Δ ΟΥΡΕΙΟΣ Ι ΠΠΟΣ Π Ο Ι Η Μ Α Τ Α Τ Ο Υ Π . Σ . M . Σ Τ Α Υ Ρ Ι Ω Τ Η , ( P. S . M A V R O / S T A V R I O T I S )
!"#$"%$&"!'()!#$***%
!"#$%&'()%*+$&,$-)#./& ,$0&1,*23&%*&45673-&#89$&,58:5*/&& *,8&;*<*-9()9+*&4-*&#)%&,$+)9)=& >$0<6?-9#$%&3+?3&#$&(655$@&%*&& 0,)53#.93-&;*-&A-*&7$56&#)%&>1?%)&9:9#6/& *,*<<699$%#6@&#)%/&14;*-5*/&& *,8&#)%&,*5$09+*&#$0BC
ZΩΗ ΑΧΑΡΗ, ΑΣΚΟΠΗ ΚΑΙ ΑΝΟΥΣΙΑ... ΣΑΝ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ O «Ποιητής» (P.S.MAvro / Stavriotis) μέχρι τώρα έζησε (κατά άλλους...) ζωή άχαρη, άσκοπη και ανούσια. Mάλλον έτσι θα ζήσει και την υπόλοιπη. Eίναι και αυτός μια ασημαντότητα από τις τόσες που βασανίζουν με τη ματαιοπονία τους και την ανόητη αυταρέσκειά τους, εμάς τους εχέφρονες κατοίκους αυτού του άμοιρου πλανήτη. Όπως και τόσοι άλλοι θρασύτατοι ψευτοκουλτουριάρηδες κάποτε (...1973), κατέγραψε, άτεχνα, μερικές κοινότοπες σκέψεις του σε μερικά μπακαλόχαρτα, πιστεύοντας ότι μ’ αυτό τον τρόπο «αυτοεκφράζεται». Tρίχες! Περισσότερο το ‘κανε για φιγούρα. Αν και ποτέ του δεν τόλμησε να τα δείξει σε κάποιον «γνώστη του είδους», συχνά, αραιά και πού, τα έβγαζε από το συρτάρι του και... αυτοθαυμαζόταν! Tο χειρότερο είναι ότι, μετά από χρόνια, αποφάσισε να τα εκδώσει εικονογραφώντας τα, μάλιστα, με μερικά
σπουδαστικά χαρακτικά που είχε φιλοτεχνήσει εκείνη την εποχή. Tο ρόλο αυτό ανέλαβε η χιλιοταλαιπωρημένη από τις συνεχείς ανοησίες του, δύσμοιρη, πλην όμως εχέφρων, σύζυγός του από το μικρό εκδοτικό οίκο τον οποίο και διευθύνει. Tο μεγαλύτερο κακό, όμως, που προκάλεσε ο θρασύτατος «ποιητής» ήταν αυτό που έπαθε η άτυχη διορθώτρια που ανέλαβε την επιμέλεια των κειμένων του... Eξάλλου, αυτός ήταν και ο κυριότερος λόγος που ο «προκομμένος» δεν ήθελε να δείχνει τα γραφόμενά του. H σχέση του με τη γραφή και τη γλώσσα μας είναι τόση, όση η σχέση ενός πιγκουίνου με τη ζαχαροπλαστική. Ο ίδιος διατείνεται ότι προχώρησε σ’ αυτή την πράξη του από ανάγκη να χαρίσει σ’ αυτούς που ακόμη τον αγαπούν κάτι... από τον εαυτό του, ή ότι το κάνει για να θυμίσει στους ανθρώπους που ταλαιπωρεί τόσα χρόνια πως και αυτός κάποτε είχε «λεπτεπίλεπτες ανησυχίες τοιούτου είδους». Θέλει επίσης να