Εγώ, ο Λεονάρντο
Εγώ, ο Λεονάρντο
Εγώ, ο Λεονάρντο Μια έκδοση των Εκπαιδευτηρίων «Διονύσιος Σολωμός» Κείμενα και εικόνες: οι μαθητές της ΣΤ΄ τάξης 2018-19 Επιμέλεια εικόνων: Δημήτρης Πλατανάκης Επιμέλεια κειμένων: Μαρία -Έλσα Μπουκάλα Καλλιτεχνική επιμέλεια: Κώστας Παπαλέξης Σελιδοποίηση -Παραγωγή: www.SpecialPrintings.com © Εκπαιδευτήρια «Διονύσιος Σολωμός», 2019 Η κατά οποιονδήποτε τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση, ολική ή μερική αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση και εν γένει κάθε εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου, επιτρέπεται μόνο με την έγγραφη άδεια του Εκδότη.
Εγώ, ο Λεονάρντο
Εκπαιδευτήρια «Διονύσιος Σολωμός»
Περιεχόμενα Κι έτσι άλλαξε ο κόσμος Φαίδων Μούζας, Κωνσταντίνα Γκανά, Φαίδρα Σκοπούλη, Κάρμεν Ψυρρή, Παναγιώτης Παυλόπουλος, Αλέξανδρος Αλωνιστιώτης
11
Το ταξίδι ενός χαμόγελου Αθηναΐς Λαχανά, Έλλη Σοφιανοπούλου, Μαρία Περάκη, Έκτορας Τζανετέας, Συλβάν Ίκμπαλ - Κωστάκης, Νικόλας Παπαστεφανάκης
21
Το ταξίδι του ανεμόπτερου Άρης Μαντάς - Παναγιωτόπουλος, Νικόλας Κεφαλλωνίτης, Χλόη Σωτηροπούλου, Γιώργος Παυλόπουλος, Νίκη Ραγκούση, Μυρτώ Κλαρκ
32
Το τρομερό δημιούργημα Αλεξάνδρα Δήμου, Ειρήνη Αμπούντ, Αινείας Χουντάλας, Αιγαίας Παντελιάς, Αντώνης Ρεπάνης, Κωνσταντίνος Δανδίκας
38
Σαν τα πουλιά Ειρήνη Φλώκου, Γιάννης Κωνσταντουδάκης, Ιάσονας Στάμενας, Νίκος Πάνος, Νικόλας Εξάρχου, Καλυψώ Παπαθανασίου
52
Κι έτσι άλλαξε ο κόσμος - Γιαγιά, δε μας παίρνει ο ύπνος, μπορείς να μας πεις ένα παραμύθι; - Ναι, ένα παραμύθι! - Ωραία λοιπόν θα σας πω την ιστορία του έργου «La Bella Principessa»… ***** Πριν από πολλά χρόνια σ’ ένα παλάτι στην Ιταλία ζούσε μια πανέμορφη πριγκίπισσα. Ήταν πολύ αγαπητή προς όλους αλλά εκείνη μεγαλύτερη αδυναμία είχε στον παιδικό της φίλο, Leonardo Da Vinci. Αυτό το παιδί είχε ένα ιδιαίτερο ταλέντο στη ζωγραφική. Από μικρό του άρεσε να ζωγραφίζει διάφορα τοπία που έβλεπε στη φύση. Του άρεσε να μένει μόνος του και να ζωγραφίζει. Πίστευε στη μαγεία. Καθώς μεγάλωνε, έλεγε πως θα γινόταν μάγος και πως θ’ άλλαζε τον κόσμο. Η πριγκίπισσα τον θαύμαζε και όταν της μιλούσε, τον άκουγε με προσοχή. Μεγαλώνοντας η πριγκίπισσα παγιδεύτηκε στο παλάτι κι έκανε πολλά χρόνια μέχρι να εμφανιστεί ξανά. Οι υπηρέτριες του παλατιού την κρατούσαν κλεισμένη εκεί, εντολή της βασίλισσας, με αποτέλεσμα ο Leonardo να την έχει ξεχάσει. Όταν έγινε εικοσιπέντε χρονών, το έσκασε από ένα κρυφό πέρασμα του 11
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ»
...και την ίδια στιγμή έβγαλε δυο τρία πινέλα, έναν καμβά, τα χρώματά του κι άρχισε να ζωγραφίζει με μανία... πέταγε χρώματα, ξέπλενε πινέλα, έκανε πιτσιλιές... 12
ΕΓΩ, Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ
παλατιού. Της το είχε μαρτυρήσει μία υπηρέτρια που τη λυπήθηκε. Ο κόσμος την είχε ξεχάσει για τα καλά. Μέχρι να βρει ένα σπίτι να μείνει κρυβόταν σε διάφορα σοκάκια. Μόλις είχε ξυπνήσει. Είπε να κάνει έναν περίπατο. Καθώς περπατούσε στα μεγάλα πεζοδρόμια της Ρώμης είδε έναν άντρα με λερωμένα ρούχα να ζωγραφίζει μικρούς και μεγάλους που κάθονταν ακίνητοι σαν αγαλματάκια. Τον παρατηρούσε ώρα, τον κοίταζε ξανά και ξανά, τον πλησίασε, του έπιασε τον ώμο. - Νόμιζα πως δεν θα σε ξανάβλεπα ποτέ! του φώναξε και δύο δάκρια κύλησαν από τα μάτια της. - Μικρή μου principessa πόσο άλλαξες; της είπε χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. - Μιας και σε βρήκα θέλω να σου πω κάτι που νομίζω ότι θα σου αρέσει: Θα διοργανώσω ένα πάρτι για τα εικοστά έκτα γενέθλιά μου. Το πάρτι είναι αυτή την Τετάρτη, είπε η πριγκίπισσα. Ο Leonardo την κοίταξε και σκέφτηκε… - Για κάτσε λίγο, μην είσαι όρθια, της ψιθύρισε και την ίδια στιγμή έβγαλε δυο τρία πινέλα, έναν καμβά, τα χρώματά του κι άρχισε να ζωγραφίζει με μανία. Πέταγε χρώματα, ξέπλενε πινέλα, έκανε πιτσιλιές. Στο τέλος κάλυψε τον πίνακα μ’ ένα μεγάλο ύφασμα. Είχε έρθει η μέρα του πάρτι κι ο Leonardo καθόταν μπροστά στον καθρέφτη κι έφτιαχνε τη γραβάτα του. Μάζεψε τον πίνακα από το πάτωμα, άνοιξε την πόρτα και ξεκίνησε να περπατά προς το σπίτι της πριγκίπισσας. Χτύπησε το κουδούνι. Από μέσα ακούγονταν φωνές και μουσική. Η πριγκίπισσα άνοιξε την πόρτα και τον καλωσόρισε. Στο σπίτι ήταν καλεσμένοι μόνο άνθρωποι πλούσιοι, άνθρωποι της καλής κοινωνίας κι ανάμεσα σε αυ13
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ»
...θα πήγαινε βράδυ, όλοι θα κοιμούνταν εκείνη την ώρα... θα καθόταν δίπλα στο φαράσι μέχρι να κλείσουν όλα τα φώτα... ύστερα σιγά σιγά, χωρίς να τον ακούσει κανένας, θα πήγαινε να κλέψει τον πίνακα... 14
ΕΓΩ, Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ
τούς βρέθηκε ο Leonardo. Είχε πιει πολύ, δεν αισθανόταν καλά και είπε να γυρίσει σπίτι. Το πρωί ξύπνησε με τον ήχο του τηλεφώνου! Ήταν η πριγκίπισσα και τον ευχαρίστησε για το δώρο. Η πριγκίπισσα πάγωσε μ’ αυτό που άκουσε. Ο Λεονάρντο της είπε πως ο πίνακας ήταν μαγικός και πως κάθε μέρα εκείνη θα πρέπει να του φωνάζει «Buon giorno, bella principessa» και όλος ο κόσμος θα είναι χαρούμενος αλλιώς ο πίνακας θα θύμωνε. Αν μία μέρα το ξεχάσει, σε όλο τον κόσμο θα πέσει διχόνοια και όλοι θα νοιάζονται μόνο για τον εαυτό τους. Η πριγκίπισσα τήρησε την υπόσχεσή της. Κάθε μέρα με το που ξυπνούσε του φώναζε «Buon giorno!» κι όλα πήγαιναν μια χαρά. ο Leonardo είχε πολλούς αντίζηλους ένας από αυτούς ήταν και ο ξάδερφός του, που ήταν κι αυτός ταλέντο στην ζωγραφική. Μόλις πληροφορήθηκε για το έργο που έκανε ο Λεονάρντο δώρο στην πριγκίπισσα, αμέσως έπιασε δουλειά. Σκέφτηκε πως αυτός ο πίνακας θα κόστιζε περίπου εκατό εκατομμύρια λίρες. Οργάνωσε ένα σχέδιο το οποίο του πήρε γύρω στα δύο χρόνια να το τελειοποιήσει. Το σχέδιο ήταν το εξής: θ’ άνοιγε μια τρύπα πίσω από το σπίτι της πριγκίπισσας. Η τρύπα αυτή θα οδηγούσε στην αποθήκη. Θα πήγαινε βράδυ, όλοι θα κοιμούνταν εκείνη την ώρα. Θα καθόταν δίπλα στο φαράσι μέχρι να κλείσουν όλα τα φώτα. Ύστερα σιγά σιγά, χωρίς να τον ακούσει κανένας, θα πήγαινε να κλέψει τον πίνακα. Το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή, ο καημένος όμως δεν ήξερε τι βρισκόταν «πίσω» από αυτόν τον πίνακα. Την ώρα που έφευγε, με τον αγκώνα του έριξε το αγαπημένο βάζο της πριγκίπισσας. Η πριγκίπισσα ξύπνησε και σηκώθηκε αναστατωμένη από το κρεβάτι να δει τι συνέβη. Ο άντρας το είχε ήδη σκάσει. 15
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ»
