24
www.rethemnosnews.gr
αφιέρωμα
ΣΑΒΒΑΤΟ 9 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2021
Ιστορικές περιηγήσεις 38
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΧΑΡΗΣ ΣΤΡΑΤΙΔΑΚΗΣ
Δρ Παιδαγωγικής-Ιστορικός Ερευνητής - Συγγραφέας strharis@yahoo.gr
Στα Ηλύσια Πεδία του Χάρη Καλαϊτζάκη (1953-2020) Συμπληρώθηκαν σαράντα μέρες από την αναπάντεχη εκδημία του Χάρη Καλαϊτζάκη. Στο διάστημα αυτό γράφτηκαν πολλά για την προσωπικότητα και την προσφορά του, τόσα που δεν θα μπορούσα να προσθέσω κάτι περισσότερο και ουσιαστικότερο. Αποφεύγοντας να επαναλάβω γνωστά πράγματα, θ’ αναφερθώ στο πώς τον φανταζόμουν τις σαράντα αυτές μέρες να κυκλοφορεί ανάμεσά μας, σε τόπους που προτιμούσε και με ανθρώπους αγαπητούς του, που τους είχε γνωρίσει προσωπικά ή μέσα από τις έρευνές του. Θα τον περιγράψω σ’ ένα φανταστικό περίπατο στη δική του «Λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων».
1
4
2
Για την αρχαιοελληνική μυθολογία τα «Ηλύσια πεδία» ήταν ο τελικός προορισμός για την ψυχή των ενάρετων ανθρώπων. Ήταν ένα είδος παραδείσου, στον οποίο επικρατούσε αιώνια άνοιξη. Κι ήταν οι Γάλλοι, θαυμαστές πάντα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, που καθιέρωσαν την κεντρική λεωφόρο της πρωτεύουσάς τους, του Παρισιού, την ωραιότερη και επιβλητικότερη ίσως του κόσμου ολόκληρου, στο όνομά τους. Σ’ αυτή γιορτάζουν την συγκλονιστικότερη επανάσταση του κόσμου στις 14 Ιουλίου κι αυτήν επισκέπτονται και θαυμάζουν κάθε χρόνο πάνω από εκατό εκατομμύρια άνθρωποι.
5
Να ’τον λοιπόν με τον χειμερινό επενδύτη του να περιηγείται τη Ruga Magistra στο Rettimo της εποχής της βενετοκρατίας. Περιπατεί στον κεντρικό δρόμο της πόλης, αυτόν που ήταν ανοιχτός στη θάλασσα, στις νέες ιδέες, στην Αναγέννηση που ερχόταν με φουσκωμένα τα πανιά απ’ την Ευρώπη. Δεν διακρίνω ποιος ακριβώς από τους εικονιζόμενους είναι. Μπορεί να είναι ο ευγενής που αγορεύει περί φιλοσοφίας στον συμπεριπατητή του, στο κέντρο του πίνακα ζωγραφικής Civitas Rethymnae. Μπορεί όμως να είναι κι ο άλλος, με μαύρο καπέλο κι εκείνος, που μόλις έχει βγει με τον φίλο του από τη λέσχη των ευγενών, τη Loggia, κατευθυνόμενος προς το λιμάνι. Στο αυστρουγγρικό προξενείο λέει δυο κουβέντες με τον E. Barbieri, τον Θεόδωρο Τριφύλλη και τον Πέτρο Ζαχαρίου, ενώ στο προξενείο της Ιταλίας ανταλλάσσουν τα buongiorno τους με τον πρόξενο γιατρό Κωνσταντίνο Πετυχάκη και τον διάδοχό του Εμμανουήλ Τσιριμονάκη. Με τον Γεώργιο Χαμαράκη του Βελγικού Προξενείου συζητούν για λίγο για τις πολεμικές εξελίξεις. Φυσικά δεν παραλείπει ν’ ανέβει τα σκαλιά του ελληνικού προξενείου, προκειμένου να βοηθήσει στην έπαρση της σημαίας τους προξένους Γεώργιο Καλοκαιρινό, Εμμανουήλ Μίνωα Πετυχάκη, σιγοτραγουδώντας μαζί τους τον εθνικό ύμνο.