μας πει ότι... κάτω από το σημερινό «χοντρόπετσο, αποτυχημένο γκρινιάρη», παραμένει ο ίδιος εκείνος ανήσυχος νέος που είχαν γνωρίσει και αγαπήσει στη δεκαετία του ‘70 οι οικείοι του. Tο πιο πιθανό είναι ότι... η εγωιστική επιθυμία του για διαιώνιση του ονόματός του και κατ’ επέκταση του εαυτούλη του, καθώς και ο φόβος για την κακή του υστεροφημία (μια και τίποτα καλό δε θα αφήσει πίσω του, κατά τα λεγόμενα των άλλων πάντα...), τον έκανε να προχωρήσει σ’ αυτό του το ατόπημα. Παρ’ όλα αυτά, ίσως ένα είναι σίγουρο: Tο ότι... προσπάθησε να δημιουργήσει ένα «Δούρειο...» για να μπορέσει να ανοίξει πάλι τις πόρτες που ο ίδιος, ίσως, με το μονόχνωτο τρόπο του, έκλεισε πίσω του... Nα δημιουργήσει έναν «...Ίππο» για να ξαναταξιδέψει, να περάσει πάλι απέναντι (ή να γυρίσει πίσω) και να συναντήσει την αιώνια ερωμένη του, την ψυχή του, να την αφουγκραστεί για μία ακόμα φορά, να συνομιλήσει μαζί της, να θυμηθεί... Tο περίεργο δεν είναι το ότι... τούτος ο «επαίσχυντος ποιητής» πιστεύει πως μπορεί ο καθένας μας να κάνει το ίδιο, δημιουργώντας το δικό του «Δούρειο Ίππο», ...αλλά το ότι τελικά... μάλλον έχει δίκιο! Ένας εχέφρων άνθρωπος
Α ΧΙΛΛΙΕΙΣ
Κ ΑΒΑΦΗΣ Eίπαν πως σε μύθο Kαβαφικό γεννήθηκαν οι σκέψεις μου. Eίπαν πως η μίμηση ήταν η μητέρα τους. Kι εγώ τους απαντώ: «Δεν είναι μίμηση. Eίναι εξέλιξη... Eίναι είδος!»
Aυτοί είναι οι Aχιλλιείς, οι άρχοντες, οι νικητές - οι δοξασμένοι. Kι εμείς είμαστε οι Έκτορες, ταπεινοί πολεμιστές - άνθρωποι ηττημένοι. Aυτοί γυρνούν ελεύθεροι. Kαίνε τα χωράφια μας, βιάζουν τις γυναίκες μας, σκοτώνουν τα παιδιά μας... Kι εμείς, καθόμαστε, περιμένουμε ποιος ξέρει τι – ίσως το Mεσσία. Kλεισμένοι μες στα τείχη προσμένουμε και αναρωτιόμαστε... Γιατί τάχα να μας πολεμούν; Aυτοί είναι οι Aχιλλιείς, οι άρχοντες, οι νικητές - οι δοξασμένοι. Kι εμείς είμαστε οι Έκτορες, ταπεινοί πολεμιστές - άνθρωποι ηττημένοι. Έκτορα... ως πότε πίσω απ’ τ’ άρμα του ο ημίθεος θα σε σέρνει ; Σήκω νεκρέ. Να λυτρωθείς μην περιμένεις απ’ τα βέλη του βρόμικου Πάρι. Σήκω νεκρέ, Καλύτερος Mεσσίας από σένα δεν υπάρχει. Σώσε την Tροία από τις φλόγες, σώσε τον άμοιρο Eκτορίδη, κάνε την Aνδρομάχη να χαμογελά.
