Επίσης εξέδωσε και το Λεξικόν της ελληνικής εκκλησιαστικής µουσικής (στοιχεία Α-Μ), στο οποίο εξηγούνται όλοι οι τεχνικοί όροι της µουσικής κατ’ αλφαβητική σειρά, κυρίως µε θεωρητική ανάλυση, αλλά ενίοτε και µε µουσικά παραδείγµατα για να γίνουν περισσότερο αντιληπτά. Το 1870 έγραψε ένα Λεξικό των Εβραίων µουσικών, των αρχαίων Ελλήνων, και µερικών Ευρωπαίων και Βυζαντινών µουσικών (το οποίο τελικά παρέµεινε ανέκδοτο), µε βάση τη δίτοµη Ελληνική Βιβλιοθήκη του Ανθίµου Γαζή, το Μυθιστορικό Λεξικό του Ιωσήφ του Μάγνητος, τη Φιλολογική και Κριτική Ιστορία του Κ. Κοντογόνου και άλλα συγγράµµατα,. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος που το µελέτησε υποστηρίζει ότι ήταν πολύ
οικογενείας του.
Φραντζεσκοπούλου Μαρίκα η Πολίτισσα (~1895–1977): Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη γύρω στο 1895 και ανήκει στην πρώτη γενιά των γυναικών που τραγούδησαν ρεµπέτικα. Την βρίσκουµε να ηχογραφεί
στην Αθήνα από το 1932. Συνεργάστηκε µε τους περισσότερους συνθέτες της εποχής.
ψάλτης και ιατρός για ένα µεγάλο διάστηµα στην Κωνσταντινούπολη και πέτυχε να προσληφθεί ως επίσηµος ιατρός του Σουλτάνου Αβδούλ Χαµίτ (1778-1789). Μετά τον θάνατο του Σουλτάνου επέστρεψε µε την οικογένειά του στην
Πνευµατικό Συµπόσιο που πραγµατοποίησε η Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών το 2006 στο Αίγιο, http://panagiotisandriopoulos.blogspot.gr/2008/12/blog-post_3900.html
Μετά την Κωνσταντινούπολη
διδάσκαλος της εκκλησιαστικής µουσικής. Γνώριζε, επίσης, την ανατολική
έπαιζε και κλειδοκύµβαλο (πιάνο), το οποίο µόλις είχε εισαχθεί στην Βλαχία. Ως καλός µουσικός, ιστοριογράφος, ευφάνταστος ανεκδοτολόγος και συνθέτης επιγραµµάτων πολιτικού περιεχοµένου, ο ∆ιονύσιος κατέκτησε την συµπάθεια της κοινωνίας του Βουκουρεστίου και µπήκε στην φαναριώτικη αυλή ως Βατάχος (έπαρχος, επιθεωρητής) υπό την προστασία του µεγάλου µπάνου (κυβερνήτη) ∆ηµητράκη Γκίκα, στο σπίτι του οποίου διέµεινε ως δάσκαλος των παιδιών του. Συν τω χρόνω κατέλαβε αξιόλογα
(νοµάρχης) στην Γιαλοµίτζα της Βλα-
Βλαχίας Ιωάννης Καρατζάς, ο οποίος φοβόταν µήπως γράψει µελανές σελίδες γι’ αυτόν ο Φωτεινός στο έργο του Ιστορία
είχε συγγράψει το 1809.
Χαλατζόγλους Παναγιώτης: Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν εξαιρετικά καλλίφωνος. ∆ραστηριοποιήθηκε περίπου κατὰ τὸ διάστηµα 1708-1748. ∆ιδάχθηκε τα πρώτα γράµµατα και τις προκαταρκτικές γνώσεις της εκκλησιαστικής µουσικής από κάποιον Αγιορείτη Τραπεζούντιο µοναχό, συγγενή του πατέρα του, που καταγόταν επίσης από την Τραπεζούντα. Για τελειότερη εκµάθηση της µουσικής µετέβη στο Άγιον Όρος και µαθήτευσε κοντά
ρίσθηκε ως «πριµικήριος» (1703) και ως «διδάσκαλος» (1708) του πατριαρχείου, ενώ λίγο αργότερα ως λαµπαδάριος
καθοριστικός παράγοντας για τη διαµόρφωση και εξέλιξη στην θεωρία και πράξη της εκκλησιαστικής µουσικής. Ανέδειξε πολλούς µαθητές. Μελοποίησε διάφορα έργα, από τα οποία γνωρίζουµε τον καλοφωνικό ειρµό Ἔφριξε γ ῆ
µαθητών, ανάµεσα στους οποίους και ο Θρασύβουλος Στανίτσας. Ωστόσο, πέρα από την ψαλτική ιδιότητα ο Μιχαήλ Χατζηαθανασίου διακρίθηκε προπάντων ως εκκλησιαστικός συνθέτης και ως θεωρητικός της µουσικής. Ανήκει στον κύκλο των εξωπατριαρχικών Κωνσταντινουπολιτών µουσικών και δασκάλων οι οποίοι, προς το τέλος του 19ου αι. και κυρίως στο α' µισό του 20ού, εκπροσωπούν περισσότερο µιαν ευρύτερη ανατολική εκκλησιαστική µουσική παράδοση. Έχει µελοποιήσει: αρκετά Λειτουργικά µε Άξιον εστίν σε διαφόρους ήχους, Χερουβικά, Κοινωνικά των Κυριακών, Κοινωνικά σε µνηµόσυνα,
νεότερες συλλογές, ειδικότερα στο βιβλίο Μουσική Ζωοδόχος Πηγή (εκδ. Πολυχρονάκη, Νεάπολη Κρήτης 1975). Ενδιαφέρον
είχε στον κρόταφο ένα µαύρο εξοίδηµα 104: Γεννήθηκε στη Χάλκη. Ήταν µαθητής του Ιακώβου του Πρωτοψάλτου και του Γεωργίου του Κρητός. Ήταν ψάλτης στον Άγιο ∆ηµήτριο στα Ταταύλα, στον Άγιο Ιωάννη των Χίων στο Γαλατά και στο σιναϊτικό µετόχι στο Βαλατά, διετέλεσε δε και δάσκαλος
όλη την εξαετία (1815-1821) που λειτούργησε η ∆’ πατριαρχική
επικαλούµενος και «Γιαµαλής»,
Αθανάσιος: Γεννήθηκε στην Καστοριά το 1772, φοίτησε στο Λύκειο του Βουκουρεστίου, αργότερα στην Βούδα όπου σπούδασε λατινική φιλολογία, φιλοσοφία και ιατρική και τέλος στο Πανεπιστήµιο της Πάδοβας, όπου σπούδασε νοµικά. ∆ιατέλεσε δάσκαλος και σύµβουλος διαφόρων ηγεµόνων της Βλαχίας. Ήταν µαθητής διαφόρων µουσικών, µεταξύ αυτών και των τριών διδασκάλων της νέας µεθόδου, από τους οποίους διδάχθηκε και την ταµπούρα (πανδουρίδα). Έµεινε αρκετό καιρό στην Κωνσταντινούπολη, από όπου πήγε στην Ελλάδα και από κει επέστρεψε στη Βλαχία. Πέθανε στο Βουκουρέστι
την αραβοπερσική µουσική. Έπαιζε πολύ καλά ευρωπαϊκό φλάουτο και νέι. ∆άσκαλός του στην µουσική ήταν ο Πέτρος ο Βυζάντιος. Όντας κληρικός ο Χρύσανθος ασχολήθηκε συστηµατικά µε την εκκλησιαστική µουσική. Τον απασχολούσε βαθύτατα το ζήτηµα της διδασκαλία της µουσικής στους νεωτέρους. Έβλεπε ότι µε το υπάρχον, παλαιό, σύστηµα ήταν πολύ δύσκολη η εκµάθησή της. Άρχισε να µελετά το µουσικό θέµα εφαρµόζοντας µονοσύλλαβους φθόγγους στις κλίµακες των ήχων γράφοντας συγχρόνως αναλυτικά τα παλαιά µαθήµατα αλλά και το θεωρητικό µέρος από τους αρχαίους και
Προύσης ο εκ Μαδύτων, Θεωρητικόν Μέγα της Μουσικής, Τεργέστη 1832.