Σε μια τέτοια φανταστική λεωφόρο Ηλυσίων Πεδίων, μεταξύ αυτού και του άλλου κόσμου, θα παρακολουθήσουμε σήμερα τον Χάρη Καλαϊτζάκη να περπατά στητός και καμαρωτός. Αυτή δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από τη ρεθεμνιώτικη οδό Αρκαδίου, τον δρόμο τον οποίο πάσχιζε να ιστορήσει εδώ και χρόνια και που δεν πρόλαβε να τον υμνήσει με την ίδια του τη φωνή, σαν αρχαίος ραψωδός. Θα το κάνει όμως εν καιρώ με τον γραπτό του λόγο, με τη σαφήνεια και την ευθυκρισία που τον χαρακτήριζε και την παρατηρητικότητα και αίσθηση ιστορικότητας που τον διέκρινε. Γιατί, όπως ανέφερε συχνά όταν αγόρευε, με τη χαρακτηριστική του προφορά, «Verba volant, scripta manent».
3
Έχουν περάσει λίγες μόνο μέρες από τις 4 του Γενάρη του 1561, πριν 450 ακριβώς χρόνια, τέτοιες μέρες, που ίδρυσαν με τον Φραγκίσκο Μπαρότση την Ακαδημία των Vivi του Ρεθύμνου. Όλοι αυτοί οι «ζωντανοί άνδρες» διέθεταν τίτλους, βενετικής ή κρητικής ευγένειας, όλοι τους είχαν μεγάλα κτήματα στην ενδοχώρα του Ρεθύμνου κι όλοι διακρίνονταν για τις φρέσκες τους ιδέες. Ο Χάρης ήταν ο άρχοντας του Ορθέ, όπου κι είχε μόλις ανακαινίσει το υποστατικό του. Η βασική του όμως κατοικία παρέμενε στην πόλη, κι ο χώρος εργασίας του δίπλα στον προμαχώνα της Αγίας Βαρβάρας, στη συνοικία της Αρβανιτιάς.
8
Να ’τον και πάλι, ανέγγιχτο από τον χρόνο, να πορεύεται θριαμβικά στην ίδιο δρόμο κατά την εποχή της οθωμανικής κατοχής. Είναι τον 18ο ή μάλλον τον 19ο αιώνα που τον διασχίζει αόρατος, οικοδομημένο πια από την πλευρά της θάλασσας και κατειλημμένο από ξυλοκατασκευές στο ισόγειο και από κιόσκια στους ορόφους. Οι άρχοντες που χαιρετά και τον χαιρετούν φορούν τώρα όλοι τους φέσια, κόκκινα και λευκά, είναι όμως αρχοντάνθρωποι κι εκείνοι. Ανάμεσά τους διακρίνουμε τον Κιαμή Βεϊσάκη, μέλος της Συντακτικής Συνέλευσης, τον Σελίμ Μπέη, τον Αλή Βαφή Σελιανάκη, τον μεγαλύτερο φιλάνθρωπο της Κρήτης, τον δάσκαλο Καζίμ Εμινεφεντάκη και τον τελευταίο μουτασερίφη του Ρεθύμνου Χουσνί Πασά.
6
Να’ τον τώρα μέρα γιορτινή να διασχίζει και πάλι τον κεντρικό δρόμο της πόλης, που τώρα ονομάζεται Τσάρου. Αριστερά και δεξιά του κυματίζουν οι προξενικές σημαίες και πίσω τους στέκονται οι πρόξενοι του Ρεθύμνου. Πρώτο πρώτο χαιρετά τον Ανδρέα Σαουνάτσο, που μόλις διακρίνεται πίσω από την τρίχρωμη γαλλική σημαία. Παρακάτω ανταλλάσσει ευχές με τον Γεώργιο Καλοκαιρινό, τον Χαράλαμπο Πετυχάκη και τον Μάρκο Σκουλούδη, που στέκονται στο μπαλκόνι του προξενείου της Μεγάλης Βρετανίας. Μπροστά στο τσαρικό προξενείο κοντοστέκεται για ν’ ανταλλάξει ευχές με τον Γεώργιο Σκουλούδη, τον Μανούσο Μαυρατζά και τον Γεώργιο Χατζηγρηγοράκη.
