Κώστας Χιωτάκης - Αφιέρωμα στο λογοτεχνικό του έργο

Page 1

Κώστας Μ. Χιωτάκης

Αφιέρωμα στο λογοτεχνικό του έργο Κώστας Γεωργιάδης, Ευη Παντελάκη, Κωνσταντίνα Μπαχαντάκη και Μάγδα Αδαμίδη

Επιμέλεια Μαρία Μαγουλά

Γυμνάσιο Πλατανιά Μάιος 2017



Εισαγωγικό σημείωμα Ο γιατρός Κώστας Μ. Χιωτάκης γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1914. Μεγάλωσε στα Χανιά όπου τέλειωσε το Δημοτικό και το Γυμνάσιο. Στο Πανεπιστήμιο Αθηνών τέλειωσε την Ιατρική. Το 1941 υπηρετώντας τη θητεία του βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του Μετώπου. Με την εισβολή των Γερμανών και την κατάρρευση, υποχωρώντας συνεχώς έφτασε στο Γύθειο από όπου με ένα καΐκι μαζί με άλλους αξιωματικούς και φαντάρους κατέβηκε στην Κρήτη. Πήρε μέρος στη Μάχη της Κρήτης. Ήταν ο μόνος γιατρός που έμεινε στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Χανίων κοντά στους βαριά τραυματισμένους και αρρώστους τις μέρες της πτώσης των αλεξιπτωτιστών και εκεί πάνω στην εκτέλεση του καθήκοντος πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Γερμανούς. Απόδρασε το Γενάρη του 1942. Συνδέθηκε με το ΕΑΜ στην ανατολική Κρήτη. Έγινε μέλος του ΚΚΕ και αργότερα κατατάχθηκε στον ΕΛΑΣ. Πιάστηκε το 1947 και εξορίστηκε στη Λήμνο, Μακρονήσι και Άη-Στράτη. Εκλέχτηκε πολλές φορές δημοτικός σύμβουλος και σύμβουλος της ΕΔΑ σε τρεις περιόδους: το 1958, 1961 και το 1963. Στη δικτατορία στάλθηκε εξορία στα Γιούρα και στο Παρθένι της Λέρου. Ήταν μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Έχει γράψει δεκατέσσερα λογοτεχνικά βιβλία: μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα (4 συλλογές) και ένα θεατρικό μονόπρακτο. Έχει πάρει συνολικά εννέα βραβεία σε πανελλαδικούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Πέθανε στα Χανιά στις 18 του Νοέμβρη 1981. Μέσα στα έργα του ξετυλίγονται τα σύγχρονά του γεγονότα που σημάδεψαν τον τόπο μας. Τα βάσανα δεν έχουν τελειωμό. Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος, Εμφύλιος, Δικτατορία. Εκφράζεται το παράπονο του απλού ανθρώπου για τα βάσανα και την αδικία. «Ο πόλεμος είναι χειρότερος κι απ’ τη λοιμική. Δεν υπάρχει καμιά προφύλαξη. Ορμάς απάνω στον εχθρό κι όποιος προλάβει σκοτώνει τον άλλο… Φρίκη! Δεν θες να σκοτώσεις και σκοτώνεις για να μη σκοτωθείς… Εκατομμύρια κι εκατομμύρια άνθρωποι έζησαν, σε τούτη τη γη, με το όνειρο της ειρήνης αγκαλιά και πέθαναν χτυπημένοι απ’ τον πόλεμο και τη φτώχεια. Ποιος απ’ τους υπεύθυνους μακελάρηδες, έπαθε τίποτα; Οι άνθρωποι μπορούν να κρεμάσουν τους φονιάδες της ειρήνης, να ξεβρομίσει ο κόσμος…». Μέσα από προσωπικές μαρτυρίες του ίδιου του συγγραφέα, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι μόνο εκείνοι που είχαν χαράξει βαθιά μέσα στο πετσί τους την Ιδέα της ισότητας και της ελευθερίας, ήταν εκείνοι που δεν δείλιαζαν μπροστά στην απειλή της ίδιας της ζωής τους. «Κανένας αγώνας δεν πάει χαμένος. Με τον καιρό και τις φροντίδες μας καρπίζει ο σπόρος που ρίξαμε. Κουράγιο, θάρρος! Η νίκη θα ’ναι δική μας. Μέσ’ απ’ τις μπόρες και τους κατατρεγμούς, θα λάμψει ο ήλιος για τους φτωχούς. Το μέλλον ανήκει στο Δίκιο και την Αλήθεια». Οι μαθητές Κώστας Γεωργιάδης, Ευη Παντελάκη, Κωνσταντίνα Μπαχαντάκη και Μάγδα Αδαμίδη διάβασαν και μελέτησαν βιβλία του Κώστα Χιωτάκη υπό την εποπτεία και καθοδήγηση της εκπαιδευτικού Μαρίας Μαγουλά. .Δημιούργησαν εργασίες σχετικά με το περιεχόμενο του κάθε έργου. Οι εργασίες αυτές σχετίζονται με το όραμα για κοινωνική δικαιοσύνη, το άδικο του πολέμου και τα δεινά που προκαλεί καθώς και τον αγώνα των Κρητικών κατά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.


Η μαθήτρια Μάγδα Αδαμίδη μελέτησε την τριλογία του Κώστα Χιωτάκη «Κακοκαιριά» και μέσα απ’ αυτή εμπνεύσθηκε και έγραψε το παρακάτω ποίημα :

Αγωνιστής Υψώνεις τη γροθιά σου στους αιθέρες, να πάρεις πνοή απ’ τους αγώνες που σε πόνεσαν. Κι αναπνέεις. Κι ύστερα με όπλο σου τη σκέψη, με εφόδιο μονάχα της ψυχής σου τη φωνή, ξαναζείς το παρελθόν σε μια μονάχ’ ανάσα. Σε κακοκαιριά φυλαγμένων αναμνήσεων. Αγωνιστή, μορφή ακόμη αγνώριστη στα χρόνια, ποια προσευχή ακούγεται για σένα; Πόσοι τιμούν το αίμα που έριξες στη μάχη της Ιδέας; Πόσοι ξέρουν; Η θάλασσα του πόνου κυματίζει μέσα σου, θυμάσαι πόσο κολύμπησες για να ‘βρεις τη στεριά σου; Ψηλά στον ουρανό σκιές χορεύουν, Και δυναμώνουνε τη φλόγα στις καρδιές. Η ελπίδα για το μέλλον σε μάτια πονεμένα βρίσκεται. Μα αυτή πεθαίνει τελευταία. Δείξε μας τον δρόμο για το θαύμα, τον δρόμο του αγώνα δίδαξέ μας. Τίποτα πια δεν έχει μείνει στη γενιά μας. Μια τελευταία πνοή να κρατηθούμε, δείξε μας μονάχα πώς να πάρουμε.


Εργογραφία 1973

1974

1975

1975

1976

1977

1978

1979

1980

1980 Θεατρικό : «Αναποδιές»

1980

1981

1982

Βρείτε και δανεισθείτε ΟΛΑ τα βιβλία του Κωστή Χιωτάκη στη βιβλιοθήκη του Γυμνασίου Πλατανιά. www.gymnasio-platania.gr


Ξερίζωμα Από τον Κωνσταντίνο Γεωργιάδη Περίληψη Ο Γιώργης Αντύπας κατεβαίνει στο Διπλολίμανο, στα ρημάδια που του ’χαν παραχωρήσει. Ένα μικρό ακρωτήρι σχημάτιζε δύο λιμανάκια. Άγονος μα όμορφος τόπος. Έσκαψε την πλαγιά, δίπλα στη σπηλιά και φύτεψε πολλά δέντρα. Ο Γιώργης αγαπούσε την Αννίτσα. Κλέφτηκαν αφού η μητέρα της δεν ήθελε αυτό τον γάμο. Η Αννίτσα τη μέρα που κηρύχτηκε ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος γέννησε το πρώτο της παιδί. Η μητέρα της όταν μαθαίνει τη γέννηση του εγγονού της, συμφιλιώνεται με την κόρη της και αποδέχεται τον γάμο. Χτίζουν το σπίτι τους με τη βοήθεια φίλων. Κυκλοφορεί ο «Μαχητής», η αντιφασιστική εφημερίδα. Κινητοποιείται η Χωροφυλακή και οι φασιστικοί μηχανισμοί. Πιάνονται αθώοι και βασανίζονται. Κηρύσσεται και στην Ελλάδα ο πόλεμος. Στα καφενεία βρίζουν τους φασίστες που ’βαλαν τους λαούς στο μακελειό, για τα συμφέροντα των μονοπωλίων. Ο Γιώργης φιλά γυναίκα και παιδί και τραβά για τη μονάδα του. Αρχίζουν οι βομβαρδισμοί. Χιόνια, λάσπη, παγωνιά στο μέτωπο. Βόμβες πυροβολικού, αεροπλάνα, όλμοι οργώνουν τον τόπο. Οι Ιταλοί υποχωρούν. Στην Αθήνα υψώνονται οι γερμανικές σημαίες. Ο Γιώργης τραυματίζεται σοβαρά. Χειρουργείται κι επιστρέφει στο χωριό του. Αργότερα αρχίζουν νέοι διωγμοί και εκτελέσεις. Ο Γιώργης αρρωσταίνει, του βρίσκουν χτικιό. Γίνονται προληπτικές συλλήψεις αριστερών. Τον στέλνουν στη Λήμνο. Όταν αργότερα επιστρέφει, κοινοποιείται η απόφαση απαλλοτρίωσης του Διπλολίμανου. Ο Γιώργης δεν αντέχει, πεθαίνει από συγκοπή. Το άδικο του πολέμου και τα δεινά που που προκαλεί ενώνουν τους ανθρώπους Ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος αρχίζει. Όσοι δημοκρατικοί Έλληνες εξέφρασαν την επιθυμία τους να πολεμήσουν τον φασισμό πριν εξαπλωθεί ο πόλεμος στην Ελλάδα, διώχτηκαν σκληρά. «Με την κήρυξη του πολέμου η πόλη μούδιασε. Κυριάρχησε μια γενική αναστάτωση. Οι συζητήσεις φούντωσαν. Χίλια ερωτηματικά πρόβαλαν στον ορίζοντα της σκέψης. Το ’βλεπαν όλοι πως το άπλωμα της φωτιάς ήτανε ζήτημα χρόνου. Τα κυνηγητά των πρωτοπόρων δημοκρατικών εντάθηκαν. Ο Θύμιος, ένας κομμουνιστής, πιάστηκε και οδηγήθηκε στην Ασφάλεια. -Θα πολεμήσεις τον φασισμό; τον ρώτησε ένας νωματάρχης του Τμήματος. -Με όλα τα μέσα για να ξεσκλαβώσουμε αργότερα και την πατρίδα μας. -Ώστε έτσι, ε; Και την πατρίδα μας…


