Prison

Page 1

Θετική Φωνή

Σύλλογος Οροθετικών Ελλάδας

«ΑΠΟΛΥΣΗ ΥΠΟ ΟΡΟ» ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ (Ενημερωτικό Σημείωμα) Αθήνα 2014



«ΑΠΟΛΥΣΗ ΥΠΟ ΟΡΟ» ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ

Πρόλογος Ήδη εδώ και καιρό, μέλη της «Θετικής Φωνής» επισκέπτονται εθελοντικά και ανά τακτά διαστήματα το Νοσοκομείο Κρατουμένων Κορυδαλλού «Ο Άγιος Παύλος», προκειμένου να επικοινωνήσουν και να ενημερώσουν τους οροθετικούς κρατούμενους. Κατά τις επισκέψεις αυτές, τα μέλη της Θετικής Φωνής διαπίστωσαν ότι οι κρατούμενοι είτε αγνοούν είτε γνωρίζουν με τρόπο ελλιπή ή εσφαλμένο τον θεσμό της απόλυσης υπό όρον, ένα θεσμό δηλαδή που διαδραματίζει βασικό ρόλο αφενός μεν στην επίτευξη της προληπτικής λειτουργίας της ποινής, αφετέρου δε στην ομαλή ένταξη των κρατουμένων στο κοινωνικό σύνολο. Για τον σκοπό αυτό, η «Θετική Φωνή» έκρινε σκόπιμο να προχωρήσει στην έκδοση αυτού του μικρού οδηγού, ο οποίος απευθύνεται τόσο σε κρατούμενους όσο και σε μη κυβερνητικές οργανώσεις ή και επαγγελματίες που ασχολούνται με τα δικαιώματα των κρατουμένων. Ο παρόν οδηγός δεν συνιστά προφανώς ενδελεχή ανάλυση του θεσμού της απόλυσης υπό όρον. Αντίθετα, συνιστά μια βασική καταγραφή και συνοπτική ανάλυση των ισχυουσών ρυθμίσεων.

3


ΘΕΤΙΚΗ ΦΩΝΗ | Σύλλογος Οροθετικών Ελλάδας

Εισαγωγή Ως «απόλυση υπό όρον» νοείται η αποφυλάκιση πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου έκτισης της καταγνωσθείσας από το δικαστήριο ποινής του καταδικασμένου εκείνου, ο οποίος απέδειξε ότι είναι «άξιος» της πρόωρης αποφυλάκισης. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα θεσμό που δεν αποτελεί απαλλαγή από την ποινή, αλλά στάδιο εκτέλεσης αυτής, που επιδιώκει την αποτροπή της υποτροπής, με τη βελτίωση του καταδίκου και την κοινωνική του αποκατάσταση (ΑΠ Ολ 106/1991). Έτσι, ο απολυόμενος υπό όρο θεωρείται ότι τελεί υπό ποινή που εκτίεται όχι με εγκλεισμό σε φυλακή, αλλά σε ένα καθεστώς δοκιμασίας, ή αλλιώς «περιορισμένης ελευθερίας». Σε περίπτωση που ο υπό όρο απολυθείς από τις φυλακές τελέσει έγκλημα ή παραβεί τους όρους διαβίωσης πριν το πέρας του χρόνου δοκιμασίας, θα επιστρέψει στη φυλακή για να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του (υπολογιζόμενο από τη μέρα της υφ’ όρον απόλυσής του). Έτσι, η υφ’ όρον απόλυση συνιστά ένα θεσμό που δίνει στον καταδικασμένο, ο οποίος έχει ήδη εκτίσει ένα τμήμα της στερητικής της ελευθερίας ποινής του και έχει επιδείξει σωφρονιστική βελτίωση κατά τη διάρκεια της κράτησής του, την ευκαιρία να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του σε καθεστώς περιορισμένης ελευθερίας, τηρώντας ορισμένους όρους διαβίωσης και αποφεύγοντας εγκληματικές συμπεριφορές, προκειμένου να οριστικοποιηθεί η απόλυσή του. Με άλλα λόγια, αρκεί την περίοδο της υπό όρον απόλυσης οι καταδικασθέντες να τηρούν τους τεθέντες όρους και να μην εμπλακούν σε νέες εγκληματικές δραστηριότητες. Οι διατάξεις περί απόλυσης υπό όρο είναι διατάξεις ουσιαστικού δικαίου και, επομένως, εφαρμόζεται ο επιεικέστερος για τον καταδικασθέντα νόμος (άρθρο 2 ΠΚ). Επίσης, η υπό όρον απόλυση αποτελεί θεσμό δημόσιας τάξης και δεν λαμβάνεται υπόψη τυχόν αντίθετη βούληση του καταδικασθέντος. Ο Έλληνας νομοθέτης παρενέβη συχνά στο θεσμό της υφ’ όρον απόλυσης, είτε με τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα είτε με την έκδοση μεταβατικών νομοθετημάτων που παρακάμπτουν τις προϋποθέσεις εφαρμογής της υφ’ όρον απόλυσης (είτε εισάγοντας ευεργετικές διατάξεις για ορισμένο χρονικό διάστημα, είτε προβλέποντας ειδικές ρυθμίσεις για ορισμένες κατηγορίες κρατουμένων). Στο παρόν σημείωμα παρατίθενται καταρχήν οι πάγιες ρυθμίσεις του Ποινικού Κώδικα. Εν συνεχεία, καταγράφονται αυτές του νόμου περί ναρκωτικών, εντέλει δε και οι πρόσφατες διατάξεις του ν. 4242/2014 και του ν. 4274/2014, οι οποίες και θεσπίσθηκαν με κύριο στόχο την αποσυμφόρηση των φυλακών. Μετά την παράθεση των ισχυουσών διατάξεων, ακολουθεί συνοπτικό κείμενο ερμηνείας των κρίσιμων κάθε φορά ρυθμίσεων.

4


«ΑΠΟΛΥΣΗ ΥΠΟ ΟΡΟ» ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ

Α. ΟΙ ΓΕΝΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ Άρθρο 105 Ποινικού Κώδικα

ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ ΠΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΑΠΟΛΥΘΟΥΝ 1. Όσοι καταδικάσθηκαν σε ποινή στερητική της ελευθερίας μπορούν να απολυθούν υπό τον όρο της ανάκλησης σύμφωνα με τις πιο κάτω διατάξεις και εφ’ όσον έχουν εκτίσει: (α) προκειμένου για φυλάκιση, τα δύο πέμπτα της ποινής τους, (β) προκειμένου για πρόσκαιρη κάθειρξη, τα τρία πέμπτα της ποινής τους, (γ) προκειμένου για ισόβια κάθειρξη, τουλάχιστον είκοσι έτη. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης δεν απαιτείται να έχει καταστεί η καταδίκη αμετάκλητη. 2. Το χρονικό διάστημα των τριών πέμπτων περιορίζεται στα δυο πέμπτα της ποινής που επιβλήθηκε και προκειμένου για ισόβια κάθειρξη, τα είκοσι έτη περιορίζονται σε δεκαέξι, αν ο κατάδικος έχει υπερβεί το εβδομηκοστό έτος της ηλικίας του. Το χρονικό διάστημα των δεκαέξι ετών προσαυξάνεται κατά τα δυο πέμπτα των λοιπών ποινών που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί, αν έχει εκτίσει είκοσι έτη. Μετά τη συμπλήρωση του εξηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του καταδίκου κάθε ημέρα παραμονής του σε σωφρονιστικό κατάστημα υπολογίζεται ευεργετικά ως δυο ημέρες εκτιόμενης ποινής. Αν ο κατάδικος εργάζεται, κάθε ημέρα απασχόλησης υπολογίζεται ως επιπλέον μισή ημέρα εκτιόμενης ποινής. Αν για τους κατάδικους αυτούς προκύπτει από άλλες διατάξεις ευνοϊκότερος υπολογισμός, εφαρμόζονται εκείνες. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται σε κατάδικους για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, για τους οποίους εξακολουθεί να ισχύει η παράγραφος 2 του άρθρου 105 του Ν. 1492/ 1950 «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα». 3. Σε ποινές φυλάκισης που δεν έχουν μετατραπεί, αν έχει εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο το ένα πέμπτο αυτών, το τριμελές πλημμελειοδικείο του τόπου κράτησης μετατρέπει το επόμενο ένα πέμπτο αυτών σε χρηματική ποινή και διατάσσει την απόλυση του κρατουμένου, εκτός αν με ειδική αιτιολογία κρίνει από την εν γένει συμπεριφορά του κατά το χρόνο έκτισης της ποινής ότι η χρηματική ποινή δεν αρκεί για να αποτραπεί ο κατάδικος από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Κατά της απόφασης ο κατάδικος μπορεί να ασκήσει έφεση. Εάν το δικαστήριο κρίνει ότι ο κατάδικος βρίσκεται σε απόλυτη οικονομική αδυναμία να καταβάλει τη χρηματική ποινή, τη μετατρέπει σε ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 5 του άρθρου 82. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται αναλόγως οι παρ. 6 έως 8 του άρθρου 82. (Με την παρ. 1, του άρθρ. 4, του Ν. 3904/23-12-2010 – ΦΕΚ 218 Α, προστέθηκε η παρούσα παράγραφος 3 , η δε προηγούμενη παράγραφ. 3 μαζί με τις παραγράφους 4 και 5 αναριθμήθηκαν σε 4,5,6). 4. Στην περίπτωση που συντρέχουν σωρευτικά περισσότερες ποινές, ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί υπό όρο, αν έχει εκτίσει το άθροισμα των τμημάτων των ποινών, που προβλέπεται στην παράγραφο 1. Σε κάθε περίπτωση ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει είκοσι πέντε έτη και όταν το παραπάνω άθροισμα υπερβαίνει το όριο αυτό. 5. Αν απολυθεί υπό όρο κατάδικος, ο οποίος μετά την έκτιση της ποινής πρέπει να υποβληθεί σε στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, ο χρόνος της δοκιμασίας αρχίζει μετά την λήξη του μέτρου αυτού. Αν με δικαστική απόφαση έχει διαταχθεί η απέλαση του καταδίκου που απολύεται υπό όρο, η απέλαση εκτελείται αμέσως μετά την υπό όρο απόλυση αυτού, εκτός αν η απέλαση είναι αδύνατη, οπότε απολύεται ο κατάδικος και αρχίζει ο χρόνος δοκιμασίας.

