ΜΑΓΔΑ ΑΔΑΜΙΔΗ
ΦΙΛΙΑ ΑΠΡΟΣΜΕΝΗ Συλλογή ποιημάτων
Φωτογραφία του Λουκά Βασιλικού
Εκδόσεις Γυμνασίου Πλατανιά Απρίλιος 2016
1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σημείωμα για την έκδοση …………………………………………………3 ΚΟΣΜΟΣ
Ενότητα …………………………………………………………………..4 Φεγγάρι …………………………………………………………………...5 Αεράκι ……………………………………………………………………7 Ένα δάκρυ ………………………………………………………………...8 ΖΩΗ
Αναζήτηση ……………………………………………………………….10 Μάιος ……………………………………………………………………11 Αναγέννηση ……………………………………………………………....12 Πράσινος ωκεανός ………………………………………………………..14 Φως ……………………………………………………………………...15 ΕΛΛΑΔΑ
Ερήμωση ………………………………………………………………...17 Αντίσταση ………………………………………………………………..18 Αναφορά στον Γκρέκο …………………………………………………....20 ΟΝΕΙΡΑ
Δυο πράσινα μάτια ……………………………………………………….21 Μεσάνυχτα ………………………………………………………………21 Άννα ……………………………………………………………………..22
Φωτογραφία του August Sander
2
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ Τα ποιήματα της συλλογής «Φιλία απρόσμενη» γράφτηκαν από τη Μάγδα Αδαμίδη, μαθήτρια της Β΄ τάξης του Γυμνασίου Πλατανιά. Είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή. Την επιμέλεια των ποιημάτων καθώς και την εικαστική φροντίδα της έκδοσης είχε η φιλόλογος Λίλα Τρουλινού.
Φωτογραφία της Colette Saint
3
~ ΚΟΣΜΟΣ ~ ENOTHTA Μια φωνή σιγά σιγά ξυπνάει Δυναμώνει κι υψώνεται Κάλεσμα του Θεού Μια δεύτερη ελευθερία Μεγάλα μάτια υψώνονται στον ουρανό Στην απεραντοσύνη που γεννιέται Μεγαλόπρεπα στον αέρα Με καινούρια φτερά κάνουν δειλά τα πρώτα βήματα Οι άγγελοι παίρνουν αγκαλιά τα φοβισμένα παιδιά Χέρια ενώνονται στα κρυφά Τα σύννεφα σκίζονται Δεν είμαστε πια μόνοι Ψίθυροι σιγανοί και πρωτάκουστοι ακούγονται στο σύμπαν ξαναδημιουργείται ο κόσμος αργά και αρμονικά ένα ποτάμι από δάκρυα σβήνει τον πόνο Φυσάει Βαρδάρης για να φύγει η κακία Ο Αδάμ κι η Εύα χορεύουν στην καινούρια πλάση ελπίδες άφοβες κι αθώες μαζί τους ο αέρας θεόπνευστος, χωρίς φόβο ξαναβγαίνουν τα λουλούδια Χέρια ενώνονται στα κρυφά κι άλλες φωνές υψώνονται στον ήλιο
4
Φωτογραφία της Sally Mann
ΦΕΓΓΑΡΙ Το φεγγάρι κρύφτηκε το φεγγάρι χάθηκε κάπου στον κόσμο μας λαοί πολεμούν Το φεγγάρι τρόμαξε το φεγγάρι πόνεσε παιδάκια σκοτώθηκαν στο Καμερούν Το φεγγάρι λύγισε το φεγγάρι έκλαψε παιδιά στη Συρία ειρήνη ζητούν
5