-Ναι έτσι. -Τράβα τώρα στα ξερονήσια κι ύστερα βλέπομε. Τον έκλεισαν στα κρατητήρια». «Κάθε φορά που τέλειωναν οι άνθρωποι έναν πόλεμο, η ζωή τους χειροτέρευε, πλήθαιναν τα δάκρυα κι οι λυγμοί στον κόσμο. Πώς γίνεται να φτάνουν οι λαοί στην αλληλοσφαγή; αναρωτιόντουσαν πολλοί. Κι ερχόταν η απάντηση του Θύμιου απ’ το νησί: για να μεγαλώσουν τα κέρδη του μεγάλου κεφαλαίου. Ακόμα δεν έμαθαν οι άνθρωποι το συμφέρον τους. Οπλίζουν τον κόσμο κι αλληλοσκοτώνονται με ξεφτισμένα ιδανικά, που κρύβουν τα συμφέροντα των μεγάλων». «-Μια φορά, είπε ο Παναγιώτης, σ’ ένα περασμένο πόλεμο, ένας στρατιώτης τρελάθηκε και σκότωσε ένα συγχωριανό του. Όταν έμαθαν την αλήθεια οι συγγενείς του σκοτωμένου, άρχισαν βεντέτα με την οικογένεια του φονιά, ώσπου δεν έμεινε κανένας απ’ τα δύο σόγια. -Καλά, τρελαίνει τον άνθρωπο ο πόλεμος; ρώτησε ο Γιώργης. -Αυτός ο ίδιος είναι μια τρέλα». Η Αννίτσα ανησυχούσε για τον πόλεμο και ενώ ακόμα δεν είχε ξεκινήσει, μόνο με τη σκέψη για τα δεινά που προκαλεί, την έκανε να κλαίει. «-Τι έχεις; τη ρωτούσε. -Με φοβίζει ο πόλεμος. -Είναι τόσο μακριά… -Ποιος εγγυάται, ότι μια φωτιά στη γειτονιά του δεν θα κάψει και το δικό του νοικοκυριό;» Υπάρχουν όμως και κάποιοι που εκμεταλλεύονται την κατάσταση του πολέμου για να πλουτίσουν. Μέσα στον παραλογισμό του πολέμου χρειάζεται καθαρό μυαλό για να μην ξεγελαστεί ο καθένας. «-Ο πόλεμος, έλεγε ο Λεχρός, είναι μια δημιουργική δύναμη. Ξεκαθαρίζει την ήρα απ’ το σιτάρι. Σ’ αυτόν έχω τα θάρρη μου. Έτσι γίνεται η φυσική επιλογή και λειτουργούν οι νόμοι της προσαρμογής στον αγώνα «περί υπάρξεως» των ανθρώπων. Οι ανίκανοι, οι απροσάρμοστοι χάνονται. Επιζούν οι έξυπνοι, οι ικανοί, οι τολμηροί, οι καπάτσοι, οι ευέλικτοι… Ο πόλεμος δεν θ’ αργήσει να ’ρθει και στην πατρίδα μας και τότε θα δείτε δουλειές, φώναζε κι έτριβε τις παλάμες του, από ευχαρίστηση. Ο πόλεμος κοστίζει πολλά, μα δίνει περισσότερα σ’ αυτούς που έχουνε νου, πρόσθεσε και γούρλωσε τα μάτια σα να ’βλεπε θησαυρούς. -Ο πόλεμος δεν δημιουργεί, είπε ο Γιώργης. Ρημάζει μόνο τα έχει των ανθρώπων και γεμίζει τον τόπο συμφορές. Ο Γιώργης παραξενεύτηκε με την επιμονή του Λεχρού. Πώς ήταν δυνατόν ο άνθρωπος αυτός να βλέπει τον πόλεμο σαν δημιουργικό στοιχείο της ζωής; Απ’ τη σκέψη του πέρασαν οι αόρατες δυνάμεις που κινούν τα νήματα του πολέμου. Μια κλωστούλα, έστω, μια μικρή αράχνη, έπρεπε να ’ναι και τούτος ο «επιχειρηματίας», συλλογίστηκε». Η απειλή του πολέμου είχε αναστατώσει και την ήρεμη ζωή στο Διπλολίμανο. «Παντού μιλούσαν για την πολεμική θύελλα, που ξάπλωνε μέρα με τη μέρα και γκρέμιζε ζωές. Η ανθρωπότητα με την ψυχή στο στόμα, υπεράσπιζε τη λευτεριά της. Η Ευρώπη πνιγόταν στο αίμα σ’ ένα πρωτόφαντο τρελό μακελειό. Οι μάχες δεν περιορίζονταν πια στο μέτωπο. Ο πόλεμος αγκάλιαζε και τα μετόπισθεν. Αεροπλάνα βομβάρδιζαν κάθε μέρα, χωριά και πολιτείες, δημιουργώντας αμέτρητα θύματα, βιβλικές καταστροφές.


Ένα «γιατί» τριβέλιζε τη σκέψη των λαών, που ρίχνονταν, με τα μούτρα, για να κερδίσουν τη μάχη». Η Αννίτσα έκλαιγε. Σκεφτόταν τον άντρα της, το παιδί της, την πατρίδα. Δεν μπορούσε να κατανοήσει γιατί γίνονται οι πόλεμοι. «Πώς θα συνήθιζε στο θάνατο, όταν στην καρδιά της φώλιαζε η ειρήνη κι η δημιουργία; Πώς ήταν δυνατόν να αλληλοσφάζονται οι λαοί, σαν μανιακοί, ενώ μπορούσαν να ζουν σαν μονοιασμένα αδέρφια, πάνω στη γη;… Η ζωή είχε μπερδευτεί στα γρανάζια του πολέμου και τη μακέλευε μ’ απονιά, για να πλουτίζουνε, μερικοί-μερικοί». Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος στη Ελλάδα, οι άνθρωποι συμμάζευαν ό,τι μπορούσαν, έδιναν οδηγίες στα σπίτια τους. Φωνές, φασαρία, ανακοινώσεις έδιναν πικρή γεύση στη ζωή. «Τι είχαν να κερδίσουν οι ίδιοι απ’ το ξαναμοίρασμα του κόσμου μεταξύ τους; Μονάχα, βάσανα, αίμα, αλυσίδες, ξερονήσια, φυλακές, εκτελέσεις… Γι’ αυτό ξεσηκώθηκαν σαν ένας άνθρωπος να πολεμήσουν τον φασισμό. Κηρύχτηκε γενική επιστράτευση. Ο Γιώργης έπρεπε να παρουσιαστεί στη μονάδα του. Η Αννίτσα δεν άντεξε κι έκλαιγε. Ο άντρας της την παρηγορεί. -Ο πόλεμος δεν είναι πανηγύρι. Δεν λέω πως θα σκοτωθώ, άρον-άρον. Μπορεί να μας μείνει η μεγάλη ταλαιπωρία μόνο κι οι αγωνίες… Ο πόλεμος είναι χειρότερος κι απ’ τη λοιμική. Δεν υπάρχει καμιά προφύλαξη. Ορμάς απάνω στον εχθρό κι όποιος προλάβει σκοτώνει τον άλλο… Φρίκη! Δεν θες να σκοτώσεις και σκοτώνεις για να μη σκοτωθείς… Μονάχα τώρα βλέπουμε τι χάνουμε. Κι ύστερα, σαν σταματήσουν να βροντολογούν τα όπλα, τα ξεχνούμε. Εκατομμύρια κι εκατομμύρια άνθρωποι έζησαν, σε τούτη τη γη, με το όνειρο της ειρήνης αγκαλιά και πέθαναν χτυπημένοι απ’ τον πόλεμο και τη φτώχεια. Ποιος απ’ τους υπεύθυνους μακελάρηδες, έπαθε τίποτα; Οι άνθρωποι μπορούν να κρεμάσουν τους φονιάδες της ειρήνης, να ξεβρομίσει ο κόσμος…». Τα βομβαρδιστικά χτυπούν την πολιτεία. Ο κόσμος τρέχει. «Μια γυναίκα γύριζε ανάμεσα στα ερείπια σαν τρελή και μοιρολογούσε. Έψαχνε, έψαχνε, έκλαιγε. Τα ρούχα της είχαν καταξεσχιστεί, τα πόδια της ήταν καταματωμένα απ’ τις γρατζουνιές κι εκείνη έψαχνε να βρει «σφαχτάρια του πολέμου», παιδιά, κοπέλες, άντρες, γυναίκες. «Κατάρα στον πόλεμο!» ξεφώνιζε, κάπου-κάπου, μ’ ένα βλέμμα αλλοπαρμένο». Ο πόλεμος δεν κάνει διακρίσεις. Χωρίζει αντρόγυνα, τα παιδιά από τους γονείς και τους παππούδες. «Η γριά-Ευανθία δεν πρόλαβε. Μία σφαίρα μυδράλιου την βρήκε στην κοιλιά. Έγειρε πάνω στο δρόμο και σπάραζε… Έτρεξε τ’ αγγόνι της την αγκάλιασε, τη φιλούσε κι έκλαιγε γοερά. -Σήκω, γιαγιά, σήκω, σου λέω! φώναζε κι όσο εκείνη δεν απαντούσε τόσο ο Πετράκης επέμενε. Ο μπάρμπας μου ο Φώτος πέθανε σε δέκα μέρες. Ξύπνα γιαγιά… Δεν μ’ αγαπάς. Ξύπνα σου λέω». Στο μέτωπο η κατάσταση είναι απελπιστική. Οι στρατιώτες έχουν να αντιμετωπίσουν αξεπέραστες δυσκολίες. «Χιόνια, λάσπη, παγωνιά. Τα ζα, με τα φορτία τους, καρφώνουν στα λασποτόπια. Τα βοηθούν οι φαντάροι να ξεκολλήσουν. Μερικά βουλιάζουν όλο και πιο βαθιά. Τα ξεφορτώνουν. Και τότε η χαριστική βολή δίνει τη λύτρωση. Προχωρούν να φτάσουν στην πρώτη γραμμή. Ψείρες, χιόνια, υγρασία, πείνα, κρύο. Όλα είναι παγωμένα και μονάχα οι καρδιές μένουν ζεστές… Ανεβαίνουν υψώματα, κατεβαίνουν πλαγιές, περνούν χαράδρες, που βάλλονται απ’ το εχθρικό πυροβολικό, μα δε σταματούν».


