροντές και αστραπές ακούστηκαν από τον ουρανό και ο Αλέξανδρος θεώρησε ότι οι θεοί με αυτόν τον τρόπο τον επιβραβεύουν για την πράξη του. Έτσι, αποφάσισε την επόμενη μέρα να τους κάνει θυσίες, καθώς πίστευε ότι εκείνοι του φανέρωσαν τα σημάδια πως να λύσει τον δεσμό. Ο Αλέξανδρος σκέφτηκε έξυπνα και πονηρά και δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία του να γίνει αρχηγός της Ασίας. Επιπλέον, ήταν αρκετά τολμηρός και δεν δίστασε να κάνει αυτό που σκέφτηκε προκειμένου να πετύχει τον στόχο του. Δίκαια, λοιπόν, έχει γίνει γνωστός για τα κατορθώματα του σε όλους τους λαούς και σε όλες τις εποχές. Πάντα έβρισκε λύσεις και
κατάφερνε αυτό που ήθελε.
Μυκηναϊκός πολιτισμός Γιώργος Καλογερής, Μάριος Μωραϊτάκης, Σεμπάστιαν Μωραϊτάκης, Γιώργος Μερμίγκης Α2 Διαγωνισμός κοσμήματος στις Μυκήνες Μια μέρα ο βασιλιάς των Μυκηναίων κάλεσε όλους τους τεχνίτες στο παλάτι. Τους είπε ότι όποιος φτιάξει το πιο ωραίο κόσμημα για τη βασίλισσα θα φάει ένα γεύμα δίπλα στον βασιλιά. Έτσι λοιπόν ο Λυκούργος αποφάσισε να το φτιάξει και με το κόσμημα αυτό να κερδίσει την εύνοια του βασιλιά. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να πάει στον Ευμένη να αγοράσει χρυσό και πολύτιμα πετράδια. Την άλλη μέρα στρώθηκε στη δουλειά. Όλοι στην πόλη ήξεραν πόσο καλός τεχνίτης ήταν ο Λυκούργος. Πράγματι μετά από πολλές μέρες και ώρες εργασίας είχε δημιουργήσει ένα περίτεχνο και πανέμορφο κόσμημα. Έτυχε την ίδια στιγμή που το καμάρωνε, να έρθει ο Ευμένης και να το δει. Του ζήτησε να το πιάσει, όμως ο Λυκούργος του είπε ότι θα το φυλάξει σε ένα κουτί και θα το ανοίξει μόνο ο βασιλιάς. Τότε ο Ευμένης κατέστρωσε ένα σχέδιο για να το κλέψει αφού ήξερε ότι με αυτό θα κερδίσει. Το βράδυ λοιπόν μπήκε στο σπίτι, έκλεψε το κουτί και το αντικατέστησε με ένα άλλο ίδιο κουτί. Είχε έρθει λοιπόν η μέρα για να δώσουν όλοι οι τεχνίτες τα κοσμήματα τους στον βασιλιά. Το παλάτι ήταν τεράστιο με στρογγυλές κολόνες στη μέση. Τα ταβάνια ήταν ζωγραφισμένα με πολύχρωμα σχέδια όπως και οι τοίχοι. O Λυκούργος θαύμαζε τις τοιχογραφίες και κυρίως αυτές που απεικόνιζαν κυνήγι και πολεμικές σκηνές.
Το πιο εντυπωσιακό όμως ήταν ο ολόχρυσος θρόνος του βασιλιά. Όλοι αναρωτήθηκαν ποια δουλειά έχει ο Ευμένης εκεί αφού ήταν έμπορος και όχι τεχνίτης. Αυτός όμως υπερασπίστηκε τον εαυτό του λέγοντας ότι το έκανε για χάρη του βασιλιά. Ήρθε λοιπόν η σειρά του και όταν άνοιξε το κουτί ο βασιλιάς, το πρόσωπό του γέμισε έκπληξη... Ο Ευμένης καμάρωσε τον εαυτό του γιατί από την έκφραση κατάλαβε ότι είναι νικητής και θα κέρδιζε την εύνοια του βασιλιά. Όμως αμέσως μετά η έκπληξη μετατράπηκε σε θυμό και είπε στους φρουρούς να τον διώξουν και να μην τον ξαναδεί. Πιο πίσω ο Λυκούργος αισθάνθηκε χαρά για την απόφαση να κρύψει το κόσμημα στο κρεβάτι μαζί του και όχι πάνω στο εργαστήριο αφού υποψιάστηκε τον Ευμένη και τις προθέσεις του. Πράγματι ήταν το πιο όμορφο κόσμημα και κέρδισε το γεύμα δίπλα στον βασιλιά.