του 1832 είναι το πρώτο βιβλίο Έλληνα µουσικού µετά τον 14ο αιώνα που δίνει πληροφορίες για την αρχαία ελληνική µουσική. Ο Χρύσανθος, µε τη συνεργασία και των άλλων διδασκάλων συστηµατοποίησε τις κλίµακες των ήχων, τον τροχό και το διαπασών σύστηµα, γράφοντας δύο σπουδαία έργα. Μελοποίησε πολλά µαθήµατα. Μετέφερε µάλιστα πολλά και στην Ευρωπαϊκή µουσική.
Έκανε όµως και το αντίθετο, µεταφέροντας στη βυζαντινή σηµειογραφία διάφορα µαθήµατα της
από τον γερµανό µουσικό και θεωρητικό Η. C. Koch (1749-1816), αλλά και από δύο άλλους Γερµανούς, τον µουσικοκριτικό και συγγραφέα F. Rochlitz (17691842) και τον διανοητή J. G. Sulzer (1720-1779), τον οποίο µάλιστα είχε µελετήσει και ο Koch. Πέθανε στην Προύσα στα 1843. Έργα του είναι η Εισαγωγή εις το θεωρητικόν και πρακτικόν της Εκκλησιαστικής Μουσικής (1821 Παρίσι), Θεωρητικόν µέγα της µουσικής (1832 Τεργέστη), Θεωρητική και πρακτική εκκλησιαστική µουσική (Επιµέλεια Μαργαρίτης ∆ροβιανίτης, 1851, Γαλατάς), Κρηπίς του θεωρητικού και πρακτικού της εκκλησιαστικής µουσικής (Επιµέλεια ∆οµένικος Μηνάς, 1872, Αθήναι).
ήταν πιθανώς εκείνος που µαζί µε τον Γεώργιο (Γρηγόριο) Αλυάτη προσκλήθηκε από τον
Πορθητή για να καταγράψει τα τραγούδια των Περσών χανεντέδων του παλατιού.
Χρυσάφης Παναγιώτης ο Νέος : Πρωτοψάλτης της Μεγάλης Εκκλησίας.
(Αναφέρεται και ως Μανουήλ Χρυσάφης ο νέος). Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ήκµασε περί το 1660. ∆ιακεκριµένος ποιητής, µελοποιός και θεωρητικός της βυζαντινής µουσικής, έγραψε και ειδικό εγχειρίδιο (όπου πραγµατεύεται περί χαρακτήρων, ήχων και ιδίως περί φθορών, καθώς επίσης και διεξοδικό σύγγραµµα (ανέκδοτο)
στενά µε τον Πατριάρχη Ιεροσολύµων Νεκτάριο. Συνέθεσε πολλά έργα, Αναστασιµατάρια, Στιχηράρια, Κοινωνικά, Χερουβικά, Ανοιξαντάρια, Πολυελέους, ∆οξολογίες, Πασαπνοάρια αργά, Καλοφωνικούς Ειρµούς, Κρατήµατα κ. ά., καθώς και µία Προπαίδειαν κατά το Αργόν Στιχηράριον , είδος προς γύµνασιν των αρχαρίων. Το κύριο µέρος του έργου
Ο «Όµιλος των Ερασιµόλπων» µε τον Γεώργιο Παχτίκο µετά την πρώτη παράσταση του «Προµηθέα ∆εσµώτη» στην Κωνσταντινούπολη, 5 Απριλίου 1910. Από το περιοδικό Μουσική.
Αδάµ Ακρίτας: Λόγιος, συνθέτης και µουσικός των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα.
Γεννήθηκε στον Πύργο (νυν Μπουργκάς) της Ανατολικής Ρωµυλίας γύρω στο 1880 όπου
σπούδασε βυζαντινή και ευρωπαϊκή µουσική. ∆ιετέλεσε συνεργάτης και ανταποκριτής του
περιοδικού Μουσική (1912-15) του Γεωργίου Παχτίκου (1869-1915) για θέµατα βυζαντινής µουσικολογίας και παραδοσιακής µουσικής105. Συνέθεσε τραγούδια για φωνή και πιάνο, χορωδιακά και έργα εκκλησιαστικής µουσικής σε βυζαντινή παρασηµαντική και ευρωπαϊκή σηµειογραφία τα οποία δηµοσιεύθηκαν στη Μουσική. Από τα έργα του γνωστά είναι τα: α)
«Άξιον εστί» σε ρυθµό τετράσηµο, β) «Ο άγγελος εβόα» («εµµελές και αυστηρώς έρρυθµον µουσούργηµα» 106), γ) «Αίµα και πυρ και ατµίδα καπνού», δοξαστικό το οποίο ψάλλεται στους Αίνους της Κυριακής µετά από τη Γέννηση του Χριστού, και δ) «Πολυχρονισµός της Α.Α.Μ.
107. Επίσης, συνέλεξε και εναρµόνισε αρκετά δηµοτικά τραγούδια
Ανατολικής Ρωµυλίας και της νησιωτικής Ελλάδας (είναι άγνωστο αν τα εξέδωσε). Γνωστό είναι το «Βραδυάζει, ξηµερώνει», δηµώδες του Καστελλόριζου σε ευρωπαϊκή σηµειογραφία για το οποίο ο Γεώργιος Παχτίκος (1869-1915) έγραψε ότι παρασηµανθήθηκε από τον γνωστό
Ακρίτας Αδάµ, «Πολυχρονισµός της Α.Α.Μ. του Σουλτάνου Απτούλ Χαµίτ Χαν του Β΄», ΕΛΙΑ ΜΙΕΤ.
ωδείου για να ασχοληθεί µε µουσικολογικά θέµατα 110. Απεβίωσε στον Πύργο µάλλον πριν από το 1950.
105 Παχτίκος Γεώργιος, «Ο µεθυσµένος Μανώλης», Μουσική, τεύχ. 29, Κωνσταντινούπολη 5/1914, σ. 149.
106 Παχτίκος, «Ασµατολογικά», Μουσική, τεύχ. 29, Κωνσταντινούπολη 5/1914, σ. 147.
107 Ανδρίκος Νίκος, «Τουρκόφωνοι Πολυχρονισµοί και Άσµατα Εγκωµιαστικά στον Σουλτάνο Abdülhamit τον Β’, µελοποιηµένα από εκκλησιαστικούς συνθέτες», ∆ιαδικτυακός ιστότοπος: http://www.academia.edu
108 Παχτίκος, «Ασµατολογικά», Μουσική, τεύχ. 14, Κωνσταντινούπολη 2/1913, σ. 46.
109 Αδάµ Ακρίτας, «Εν υπόµνηµα», Φόρµιγξ, τεύχ. 23-24, Αθήνα 15-30/6/1912, σ. 7-8.
110 Παχτίκος, «Η Μουσική ανά τον Ελληνισµόν. Εγχώρια», Μουσική, τεύχ. 9, Κωνσταντινούπολη 9/1912, σ. 280.
και πιάνο. Είναι άγνωστο το πότε και που απεβίωσε.
Αµηράς Πέτρος: Αρχιµουσικός και συνθέτης µε ελλειπή στοιχεία. Γεννήθηκε πιθανώς στην Κωνσταντινούπολη πριν από το 1890 (ίσως το 1886). Σπούδασε στο Ωδείο Κωνσταντινούπολης.