7
10
9 Στο μεταξύ δεν σταματά να χαιρετά τους φίλους του καφετζήδες, για την εξιστόρηση της δραστηριότητας των οποίων ξόδεψε χιλιάδες ώρες από τη ζωή του. Ποτέ του δεν θεώρησε υποτιμητικό να τους συναναστρέφεται, ν’ ακούει τον πόνο τους και να τους υπερασπίζεται στις κατά καιρούς καταδιώξεις τους. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε ν’ αρνηθεί τη ζεστή του καλημέρα στον Βαγγέλη Ψυχαράκη, στον Κουτσουρούμπη, στον Μιχάλη Κυριακάκη, στον Σάββα της «Ίδης», στον Κουτσουράκη, στον Γιώργη Μυγιάκη, στον Λαζίδη, στον Μαρνιέρο, στον Αντώνη Λάριο, που είχε πάντα «πλάκα» την τσέπη, και σε τόσους άλλους.
Με τους εστιάτορες της οδού Αρκαδίου έχει σχέσεις εξαιρετικές. Άλλωστε είναι γνωστός ο εκλεκτικισμός του στη διατροφή και η αγάπη του για τις αυθεντικές γεύσεις. Οι φιλοφρονήσεις που ανταλλάσσουν είναι λοιπόν πραγματικές, με τον Αντώνη Μυλωνιανό, τον Βασίλη Σκεπετζή, τον Κωνσταντίνο Κούνουπα, τον Μιχάλη Βαρούχα, τον Ζαμπράκο, τον Αντώνη Λαμπάκη, τον Φραγκουλατζή και τον Γιώργη Κυριανιτάκη, που μόλις έχει ανοίξει ένα ολοδικό του «Πάνθεον». Όμως κι οι πιο ταπεινές γεύσεις δεν τον αφήνουν ασυγκίνητο, όπως το ψωμί του Ροδινού. Εκεί όμως πηγαίνει και για ν’ ακούσει τη λύρα του δεκαοχτάχρονου Ανδρέα, στους «ρεθεμνιώτικους συρτούς» του.
Να κι ο Ανδρέας Σπανουδάκης, που του προσφέρει ξεροψημένο το σουβλάκι του, πασπαλισμένο με κοκκινοπίπερο και συνοδευμένο με την απαραίτητη μαντινάδα. Μερικές φορές αυτή έχει βγει από άλλους στιχοπλόκους, στους οποίους ο Αντρέας υποκλίνεται, όπως σήμερα στον Γεράσιμο Σταματογιαννάκη:
11
Στον ψεύτη κόσμο οι χαρές, παντοτινά δε ζούνε, μαραίνονται και φθείρονται, σβήνουνε και περνούνε. Από εκεί δίπλα τον φωνάζει για ένα γλυκό ο «Monsieur Jean Gregoriadis, Patisserie-Confiserie» και για μια αμαριώτικη μουρνόρακη οι συνεχιστές του ζαχαροπλαστείου και μπαρμπάδες του Γιάννης και Βαρβάρα Τζανιδάκη.
25
www.rethemnosnews.gr
αφιέρωμα
ΣΑΒΒΑΤΟ 9 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2021
Αριστερά και δεξιά τον ξεπροβοδίζουν οι λαδέμποροι της «Μεγάλης Αγοράς», που συγκροτούν την οικονομική καρδιά της πόλης, ιδιαίτερα 12 όταν συνδυάζουν τη δραστηριότητά τους αυτή με τη σαπωνοποίηση. Να ’τος ο Θανάσης κι ο Σταύρος Ορφανουδάκης, να ’τος κι ο Γιαννίκος Πλατύρραχος, οι αδελφοί Γαβρά, ο Δημήτρης Πατσουράκης, ο Μαρίνος κι ο Γ(ι)ώ(ρ) γος Μοάτσος, ο Τίτος Τρουλλινός και τ’ αδέρφια Νίκος και Βασίλης Παπαβασιλείου, με τον Γιώργη Μουσούρο λογιστή τους. Να ’τος κι ο Εμμανουήλ Καούνης, που θρηνεί απαρηγόρητα για τον μισεμό του μοναχογιού του Λεωνίδα. Κι αυτού η μάνα, όπως και του Χάρη, η Χαρούλα Ζαμπετάκη, μίσεψαν πολύ νωρίς, αφήνοντάς τους να βιώσουν τη μητρική ορφάνια.