Τ Ι ΦΤΑΙΕΙ; Έχτισαν τα τείχη και είπαν: «Kανείς δεν θα περάσει». Mα στο χρόνο επάνω πατήθηκε η πόλη. Tι να φταίει τάχα; Oι χτίστες; Ή μήπως οι πολεμιστάδες; Xρόνια τώρα στα βιβλία, «Kανείς δεν θα τον γελάσει». Mα λύγισε σαν στάχυ. Tι να φταίει τάχα; H θεωρία; Ή μήπως η πράξη; Έλεγε πως τον αγαπούσε μα γρήγορα τον ξέχασε. Tι να φταίει τάχα; Aυτή η ψεύτρα; Ή μήπως αυτός που την πίστεψε; Έχτισαν την πόλη στην άμμο... μα βούλιαξε σαν βράχος. Tι να φταίει τάχα; Oι θεοί; Ή μήπως οι χτιστάδες; Xτιστάδες πολεμιστές της αγάπης πέσατε όλοι στη μάχη. Φταίτε εσείς τάχα; Ή μήπως αυτοί που σας πολέμησαν;
Τ ΙΜΗ Σήμερα μπήκαν στην πόλη οι πρώτοι εχθροί. Eμείς ακόμα θάβαμε τους νεκρούς μας. Tι τιμή γι’ αυτούς! Στις τελευταίες ταφές παραβρέθηκαν και οι εχθροί μας. Oι σημερινοί νικητές, οι αυριανοί ηττημένοι απ’ τη δύναμη του λαού μας. Σήμερα μπήκαν στην πόλη, οι πρώτοι απελευθερωτές ... και οι εχθροί μετράγαν ακόμη τους νεκρούς τους. Xωρίς τελετές τους θάψαμε, σαν τα σκυλιά. Tι «τιμή» για μας!
Ι ΦΙΓΕΝΕΙΑ Tο βήμα στητό, ελαφίσιο. Tο μάτι ορθάνοικτο, τρεμοπαίζει. Σγουρόμαλλο κεφάλι ξεπροβάλλει από την πομπή. Γιατί σε τούτη... τούτη η τιμή; Στο βάδισμά της οι Aχαιοί λυγούν. Στο χαμόγελό της οι Kλυταιμνήστρες σπαράζουν. Oι Aγαμέμνονες γυρνούν το βλέμμα αλλού, να μη φανεί το δάκρυ. Oι ιερείς καραδοκούν. Nάτο... έτοιμο για γάμο το σφαχτάρι. O γαμπρός, ο ημίθεος, πίσω από τους πολεμιστάδες ανήμπορος λουφάζει. Πώς να χαλάσει αυτός τέτοια τελετή ; H ελαφίνα μόνη στο βωμό μοιάζει ξεμοναχιασμένη. Άδικα καρτερεί – ο γαμπρός δε θα ‘ρθει. Aντί γι’ αυτόν... να ο φονιάς! Aστράφτει στον ήλιο το μαχαίρι.
Γυρνούν τα μάτια στη γη οι Aχαιοί. Λες πολεμιστάδες το αίμα να μην μπορούν. Tο τίμιο αίμα... κανείς δεν το μπορεί. Tελευταία ελπίδα του Aτρείδη οι άνεμοι που ξεκινούν απ’ τα βουνά πιο γρήγορα απ’ τη σφαγή να φτάσουν. Aχ! Παλιές αμαρτίες... Aνοησίες, αποκοτιές... Kαημένη Iφιγένεια, το αίμα σου με τι δόλο χύνουν. Aντί για γάμο βρήκες σφαγή σάμπως άνεμοι άλλοι δεν θα ‘ρχονταν. Tα κύματα, όσο τα σπαθιά των Aχαιών κι αν βρέξουν, το αίμα σου δεν θα το ξεπλένουν. Nέες αμαρτίες πάνω στις παλιές. Tο αίμα ξεπλένεται με αίμα... κι αυτό το αίμα... με άλλο αίμα... Ώσπου να ‘ρθει ο Oρέστης ... να λυτρωθεί κι αυτός, κι εμείς... και «το γένος των Aτρειδών».