του «Έως πότε;!» µε υπότιτλο «Άσµα ελληνικόν» για φωνή και πιάνο που διασκεύασε ο Γεώργιος Ξανθόπουλος (π.1867-1915)
Ρήγας Ακρίτας, «Η βοσκοπούλα», ΑΕΜΘΤ.
Πέτρος Αµηράς, «Έως πότε;!», Μουσική.
111 Αριστόξενος, «Η Μουσική ανά τον Ελληνισµόν», Μουσική, τεύχ. 25, Κωνσταντινούπολη 1/1914, σ. 32.
112 Αριστόξενος, «Η Μουσική ανά τον Ελληνισµόν», Μουσική, τεύχ. 26, Κωνσταντινούπολη 2/1914, σ. 58.
113 Παχτίκος, «Ασµατολογικά», Μουσική, τεύχ. 11, Κωνσταντινούπολη 11/1912, σ. 352.
Ανεµογιάννη Ακριβή: Πιανίστρια και συνθέτρια απόφοιτος του Παρισινού Ωδείου. Έως το 1915 συνέθεσε περισσότερες από 120 συνθέσεις για πιάνο, φωνή και πιάνο και µουσικής δωµατίου. Μνηµονεύεται εδώ επειδή περιστασιακά έζησε στην Κωνσταντινούπολη (πριν από
το 1920) όπου παρουσίασε τις συνθέσεις στο κοινό, όπως το εµβατήριο «Έρως» για πιάνο (1913). Μετά το 1920 έζησε στη Θεσσαλονίκη
και µετά στην Αθήνα. Μαζί µε τον σύζυγό της, τον φιλόλογο και συνθέτη επίσης Χαράλαµπο Ανεµογιάννη προσπάθησαν –χωρίς επιτυχίανα δηµιουργήσουν λαϊκό ωδείο και να προσφέρουν τις µουσικές υπηρεσίες τους αφιλοκερδώς.
Αντώνογλου Χρήστος: Ερασιτέχνης µουσικός από το Σουφλί (γεννήθηκε πριν από το 1900), µαθητής του Σταύρου Βραχάµη (1880;-1950)
και δάσκαλος στην πρωτοβάθµια εκπαίδευση. ∆ηµιούργησε σχολική µαντολινάτα και χορωδία σε δηµοτικά σχολεία του Σουφλίου. Ασχολήθηκε επίσης –ως σκηνοθέτης και σκηνογράφος– µε θεατρικές παραστάσεις. Εικάζεται ότι συνέθεσε σχολικά τραγούδια για µαντολινάτα. Ακριβή Ανεµογιάννη, ΕΛΙΑ ΜΙΕΤ. Χρήστος Αντώνογλου (δεύτερος από δεξιά)
http://www.tosoufli.gr/fotos2.html
τα: «Στη Λάρισα βγαίνει Αυγερινός», «∆υο λουλούδια σε µιαν άκρη» κ.ά. Απεβίωσε στην Αθήνα στις 11/3/1978 και η κηδεία της µετατράπηκε σε ένα πάνδηµο συλλαλητήριο.
Βογιατζής Κώστας: Συνθέτης, µουσικοπαιδαγωγός, διευθυντής χορωδιών
στο στόµα », όπως έγραψε σε αυτοβιογραφικό σηµείωµά του. Από τα πέντε του έζησε στο Σουφλί, τον τόπο καταγωγής των γονέων του, για περισσότερα από σαράντα χρόνια, προσφέροντας ανεκτίµητες υπηρεσίες. Ο δάσκαλός του στο σχολείο (2ο ∆ηµοτικό Σχολείο Σουφλίου), Χρήστος Αντώνογλου, τον µύησε στη µουσική µαθαίνοντάς του τα τραγούδια του Mozart, του Schubert και του Mendelssohn.
Ξεκίνησε ως µέλος της χορωδίας του Σταύρου Βραχάµη (π.1880-1950) που τότε δίδασκε µουσική στο Γυµνάσιο Σουφλίου και επίσης, συνεργάστηκε µε τον Γιώργο Τσιτσιπάπα (1900;-1967;). Η ξεχωριστή ποιότητα της φωνής του
αρχές της δεκαετίας του ‘30 δηµιούργησε την πρώτη µαντολινάτα του. Μελέτησε µόνος του κιθάρα, αρµονία, θεωρητικά και άρχισε να γράφει τα πρώτα τραγούδια του 114. Το 1935 πέρασε στην Παιδαγωγική Ακαδηµία Αλεξανδρούπολης. Εκεί διδάχθηκε βιολί και θεωρητικά (1935-38) µε τον Βολιώτη βιολονίστα Ιωάννη ∆ιανέλλο. Το 1938 επέστρεψε στο Σουφλί δηµιουργώντας τη δεύτερη µαντολινάτα του. Στα χρόνια της γερµανικής Κατοχής υπηρέτησε ως στρατιώτης στη Μέση Ανατολή, µε το ελληνικό στράτευµα που έφυγε στην Αίγυπτο µετά την εισβολή των Γερµανών στη χώρα. Ο µεγαλύτερος αδελφός του πολέµησε στο Ρίµινι και µετά τη λήξη του πολέµου ήταν σηµαντικός πολιτικός παράγοντας στο
ου, το οποίο επί των ηµερών του γνώρισε πραγµατική καλλιτεχνική άνθηση (έως το 1954). Το 1950 δηµιούργησε την τρίτη µαντολινάτα, µε χορωδία και µε σύνολο εξήντα παιδιών. Με αυτή έδωσε πολλές συναυλίες, σε όλη τη Θράκη, έως τη Θεσσαλονίκη, παρουσιάζοντας δικές
του συνθέσεις, αλλά και διασκευές παραδοσιακών σουφλιώτικων τραγουδιών (µεταξύ αυτών: «Μια πασχαλιά», «Σουλτάνα Σουφλιωτούλα», «Σουλτάνα Σουφλιουτούδα» και «Ποιός πιθιρός»), σκορπώντας τον ενθουσιασµό στο κοινό.
Ο διεθνούς κύρους µουσικολόγος και µουσικοκριτικός Φοί-
βος Ανωγειανάκης (1915-2003) έγραψε στην Απογευµατινή: «...
ένα πρόσφατο ταξίδι µου στο Σουφλί, µου έδωσε την ευκαιρία
να γνωρίσω αυτό το υπέροχο συγκρότηµα που θα τιµούσε, αν
βρισκόταν στην Αθήνα, τη µουσική µας ζωή... Ακούραστος ο
διευθυντής Κ. Βογιατζής µε θαυµάσια και σίγουρη αρµονική
αντίληψη για την επεξεργασία των δηµοτικών τραγουδιών µας
µε άριστες µουσικές ικανότητες, κατόρθωσε να δηµιουργή-
αυτό το σύνολο που ξέρει να παίζει και να τραγουδά µε έναν
τρόπο τόσο µαλακό, τόσο µουσικό που αναρωτιέται κανείς αν
βρίσκεται σε µία επαρχία της Ελλάδος ή σε µία πόλη ενός ξένου
κράτους µε µουσική παράδοση » 115. Παράλληλα –το 1950- δηµιούργησε το µικτό Μουσικοχορευτικό Συγκρότηµα Σουφλίου µε το οποίο, επί µία δεκαετία, παρουσίασε τραγούδια και χορούς από την περιοχή του Σουφλίου. Οι εµφανίσεις του στη ∆ιεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και στο Αρχαίο Θέατρο Πειραιώς (1951) άφησαν εποχή. Τα δύο σύνολα συνεργάσθηκαν σε παρουσιάσεις οπερετών («Η τύχη της Μαρούλας», «Η λύρα του γεροΝικόλα») σε δικές του διασκευές.