Η πριγκίπισσα δεν κατάλαβε ότι έλειπε το κάδρο κι έπεσε ξανά ήρεμη κι ανυποψίαστη για ύπνο. Το επόμενο πρωί κατάλαβε τι ήταν αυτός ο ήχος αφού είδε το σπασμένο βάζο κι έλειπε ο μαγικός πίνακας. Πήγε να βρει το Leonardo. Η πελώρια δίφυλλη πόρτα στο σπίτι του ήταν κλειστή. Χτυπούσε απελπισμένη τόσο την πόρτα όσο και τα κουδούνια. Ξαφνικά ένα χέρι της έπιασε τον ώμο, γύρισε απότομα. Ο Leonardo την κοίταζε σαστισμένος. Είχε βουίξει ο τόπος για την κλοπή του πίνακα. Αγκαλιάστηκαν και την ίδια στιγμή έπιασαν δουλειά. - Noμίζω πως ξέρω ποιος έκλεψε τον πίνακα, της ψιθύρισε. - Τότε τι καθόμαστε ακόμα εδώ; του είπε τόσο ενθουσιασμένη που ξέχασε να τον ρωτήσει ποιος ήταν ο κλέφτης. Ο Leonardo της είπε πως ίσως ο κλέφτης του πίνακα ήταν ο ξάδερφός του. Δεν περίμεναν ούτε λεπτό. Κόλλησαν αφίσες στις κολόνες της περιοχής. Άλλοι τις κοίταζαν με προσοχή, άλλοι έριχναν μια αδιάφορη ματιά κι άλλοι απλά τις ξεκολλούσαν για να κολλήσουν τις δικές τους. Καταζητείται άντρας ηλικίας 48 ετών, κοντός, έντονα χαρακτηριστικά με γαμψή μύτη και μονόφρυδο. Ονομαζόμενος Julio. Καταζητείται για κλοπή πίνακα κόστους εκατό εκατομμυρίων λιρών. Αν τον βρείτε, παρακαλώ να καλέσετε στο 6973477512. ΜΗΝ ΑΔΙΑΦΟΡΗΣΕΤΕ. Πέρασαν μέρες, βδομάδες… τίποτα. Ο Leonardo και η πριγκίπισσα είχαν χάσει κάθε ελπίδα. Έκαναν ό,τι μπορούσαν. Έψαξαν σε όλη την Ιταλία και ρωτούσαν γνωστούς κι αγνώστους αν ήξεραν, αν είδαν κάτι. Υπήρχαν τρεις πλευρές: Ο Leonardo με την πριγκίπισσα οι οποίοι έψαχναν, ρωτούσαν και γενικώς βρίσκονταν σε αναστάτωση. Ο λαός, που με τη σειρά του αναρωτιόνταν γιατί είχε αλλάξει τόσο πολύ προς το κακό ο κόσμος και ο 16
ΕΓΩ, Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ
Julio που είχε καταφέρει ακριβώς ό,τι ήθελε, είχε πουλήσει τον πίνακα σ’ έναν Ιταλό μεγαλέμπορα, το είχε σκάσει στο εξωτερικό και όλα του πήγαιναν μια χαρά μέσα σ’ έναν άθλιο κόσμο. H Carla, πολύ φίλη της πριγκίπισσας, είχε το πολυκατάστημα στη γωνία της Via Veneto, ένα από τα πιο διάσημα πολυκαταστήματα της Ιταλίας παλιότερα. Πέρασαν τα χρόνια και πια περνούσες από δίπλα κι έκλεινες τη μύτη σου από την μυρωδιά των ποντικιών που το είχαν κάνει σπίτι τους. Όλα τα μαγαζιά ήταν στην ίδια απελπιστική κατάσταση. Κανένας άνθρωπος δεν ήθελε να πηγαίνει στη δουλειά του. Όλη η πόλη είχε ερημώσει μαζί με τις καρδιές των ανθρώπων. Ο Leonardo μια μέρα γύρισε στην πριγκίπισσα μ’ ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά. Η πριγκίπισσα απόρησε γιατί ήταν η μόνη φορά μετά από την ημέρα της κλοπής που τον έβλεπε τόσο χαρούμενο. - Σου έχω νέα όμορφη πριγκίπισσα! Σου έχω νέα. Η πριγκίπισσα αμέσως κατάλαβε κι έτρεξε στην αγκαλιά του. - Έχω ένα φίλο που μένει κοντά στα σύνορα Γαλλίας-Ιταλίας. Το βράδυ της κλοπής ο φίλος μου είδε το αυτοκίνητο του Julio να περνάει από εκεί. Η πριγκίπισσα τον κοίταξε με απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της. - Και μ’ αυτό τι; Δεν μπορώ να φανταστώ πού μπορεί να πήγε, του απάντησε και στο τσακ ήταν να χάσει κάθε της ελπίδα. - Μπορώ όμως εγώ, απάντησε ο Leonardo κι ένα χαμόγελο φάνηκε στα χείλη του. Η μητέρα του Leonardo με τη μητέρα του Julio ήταν αδερφές. Όταν ήταν μικρές τους είχαν κληρονομήσει ένα σπίτι στη Γαλλία, συγκεκριμένα στη Lyon, που τους είχε αφήσει ο πατέρας τους. Ο Julio πήγαινε συχνά εκεί, συνήθως 17
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ»
... o Λεονάρντο της είπε πως ο πίνακας ήταν μαγικός και πως κάθε μέρα εκείνη θα πρέπει να του φωνάζει «Buon giorno, bella principessa» και όλος ο κόσμος θα είναι χαρούμενος αλλιώς ο πίνακας θα θύμωνε... 18
ΕΓΩ, Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ
το χειμώνα άραζε εκεί και το καλοκαίρι επέστρεφε στην Ιταλία. Ο Leonardo υποψιάστηκε πως μπορεί να είχε πάει εκεί. Το πρωί της επόμενης μέρας ο Leonardo και η πριγκίπισσα ξεκίνησαν μαζί να βρουν τον Julio. Αρχικά πήραν τα διαβατήρια. Με το αυτοκίνητο του Leonardo διέσχισαν τη Roma, σταμάτησαν στη Firenze για να ξεκουραστούν, πέρασαν στη Genova και τέλος έφτασαν στα σύνορα με τη Γαλλία. Εκεί μια κοπέλα τους φιλοξένησε, τους κέρασε και τους έστειλε στο καλό. Παρόλη την ταλαιπωρία, έφτασαν στη Lyon. Ο Leonardo προσπαθούσε να θυμηθεί πού ήταν το σπίτι. Το μόνο που θυμόταν ήταν ότι το σπίτι ήταν διώροφο, βαμμένο γαλαζοπράσινο με πορτοκαλιά παράθυρα και στον κήπο είχε φυτρώσει μια πανύψηλη βουκαμβίλια. Με λίγα λόγια έψαχναν ψύλλους στ’ άχυρα! Η πριγκίπισσα και ο Leonardo δεν ήξεραν προς τα πού να κινηθούν… κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το αμάξι έβγαζε φωτιές, το πόδι του Leonardo είχε πιαστεί να πατάει το γκάζι. Ξαφνικά ένα δυνατό φρενάρισμα ακούγεται στις ρόδες του αυτοκινήτου. - Κάτι μου θυμίζει αυτός ο δρόμος… Ναι! τώρα θυμήθηκα. Ο Leonardo είχε θυμηθεί πια τα πάντα. Πάρκαρε μπροστά από ένα σπίτι που είχε την ίδια εικόνα μ’ αυτή στο μυαλό του. Σιγά σιγά ανέβηκε τα παλιά σκαλιά κρατώντας τα σκουριασμένα κάγκελα. Όλα ήταν όπως όταν ήταν μικρός που έτρεχε σ’ αυτά τα σκαλιά και η μαμά του τού φώναζε όταν σκόνταφτε στο μεγάλο πλατύσκαλο. Οι γάτες ήταν ακόμα εκεί σαν να τον περίμεναν να τις ταΐσει ξανά. Όλα έμοιαζαν ίδια, όλα εκτός από την ανοιχτή πόρτα που είδε καθώς σήκωνε σιγά σιγά το κεφάλι του και τ’ όνειρο σε μια στιγμή σταμάτησε. Προχώρησε, έσπρωξε την πόρτα. Στη μέση του δωματίου στεκόταν ο μεγάλος του ξάδερφος τρομοκρατημένος. Για λίγα δευτερόλεπτα κοιτάχτηκαν 19
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ»
στα μάτια. Δε χρειάστηκε να τον ρωτήσει ο Leonardo και o Julio του είπε όλη την αλήθεια. - Και πού είναι ο πίνακας τώρα; ρώτησε ο Leonardo προσπαθώντας να φανεί ήρεμος - Πολυαγαπημένε μου ξάδερφε… Ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ, δεν ξέρεις; Ε, λοιπόν, δεν έχω ιδέα. Πράγματι δεν είχε πια ιδέα. Είχε πουλήσει τον πίνακα σ’ ένα Γάλλο μεγαλέμπορο έργων τέχνης που είχε φύγει πια, είχε εξαφανιστεί. Ο Leonardo έψαξε τον άνθρωπο αυτό όπου μπορούσε. Πήγε στα πιο απομακρυσμένα μέρη, ρώτησε παντού. Τον ξάδερφό του δεν τον είδε ποτέ ξανά κι έμειναν για πάντα μαλωμένοι. Η πριγκίπισσα έφυγε μακριά από το Leonardo θεωρώντας πώς όσο ήταν αυτοί οι δύο μαζί προκαλούσαν κακό. Ο Leonardo παρόλη την απογοήτευση που υπέστη συνέχισε να ζωγραφίζει και οι άνθρωποι συνέχισαν να πλάθουν μύθους με τις ιστορίες που έκρυβαν οι πίνακές του. ***** - Αν θέλετε μπορώ να σας πω και τις άλλες ιστορίες. - Ναι! Ναι, γιαγιά. - Ωραία, δεν είναι δύσκολο, απλώς γυρίστε τη σελίδα!
