Του δάσους και της θάλασσας

Page 1

ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΗΣ Α΄ ΤΑΞΗΣ Επιμέλεια: Λίλα Τρουλινού, φιλόλογος

Henri Matisse, La Polynésie, 1946

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΠΛΑΤΑΝΙΑ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2014-15


Περιεχόμενα Σημείωμα για τη συλλογή “Δεκαπέντε οικολογικά διηγήματα”……………...3 Φιλίππα Αγγελάκη, Το ταξίδι των χελιδονιών ……………………………....4 Μάγδα Αδαμίδη, Μαρίνα – Η ιστορία μιας φώκιας ………………………...8 Κωνσταντίνος Βαρουξάκης, Ο Φιδιέ και η σωτηρία του ζωικού βασιλείου …10 Μάρκος Βαρουξάκης, Ταξίδι στη μολυσμένη γη …………………………..12 Αντωνία Δασκαλάκη, Η ιστορία της χελώνας Κογιότ ……………………...14 Σαμ Ιλέι, Η καταστροφή του πράσινου δάσους …………………………....15 Αλέξανδρος Καρανάκης, Η περιπέτεια των δυο κουνελιών ………………...16 Στέλιος Λουράκης, Στα βάθη της θάλασσας ………………………………18 Στέλιος Μάρακας, Το ζωντανό δάσος …………………………………….19 Βαγγέλης Νταγκουνάκης, Η Ελένη του βυθού της Γκρίζας θάλασσας ……...20 Κωνσταντίνα Παπαγεωργίου, Η ιστορία ενός ελαφιού ……………………..23 Αλέξανδρος Πετακάκης, Τα ζώα αποτρέπουν την υλοτόμηση του δάσους …25 Ναταλία Πρώιμου, Ο κόσμος μέσα από τα μάτια της Γκριν ………………27 Μηνοδώρα Σαρρή, Καμένη γη …………………………………………...32 Εύα Χάλαρη, Η ισχύ εν τη ενώσει ………………………………………...33

Kit Williams, Birdcage, 1979 2


Σημείωμα για τη συλλογή “Δεκαπέντε οικολογικά διηγήματα” Συνδυάζοντας τη μελέτη της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας με τη μελέτη του Περιβάλλοντος, οι μαθητές της Α΄ Τάξης έγραψαν διηγήματα με οικολογικό μήνυμα, σε μια εποχή που το περιβάλλον απειλείται άμεσα. Σε αυτήν τη συλλογή παρουσιάζονται δεκαπέντε διηγήματα φυσιολατρικής θεματολογίας, όπου οι μαθητές μπαίνουν στην περιπέτεια της λογοτεχνίας μέσα από το μονοπάτι της οικολογικής ευαισθητοποίησης. Πρωταγωνιστές είναι ζώα του δάσους και της θάλασσας, που δίνουν μια μάχη, μερικές φορές μάταιη, για να συνεχίσουν την ύπαρξή τους. Εμείς ακολουθούμε τα χνάρια τους στη καμένη γη, το βασανιστικό ταξίδι τους στη ζωή, ακούμε τις δραματικές τους εκκλήσεις για αλλαγή στάσης του ανθρώπου απέναντι στη φύση. Και πιστεύουμε ότι τα παιδιά, οι μαθητές μας, που σήμερα έχουν δημιουργήσει με τις ιστορίες τους ισχυρές εικόνες, ικανές να μας συγκινήσουν και να μας ταρακουνήσουν, αύριο θα γίνουν οι φορείς ενός οικολογικού πολιτισμού που θα σέβεται τη φύση και τον άνθρωπο. Λίλα Τρουλινού, φιλόλογος

Jacek Malczewski, Idyll

3


ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΩΝ ΧΕΛΙΔΟΝΙΩΝ Tης Φιλίππας Αγγελάκη, μαθήτριας του Α1

Τ

ο συνέδριο των χελιδονιών γινόταν δύο φορές κάθε χρόνο, μια στις αρχές του φθινοπώρου και μια στα τέλη του χειμώνα. Εκεί τα όμορφα αυτά πουλιά συναντιόντουσαν και συζητούσαν για ένα σωρό θέματα που τους απασχολούσαν, αποφάσιζαν πότε και πού θα μετανάστευαν και διάλεγαν έναν νέο αρχηγό για να τους οδηγεί στο μεγάλο και δύσκολο ταξίδι τους. Εκείνη τη χρονιά το συνέδριο των χελιδονιών του νησιού άργησε λίγο, καθώς η θερμοκρασία εξακολουθούσε να είναι υψηλή, παρόλο που το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά, με αποτέλεσμα πολλά χελιδόνια να νομίζουν ότι ήταν ακόμη καλοκαίρι. Έτσι, στις αρχές του Οκτώβρη, εκατοντάδες χελιδόνια συγκεντρώθηκαν στο παλιό εργοστάσιο. Άλλα έκατσαν στα περβάζια των παραθύρων, άλλα στα καλώδια του ηλεκτρικού, άλλα στη στέγη και άλλα στα κλαδιά των κοντινών δέντρων. Το θέμα που όλα ήθελαν να συζητήσουν ήταν το πότε θα έφευγαν για τις ζεστές χώρες του νότου για να ξεχειμωνιάσουν εκεί. Πρώτος, λοιπόν, άρχισε να μιλάει ο προηγούμενος αρχηγός τους, ο Πίκο. Ο λόγος του ήταν σύντομος και περιεκτικός. Πίστευε πως εφόσον ο καιρός εξακολουθούσε να είναι ζεστός, τα χελιδόνια δεν είχαν κανέναν λόγο να ξεκινήσουν το δύσκολο ταξίδι της μετανάστευσης. Ήταν αρκετά πειστικός και μόλις τελείωσε ακούστηκαν φωνές συγκατάθεσης και επευφημίες. Όλοι φαίνονταν να συμφωνούν μαζί του. Τότε από το βάθος ξεπρόβαλε ένα χελιδόνι. Ήταν ο Σίμο, το πιο γέρικο χελιδόνι της περιοχής.  Αδέρφια μου, είπε. Αυτό που θέλετε να κάνετε είναι λάθος. Δεν μπορούμε να μείνουμε περισσότερο εδώ, ήδη θα έπρεπε να βρισκόμαστε στο ζεστό νότο. Τόσα χρόνια που ζω, ποτέ το καλοκαίρι δεν κράτησε τόσο πολύ. Αυτό σημαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά. Το κλίμα έχει αρχίσει να τρελαίνεται τα τελευταία χρόνια. Ο καιρός θα αλλάξει σύντομα και μάλιστα απότομα. Τότε θα δυσκολευόμαστε να βρίσκουμε τροφή, θα θέλουμε να μεταναστεύσουμε, όμως θα είναι πολύ δύσκολο. Γι’ αυτό πρέπει να φύγουμε από τώρα.  Ανοησίες! φώναξε ο Πίκο. Γέρο Σίμο, μου φαίνεται πως από τα πολλά τα χρόνια έχασες τα λογικά σου! Γέλια διαδέχτηκαν τα λόγια του, κάτι που θύμωσε πολύ τον Σίμο.

4


 Κάντε όπως επιθυμείτε. Εγώ, πάντως, δεν πρόκειται να μείνω εδώ, για να πεθάνω μαζί σας. Θα φύγω για το νότο, έστω και μόνος μου. Πράγματι, λίγες μέρες αργότερα, ο γέρο-Σίμο, αψηφώντας την απόφαση του συνεδρίου των χελιδονιών αναχώρησε από το νησί μαζί με τον εγγονό του, τον Άρη, με κατεύθυνση προς το νότο. Ο μικρός Άρης ήταν κατενθουσιασμένος που θα έκανε το πρώτο του ταξίδι, παρέα με τον παππού του, καθώς έτσι θα είχε και την ευκαιρία να δει όλα εκείνα τα υπέροχα μέρη, για τα οποία του μιλούσε ο παππούς του κάθε βράδυ. Το επόμενο πρωί ξεκίνησαν πολύ νωρίς. Αφού πέταξαν για λίγες ώρες πάνω από την ήρεμη, πανέμορφη θάλασσα, έφτασαν στην ξηρά. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Σίμο, κάπου εκεί κοντά θα υπήρχε ένα δροσερό, καταπράσινο δάσος, όπου θα μπορούσαν να ξεκουραστούν. Γι’ αυτό και κατέβηκαν χαμηλότερα. Μα αυτό που αντίκρισαν δε θύμιζε καθόλου το όμορφο, γεμάτο ζωή δάσος, που άλλοτε υπήρχε εκεί. Το θέαμα ήταν θλιβερό. Από τα δέντρα και τα υπόλοιπα φυτά, που υπήρχαν εκεί, τώρα είχαν μείνει μονάχα στάχτες. Ούτε ένα ζωάκι δεν βρισκόταν εκεί, όλα είχαν φύγει. Κάποια ίσως να μην είχαν προλάβει καν να φύγουν, να μην είχαν γλιτώσει από την πυρκαγιά. Ήταν ένα νεκρό δάσος…  Τι συνέβη εδώ, παππού; ρώτησε με αγωνία ο Άρης.  Καταστροφή, παιδί μου, απάντησε ο Σίμο. Κάποια πυρκαγιά ξέσπασε εδώ. Και δεν άφησε τίποτα πίσω της…  Και πώς ξέσπασε αυτή η πυρκαγιά;  Πιθανότατα, έφταιγαν οι άνθρωποι. Είναι τόσο απρόσεκτοι! Έχω δει πολλές πυρκαγιές που ξεσπούν εξαιτίας τους. Αρκεί να πετάξουν ένα αναμμένο τσιγάρο κάτω, και πάει το δάσος. Έτσι, όμως, κάνουν κακό και στον ίδιο τους τον εαυτό. Τα δάση σημαίνουν υγεία, οξυγόνο, διασκέδαση. Όταν τα καταστρέφουν, χάνουν όλα αυτά και πολλά άλλα. Ας μη μένουμε άλλο εδώ. Το θέαμα είναι φρικτό. Ας συνεχίσουμε τη πορεία μας. Πετούσαν για αρκετή ώρα. Ήταν αργά το απόγευμα, όταν αντίκρισαν ξανά τη θάλασσα στον ορίζοντα. Αλλά όσο πλησίαζαν πιο κοντά, τόσο καταλάβαιναν πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Τα νερά εκείνης της περιοχής δεν ήταν λαμπερά και ανοιχτόχρωμα, όπως τα είχαν συνηθίσει, αλλά σκούρα και θαμπά. Όταν έφτασαν να πετούν πάνω από το νερό, κατάλαβαν τον λόγο αυτής της διαφοράς: η θάλασσα είχε μολυνθεί από μια πετρελαιοκηλίδα τεραστίων διαστάσεων. Κάποια θαλασσοπούλια είχαν παγιδευτεί μέσα της και έκαναν 5


απεγνωσμένες προσπάθειες να ξεφύγουν, μα ήταν αδύνατον.  Παππού, να πάμε να βοηθήσουμε αυτά τα πουλιά. Έχουν κολλήσει στο πετρέλαιο!  Πολύ θα το ήθελα, είπε ο Σίμο, αλλά δυστυχώς δεν γίνεται. Το μόνο που θα καταφέρουμε είναι να παγιδευτούμε κι εμείς στην πετρελαιοκηλίδα. Δεν έχουμε, εξάλλου, πολύ χρόνο. Πρέπει να βρούμε ένα μέρος να περάσουμε τη νύχτα. Μη ξεχνάς πως η αποψινή ξεκούραση είναι πολύ σημαντική, καθώς η αυριανή μέρα θα είναι κουραστική. Πρέπει να μαζέψεις δυνάμεις, γιατί αύριο θα πετάμε όλη μέρα πάνω από τη θάλασσα και δεν θα μπορούμε να ξεκουραστούμε πουθενά. Μα, να, βλέπεις εκείνο το δέντρο κοντά στη παραλία; Νομίζω πως είναι ιδανικό για να ξεκουραστούμε… Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκαν και οι δυο «σαν πουλάκια». Δεν είχαν αντιληφθεί πόσο κουρασμένοι ήταν. Η επόμενη μέρα ήταν όντως ιδιαίτερα δύσκολη. Τα δύο χελιδόνια πετούσαν με τις ώρες πάνω από τη θάλασσα. Ο Σίμο ήταν συνηθισμένος σε τέτοια ταξίδια και είχε μεγαλύτερη αντοχή, ο Άρης, όμως, είχε αρχίσει να κουράζεται στα μισά της διαδρομής. Στην αρχή άντεχε και κατάπινε τα παράπονά του, όμως στην πορεία η κούραση του έγινε αβάσταχτη.  Παππού, κουράστηκα. Πότε θα φτάσουμε; Δεν αντέχω άλλο…  Κάνε λίγη υπομονή… Όπου να ’ναι φτάνουμε, του έδωσε θάρρος ο Σίμο. Ο Άρης συγκέντρωσε όλες του της δυνάμεις και πέταξε για λίγη ώρα ακόμα, ωστόσο σύντομα ένιωσε τα φτερά του να βαραίνουν επικίνδυνα.  Παππού, δεν μπορώ άλλο, νομίζω πως θα πέσω…  Κουράγιο, παιδί μου, προσπάθησε να του δώσει θάρρος ο Σίμο.  Κοίτα, είπε έκπληκτος ο Άρης, ένας βράχος στη μέση της θάλασσας! Πάμε εκεί να ξεκουραστούμε. Είχαμε τύχη βουνό, παππού! Αλλά, όπως αποδείχτηκε, ο «βράχος» δεν ήταν τίποτε άλλο από το καβούκι μιας γέρικης χελώνας, η οποία όμως άφησε τα δύο χελιδόνια να ξεκουραστούν πάνω της. Γρήγορα έπιασαν την κουβέντα:  Από πού έρχεστε; ρώτησε η χελώνα.  Από πολύ μακριά, από ένα νησί στη μέση του πελάγους. Πάμε προς το νότο. Εμένα με λένε Σίμο και από εδώ ο εγγονός μου ο Άρης.  Χάρηκα! Εγώ είμαι η Σάλι. Έρχομαι από μια παραλία στη Μεσόγειο.  Στη Μεσόγειο; 6