16
15
Από κοντά κι οι μεγαλέμποροι με τα «εδώδιμα – αποικιακά»: ο Παντελής Μυλωνάκης, ο Στέλιος Τσιριμονάκης, ο Εμμανουήλ Δομαζάκης, οι Γαγάνηδες, οι Κουτσουράκηδες, οι αδελφοί Δρανδάκη, ο Γιάννης κι ο Ευάγγελος Μοάτσος, ο Μανόλης Λιοδάκης, ο Βαλαράκης κι οι Αγγελάκηδες. Δίπλα σ’ αυτούς στέκονται, ταπεινότεροι οπωσδήποτε αλλά περισσότερο αισθηματίες και πρόσχαροι, οι παντοπώλες Παττακός, Ανυφαντάκης, Μπουλούμπασης και Καλοειδάς -όνομα και πράgμα-, που τον ακριβοχαιρετούν, αφού είναι γνωστό τοις πάσι το πόσο καλός ψωνιστής είναι και πόσο πολύ γεμίζει το ζεμπίλι του.
13
14
Με τη φράση «Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός», κάνει πειράγματα παρακάτω στους χρυσικούς Μιχάλη, Ευάγγελο και Στέφανο Μουρτζανό, στον Ματθαιουδάκη, στον Ντασιωνάκη, στον Κουγίτη, στον Βρυσανάκη και στους Περπυράκηδες, -όνομα και πράγμα κι εκείνοι. Στη γωνία Βάρδα Καλλέργη κι Αρκαδίου κοντοστέκεται για να καλημερίσει τον Στέλιο Φουσταλιεράκη, προκαλώντας τον ν’ αφήσει για λίγο τα ρολόγια και να πιάσει το μπουλγαρί, τραγουδώντας δίπλα του, παραλλαγμένο με το γνωστό του χιούμορ, το δίστιχο: Εγώ λεφτά δεν έκαμα απ’ τη δικηγορία, έκαμα φίλους μπιστικούς κι ας έπαθ’ αφραγκία.
17
18
Να ’τοι κι οι ιδιοκτήτες των «εμπορικών» της πόλης που τον ξεπροβοδίζουν. Είναι εκεί, ο Εμμανουήλ Καλλέργης, ο Ευάγγελος κι ο Νίκος Σπανδάγος, ο Γιάννης κι η Όλγα Λαρίου, ο Ευάγγελος, ο Νικόλαος κι ο Θεόδωρος Πετυχάκης, ο Νίκος Δασκαλάκης, ο Γιάννης Δερμιτζάκης και κάμποσοι ακόμα άλλοι. Από μακριά τον χαιρετά ο αδελφός τού βουλευτή Εμμανουήλ Γοβατζιδάκης, που έχει το ονομαστό και πολυδιαφημισμένο κατάστημα βαπτιστικών, καθώς κι οι εμποροράφτες Λαγκουβάρδοι, ο Αγαθός Τζεδάκης κι ο Ανδρέας Παπαδάκης. Εκτιμά ιδιαίτερα τη δουλειά τους, αφού πάντα του αγαπούσε το καλό ντύσιμο.