Οι τραυματισμοί και τα κρυοπαγήματα επιδεινώνουν την κατάσταση. «Η γάγγραινα προχωρούσε να κόψει το νήμα της ζωής. Οι γιατροί συζητούσαν να τον ακρωτηριάσουν απ’ το μηρό, ψηλά, χωρίς να το ξέρει, όμως σκέφτηκαν την τραγωδία του, όταν θα ξυπνούσε απ’ τη νάρκωση…». Ο Γιώργης έφυγε από το μέτωπο λόγω τραυματισμού. Ψάχνει να βρει πλεούμενο για να περάσει από την Πελοπόννησο στην Κρήτη. Υπάρχει ο κίνδυνος της αιχμαλωσίας. Τραγικό επακόλουθο του πολέμου η πείνα. «Οι Γερμανοί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους άρχισαν να λεηλατούν τις πόλεις και τα χωριά. Η πείνα σερνόταν στα σπίτια και στους δρόμους. Τα τρόφιμα, ακόμα και τα κηπικά άρχισαν να σπανίζουν. Κάτοικοι της πολιτείας, έπαιρναν σβάρνα τα χωριά κι αντάλλασσαν χρυσαφικά κι έπιπλα, με τρόφιμα. Τα παιδιά γύριζαν στις στράτες ξυπόλητα και νηστικά. Τα καλαμένια ποδαράκια τους μαρτυρούσαν την πείνα τους». Ο εχθρός συχνά προχωρά σε αντίποινα με πρωτοφανή σκληρότητα. «Από σίγουρη πηγή μάθαμε για το κάψιμο του χωριού. Η ακριβής έκταση των αντιποίνων μας είναι άγνωστη. Από κουβέντες φαίνεται πως θα είναι το ισοπέδωμα της Βρυσομάνας. Οι καταχτητές κι οι συνεργάτες τους έχουν αφηνιάσει, ύστερα απ’ το ξεκλήρισμα φάλαγγας στο Πρινοφάραγγο… Πενήντα οι εκτελεσμένοι. Περισσότερο απ’ τα μισά τα καμένα σπίτια. Όλα λεηλατημένα. Δεν είχαν αφήσει τίποτα. Στάχτη κι αποκαΐδια οι προίκες των κοριτσιών, σπασμένα τα λαδοπίθαρα και τα βαρέλια του κρασιού… Ποτέ του δεν είχε δει τόσο θρήνο ο Γιώργης. Ίσως, σκέφτηκε, γιατί ποτέ δεν έχουν τύχει, οι συγγενείς των φαντάρων, στην ώρα μιας επίθεσης και δεν ξέρουν πως οι αντίπαλοι σκοτώνονται ακόμα και με τα δόντια. Όλοι σκοτώνουν…, σκοτώνουν…, χωρίς κανένα φραγμό, με την ευλογία της πολιτείας και της Εκκλησίας… Πότε θα σταματήσουν οι πόλεμοι; Όταν οι λαοί θα πάρουν τη μοίρα τους στα χέρια τους. -Τι λες κι εσύ Στέλιο; ρώτησε το συνοδό του. -Για, τι; -Για τον πόλεμο. -Ύστερα απ’ τη νίκη, οι λαοί θα τον βάλουνε στα μουσεία. -Θ’ αφήσουν οι πολεμοκάπηλοι; -Θα φυλάμε εμείς και τα παιδιά μας για την Ειρήνη. -Μακάρι». Ο Γιώργης γύρισε στο χωριό του, κοντά στην οικογένειά του. «Πατέρας και γιος κουβέντιασαν σαν άντρες. Η Αννίτσα άκουγε. Παιδί ακόμα ο Δημητρός, κι αντί για παιχνίδια, μιλούσε για τ’ Αντάρτικο και για παλικαριές. Ο Δημητρός κουβέντιαζε κι η φαντασία του κάλπαζε στα κατοχικά χρόνια. Τα μάτια ορθάνοιχτα, λαμπερά, ήτανε στυλωμένα στα δύσκολα εκείνα χρόνια που, όλοι μαζί, μικροί-μεγάλοι πολεμούσαν για τη λευτεριά». Ακολούθησαν τα δύσκολα χρόνια του αδερφοσκοτωμού, ενός άλλου πολέμου. Και ο Γιώργης φεύγει πάλι, εξόριστος αυτή τη φορά. Σειρά είχαν τώρα τα ξερονήσια…


Με χειροπέδες Από την Εύη Παντελάκη Περίληψη Ο Κ. Χιωτάκης αφηγείται μέσα στο βιβλίο του, την ιστορία του Νικόλα, ενός εξόριστου κομμουνιστή και ταυτόχρονα την ιστορία όλων των πολιτικών κρατουμένων κατά τη διάρκεια της εφτάχρονης δικτατορίας του Παπαδόπουλου. Ο Νικόλας όπως και οι άλλοι αγωνίζεται για την ελευθερία τους, για την εξάλειψη της φτώχειας και γενικά για ένα καλύτερο αύριο. Στα Γιούρια όπου είναι εξόριστοι οι συνθήκες είναι αντίξοες, οι αγωνιστές χάνουν τις ελπίδες τους και ζουν με τα βάσανα τους. Μέχρι και οι πιο δυνατοί αποχωρούν. Παρόλα αυτά οι άνθρωποι πού και πού ξεχνιούνται και αρχίζουν το γλέντι. Μια μέρα ανακοινώνεται πως η απομόνωση θα φύγει για Λέρο. Μετά από το ταξίδι, αφού αντάλλαξαν νέα, συνειδητοποίησε πως οι φύλακες εκεί ήταν στην ίδια κατάσταση. Οι πολιτικές κουβέντες άναβαν και η επιθυμία για τη δικαιοσύνη φούντωνε. Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να ξεχαστούν συζητώντας και λέγοντας ιστορίες για την ειρήνη και την αδελφοσύνη. Την ίδια περίοδο ο φίλος του Νικόλα, ο Αργύρης έπαθε καρδιακή προσβολή. Όταν έφτασε ο χειμώνας τα πράγματα χειροτέρεψαν, οι συζητήσεις μάκραιναν, τα νεύρα φούντωναν και οι άρρωστοι χειροτέρευαν. Η παρέα του Νικόλα ονειρευόταν ένα λαό χωρίς βάσανα, πείνα και πόλεμο. Οι γιορτές μπήκαν με ευχές τραγούδια, χαμόγελα και με μια ιδεολογική σύγχυση. Κάποιοι φίλοι του Νικόλα άρχισαν να παρατάνε τον αγώνα. Ένα απόγευμα ανακοινώθηκε πως ο μπάρμπα- Πανάρετος θα έφευγε για κάποιο Νοσοκομείο στην Αθήνα. Μετά την εγκατάσταση του και κατά τη διάρκεια της παραμονής του αντιμετώπισε μια πολύ άγρια συμπεριφορά από τους φρουρούς, αυστηρούς κανονισμούς αλλά και συμπονετικά βλέμματα από τους γιατρούς και διαμαρτυρίες για καλύτερη ζήση. Εκείνη την περίοδο όλα κι όλα έδειχναν απολύσεις. Όμως αντί να φύγουν άρρωστοι, ανάπηροι ή οικογενειάρχες, έφευγαν παιδιά όπως ο Νικολής. Μετά από το ταξίδι και την επανένωση με τους δικούς του, άρχισε να ξαναπροσπαθεί για το δίκαιο και ξαναμπήκε δυναμικά στο κίνημα με τη βοήθεια της θείας Μελιτίνης. Βέβαια δεν έλειψαν οι παρεξηγήσεις και οι ανησυχίες από κοντινούς ανθρώπους όπως η μητέρα του, η οποία ήθελε να νοικοκυρευτεί αλλά αυτός συνέχιζε τον αγώνα.

Το όραμα για κοινωνική δικαιοσύνη, όπως φαίνεται στο μυθιστόρημα «Με χειροπέδες» του Κώστα Χιωτάκη Όλοι θέλουν να ζουν ελεύθερα, όμως δυστυχώς δεν είχαν όλοι αυτήν την τύχη. Στα χρόνια της εφτάχρονης δικτατορίας των συνταγματαρχών οι φτωχοί τότε


άνθρωποι πάλευαν για το ψωμί τους και ένα καλύτερο αύριο, όπως είχε πει ο Βλάσης, ένας κομμουνιστής εξόριστος «…έβαλαν το θεμέλιο για ένα καινούργιο μέλλον». Ήθελαν να ανοίξουν δρόμο στα παιδιά τους και να μη στερηθούν αυτά που εκείνοι στερήθηκαν. Οι γέροντες ήθελαν όλοι οι άνθρωποι να είναι ενωμένοι. Αυτό το είχε πει ο γεροντότερος εξόριστος σε μία συζήτηση με τον Νικόλα «Μπορούσε να ’ναι αδέρφια όλοι οι άνθρωποι, Νικόλα. Μα δεν αφήνει το κακό να προκόψει το καλό και ρημάζει η Πατρίδα». Μέσα από το ραδιόφωνο ακουγόταν συνέχεια η φράση «Κάτω η φαυλοκρατία! Ζήτω ο στρατός!». Ο Νικόλας έριξε μια ματιά στο κελί. «Πρόσεξε όσους είχαν συλλάβει λίγο πιο νωρίς από κείνον. Εργάτες, αγρότες, επαγγελματίες, βιοτέχνες, καναδυό επιστήμονες, όλοι άνθρωποι του λαού, με χίλιες έγνοιες και βουνά ανάγκες καθένας τους. Φτωχοί, χιλιοκυνηγημένοι, πάλευαν για το ψωμί κι ένα καλύτερο αύριο». Ο Νικόλας σκέφτηκε να φωνάξει. Ποιος όμως θα τον άκουγε; «Ποιοι θα πρωτοστατούσαν στην προσπάθεια για την απελευθέρωσή τους;». Οι κρατούμενοι δεν ένιωσαν ούτε φόβο ούτε δειλία. «Πού και πού τρεμόπαιζε η ελπίδα της απόλυσης στη σκέψη τους». Θυμήθηκαν τα παλιά. «Χρόνια και χρόνια φυλακές κι εξορίες, γιατί ζητούσαν να λείψει η φτώχεια… Γύρευαν να τους αποσπάσουν δηλώσεις, ν’ αρνηθούν πως ο κόσμος μπορεί και πρέπει να ζήσει καλύτερα». Ο Νικόλας σκεφτόταν τα καινούρια βάσανα. «Αναζητούσαν τη χόβολη της σπιτικής ζωής, όπως ο παγωμένος τη ζεστασιά, λαχταρούσαν τη μικρή ευτυχία τους… Ήθελαν μονάχα να χορτάσουν ψωμί, ν’ ανοίξουν το δρόμο στα παιδιά, να μην τα βλέπουν γυμνά, στραβά, ξυπόλητα και να καίγεται η καρδιά τους… Ποτέ τους δεν σκέφτηκαν ν’ αρπάξουν τη χαρά των άλλων. Ό,τι στερήθηκαν οι ίδιοι να μη λείψει από κανένα στον κόσμο». Οι κρατούμενοι είχαν συνειδητοποιήσει ότι χάθηκε κάθε ελπίδα απόλυσης. Οι δρόμοι για τα ξερονήσια ήταν ορθάνοιχτοι. Έβλεπαν να γκρεμίζονται και τα πιο όμορφα όνειρά τους. «Να μεγαλώσει τα παιδιά του ο ένας, να παντρέψει την κόρη του ο άλλος, να μορφώσει το γιο του ο τρίτος, να παρασταθεί στους γονείς του ο τέταρτος». Τους έδεσαν με χειροπέδες και τράβηξαν στο γιαλό. Στο κατάστρωμα του πλοίου τους έλυσαν. Μετά από τέσσερις μέρες έφτασαν στα Γιούρια. Το ξημέρωμα άρχισαν τις δουλειές. «Φρόντιζαν τη ζωή τους κι ας ζούσαν, κάθε μέρα με την αναμονή των εκτελέσεων που τους φόρτωσαν τα στρατοδικεία. Κάποιες φορές οι δυσκολίες τους κατέβαλαν. Είχαν κατεβάσει το κεφάλι και προχωρούσαν σαν θανατοποινίτες που έχασαν το κουράγιο τους μπροστά στην κρεμάλα. Κάπου-κάπου το σήκωναν και ύστερα πάλι ξανάσκυβαν…». Ο Νικόλας συλλογιζόταν. «Οι σύντροφοι αυτοί έμοιαζαν με τους χωριανούς του. Τους έδειχνες λίγη αγάπη και σου χάριζαν την καρδιά. Συνήλθε από τη φωνή του γεροντότερου. -Μπορούσε να ‘ναι αδέρφια όλοι οι άνθρωποι, Νικόλα. Μα δεν αφήνει το κακό να προκόψει το καλό και ρημάζει η Πατρίδα». Μερικοί δεν έχαναν το κουράγιο τους και κάτω από τις απάνθρωπες συνθήκες της εξορίας. «Στη μικρή πλατεία, δίπλα στο γιαλό και τα ερείπια των παλιών μαγειρείων, μια παρέα Πόντιοι είχαν στήσει χορό… Ένας λαός γεμάτος λαχτάρες, δεν έχασε ποτέ τον εαυτό του. Και στην εξορία και στις φυλακές, και στις δύσκολες ώρες της ζωής του, πάλευε, χόρευε, τραγουδούσε, πέθαινε και προχωρούσε». Δεν ξεχνούσαν τα ιδανικά τους. «Ένας μελαχρινός Ερμής ο Κρίτων, απάγγελε: Αν θέλεις να ζήσεις σαν άνθρωπος