5


ΘΕΤΙΚΗ ΦΩΝΗ | Σύλλογος Οροθετικών Ελλάδας

6. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης, ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά κατά το Ν. 2058/1952. Προκειμένου για ποινές κάθειρξης δεν μπορεί να χορηγηθεί στον κατάδικο η υπό όρο απόλυση, αν δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με το ένα τρίτο της ποινής που του επιβλήθηκε και, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, δεκαέξι έτη. Το χρονικό διάστημα των δύο πέμπτων ή, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, των δεκαέξι ετών προσαυξάνεται κατά τα δυο πέμπτα των λοιπών ποινών που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει είκοσι έτη. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται σε όσους καταδικάσθηκαν για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, για τους οποίους εξακολουθεί να ισχύει το άρθρο 5 του Ν. 2058/1952. Επίσης, οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται σε όσους καταδικάσθηκαν για το έγκλημα της παραγράφου 1 του άρθρου 299, εφ’ όσον η πράξη τελέσθηκε εναντίον υπαλλήλου κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του. 7. Κάθε ημέρα παραμονής σε σωφρονιστικό κατάστημα κρατουμένων που πάσχουν από ημιπληγία ή παραπληγία, σκλήρυνση κατά πλάκας, ή έχουν υποβληθεί σε επέμβαση μεταμόσχευσης καρδιάς, ήπατος, νεφρού ή μυελού, ή είναι φορείς του συνδρόμου επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας, ή πάσχουν από κακοήθη νεοπλάσματα, ή από νεφρική ανεπάρκεια για την οποία γίνεται τακτική αιμοκάθαρση και από φυματίωση κατά τη διάρκεια της θεραπείας της, υπολογίζεται ευεργετικά ως δύο ημέρες εκτιόμενης ποινής. Το ίδιο ισχύει και: α) για κάθε πάθηση που το διαπιστωμένο από υγειονομική επιτροπή ποσοστό αναπηρίας είναι 67% και άνω, β) για τις κρατούμενες μητέρες για όσο διάστημα έχουν μαζί τους τα ανήλικα τέκνα τους. Για τον ευεργετικό υπολογισμό αποφασίζει ο κατά τον Σωφρονιστικό Κώδικα αρμόδιος δικαστικός λειτουργός, μετά από αίτηση του κρατουμένου και πρόταση του Συμβουλίου Εργασίας Κρατουμένων. Η παρ. 3 του άρθρ. 46 του ν. 2776/1999 ως ισχύει, εφαρμόζεται αναλόγως για τα πειθαρχικά παραπτώματα των πιο πάνω κρατουμένων.

Ερμηνεία: Οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της απόλυσης υπό όρο είναι τυπικές και ουσιαστικές. Οι μεν τυπικές προϋποθέσεις ορίζονται στο άρθρο 105 ΠΚ, ενώ η ουσιαστική προϋπόθεση στο άρθρο 106 ΠΚ (βλ. κατωτέρω). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 105 παρ. 1, όσοι καταδικάσθηκαν σε ποινή στερητική της ελευθερίας μπορούν να απολυθούν υπό όρο, εφόσον (α) έχουν καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης ή κάθειρξης, πρόσκαιρης ή ισόβιας και (β) έχουν εκτίσει μέρος της ποινής τους. Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, σημειώνεται ότι η απόλυση υπό όρο αφορά καταδικασθέντες που εκτίουν ποινή στερητική της προσωπικής τους ελευθερίας και όχι πρόσωπα στα οποία τους έχουν επιβληθεί μέτρα ασφαλείας ή όταν η έκτιση της ποινής γίνεται με παροχή κοινωφελούς εργασίας. Επίσης, η καταδίκη δεν απαιτείται να είναι αμετάκλητη. Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, το άρθρο 105 ΠΚ προβλέπει ότι οι καταδικασθέντες θα πρέπει να έχουν εκτίσει μέρος της ποινής τους. Όσο για τον χρόνο της ποινής που θα πρέπει να έχει εκτιθεί, διαφοροποιείται ανάλογα με το είδος της ποινής.

6


«ΑΠΟΛΥΣΗ ΥΠΟ ΟΡΟ» ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ

Ειδικότερα: (α) προκειμένου για φυλάκιση, οι καταδικασθέντες πρέπει να έχουν εκτίσει τα 2/5 της ποινής τους. Το όριο αυτό υπολογίζεται με την προσμέτρηση πλασματικού χρόνου εργασίας του καταδίκου ή συμμετοχής του σε εκπαιδευτικά προγράμματα, με ευεργετικό υπολογισμό, ενώ δεν απαιτείται πραγματική έκτιση κάποιου ελάχιστου ορίου ποινής. (β) προκειμένου για πρόσκαιρη κάθειρξη, οι καταδικασθέντες πρέπει να έχουν εκτίσει τα 3/5 της ποινής τους. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται πραγματική έκτιση (χωρίς ευεργετικό υπολογισμό) του 1/3 του συνολικού χρόνου της ποινής. (γ) προκειμένου για ισόβια κάθειρξη, οι καταδικασθέντες πρέπει να έχουν εκτίσει τουλάχιστον είκοσι έτη. Από αυτά τα 16 έτη πρέπει να έχουν εκτιθεί χωρίς ευεργετικό υπολογισμό. Επίσης, σε περίπτωση που συντρέχουν σωρευτικά περισσότερες ποινές, ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί υπό όρο, αν έχει εκτίσει το άθροισμα των τμημάτων των ποινών, που προβλέπεται στην παράγραφο 1. Σε κάθε περίπτωση, ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει είκοσι πέντε έτη και όταν το παραπάνω άθροισμα υπερβαίνει το όριο αυτό. Σύμφωνα με το άρθρο 105 παρ. 3 ΠΚ, σε ποινές φυλάκισης που δεν μετατρέπονται (αλλά εκτίονται), μετά την έκτιση του 1/5 των ποινών αυτών, μετατρέπεται το επόμενο 1/5 αυτών σε χρηματική ποινή και διατάσσεται η απόλυση του κρατουμένου. Αρμόδιο δεν είναι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, αλλά το Τριμελές Πλημμελειοδικείο του τόπου κράτησης το οποίο και διατάσσει την απόλυση, εκτός αν κρίνει με ειδική αιτιολόγηση ότι η χρηματική ποινή δεν αρκεί για να αποτραπεί ο κατάδικος από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Πέραν των ανωτέρω ρυθμίσεων, προβλέπονται ειδικές ρυθμίσεις για τους υπερήλικες καταδίκους, για τους οποίους μειώνεται το ελάχιστο όριο έκτισης (πραγματικής ή πλασματικής) της ποινής. Επίσης, εισάγεται ευεργετικός (πλασματικός) τρόπος υπολογισμού ποινής για ορισμένες κατηγορίες καταδίκων: πρόκειται για τους κρατούμενους που πάσχουν από ημιπληγία ή παραπληγία, σκλήρυνση κατά πλάκας, ή έχουν υποβληθεί σε επέμβαση μεταμόσχευσης καρδιάς, ήπατος, νεφρού ή μυελού, ή είναι φορείς του συνδρόμου επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας, ή πάσχουν από κακοήθη νεοπλάσματα, ή από νεφρική ανεπάρκεια για την οποία γίνεται τακτική αιμοκάθαρση και από φυματίωση όσο διαρκεί η θεραπεία της, καθώς και τα τις κρατούμενες μητέρες που έχουν μαζί τους τα ανήλικα τέκνα τους και τα άτομα με ποσοστό αναπηρίας άνω του 67%. Για όλες τις ανωτέρω κατηγορίες, Κάθε ημέρα παραμονής σε σωφρονιστικό κατάστημα κρατουμένων υπολογίζεται ευεργετικά ως δύο ημέρες εκτιόμενης ποινής.

7


ΘΕΤΙΚΗ ΦΩΝΗ | Σύλλογος Οροθετικών Ελλάδας

Άρθρο 106 Ποινικού Κώδικα

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΛΥΣΗΣ 1. Η απόλυση υπό όρο χορηγείται οπωσδήποτε, εκτός αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του καταδίκου, κατά την έκτιση της ποινής του, καθιστά απολύτως αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται σε καταδικασθέντες για το έγκλημα της έσχατης προδοσίας, για τους οποίους εξακολουθεί να ισχύει η παρ. 1 του άρθρου 106 του Ν. 1492 /1950 «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα». 2. Στον απολυόμενο μπορούν να επιβληθούν ορισμένες υποχρεώσεις που θα αφορούν τον τρόπο της ζωής του και ιδίως τον τόπο διαμονής του. Οι υποχρεώσεις αυτές μπορούν πάντοτε να ανακληθούν ή να τροποποιηθούν με αίτηση του απολυμένου. 3. Οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως και 4 του άρθρου 100Α εφαρμόζονται αναλόγως.

Ερμηνεία: Προκειμένου να απολυθεί υπό όρο ο καταδικασθείς, απαιτείται, εκτός από τις τυπικές προϋποθέσεις οι οποίες αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 105 ΠΚ, να συντρέχει, επίσης, και η ουσιαστική προϋπόθεση που εκτίθεται στη διάταξη του άρθρου 106 ΠΚ. Σύμφωνα με αυτήν, απαιτείται η προηγούμενη εκτίμηση της διαγωγής του καταδίκου κατά το χρονικό διάστημα έκτισης της ποινής του. Ειδικότερα, η υφ’ όρον απόλυση μπορεί να μην χορηγηθεί, αν κριθεί με ειδική αιτιολογία, ότι η διαγωγή του καταδίκου κατά την έκτιση της ποινής του καθιστά απολύτως αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του, προκειμένου να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων. Για την αξιολόγηση της διαγωγής του καταδίκου λαμβάνεται υπόψη η εν γένει συμπεριφορά του, όπως αυτή εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της κράτησής του. Όσο για την εκτίμηση της πιθανότητας τέλεσης από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων λαμβάνεται υπόψη και ο χαρακτήρας του, όπως διαγιγνώσκεται με βάση την όλη διαγωγή του κατά τη διάρκεια της έκτισης της ποινής του. Αντίθετα, δεν λαμβάνονται υπόψη στοιχεία που ανάγονται στον πριν από την καταδίκη χρόνο και συγκεκριμένα στη Βαρύτητα της πράξης για την οποία καταδικάσθηκε, στο προηγούμενο διάστημα της ζωής του και στις προγενέστερες ατομικές και κοινωνικές του περιστάσεις, αφού τα στοιχεία αυτά αξιολογήθηκαν στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 79 ΠΚ για την επιμέτρηση της ποινής που του επιβλήθηκε (ΑΠ Ολ 4/1998). Έτσι, η απόλυση υπό όρο δεν μπορεί να εξαρτηθεί από το βεβαρημένο ποινικό παρελθόν, αλλά μόνο στην καλή ή κακή διαγωγή στη φυλακή. Από τη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 105 παρ. 1 ΠΚ («η απόλυση υπό όρο χορηγείται οπωσδήποτε, εκτός αν (…)») προκύπτει ότι η χορήγηση της απόλυσης συνιστά τον κανόνα, ενώ η απόρριψη της χορήγησής της αποτελεί την εξαίρεση. Συνεπώς, η χορήγηση της απόλυσης είναι υποχρεωτική, εκτός αν κριθεί με ειδική και πλήρη αιτιολογία, ότι η διαγωγή του καταδίκου κατά την έκτιση της ποινής του καθιστά απολύτως αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του, προκειμένου να αποτραπεί η τέλεση