Αρχαίοι ολυμπιακοί αγώνες Γρηγόρης Καρνιαδάκης, Παναγιώτης Κοκκινάκης Α2 Παγκράτιο στην αρχαία Ολυμπία Οι τριακοστοί τρίτοι ολυμπιακοί αγώνες στην αρχαία Ολυμπία είναι έτοιμοι να ξεκινήσουν με το άθλημα του παγκρατίου. Δύο καλογυμνασμένοι αθλητές, ο Πολυδάμας και ο Θεαγένης μοιάζουν σαν λιοντάρια που είναι έτοιμα να μπουν στην αρένα της μάχης. Οι δύο αθλητές ξεκινάνε τον αγώνα με το άνω παγκράτιο, δηλαδή είναι όρθιοι ανταλλάσσοντας δυνατά χτυπήματα με τα καλογυμνασμένα τους χέρια και πόδια. Οι θεατές γύρω χειροκροτούν και ζητωκραυγάζουν τα ονόματα των αθλητών. Οι δύο αθλητές μοιάζουν ανίκητοι χρησιμοποιώντας πολύ καλή τεχνική και έχοντας φυσική αντοχή δείχνουν σαν να μην αισθάνονται κανένα πόνο παρά τα τόσα χτυπήματα που ανταλλάσσουν. Δεν σκέφτονται τίποτε άλλο παρά πως θα εξουδετερώσουν τον αντίπαλο. Ξαφνικά, κάποια στιγμή ο Πολυδάμας κάνει μια γρήγορη λαβή στον Θεαγένη και τον ρίχνει σχεδόν λιπόθυμο κάτω, όμως ο Θεαγένης αντιδρά αστραπιαία και κρατά τη δύναμή του συνεχίζοντας τη μάχη στο έδαφος με το κάτω παγκράτιο. Η πάλη εξακολουθεί με δυνατές λαβές και χτυπήματα όταν κάποια στιγμή ο Πολυδάμας εξασθενημένος σηκώνει το χέρι του αποδεχόμενος την ήττα του απέναντι στην συντριπτική λαβή που του έχει καταφέρει ο Θεαγένης.
Είλωτες, οι δούλοι των Σπαρτιατών Φωτεινή Καλπάκη, Τσβετελίνα Ράντεβα, Αντώνης Τρουλάκης, Νίκος Λυτινάκης Α2 Μια ζωή χωρίς αξία Γεια σας, λέγομαι Σωκράτης και είμαι είλωτας. Έχω τέσσερα παιδιά από τα οποία τα τρία είναι αγόρια και το ένα κορίτσι. Κάθε πρωί ξυπνώ πολύ νωρίς για να πάω στη δουλειά μου, δουλεύω σαν δούλος σε σπίτια πλουσίων. Εμείς οι δούλοι αποτελούμε τους δημόσιους εργάτες- δούλους. Οι ιδιωτικοί δούλοι δεν υπήρξαν ποτέ, αλλά και απαγορευόταν η εισαγωγή τους σύμφωνα με τους υφιστάμενους σχετικούς νόμους για την ξενηλασία. Όταν έρχεται το μεσημέρι κάνω ένα πολύ μικρό διάλειμμα για νερό και φαγητό. Έχω άλλα τρία αδέλφια που δεν τα βλέπω και τόσο συχνά γιατί δουλεύουν πολύ σκληρά όπως εγώ. Τα αδέλφια μου και τα παιδιά μου στενοχωριούνται επειδή δεν τα βλέπω συχνά αλλά πιο πολύ εγώ. Επίσης στενοχωριέμαι γιατί τους βλέπω πολύ καταπονημένους και ταλαιπωρημένους σωματικά. Στα χωράφια εργαζόμαστε πολύ σκληρά, ασταμάτητα και υπό δυσμενείς συνθήκες. Είτε βρέχει είτε χιονίζει είτε έχει ανυπόφορη ζέστη, εμείς δεν σταματάμε να δουλεύουμε εκτεθειμένοι σε όλες αυτές τις καιρικές συνθήκες. Θυμάμαι πέρυσι κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης χιονόπτωσης έχασαν τη ζωή τους κάποια αδέλφια μου. Τα ρούχα που μας δίνουν οι Σπαρτιάτες δεν μας προστατεύουν από όλες τις καιρικές συνθήκες που έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Δεν είναι τυχαίο που πολλοί είλωτες κουτσαίνουν η χάνουν τα άκρα τους. Τα παιδιά μας από μικρά μας ακολουθούν στα χωράφια.
Δεν υπάρχει περιθώριο να μείνουν στο σπίτι με κάποιον ή να μορφωθούν, να παίξουν, είναι καταδικασμένα και αυτά.
Πολλές φορές είχαμε διεκδικήσει το δίκιο μας κάνοντας εξεγέρσεις. Η ελευθερία δεν έρχεται ποτέ καθώς όλες οι προσπάθειες για καλύτερες συνθήκες ζωής πνίγονται στο αίμα. Οι Σπαρτιάτες πάντα καταφέρνουν να προλάβουν τις εξεγέρσεις μας, να σκοτώσουν τους επαναστάτες και να μας καταδικάσουν σε ακόμα πιο βαρύ ζυγό δουλείας. Δεν έχουμε ζωή, δεν έχουμε υπόσταση ούτε ελευθερία, δεν ορίζουμε εμείς τον εαυτό μας. Μας φέρονται σαν να είμαστε αντικείμενα τα οποία δεν έχουν πρόβλημα να καταστρέφονται και να χάνονται.