19
Εκεί δίπλα τού προσφέρουν τιμητικά την καλημέρα τους οι έμποροι νεωτερισμών Τίτος Ζακάκης και Δημήτρης Μαραγκουδάκης, ενώ ο Ελευθέριος Λίτινας διαπιστώνει ότι θα έχουν όλο τον χρόνο να τα λένε, μ’ αυτό που τους έλαχε και στους δυο. Κάτω απ’ το παλιό Δημαρχείο τον υποδέχονται οι δημοτικοί άρχοντες με τη σειρά. Να ο Βακόγλου ο άρχοντας με τα παιδιά του, να κι οι Παπαδάκηδες, πατέρας και γιος, να ’τος κι ο Παντελής κι ο Τίτος. Πετυχάκης, ο «ισόβιος» δήμαρχος, που του προσφέρει ένα γαρύφαλλο για το πέτο. Να ’τος κι ο Στέλιος Ψυχουντάκης μαζί με τον Μανόλη Καλαϊτζάκη, συνάδελφος που έβαλε στην άκρη τη δικηγορία για ν’ απορροφηθεί από τη δημοσιογραφία και τα κοινά.
Ο δήμαρχος Βαγγέλης Δασκαλάκης, το «παιδί του λαού», έχει πεταχτεί μια στιγμή στο καφενείο και τον καλεί να μοιραστεί μαζί τους, με τον Ηλιάκη, με τον Σκευάκη και με τον Σκανδάλη, την ευχαρίστηση του αργιλέ. Παραδίπλα κοντοστέκεται να μιλήσει στον Ανάστο και στον Γρηγόρη Παπαδουράκη, καθώς και στην αξέχαστη Φανή, ενώ την καλημέρα του εισπράττουν κι ο Αλκαίος Μιρσιλίδης μαζί με τους «Σαρίδηδες» του Ρεθύμνου, όπως αποκλήθηκαν, δηλαδή οι Μουδριανάκηδες, μαζί κι οι Καρνιωτάκηδες. Από δίπλα κι Μπαγδίκ Μπακογιάν, που δεν ήξερε τι να του πρωτοθαυμάσει κανείς, τα έπιπλα -«σήματα κατατεθέντα» του Ρεθύμνου- ή τις ντρίπλες του, με την ποδοσφαιρική ομάδα του «Αθλητικού Ομίλου».
Για έναν βιβλιόφιλο σαν κι αυτόν η επίσκεψη κάθε τόσο στα βιβλιοπωλεία είναι μια αναντικατάστατη απόλαυση. Να ’τον λοιπόν στου ποιητή Γιώργη Γεωρβασάκη και στου συνεχιστή του Γιώργη Πίσσα, καθώς και στου Γιώργη Ρεράκη, για ν’ αγοράσει απ’ εκεί εφημερίδες. Παρακάτω τον περιμένουν ο Ανδρέας Δρυδάκης κι ο Ευάγγελος Ζουρμπάκης, καθώς και οι γηραιότεροι Μάρκος Ζαχαρίου, Αλκιβιάδης Σπανδάγος και Αλέξανδρος Τσερβάκης. Η επίσκεψη στου Λεωνίδα Χατζηδάκη είναι επιβεβλημένη, προκειμένου να παραλάβει βιβλιοδετημένα το «Νομικόν Βήμα» και τη «Θέτιδα» αλλά και ν’ ανταλλάξει ευφυολογήματα με τον πατέρα του, τον μεγάλο χιουμορίστα Αριστόδημο, όντας κι ο ίδιος χιουμορίστας περιωπής.
20
Ευφυολογήματα ανταλλάσσει και με τον Μανόλη Κανακάκη, τον λουκουματζή, που δεν δίσταζε να «μπροκώνει» ακόμη και τη γυναίκα του, καθώς και τον κουμπάρο του Αντώνη Σπανουδάκη, τον «κρασά». Ο περίπατος του επιφυλάσσει έκτακτες συναντήσεις και μ’ αρκετές προσωπικότητες που κατοικούν το δρόμο αυτόν. Είναι οι εκπαιδευτικοί Σπύρος Σκορδίλης, Εμμανουήλ Σωτήρχος, Γεώργιος Δαφέρμος (ο αποκληθείς και «Καραφωτιάς»), Δημήτρης 21 Δαφέρμος και Ελπινίκη Σταματάκη. Είναι ακόμη ο κατοπινός πρωθυπουργός Εμμανουήλ Τσουδερός κι ο δικηγόρος Ευθύβουλος, καθώς και ο γιος του φιλόλογος καθηγητής Γιάννης, που άφησε στο Ρέθυμνο παρακαταθήκη ένα στιβαρό ιστορικό βιβλίο, που ο Χάρης κάθε τόσο το ξεφυλλίζει.