 Ναι, είχα πάει εκεί για να γεννήσω τα αυγά μου. Δεν γεννάω εκεί συνήθως. Πρώτη φορά πήγα φέτος. Στην προηγούμενη παραλία που πήγαινα ήταν πολύ όμορφα, όμως πέρσι έχτισαν εκεί κέντρα διασκέδασης και ένα ξενοδοχείο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, γέμισαν τον λίγο χώρο που είχε μείνει ελεύθερος με ομπρέλες και ξαπλώστρες. Έχει τόσο πολύ κόσμο το καλοκαίρι, που δεν μπορώ να πλησιάσω. Γι’ αυτό αναγκάστηκα να αλλάξω παραλία.  Οι άνθρωποι, πράγματι, δεν σέβονται καθόλου τη φύση και εμάς τα ζώα. Κι εμείς όταν ερχόμασταν, είδαμε δύο καταστροφές που προκλήθηκαν εξαιτίας τους. Ένα καμένο δάσος και μια τεράστια πετρελαιοκηλίδα. Και τα δύο έγιναν η αιτία για το θάνατο πολλών ζώων και πουλιών. Ακόμα και το κλίμα αλλάζει εξαιτίας τους.  Ναι, είπε λυπημένα η χελώνα. Ξεχνούν πολλές φορές πως ο πλανήτης δεν τους ανήκει ολοκληρωτικά και φέρονται πολύ εγωιστικά απέναντι σε εμάς τα ζώα.  Ωστόσο νομίζω πως αρκετά ξεκουραστήκαμε. Είναι ώρα να φύγουμε. Αντίο, Σάλι!  Αντίο! Καλό σας ταξίδι! Αφού απομακρύνθηκαν λίγο, ο Άρης ρώτησε:  Παππού, γιατί οι άνθρωποι είναι τόσο κακοί;  Δεν είναι όλοι κακοί, παιδί μου. Αντίθετα, υπάρχουν άνθρωποι που αντιλαμβάνονται το μέγεθος της καταστροφής που συμβαίνει γύρω τους και βάζουν τα δυνατά τους, για να βοηθήσουν. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό. Για να σταματήσει η καταστροφή του πλανήτη πρέπει όλοι οι άνθρωποι να ευαισθητοποιηθούν και να βοηθήσουν, όπως μπορούν. Όμως ο Άρης δεν πρόσεχε τα λόγια του παππού του. Είχε διακρίνει κάτι στον ορίζοντα και ξαφνικά πετάχτηκε:  Παππού, νομίζω πως βλέπω τη στεριά!  Πράγματι, του απάντησε με ενθουσιασμό ο παππούς του. Λοιπόν, απ’ ό,τι φαίνεται, το ταξίδι μας έφτασε στο τέλος του.  Ναι, μάλλον… Ελπίζω μόνο και το υπόλοιπο σμήνος να φτάσει εδώ χωρίς προβλήματα. Σύντομα θα καταλάβουν το λάθος τους και θα έρθουν κι αυτοί εδώ, έτσι δεν είναι;  Έτσι νομίζω, παιδί μου. Μέχρι τότε εμείς θα είμαστε εδώ για να τους περιμένουμε. 7


ΜΑΡΙΝΑ  Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΦΩΚΙΑΣ Της Μάγδας Αδαμίδη, μαθήτριας του Α1

Κ

αθόταν πάνω σε έναν βράχο, στην ακτή της Βαλτικής Θάλασσας. Μόνη της, όπως πάντα, χάζευε από μακριά τα πλοία που έφταναν από την Πολωνία, τη χώρα στην άλλη άκρη. Για να μην την δουν και την πιάσουν, κρυβόταν πίσω από κάτι δέντρα, που έκρυβαν τον βράχο της. Αυτό ήταν το καθημερινό της στέκι, από κείνη μέρα που κάποιοι άνθρωποι έπιασαν και μπροστά στα μάτια της πήραν μακριά μια γειτόνισσά της. Η Μαρίνα είχε καταφέρει να βουτήξει στο νερό πριν τη δουν, και έτσι γλίτωσε, αλλιώς, κανείς δεν θα έλεγε όχι σε ένα ακόμα παλτό από δέρμα φώκιας. Όπως και τότε, έτσι και τώρα, είχε το νου της για τυχόν ανθρώπους που τους έτρεχαν τα σάλια για το λίπος της, τα κόκκαλα και το δέρμα της. Για μια φώκια ήταν επικίνδυνο να βρίσκεται ακόμα και λίγα μέτρα μακριά απ’ το λιμάνι όπου ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι έφταναν, αλλά εκείνη, όσο κι αν τους φοβόταν, όσο και να έπρεπε να τους αποφεύγει, λάτρευε να βλέπει καράβια να φτάνουν και να αναχωρούν για χώρες μακρινές.  Μαρίνα! Μαρίνα! Η φώκια γύρισε απότομα το κεφάλι.  Μαρίνα! Εδώ κάτω! Έσκυψε προς το νερό, και είδε ένα μικρό φωκάκι, να την κοιτάζει με τα γαλανά του μάτια.  Απόλλων; Πάλι εδώ; Κοίταξε απορημένη τον ξάδερφό της. Ήταν τόσο μικρός και όμως τετραπέρατος. Δεν της έκανε λοιπόν εντύπωση που μπόρεσε και ανακάλυψε τον μικρό της βράχο πριν από λίγο καιρό. Αρκετά συχνά την επισκεπτόταν, αλλά δεν της άρεσε και τόσο που δεν σεβόταν την απομόνωσή της.  Πάλι εδώ; ξαναρώτησε.  Σου έφερα νέα...  Τι νέα;  Στο Μάλμε ...επιτέθηκαν πριν από λίγο ...κυνηγοί. Πρέπει να σωθούμε. Οι άλλοι έχουν ήδη αρχίσει να κολυμπούν. Η Μητέρα είπε να πάμε μαζί μέχρι τη Φινλανδία.  Τόσο μακριά;  Ναι, εκεί άκουσαν ότι δεν υπάρχουν τόσοι που να μας κυνηγάνε. 8


Μεμιάς, η Μαρίνα βούτηξε στο νερό. Πήρε στην ράχη της τον Απόλλωνα, και ξεκίνησε να κολυμπάει. Κουνούσε την ουρά και τα πτερύγιά της τόσο δυνατά, όσο καμία άλλη φορά. Η είδηση αυτή είχε αναστατώσει την ηρεμία της. Κολυμπούσε, κολυμπούσε και όσο κολυμπούσε, φοβόταν. Κάποια στιγμή, βρήκε ένα βραχάκι στη μέση της Βαλτικής να καθίσει και να ξεκουραστεί λιγάκι. Ο Απόλλων πήγε και ξάπλωσε κοντά της. Η Μαρίνα τον αγκάλιασε με το πτερύγιό της, και αφού τον χάιδεψε με το κεφάλι της, έπεσε σε βαθύ ύπνο. Το πρωί, την ξύπνησε ο ξάδερφός της. Την ταρακουνούσε, ήταν πεινασμένος, αλλά τόσο μικρός για να βρει μόνος του φαγητό. Τι να κάνει λοιπόν εκείνη, βούτηξε στο νερό, και του βρήκε δύο ψάρια να φάει. Αφού και εκείνη πήρε τις απαραίτητες δυνάμεις, ξεκίνησαν ξανά το ταξίδι τους. Εκείνη τη φορά, πήγαιναν πιο χαλαρά, δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας στη μέση της θάλασσας. Πλησίαζαν όλο και πιο πολύ στη Φινλανδία, τη χώρα που είπε η Μητέρα, η αρχηγός της οικογένειας, να πάνε.  Φτάσαμε! Φτάσαμε! ξεφώνισε το μικρό φωκάκι. Δεν είχαν φτάσει, όμως. Στον ορίζοντα δεν υπήρχε κανένας βράχος ή τουλάχιστον κάπου που να μπορούν να καθίσουν φώκιες. Υπήρχε μόνο ένα αντιπαθητικό, μεγάλο, μαύρο κτήριο, που στηριζόταν σε μια μεγάλη πλάκα γης. Στην άκρη εκείνης της πλάκας, υπήρχε ένας γκρίζος καταρράχτης. Δεν ήταν άλλος από τα λύματα μιας βιομηχανίας, που χύνονταν στη θάλασσα, βάφοντάς την και εκείνη στο χρώμα τους. Η φώκια κοιτούσε τριγύρω έκπληκτη. Αυτή ήταν η Φινλανδία; Από την αγωνία της, προχώρησε όλο και πιο κοντά σε κείνο το μέρος. Τότε ήταν που η καρδιά της σταμάτησε. Το μέρος εκείνο, δεν ήταν εκείνο το ασφαλές μέρος που πίστευαν η Μητέρα, η Μαρίνα, ο Απόλλων και οι υπόλοιπες φώκιες. Τα λύματα και η μυρωδιά τους είχαν σκοτώσει τις φώκιες της οικογένειάς της. Ένας σωρός με τα δέρματά τους βρισκόταν ακριβώς κάτω από τον καταρράκτη των λυμάτων. Η Μαρίνα και ο Απόλλων δεν άντεξαν. Έκαναν να γυρίσουν πίσω, και τότε, μπλέχτηκαν σ’ ένα δίχτυ. Πιάστηκαν σε μια παγίδα, μια παγίδα που αποδείχθηκε μοιραία, όπως και το ταξίδι τους μέχρι εκεί.

9


Ο ΦΙΔΙΕ ΚΑΙ Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΖΩΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Tου Κωνσταντίνου Βαρουξάκη, μαθητή του Α1 03:50 π.μ.

Τ

ο γυάλινο δοχείο του Φιδιέ δονείται ακατάπαυστα. Φωνές και δυνατά βήματα ακούγονται από το επάνω πάτωμα. «Σεισμός!» λέει η φωνή του καθηγητή. «Κρυφτείτε όλοι κάτω από τα ξύλινα έπιπλα!». Ο Φιδιέ νιώθει την αναστάτωση και ο σεισμός έχει ξυπνήσει τα ένστικτά του. Ένα δυνατό κρακ και το τζάμι του δοχείου σπάει. Ο σεισμός έχει σταματήσει και ο καθηγητής τυλίγει τον βόα στο χέρι του. Όλοι έχουν συγκεντρωθεί στο καθιστικό, όμως ο καθηγητής γεμάτος αγωνία μιλάει στη γυναίκα του κρατώντας τον Φιδιέ. «Έπρεπε να το περιμένω. Δεν ήταν σωστό να αγνοήσω τις προειδοποιήσεις της ομάδας μου. Το κέντρο ερευνών τα είχε προβλέψει όλα!» Τα λόγια του καθηγητή βγαίνουν μπερδεμένα, σχεδόν σαν παραμιλητό. «Η βορειοδυτική πλευρά του νησιού είχε μιλήσει, τα είχε μαρτυρήσει όλα! Γιατί να μην την ακούσουμε… Εδώ και καιρό είχαν αρχίσει να σχηματίζονται μεγάλες σχισμές ανάμεσα στα βράχια της πλαγιάς. Τα φίδια, παρόλο που δεν είναι η κατάλληλη εποχή, έχουν πλήρη ενέργεια. Και τώρα ο σεισμός…» Ο Φιδιέ τόσα χρόνια κοντά στον καθηγητή είχε μάθει να αντιλαμβάνεται το νόημα των λέξεων και φυσικά ερμήνευε τον κάθε χτύπο της καρδιάς του. 06.45 π.μ. Έχει ξημερώσει για τα καλά και ο καθηγητής μαζί με τον Φιδιέ βρίσκονται έξω από το ερευνητικό κέντρο. Έντρομοι όλοι τρέχουν προς το μέρος του καθηγητή. «Οι δονήσεις έχουν ανεβάσει τις τιμές της θερμοκρασίας του εδάφους στα ύψη. Επικίνδυνα αέρια διαφεύγουν από τις ρωγμές.» Ο καθηγητής κρατώντας το κεφάλι του, αφήνει το σώμα του να απλωθεί στην καρέκλα του γραφείου. Το εργοστάσιο τελικά κατασπαράσσει τη φύση. Τόσα χημικά απόβλητα αφήνονται στο έδαφος της περιοχής. Ολόκληρη η πλαγιά του βουνού είναι κούφια και μέσα της κατασκευάζονται χιλιάδες τόνοι χημικών. Κανείς δεν έπρεπε να εγγυηθεί πως όλα θα πήγαιναν καλά. Το άψογο φυσικό περιβάλλον του νησιού του εξωτικού νησιού είναι πλέον σχεδόν ένα βήμα πριν την οριστική καταστροφή. Τα ζώα, τα φυτά, η θάλασσα και πάνω απ’ όλα οι άνθρωποι της περιοχής κινδυνεύουν. 10