Μάχη του Μαραθώνα Παρασκευή Λιγοψυχάκη, Χριστίνα Τσότρη, Λουτσία Νάνο, Μαρία Λαζαρίδη Α2 Τρέξιμο… μέχρι θανάτου Το 490 π. Χ. έξω από την Αθήνα έγινε μια σημαντική μάχη. Οι Έλληνες πολέμησαν με τους Πέρσες στον Μαραθώνα. Ήταν Αθηναίοι και λίγοι Πλαταιείς οι οποίοι όρμησαν εναντίον ενός στρατού που δεν τολμούσαν μέχρι τότε να αντικρίσουν. Είχαν όμως έναν σπουδαίο στρατηγό, τον Μιλτιάδη ο οποίος σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει ένα έξυπνο σχέδιο για να αντιμετωπίσει έναν ανίκητο εχθρό. Παρέταξε λοιπόν τον στρατό σε σχήμα Π. Στα άκρα ήταν οι δυνατοί και στο κέντρο οι αδύναμοι. Τελικά, περικυκλώνοντας τους Πέρσες νίκησε ο Μιλτιάδης με τον στρατό του. Μετά τη νίκη αυτή, ένας στρατιώτης, ο Φειδιππίδης, άρχισε να τρέχει μια μεγάλη απόσταση 40 χιλιομέτρων περίπου, ώστε να ανακοινώσει στους Αθηναίους την ανέλπιστη νίκη. Στον δρόμο συναντούσε πολλούς ανθρώπους που τον ρωτούσαν πού πάει. Ένας Αθηναίος λοιπόν ρώτησε: «Ε, πού πας εσύ τρέχοντας και είσαι κόκκινος;» Ο Φειδιππίδης απάντησε λαχανιασμένος: «Να πω ότι νικήσαμε». Συνέχιζε να τρέχει. Πιο κάτω, ένας άλλος Αθηναίος ρώτησε: «Γιατί τρέχεις; Κάνε ένα διάλειμμα, θα λιποθυμήσεις!» Ο Φειδιππίδης τους αγνόησε και συνέχισε βιαστικός! Κάποια στιγμή, μετά από τρέξιμο δύο ημερών, φτάνοντας στην Αθήνα το μόνο που κατάφερε να πει ήταν: «Νενικήκαμεν!» και αμέσως ξεψύχησε καταπονημένος από το πολύ τρέξιμο! Κατάφερε όμως τον στόχο του.
Αναγνωρίστηκε ο ηρωισμός του, όταν στη σύγχρονη πια εποχή καθιερώθηκε προς τιμή του ο γνωστός μαραθώνιος δρόμος.
Σόλων, ο Αθηναίος Ιωάννα Λυτινάκη, Ρομπέρτα Μολντοβάν, Νιόβη Μουσκουντάκη, Αντριάνα Μελετάκη, Αθηνά Καστρινάκη Α2 Σόλωνας, ένας σοφός νομοθέτης Κάποτε στην αρχαία Αθήνα γεννήθηκε ο Σόλωνας, γιος του Εξηκεστίδη, ο οποίος φρόντισε για την εκπαίδευση και την ανατροφή του. Ο Σόλωνας μεγάλωσε σε μία πλούσια και αριστοκρατική οικογένεια, δεν ήταν μόνο έμπορος αλλά και ποιητής. Σαν νέος του άρεσε να γράφει ερωτικά ποιήματα. Μέσα από τα ποιήματά του εξυμνούσε τις χαρές της ζωής και τον έρωτα. Όσο περνούσε ο καιρός τα ποιήματά του ξέφυγαν από αυτό το περιεχόμενο και άρχισε να μιλάει για τις πολιτικές του επιδιώξεις. Μέσα από την ελεγεία του που την ονόμασε «Σαλαμίς» προσπαθεί να πείσει τους Αθηναίους να ανακτήσουν το αγαπημένο τους νησί. Του Σόλωνα του άρεσε να γράφει και για τα πολιτικά του φρονήματα. Μέσα στα ποιήματά του διακρινόταν η αγάπη του για την πατρίδα και τη δικαιοσύνη. Ο Σόλωνας ήταν ένας πολύ δίκαιος άνθρωπος αλλά και πάλι οι Αθηναίοι συνέχιζαν να διαμαρτύρονται και να μην καταλαβαίνουν τους νόμους κι έτσι αποφάσισε να φύγει για δέκα χρόνια, ώστε να μην χρειαστεί να αλλάξει τους νόμους. Πριν φύγει όμως πήρε κάποια μέτρα όπως την κατάργηση της προίκας ώστε να καταλάβουν οι πολίτες ότι παντρεύονται για να κάνουν μια ευτυχισμένη οικογένεια και όχι για οικονομικούς λόγους. Ο σημαντικότερος νόμος του ήταν η «σεισάχθεια» σύμφωνα με την οποία απελευθέρωσε τους δούλους που είχαν γίνει δούλοι εξαιτίας χρεών και δεν επέτρεπε πια να δανείζεται κάποιος βάζοντας ως εγγύηση
την προσωπική του ελευθερία. Ο Σόλωνας πήρε και άλλα μέτρα για να ανακουφίσει τις λαϊκές οικογένειες. Όσο έλειπε ο Σόλωνας τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Τα μέτρα για την ανακούφιση του λαού δεν εφαρμόζονταν πια. Την εξουσία στην Αθήνα πήρε ο Πεισίστρατος εγκαθιστώντας το τυραννικό πολίτευμα και στερώντας από τους Αθηναίους την ελευθερία. Ο Σόλωνας αποτελούσε τώρα μια ευχάριστη ανάμνηση καθώς και τα μέτρα που ανακούφισαν, έστω και προσωρινά, τους φτωχούς.