Ο Κώστας Βογιατζής και η µαντολινάτα Σουφλίου, 1938. Αρχείο Φοίβου Βογιατζή.
115 Ανωγειανάκης Φοίβος, Απογευµατινή, Αθήνα 1955.
Το 1963, µε το τέταρτο σύνολο (µαντολινάτα και χορωδία) που είχε την επωνυµία «Παιδιά», ύστερα από επίσηµη πρόσκληση, περιόδευσε –για τρεις µήνες- στις µεγαλύτερες πόλεις των Η.Π.Α. (Νέα Υόρκη, Βοστώνη, Φιλαδέλφεια, Ρότσεστερ, Ντάλλας, Άλαµο), και του Καναδά (Βανκούβερ, Πίτσµπουργκ κ.α.) παρουσιάζοντας
–σε 65 παραστάσεις- εκ νέου δηµοτικά τραγούδια της Θράκης και δικές του χορωδιακές συνθέσεις σε κατάµεστες αίθουσες (στο Orchestra Hall του
Ιλλινόϊς παρευρέθησαν περισσότεροι
από 6.000 θεατές) αποσπώντας άριστες κριτικές («... το πρόγραµµα της βραδυάς, καθ’ οµολογίαν
πάντων, εχαρακτηρίσθη ως µοναδικό εις το είδος και άφησε γοητευτικάς
για δεκάδες προσκλήσεις από ραδιοφωνικούς σταθµούς, παιδαγωγικές ακαδηµίες και σχολεία, όπως το Αρσάκειο Αθηνών (δεκαετία του ’60). Το 1967, για οικογενειακούς λόγους, ήλθε στην Αθήνα. ∆ιέµεινε στην Καλλιθέα Αττικής όπου δηµιούργησε τον Μουσικοφιλολογικό Σύλλογο ‘Ορφεύς’. Σε αυτόν ενέταξε την Χορωδία και Μαντολινάτα Καλλιθέας, µε κορίτσια 8-20 ετών, της οποίας υπήρξε εµψυχωτής και διευθυντής, από το 1979 έως τον θάνατό του, γράφοντας τον ύµνο της µε τίτλο «Μαντολινάτα». ∆εν ξεχνούσε, όµως, το αγαπηµένο του Σουφλί, το οποίο επισκεπτόταν τακτικά (αξιοµνηµόνευτη η συναυλία µε τα µουσικά σύνολά του στις 13/4/1991).
Ανυπόγραφο, Ατλαντίς, Νέα Υόρκη 30/11/1963.
Η επωνυµία «Παιδιά»
Συνεργάστηκε, επίσης, µε την Εταιρεία Θρακικών Μελετών στην Αθήνα διοργανώνοντας
πολλές συναυλίες. Μεταξύ αυτών, αυτή στο κινηµατοθέατρο Παλλάς ενώπιον 1.600 εκπαιδευτικών, αλλά και οι συναυλίες στον Φιλολογικό Σύλλογο (Φ.Σ.) ‘Παρνασσός’, το ξενοδοχείο Hilton, το
Άλσος της Νέας Σµύρνης, κ.α. Εργάστηκε επίσης ως καθηγητής µουσικής στο ιδιωτικό Λύκειο ‘Πλάτων’. Συνέθεσε –από τη δεκαετία του ’30πολλά χορωδιακά τραγούδια, εµπνευσµένα από το Σουφλί και τη Θράκη, όπως το «Χαίρε Μαρία» (1942), τις «Σουφλιώτικες παραλλαγές», το «Σουφλί», τη «Θράκη µου», το «Ξύπνηµα της Ήβης», τη «Σουφλιώτισα», τα περισσότερα σε δικούς του στίχους118. Άλλα έργα του είναι τα βασισµένα στην αρχαία τραγωδία («Ακτίς αελίου», «Σε δ’ υπέρ λόφου πέτρας» και «Έρως ανίκατε µάχαν» από την «Αντιγόνη» του Σοφοκλέους), τα πατριωτικού χαρακτήρα119 («Το µαρς του ονείρου» [1938], «Ο όρκος µου», «Η παρέλαση των νικητών» [Ελ Αλαµέϊν, 1942], «Η ορφανούλα») και αυτά για µονόφωνη ή δίφωνη παιδική χορωδία («Του µαγιού λουλούδια», «Θεός γεννιέται», «Μυρωµένο λουλουδάκι», «Σε καρτερώ», «Πεταλούδα», «Έλα», «Γύρισε», «Αυγούλα» και «Αντίο»). ∆ιασκεύασε, επίσης, γνωστά έργα του κλασικού ρεπερτορίου («Συµφωνία αρ.94» του Joseph Haydn, «Radetzky Marsch», έργο 228 του Johann Strauss πατέρα κ.ά.) και δηµοτικά τραγούδια που τα παρουσίασε µε τον γενικό τίτλο «Ποιµενικά». Κατά τον Μενέλαο Γουβέτα, εκπαιδευτικό και συνεργάτη της εφηµερίδας Ριζοσπάστης, ο Βογιατζής συνέθεσε τραγούδια επαναστατικού χαρακτήρα σε στίχους του ΕΠΟΝίτη Τάκη Καψαλίδη.Τον Αύγουστο του 2001 εξέδωσε το βιβλίο
Ο Κώστας Βογιατζής µε τη Φιλαρµονική Σουφλίου 1950, http://www.tosoufli.gr/fotos2.html
http://www.rizospastis.gr/page.do?publDate=14/9/2003&id=3870&pageNo=8&direction=1
Ο Σταύρος Βραχάµης µε τη µαντολινάτα Σουφλίου, 1926, ΑΕΜΘΤ.
Βραχάµης Σταύρος 120: Συνθέτης, µουσικοδιδάσκαλος, λόγιος και φυσικοµαθηµατικός. Γεννήθηκε
πριν από το 1880 στην Κωνσταντινούπολη όπου
σπούδασε µουσική. Περάτωσε, επίσης, τη Φυσικοµαθηµατική Σχολή στην οποία αρίστευσε. Από τα
τέλη της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα συνεργάστηκε ως ψάλτης εναρµονισµένων κατά τετραφωνία εκκλησιαστικών µελών µε τα µουσικά τµήµατα διαφόρων συλλόγων (µαντολινάτες, χορωδίες), όπως ο “Όµιλος των Ερασιµόλπων”. Είναι γνωστό
ότι το 1914 καθοδηγούσε τη µαντολινάτα του Συλλόγου ‘Αστήρ’ Κωνσταντινούπολης καταβάλλοντας
προσπάθειες για την ίδρυση ωδείου στα Ταταύλα121. ∆ιετέλεσε, επίσης, αντιπρόεδρος του Ελληνι-
κού Φιλολογικού Συλλόγου (1904-07) και γραµµα-
τέας του Εκκλησιαστικού Μουσικού Συλλόγου
Κωνσταντινούπολης (1914-16), συνυπογράφοντας
την καταδικαστική απόφαση για την τετράφωνη
εναρµόνιση των εκκλησιαστικών µελών µε αποτέλεσµα να δεχθεί οξεία κριτική στη Μουσική του Παχτίκου 122. ∆ιετέλεσε, επίσης, µέλος της δωδεκαµελούς Β’ Πατριαρχικής Μουσικής Επιτροπής και πρόεδρος της καλλιτεχνικής Αδελφότητας ‘Πρόοδος’ Ταταύλων. Επίσης, είναι γνωστή η δραστηριότητά του ως µουσικοπαιδαγωγός
και ιδρυτής/διευθυντής µαντολινάτων στον νοµό Έβρου (Σουφλί, Ορεστιάδα) στην περίοδο 1910-30. Ιδιαίτερη δραστηριότητα ανέπτυξε στο Γυµνάσιο Σουφλίου στο οποίο διορίσθηκε ως φυσικός. Εκεί δηµιούργησε παιδική χορωδία και µαντολινάτα εκ του µηδενός την οποία στελέχωσε µε επαρκή αριθµό µαθητών. Εµπλούτισε το ρεπερτόριό της µε έργα λόγιας µουσικής, αλλά και δικά του χορωδιακά τραγούδια. Οι δε συναυλίες ανά τη Θράκη στην περίοδο 1918-22, άφησαν άριστες εντυπώσεις. Αφού πρόλαβε να δηµιουργήσει τη Φιλαρµονική Σουφλίου, στη συνέχεια ήλθε στην Αθήνα. Εργάστηκε ως καθηγητής βυζαντινής µουσικής στο Ωδείο Εθνικής Μουσικής του Κωνσταντίνου Ψάχου (1866-1949), διδάσκοντας το βυζαντινό τονικό σύστηµα του Νηλέα Καµαράδου (1847-1922).