8


«ΑΠΟΛΥΣΗ ΥΠΟ ΟΡΟ» ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ

από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων. Η αιτιολογία στην περίπτωση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει αναφορά συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών που καθιστούν επιβεβλημένη τη συνέχιση της ποινής σε κατάστημα κράτησης. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 106 παρ. 2 ΠΚ, σε αυτόν που απολύεται υπό όρον από τη φυλακή μπορούν να επιβληθούν ορισμένες υποχρεώσεις που θα αφορούν στον τρόπο της ζωής του και ιδίως στον τόπο διαμονής του. Οι υποχρεώσεις αυτές μπορούν πάντοτε να ανακληθούν ή να τροποποιηθούν με αίτηση του απολυμένου. Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι το Δικαστικό Συμβούλιο δύναται να ανακαλέσει ή τροποποιήσει τους τεθέντες περιοριστικούς όρους όχι μόνο με αίτηση του ιδίου του απολυθέντος αλλά και αυτεπαγγέλτως. Εξάλλου, οι περιοριστικοί όροι μπορούν να επιβληθούν από το Συμβούλιο και με μεταγενέστερο βούλευμα, εντός του χρόνου δοκιμασίας του άρθρου 109 ΠΚ. Έφεση ή αναίρεση κατά του βουλεύματος που απορρίπτει την αίτηση του απολυόμενου για ανάκληση των περιοριστικών όρων δεν επιτρέπεται. Επιτρέπεται, όμως, η υποβολή αίτησης ανάκλησης του απορριπτικού βουλεύματος. Άρθρο 107 Ποινικού Κώδικα

ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΛΥΣΗΣ 1. Η απόλυση μπορεί να ανακληθεί, αν εκείνος που απολύθηκε δεν συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που του επιβλήθηκαν κατά την απόλυση. 2. Σε περίπτωση ανάκλησης ο χρόνος από την απόλυση έως τη νέα σύλληψη δεν υπολογίζεται στη διάρκεια της ποινής. Άρθρο 108 Ποινικού Κώδικα

ΑΡΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΛΥΣΗΣ Αν μέσα στο χρονικό διάστημα που προβλέπει το άρθρο 109, εκείνος που απολύθηκε διαπράξει έγκλημα από δόλο, για το οποίο του επιβλήθηκε αμετακλήτως οποτεδήποτε ποινή φυλάκισης ανώτερη από ένα έτος, εκτίει αθροιστικά και ολόκληρο το υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής, το οποίο έπρεπε να εκτίσει κατά το χρόνο της προσωρινής απόλυσης. Άρθρο 109 Ποινικού Κώδικα

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΜΗ ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ Αν από την απόλυση περάσει το χρονικό διάστημα της ποινής το οποίο υπολειπόταν για έκτιση, σε όσες περιπτώσεις αυτό είναι ανώτερο από τρία έτη, ή αν περάσουν τρία έτη χωρίς να γίνει ανάκληση, η ποινή θεωρείται ότι εκτίθηκε. Η ισόβια κάθειρξη θεωρείται ότι εκτίθηκε, αν περάσουν δέκα έτη από την απόλυση χωρίς να γίνει ανάκλησή της.

9


ΘΕΤΙΚΗ ΦΩΝΗ | Σύλλογος Οροθετικών Ελλάδας

Ερμηνεία (107 - 109 ΠΚ): Με τα άρθρα 107, 108 και 109 ΠΚ ρυθμίζεται η διαδικασία της ανάκλησης και της άρσης της απόλυσης υπό όρον, καθώς και οι συνέπειες της μη ανάκλησής της υφ’ όρον απόλυσης. Στο άρθρο 109 ΠΚ ορίζεται ο «χρόνος δοκιμασίας» στην απόλυση υπό όρο, δηλαδή το διάστημα εκείνο μετά την απόλυση κατά το οποίο παρακολουθείται η συνέπεια του απολυθέντος ως προς την τήρηση των υποχρεώσεων που του έχουν επιβληθεί. Κατά τη διάταξη του άρθρου αυτού, αν από την υφ’ όρον απόλυση πέρασε το χρονικό διάστημα της ποινής, το οποίο υπολείπετο για έκτιση (σε όσες περιπτώσεις αυτό είναι ανώτερο από τρία έτη) ή αν περάσουν τρία έτη (όταν αυτό είναι μικρότερο των τριών ετών), χωρίς να γίνει ανάκληση, η ποινή, θεωρείται ότι έχει εκτιθεί. Όταν πρόκειται ειδικά για ισόβια κάθειρξη, αυτή θεωρείται ότι εκτίθηκε, αν περάσουν 10 έτη από την απόλυση του προσώπου χωρίς αυτή να ανακληθεί. Αν, όμως, μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα, εκείνος που απολύθηκε υπό όρον διαπράξει έγκλημα από δόλο (και όχι από αμέλεια), για το οποίο του επιβλήθηκε αμετακλήτως οποτεδήποτε ποινή φυλακίσεως ανώτερη από 1 έτος, τότε εκτίει αθροιστικά και ολόκληρο το υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής, το οποίο έπρεπε να εκτίσει κατά τον χρόνο της προσωρινής απόλυσης. Τούτο προβλέπεται στο άρθρο 108 ΠΚ (άρση της απόλυσης) και δικαιολογείται κατά το μέτρο που η απόλυση υπό όρον δεν θεωρείται απαλλαγή από την ποινή, αλλά στάδιο εκτελέσεώς της που επιδιώκει την αποτροπή της υποτροπής του καταδίκου και την κοινωνική του αποκατάσταση (Ολ.ΑΠ 106/1991). Η αυτοδικαία άρση της υφ` όρον απόλυσης και η εκτέλεση της ποινής και κατά το υπόλοιπο τμήμα της, για το οποίο χορηγήθηκε δεν εμποδίζεται από το γεγονός ότι δεν επήλθε το αμετάκλητο της νέας καταδίκης για το έγκλημα που τέλεσε ο καταδικασθείς με δόλο, μέσα στο χρόνο της δοκιμαστικής ελευθερίας και για το οποίο του επεβλήθη ποινή φυλακίσεως άνω του ενός έτους (ΑΠ 1413/2013). Σε αντίθεση με την άρση της απόλυσης, η οποία επέρχεται αυτοδικαίως, χωρίς τη μεσολάβηση κάποιας δικαστικής απόφασης, για το λόγο ότι ο καταδικασμένος διέπραξε κατά το διάστημα της δοκιμασίας βαρύ έγκλημα από δόλο, η ανάκληση της απόλυσης προβλέπεται στο άρθρο 107ΠΚ και αφορά τις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις που του επιβλήθηκαν κατά την απόλυση. Η ανάκληση επέρχεται πάντοτε με απόφαση του δικαστικού συμβουλίου του τόπου έκτισης της ποινής και είναι, σε κάθε περίπτωση, δυνητική. Έτσι, η ανάκληση της απόλυσης υπό όρο πρέπει να διατάσσεται στις περιπτώσεις εκείνες που είναι ηθελημένη και αδικαιολόγητη και όχι στις περιπτώσεις εκείνες που οφείλεται σε αντικειμενική αδυναμία. Και οι δύο αυτοί θεσμοί (ανάκληση και άρση της υφ’ όρον απόλυσης), έχουν το ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή τον επανεγκλεισμό του καταδίκου στα καταστήματα κράτησης για την έκτιση του υπολοίπου της ποινής του. Η άρση της υφ` όρο απόλυσης έχει επιπλέον και τιμωρητικό χαρακτήρα διότι κατά το χρόνο της δοκιμασίας, ο κατάδι-

10


«ΑΠΟΛΥΣΗ ΥΠΟ ΟΡΟ» ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ

κος διέπραξε και άλλο έγκλημα από δόλο. Γι` αυτό το λόγο, στην άρση της υφ` όρο απόλυσης, πέραν του επανεγκλεισμού του καταδίκου για την έκτιση ολόκληρου του υπολοίπου της προηγούμενης ποινής, οι συντρέχουσες ποινές της νέας ποινής που επιβλήθηκε σε αυτόν για το έγκλημα που διέπραξε κατά το χρόνο της δοκιμασίας του και το ανασταλέν υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής, εκτίονται αθροιστικά, (ΑΠ Ολ 106/1991 Δικ 91, 1546, ΝοΒ 91, 957). Δεν εφαρμόζεται δηλ. στην περίπτωση αυτή το καθιερούμενο από το άρθρο 94 ΠΚ σύστημα της συνολικής ποινής για τις συντρέχουσες στερητικές της ελευθερίας ποινές, αλλά, κατά παρέκκλιση, το σύστημα της αθροιστικής έκτισης. Έτσι, πρώτα εκτίεται ολόκληρο το ανασταλέν υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής και στη συνέχεια η νέα ποινή που επιβλήθηκε για το έγκλημα που διέπραξε κατά το χρόνο της δοκιμασίας.