Η μόρφωση στην Αθήνα του 5ου αιώνα π. Χ. Ελένη Κοντεκά Α2 Ο Πυθαγόρας, ένας επιμελής μαθητής στην αρχαία Αθήνα Στην αρχαία Αθήνα καθιερώνεται ένα εκπαιδευτικό σύστημα με βασικές συνιστώσες τις γραμματικές γνώσεις, τη μουσική αγωγή και τη γύμναση του σώματος, που αποτελεί τη βάση της εκπαίδευσης μέχρι σήμερα, ενώ η εισαγωγή του παιδιού στις ηθικές αξίες ξεκινούσε από το οικείο περιβάλλον. Ο στόχος της εκπαίδευσης ήταν η αρμονική ανάπτυξη του σώματος και του πνεύματος. Οι βασικοί δάσκαλοι των μαθητών στην Αρχαία Αθήνα, τον 5 αιώνα π. Χ. Ήταν ο παιδαγωγός, ο οποίος, ήταν έμπιστος δούλος, συνόδευε το παιδί στο Διδασκαλείο μέχρι τα δεκαπέντε του χρόνια, κουβαλούσε τα πράγματά του, το πρόσεχε στο δρόμο και στην ανάγκη το τιμωρούσε, παραμένοντας στο σχολείο μέχρι το τέλος των μαθημάτων, η διάρκεια των οποίων ήταν εξάωρη. Επίσης, ήταν και ο γραμματιστής, ο οποίος δίδασκε στο παιδί ανάγνωση, γραφή, κατανόηση ομηρικών επών, αριθμητική. Ήταν και ο καθαριστής, που δίδασκε στα παιδιά μουσική δηλαδή, τραγούδι, τη λύρα, την εκμάθηση και την απαγγελία των ποιημάτων του Ομήρου, του Θεόγνη και του Σόλωνα. Επίσης, υπήρχαν δύο ακόμη δάσκαλοι, ο παιδοτρίβης, που εκγύμναζε τους μαθητές, προετοίμαζε μάλιστα τους μαθητές και για τη συμμετοχή τους σε αθλητικούς αγώνες, με σκοπό οι καλύτεροι να λάβουν μέρος στους Ολυμπιακούς και οι σοφιστές, οι οποίοι ήταν μορφωμένοι άνθρωποι, που ήρθαν στην Αθήνα απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας και δίδασκαν στους νέους τη ρητορική τέχνη με μεγάλη αμοιβή. Η ρητορική τέχνη ήταν η σωστή έκφραση και ικανότητα να πείθεις.
Ένα από τα παιδιά που πήγαινε σχολείο στην αρχαία Αθήνα τον 5ο αιώνα π. Χ. ήταν και ο Πυθαγόρας. Ο Πυθαγόρας λοιπόν ήταν τυχερός διότι οι γονείς του ήταν πλούσιοι και έτσι ο Πυθαγόρας είχε την δυνατότητα να πηγαίνει σχολείο. Του Πυθαγόρα του άρεσε πολύ το σχολείο γιατί εκεί μάθαινε πολλά πράγματα. Αρχικά έμαθε πώς να ξεχωρίζει το σωστό από το λάθος και το δίκιο από το άδικο. Αυτό δημιούργησε στον Πυθαγόρα συναισθήματα, όπως χαρά και ευτυχία, γιατί έμαθε κάτι καινούργιο, αλλά του δημιούργησε και σκέψεις ότι αυτό που έμαθε θα του χρειαστεί για όλη του τη ζωή. Επίσης, ήταν χαρούμενος γιατί έμαθε να γράφει, να διαβάζει, να κάνει αριθμητικές πράξεις, έμαθε να γυμνάζει το σώμα του, να παίζει λύρα και να τραγουδάει και γνώρισε τη ρητορική τέχνη. Έτσι, συνειδητοποίησε ότι όλα αυτά είναι πολύ σημαντικά για εκείνον και ότι τώρα που κατόρθωσε να γυμνάζεται, θα έχει γυμνασμένο σώμα και καλή φυσική κατάσταση, αυτό που ήταν ο βασικός στόχος της μόρφωσης στην αρχαία Αθήνα, «νοῦς ὑγιής εν σώματι ὑγιεῖ». Μια μέρα που ο γραμματιστής δίδασκε στον Πυθαγόρα διαιρέσεις, ο Πυθαγόρας δεν κατάλαβε κάτι και έτσι ρώτησε τον δάσκαλό του. -Κύριε, δεν κατάλαβα πώς κάνουμε τις διαιρέσεις, μήπως μπορείτε να το εξηγήσετε ξανά; Και ο δάσκαλος απάντησε: -Ναι, φυσικά θα το εξηγήσω, χρειάζεται να γνωρίζουν όλα τα παιδιά τις πράξεις, και ο δάσκαλος το εξήγησε. Μετά ο κύριος ρώτησε τον Πυθαγόρα: -Πυθαγόρα, τώρα κατάλαβες πως γίνονται οι διαιρέσεις; Και ο Πυθαγόρας είπε: -Ναι κύριε, τώρα το κατάλαβα, ευχαριστώ. Μάθημα δημοκρατίας και πολιτισμού από την αρχαία Αθήνα!