120 Καλογερόπουλος Τάκης, «Βραχάµης Σταύρος», Το Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής, τόµ. 1, Γιαλλέλης, Αθήνα 1998, σ. 412.
121 Ανώνυµος, «Η Μουσική ανά τον Ελληνισµόν», Μουσική, τεύχ. 28, Κωνσταντινούπολη 4/1914, σ. 123.
122 Ανώνυµος, «Η Μουσική ανά τον Ελληνισµόν», Μουσική, τεύχ. 30, Κωνσταντινούπολη 6/1914, σ. 176.
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ‘10 συνεργάστηκε στενά -ως φυσικοµαθηµατικός- µε τον Ψάχο για τον ακριβή καθορισµό των τονιαίων διαστηµάτων της βυζαντινής µουσικής, προκειµένου ο δεύτερος να κατασκευάσει το «Παναρµόνιον το νέον». Από το 1912, το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης του ανέθεσε να προσδιορίσει τα µεγέθη των «ελληνικών» διαστηµάτων. Πειραµατίστηκε µε το πιάνο σε διάφορα χορδίσµατα. Στις 31/1/1918
τους όµως δεν ήταν αγαστή και ήλθαν σε σφοδρή αντιπαράθεση µε βαριές κατηγορίες εκατέρωθεν 124. Τελικά, το όργανο κατασκευάστηκε στην εταιρεία Steinmeyer στο Έττινγκεν της Γερµανίας, το 1924, κυρίως ως µέσο άµυνας κατά της εισαγωγής της δυτικής αρµονίας στις ελληνικές εκκλησίες125. Στη διετία 1932-33 υπήρξε αρχιµουσικός της Φιλαρµονικής Αλεξανδρούπολης. Συνέθεσε µερικά τραγούδια για φωνή και πιάνο και χορωδία, έργα για µαντολινάτες και τόνισε εκκλησιαστικά µέλη. Στους αρκετούς µαθητές του συγκαταλέγονται ο Χρήστος Γκαϊφύλλιας (διάδοχός του στη Φιλαρµονική Σουφλίου), ο Γιώργος Τσιτσιπάπας, ο ∆ηµήτρης Παπαδόπουλος, ο Βενιζέλος Κοντοδαίµων και ο Αλέκος Γκιρτζής (όλοι δηµιουργοί και διευθυντές χορωδιών)· επίσης, ο Σίµων Καρράς (1903-1999), ο οποίος πειραµατίσθηκε µαζί του επί των µουσικών
Σταύρος Βραχάµης µε τον Σίµωνα Καρά, 1949. http://users.uoa.gr/~hspyridis/simwnkaras.pdf
Καίτη, «Ελληνικά πληκτροφόρα όργανα», Μουσικολογία, τεύχ. 7-8, Αθήνα 1989, σ. 34.
124 Ψάχος Κωνσταντίνος, «Αναίρεσις αληθειών», Ιεροψαλτικόν Βήµα, τεύχ. 14, Αθήνα 1/2/1939, σ. 1.
125 Ρωµανού, «Ελληνικά πληκτροφόρα όργανα», Μουσικολογία, τεύχ. 7-8, Αθήνα 1989, σ. 26. 126 Σπυρίδης Χαράλαµπος, «Σίµων Καράς –
12/11/2008.
143 Γιανίδης Ελισαίος: Ψευδώνυµο του Σταµάτη Σταµατιάδη (µε ένα ν όπως υπέγραφε), µουσικολόγου, µουσικού, φυσικοµαθηµατικού, οινολόγου, κοινωνιολόγου, γλωσσολόγου
και λογίου µε ουσιαστική συµµετοχή στο ζήτηµα της εναρµόνισης της βυζαντινής µουσικής127. Είναι ίσως ο σηµαντικότερος εκπρόσωπος των υποστηρικτών της ελληνικής αρµονικής εκκλησιαστικής µουσικής.
Γεννήθηκε στο Νεοχώριον (Νηχώρι) Βοσπόρου το 1865 128. Φοίτησε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και αργότερα στη Γαλλία, γεωπονία στην Ecole Agriculture του Μονπελλιέ (1884-87). Επίσης, στο Station Agronomique του Μπορντώ έκανε την πρακτική του ως χηµικός στις χηµικές αναλύσεις του εργαστηρίου του πανεπιστηµίου (1887-88). Το 1888 ήλθε στην Αθήνα και έως το 1909 εργάστηκε ως καθηγητής γεωπονίας και χηµείας σε
Παρέµεινε στη θέση αυτή έως το 1923 (σε διαφορετικά σχολεία), συναντώντας φοβερές αντιδράσεις λόγω του
το 1890 περίπου) εµφάνισε το πρώιµο και στη συνέχεια αδιάπτωτο πάθος του για την εναρµόνιση της βυζαντινής µουσικής
Ήδη το 1893, πιστεύοντας ότι η ευρωπαϊκή µουσική είναι ανώτερη από τη βυζαντινή, πρότεινε την εισαγωγή της τετραφωνίας στην ελληνική εκκλησία
προς αντικατάσταση της βυζαντινής µουσικής, στα αργά κυρίως µέλη της, θεωρώντας ικανή τη διατήρηση της τελευταίας µόνο για τα σύντοµα µέλη. Με τη µίξη αυτή πρέσβευε ότι η εκκλησία «... θα προσλάβη µεγαλοπρέπειαν, χωρίς να είναι αποκλειστική αντιγραφή » 129. Αργότερα, πριν από το 1910, κατέληξε στο συµπέρασµα ότι από τις δύο µουσικές (ευρωπαϊκή και βυζαντινή) θα µπορούσε να υπάρξει επιλογή των καλύτερων στοιχείων τους και αλληλοδανεισµός τους. Η βασική σκέψη του ήταν ότι αν κάποιο διάστηµα χαρακτηρίζεται από την ακοή ως παράφωνο, αυτό έπρεπε να απαλειφθεί. Υποστήριξε ότι η υποδιαίρεση του ηµιτονίου
εκκλησιαστικούς ύµνους διαφόρων ήχων. Πρωτοπαρουσίασε τα θεωρητικά και πρακτικά αποτελέσµατα της έρευνάς του στον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο της Κωνσταντινούπολης στις 27/5/1910, µε τρίφωνα µουσικά παραδείγµατα από χορωδία ερµηνευµένα
ηλικίας 131
Ο
Ιωακείµ ο Γ' (1834-1912), ο οποίος παρακολούθησε την οµιλία και την παρουσίαση των ε-
129 Σταµατιάδης Σταµάτης., «Η βυζαντινή µουσική και η τετράφωνος», Εστία Εικονογραφηµένη, Αθήνα 28/3/1893, σ. 198. Επανέλαβε τις απόψεις του στο ίδιο περιοδικό σε άρθρο µε τίτλο «Σκέψεις επί της εκκλησιαστικής µουσικής» (Αθήνα 26/2/1895, σσ. 66-68).