Το φεγγάρι μάτωσε το φεγγάρι ράγισε στις βάρκες φοβούνται στο Αιγαίο μην πνιγούν Το φεγγάρι κρύφτηκε και τα μάτια του έκλεισε τον πόλεμο άρχισαν με όπλα ξεσπούν Το φεγγάρι τρόμαξε η καρδιά του πέτρωσε το χρήμα κι ο όλεθρος στη Γη κυβερνούν Το φεγγάρι λύγισε γιατί άλλο δεν άντεξε ματωμένοι με όπλα τον κόσμο χτυπούν Το φεγγάρι μάτωσε κι η καρδιά του ράγισε τρομαγμένα ουρλιαχτά τη νύχτα ηχούν Το φεγγάρι ζήτησε ξανά παρακάλεσε μες στον κόσμο μας με ειρήνη να ζουν
6
ΑΕΡΑΚΙ Θέλω μια μέρα ν’ ανοίξω το παράθυρο ν’ ανοίξω τα χέρια και ν’ αφήσω το απαλό αεράκι να με παρασύρει Να πετάξω στο μπλε τ’ ουρανού στην ελευθερία να κλείσω τα μάτια και ν’ αφήσω το απαλό αεράκι να με παρασύρει Να πετάξω πάνω απ’ την Αφρική ν’ αναπνεύσω τη ζέστη της ν’ ακούσω τα ταμ-ταμ της και ν’ αφήσω το απαλό αεράκι να με παρασύρει Να ταξιδέψω πάνω απ’ την Αμερική στις πολυάσχολες πόλεις της και στα όμορφα δάση της και ν’ αφήσω το απαλό αεράκι να με παρασύρει Να πετάξω γύρω στον κόσμο να δω τους ανθρώπους του να γίνουν δικοί μου και ν’ αφήσω το απαλό αεράκι να με παρασύρει
7
ΕΝΑ ΔΑΚΡΥ Ένα δάκρυ χύθηκε στο Αιγαίο. Είναι το δάκρυ της Λεϊλά που γίνετ’ ένα με τα κύματα. Είναι ένας τρόπος για να πει «φοβάμαι, κρυώνω!» μα δε μιλάει, σιωπά, και οι γονείς της οδηγούν τη βάρκα. Ένα δάκρυ χύθηκε στο χώμα. Είναι το δάκρυ του Αλί που γίνετ’ ένα με τη λάσπη. Είναι ένας τρόπος για να πει «δεν θέλω τον πόλεμο» μα δε μιλάει, σιωπά, και γεμίζει το όπλο του με σφαίρες.
Έργο της beth conklin
8
Ένα δάκρυ χύθηκε στο Γάγγη. Είναι το δάκρυ της Αϊσέ που γίνετ’ ένα με τα νερά του ποταμού. Είναι ένας τρόπος για να πει «θέλω να πάω σχολείο!» μα δε μιλάει, σιωπά, και γυρνάει με το σταμνί στο χέρι. Ένα δάκρυ χύθηκε στον Αμαζόνιο. Είναι το δάκρυ του Τζερόνιμο που το πήρε το ποτάμι μακριά. Είναι ένας τρόπος για να πει «θέλω να πάω σπίτι!» μα δε μιλάει, σιωπά, και το αφεντικό τον στρώνει στη δουλειά
9
~ ΖΩΗ ~ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ Μια νύχτα σκοτεινή σιγά περιπλανιόμουν το δρόμο μου τον φώτιζε πανσέληνος λαμπρή Γυρνούσα σιωπηλή με ησυχία θυμόμουν τα βάσανα και τις χαρές απ’ τη ζωή αυτή Ποιος άραγε ορίζει; Ποιος πάντα κανονίζει; Τις μοίρες και τα ριζικά; Τις τύχες και τα τυχερά; Και ’γω άραγε τι είμαι; Σταγόνα στο κενό; Σκοπό ύπαρξης ποιον έχω; Γιατί υπάρχω και ζω; Μια μέρα θα το μάθω μια μέρα θα το δω για να το διαπιστώσω θα ψάχνω, θα ρωτώ Πορεία συνεχίζω βαδίζω, προχωρώ στο δρόμο της ζωής μου, πολλά έχω να δω Κι όταν στο τέλος φτάσει, αυτή η διαδρομή, η Απάντηση σε όλα, θα έχει πια δοθεί. 10