Κυκλαδικός πολιτισμός Ελευθερία Τσότρη, Εμμανουέλα Χάλαρη, Γιάννης Καλπακίδης Α4 Το παιδί που έγινε καλλιτέχνης Κάποτε στον αρχαίο κυκλαδικό πολιτισμό λούσε μια οικογένεια στη Νάξο. Ο πατέρας λεγόταν Σωκράτης, μητέρα Αριάδνη, ο γιος τους Υάκινθος και η κόρη τους Ευρυδίκη. Ο Σωκράτης ήταν γλύπτης και αγγειοπλάστης. Έφτιαχνε μαρμάρινα ειδώλια που παρίσταναν γυμνές γυναίκες ή άνδρες μουσικούς, πολεμιστές ή κυνηγούς. Ακόμα έφτιαχνε μαρμάρινα ή πήλινα αγγεία τα οποία διακοσμούσε με απλά γραμμικά σχέδια. Ενώ η Αριάδνη ασχολούνταν με τις δουλειές του σπιτιού. Μια μέρα ο Σωκράτης πήγε στο εργαστήριό του, μαζί με τον Υάκινθο γιατί ήθελε να γίνει κι αυτός καλλιτέχνης. Καθώς ο πατέρας του έφτιαχνε ένα μαρμάρινο αγγείο, ο γιος του τον κοιτούσε πολύ προσεκτικά και τον θαύμαζε. Είχε εντυπωσιαστεί με τον τρόπο που έδινε το σχήμα του αγγείου στο μάρμαρο και με τον τρόπο που σχεδίαζε πάνω σε αυτό. Αφού τελείωσε, πήγαν στο σπίτι για να φάνε το φαγητό που έφτιαξε η Αριάδνη με τη βοήθεια της κόρης της, της Ευρυδίκης. Μόλις έφαγαν, τα παιδιά βγήκαν έξω στην αυλή για να παίξουν κρυφτό. Όταν νύχτωσε, η μαμά τους έβαλε για ύπνο λέγοντάς τους ένα παραμύθι. Το επόμενο πρωί ο Σωκράτης δεν αισθανόταν καλά κι έτσι δεν πήγε στο εργαστήριο. Η Αριάδνη και η Ευρυδίκη τον φρόντιζαν, ενώ ο Υάκινθος πήγε στο εργαστήριο να θαυμάσει τις δημιουργίες του πατέρα του. Όμως, καθώς προχωρούσε, έπεσε σε ένα αγγείο, με αποτέλεσμα να σπάσει. Πανικοβλήθηκε και το σκέπασε με ένα πανί για να μην το δει κανείς. Έτρεξε γρήγορα προς το σπίτι στεναχωρημένος και πήγε στο δωμάτιό του με την Ευρυδίκη. Αφού της είπε τι έγινε, εκείνη του υποσχέθηκε ότι δεν θα πει τίποτα στους γονείς τους και θα τους κρατήσει μακριά από το εργαστήριο μέχρι να το επισκευάσει.
Την επόμενη μέρα ο Σωκράτης ήταν ακόμα άρρωστος και ο Υάκινθος ξαναπήγε στο εργαστήριο για να δει πώς θα φτιάξει το αγγείο. Έτσι, αποφάσισε να το ξανακάνει μόνος του. Χωρίς να χάσει χρόνο άρχισε τη δουλειά. Πρώτα πήρε ένα κομμάτι μάρμαρο και στη συνέχεια το έβαλε πάνω στον τροχό. Στην αρχή του φάνηκε δύσκολο και πίστευε ότι δεν θα τα κατάφερνε. Γύρισε σπίτι απογοητευμένος και ανακοίνωσε στην αδερφή του τα άσχημα νέα. Εκείνη του είπε να μην τα παρατήσει και να συνεχίσει να προσπαθεί επειδή είναι σίγουρη ότι τελικά θα τα καταφέρει. Αφού μίλησαν λοιπόν, απέκτησε πολύ θάρρος και πήγε με μεγάλη αυτοπεποίθηση να ξαναρχίσει. Του πήρε πολλή ώρα μέχρι να κάνει ένα ολόιδιο με τον πατέρα του. Είχε κουραστεί πάρα πολύ, αλλά άξιζε τον κόπο. Το αποτέλεσμα ήταν απίστευτο. Έκανε ένα αγγείο πολύ πετυχημένο. Ήταν με τρίγωνα και ελικοειδή σχήματα σε καφέ και μπεζ χρώμα. Ύστερα από μία εβδομάδα, όταν ο πατέρας του έγινε καλά, πήγανε μαζί στο εργαστήριο και ο Σωκράτης είδε το αγγείο. Αμέσως κατάλαβε ότι δεν ήταν το αυθεντικό. Τότε ο γιος του από ενοχές και τύψεις τού είπε όλη την αλήθεια. Όμως παρατήρησε έκπληκτος ότι ο πατέρας του δεν θύμωσε αλλά συγκινήθηκε. Τον ρώτησε λοιπόν γιατί δεν θύμωσε κι εκείνος απάντησε ότι ήταν περήφανος για εκείνον επειδή ήταν μόνο δέκα χρονών και κατάφερε να κάνει μια τόσο καλή αντιγραφή. Έτσι, από τότε έφτιαχνε αγάλματα και αγγεία μαζί με τον πατέρα του με αποτέλεσμα να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους γλύπτες και αγγειοπλάστες του αρχαίου κυκλαδικού πολιτισμού!