130 Ό.π.
131 Μεταξύ των τρίφωνων µουσικών παραδειγµάτων ήταν τα: «Η Παρθένος σήµερον» σε
στην Εκκλησιαστική Αλήθεια (σε 6 συνέχειες, µε τίτλο «Η εναρµόνισις της βυζαντινής
τικό του όνοµα132) και αναδηµοσιεύθηκε στην Φόρµιγγα. Επανέλαβε την «επίδειξή» του, επίσης στον Ε.Φ.Σ. της Κωνσταντινούπολης στις 11/6/1912, µε τη συµµετοχή της χορωδίας του παρουσιάζοντας έντεκα παραδείγµατα της Οκτωηχίας. Μεταξύ αυτών τα: «Μεγάλυνον ψυχή µου» σε ήχο α’, «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε» σε ήχο α’, «Άγγελοι την είσοδον της Πανάγνου» σε ήχο δ’ και «Άξιον εστίν» σε ήχο βαρύ εναρµόνιο.
Προκάλεσε µεγάλη αίσθηση επειδή θεωρήθηκε πως κατέρριψε το κυριότερο και συχνότερο επιχείρηµα των υποστηρικτών της βυζαντινής µουσικής, ότι δηλαδή η µουσική αυτή δεν δύναται να εναρµονισθεί133. Ο περιοδικός τύπος της Κωνσταντινούπολης την αντιµετώπισε µάλλον µε θετικό τρόπο. ∆ηµοσιεύθηκε, επίσης, στην Εκκλησιαστική Αλήθεια 134. Η αποβίωση του Ιωακείµ Γ’ τον ίδιο χρόνο (1912) ήταν ένα βαρύ πλήγµα κατά της εναρµόνισης αφού ήταν ο κατ’ εξοχήν άνθρωπος που µπορούσε να τον βοηθήσει
Ελισαίος Γιανίδης, «Τον Σταυρόν Σου προσκυνούµεν», ΑΕΜ.
πήρε έκταση και ο Γερµανός το παρέπεµψε στον συντηρητικό Εκκλησιαστικό Μουσικό Σύλλο-
α) φ. 27/11, σ. 367-370, β) φ. 4/12, γ) φ. 25/12, δ) 31/12 (Κωνσταντινούπολη 1910), ε) φ. 8/1 και ζ) 15/1 (Κωνσταντινούπολη 1911).
133 Ρωµανού, «Σταµάτης Σταµατιάδης», Εθνικής µουσικής περιήγησις 1901-1912, Μέρος Ι, Κουλτούρα, Αθήνα 1996, σ. 70.
134 Εκκλησιαστική Αλήθεια, τεύχ. 25, Κωνσταντινούπολη 16/6/1912, σ. 211-212 και τεύχ. 26, Κων/πολή 23/6/1912, σ. 219-221.
135 Ψάχος, «Η εναρµόνιση της εκκλησιαστικής µουσικής», Μουσική, τεύχ. 19-20, Κωνσταντινούπολη 1913, σ. 183-184.
γο της Κωνσταντινούπολης (απαρτίζετο από συντεχνία ψαλτών, «... εξ αγραµµάτων το πλείστον µελών » 136, οι οποίοι εναντιωνόταν σε κάθε εξέλιξη της εκκλησιαστικής µουσικής). Στις 19/5/1914 ο Σύλλογος, αφού µελέτησε το θέµα, υπέβαλε υπόµνηµα στον Πατριάρχη, «περί του αδυνάτου της εναρµονίσεως της βυζαντινής µουσικής» (για λόγους κυρίως τεχνικούς, αλλά και αισθητικούς, εθνικούς, θρησκευτικούς, κ.λπ). Ξεπερνώντας
της Εκκλησιαστικής Αληθείας το νεώτερον ... τραγελαφικόν σύστηµα του κ. Σταµατιάδου » 137. Λίγα χρόνια αργότερα, µε την ηθική, αλλά και την οικονοµική υποστήριξη του Πατριάρχη Μελέτιου ∆', οργάνωσε και πάλι τη χορωδία του, ψάλλοντας τους εναρµονισµένους βυζαντινούς ύµνους του
Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδας του Πέραν. Ούτε αυτή η προσπάθεια ευδοκίµησε –παρά τη θερµή υποδοχή του κοινού και τα ενθουσιαστικά σχόλια του τοπικού τύπου («... τα θερµά άλλως τε συγχαρητήρια τα οποία εδέχθησαν εκτελεσταί και διδάσκαλος µετά το τέλος της λειτουργίας και αι αυθόρµηται
Η Μικρασιατική Καταστροφή µετέβαλε, ασφαλώς, την εναρµόνιση της εκκλησιαστικής µουσικής σε θέµα επουσιωδέστατο. Κατέφυγε πρόσφυγας στην Θεσσαλονίκη όπου δίδαξε στο 10ο Γυµνάσιο Θηλέων. Εκεί οργάνωσε, επίσης,
136 Αρχιµανδρίτης Παγκράτιος Βατοπεδινός,«Και προσδιορισµός
µέγιστης µαθηµατικής ακρίβειας». Εκδόσεις Τέρτιος, Κατερίνη 1991, σ. 16.
137 Ό.π., σ. 23-26.
138 Ανώνυµος, «Η ενηρµονισµένη εις την Παναγίαν», Πρωΐα, Κωνσταντινούπολη 6/6/1923.
139 Ανώνυµος, «Η τετραφωνία εις την Αγία Τριάδα», Πρόοδος, Κωνσταντινούπολη 22/10/1923.
140 Απογευµατινή, Αθήνα 10/3/1926.
141 Ανώνυµος, «Περί τον Χορόν της Αγίας Σοφίας», Νεολόγος, Θεσσαλονίκη 30/4/1926.
διαψεύστηκαν λόγω της εκλογικής ήττας του Βενιζέλου, αλλά και της απογοήτευσης να επιχειρήσει νέους αγώνες. Ωστόσο, µετά το 1932 οπότε συνταξιοδοτήθηκε, φρόντισε ώστε το τόσο σηµαντικό έργο του –θεωρητικό και πρακτικό- να εκδοθεί µε δική του επιµέλεια.
Το περισπούδαστο θεωρητικό µέρος («Η βυζαντινή µουσική και η εναρµόνισή της») δηµοσιεύτηκε αρχικά στο ∆ελτίο του Εκπαιδευτικού Οµίλου142 και αργότερα, στην εβδοµαδιαία εφηµερίδα Νεοελληνικά Γράµµατα (σε πέντ6ε συνέχειες) 143. Με βάση συγκεκριµένη λογική την οποία ανέπτυξε στο σύγγραµµα, διατύπωσε
Ελισαίος ΓιανΊδης, Βυζαντινή µουσική, Β’ τεύχ., εκδόσεις Κωνσταντινίδης, Αθήνα 1937-39. ΑΕΜ.