στείλε την καρδιά σου μ’ αυτούς που διάβηκαν του φόβου τα σύνορα κι αντικρίζουν ολόρθοι το θάνατο. Αν θέλεις να ζήσεις σαν άνθρωπος σβήνε τη νύχτα απ’ τις στράτες του κόσμου, παραμέριζε τις κάνες που σημαδεύουν το μέλλον, με την ψυχή σου, κουβάλα φως κι ας δένουν τα χέρια σου οι χειροπέδες». Οι εξόριστοι συχνά συζητούσαν για την εξέλιξη των γεγονότων. «Άλλοι έλεγαν πως η κατάσταση στην Ελλάδα θα ’βρισκε γρήγορα το δημοκρατικό δρόμο της κι άλλοι πως θα τραβούσε μακριά… Ο Σωκράτης γέλασε. -Χωρίς αγώνες, από παντού δεν πέφτει η δικτατορία, απάντησε». Τον Ιούνιο του 1967 οι εξόριστοι μεταφέρθηκαν στη Λέρο. Οι συνθήκες χειρότερες. Όμως οι αγωνιστές δεν ξεχνούσαν. «Ο Αργύρης… έριξε μια ματιά στο παρελθόν. Η αγάπη για το λαό τον είχε οδηγήσει στο δρόμο της πάλης για ένα καλύτερο Αύριο. Τράβηξε πολλά μα δεν γονάτισε. Ικαρία, Λήμνος, Μακρονήσι, Άϊ Στράτης, φυλακές Βούρλων, Γυάρος, Λέρος ήταν οι φωτεινοί σταθμοί μιας μαρτυρικής πορείας. Ανέβηκε παλικαρίσια τον Γολγοθά των πρωτοπόρων… Η καρδιά του πετάριζε. Βουνά οι θύμησες. Ξεκινούσαν απ’ τα παιδικά του χρόνια διάβαιναν το Αντάρτικο κι έφταναν στις φυλακές και στις εξορίες. Χίλια τα ερωτήματα και μία η απόκριση: Λευτεριά!... Το μεσημεράκι ο Αργύρης τράβηξε στο προαύλιο. Μια στιγμή ξεδίπλωσε μια κόλλα χαρτί και κοίταξε κάτι σχέδια. Τα μάτια του Αργύρη έπεσαν πάνω χωρίς να τα θέλει. Ήταν ένα αεροπλάνο, ένα παιδικό σκίτσο. Κατάλαβε. Ένα αεροπλάνο που πετά και πάει τον πατέρα σπίτι… Ένα όμορφο όραμα , πάνω απ’ το αγκαθωτό συρματόπλεγμα… Κι είχαν φουντώσει πια οι λαχτάρες σαν τα δέντρα την άνοιξη». Στο αναρρωτήριο ο Αργυρός ρωτάει: «-Πότε πεθαίνει ο άνθρωπος; -Όταν του λείψει η πίστη. -Πώς έγιναν όλα αυτά;… Εμείς οι «χυδαίοι υλιστές» μπορούμε να βγούμε από τούτο το κάτεργο μονάχα με την υπόσχεση «θα καθίσω φρόνιμος» και μένομε γιατί η λευτεριά βαραίνει πιο πολύ κι απ’ τη ζωή μας… Το χρέος της υπεράσπισης των λαϊκών κατακτήσεων απ’ τους αιώνιους ληστές έμενε χωρίς υλική δύναμη. Ένας κόσμος ιδεών, άγνωστος μέχρι τότε, στις φυλακές και τις εξορίες πρόβαλε. Λούφαζε τόσα χρόνια προσμένοντας την κατάλληλη ώρα». Στις δύσκολες ώρες συζητούσαν για τον αγώνα και τον στόχο τους: «-Είναι τόσο ωραίο να θυμάται κανείς τις ομορφιές της ζωής στις μίζερες ώρες… Θέλω να δω το πρωτογγόνι μου ν’ αρμενίζει τα καραβάκια του στο νερό… Θα φτάσω να χαρώ τα παιδιά


των παιδιών μου, για να διηγούνται σα μεγαλώσουν ιστορίες του παππού, που μάχονταν σ’ όλη του τη ζήση, το δράκοντα της αδικίας;». «Τον τελευταίο καιρό ο Νικόλας γνωρίστηκε με τον Λευτέρη, ένα εργατικό στέλεχος. Κατασταλαγμένη και γερή σκέψη, πλούσια πείρα, πίστη βουνό, μετρημένα και ζουμερά λόγια…. Έβλεπαν την ευτυχία να ξεχύνεται σαν ήλιος και να ζεσταίνει τη γη. Οι λαοί θα ζούσαν χωρίς κλάματα, δίχως την αγκούσα της πείνας και των πολέμων. Ήταν στιγμές που ο ενθουσιασμός τους γκρέμιζε τα σύρματα και πλημμύριζε, σαν χείμαρρος, την καρδιά». Οι μέρες κυλούσαν κι είχαν αρχίσει πια οι απολύσεις των κρατουμένων. Φώναξαν τα ονόματα. Μέσα σ’ αυτά ήταν και του Νικόλα. «Ξαφνιάστηκε. Δεν το περίμενε. Δέχτηκε το νέο μ’ αμηχανία. Θα προτιμούσε να ’φευγαν πιο μπροστά οι άρρωστοι, οι ανάπηροι, οι υπερήλικες κι ύστερα αυτός… Το ζήτημα αφορούσε την αγωνιστική του υπόσταση. Θα προτιμούσε να ’παιρνε τα κλειδιά του στρατοπέδου, που λέει ο λόγος, παρά ν’ ακούσει πειράγματα… Μονάχα η σκέψη πως τραβούσε σε «καινούργια ταμπούρια» όπως του ’πε ο Ντίνος, τον καθησύχαζε». Ο Νικόλας πηγαίνει στο σπίτι της αδερφής του στην Αθήνα. «Πάνω στον μπουφέ είδε τις φωτογραφίες των προγόνων του. Το βλέμμα τους ήταν γεμάτο πίστη και θέληση. Αντανακλούσε, θαρρείς, η δίψα της καρδιάς για Λευτεριά». Η Αμαλία φαντάστηκε τον αδερφό της να ψηλώνει, να ψηλώνει και να μάχεται το θεριό της Αδικίας σαν Ηρακλής. «Κι ο δράκοντας του κακού φυσομανούσε, ούρλιαζε, έβγαζε φωτιές από το στόμα να κατακάψει τους απροσκύνητους. Ορμούσε με μανία να τους ξεκληρίσει μια για πάντα. Μα εκείνοι ήταν ατέλειωτοι. Ένας χανότανε, χίλιοι φυτρώνανε στη θέση του». Τελικά, ο Νικόλας γυρνά στο χωριό του, τη Νέα Κρήνη. «Γενιές και γενιές με τ’ όραμα μιας καλύτερης ζήσης. Κι εκείνο όλο και ξεμάκραινε σαν το φεγγάρι, που άπλωναν τα χέρια τους για να το πιάσουν όταν ήταν παιδιά. Πεινούσαν. Υπόφεραν από γύμνια, φτώχεια και ξυπολησιά, χωρίς ποτέ να σταματήσουνε τη δουλειά. Όλοι έβλεπαν πια την αλήθεια». Η θεία Μελιτίνη βοηθάει στον αγώνα. «Θα ’βγαζε τη γραφομηχανή, θα την καθάριζε, θα την έκανε να τραγουδά. Κάθε χτύπος κι ένα γράμμα συνταιριασμένο στον παλμό της καρδιάς. Θα ’γραφε στο χαρτί τα όνειρα των ανθρώπων: «ΛΕΥΤΕΡΙΑ», «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» και θα τα σκορπούσαν στην πόλη. Να χορτάσουν οι πεινασμένοι, να ξεθαρρέψουν οι δισταχτικοί, να ξαλαφρώσουν οι καρδιές απ’ το βάρος της νύχτας… έγραφε, έγραφε ώσπου κουράστηκε κι αποκοιμήθηκε. Στον ύπνο της βρέθηκε σε μια μεγάλη λαοσύναξη, όπου αποφασίστηκε η «ΛΕΥΤΕΡΙΑ» να γράφεται μονάχα με κεφαλαία για να τα βλέπει ο λαός και να μην αφήνει κανένα να την κουτσουρεύει. Αφού τέλειωσαν όλοι οι ρήτορες, ο κόσμος ρίχτηκε σ’ ένα τρελό πανηγύρι. Όλοι μαζί χόρευαν, τραγουδούσαν, αγκαλιάζονταν, ξεφώνιζαν, φιλιούνταν σα να ’τανε Ανάσταση. Άσπροι, μαύροι, κίτρινοι στροβιλίζονταν στην πλατεία αγκαλιασμένοι, σαν αδέρφια, από τους ώμους. Μια στιγμή σταμάτησαν και κοίταζαν το θαμπό όραμα της «ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ» που μεγάλωνε, μεγάλωνε και σκέπαζε τη γη». Τον Νικόλα τον συνέλαβαν για την αγωνιστική του δράση, του πέρασαν χειροπέδες, τον οδήγησαν στα κρατητήρια. Ο ανήφορος ακόμα δεν τέλειωσε, σκέφτηκε ο Νικόλας. Χρειάζονται θυσίες για μια κοινωνία όπου θα κυριαρχεί η ελευθερία και η δικαιοσύνη.