Κόδρος, ο τελευταίος Αθηναίος βασιλιάς Κυριάκος Ψαρουδάκης, Γρηγόρης Φανταουσάκης, Δημήτρης Στεφανίδης Α4 Ο βασιλιάς που έγινε… ζητιάνος Κάποτε ήταν ένας βασιλιάς που τον έλεγαν Κόδρο. Ήταν ο τελευταίος βασιλιάς της Αθήνας, και έζησε τον 11ο αιώνα π. Χ. Εκείνη την εποχή που ήταν βασιλιάς, η Πελοπόννησος κήρυξε πόλεμο κατά των Αθηναίων οπότε ρώτησαν το μαντείο των Δελφών εάν μπορούσαν να κατακτήσουν την αντίπαλη πόλη-Αθήνα. Το μαντείο των Δελφών, συγκεκριμένα η Πυθία, τους είπε ότι θα γινόταν αυτό μόνο εάν ο βασιλιάς Κόδρος δεν πέθαινε στο τέλος. O Κόδρος έμαθε από έναν κάτοικο των Δελφών αυτόν τον χρησμό και αποφάσισε να δράσει άμεσα ώστε να σωθεί η Αθήνα. Ήταν διαθέσιμος να θυσιαστεί για χάρη όλων των Αθηναίων. Είχε καταστρώσει ένα πολύ έξυπνο σχέδιο. Πήγε λοιπόν σε δυο Δωριείς στρατιώτες έξω από την πόλη ντυμένος σαν ζητιάνος που μαζεύει ξύλα. Πρώτος στρατιώτης: -Ει! Για που το έβαλες εσύ; Απαγορεύεται να είσαι εδώ! Κόδρος: -Ήρθα μόνο για να μαζέψω ξύλα. Δε θα σας κάνω κακό. Ένας απλός ζητιάνος είμαι! Πρώτος στρατιώτης: -Το καλό που σου θέλω! Αν κάνεις κάτι, έχεις μπλέξει άσχημα! Κόδρος: -Όχι, όχι, μην ανησυχείτε. Μόνο τη δουλειά μου θα κάνω και θα φύγω. Και τότε ξαφνικά επιτίθεται στον έναν από τους δυο, σκοτώνοντας τον με μια πέτρα. Δεύτερος στρατιώτης: Πώς τόλμησες εσύ, ένας ζητιάνος να σκοτώσεις έναν στρατιώτη; Τώρα θα πεθάνεις και εσύ! Και παίρνει το σπαθί και χραπ χρουπ, αποκεφαλίζει τον Κόδρο.
-Βοήθεια! Έχουμε πτώμα! Ελάτε να βοηθήσετε, γρήγορα! Ένας ζητιάνας σκότωσε τον Λυσίμαχο! Οι Δωριείς κατάλαβαν τι είχαν πάθει, όταν οι Αθηναίοι τους ζήτησαν τη σορό του βασιλιά τους για να την θάψουν. Φοβήθηκαν ότι εξαιτίας του χρησμού θα αποτύγχαναν στις πολεμικές επιχειρήσεις. Αποσύρθηκαν, λοιπόν, από την περιοχή των Αθηναίων και κράτησαν μόνο τα Μέγαρα. Και έζησε η Αθήνα ασφαλής κι εμείς ασφαλέστερα!
Κλεισθένης, ο θεμελιωτής της δημοκρατίας Σαϊμίρ Κέτα, Ραφαήλ Τζεράκης Α4 Κλεισθένης, ένας σοφός πολιτικός Ο Κλεισθένης από μικρός σκεφτόταν την αλλαγή διοίκησης της Αθήνας. Καθώς ήταν αποφασισμένος να τα καταφέρει, άρχισε να γίνεται πιο επιμελής ως μαθητής γιατί αρχικά ήταν αμελής. Στη συνέχεια, άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα πολιτικής από σοφούς ανθρώπους και σπούδασε σε ένα από τα πιο μεγάλα εκπαιδευτήρια της εποχής. Καθοριστική ήταν η βοήθεια των σοφιστών ώστε να μάθει να μιλάει σωστά και να πείθει με τα επιχειρήματά του. Κατάφερε λοιπόν να φτιάξει τη Βουλή των 500, να δημιουργήσει τις 10 φυλές, να χωρίσει της πόλη-κράτος της Αθήνας σε δήμους και να ενισχύσει την Εκκλησία του Δήμου. Έγινε ο θεμελιωτής της δημοκρατίας. Υπήρχε όμως μεγάλη ανησυχία στον λαό εξαιτίας άλλων πολιτικών που ήταν φιλόδοξοι και εναντιώνονταν στα δικαιώματα που είχε αποκτήσει ο λαός. Έτσι, δημιουργούνταν εξεγέρσεις και ταραχές στην Αθήνα. Ο Κλεισθένης αποφάσισε να αντιμετωπίσει την κατάσταση με το μέτρο του οστρακισμού. Το προληπτικό αυτό μέτρο στόχευε στην ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος της δημοκρατίας αφού εξορίζονταν όσοι εκμεταλλεύονταν τη δύναμή τους ώστε να γίνουν τύραννοι. Δεν ήταν πάντα δίκαιο το μέτρο αυτό, αλλά αποτελεσματικό ώστε να επικρατεί ασφάλεια στην αθηναϊκή δημοκρατία. Πέρασαν τα χρόνια και ο Κλεισθένης μιλούσε στα παιδιά του και τους φίλους τους για τα κρίσιμα χρόνια και τα επιτεύγματά του. Τους έλεγε ιστορίες και σοφά λόγια που αφορούσαν την πολιτική. Τα ενθάρρυνε ώστε να ενδιαφέρονται και να συμμετέχουν στα κοινά. Στο τέλος, πάντα του τόνιζε: «Παιδιά μου,
χρειάζεται χρόνος για να το κατορθώσετε, μα πάνω από όλα προθυμία». Ήταν ένας σπουδαίος πολιτικός με όραμα για έναν καλύτερο κόσμο.