Ο Χάρης Καλαϊτζάκης κακουχίες δεν γνώρισε, βίωσε όμως πρώιμη ορφάνια από τη μητέρα του. Τη θέση της ήρθαν να καταλάβουν οι θειάδες του και πολύ αργότερα η Αργυούλα, σύζυγος, συνεργάτης και μητέρα μαζί. Όλα αυτά τ’ αναθυμάται μ’ ευγνωμοσύνη και με απέραντη νοσταλγία. Εκείνο που σίγουρα όμως θα ήθελε να ξεχάσει ήταν το κακό που τον βρήκε αναπάντεχα, εκεί που είχε αρχίσει ν’ απολαμβάνει τη σύνταξη, να ταχταρίζει εγγόνια στα πόδια του. Λίγο ακόμα και θα τα πήγαινε χεράκι χεράκι στο σχολείο και θα ολοκλήρωνε τις ιστορικές του μελέτες. Γι’ αυτό και τελικά το παίρνει απόφαση, σκύβει και με την παλάμη πίνει νερό από το γουργούθι της Λήθης, αφήνοντάς τους όλους εμβρόντητους, γυναίκα και παιδόγγονα.
24
Δεν θα μπορούσε ασφαλώς να παραλείψει να αποχαιρετήσει και τους ανθρώπους του σιναφιού: καταρχήν τους δικηγόρους της Αρκαδίου, με προεξάρχοντα τον Ευάγγελο Δρανδάκη και πίσω απ’ αυτόν τους Νικόλαο και Αριστείδη Κορωνάκη, τον Νικόλαο Τρουλλινό και τον Εμμανουήλ Τσιριμονάκη, σύζυγο του αξέχαστου «Ρόδου πνευματικού της Ρεθύμνης», όπως αποκαλέσαμε την αείμνηστη κυρία Μαρία. Μαζί μ’ αυτούς χαιρετά και τον Γιώργη Δρανδάκη, με τον οποίο επίσης θα ’χουν από εδώ και πέρα πολύ χρόνο στη διάθεσή τους να τα λένε, όπως και με τον πολύμαθο αδελφό του, τον καθηγητή Νικόλαο. Δεν παραλείπει να χαιρετήσει και τους συμβολαιογράφους του δρόμου, τον Βασίλειο Δρανδάκη, τον Γιώργη Μαραγκάκη, τον Γιώργη Ματθαιουδάκη, τον Λουκάκη, τον Περακάκη και τον Γιώργη Παπαδάκη.
22
23
Έχει όμως πια χειμωνιάσει κι η βραδινή βόλτα του Ρεθύμνου έχει μεταφερθεί ακέραια από την καλοκαιρινή Προκυμαία στη οδό των Ηλυσίων Πεδίων του Ρεθύμνου. Είναι τέλη του Νοέμβρη κι ο Χάρης χαιρετά με τον δέοντα σεβασμό την ηγερία του Λυκείου των Ελληνίδων Ιουλία Πετυχάκη, καθώς και τη Σαββάκαινα, για χάρη της οποίας είχε κάποτε σαν παιδί πολύ στενοχωρηθεί. Περνά απέναντι να παρατηρήσει τη βιτρίνα του Χάρη Κουγιτάκη, που έχει αρχίσει να τη στολίζει με τα πιο απίθανα χριστουγεννιάτικα στολίδια και κατασκευές και σταματά μπροστά στη Βρύση του Αλί Ατζί, να πιει λίγο νερό, να πάρει πίσω τις δυνάμεις του, που φαίνεται ότι τον έχουν πια εγκαταλείψει.