«Δύο λύσεις υπάρχουν» λέει ο καθηγητής χτυπώντας το χέρι του στο γραφείο και έπειτα στρέφεται στην ομάδα του. «Ή το εργοστάσιο θα κλείσει για να σώσουμε ό,τι μπορούμε ή τα ζώα και οι άνθρωποι θα πρέπει να μεταφερθούν στην άλλη πλευρά του νησιού προσωρινά.» Ο Φιδιέ καταφέρνει να ξεγλιστρήσει από την ανοιχτή πόρτα. Σέρνεται ώσπου κατορθώνει να βγει έξω. Έχει αποφασίσει ότι πρέπει να βοηθήσει την οικογένειά του. Ξεχύνεται στην πλαγιά ψάχνοντας για άλλα φίδια. Είναι τρομερό, όμως νιώθει την απειλή από την επαφή του σώματός του με το έδαφος. Ξέρει πως ο δρόμος του θα είναι δύσκολος. Τέσσερεις μέρες μετά το σεισμό Ο Φιδιέ έχει ήδη συναντήσει κάποια από τα φίδια που έψαχνε. Γεμάτα φόβο αλλά και πολύ θέληση αποφασίζουν να συνεργαστούν με τα υπόλοιπα ζώα, ακόμα και με όσα οι σχέσεις τους είναι εχθρικές. Φίδια, σαύρες, άλλα ερπετά, κάποια μικρόσωμα θηλαστικά έχουν πάρει πια το μήνυμα του κινδύνου. Ομαδικές μετακινήσεις ζώων οργανώθηκαν. Μέρες κράτησε η προσπάθεια του Φιδιέ, αλλά άξιζε τον κόπο. Δέκα μέρες αργότερα, 10.40 π.μ. Ο καθηγητής αντικρίζει ξανά τον χαμένο του βόα. Ανακουφισμένος τον τυλίγει στο χέρι του. Ο Φιδιέ γεμάτος αγωνία περιμένει να ακούσει τις νεότερες εξελίξεις. Λίγα λεπτά αργότερα, η υπεύθυνη επίβλεψης της πανίδας της περιοχής εισβάλλει στο γραφείο του καθηγητή. Με βλέμμα ανήσυχο, μα και χαρούμενο, καρφώνει τα μάτια της στον καθηγητή. «Καθηγητά, κάτι ανεξήγητο συμβαίνει. Τα ζώα της περιοχής κινούνται μαζικά προς τη νοτιοανατολική πλευρά του νησιού και ο ουρανός είναι καλυμμένος με σμήνη πουλιών που κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση. Οι ρωγμές της πλαγιάς είναι πλέον άδειες από φίδια. Σωτηρία ή μήπως κάποιο κακό μήνυμα δείχνουν όλα αυτά;» «Σωτηρία, φυσικά» απαντά ο καθηγητής κοιτάζοντας τον Φιδιέ. «Για την ακρίβεια, μιλάμε για θαύμα» συνεχίζει. Ο καθηγητής και η ομάδα του έχουν πια τον χρόνο που χρειάζονται για να σώσουν την περιοχή. Συγκεντρώνουν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία από τις έρευνες για να κατατροπώσουν το χημικό εργοστάσιο. Ο πρόεδρος της 11


περιοχής είναι ενήμερος πια για τις παράνομες δοκιμές χημικών που γίνονται και για τις φονικές συνέπειες που προκλήθηκαν στο περιβάλλον. «Η περιοχή βρίσκεται υπό προστασία.» Ο Φιδιέ ακούγοντας τα λόγια αυτά, για πρώτη φορά μετά τον τρομακτικό σεισμό, κουλουριάζεται, σκεπάζοντας το κεφάλι του, στο καινούριο γυάλινο δοχείο του. Ξέρει ότι δεν είναι πια ένα απλό κατοικίδιο και ένα φίδι έρευνας, αλλά κάτι παραπάνω. Το ίδιο σκέφτεται και ο καθηγητής. «Έσωσες την περιοχή σου Φιδιέ. Καλόν ύπνο!»

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΜΟΛΥΣΜΕΝΗ ΓΗ Του Μάρκου Βαρουξάκη, μαθητή του Α1

Μ

ια φορά ζούσε ένα παιδάκι που ήταν φιλόζωο, αγαπούσε όλα τα ζωάκια, αλλά είχε επιλέξει να έχει ένα πουλάκι για κατοικίδιο. Το πουλί αυτό ζούσε μέσα σε ένα μεγάλο και άνετο κλουβί. Το παιδάκι το φρόντιζε καθημερινά βάζοντάς του τροφή και νερό. Κάθε μέρα το έβγαζε από το κλουβί για να παίζουν μαζί μέσα στο σπίτι. Το παιδί αγαπούσε τον μικρό του φίλο. Μία μέρα το πουλί προσπάθησε να φύγει από το σπίτι, να πάει στην εξοχή μαζί με τα άλλα πουλιά που ζούσαν ελεύθερα. Του είχαν λείψει οι φίλοι του, ο καθαρός αέρας, η χαρά του πετάγματος και των ταξιδιών. Δεν μπόρεσε όμως να φύγει, επειδή το παιδί είχε κλείσει τα πάντα στο σπίτι, δεν είχε αφήσει κανένα παράθυρο και καμία πόρτα ανοιχτή. Την άλλη μέρα, βρήκε μία πόρτα ανοιχτή και επιχείρησε πάλι να φύγει. Το παιδί όμως πρόλαβε και το έπιασε με μία απόχη, επειδή δεν ήθελε να χάσει τον φίλο του. Φοβόταν ότι αν έφευγε, υπήρχε περίπτωση να μην μπορεί να βρει τροφή μόνο του, να μην καταφέρει να επιβιώσει κι έτσι να μη γυρίσει ποτέ πίσω. Το παιδί, επειδή έδινε τόση αγάπη στο πουλί, απογοητεύτηκε με τη στάση του και το έβαλε ένα μήνα τιμωρία να μη βγει από το κλουβί του. Τότε το πουλί νευρίασε με το παιδί και ήθελε όλο και πιο πολύ να φύγει από το σπίτι. Όταν τελείωσε η τιμωρία του, το παιδάκι αποφάσισε να το αφήσει και πάλι ελεύθερο μέσα στο σπίτι για να παίξουν μαζί. Τότε το πουλί μπήκε στο τζάκι και βγήκε από την καμινάδα του σπιτιού έξω. Μόλις βγήκε έξω, πήγε να βρει τους φίλους του, τα άλλα πουλιά. Πήγε μαζί τους στη θάλασσα και έκατσαν σε ένα βράχο. Σκεφτόταν πόσο ωραία ήταν εκεί 12


Julie Nord, Enebarnet, 2011 έξω, αλλά δεν είχε δει ακόμα τίποτα. Ήταν ελεύθερο να πετάει και είχε ξετρελαθεί από την χαρά του. Μετά από ώρα, όπως πετούσε, είδε κάτι πουλιά ακινητοποιημένα σε μια λίμνη, πλησίασε στη λίμνη και η λίμνη ήταν κατάμαυρη. Το πουλί ρώτησε τι είναι αυτή η μαύρη ουσία. Ένα άλλο πουλάκι του απάντησε ότι είναι πετρέλαιο από τα πλοία, καυσαέρια από τα αυτοκίνητα, χημικά από τα εργοστάσια και πυρηνικά απόβλητα από πολέμους που έγιναν. Του είπε επίσης ότι αυτή η παχύρρευστη μάζα κολλάει τα φτερά των πουλιών στο σώμα τους, κλείνει στα μάτια τους και τα τυφλώνει, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να δουν ούτε να πετάξουν κι έτσι πνίγονται. Τότε το πουλί κατάλαβε τι γίνεται έξω στη φύση, αλλά πίστευε ότι αυτό συνέβαινε μόνο σε μια χώρα και έτσι αποφάσισε να μεταναστεύσει, να πάει σε μια άλλη χώρα όπου όλα θα ήταν καθαρά. Ξεκίνησε λοιπόν να πετάει με προορισμό μια καθαρή και όμορφη χώρα. Επέλεξε όμως μια χώρα όπου υπήρχε μόνο έρημος, έτσι δεν είδε λίμνες μολυσμένες, παρά μόνο απέραντη άμμο. Ξαφνικά συνάντησε ένα άλλο πουλί, πολύ ευγενικό, και σκέφτηκε να του ζητήσει να το ξεναγήσει σε όλο τον κόσμο. Έτσι και έγινε. Το ευγενικό πουλί το ξενάγησε παντού και διέθεσε όσες μέρες χρειαζόταν, δηλαδή έκανε τα πάντα για τον φίλο του. Είδε κι άλλες μολυσμένες λίμνες και θάλασσες και ποτάμια κι απ’ αυτό κατάλαβε ένα πράγμα: ότι η γη είχε 13


μολυνθεί από τα χημικά, από τα πυρηνικά, από τα πετρέλαια και από τα εργοστάσια. Κατάλαβε ακόμα ότι στο σπίτι του ζούσε με ασφάλεια και χωρίς κινδύνους. Την επόμενη μέρα το πουλί γύρισε στο σπίτι του όπου το παιδί το περίμενε με ανυπομονησία. Κατάλαβε ότι το παιδί το αγαπάει πολύ και ότι η τιμωρία που του έβαλε ήταν για το καλό του, για να μην φύγει από το σπίτι και πάθει κάτι. Έτσι συνέχισαν να ζουν μαζί και πέρασαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΧΕΛΩΝΑΣ ΚΟΓΙΟΤ Της Αντωνίας Δασκαλάκη, μαθήτριας του Α1

Ή

ταν η περίοδος που οι χελώνες έβγαιναν στη στεριά για να γεννήσουν τα αυγά τους. Ήταν ένα ωραίο καλοκαιριάτικο βράδυ. Η χελώνα Κογιότ βγήκε στη στεριά και αφού γέννησε τα αυγά της σε μια φωλιά που είχε κατασκευάσει και τα κάλυψε, ξεκίνησε ταξίδι μακρινό στον απέραντο ωκεανό. Στόχος της ήταν να φτάσει στον Ατλαντικό ωκεανό περιμένοντας εκεί τα μικρά της. Λίγους μήνες μετά, τα αυγά ήταν έτοιμα να εκκολαφθούν. Παραπάνω από εκατό χελωνάκια άρχισαν να περπατούν στην αμμουδιά της παραλίας. Δυστυχώς όμως μόνο ένα κατάφερε να μπει στο θαλασσινό νερό και να συνεχίσει το ταξίδι του. Όλα τα υπόλοιπα πέθαναν, κάποια από τις μη ευνοϊκές καιρικές συνθήκες, δηλαδή την πολύ υψηλή θερμοκρασία και κάποια από διάφορους φυσικούς εχθρούς. Όμως και η δική του ζωή δεν ήταν σίγουρη, διότι αντιμετώπιζε πολλούς κινδύνους! Το χελωνάκι ολομόναχο, λοιπόν, ξεκίνησε την πορεία του, με σκοπό να βρει τη μητέρα του. Κατά τη διάρκεια της πορείας του γνώρισε ακόμη ένα χελωνάκι και έτσι συνέχισαν μαζί ήρεμα το ταξίδι τους. Είχαν ήδη περάσει τρία μερόνυχτα, όταν ξαφνικά είδαν ένα τεράστιο, κάτασπρο και χοντρό τέρας να τους πλησιάζει. Τρόμαξαν πολύ, γιατί ήταν μικρά και άπειρα. Δεν ήξεραν τον μεγαλύτερο κίνδυνο της χελώνας, που είναι προϊόν της ανθρώπινης ασυνειδησίας. Αυτό λοιπόν το τεράστιο, κάτασπρο και χοντρό τέρας ήταν μόνο μια πλαστική σακούλα! Προσπάθησαν να απομακρυνθούν, αλλά το ρεύμα της θάλασσας τους παρέσυρε καταλήγοντας να παγιδευτούν και τα δύο στην κοιλιά της σακούλας. Κοίταζαν ξανά και ξανά τη σακούλα προσπαθώντας να βρουν το σημείο απ’ όπου θα μπορούσαν να βγουν. 14


Δεν έβλεπαν τίποτα, μονάχα ένα μικρό άνοιγμα στο βάθος της σακούλας. Δείλιασαν, αλλά προχώρησαν προς το βάθος της και τελικά κατάλαβαν ότι το σημείο φυγής ήταν εκεί! Το ένα βγήκε γρήγορα, όμως το άλλο καθυστέρησε να βγει. Το ρεύμα παρέσυρε με ορμή τη σακούλα. Για καλή τους τύχη, η σακούλα γαντζώθηκε σε έναν μεγάλο βράχο και έμεινε ακίνητη. Μετά από πολλή προσπάθεια, το παγιδευμένο ζωάκι κατάφερε να βγει και να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Έτσι τα χελωνάκια κατάφεραν να συνεχίσουν ελεύθερα το ταξίδι τους και να φτάσουν στις μητέρες τους! Τα χελωνάκια θα ήθελαν να ελπίζουν ότι, όταν μετά από χρόνια επιστρέψουν πίσω στην ίδια παραλία για να γεννήσουν, δεν θα συμβεί το ίδιο κακό και στα μικρά τους. Ίσως οι άνθρωποι να έχουν γίνει μέχρι τότε πιο προσεχτικοί!

Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΠΡΑΣΙΝΟΥ ΔΑΣΟΥΣ Του μαθητή Σαμ Ιλέι, μαθητή του Α2

Σ

την περιοχή του Λάουτς υπήρχε ένα καταπράσινο δάσος με αμέτρητα πολύχρωμα λουλούδια και πανύψηλα δέντρα. Εκεί ζούσαν πολλών ειδών ζώα, ανάμεσα στα οποία ο Γιάννης ο σκίουρος και η Ρόζα η σαύρα. Μια μέρα, λοιπόν, που ο ήλιος έλαμπε, ο Γιάννης και η Ρόζα ξεκουράζονταν κάτω από ένα μεγάλο δέντρο. Ξαφνικά άκουσαν ένα δυνατό θόρυβο και τρόμαξαν. Κοίταξαν πίσω τους και είδαν τρεις μεγάλες μπουλντόζες και δύο φορτηγά να μπαίνουν γρήγορα στο δάσος. Είχαν έρθει και κάμποσοι άντρες που τους φάνηκαν τεράστιοι. Οι δύο φίλοι δεν ήξεραν τι να υποθέσουν. Έτρεξαν και κρύφτηκαν πίσω από μια μεγάλη πέτρα. Οι άντρες κατέβηκαν από τα φορτηγά και από τις μπουλντόζες και άρχισαν να δουλεύουν. Κρατούσαν στα χέρια τους μηχανήματα που έκαναν έναν απαίσιο θόρυβο. Χωρίς να καθυστερούν, άρχισαν να κόβουν τα δέντρα από πολύ χαμηλά και έπειτα να τα κάνουν μικρότερα κομμάτια. Άλλοι άντρες έπιαναν τα κομμένα ξύλα και τα έβαζαν στο φορτηγό. Ο Γιάννης και η Ρόζα συνέχισαν να είναι κρυμμένοι πίσω από την πέτρα. Έβλεπαν κι άλλους φίλους τους που ήταν τρομαγμένοι και δεν ήξεραν πώς να προστατευτούν. Οι άντρες όμως πλησίαζαν προς το μέρος τους και γι’ αυτό έπρεπε σύντομα να βρουν μια άλλη κρυψώνα. 15


Βγήκαν έξω από το δάσος και στάθηκαν σε μια πλαγιά για να δουν από εκεί τι θα συμβεί. Καθώς έτρεχαν, ένα δέντρο έπεσε δίπλα τους και παραλίγο να τους χτυπήσει. Ευτυχώς, όμως, σώθηκαν και έφτασαν εκεί που ήθελαν. Μετά από λίγες ώρες, το δάσος τους ήταν αγνώριστο. Δεν υπήρχε ούτε ένα μικρό δεντράκι, ενώ τα λουλούδια είχαν καταστραφεί εντελώς. Οι δυο φίλοι δεν πίστευαν στα μάτια τους. Το δάσος τους, που το αγαπούσαν πάρα πολύ και εκεί είχαν τις φωλιές τους, δεν υπήρχε πια. Έπρεπε όμως να ξεχάσουν τη στενοχώρια τους και να αρχίσουν να ψάχνουν για καινούρια σπίτια. Περιπλανήθηκαν αρκετές μέρες και κουράστηκαν πολύ. Τους περισσότερους φίλους τους δεν τους ξαναείδαν ποτέ. Δεν έμαθαν αν πέθαναν ή αν τελικά σώθηκαν. Για κάποιους έμαθαν ότι τραυματίστηκαν και για κάποιους άλλους ότι κατάφεραν να φτιάξουν καινούριες φωλιές και να ζήσουν εκεί. Ο Γιάννης ο σκίουρος και η Ρόζα η σαύρα είχαν σχεδόν απογοητευτεί. Ξαφνικά όμως είδαν μπροστά τους ένα δάσος που έμοιαζε με παράδεισο. Έτρεξαν γρήγορα προς τα εκεί και η χαρά τους ήταν απερίγραπτη. Συνάντησαν μερικούς φίλους τους από το άλλο δάσος που είχαν φτάσει ήδη εκεί. Εκείνοι τους βοήθησαν να φτιάξουν τα νέα τους σπίτια και έζησαν για πάντα εκεί. Ποτέ όμως δεν ξέχασαν το δάσος τους, που καταστράφηκε, και τους φίλους τους που χάθηκαν.

Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΚΟΥΝΕΛΙΩΝ Tου Αλέξανδρου Καρανάκη, μαθητή του Α2

Ή

ταν ένα ηλιόλουστο, καλοκαιρινό πρωινό. Σ’ ένα παραθαλάσσιο διώροφο σπίτι ζούσαν δύο αξιολάτρευτα μικρά κουνέλια. Αγαπούσαν το ένα το άλλο σαν αδέρφια, αφού είχαν μεγαλώσει μαζί, από τότε που το μικρό αγόρι, ο Πωλ, τα είχε αγοράσει από το Pet Shop της γειτονιάς του, τα περασμένα Χριστούγεννα. Εκείνη τη μέρα, αρχές Ιούλη, η Μπιζού, το θηλυκό κουνέλι, είδε από το παράθυρο της τραπεζαρίας ένα σύννεφο καπνού να ανεβαίνει στον ουρανό σε κοντινή απόσταση από το σπίτι και πετάχτηκε έξω να δει τι συμβαίνει. Ο Μάξγουελ, το αρσενικό κουνέλι της οικογένειας και μεγαλύτερος σε ηλικία από την Μπιζού, που καθόταν ήρεμα στον καναπέ, βλέποντας την Μπιζού αλαφιασμένη να περνάει την πόρτα του σπιτιού, απόρησε και έτρεξε από πίσω της. Η μεγάλη της ταχύτητα όμως και το ιδιαίτερο βάρος του (ήταν ένας 16


καλοταϊσμένος κούνελος), δεν του επέτρεψαν να την προφτάσει και έτσι έχασε τα ίχνη της. Εξάλλου, είχε τρέξει τόσο γρήγορα κατεβαίνοντας τα πολυάριθμα σκαλοπάτια, που είχε λαχανιάσει. Παρόλα αυτά, αποφάσισε να ξεκινήσει το ψάξιμο της φίλης του, επειδή ανησυχούσε για την ασφάλειά της. Ακριβώς απέναντι από το σπίτι υπήρχε ένας ζωολογικός κήπος με ένα μεγάλο πάρκο, στο οποίο τα δύο κουνέλια έβρισκαν συχνά καταφύγιο για παιχνίδι πάντα με τη συνοδεία του μικρού αγοριού. Γνώριζε, επομένως, ο Μάξγουελ πολλά από τα ζώα του κήπου και σκέφτηκε να τα ρωτήσει αν έχουν δει την Μπιζού ή αν έχουν αντιληφθεί κάτι περίεργο. Πρώτα ρώτησε το παγώνι με τα πολύχρωμα φτερά του και μετά τη σκανδαλιάρα μαϊμού, τα οποία όμως δεν είχαν δει καθόλου την Μπιζού εκείνη την ημέρα. Ταραγμένος και ανήσυχος για τη φίλη του έκανε μία τελευταία προσπάθεια ρωτώντας την κουτσομπόλα καμηλοπάρδαλη με τον μακρύ λαιμό της αν τυχόν την είδε. Αυτή έσκυψε και του είπε ότι πράγματι την είδε να κατευθύνεται προς το μονοπάτι που οδηγεί στη θάλασσα. Ο Μάξγουελ γρήγορα έτρεξε στην παραλία και αντίκρισε την φίλη του τρομαγμένη και περιτριγυρισμένη από σωρούς σκουπιδιών.  Μπιζού, επιτέλους σε βρήκα! της είπε ανακουφισμένος. Γιατί έφυγες από το σπίτι;  Ήμουν τόσο τρομαγμένη βλέποντας εκείνο το νέφος πάνω από τον ουρανό!  Τελικά από πού ερχόταν ο καπνός ;  Δες και μόνος σου! του είπε δείχνοντάς του τη φωτιά δίπλα από ένα σωρό με μπουκάλια. Μπουκάλια πλαστικά, γυάλινα κουτιά και τσιγάρα ήταν κάποια από τα σκουπίδια που έβλεπε κανείς. Η φωτιά κινδύνευε να κάψει δύο θάμνους.  Νομίζω ότι πρέπει να επέμβουμε! είπε ο Μάξγουελ.  Ναι, να αναλάβουμε δράση, αλλά πώς; Τότε το πρόσωπο του Μάξγουελ άστραψε και σκέφτηκε μία ιδέα. Έτρεξε γρήγορα πίσω στο σπίτι, βρήκε το αγόρι και κουνώντας ανυπόμονα τη χνουδωτή ουρά του και ορθώνοντας τα μακριά αυτιά του, τον παρακινούσε να τον ακολουθήσει. Μόλις φτάσανε στην παραλία, η πρώτη αντίδραση του αγοριού ήταν ο θυμός. Ύστερα σκέφτηκε για λίγο και φώναξε τους φίλους του, τα άλλα παιδιά της γειτονιάς, που έπαιζαν καθημερινά στην παραλία, για να βρουν μία λύση. Αμέσως συγκεντρώθηκαν καμιά δεκαριά παιδιά, άλλα κρατώντας σακούλες, 17


άλλα φορώντας γάντια. Πρώτα έσβησαν τη φωτιά και μετά μάζεψαν όλα τα σκουπίδια. Με την παραλία καθαρή τα παιδιά, αλλά και τα κουνέλια, ξεχύθηκαν για παιχνίδι και εκείνη τη στιγμή κατέφθασε μία οικογένεια τουριστών. Αυτοί επαίνεσαν την πρωτοβουλία των παιδιών και τους είπαν ότι ήταν και οι ίδιοι οικολόγοι, μέλη της οργάνωσης Greenpeace. Τα κουνέλια βλέποντας με ευχαρίστηση το θέαμα αυτό, τσούγκρισαν τις μύτες τους και χαρούμενα επέστρεψαν σπίτι.

ΣΤΑ ΒΑΘΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ Του Στέλιου Λουράκη, μαθητή του Α2

Κ

άποτε στα βάθη της θάλασσας, ζούσαν σε δύο διαφορετικές σπηλιές, δύο οικογένειες. Η μία οικογένεια ήταν των χταποδιών και η άλλη των καβουριών. Η οικογένεια Χταποδοπούλου είχε δύο παιδιά, ενώ η οικογένεια Καβουροπούλου είχε τρία παιδιά. Ζούσαν ξέγνοιαστοι και πολύ ευτυχισμένοι. Τα παιδιά τους έκαναν παρέα και έβγαιναν συχνά βόλτες για να εξερευνήσουν τις σκοτεινές πλευρές του βυθού. Έτσι μία μέρα αποφάσισαν να το ξανακάνουν. Ο γιος της οικογένειας Καβουροπούλου πήγε στον μπαμπά του και του είπε: «Μπαμπά, μπαμπά, μπορούμε να πάμε σήμερα για εξερεύνηση με τα παιδιά του κυρίου Χταποδόπουλου;» «Πρέπει, όμως, να ρωτήσετε και τον κύριο Χταποδόπουλο, παιδιά μου» είπε ο πατέρας Καβουρόπουλος. «Εντάξει, μπαμπά, πάω αμέσως» είπε ο γιος του Καβουρόπουλου. Σε λίγα λεπτά έφτασε έξω από το σπίτι του κύριου Χταποδόπουλου. «Μπομπ, Σαμ, ελάτε έξω», φώναξε ο μικρός Λουκ. Τα παιδιά πετάχτηκαν έξω και μαζί τους ο κύριος Χταποδόπουλος. «Κύριε Αντ, θα μας αφήσετε να πάμε για εξερεύνηση σήμερα;» ρώτησε ο Λουκ. «Να πάτε» είπε ο κύριος Αντ «αλλά να προσέχετε». Τα παιδιά χαρούμενα ξεκίνησαν για τη μικρή τους εξερεύνηση. Κολύμπησαν σε γνωστά τους σημεία και όλα έδειχναν ήρεμα. Γελούσαν, συνομιλούσαν με διάφορα ψάρια που έβλεπαν μπροστά τους. Ξαφνικά, όμως, άλλαξαν τα πάντα. Όλα μαύρισαν γύρω τους και φοβήθηκαν πάρα πολύ. Άρχισαν να φωνάζουν, αλλά είχαν παγιδευτεί. Ένα τεράστιο καράβι είχε κάνει το «θαύμα» του! Είχε 18


αδειάσει πετρέλαιο στη θάλασσα. Τα παιδιά δεν μπορούσαν ν’ ανοίξουν τα μάτια τους και δυσκολεύονταν να αναπνεύσουν. Προσπαθούσαν να κουνηθούν αλλά μάταια... Είχε έρθει το βράδυ και τα παιδιά ακόμα να γυρίσουν σπίτι τους. Οι γονείς τους ανησύχησαν και άρχισαν να τα ψάχνουν. Φώναζαν τα ονόματά τους αλλά τίποτα. Ψάχνανε μέχρι την επόμενη μέρα. Τελικά τα βρήκανε, αλλά ήταν πεθαμένα. Οι άνθρωποι που μολύνουν τις θάλασσες με πετρέλαιο, βύθισαν σε πένθος τα ζώα του βυθού.