20
Το ταξίδι ενός χαμόγελου Ένα Σάββατο του 2007 τέσσερις φίλοι μιλάνε για το ταξίδι που θα πάνε αυτό το καλοκαίρι. Αποφασίζουν να πάνε τον Ιούνιο στο Παρίσι. Το μόνο που μένει είναι να σκεφτούν σε ποια μέρη θα πάνε. Πρώτος προτείνει ο Φίλιππος. - Ποιο μνημείο να επισκεφθούμε πρώτα; - Τον πύργο του Άιφελ; - Έχω ξαναπάει, Φίλιππε. - Το μουσείο του Λούβρου! - Ωραία ιδέα, Αντρέα. - Εντάξει, κανονίστηκε. Φτάνει η μέρα του ταξιδιού τους και έχουν κανονίσει να συναντηθούν στην είσοδο του αεροδρομίου. Ο Αντρέας, όπως πάντα, αργεί και όλοι τον περιμένουν εκνευρισμένοι. Όταν φτάνει, πάνε τρέχοντας να κάνουν έλεγχο και επιβιβάζονται στο αεροπλάνο. Το ταξίδι είναι πολύ κουραστικό καθώς έχει πολλές αναταραχές και όλοι ζαλίζονται. Μετά από τρεις ώρες και κάτι φτάνουν στο αεροδρόμιο του Παρισιού το οποίο είναι πολύ μεγάλο κι εντυπωσιακό. Παίρνουν το λεωφορείο και μετά από μια ώρα κατεβαίνουν και περπατούν ως το ξενοδοχείο. Εκεί τους υποδέχεται μια καλοσυνάτη κυρία που τους οδηγεί 21
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ»
...καθώς η Κλειώ βγάζει ένα μπλοκ ζωγραφικής και πιάνει αλογοουρά τα μακριά καστανά μαλλιά της, ο Φίλιππος κι ο Αντρέας δεν μπορούν να ξεχάσουν τον ποδοσφαιρικό αγώνα που σε λίγα λεπτά αρχίζει... 22
ΕΓΩ, Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ
στα δωμάτιά τους. Περνούν τη νύχτα στο ξενοδοχείο και το επόμενο πρωί ξυπνούν νωρίς κι ετοιμάζονται να πάρουν ένα απολαυστικό πρωινό στη μεγάλη και πολυτελή τραπεζαρία του ξενοδοχείου. Αφού τελειώνουν, είναι έτοιμοι να ξεκινήσουν για το πιο φημισμένο μουσείο του Παρισιού, το μουσείο του Λούβρου. - Πρέπει πρώτα να βρούμε ένα ταξί γιατί θα μας πάρει πολλή ώρα με τα πόδια. - Συμφωνώ με την Άρτεμη, λέει η Κλειώ. Φτάνουν στο μουσείο και μπαίνουν μέσα. Τους υποδέχονται δυο χαρούμενοι άντρες με αστυνομική στολή. - Πάμε να δούμε τη Μόνα Λίζα πρώτα; - Ναι, γιατί μετά θα έχει πολύ κόσμο. Μπροστά στο διάσημο πίνακα υπάρχουν υπερβολικά πολλοί άνθρωποι που τον θαυμάζουν. - Πάμε κάπου αλλού πρώτα γιατί εδώ έχει πολύ κόσμο; προτείνει ο Αντρέας. - Ναι, έχεις δίκιο πάμε να δούμε την Αφροδίτη της Μήλου; - Ωραία ιδέα, Φίλιππε! - Ναι, κι εγώ συμφωνώ με τον Φίλιππο και την Κλειώ. Έτσι, κατευθύνονται προς το φημισμένο άγαλμα. Φτάνουν κι εντυπωσιάζονται από την ομορφιά του. Αφού έχουν δει κι έχουν θαυμάσει όλα τα εκθέματα τούς μένει μόνο το σημαντικότερο. Η Μόνα Λίζα. Όταν φτάνουν στο δωμάτιο, παρατηρούν ότι είναι το μόνο έκθεμα στο χώρο. Καθώς η Κλειώ βγάζει ένα μπλοκ ζωγραφικής και πιάνει αλογοουρά τα μακριά καστανά μαλλιά της, ο Φίλιππος κι ο Αντρέας δεν 23
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ»
μπορούν να ξεχάσουν τον ποδοσφαιρικό αγώνα που σε λίγα λεπτά αρχίζει. - Πότε θα φύγουμε επιτέλους; Βαρέθηκα! Ο αγώνας Λυόν-Μπαρτσελόνα αρχίζει σε τρία λεπτά και δε θέλω να τον χάσω! - Ούτε εγώ! - Ωραία φεύγουμε σε δύο λεπτά. Κατευθύνονται προς την έξοδο μιλώντας όταν ξαφνικά βλέπουν ότι η πόρτα είναι κλειδωμένη. Σαστισμένοι και μη ξέροντας τι να κάνουν, προσπαθούν να τηλεφωνήσουν στην πυροσβεστική αλλά ανακαλύπτουν πως δεν υπάρχει σήμα. Ψάχνουν σε όλο το μουσείο μήπως βρουν κάποιο φύλακα αλλά δεν βρίσκουν κανέναν. Μέσα στην απελπισία τους πηγαίνουν στο δωμάτιο που βρίσκεται η Μόνα Λίζα. Περνούν εκεί μέσα τις επόμενες δυο ώρες όταν ξαφνικά, τα μεσάνυχτα, ακούγεται μια γλυκιά γυναικεία φωνή. - Πόσο βγήκε το Λυόν-Μπαρτσελόνα; - Τι ήταν αυτό; Το άκουσες κι εσύ Αντρέα; Κάποιος μίλησε. - Ναι, Φίλιππε, το άκουσα, εσείς κορίτσια το ακούσατε; - Όχι, δεν άκουσα κάτι. Εσύ, Κλειώ; - Μπα, δεν άκουσα τίποτα, αποκρίνεται η Κλειώ συνεχίζοντας τη ζωγραφιά που είχε αρχίσει προηγουμένως. Ύστερα από λίγη ώρα η γυναικεία φωνή ξανακούγεται, αυτή τη φορά πιο δυνατά. - Ε, παιδιά με ακούτε; Εδώ πίσω είμαι. Τα παιδιά φοβισμένα αλλά και ταυτόχρονα περίεργα να δουν τι συμβαίνει γυρίζουν προς την άλλη μεριά του δωμάτιου και το θέαμα που αντικρίζουν τους φαίνεται απίστευτο. - Παιδιά, νομίζω πως βλέπουμε ένα όνειρο, λέει η Κλειώ σαστισμένη. 24
ΕΓΩ, Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ
- Ναι; Γιατί μάλλον βλέπω κι εγώ το ίδιο όνειρο μ’ εσένα. - Κορίτσια, αφήστε τις βλακείες. Πρέπει απλώς να πιστέψουμε ότι… ότι… Η Μόνα Λίζα έχει… Ζωντανέψει μπροστά στα μάτια μας! - Αποκλείεται! Είναι απλώς ένας πίνακας! Τα παιδιά χωρίς να ξέρουν τι να πουν και τι να κάνουν, ξεκινούν ένα διάλογο με τη Μόνα Λίζα. Αρχικά διστάζουν να της μιλήσουν αλλά έπειτα εντυπωσιάζονται από όλα αυτά που τους λέει. - Παιδιά μου, το ξέρατε ότι εδώ, στο μουσείο του Λούβρου, κάθε βράδυ από τις δώδεκα μέχρι τις έξι το πρωί, που έρχονται οι φύλακες ν’ ανοίξουν το μουσείο όλα τα εκθέματα ζωντανεύουν; - Ναι καλά! Μην την πιστεύετε, μας λέει ψέματα! - Αντρέα, μη φωνάζεις κι άσε την κυρία Λίζα να τελειώσει αυτό που λέει. - Εντάξει συνεχίζω, εσύ που με ζωγραφίζεις ποια είσαι; - Κλειώ με λένε. - Εσένα με τα μακριά ξανθά μαλλιά πως σε λένε; - Άρτεμη ονομάζομαι. - Κι εσάς αγόρια; Εσύ με τα κόκκινα μαλλιά και τις φακίδες, ποιος είσαι; - Αντρέα με λένε κι αυτός είναι ο Φίλιππος. - Χαίρω πολύ παιδιά. Να σας κάνω μια ερώτηση; - Ναι φυσικά! - Ωραία. Πώς κλειδωθήκατε εδώ μέσα; - Να εξηγήσω εγώ; - Εντάξει, θα διηγηθεί την ιστορία η Άρτεμη. Έτσι το κορίτσι ξεκινά να διηγείται την ιστορία… - … και με αυτό τον τρόπο κλειδωθήκαμε εδώ μέσα. 25
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ»
26
ΕΓΩ, Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ
- Μπορείτε να μας βοηθήσετε να βγούμε; - Όχι, αλλά μπορώ να σας κάνω παρέα μέχρι να ξημερώσει. Ούτως ή άλλως όταν ξημερώσει θα έρθουν οι φύλακες. - Κι εμείς πού θα κοιμηθούμε απόψε; - Σ’ έναν πίνακα με κρεβάτια φυσικά. - Τι εννοείτε σ’ ένα πίνακα με κρεβάτια; ρωτούν και τα τέσσερα παιδιά ταυτόχρονα. - Α! Ξέχασα να σας πω. Όταν οι πίνακες ζωντανεύουν, μπορείτε να τους επισκεφτείτε. - Δηλαδή μπορούμε να μπούμε μέσα; - Πολύ σωστά, Κλειώ. - Τώρα διαλέξτε σε ποιο πίνακα θα κοιμηθείτε. - Αυτός ο πίνακας φαίνεται ωραίος. Τι λέτε; - Καλή ιδέα Ανδρέα. Πάμε να αφήσουμε τα πράγματά μας! Στην αρχή διστάζουν να μπουν αλλά έπειτα με τέσσερις πήδους όλα τα παιδιά βρίσκονται μέσα στον πίνακα. Βλέπουν τέσσερα δωμάτια, ένα μπάνιο, δυο υπνοδωμάτια και μια κουζίνα. Περνούν τα επόμενα οχτώ λεπτά φτιάχνοντας τα πράγματα και μετά βγαίνουν έξω επειδή βαριούνται. - Να σας κάνουμε μερικές ερωτήσεις, κυρία Λίζα; - Ναι, παιδάκια μου. Θες να ξεκινήσεις εσύ Φίλιππε; - Ευχαρίστως, καταρχάς πόσων ετών είστε; - Λίγο δύσκολη ερώτηση αλλά υπολογίζω ότι είμαι περίπου πεντακοσίων δεκάξι χρονών. - Δε σας φαίνεται. - Θέλεις να είσαι ο επόμενος που θα ρωτήσει, Ανδρέα; 27
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ»