ΜΑΪΟΣ Ένα όμορφο βράδυ του Μαΐου δυο βλέμματα αθώα συναντήθηκαν Δυο ψυχές κρατήθηκαν η μια από την άλλη Μια ανάσα σωτηρίας μες την καταχνιά Τότε στ’ αστέρια το φεγγάρι γέλασε Κι έλαμψ’ η πλάση πέρα ως πέρα Σε τούτο το χορό των αστεριών μια φωνή που ωραία τραγουδούσε. Στα βράχια πάνω έσκαγαν τα κύματα Και αντάλλαξαν αθώα το «σ’ αγαπώ» τόσο αθώα όσο η γη προνόησε Κανένα σημάδι αποχωρισμού. Κι ένα ανθάκι απ’ την αμυγδαλιά ξεγλίστρησε Κι ακούμπησε στο έδαφος με χάρη ένα χαμόγελο αγνά σχημάτισε πάνω στο χώμα που το δέχτηκε μ’ αγάπη Τόσο ήσυχα μέσα σ’ αυτό το βράδυ που έμοιαζε με φωτεινή γιορτή μες το σκοτάδι του μαγιάτικου ουρανού Τόσα χαμόγελα εφώτιζαν τη νύχτα Σαν θαύμα πρωτόγνωρο και θαυμαστό που γέμιζε το μάτι ενός ανθρώπου μ’ αισθήματα καινούρια και με δέος μπροστά στη δύναμη που μπρος του πια γεννιότανε Και φάνηκε να σβήνεται όλη η κακία του κόσμου μα ύστερα ξημέρωσε και χάθηκαν τα φωτεινά ζευγάρια Σαν ένα πυροτέχνημα που έσκασε και πάει 11
Φωτογραφία του Wolf Suschitzky, Ταξίδι στην Ελλάδα του ’60
ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ Αέρινα βήματα στην άμμο Ξυπόλητα πόδια με πληγές στις φτέρνες Δάχτυλα αδύνατα από την κακουχία Πάνω σε χέρια δυνατά Που άντεξαν τη σκληρότητα της ζωής και τον πόνο που πάνω της δοκίμασαν Ένα γλυκό τραγούδι των κυμάτων που βρίσκει τη φωνή της και γίνονται ένα Ο ήχος της καρδιάς της σβήνει κάποια ξεχασμένα δάκρυα που είχαν ξεμείνει
12
το πρόσωπό της πηγάδι ευαισθησίας μια ελιά στο πρόσωπο και δίπλα μια ουλή και αυτή ξεχασμένη όλα τα ξέχασε δεν τα θέλει δεν της χρειάζονται Πετάει πίσω της το ξεσκισμένο σάλι Βαδίζει ανάλαφρα στην αμμουδιά, βρέχει το πρόσωπο με λίγη αλμύρα Ο Ζέφυρος της παίρνει πίσω τα μαλλιά παίρνει τον πόνο, τα δάκρυα, τη θλίψη Αναγεννιέται σαν τον φοίνικα μες απ’ τις στάχτες της, μες απ’ τα πάθη της Κλείνει τα μάτια και χορεύει στα τυφλά σκοτεινιάζει μα συνεχίζει. Είναι ο θυμός μιας νύχτας, ο ενθουσιασμός μιας βραδιάς Διάφανα φτερά βγαίνουν στην πλάτη της Νιώθει να πετάει ξαφνικά Σαν αναπάντεχο δώρο της ζωής Σαν θεά, εξουσιάζει τον κόσμο, βασιλεύει στον κόσμο της. Η ζωή γίνεται φιλική και η άμμος αγκαλιάζει τα ξυπόλητα πόδια της.