Άρθρο 110 Ποινικού Κώδικα

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΛΥΣΗΣ 1. Για τη χορήγηση και την ανάκληση της απόλυσης υπό όρο αποφασίζει το συμβούλιο των πλημμελειοδικών του τοπου της έκτισης της ποινής. Ο κατάδικος δεν κλητεύεται ούτε εμφανίζεται ενώπιον του συμβουλίου και μπορεί, αφού λάβει γνώση, μέσω του διευθυντή του καταστήματος κράτησης, της πρότασης του εισαγγελέα, να υποβάλει έγγραφο υπόμνημα. Εάν όμως το συμβούλιο κρίνει ότι τούτο είναι αναγκαίο, μπορεί να διατάξει την ενώπιόν του εμφάνιση του καταδίκου. 2. Η απόλυση υπό όρο χορηγείται με αίτηση της διεύθυνσης του καταστήματος στο οποίο κρατείται ο κατάδικος. Η αίτηση υποβάλλεται ένα (1) μήνα πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου, που προβλέπει το άρθρο 105. Αν η διεύθυνση του ιδρύματος κρίνει ότι συντρέχουν προϋποθέσεις για τη μη χορήγηση της απόλυσης υπό όρο υποβάλλει σχετική αναφορά μαζί με έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας του καταστήμα­τος στον εισαγγελέα των πλημμελειοδικών, ο οποίος την εισάγει στο συμβούλιο. 3. Για την ανάκληση αποφασίζει το ίδιο δικαστικό συμβούλιο, ύστερα από πρόταση των αρχών που εποπτεύουν αυτόν που απολύθηκε. 4. Η εποπτεία αυτή μπορεί να ανατεθεί και σε εταιρεία προστασίας των αποφυλακιζομένων. 5. Σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, για να προληφθεί κίνδυνος της δημόσιας τάξης ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών του τόπου διαμονής εκείνου που απολύθηκε μπορεί να διατάξει την προσωρινή σύλληψή του ύστερα από την οποία προκαλείται αμέσως με τη νόμιμη διαδικασία η απόφαση για την ανάκληση. Σε περίπτωση οριστικής ανάκλησης, θεωρείται ότι αυτή επήλθε την ημέρα της σύλληψης.

11


ΘΕΤΙΚΗ ΦΩΝΗ | Σύλλογος Οροθετικών Ελλάδας

Ερμηνεία: Στο άρθρο 110 ΠΚ καταγράφεται η διαδικασία χορήγησης της υφ’ όρον απόλυσης. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, για τη χορήγηση και την ανάκληση της απόλυσης υπό όρο αποφασίζει το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών του τόπου της έκτισης της ποινής (και όχι του τόπου διαμονής του απολυθέντος). Ο κατάδικος δεν κλητεύεται ούτε εμφανίζεται ενώπιον του συμβουλίου και μπορεί, αφού λάβει γνώση, μέσω του διευθυντή του καταστήματος κράτησης, της πρότασης του εισαγγελέα, να υποβάλει έγγραφο υπόμνημα. Εάν όμως το συμβούλιο κρίνει ότι τούτο είναι αναγκαίο, μπορεί να διατάξει τον κατάδικο να εμφανισθεί ενώπιον του. Η απόλυση υπό όρο χορηγείται με αίτηση της διεύθυνσης του καταστήματος στο οποίο κρατείται ο κατάδικος. Η αίτηση υποβάλλεται ένα μήνα πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου, που προβλέπει το άρθρο 105. Αν η διεύθυνση του ιδρύματος κρίνει ότι συντρέχουν προϋποθέσεις για τη μη χορήγηση της απόλυσης υπό όρο υποβάλλει σχετική αναφορά μαζί με έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας του καταστήματος στον εισαγγελέα των πλημμελειοδικών, ο οποίος την εισάγει στο συμβούλιο. Για τη χορήγηση και την ανάκληση της απόλυσης (107 ΠΚ) αποφασίζει αιτιολογημένα το Δικαστικό Συμβούλιο, μετά από πρόταση των αρχών που εποπτεύουν τον απολυθέντα. Τυχόν απόρριψη του αιτήματος χορήγησης της απόλυσης υπό όρον δεν δημιουργεί δεδικασμένο και μπορεί το Συμβούλιο να δεχτεί νέα αίτηση, αν κρίνει ότι ήδη συντρέχουν οι προϋποθέσεις λόγω μεταγενέστερων γεγονότων.

Άρθρο 110Α Ποινικού Κώδικα 1. Η απόλυση υπό όρο χορηγείται ανεξαρτήτως της συνδρομής των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και 106 εφόσον ο κατάδικος νοσεί από σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας, από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και υποβάλλεται σε τακτική αιμοκάθαρση, από ανθεκτική φυματίωση ή είναι τετραπληγικός, καθώς και από κίρρωση του ήπατος με αναπηρία άνω του εξήντα επτά τοις εκατό (67%) ή από γεροντική άνοια έχοντας υπερβεί το ογδοηκοστό έτος της ηλικίας ή από κακοήθη νεοπλάσματα τελικού σταδίου. 2. Η διακρίβωση της προϋποθέσεως της παραγράφου 1 γίνεται μετά από αίτηση του καταδίκου από το αρμόδιο συμβούλιο Πλημμελειοδικών, το οποίο διατάσσει ειδική πραγματογνωμοσύνη και η διαδικασία της καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. 3. Η απόλυση υπό όρο κατά την παρ. 1 σημειώνεται στο Ποινικό Μητρώο του καταδίκου και χορηγείται μόνο μία φορά.

12


«ΑΠΟΛΥΣΗ ΥΠΟ ΟΡΟ» ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ

Ερμηνεία: Το άρθρο 110Α ΠΚ εισάγει εξαίρεση από τις κοινές προϋποθέσεις χορήγησης της απόλυσης υπό όρο. Ο ποινικός νομοθέτης έχοντας σταθμίσει την σοβαρότητα, τα χαρακτηριστικά και τις ιδιαίτερες ανάγκες της κατάστασης των προσώπων που νοσούν από το σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας (AΙDS) αναγνώρισε την ανάγκη διαφορετικής ποινικής μεταχείρισής του. Για το λόγο αυτό, θέσπισε το άρθρο 110Α ΠΚ με το οποίου παρέχει σε όσους είναι φορείς AIDS λοίμωξης να απολύονται υπό όρους και χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση, από αυτές που αναφέρονται στα άρθρα 105, 106 ΠΚ, παρά με μόνη την συνδρομή της νόσου του AIDS. Με άλλα λόγια, είναι αδιάφορη η διαγωγή του κατά την έκτιση της ποινής. Επίσης, είναι αδιάφορο εάν ο ασθενής έχει εκτίσει κάποιο τμήμα της ποινής του. Η έκταση εφαρμογής της ρύθμισης οριοθετείται από δύο στοιχεία: (α) αφορά μόνο όσους έχουν εκδηλωμένα συμπτώματα, δηλαδή νοσούν, και όχι κάθε φορέα της νόσου. Επομένως, στην περίπτωση των φορέων HIV που δεν νοσούν, δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 110Α ΠΚ. (β) Η απόλυση χωρίς προϋποθέσεις γίνεται μία μόνο φορά (παρ. 3). Αν και η ρύθμιση αφορούσε αρχικά μόνο τους νοσούντες από AIDS, στη συνέχεια επεκτάθηκε και σε άλλες κατηγορίες ασθενών: σε αυτούς που πάσχουν από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και υποβάλλεται σε τακτική αιμοκάθαρση, από ανθεκτική φυματίωση ή είναι τετραπληγικοί, καθώς και από κίρρωση του ήπατος με αναπηρία άνω του εξήντα επτά τοις εκατό (67%) ή από γεροντική άνοια έχοντας υπερβεί το ογδοηκοστό έτος της ηλικίας ή από κακοήθη νεοπλάσματα τελικού σταδίου. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου απαιτείται ειδική αίτηση του καταδίκου προκειμένου το Δικαστικό Συμβούλιο να, αποφανθεί για τη συνδρομή ή μη των συγκεκριμένων προϋποθέσεων, τις οποίες διαπιστώνει αφού διατάξει τη διενέργεια ειδικής πραγματογνωμοσύνης. Επομένως, η έναρξη της σχετικής διαδικασίας εξαρτάται από την υποβολή αίτησης από τον ίδιο τον κατάδικο. Τούτο δικαιολογείται κατά το μέτρο που πρόκειται για ρύθμιση η οποία δεν συνιστά κατά κύριο λόγο σωφρονιστικό θεσμό, αλλά δικαίωμα του κατάδικου που στοχεύει στην προάσπιση της υγείας του.