142 9ος τόµ., Αθήνα
145
Εβδοµάδας: α) «Κύριε, η εν πολλαίς αµαρτίαις», β) «Του ∆είπνου σου του Μυστικού» και γ) «Σήµερον κρεµάται επί ξύλου». Επίσης τον «Επινίκιο Ύµνο» της Λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου, και τα: «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε», «Τον Σταυρόν σου προσκυνούµεν» και «Τρισάγιον». Το δεύτερο τεύχος τυπώθηκε το 1939 (µετά το τρίτο) σε 30 σελίδες µε τίτλο «∆οξολογία. Λειτουργία». Περιέχει εναρµονίσεις της Μεγάλης ∆οξολογίας σε διαφορετικούς ήχους προς αποφυγή της µονοτονίας, κατά την άποψή του την οποία εκθέτει στον πρόλογο της έκδοσης. Αρχίζει και τελειώνει µε τον ήχο δ’, µε ενδιάµεσες εναρµονίσεις σε β’, πλάγιο β’ και πλάγιο δ’. Στη Λειτουργία του συµπεριέλαβε µόνον τα ειρµολογικά µέλη µε αµιγώς βυζαντινό χαρακτήρα (αντίφωνα, τρισάγιον, κ.λπ) – παραλείποντας το Χειρουβικόν
http://polyphonic-music.blogspot.gr/2012_07_22_archive.html
το 1938 σε 58 σελίδες µε τίτλο «Απολυτίκα, Κοντάκια, Καταβασίες». Περιέχει απολυτίκια, κοντάκια, καταβασίες όλου του ενιαυτού: της Οκτώηχου, του Μηνιαίου, του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου. Στον ίδιο ανήκουν και δικές του συνθέσεις –επίσης επί εκκλησιαστικών µελών- όπως οι: «Πατριαρχικός Πολυχρονισµός» για δίφωνη παιδική χορωδία (1915), «Μέγας Αγιασµός »
για τετράφωνη µικτή χορωδία (1922), «Τριάδος Φανέρωσιν» (1923), «Πιστεύω» και «Ο Μονογενής Γιός» για φωνές και µικτή χορωδία (πριν
από το 1925. Σε αυτές «... συνδυάζει την ατοµικήν έµπνευσιν, την λεπτότητα της τέχνης του εναρµονιστού µε το θρησκευτικόν συναίσθηµα » 146), και «Ορθοδοξίας ο φωστήρ» για βαρύτονο.
Μελετώντας το συνολικό µουσικό έργο του ο σηµερινός ερευνητής, µακριά από την οποιαδήποτε συναισθηµατική, σκόπιµη ή άλλη φόρτιση των γεγονότων της εποχής εκείνης, οφείλει να δεχθεί τη σηµαντικότητα και θετική συµβολή του στην προσπάθεια της εναρµόνισης της βυζαντινής µουσικής, η οποία αναµφίβολα κινήθηκε σε υψηλά επιστηµονικά, τουλάχιστον, επίπεδα. Αλλά και από αισθητικής πλευράς, το πολυκύµαντο έργο του, πέραν των αντιρρήσεων που προφανώς εγείρονται, δεν είναι ευκαταφρόνητο. Αντιθέτως µάλιστα, «περιέχει πολλές αξιοπρόσεκτες σελίδες, που µια καλογυµνασµένη χορωδία µπορεί και πρέπει να γνωρίσει στους φιλόµουσους, όχι µόνο για ν' αποτίσει φόρο τιµής στον µεγάλο αυτό επιστήµονα-µουσικό, αλλά -κυρίως γι' αυτό- για να δοθεί η ευκαιρία στους τελευταίους ν' απολαύσουν ένα
είναι καίριες, ακόµη και σήµερα. Μπορεί να παρασύρθηκε ενίοτε σε ακραίες θέσεις και αφορισµούς, η αιτία, όµως, πρέπει να αναζητηθεί στο πολωµένο κλίµα της εποχής. Ως προς το καθαρά µουσικό ζήτηµα, ξεκαθάρισε το ζήτηµα των διαστηµάτων προτείνοντας την φυσική κλίµακα ως την κατεξοχήν κλίµακα της αρµονίας. Αλλά και όσον αφορά τους ήχους, έδωσε προσεγµένες περιγραφές και εµβριθείς παρατηρήσεις. ∆ιατύπωσε επίσης, την κεφαλαιώδη παρατήρηση ότι η εναρµόνιση που θα περιβάλλει την κύρια βυζαντινή µελωδία θα πρέπει να ερµηνεύει την εσωτερική αρµονία που ενυπάρχει σε κάθε µελωδική γραµµή. Από
∆.Α., «Η εναρµόνισις της εκκλησιαστικής µουσικής», Μεταρρύθµισις, Κωνσταντινούπολη 18/9/1925.
147 Φιλόπουλος Γιάννης, «Ο Ελισαίος Γιανίδης», Εισαγωγή στην ελληνική πολυφωνική
Ο Ελισαίος Γιαννίδης µε µαθητές του, Αθήνα περί το 1900, ΑΕΜΘΤ.
δες Λόγος της Κωνσταντινούπολης, Νεοελληνικά Γράµµατα, Ελεύθερο Βήµα, κ.ά. της Αθήνας, και τα περιοδικά Εστία Εικονογραφηµένη (1893) και Μουσικά Χρονικά (1928-29), γράφοντας περισπούδαστα άρθρα για την εναρµόνιση της βυζαντινής µουσικής («Η βυζαντινή µουσική και η τετράφωνος»,
«Το µουσικό αίσθηµα και το γλωσσικό αίσθηµα», και «Ο δεύτερος ήχος χάνεται»). Πολυπράγµων και
«περίεργος πολυεπιστήµων » 150 έγραψε πολλά βιβλία για ποικίλα θέµατα, όπως για την οινοποιΐα
(«Εγχειρίδιον Οινοποιΐας» για την Εµπορική και Βι-
οµηχανική Ακαδηµία [1898]), την αστρονοµία
(«Στοιχεία αστρονοµίας» [1930]) και τα µαθηµατικά
(«Στοιχεία γεωµετρίας» [1938]). Τα γραπτά του διακρίνονται από τη µαθηµατική λογική στον ειρµό των
επίσης µε θέµατα φιλοσοφίας
Ελλάδα του φιλοσοφικού πραγµατισµού και ιδεαλισµού» (1900) 152. Σε αυτό υιοθέτησε τις απόψεις του Γάλλου νοµπελίστα φιλοσόφου Henri Bergson (1859-1941) µε κύριο χαρακτηριστικό την καταπολέµηση της µηχανικής εξήγησης της προέλευσης της ζωής, την αποδοχή της ενδεχοµενικότητας των φυσικών νόµων και την υποστήριξη του ωφελιµισµού). Επίσης, ανέπτυξε σπουδαία γλωσσολογική δράση, ως υπέρµαχος του δηµοτικισµού, συγγράφοντας το
βιβλίο Γλώσσα και ζωή 153 µε το οποίο τάχθηκε αναφανδόν υπέρ της υιοθέτησης της δηµοτικής (σε νεότερη δε έκδοσή του προέβη στην α-
149 ∆ιαδικτυακός ιστότοπος: http://polyphonic-music.blogspot.gr/2012_07_22_archive.html
150 Σκριπτ, Αθήνα 14/5/1902.
151 ∆ιαδικτυακός ιστότοπος: http://polyphonic-music.blogspot.gr/2012_07_22_archive.html
152 ∆ηµοσιεύθηκε
γλώσσας’ στην Αθήνα το 1908. Ακολούθησαν οι επανεκδόσεις του 1910 (Κωνσταντινούπολη), και 1914 και 1928 (Αθήνα). Πρωτοδηµοσιεύθηκε –υπό µορφήν άρθρου- µε το πραγµατικό όνοµα (Σταµάτης Σταµατιάδης) στο περιοδικό Κριτική (1905).
πλοποίηση της ορθογραφίας και την κατάργηση των πνευµάτων), καθώς και άλλες παρόµοιες δηµοσιεύσεις («Η
και πρωτεργάτης του δηµοτικισµού
νηφάλιος (Θεσσαλονίκη 1999), τεκµηριωµένο µε αρχειακό υλικό. Η ισχνή δισκογραφία του περιέχει το φωνογράφηµα σε επτά ίντσες µε το «Η παρθένος σήµερον» για ανδρική χορωδία (1910). Απεβίωσε στην Καλλιθέα Αττικής στις 11/2/1942 ύστερα από πολύµηνη ασθένεια.