13
ΠΡΑΣΙΝΟΣ ΩΚΕΑΝΟΣ Πράσινος ωκεανός σε φόντο καφετί κι ένας ήλιος σκοτεινός που βάφει τα νερά Τα βράχια χρώμα βιολετί πάνω σε γκρίζα άμμο τα κύματα που έσκαγαν, δεν παίζαν μουσική. Ήρεμη θάλασσα πάντα επιβλητική με ένα μόνο βλέμμα σε καθήλωνε Ένα άγγιγμα μια πιτσίλα από τα κύματα μια ανάσα απ’ την αλμύρα της με γέμισε ζωή Μα πώς θα ήταν άραγε, αν ήτανε γαλάζια θα ήθελα σαν και πρώτα μέσα της να πνιγώ;
Φωτογραφία της Ulla Sangil 14
ΦΩΣ Φως Δώσε μου λίγο από το φως σου Στα χέρια σου να κρατηθώ και αέρα ν’ αντικρίσω Πνοή Δώσε μου λίγη απ’ την πνοή σου Να αναπνεύσω ωκεανούς κι αλμύρα των κυμάτων Ψυχή Δώσε μου λίγο απ’ την ψυχή σου με δύναμη να σηκωθώ το μαύρο να νικήσω Ορμή Δώσε μου λίγο απ’ την ορμή σου Στους κεραυνούς να διαλυθώ τις αστραπές να σπείρω Σιωπή δώσε μου λίγη απ’ την σιωπή σου για λίγο έτσι να σωθώ πάλι μικρή να γίνω Καρδιά δώσε μου λίγη απ’ την καρδιά σου να γίνω άγγελος χρυσός σε πράσινες νεφέλες
15
Ζωή Δώσε μου λίγη απ’ τη ζωή σου Θέλω μαζί σου να διαβώ το δύσβατο το δρόμο
Φωτογραφία της Sally Mann
16
~ ΕΛΛΑΔΑ ~ ΕΡΗΜΩΣΗ Οι δρόμοι άδειασαν Οι πλατείες καθάρισαν δυο αθώα μάτια ψάχνουν μες από την κλειδαρότρυπα κάποιο βιαστικό κορμί να περνάει το δρόμο Όμως ψυχή, τα μάτια αναζητούν ανθρώπους γενναίους που αψήφησαν καταχτητές κι εχθρούς και βγήκαν έξω να μαζευτούν στην έρημη πλατεία Άδειασ’ η πόλη χάθηκε ο κόσμος τανκς παρελαύνουν στους δρόμους του μίσους μια άγνωστη γλώσσα ηχεί και μπήγεται στις καρδιές σαν καρφί. Μια ξένη σημαία στην Ακρόπολη κυματίζει ψυχρά πάνω απ’ τα μάρμαρα Χιλιάδες μάτια και ψυχές τρεμοπαίζουν κρυφοκοιτάζουν από τις κλειδαριές και πάνω απ’ όλα ένα μαύρο σύννεφο. Σκοτείνιασ’ ο ουρανός κάποια φώτα ανάβουν – Μη! Δεν πρέπει! – Δεν κάνει! Μαύρο παντού. Βυθίστηκε στο μαύρο η Αθήνα Στο μαύρο κι οι καρδιές των Ελλήνων, που πρώτα με τις νίκες χαίρονταν. Πού είναι οι νίκες; 17
Μακρινό μας χθες. Δοξασμένο παρελθόν Ο εχθρός σημειώνει στα μπλοκάκια του άλλη μια νίκη γι’ αυτούς κι η Ελλάδα μες στην ψυχή της. άλλο ένα Θείο Πάθος για κείνη. ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ Φοβάμαι Κλείνω τα μάτια και φοβάμαι Ανοίγω τα μάτια και φοβάμαι Η πόρτα κλειδωμένη και το παράθυρο κλειστό Το καντηλάκι στην κουζίνα φέγγει μα φοβάμαι. Τρέμω Κλείνω τα μάτια και τρέμω Ανοίγω τα μάτια και τρέμω Ακούω βήματα να πλησιάζουν, βαριές αρβύλες αντρικές Γαντζώνομαι στο ρούχο της μητέρας μα τρέμω. Μπαίνουν Κλείνω τα μάτια, εκείνοι μπαίνουν Ανοίγω τα μάτια, μα είν’ εδώ Βλέπω τις προσπάθειες να γκρεμίζονται Να καταστρέφονται, να πέφτουν στο κενό μα εκείνοι μπαίνουν.
18
Φωτογραφία της Natela Grigalashvili
Χτυπούν Κλείνω τα μάτια και χτυπούν Ανοίγω τα μάτια και χτυπούν Η μητέρα έντρομη κοιτάζει Ικετεύει για λίγο οίκτο με λυγμούς Μα χτυπούν. Δακρύζω Κλείνω τα μάτια και δακρύζω Ανοίγω τα μάτια και δακρύζω Με παίρνουνε χτυπώντας με απ’ το σπίτι Της μάνας ακούω τις φωνές Μπορώ να διαβάσω αυτά τα δάκρυα Μα δακρύζω.