ΤΟ ΖΩΝΤΑΝΟ ΔΑΣΟΣ Tου Στέλιου Μάρακα, μαθητή του Α2

Λ

ίγο έξω από μία μεγάλη πόλη υπήρχε ένα πανέμορφο μικρό δάσος. Το δάσος ήταν γεμάτο από πανύψηλα έλατα, οξιές και πεύκα που γέμιζαν οξυγόνο όλη την περιοχή. Εκεί ζούσαν πολλά είδη ζώων. Μόλις είχε αρχίσει να ξημερώνει μια καινούρια χειμωνιάτικη ημέρα του Δεκέμβρη, με πολύ κρύο, αλλά χωρίς άνεμο. Ξαφνικά την ησυχία διέκοψε ένας δυνατός και ασυνήθιστος για τους κατοίκους του δάσους θόρυβος ενός μεγάλου φορτηγού. Μετά ακούστηκαν βήματα ανθρώπων. Τα δέντρα, τα πουλιά και τα υπόλοιπα ζώα του δάσους άρχισαν να παρακολουθούν με ανησυχία τους ανθρώπους. Αυτοί ήταν ντυμένοι με πρόχειρα ρούχα και

Deedee Cheriel, Ecliptic Afternoon, 2012 19


κρατούσαν διάφορα εργαλεία. Όταν πλησίασαν πιο κοντά, όλα τα ζώα του δάσους κατάλαβαν ότι άνθρωποι, που έρχονται τόσο νωρίς στο δάσος και κρατούν αλυσοπρίονα και τσεκούρια, δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από ξυλοκόποι που ήρθαν να κόψουν κρυφά τα δέντρα του δάσους. Όλοι φοβήθηκαν, τρόμαξαν και πανικοβλήθηκαν. Σκέφτηκαν ότι ήρθε το τέλος τους. Όμως η πιο γέρικη οξιά τους είπε ότι πρέπει να αντισταθούνε και ότι πρέπει να βοηθήσουν όλα τα ζώα, ακόμα και ο αέρας. Έτσι ξαφνικά άρχισε να φυσάει δυνατός αέρας που έκανε τα κλαδιά των δέντρων να κουνιούνται δυνατά. Τα πουλιά πετούσαν και κελαηδούσαν ασταμάτητα. Τα ζώα έβγαζαν τις πιο δυνατές κραυγές που μπορούσαν. Οι ξυλοκόποι τρομοκρατήθηκαν, αλλά συνέχισαν το καταστροφικό τους έργο. Εκεί κοντά στο δάσος περιπολούσαν οι δασοφύλακες της περιοχής. Είχαν δει τις προηγούμενες μέρες τα κομμένα δέντρα και προσπαθούσαν να βρουν αυτούς που τα έκοψαν. Άκουσαν τη φασαρία και πήγαν προς στα εκεί. Όταν έφτασαν, βρήκαν τους ξυλοκόπους που συνέχιζαν να κόβουν δέντρα. Οι δασοφύλακες συνέλαβαν τους ξυλοκόπους και πήραν το φορτηγό τους. Έτσι σώθηκε το δάσος, το οξυγόνο δεν χάθηκε, τα δέντρα δεν έχασαν την ζωή τους και τα ζώα τα σπίτια τους. Τα πλάσματα του δάσους σώθηκαν. Αγωνίστηκαν σκληρά και νίκησαν. Η ηρεμία του δάσους επέστρεψε.

Η ΕΛΕΝΗ ΤΟΥ ΒΥΘΟΥ ΤΗΣ ΓΚΡΙΖΑΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ Του Βαγγέλη Νταγκουνάκη, μαθητή του Α3

Ή

ταν κάποτε μια χελώνα που την έλεγαν Ελένη. Ο παππούς της, ο Σοφοκλής, της είχε δώσει το όνομά της. Το είχε εμπνευστεί από μια ιστορία του Κόσμου-που-Επιπλέει που λεγόταν «Η Ωραία Ελένη της Τροίας». Πράγματι ήταν πολύ όμορφη. Το καβούκι της, χρυσοπράσινο και πάντα καθαρό, γυάλιζε σαν έπεφταν επάνω του οι λαμπερές ακτίνες του ήλιου το πρωί. Η Ελένη, λοιπόν, ήταν η πιο ξακουστή χελώνα σε όλο το Βυθό της Γκρίζας Άμμου. Όχι μόνο για την ομορφιά της, αλλά και για τις πλούσιες γνώσεις της. Είχε περιπλανηθεί στην περιοχή του Γκρίζου Βράχου και είχε αντικρύσει χιλιάδες άλλα πλάσματα. Άλλα μικρότερα και άλλα μεγαλύτερα, άλλα πολύχρωμα και άλλα διάφανα. Στον Κόσμο-που-Επιπλέει, όμως, είχε δει τα πιο τρομακτικά και παράξενα πλάσματα που υπήρχαν: χωρίς καβούκι, με περίεργο χρώμα δέρματος, τέσσερα τεράστια πτερύγια, εκ των οποίων τα δύο πατούσαν στο έδαφος και μεγάλα κεφάλια με γούνα στο πάνω μέρος. Εξίσου 20


περίεργα ήταν αυτά που φορούσαν πάνω στο σώμα τους, κάτι σαν πολύχρωμα φύκια, ενωμένα μεταξύ τους. Ονομάζονταν άνθρωποι και από τις ιστορίες του παππού της είχε σχηματίσει πολύ κακή γνώμη για αυτούς. Άλλοτε βασάνιζαν ψάρια και ζώα, άλλοτε τα έπιαναν με περίεργα μαραφέτια και τα σκότωναν και άλλοτε τα φόβιζαν. Ο παππούς της Ελένης είχε ένα ανεκπλήρωτο όνειρο: να πάει πέρα από τον Γκρίζο Βράχο, να κολυμπήσει στα μέρη όπου είχε ακούσει ότι υπήρχαν θανατηφόρες μέδουσες και να φάει έστω μια τόσο δα μικρή. Η μοίρα του όμως είχε ήδη γραφτεί. Τον άρπαξαν οι άνθρωποι. Αυτό το θυμόταν καλά η Ελένη, συνέβη πριν δύο χρόνια, τότε που αυτή ήταν μόλις δεκαοκτώ χρονών, κι από τότε τριγύριζε ρωτώντας κάθε ψάρι που συναντούσε αν είδε πουθενά τον παππού της. Κάποια στιγμή, συνάντησε τον φίλο του παππού της, τον Γεράσιμο, μια γέρικη χελώνα με καβούκι γεμάτο τετράγωνα γκριζόμαυρα μπαλώματα, σαν κάποιος έμπειρος ράφτης να τα είχε ράψει, χρησιμοποιώντας κάθε στάλα πείρας που είχε με τον καιρό αποκτήσει, και τον ρώτησε με αγωνία πού ήταν ο αγαπημένος της γεράκος. Κι εκείνος της απάντησε με το μικρό και καταζαρωμένο του πρόσωπο πως οι καταραμένοι άνθρωποι τον πήραν, μια μέρα που οι δύο φίλοι είχαν βγει βόλτα να συζητήσουν για τα αποτελέσματα του τελευταίου αγώνα κολύμβησης. Αυτά αναλογίζονταν η Ελένη αγναντεύοντας τις λάμψεις του ήλιου να στολίζουν τη γαλήνια θάλασσα με ολόχρυσες, λαμπερές κορδέλες και αναρωτιόταν καθισμένη πάνω σε ένα μεγάλο βράχο γιατί να το έκαναν αυτό οι άνθρωποι, και έτσι θυμωμένη καθώς ήταν, αποφάσισε να εκπληρώσει την επιθυμία του παππού της: να περάσει το βράχο και να φάει μια θανατηφόρα μέδουσα. Κατέβηκε έτσι στο σπίτι της, που ήταν στο πιο βαθύ σημείο του χωριού, πήρε ένα στριφογυριστό κοχύλι και με όλη της τη δύναμη φύσηξε τρεις φορές. Ένας εκκωφαντικός ήχος ακούστηκε και σε λίγα λεπτά όλο το χωριό βρισκόταν εκεί. Ανακοίνωσε την απόφασή της σε όλους και μετά ανέβηκε στην επιφάνεια, πήρε μια βαθιά ανάσα όλο κουράγιο και άρχισε να κολυμπά. Φτάνοντας πιο μακριά από το χωριό, γύρισε και το κοίταξε πίσω από το λαμπερό της καβούκι. Πόσο όμορφο ήταν! Τα πολύχρωμα κοράλλια που το περικύκλωναν, τα φύκια που φύτρωναν στην πλατεία και τα παρέσερνε το ρεύμα της θάλασσας. Ίσως να ήταν η τελευταία φορά που το έβλεπε, αλλά όσο κι αν ήθελε να γυρίσει πίσω, η θύμηση του παππού της την εμψύχωνε. Μόνο ένα ξερό αντίο είπε ψιθυριστά και έφυγε έχοντάς το ακόμα να της ζεσταίνει τη σκέψη. 21


Μετά από πολύ κολύμπι, περνώντας απίθανα τοπία, έφτασε στην άκρη του Γκρίζου Βράχου. Αναδύθηκε να πάρει μερικές ανάσες και ύστερα ξαναβούτηξε και επιτέλους αντίκρισε ένα σμήνος από θανατηφόρες μέδουσες. Όρμησε να φάει μία, αλλά με την πρώτη μπουκιά κατάλαβε πως αυτό κάθε άλλο παρά μέδουσα ήταν. Κόλλησε στο λαιμό της και δεν μπορούσε να το καταπιεί. Ούτε καν να αναπνεύσει δεν μπορούσε. Ήξερε πως αργά ή γρήγορα θα πέθαινε, μα στο χωριό δεν πρόφταινε να πάει. Τα μάτια της άρχισαν να θολώνουν και οι αισθήσεις της να την εγκαταλείπουν. Τότε ένα τεράστιο γυαλιστερό πράγμα σταμάτησε μπροστά της. Είχε ξαναδεί πολλά τέτοια. Βάρκες τα έλεγαν. Δύο άνθρωποι φάνηκαν και αμέσως την άρπαξαν. «Την κακομοίρα» είπε ο ένας «μπέρδεψε τη σακούλα με μέδουσα και προσπάθησε να τη φάει». «Έτσι λένε τις θανατηφόρες μέδουσες, σακούλες» σκέφτηκε. Αφού τη βοήθησαν με τη σακούλα, άρχισε να ανασαίνει βαριά. Μετά έκανε να φύγει, αλλά τη σταμάτησαν και την έβαλαν σε ένα κλουβί. Ύστερα από ένα σύντομο ταξίδι με τη βάρκα και τους ανθρώπους, έφτασαν στον Κόσμο-που-Επιπλέει. Ο ένας άνθρωπος την πήρε και με βήμα γρήγορο την πήγαινε στον κτηνίατρο, όπως της είχε πει με το τεράστιο στόμα του πριν λίγο. Πράγματι μετά από δύο λεπτά μπήκαν σε ένα περίεργο σπίτι. Ούτε από βράχο, ούτε από φύκια δεν ήταν. Μέσα όμως υπήρχαν πολλά άλλα ζώα. Ξαφνικά ένας άνθρωπος την πήρε και κοίταξε τον λαιμό της με ένα περίεργο μαραφέτι. Αυτή όμως δεν έμπαινε στο καβούκι της, ήθελε να τους δείξει πως δεν τους φοβάται, αν και η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. «Μια χαρά είναι. Θα τη βάλω στο ενυδρείο με μια άλλη χελώνα που έχω εδώ και πολύ καιρό και σε τρεις μέρες θα τις αφήσουμε και τις δύο στη θάλασσα», είπε ο άνθρωπος με το μαραφέτι στο χέρι. Την έβαλε τότε σε ένα διάφανο κλουβί με νερό και δύο μικρούς βράχους. Τότε διέκρινε μια μορφή να κολυμπά. Ήταν μια χελώνα με τεράστιο καβούκι γεμάτο γκριζοπράσινα πολυγωνικά μπαλώματα. Γύρισε και κοίταξε την Ελένη και εκείνη βλέποντας τον ζαρωμένο λαιμό και τα ζωηρά γκρίζα μάτια τον αναγνώρισε. Ήταν ο παππούς της, που μετά από δύο χρόνια τον ξανάβλεπε ζωντανό μπροστά στα μάτια της. Ο γερο-Σοφοκλής με μάτια βουρκωμένα την αγκάλιασε. Έτσι έμειναν αγκαλιασμένοι για τρεις μέρες, έως ότου τους γύρισαν στον Βυθό της Γκρίζας Άμμου. Όταν οι κάτοικοι τους είδαν, έτρεξαν γεμάτοι χαρά να τους προϋπαντήσουν. Ακολούθησαν γλέντια και πανηγύρια και ζήσαν όλοι τους καλά ως τα πολύ βαθιά γεράματα. 22


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΕΛΑΦΙΟΥ Της Κωνσταντίνας Παπαγεωργίου, μαθήτριας του Α3