Όλοι είμαστε αδέρφια (διήγημα) Από την Κωνσταντίνα Μπαχαντάκη Περίληψη Ο γιατρός Τρέντος έρχεται από τη Μακεδονία στα Χανιά, τον Μάιο του 1941. Η κήρυξη του πολέμου από τους Ιταλούς τον βρίσκει στη Σύρο. Ξέρει καλά ότι πάνω κι απ’ τη ζωή των ανθρώπων μπαίνει η λευτεριά. Και γι’ αυτό οι λαοί πολεμούν τον φασισμό. Μονάχα έτσι θα ’χαν μια δίκαιη ειρήνη. Μόλις ο γιατρός παρουσιάζεται στο Φρουραρχείο, στα Χανιά, τον στέλνουν στο Στρατηγείο. Από κει τον τοποθετούν γιατρό στους Ιταλούς αιχμαλώτους. Περιπλανιέται στην πόλη που μεγάλωσε. Παντού κυριαρχεί η φτώχεια και η σκιά του θανάτου. Οι Ιταλοί τραυματίες νοσταλγούν την οικογένειά τους. Κρατούν φωτογραφίες, γράμματα και κάνουν όνειρα. Όλοι οι νέοι έχουν το ίδιο γέλιο, το ίδιο κλάμα σ’ όλο τον κόσμο. Ο πόλεμος τους χωρίζει. Τους ενώνει η ζωή. Αυτή θα νικήσει στο τέλος. Τα στούκας ορμούν λυσσασμένα τα Χανιά. Στο Μάλεμε γεμίζει ο ουρανός χρωματιστές ομπρέλες. Στο Νοσοκομείο φτάνουν οι πρώτοι τραυματίες. Στον δρόμο, ο γιατρός βρίσκει έναν Γερμανό αλεξιπτωτιστή βαριά τραυματισμένο. Τον βοηθά, όμως τελικά πεθαίνει. Ο διευθυντής του Νοσοκομείου ανακοινώνει τη διαταγή της υποχώρησης. Ο γιατρός Τρέντος μένει. Κατεβαίνει στους Ιταλούς . Λένε πολλά εκείνο το βράδυ. «Τούτι σιάμο φρατέλι» (όλοι είμαστε αδέρφια). Το άδικο του πολέμου και τα δεινά που προκαλεί ενώνουν τους ανθρώπους Το διήγημα «Όλοι είμαστε αδέρφια» ξεκινάει αναφέροντας ότι κάποιοι Καστελιανοί έχουν πλησιάσει ένα ψαροκάικο περιμένοντας να δουν τους δικούς τους. Ένας γέρος λέει στο γιατρό Τρέντο: «Έχω τρεις γιους εκεί (Αλβανία). Τρεις γιους και κανένα μήνυμα. Τώρα τριγυρνώ στην παραλία και καρτερώ να μάθω νέα τους, είπε με λύπη» … «Ήξερε καλά τι σημαίνει πόλεμος και γι’ αυτό συμπονούσε τον πατέρα… Θυμήθηκε την αγωνία των δικών του, όταν αργούσαν να πάρουν γράμμα του, στις φούριες του πολέμου». Η επίδραση του πολέμου ήταν εμφανής, η ατμόσφαιρα βαριά. «Στο δρόμο περνοδιάβαιναν μαυροφορεμένες γυναίκες, βουβές κι αμίλητες. Στα καφενεία κάθονταν σκεφτικά μερικά γεροντάκια. Όλα είχαν μια όψη μουντή. Ο πόλεμος είχε απλώσει παντού τη σκιά του. Σα φωτιά κατάκαιε τις καρδιές του κόσμου και ρήμαζε τη χαρά». Όμως μέσα στον παραλογισμό του πολέμου ο λαός βρίσκει το κουράγιο και αντιστέκεται. «…πάνω κι απ’ τη ζωή των ανθρώπων μπαίνει η λευτεριά. Και γι’ αυτό οι λαοί πολεμούσαν τον φασισμό. Μονάχα έτσι θα ’χαν μια δίκαιη ειρήνη… Οι γιατροί σ’ όλη τη γη, προσπαθούσαν να βρουν τρόπο να προστατέψουν τον άνθρωπο από τις αρρώστιες, απ’ το χαμό, κι ο φασισμός τελειοποιούσε τα σύνεργα του πολέμου να τον σκλαβώσει».


Τοποθέτησαν τον γιατρό στους Ιταλούς αιχμαλώτους. «Χάρηκε. Επιτέλους θα καταπιανόταν με την επιστήμη του. Τι σημασία είχε πώς θα νοσήλευε Ιταλούς; Η ιατρική είναι ίδια παντού, δεν κάνει διακρίσεις. Ήταν μια ευκαιρία να δείξει, έμπρακτα, το ενδιαφέρον του στον πονεμένο συνάνθρωπο». Οι άνθρωποι κάτω από τις ίδιες δύσκολες συνθήκες νιώθουν παρόμοια συναισθήματα. Η καταγωγή, η εθνικότητα δεν κάνουν διαφορά. «Οι περισσότεροι κρατούσαν κάτι στα χέρια τους, γράμματα ή φωτογραφίες… Ολόκληρη η οικογένεια, η γυναίκα και τα τρία παιδιά του… Ποιος ξέρει σε ποια στενοσόκακα της Ρώμης θα μεγάλωναν προσμένοντας να γυρίσει ο πατέρας τους, να δουλέψει για να χορτάσουν ψωμί». «Όλοι οι νέοι είχαν το ίδιο γέλιο, το ίδιο κλάμα σ’ όλο τον κόσμο. Δεμάτιαζαν όνειρα και πορεύονταν λαχανιασμένοι στο μέλλον. Ο πόλεμος τους χώριζε. Τους ένωνε η ζωή. Αυτή θα νικούσε στο τέλος». Ο γιατρός κατάφερε να γίνει φίλος με τους Ιταλούς αρρώστους. Πίστευε ότι έτσι θα βοηθούσε ολόπλευρα στη θεραπεία τους. Ο πόνος τους έπρεπε να γίνει και δικός του πόνος. «Η στοργή, η αγάπη, η αδερφοσύνη χρειαζόταν να βασιλέψει εκεί που σιγούσαν τα τουφέκια… Η κατάρα των πολέμων θα ανήκε στο άγριο παρελθόν». «Θα σε φροντίσω σαν αδερφό» υποσχέθηκε ο γιατρός σε έναν νεαρό άρρωστο. «Τούτι σιάμο φρατέλι, πρόστεσε με ραγισμένη φωνή ο Λουίτζι».

Ο αιχμάλωτος σκελετός (διήγημα) Από την Κωνσταντίνα Μπαχαντάκη Περίληψη Ο Γερμανός αξιωματικός Βάλτερ μπαίνει στο χωριό Αγριλιά με διαταγή να εκτελεστούν δέκα Κρητικοί ως εκδίκηση για καθένα από τους τρεις αλεξιπτωτιστές που βρέθηκαν σκοτωμένοι. Μετά από καιρό ο Βάλτερ επιστρέφει στο χωριό αναζητώντας τη Χρυσίδα, την κόρη της κυράΚλειώς. Μάνα και κόρη αποφασίζουν να τον σκοτώσουν. Τον χτυπούν με ένα σίδερο στον κεφάλι και τον θάβουν στο υπόγειο. Όταν τελειώνει ο πόλεμος, η μητέρα του Βάλτερ έρχεται στην Ελλάδα αναζητώντας τον γιο της. Οι χωριανοί αναρωτιούνται γιατί οι μανάδες όλου του κόσμου δεν ξεσηκώθηκαν να βγάλουν τα μάτια του πολέμου. Η μητέρα του Βάλτερ αγκαλιάζει την κυρά-Κλειώ και την κόρη της και κοιτάζονται σαν πονεμένες αδερφές. Το άδικο του πολέμου και τα δεινά που προκαλεί ενώνουν τους ανθρώπους Οι αγριότητες των Γερμανών είχαν ξεπεράσει κάθε όριο. «Οι Γερμανοί έζωσαν το χωριό με πολυβόλα… Γύρναγαν στα σοκάκια και μάζευαν τους άντρες από τα σπίτια. Αυτός ήταν που ’χε αρπάξει το δικό της, το Σταμάτη, και τον χτυπούσε γιατί δεν βάδιζε γρήγορα. Γαύγιζε σαν σκυλί και φοβέριζε ακόμα και τα μωρά που έκλαιγαν». « Οι Γερμανοί αλώνιζαν τα σπίτια. Έβαλαν φωτιά στην Κοινότητα… Οι χωριανοί ανέβαιναν τον Γολγοθά του μαρτυρίου… Για καθένα από τους τρεις αλεξιπτωτιστές που βρέθηκαν σκοτωμένοι στη Λαγκάδα θα εκτελεστούν δέκα Κρητικοί, εξήγησε ο διερμηνέας». «Όρμησαν τα γυναικόπαιδα ν’ αγκαλιάσουν τους δικούς τους… τα παιδιά έκλαιγαν απαρηγόρητα. Οι γυναίκες μοιρολογούσαν».


«Ακούστηκαν φωνές. Ζήτω η Λευτεριά! Ανακατεμένες με ριπές αυτομάτων. Σπάραξαν οι καρδιές των ανθρώπων. Περίσσεψε ο θρήνος. Βρόντησαν οι Μαδάρες». Οι γυναίκες μέσα στον θρήνο τους δεν έχασαν την τόλμη τους. Η κυρά-Κλειώ θέλησε να εκδικηθεί τον άδικο θάνατο του άντρα της. Συγχρόνως ήθελε να προστατεύσει την κόρη της. Έτσι οπλίστηκε με πρωτόγνωρη δύναμη κι έγινε άλλος άνθρωπος. «Την ώρα εκείνη ο Γερμανός άπλωνε χέρι στη Χρυσίδα. Ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι της. Και πριν ακόμα ακουμπήσει τα τραταρίσματα στο τραπέζι, καθώς περνούσε πίσω του, τον χτύπησε κατακέφαλα με το σίδερο». Όμως ο πόλεμος δεν κάνει διακρίσεις. Είναι ο ίδιος για όλους, Έλληνες και Γερμανούς. Η μητέρα του Βάλτερ ήθελε να μαζέψει τα κόκκαλα του παιδιού της. Έτσι έφτασε στην Αγριλιά. Της έκαναν εντύπωση οι μαυροφορεμένες γυναίκες και τα πολλά ορφανά. Είδε με τα μάτια της τις βαρβαρότητες των Γερμανών. «Δεν είχαν κάνει πόλεμο στην Κρήτη. Τη ζούγκλα και την Κόλαση είχαν μεταφέρει στο νησί». Ο παπάς του χωριού ανακοίνωσε το λόγο της άφιξης της Γερμανίδας στην Αγριλιά. «Μάνα είναι, καλά έκανε και ξεκίνησε. Το μόνο λάθος των μανάδων όλου του κόσμου είναι πως ακόμα δεν ξεσηκώθηκαν να βγάλουν τα μάτια του πολέμου».