13


ΘΕΤΙΚΗ ΦΩΝΗ | Σύλλογος Οροθετικών Ελλάδας

Άρθρο 110Β Ποινικού Κώδικα

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΛΥΣΗΣ 1. Όσοι καταδικάσθηκαν σε ποινή στερητική της ελευθερίας, μπορούν, κατόπιν αιτήσεώς τους, να απολυθούν υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 283Α Κ.Π.Δ., εφόσον έχουν εκτίσει: α) προκειμένου για πρόσκαιρη κάθειρξη, τα 2/5 της ποινής τους, β) προκειμένου για ισόβια κάθειρξη, τουλάχιστον 14 έτη. Στην περίπτωση που συντρέχουν σωρευτικά περισσότερες ποινές, ο κατάδικος πρέπει να έχει εκτίσει το άθροισμα των τμημάτων των ποινών που προβλέπονται στις περιπτώσεις α’ και β’. Σε κάθε περίπτωση ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί, εάν έχει εκτίσει 17 έτη, ακόμη και όταν το παραπάνω άθροισμα υπερβαίνει το όριο αυτό. Ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά κατά το ν. 2058/1952. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται σε καταδίκους για τα κακουργήματα των άρθρων 22 και 23 του ν. 4139/2013, των άρθρων 134,187,187Α, 336, 338, 339 παράγραφος 1, περιπτώσεις α’ και β’, 342 παράγραφοι 1 και 2, 348Α παράγραφος 4, 351Α παράγραφοι 1, περιπτώσεις α’ και β’ και 3, 380 παράγραφοι 1, εδάφιο δεύτερο και 2 και 299 παράγραφος 1, εφόσον, στην τελευταία περίπτωση, επιβλήθηκε ισόβια κάθειρξη. Με εξαίρεση τις πράξεις των άρθρων 134 και 187Α, η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν έχει εφαρμογή σε καταδίκους των πράξεων του εδαφίου αυτού, αν πάσχουν από νοσήματα με ποσοστό αναπηρίας ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω. Η διακρίβωση της αναπηρίας γίνεται, μετά από αίτηση του καταδίκου, από το αρμόδιο συμβούλιο πλημμελειοδικών, το οποίο διατάσσει ειδική πραγματογνωμοσύνη, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 110Α του Ποινικού Κώδικα. 2. Στην περίπτωση της πρόσκαιρης κάθειρξης ο κατάδικος θα πρέπει να έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με το ένα πέμπτο (1/5) της ποινής που του επιβλήθηκε, στη δε περίπτωση της ισόβιας κάθειρξης για χρονικό διάστημα ίσο με δώδεκα (12) έτη. Το χρονικό διάστημα του ενός πέμπτου (1/5) ή, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης των δώδεκα (12) ετών, προσαυξάνεται κατά το ένα πέμπτο των λοιπών ποινών, που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο κατάδικος μπορεί να απολυθεί, εάν έχει εκτίσει πραγματικά στο σωφρονιστικό κατάστημα δεκατέσσερα (14) έτη. Για την απόλυση του κρατουμένου κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν απαιτείται να έχει καταστεί η καταδίκη αμετάκλητη. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται σε καταδίκους για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, για τους οποίους εξακολουθεί να ισχύει το άρθρο 5 του ν. 2058/ 1952 ή για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση της παραγράφου 1 του άρθρου 299 Π.Κ., εφόσον η πράξη αυτή τελέσθηκε εναντίον υπαλλήλου κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του. 3. Ο απολυθείς σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου επιτρέπεται να ευρίσκεται προκαθορισμένες ώρες της ημέρας εκτός του τόπου του κατ’ οίκον περιορισμού του αποκλειστικά για λόγους εργασίας, εκπαίδευσης ή επαγγελματικής κατάρτισης, συμμετοχής του σε εγκεκριμένο πρόγραμμα συντήρησης ή απεξάρτησης από ναρκωτικές ουσίες ή αλκοόλ ή και εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που του έχουν επιβληθεί. Οι ώρες απουσίας του καταδίκου από τον τόπο του κατ’ οίκον περιορισμού του και το σύνολο των υποχρεώσεών του καθορίζονται είτε με το βούλευμα που διέταξε την απόλυσή του είτε μετά τη χορηγηθείσα απόλυση, με διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής. Με διάταξή του, ο ίδιος Εισαγγελέας είτε κατόπιν αίτησης του καταδίκου είτε αυτεπάγγελτα, αποφασίζει για την αλλαγή του τόπου του κατ’ οίκον περιορισμού, την τροποποίηση του προγράμματος των ωρών απουσίας του καταδίκου από αυτόν και την επιβολή ή τροποποίηση των υποχρεώσεων του τελευταίου. Κατά τα λοιπά ισχύουν τα οριζόμενα στο άρθρο 106 παράγραφος 2. 4. Η απόλυση του καταδίκου σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου μπορεί να ανακληθεί, όταν ο κατάδικος δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που του επιβλήθηκαν και πιθανολογείται ότι ενόψει της βαρύτητας της παράβασης των υποχρεώσεών του, του τρόπου και των εν γένει

14


«ΑΠΟΛΥΣΗ ΥΠΟ ΟΡΟ» ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ

συνθηκών που αυτή συντελέστηκε, δεν παρέχει την προσδοκία ότι θα τηρήσει τις υποχρεώσεις του στο μέλλον. Σε περίπτωση ανάκλησης, ο χρόνος από την απόλυση έως τη νέα σύλληψη δεν υπολογίζεται στην εκτιθείσα ποινή. Ο κατάδικος διατηρεί, σε κάθε περίπτωση, το δικαίωμα να απολυθεί υπό όρο κατ’ άρθρο 105. 5. Η απόλυση του καταδίκου σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου αίρεται, όταν ο κατάδικος, κατά το χρονικό διάστημα που προβλέπεται στην παράγραφο 6, τελέσει: (α) κακούργημα ή πλημμέλημα από δόλο που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών, για το οποίο καταδικάστηκε αμετακλήτως ή β) το αδίκημα του άρθρου 173Α. Σε περίπτωση άρσης της απόλυσης, ο χρόνος από την απόλυση έως τη νέα σύλληψη δεν υπολογίζεται στην εκτιθείσα ποινή. Ο κατάδικος στην περίπτωση αυτή δικαιούται να απολυθεί υπό όρο κατ’ άρθρο 105, αφού παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα ένα επιπλέον έτος σε σχέση με τα οριζόμενα στο άρθρο 105 παράγραφος 1 περιπτώσεις β’ και γ’. Δεν εφαρμόζεται το προηγούμενο εδάφιο, εάν, κατά το χρόνο που κατέστη η καταδίκη αμετάκλητη, είχε ήδη χορηγηθεί στον κατάδικο η απόλυση υπό όρο κατ’ άρθρο 105, χωρίς να έχει ανακληθεί, με αποτέλεσμα η ποινή για την οποία χορηγήθηκε η απόλυση να θεωρείται ότι έχει ήδη εκτιθεί κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 109. Εάν, κατά το χρόνο που κατέστη η καταδίκη αμετάκλητη, είχε ήδη χορηγηθεί η απόλυση κατ’ άρθρο 105, χωρίς όμως να έχει παρέλθει το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στο άρθρο 109, τότε αίρεται η χορηγηθείσα απόλυση του άρθρου 105 και ο κατάδικος αποκτά το δικαίωμα να απολυθεί υπό όρο κατ’ άρθρο 105, αφού παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα ένα επιπλέον έτος σε σχέση με τα οριζόμενα στο άρθρο 105 παράγραφος 1 περιπτώσεις β’ και γ’. 6. Η με το παρόν άρθρο χορηγούμενη απόλυση εκτείνεται μέχρι του χρονικού σημείου της χορήγησης στον κατάδικο της απόλυσης υπό όρο κατ’ άρθρο 105. 7. Οι υποθέσεις οι οποίες αφορούν την τέλεση αδικημάτων των απολυθέντων υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση εκδικάζονται κατά απόλυτη προτεραιότητα.

Ερμηνεία: Τα άρθρα 110Β και 110Γ εισήχθησαν στον Ποινικό Κώδικα με τον πρόσφατο νόμο 4205/2013. Με το νόμο αυτό προβλέφθηκε για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη ο θεσμός της απόλυσης καταδίκων υπό τον όρο του περιορισμού κατ’ οίκον με ηλεκτρονική επιτήρηση (το λεγόμενο «ηλεκτρονικό βραχιολάκι»). Σκοπός του νόμου ήταν, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, αφενός μεν η αποσυμφόρηση των φυλακών, αφετέρου δε η εισαγωγή ενός ενδιάμεσου σταδίου έκτισης της ποινής (ενός σταδίου, δηλαδή, μεταξύ της πλήρους στέρησης της ελευθερίας του καταδίκου στο χώρο της φυλακής και της ελεύθερης κοινωνικής ζωής). Περαιτέρω, με το π.δ. 62/2014 (Α 105) ορίσθηκαν οι λεπτομέρειες του θεσμού της ηλεκτρονικής επιτήρησης καταδίκων και κρατουμένων σε άδεια και ρυθμίστηκαν ζητήματα σχετικά με την πιλοτική εφαρμογή του εν λόγω μέτρου. Κατά τα οριζόμενα στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 110Β ΠΚ, η απόλυση μπορεί να χορηγηθεί μόνο σε κατάδικο που εκτίει ποινή πρόσκαιρης ή ισόβιας κάθειρξης (και όχι φυλάκισης). Το εν λόγω δικαίωμα σε υφ’ όρον απόλυση του άρθρου 110Β ΠΚ

15


ΘΕΤΙΚΗ ΦΩΝΗ | Σύλλογος Οροθετικών Ελλάδας

προηγείται χρονικά σε σχέση με την απόλυση του άρθρου 105 ΠΚ, ενώ σε αντίθεση με την απόλυση του άρθρου 105 ΠΚ, η εν λόγω απόλυση υπό όρο προϋποθέτει προηγούμενη αίτηση του κρατουμένου (και δεν εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστικό Συμβούλιο). Επίσης, με την παρ. 1 εξαιρούνται από την εφαρμογή του εν λόγω μέτρου οι κατάδικοι μίας σειράς ιδιαίτερα σοβαρών αδικημάτων. Στη δεύτερη παράγραφο ορίζεται ο ελάχιστος πραγματικός χρόνος παραμονής του καταδίκου στο κατάστημα κράτησης, προκειμένου ο κατάδικος να μπορέσει να υποβάλει αίτημα για υφ’ όρον απόλυση. Οι χρονικές προϋποθέσεις έκτισης (παρ. 1) και ο ελάχιστος χρόνος παραμονής στη φυλακή (παρ. 2) πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά. Περαιτέρω, σύμφωνα με την τρίτη παράγραφο, ο απολυθείς δικαιούται να εξέρχεται της οικίας του προκειμένου να εργασθεί, να εκπαιδευτεί, να καταρτιστεί επαγγελματικά ή να συμμετέχει σε πρόγραμμα απεξάρτησης. Οι συγκεκριμένες ώρες απουσίας από την οικία του θα είναι προκαθορισμένες και θα ορίζονται εκ των προτέρων (είτε με το βούλευμα απόλυσης είτε με διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής). Οι προαναφερθείσες έννοιες (εργασία, εκπαίδευση, κλπ.) θα πρέπει να ερμηνεύονται με ευρύτητα, έτσι ώστε να εντάσσονται σε αυτές όλες εκείνες οι δραστηριότητες που δύνανται να συνιστούν μια επωφελή για τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του καταδίκου ενασχόληση. Πάντως, δεν τίθεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση της απόλυσης η προηγούμενη εύρεση εργασίας, η ένταξη σε εκπαιδευτικό πρόγραμμα κλπ. Εξάλλου, η απόλυση του καταδίκου ανακαλείται εφόσον ο κατάδικος δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που του επιβλήθηκαν (παρ. 4). Η ανάκληση είναι εν προκειμένω δυνητική («μπορεί να ανακληθεί»). Τούτο αποφασίζεται από το Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο οφείλει καταρχάς να εξετάσει τη δυνατότητα μη ανάκλησης της χορηγηθείσης απόλυσης δια της επιβολής πρόσθετων υποχρεώσεων στον κατάδικο, την τροποποίηση των υφιστάμενων υποχρεώσεών του και του προγράμματος απουσίας του από τον τόπο περιορισμού του, την αλλαγή αυτού κλπ. Μόνο εάν πιθανολογείται ότι ο κρατούμενος δεν θα τηρήσει εκ νέου τις υποχρεώσεις του ανακαλείται η χορηγηθείσα απόλυση. Περαιτέρω, η εν λόγω απόλυση αίρεται εφόσον κατά το διάστημα της υφ’ όρον απόλυσης, ο κατάδικος τελέσει είτε κακούργημα ή πλημμέλημα από δόλο που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 6 μηνών, είτε το αδίκημα του άρθρου 173Α ΠΚ (παραβίαση περιορισμού κατ’ οίκον με ηλεκτρονική επιτήρηση). Τέλος, όπως ορίζεται στο άρθρο 110Β ΠΚ, η απόλυση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 110Β εκτείνεται μέχρι τη χορήγηση της απόλυσης σύμφωνα με το άρθρο 105 του Ποινικού Κώδικα. Η απόλυση, συνεπώς, του παρόντος άρθρου συνιστά ενδιάμεσο στάδιο έκτισης της ποινής: προηγείται αυτής ο εγκλεισμός και έπεται αυτής η απόλυση κατ’ άρθρο 105 ΠΚ. Σε κάθε περίπτωση, η επιτυχής έκτιση του χρονικού διαστήματος της απόλυσης του παρόντος άρθρου λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστικό Συμβούλιο προς όφελος του καταδίκου, κατά τη λήψη της απόφασης περί χορήγησης ή μη της απόλυσης υπό όρο κατ’ άρθρο 105 ΠΚ.