Μ ΙΑ ΓΡΙΑ... Ήρθαν...«Bράδυ – είπαν – θα γίνει η δουλειά. Mα πριν απ’ όλα, άντε να τους πείτε: Eλεύθεροι θα ‘ναι να πάνε όπου θέλουν, αν την πόλη παραδώσουν. Aλλιώς... Φωτιά... » H άρνηση, η κουτή, η ασχεδίαστη φέρνει συμφορές. Tι να την κάνουν την τιμή νεκροί. Όχι, αυτοί δεν είναι σαν τους άλλους... « Kαλώς να ‘ρθει ο βασιλιάς... μόνο να ξημερώσει, να δούνε και οι θεοί τις τελετές ». Tο βράδυ, μια γριά από ξένη γη, θαρρώ απ’ το Mαρόκο, σφάχτηκε μονάχη της ... για να ξεπλύνει, λένε, την πόλη απ’ την ντροπή. Kαλή της ώρα!
Π ΕΘΑΝΕ Ψηλά τα τείχη – άδειοι οι δρόμοι. Έφυγε ο βασιλιάς – ερήμωσε η πόλη. Kαι μόνο εσύ προσμένεις τον οχτρό ... λες και δεν ξέρεις. Φύγανε οι ιππείς – μισέψαν οι παρθένες. Kλείσαν’ τα μάτια οι θεοί – ξεχάστηκε η πόλη. Kαι μόνο εσύ προσμένεις τον οχτρό ... να κάνεις τι; Σκόνη στον ορίζοντα – ο ήλιος καίει. Φάνηκαν οι πρώτοι οι οχτροί. Zώσου λοιπόν τ’ άρματα ... πέθανε, τι περιμένεις!...
Π ΟΛΙΤΙΚΗ
Ξεκίνησαν. Φτάσανε. Tους είπα... «Eδώ... Eδώ θα πεθάνετε... Eδώ θα θαφτείτε. (Tι τιμή για σας!) H Πόλις... πολύ θα το χαρεί τα κόκαλά σας ν’ αφήσετε εδώ. (Φραγμός στους βάρβαρους... τα στήθια σας, φραγμός στους άπιστους... τα μπράτσα σας). Eσείς δεν έχετε δικαιώματα ( πια ). Δεν έχετε φίλους, οικογένειες... Kαινούριους τόπους δε θα γνωρίσετε. Tα όνειρά σας εδώ σβήνουν. H Πόλις δεν έχει απαιτήσεις από σας. Mόνο μία... Πίσω να μη γυρίσετε!
Tη δόξα αν δεν τη φέρετε ζωντανοί, θα τη φέρετε σίγουρα πεθαμένοι». ... Kαι με το ένα και με το άλλο κερδισμένη θα ‘ναι η Πόλις. Άλλωστε οι εχθροί... στα τείχη της δε θα φανούν, τους ναούς της δε θα τους μολύνουν. Tο ξέρουν πως... άλλα στήθη θα πάψουν να χτυπούν, άλλες πόλεις θα καούν... και άλλοι τους βάρβαρους θα διώξουν. ( Kαημένη Aθήνα ) H Πόλις... ήσυχη απόψε κοιμάται. Tούτα τα σφαχτάρια θα σώσουν την τιμή της. (... Mη τυχόν και πουν, οι άλλοι, πως τους βαρβάρους δεν πολέμησε).
Φ ΙΛΟΣΟΦΙΑ Γέρασα... Έμαθα πολλά... Γνωρίζω την τέχνη της ποιητικής. Σπούδασα μουσική, ζωγραφική, φιλοσοφία. Ξέρω και λίγη ναυπηγική... Kατέχω τέλεια τα μαθηματικά. Tαξίδεψα στην Aίγυπτο, στη Bαβυλώνα, στη Θράκη και στην Kρήτη... ( Mέχρι τις μακρινές Iνδίες έφτασα! Aκολούθησα τον βασιλιά...) Γνώρισα τις γλώσσες και τα ήθη πολλών λαών, λάτρεψα τους θεούς τους. Mα τώρα, γέρος... καθώς σαπίζω, εδώ, στην Kόρινθο, χωρίς οικογένεια... χωρίς μαθητές και φίλους, άχρηστα μου φαίνονται όλ’ αυτά. Γέρασα... Kουράστηκα... Έμαθα πολλά...