Ό

λα ξεκινούν με ένα όνειρο που είδα. Ξαφνικά ξέσπασε μια μεγάλη πυρκαγιά στο δάσος όπου ζούσα. Προσπαθούσα να πείσω την οικογένειά μου να με ακολουθήσει για να φύγουμε από εκεί, όμως κανένας δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε, μόνο εγώ. Δεν είχα πολύ χρόνο, τους τραβούσα έναν έναν από τα κέρατά τους, μέχρι που καήκαμε. Μόλις ξύπνησα, είδα μπροστά μου έναν άγγελο και αυτός μου είπε: «ό,τι ονειρεύτηκες, θα συμβεί σε λίγο. Αν δεν θέλεις να καείς από την τεράστια πυρκαγιά που θα ξεσπάσει, φύγε μόνος, χωρίς τα άλλα ελάφια.» Τότε άρχισα να βλέπω τις πρώτες φλόγες να πλησιάζουν. Δεν σκέφτηκα τη ζωή μου, αλλά την οικογένειά μου. Τους έλεγα να έρθουν μαζί μου, τους έλεγα ότι θα καούν, τους έλεγα τόσα πολλά, όμως αυτοί έτρεχαν πανικόβλητοι προς διάφορες κατευθύνσεις. Οι φλόγες ολοένα και μεγάλωναν και απλώνονταν σε όλο το δάσος. Έτρεχα εδώ κι εκεί, ήμουν τόσο τρομαγμένος που δεν θυμόμουν, προς τα πού έπρεπε να πάω για να βρω τη λίμνη. Ξαφνικά έμεινα ακίνητος, πάγωσα, ήμουν περικυκλωμένος από τη φωτιά. Μόνο μια λύση υπήρχε, θα έπαιρνα φόρα και θα πέρναγα μέσα από τις φλόγες. Έτσι λοιπόν και έγινε, τρέχω, τρέχω γρήγορα, όσο και μια σφαίρα. Όμως τα πίσω μου πόδια άρπαξαν φωτιά, μου προκαλούσαν οδυνηρό πόνο, καίγονταν σιγά σιγά. Τι θα κάνω τώρα; σκέφτηκα. Έτριβα τα πόδια μου στο έδαφος, μήπως και σταματήσει αυτή η κόκκινη φλόγα να με καίει. Και τα κατάφερα! Είχα όμως πολλά εγκαύματα και δεν μπορούσα να περπατήσω με τα πίσω μου πόδια. Όσο πήγαινε και χειροτέρευε η κατάσταση. Έπρεπε να φύγω από εκεί. Ή θα καιγόμουν ή θα σερνόμουν μόνο με τα μπροστινά μου πόδια. Τελικά άρχισα να σέρνομαι και να σέρνομαι, μέχρι που έφτασα κάπου. Ύστερα από τόσες ώρες, κατάφερα να φτάσω στην πόλη. Ήμουν τόσο χαρούμενος, είχα σωθεί, δεν σκεφτόμουν πλέον τα υπόλοιπα ελάφια, μόνο τη ζωή μου. Η χαρά όμως μου βγήκε πικρή, όταν μαζεύτηκαν γύρω μου μερικοί άντρες με πράσινες στολές, πάνω στις οποίες υπήρχε το σήμα «zoo». Ένιωσα κάτι να τσιμπάει το σώμα μου. Τότε έκλεισα τα μάτια μου και δεν θυμάμαι τι συνέβη μετά. Όταν τα άνοιξα, βρισκόμουν κλεισμένος σε ένα τεράστιο περιφραγμένο μέρος, με δέντρα, θάμνους, μικρές λιμνούλες και άλλα πολλά ελάφια. Τα πόδια μου ήταν μια χαρά. Σηκώθηκα και κοίταξα μια πελώρια επιγραφή που έγραφε «zoo» σαν αυτή στις μπλούζες των ανθρώπων. Δεν ήξερα πού βρισκόμουν. Τι δουλειά είχαν εδώ όλοι αυτοί οι άνθρωποι; 23


Ώσπου με πλησίασε μια όμορφη ελαφίνα και με ρώτησε «είσαι καινούριος εδώ;» «Ναι» της λέω. «Από που είσαι;» «Είμαι από το δάσος» της απαντώ. «Πώς σε λένε; εμένα με λένε Ζιζέλ». Μιλούσε ακατάπαυστα, δεν με άφηνε να απαντήσω στις ερωτήσεις της. Αφού σταμάτησε να μιλάει, τη ρώτησα πού βρισκόμουν και αυτή μου λέει «στον Ζωολογικό κήπο!» «Τι είναι αυτό;» τη ρωτάω εγώ. «Καλά δεν ξέρεις τι είναι ο ζωολογικός κήπος; Είναι ένα τεράστιο μέρος, μέσα στο οποίο βρίσκονται κλεισμένα τα περισσότερα είδη ζώων». Όσο εκείνη μου μιλούσε, εγώ προσπαθούσα να θυμηθώ από ποιο μέρος μου είπε πως είναι. Και ξαφνικά πετάγομαι πάνω και τη ρωτάω «είσαι από το δάσος;» Αυτή είχε μείνει και με κοιτούσε. Τη ξαναρωτάω «είσαι από το δάσος;» Και μου απαντάει «Καλά, χαζός είσαι; Από πού θέλεις να είμαι; Από αυτό εκεί το καμένο δάσος έρχομαι κι εγώ.» Έτσι κατάλαβα πως δεν ήμουν μόνος εκεί. Έπρεπε όμως να βγούμε από το γιγάντιο κλουβί το συντομότερο, δεν άντεχα άλλο. Ξεκίνησα λοιπόν να σπρώχνω τα κάγκελα με τα κέρατά μου, να πέφτω πάνω τους, όμως τίποτα δεν γινόταν. Απελπίστηκα, νευρίασα και έκατσα θυμωμένος σε μια γωνία να σκέφτομαι πώς θα φύγω από εδώ. Τα σκέφτηκα όλα: να κάνω τον πεθαμένο, να κάνω πως πνίγομαι, να πηδήξω πάνω απ' τα κάγκελα. Τα προσπάθησα όλα, αλλά κανένα από αυτά δεν πέτυχε. Ξαφνικά ακούγονται ουρλιαχτά και φωνές, η πυρκαγιά είχε φτάσει στον ζωολογικό κήπο. Οι εργαζόμενοι άνοιγαν ένα ένα τα κλουβιά και οδηγούσαν τα ζώα σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο έκτακτης ανάγκης. Αυτή ήταν η ευκαιρία, θα έφευγα εγώ και η Ζιζέλ και θα πηγαίναμε στην πλευρά του δάσους που βρισκόταν πίσω από τη λίμνη. Εκεί ήταν αδύνατον να φτάσει η φωτιά. Της είπα την ιδέα μου και αυτή συμφώνησε. Αμέσως παίρνουμε φόρα και ξεκινάμε να τρέχουμε ασταμάτητα. Τρέχαμε και τρέχαμε, μέχρι που φτάσαμε στο δάσος. Σε αυτή την πλευρά του δάσους ήταν όλα ήσυχα, υπήρχε ηρεμία, οι ψυχές μας γέμισαν γαλήνη. Ούτε φωτιές υπήρχαν εκεί, ούτε κόσμος, ούτε θόρυβος. Μόνο το κελάηδημα των πουλιών ακουγόταν και τίποτα άλλο. Ενθουσιαστήκαμε, είχαμε γλιτώσει από όλους αυτούς τους κινδύνους. Ούτε τώρα όμως προλάβαμε να χαρούμε. Ακούστηκαν πυροβολισμοί, ένα πλήθος από πουλιά πετάχτηκαν έξω από τα δέντρα και όλα τα ζώα εξαφανίστηκαν. Μόνο εμείς μείναμε να κοιτάμε πέντε λαθροκυνηγούς που πλησίαζαν προς το μέρος μας. Ακούστηκαν ξανά πυροβολισμοί, και αυτή τη φορά, οι σφαίρες έρχονταν κατά πάνω μας. Αρχίσαμε να τρέχουμε φοβισμένοι, όμως εκείνοι μας πλησίαζαν όλο και περισσότερο. Τότε, δύο σφαίρες χτυπούν τη Ζιζέλ. Σωριάστηκε κάτω και εγώ 24


έτρεξα να τη βοηθήσω. Με πυροβόλησαν και εμένα και έπεσα κι εγώ χάμω, πάνω στη Ζιζέλ. Πριν προλάβω να κλείσω τα μάτια μου, είδα και τους πέντε κυνηγούς από πάνω μου. Όταν ξεψύχησα, άρχισα να ανεβαίνω προς τον ουρανό. Βρέθηκα σε ένα γαλήνιο μέρος και σκέφτηκα πως πρέπει να είναι ο παράδεισος. Εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μου ο άγγελος που είχα δει στην αρχή και μου λέει: «τα κατάφερες, ξεπέρασες όλες τις δυσκολίες και τώρα θα ανταμειφθείς!» Και εξαφανίστηκε. Κοιτάζω γύρω μου και βλέπω την οικογένειά μου, βλέπω και τη Ζιζέλ! Είμαστε σε έναν μαγευτικό κήπο, στον παράδεισο...

ΤΑ ΖΩΑ ΑΠΟΤΡΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΥΛΟΤΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ Tου Αλέξανδρου Πετακάκη, μαθητή του Α3

Σ

ε όλη τη Γη υπάρχουν δάση, ποταμοί και οροσειρές. Σε αυτά τα μέρη υπάρχουν οικοσυστήματα ζώων και οργανισμών. Στα βουνά υπάρχουν μεγάλα ζώα, όπως αρκούδες. Στα δάση υπάρχουν πτηνά, μικρά και μεγάλα ζώα και έντομα. Στις λίμνες, στα ποτάμια και στις θάλασσες υπάρχουν ψάρια, μαλάκια, σπόγγοι και εχινόδερμα. Η συγκεκριμένη ιστορία διαδραματίζεται σε ένα δάσος με μία λιμνούλα στη μέση. Ο Γιώργος, ο βάτραχος, μία ηλιόλουστη μέρα του καλοκαιριού καθόταν στο αγαπημένο του νούφαρο και έπαιρνε το πρωινό του. Τσάι από φύκια και λουλούδια με πολτό εντόμων επάνω τους, ένα πρωινό δυναμωτικό για να τον κρατήσει μέχρι το μεσημέρι. Από εκεί πέρασε και ο Δημήτρης, ο καλύτερος φίλος του Γιώργου, που ήταν κοκκινολαίμης και ζούσε σε κάτι καλαμιές πιο πέρα. Ο Γιώργος τον χαιρέτησε: «Καλημέρα, Δημήτρη» του είπε και παραλίγο να πνιγεί, επειδή το στόμα του ήταν γεμάτο τσάι. Καθώς είχαν βολευτεί σε διπλανά νούφαρα και μιλούσαν, ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος. Ο Γιώργος τρόμαξε και έπεσε στο νερό. Ο Δημήτρης ανασηκώθηκε σαν να μπορούσε να δει κάτι. Περίμεναν δύο-τρία λεπτά και ο Γιώργος βγήκε από το νερό, παρόλο που ο θόρυβος συνεχιζόταν. Οι δύο φίλοι συνέχισαν να μιλούν. «Άνθρωποι είναι» είπε ο Γιώργος που έτρεμε από τον φόβο του. «Τους είδα ξανά πριν από λίγες μέρες.» «Ναι κι εγώ τους είδα» συμφώνησε ο Δημήτρης. «Φορούσαν κίτρινα κράνη και σαν κάτι να μετρούσαν.» «Μήπως ξέρεις τι;» ρώτησε ο Γιώργος που είχε απορροφηθεί από την ιστορία του Δημήτρη. «Όχι, δεν ξέρω» του απάντησε. «Πάμε να δούμε τι κάνουν τώρα;» «Εντάξει!» 25


Δύο μέρες τους πήρε, μα τελικά τους βρήκαν τους ανθρώπους. Ήταν στην ανατολική πλευρά του δάσους και έκοβαν τα δέντρα. «Τι είναι αυτα τα μηχανήματα που κρατούν;» αναρωτήθηκε ο Γιώργος. «Αυτά τα μεγάλα ζώα που βρωμάνε και έχουν ρόδες τι είναι;» αναρωτήθηκε με τη σειρά του ο Δημήτρης. Καθώς τα δύο ζώα αναρωτιόντουσαν τι συμβαίνει, ένας άνθρωπος τα πλησίασε και τα άρπαξε. Εκείνος άρχισε να δείχνει τα ζώα στους συναδέλφους του μιλώντας σε μία άλλη γλώσσα. Στο τέλος τα έβαλε σε ένα κλουβί όπου αποκοιμήθηκαν. Ύστερα από λίγες ώρες τους ξύπνησε ένας βρυχηθμός. Άνοιξαν τα μικρά τους μάτια και είδαν μία αρκούδα να επιτίθεται στους εργάτες. Καθώς η αρκούδα πλησίασε τα ζώα, αυτά κοκάλωσαν και φώναξαν: «Μην μας κάνεις κακό!» Τότε η αρκούδα γέλασε και είπε «Χα, χα, χα! Δεν θα σας κάνω κακό!» κι αμέσως λύγισε τα σίδερα του κλουβιού και ελευθέρωσε τα ζώα. «Με λένε Βασίλη» συστήθηκε. «Εμένα με λένε Δημήτρη και αυτός είναι ο φίλος μου ο Γιώργος» απάντησε ο κοκκινολαίμης. «Ας φύγουμε τώρα» είπε το βατραχάκι φοβισμένο. Τότε οι άνθρωποι επέστρεψαν με όπλα. Έριξαν στον αρκούδο βελάκια με ηρεμιστικό και αυτός κοιμήθηκε σε δευτερόλεπτα. Λίγο αργότερα ξύπνησε από τις τσιμπήματα του Δημήτρη. Όμως ο Βασίλης ήταν πολύ κουρασμένος και δεν μπορούσε να σπάσει την πόρτα του κλουβιού. Έτσι το γενναίο πτηνό άνοιξε το κλουβί με το ράμφος του. Όταν ο αρκούδος ανάκτησε πλήρως τις δυνάμεις του, τα ζώα ανέλαβαν δράση. Ο κοκκινολαίμης άρχισε να πετά πάνω από τους εργάτες, να τους τσιμπά και να τους ενοχλεί. Ο βάτραχος έμπαινε στους εκσκαφείς και τρόμαζε τους οδηγούς. Ενώ ο αρκούδος με τους βρυχηθμούς του τρόμαζε τους εργάτες με τα πριόνια στο δάσος. Στο τέλος έδιωξαν όλους τους ανθρώπους και κατέστρεψαν τις εγκαταστάσεις τους. Όταν έφυγαν οι άνθρωποι και πήραν και τα μηχανήματά τους, τα ζώα ησύχασαν. Τρεις μήνες μετά ο Βασίλης επισκέφτηκε τον Γιώργο. Η οικογένεια του βάτραχου χάρηκε που γνώρισε τον θαρραλέο αρκούδο. Μετά οι δύο φίλοι πήγαν να δουν τον Δημήτρη τον κοκκινολαίμη, που τον πονούσε το ράμφος του και είχε στραβώσει λιγάκι μετά το άνοιγμα της κλειδαριάς. Αυτό το ιστορικό για το δάσος γεγονός το θυμόντουσαν μέχρι να γεράσουν.