16


«ΑΠΟΛΥΣΗ ΥΠΟ ΟΡΟ» ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ

Άρθρο 110Γ Ποινικού Κώδικα

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΛΥΣΗ ΥΠΟ ΤΟΝ ΟΡΟ ΤΟΥ ΚΑΤ’ ΟΙΚΟΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥ ΜΕ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ ΚΑΤΑΔΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΑΥΤΗΣ 1. Για την απόλυση υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση αποφασίζει κατόπιν αιτήσεως του καταδίκου, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής. Ο κατάδικος δεν κλητεύεται ούτε εμφανίζεται ενώπιον του Συμβουλίου, μπορεί όμως να υποβάλει έγγραφο υπόμνημα. Εάν το Συμβούλιο κρίνει ότι τούτο είναι αναγκαίο, μπορεί να διατάξει την ενώπιόν του εμφάνιση του καταδίκου. Η απόλυση χορηγείται οπωσδήποτε, εκτός εάν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του καταδίκου, κατά την έκτιση της ποινής του, καθιστά απολύτως αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων. Η αίτηση του καταδίκου συνοδεύεται από αναφορά της διεύθυνσης του καταστήματος κράτησης και έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας του καταστήματος, οι οποίες εισάγονταιστο συμβούλιο από τον Εισαγγελέα των Πλημμελειοδικών. Στην έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας γίνεται ειδική μνεία στο οικογενειακό και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του καταδίκου, με ιδιαίτερη αναφορά στις σχέσεις του με τα πρόσωπα με τα οποία ενδέχεται να συνοικήσει εάν του χορηγηθεί η απόλυση αυτή. 2. Αν η αίτηση για απόλυση υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση δεν γίνει δεκτή, νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί τέσσερις (4) μήνες μετά από την απόρριψη. 3. Για την ανάκληση αποφασίζει το ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, ύστερα από αίτηση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής. Ο κατάδικος κλητεύεται υποχρεωτικά δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συνεδρίαση του Δικαστικού Συμβουλίου. Η απόλυση κατ’ άρθρο 110Β ανακαλείται οποτεδήποτε με διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής κατόπιν αιτήσεως του καταδίκου. 4. Σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, για να προληφθεί κίνδυνος της δημόσιας τάξης, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών του τόπου διαμονής εκείνου που απολύθηκε, μπορεί να διατάξει την προσωρινή σύλληψή του, ύστερα από την οποία προκαλείται αμέσως, με τη νόμιμη διαδικασία, η απόφαση για την ανάκληση. Σε περίπτωση οριστικής ανάκλησης, θεωρείται ότι αυτή επήλθε από την ημέρα της σύλληψης.

Ερμηνεία: Στο άρθρο 110Γ του Ποινικού Κώδικα ρυθμίζεται η διαδικασία για την χορήγηση και την ανάκληση της υφ’ όρον απόλυσης του άρθρου 110Β ΠΚ. Αρμόδιο όργανο για τη χορήγηση (και την ανάκληση) της υφ’ όρον απόλυσης είναι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής. Ο κατάδικος δεν κλητεύεται ούτε εμφανίζεται ενώπιον του Συμβουλίου, μπορεί όμως να υποβάλει έγγραφο υπόμνημα. Εάν το Συμβούλιο κρίνει ότι είναι αναγκαίο, μπορεί να διατάξει την ενώπιον του εμφάνιση του καταδίκου. Η αίτηση του καταδίκου συνοδεύεται από αναφορά της διεύθυνσης του καταστήματος κράτησης και έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας του καταστήματος, οι οποίες εισάγονται στο Συμβούλιο από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών.

17


ΘΕΤΙΚΗ ΦΩΝΗ | Σύλλογος Οροθετικών Ελλάδας

Είναι σημαντικό ότι, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, η χορήγηση της απόλυσης ορίζεται ως κανόνας, ενώ η απόρριψη της χορήγησης της υφ’ όρον απόλυσης θα πρέπει (ως εξαίρεση από τον κανόνα) να αιτιολογείται ειδικά. Η εν λόγω αιτιολογία της απόρριψης χορήγησης της υφ’ όρον απόλυσης θα πρέπει, σύμφωνα με το νόμο, να βασίζεται στη διαγωγή του καταδίκου και στην ανάγκη συνέχισης της κράτησής του προκειμένου να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων. Τέλος, στην παράγραφο 3 αναγνωρίζεται η υποχρέωση προηγούμενης κλήτευσης του καταδίκου πριν από τη συνεδρίαση του Δικαστικού Συμβουλίου που θα αποφασίσει την ανάκληση της απόλυσης.

Β. Ο ΝΟΜΟΣ ΠΕΡΙ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ Ο πρόσφατος ν. 4139/2013 «περί εξαρτησιογόνων ουσιών» εισήγαγε μια σειρά καινοτομιών, μεταξύ των οποίων και η μεταχείριση των εξαρτημένων δραστών. Ειδικότερα, με τα άρθρα 31-35: α) καθιερώνεται ένα δικαίωμα στη θεραπεία, δηλαδή στην απεξάρτηση, του εξαρτημένου κρατούμενου, β) προβλέπεται η δυνατότητα επιβολής εναλλακτικών μέτρων (αντί της φυλάκισης) από το δικαστήριο. Αυτονόητη προϋπόθεση είναι η συναίνεση του προσώπου και η συνεπής παρακολούθηση και ολοκλήρωση του θεραπευτικού προγράμματος απεξάρτησης. Στο παρόν σημείωμα, παρατίθενται και αναλύονται τα ειδικότερα άρθρα 34 και 35. Άρθρο 34

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟ Ή ΕΙΔΙΚΟ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ 1. Αν καταδικαστεί για πράξη του άρθρου 32 παράγραφος 1 δράστης που κρίθηκε ως εξαρτημένος και δηλώνει ότι επιθυμεί να συμμετάσχει σε εγκεκριμένο κατά νόμο συμβουλευτικό ή θεραπευτικό πρόγραμμα σωματικής αποτοξίνωσης με ή χωρίς υποκατάστατα και σωματικής και ψυχικής απεξάρτησης, διατάσσεται η εισαγωγή του σε θεραπευτικό ή ειδικό κατάστημα κράτησης ή σε κατάστημα κράτησης ή σε τμήμα αυτού στο οποίο λειτουργεί τέτοιο πρόγραμμα, όπου υποβάλλεται σε πρόγραμμα παρακολούθησης και σωματικής αποτοξίνωσης διάρκειας τριών εβδομάδων. Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της παραπάνω φάσης, ειδική επιτροπή που ορίζεται στο άρθρο 31 στοιχείο β` μπορεί να διατάξει την παρακολούθηση ειδικού συμβουλευτικού προγράμματος ψυχολογικής απεξάρτησης. Ο χρόνος παραμονής στα ανωτέρω καταστήματα υπολογίζεται ως χρόνος έκτισης της ποινής. 2. Εάν κρατούμενος για οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη ισχυριστεί ότι είναι εξαρτημένος από ναρκωτικά, δηλώνοντας παράλληλα ότι επιθυμεί να συμμετάσχει σε πρόγραμμα απεξάρτησης, η ειδική επιτροπή του άρθρου 31 περίπτωση β` διατάσσει την εισαγωγή του σε πρόγραμμα παρακολούθησης και σωματικής αποτοξίνωσης εντός σωφρονιστικού καταστήματος. Μετά την παρέλευση τριών εβδομάδων συνέρχεται η ίδια επιτροπή και, εφόσον διαγνώσει ότι ο κρατούμενος είναι ψυχολογικά εξαρτημένος από τη χρήση ναρκωτικών, διατάσσει την εισαγωγή του σε συμβουλευτικό πρόγραμμα ψυχολογικής απεξάρτησης που λειτουργεί εντός του σωφρονιστικού καταστήματος.

18


«ΑΠΟΛΥΣΗ ΥΠΟ ΟΡΟ» ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ

3. Εάν σε κατάστημα κράτησης εφαρμόζεται εγκεκριμένο κατά νόμο συμβουλευτικό ή θεραπευτικό πρόγραμμα σωματικής αποτοξίνωσης με ή χωρίς υποκατάστατα και σωματικής και ψυχικής απεξάρτησης, ο κρατούμενος που το παρακολουθεί δεν μετάγεται σε άλλο κατάστημα για όσο χρόνο διαρκεί η συστηματική παρακολούθηση εκ μέρους του, εκτός αν παραγγελθεί η μεταγωγή του για λόγους σχετικούς με την ομαλή λειτουργία του καταστήματος κράτησης ή δικαστικούς, οπότε επαναμετάγεται μετά την έκλειψη αυτής της αιτίας. Σε περίπτωση μεταγωγής για λόγους σχετικούς με την ομαλή λειτουργία του καταστήματος κράτησης (άρθρα 72 περίπτωση δ` και 76 του ν. 2776/1999, Α` 291) προτιμάται κατάστημα όπου αναπτύσσεται εγκεκριμένο συμβουλευτικό πρόγραμμα, εκτός αν επιβάλλεται η μεταγωγή για σοβαρούς λόγους σε άλλο. Όποιος κρατούμενος έχει κριθεί ως εξαρτημένος κατά τα οριζόμενα παραπάνω και επιθυμεί να παρακολουθήσει συμβουλευτικό ή θεραπευτικό πρόγραμμα ψυχολογικής απεξάρτησης, πρέπει να διευκολύνεται ή να μετάγεται σε φυλακή όπου λειτουργεί σχετικό πρόγραμμα και παραμένει αν το παρακολουθεί συστηματικά, εφόσον οι εκάστοτε διαθέσιμοι χώροι το επιτρέπουν.