Ιστορία ενός παλτού και μιας χλαίνης (διήγημα) Από την Κωνσταντίνα Μπαχαντάκη Περίληψη Ο Αντρέας και η Καλυψώ έχουν πολλές αναμνήσεις. Πίσω από την πόρτα κρέμεται το προπολεμικό παλτό της γυναίκας. Δίπλα η χλαίνη του Αντρέα, τρυπημένη από τις σφαίρες. Μ’ εκείνο το παλτό η Καλυψώ είχε περάσει τις ηρωικές μέρες της Κατοχής. Μια πίκρα κατακάθιζε στην ψυχή της για τ’ αναπάντεχα κυνηγητά. Τις μεγάλες ώρες του αγώνα την είχαν πιάσει οι γκεσταπίτες και την βασάνιζαν στα κρατητήρια. Ο νους της τρέχει στο τριμμένο παλτό της. Μπροστά, στα πέτα, έχει μια διαφορετική απόχρωση. Ήταν από αίμα. Ο Αντρέας θυμάται την ανατίναξη του τραίνου που πήγαινε γερμανικές ενισχύσεις. Το ’χανε παγιδεύσει σε μια στενοποριά. Άρχισε η μάχη. Μια ριπή ταχυβόλου γάζωσε τη χλαίνη του. Χρόνια μετά, ένας φίλος πείθει τον Αντρέα να γράψει την ιστορία τους. Τυπώνεται το βιβλίο «Η ιστορία ενός παλτού και μιας χλαίνης», ώσπου μπαίνει στη μέση ο μηχανισμός της λογοκρισίας. Το άδικο του πολέμου και τα δεινά που προκαλεί ενώνουν τους ανθρώπους Η Καλυψώ θυμάται τα βασανιστήρια από τους Γερμανούς που τη σημάδεψαν σωματικά και ψυχικά. Στιγμές που δεν θα ξεχνούσε ποτέ. «-Μαρτύρα, τώρα, μωρή, ότι ξέρεις, αλλιώς θα πεθάνεις! φώναξε ένας


Γερμανοντυμένος, ασκημομούρης και την κλώτσησε στο πλευρό με την αρβύλα του. Μούγκρισε ξεπνοϊσμένη από τον πόνο και λιγοθύμησε… Συνήρθε αργά. Πονούσε παντού. Ζαλιζότανε. Δίπλα της βρισκόταν μια άλλη γυναίκα ξαπλωμένη ανάσκελα… Σύρθηκε κοντά της και την κούνησε. Είχε πεθάνει». Η Καλυψώ κατάφερε να επιβιώσει και συνέχισε να αγωνίζεται με την ίδια αγωνιστικότητα. «… δραπέτευσε μ’ ένα χωροφύλακα της φρουράς, τον Αντρέα. Έπιασαν τα βουνά. Παντρεύτηκαν. Πολέμησαν με την ψυχή τους για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά». Ο Αντρέας θυμάται κι αυτός τη δική του ιστορία, την αντιστασιακή δράση του, τις ριψοκίνδυνες πράξεις που οδήγησαν στη λευτεριά. «Πιο πολύ απ’ όλα θυμόταν την ανατίναξη του τραίνου, που πήγαινε γερμανικές ενισχύσεις στη μάχη της σοδειάς. Το ’χανε παγιδέψει σε μια στενοποριά. Λαμπάδιασε η χαράδρα από τις εκρήξεις. Άρχισε η μάχη. Μια ριπή ταχυβόλου γάζωσε τη χλαίνη του. Οι σφαίρες έγδαραν το δεξί πόδι. Η επίθεση γενικεύτηκε, πριν προφτάσουν οι Γερμανοί να πιάσουν μετερίζια. Άστραψαν τα μαχαίρια. Δεν έμεινε ούτε ρουθούνι απ’ τον εχθρό. -Έτσι κερδήθηκε η λευτεριά, Καλυψώ! Είπε και σταμάτησε ν’ ανασαίνει». Μετά τον πόλεμο με τους Γερμανούς άρχισε μια δύσκολη περίοδος για την επιβίωση του ζευγαριού. Σαν να μην έφτανε αυτό, ακολούθησαν διώξεις για τα πολιτικά φρονήματά τους. «Ο Αντρέας αποφάσισε ν’ ανοίξει ένα μπακαλικάκι στη γειτονιά… Στην αρχή δούλεψαν καλά. Ο κόσμος τους προτιμούσε. Ύστερα όμως, ένα πρωί, ένας μυστικός, γνωστός ένα γύρο, θρονιάστηκε στην πόρτα και φοβέριζε τους πελάτες… Το μαγαζάκι έκλεισε. Η φτώχεια περίσσεψε. Η μοναξιά μεγάλωσε». Το αντρόγυνο ζούσε πια με το παρελθόν. Ο Αντρέας έγραψε την ιστορία του παλτού και της χλαίνης. Μια όμορφη, ανθρώπινη ιστορία δεν θα χανόταν στο πέλαγο της λησμονιάς. Το βιβλίο τυπώθηκε γρήγορα. Όμως μπήκε στη μέση ο μηχανισμός της λογοκρισίας και διατάχτηκε η κατάσχεσή του «ως προπαγανδίζον, εμμέσως, αναρχικάς ιδέας». «Η Καλυψώ όρμησε στο σωρό, άρπαξε ένα αντίτυπο και το ’βαλε στα πόδια… -Για τ’ αγγόνια μας!... φώναζε στο δρόμο κι έτρεχε κρατώντας ψηλά το βιβλίο σα σημαία». Το μυαλό και η καρδιά του ανθρώπου δεν καταλαβαίνει από περιορισμούς και απαγορεύσεις.

Το χρέος (διήγημα) Από την Κωνσταντίνα Μπαχαντάκη Περίληψη Η Αγλαίτσα περιμένει τον άντρα της, τον Νικήτα, που τον έχει αρπάξει η θύελλα του πολέμου. Από τότε που μπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα χάθηκαν τα ίχνη του. Η μεγάλη αγάπη για τον άντρα της δεν την αφήνει να φύγει από το σπίτι, στη Νέα Χώρα. Μια μέρα πριν μπουν οι Γερμανοί στα Χανιά, βρίσκει έναν Εγγλέζο φαντάρο βαριά τραυματισμένο. Τρέχει στη Γεωργία, τη γειτόνισσα της, που είχε μείνει κοντά στη γριά μητέρα της. Μεταφέρουν τον τραυματία στο σπίτι της Αγλαίτσας, τον περιποιούνται και η Αγλαίτσα ξεκινά για την πόλη, να ψάξει γιατρό. Δεν καταφέρνει να φτάσει στο Νοσοκομείο. Τα Χανιά καίγονται από τον βομβαρδισμό. Στο μεταξύ η μάνα της Γεωργίας πεθαίνει. Βγαίνουν να την θάψουν. Μια ριπή


γερμανικού αυτόματου τρυπά την κουβέρτα με την πεθαμένη. Οι γυναίκες γυρνούν πίσω. Ένας προδότης περνά από τη συνοικία και ζητά να μάθει πού υπάρχουν Εγγλέζοι. Οι γκεσταπίτες συλλαμβάνουν την Αγλαίτσα. Στη φυλακή την βασανίζουν αλλά δεν μιλά. Καταλαβαίνει τη δύσκολη θέση της. Η Φρύνη, αν και φίλη των Γερμανών, μεσολαβεί και την σώζει. Ο αγώνας των Κρητικών κατά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο Οι Κρητικοί, άντρες και γυναίκες, κατά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο αγωνίζονται με νύχια και με δόντια για την πατρίδα. Οι άντρες φεύγουν να πολεμήσουν στην Αλβανία αφήνοντας πίσω γυναίκες και παιδιά και ύστερα ψάχνουν βάρκα να γυρίσουν λαθραία σπίτι τους. «Η Αγλαίτσα περίμενε τον άντρα της, τον Νικήτα, που τον είχε αρπάξει από καιρό η θύελλα του πολέμου… Ακόμα κι όταν καίγονταν τα Χανιά από τα στούκας, εκείνη δεν έχανε τις ελπίδες της να δει ξαφνικά το Νικήτα». Οι κάτοικοι αρνούνται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και βάζοντας τη ζωή τους σε κίνδυνο περιθάλπουν Άγγλους φαντάρους για τους οποίους νοιάζονται όσο και για τους συμπατριώτες τους. «Ξαφνιάστηκε. Ένας Εγγλέζος φαντάρος ξαπλωμένος σιγόκλαιγε… Πρόσεξε τα ματωμένα ρούχα του και κατάλαβε. Ήταν τραυματίας. Κίτρινος σαν λεμόνι, απ’ την αιμορραγία, πάλευε με τον Χάρο». «Η Αγλαίτσα της μίλησε για τον τραυματία, κι εκείνη συμφώνησε. Άρπαξαν μια σκαλίτσα. Έστρωσαν επάνω ένα παλιό στρώμα και γύρισαν στ’ αρμυρίκια. Τον σήκωσαν, σιγά-σιγά, τον ξάπλωσαν στο φορείο και ξεκίνησαν». Με κίνδυνο της ζωής της η Αγλαίτσα ψάχνει γιατρό για τον Άγγλο τραυματία. «Είχαν ακούσει πως στο Στρατιωτικό και στο Πολιτικό Νοσοκομείο είχανε μείνει γιατροί κοντά στους αρρώστους… Η Αγλαίτσα ξεκίνησε για την πόλη… Οι στράτες ήταν γεμάτες φωτιά και ερείπια… Ερημιά. Αγριεύτηκε. Ακουγόταν μονάχα το τρίξιμο των σπιτιών που γκρέμιζε η φωτιά… Μια έκρηξη στο Καστέλλι την κατατρόμαξε. Τα πόδια της κόπηκαν. Πήρε τη στράτα του γυρισμού. Κοντά στον Κλαδισσό ακούγονταν πολυβόλα». Όταν μπήκαν στα Χανιά οι Γερμανοί ανακοίνωσαν ότι όσοι περιθάλπουν Εγγλέζους θα τουφεκίζονται. Είχαν να αντιμετωπίσουν και τους προδότες. «Τελευταία είχαν στενέψει πολύ τα πράγματα. Ο Στραβομούρης, ένας προδότης, περνούσε και ξαναπερνούσε από τη συνοικία. Ζητούσε να μάθει πού υπήρχαν Εγγλέζοι, τάχα για να τους φυγαδεύσει στην Αίγυπτο. Κολλούσε στις γριές και τις ψάρευε. Όμως εκείνες έκαναν τις ανήξερες κι ας φιλοξενούσαν στα σπίτια τους ολόκληρες ντουζίνες. Μια μέρα ο προδότης έφτασε ως τη Γεωργία. -Δεν ξέρω, δεν άκουσα τίποτα, τ’ απάντησε εκείνη». Τελικά την συνέλαβαν και κατέληξε στη φυλακή. «Βρήκε κι άλλες στη φυλακή: γριές, νιες, κοπελίτσες. Κάθε μια με την ιστορία της». Στην ανάκριση έδειξε θάρρος. Όμως έρχονταν στιγμές που φοβόταν κι έχανε το κουράγιο της. «Φοβόταν τα νυχτερινά βασανιστήρια. Αυτές τις ώρες αγρυπνά το έγκλημα και η ζούγκλα. Προτιμούσε να ’χε πεθάνει. Θα ’χαν τελειώσει τα βάσανά της. Καλοτύχιζε αυτούς που τέλειωναν μ’ ένα μόνο χτύπημα. Να όμως που ’χαν άλλη γνώμη οι δήμιοι. Ζητούσαν να ξευτελίσουν τον άνθρωπο, να τον κάνουν κουρέλι για να ξηλώσουν μηχανισμούς, να βρουν συνδέσεις, να εξοντώσουν τυχόν συνεργάτες. Ο κρατούμενος έπρεπε να πεθάνει πολλές φορές ώσπου να βγει η ψυχή του».