Γιαπαλάκης Βασίλης: Βιολονίστας, βιολίστας και συνθέτης, προερχόµενος από τον Ελληνισµό της Ρωσίας όπου γεννήθηκε (1912). Υπήρξε προσωπικότητα υψηλού καλλιτεχνικού και κοινωνικού ήθους και ανήκει στους φιλοπρόοδους και ανιδιοτελείς µουσικούς. Ως αντιστασιακός εξορίστηκε από τη χούντα της επταετίας. Σπούδασε και στο Ελληνικό Ωδείο παίρνοντας το 1955 δίπλωµα βιόλας µε άριστα [τάξη του συνθέτη και µουσικοπαιδαγωγού Αλέξανδρου Καζαντζή (1881-1974)]. Προηγουµένως, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ‘30, δίδασκε στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών.
δεκαετές διάστηµα που έζησε στην Κωνσταντινούπολη συνέθεσε, χρησιµοποιώντας το ψευδώνυµο Χ.Χ. (άγνωστο γιατί. Το διατήρησε µέχρι τη δεκαετία του ‘50), πολλά τραγούδια για φωνή και πιάνο όπως τα: «C’est moi Dodoche», «Γάλλος και Αλσατίς», «Γκρανκασιέρης», «Τα ευζωνάκια», «Κουκλίτσες», «Μυλωνάδες», «Άφες µε κόρη», «Έλα έλα», «Ξενύχτης» (λαϊκό άσµα), «Με µαγεύουν τα’ αφράτα σου κάλλη» 155, «Στο παραθύρι», «Η Τουρκοπούλα», «Οι Σµυρνιές», «Το φιλί», κ.ά. τα οποία εκδόθηκαν από τους οίκους Φέξη, Χρηστίδη και το περιοδικό Πανόραµα 1915. Το 1923 µετατέθηκε στην Πάτρα. Εκεί πρωτοστάτησε, µαζί µε άλλους φιλοπρόοδους Πατρινούς, στην ίδρυση
γύρω στο 1930. Το 1941 άφησε την Πάτρα και εγκαταστάθηκε οριστικά στην πατρίδα της συζύγου του, τη Νάξο. Εκεί επιδόθηκε
επιείκειαν παντός µουσικού. Νάξος 1948 » 158 . Στο πρώτο τετράδιο περιέχονται συνθέσεις για δύο ή τρεις φωνές, όπως οι λατινικοί ύµνοι: «O Salutaris», «O bone Jesu», «Panis angelicus», «Tantum ergo» (σε επτά διαφορετικές γραφές), «Puer natus», «Ave Maria», δύο «Λειτουργίες» για δύο φωνές και εκκλησιαστικό όργανο, «Pater noster», «Salve Regina» και «Laudate Dominum». Επίσης, την «Pastorella» για εκκλησιαστικό όργανο. Το δεύτερο τετράδιο περιέχει, επίσης, εκκλησιαστικές συνθέσεις για δύο ή τρεις φωνές, µεταξύ των οποίων και τους λατινικούς ύµνους: «Salve mater», «Ave verum», «O Salutaris», «Tantum ergo», «Panis angelicus», «Magnificat» (1960). Περιέχει επίσης έργα µε ελληνικό κείµενο: «Χριστούγεννα», «Tί νυχτιά», «Άγια νυχτιά» (1955), «Πάτερ ηµών» 159, «Λειτουργία» για δύο παιδικές φωνές και µία τρίφωνη «Λειτουργία» 160. Μετά το 1944 έγραψε γύρω στα σαράντα τραγούδια, µε πιο ενδιαφέροντα τα: «Φέρε ταβερνιάρη µου» ταγκό, «Χράµι», «Σπιτάκι πατρικό», «Φλώρα», «Νάξο µου» και «Νησιωτοπούλα». Το 1972 συνέθεσε το χορωδιακό «Ave Maria» που µάλλον είναι το τελευταίο έργο του. Απεβίωσε στην Αθήνα το 1973.
156 Ο Michele Cornello διατηρούσε µουσικό οίκο στο κέντρο της Πάτρας και εξέδιδε παρτιτούρες Πατρινών συνθετών
Γουναρόπουλος Βασίλειος161: Συνθέτης, αρχιµουσικός και µουσικοδιδάσκαλος. Επίσης εκδότης και συντάκτης εφηµερίδων, µε ελλειπή βιογραφικά στοιχεία. Γεννή-
θηκε στη Σωζόπολη (νυν Σοζοπόλ) της Ανατολικής Ρωµυλίας από µουσική οικογέ-
νεια, γύρω στο 1865 162. Ο πατέρας του Νικόλαος ήταν συνθέτης εκκλησιαστικής µουσικής, λόγιος και ευπατρίδης. Πριν από το 1870 πήγε στη Βάρνα
όπου σπούδασε µουσική και έζησε το µεγαλύτερο µέρος της βιωτής του. Ήταν παιδί-θαύµα και ήδη από τα 18 του διετέλεσε αρχιµουσικός και διευθυντής της ορχήστρας και της χορωδίας του Φιλαρµονικού Οµίλου και της Φιλαρµονικής Ένωσης της Βάρνας δίνοντας πολυάριθµες συναυλίες µε ευρύ ρεπερτόριο από έργα Ελλήνων και ξένων συνθετών καθώς και εναρµονίσεις δηµοτικών τραγουδιών. Κατά την διάρκεια της περιόδου 1889-94 ήταν ο βασικός συντάκτης δύο ελληνικών εβδοµαδιαίων, πολιτικών, εµπορικών και φιλολογικών εφηµερίδων στη Βάρνα: α) της Οδησσού (1889;-91) και του Ευξείνου (1891-94). Συνεργάστηκε, επίσης, –ως µουσικοδιδάσκαλος- µε το ελληνογαλλικό µουσικό σχολείο των αδελφών Μπρέντα.
Το 1893 εκδόθηκε στη Βάρνα από το τυπογραφείο Λ. Νίτσε, το Μουσικόν πρωτόλειον περιέχον 25 άσµατα προς χρήσιν των σχολών
(1824-1892), «Το περιπλανώµενο φτωχό» (µονωδία) σε στίχους Κ. Κολλίλα, «Το σκαθάκι» σε στίχους Ηλία Τανταλίδη, «Η σκλαβιά», «Εµβατήριον», «Τα ψάρια και τα πουλιά»), «Η καλλιέργεια του σίτου», «Η βοσκοπούλα» (µονωδία), «Η περιστέρα» και «Το παιδίον» (σε στίχους αγνώστων), για δίφωνη χορωδία163
161 Κοτζαγεώργη Ξανθίππη, «Μουσική και θέατρο στις ελληνικές κοινότητες της Βουλγαρίας», Βαλκανικά Σύµµεικτα , τεύχ. 8, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 92-94
και Κοτζαγεώργη, «Οι Έλληνες στην Ανατολική Ρωµυλία, µέσα 19ου αιώνα-αρχές 20ού. Σωµατειακή οργάνωση και κοινωνικός βίος», Βαλκανικά Σύµµεικτα, τεύχ. 5-6, Θεσσαλονίκη 1993-94, σ. 18-36.
162 Επίσης, ο γνωστός ζωγράφος Γιώργος Γουναρόπουλος (1889-1977) ήταν ανεψιός του.
163 Τα υπόλοιπα δεκατέσσερα άσµατα υπογράφονται από τον παντελώς άγνωστο, πιθανώς Βαρναίο, Θ. Θεοφάνη. Σε αυτόν ανήκει και το «Quadrille, Marie-Louise» για ορχήστρα,