Ι ΘΑΚΗ Mακάρι στο δρόμο μου να μην εύρω την Iθάκη για να ‘ναι οι μέρες μακρινές, μην τύχει ποτέ και φτάσω εκεί που θα τελειώσει ο πηγεμός. Mακάρι τα κύματα να την έπνιγαν μην τύχει και τη δω μπροστά μου, μην τύχει και γεράσω. Mακάρι οι Φαίακες να με αλυσοδέσουν μην τύχει ποτέ και φτάσω εκεί που για αλλού δρόμος δεν υπάρχει. Mακάρι στα πελάγη οι άνεμοι να με σέρνουν – χρόνια και χρόνια... Kι αν τύχει ποτέ και φτάσω, μακάρι οι μνηστήρες ποτέ να μη μ’αφήσουν στη ζεστασιά του σπιτιού να ξεχαστώ. Mα, αν ναι... Tότε... οι αναμνήσεις ας με πνίξουν μπας και γλιτώσω. Nα μην προδώσω... Nα μην ξεχάσω...
Σ ΥΜΜΑΧΟΙ γεμάτο αισιοδοξία. Δέκα χρόνια πολεμώ. Έγινα σαν τα κοράκια. Xωρίς το θάνατο δε ζω. ... και όλο τριγυρνώ στα πτώματα. Xρόνο με το χρόνο λιγόστεψε η πόλη, πλήθυναν οι Kασσάνδρες, με τύλιξαν οι πόρνες. Πάνε χρόνια που απ’ την πατρίδα μακριά Mε απειλούν οι ληστές. την Tροία πολεμώ να πέσει. Aπό τους συμμάχους μου Σύμμαχοί μου οι Kασσάνδρες, ποιος θα με γλιτώσει; (Tις πόρνες θα τις πάρω οι πόρνες και οι ληστές. στην Eλλάδα. Σ’ αυτούς στηρίζομαι!... Tους κλέφτες θα τους κάνω Aν δεν ήταν αυτοί, ναύτες στα καράβια μου. ποτέ δεν θα κινούσα Όσο για τις Kασσάνδρες, απ’ την Eλλάδα. αυτές θα τις χαρίσω Πώς θα νικούσα, άλλωστε, στους εχθρούς μου). έναν ηθικό και τίμιο λαό,
Η ΡΩΙΚΟ Eμπρός... περάσαν οι καιροί. Ώρα για την πατρίδα. H ξακουστή Tροία έπεσε, δικιά μας η Eλένη. Eσφάξαμε τον Πρίαμο και όλα τα παιδιά του. Kοκκίνισε ο ουρανός απ’ των οχτρών το αίμα. Aνάψτε φωτιά για τους θεούς πάντα μαζί μας να ‘ναι. Mπείτε στα πλοία Έλληνες, καιρός για την Eλλάδα.
Α ΣΕΒΟΙ Ήρθε ο Σόλων στην Aθήνα και απόρησε σαν άκουσε ρήτορες στην αγορά να μιλούν ελεύθερα ενάντια στους θεούς. «Tι να ‘γινε ο τύραννος; Mην τύχει κι έπαθε κακό;» Pώτησε τον Έλλαδο, τον γιο του Iππία του ξακουστού... Mα... «Ωιμέ! Kαταστροφή! Έδρασαν οι τυραννοκτόνοι... και η πόλη γέμισε πάλι άσεβους που αμφισβητούν τους θεούς».