Τελικά αποφυλακίζεται. Ύστερα από δύο χρόνια της στέλνουν ένα «δίπλωμα ευγνωμοσύνης» για τη διάσωση Βρετανών στρατιωτών. «Θυμήθηκε πόσους και πόσους Άγγλους είχε φυγαδεύσει με το σύντεκνό της. Θυμήθηκε τις ατέλειωτες νύχτες της σκλαβιάς όταν γέμιζαν τους τοίχους συνθήματα για τη Λευτεριά».

Το μετερίζι της κυρά-Ζαμπιάς (διήγημα) Από την Κωνσταντίνα Μπαχαντάκη Περίληψη Η κυρά-Ζαμπιά βλέπει τα αεροπλάνα και καταλαβαίνει. Ο πόλεμος φτάνει και στην Κρήτη. Ο ουρανός της Κυδωνίας γεμίζει χρωματιστές ομπρέλες. Ένας αλεξιπτωτιστής προσγειώνεται δίπλα της ζαλισμένος. Του παίρνει το αυτόματο και τον σκοτώνει. Γυρίζει στο χωριό. Η καταστροφή και ο θάνατος κυριαρχούν παντού. Βοηθάει τον τραυματισμένο παπά του χωριού. Στη συνέχεια φτάνει στην κορφή του λόφου, δίπλα στον σκοτωμένο αλεξιπτωτιστή. Παίρνει θέση στο μετερίζι και ρίχνει. Ορμούν τα στούκας. Το απόγευμα οι χωριανοί τη βρίσκουν νεκρή. Ο αγώνας των Κρητικών κατά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο Όταν μπήκαν στην Κρήτη οι Γερμανοί, ο καθένας άρπαξε ό,τι βρήκε μπροστά του και χύθηκε με τους υπόλοιπους στον κάμπο. «Πλυμένοι κι άπλυτοι άρπαξαν ό,τι βρήκαν μπροστά τους, καραμπίνες, γκράδες, τσιφτέδες, χουρχούδες και χύθηκαν στον κάμπο». «Η κυρά-Ζαμπιά βιάστηκε. Δεν ήταν ώρα για συγυρίσματα. Άρπαξε τη φορφοτήρα από το φούρνο και ξεκίνησε». «Πήρε το μονοπάτι για το Τσουγκρί, την κορυφή του βορεινού λόφου… Ο ουρανός της Κυδωνίας είχε γεμίσει χρωματιστές ομπρέλες. Τις έριχναν κάτι μεγάλα αεροπλάνα σαν γκαστρωμένες γουρούνες. Έπεφταν αλεξιπτωτιστές. Μερικοί σκάλωσαν στις ελιές σαν χαρταετοί. Κοίταζε σαστισμένη. Ο τόπος γέμισε αλεξίπτωτα… Παραμέρισε κάτω απ’ το πεύκο. Ένας αλεξιπτωτιστής προσγειώθηκε δίπλα της, ζαλισμένος. -Ξούουου! φώναξε αγριεμένη και του ’δωσε μια ξεγυρισμένη στο κεφάλι με τη φορφοτήρα.. Το κράνος βρόντησε. Ο Γερμανός έγειρε. Πλησίασε, δειλά-δειλά και τον κοίταζε. Ήταν ίδιος ο Σατανάς, με κέρατα και ουρά, όπως έγραφε η Αποκάλυψη. Πήρε το αυτόματο απ’ τα χέρια του και το πασπάτεψε. Τράβηξε λίγο πιο πέρα για σιγουριά. Ο διάολος έχει πολλά ποδάρια. Το περιεργαζόταν ακόμα όταν τον ένιωσε να σαλεύει. -Ξούουου! ξαναφώναξε κι έβαλε το δάχτυλο στη σκανδάλη όπως μια φορά, όταν σκότωσε έναν κόκορα με τον τσιφτέ. Ο αλεξιπτωτιστής κουνήθηκε προσεχτικά. Έβγαλε απ’ τη μέση του ένα σουγιά, σαν κάμα, και περίμενε την κατάλληλη στιγμή να χτυπήσει. -Ξούουου, Σατανά! Ήσου ακούνητος γιατί θα σου ρίξω λέω! τον φοβέρισε καθώς είδε τη μεγάλη λεπίδα να γυαλίζει στον ήλιο. Την ώρα που πήγε να σηκωθεί, μουλωχτά, πάτησε τη σκανδάλη και τον σκότωσε».


Στη συνέχεια βοηθά τους τραυματισμένους του χωριού. «Όπως διάβαινε την πλατεία, άκουσε βογγητά. Έτρεξε με κομμένη ανάσα. Πέρασε τα χαλάσματα και πλησίασε. Κάτω απ’ τα ερείπια του σπιτιού του, βρισκόταν τραυματισμένος κι αναίσθητος ο παπά-Τζιρίτης. Τον αναγνώρισε από μια χαραμάδα π’ άφηναν τα γκρέμια. Του μίλησε. Δεν αποκρίθηκε. Ζήτησε, ξαναζήτησε βοήθεια, μα τίποτα. Άρχισε να παραμερίζει τις πέτρες και τα ξύλα που τον είχαν σκεπάσει. Του ’ριξε ένα μαστραπά νερό στα μούτρα και τον έσυρε απ’ τους ώμους. Βόγγηξε απ’ τον πόνο. Κοίταξε δίπλα απ’ το κεφάλι του. Λίμνη το αίμα. Ένα σανίδι του ’χε ανοίξει το μέτωπο. Το ζερβί του πόδι ήταν σπασμένο απ’ το μερί. Μόλις το κουνούσαν ξεφώνιζε… Η κυρά-Ζαμπιά του ’πλυνε το πρόσωπο. Του ’βρεξε μ’ ένα πανάκι τα χείλη. Μπλάστρωσε το τραύμα με τσικουδιά και κάθισε στη σπασμένη καρέκλα». Η κυρά-Ζαμπιά ξαναγυρίζει στο Τσουγκρί να συνεχίσει το έργο της. Φτάνει στην κορφή του βουνού και πέφτει μπρούμυτα δίπλα στον σκοτωμένο. «… άρχισε ένας τρελός βομβαρδισμός. Η γη χόρευε. Καιγόταν ο τόπος… Οι Κρητικοί με τους Αυστραλούς και τους Νεοζηλανδούς κρατούσαν τις θέσεις τους. Μια ομάδα αλεξιπτωτιστών τράβηξε στο Τσουγκρί να τους χτυπήσει πισώπλατα. Η καρδιά της κυρά-Ζαμπιάς πήγε να σπάσει, καθώς τους έβλεπε ν’ ανεβαίνουν. Φοβήθηκε πως θα την έπιαναν ζωντανή. Πήρε θέση στο μετερίζι της κι έριξε. Οι πρώτοι νεκροί έπεσαν. Οι Γερμανοί ξαφνιάστηκαν. Καθηλώθηκαν. Πέρασαν στην αντεπίθεση οι Κρητικοί. Πάλευαν σώμα με σώμα. Άστραφταν τα μαχαίρια. Όρμησαν τα στούκας στο Τσουγκρί. Έκαναν θρύψαλα το μετερίζι της κυρά-Ζαμπιάς. Όταν, τ’ απόγευμα πια, ανέβηκαν στην κορφή οι χωριανοί την βρήκαν νεκρή με το δάχτυλο στη σκανδάλη τ’ αυτόματου. Ακόμα και πεθαμένη κρατούσε το μετερίζι της».


ΚΑΚΟΚΑΙΡΙΑ – 1. ΜΑΤΩΜΕΝΗ ΠΟΡΕΙΑ 2. ΑΝΗΦΟΡΑ 3. ΔΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ Από την Μάγδα Αδαμίδη Περίληψη

Ο Αλέκος Αλεξιάδης, ένας ΕΛΑΣίτης τριάντα ετών, είναι ένας από τους πολλούς κυνηγημένους αριστερούς του εμφυλίου πολέμου. Όταν τον πιάνουν οι αρχές, του ζητούν να υπογράψει δήλωση μετάνοιας, ώστε να απαρνηθεί την ιδεολογία του και να τον αφήσουν ελεύθερο, εκείνος αρνείται. Η χαρακτηριστική επιμονή του, τον οδηγεί μετά από μια σειρά αποτρόπαιων πράξεων, στη Μακρόνησο, όπου μαζί με άλλους αντάρτες, υπόκειται πολλά βασανιστήρια που είχαν σκοπό να τους λυγίσουν. Ο αμετανόητος όμως Αλέκος, καταλήγει στο στρατοδικείο και ύστερα στη φυλακή, αφού καταδικάζεται «τρις εις θάνατον». Με την ψυχολογική στήριξη της μητέρας και των συντρόφων του στη φυλακή, και χάρη στον θείο του, τον Σαραφίδη, που είχε μέσα σε όλα τα υπουργεία, κατάφερε να τα βγάλει πέρα και να σωθεί, γλιτώνοντας την εκτέλεση. Στο τέλος του βιβλίου, τον συναντάμε φυλακισμένο, να συλλογίζεται τη ζωή του στην ελευθερία, και τον γυρισμό του στο χωριό, μόλις αποφυλακιζόταν. Η θανατική ποινή του Αλέκου μετατρέπεται σε ισόβια. Μεσολαβεί ο Σαραφίδης, ο θείος του Αλέκου, φίλος υπουργού και εργοστασιάρχης. Πρέπει όμως ο Αλέκος να κάνει «δήλωση μετανοίας» την οποία αρνείται. Έτσι, εξορίζεται στον Άη Στράτη. Παρέες-παρέες οι εξόριστοι τα λένε μεταξύ τους. Ο Αλέκος θυμάται την εξαίρεσή του από την ομάδα των μελλοθανάτων και πικραίνεται. Ακολουθεί η μεταγωγή του στον Πειραιά. Ο εμφύλιος πόλεμος έχει τελειώσει, μα η δημοκρατικοποίηση του τόπου αργεί. Περνάει από στρατοδικείο και τον ξαναπηγαίνουν στον Άη-Στράτη. Φεύγει με άδεια μετά από μεσολάβηση του θείου του. Στο εργοστάσιο υποδηματοποιίας του θείου του βοηθά τους απεργούς εργάτες. Στο δικαίωμα της απεργίας απαντά το κράτος με τη βία. Τον κατηγορούν για οργάνωση της απεργίας και τον οδηγούν στο κρατητήριο. Τελικά τον αφήνουν ελεύθερο. Ο θείος του τού προτείνει να εργαστεί στο εργοστάσιό του και ο Αλέκος αναλαμβάνει τα δίκαια αιτήματα των εργατών. Μαζί με την αρραβωνιαστικιά του Κλειώ οργανώνουν μεγάλη απεργία, στην οποία συμμετέχουν πολλά σωματεία. Μεγάλες δυνάμεις αστυνομικών διαλύουν την απεργία. Η Ρίτα, η φίλη του Σαραφίδη θαυμάζει τον Αλέκο. Παντρεύεται την Κλειώ και μετακομίζουν στην Κουρουπιά, την πατρίδα του. Εκεί αναλαμβάνει ο Αλέκος να βοηθήσει το εργατικό σωματείο. Στο μεταξουργείο του Χρύσανθου έχει φωλιάσει ο φόβος μεταξύ των εργατών. Πρωτοστατεί στην πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση. Τελικά, οδηγείται ακόμα μια φορά στα κρατητήρια, κατηγορούμενος ότι οργανώνει τη διαδήλωση των χωρικών.