26


Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΓΚΡΙΝ Της Ελένης Πρώιμου, μαθήτριας του Α3

Γ

εια σας, είμαι η Γκριν, μια καφέ αρκούδα, και θα σας διηγηθώ την περιπετειώδη ζωή μου. Όμως δεν έζησα μόνο καλές και συναρπαστικές περιπέτειες ...Υπήρξαν στιγμές που έχασα την πίστη μου στην ανθρωπιά των ανθρώπων! Ξέρω, ακούγεται αστείο, όμως δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ...άνθρωποι! Όμως αρκετά με τα λόγια ας πάμε στην ιστορία! Πριν ακόμη μάθω να περπατώ, είχα μάθει να φοβάμαι τους ανθρώπους! Η μητέρα μου πάντα έλεγε πως οι άνθρωποι είναι σκληρά πλάσματα ώρες - ώρες και ότι αυτοί κυβερνούν τον κόσμο τούτο. Αρχικά μου φάνηκε περίεργο. Πώς μπορεί ένα πλάσμα να κυβερνά την ορμή του χειμάρρου, τις αχτίδες του ηλίου ή το φύσημα του ανέμου; Αργότερα είδα έργα! Μια μέρα βγήκα με την μαμά μου στο λιβάδι να φάμε κάτι. Βλέπετε ήταν φθινόπωρο και έπρεπε να παχύνουμε! Εγώ γεννήθηκα λίγο αργότερα απ’ όσο έπρεπε, γεννήθηκα τέλη άνοιξης και όχι χειμώνα, ήμουν εκείνη την εποχή δηλαδή κάμποσων μηνών, πιο μικρή από τα υπόλοιπα αρκουδάκια! Θα ήταν η πρώτη μου χειμερία νάρκη ή, όπως το λέμε εμείς μεγάλος υπνάκος. Λοιπόν πίσω στο λιβάδι! Προχωρούσαμε αργά και προσεκτικά παίρνοντας κάθε προφύλαξη! Όταν σιγουρευτήκαμε ότι ήμασταν μόνες αρχίσαμε να τρώμε χαλαρά! Παίξαμε και λίγο. Ξαφνικά ακούμε έναν ήχο! Η μανούλα μου αρχίζει να τρέχει! Προσπαθώ να την ακολουθήσω μα είχα φάει παρά πολύ, μου είχε πέσει βαρύ το φαγητό! Ακούω έναν άγνωστο ήχο για μένα, που όμως αργότερα τον έμαθα πολύ καλά! Ένας άνθρωπος πίσω μου με ένα πράγμα μεγάλο να με στοχεύει! Τότε βλέπω την καλή μου μανουλίτσα να τρέχει πάνω του και να του επιτίθεται! Ακούστηκε ένας υπόκωφος ήχος, τρομακτικός και δυνατός σαν βελανίδι που έπεσε πάνω στα αφτιά μου! Είδα την μανούλα μου να κείτεται στο χώμα σαν να της ήρθε όχι βελανίδι αλλά κουκουνάρι στο κεφάλι! Την πλησίασα, τη σκούντηξα με τη μουσούδα μου, μα εκείνη δεν γύρισε να με κοιτάξει με τα μεγάλα, καστανά, τρυφερά μάτια της! Το σώμα της ήταν κρύο, ακατάλληλο για χουχούλιασμα! Ο άνθρωπος δεν με πλησίασε, όμως μύριζε αίματα, είχε πληγωθεί και έτρεχε μακριά! Έκατσα δίπλα στο κρύο σώμα της μαμάκας μου και περίμενα να ξυπνήσει. Σκέφτηκα ότι ίσως είχε πάρει νωρίτερα τον μεγάλο υπνάκο. Είχε σκοτεινιάσει και κρύωνα! Σκέφτηκα να πάω στην σπηλιά μας, όμως λυπόμουν να την αφήσω μοναχούλα. Οπότε έκατσα δίπλα της μετρώντας τα αστέρια. Ήταν μια ξάστερη νύχτα. 27


Το άλλο πρωί είχα παγώσει. Σκέφτηκα ότι το καλύτερο που είχα να κάνω ήταν να βρω την αρκουδοκολλητή μου, την Έκο. Πήγα στη σπηλιά της, και τη βρήκα φοβισμένη, τρομαγμένη, στενοχωρημένη και μαζεμένη σε μια γωνιά! Με κοίταξε με τα τεράστια λυπημένα μάτια της και είπε σιγανά:  Ήρθαν...  Ποιοι; απόρησα.  Οι άνθρωποι. Μόλις σκότωσαν μια αρκούδα.  Τι πράγμα; Ποια αρκούδα; Κοιτώντας με στα μάτια σοβαρά σοβαρά, είπε:  Τη μητέρα σου...  Κάποιο λάθος έγινε. Μόλις είδα την μητέρα μου. Κοιμόταν.  Ναι, τον αιώνιο ύπνο. Θυσιάστηκε για να σε σώσει.  Δεν μπορεί, όχι! Άρχισα να τρέχω όσο πιο μακριά μπορούσα. Δεν ήξερα πού πάω, απλώς έτρεχα. Ήθελα να φύγω μακριά από αυτόν τον επίγειο παράδεισο που μόλις είχε γίνει κόλαση. Δεν ήθελα να ακούω, δεν ήθελα να βλέπω. Απλώς έτρεχα. Δεν ξέρω πόση ώρα, δεν ξέρω πόση απόσταση διάνυσα. Κάποια στιγμή κουράστηκα. Κοίταξα γύρω μου. Δεν αναγνώριζα τίποτα, είχα χαθεί! Προχώρησα λίγο, βγήκα από το δάσος. Αυτό που είδα ήταν τρομακτικό. Κομμένα δέντρα, βρόμικο χώμα και γενικά καθόλου χορτάρι. Μύριζε άνθρωπο. Το χώμα ήταν άρρωστο, ήταν όπως το λέτε εσείς οι άνθρωποι, μολυσμένο, ναι, μολυσμένο. Τρόμαξα. Όμως οι άνθρωποι δεν ξέρουν τι δύναμη κρύβει η φύση. Ήδη είχαν βγει νέα βλαστάρια προσαρμοσμένα σε αυτές τις συνθήκες! Ξαφνικά ζεστάθηκα πολύ! Δυσκολευόμουν να αναπνεύσω, μύριζε καμένο, καπνοί παντού, αποπνικτική ζέστη ...Άρχισα να τρέχω μακριά από αυτήν τη ζέστη. Δεν ήξερα από πού ερχόταν, πήγαινα στα τυφλά. Το δάσος καιγόταν! Τότε ακούστηκε ένας ήχος σαν πέτρες που σχίζουν με ταχύτητα τον αέρα χωρίς να προσγειώνονται. Ένα πράγμα πετούσε στον ουρανό. Άρχισε να βρέχει. Όμως η βροχή έπεφτε μόνο στο δάσος, σαν να ερχόταν από εκείνο το μεγάλο πράγμα που πετούσε. Σε λίγο ακούστηκαν ουρλιαχτά. Πήγαιναν κάπως έτσι: ίου-ίου-ίου. Ένα κόκκινο όχημα πέρασε το δρομάκι και κινήθηκε προς το δάσος, από αυτό έβγαινε αυτός ο διαπεραστικός ήχος. Το ακολούθησε και ένα άλλο που σφύριζε κι αυτό, αλλά λίγο διαφορετικά. Ήταν μαυρόασπρο. 28


Συνέχισα να τρέχω. Όλα αυτά με τρόμαζαν. Έφτασα σε ένα άλσος όπου έμεινα κάποιες μέρες. Όλες αυτές τις μέρες έτρωγα χόρτα, αφού δεν είχα μάθει να κυνηγώ ακόμα. Είχα αδυνατίσει, πράγμα κακό γιατί δεν θα μπορούσα να επιζήσω στη χειμερία νάρκη. Οπότε άρχισα να τρώω ποντίκια. Μόνο αυτά έβρισκα μέσα στην σπηλιά μου, φοβόμουν να βγω έξω. Μια μέρα όμως βγήκα. Πρέπει να έμεινα στη σπηλιά κάμποσες εβδομάδες, γιατί το φως του ήλιου με τύφλωσε. Πλησίασα το πιο κοντινό δέντρο και άρχισα να το ξεφλουδίζω. Καταβρόχθιζα τις φλούδες σα να μην υπήρχε αύριο. Θυμήθηκα ότι δεν μπορείς να τρέχεις με το στομαχάκι γεμάτο. Όμως νηστικό αρκούδι δεν χορεύει. Έτσι αποφάσισα να φυλάξω στην καλά κρυμμένη σπηλιά μου πολλές φλούδες και να φάω βατόμουρα. Εκεί που προσπαθούσα να σκαρφαλώσω στο δέντρο, άκουσα έναν ήχο. Γύρισα το κεφάλι γρυλίζοντας και δείχνοντας τα δόντια μου, έτσι έκανε και η μαμά μου όταν ήθελε να φαίνεται άγρια. Γύρισα και είδα ανθρώπους που όμως μύριζαν φιλικοί. Σκέφτηκα να μην το ρισκάρω και πήδηξα από το δέντρο. Τότε ήρθε κάτι μικρό και μυτερό να με χτυπήσει από τη μεριά τους. Χώθηκε στο δέρμα μου. Άρχισα να νυστάζω, έπεσα. "Ώστε γι αυτό το λένε αιώνιο ύπνο" σκέφτηκα. Ήμουν ζαλισμένη όταν με πλησίασαν οι άνθρωποι. Κάτι είπαν μεταξύ τους. Οι κουβέντα τους πρέπει να πήγε κάπως έτσι:  Νομίζεις ότι κοιμήθηκε;  Ναι. Αλλά, πες μου πώς θα το κουβαλήσουμε τούτο το κτήνος στο φορείο; Πρέπει να το πάμε γρήγορα στο χειρουργείο. Ο κύριος Τζον δεν θα περιμένει.  Ναι, ξέρω. Βιάζεται να παρατηρήσει τη ζωή αυτής της αρκούδας, θα της βάλει και πομπό, τρομάρα του. Επίσης λέει ότι αυτή η αρκούδα είναι μοναδική. Πού την είδε τη μοναδικότητα; Απλώς είναι λιγότερο αναπτυγμένη για την εποχή.  Να δω πώς θα την μεταφέρουμε...  Να καλέσουμε για ενισχύσεις; Τα μέλη της WWF θα χαρούν να μας βοηθήσουν! Δεν άκουσα το παρακάτω. Αποκοιμήθηκα.

29


Jackie Morris, East of the Sun, West of the Moon Ξύπνησα ξανά στο δάσος. Ένιωθα διαφορετική. Πιο βαριά, σαν να είχα φάει κάτι που δεν έπρεπε. Στην κοιλάρα μου είχα γρατζουνιές. Δεν ήξερα τι μου συνέβαινε, όμως ένιωθα ζωντανή. Έβαλα στη σπηλιά μου πολλές φλούδες από τα δέντρα. Όμως σκέφτηκα ότι θα ήταν προτιμότερο να φύγω από εκεί, να την έχω σε περίπτωση ανάγκης, σαν κρυψώνα. Να πάω μακριά να βρω αρκούδες δυνατές να με βοηθήσουν να περάσω το χειμώνα. Ή αρκούδες αδύναμες που να αγαπούν η μια την άλλη. Γενικά έψαχνα μια οικογένεια. Προχώρησα προς τη δύση του ήλιου. Περπατούσα αργά μα σταθερά. Τότε συνέβη κάτι μαγικό. Κάτι άσπρο και κρύο μα μαλακό έπεφτε από τον ουρανό. Ήταν πανέμορφο να το βλέπεις, μα ήταν κρύο. Μπήκα σε ένα βαθούλωμα να προφυλαχτώ. Όταν ξύπνησα όλα ήταν άσπρα… Συνέχισα με δυσκολία τον δρόμο μου. Είδα κι άλλες πολλές ερημικές εκτάσεις. Όλες μολυσμένες. Κάποια στιγμή έφτασα σε ένα ρυάκι. Έσκυψα να πιω νερό και να πιάσω κανά ψαράκι. Τότε τρόμαξα. Το νερό μύριζε, μύριζε κάτι απαίσιο, κάτι άρρωστο και δεν υπήρχε ούτε ένα ψάρι. Γενικά δεν υπήρχε ούτε ένα ζώο εκεί κοντά. Κάτι μύριζε νεκρό. Άρχισα να τρέχω μακριά από εκεί. 30