- Μπορείτε να μας πείτε ποιος είναι ο πραγματικός σύζυγός σας; - Ναι, είναι αυτός στο διπλανό δωμάτιο με το μακρύ μουστάκι. - Μπορούμε να πάμε να τον δούμε; - Όχι, Ανδρέα επειδή είναι κλειδωμένη. Μπορείτε όμως να τον δείτε αύριο το πρωί που θα ξεκλειδώσουν την αίθουσα. - Εντάξει. Να σας ρωτήσω εγώ τώρα; - Ναι, Άρτεμη. - Ήσαστε υπαρκτό πρόσωπο; - Ναι, φυσικά. Ήμουν μια όμορφη και πλούσια γυναίκα. - Κάποιες θεωρίες λένε ότι ήσαστε άντρας. - Αυτά που λένε είναι ψέματα, Κλειώ. - Κι εγώ το έχω διαβάσει κυρία Λίζα. - Αποκλείεται, Φίλιππε! Απογοητευμένη η Μόνα Λίζα προσπαθεί να πείσει τα παιδιά ότι ήταν γυναίκα. - Η σειρά σου τώρα, Κλειώ. - Εντάξει! Μπορείτε να μας πείτε λίγα λόγια για εσάς; - Μα και βέβαια. Όταν ήμουν νέα, ήμουν η πιο όμορφη γυναίκα σε όλη τη Φλωρεντία γι’ αυτό και διάλεξαν έναν τόσο σπουδαίο καλλιτέχνη να με ζωγραφίσει. Μάλιστα, ύστερα από λίγους μήνες απέκτησα και μια ιδιαίτερη σχέση με το Λεονάρντο… - Κυρία Λίζα, μιλήστε μας περισσότερο για τη σχέση σας με τον Λεονάρντο. - Δε γίνεται, Κλειώ μου… Ούτως ή άλλως έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε κι έχω ξεχάσει σχεδόν τα πάντα απ’ ό,τι είχε συμβεί. Τέλος, νιώθω άσχημα όταν πρέπει να μιλώ γι’ αυτή τη σχέση διότι ποτέ δεν το έμαθε ο σύζυγός 28
ΕΓΩ, Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ
μου ο Φραντσέσκο ντελ Τζοκόντο ο οποίος βρίσκεται στο διπλανό δωμάτιο, όπως σας ανέφερα και προηγουμένως και φημιζόταν για τα πολλά του χρήματα. Μάλιστα κάποιες φορές νιώθω ότι εκμεταλλευόταν εμένα και την ομορφιά μου για να κερδίσει χρήματα… - Τι εννοείτε σας εκμεταλλευόταν; - Αχ, Φίλιππέ μου… τότε ήμουν νέα και δεν καταλάβαινα πολλά… Ο άντρας μου πλήρωνε για να με ζωγραφίσουν κι έπειτα πουλούσε τους πίνακες σε δούκες, πρίγκιπες και βασιλιάδες για τα διπλάσια χρήματα. Βλέπετε, τότε δεν το είχα καταλάβει… Το ανακάλυψα ύστερα από πολλά χρόνια όταν ο άντρας μου είχε βρει άλλους τρόπους για να κερδίζει χρήματα, οι οποίοι ήταν κυρίως παράνομοι… Δε θα ξεχάσω ποτέ τη φορά που ήθελε να με πουλήσει υποτίθεται για να έχω ένα καλύτερο μέλλον… το έκανε όμως για τα χρήματα. Τότε ήταν που ήρθα πιο κοντά και με το Λεονάρντο. - Μπορείτε να μας περιγράψετε το Λεονάρντο και να μας πείτε όσα ξέρετε για τη ζωή του; - Φυσικά. Ήταν ένας άντρας ψηλός με μπούκλες και μακριά καστανόξανθα μαλλιά. Όταν με ζωγράφισε, ήταν περίπου πενήντα ετών και απεβίωσε λίγους μήνες μετά. Στενοχωρήθηκα πολύ με το θάνατό του επειδή τον αγαπούσα πιο πολύ κι από τον άντρα μου… Θεωρώ ότι ήταν λίγο μυστήριος και περίεργος άνθρωπος αλλά ήταν πολύ καλόκαρδος. Μπορείτε να έρθετε ένα άλλο βράδυ να σας πω πιο πολλά για εμένα και τον Λεονάρντο. - Εντάξει, όμως αύριο τα αγόρια, εγώ και η Άρτεμη θα φύγουμε από τη Γαλλία και θα επιστρέψουμε στην Ελλάδα. - Παιδιά, ακόμα στενοχωριέμαι όταν σκέφτομαι το θάνατο του Λεονάρντο. Τέλοσπάντων, πηγαίνετε να πάρετε τα πράγματά σας από τον πίνακα πριν εκεί29
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ»
...στην αρχή διστάζουν να μπουν αλλά έπειτα με τέσσερις πήδους όλα τα παιδιά βρίσκονται μέσα στον πίνακα... περνούν τα επόμενα οχτώ λεπτά φτιάχνοντας τα πράγματα και μετά βγαίνουν έξω επειδή βαριούνται... 30
ΕΓΩ, Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ
νος παγώσει και κρυφτείτε γρήγορα. Όπου να ’ναι θα ’ρθουν οι φύλακες του μουσείου για να το ξεκλειδώσουν. Καλύτερα να μη σας δουν γιατί θα μπλέξετε άσχημα. Αντίο αγαπημένα μου παιδιά, μου χαρίσατε μια υπέροχη βραδιά. Τα παιδιά πηγαίνουν να πάρουν τα σακίδια τους από τον πίνακα στον οποίο τα είχαν αφήσει. Φεύγοντας αποχαιρετούν τη Μόνα Λίζα αλλά παραξενεύονται μ’ αυτό που βλέπουν. - Αντίο κυρία Λίζα, χαρήκαμε πολύ που σας γνωρίσαμε. - Ναι, μας μάθατε τόσα κρυμμένα μυστικά για τη ζωή σας. Τα παιδιά δε λαμβάνουν απάντηση και όταν κοιτάζουν τον πίνακα βλέπουν τη Μόνα Λίζα παγωμένη αλλά το χαμόγελο είχε σβηστεί από τα χείλη της. Την πλησιάζουν και βρίσκουν δίπλα της ένα σημείωμα: Μην πείτε σε κανέναν ό,τι είδατε απόψε, Μόνα Λίζα Τα παιδιά κοιτούν τη Μόνα Λίζα σαστισμένα. Διακρίνουν το σβησμένο χαμόγελο και δίχως δεύτερη σκέψη πάνε στο δίπλα δωμάτιο στο οποίο βρισκόταν ο άντρας της Μόνα Λίζα. Μετά από μία ώρα το μουσείο ανοίγει. Περνούν απαρατήρητοι από τους φύλακες και φεύγουν. Την επόμενη μέρα φτάνουν στην Αθήνα και πηγαίνουν όλοι μαζί στο σπίτι του Ανδρέα. Η οικογένειά του τους υποδέχεται μ’ ένα ωραίο γεύμα. Κατά το απόγευμα ανοίγουν την τηλεόραση και οι τέσσερις φίλοι μένουν άφωνοι μ’ αυτό που βλέπουν κι ακούνε: ότι το αινιγματικό χαμόγελο της Μόνα Λίζα μετατράπηκε σ’ ένα θλιμμένο πρόσωπο… Κανείς δεν έμαθε ποτέ αυτό που συνέβη εκείνο το βράδυ... Ήταν το μεγαλύτερο μυστικό των τεσσάρων φίλων κι αυτό που τους κράτησε για πάντα ενωμένους. 31
Το ταξίδι του ανεμόπτερου Μια μέρα το 1452 γεννήθηκε σε ένα χωριό στην Ιταλία ένα πανέξυπνο παιδί ο Λεωνίδας Ντα Βον Τσι. Ο πατέρας του, ο Μιχαήλ, ήταν ένας πλούσιος της περιοχής. Είχε προσλάβει μια καθαρίστρια, την Άντζελα, ερωτεύτηκαν κι έκαναν το Λεωνίδα. Ένα χρόνο αργότερα οι γονείς του παντρεύτηκαν γιατί εκείνη την εποχή δεν μπορούσες να έχεις παιδί χωρίς να είσαι παντρεμένος. Τη μέρα του γάμου γινόταν ένα πολύ μεγάλο γλέντι και ήταν καλεσμένο όλο το χωριό. Επίσης ήταν καλεσμένη και όλη η οικογένεια του Μιχαήλ. Ο γάμος έγινε σε μια μικρή εκκλησία λίγο πιο έξω από το χωριό τους. Σ’ εκείνο το χωριό έμενε ο κακός του θείος, ο Βιτόριο, ο οποίος μισούσε τον αδερφό του δηλαδή τον πατέρα του Λεωνίδα και ήθελε να τον σκοτώσει. Πρώτα ο Βιτόριο προσπάθησε να τον δηλητηριάσει βάζοντας δηλητήριο στο ποτό του. Το σχέδιό του, όμως, δεν πέτυχε διότι ο Μιχαήλ δεν έπινε αλκοόλ. Άρα αποφάσισε να τον σκοτώσει με άλλον τρόπο. Μετά το γλέντι του γάμου, ο Βιτόριο ζήτησε να μείνει στο σπίτι του αδελφού του γιατί το δικό του σπίτι ήταν πολύ μακριά και ήταν αργά το βράδυ. Καθώς ο Βιτόριο προχωρούσε στο διάδρομο, είδε από την ανοιχτή πόρτα το Μιχαήλ και την Άντζελα να κοιμούνται στο δωμάτιό τους, πλησίασε και κλείδωσε την πόρτα. 32
ΕΓΩ, Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ
Τότε δόθηκε η ευκαιρία στο Βιτόριο να απαγάγει τον Λεωνίδα και με την εξυπνάδα του να κερδίσει χρήματα. Φύγανε και πήγανε σε ένα ερημικό χωριό όπου εκεί κλείδωσε το Λεωνίδα σε ένα υπόγειο. Οι γονείς του τον αναζήτησαν επίμονα αλλά δεν κατάφεραν να τον βρουν στο απομακρυσμένο χωριό μέχρι το θάνατό τους. Ο Λεωνίδας πήγαινε στο σχολείο και είχε μια κλίση στο μάθημα της Μηχανικής Αρχιτεκτονικής. Μετά από 12 χρόνια που ήταν 17 χρονών επειδή δεν άντεχε άλλο το θείο του έφτιαξε μια μηχανή που θα μπορούσε να πετάξει. Μια μέρα που ο Βιτόριο είχε φύγει από το σπίτι για μια δουλειά, ο Λεωνίδας προσπάθησε να πετάξει με τη μηχανή αλλά δεν τα κατάφερε. Προσπαθούσε να την ξαναφτιάξει για ένα ολόκληρο χρόνο και μια φορά που ο Βιτόριο ήταν στο δωμάτιό του και ξεκουραζόταν, ο Λεωνίδας ξαναδοκίμασε να πετάξει με τη μηχανή του και αυτή τη φορά τα κατάφερε. Πετούσε για πολλές ώρες, όμως στη μέση της διαδρομής έπεσε σ’ ένα χωριό της Γαλλίας γιατί η μηχανή του χάλασε. Έπιασε δουλειά ως ζωγράφος για να μπορέσει να επισκευάσει τη μηχανή του αλλά χρειαζόταν πολλά λεφτά. Μία μέρα στη δουλειά του, γνώρισε μια κοπέλα. Λεγόταν Εμμανουέλα και είχε έρθει να αγοράσει έναν πίνακα. Ερωτεύτηκαν από την πρώτη ματιά. Ήταν πολύ όμορφη και γοητευτική. Ήταν ψηλόλιγνη με μακριά καστανά μαλλιά και γαλανά μάτια. Κάθε μέρα περνούσε έξω από το μαγαζί του, μέχρι που μια μέρα τη ρώτησε αν θέλει να πάνε μια βόλτα. Εκείνη δέχτηκε, και κάθε βράδυ περνούσε από το μαγαζί του και πήγαιναν βόλτα. Ο Λεωνίδας είχε ξεχάσει την μηχανή του γιατί ασχολούταν μόνο με την Εμμανουέλα. Ύστερα από ένα χρόνο, αποφάσισαν να παντρευτούν. Την επόμε33