Γιορτές στην αρχαία Αθήνα Ιωσηφίνα Τσακίρη, Μαρίσα Χατζίου, Ειρήνη Σκουτελάκη, Τάνια Ιβάνοβα, Ιωάννα Τερεζάκη Α4 Παναθήναια, μια γιορτή χαράς και διασκέδασης Οι αρχαίοι Έλληνες Αθηναίοι στα Παναθήναια συνήθιζαν να ξυπνάνε νωρίς ώστε να ετοιμαστούν για τη μεγάλη αυτή γιορτή. Όλοι τους ήταν τόσο χαρούμενοι για τις θυσίες που θα έκαναν και τους αγώνες. Όταν γίνονταν οι θυσίες, το κρέας μόλις το έδιναν στους πολίτες το έτρωγαν όλοι μαζί. Τα Παναθήναια άρχιζαν από το πρωί με αγώνες ιππικούς, κοντά στον Ιλισό. Οι πλουσιότεροι Αθηναίοι έστελναν τα καλύτερα άλογά τους. Τα οδηγούσαν οι γιοι τους, αν ήταν έφηβοι. Με χαρά οι νέοι καβαλίκευαν τα άλογά τους. Όλος ο κόσμος χειροκροτούσε τους αθλητές αλλά και τα άλογα. Μετά όμως από το ιππικό αγώνισμα ξεκινούσαν τα άλλα αγωνίσματα, όπως το τρέξιμο, το πάλεμα, το πήδημα, το κοντάρι και ο δίσκος. Το έπαθλο ήταν ένα στεφάνι ελιάς και ένα θαυμάσιο πήλινο αγγείο με λάδι ελιάς. Ο Λεωκράτης έστειλε κάποτε έξι άλογα και τα πέντε βγήκαν πρώτα. Ο Κλεισθένης ήταν στενοχωρημένος γιατί ήταν μόλις 18 χρονών και ήθελε κι αυτός να αγωνιστεί με άλογα. Τότε αγωνίζονταν μόνο οι μεγάλοι. Παλιά όταν ήταν πιο μικρός ο Θεαγένης νίκησε στο κοντάρι, ο Κλεισθένης στον δίσκο και ο Λυκίδας στο πάλεμα. Αργότερα ξεκινούσε η μουσική στο Ωδείο. Το πιο ωραίο μέρος αυτής της γιορτής ήταν η πομπή γιατί έτρεχαν χιλιάδες κόσμου να φέρουν το νέο πέπλο της θεάς Αθηνάς, από τον
Κεραμικό έως την Ακρόπολη. Στην πομπή ήταν πολλές σειρές κοριτσιών από τις αριστοκρατικές οικογένειες. Ήταν ντυμένες όμορφα και φορούσαν στεφάνια από κρίνους. Τα κορίτσια, που οι γονείς τους ήταν ξένοι, κρατούσαν τα κύπελλα και τις ομπρέλες των παρθένων που ήταν μπροστά. Πίσω από αυτά τα κορίτσια ακολουθούσαν οι γέροι που ήταν σοβαροί. Είχαν και αυτοί στεφάνια αλλά από τριαντάφυλλα και κρατούσαν κλαδιά ελιάς. Και οι σειρές συνεχίζονταν με ψηλούς και όμορφους άντρες. Όλοι έψελναν τον ύμνο της θεάς Αθηνάς. Φυσικά πίσω από τους ξένους, δηλαδή από αυτούς που δεν ήταν ντόπιοι, ακολουθούσαν οι μουσικοί και τραγουδούσαν με γλυκιά φωνή. Μετά πλησίαζε το πλοίο με ρόδες και στο κατάρτι του ήταν το νέο πέπλο της θεάς Αθηνάς. Όταν φτάνανε στην Ακρόπολη σταματούσαν το πλοίο και τα κορίτσια με ευαισθησία έπαιρναν τον πέπλο της θεάς Αθηνάς. Οι όμορφες παρθένες έμπαιναν στον Παρθενώνα, δηλαδή στον ναό της θεάς Αθηνάς και τον κρεμούσαν.
Α, και για να μην το ξεχάσω υπήρχε και η λαμπαδηδρομία των εφήβων. Η λαμπαδηδρομία ήταν ένα παιχνίδι, δηλαδή τι εννοώ, άναβαν μία λαμπάδα και ο πρώτος την έδινε στον δεύτερο και συνέχιζαν έτσι μέχρι να σβήσει η λαμπάδα. Όταν έσβηνε η λαμπάδα και τύχαινε, ας πούμε, στον τέταρτο, ο τέταρτος έβγαινε από τον κύκλο και άρχιζαν όλοι να τον κυνηγάνε. Σε εμένα προσωπικά μου ακούγεται πολύ διασκεδαστικό και πολύ αστείο. Αυτή η γιορτή κρατούσε τέσσερις μέρες και την τελευταία μέρα έσφαζαν τα βόδια, με τους μουσικούς να κάθονται και να πίνουν όλη μέρα. Θα μου άρεσε να ήμουν κι εγώ σε αυτήν την γιορτή γιατί μου ακούγεται πολύ διασκεδαστική και ωραία.