19
ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ Κλείνω τα μάτια. Μέσα στη χούφτα μου, λίγο χώμα του νησιού. Στον αέρα η γνωστή μυρωδιά του αέρα, του δικού μου του αέρα, του κρητικού. Αναπνέω σιγανά. Και παρακαλώ τον ουρανό να βρέξει. Να ρίξει βροχή και στάχτη, πνοή του αέρα του δικού μου του αέρα του κρητικού. Σε ψάχνω ακόμα. Παππού μεγάλε, και περήφανε Ρωμιέ Αθάνατη μορφή, Θεέ του αέρα του δικού μας αέρα του κρητικού. Βαδίζω στα χνάρια σου Διαβάζω τη ζωή μου στη δική σου Βρίσκω κομμάτια της ψυχής και αναπνέω στον δικό μας αέρα, τον κρητικό.
Φωτογραφία του Victor Schrager
20
~ ΟΝΕΙΡΑ ~ ΔΥΟ ΠΡΑΣΙΝΑ ΜΑΤΙΑ Δυο πράσινα μάτια αγάπης καθρέφτες της μέρας οι ψεύτες κομμάτια χρυσού. Δυο πράσινα μάτια αγνά φύλλα ενός δέντρου αγάπη αγγέλου, ζωντάνια παιδιού. Δυο πράσινα μάτια όταν κλαίν’ σε πονάνε κι όταν πάλι γελάνε η χαρά είναι παντού. Δυο πράσινα μάτια πιο ωραία από σμαράγδια πιο ωραία από διαμάντια δώρο Θεού. Δυο πράσινα μάτια αγάπη σου δίνουν και πάντα σου λείπουν όταν δεν είν’ εδώ. ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ Ατένιζε ακουμπισμένη στα κάγκελα του μπαλκονιού και βαριανάσαινε κάτι την εβασάνιζε. Τα μάτια της, τα κουρασμένα απ’ την κακία του κόσμου 21
αυτή, την ψεύτικη, μες το κατάμαυρο. Ψιθύριζε ψαγμένους στίχους, δύστυχους και σπάνιους μήπως την πάρουνε κι αλλού τη στείλουνε. Περίμενε κάποιον ξεχασμένο καβαλάρη που και αυτός έψαχνε μια σωτηρία Μα έχασε, η ζωή τη γύριζε πίσω, δεμένη στη μοίρα της, τη λογική. Μα ξέφυγε βγήκε να κυνηγήσει ελπίδες να παίξει θέατρο εκεί στα κρυφά. Κουράστηκε και πήγε ξανά στη ζωή της ως τ’ άλλα μεσάνυχτα τ’ αυριανά. ΑΝΝΑ Πίσω από τα μπλε γυαλιά κρύβονται γαλάζια μάτια όλο προσμονή όλο ελπίδα. Περιμένει έναν άγγελο απ’ τον ήλιο να σταθεί στη μέση της θάλασσας και να της δώσει ό,τι αυτή ποθεί 22
και ό,τι της λείπει. Περιμένει ένα κύμα να σκάσει πάνω στο λευκό της δέρμα και λίγο σμαραγδή αέρα να της τραγουδήσει στο αυτί, χωρίς ανάγκη γι’ ανταλλάγματα. Θέλει αγάπη για αγάπη όπως λένε τα παλιά βιβλία τα αστέρια της δείχνουν μια μορφή δεν ξέρει πότε λύγισε και πότε αγάπησε. Περιμένει όλο προσμονή όλο ελπίδα ορκίζεται πως δε θα φύγει ποτέ και πως θα ’ναι πάντα εκεί. Σ’ ένα γυάλινο κλουβί ψάχνοντας για κάτι που θα τη λυτρώσει δεν τις θέλει τις ψεύτικες ελπίδες, τις βαρέθηκε. θέλει χρόνο να τον κάνει πράξεις θέλει να δει το γαλάζιο φως στον ορίζοντα Ένα χαμόγελο στον ωκεανό που θα διαλέξει να πνιγεί. Όμως… βγάζει τα γυαλιά και αναστενάζει Ένα δάκρυ έτρεξε απ’ τα γαλάζια μάτια. (εμπνευσμένο από το διήγημα «Η Άννα του Κλήδονα»)
23
Φωτογραφία του Arthur Tress
f
Οι σελίδες μας στο Διαδίκτυο: Γυμνάσιο Πλατανιά Χανίων Πολύχρωμη σκέψη-Λίλα Τρουλινού και http://www.gymnasio-platania.gr
24