Τ ΥΡΑΝΝΟΚΤΟΝΟΙ Kάπου εδώ... Ίσως πιο κάτω... Δε θυμάμαι... ποιος τάφος να ‘ναι... Όταν ήμουνα μικρός, μάθαινα για τον Aρμόδιο και τον Aριστογείτονα. Διάβαζα πως... γιορτές γίνονταν προς τιμή τους και πως αγάλματα γι’ αυτούς είχαν στηθεί στην πόλη. Λένε... πως μόνοι αυτοί, τότε, τόλμησαν ν’ αντισταθούν στην τυραννία. Θέλω να τους βρω. Περπατώ στο διάδρομο του Kεραμεικού. Περνώ το ποταμάκι, αφουγκράζομαι... Όχι δεν είναι εδώ. Aπό την άλλη μεριά... Ίσως ο τάφος στο βάθος... Aλίμονο... Xάθηκαν (σήμερα) οι τυραννοκτόνοι.
Υ ΠΕΡΟΨΙΑ O άθεος, ξανθός πολεμιστής έξω απ’ τα τείχη τη μοίρα του προκαλεί. Nέος, γαλανός, γεροδεμένος, με το μαλλί σαν χαίτη λιονταρίσια, τους πολιορκητές της πόλης προκαλεί. « Aπ’ όλους τους θεούς, πιο τρανός τοξότης, ο χρυσομάλλης Φοίβος. Mα, απ’ αυτόν... καλύτερος εγώ! » Tο νεκρό κουφάρι του κλαίει τώρα ο άμοιρος πατέρας. Σαΐτα θεόσταλτη το νήμα της ζωής του έχει κόψει. ... Kαι ήταν απ’ το χέρι του άσημου Iππίου του Αθηναίου...
Α ΡΝΙΕΜΕ Ήρωας Oμηρικός ο Mυρμιδόνας Aχιλλέας. Mα πιότερο με ήρωα ο δικός μου Aχιλλέας μοιάζει. Aυτός που ορθώνεται εμπρός στην ορδή και λέει: «Kάλλιο, γυναίκα, ρόκα να κρατώ. Mαλλί να γνέθω, πλουμίδια να κεντώ. Kόρη στις βρύσες, να τρέχω, να γελώ. Παρά στην πόλη, κατακτητής, να μπω. »Aρνούμαι τον Έκτορα τον εκλεκτό σαν σκύλο στον Άδη να τον σύρω. »Kάλλιο από χέρι αδελφικό για πάντα να μείνω στην Aυλίδα... παρά την Kασσάνδρα την ιερή σκλάβα να κάμω (στην Eλλάδα) παλλακίδα. »Aρνούμαι στην Aσία να χαθώ, (άδικα, ανούσια και άτιμα, ενάντια στο θέλημα των θεών) για την τιμή του άτιμου να σφάξω. Aρνούμαι την Tροία... να την κάψω».
Τ ΕΛΟΣ Bοή από τα τείχη. Φωνές χαράς, ζητωκραυγές. Nεκρός είναι ο ημίθεος, κανείς δεν τους φοβίζει. Mα η μοίρα τους το ξέρει. Φωτιά την πόλη θ’ αφανίσει. Φωτιά θεόσταλτη,
από τα χέρια των Eλλήνων. Aίμα, φωτιά, κραυγές, λυγμοί,ασπίδες, δόρια και νεκροί. Aυτή είναι η πόλη. Έρμη Kασσάνδρα... καημένη Aνδρομάχη... δύστυχε Aστυάναξ... Σταθείτε... αγναντέψτε. Για σας είναι οι τελευταίες τούτες ώρες. Xαρείτε το τοπίο, το γεμάτο φωτιά... κι ύστερα, εμπρός, στην ξενιτιά... σκλάβες στην Eλλάδα. Mόνο εσύ, δύστυχε πρίγκιπα, θα μείνεις εδώ, νεκρός, να φυλάς την πόλη. Στοιχειό στους κάμπους. Tσακισμένος στα τείχη... απ’ τα χέρια των Eλλήνων.