Αυτοί νερό της Λήθης δεν ήπιαν και δεν θα τον ξεχάσουν, όπως κι οι φίλοι του κι όλοι όσοι θ’ απολαμβάνουν τα γραπτά που άφησε πίσω του, έστω κι αν ο ίδιος βολτάρει πια στα Νησιά των Μακάρων. Γιατί, όπως λένε, τα τεκμήρια που κάνουν ουσιαστική την ευχή «αιωνία η μνήμη», κι όχι τυπική και κούφια από νόημα κουβέντα, είναι ακριβώς τα υλικά σημάδια που αφήνουν οι άνθρωποι στον τόπο που έζησαν, αγάπησαν κι αγαπήθηκαν. Κι ο Χάρης Καλαϊτζάκης στις εξήμιση δεκαετίες που διένυσε δεν άφησε μόνο καλούς διαδόχους, δεν τους κληρονόμησε μόνο την έξωθεν καλή μαρτυρία, προσέφερε στο σύνολο και δύο έργα ζωής, έργα πνεύματος και αναζητήσεων.
25
Η καλημέρα με τους ντοτόρους είναι κι αυτή δεδομένη και θερμή, ξεκινώντας από τον «Ανάργυρο» Γεώργιο Σαουνάτσο και τον Στυλιανό Μανουσέλη, που κι δυο είχαν δικά τους φαρμακεία. Κι ακόμη με τον γιατρό Αριστείδη Παπαδάκη και τις οδοντιάτρους Δρανδάκη – Καπετανάκη και Δρανδάκη – Βαρούχα. Το καλημέρισμα είναι καθημερινό και με τον -επίσης οδοντίατρο- Μανόλη Κούνουπα, λίγο παραδίπλα από την Αρκαδίου, στο φιλολογικό μνημόσυνο του οποίου ο Χάρης είχε κάνει ομιλία κι είχε προβάλλει βίντεο με την τούρτα που του είχε προσφέρει η Αργυρούλα του στα τελευταία γενέθλια. Καλημέρα απευθύνει και στον φαρμακοποιό Ευάγγελο Νησιανάκη, άνθρωπο καλλιεργημένο, πρόεδρο όχι μόνο του Ωδείου αλλά και του Δημοτικού Συμβουλίου.
Είχε ακούσει ότι η κρήνη αυτή έδινε το δροσερότερο νερό στη πόλη. Υπήρχαν κι άλλες πολλές στην οδό Αρκαδίου, όπως εκείνες στο τέμενος Καρά Μουσταφά Πασά κι η κοντινή της με τον μικρό κουμπέ στην πλατεία του Άγνωστου Στρατιώτη. Όμως κρήνη σαν αυτή του Γιουσούφ Μπέη Αλιγιατζιδάκη, που έκανε και δήμαρχος της πόλης, δεν υπήρχε άλλη. Ήταν σαν την «Πηγή της Λήθης» των Ηλυσίων Πεδίων, που αναφέρουν ο Όμηρος κι ο Αριστοτέλης, που ανάβλυζε νέκταρ κι έκανε μ’ αυτό τους νεκρούς να λησμονούν τα δάκρυα και τις κακουχίες που είχαν ζήσει στον επάνω κόσμο.
Το πρώτο τεκμήριο ουσιαστικής μνήμης ήταν το βιβλίο για τα δικά του και δικά μας καφενεία. Το άλλο ήταν η εργασία του για τη Λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων, τη Ruga Magistra των Ρεθυμνίων, στην οποία τον συναντήσαμε να περιηγείται, αρχοντικός, γαλήνιος και προσηνής. Την εργασία του αυτή θα επιμεληθεί η Αργυρούλα, που είναι τώρα πια περισσότερο από βέβαιη ότι γι’ ανθρώπους σαν τον Χάρη της ήταν που έψαλε ο Όμηρος: «...θα σε προπέμψουν στα Ηλύσια πεδία οι θεοί· εκεί όπου εδρεύει ο ξανθός Ραδάμανθυς, όπου ζωή μακαρισμένη και χαρισάμενη μέλλεται των ανθρώπων. Εκεί που χιόνι δεν πέφτει, μήτε βαρύς χειμώνας με νεροποντές...».
26