Ο αγώνας για κοινωνική δικαιοσύνη, όπως φαίνεται στο έργο του Χιωτάκη Κακοκαιριά (τριλογία) Η κοινωνική δικαιοσύνη, είναι ένας στόχος δημόσιας πολιτικής που υποστηρίζει πως όλοι οι άνθρωποι, θα πρέπει να είναι ίσοι απέναντι στους θεσμούς, τους νόμους και τα δικαιώματα. Στη φιλοσοφία του Κώστα Χιωτάκη, η κοινωνική δικαιοσύνη ταυτίζεται με την ισότητα, και την ελευθερία, που αποτελούσαν τις μεγαλύτερες αξίες στο έργο του. Στο πρώτο βιβλίο της τριλογίας «Κακοκαιριά», αναφέρει πως όσοι δεν συμφωνούσαν με τις δεξιές ιδεολογίες, αντιμετωπίζονταν ως εχθροί του λαού, και θεωρούνταν ύποπτοι και επικίνδυνοι. Το άδικο κυριαρχούσε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, και οι φυλακισμένοι, αμετανόητοι κομμουνιστές και αριστεροί πάλευαν στον Αγώνα υπέρ του Δικαίου. «Λάθη έγιναν» γράφει ο συγγραφέας στο βιβλίο, αναφερόμενος σε αυτό το γεγονός. « Όμως το πιο μεγάλο λάθος είναι να κουρνιάσεις από φόβο μπροστά στην Αδικία». Σε όλη τη διάρκεια του διχασμού της χώρας, σε δεξιούς και αριστερούς, ένα έντονο μίσος είχε πάρει τη θέση του ανάμεσα στους Έλληνες. Τα μισά παιδιά της Ελλάδας είχαν εξοριστεί ή εκτελεστεί, ενώ η ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε, ήταν κάτι παραπάνω από βαριά. Στην εξορία, οι κρατούμενοι ήταν υποχρεωμένοι να υποστούν βασανιστήρια, ως αντίποινα για την πίστη τους. Ο Κώστας Χιωτάκης, μας αναφέρει πως οι συνθήκες θύμιζαν φυλακή, θύμιζαν Μεσαίωνα. «-Λύστε μας να φάμε, τουλάχιστον! είπαν οι κρατούμενοι. -Δεν επιτρέπεται, απάντησε ένας συνοδός. -Γιατί; -Ρωτήστε άλλους. πρόσθεσε. Και εκείνοι κατάλαβαν. Το μίσος, σαν ηλεκτρικό ρεύμα, διαπερνούσε την ιεραρχία της αδικίας, απ’ τα πάνω μέχρι κάτω. (…) Την εποχή εκείνη, δεν ήταν σπάνια τα περιστατικά αυτά. Κι έκλειναν απλά σαν συνηθισμένες εκδηλώσεις της ζωής. Κανένας αρμόδιος δεν ενδιαφερόταν να μάθει τα γεγονότα. Ο τύπος σώπαινε. Το λόγο είχε ο παραλογισμός». Το πιο εξοργιστικό ίσως απ’ όλα, θα ήταν η σκληρότητα, και η βαρβαρότητα εκείνων που είχαν την δύναμη και την εξουσία. Σαν τέρατα, ορμούσαν στους ανθρώπους που δεν συμφωνούσαν μαζί τους, τους χτυπούσαν, τους εξαθλίωναν και τους εκτελούσαν σε τέτοιο βαθμό που θα έλεγε κανείς ότι δεν ήταν άνθρωποι να νιώσουν τον πόνο και την αδικία. Μια ακόμη μαύρη, ίσως και από τις πιο μαύρες σελίδες της Ελληνικής Ιστορίας, είναι αυτή του Εμφυλίου πολέμου. Ένα «άδικο» κι ένα «γιατί» είχε φωλιάσει στις καρδιές των ανθρώπων κάθε ηλικίας. Ακόμη και στις μέρες μας, κανείς δεν ανακαλεί στη μνήμη του με τη θέλησή του τα γεγονότα του τότε καιρού, τότε που η Ελλάδα ήταν χωρισμένη στα δύο. Και οι δυνατοί, ήθελαν να φανούν ακόμη πιο δυνατοί, πατώντας πάνω στα σωριασμένα κορμιά των αδύνατων, των αγωνιστών. Μέσα από προσωπικές μαρτυρίες του ίδιου του συγγραφέα, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι μόνο εκείνοι που είχαν χαράξει βαθιά μέσα στο πετσί τους


την Ιδέα της ισότητας και της ελευθερίας, ήταν εκείνοι που δεν δείλιαζαν μπροστά στην απειλή της ίδιας της ζωής τους. Οι περισσότεροι αγωνιστές γυρνούσαν ζωντανοί μεν, πίσω στον τόπο τους, όμως λυγισμένοι και έχοντας υποχωρήσει μπροστά στη βία. Η σύγκρουση της βίας και των ιδεολογιών «ισότητα» και «ελευθερία», είχε τεράστια σημασία. «Η βία ντύθηκε την πανοπλία του σταυροφόρου, τάχατες υπέρ βωμών και εστιών, μα στην ουσία πάλευε για να εξασφαλίσει τα συμφέροντα μιας χούφτας ντόπιων και ξένων αφεντάδων. (…) Πίσω της έτριβαν τα χέρια τους οι ληστές του λαού. Η Ιδέα έδινε τη μάχη άοπλη αλλά ακατανίκητη». Ο φόβος, ήταν ένα μαύρο σύννεφο που έσκιαζε το όραμα και την ελπίδα των αριστερών. Κανείς δεν τολμούσε να σηκωθεί και να μιλήσει, υπήρχε η απειλή του θανάτου, η απειλή της βίας, η απειλή της εξορίας στην καλύτερη περίπτωση. O συγγραφέας αναφέρει πως ο φόβος καθόριζε τις ίδιες του τις πράξεις. «Ο φόβος αποτελούσε μια υπερδύναμη που κατεύθυνε τη συμπεριφορά των ανθρώπων και έβαζε φραγμό στη σκέψη τους», λέει πιο συγκεκριμένα μέσα στα βιβλία του. Το όραμα όμως, η Ιδέα, όσο και να σκιαζόταν από τον οποιοδήποτε φόβο ή απειλή, εξακολουθούσε να υπάρχει μέσα στους αγωνιστές, κρατώντας έτσι τη φλόγα του εμφυλίου ακόμη αναμμένη και άσβεστη. «…η ήττα στη δυναμική αναμέτρηση, ατσάλωνε πιο πολύ την ψυχή για αγώνα, Ένας λαός πολεμούσε για τη λευτεριά. Και θα την κέρδιζε, τελικά, ανάμεσα από τις αποτυχίες και επιτυχίες, ήττες και νίκες, όσα ξένα στηρίγματα κι αν είχαν οι δυνάμεις της Αδικίας». Τον εμφύλιο πόλεμο, δεν τον έκαναν οι αριστεροί, όμως επιβλήθηκε από τους εχθρούς του λαού, είτε αυτοί ήταν ντόπιοι, είτε ξένοι. Δίχασαν ένα έθνος στα δύο, χώρισαν οικογένειες, τα αδέρφια αλληλοσκοτώνονταν στα χωριά. Οι οραματιστές αριστεροί όμως, οι διωγμένοι, οι αποκομμένοι από τους πάντες και τα πάντα, συλλογιόντουσαν καινούριες μορφές του αγώνα. Ο δρόμος ήταν μακρύς, μα μοναδικός. Και η απόφασή τους μία. Θα πάλευαν ως τη νίκη. «Το τουφέκι θα αντικαθιστούσε ο λόγος, η πάλη για μια καλύτερη ζωή. Αυτός ήταν ο δρόμος». Τέλος, αξίζει να αναφερθεί πως ως το τέλος του εμφυλίου, που άφησε πίσω του περίπου 50.000 νεκρούς και περίπου 80.000 πολιτικούς πρόσφυγες, οι κομμουνιστές ήταν ορκισμένοι εχθροί της αδικίας, καθώς το αντίπαλο στρατόπεδο, ήταν ενάντια στην πρόοδο που οι πρώτοι αναζητούσαν. Παρόλη την προσπάθεια των βασανιστών, των ευκολόπιστων και των συμφεροντολόγων, που δεν ήταν άλλη από το να ξεχάσουν οι άνθρωποι τον εαυτό τους και να γίνουν μια ατέλειωτη ζούγκλα που θα κατασπάραζε τους πάντες, ο λαός που αγωνιζόταν, μέσα στα χρόνια διεκδίκησε, πάλεψε και απαίτησε όλα αυτά που είχε στερηθεί. «Στην αναμπουμπούλα χαίρεται ο λύκος. Ξένοι και ντόπιοι λακέδες δεν θέλουν την ομαλότητα. Ο λαός θα την κερδίσει με την πάλη του. Πίσω αυτοί, μπρος εμείς… Θα περάσουν χρόνια; θα


ρωτήσεις. Και βέβαια. Θα αρχίσομ’ από το άλφα, μέσα στα συντρίμμια και τα αίματα, και θα παλεύομε ώσπου να σαρώσουμε την Αδικία», ήταν τα λόγια των περισσότερων αριστερών, που κρατούσαν ζωντανό το πάθος μεταξύ τους. Πίστευαν λοιπόν εκείνη την εποχή πως ο κόσμος, πλέον προσέφερε μίσος και καταστροφή. Και γι αυτό θα πέθαινε κάποτε. Μόνο η αγάπη και η ειρήνη θα ζούσαν και θα μεγαλουργούσαν, και σε εκείνες θα ανήκε πια το μέλλον. Ο δίκαιος αγώνας των φτωχών εργατών για τα δικαιώματά τους αντιμετωπιζόταν με σκληρότητα. «Τα παιδιά μας δεν θα τα ταΐσομε δάκρυα, αλλά μονάχα αντρειά, φώναξε η Αγγελίνα που ’χε κάνει στις φυλακές κι άρχισε το τραγούδι: Ο δρόμος της πάλης είναι τραχύς στρωμένος με βάσανα, φρίκη. Μπροστά, αδέρφια, ο πόνος βαρύς, στο τέρμα φωτίζει η νίκη». Στις δύσκολες στιγμές του αγώνα χρειάζονται οι κατάλληλοι άνθρωποι που θα καθοδηγήσουν και θα ενθαρρύνουν τον βασανισμένο λαό. «Κανένας αγώνας δεν πάει χαμένος. Με τον καιρό και τις φροντίδες μας καρπίζει ο σπόρος που ρίξαμε. Κουράγιο, θάρρος! Η νίκη θα ’ναι δική μας. Μέσ’ απ’ τις μπόρες και τους κατατρεγμούς, θα λάμψει ο ήλιος για τους φτωχούς. Το μέλλον ανήκει στο Δίκιο και την Αλήθεια. Ας τα καταπλακώνει, για την ώρα, η αδικία και το ψέμα.».

Γυμνάσιο Πλατανιά Σχολικό έτος 2016-2017 www.gymnasio-platania.gr


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.