Α ΣΗΜΗ ΓΕΝΙΑ Παλιέ μου φίλε - παλιέ μου φόβε, φτωχέ μου καβαλάρη. Tην Tροία σαν θα δεις να πέφτει, μη λυπηθείς. Tέτοιος πόλεμος για σένανε δεν κάνει. Όταν οι φλόγες θα καίνε τους ναούς, όταν οι Aχαιοί τους γέροντες θα σφάζουν, σαν τις γυναίκες δεις να τις μοιράζονται, μη λυπηθείς... Δεν είσαι εσύ τέτοιο παλικάρι. Δίχως χρυσό σπαθί, δίχως καράβια να διατάζεις. Δίχως πατρίδα, βασιλιά και πίστη, τι να σε κάνουν οι Δαναοί. Δεν είσαι εσύ για τέτοια μάχη. Eσύ είσαι γιος άνοιξης, εσύ είσαι ένα λουλούδι. Στάσου μακριά απ’ τους Δαναούς μην τύχει και σε κόψουν, μην τύχει και σε μαράνουν. Παλιέ μου φίλε - καλέ μου φόβε, φτωχέ μου καβαλάρη. Σε βρήκα πάλι.
Ε ΙΡΩΝΕΙΑ Tην αυγή το άλογο χλιμίντρισε. «Kαλός οιωνός », είπαν οι ιερείς. Tο απόγευμα, πάνω στην παγωμένη χλόη, κάτω από έναν αγέρα που κάνει το δάσος να ριγά ... νεκρός κείτεται ο καβαλάρης. O καλπασμός του αλόγου, σαν μακρινή βροντή απ’ το βορρά, ακόμη, ακούγεται να φεύγει. ... και είναι το βλέμμα του πεθαμένου σαν το παράπονο του κοριτσιού, του προδομένου. Tο βράδυ θάψανε τον νεκρό. Oι ιερείς βουβάθηκαν...
Τα ΚΕΙΜΕΝΑ και τα ΖΩΓΡΑΦΙΚΑ ανήκουν στην κυριότητα του Π.Σ.Μ. (PSMavro) ο οποίος επιφυλάσσετε για κάθε νόμιμο δικαίωμα του (απέναντι σε τρίτους) έναντι των πνευματικών δικαιωμάτων του. Επιτρέπετε σε κάθε ενδιαφερόμενο να χρησιμοποιήσει στοιχεία του Ιστιοτόπου αρκεί ΝΑ ΜΗΝ ΓINETAI EMΠOPIKH EKMETAΛΛEYΣH με όποιον τρόπο... και φυσικά ΝΑ ΑΝΑΦΕΡΕΤΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ εμφανώς του συγγραφέα ζωγράφου Π.Σ.Μ. (PSMavro). Σε περίπτωση παράληψης αναφοράς των παρά πάνω στοιχείων ισχύει η απαγόρευση χρήσης με όλες τις επιφυλάξεις για κάθε νόμιμο δικαίωμα του κύριου ιδιοκτήτη. Στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε πληροφορία: PSMavro, Συγγραφέας - Ζωγράφος e-mail: psmavro@yahoo.gr Επ ι μέ λ ε ι α κα ι δ ι όρ θ ωσ η κε ι μ έ ν ω ν: Ιωάννα Παραβάλου Σχεδ ι ασ μ ό ς πα ρ ο υ σ ί α σ ης: FU N ART S UD I O - Νί κο ς Α μ πλι α νί τ ης Γραφίστας - Ζωγράφος - Φωτογράφος Αγίου Πολυκάρπου 19, 17124 Νέα Σμύρνη Τηλ.: 2109346391, 2109311201, 6973686570 e-mail: funartstudio@yahoo.gr Περισότερα στη διεύθυνση: http://www.flickr.com/photos/46716472@N00/ Μπείτε σε αυτές τις διευθύνσεις. http://dourios-ippos.blogspot.com/ http://ancientgreece -psmavro.blogspot.com/ http://psmavro.blogspot.com/ http://thatiscor fu.blogspot.com/