Ερμηνεία: Η διάταξη του άρθρου 34 προβλέπει για πρώτη φορά τις περιπτώσεις θεραπευτικής προσέγγισης για τα πρόσωπα εκείνα που κρατούνται σε σωφρονιστικά καταστήματα και επιθυμούν να συμμετάσχουν σε εγκεκριμένο από το νόμο πρόγραμμα απεξάρτησης. Ειδικότερα, αν ο κρατούμενος δηλώσει ότι επιθυμεί να συμμετάσχει σε εγκεκριμένο πρόγραμμα, διατάσσεται η εισαγωγή του σε ειδικό θεραπευτικό κατάστημα και υποβάλλεται σε πρόγραμμα απεξάρτησης (με ιατρικές, ψυχολογικές και κοινωνικές διαδικασίες, ανεξάρτητα από την ενδεχόμενη χορήγηση υποκατάστατων). Σε κάθε περίπτωση, το σχετικό πρόγραμμα διεξάγεται σε θεραπευτικό ή ειδικό κατάστημα κράτησης ή σε κατάστημα κράτησης σε τμήμα του όπου λειτουργεί ανάλογο πρόγραμμα. Οι φάσεις του εναλλακτικού προγράμματος απεξάρτησης είναι τρεις: (α) κατά την πρώτη, εφαρμόζεται εντός του σωφρονιστικού καταστήματος πρόγραμμα παρακολούθησης και σωματικής αποτοξίνωσης 3 εβδομάδων. (β) Κατά τη δεύτερη φάση, εντός των ίδιων καταστημάτων αναπτύσσεται το συμβουλευτικό πρόγραμμα ψυχολογικής απεξάρτησης. (γ) Η τρίτη φάση της εναλλακτικής διαδικασίας απεξάρτησης αναπτύσσεται εκτός σωφρονιστικών καταστημάτων, εφόσον χωρήσει απόλυση υπό όρους, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 35 παρ. 2 ν. 4139/2013.

19


ΘΕΤΙΚΗ ΦΩΝΗ | Σύλλογος Οροθετικών Ελλάδας

Άρθρο 35

ΑΠΟΛΥΣΗ ΥΠΟ ΟΡΟ 1. Όποιος έχει καταδικαστεί για εγκλήματα που αναφέρονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 σε στερητική της ελευθερίας ποινή και την εκτίει στη φυλακή, αν παρακολούθησε με επιτυχία εγκεκριμένο κατά νόμο συμβουλευτικό ή θεραπευτικό πρόγραμμα σωματικής αποτοξίνωσης με ή χωρίς υποκατάστατα και σωματικής και ψυχικής απεξάρτησης και υπάρχει βεβαίωση από αναγνωρισμένο θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης που λειτουργεί εκτός του σωφρονιστικού καταστήματος ότι γίνεται αποδεκτός σε αυτό, μπορεί να απολυθεί με βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής και πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου που ορίζεται στα άρθρα 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα, με τον όρο παρακολούθησης του οικείου προγράμματος και εφόσον έχει εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο τουλάχιστον το ένα πέμπτο (1/5) της ποινής. Οι υπεύθυνοι του προγράμματος έχουν την υποχρέωση να ενημερώνουν την πρώτη ημέρα κάθε δεύτερου μήνα τη δικαστική αρχή και να συμπληρώνουν ειδικό δελτίο, στο οποίο αναφέρεται ρητά η συνεχής παρακολούθηση, η συναφής πρόοδος, η σταθεροποίηση και η επιτυχής ολοκλήρωση του. Η αδικαιολόγητη διακοπή της παρακολούθησης του προγράμματος αναφέρεται άμεσα στον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών και το συμβούλιο πλημμελειοδικών προχωρεί σε ανάκληση της απόλυσης. 2. Όποιος καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης για οποιοδήποτε έγκλημα και υποβάλλεται σε συμβουλευτικό ή θεραπευτικό πρόγραμμα σωματικής και ψυχικής απεξάρτησης κατά την προηγούμενη παράγραφο, μπορεί με βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών του τόπου της κράτησης, ύστερα από γνώμη της οικείας ειδικής επιτροπής του άρθρου 31 στοιχείο β`, να απολυθεί υπό όρο και πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου που ορίζεται στα άρθρα 105 και επόμενα του Π.Κ., εφόσον έχει παρακολουθήσει με επιτυχία το πρόγραμμα απεξάρτησης. Το συμβούλιο μπορεί να επιβάλει στον απολυόμενο την υποχρέωση να εμφανίζεται ανά τακτικά χρονικά διαστήματα σε ειδικό θεραπευτικό κατάστημα απεξάρτησης και να υποβάλλεται σε εξετάσεις. Αν από αυτές αποδειχθεί ότι ξανάρχισε τη χρήση ναρκωτικών ή αν αρνείται ή παραλείπει να εξετάζεται, το ειδικό θεραπευτικό κατάστημα υποχρεούται να ειδοποιεί τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, οπότε ανακαλείται η απόλυση με βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών. 3. Ο χρόνος παραμονής στο εγκεκριμένο κατά νόμο θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης σε κάθε περίπτωση θεωρείται ως χρόνος έκτισης ποινής. 4. Εφόσον εκείνος που καταδικάστηκε έχει απολυθεί υπό όρο, ύστερα από επιτυχή παρακολούθηση εγκεκριμένου θεραπευτικού προγράμματος, η καταδικαστική απόφαση για εγκλήματα που αναφέρονται στο άρθρο 32, καθώς και το βούλευμα που διατάσσει την απόλυση κατά τις προηγούμενες παραγράφους αναγράφεται μόνο στα αντίγραφα ποινικού μητρώου που προορίζονται για δικαστική χρήση. 5. Όποιος καταδικάστηκε για έγκλημα του άρθρου 23 σε ποινή ισόβιας κάθειρξης, μπορεί να απολυθεί υπό τον όρο της ανάκλησης εφόσον έχει εκτίσει τουλάχιστον είκοσι πέντε έτη. Στον κατάδικο αυτόν δεν μπορεί να χορηγηθεί η απόλυση υπό όρο αν δεν έχει παραμείνει στο κατάστημα κράτησης για χρονικό διάστημα είκοσι ετών. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα.

20


«ΑΠΟΛΥΣΗ ΥΠΟ ΟΡΟ» ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ

Ερμηνεία: Στο άρθρο 35 έχουν συγκεντρωθεί οι περιπτώσεις ειδικής υφ’ όρον απόλυσης από τις φυλακές κρατουμένων για εγκλήματα συναφή με τα ναρκωτικά. Πρόκειται, πλέον, για τρεις ιδιαίτερες κατηγορίες απόλυσης υπό όρους. Οι δύο πρώτες περιπτώσεις αφορούν αφενός μεν εξαρτημένους από ναρκωτικά που έχουν καταδικαστεί σε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης, αφετέρου δε κρατουμένους με ποινή φυλάκισης. Η εξάρτηση πρέπει να υπάρχει κατά τον χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης και τούτο να έχει γίνει δεκτό από το δικαστήριο που έκρινε την υπόθεση. Η απόλυση στις δύο αυτές περιπτώσεις μπορεί να γίνει με τον όρο ότι θα ακολουθήσει παρακολούθηση αναγνωρισμένου προγράμματος απεξάρτησης ή ενδεχομένως εμφάνιση κατά τακτικά χρονικά διαστήματα σε ανάλογο πρόγραμμα. Τέλος, η τρίτη περίπτωση αφορά όσους καταδικάστηκαν, κατά το άρθρο 23 ν. 4139/2013, σε ποινή ισόβιας κάθειρξης. Προϋποθέσεις χορήγησης της απόλυσης υπό όρους είναι: α) η επιτυχής παρακολούθηση προγράμματος απεξάρτησης εντός του σωφρονιστικού καταστήματος, β) βεβαίωση από αναγνωρισμένο θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης που λειτουργεί εκτός του σωφρονιστικού καταστήματος ότι γίνεται αποδεκτός από αυτό. Περαιτέρω, στις περιπτώσεις των εξαρτημένων που κρατούνται με ποινή κάθειρξης (άρθρο 35 παρ. 1) απαιτείται έκτιση τουλάχιστον του 1/5 της διάρκειας της ποινής. Αντιθέτως, για τους κρατούμενους που κρατούνται με ποινές φυλάκισης (άρθρο 35 παρ. 2) δεν απαιτείται η προηγούμενη έκτιση του 1/5 της ποινής. Τέλος, όσοι εκτίουν ισόβια κάθειρξη μπορούν να απολυθούν υπό όρους εφόσον έχουν εκτίσει 25 έτη, εκ των οποίων τα 20 έτη θα πρέπει να είναι χρόνος πραγματικής έκτισης ποινής (άρθρο 35 παρ. 5).