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ»
...έπιασε δουλειά ως ζωγράφος για να μπορέσει να επισκευάσει τη μηχανή του αλλά χρειαζόταν πολλά λεφτά... 34
ΕΓΩ, Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ
νη μέρα πήγε στον πατέρα της για να ζητήσει το χέρι της κόρης του. Εκείνος εξοργίστηκε γιατί δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτόν τον άνθρωπο και πως η Εμμανουέλα ήθελε να τον παντρευτεί! Επίσης έμαθε πως ήταν φτωχός και δεν ήταν της τάξης της. Στενοχωρήθηκαν πάρα πολύ και δεν θα άφηναν τίποτα να τους χωρίσει. Αποφάσισαν να φύγουν μακριά από τον πατέρα της για να παντρευτούν και να ζήσουν ευτυχισμένοι. Ο Λεωνίδας σκέφτηκε να φύγουν πετώντας με τη μηχανή του. Όμως, η μηχανή του ήταν χαλασμένη. Έτσι άρχισαν να την επισκευάζουν μαζί. Δούλεψαν μέρα και νύχτα για έναν ολόκληρο χρόνο. Η Εμμανουέλα σκέφτηκε να ονομάσουν τη μηχανή «Ανεμόπτερο». Επιτέλους ήρθε η στιγμή που θα έφευγαν από τη Γαλλία! Όμως η πρώτη τους προσπάθεια απέτυχε κι έτσι ξαναδοκίμασαν. Έφυγαν κρυφά τη νύχτα για να μην τους πάρει είδηση κανείς. Όταν το έμαθε ο πατέρας της ότι έφυγαν, θύμωσε και είπε σε όλο το χωριό ότι όποιος τους έβρισκε θα έπαιρνε ως ανταμοιβή είκοσι χιλιάδες λίρες. Μετά από καιρό, είχαν φτάσει στην Ισπανία, είχαν εγκατασταθεί εκεί κι αποφάσισαν να παντρευτούν σε μια μικρή καλύβα κοντά στη θάλασσα. Ήρθε η μέρα του γάμου τους. Ήταν μια ωραία ηλιόλουστη μέρα. Η Εμμανουέλα φορούσε ένα άσπρο λιτό φόρεμα. Την πρώτη νύχτα του γάμου τους η Εμμανουέλα ξεκουραζόταν στο δωμάτιο όταν χτύπησε η πόρτα και πήγε ο Λεωνίδας να την ανοίξει. Μπήκε μέσα εξαγριωμένος ο πατέρας της Εμμανουέλας, έπιασε το πιστόλι του και το έβαλε στον κρόταφό του και τον απείλησε λέγοντας: - Αν δεν αφήσεις την κόρη μου, θα σε σκοτώσω. 35
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ»
- Πώς μας βρήκες; Ποτέ! Δεν θ’ άφηνα την Εμμανουέλα ποτέ! - Αυτό δε σε αφορά. Αν δεν το κάνεις, θα σε σκοτώσω! - Τότε σκότωσέ με. Εκείνη τη στιγμή που ήταν έτοιμος να σηκώσει ξανά το πιστόλι του και να πυροβολήσει το Λεωνίδα, ακούσανε ένα δυνατό ΜΠΑΜ! - Τι ήταν αυτός ο θόρυβος; - Το παράθυρο! Η Εμμανουέλα… το ’σκασε! είπε ο Λεωνίδας. Ο πατέρας της Εμμανουέλας πέταξε κάτω το όπλο κι έτρεξε προς το παράθυρο για να δει πού πήγαινε η Εμμανουέλα. Αλλά είχε εξαφανιστεί. Τότε ο Λεωνίδας άρπαξε ένα βάζο από την τραπεζαρία και το έσπασε πάνω στο κεφάλι του πατέρα της Εμμανουέλας που έπεσε λιπόθυμος στο πάτωμα. Ο Λεωνίδας έτρεξε προς την κρεβατοκάμαρα και βρήκε ένα γράμμα της Εμμανουέλας στο κομοδίνο. Το γράμμα έλεγε: Αγαπημένε μου Λεωνίδα, Πήρα το Ανεμόπτερό μας και κατευθύνομαι προς την Ιταλία. Το έκανα αυτό επειδή είμαι έγκυος… Έλα να μας συναντήσεις στη Ρώμη. Θα σε περιμένω στο Κολοσσαίο. Θα σε περιμένω κάθε μέρα. Εμμανουέλα. Ο Λεωνίδας έφυγε αμέσως για τη Ρώμη. Ταξίδευε για μέρες, με όποιο μέσο έβρισκε ξοδεύοντας όσα χρήματα του είχαν απομείνει, ώσπου επιτέλους έφτασε. Συνάντησε την Εμμανουέλα στο Κολοσσαίο. Είχε κρατήσει την υπόσχεσή της. Μόλις τον είδε, έτρεξε προς το μέρος του και τον αγκάλιασε. Εγκαταστάθηκαν στη Ρώμη και ο Λεωνίδας έπιασε δουλειά για να μπορέσει να συντηρήσει την οικογένειά τους. Μετά από περίπου δύο χρόνια δουλεύοντας ως ζωγράφος είχε γίνει ξα36
ΕΓΩ, Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ
κουστός σε όλη την Ιταλία για τα έργα του· είχε βγάλει τόσο πολλά χρήματα που σπάνια δούλευε πλέον. Αγόρασε μία βίλλα. Η Εμμανουέλα δούλευε σε μία γκαλερί και πουλούσε τους πίνακες του Λεωνίδα. Γενικώς ζούσαν μία άνετη ζωή. Το μωρό τους είχε μεγαλώσει και είχε γίνει ένα πανέμορφο κοριτσάκι. Ο Βιτόριο που είχε ακούσει φήμες για την επιτυχία του Λεωνίδα, άρχισε να τον ψάχνει. Έφτασε στη Ρώμη και ρωτώντας έμαθε πως ο Λεωνίδας είχε παντρευτεί, βρήκε πού δούλευε η Εμμανουέλα και πήγε να τη βρει. Όταν έφτασε στην γκαλερί, τη ρώτησε πού έμενε ο πατέρας της επειδή ήταν «φίλοι». Η Εμμανουέλα παραξενεύτηκε, του είπε πως είχε να τον δει χρόνια αλλά είχε μάθει πως έμενε λίγο έξω από τη Ρώμη. Ο Βιτόριο ξεκίνησε για το σπίτι του πατέρα της Εμμανουέλας. Όταν έφτασε εκεί του χτύπησε την πόρτα λέγοντας: - Είμαι ο Βιτόριο, ο θείος του Λεωνίδα. Θέλεις να με βοηθήσεις να σκοτώσω τον ανιψιό μου; - Εντάξει… όμως με μία προϋπόθεση. Θέλω 5.000 λίρες σε αντάλλαγμα. - Καλά. Σύμφωνοι. Γύρισαν κι οι δυο πίσω στη Ρώμη. Πήγαν στο σπίτι του Λεωνίδα, αλλά δεν τους βρήκαν εκεί. Η Εμμανουέλα είχε πει στο Λεωνίδα για έναν ψηλό άντρα με καστανά μαλλιά και πράσινα μάτια που τη ρώτησε πού έμενε ο πατέρας της. Ο Λεωνίδας κατάλαβε πως ήταν ο Βιτόριο κι έτσι πήραν το μωρό κι έφυγαν για την Πορτογαλία. Έφτασαν στην Πορτογαλία όπου κι έζησαν οριστικά. Το παιδί τους μεγάλωσε κι ακολούθησε την καριέρα του πατέρα της. Ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
37
Το τρομερό δημιούργημα Ξημέρωνε μια όμορφη μέρα στην πόλη Αντσιάνο στην Ιταλία, όταν ξαφνικά χτύπησε η πόρτα του σπιτιού της οικογένειας Ντα Βίντσι. - Ανοίγω εγώ! φώναξε ο Λορέντζο κι έτρεξε στην πόρτα. Είδε μπροστά του ένα στρατιώτη που κρατούσε ένα γράμμα με τ’ όνομα του πατέρα του, Πιέρο. - Εσείς είστε ο κύριος Πιέρο Ντα Βίντσι; - Όχι, εγώ είμαι ο γιος του αλλά μπορώ να του το δώσω. Όταν ο στρατιώτης έφυγε, ο Λορέντζο έδωσε το γράμμα στον πατέρα του κι εκείνος το άνοιξε και το διάβασε. Όταν τελείωσε, το βλέμμα του ήταν σκοτεινό και χαμένο. - Κακά νέα; Ο Πιέρο δεν απάντησε, τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και του είπε: - Πήγαινε να φωνάξεις τη μητέρα σου και τον αδερφό σου. Ο Λορέντζο έφυγε τρέχοντας. Σε λίγη ώρα όλη η οικογένεια Ντα Βίντσι ήταν εκεί. - Αγαπητή μου οικογένεια, φεύγω για τον πόλεμο. - Πατέρα, θα έρθω κι εγώ ό,τι και να μου πεις, είπε ο Λορέντζο αποφασιστικά. 38
ΕΓΩ, Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ
- Αφού επιμένεις, έλα! Η Κατερίνα έφερε αντιρρήσεις: - Με τίποτα, γιε μου. - Εγώ θα πάω στο σπίτι της Λίζας ν’ ακούσω τη γνώμη της, είπε ο Λορέντζο και κοπάνησε την πόρτα φανερά θυμωμένος. Έπειτα από δύο ώρες, ο Λορέντζο γύρισε ευχαριστημένος. - Η Λίζα συμφωνεί. Την επόμενη μέρα ήρθε ένας στρατιώτης και τους πήρε με μια άμαξα. - Ελάτε! φώναξε. Οι δύο άντρες χαιρέτησαν την οικογένεια τους, ίσως για τελευταία φορά. Μετά από ένα μήνα, ήρθε ένα γράμμα, που έλεγε ότι σκοτώθηκε ο Πιέρο και ο Λορέντζο. ***** Ο Λεονάρντο μόλις έμαθε για το θάνατο του αδελφού και του πατέρα του, ήθελε να εκδικηθεί αυτούς που τους σκότωσαν. Ιδιοφυΐα καθώς ήταν, άρχισε να σχεδιάζει ένα φονικό όπλο που θα έκανε τους Ιταλούς να νικήσουν τους Γάλλους. Η Λίζα, η κοπέλα του αδελφού του, χρειαζόταν «συμπαράσταση» αλλά στ’ αλήθεια είχε αγαπήσει το Λεονάρντο κι έψαχνε δικαιολογίες να είναι μαζί του. Το ίδιο όμως ένιωθε και ο Λεονάρντο. Έτσι άρχισαν να συναντιούνται πιο συχνά. Ο πατέρας της Λίζας, o Αντόνιο, ήταν ένας πλούσιος έμπορος και δεν συμπαθούσε καθόλου το Λεονάρντο επειδή η οικογένειά του δεν ήταν του «επιπέδου» τους αλλά για κάποιον ανεξήγητο λόγο επισκεπτόταν πολύ συχνά το 39
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ»
...είδε μπροστά του ένα στρατιώτη που κρατούσε ένα γράμμα με τ’ όνομα του πατέρα του, Πιέρο... 40
ΕΓΩ, Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ
σπίτι της οικογένειας του Λεονάρντο. Μια μέρα ο Λεονάρντο έκανε μια βόλτα στην εξοχή με τον Πίτερ, τον κολλητό του φίλο και τη Λίζα. - Αυτόν τον καιρό ασχολούμαι μ’ έναν καταπέλτη που θα οπλίζεται μόνος του! - Ενδιαφέρον ακούγεται… είπε ο Πίτερ. - Εμένα μου φαίνεται πολύ απλό. Αυτό θα μπορούσαν να το κάνουν όλοι οι καταπέλτες. Γιατί δεν του προσθέτεις κάτι που να τον κάνει ξεχωριστό όπως τα άλλα πράγματα που έχεις σχεδιάσει; είπε η Λίζα. - Έχω σκεφτεί το ενδεχόμενο αυτό κι έχω κάτι στο νου μου αλλά δεν μπορώ να σας πω… - Εγώ κουράστηκα να σας ακούω. Πάμε στο σπίτι για φαγητό; ρώτησε ο Πίτερ που είχε πάντα το μυαλό του στο φαγητό και στον ύπνο. Στο τραπέζι η Κατερίνα είχε κέφια. - Κεφάτη σας βλέπω σήμερα! είπε η Λίζα. - Α, ναι! Γνώρισα έναν εξαιρετικό άντρα! Σκοπεύουμε να παντρευτούμε άμεσα. - Μάνα, με δουλεύεις; Πριν από έναν μήνα πέθανε ο πατέρας κι αυτόν τον τύπο τον ξέρεις πολύ λίγο καιρό! Την επόμενη μέρα η Κατερίνα δε φάνηκε. Ούτε τις επόμενες μέρες. Δεν την ξαναείδαν ποτέ. Το βράδυ ο Πίτερ ήθελε να κοιμηθεί στο σπίτι του Λεονάρντο και ο Λεονάρντο τού έστρωσε να κοιμηθεί σ’ ένα μικρό δωματιάκι που το χρησιμοποιούσε ως εργαστήρι. Το βράδυ ο Πίτερ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σκεφτόταν ότι η οικογένεια του καλύτερού του φίλου είχε διαλυθεί. Ξαφνικά άκουσε την πόρτα ν’ ανοίγει τρίζοντας. Κρύφτηκε πίσω από κάτι χάρτες κι άρχισε να παρακολουθεί. Δεν 41
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ»
...ο κύριος Αντόνιο έψαχνε τις σημειώσεις του Λεονάρντο και φαινόταν πολύ θυμωμένος... 42
ΕΓΩ, Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ
μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του! Ο κύριος Αντόνιο έψαχνε τις σημειώσεις του Λεονάρντο και φαινόταν πολύ θυμωμένος. Από αυτά που μουρμούριζε ο Αντόνιο, ο Πίτερ μπόρεσε να ακούσει: «Σε τι γλώσσα είναι αυτά τα ρημαδιασμένα χαρτιά;» Ο Πίτερ με το ζόρι έπνιγε τα γέλια του, επειδή ήξερε το μυστικό της γραφής του Λεονάρντο. Ο Λεονάρντο έγραφε… ανάποδα! ***** Από το ημερολόγιο της Λίζας: Αγαπητό ημερολόγιο, Δεν μπορώ να πιστέψω αυτά που μας είπε, σ’ εμένα και στο Λέο, ο Πίτερ. Ο πατέρας μου είναι ο καταζητούμενος κατάσκοπος των Γάλλων που ψάχνει η χωροφυλακή τόσο καιρό! Δεν ξέρω αν τον αγαπώ πια, νομίζω ότι τον μισώ. Νομίζω ότι ο Λέο και ο Πίτερ είναι οι μόνοι που μου έχουν απομείνει… και δεν είναι μόνο αυτό, ο πατέρας μου πήγε να παραλάβει ένα σημαντικό εμπόρευμα και δεν έχει γυρίσει ακόμα. Ευτυχώς ο Λεονάρντο ή Λέο όπως τον φωνάζω τον τελευταίο καιρό, με φιλοξενεί στο σπίτι του. ***** Ο πατέρας της Λίζας ήταν κοντά στο Αντσιάνο με την άμαξα του και ανυπομονούσε να δει την κόρη του. Της είχε φέρει πολύ ωραία δώρα από μακρινές χώρες. Η άμαξα έφτασε στο μεγάλο σπίτι μετά από λίγη ώρα. Η Λίζα ήταν στο 43
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ»
...έπειτα από λίγο ο σεισμός σταμάτησε, μα μετά από λίγα δευτερόλεπτα, επέστρεψε δυνατότερος... ο καταπέλτης άρχισε να τραντάζεται και το βλήμα εκτοξεύτηκε σε μια κοντινή εκκλησία... ο Λεονάρντο άρχισε να φωνάζει.... 44
ΕΓΩ, Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ
σπίτι του Λεονάρντο. Ο Αντόνιο ανέβηκε τις σκάλες δυο δυο κι έφτασε στο δωμάτιο της Λίζας. - Λίζα; φώναξε ο Αντόνιο. Δεν πήρε καμία απάντηση. Το βλέμμα του έπεσε πάνω στο παρατημένο ημερολόγιο. Το άνοιξε και το διάβασε. Ο θυμός του ήταν απερίγραπτος. Το πήρε και το έκρυψε στην τσέπη του. Στο σπίτι του ο Λεονάρντο δούλευε σκυμμένος στις σημειώσεις του ενώ ο Πίτερ προσπαθούσε να συνδυάσει τα κομμάτια του καταπέλτη και η Λίζα του έδειχνε το σχέδιο από τις σημειώσεις. Ξαφνικά ο Λεονάρντο φώναξε: «Το βρήκα! Ο καταπέλτης θα χρησιμοποιείται μ’ έναν περίεργο μοχλό που μοιάζει μ’ ένα μικρό πλακάκι που θα είναι συνδεδεμένο με τα νήματα που ταλαντώνονται για να ρίξει κι ύστερα θα οπλίζει αυτόματα!» - Απίστευτο! Πάμε αμέσως να ξεκινήσουμε την κατασκευή και να τον δώσουμε στον κυβερνήτη πριν ο πατέρας μου προσπαθήσει να ξανακλέψει τα σχέδια! - Συμφωνώ! Ας στρωθούμε στη δουλειά! είπε ο Πίτερ. Εν τω μεταξύ ο Αντόνιο έψαχνε τη Λίζα αφρίζοντας από το θυμό του. Ξαφνικά του ήρθε μια ιδέα: Γιατί η Λίζα να μην έχει πάει στον μικρό πολυμαθή αγαπημένο της; Πώς δεν το είχε σκεφτεί πιο πριν; Πήρε την άμαξά του και πήγε αμέσως στο σπίτι του Λεονάρντο. Η πόρτα του σπιτιού ήταν αμπαρωμένη. Πήγε στην πίσω πόρτα που οδηγούσε στην κουζίνα και προσπάθησε να την ανοίξει. Μετά από πολλές προσπάθειες, η πόρτα έσπασε. Φωνές ακούγονταν από το εργαστήρι. Πήγε πατώντας στις μύτες των ποδιών του κι έστησε αυτί πίσω από την πόρτα. - Όχι έτσι, ρε Λίζα! ακούστηκε η φωνή του Λεονάρντο. - Εντάξει. Είμαι τρελή ή κι εσείς ακούσατε μια πόρτα να σπάει; 45
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ»
...μια μέρα ο Λεονάρντο έκανε μια βόλτα στην εξοχή με τον Πίτερ, τον κολλητό του φίλο και τη Λίζα.... 46
ΕΓΩ, Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ
- Κάτι άκουσα… - Πάμε να δούμε! Μόλις το άκουσε ο Αντόνιο έτρεξε να κρυφτεί. «Ωχ, έρχονται!» Σε λίγο οι τρεις φίλοι είχαν κατέβει και κοιτούσαν τη σπασμένη πόρτα. Ο Λεονάρντο είπε στη Λίζα: «Μάλλον ο πατέρας σου έχει τρελαθεί τελείως. Δεν πάει άλλο… » Ο Αντόνιο μόλις τους είδε ν’ ανεβαίνουν στον πάνω όροφο, το ‘βαλε στα πόδια και πήγε στο σπίτι του. Εν τω μεταξύ οι τρεις φίλοι συνέχισαν να κατασκευάζουν τον καταπέλτη απτόητοι. ***** Την επόμενη μέρα ο Λεονάρντο και οι φίλοι του είχαν τελειώσει την κατασκευή του καταπέλτη. - Εγώ λέω να τον πάμε στον κυβερνήτη, να του τον δείξουμε και να τον δωρίσουμε για τον πόλεμο. - Πάμε να πάρουμε μια άμαξα που να είναι αρκετά στιβαρή για να μπορέσουμε να τον μεταφέρουμε! είπε η Λίζα ενθουσιασμένη. Ο Αντόνιο παραφυλούσε στην άμαξά του, που ήταν κρυμμένη πίσω από το σπίτι, για να βρει την κατάλληλη στιγμή ν’ αρπάξει τον καταπέλτη. Μόλις έφυγαν, σκέφτηκε: « Ή τώρα ή ποτέ! Αυτή είναι η ευκαιρία μου!» Έτρεξε στο σπίτι του Λεονάρντο κι άρχισε να σέρνει με την άμαξα τον καταπέλτη. - Βρε! Βρε! Για δες ποιον βλέπουμε εδώ! ακούστηκε η φωνή του Λεονάρντο. Ο Αντόνιο μόλις τον άκουσε του όρμησε κι άρχισε να του σφίγγει το λαιμό. Ξαφνικά η λαβή χαλάρωσε κι ο Αντόνιο βρέθηκε μ’ ένα τηγάνι στο κεφάλι του. - Λίζα; Τι πήγες κι έκανες; ο Πίτερ είχε πετρώσει. - Δεν ήξερες πως έχω μαύρη ζώνη στο τηγάνι; Συγγνώμη πατέρα, αλλά δε θ’ 47