Μετά από κάποιες μέρες που είχε αρχίσει να κάνει κρύο, είδα μια αρκούδα. Την πλησίασα ευγενικά, αλλά εκείνη μου γρύλισε. Δεν έχασα το θάρρος μου και την ρώτησα αν θα ήθελε να μου δείξει που βρίσκονται οι υπόλοιπες αρκούδες.  Τι θέλεις δηλαδή; Δεν βλέπεις ότι τρώω; είπε θυμωμένη. Μα εσύ είσαι πολύ αδύνατη και αδύναμη! Πώς θα περάσεις τον χειμώνα; απόρησε.  Γι αυτό θέλω την βοήθειά σας, ζω, βλέπετε, μόνη μου. Και επειδή είμαι μικρή, δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω για να περάσω τον χειμώνα. Δεν έχω ξαναπάρει τον μεγάλο ύπνο, της ανακοίνωσα.  Καλά, αυτό φαίνεται! είπε κοιτώντας με από πάνω ως κάτω. Πού είναι η μαμά σου; ρώτησε μετά.  Μήπως ξέρεις ποιος θα με βοηθήσει; της είπα χωρίς να της απαντήσω.  Φύγε μικρή! Απλώς φάε πολύ και βρες ένα ζεστό μέρος να κοιμηθείς, τίποτα άλλο! είπε κοφτά. Αποφάσισα να επιστρέψω στο πατρικό μου. Ξεκίνησα με κουράγιο. Μέχρι το βράδυ δεν μου έμεινε σταγόνα. Ήθελα να γυρίσω γρήγορα πριν τον χειμώνα, και τότε συνειδητοποίησα ότι ήταν πολύ μακριά. Όμως ύστερα από κάποιες εβδομάδες, έφτασα στην πρώτη ερημική έκταση που είδα. Συνέχισα προσπαθώντας να φτάσω στο δάσος. Ποτέ δεν μου φάνηκε ένας δρόμος πιο μεγάλος από αυτόν. Βασικά δεν ήταν τόσο μεγάλη αυτή η περιοχή. Είχα περάσει το σημείο που βρισκόταν κάποτε το καμένο δάσος και συνέχιζα, μα πουθενά το δασάκι μου. Πουθενά η Έκο. Τότε μύρισα αυτό που φοβόμουν. Υπήρχαν άνθρωποι και μάλιστα πολλοί και πολύ κοντά! Δεν ήξερα πού να πάω, με είχαν περικυκλώσει. Οχήματα κατευθύνονταν πάνω μου και άντρες έβγαζαν τα κεφάλια τους στοχεύοντάς με! Ένιωσα όπως την δεύτερη φορά που είδα ανθρώπους, κάτι ήρθε να με τσιμπήσει, χώθηκε στο δέρμα μου! Ζαλίστηκα, άρχισα όμως να τους γρυλίζω και σηκώθηκα στα πίσω πόδια! Όμως γρήγορα έπεσα γιατί και ένα δεύτερο πράγμα ήρθε να με τρυπήσει! Τότε άκουσα και άλλα οχήματα και μύρισα τους ανθρώπους από την πρώτη μου λιποθυμία."Αυτοί μου έλειπαν" σκέφτηκα. Όμως κάτι συνέβη και εκείνοι οι άνθρωποι από το πώς το είπαν, το νταμπλ γιου νταμπλ γιου εφ, σταμάτησαν τους άλλους που με πλησίαζαν επικίνδυνα. Τώρα ήξερα ότι αυτοί πραγματικά ήθελαν να με βοηθήσουν. Κάτι με ξανατρύπησε και ένας άνθρωπος από τους καλούς ήταν κοντά μου και με χάιδευε. Σηκώθηκα αργά. Γύρισα προς τους 31


ανθρώπους που ήθελαν να με πληγώσουν και άρχισα να τους γρυλίζω. Αυτοί άρχισαν να τρέχουν σαν τις κατουρημένες αλεπούδες! Κοίταξα τους ανθρώπους που με βοήθησαν, έκατσα και τους γρύλισα ένα εγκάρδιο ευχαριστώ. Γνώριζα τι με περίμενε μετά, ένα τσίμπημα που θα με κάνει να κοιμηθώ! Όταν ξύπνησα άκουσα μια φωνή να λέει: "Καλώς ήρθες στο Εθνικό μας Πάρκο, Γκριν!" Είδα όλη την οικογένεια μου, όλους εκτός από την μητέρα μου. Ήταν όμως και η Έκο εκεί και όλα τα ζώα που ζούσαν στο δάσος μου. Η γυναίκα που ήταν δίπλα μου άρχισε να λέει: “Όσο υπάρχουν πάρκα σαν αυτό και άνθρωποι με συνείδηση, ο πλανήτης μας θα είναι ζωντανός. Όσοι πολλοί κι αν είναι οι άλλοι, όση δύναμη κι αν έχουν, εμείς θα τους σταματήσουμε. Θα πολεμήσουμε για την υγεία, για την αγάπη, για τη χαρά, για την ελπίδα... ΓΙΑ ΤΗΝ ΖΩΗ!

ΚΑΜΕΝΗ ΓΗ Της Μηνοδώρας Σαρρή, μαθήτριας του Α4

Η

Ασπρούλα μόλις που μπορούσε να σταθεί στα πόδια της. Το τσουχτερό κρύο, αλλά πιο πολύ το γεγονός ότι δεν είχε φάει τίποτα εδώ και μέρες έκανε την κατάσταση χειρότερη. Από την τόση πείνα που είχε, έβλεπε γύρω της παντού χόρτα. Δυστυχώς, όμως, πατούσε πάνω σε φαλακρή γη. Μόνο «μπε» έκανε και προχωρούσε. Ξαφνικά, βλέπει μπροστά της ένα κλαδί γεμάτο φύλλα στη μέση του πουθενά. Τρέχει με δύναμη να το αρπάξει να φάει. Όμως τα φύλλα του κλαδιού ήταν καμένα. Τα πάντα γύρω της ήταν μαύρα. Ένας ξερός τόπος ήταν η γη και η Ασπρούλα, το προβατάκι, προσπαθούσε να ζήσει. Είχε χαθεί στην προσπάθειά της να βρει τροφή. Η μαμά της βρισκόταν κάπου μακριά και δεν μπορούσε να βρει τον δρόμο να γυρίσει πίσω. Το μόνο που χαιρόταν ήταν το νερό που έτρεχε στο διπλανό ρυάκι. Αλλά πώς να χορτάσει η κοιλιά της μόνο με νερό; Ακόμα και αυτό ήταν μολυσμένο. Και ήρθε το σκοτάδι και αυτή συνέχισε να περπατάει πάνω στην καμένη γη. Δεν άντεξε άλλο και σωριάστηκε κάτω. Την άλλη μέρα το πρωί ξύπνησε η Ασπρούλα στα ζεστά, άνοιξε τα μάτια της και είδε κι άλλα πρόβατα. Είδε γύρω της μπόλικο χορτάρι και σανό και έπεσε με τα μούτρα στο φαΐ. Τι είχε συμβεί; Ένας περαστικός βοσκός τη περιμάζεψε, γιατί τη λυπήθηκε. Η Ασπρούλα σκέφτηκε: «τελικά, υπάρχουν άνθρωποι καλοί, διαφορετικοί απ’ αυτούς που καίνε τη γη και καταστρέφουν τη φύση. Κάποια στιγμή, όμως, η φύση θα τους εκδικηθεί.» 32


Η ΙΣΧΥΣ ΕΝ ΤΗ ΕΝΩΣΕΙ Tης Εύας Χάλαρη, μαθήτριας του Α4

Κ

άποτε σε ένα δάσος ζούσαν δύο ομάδες ζώων, που είχαν χωρίσει την κοιλάδα στη μέση με ένα ποταμάκι. Η μια ομάδα ζούσε στην αριστερή πλευρά της κοιλάδας και είχε για αρχηγό τον άσπρο λύκο της περιοχής, ενώ η άλλη ομάδα είχε για αρχηγό τον μαύρο λύκο της περιοχής. Είχαν χωρίσει την κοιλάδα εξαιτίας μιας διαφωνίας που κρατούσε από παλιά, όμως και οι δύο ομάδες δεν θυμόντουσαν τίποτα γι’ αυτή, έτσι τηρούσαν τον ένα και μοναδικό κανόνα, να μην πηγαίνει ο ένας στη μεριά του άλλου για οποιονδήποτε λόγο! Ωστόσο, λογομαχούσαν διαρκώς μεταξύ τους για διάφορους λόγους, πως οι αετοί είναι γρηγορότεροι από τους γυπαετούς, οι λευκοί καρχαρίες είναι πιο επικίνδυνοι από τους σφυροκέφαλους κ.α. Μια συνηθισμένη μέρα, άκουσαν ξαφνικά κάτι άγνωστους θορύβους και κατάλαβαν ότι ήταν οι άνθρωποι, οι οποίοι είχαν να πάνε εκεί εδώ και πάρα πολύ καιρό, ίσως και ποτέ! Οι δύο αρχηγοί, ο καθένας από τη μεριά του, έφυγαν για να δουν τι συμβαίνει. Είδαν τους ανθρώπους να κόβουν τα γύρω δένδρα για να κάνουν χώρο για τις σκηνές τους, μπουκάλια από νερό, μπίρες, σακούλες και περιτυλίγματα τροφίμων να είναι πεταμένα κάτω! Άκουσαν να λένε ότι θα κόψουν όλα τα δέντρα της περιοχής και θα χτίσουν μια μεγάλη πόλη, με πολλά εργοστάσια και υπονόμους, επίσης ότι οι μηχανές θα έρθουν το επόμενο πρωί. Οι δύο λύκοι έκαναν μια συμφωνία, όποια ομάδα καταφέρει να διώξει πρώτη τους ανθρώπους, θα της ανήκει όλη η κοιλάδα, οι ηττημένοι θα μετακινηθούν αλλού! Κι έτσι έγινε. Η ομάδα της αριστερής όχθης έδρασε πρώτη, τα μηχανήματα είχαν έρθει, οι εργάτες όχι ακόμα, το σχέδιό τους ήταν να πάρουν οι αρκούδες τις μελισσοφωλιές για αρχή και να τις ρίξουν στα μηχανήματα, αν το κατάφερναν, θα προχωρούσαν παρακάτω. Οι αρκούδες πήγαν να τις ξεκολλήσουν από το δέντρο αλλά οι μέλισσες τσιμπούσαν πιο δυνατά από ποτέ, οπότε η αριστερή ομάδα απέτυχε! Η ομάδα της δεξιάς όχθης έδρασε λίγο πιο μετά, δηλαδή όταν οι εργάτες είχαν φτάσει. Το δικό τους σχέδιο ήταν τα πουλιά να αρχίσουν να τους τσιμπάνε και αν τα καταφέρουν, θα πήγαιναν παρακάτω. Πήγαν τα πουλιά και άρχισαν να τους τσιμπάνε, όμως αυτοί είχαν πάει προετοιμασμένοι, έβγαλαν τις καραμπίνες τους κι άρχισαν να πυροβολούν, μερικά πουλιά τραυματίστηκαν, αλλά όχι σοβαρά, οπότε και αυτή η ομάδα απέτυχε. Οι δύο ομάδες εξαντλημένες, είδαν πως δεν τα καταφέρνουν ξεχωριστά, κι αποφάσισαν να αφήσουν στην άκρη τις διαφορές τους και να συνεργαστούν για να σώσουν 33


μαζί την κοιλάδα τους. Οι λύκοι πήγαν για άλλη μια φορά να ακούσουν το υπόλοιπο σχέδιο των εργατών, είπαν ότι την επομένη θα καταστρέψουν τα πάντα, δηλαδή όλη την κοιλάδα και όλα τα πλάσματα που ζουν σε αυτήν. Μόλις το άκουσαν αυτό οι λύκοι έφυγαν κι άρχισαν μαζί με τα άλλα ζώα να καταστρώνουν όλο το βράδυ το σχέδιο αντεπίθεσης.

Henri Matisse, La Polynésie –la mer, 1946 Το πρωί οι εργάτες μπήκαν μέσα στις μπουλντόζες για να αρχίσουν να ξεριζώνουν τα δέντρα, ξαφνικά είδαν μπροστά τους λύκους, τις αρκούδες και όλα τα υπόλοιπα μεγαλόσωμα ζώα να τους περικυκλώνουν, από τον αέρα τα πουλιά, αλλά και από το νερό ψάρια μικρά και μεγάλα. Οι άνθρωποι δεν είχαν ξαναδεί ποτέ τα ζώα να είναι τόσο οργανωμένα, και να προστατεύουν με τέτοιο τρόπο, δηλαδή ενωμένα, την περιοχή τους! Τότε αποφάσισαν να μην ξαναχτίσουν πόλη ή εργοστάσιο αλλού, διότι κατάλαβαν πόσο σημαντικός είναι ο τόπος για τα ζώα που ζουν μέσα του. Όμως ο εργοδότης δεν είχε συγκινηθεί καθόλου, επειδή το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να χτίσει τα εργοστάσια και την πόλη. Προσπάθησε λοιπόν με κάθε τρόπο να πείσει τους εργάτες να γυρίσουν στην δουλειά τους, αλλά αυτοί είχαν πάρει ήδη την απόφασή τους. Εκνευρισμένος μπήκε σε μια μπουλντόζα κι άρχισε να κατευθύνεται ενάντια στα ζώα. Όμως τα πουλιά άρχισαν να τον τσιμπούν με όλη τους τη δύναμη και τα σαρκοφάγα ζώα να τον δαγκώνουν. Οι εργάτες τον πήραν από εκεί, τον πήγαν στην αστυνομία και αποκαλύφθηκε ότι έχτιζε παράνομα και τον έκλεισαν μέσα. Μετά από αυτό η κοιλάδα ορίστηκε προστατευόμενη περιοχή! Έτσι ζούσαν και οι δύο ομάδες αρμονικά, χωρίς να υπάρχει τίποτα που να τους χωρίζει! 34


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.