21


ΘΕΤΙΚΗ ΦΩΝΗ | Σύλλογος Οροθετικών Ελλάδας

Γ. ΟΙ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ν. 4242/2014 και του ν. 4274/2014 Άρθρο 11 Ν. 4274/2014

ΑΠΟΛΥΣΗ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ ΥΠΟ ΟΡΟ 1. Κρατούμενοι οι οποίοι, κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εκτίουν ποινή κάθειρξης που δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη, απολύονται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, η οποία υπόκειται σε ανάκληση, χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα, εφόσον έχουν εκτίσει ή εκτίουν με οποιονδήποτε τρόπο τα δύο πέμπτα της ποινής. Η διάταξη δεν εφαρμόζεται αν έχει ασκηθεί ένδικο μέσο από τον εισαγγελέα και μέχρι, στην περίπτωση αυτή, να καταστεί αμετάκλητη η σχετική απόφαση. 2. Εξαιρούνται από τη ρύθμιση της προηγούμενης παραγράφου όσοι έχουν καταδικαστεί για κακουργήματα που προβλέπονται στα άρθρα 187,187Α, 299, 322, 323Α, 324, 336, 339, 342, 348Α, 349, 351, 351Α και 380 παράγραφοι 1β και 2 του Ποινικού Κώδικα. 3. Όσοι απολύονται, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως της παραγράφου 1, αν υποπέσουν, μέσα σε πέντε έτη από την αποφυλάκισή τους, σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη και καταδικαστούν αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ή περιορισμού μεγαλύτερη του έτους, εκτίουν αθροιστικά και το υπόλοιπο της ποινής για την οποία έχουν απολυθεί υπό όρο. 4. Στους απολυόμενους, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών με την ίδια διάταξή του, μπορεί να επιβάλει: α) την υποχρέωσή τους να εμφανίζονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα στις αστυνομικές αρχές του τόπου όπου διαμένουν, β) τη μη απομάκρυνσή τους, χωρίς έγγραφη άδειά του, από τον ως άνω τόπο, γ) οποιονδήποτε άλλον όρο, από αυτούς που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 100 του Ποινικού Κώδικα, κρίνει σκόπιμο. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, κατά την επιβολή των ως άνω όρων, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του την προσωπικότητα, καθώς και τις ατομικές, οικογενειακές και επαγγελματικές ανάγκες του απολυόμενου. Σε περίπτωση που ο τελευταίος παραβαίνει τους όρους που του έχουν τεθεί, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών διατάσσει την ανάκληση της απόλυσης. 5. Οι διευθυντές των καταστημάτων κράτησης υποβάλλουν, μέσα σε δέκα ημέρες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, στον εισαγγελέα του τόπου έκτισης της ποινής τους φακέλους των καταδίκων, οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου. 6. Α πολύσεις, που γίνονται κατά τις διατάξεις του παρόντος, ανακοινώνονται από τους διευθυντές των καταστημάτων κράτησης τόσο στις αρμόδιες υπηρεσίες Ποινικού Μητρώου, όπου καταχωρούνται στα οικεία δελτία των απολυθέντων όσο και στον Κλάδο Αλλοδαπών και Προστασίας Συνόρων της Ελληνικής Αστυνομίας. 7. Η υπό όρο απόλυση, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος, δεν κωλύεται από τη μη καταβολή των δικαστικών εξόδων και της χρηματικής ποινής που τυχόν επιβλήθηκε. 8. Κάθε αμφισβήτηση, ως προς την εφαρμογή των προϋποθέσεων του άρθρου αυτού, λύεται από το συμβούλιο πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής. 9. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και στους κατάδικους που αποκτούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1: α) μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και σε χρονικό διάστημα έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014 και β) μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου μετά από άσκηση ενδίκου μέσου και εφόσον η έκτιση της ποινής τους έχει αρχίσει κατά τη δημοσίευση του παρόντος.

22


«ΑΠΟΛΥΣΗ ΥΠΟ ΟΡΟ» ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ

10. Οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 4043/2012 (Α` 25) εφαρμόζονται και στους κρατούμενους που εκτίουν ποινή στερητική της ελευθερίας και πληρούν τις τασσόμενες με αυτό προϋποθέσεις κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος νόμου. Το ίδιο ισχύει και για τους καταδίκους που αποκτούν τις προϋποθέσεις αυτές: α) μέχρι τις 30.6.2015 και β) μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου ύστερα από άσκηση ένδικου μέσου και εφόσον η έκτιση της ποινής τους έχει αρχίσει κατά τη δημοσίευσή του. 11. Όσοι κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου έχουν καταδικαστεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα σε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης άνω των δέκα ετών για εγκλήματα που προβλέπονται στο Ν. 3459/2006 (Α` 103), απολύονται υφ’ όρον, αν έχουν συμπληρώσει το ένα τρίτο πραγματικής έκτισης της ποινής που τους επιβλήθηκε. Την απόλυση διατάσσει ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής.

Ερμηνεία: Η εν λόγω ρύθμιση αποβλέπει στην αποσυμφόρηση των φυλακών με την απόλυση κρατουμένων, ύστερα από διάταξη του οικείου Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Και τούτο, χωρίς να απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 105 Ποινικού Κώδικα. Αναγκαίες προϋποθέσεις για την υφ’ όρον απόλυση είναι: α) η ποινή κάθειρξης να μην υπερβαίνει τα 10 έτη. Από τη ρύθμιση εξαιρούνται όσοι έχουν καταδικαστεί για τα κακουργήματα που αναφέρονται στην παρ. 2, λόγω της ιδιαίτερης βαρύτητας και απαξίας που αυτά φέρουν. β) ο κρατούμενος να έχει εκτίσει τα 2/5 της ποινής. Επιπλέον, στους απολυόμενους μπορεί να τεθούν, με διάταξη του εισαγγελέα, ειδικοί όροι (παρ. 4). Επίσης, σε περίπτωση που ο απολυθείς καταδικαστεί εντός 5 ετών από την αποφυλάκισή του αμετάκλητα σε νέα αξιόποινη πράξη, τότε αυτός εκτίει αθροιστικά και το υπόλοιπο της ποινής για την οποία είχε απολυθεί (παρ. 3).

Άρθρο 19 Ν. 4242/2014

ΑΠΟΛΥΣΗ ΥΠΟ ΟΡΟΥΣ ΓΙΑ ΛΟΓΟΥΣ ΥΓΕΙΑΣ 1. Κατάδικοι που κατά τη δημοσίευση του παρόντος εκτίουν ποινές πρόσκαιρης κάθειρξης έως δέκα (10) ετών και πάσχουν από ημιπληγία ή παραπληγία, σκλήρυνση κατά πλάκας ή έχουν υποβληθεί σε επέμβαση μεταμόσχευσης καρδιάς, ήπατος, νεφρού ή μυελού ή είναι φορείς του συνδρόμου επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας ή πάσχουν από κακοήθη νεοπλάσματα, καθώς και οι κρατούμενες μητέρες που κατά τη δημοσίευση του παρόντος έχουν μαζί τους τα ανήλικα τέκνα τους, απολύονται υπό τον όρο της ανάκλησης, εφόσον έχουν εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο τα δύο πέμπτα της ποινής τους και χωρίς να συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα 105 και 106 του Ποινικού Κώδικα. Την απόλυση τους διατάσσει ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής. Τα ως άνω νοσήματα πρέπει να προκύπτουν από ιατρικά πιστοποιητικά δημόσιου θεραπευτικού ιδρύματος που τηρούνται στο φάκελο του κατάδικου και έχουν εκδοθεί μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2013. 2. Εξαιρούνται από τις ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου όσοι έχουν καταδικαστεί για κακουργήματα: α) του ν. 1608/1950, β) του ν. 3691/2008 και γ) των άρθρων 187,187Α, 299, 322, 323Α, 324, 336, 339 παρ. 1α, 342, 348Α, 349, 351, 351Α, 380 παράγραφοι 1β και 2 και 385 παρ. 1 περίπτωση α` του Ποινικού Κώδικα.

23


ΘΕΤΙΚΗ ΦΩΝΗ | Σύλλογος Οροθετικών Ελλάδας

3. Οι διευθυντές των καταστημάτων κράτησης υποβάλλουν, μέσα σε πέντε (5) ημέρες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, στον εισαγγελέα του τόπου έκτισης της ποινής, τους φακέλους των καταδίκων, οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου. 4. Α πολύσεις που γίνονται κατά τις διατάξεις του παρόντος ανακοινώνονται από τους διευθυντές των καταστημάτων κράτησης τόσο στις αρμόδιες υπηρεσίες Ποινικού Μητρώου και καταχωρίζονται στα οικεία δελτία των απολυθέντων, όσο και στη Διεύθυνση Αλλοδαπών του Κλάδου Ασφάλειας του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας.

Άρθρο 12 Ν. 4274/2014 Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 4 του άρθρου 19 του Ν. 4242/2014 (Α`50) εφαρμόζονται και στους καταδίκους που αποκτούν τις προϋποθέσεις αυτές: α) μέχρι τις 31.12.2014 και εφόσον η πάθησή τους προκύπτει από ιατρικά πιστοποιητικά δημοσίου θεραπευτικού ιδρύματος, που τηρούνται στο φάκελο του καταδίκου και έχουν εκδοθεί έως τις 31 Μαΐου 2014 και β) μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου ύστερα από άσκηση ένδικου μέσου και εφόσον η έκτιση της ποινής τους έχει αρχίσει κατά τη δημοσίευσή του και πληρούν τις τασσόμενες με αυτόν προϋποθέσεις κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος νόμου. Το ίδιο ισχύει και για τους καταδίκους, οι οποίοι πάσχουν από κάθε πάθηση που το διαπιστωμένο από υγειονομική επιτροπή ποσοστό αναπηρίας είναι 67% και άνω.

Ερμηνεία: Με το ν. 4242/2014 προβλέφθηκε η απόλυση συγκεκριμένων κατηγοριών ευπαθών κρατουμένων για λόγους υγείας, καθώς και για λόγους ανθρωπιστικούς. Μεταξύ των κρατουμένων για τους οποίους προβλέφθηκε η δυνατότητα της υφ’ όρον απόλυσης είναι και οι οροθετικοί κρατούμενοι. Απαραίτητος όρος για την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης είναι οι συγκεκριμένοι κρατούμενοι να εκτίουν ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης έως 10 ετών και να έχουν εκτίσει (με οποιονδήποτε τρόπο) τα 2/5 της ποινής τους. Από τη ρύθμιση αυτή εξαιρούνται οι κατάδικοι για εγκλήματα ιδιαίτερης σοβαρότητας και ηθικής απαξίας. Κατά τα λοιπά, δεν απαιτείται να συντρέχουν οι υπόλοιπες προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα 105 και 106 του Ποινικού Κώδικα. Τέλος, με το άρθρο 12 του πρόσφατου ν. 4274/2014 επεκτάθηκε η εφαρμογή των ως άνω παραγράφων 1-4 του άρθρου 19 ν. 4242/2014 και στους καταδίκους που αποκτούν τις προϋποθέσεις αυτές μέχρι τις 31.12.2014 και εφόσον η πάθησή τους (π.χ. HIV-AIDS) προκύπτει από ιατρικά πιστοποιητικά δημοσίου θεραπευτικού ιδρύματος, που τηρούνται στο φάκελο του καταδίκου και έχουν εκδοθεί έως τις 31.5.2014.

Βαγγέλης Μάλλιος Διδάκτωρ Νομικής, Δικηγόρος

24


«ΑΠΟΛΥΣΗ ΥΠΟ ΟΡΟ» ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ

Σημειώσεις:


Σημειώσεις:



Θετική Φωνή

Σύλλογος Οροθετικών Ελλάδας Τηλέφωνο: 210 86 27 572 Fax: 211 80 01 051 Email: info@positivevoice.gr Αγίων Αναργύρων 13, 10554, Αθήνα


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.