Ο Αθηναίος Αλκιβιάδης Γεωργία Τραχανατζή, Ραφαέλα Τραχανατζή, Ιζαμπέλα Σούλκα, Πάμελα Χάσα, Μαρία Σφακιανάκη Α4 Η προδοσία που οδήγησε… σε προδοσία Κατά την διάρκεια της Σικελικής εκστρατείας, ο Αλκιβιάδης κυριάρχησε στην πολιτική ζωή της Αθήνας και απέκτησε πολιτικούς εχθρούς σχετικά σύντομα. Όμως καθώς περνούσε ο καιρός οι πολιτικοί εχθροί του Αλκιβιάδη αυξήθηκαν και αποφάσισαν να τον βγάλουν από την μέση. Ο Αλκιβιάδης όμως είχε βάλει έναν φίλο του να κατασκοπεύει τους πολιτικούς εχθρούς του και αυτοί νόμισαν ότι ο φίλος του ήταν ένας από αυτούς. Έτσι αυτός, του τα είπε όλα, του είπε ότι οι πολιτικοί του αντίπαλοι σκόπευαν να τον σκοτώσουν μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Ο Αλκιβιάδης τρόμαξε, μα ο φίλος του ήξερε τι πρέπει να κάνουν. Ήξερε ότι οι αντίπαλοί του δεν γνώριζαν που έμενε ο Αλκιβιάδης και για αυτό θα έπαιρναν βοήθεια από τους οδοδείκτες, δηλαδή από τις ερμαϊκές στήλες. Έτσι ο φίλος του, του πρότεινε να πάνε να σπάσουν τις ερμαϊκές στήλες για να μην βρουν οι πολιτικοί του εχθροί που μένει. Αρχικά ο Αλκιβιάδης δίσταζε να δεχτεί, αλλά μετά σκέφτηκε ότι όλο αυτό είχε να κάνει με τη ζωή του κι έτσι αποφάσισε να δεχτεί. Αφού ο Αλκιβιάδης δέχτηκε, ο φίλος του άρχισε να του εξηγεί το σχέδιο του. - Προτείνω να πάμε σήμερα το βράδυ, που κανείς δεν θα μας δει, αλλά πρέπει να σε ενημερώσω ότι μαζί μας θα έρθει κι ένας συνεργάτης μου, που θα μας βοηθήσει να σπάσουμε τις ερμαϊκές στήλες πιο γρήγορα. - Εντάξει, όσο πιο γρήγορα τελειώσουμε τόσο το καλύτερο, είπε ο Αλκιβιάδης. Εκείνο το βράδυ έφτασε, και καθώς πήγαινε ο Αλκιβιάδης με το φίλο του και τον συνεργάτη που δεν γνώριζε, να σπάσουν τις ερμαϊκές στήλες, ο Αλκιβιάδης άρχισε να συλλογίζεται ότι πήγαινε να διαπράξει ένα έγκλημα και
συγκεκριμένα ιεροσυλία, αλλά ήξερε ακόμα ότι δεν είχε άλλη επιλογή. Τελικά βρήκαν τις ερμαϊκές στήλες και τις έσπασαν ολόκληρες, κομμάτι - κομμάτι. Όμως την επόμενη ημέρα ο Αλκιβιάδης έπρεπε να φύγει και να πάει στη Σικελία με τον στόλο του για την Σικελικής εκστρατείας και αυτό έγινε. Αλλά μόλις ο στόλος των Αθηναίων έφτασε στην Σικελία, στην Αθήνα ξέσπασε τεράστια πολιτική κρίση γιατί ο φίλος του τον πρόδωσε για μερικά νομίσματα και είπε στους πολιτικούς του εχθρούς ότι εκείνος έσπασε τις ερμαϊκές στήλες. Ωστόσο, ο Αλκιβιάδης όλο αυτό το έμαθε μετά από λίγες ημέρες, από την αθηναϊκή Εκκλησία του Δήμου και κατάλαβε αμέσως ότι ο προδότης ήταν ένας από τους δύο που τον βοήθησαν στο να σπάσουν τις ερμαϊκές στήλες. Κι έτσι η Εκκλησία του Δήμου αποφάσισε να του ζητήσει υποχρεωτικά να γυρίσει πίσω στην Αθήνα για να δικαστεί εκεί. Την επόμενη ημέρα ο Αλκιβιάδης ετοίμασε το καράβι του και ήταν προετοιμασμένος για να γυρίσει πίσω στην Αθήνα, ακολουθώντας το αθηναϊκό καράβι που έφτασε στη Σικελία γι’ αυτόν τον λόγο. Αλλά στα μισά της διαδρομής ο Αλκιβιάδης φοβήθηκε για τη θανατική του καταδίκη και κατέληξε να κατευθυνθεί προς την Σπάρτη. Εκεί, για εκδίκηση, πρόδωσε την ίδια του την πατρίδα, βοηθώντας και συμβουλεύοντας τους Σπαρτιάτες για το πως θα νικήσουν στην Σικελική εκστρατεία.