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ»
...εμένα μου φαίνεται πολύ απλό... αυτό θα μπορούσαν να το κάνουν όλοι οι καταπέλτες... γιατί δεν του προσθέτεις κάτι που να τον κάνει ξεχωριστό όπως τα άλλα πράγματα που έχεις σχεδιάσει; είπε η Λίζα... 48
ΕΓΩ, Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ
άντεχα να σκότωνες τον Λεονάρντο γι’ αυτό προτίμησα να σε σταματήσω, είπε η Λίζα στον πατέρα της καθώς αυτός έπεφτε κάτω λιπόθυμος… - Σ’ ευχαριστώ, Λίζα, μου έσωσες τη ζωή. Θα στο χρωστάω… είπε ο Λεονάρντο καθώς έδενε τον Αντόνιο στον κορμό μιας γέρικης βελανιδιάς. ***** Ο Λεονάρντο στη διαδρομή ήταν σιωπηλός. Η άμαξα πήγαινε προς τη Ρώμη πολύ αργά. Το μόνο που ακουγόταν ήταν οι ρόδες της άμαξας και η πένα της Λίζας που έγραφε στο ημερολόγιο της. Ξαφνικά η άμαξα άρχισε να τρέμει. Η γη σείστηκε. - Σεισμός! Άρχισε να φωνάζει ο Λεονάρντο. Κατεβείτε όλοι από την άμαξα γρήγορα! Ο Πίτερ υπάκουσε. Η Λίζα όμως άρχισε να φωνάζει: - Δεν μπορώ να αφήσω να καταστραφεί ο καταπέλτης! Βοηθήστε με να τον κατεβάσω από την άμαξα! Ο Λεονάρντο μόλις το άκουσε αυτό άρπαξε τη Λίζα και την έριξε κάτω. Έπειτα από λίγο ο σεισμός σταμάτησε, μα μετά από λίγα δευτερόλεπτα, επέστρεψε δυνατότερος. Ο καταπέλτης άρχισε να τραντάζεται και το βλήμα εκτοξεύτηκε σε μια κοντινή εκκλησία. Ο Λεονάρντο άρχισε να φωνάζει. ***** - Πρέπει να ξεχάσεις αυτό που έγινε. Δεν έφταιγες εσύ. Ήταν ατύχημα, έλεγε η Λίζα στο Λεονάρντο. - Δεν μπορώ να το ξεχάσω. Στην εκκλησία που γκρεμίστηκε εξαιτίας μου 49
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ»
υπήρχαν δεκατέσσερα άτομα, όλοι τραυματίες. - Σου λέω, πρέπει να το ξεχάσεις! Έγινε πριν από 3 εβδομάδες και το ατύχημα συνέβη από τον σεισμό. Εμένα ο πατέρας μου είναι στη φυλακή και το ξεπέρασα μέσα σε λίγες ώρες. - Ο πατέρας σου είναι προδότης! Ούτως ή άλλως εσύ τον σταμάτησες και τον συνέλαβαν! Η Λίζα δεν απάντησε. Έβαλε τα κλάματα κι έφυγε. Αμέσως μετά, ο Πίτερ μπήκε στο δωμάτιο. - Η Λίζα έχει δίκιο. Πρέπει να το ξεπεράσεις και να προχωρήσεις την ζωή σου. Δε σας κρυφάκουγα. Σας άκουγα κανονικά. - Μπορεί να έχετε δίκιο… Δεν θα ξανακατασκευάσω ποτέ όπλα που έχω σχεδιάσει. Τότε μπήκε στο δωμάτιο η Λίζα και τον αγκάλιασε. - Συγγνώμη, του είπε. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε η πόρτα του σπιτιού. Ο Λεονάρντο πήγε κι άνοιξε. Στην πόρτα στεκόταν ένας στρατιώτης. Του είπε να τον ακολουθήσει. Μπήκαν σε μια άμαξα και πήγαν στην έπαυλη του άρχοντα της περιοχής. - Ο κυβερνήτης σάς περιμένει, είπε ο στρατιώτης στο Λεονάρντο. Εκείνος απορημένος, τον ακολούθησε. Βρέθηκε μπροστά στον άρχοντα. - Καλώς τον! τον υποδέχτηκε. - Τι με θέλετε; - Θα ήθελα να μου σχεδιάσεις και να μου κατασκευάσεις ένα όπλο για τον πόλεμο εναντίον των Γάλλων. Πρέπει να νικήσουμε και χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου. - Δεν πρόκειται να σας φτιάξω τίποτα. Να υπογράψετε μια συνθήκη ειρή50
ΕΓΩ, Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ
νης. Είχα φτιάξει όπλα αλλά οι Γάλλοι έστειλαν κατάσκοπο για να τα κλέψει. Ευτυχώς ο κατάσκοπος αυτός βρίσκεται πια στη φυλακή. Αυτό με βοήθησε να βγάλω ένα συμπέρασμα. - Τι συμπέρασμα; Ο Λεονάρντο πήρε σοβαρό ύφος και συνέχισε. - Δεν θα ήθελα τα σχέδιά μου να εφαρμοστούν γιατί οι άνθρωποι από τη φύση τους είναι κακοί και πρόθυμα θα τα χρησιμοποιήσουν για να σκοτώσουν. Μετά από λίγο ο Λεονάρντο γύρισε στο σπίτι και διηγήθηκε στους φίλους του τι είχε συμβεί. Η Λίζα και ο Πίτερ άρχισαν να χειροκροτούν. Η Λίζα άρχισε να φωνάζει: - Μπράβο, Λεονάρντο μου! - Αυτό αξίζει να το γιορτάσουμε. Μακάρι ο πόλεμος να τελειώσει. Να ζήσουμε όλοι ειρηνικά… για πάντα! είπε ο Πίτερ ανοίγοντας ένα μπουκάλι κρασί.
51
Σαν τα πουλιά
Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα στη Ρώμη και ο Ντα Βίντσι έκανε μάθημα με τους μαθητές του. Η επιθυμία του από τότε που ήταν μικρός ήταν να μπορεί να πετάει. Όταν έβλεπε τα πουλιά σκεφτόταν: Μακάρι να μπορούσα να πετάξω μια μέρα! Μοιράστηκε με τους μαθητές του την ιδέα του. Αμέσως στρώθηκαν στη δουλειά. Έκαναν ένα σχέδιο για το πώς θα το κατασκεύαζαν. Θυμήθηκε που του έλεγε παλιά ο πατέρας του ότι τα αερόστατα θα φτιάχνονται σύμφωνα με την ανατομία των πουλιών. Από εκείνη τη μέρα ο Ντα Βίντσι παρακολουθούσε τον τρόπο με τον οποίο πετάνε τα πουλιά. Παρατήρησε ότι ο σκελετός έπρεπε να έχει σχήμα πυραμίδας και η βάση να είναι τετράγωνη. Επίσης το πανί που θα τοποθετούσαν στην κορυφή έπρεπε να είναι περίπου δώδεκα μέτρα. Τα υλικά που χρειάζονταν ήταν πολύτιμα οπότε έψαχναν για μέρες σε όλη την πόλη. Βρήκαν πέτρες, ύφασμα και σίδερα και από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησαν την κατασκευή. - Πρέπει να δουλέψουμε σκληρά για να πετύχουμε αυτό που θέλουμε! έλεγε συχνά. 52
ΕΓΩ, Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ
Όταν όλοι ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν ένας μαθητής του που διαφωνούσε από την αρχή, είπε: - Είναι αδύνατον κάποιος άνθρωπος να πετάξει! - Θα τα καταφέρουμε, Τζούλιο. Μην ανησυχείς! Τόσες μέρες σκέφτομαι πώς θα το φτιάξουμε. Άρχισαν τη συναρμολόγηση. Δούλευαν νυχθημερόν. Όλοι ήταν τόσο κουρασμένοι που, σαν ντόμινο, ένας ένας έπεφταν ξεροί στο πάτωμα. Ο Ντα Βίντσι έμεινε ξάγρυπνος αρκετές νύχτες. «Ας τους αφήσω να κοιμηθούν λίγο ώστε αύριο να τα πάνε καλύτερα!» σκέφτηκε. Την άλλη μέρα που όλοι ήταν ξεκούραστοι, το έργο προχωρούσε με πιο γρήγορους ρυθμούς. Έμενε μόνο να τοποθετηθεί το πανί στην κορυφή του αερόστατου για να ολοκληρωθεί αυτή η ευφυής εφεύρεση. Με προσοχή έβαλαν το πανί και… αυτό ήταν! Η εφεύρεση τελείωσε! Όλοι ήταν τόσο χαρούμενοι που τα κατάφεραν… - Καιρός να το δοκιμάσουμε! είπε ο Ντα Βίντσι. Ποιος θέλει να το δοκιμάσει πρώτος; Οι μαθητές άρχισαν να φωνάζουν: Εγώ! Έλεγε ο ένας. Εγώ ο άλλος… - Λοιπόν! είπε ο Ντα Βίντσι. Βρήκα τι θα κάνουμε. Θα κάνουμε μια κλήρωση. Όποιος κληρωθεί, θα δοκιμάσει το αερόστατο. Συμφώνησαν όλοι. Βγήκε ο νικητής. Ήταν ο Τζούλιο! Ο μαθητής που στην αρχή ήταν αντίθετος με όλο αυτό. Ανέβηκε στο αερόστατο. Δεν πρόλαβε να σηκωθεί δύο μέτρα και… μπουμ! Το αερόστατο σωριάστηκε στο γρασίδι. Όταν ο Τζούλιο απελευθερώθηκε από το αερόστατο, είχε μόνο δύο γρατζουνιές στο χέρι του. Ο Ντα Βίντσι άρχισε να αναρωτιέται τι πήγε στραβά. Τα υλικά ή ο σχεδιασμός του σκελετού; 53
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ»
54
ΕΓΩ, Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ
...όταν έγιναν οι αλλαγές, το αερόστατο ήταν και πάλι έτοιμο για πτήση... αυτή τη φορά στο αερόστατο ανέβηκε η Λουΐζα, μια άλλη μαθήτριά του... 55
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ»
...ο Λεονάρντο πήγε στο σπίτι του να ξεκουραστεί κι αυτός... αλλά σταδιακά έπεφτε σε κατάθλιψη... σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν τι πήγε πάλι στραβά... 56
ΕΓΩ, Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ
...είναι δύο ώρες από εδώ, τους πληροφόρησε ο Ντα Βίντσι που είχε πάρει ένα χάρτη της Ιταλίας για να μη χάνεται και να βλέπει από πού περνάνε... 57
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ»
... βρήκαν ένα πολύ ωραίο εστιατόριο και κάθισαν να φάνε την πίτσα τους... 58
ΕΓΩ, Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ
Ο Ντα Βίντσι, που ποτέ δεν απογοητευόταν, είχε απογοητευτεί. Σκέφτηκε ποια υλικά δεν είχε βάλει και θα ήταν χρήσιμα. Αντικατέστησε τις πέτρες με ξύλα. Όταν έγιναν οι αλλαγές, το αερόστατο ήταν και πάλι έτοιμο για πτήση. Αυτή τη φορά στο αερόστατο ανέβηκε η Λουΐζα, μια άλλη μαθήτριά του. Στη δεύτερη προσπάθεια να πετάξουν, το αερόστατο ανέβηκε περίπου πέντε μέτρα. Δυστυχώς ξαναέπεσε. Ο Ντα Βίντσι ήθελε να ξεκουραστεί λίγο και να σκεφτεί. Είχε τύψεις που έπεσαν οι δυο νέοι από τέτοιο ύψος. Άφησε και τους μαθητές του να ξεκουραστούν. - Για τη σκληρή δουλειά που κάνατε θα σας αφήσω να ξεκουραστείτε για μία ολόκληρη βδομάδα. - Ευχαριστούμε πολύ. Θα σας ξαναδούμε σε μία εβδομάδα. Ο Λεονάρντο πήγε στο σπίτι του να ξεκουραστεί κι αυτός… αλλά σταδιακά έπεφτε σε κατάθλιψη! Σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν τι πήγε πάλι στραβά! «Δεν καταλαβαίνω τι πάει λάθος με το αερόστατο. Τα έχω δοκιμάσει όλα. Α! Βρήκα τι υλικά δεν έχω τοποθετήσει στο αερόστατο που σίγουρα θα βοηθήσουν. Μόνο που πρέπει να ψάξω πάρα πολύ για να τα βρω.» Ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και σκεφτόταν μέχρι που τον πήρε ο ύπνος… Έπειτα από περίπου δύο ώρες βαθύ ύπνου, ξύπνησε αγχωμένος και τρομαγμένος. Είχε δει ένα πάρα πολύ περίεργο όνειρο…: Ήταν μια συνηθισμένη μέρα που ο Ντα Βίντσι προσπαθούσε να κάνει το αερόστατο να πετάξει. Όταν ανέβηκαν πέντε από τους επτά μαθητές του επάνω για να το δοκιμάσουν, εκείνο ανυψώθηκε φτάνοντας σ’ ένα πανύψηλο δέντρο. Εκεί που όλοι νόμιζαν ότι τα είχαν καταφέρει, το αερόστατο άρχισε σιγά σιγά να πέφτει ανάμεσα στα κλαδιά του δέντρου, μέχρι που σωριάστηκε στο χώμα. Όλοι πήγαν κοντά να δουν τι έγινε. Οι πέντε μαθητές του δεν κουνιούνταν από τη θέση 59
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ»
...φτάσανε κι όταν κατέβηκαν, πήγαν να φάνε γιατί είχαν πεθάνει της πείνας και είχαν κουραστεί πάρα πολύ... 60
ΕΓΩ, Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ
τους. Όλοι κρατούσαν την ανάσα τους… Ένας άλλος μαθητής πήγε να δει αν ανέπνεαν. Κοκκάλωσε. Κοίταξε τους υπόλοιπους και κοκκάλωσαν κι αυτοί… Εκείνη την ώρα ο Ντα Βίντσι ξύπνησε κατατρομαγμένος… - Ουφ! Ευτυχώς ήταν όνειρο. Ας σηκωθώ καλύτερα κι ας ξεκινήσω το ψάξιμο… Βγήκε έξω για να ψάξει τα υλικά που είχε σκεφτεί ότι θα ήταν χρήσιμα. Βρήκε κορμούς δέντρων με τους οποίους αντικατέστησε τα προηγούμενα ξύλα, που είχαν σπάσει, ώστε να παραμένει το αερόστατο σταθερό. Παρατηρούσε πώς πετάνε τα πουλιά και ότι δεν κουνάνε πολύ τα φτερά τους αλλά γλιστράνε, κατά κάποιο τρόπο, στον αέρα με τη βοήθεια του ανέμου. Πήγε στον τεράστιο κήπο του όπου έφτιαχναν τόσες μέρες το αερόστατο για να κάνει τις αλλαγές. Μόλις τελείωσε, ήταν πολύ εξαντλημένος. Αυτή τη φορά θα το δοκίμαζε ο ίδιος. Δεν ήθελε να βάλει σε κίνδυνο κι άλλους μαθητές του. Πήγε στον κήπο, ανέβηκε στο αερόστατο και ήταν έτοιμος για απογείωση. Το αερόστατο ξεκολλούσε σιγά σιγά από το έδαφος. Καθώς ανέβαινε, πέρασε πάνω από τον πλάτανο όπου είχε πέσει την τελευταία φορά. Τώρα όμως τον ξεπέρασε. Ήταν τόσο περήφανος που τα είχε καταφέρει που άρχισε να φωνάζει τους μαθητές οι οποίοι μαζεύτηκαν από κάτω και τον χειροκροτούσαν. Όσο περνούσε η ώρα τόσο πιο πολύ ανέβαινε το αερόστατο ώσπου κάποια στιγμή ο Ντα Βίντσι άρχισε να κατεβαίνει. Ήθελε να πάρει και τους μαθητές του για να κάνουν όλοι μαζί το γύρο της Ιταλίας όπως τους είχε υποσχεθεί όταν ξεκίνησαν την κατασκευή. - Είδατε τελικά που τα καταφέραμε; τους είπε. Ανεβείτε. Σας υποσχέθηκα ότι θα κάνουμε το γύρο της Ιταλίας και δε θα σας απογοητεύσω. - Τέλεια! είπαν με μια φωνή και ανέβηκαν μεμιάς στο αερόστατο. 61
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ»
...ποιος ξέρει; ίσως περάσουν από το Τορίνο, το Μιλάνο, τη Βενετία... 62
ΕΓΩ, Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ
Ξεκίνησαν το ταξίδι τους. Όταν άρχισαν να ανεβαίνουν, ήταν όλοι τόσο περήφανοι που τα είχαν καταφέρει! Τραγουδούσαν όλοι μαζί και γελούσαν. Ο πρώτος προορισμός τους ήταν η Φλωρεντία όπου σταμάτησαν για να ξεκουραστούν και να φάνε. - Πού θέλετε να πάμε μετά; τους ρώτησε. Εγώ λέω να περάσουμε από τη Νάπολη για μια βόλτα. - Σύμφωνοι! είπαν όλοι μαζί. Έχω ακούσει καλά λόγια γι’ αυτήν. - Ωραία! Είναι δύο ώρες από εδώ, τους πληροφόρησε ο Ντα Βίντσι που είχε πάρει ένα χάρτη της Ιταλίας για να μη χάνεται και να βλέπει από πού περνάνε. Φτάσανε κι όταν κατέβηκαν, πήγαν να φάνε γιατί είχαν πεθάνει της πείνας και είχαν κουραστεί πάρα πολύ. Βρήκαν ένα πολύ ωραίο εστιατόριο και κάθισαν να φάνε την πίτσα τους. Ανέβηκαν στο αερόστατο και ήταν έτοιμοι για τον επόμενο προορισμό τους. Και κάπου εδώ τελειώνει η ιστορία μας. Αφήνουμε τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι και τους εφτά μαθητές του πάνω στο αερόστατό τους, περήφανους που ήταν οι πρώτοι άνθρωποι που κατάφεραν να πετάξουν. Ποιος ξέρει; Ίσως περάσουν από το Τορίνο, το Μιλάνο, τη Βενετία… Σίγουρα πάντως θα γυρίσουν πίσω στη Ρώμη για την επόμενη εφεύρεση του Λεονάρντο Ντα Βίντσι!
63
3
9
3
140
3
20
Θαύμα! Θαύμα!
2015 Εκπαιδευτήρια «Διονύσιος Σολωμός»
240
3 6,5
3 215
5
20
5
20
με λιγα λογια
3,5 20
3,5
με λιγα λογια
20
2010
όγω...ς λ ποίηση
3
λόγω... ποίησης 3
215 3,5 20
215
215 3,5 20
5
20
πόσο μου μοιά ζ ε ις !
σπίτι μου, σπιτάκι μου!
Εκπαιδευτήρια «Διονύσιος Σολωμός» 140
20
20
5
215
3 6,5
3 215
…και µεις καλύτερα
2009
πόσο μου μοιάζεις!
3
Εκπαιδευτήρια «Διονύσιος Σολωμός» Αθήνα 2015
«Διονύσιος Σολωμός»
«∆ιονύσιος Σολωµός» – 2006
κοσμο... γωνίες
Εκπαιδευτήρια «Διονύσιος Σολωμός» Μια έκδοση των Εκπαιδευτηρίων «∆ιονύσιος Σολωµός» – Αθήνα 2006
Μια φορά…
και µια ιστορία
Μια φορά… και µια ιστορία
ων Εκπαιδευτηρίων ωμός» – Αθήνα 2009
9
σχήμα λόγου
σπίτι μου σπιτάκι μου
101 ∂ÍÒÊÏÏÔ 4/6/2006 01:58 Page 1
μη μου πεις!
«Διονύσιος Σολωμός» θήνα 2014
3
Εκπαιδευτήρια «Διονύσιος Σολωμός» 2014
140
Εκπαιδευτήρια «Διονύσιος Σολωμός» Αθήνα 2016
20
Εκπαιδευτήρια «Διονύσιος Σολωμός» - Αθήνα 2012
έκδοση των Εκπαιδευτηρίων σιος Σολωμός» - Αθήνα 2012
Θαύμα! Θαύμα!
2016
σχήμα λόγου
3
20
140
Εκπαιδευτήρια ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
Εκπαιδευτήρια «Διονύσιος Σολωμός» Αθήνα 2019